ΖΕΡΕΛΙΑ ΑΛΜΥΡΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΖΕΡΕΛΙΑ

Γιώργος Δελόπουλος
Ζερέλι και πολλά άλλα συγγενικά τοπωνύμια
Ο αγαπητός φίλος και συνάδελφος «στα όπλα» (τα πνευματικά, βέβαια) Βίκτωρας Κοντονάτσιος, πολύ γνωστός σαν πρωταγωνιστής της ιστορικής έρευνας και της πολιτιστικής ζωής και δράσης στη γειτονική προς τη Φθιώτιδα περιοχή του Αλμυρού (την αρχαία Αχαΐα Φθιώτιδα), αισθάνθηκε κάποια στιγμή την επιθυμία να μου θέσει το ερώτημα της προέλευσης και της σημασίας του αλμυριώτικου τοπωνύμιου στα Ζερέλια.
Νομίζουμε ότι είναι ένα ιδιαίτερα ωραίο πράγμα το να εισχωρεί σε μια έρευνα και το βιωματικό στοιχείο, δηλαδή μια κάποια άμεση σχέση του αντικείμενου της μελέτης με το πρόσωπο του μελετητή, με άλλα πρόσωπα που κατά οποιονδήποτε τρόπο μετέχουν στην ερευνητική διαδικασία, καθώς και με το πρόσωπο του ίδιου του αναγνώστη. Έχει τη χάρη να μας βοηθάει κι αυτό να μην ξεχνάμε ότι ασχολούμαστε με πράγματα της ζωής, μιας ζωής που έζησαν κάπου εκεί άνθρωποι πολλοί και άνθρωποι δικοί μας.
Ένας πρόσθετος λοιπόν λόγος, αλλά βασικός κι αυτός, για τον οποίο έσπευσα να ανταποκριθώ στην πρόσκληση που δεν άργησα να την αισθανθώ και σαν πρόκληση (δηλαδή σαν κάτι το πολύ ευχάριστο!), ήταν το γεγονός ότι και στο χωριό μου (το Νεχώρι της Οίτης) υπάρχει τοποθεσία με το ίδιο ακριβώς όνομα, επίσης σε πληθυντικό, στα Ζερέλια. Το συναντάμε βέβαια και σε ενικό, στην ευρύτερη περιοχή του ίδιου χωριού.
Αν θέλουμε να φωτίσουμε και να παρακολουθήσουμε εδώ τη γένεση και την εξέλιξη μιας αξιόλογης σειράς ομόρριζων τοπωνύμιων σε μια πορεία με αρχή, μέση και τέλος, σωστό είναι να ξεκινήσουμε από την παλαιοσλαβική (και κοινή σλαβική) λέξη єзєро [έζερο]. Με τη σημασία “λίμνη” στις σημερινές σλαβικές γλώσσες των γειτονικών χωρών έχουμε βουλγ. езеро, σερβοκρ. jeзeрo. Και πολύ συχνά τοπωνύμια βουλγ. Eзеро, σερβοκρ. Jeзеро… Κάποια λιγοστά τοπωνύμια στην Ελλάδα έχουν διατηρήσει αυτούσια τη ρίζα (ezer-) της σλαβικής λέξης:
Έζερ, πολίχνη με επισκοπή στην Μητρόπολη της Λάρισας. Αναφέρεται σαν Εζερού το 1348 (Vasmer 101).
Εζερός ή Εζερόν, η πεδιάδα του Έλους στη Λακωνία. Εζερίται (ή Νεζερίτες) ονομάστηκε (στα ελληνικά) η σλαβική φυλή που είχε εγκατασταθεί στην πεδιάδα αυτού του Έλους της Λακωνίας τον 8ο αι. Το όνομά τους διαμορφώθηκε από το σλαβικό τοπωνύμιο που είχαν δημιουργήσει και που ήταν η μετάφραση του αρχαιοελληνικού τοπωνύμιου Έλους.
Εζερός (αργότερα Νεζερός, έχει γραφτεί και Νιζερός), η ορεινή λίμνη Ασκουρίς ή Ασκορίς στη Θεσσαλία, στο κέντρο σχεδόν του Κάτω Ολύμπου σε υψ. 1.006 (μετον. Ασκουρίς, σήμερα αποξηραμένη). «Είχε σχήμα σχεδόν κυκλικό με διάμετρο 3 χλμ.» (Σταματελάτος). Γίνεται λόγος για «την λίμνην του Εζερού» σε χρυσόβουλλο του Ανδρόνικου Β” του Παλαιολόγου το 1289. Μάλλον έχει κάποια σημασία το ότι πρόκειται, και εδώ, για ορεινή λίμνη. ―Ασφαλώς σχετικό με την πολίχνη Έζερ που είδαμε παραπάνω.
Εζερά, επισκοπή στην Μητρόπολη Λακεδαίμονας, αναφέρεται το 1340 (Vasmer 167).
Έζερετς οικ. στη Δ. Μακεδονία, στο ν. Καστοριάς (μετον. Πετροπουλάκι). Υψ. 990, στις πλαγιές του βουνού Βόιου. (Σταματελάτος, Vasmer 191). Η κατάληξη είναι πρόσθετο στοιχείο που δείχνει να μην προχώρησε ο εξελληνισμός του τοπωνύμιου, πράγμα που εξηγείται από την περιοχή για την οποία πρόκειται.

Αρκτικό Ε- > Ο-
Μια περιορισμένης έκτασης μεταβολή, όπου το αρκτικό Ε- έχει τραπεί σε Ο-, συναντάμε σε τρεις περιπτώσεις:
Ο Μέγας Οζερός, η Λίμνη των Ιωαννίνων, όπως αναφέρεται στο Χρονικό του Μορέως (Vasmer 45). Στα Ηπειρωτικά Χρονικά ΧΙΙ 247 ο Στεργιόπουλος θεωρεί ότι το τοπων. προέρχεται από ελλ. προσηγορικό οζερός “λίμνη”. Ο Vasmer παρατηρεί ότι, και αν υπάρχει ένα τέτοιο προσηγορικό στα νέα ελληνικά, αυτό θα πρέπει να είναι σλαβικό δάνειο. Να παρατηρήσουμε όμως κι εμείς ότι έτσι το πράγμα αλλάζει. Γιατί, αν μια δάνεια λέξη από τα σλαβικά έχει πολιτογραφηθεί κανονικά στα ελληνικά, τότε μπορεί το σχετικό παράγωγο τοπωνύμιο να μην είναι δημιούργημα σλαβικό αλλά ελληνικό!
Οζερός (και Οζηρός ή Γαλίτσα), λίμνη στην Ακαρνανία από τις προσχώσεις του Αχελώου, μακρόστενη, Ν της λίμνης Αμβρακίας, στους πρόποδες του βουνού Λιγκοβίτσι (Σταματελάτος). Αναφέρονται Μεγάλη Όζερος και Μικρά Όζερος, δυο λίμνες στην Ακαρνανία (Vasmer 74, παραπέμπει σε: Ραγκαβής Ι., Τα ελληνικά, ήτοι περιγραφή γεωγραφική, ιστορική, αρχαιολογική και στατιστική της αρχαίας και νέας Ελλάδος, 3 τόμοι, Αθήνα 1853 κ.π.). Τώρα Μεγάλος και Μικρός Οζερός.
Οζερός, ο, οικισμός της Φθιώτιδας ΒΔ της Λαμίας (μετον. Άγιος Στέφανος 1928) (Σταματελάτος, Vasmer 107 και 247 c) όπου και η αποξηραμένη λίμνη Ξυνιάδα. Το 1997 προσαρτήθηκε στο δήμο Ξυνιάδας και το 2010 στο δήμο Δομοκού.
Το φαινόμενο πρέπει να οφείλεται στην συμπροφορά με το άρθρο: ο Εζερός > Οζερός (όπως εχθρός > οχτρός, Εβραίος > Οβριός). Διάσταση απόψεων εκδηλώθηκε για την προέλευση αυτής της μεταβολής. Ορισμένοι προβάλλουν επιχειρήματα για εξήγηση από τα σλαβικά, ενώ άλλοι, όπως και ο Vasmer, αντιτείνουν ότι αυτή η σχέση e-/o- δεν παρατηρείται στις νότιες σλαβικές γλώσσες. Και βάσιμα την αποδίδουν στην ελληνική.

Προθεματικό ν-
Μπροστά σε πολλά τοπωνύμια της οικογένειας που μελετάμε παρουσιάστηκε ένα άλλο σημαντικό όσο και διαδεδομένο φαινόμενο της ελληνικής γλώσσας. Στην αρχή της λέξης εμφανίστηκε ένα αρκτικό ν- που σιγά σιγά «κόλλησε» οριστικά στη θέση αυτή. Είναι το λεγόμενο προθεματικό ν-. Λόγω της συνεκφοράς του άρθρου και άλλων γραμματικών λέξεων που βρίσκονται σε αιτιατική (είναι η πτώση στην οποία συντάσσεται το αντικείμενο, άρα η πιο συχνόχρηστη) τον, την, έναν, κάποιον, ποιον, όποιον κ.ά. με τη λέξη, το ν- καταλήγει να γίνεται αισθητό σαν να ανήκει στη λέξη που ακολουθεί: την οικοκυρά > τη νοικοκυρά. Και εγκαθίσταται μόνιμα για όλες τις πτώσεις σ’ αυτή τη θέση: η νοικοκυρά (και νοικοκύρης κλπ. και πλάθονται ανάλογα στη συνέχεια το νοικοκυριό, το σχετικό ρήμα νοικοκυρεύω, το ανοικοκύρευτος κ.ά. παράγωγα). Ενώ λ.χ. η λέξη οικοκυρικά που είναι λόγια και δεν ακολούθησε τη λαϊκή φυσική επεξεργασία έχει παραμείνει χωρίς αυτό το αρκτικό ν-.
Έτσι λοιπόν έχουμε το στον Εζερό να γίνεται στο Νεζερό και από κει στην ονομαστική ο Νεζερός, με αυτό το προθεματικό ν-, αρκετά χαρακτηριστικό στοιχείο εξελληνισμού πολλών τοπωνύμιων:
Νεζερόστρατα «δρόμος από το Νεζέρι – τον σημερινό Άγιο Στέφανο – προς τον Δομοκό)» (βλ. παραπάνω, Νεζερός = Ξυνιάδα).
Νεζερός, περιοχή στο Ασημοχώρι (Vasmer 45, παραπέμπει στα Ηπειρωτικά Χρονικά ΧΙΙ 247).
Νεζερός, άλλη μορφή του ονόματος Εζερός της λίμνης Ασκουρίδας, που είδαμε παραπάνω.
Νεζερά ή Νεζεροχώρια, ομάδα χωριών στην Αχαΐα (Σταματελάτος). Ελληνικής σύνθεσης και προχωρημένου εξελληνισμού.
Νεζερός, δάσος με λίμνη στην Βούρμπιανη της Κόνιτσας (Vasmer 45).
Νεζερός, ο, γραμμένο και Νιζερός, οικισμός στο δήμο Γόννων Τιρνάβου της Λάρισας (μετον. Καλλιπεύκη). «Επισκοπή Εζερού» στη μητρόπολη της Λάρισας μαρτυρείται το 1348 (Vasmer 101, Συμεωνίδης).
Νεζερίστα, η, χωριό Κορφοβουνίου Άρτας (μετον. Δρυών). Αρχική σλαβική υποθετική μορφή *Ezerište “λιμνότοπος” (Σταματελάτος, Συμεωνίδης). Ο Vasmer δεν το έχει υπόψη του.
Νεζερά, τα, χωριό στα Κουκούλια Άρτας (μετον. Ανατολή), σε ομώνυμη κοιλάδα την οποία διαρρέει το ποτάμι Καμενίτσα που ονομάζεται και Ποτάμι του Νεζερά. Θεωρείται ότι πρόκειται για πληθ. ουδ. από το αρσ. Νεζεράς που δηλώνει “τόπο σε λίμνη” (Vasmer 136, Συμεωνίδης). Το τοπωνύμιο παρουσιάζει προχωρημένον εξελληνισμό.
Νεζέρι, το, άλλη μορφή του ονόματος του χωριού Νεζερός (=Ξυνιάδα< βλ. παραπάνω). Νεζερός, άλλο όνομα της λίμνης Ξυνιάδας (λόγια μετονομασία της λίμνης Νταουκλή, λόγ. Δαουκλή). Τώρα αποξηραμένη. «Βρισκόταν στο βύθισμα που σχηματίζεται μεταξύ των Δ απολήξεων της Όθρυος, είχε σχήμα σχεδόν κυκλικό.» (Σταματελάτος). Από κει και ο Νεζερός, όνομα χωριού της Φθιώτιδας επ. Δομοκού (τώρα Άγιος Στέφανος). Εκεί και η Νεζερόστρατα «δρόμος από το Νεζέρι – τον σημερινό Άγιο Στέφανο – προς τον Δομοκό)» (Φλωράκης 416). Νεζερός, η μια από τις δυο μικρές λίμνες στην περιοχή των πηγών στο λεκανοπέδιο του Παρακαλάμου στην Ήπειρο (Συμεωνίδης). Νεζερίτικα, τα, στην περιοχή Πατρών (ΛΔΚ, Vasmer 136). Το Ν- αναπτύχθηκε βέβαια μπροστά από αιτιατική αρσενικών το(ν)-Νεζερό και του θηλυκού τη(ν)-Νεζερίστα και πάνω σ’ αυτή τη βάση δημιουργήθηκαν τα παράγωγα (ελληνικά) ουδέτερα τοπωνύμια αργότερα, όπως τα Νεζερά, το Νεζέρι, η Νεζερόστρατα, τα Νεζερίτικα, τα Νεζεροχώρια. Σίγηση του άτονου αρκτικού ε- Σε κάποια από τα τοπωνύμια που εξετάζουμε ο τόνος που βρίσκεται στην πρώτη συλλαβή του Έζερ- μετακινήθηκε σε παρακάτω συλλαβή για κάποιους λόγους (λ.χ. λόγω προσθήκης υποκοριστικού επιθέματος) και έτσι έπαψε να «στηρίζει» το Ε-. Σε τέτοιες περιπτώσεις παρατηρείται πολύ πλατιά στα ελληνικά η αποβολή του άτονου αρκτικού ε-, όπως στα: (ε)βδομάδα, εγγαστρώνω >γκαστρώνω,(ε)κατοστάρι, εγκάρδιος > γκαρδιακός, (ε)κατοστάρικο, εκδύνω > γδύνω, ελαιο-: λιόδεντρο, λιόλαδο, λιοτριβειό, λιόφυτο, εγχέλειον > χέλι, (ελ)ληνικός, (ε)λεύτερος, (ε)θέλω, εμβαίνω > μπαίνω, εκβαίνω > βγαίνω, εμβόλιο > μπόλι, ενδύω > ντύνω, εξευτελίζω > ξεφτιλίζω, (ε)ξοδεύω, (ε)ξορκίζω, εξοφλώ > ξοφλάω, (ε)ξωτικό(ς), (μεσν.) ερημάδιν > ρημάδι, ερωτώ > ρωτάω, ευρίσκω > βρίσκω, (ε)φημερίδα, ευθηνός > φτηνός κλπ. Και ιδιωματικά (στη Φθιώτιδα και αλλού) τα πιστρόφια από το επιστροφή, φχαριστώ και φχαριστιώμαι από ευχ-, ξετάζω για το εξετάζω, ξήντα για το εξήντα κ.ά. Σε βαφτιστικά ονόματα όπως Αικατερίνη > Κατερίνη -α, Ελένη > Λένη (και Λένα, Λενιώ, Λέγκω…), Εμμανουήλ > Μανουήλ (βυζαντινό, και νεότερο Μανόλης). Μάλιστα και σε πολύ τρεχούμενες βασικές γραμματικές λέξεις τόσο στην κοινή όσο και στα ιδιώματα: (ε)γώ, (ε)κείνος, (ε)μείς, (ε)σείς, (ε)δώ, (ε)δώθε, (ε)κεί, (ε)κείθε, (ε)πάνω, (ε)φέτος, (ε)χτές, (ε)ξαφνικά… Και πάρα πολλά άλλα … Δίνουμε ήδη αρκετά παραδείγματα γιατί μας φαίνεται σκόπιμο να καταδειχθεί η έκταση που έχει το φαινόμενο, ώστε να κατανοηθεί σαν πολύ φυσιολογικό και να μην αμφισβητείται αβασάνιστα.
Έτσι έχουμε αρχικά τα:
Ζερό, το, οικ. Στην Πελοπόννησο, Β του Πύργου Ηλείας (παλιότερα και Τερόν, μετον. Ανάληψη 1997). Υψόμετρο 310. (ΛΔΚ, Σταματελάτος) Κατά τον Φάσμερ η μορφή θα μπορούσε να έχει προέλθει από το σλαβ. jezero “λίμνη” και ο αρκτικός φθόγγος να έχει αποβληθεί μέσω ελλ. σανδί (Vasmer 142 και 247).
Ζηρός, ο, αποξηραμένη λίμνη στην Ήπειρο, ν. Πρέβεζας (Σταματελάτος). ―Ανετυμολόγητο (από όσο ξέρουμε). Ο Vasmer δεν το αναφέρει. Θα πρέπει να ενταχθεί σε τούτη την οικογένεια.
Ζερίκια, τα, οικισμός στη Βοιωτία, Ν της Λιβαδειάς, στις πλαγιές της κορφής Μεγάλη Λούτσα του ομώνυμου βουνού (μετον. του οικισμού Ελικώνας 1953, υψ. 850, Σταματελάτος, Vasmer 247 b). Από σλαβ. *Ezerĭkŭ, υποκοριστικό του ezero “λίμνη”, από την εποχή της κοινής σλαβικής.
Ζερέτσι, το, οικισμός στην Καρδίτσα, υψ. 550 (μετον. Κρυοπηγή 1961, Σταματελάτος λ. Κρυοπηγή, Vasmer 247 b). Από σλαβ. *Ezerĭcĭ και αυτό από ένα προγενέστερο *Ezerĭkŭ , δηλαδή ίδιας προέλευσης με τα Ζερίκια. Ο Vasmer, σε πρώτη φάση, θέτει σαν πιθανή ετυμολόγηση και ένα *Zarěcĭje “τόπος πέρα από το ποτάμι”. Όμως παρατηρεί: «Στις σλαβικές χώρες του Νότου δε γνωρίζω κανένα τοπωνύμιο αυτής της μορφής.» Οπότε και σωστά αναρωτιέται: «Ή μήπως προέρχεται το ελλ. τοπωνύμιο από *Ezerĭcĭ από το παλαιοβουλγ. ezero “λίμνη”;» (Vasmer 91).

Υποκοριστικό επίθημα -έλι.
Και σε ιδιώματα και στην κοινή υπάρχουν διάφορες εύχρηστες λέξεις που λήγουν σε -έλι: βαρέλι, καρβέλι, καγκέλι “στροφή” (δρόμου), παστέλι, τσιγκέλι κ.ά., συχνά ξένης προέλευσης. Έχει όμως διαμορφωθεί και ένα πραγματικό και κανονικό επίθημα, το ελλ. υποκοριστικό -έλι , γνωστό στην νεοελληνική κοινή, στην οποία όμως έχει ατονήσει: κοκκινέλι (κόκκινο κρασάκι), παιδαρέλι (παιδάριο + -έλι), πιτσιρδέλι, κρικέλι (κρίκελλος (λατ. αρχής) + -έλλι), μπασταρδέλι κλπ.
Στο ιδίωμα της Ίμβρου το -έλι είναι ένα από τα παραγωγικά υποκοριστικά επιθήματα και χαρακτηρίζεται σαν μέσης συχνότητας (Τζαβάρας).
Μεγάλη διάδοση έχει στη Λέσβο (της οποίας το ιδίωμα, ας σημειωθεί, ανήκει στα βόρεια ιδιώματα). Εκεί (και αλλού αλλά εκεί συστηματικά) κυριαρχούν και τα επώνυμα σε -έλλης (με επίθημα σημασιολογικά αντίστοιχο των -άκης, -άκος, -ίδης, -όπουλος άλλων περιοχών). Εκεί γεννήθηκαν συγγραφείς όπως οι Στρατής Αναστασέλης, Γιάννης Κωνσταντέλης, Γιώργος Μουτζουρέλης, Γιάννα Φιλιππέλη κ.ά. και ο βραβευμένος με Νόμπελ λογοτεχνίας Οδυσσέας Αλεπουδέλης (τελείως άγνωστος με το πραγματικό του όνομα, διάσημος με το ψευδώνυμο Οδυσσέας Ελύτης). Μέχρι και το Μαργέλι (=Μαρι-έλλι) ακούγεται παντού σαν χαϊδευτικό του Μαρία (δηλ. το Μαράκι, η Μαριγούλα, η Μαρίτσα). Και στα παραλιακά καφενεία σας προσκαλούν να καθίσετε «να πιείτε τα ουζέλια σας»!
Φυσικά, το φαινόμενο καθρεφτίζεται και στο χώρο των τοπωνύμιων, πλούσια και εντυπωσιακά. Για παράδειγμα, κοντά στο Πλωμάρι της Λέσβου και στην ευρύτερη περιοχή του χ. Μπορός (μετονομασμένου σε Νεοχώρι το 1961, Σταματελάτος) βρίσκουμε ανάμεσα στ’ άλλα και τα Αλωνέλια, τα Αμπελέλια, το Δεντρέλι, τα Καστρέλια, το Παζιανέλ’, τα Πηγαδέλια, τα Ραϊδέλια. Στην έξοδο από το Πλωμάρι περνάτε από τη συνοικία Αμμουδέλι. Σε άλλο μέρος της Λέσβου βρίσκονται τα Μυλέλια, όπου επισκέπτονται έναν υδρόμυλο, σημαντικό αξιοθέατο. Αξιοθέατο αρχιτεκτόνημα του 18ου αι. είναι και ο Μύλος του Αλαμανέλη, στα βόρεια της Μυτιλήνης.
Στην Ίμβρο συναντάμε το Τσιτσιμδέλι, το Χειμαδέλι κ.ά. (Τζαβάρας).
Στην κεντρική Ρούμελη εντοπίζουμε επίσης μερικά τελείως ιδιωματικά. Το κομπορέλι “ο καρπός του πλάτανου (σε σχήμα σφαιρίδιου)”. Το κοπανέλι “μωρό σφιχτά φασκιωδεμένο” (που έχει το σχήμα μικρού κόπανου). Το συκαρέλι “το συκαλάκι, μικρό σύκο”. Το κουραδέλι και παιδικό παιχνίδι τα κουραδέλια . Αξιοσημείωτο και το διαδομένο αρσ. πουτσαρέλης [π΄τσαρέλ’ς] υποκοριστικό και συνήθως χαϊδευτικό, για μικρά αγόρια, με τη σημασία “παλικαράκι, λεβεντάκος”. Από αντίστοιχο εμφαντικό (μτφ.) πουτσαράς “παλικάρι, λεβέντης, γενναίος”!

Τοπωνύμια του τύπου Ζερέλ-.
Σε κάποιο τόπο και σε κάποιο χρόνο η ρίζα εζερ- συναντήθηκε με το υποκοριστικό επίθημα -έλι, γιατί χρειάστηκε να εκφραστεί η έννοια “λιμνούλα, λιμνίτσα”.
Σε κάθε περίπτωση, το πλήθος και το είδος των παραδειγμάτων που είδαμε πιο πάνω παρουσιάζουν τη σίγηση του άτονου αρκτικού ε- σαν ένα φαινόμενο συστηματικό (που κάποτε θα πρέπει να λειτούργησε με ισχή νόμου), ώστε θα λέγαμε ότι κανονικά φαίνεται βέβαιο πως και ένα *Εζερέλι (όπου το αρκτικό Ε- θα παρέμενε άτονο, «απροστάτευτο») δε θα μπορούσε παρά να γίνει υποχρεωτικά Ζερέλι. Και πράγματι, υπάρχει μια τέτοια παραγωγή τοπωνύμιων, άφθονη και μη αμφισβητήσιμη, που εκθέτουμε στη συνέχεια (με την αλφαβητική σειρά των οικισμών ή των περιοχών όπου ανήκουν):
Ζερέλι, τοπωνύμιο στο χ. Άγναντη Λοκρίδας. Καταγραμμένο Ζιρέλ’, με βάση τη βορειοελλαδική προφορά του: «Του Ζιρέλ’, σλαβικής αρχής αλλά διαδεδομένη (sic) στην ευρύτερη περιοχή, σημαίνει ακριβώς «λιμνίτσα», …ίσιωμα όπου το χειμώνα σχηματίζονται μία ή περισσότερες λιμνίτσες.» (Παπαναγιώτου Τρ. 316)
Ζερέλι Βάλτος, τοποθεσία στην Αιτωλοακαρνανία (κοντά στον ποταμό Εύηνο όπου και τοποθεσίες Ζερβόλακκα, Ζερβοδοράχη, …). Το Βάλτος συνοδεύει Ζερέλι και κατά κάποιον τρόπο το «ερμηνεύει».
Ζερέλια (τα), ΝΔ της πόλης του Αλμυρού. Υπάρχει και η γραφή Ζηρέλια. Δυο ολοστρόγγυλες λίμνες, Μεγάλο Ζερέλι και Μικρό Ζερέλι. Ο εντυπωσιασμός από την κανονικότητα του σχήματός τους έχει εξάψει τη φαντασία ορισμένων, οδήγησε μάλιστα κάποιους στην εκτίμήση ότι δημιουργήθηκαν από την πτώση μετεωριτών, δηλαδή από εξωγήινη ενέργεια… Οι λίμνες αυτές αποτελούν σημαντικό υδροβιότοπο. Και η Μαγούλα Ζερέλια είναι ένα υψωματάκι (μαγούλα) που γειτονεύει με τις δυο λίμνες, σπουδαίος προϊστορικός ανασκαφικός χώρος χάρη στον οποίο τα Ζερέλια αυτά είναι διασημότερα (και κατά πολύ) από όλα τα άλλα Ζερέλια!
Ο πληθυντικός «Ζερέλια» έγινε και ενικός θηλυκού γένους, λόγω της συνεκφοράς με το θηλυκό «Μαγούλα». «…Η Μικρή και Μεγάλη Ζερέλια –όπως ονομάζονται οι δύο λίμνες–» (Διαδίκτυο).
Ευκαιριακά ας σημειώσουμε και ότι: «…Ευρίσκονται εγγύτατα αλλήλων δύο λίμναι καλούμεναι «Ζηρέλια» σήμερον ενώ το πάλαι εκαλούντο «Διός οφθαλμοί» (Καλτσέτας Ευστάθιος, Αχιλληίς (τοπικό περ. του Αλμυρού), Μάρτιος 1918, σελ. 11).
Η προφορική παράδοση βεβαιώνει ότι παλιά υπήρχε και χωριό Ζερέλια.
Λέγεται ότι η περιοχή των Ζερελιών του Αλμυρού κατά την τουρκοκρατία λεγόταν Γκιουζ Γκιολ και ότι αυτό σημαίνει “δυο λίμνες”. Και ναι μεν göl σημαίνει “λίμνη, λάκκος” αλλά güz θα πει “φθινόπωρο” (και όχι “δυο” που στα τουρκικά είναι iki). Δηλαδή οι Τούρκοι τις έλεγαν “χινοπωριάτικες λίμνες”, προφανώς επειδή τότε γέμιζαν νερό για τα καλά.
Μεταφέρουμε και μια σχετική πληροφορία (δεν ξέρουμε αν κάτι σχετικό έχει γραφτεί κιόλας) όπου η παρετυμολογία «χτύπησε» και πάλι, όπως αναμένεται και συχνά συμβαίνει με τα δυσετυμολόγητα: «Ειπώθηκε από έναν καθηγητή (προφορικά και υποθετικά) ότι ίσως η λέξη ήταν Ριζέλια (έλη στα ριζά του βουνού) και με αναγραμματισμό έγινε Ζερέλια ή Ζηρέλια (Ζιρέλια)».
Ζερέλλι: «Ο μάρτυς από το Ζερέλλι δηλοί ότι το Ζερέλλι τότε (1782) εν τη πεδιάδι του Αλμυρού ήτο χωρίον κατοικούμενον υπ’ Οθωμανών.» (βλ. ΑΛΑ).
Ζερελάκια (γραμμένο Ζιριλάκια), στα, στο χ. Ανατολή Φθιώτιδας. Με την διευκρίνιση «ζιρέλι = τόπος κατάρρυτος, φαίνεται σλαβική λέξις» (ΑΤΑ). Θα πρέπει να είναι διαφορετικό από το Ζερέλι/Ζερέλια του ίδιου χωριού γιατί έχουν καταχωρηθεί ξεχωριστά από τον ίδιο καταγραφέα.
Ζερέλι, στο, ή Ζερέλια, στα, στο χ. Ανατολή (άλλοτε Πέρα Χομίριανη) Φθιώτιδας ίσιωμα στα Βαρδούσια, όπου το χειμώνα σχηματίζονται μια ή δυο λιμνούλες (Δελόπουλος Τοπωνύμια 203). «Τόπος να στέκεται νερό. Φαίνεται σλαβική λέξις.» (ΑΤΑ)
Ζερέλι, τοποθεσία στο χ. Βρυσούλα επ. Νικοπόλεως και Πάργας του ν. Πρέβεζας. Γραμμένο και Ζερέλ «πηγή» (Vasmer 63, ΑΤΑ) .
Ζερελάκι (γραμμένο Ζιριλάκ’), στο, θέση στο χ. Γαρδίκι Φθιώτιδας.
Ζερέλια, στα, στο Γαρδίκι Φθιώτιδας, «πηγές» (ΑΤΑ).
Ζερελόγουρνα, στη, θέση στο χ. Γαρδίκι Φθιώτιδας (ΑΤΑ).
Ζερέλι, στο / Ζερέλια, στα, στο χ. Γραμμένη Φθιώτιδας, «χωράφια με λιμνάζοντα νερά» (ΑΤΑ).
Ζερέλια, στα, στο χ. Δελφίνο Φθιώτιδας. «Έχ’ νιρό ικεί, ζιρέλ’ σα βαρ’κός κι πίν’νι τα πράματα» (ΑΤΑ).
Ζερέλια, στα, στη Δομνίστα Ευρυτανίας, πριν απο τον συνοικισμό Σκοπιά. Ζιρέλια (Vasmer 82).
«στο Ζερέλι τοπων.» στη Β. Εύβοια (ΑΛΑ).
«Ζερελιά τοπ.» στην Ήπειρο (ΑΛΑ). Αν δεν πρόκειται για λαθεμένη καταγραφή του τονισμού, τότε έχουμε σημαντική περίπτωση δημιουργίας άλλου προσηγορικού ονόματος.
Ζερέλια, στα, στο χ. Καλοσκοπή (πρώην Κουκουβίστα) Παρνασσίδας (ν. Φωκίδας), γραμμένο Ζ’ρέλια “χωράφια” (ΑΤΑ). Θεωρώ ότι είναι το ίδιο με το καταγραμμένο στο ίδιο χωριό τα Ζιρέλια «χωράφια, αναβρύζουν νερά, ο τόπος είναι πάντοτε υγρός = ζερέλι» (ΑΤΑ). Και από άλλον καταγραφέα: «τοπωνύμ. μέρος βαλτώδες» (ΑΛΑ).
Ζερέλια, στα, οικισμός, κοιν. Καναλίων, επ. Φθιώτιδας, υψόμετρο 560 (Σταματελάτος).
Ζερέλια, στα, στο χ. Καστανιά Φθιώτιδας, γραμμένο και Ζιρέλια, «νερά» (ΑΤΑ).
Ζερέλι, στο, θέση στο χ. Καστριώτισσα Παρνασσίδας (Φωκίδας) (ΑΤΑ).
Ζερέλι, στο, ή Ζερέλια, στα, (ΑΤΑ), θέση στο χ. Κερασιές Δωρίδας (Φωκίδας). Υποθέτω ότι οι δυο μορφές ανήκουν στην ίδια τοποθεσία.
Ζερέλι, στο, στο χ. Κλωνί Φθιώτιδας, «τοποθεσία που κρατάει νερό», γραμμένο και Ζιρέλ’(ΑΤΑ).
Ζερέλια, στα, θέση στο χ. Κομποτάδες Φθιώτιδας (από επιτόπια έρευνα και ΑΤΑ, ΑΛΑ).
Ζερέλι, στο, στην περιοχή του χ. Κωσταλέξι Φθιώτιδας, πάνω στην Οίτη, κοντά στον Κοκκινόβραχο. «Το Ζερέλι είναι μία μικρή λίμνη Δυτικά από τη Ροδιά… Το καλοκαίρι δεν έχει πολύ νερό. Την άνοιξη όμως είναι γεμάτο.» (Πανταζής Φωτ. Νο. 47) ―Ο συντάκτης ετυμολογεί το τοπων. λέγοντας: «Από τη Σλαβική λ. zerel (;)», βάζοντας πάντως και ερωτηματικό σε παρένθεση.
Ζερέλια, στα, στο χ. Μάρμαρα Φθιώτιδας, «“ζιρέλια” = περιοχές που κρατούν νερό που αναβλύζει εκεί» (ΑΤΑ). Βρίσκουμε και άλλη καταγραφή Ζερέλια στο ίδιο χωριό, από άλλον καταγραφέα (ΑΤΑ επίσης), αλλά θεωρούμε ότι θα πρόκειται για την ίδια τοποθεσία.
Ζερέλια, στα, στο χ. Μαυρίλο Φθιώτιδας (Γιαννοπούλου 95). «Θέση, νεράκια» (ΑΤΑ). Στις πλαγιές του Τυμφρηστού, υψ. 920 (Σταματελάτος).
Ζερέλια, στα, θέση στο χ. Μεγάλη Κάψη Φθιώτιδας (ΑΤΑ).
Ζερέλια, στα, στο χ. Μεξιάτες Φθιώτιδας, «θέση με νερά» (ΑΤΑ).
Ζερέλι (στο), τοποθεσία με χωράφια στο χ. Μοναστηράκι Δωρίδας (Φωκίδας), στην πεδιάδα του Μόρνου. ΝΔ της Άμφισσας, ν. Φωκίδας, δ. Ευπαλίου. «Θέση «Ζερέλι» περιφέρειας Δ.Κ. Σεργούλας Δήμου Δωρίδας» (σε απόφαση του Δασαρχείου Λιδορικίου 28-7-2003). Θεωρώ ότι είναι το ίδιο με τον πληθ. Στα Ζερέλια «βαλτώδης περιοχή» (ΑΤΑ).
«Ζιρέλ’ (τοπων.)» στο Μετόχι Εύβοιας (ΑΛΑ).
Zερέλι, στο, στο Νεχώρι Οίτης, στανοτόπια στα ψηλώματα του βουνού. Εκεί και το τοπωνύμιο στη Bρύση στο Zερέλι (από αυτοπρόσωπη επίσκεψη).
Ζερέλι: στο. Στο Νεχώρι Οίτης, στην Πάθενα, ξεκινάει μια ράχη προς τη βουνοκορφή Αϊτός. Λίγο παραπάνω υπάρχει ένα ίσιωμα. Εκεί συνήθως σχηματίζονται τρία ζερέλια: τ” Ακρινό, το Μεσινό, και η Κοτρώνα). Η συνολική τοποθεσία όμως φέρει το όνομα σε ενικό, στο Ζερέλι.
Ζερέλι στα Μνήματα (στο), τοποθεσία στο Νεχώρι Οίτης, στην περιοχή Μνήματα (από επιτόπια επίσκεψη), όπου σχηματίζεται λιμνούλα.
Ζερέλια (στα), στο Νεχώρι Οίτης, ίσιωμα στην κορφή του χωριού (από επιτόπια επίσκεψη). Στο γενικά πολύ κατηφορικό χωριό, αυτή είναι χαρακτηριστικά η μόνη επίπεδη και ελαφρά κοίλη, βαθουλή τοποθεσία όπου μπορούν να σταθούν για μικρό διάστημα νερά της βροχής ή του χιονιού. Ιδίως όταν λειώνουν τα χιόνια ο τόπος κρατάει νερά και σχηματίζονται λιμνούλες, το νερό γκιολιάζει.
Ας σημειώσουμε εδώ και το φαινόμενο μιας εναλλαγής στη χρήση των συνώνυμων ζερέλι και γκιόλι ανάλογα με το είδος του γεωγραφικού χώρου για τον οποίο πρόκειται κάθε φορά Για λιμνούλες στα πεδινά της Φθιώτιδας οι παλιοί δε χρησιμοποιούσαν το ζερέλι αλλά το γκιόλι Η λέξη ζερέλι φαίνεται να ήταν πραγματικά εύχρηστη για βουνίσιο περιβάλλον και σε ποιμενικούς πληθυσμούς. Και μάλιστα, αυτοί οι ίδιοι που για λιμνούλα στο βουνό έλεγαν ζερέλι, όταν μιλούσαν για τον κάμπο έλεγαν γκιόλι!
Ζερέλια, στα, τοποθεσία στο χ. Νεοχώρι Τυμφρηστού της Φθιώτιδας (Γιαννοπούλου 97). Σημειώνεται η διευκρίνιση: «δεν πρόκειται για το γειτονικό οικισμό του Μαυρίλου» (ΑΤΑ).
Ζερέλι, όνομα λάκκας στην Πάρνηθα. «Θα περάσετε δίπλα από τη λάκκα Ζερέλι, που κάποτε το δάσος εδώ ήταν υπέροχο και θα συνεχίσετε ευθεία κάτω μέχρι την άκρη του δάσους, δίπλα σε ρεματιά που κρατά νερό μέχρι αργά την άνοιξη. Το μονοπάτι, που είναι πρόσφατα καθαρισμένο, αφήνει τη ρεματιά και φεύγει δεξιά ανεβοκατεβαίνοντας και περνώντας από μικρές ζώνες καμένων. Τελικά το μονοπάτι θα σας κατεβάσει σε ρεματιά με αρκετό νερό μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού. Ένα πολύ ωραίο και ασυνήθιστο για την Πάρνηθα τοπίο.» WWW.anevenontas.gr ―Αυτό το Ζερέλι δεν το αναφέρει ο Νέζης, αν και πρόκειται για έκδοση τελείως πρόσφατη.
Ζερέλι (το) στην ΝΔ Πελοπόννησο (Georgakas 127, 136).
Ζερέλια «κατεστραμμένον χωρίον του δήμου Πλατάνου» στη Θεσσαλία (ΑΛΑ).
Ζερέλι, το, θέση στο χ. Ποκίστα, ΒΑ του Μεσολογγιού, δήμος Πυλλήνης, υψόμετρο 900 (Σταματελάτος), όπου και ιδιοκτησία της Ι.Μ.Αμπελακιώτισσας. Και γραφή Πωκίστα (Διαδίκτυο).
Ζερέλι, στο, λιβάδι στο χ. Πουγκάκια Φθιώτιδας, γραμμένο Ζιρέλ’ (ΑΤΑ).
«Ζιρέλ’ (το) (τοπων.)», στους Στρόπωνες Εύβοιας, «έλος που η έκτασή του δεν ξεπερνάει το στρέμμα» (ΑΛΑ) και, κατά άλλη καταγραφή, ««τοπωνυμία ένα κοίλωμα μικρότερο σε έκταση από ένα στρέμμα γεμάτο νερό» (ΑΛΑ).
«Ζιρελάκ(ι) = μικρό ζιρέλι, τοπωνυμία = μικρή έκταση, που βγαίνει νερό χειμώνα καλοκαίρι είναι σκεπασμένη με βούρλα λίγο ψαθί και άλλα υδροχαρή φυτά• είναι μέρος κατάλληλο να βόσκουν άλογα όχι όμως και πρόβατα γιατί τα πιάνει χλαμπάτσα (κλαμπάτσα)», Στρόπωνες Εύβοιας (ΑΛΑ).
Ζερέλι (γραμμένο Ζιρέλ), στο, τοποθεσία στο χ. Συγκρέλος Ευρυτανίας (ΑΤΑ).
Ζερέλι (στο) και Ζερέλια (στα), τοποθεσία στο χ. Τσούκα Φθιώτιδας (Δελόπουλος Τοπωνύμια 207).
«Τα Ζιρέλια = χωράφια όπου αναβρίζουν νερά και ο τόπος είναι πάντα υγρός (ζιρέλι)», στη Φθιωτιδοφωκίδα (ΑΛΑ).
Και προσηγορικό το ζερέλι
Αν κοιτάξουμε κάπως προσεκτικά τα παραπάνω τοπωνύμια θα παρατηρήσουμε ότι είναι πολλές οι περιπτώσεις όπου η λέξη δε χρησιμοποιείται σαν κάποιο άκαμπτο ξενόγλωσσο τοπωνύμιο, κάθε άλλο.
Το τοπωνύμιο στα Ζερέλια, σε πληθυντικό, δηλώνει προφανώς ότι στο μέρος εκείνο σχηματίζονται συνήθως περισσότερες από μία λιμνούλες. Και παρατηρείται μια ιδιαίτερα συχνή παρουσία του τοπωνύμιου σε πληθυντικό: Ζερέλια εγκατεσπαρμένα στον Αλμυρό, στο Γαρδίκι, στη Γραμμένη, στο Δελφίνο, στη Δομνίστα, στην Καλοσκοπή, στα Κανάλια, στην Καστανιά, στις Κερασιές, στις Κομποτάδες, στα Μάρμαρα, στο Μαυρίλο, στη Μεγάλη Κάψη, στις Μεξιάτες, στο Νεχώρι Οίτης, στο Νεχώρι Τυμφρηστού, στον Πλάτανο, στη Φθιωτιδοφωκίδα.
Η χρήση του πληθυντικού Ζερέλια έχει κι αυτή καθαυτή τη σημασία της, αφού δείχνει ξεκάθαρα πως οι άνθρωποι εκεί είχαν κανονικά συνείδηση του ότι χρησιμοποιούσαν σαν τοπωνύμιο ένα προσηγορικό (ένα ουσιαστικό, ένα κοινό όνομα) με συγκεκριμένη σημασία, που πρόθυμα έμπαινε σε πληθυντικό, όταν τα ζερέλια της τοποθεσίας που κατονομάζεται ήταν περισσότερα από ένα.
Όσο για την εναλλαγή ενικού/πληθυντικού (στο Ζερέλι / στα Ζερέλια), αυτή μπορεί καταρχή να σημαίνει ότι εκεί σχηματίζονται είτε μια λιμνούλα είτε περισσότερες, ανάλογα με τις βροχές της κάθε εποχής και της κάθε χρονιάς. Συναντάμε αυτήν την εναλλαγή στην Ανατολή, στη Γραμμένη, στις Κερασιές, στην Τσούκα. Αλλά ξέρουμε κιόλας ότι ο ενικός μπορεί και να δηλώνει το μέρος εκείνο σαν “σημείο” ενώ ο πληθυντικός μπορεί να αναφέρεται στην ίδια τοποθεσία νοούμενη σαν “έκταση” (βλ. αναλυτικά Δελόπουλος Τοπωνύμια). Είναι κι αυτό ένα δείγμα ευελιξίας του ονόματος στη χρήση.
Κανονικά λειτουργεί και ο υποκορισμός: Ζερελάκι στο Γαρδίκι και στους Στρόπωνες, Ζερελάκια στο χ. Ανατολή. Σημαντικό το σύνθετο Ζερελόγουρνα στο Γαρδίκι. Αλλά και η δημιουργία παράγωγου Ζερελιά στη Ήπειρο (αν ο τονισμός είναι σωστός).
Διαπιστώνεται λοιπόν ήδη αρκετή κινητικότητα και ζωντάνια στη λειτουργία αυτών των τοπωνύμιων, φαινόμενο που τα χαρακτηρίζει ιδιαίτερα. Επιπλέον βλέπουμε ότι και ο αριθμός τους είναι ιδιαίτερα μεγάλος. Αυτός μάλιστα θα πρέπει να είναι ο λόγος για τον οποίο, όπως φαίνεται, επικρατεί γενικά η αντίληψη ότι η λέξη συναντιέται μόνο σε τοπωνύμια.
Η αλήθεια είναι ότι η λέξη ζερέλι δε βρίσκεται σε κανένα από τα γνωστά λεξικά της κοινής νεοελληνικής, ερμηνευτικά ή ετυμολογικά (Ανδριώτης, Δημητράκος, Μπαμπινιώτης κλπ.). Μάλλον επειδή θεωρήθηκε ιδιωματική και πολύ σωστά. Είναι ιδιωματική. Αλλά υπαρκτή… Και βεβαιωμένη σαν τέτοια, όπως βλέπουμε, από αρκετές ερευνητικές καταγραφές:
ζιρέλι στη Στερεά: Καλοσκοπή («τόπος βαλτώδης όπου αναβλύζουν νερά»), Κoμποτ., Παρνασσίδα, Φθιώτιδα, Φωκίδα (ΑΛΑ).
«ζιρέλ’, του = τέλμα» στην Παρνασσίδα (ΑΛΑ).
ζιρέλ’ στο Δελφίνο Φθιώτιδας (το αναφέρουμε και στα τοπωνύμια). «Έχ’ νιρό ικεί, ζιρέλ’ σα βαρ’κός κι πίν’νι τα πράματα» (ΑΤΑ). (Τα πράματα “τα ζώα”.)
«ζιρέλ, του: μέρος που αναβλύζουν νερά και σκεπάζεται με διάφορα νερόχαρα φυτά, ιδίως ραγάζι χρήσιμο για το γέμισμα σαμαριών.» Αιτωλοακαρνανία (ΑΛΑ).
ζερέλ’ “μούσκεμα” στη Β. Εύβοια (ΑΛΑ).
«ζιρέλιου = επίρρ. Έγινα ζιρέλιου = εβράχην πάρα πολύ μέχρι των κοκκάλων». «Μ’έπιασ(ι) βρουχή κι γίν(η)κα ζιρέλιου (βράχηκα πολύ).» «Βρέχ’… θα γιένης ζιρέλιου». Στους Στρόπωνες της Εύβοιας (ΑΛΑ). ―Δημιουργία νέου παράγωγου προσηγορικού, το ζερέλιο.
ζιρέλιου: «…Τι ζιρέλιου είν’ αυτό! (τι μούσκεμα)» στη Γρανίτσα Ευρυτανίας (ΑΛΑ).
«ζιριλιάζου, ρ. = μουσκεύω. Ζιρέλιασα με τ’ βρουχή (μούσκεψα). Πήγα καλά κι γύρ’σα ζιριλιασμένους (μουσκεμένος)». Στη Γρανίτσα της Ευρυτανίας (ΑΛΑ). ―Δηλαδή και παράγωγο ρήμα (!).
Ας σημειωθεί ότι και εδώ δηλώνεται ξεκάθαρα η βασική σημασία “λιμνούλα”. Αλλά και όλες οι άλλες καταγραμμένες σημασίες για “βρέξιμο”, “μούσκεμα” κ.ά.τ. αποτελούν κανονικές προεκτάσεις έννοιας και δεν παρεκκλίνουν από τη βασική ιδέα.
Δικαιολογημένα θα μπορούσε κανένας να έχει και κάποια περιέργεια για το πού και πότε έγινε η συνάντηση της ρίζας (ε)ζερ- με το υποκοριστικό επίθεμα -έλι για να δηλωθεί η σημασία “λιμνούλα, λιμνίτσα”, δηλαδή πού και πότε διαμορφώθηκε η λέξη ζερέλι. Δεν είναι βέβαια δυνατό να ειπωθεί κάτι με σχετική ακρίβεια, αλλά ο πειρασμός είναι ίσως δικαιολογημένος…
Σχετικά με τον τόπο, μπορούμε να θεωρήσουμε, με βάση τα δεδομένα, ότι αυτό ξεκίνησε κάπου στην Κεντρική ή στη Βόρεια Ελλάδα.
Όσο για τον καιρό όπου διαμορφώθηκε το προσηγορικό ζερέλι και οι πολλές παράγωγες απ’ αυτό διάφορες λέξεις (και τα παράγωγα από τη μορφή ζερέλι τοπωνύμια, εννοείται), αυτός δε δείχνει να είναι ο καθαυτό μεσαίωνας. Μάλλον δε μπορεί να είναι οι 8ος – 10ος αιώνες, ας πούμε ενδεικτικά, δηλαδή οι πρώτοι αιώνες δημιουργίας των σλαβικών τοπωνύμιων στον ελληνικό χώρο. Η γενική εικόνα παραπέμπει αναμφίβολα στη νεότερη εποχή.
Πάντως, ανάμεσα στα πολλά στοιχεία νέας γνώσης που διευκρινίζονται και μελετιούνται εδώ ας διατυπωθεί ρητά ότι το ζερέλι σχηματίστηκε στην Ελλάδα και στην ελληνική γλώσσα από το θέμα ζερ- (σλαβικής αρχής, ezer-) και το επίθεμα -έλι (λατινικής αρχής). Και είναι λέξη ελληνική, ιδιωματική (των βορείων ιδιωμάτων).

Βιβλιογραφία και συντομογραφίες
ΑΛΑ, Αρχείο του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών.
ΑΤΑ, Αρχείο Τοπωνύμιων της Ακαδημίας Αθηνών.
Georgakas D. – McDonald W., Place names of southwest Peloponnesus, Athens 1967, 403 σελ.
Γιαννοπούλου -Τσιάκα Καλλίτσα, Ανηφορίζοντας στον Τυμφρηστό, Ε” Ονοματολογικό Συνέδριο «Ονοματολογικά Φθιώτιδας», Λαμία 3-5 Οκτ. 2008. Πρακτικά στο περ. ΟΝΟΜΑΤΑ, Revue Onomastique, Επιστημονική Επετηρίδα της Ελληνικής Ονοματολογικής Εταιρείας, τόμ. 20, Αθήνα 2013, σελ. 91-98.
Δελόπουλος Γ., Tοπωνύμια της Φθιώτιδας σε ενικό / πληθυντικό· διαχρονικότητα ενός φαινόμενου και σήμερα ζωντανού, A” Συνέδριο Φθιωτικών Eρευνών, Γλώσσα-Iστορία-Λαογραφία, Λουτρά Yπάτης 27-28-29 Aπριλίου 1990, Πρακτικά, έκδ. Kοινότητας Λουτρών Yπάτης 1993, 195-212.
Δημητράκος Δ., Mέγα Λεξικόν όλης της ελληνικής γλώσσης, Aθήνα, επανέκδοση 1964.
ΛΔK: Λεξικόν των δήμων, κοινοτήτων και συνοικισμών της Eλλάδος, επί τη βάσει της απογραφής του πληθυσμού του έτους 1920, Aθήνα, Yπ. Eθν. Oικον. 1923.
Λουκόπουλος Δημ., Ποια παιγνίδια παίζουν τα Ελληνόπουλα, Αθήνα 1926.
Μπαμπινιώτης Γ., Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 2010.
Νέζης Ν., Τοπωνυμικά της Αττικής, εκδ. Ανάβαση, Αθήνα 2013.
Παπαναγιώτου Δ.Χ., Η βουνίσια σκέψη, έκδ. Συλλόγου Νεοχωριτών Υπάτης, Θεσσαλονίκη 2012.
Παπαναγιώτου Τρ., Τοπωνύμια της Άγναντης Λοκρίδος, Ε” Ονοματολογικό Συνέδριο «Ονοματολογικά Φθιώτιδας», Λαμία 3-5 Οκτ. 2008. Πρακτικά στο περ. ΟΝΟΜΑΤΑ, Revue Onomastique, Επιστημονική Επετηρίδα της Ελληνικής Ονοματολογικής Εταιρείας, τόμ. 20, Αθήνα 2013, σελ. 315-328.
Σταματελάτος Μ. – Βάμβα-Σταματελάτου Φωτ., Γεωγραφικό Λεξικό της Ελλάδας, έκδ. Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη (για την εφημερίδα «Τα Νέα») 2012. ―Παλιότερη έκδ. Ελληνική Γεωγραφική Εγκυκλοπαίδεια, Τεγόπουλος – Μανιατέας χ.χ.
Συμεωνίδης Χ., Ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών οικωνυμίων, Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία-Θεσσαλονίκη 2010.
Τζαβάρας Ξ., Ο υποκορισμός στα τοπωνύμια του ιδιώματος της Ίμβρου, Ε” Ονοματολογικό Συνέδριο «Ονοματολογικά Φθιώτιδας», Λαμία 3-5 Οκτ. 2008. Πρακτικά στο περ. ΟΝΟΜΑΤΑ, Revue Onomastique, Επιστημονική Επετηρίδα της Ελληνικής Ονοματολογικής Εταιρείας, τόμ. 20, Αθήνα 2013, 453-459.
Vasmer M., Die Slaven in Griechenland, 1941, επανέκδοση Leipzig 1970.
Φλωράκης Αλ., Για μια ανθρωπολογική προσέγγιση των τοπωνυμίων, Ε” Ονοματολογικό Συνέδριο «Ονοματολογικά Φθιώτιδας», Λαμία 3-5 Οκτ. 2008. Πρακτικά στο περ. ΟΝΟΜΑΤΑ, Revue Onomastique, Επιστημονική Επετηρίδα της Ελληνικής Ονοματολογικής Εταιρείας, τόμ. 20, Αθήνα 2013, 403-430.
υψ., υψόμετρο.

0701