Η Δροσούλα

                                                                        Η Δροσούλα
Η Χαμάκω σήμερα είναι μόνο χαλάσματα. Γκρεμισμένα σπίτια, χωρίς σκεπές, ερείπια πνιγμένα στις τσουκνίδες και στα αγριόβατα. Πού και πού μία συκιά ή κάποια μαυρομουριά, παραφυάδες των δέντρων που σε παλιότερες εποχές γέμιζαν το χωριό, εξακολουθούν να τονίζουν ότι η ζωή συνεχίζεται και όταν ακόμη οι άνθρωποι φύγουν. Μοναδική συνέχεια από τότε, θεριό ολόκληρο, το σκουροπράσινο πανύψηλο κυπαρίσσι, παραμένει ακοίμητος, παντοτινός βιγλάτορας της απόμερης εκείνης και ξεχασμένης γωνιάς.
Κι όμως κάποτε η Χαμάκω ήταν ένα ονομαστό στην περιοχή χωριό. Κρυμμένο σε μια μοναχική ρεματιά, απλωνόταν, στις δυο πλαγιές της, ήσυχο και ασφαλισμένο. Πολλά τα κοπάδια του, βοσκούσαν σε μια πολύ μεγάλη έκταση, όση σήμερα καλύπτουν τα χωριά Αχίλλειο, ‘Αγιοι Θεόδωροι και Γλύφα. Τα περιβόλια του, γύρω από τα ερείπια της αρχαίας Αντρώνας, έδιναν πλούσιο καρπό.
Την ερημιά, τη γλύκα του κλίματος και τη γαλήνη του τόπου ζήλεψε και αυτή ακόμα η τρομερή Χάμκω, η μάνα του Αλή πασά, κι ερχόταν τα καλοκαίρια να βρει λίγη ησυχία. Εδώ κi αυτή ακόμη ηρεμούσε και γλύκαινε τόσο που κι οι ντόπιοι την αγαπούσαν, αφού από αυτήν ονόμασαν και το χωριό τους έτσι. Χάμκω – Χαμάκω. «Χάριν ευφωνίας παρενεβλήθη μεταξύ του μι και του κάπα το άλφα και εκ του Χάμκω προήλθε το Χαμάκω», μου εξηγούσε ένας γέροντας – καλός μαθητής από ό,τι φαίνεται στα νιάτα του – , επαναλαμβάνοντας προφανώς αυτολεξεί τα λόγια του δασκάλου του, που ήταν και ο τελευταίος δάσκαλος της Χαμάκως, πριν οι άνθρωποί της την εγκαταλείψουν και εποικίσουν τα γύρω χωριά.
Ήταν ευτυχισμένοι οι Χαμακιώτες στην απομόνωσή τους. Χαίρονταν γαλήνιοι στη μοναξιά τους. Κι ας είχαν μοναδική τους παρέα τα «κλαριά», έτσι που να τους βγει το δίστιχο: «Τι έχουν τα κλαριά και σειώνται; Χαμακιώτες παν’ και ξυώνται». Με πολλούς κόπους, προσπαθώντας όλοι μαζί, έχτισαν και τη μικρή τους εκκλησία, τους αγίους Αναργύρους, μοναδικό κτίσμα του παλιού χωριού που εξακολουθεί και σήμερα να στέκεται όρθιο, χάρη στην ευσέβεια των απόγονων εκείνων. Με πολλή αγάπη και περισσή ομόνοια συμφώνησαν σε ποια από τις δύο πλαγιές του χωριού θα χτιζόταν η εκκλησιά τους. Κάθε πλαγιά την ήθελε στο μέρος της. Τη λύση έδωσε ο δάσκαλος: Θα μετρούσαν τους γέροντες και η εκκλησιά θα χτιζόταν εκεί που ήταν οι περισσότεροι. Κι έτσι οι Άγιοι Ανάργυροι χτίστηκαν στην αριστερή πλαγιά , δίπλα ακριβώς στο σπίτι της Δροσούλας.
Κι ήταν τότε η Δροσούλα δεκαοχτώ χρονών. Κι ήταν δροσιά γεμάτη, ίδια η άνοιξη, ανέμελη, πανέμορφη, ανέγγιχτο αγριολούλουδο δροσοσταλιές γεμάτο, αγγελούδα χωρίς φτερά, γλυκιά γαλανομάτα Παναγιά. Κι έγινε το χτίσιμο της εκκλησιάς σκοπός της. Και πήρε νόημα η ζωή της. Όλο το χωριό στο πόδι δίπλα στο σπίτι της. Όλοι δούλευαν ασταμάτητα. Να κουβαλήσουν πέτρες για το χτίσιμο, να σκάψουν θεμέλια, να κάψουν καμίνι για ασβέστη, να φέρουν πλάκες να τη σκεπάσουν, ξύλα για τη σκεπή, για τα κουφώματα, για τα στασίδια. Σ’ όλα μπροστά η Δροσούλα. Να βοηθήσει να ξεφορτώσουν τα μουλάρια, να παραμερίσει τα εμπόδια, να στοιβάξει τις πλάκες στην άκρη, να πετάξει ό,τι εμπόδιζε, να φέρει νερό για τους μαστόρους, να ψήσει καφέδες.
Η μάνα της τη μάλωνε. κορίτσι πράμα αυτή δεν έπρεπε να ανακατεύεται ανάμεσα στους άντρες. Τι θα έλεγε ο κόσμος. Θα της έβγαινε το όνομα κι ύστερα άντε να την κοιτάξει κανένας. Πού να τα ακούσει αυτά η Δροσούλα ! Έπαιρνε τη ρόκα της και πού την έχανες , πού την έβρισκες, στην εκκλησιά που χτιζόταν, στην εκκλησιά που την έβλεπε σαν δική της. Καθόταν εκεί με τις ώρες κι όταν δεν βοηθούσε κάπου σχεδίαζε πώς θα γέμιζε την αυλή της με λουλούδια, την αυλή της εκκλησιάς που την έβλεπε προέκταση της δικής της αυλής. Εκεί θα φύτευε μαντζουράνες, στη γωνιά κατιφάκια, δίπλα στον τοίχο γυφτσούλες. Εκεί, στην άκρη, μια καρυδιά να μεγαλώσει να κάθεται όλο το χωριό από κάτω, δίπλα στο ιερό μια συκιά, να τρώει κανένα σύκο ο παπάς να δροσίζεται κι από εδώ κι από εκεί, στις δυο μεριές της πόρτας της εκκλησιάς, δυο πασχαλιές να μοσχοβολούν τη Μεγάλη Παρασκευή και το Πάσχα και να στολίζουν τον επιτάφιο. Έπρεπε κιόλας ν’ αρχίσει, όπου μπορούσε, έτσι που όταν θα γινόταν η πρώτη λειτουργία να είναι στολισμένη η εκκλησιά και με λουλούδια Έκανε αυτά της τα όνειρα, έγνεθε και τραγουδούσε ταυτόχρονα για να ξεχνάν οι μαστόροι και τα μαστορόπουλα την κούρασή τους:
Το κέντημα είναι γλέντημα κι η ρόκα είναι σεργιάνι
κι αυτός ο δόλιος αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη.
Όλοι χαίρονταν το τραγούδι της Δροσούλας. Μα πιο πολύ απ’ όλους το σοβαντζόπουλο, ο βοηθός του σοβαντζή, που την καλόβλεπε και δεν έχανε την ευκαιρία να τονίζει στη Δροσούλα, όποτε βρισκόταν κοντά της, προσπαθώντας να κερδίσει το θαυμασμό της, τη σπουδαιότητα της δουλειάς του. Ακούγοντας το τραγούδι της Δροσούλας έπιανε κι αυτός το δικό του τραγούδι:
Ο χτίστης είναι βάσανο κι ο μαραγκός μαράζι
κι αυτό το σοβαντζόπουλο όλα τ’ αποσκεπάζει.
Προηγουμένως βέβαια της είχε εξηγήσει ότι όλα τα λάθη του χτίστη με τους στραβούς τοίχους και όλα τα λάθη του μαραγκού, που δεν ταίριαζε τα κουφώματα ακριβώς στους τοίχους, μόνο ο σοβαντζής έρχεται να τα διορθώσει.
Και χτίστηκε η εκκλησιά. Κι οι μαντζουράνες και τα βασιλικά κι οι κατιφέδες κι οι γυφτσούλες ξεπετάχτηκαν και φούντωσαν κι άνθισαν και στόλισαν τη δεύτερη αυλή της Δροσούλας. Κουβάλησε πέτρες από το ρέμα κι έχτισε γύρω από τις βραγιές των λουλουδιών πεζουλάκια για προστασία. Κι ασβέστωσε και ξανασβέστωσε όλα τα πεζούλια της εκκλησίας. Κι άλλο δεν απόμεινε πια παρά ν’ ανθίσουν κι οι δυο πασχαλιές, στις δυο πλευρές της πόρτας, να συμπληρωθεί η ομορφιά, γιατί όπου να είναι ερχόταν η Πασχαλιά που θα πρωτολειτουργούσε η καινούργια τους εκκλησιά. Τίποτε άλλο δε σκεφτόταν η Δροσούλα.
Κάτι διαφορετικό προσπαθούσε να ξυπνήσει μέσα της η μάνα της, που είχε καταλάβει ότι το σοβαντζόπουλο την ήθελε, αφού, αν και πια δεν είχε δουλειά, όλο εκεί τριγύριζε κι ας ήταν το σπίτι του στην άλλη την πλαγιά του χωριού. Της πέταγε λοιπόν το δίστιχο:
Εκεί στην πέρα την πλαγιά βλέπω ένα λελέκι
θαρρώ είναι η αγάπη μου με τ’ άσπρο το γελέκι.
Τ’ άκουγε η Δροσούλα και κοκκίνιζε. Έκανε πως δεν καταλάβαινε. Κι όμως την ίδια τη στιγμή άλλαζαν οι σκέψεις της. Να, η ίδια ντυμένη στα άσπρα να βγαίνει από την εκκλησιά ανάμεσα στις δυο ανθισμένες πασχαλιές και δίπλα της το σοβαντζόπουλο με το άσπρο χρυσοκεντημένο γιλέκο.
Ώσπου έγινε το μεγάλο κακό. Ένας Τούρκος, περαστικός καβαλάρης, βρήκε μοναχή τη Δροσούλα στη βρύση να κουβαλάει νερό να ποτίσει τα λουλούδια της εκκλησιάς. . . .
Και σώπασε η Δροσούλα να τραγουδάει. Κι έμειναν απότιστες οι μαντζουράνες. Κι ούτε τη ρόκα για το σεργιάνι ξανάπιασε.                                Κλείστηκε μέσα στο σπίτι της να κλαίει για το κακό που τη βρήκε. Κι ούτε η μάνα της βγήκε ξανά στη γειτονιά. Και το σοβαντζόπουλο με το άσπρο το γιλέκο δεν έβρισκε να έχει κάποια δουλειά στην εκκλησία και δεν ξαναφάνηκε από εκεί. Κι ο πατέρας της Δροσούλας δεν ξαναπήγε στον καφενέ. Όλο στα χωράφια πήγαινε. Είχε δουλειές.
Νύχτα σε νύχτα έπαιρνε τα σοκάκια η δόλια η μάνα τη Δροσούλας, από γριά σε γριά του χωριού, να βρει βοτάνι να ρίξει από πάνω της την τουρκοσποριά. Κι όταν τέλος το βρήκε – από τη γριά τουρκάλα Κάντιω, ατιμασμένη και αυτή στα νιάτα της από τον Ντουχαντίπη – της ήρθε ο μεγάλος κεραυνός στο κεφάλι : Η Δροσούλα αρνιόταν να το πάρει. Ό,τι και να έγινε, μέσα της είχε μια ζωή και δεν μπορούσε να τη σκοτώσει. Κι ας ήταν και τουρκόσπαρτη. Τι θα έλεγε στην Παναγιά για το κακό που θα έκανε σε μια ψυχούλα; Πώς θα αντίκριζε τους Αγίους Αναργύρους που την κοίταζαν κατάματα όταν τους έστρωνε στο εικονοστάσι τους το κεντημένο με τα χέρια της άσπρο τσακόπανο με τα μπλε και κόκκινα σταυρουδάκια;
Η μάνα της έπεσε να πεθάνει. Τούρκος σωστός έγινε και ο πατέρας της, όταν τ’ άκουσε. Χωρίς δεύτερη κουβέντα, χωρίς να πει τίποτε ούτε στη γυναίκα του – ποτέ του δεν είπε λέξη στη Δροσούλα, παρά μόνο να διατάξει – σαμάρωσε μια κατασκότεινη νύχτα το μουλάρι του, πήρε πισωκάπουλα τη Δροσούλα και τράβηξε για το αδιάβατο ρουμάνι της Παλιοξενιάς στον Κουκλιά. Τα χαράματα, χωρίς κανένας να πάρει είδηση, τον βρήκαν στο χωριό πάλι. Η γυναίκα του τον κοίταξε ερευνητικά στα μάτια κάτι να καταλάβει, μα δεν τόλμησε να τον ρωτήσει. Ύστερα από μήνες κάτι κατάλαβε. Δεν ξαναμίλησε. Βουβοί, σκυθρωποί, σκυμμένοι μόνιμα στη γη και οι δυο τους, δεν ξανακοιτάχτηκαν στα μάτια, δεν αντάλλαξαν σκέψεις, δεν ξαναμίλησαν για την υπόθεση αυτή. Είχαν απαλλαχτεί από τη ντροπή, δεν έβλεπαν το κακό, δεν το έβλεπαν κι οι άλλοι. Όλα βολεύτηκαν.
Το χωριό σιγοψιθύρισε στην αρχή, ικανοποίησε την περιέργειά του, έμαθε τι είχε γίνει, ησύχασε. Δεν ξαναμίλησε. Όλα τακτοποιήθηκαν, Τίποτε δεν μόλυνε το χωριό τους. Μπορούσαν να συνεχίσουν τις δουλειές τους.
Κι ήρθε κι η Πασχαλιά. Και πρωτολειτούργησε η καινούργια εκκλησία. Γιόρτασαν όλοι την Ανάσταση του Θεού της Αγάπης.                      Τίποτε δε θύμιζε το κακό. Φρόντισαν και ξερίζωσαν τα ξεραμένα πια λουλούδια της αυλής, πέταξαν τις ασπρισμένες πέτρες από τις βραγιές της ατιμασμένης, έβγαλαν και την καρυδιά. Ήταν και τα ασπρισμένα πεζούλια. Όμως αυτά χρειάζονταν να κάθονται. Δεν έπρεπε να τα χαλάσουν. Τα έβαψαν μόνο λουλακιά. Τη συκιά μονάχα άφησαν. Αυτή είναι δέντρο του Ιούδα, είπε ο παπάς, δεν πειράζει. Κόπηκαν κι οι δυο πασχαλιές στις δυο μεριές της πόρτας κι ας ήταν ολάνθιστες.

΄Ηταν και το σπίτι της ατιμασμένης, που ήταν δίπλα τους. Δεν μπορούσαν να το γκρεμίσουν αυτό. Ύψωσαν ένα τοίχο, ψηλό που τίποτε να μην φαίνεται από την εκκλησιά, και χώρισαν τα δυο προαύλια που η «αφορεσμένη» τα νόμιζε κιόλας δικά της. ΄Ολα είχαν τακτοποιηθεί πριν των Βαΐων και έτσι χάρηκαν ήσυχοι την Πασχαλιά.

 

Ο παπάς έβαλε το ζωγράφο, που έκανε τις εικόνες, και έγραψε στην πρόθεση της εκκλησιάς τα ονόματα των χωρικών να τα μνημονεύει. Δεξιά «τα πεθαμένα», αριστερά «τα ζωντανά». Πολύ λίγα ήταν. Χώρεσαν όλα. Της Δροσούλας δεν το έγραψαν. Δεν έπρεπε. Ήταν ατιμασμένη.

Τότε ήταν που η μάνα της ταράχτηκε. Κάτι της έλεγε ότι αυτό ήταν πάρα πολύ κακό ΄Ισως ήταν και οι τύψεις της για την τόση σιωπή της. Ο παπάς όμως ούτε ν’ ακούσει ήθελε. Διαμαρτυρήθηκε και ο δάσκαλος. Προσπάθησε να πει κάτι στον παπά. Κανένας δεν τον άκουσε. Να κοιτάξεις τα σχολιαρούδια σου, του μήνυσαν. Της Δροσούλας η μάνα από τότε, κάθε φορά που λειτουργούσε ο παπάς πήγαινε στην εκκλησιά και την ώρα που μνημόνευε τα ζωντανά ονόματα του χωριού έλεγε από μέσα της; «και της δούλης του Θεού Δροσούλας» και ησύχαζε. Είχε πιστέψει ότι, όπως τη βεβαίωσε και ο δάσκαλος, την άκουγε ο Θεός. Γιατί ο Θεός, μερικές φορές, ακούει τους απλούς ανθρώπους περισσότερο από όσο ακούει τους παπάδες.

Κι όλα πήγαιναν καλά, ώσπου κάποια μέρα πάλι τα νερά ταράχτηκαν. Στο χωριό έφτασε η Δροσούλα μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά. Δεν άντεχε άλλο τις ταλαιπωρίες, νόμισε ότι είχε αρκετά πληρώσει το «σφάλμα» της και τόλμησε να γυρίσει. Μόνο που δεν την λιντσάρισαν. Πρόφτασε η μάνα της και την έκρυψε. Το «τουρκοσπόρι» όμως ούτε να το ιδεί . Κρυφά το τάιζε η Δροσούλα, κρυφά το χάιδευε. Χωνόταν σε μια γωνιά και με χίλιες προφυλάξεις άνοιγε λίγο το παράθυρο. Στην αυλή ούτε τολμούσε να το βγάλει . Οι πέτρες έρχονταν σωρό.

Κάποτε τόλμησε και ζήτησε από τον παπά να το βαφτίσει. Ούτε να το σκέφτεσαι ! της είπε. Πρέπει να έρθει ο πατέρας του να το ζητήσει και πάλι δεν μπορούσε να γίνει αν δεν ήταν και εκείνος βαφτισμένος. Φαρμακώθηκε η Δροσούλα . Το άλλο βράδυ, όταν όλοι χώθηκαν στα σπίτια τους, πήρε το μωρό της, δρασκέλισε στο προαύλιο της εκκλησίας, πλησίασε στο ιερό, κοντά στη μικρή συκιά, γονάτισε, έκανε τρεις φορές το σταυρό της, ανεβοκατέβασε το παιδί τρεις φορές, λέγοντας κάθε φορά «βαφτίζεται ο δούλος του Θεού Δημήτριος», ξανάκανε τρεις φορές το σταυρό της και κρυφά κρυφά σηκώθηκε να γυρίσει πίσω.
Από ψηλά το φεγγάρι βγήκε ολοφώτεινο δεξιά της εκκλησίας. Από τα μικρά ψηλά παραθύρια φαινόταν το φως των καντηλιών. Έκανε πάλι το σταυρό της, έσφιξε το Δημητράκη της στην αγκαλιά και χώθηκε στο σπίτι της. Κοίταξε το παιδί. Πάντα ήταν ήσυχο. Ποτέ δεν είχε ακουστεί το κλάμα του. ΄Ισως καταλάβαινε ότι έπρεπε να σωπαίνει για να προστατεύει τη μάνα του. Τώρα της χαμογελούσε και κουνούσε τα χέρια του. Το φίλησε κι αποκοιμήθηκαν κι οι δυο.
Τα χρόνια πέρασαν. Το παιδί δεν κρατιόταν άλλο μέσα. Είχε πάψει και το πετροβολητό στο παράθυρο. Το πήρε από το χέρι και βγήκαν στην αυλή. Ανήσυχη η Δροσούλα αλαφιαζόταν κάθε τόσο. Δεν έγινε τίποτε. Την άλλη μέρα πήγαν ως το προαύλιο της εκκλησιάς, όπου παίζαν τα άλλα μικρά. Δυο τρεις γιαγιάδες πήραν τα εγγονάκια τους και έφυγαν. Κάποια μάνα φώναξε τα δικά της να γυρίσουν σπίτι. ΄Εμειναν δυο μοναχά τους. Πλησίασαν, το έπιασαν από το χέρι και το περπάτησαν.                       Δάκρυσε η Δροσούλα. Γέμισε ευτυχία. Κι ο Δημήτρης γελούσε κι έτρεχε δίπλα τους ευτυχισμένος. Λίγο κράτησε αυτό. Πήραν είδηση οι μανάδες τους ! ΄Αδικα έτρεχε πίσω τους το «τουρκοσπόρι » να παίξει. Εκείνα έφυγαν γρήγορα γρήγορα.
Πάλεψε πολύ η Δροσούλα να μπάσει το παιδί της στη μικρή κοινωνία της Χαμάκως. Σκόρπισε την καλοσύνη γύρω της απλόχερα, έδειξε απέραντη υπομονή. Υπομονή πολλή έδειχνε κι ο Δημητράκης της. Σκορπούσε καλοσύνη κι αγάπη. Αδύνατον να τους δεχτούν. Κι αν κάπου κάπου η απέραντη καλοσύνη του παιδιού, τα πολλά του παιχνίδια και τα καμώματα, έκαναν κάποια χείλια να γελάσουν, το πολύ πολύ που του παραχωρούσαν ήταν να τον λένε Δροσουλή. Μα αυτό για πολύ λίγες στιγμές, γεμάτες ευτυχία για τον ίδιο και για τη μάνα του. Αρκούσε το παραμικρό να γίνει ξανά «Τουρκοσπόρι» και ακόμα «Τουρκοσποριάς του κερατά». Κι όταν το φαρμάκι περίσσεψε πια πολύ και δεν αντεχόταν, ούτε από τη μάνα ούτε από το γιο, πήραν οι δυο τους το δρόμο κι έφυγαν μακριά.
Πέρασαν πια πολλά χρόνια. Η Δροσούλα είχε βρει παρηγοριά πάλι στην Εύβοια, στο μοναστήρι που την είχε δεχτεί και την πρώτη φορά κι όπου είδε το φως τούτου του κόσμου το παιδί της. Ο ηγούμενος αναγνώρισε το βάφτισμα που είχε κάνει η Δροσούλα. Φρόντισε ο ίδιος και το παιδί απόκτησε και επώνυμο και γράφτηκε στα χαρτιά: Δημήτριος Δροσόπουλος, από το Δροσούλα.
Τα χρόνια περνούσαν. Η Χαμάκω ήταν πολύ μακριά, ακόμη και στη μνήμη. Κι όμως και η Δροσούλα και ο γιος της την είχαν στην καρδιά τους. Κάτι τους έσπρωχνε να γυρίσουν πίσω πάλι. Η Δροσούλα δεν είχε ακόμη προσκυνήσει στην εκκλησιά του χωριού. Δεν την είχαν αφήσει. Το ίδιο και ο γιος της. Τούτη τη φορά θα γύριζαν οριστικά. ΄Ηταν βέβαιοι και οι δυο. Εξάλλου έπρεπε να βρει το σπιτικό του ο γιος της, που είχε κάνει δική του οικογένεια. Το σπίτι της την περίμενε έρημο. Οι γονείς της είχαν πεθάνει,
Πάλι αναστάτωση στο χωριό. Τούτη τη φορά αλλιώτικη. Δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν: «Ο Τουρκοσποριάς του κερατά» ερχόταν στο χωριό τους να παπαδέψει. ΄Εγινε, λέει, χριστιανός, έγινε παπάς κι ερχόταν στο χωριό τους σταλμένος από το Δεσπότη, τώρα που το χωριό δεν είχε παπά. Τ’ άκουγαν και σώπαιναν. Κουνούσαν το κεφάλι. Κάποιες γριές έπιαναν το κεφάλι τους, έσκυβαν και χώνονταν στα σπίτια τους μουρμουρίζοντας.
Να τους που φάνηκαν. Μπροστά ένας παπάς, δίπλα του μια όμορφη κοπέλα, η παπαδιά, και πίσω, σέρνοντας το μουλάρι φορτωμένο, η Δροσούλα. Στην αμηχανία τους, ίσως και στη ντροπή τους, κάποιοι τρύπωσαν στα σπίτια τους, μερικοί οι νεότεροι, που δεν είχαν λόγο να κρυφτούν, έτρεξαν να τους καλωσορίσουν. Τα μικρά, αθώα και άσχετα, έτρεξαν να φιλήσουν το χέρι του παπά. Η Δροσούλα δάκρυσε. Κι ήταν για πρώτη φορά τα δάκρυά της αλλιώτικα.

Οι τρεις τους τράβηξαν για την εκκλησία. Η νεωκόρος έτρεξε να τους δώσει τα κλειδιά. Ο παπάς άφησε τις δυο γυναίκες έξω και τρύπωσε στην εκκλησιά. ΄Εβγαλε ένα ψιλό πινέλο και ένα κουτί μαύρη μπογιά και πριν απ’ όλα συμπλήρωσε στα ονόματα της πρόθεσης : Δροσούλας, Δημητρίου ιερέως, Ελένης. ’Υστερα φώναξε μέσα τη μάνα του και την παπαδιά. ΄Ηρθαν και δυο τρεις γριούλες. Διάβασε εσπερινό ο παπάς και άρχισε να μνημονεύει τα ονόματα, όλα με τη σειρά και τελευταία: Δροσούλας, Δημητρίου ιερέως, Ελένης. Πάλι δάκρυσε η Δροσούλα και δεν έλεγε να σταματήσει.

Την Κυριακή πρωί πρωί, χτύπησε το σήμαντρο. Χαμακιώτες και Χαμακιώτισσες, με ανάμικτα, ακαθόριστα, πρωτόγνωρα αισθήματα έφτασαν στην εκκλησιά τους. Τα πεζούλια κάτασπρα, φρεσκοασβεστωμένα. Λίγες πέτρες περιόρισαν μια προχειροφτιαγμένη βραγιά με φρεσκοφυτεμένα λουλούδια.
Μέσα στην εκκλησιά ο «Τουκοσποριάς», «το Τουρκοσπόρι», «ο Δροσουλής», ο παπα – Δημήτρης τούς λειτουργούσε. ΄Αφωνοι και σκυφτοί παρακολουθούσαν. ΄Ακουσαν τον παπά τους να του εξηγεί το Ευαγγέλιο. Μιλούσε για την αγάπη. Κι όλοι άκουγαν προσεκτικά. Τους είπε ότι ο Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους και δεν ξεχωρίζει κανέναν.
Στο τέλος, τους μοίρασε το αντίδωρο. Και δεν έμεινε αδάκρυτος κανένας, όταν έσκυβαν να πάρουν το αντίδωρο και φιλούσαν το χέρι. κι εκείνος που τόσο πετροβολητό είχε φάει, άπλωνε τώρα το χέρι του πάνω από το κεφάλι του καθένα, τον ευλογούσε και του έδινε το αντίδωρο.
Βγήκαν έξω, χωρίς να μιλάν. Περίμεναν τον παπά να καταλύσει και να βγει. ΄Ενιωθαν την ανάγκη κάτι για τα παλιά να τους πει! ΄Επρεπε να ξαλαφρώσουν. Μα τίποτε.. Ο παπάς τους μίλησε για άλλα πράγματα. Για το σχολείο που δεν είχαν. Ο ίδιος ήταν και δάσκαλος. Θα έκανε στα παιδιά μάθημα προσωρινά στο ένα δωμάτιο του σπιτιού του. ΄Υστερα θα έχτιζαν άλλο σχολείο μεγάλο.
Η Δροσούλα και η νύφη της έφεραν καφέδες για όλους. ΄Επειτα πήγε πίσω από το ιερό. Έκοψε λίγα σύκα από τη συκιά, που την είχε φυτέψει στα νιάτα της να δροσίζεται ο παπάς., και πρόσφερε σ’ όλους. Και στον παπά !
Ξαναφύτεψε κατιφέδες και βασιλικούδια στην αυλή και δυο πασχαλιές δεξιά και αριστερά στην πόρτα. Ξαναφύτεψε και μια καρυδιά στο ίδιο μέρος. Όλα της τα σχέδια είχαν πραγματοποιηθεί. Άνθισαν με τα χρόνια κι οι δυο πασχαλιές ξανά και στόλισαν την είσοδο της εκκλησιάς, εκεί που ονειρευόταν τον εαυτό της ντυμένο στ’ άσπρα δίπλα στο σοβαντζόπουλο. Δεν τον είδε όμως ποτέ της.
Είκοσι χρόνια μετά, εβδομήντα χρονών γριά πια, αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν με το σοβαντζόπουλο, γέρο κι αυτόν, κι έμειναν περισσότερο απ’ όσο έπρεπε αγκαλιασμένοι χτυπώντας τις πλάτες ο ένας του άλλου με νόημα, βλέποντας να βγαίνουν πιασμένα χέρι-χέρι η εγγονή της Δροσούλας κι ο εγγονός του σοβαντζόπουλου, ανάμεσα στις ανθισμένες πασχαλιές. Κι ήταν πάλι Πασχαλιά !

Ἡ προδρομικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς ἵδρυσης καὶ τῆς ἑδραίωσης τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ.

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος
Ἡ προδρομικὴ ἀτμόσφαιρα
τῆς ἵδρυσης καὶ τῆς ἑδραίωσης
τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ
Βασικὸ καὶ θεμελιακὸ στοιχεῖο τοῦ σημαντικοῦ ἔργου καὶ τῆς συνολικῆς προσφορᾶς τοῦ Νικολάου Γιαννοπούλου ἀποτελεῖ ἡ ἵδρυση τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ.
Ἄν και ἡ ἐπίσημη ἵδρυσή της ἔγινε στις 28 Ἀπριλίου 1896, ἡ Φιλάρχαιος Ἑταιρεία Ἁλμυροῦ, τόσο ὡς μία συγκροτημένη ὁμάδα πνευματικῶν, φιλάρχαιων καὶ φιλίστορων ἀτόμων του Ἁλμυροῦ, ὅσο καὶ ὡς περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα καὶ κοινωνικὴ ἀνάγκη δημιουργίας της, ὑπῆρξε ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια πρίν.
Ἡ δραστηριοποίηση κάποιων ἀτόμων γιὰ τὴ διάσωση καὶ διαφύλαξη τῆς πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς καὶ τῶν οἰκτρῶς λεηλατημένων, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πεντακοσιόχρονης ἐποχῆς τῆς Τουρκοκρατίας, καταλοίπων τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ, τοῦ ἑλληνιστικοῦ καὶ τοῦ βυζαντινοῦ παρελθόντος τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, ἡ ὁποία βρισκόταν ἀναγκαστικὰ «ἐν «ὑπνώσει», ἐνεργοποιήθηκε ἀμέσως μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση κατὰ τὸ 1881.
Ἡ Φιλάρχαιος Ἑταιρεία Ἁλμυροῦ μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τίτλο ὑπῆρχε καὶ πρὶν τὸ 1896. Δὲν γνωρίζουμε ἀρκετὰ στοιχεῖα γιὰ τὴν προδρομικὴ αὐτή της ὕπαρξη. Διασώθηκε ὅμως ἕνα ἀποτύπωμα τῆς σφραγίδας της, ἡ ὁποία, ἀντί του κατοπινοῦ καὶ τωρινοῦ ἐμβλήματός της, «τοῦ Φρίξου ἐπὶ τοῦ κριοῦ μετὰ τῆς λέξεως ΑΛΕΩΝ», εἶχε ὠς ἔμβλημα τὴν «Ἰτωνία Ἀθηνᾶ μετὰ τῆς λέξεως ΑΧΑΙΩΝ».
Ἀπὸ πολὺ νωρὶς ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος μὲ ἀνακοινώσεις του στις ἐφημερίδες γνωστοποιοῦσε κάθε νέα ἀνακάλυψη ἀλλὰ καὶ καταστροφὴ εὑρημάτων ἀρχαιολογικοῦ ἐνδιαφέροντος προσπαθώντας να κινήσει τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἁρμοδίων τοπικῶν καὶ κρατικῶν παραγόντων. Τὰ περισσότερα σχετικά δημοσιεύματα τῶν ἐφημερίδων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης παρουσιάζονται ὡς ἀνταποκρίσεις «ἐξ Ἁλμυροῦ» καὶ «ἀνταποκριτὴς» εἶναι ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, ἄν καὶ οἱ ἐφημερίδες, γιὰ λόγους ἐνίσχυσης τοῦ κύρους των καὶ τῆς αὐτάρκειάς των, δὲν δημοσίευαν πάν τοτε τὸ ὄνομά του.
Θὰ παραθέσουμε στὴν συνέχεια μερικὰ μόνο, γιὰ λόγους οἰκονομίας χώρου, ἀπὸ τὰ πάμπολλα σχετικὰ δημοσιεύματα, τὰ ὁποῖα θεμελιώνουν καὶ στηρίζουν τὴν ἄποψή μας αὐτὴ καὶ καθορίζουν τὴν «προδρομικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς ἵδρυσης καὶ τῆς ἑδραίωσης τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ». Τὰ περισσότερα ἀπὸ ταὰ δημοσιεύματα αὐτὰ ἀποτελοῦν ἀνταποκρίσεις ποὺ στέλνονται ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο.
«Ἐν Βόλῳ αἱ τελευταῖαι βροχαὶ παρασύρασαι τὸ χῶμα ἀγροῦ τινος κειμένου δυτικῶς τῶν ἀρχαίων Παγασῶν ἐν τῇ θέσει Μπουρμπουλήθρα, ἀπεκάλυψαν σωρείαν τάφων μεταξὺ τῶν ὁποίων εὑρέθησαν καὶ δέκα ἀμφορεῖς. Τοὺς πλείστους αὐτῶν ἔθραυσαν οἱ χωρικοί, νομίσαντες ὅτι ἐγκρύπτουσι θησαυροὺς καὶ ἀπεκόμισαν οἴκοι».
«Ἐκομίσθη εἰς Βῶλον πλάξ, ἀνευρεθεῖσα ἐν Ἁλμυρῷ, διαστάσεων δὲ μήκους 156 ἑκατοστῶν τοῦ μέτρου καὶ πλάτους 46, οὖσα ἐπιγεγραμμένη καὶ κατὰ τὰς δύο αὐτῆς ὄψεις. Ἡ πλὰξ αὕτη ἀνήκει εἰς τοὺς μακεδονικούς, ὡς νομίζεται, χρόνους καὶ ἀναγράφεται ἐν αὐτῇ ψήφισμα καθ’ ὃ ρητῶς ἀναφέρονται πολλὰ ὀνόματα ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν δούλων ἐλευθερωθέντων».
«Ὁ ἐν Βώλῳ εἰσαγγελεὺς κ. Σπανίδης πληροφορηθεὶς ὅτι εἰς τὸ χωρίον τοῦ Ἁλμυροῦ Κοκοτοὺς εὑρίσκετο κεκρυμμένον ἀνάγλυφόν τι, μετέβη ἐκεῖ καὶ κατέσχεν αὐτό. Τὸ ἀνάγλυφον, πλὰξ τάφου, εὑρίσκετο ἔμπροσθεν τῆς ἐκκλησίας τοῦ χωρίου, χρησιμεῦον ὡς πεζούλα, ὅτε ἰδών τις αὐτὸ ὑπέδειξε τοῖς ἐπιτρόποις τὴν ἀξίαν του. Οὗτοι δὲ πρὸς ἑξασφάλισιν ἔρριψαν αὐτὸ ἐν τῇ ὀστεοθήκῃ τῆς ἐκκλησίας ὁπόθεν τὸ ἐξήγαγεν ὁ εἰσαγγελεὺς.
Ἐπὶ τῆς πλακὸς ἐφαίνετο ἵππος θυμοειδὴς τρέχων ἀπὸ ρυτῆρος καὶ ἐπ’ αὐτοῦ ἱππεὺς ἀσκεπὴς καὶ γυμνόπους, διὰ μὲν τῆς ἀριστερᾶς κρατεῖ τὰ ἠνία διὰ δὲ τῆς δεξιᾶς τὴν χαίτην. Ἀπὸ τῶν ὤμων του κυματίζει ἀνεμούμενον μέρος τοῦ μανδύου του ὡς ἐπινώτιον ἱππέως, κάτω παρακολουθεῖ τρέχων κύων ἐστραμμένην ἔχων τὴν κεφαλὴν πρὸς τὸν ἵππον καὶ ἔμπροσθεν φαίνεται δένδρον. Ἄνω δὲ καὶ ἀριστερὰ φαίνεται ἡ ἐπιγραφή: ΑΒΙΣΟΝΑΣ ΙΜΒΡΟΤΟΥ ΗΡΩΣ ΧΡΗΣΤΕ ΧΑΙΡΕ».
«Κύριε συντάκτα τῆς Νέας Ἐφημερίδος,
Ἐπληροφορήθην ὅτι ἐν τῇ πατρίδι τοῦ Ῥήγα ἐνεργοῦνται ἰδιωτικαὶ ἀνασκαφαὶ πρὸς εὕρεσιν ὀγκολίθων. Ἐπειδὴ εἶχον ἀνάγκην νὰ μελετήσω τὴν τοπογραφίαν μετέβην ἐκεῖ στεφθεὶς ὑπὸ λαμπρᾶς ἐπιτυχίας. Ἡ σκαπάνη ἐξήγαγεν εἰς φῶς τρία τιμαλφὴ τῆς ἀρχαιότητος.
Τὸ πρῶτον εἶνε εὐμεγέθης ἐπιτύμβιος στήλη ἐφ” ἧς ἀναγινώσκονται τὰ γράμματα: ΣΩΤΗΡΙΧΕ ΘΕΟΔΩΡΟΥ … ΕΙΔΕ ΣΩΤΗΡΙΧΟΥ καὶ κατωτέρω: ΗΓΗΣΑΝΔΡΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΧΑΙΡΕ.
Τὸ δεύτερον εἶνε πλὰξ ἐπιτύμβιος, ἀλλὰ μικροτέρου σχήματος φέρουσα ἐν τοξοειδεῖ κοιλώματι προτομὴν νεανίου καὶ παρακατιὼν τὰ γράμματα: ΘΕΟΔΩΡΕ ΑΡΙΣΤΟΜΕΝΟΥΣ ΧΑΙΡΕ.
Τὸ τρίτον μοί φαίνεται τὸ κάλλιστον τῶν ἐν Θεσσαλίᾳ εὑρεθέντων μνημείων τῆς ἀρχαιότητος. Εἰς μέγεθος ὀλίγον τοῦ φυσικοῦ ἀπολειπόμενον εἶνε ἀναγεγλυμμένη νεαρὰ γυνὴ κρατοῦσα ἐν μὲν τῇ ἀριστερᾷ μικρὸν κάτοπτρον, τὴν δὲ δεξιὰ τείνουσα εἰς πυξίδα, ἵνα λάβῃ ἀντικείμενον καλλωπισμοῦ. Τὴν πυξίδα, μυροθήκην, φέρει μικρὰ θεραπαινίς, μόλις τὸ κάλυμμα ἀνοίξασα νὰ δεχθῇ νέον παράγγελμα. Ἡ κεφαλὴ τῆς γυναικὸς μόλις ἅπτεται τοῦ διαζώματος, ὅπερ χρησιμεύει ὡς βάσις τοῦ κατὰ μέγα μέρος τεθραυσμένου ἀετώματος· ἥ τε κεφαλὴ καὶ τὸ ἐπίλοιπον σῶμα σῴζονται σχεδὸν εὐτυχῶς ἀβλαβῆ καὶ αἱ λεπτόταται τοῦ χιτῶνος καὶ τοῦ ὀλίγου κατωτέρω τῆς ὀσφύος καθήκοντος ἱματίου πτυχαί, διακρίνονται κάλλιστα. Τὰ κειμήλια ταῦτα τοῦ Ἀδμήτου καὶ Ἰάσονος μένουσιν ἤδη ἐρριμένα εἴς τινα γωνίαν τῆς δημαρχίας.
Ἐν Βελεστίνῳ τῇ 4 Ἰανουαρίου 1893.
Χρ. Βαλαμουτόπουλος».
«Ἐν τῷ χωρίον Γεντιτζὲκ τοῦ δήμου Ἁλμυροῦ ἀνεσκάφησαν ὑπὸ βλαχοποιμένων ἀρχαῖοί τινες τάφοι. Ἐν αὐτοῖς ἀνευρέθησαν ὀστᾶ, ἐντὸς δὲ τοῦ στόματος ὀβολοὶ φέροντες γράμματα δυσανάγνωστα ἕνεκα τῆς φθορᾶς τοῦ χρόνου. Ἐκτὸς τούτων ἀνευρέθησαν καὶ ἀρχαῖα πήλινα ἀγγεῖα μετὰ παραστάσεων νεκρικῶν. Δυστυχῶς τὰ ἀγγεῖα ταῦτα ἐθραύσθησαν παρὰ τῶν ποιμένων διότι ἐπίστευον, ὅτι ἐν αὐτοῖς θὰ εὕρισκον θησαυρούς».
«Ἀγγέλλεται ἐκ Βόλου ὅτι εἰς τὸ χωρίον Ἀκκέτουλι τοῦ Ἁλμυροῦ γεωργὸς ἐνῷ ἀνέσκαπτε τὸν ἀγρόν του εὗρεν κεφαλὴν φυσικοῦ μεγέθους ἀρίστης ἀρχαίας ἑλληνικῆς τέχνης, ἐκ λευκοῦ μαρμάρου. Ἡ κεφαλὴ ἔκλινε πρὸς τὰ δεξιά, ἡ δὲ ρίς, τὸ στόμα, ὁ πώγων, οἱ κρόταφοι καὶ τὸ δεξιὸν οὖς εἶνε ἐφθαρμένα, καὶ τὸ μέτωπον αὐτῆς κατεστράφη κατά τι ὑπὸ τοῦ ὑνίου τοῦ ἀρότρου.
Ἐν τῷ αὐτῷ χωρίῳ ἕτερος χωρικὸς εὗρε κομψὸν χάλκινον ἀγαλμάτιον τοῦ Ἀπόλλωνος ὕψους 0,08 μ., ὅπερ εὐτυχῶς διατηρεῖται κάλλιστα, μόνον τῆς παλάμης τῆς δεξιᾶς χειρὸς οὔσης κατεστραμμένης.
Ἀνθρακεῖς τινες ὡσαύτως ἀνεκάλυψαν ἐν τῇ θέσει «Τζουργάτου βρύση» ἀρχαῖον τάφον καὶ ἐν αὐτῷ χάλκινον ἐγχειρίδιον μετ’ ἐγγλυφῶν».
«Ὁ ἀστυνόμος Ἁλμυροῦ κ. Γ. Κυριαζῆς, τῇ ὑποδείξει τοῦ κ. Ν. Ι. Γιαννοπούλου, διέταξε τὸν ὑπαστυνόμον τοῦ δήμου Πλατάνου, ὅστις μεταβὰς κατέσχε ἐν τῷ χωρίῳ Κωφοῖς εὑρισκομένην ἐν τῇ οἰκίᾳ Γ. Καζῆ ἀρχαίαν ἐνεπίγραφον πλάκα, σὺν ἄλλοις ἀρχαίοις ἀντικειμένοις, καὶ μετήνεγκεν αὐτὰ εἰς τὸ κατάστημα τῆς ἀστυνομίας Πλατάνου.
Τὴν ἐνεπίγραφον ταύτην πλάκα εἶχεν ἐπισκεφθῆ καὶ ἄλλοτε ὁ κ. Ν. Ι. Γιαννόπουλος καὶ εἶχε δημοσιεύσει τὸ κείμενον αὐτῆς ἐν τῷ «Bulletin de Correspondance Hellénique».
Τῇ παρελθούσῃ δὲ Κυριακῇ ὁ κ. Ν. Γιαννόπουλος, παραλαβὼν καὶ τὸν Ἀθ. Σπυριδάκην μετέβησαν ἐπὶ τόπου καὶ ἀνέγνωσαν τὴν προκειμένην ἐπιγραφήν, ἔλαβον δὲ μεθ’ ἑαυτῶν καὶ ἐκτυπώματα ἐπὶ χάρτου, ἅπερ ὁ κ. Ν. Γιαννόπουλος θ’ ἀποστείλῃ εἰς τὴν διεύθυνσιν τῆς Γαλλικῆς Σχολῆς πρὸς πληρεστέραν διευκρίνησιν αὐτῆς.
Τὸ ἐνδιαφέρον λοιπὸν ἐξ αὐτῆς τῆς ἐπιγραφῆς εἶνε νὰ γνωρίσωμεν τοὺς θεσσαλικοὺς τούτους μῆνας καὶ τὰ ὀνόματα τῶν ἐν αὐτῇ στρατηγῶν, ὡς καὶ τὸν χρόνον τῆς στρατηγίας αὐτῶν».
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πρώτη μορφὴ τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ τῆς ὁποίας ἡ σφραγίδα εἶχε ἔμβλημα τὴν «Ἰτωνία Ἀθηνᾶ» και τὴν ἐπιγραφὴ «ΑΧΑΙΩΝ» ὑπῆρξαν καὶ ἄλλες προσπάθειες τοῦ Νικολάου Γιαννοπούλου γιὰ τὴν ἵδρυση ἑνὸς σωματείου ποὺ θὰ ὑποστήριζε τὶς δραστηριότητές του:
«Ἁλμυρὸς 15 Νοεμβρίου 1895.
Πρὸ μηνὸς συνέστη ἐνταῦθα Προοδευτικὸς Σύλλογος ὁ «Ἀχιλλεὺς» τῇ πρωτοβουλίᾳ τῶν κ. κ. Εὐσταθίου Καλτσέτα, Νικολάου Γιαννοπούλου καὶ ἄλλων. ὁ ἀρτισύστατος οὗτος σύλλογος κύριον σκοπὸν προέθετο τὴν περισυλλογὴν τῶν ἀνὰ τὸν Ἁλμυρὸν πολλῶν ἀρχαιοτήτων καὶ τὴν ἵδρυσιν γυμναστηρίου».
Τελικὴ κατάληξη ὅλων τῶν παραπάνω προσπαθειῶν ἦταν ἡ ἵδρυση τῆς Φιλαρχαίου Ἐταιρείας Ἁλμυροῦ, στὶς 28 Ἀπριλίου 1896, ἡ ὁποία ἐξακολουθεῖ μέχρι την ἐποχή μας, ἐπὶ 120 χρόνια νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ δραστηριοποιεῖται:
«Συνέστη ἐν Ἁλμυρῷ Φιλάρχαιος Ἑταιρεία, σκοποῦσα τὴν περισυναγωγὴν καὶ διάσωσιν τῶν κατὰ τὴν ἐπαρχίαν Ἁλμυροῦ ἀρχαιοτήτων, ὧν, πλείστων ἀνευρισκομένων, μόλις ἐλάχισται διαφεύγουσι τὸν ὄλεθρον ἢ τὴν ἀπεμπόλησιν.
Ἡ Ἑταιρεία, σκοποῦσα ἔργα νὰ ἐπιδείξῃ καὶ οὐχὶ λόγια, ὑπέβαλε πρὸ πολλοῦ τὸ ἐξ 8 μικρῶν ἄρθρων καταστατικόν της εἰς τὸν κ. Νομάρχην Λαρίσσης, ἵνα ὑποβάλῃ αὐτὸ εἰς τὸ ἁρμόδιον ὑπουργεῖον πρὸς ἔγκρισιν.
Ἐφ’ ὅσον δὲ οἱ ἁρμόδιοι δὲν δύνανται ν’ ἀνταποκριθῶσιν εἰς ὅλας τὰς ἀπαιτήσεις τῆς χώρας, διασῴζοντες πολύτιμα κειμήλια, τὰ ὁποῖα βλέπομεν ἀποκρυπτόμενα, ἀπεμπολούμενα ἢ καταστρεφόμενα ὑπὸ τῶν ἀμαθῶν, ἂς προσέλθῃ τοὐλάχιστον ἡ ἰδιωτικὴ πρωτοβουλία, διασῴζουσα ὅ,τι ἐν ἑκάστῃ ἐπαρχίᾳ ἀνευρίσκεται».
Ἔτσι, ὑπὸ τὸν ἐπίσημο καὶ ἀναγνωρισμένο νομικῶς πλέον μανδύα τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ συνεχίστηκαν οι δραστηριότητες τοῦ Νικολάου Γιαννοπούλου:
«Κατ’ Ἀπρίλιον ἢ Μάϊον τρέχοντος ἔτους ἐν τῇ θέσει «Μπάδη» τῆς Γούρας ἀσβεστοποιοὶ ἀνεκάλυψαν προϊστορικὸν τύμβον κωνοειδοῦς σχήματος, ὅμοιον περίπου τῷ ἐν Διμηνίῳ τοῦ Βόλου ἀνακαλυφθέντι οὐχὶ πρὸ πολλῶν ἐτῶν.
Τὸ οἰκοδόμημα ἔφερε ὀπὴν δίκην θύρας, κεκλεισμένην διὰ μεγάλου ἐπιμήκους λίθου. Ο νεκρικὸς θάλαμος ἔφερεν ὀστᾶ ἐν τῷ μέσῳ, διάφορα κοσμήματα χρυσᾶ ἢ ἀργυρᾶ, δακτυλίους τινάς, δακρυχόας, δηλ. ἀγγεῖα πήλινα ἐζωγραφημένα καλλιτεχνικώτατα καὶ ἄλλα τινὰ σύμβολα ἱερὰ δίκην σπονδυλίων, διάτρητα φέροντα ἱερογλυφικά τινα γράμματα καὶ παραστάσεις καὶ ὅμοια μὲ τὰ ἐν Τροίᾳ ὑπὸ Σχλῆμαν ἀνακαλυφθέντα, δι’ ὧν εἰκονίζεται ἡ λατρεία τοῦ πυρός, τῆς γλαυκώπιδος Ἀθηνᾶς, τοῦ ἡλίου κλπ.
Ὁ ἀστυνόμος εἰδοποιηθεὶς δὲν προσῆλθεν ἐπὶ τόπου, ἐνῷ ἠδύνατο νὰ προσέλθῃ καὶ φυλάξῃ τό οἰκοδόμημα καὶ τ’ ἀνακαλυφθέντα ἀντικείμενα. Στρατιῶται τινές παρατυχόντες τὰ μὲν ἀγγεῖα κατέθραυσαν, τὰ δὲ ὀστᾶ διεσκόρπισαν, τὰ δὲ χρυσᾶ ἢ ἀργυρᾶ κοσμήματα παρέλαβον αὐθαιρέτως, οἱ δὲ ἀσβεστοποιοὶ μετέβαλον τὸν ὑποχθόνιον τοῦτον τύμβον εἰς ἀσβεστοκάμινον!
Δυστυχῶς τότε ἡ Φιλάρχαιος Ἑταιρεία «Ὄθρυς» ἐν Ἁλμυρῷ ἦτο ἐν τῷ σχηματίζεσθαι, μὴ προλαβοῦσα νὰ διασώσῃ αὐτά. Μόλις μαθοῦσα τὴν σύλησιν καὶ καταστροφὴν τοῦ μνημείου τούτου ἔρρηξε κραυγὴν ὀδύνης, πάραυτα δὲ ἔγραψεν εἴς τε τὸ ἁρμόδιον Ὑπουργεῖον καὶ τὴν Ἀρχαιολογικὴν Ἑταιρείαν γνωστοποιοῦσα τἀνωτέρω, ἀλλὰ δυστυχῶς κατόπιν ἑορτῆς».
«Εἰς τὸ Ὑπουργεῖον τῆς Παιδείας γράφουσιν ἐξ Ἁλμυροῦ, ὅτι ὑπὸ τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας «Ὄθρυος» ἀνευρέθη παρὰ τὰς Φθιώτιδας Θήβας, ἐντὸς ἀγροῦ, ποὺς λέοντος λαμπρᾶς τέχνης, ἀκολούθως δὲ ὁλόκληρον τὸ σῶμα τοῦ λέοντος εἰς φυσικὸν μέγεθος, ἄνευ ὅμως κεφαλῆς καὶ ποδῶν.
Ἡ Φιλάρχαιος αὕτη Ἑταιρεία δὲν παύει ἐργαζομένη, ἀνεῦρε δὲ κατ’ αὐτὰς ἐκτὸς τοῦ λέοντος καὶ δύο λίθους ἐνεπιγράφους, κιονόκρανον μέγα κορινθιακοῦ ρυθμοῦ καὶ δύο κίονας μονολίθους, τῶν ὁποίων ὁ μὲν μεγάλης, ὁ δ’ ἕτερος μικροτέρας ἀξίας.
Ἐκτὸς τούτου παρὰ τὸν λόφον Ζερελίων ἀνεῦρον μέλη τῆς Ἑταιρείας τάφους τοῦ Δ΄ π.Χ. αἰῶνος. Παρὰ τὸν λόφον τοῦτο ἀνευρέθησαν καὶ σπονδύλια λίθινα καὶ πήλινα καὶ δύο μικραὶ πήλιναι καὶ διάτρητοι πυραμίδες».
«Τὴν παρελθοῦσαν ἑβδομάδα σπουδαῖον ἀρχαιολογικὸν εὕρημα ἀνευρέθη ἐν τῷ χωρίῳ Τσιγγέλι ὑπὸ τοῦ ἰδιοκτήτου αὐτοῦ κ. Ἀργ. Βασιλάκου, ἀνασκάπτοντος ἔν τινι ἀγρῷ.
Εὑρέθη κεφαλὴ μαρμαρίνη ὑπερφυσικοῦ μεγέθους ἐκ λευκοτάτου μαρμάρου, κεκαλυμμένη ὄπισθεν διὰ καλύμματος καὶ φέρουσα γένειον. Συμπεραίνεται ὅτι εἶναι κεφαλὴ ἀγάλματος τοῦ Λαφυστίου Διός, μετενεχθεῖσα ἐκ τῶν ἐρειπίων τῆς Ἄλου εἰς τὸν βυζαντιακὸν Ἁλμυρὸν. Μετηνέχθη ὑπὸ τῶν κ. κ. Δ. Πανοπούλου, σχολάρχου καὶ Ν. Γιαννοπούλου εἰς τὸ ἐν Ἁλμυρῷ Μουσεῖον».
«Ἡ ἐν Ἁλμυρῷ Φιλάρχαιος Ἑταιρεία «ἡ Ὄρθρυς», ἱδρύθη τῷ 1896 ὑπὸ ὁμάδος φιλαρχαίων. Τάχιστα ὁ ἀριθμὸς τῶν μελῶν αὐτῆς ἀνῆλθεν εἰς 50. Ἡ Ἑταιρεία ἐξέδωκε δύο τεύχη τοῦ περιοδικοῦ αὐτῆς, ὑπὸ τὸν τίτλον «Δελτίον τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ὄρθρυος».
Ἐκτὸς τούτων συνεκέντρωσε περὶ τὰ 850 νομίσματα ἀρχαῖα, πολλὰ ὀρειχάλκινα, λίθινα, κοσμητικοὺς λίθους, ἐπιγραφάς, σφραγίδας, ἐντάφια κοσμήματα, βυζαντινὰ ἀντικείμενα, ἔγγραφα ἀρχαῖα καὶ βιβλιοθήκην περιλαμβάνουσαν 500 βιβλία, ὧν 20 χειρόγραφα.
Ἡ Ἑταιρεία ἀντιπροσωπεύεται εἰς τὴν παγκόσμιον ἔκθεσιν τῶν Παρισίων ὑπὸ τοῦ διευθυντοῦ τοῦ ἀρχαιολογικοῦ τμήματος αὐτῆς κυρίου Beuleau. Εἰς δὲ τὸ παγκόσμιον λεξικὸν τὸ ὁποῖον θὰ ἐκδοθῇ εἰς Παρισίους καὶ τὸ ὁποῖον θ’ ἀφορᾶ ὅλην τὴν πνευματικὴν κίνησην τῆς ὑφηλίου θὰ συμπεριληφθῇ καὶ ἡ ἐν Ἁλμυρῷ Ἑταιρεία.
Ἀλλὰ τὸ μᾶλλον παρήγορον φαινόμενον ἐκ τῆς λειτουργίας τοῦ ἐν Ἁλμυρῷ συλλόγου εἶνε ἡ ἐκπολιτιστικὴ ἐπίδρασις αὐτοῦ ἐπὶ τῶν χωρικῶν πληθυσμῶν, οἱ ὁποῖοι ἤρχισαν νὰ αἰσθάνωνται ἀγάπην πρὸς τὰ πολύτιμα κειμήλια τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς καὶ νὰ ἐκτιμοῦν τὴν μεγάλην αὐτῶν σπουδαιότητα καὶ ἀξίαν. Τώρα οἱοσδήποτε χωρικὸς μόλις εὕρῃ ἕν νόμισμα ἀρχαῖον, ἢ πλάκα ἐνυπόγραφον, ἢ ἀγαλμάτιον ἢ ὅ,τι ἄλλο ἔχον σχέσιν μὲ τὴν ἀρχαιολογίαν σπεύδει ἀμέσως καὶ τὸ παραδίδει αὐθορμήτως εἰς τὴν Ἑταιρείαν».
«Τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας «Ὄθρυος» ὁ πρόεδρος κ. Ε. Βαρβαρέζος ἐξαπέστειλεν ἀνὰ τὴν Ὄθρυν δι’ ἀρχαιολογικὰς μελέτας τὸν γραμματέα τῆς Ἑταιρείας κ. Ν. Ι. Γιαννόπουλον. Ἐκ τῆς ἐκθέσεως τῆς εἰς τὸ προεδρεῖον ὑποβληθείσης ὑπ’ αὐτοῦ ἐξάγεται, ὅτι ὁ κ. Γιαννόπουλος μετέβη εἰς Γοῦραν καὶ ἀντιγράψας πολλὰς ἐκκλησιαστικὰς ἐπιγραφὰς καὶ σημειώσεις χειρογράφους ἀνεκάλυψε τριῶν ἀρχαίων πόλεων ἀγνώστων τὰ ἐρείπια, μὴ περιγραφόμενα ἐν τοῖς τοπογραφικοῖς συγγράμμασι τῶν τε ἡμετέρων καὶ ξένων.
Ἐπίσης ὁ κ. Γιαννόπουλος ἀνεκάλυψε τὰ ἐρείπια δύο μονῶν βυζαντιακῶν, ὧν τὰ παρὰ τὴν Γοῦραν ἀνήκουσιν εἰς τοὺς Ἁγ. Θεοδώρους εἰς Κρομπούς. Μεταβὰς εἰς Ἀβαρίτσαν εὗρε μίαν στήλην ἐνεπίγραφον ἀνέκδοτον, ἐν ᾗ ἀναγράφονται πράξεις ἀπελευθερώσεως δούλων καὶ ἀναφέρονται καὶ ὀνόματα μηνῶν, ὧν δύο εἶνε ἐντελῶς ἄγνωστα εἰς τὸ μηνολόγιον τῆς Θεσσαλίας, ἐπιχωριάζοντα, φαίνεται, ἐν Μελιταίᾳ καὶ τοῖς πέριξ.
Πᾶσαι δὲ αἱ μέχρι τοῦδε ἀνευρεθεῖσαι ἐπιγραφαὶ κατεστράφησαν ὑπὸ τῶν Βουλγάρων κτιστῶν καὶ ἐτέθησαν εἰς οἰκοδομὰς νεωτέρας! Διὸ καὶ οὐδεμίαν τῶν ὑπὸ τῶν περιηγητῶν δημοσιευθεισῶν ἐπιγραφῶν ἀνεῦρεν ἐν τῷ τόπῳ ὁ κ. Γιαννόπουλος. Μόνον δὲ μία τεθειμένη ὡς ὑπόβαθρον τῆς Ἁγίας Τραπέζης ἔν τινι μονυδρίῳ ὑπερκειμένῳ τοῦ χωρίου ἐσώθη χάρις εἰς τὴν ἱερότητα τοῦ χώρου!
Ὁ δήμαρχος Μελιταίας ἐπρότεινεν εἰς τὸ συμβούλιον καὶ τοῦτο ἐψηφίσατο ἵνα ἀντικατασταθῇ τὸ σλαυϊκὸν ὄνομα Ἀβαρίτσα διὰ τοῦ ἑλληνικοῦ Μελιταία, παράδειγμα ἀξιομίμητον καὶ διὰ τοὺς ἄλλους δήμους».
«Ὁ Ν. Γιαννόπουλος, μεταβὰς εἰς Πλάτανον δι’ ὑπόθεσίν του, ἀνεῦρε ἔν τινι κελλίῳ σεσαθρωμένῳ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου ὀγκόλιθον ὀρθογώνιον φαιοῦ χρώματος φέροντα ἐπιγραφὴν ἐκ τριῶν στίχων. Τοῦτο ἀνήγγειλεν αὐθημερὸν εἰς τὸν κ. πρόεδρον τῆς ἐνταῦθα Φιλαρχαίου Ἑταιρείας «Ὄρθυς», ἐπιδεικνύμενος συνάμα καὶ τὸ ἀντίγραφον τῆς ἐπιγραφῆς, ὅπερ ἐπὶ τόπου ἔλαβε, καὶ ὅπερ δὲν ἠδύνατο ν’ ἀναγνώσῃ, τῶν στοιχείων μὴ ὄντων ἑλληνικῶν».
«Ὁ ἐπιμελητὴς τῶν ἐν Ἁλμυρῷ ἀρχαιοτήτων κ. Δ. Πανόπουλος, σχολάρχης, ἐτηλεγράφησεν εἰς τὸ ὑπουργεῖον τῶν Ἐκκλησιαστικῶν, ὅτι ὁ περιοδεύων σύμβουλος τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας «Ὄθρυος» ἀνεκάλυψεν ἐν Νταμπεγλὶ τοῦ Δήμου Φερῶν ἐν τῇ οἰκίᾳ Ἀποστόλου Μπελιτσιώτου ἀνάγλυφον γυναικός.
Ὁ ἀστυνόμος Φερῶν συνεπείᾳ διαταγῆς μεταβὰς κατέσχεν αὐτὸ καὶ ἐκόμισεν εἰς τὸ ἀστυνομικὸν κατάστημα.
Ὁ αὐτὸς περιοδεύων ἑταῖρος τῆς Ἑταιρείας «Ὄθρυος» ἀνεκάλυψεν ἐν Φεραῖς καὶ ταῖς Φθιώτισι Θήβαις ἐπιτυμβίους ἐπιγραφάς».
«Εἰς θέσιν Μάρμαρα τοῦ χωρίου Γενιτζὶκ ὁ ἰδιοκτήτης αὐτοῦ Ραφαὴλ Κόττας ἐνήργησεν ἀδείᾳ τῆς Κυβερνήσεως ἀρχαιολογικὰς ἀνασκαφὰς ἐν τοῖς ἐρειπίοις παναρχαίου ἑλληνικοῦ ναοῦ, ἔνθα ἀνευρέθησαν κοσμήματα ἐξ ὑέλου, ἐλεφαντόδοντος καὶ χαλκοῦ ἰδίως δὲ γυναικεῖα, ἀναγόμενα ὡς καὶ τὰ συντρίμματα κεράμων καὶ ἀγγείων, εἰς προϊστορικὴν ἐποχήν».
«Ἡ Φιλάρχαιος Ἑταιρεία Ἁλμυροῦ, ἀθορύβως βαδίζουσα πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτῆς, ἠδυνήθη νὰ συγκεντρώσῃ 215 ἀρχαῖα νομίσματα ἀργυρᾶ καὶ χαλκᾶ, 27 λίθινα ἀντικείμενα, ὧν 15 ἐπιγραφαὶ ἑλληνικαὶ καὶ μία φοινικική, πτηνὸν τῆς λιθίνης ἐποχῆς (4000 ἐτῶν), 20 χαλκᾶ ἀντικείμενα, ὧν πολλὰ ὁμοιώματα ἀνθρώπων, ζῴων καὶ πτηνῶν, καὶ ὅπλα καὶ βέλη, 18 πήλινα ἀντικείμενα, ἤτοι λύχνους, ληκύθους, ἀνάγλυφα καὶ ἀγαλμάτια, κτλ., 7 βυζαντιακὰ λίθινα, ὧν 3 ἐνεπίγραφοι βυζαντινοὶ λίθοι, 21 διάφορα ἀντικείμενα, ἐκκλησιαστικὰ σκεύη κλπ., 4 νεώτερα τῆς ἱστορίας καὶ ἐθνολογίας, 102 ἔγγραφα, ὧν σπουδῆς ἄξιον τὸ τοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως Γρηγορίου Ε΄».
«Τὰ κατὰ τὸ 1901 σπουδαιότερα προσκτήματα τῆς ἐνταῦθα Φιλαρχαίου Ἑταιρίας «Ὄθρυος» εἶνε τὰ ἑξῆς:
1) Μία ἐπιγραφὴ, περὶ ἧς ἱκανῶς ἠσχολήθη ὁ ἡμέτερος καὶ ὁ εὐρωπαϊκὸς τύπος. 2) Ἓν πτηνὸν λιθίνης ἐποχῆς (4000 περίπου ἐτῶν) εὑρεθὲν ἐν Φθιώτισι Θήβαις. 3) Ἓν χαλκοῦν νόμισμα τοῦ Κοινοῦ τῶν Θεσσαλῶν. 4) Μία ἐπιτύμβιος ἐπιγραφὴ ἐκ τοῦ Μεσαιωνικοῦ Ἁλμυροῦ, φέρουσα ὡς παράστασιν ἑπτάφωτον λυχνίαν ἐκ τῆς ἑβραϊκῆς ἱστορίας. 5) Μία ἐπιγραφὴ τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων, εὑρεθεῖσα ἐν Καρατζαταγλί. 6) Ἓν μαχαίριον λιθίνης ἐποχῆς. 7) Ἓν ἔγγραφον τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε΄. εἰς τὸν Λαρίσσης Πολύκαρπον καὶ 8) Ἓν ἔπος περὶ τῆς πτώσεως τοῦ Ἀλῆ πασσᾶ, μήπω ἐκδοθέν».
«Ἐν ταῖς διαφόροις περιηγήσεσιν ἡμῶν καὶ ἐπιτοπίοις μελέταις ἀνεύρομεν οὐκ ὀλίγας ἀκροπόλεις, ὧν ὀλίγας θέσεις σημειούμεθα:
1) Ἐν Ζερελίοις λίμναις καὶ Καρατζαταγλὶ λιθίνης περιόδου 5 ἀκροπόλεις συνεχεῖς· ἐνταῦθα θετέον ἴσως τὴν Ἴτωνα· 2) ἐν ταῖς ἀμπέλοις Ἁλμυροῦ λιθίνης περιόδου ἀκρόπολις· 3) ἐν τῇ Ἀϊδινιώτικῃ Μαγούλᾳ· 4) ἐν τῇ παρὰ τὸ Κετὶκ ἀκροπόλει· 5) ἐν τῇ παρὰ τὸ Τουρκομεσλί· 6) ἐν τῇ παρὰ τὸν Μπᾶς μύλον καὶ 7) ἐν τῇ παρὰ τὸν Τεκέμπας παρὰ τὸ Ἀϊδίνιον. Ἐπίσης ἐν Ρηνὶ τοῦ δήμου Σκοτούσης καὶ Τσαγγλί, τοῦ αὐτοῦ δήμου».
«Ὁ ἐν Ἁλμυρῷ ἐπιμελητὴς τῶν ἀρχαιοτήτων, μεταβὰς εἰς τὸν Δῆμον Κρεμαστῆς Λαρίσσης, ἀνεῦρεν ἓν ἀνάγλυφον ἔν τινι ἐρημικῷ ἐκκλησιδίῳ, μεταξὺ τῶν ἐρειπίων τῆς Κρεμαστῆς Λαρίσσης καὶ τοῦ χωρίου Ἄγναντη. Τὸ ἀνάγλυφον τοῦτο, ἀποτελοῦν μέρος ἀρχαίας ζῳοφόρου ἑλληνικοῦ ναοῦ ἔνθα ἐπὶ τόπου καὶ κίονες καὶ ἄλλοι λίθοι κεῖνται, εἶχον κοινὴν σκοποβολὴν οἱ ποιμένες κτυπῶντες αὐτὸ διὰ λίθων, οὕτως ὥστε εἶχον καταστήσει ἐκ τῶν κτυπημάτων ἐντελῶς ἀγνώστους τὰς ἐπ’ αὐτοῦ εἰκονιζομένας τρεῖς μορφάς. Τοῦτο ὁ ἐπιμελητὴς μετήνεγκεν εἰς Ἁλμυρὸν καὶ ἐτοποθέτησεν ἐν τῷ μουσείῳ τῆς Φιλαρχαίου Ἐταιρείας «Ὄθρυος».
Ἐπίσης ἀνεῦρε καί τινας ἐπιγραφάς, ἃς ἐλλείψει εἰδικοῦ χάρτου δι’ ἔκτυπα, ἐπεφυλάχθη ἐν δευτέρᾳ ἐκδρομῇ νὰ μεταφέρῃ ἢ ἀντιγράψῃ. Ἔλαβεν ὅμως τὸ ἔκτυπον μιᾶς βυζαντιακῆς ἐπιτυμβίου ἐπιγραφῆς ἐντετειχισμένης ἐπὶ τῆς Α. ἁψῖδος τοῦ βυζαντιακοῦ ναοῦ τοῦ χωρίου Γάβριανης».
«Ἡ ἐν Ἁλμυρῷ Φιλάρχαιος Ἑταιρεία «Ὄθρυς», ἐνθαρρυνθεῖσα ἐκ τῆς ἀνευρέσεως διαφόρων ἐπιγραφῶν βυζαντιακῶν, ἔκρινεν εὔλογον ὅπως συγκεντρώσῃ καὶ τὰ λοιπὰ γλυπτὰ βυζαντιακῆς τέχνης διεσκορπισμένα ἔν τε τῇ πόλει καὶ ἀλλαχοῦ.
Ἡ συστηματικὴ ἐξερεύνησις τῶν βυζαντιακῶν μνημείων ἄρξεται ἀπὸ τοῦ προσεχοῦς ἔτους, τὰ δὲ πορίσματα αὐτῆς θέλει ἐκθέσει ἐν τῷ τεύχει τοῦ Δελτίου αὐτῆς.
Εὐχῆς δ’ ἔργον ἤθελεν εἶσθαι ἐὰν ἡ αὐτὴ φρντὶς ἐλαμβάνετο καὶ ὑπ’ ἄλλων σωματείων ἐν ἄλλαις πόλεσι, Ὑπάτῃ, Τρικάλοις, Τυρνάβῳ κ.τ.λ., ἔνθα πολλαὶ βυζαντιακαὶ ἀρχαιότητες ὑπάρχουσιν».
«Τὸ ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ὑπουργεῖον, ἐκτιμῶν τὴν δρᾶσιν καὶ ἐπιμέλειαν περὶ τ’ ἀρχαῖα τῶν κατοίκων Ἁλμυροῦ, διέταξε ἵνα μετενεχθῇ εἰς Ἁλμυρὸν ἀρχαία τις ἐπιγραφὴ τῆς Μελιταίας. Ἑνετείλατο δὲ τῷ ἐπιμελητῇ τῶν ἐν Ἁλμυρῷ ἀρχαιοτήτων νὰ συγκεντρώσῃ εἰς Ἁλμυρὸν τὰς τῶν δήμων Φερῶν καὶ Σκοτούσης ὑπαρχούσας ἀρχαιότητας».
«Μετηνέχθησαν σήμερον εἰς τὴν ἐν Ἁλμυρῷ ἀρχαιολογικὴν συλλογὴν ἕτεραι τρεῖς ἐνεπίγραφοι πλάκες ἐκ Φερῶν. Ἀγγέλλεται δὲ ὅτι ἱκαναὶ ἐπιγραφαὶ ἀνευρέθησαν ὑπὸ τῶν χωρικῶν εἰς τὰ ἐρείπια τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν».
«Οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ Σχολείου Ἁλμυροῦ ἀνεκάλυψαν δύο ἐπιτυμβίας ἐπιγραφὰς ἔν τισιν οἰκίαις ἐν Ἁλμυρῷ, ἃς καὶ ἐδωρήσαντο τῇ «Φιλαρχαίῳ Ἑταιρείᾳ».
Ὁ ἐπιμελητὴς τῶν ἐνταῦθα ἀρχαίων μετέβη εἰς τὸν Δῆμον Σκοτούσης καὶ ἐκόμισεν ἐνταῦθα ἐπιγραφάς τινας καὶ ἀνάγλυφόν τι ρωμαϊκὸν».
«Περὶ τοῦ Μουσείου τῆς Ὄθρυος, δι’ ὃ πολλὰ ὀφείλονται τῇ Ἑταιρείᾳ ἡ «Ὄθρυς» καὶ τῷ κ. Γιαννοπούλῳ ὡς καὶ τῷ ἐπιμελεστάτῳ κ. Σχολάρχῃ καὶ ἐπιμελητῇ ἀρχαίων Δ. Πανοπούλῳ καὶ τῷ Α. Σπυριδάκῃ, ὁ κ. Τσούντας εἶπεν, ὅτι τιμᾷ τὴν Θεσσαλίαν, ὂν τὸ μόνον ἐν ταύτῃ συντεταγμένον».
«Τὸ ὑπουργεῖον τῶν Ἐκκλησιαστικῶν διέταξεν ἵνα ἐκ τῶν κατὰ τὰς ἀνασκαφὰς τοῦ ἐν Σέσκλῳ τοῦ Βόλου προϊστορικοῦ συνοικισμοῦ εὑρεθέντων ἀντικειμένων δώσῃ καὶ εἰς τὴν ἐνταῦθα ἀρχαιολογικὴν συλλογὴν ἐξ ὅλων τῶν εἰδῶν. Ταῦτα ἐκόμισε προχθὲς τῇ 15 Αὐγούστου ὁ ἐπιστάτης ἐπὶ τῶν ἀνασκαφῶν καὶ παρέδωκεν εἰς τοὺς ἐπιμελητὰς καὶ τὸν πρόεδρον τῆς Ἑταιρείας Ὄθρυος κ. Ε. Βαρβαρέζον».
«Δὲν παρέρχεται ἡμέρα, καθ’ ἣν νὰ μὴ ἀνακαλύπτεται ἀρχαία τις ἐπιγραφὴ ἐν Ἄκετσι παρὰ τὰ ἐρείπια τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν. Οὕτω κατ’ αὐτὰς νέα ἐπιγραφὴ ἀνεκαλύφθη ἀναθηματική, ἠκρωτηριασμένη δυστυχῶς. Ὡς ἐκ τῶν γραμμάτων δείκνυται εἶναι ἔργον τοῦ Δ΄ π. Χ. αἰῶνος.
Μόλις δὲ ἐκομίσθη αὕτη εἰς Ἁλμυρόν, νέα εὕρεσις ἐπιγραφῆς ἀνηγγέλθη καὶ αὖθις εἰς τὸν ἐν Ἁλμυρῷ ἐπιμελητὴν τῶν ἀρχαιοτήτων, ἥτις εἰσέτι δὲν μετηνέχθη ἐνταῦθα.
Καὶ ἐνῷ ἐν Ἄκετσι ἀνακαλύπτονται συχνάκις ἐπιγραφαί, πλεῖσται τοιαῦται ἀνεκαλύφθησαν καὶ ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ Δομοκοῦ καὶ τῇ τῶν Φαρσάλων, καθ’ ἃ ἀναγγέλλουσιν ἐκεῖθεν τῷ ἐπιμελητῇ τῶν ἀρχαιοτήτων ἐν Ἁλμυρῷ.
Πόσον λαμπρά, πόσον ὠφέλιμος τῇ ἐπιστήμῃ ὑπῆρξεν ἡ ἰδέα τῆς ἱδρύσεως Φιλαρχαίου Ἑταιρείας ἐν Ἁλμυρῷ! Πόσαι ἐπιγραφαὶ σῴζονται νῦν, ἐνῷ βεβαιότατα θὰ ἀπώλοντο ἀπαρατήρητοι!».
«Κατὰ διαταγὴν τοῦ ὑπουργείου τῆς Παιδείας μετέβη πρὸ ἡμερῶν εἰς Ἁλμυρὸν ὁ ἔφορος τῶν ἀρχαιοτήτων κ.Τσούντας καὶ ἔκαμεν ἔναρξιν τῶν ἀνασκαφῶν εἰς τὴν Ἀϊδινιώτικην Μαγούλαν πρὸς ἀνακάλυψιν προϊστορικοῦ συνοικισμοῦ».
Ὅλη ἡ παραπάνω ἀτμόσφαιρα τῆς γενικῆς ἀναγνώρισης τοῦ πρωτοποριακοῦ ἔργου ποὺ ἐπιτελούνταν σὲ μία μικρή, ἄγνωστη καὶ ἀσήμαντη ἐπαρχιακή πόλη τῆς Θεσσαίας, μὲ πρωτεργάτη, ἕναν ἐντελῶς ἄγνωστο ἀλλὰ φωτισμένο «ἱεραπόστολο», εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα μία πρωτοφανῆ στὴ σύλληψή της καὶ κυρίως στὴν ὑλοποίησή της, για ἐκείνη την ἐποχὴ ἀπόφαση:
«Ἀπεφασίσθη ἡ ἀνέγερσις ἐν Ἁλμυρῷ Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου εἰς τὸ ὁποῖον θὰ φυλαχθοῦν αἱ διεσκορπισμέναι τῇδε κἀκεῖσε ἀρχαιότητες, αἱ ὁποῖαι ἀνευρέθησαν κατὰ διαφόρους ἐποχάς».
Ἔτσι μόνο δημιουργοῦνται τὰ μεγάλα ἔργα, ὅπως τὸ «ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΕΙΟΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΜΟΥΣΕΙΟΝ ΑΛΜΥΡΟΥ».