Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (4η συνέχεια)

                          Μαρτυρίες της αρχαιοελληνικής γραμματείας για μεταναστεύσεις λαῶν από την Φθιώτιδα Αχαΐα

Στα συγγράμματα των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων βρίσκουμε αρκετά αποσπάσματα που επιβεβαιώνουν τις παραπάνω απόψεις. Επιβεβαιώνουν τις μετοικήσεις λαών από την Αχαΐα Φθιώτιδα και επομένως επιβεβαιώνουν ότι οι μύθοι της περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας που μνημονεύουν αυτές τις μετοικήσεις πρέπει να θεωρούνται σημαντικοί και άξιοι ιδιαίτερης προσοχής και μελέτης.
Ενδεικτικά παραθέτουμε στη συνέχεια μερικά από αυτά τα αποσπάσματα:
1. «Ἀχαιούς γάρ τούς Φθιώτας φασί συγκατελθόντας Πέλοπι εἰς τήν Πελοπόννησον οἰκῆσαι τήν Λακωνικήν, τοσοῦτον δ’ ἀρετῇ διενεγκεῖν ὥστε τήν Πελοπόννησον, ἐκ πολλῶν ἤδη χρόνων Ἄργος λεγομένην, τότε Ἀχαϊκόν Ἄργος λεχθῆναι, καί οὐ μόνον γε τήν Πελοπόννησον ἀλλά καἰ ἰδίως τήν Λακωνικήν οὕτω προσαγορευθῆναι». (Στράβωνος, Γεωγραφικά, Η, 5).
Δηλαδή: «Λοιπόν οι Αχαιοί της Φθιώτιδας αφού κατέβηκαν με τον Πέλοπα στην Πελοπόννησο εγκαταστάθηκαν στη Λακωνική. Τόσο δε πολύ διακρίθηκαν για την ανδρεία τους, ώστε η Πελοπόννησος, η οποία από πολλά χρόνια λεγόταν Άργος, να ονομαστεί τότε Αχαϊκό Άργος. Και όχι μόνο η Πελοπόννησος αλλά και ιδιαίτερα η Λακωνική πήρε την ονομασία αυτή».
2. «Φασί δέ Δευκαλίωνος μέν Ἕλληνα εἶναι, τοῦτον δὲ περί τήν Φθίαν τῶν μεταξύ Πηνειοῦ καί Ἀσωποῦ δυναστεύοντα τῷ πρεσβυτάτῳ τῶν παίδων παραδοῦναι τήν ἀρχήν, τούς δ’ ἄλλους ἔξω διαπέμψαι ζητήσοντας ἵδρυσιν ἕκαστον αὐτῷ• ὧν Δῶρος μέν τούς περί Παρνασσόν Δωριέας συνοικίσας κατέλιπεν ἐπωνύμους αὐτοῦ, Ξοῦθος δὲ τήν Ἐρεχθέως θυγατέρα γήμας ᾤκισε τήν τετράπολιν τῆς Ἀττικῆς, Οἰνόην, Μαραθῶνα, Προβάλινθον καί Τρικόρυνθον. Τῶν δέ τούτου παίδων Ἀχαιός μέν φόνον ἀκούσιον πράξας ἔφυγεν εἰς Λακεδαίμονα καί Ἀχαιούς τούς ἐκεῖ κληθῆναι παρεσκεύασεν. Ἴων δέ τούς μετ’ Εὐμόλπου νικήσας Θρᾶκας οὓτως ηὐδοκίμησεν ὥστ’ ἐπέτρεψαν αύτῷ τήν πολιτείαν Ἀθηναῖοι.» (Στράβωνος, Γεωγραφικά, Η, 7, 1)
Δηλαδή: «Λένε ότι ο Έλληνας ήταν γιος του Δευκαλίωνα και βασίλευε στη Φθία, στους λαούς που περιλαμβάνονταν μεταξύ του Ασωπού και του Πηνειού. Αυτός παρέδωσε την εξουσία στο μεγαλύτερο παιδί του και ζήτησε από τους άλλους να μεταναστεύσουν και να εγκατασταθούν όπου ήθελαν. Από αυτούς (τους άλλους γιους του Έλληνα) λοιπόν ο Δώρος ένωσε σ’ ένα κράτος τους κατοίκους γύρω από τον Παρνασσό που ονομάστηκαν από το όνομά του Δωριείς, ο δε Ξούθος, αφού παντρεύτηκε την θυγατέρα του Ερεχθέα, ίδρυσε την τετράπολη της Αττικής, που αποτελούνταν από την Οινόνη, τον Μαραθώνα, τον Προβάλινθο και την Τρικόρυνθο. Από τα παιδιά αυτού (του Ξούθου) ο μεν Αχαιός, ύστερα από ένα ακούσιο φόνο που διέπραξε, έφυγε στη Λακωνία και ονόμασε τους εκεί λαούς Αχαιούς, ο δε Ίωνας αφού νίκησε τον Εύμολπο και τους Θράκες που ήταν μαζί με αυτόν, τόσο πολύ δοξάστηκε, ώστε οι Αθηναίοι του ανέθεσαν την διοίκηση της πολιτείας τους».
3. «Οἱ δέ Ἀχαιοί Φθιῶται μέν ᾖσαν τό γένος, ᾤκησαν δ’ ἐν Λακεδαίμονι, τῶν δ’ Ἡρακλειδῶν ἐπικρατησάντων ἀναληφθέντες ὑπό Τισαμενοῦ τοῦ Ὀρέστου παιδὸς, ὡς προειρήκαμεν, τοῖς Ἴωσιν ἐπέθεντο, καἰ γενόμενοι κρείττους τούς μέν ἐξέβαλον, αὐτοί δέ κατέσχον τὴν γῆν, καὶ διαφύλαξαν τόν αὐτόν τῆς χώρας μερισμόν ὃνπερ καί παρέλαβον. Οὕτω δ’ ἴσχυσαν ὥστε τήν ἄλλην Πελοπόννησον ἐχόντων τῶν Ἡρακλειδῶν ὧν ἀπέστησαν, ἀντεῖχον ὅμως πρός ἅπαντας Ἀχαΐαν ὀνομάσαντες τήν χώραν.» (Στράβωνος, Γεωγραφικά, Η, C 384, 1.)
Δηλαδή: «Οι Αχαιοί, ήταν Φθιώτες μεν στην καταγωγή και κατοίκησαν στη Λακεδαίμονα. Όταν όμως επικράτησαν στην Πελοπόννησο οι Ηρακλείδες, καθώς προαναφέραμε, αυτοί συγκεντρώθηκαν κάτω από τις διαταγές του Τισαμενού του γιου του Ορέστη, επιτέθηκαν στους Ίωνες και, αφού τους νίκησαν, τους έδιωξαν από την Πελοπόννησο, κατέλαβαν δε τη χώρα τους και διατήρησαν την διαίρεση της χώρας όπως την παρέλαβαν. Τόσο δε μεγάλη δύναμη απόκτησαν, ώστε ενώ την άλλη Πελοπόννησο την κατείχαν οι Ηρακλείδες, από τους οποίους αποστάτησαν, μόνοι τους άντεξαν εναντίον όλων και ονόμασαν την χώρα τους Αχαΐα».
4. «Ἡ μὲν οὖν Κορώνεια ἐγγύς τοῦ Ἑλικῶνός ἔστιν ἐφ’ ὕψους ἱδρυμένη, κατελάβοντο δ’ αὐτήν ἐπανιόντες ἐκ τῆς Θετταλικῆς Ἄρνης οἱ Βοιωτοί μετά τά Τρωικά, ὅτε περ καὶ τόν Ὀρχομενόν ἔσχον• κρατήσαντες δέ τῆς Κορωνείας ἐν τῷ πρό αὐτῆς πεδίῳ τό τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς ἱερόν ἱδρύσαντο ὁομώνυμον τῷ Θετταλικῷ καί τόν παραρρέοντα ποταμόν Κουάριον προσηγόρευσαν ὁμοφώνως τῷ ἐκεῖ. Άλκαῖος δὲ καλεῖ Κωράλιον λέγων «<ὦ᾿ ν῾ >ασσ’ Ἀθανάα πολεμηδόκος, ἃ ποι Κορωνείας ἐπιλαΐῳ ναύω πάροιθεν ἀμφι<βαίνεις> Κωραλίῳ ποταμῷ παρ’ ὄχθαις. Ἐνταῦθα δέ καί τά Παμβοιώτια συνετέλουν» (Στράβωνος , Γεωγραφικά, Θ, 29).
Δηλαδή: «Η μεν λοιπόν Κορώνεια είναι κτισμένη επάνω σε ύψωμα κοντά στον Ελικώνα, την κυρίευσαν δε, επανερχόμενοι από τη θεσσαλική Άρνη οι Βοιωτοί, μετά τον Τρωικό Πόλεμο, οπότε κατέλαβαν και τον Ορχομενό. Έπειτα, αφού έγιναν κύριοι της Κορώνειας, έκτισαν, στην πεδιάδα που βρίσκεται μπροστά από αυτήν, το ιερό της Ιτωνίας Αθηνάς δίνοντας σ’ αυτό το ίδιο όνομα με το ομώνυμο θεσσαλικό ιερό και ονόμασαν τον ποταμό που κυλούσε εκεί δίπλα τα νερά του Κουάριον, όπως και τον ομώνυμο ποταμό στη Θεσσαλία. Ο Αλκαίος ονομάζει τον ποταμό αυτό Κωράλιο λέγοντας : «Ω, βασίλισσα Αθηνά, θεά του πολέμου, συ, που τον χτισμένο πάνω σε βράχους ναό της Κορώνειας, προστατεύεις με την παρουσία σου στην είσοδό του στις όχθες του Κωράλιου ποταμού». Στο ναό αυτόν οι Βοιωτοί γιόρταζαν τα Παμβοιώτια».
5. «Χρόνῳ δέ ὕστερον ἀποθανόντος Ἕλληνος Ξοῦθον οἱ λοιποί τοῦ Ἕλληνος παῖδες διώκουσιν ἐκ Θεσσαλίας, ἐπενεγκόντες αἰτίαν ὡς ἰδίᾳ χρήματα ὑφελόμενος ἔχοι τῶν πατρῴων• ὁ δέ ἐς Ἀθήνας φυγών θυγατέρα Ἐρεχθέως ἠξιώθη λαβεῖν καί παῖδας Ἀχαιόν καί Ἴωνα ἔσχεν ἐξ αὐτῆς. Ἀποθανόντος δέ Ἐρεχθέως τοῖς παισὶν αὐτοῦ δικαστής Ξοῦθος ἐγένετο ὑπέρ τῆς ἀρχῆς, (καί ἔγνω γάρ τόν πρεσβύτατον Κέκροπα βασιλέα εἶναι) οἱ λοιποί τοῦ Ἐρεχθέως παῖδες ἐξελαύνουσιν ἐκ τῆς χώρας αὐτόν• ἀφικομένῳ δέ ἐς τόν Αἰγιαλόν καί οἰκήσαντι αὐτῷ μὲν ἐγένετο ἐνταῦθα ἡ τελευτή, τῶν δέ οἱ παίδων Ἀχαιός μέν ἐκ τοῦ Αἰγιαλοῦ παραλαβών καί ἐξ Ἀθηνῶν ἐπικούρους, κατῆλθεν ἐς Θεσσαλίαν καί ἔσχε τὴν πατρᾠαν ἀρχήν. Ἴωνι δἐ ἐπί τοὺς Αἰγιαλεῖς στρατιάν καί ἐπί Σελινοῦντα τόν βασιλέα αὐτῶν ἀθροίζοντι ἀγγέλους ἔπεμπεν ὁ Σελινοῦς, τήν θυγατέρα Ἐλίκην, ἥ μόνη οἱ παῖς ἦν, γυναῖκα αὐτῷ διδούς καίὶ αὐτόν Ἴωνα ἐπί τῇ ἀρχῇ παῖδα ποιούμενος». (Παυσανίου, Αχαϊκά, 1, 2 – 4).
Δηλαδή: «Ύστερα από καιρό, όταν πέθανε ο Έλληνας, τα υπόλοιπα παιδιά του έδιωξαν τον Ξούθο από τη Θεσσαλία με την δικαιολογία ότι καταχράστηκε την πατρική περιουσία. Ο Ξούθος, αφού κατάφυγε στην Αθήνα, αξιώθηκε να πάρει γυναίκα την κόρη τού Ερεχθέα και απόκτησε με αυτή δυο παιδιά τον Αχαιό και τον ΄Ιωνα. Αφού δε πέθανε ο Ερεχθέας, ο Ξούθος έγινε δικαστής μεταξύ των παιδιών του ποιος θα πάρει την αρχή και επειδή ανακήρυξε βασιλιά τον μεγαλύτερο από όλους, τον Κέκροπα, τα άλλα παιδιά τού Ερεχθέα έδιωξαν τον Ξούθο από τη χώρα. Αφού δε ήρθε ο Ξούθος στον Αιγιαλό αυτός μεν πέθανε εκεί από δε τα παιδιά του ο μεν Αχαιός, αφού πήρε από τον Αιγιαλό καθώς και από την Αθήνα συμπολεμιστές, κατέβηκε στη Θεσσαλία και πήρε την πατρική εξουσία, στον Ίωνα δε, που συγκέντρωνε στρατό για να εκστρατεύσει κατά των Αιγιαλέων και του βασιλιά τους Σελινούντα, ο Σελινούντας έστειλε αγγελιαφόρους να του δώσει την μοναχοκόρη του Ελίκη γυναίκα και να τον κάνει διάδοχό του».
6. Ο Παυσανίας, ενισχύοντας έτσι τις παραπάνω απόψεις μας, λέει ότι οι κάτοικοι της Μαντινείας έδειχναν στον τόπο τους τον τάφο των θυγατέρων του Πελία, οι οποίες για ν’ αποφύγουν την κατηγορία για το θάνατο του πατέρα τους, είχαν καταφύγει εκεί:
«Εἰ δέ ἀπό τοῦ ἱεροῦ τοῦ Ποσειδῶνος ἐς ἀριστεράν ἐκτραπῆναι θελήσειας, σταδίους τε ἥξεις μάλιστά που πέντε καί ἐπί τῶν Πελίου θυγατέρων ἀφίξῃ τοὺς τάφους. Ταύτας φασίν οἱ Μαντινεῖς μετοικῆσαι <παρά> σφᾶς, τά ἐπί τῷ θανάτῳ τοῦ πατρός ὀνείδη φευγούσας. Ὡς γάρ δή ἀφίκετο ἡ Μήδεια ἐς Ἰωλκόν, αὐτίκα ἐπεβούλευε τῷ Πελίᾳ, τῷ ἔργῳ μὲν συμπράσσουσα τῷ Ἰάσονι, τῷ λόγῳ δὲ ἀπεχθανομένῃ. Ἐπαγγέλλεται τοῦ Πελίου ταῖς θυγατράσιν ὡς τὸν πατέρα αὐταῖς, ἣν ἐθέλωσιν, ἀποφανοῖ νέον ἀντί γέροντος παλαιοῦ. Κατασφάξασα δὲ ὅτῳ <δὴ> τρόπῳ κριόν τά κρέα ὁμοῦ φαρμάκοις ἐν λέβητι ἤψησεν, οἷς ἐκ τοῦ λέβητος τόν κριόν τόν ἑψόμενον ἄρνα ἐξήγαγε ζῶντα. Παραλαμβάνει τε δή τόν Πελίαν κατακόψασα ἑψῆσαι, καί αὐτόν ἐκομίσαντο αἱ θυγατέρες οὐδέ ἐς ταφήν ἔτι ἐπιτήδειον. Τοῦτο ὴνάγκασε τάς γυναῖκας ἐς Ἀρκαδίαν μετοικῆσαι καί ἀποθανούσας τά μνήματα ἐχώσθη σφίσιν αὐτοῦ• ὀνόματα δέ αὐταῖς ποιητής μὲν ἔθετο οὐδεὶς, ὅσα γε ἐπελεξάμεθα ἡμεῖς. Μίκων δέ ὁ ζωγράφος Ἀστερόπειάν τε εἶναι καί Ἀντινόην ἐπί ταῖς εἰκόσιν αὐτῶν ἐπέγραψεν». (Παυσανίας VIII, 11, 1 – 3).
Δηλαδή: «Αν θελήσεις από το ιερό του Ποσειδώνα να λοξοδρομήσεις προς τ’ αριστερά, θα βαδίσεις πέντε περίπου στάδια και θα φθάσεις στους τάφους των θυγατέρων τού Πελία. Οι Μαντινείς λένε πως αυτές, φεύγοντας τις ντροπές για το θάνατο του πατέρα τους, είχαν εγκατασταθεί κοντά τους. Όταν δηλαδή η Μήδεια είχε φτάσει στην Ιωλκό, αμέσως σκέφτηκε κακό για τον Πελία, συνεργαζόμενη στην πραγματικότητα με τον Ιάσονα, προς τον οποίο φαινομενικά βρισκόταν σε αντίθεση. Υποσχέθηκε στις κόρες του Πελία πως, αν θελήσουν, θα δώσει τη νεότητα στον πατέρα τους που ήταν πολύ γέρος. Έσφαξε πάντως ένα κριάρι και έβρασε σε καζάνι τα κρέατά του μαζί με φάρμακα, με τη βοήθεια των οποίων έβγαλε από το καζάνι ζωντανό αρνί. Παρέλαβε λοιπόν τον Πελία και τον κομμάτιασε για να τον βράσει και οι κόρες του τον πήραν σε κατάσταση που δεν μπορούσαν ούτε να τον θάψουν. Το περιστατικό αυτό ανάγκασε τις γυναίκες να μετοικήσουν στην Αρκαδία, όπου πέθαναν και όπου έγιναν οι τάφοι τους με επισώρευση χώματος. Κανένας ποιητής απ’ όσους διάβασα δεν χρησιμοποίησε ονόματα γι’ αυτές. Ο ζωγράφος Μίκων όμως έγραψε πάνω στις εικόνες τους Αστερόπεια και Αντινόη».
Ο Διόδωρος (4, 53, 2) γράφει ότι στο φόνο του Πελία δεν έλαβε μέρος από τις θυγατέρες του μόνο η Άλκηστη. Σύμφωνα με μερικούς οι Πελιάδες εκδιώχτηκαν από την πατρίδα τους για το φόνο του πατέρα τους ενώ σύμφωνα με άλλους (Υγίνος 24, 4) αυτές έφυγαν μόνες τους.
7. Μαρτυρίες για μετανάστευση κατοίκων της περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας προς την Πελοπόννησο έχουμε και άλλες πολύ σαφέστερες και συγκεκριμένες.
Από το Πτελεό, που στα χρόνια του Τρωικού Πολέμου ανήκε, όπως μαρτυρεί ο Όμηρος, στο βασίλειο του Πρωτεσίλαου, αναφέρεται αποικισμός του στην Πελοπόννησο. Ο Στράβωνας γράφει για το θέμα αυτό:
«Τό δέ Πτελεόν κτίσμα μὲν γέγονε τῶν ἐκ Πτελεοῦ τοῦ Θετταλικοῦ ἐποικησάντων• λέγεται γὰρ κἀκεῖ «Ἀγχίαλον τ’ Ἀντρῶνα ἰδέ Πτελεόν λεχεποίην». Ἔστι δέ δρυμῶδες χωρίον ἀοίκητον, Πτελεάσιον καλούμενον». (Γεωγραφικά, Η, 25).
Δηλαδή : «Το δε Πτελεό χτίστηκε από τους κατοίκους του Πτελεού της Θεσσαλίας. Διότι λέγεται και εκεί «την παραλιακή Αντρώνα και το χλοερό Πτελεό». Υπάρχει δε και δασωμένο χωριό ακατοίκητο που καλείται Πτελεάσιο».
Για τον εντοπισμό της θέσης του Ομηρικού Πτελεού βλέπε: Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Αλμυρού ΑΧΑΙΟΦΘΙΩΤΙΚΑ Β΄, Πρακτικά του Β΄ Συνεδρίου Αλμυριώτικων Σπουδών, Ιστορία, Αρχαιολογία, Λαογραφία Αχαϊας Φθιώτιδας 3 – 4 Ιουνίου 1995, Τόμος β΄, Αλμυρός 1997, σελ. 13 – 22, Παναγιώτης Μακρυγιάννης – Ματαπάς, Εντοπισμός και μελέτη του Ομηρικού Πτελεού.
Στην Ιλιάδα του Ομήρου αναφέρονται για το Πτελεό, την αποικία του Πτελεού της Αχαΐας Φθιώτιδας και του ομώνυμου σημερινού χωριού της επαρχίας Αλμυρού:
«Οἳ δὲ Πύλον τ’ ἐνέμοντο καί Ἀρήνην ἐρατεινήν
καί Θρύον, Ἀλφειοῖο πόρον, καί ἐΰκτιτον Αἰπύ,
καί Κυπαρισσήεντα καί Ἀμφιγένειαν ἔναιον,
καί Πτελεόν καί Ἕλος καί Δώριον» (Β 591-594).
Δηλαδή (Έστειλαν άντρες στην Τροία): «Αυτοί που είχανε την Πύλο και την λατρευτή Αρήνη και το Θρύο, πέρασμα του Αλφειού, και τ’ ομορφόκτιστο Αιπύ, και κατοικούσαν τον Κυπαρισσήεντα και την Αμφιγένεια και την Πτελεό και το Έλος και το Δώριο»
Ο μοναχός και λόγιος Στέφανος Κομμητάς, καταγόμενος από τους Κωφούς του Αλμυρού, «εκ Φθίας, εκ Χωραρχίας μεν Κοκοσίου, Κώμης δε Κωφών», όπως συνήθιζε να γράφει στα βιβλία του, στην σχολιασμένη από τον ίδιο έκδοση της Ιλιάδας του Ομήρου, σχολιάζοντας το παραπάνω απόσπασμα του Ομήρου, γράφει για το Πτελεό, την αποικία του Θεσσαλικού Πτελεού.: «Πτελεόν. Πτελεός δε, ή Πτελεόν ουδετέρως, εστί και Ιωνίας πόλις και Τρωάδοςι έτι δε και των περί Θετταλίαν Αχαιώνι καλείται δε, φασίν, ούτως, ότι πολλάς έχει πτελέας. Ο πολίτης, Πτελεάτης, και Πτελεούσιος, και Πτελεεύς. Έστι δε και Πτελέα δήμος φυλής Αττικής της λεγομένης Οινηίδος, ης ο δημότης, Πτελεάσιος. Ο δε Στράβων λέγει ότι το Πτελεόν, κτίσμα εστί του (γρ. των) εκ Πτελεού του Θετταλικού, ον ο ποιητής ερείεν τοις εξής, Πτελεόν λεχεποίηνι έστι δε, φησί, δρυμώδες χωρίον αοίκητον, Πτελεάσιμον καλούμενον».
Την παραπάνω άποψη του Στέφανου Κομμητά ότι το Πτελεό χρωστάει το όνομά του στις πολλές φτελιές που υπήρχαν εκεί, φαίνεται ότι, στα νεότερα χρόνια, υιοθέτησε και ο αρχαιολόγος Π. Ευστρατιάδης, ο οποίος, μετά την δημιουργία των Δήμων της Ελλάδας, αποφάσισε η σφραγίδα του Δήμου Πτελεού να έχει ως έμβλημα μία σπηλιά και έξω από αυτή μία φτελιά.
Ίσως δεν είναι άσχετο ν” αναφέρουμε στο σημείο αυτό ότι και ένα επίγραμμα, το οποίο δημοσιεύουμε σε άλλες σελίδες της εργασίας αυτής, θέλει τον τάφο του Πρωτεσίλαου, του βασιλιά του Πτελεού, να τον ισκιώνουν φτελιές.
8. Η Καλύκη ήταν μία από τις κόρες του Αίολου, του εγγονού του Έλληνα, και της Εναρέτης. Γιος της Καλύκης και του Αέθλιου ήταν ο Ενδυμίωνας. Ο Ενδυμίωνας παίρνοντας από τούτα τα μέρη Αιολείς εγκαταστάθηκε στην Ήλιδα. Μας τα λέει ο Απολλόδωρος:               «Καλύκης δέ καί Ἀεθλίου παῖς Ἐνδυμίων γίνεται, ὃστις ἐκ Θεσσαλίας Αἰολέας ἀγαγών Ἦλιν ᾤκισε ». (Βιβλιοθήκη, 1, 7, 5).

9. Γιος του παραπάνω αναφερόμενου Ενδυμίωνα και της νύμφης Νηίδας ή, όπως λένε μερικοί, της Ιφιάνασσας, ήταν ο Αιτωλός, από το όνομα του οποίου ονομάστηκε η Αιτωλία. Ο Αιτωλός, λοιπόν, ο γιος του Ενδυμίωνα και της νύμφης Νηίδας, επειδή σκότωσε τον Άπι, τον γιο του Φορωνέα, για να αποφύγει την τιμωρία, κατέφυγε στην χώρα Κουρήτιδα και εκεί αφού, όπως είδαμε και πιο πάνω, εξουδετέρωσε σκοτώνοντας τους γιους της Φθίας και του Απόλλωνα, Δώρο, Λαοδόκο και Πολυποίτη, ονόμασε από τον εαυτόν του τη χώρα Αιτωλία:
«Ἐνδυμίωνος δέ καί Νηίδος νύμφης ὥς τινες Ἰφιανάσσης, Αἰτωλός, ὃς ἀποκτείνας Ἆπιν τόν Φορωνέως καί φυγών εἰς τήν Κουρήτιδα χώραν κτείνας τούς ὑποδεξαμένους Φθίας καί Ἀπόλλωνος υἱοὺς, Δῶρον καί Λαοδόκον καί Πολυποίτην ἀφ’ ἑαυτοῦ τήν χώραν Αἰτωλίαν ἐκάλεσεν». (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 7, 6).
10. Γιος του Αίολου ήταν και ο Αθάμαντας, ο οποίος απόκτησε από τη Νεφέλη ένα γιο, τον Φρίξο, και μία κόρη, την Έλλη και έγινε βασιλιάς στην Βοιωτία:
«Τῶν δέ Αἰόλου παίδων Ἀθάμας, δυναστεύων Βοιωτίας, ἐκ Νεφέλης τεκνοῖ παῖδα μέν Φρῖξον, θυγατέρα δέ Ἕλλην». (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 8, 9, 1.)
11. Γιος του Αίολου επίσης ήταν και ο Σίσυφος, ο οποίος έκτισε την Εφύρα, εγκαταστάθηκε σ’ αυτήν και παντρεύτηκε την κόρη του Άτλαντα, τη Μερόπη. Η Εφύρα είναι η πόλη η οποία αργότερα ονομάστηκε Κόρινθος:
«Σίσυφος δέ Αἰόλου κτίσας Ἐφύραν τήν νῦν λεγομένην Κόρινθον (νυμφεύεται) Μερόπην τήν Ἄτλαντος». (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 9, 3, 1).
12. Ο ιστορικός Ηρόδοτος σ’ ένα απόσπασμά του μιλάει για τους Ίωνες της Πελοποννήσου που πήραν το όνομά τους από τον Ίωνα, το γιο του Ξούθου, του γιου του Έλληνα, ενώ προηγουμένως ονομάζονταν Πελασγοί Αιγιαλείς:
«Ἴωνες δέ ὅσον μέν χρόνον ἐν Πελοποννήσῳ οἴκεον τήν νῦν λεγομένην Ἀχαίην, καί πρίν Δαναόν τε καί Ξοῦθον ἀπικέσθαι ἐς Πελοπόννησον, ὡς Ἕλληνες λέγουσι, ἐκαλέοντο Πελασγοί Αἰγιαλέες, ἐπί δὲ Ἴωνος τοῦ Ξούθου Ἴωνες».
13. Ο Σαλμωνέας, ο οποίος επίσης καταγόταν από τούτα τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας, κατέφυγε στην Ήλιδα και εκεί έχτισε πόλη:
«Σαλμωνεύς δὲ τό πρῶτον περί Θεσσαλίαν κατῴκει, παραγενόμενος δὲ αὖθις εἰς Ἦλιν ἐκεῖ πόλιν ἔκτισεν». (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 9, 7),
14. Ο Λυκούργος, ο γιος του ιδρυτή των Φερών Φέρητα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα, του γιου του Δευκαλίωνα (Δία), είναι εκείνος που από τούτα τα μέρη πήγε και κατοίκησε στη Νεμέα:
«Φέρης δέ ὁ Κρηθέως Φεράς ἐν Θεσσαλίᾳ κτίσας ἐγέννησεν Ἄδμητον καί Λυκοῦργον. Λυκοῦργος μὲν οὖν περί Νεμέαν κατῴκησε». (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 9, 14).
15. Σχετικό και ενισχυτικό των ίδιων απόψεων είναι και το παρακάτω απόσπασμα:
«Ἔδειμαν δέ Φωκέες τό τεῖχος < τῶν Θερμοπυλῶν> δείσαντες, ἐπεί Θεσσαλοί ἦλθον ἐκ Θεσπρωτῶν οἰκήσοντες γῆν τήν Αἰολίδα, τήν περ νῦν ἐκτέαται». (Ηρόδοτος VII, 176.27).
Δηλαδή: «Οι Φωκείς έχτισαν το τείχος των Θερμοπυλών από φόβο, επειδή Θεσσαλοί από την περιοχή των Θεσπρωτών ήλθαν για να εγκατασταθούν στην περιοχή Αιολίδα, την οποία και τώρα κατέχουν».
16. Ο Θουκυδίδης, επίκουρος των παραπάνω, γράφει για την εποίκιση της Βοιωτίας από τους Βοιωτούς οι οποίοι έφυγαν από την Άρνη της Θεσσαλίας, εξήντα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας. Η Βοιωτία προηγουμένως λεγόταν Καδμηίδα:
«Βοιωτοί τε γάρ οἱ νῦν ἑξηκοστῷ ἔτει μετά Ἰλίου ἅλωσιν ἐξ Ἄρνης ἀναστάντες ὑπό Θεσσαλῶν τήν νῦν μέν Βοιωτίαν, πρότερον δέ Καδμηίδα γῆν καλουμένην ᾤκισαν (ἦν δέ αὐτῶν καί ἀποδασμός πρότερον ἐν τῇ γῇ ταύτῃ, ἀφ’ ὧν καί ἐς Ἴλιον ἐστράτευσαν.» ( Ι, 12. 3).
Δηλαδή: «Οι Βοιωτοί, που το εξηκοστό έτος μετά την άλωση της Τροίας εκδιώχτηκαν από την Άρνη υπό Θεσσαλών, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή που τώρα λέγεται Βοιωτία, αλλά πιο πριν λεγόταν Καδμηίδα (έγινε δε νωρίτερα και διαχωρισμός τους στον τόπο αυτό, από εκείνους που εκστράτευσαν στην Τροία)».
17. Η Τέως ήταν μία αρχαία πόλη της Ιωνίας. Αυτή κατοικούνταν από Μινύες που είχαν έρθει από τον Ορχομενό με αρχηγό τον Αθάμαντα, απόγονο του Αθάμαντα του γιου του Αίολου:
«Τέων δέ ᾤκουν μέν Ὀρχομένιοι Μινύαι σύν Ἀθάμαντι ἐς αὐτήν ἐλθόντες• λέγεται δέ ὁ Ἀθάμας οὗτος ἀπόγονος Ἀθάμαντος εἶναι τοῦ Αἰόλου». (Παυσανίας, 7, 3, 6).
Δηλαδή: «Την Τέω την κατοικούσαν Μινύες του Ορχομενού που ήλθαν σ’ αυτήν με τον Αθάμαντα. Λένε δε ότι ο Αθάμαντας αυτός ήταν απόγονος του Αθάμαντα του γιου τού Αίολου»
Η μελέτη των παραπάνω ενδεικτικών αποσπασμάτων των αρχαίων συγγραφέων – όπως και πολλών άλλων αποσπασμάτων που βρίσκονται σκορπισμένα στην αρχαία ελληνική γραμματεία -που είναι ένα μικρό δείγμα των πολλών πληροφοριών που υπάρχουν σ’ αυτήν φανερώνουν μεταναστεύσεις λαών από την Αχαΐα Φθιώτιδα προς διάφορα μέρη του κυρίως ελλαδικού χώρου αλλά και άλλων μερών.
Επιβεβαιώνεται έτσι αυτό που είπαμε από την αρχή, ότι η περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας ήταν μια περιοχή από την οποία ξεκίνησαν πολλά ελληνικά φύλα για να εγκατασταθούν στα μέρη όπου έζησαν οριστικά. Έμειναν πολύ καιρό εδώ και ύστερα μετανάστευσαν, για διάφορους λόγους το καθένα.
Φυσικό λοιπόν είναι, έπειτα από αυτές τις σκέψεις, να εκτιμήσουμε, ότι τα φύλα αυτά τα οποία από την Αχαΐα Φθιώτιδα ταξίδεψαν σε διάφορα μέρη, είτε ήταν αυτόχθονα είτε έζησαν αρκετά χρόνια σ’ αυτήν, κουβάλησαν στις καινούργιες πατρίδες τους ήθη, έθιμα, θεούς, λατρείες και μύθους από την πρώτη τους αφετηριακή κοιτίδα, την Αχαΐα Φθιώτιδα. Επομένως είναι φυσικό επακόλουθο να υποθέσουμε ότι στις μυθολογίες αυτών των λαών, όπως διαμορφώθηκαν στις χώρες όπου εγκαταστάθηκαν, πρέπει να μπορούν να εντοπιστούν μυθολογικά στοιχεία τα οποία απηχούν τους μύθους και τις παραδόσεις που βρήκαν και αφομοίωσαν στον καιρό που ζούσαν στην Αχαΐα Φθιώτιδα.
Αλλά και οι πολλές και διάφορες μυθολογικές εκδοχές, που υπάρχουν στη σχετική ελληνική γραμματεία, για την καταγωγή και τη συγγενική σχέση ενός άλλου σπουδαίου τοπικού επώνυμου ήρωα της περιοχής αυτής, του Φθίου, με τους επώνυμους ήρωες και γενάρχες πολλών ελληνικών φύλων, αποδεικνύουν ότι η περιοχή αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως αρχική κοιτίδα ή αφετηρία, από την οποία ξεκίνησαν πολλά ελληνικά φύλα ή τουλάχιστον, ότι πολλά ελληνικά φύλα είχαν μύθους που οδηγούσαν την καταγωγή τους στην Αχαΐα Φθιώτιδα.
Έτσι, σύμφωνα με τις διάφορες μυθολογικές εκδοχές, ο Φθίος φέρεται αλλού ως πατέρας του Έλληνα, αλλού ως εγγονός του Δαναού, αλλού ως εγγονός του Αχαιού, αλλού ως αδερφός του Αχαιού, αλλού ως αδερφός του Πελασγού και αλλού ως εγγονός του Πελασγού. Οι διάφορες αυτές μυθολογικές εκδοχές για τις συγγενικές σχέσεις του Φθίου, επώνυμου ήρωα των Φθιωτών, με τόσους άλλους επώνυμους ήρωες άλλων ελληνικών φύλων, δεν μπορεί παρά σε κάθε περίπτωση, και ανεξάρτητα από πόση αλήθεια ή μύθο περιέχει η κάθε μία εκδοχή, να θεωρηθούν οπωσδήποτε ως ερμηνευτικές προσπάθειες για κάποια εξήγηση ή διεκδίκηση των υπαρχουσών σχέσεων καταγωγής ή συγγένειας των διάφορων αναφερόμενων ελληνικών φύλων (Δαναών, Αχαιών, Πελασγών κ.τ.λ.) με τους κατοίκους της Φθίας, που ήταν αρχική κοιτίδα όλων.
Αλλά και το ίδιο το όνομα της Φθίας είναι μία ακόμη απόδειξη της παλαιότητας των μύθων της Αχαΐας Φθιώτιδας. Το όνομα Φθία αποδεικνύει την ύπαρξη στην περιοχή λατρείας των θεών του Κάτω Κόσμου, την αρχαιότερη που υπήρχε στην περιοχή πριν ακόμη έρθουν οι Θεσσαλοί.
Το όνομα Φθία, κατά τον Ν. Παπαχατζή, ο οποίος διατυπώνει τις απόψεις στη μελέτη του «Προθεσσαλικές λατρείες στη Θεσσαλία των ιστορικών χρόνων», ἡ οποία δημοσιεύθηκε στα «Ανθρωπολογικά, 2 (1981)», αλλά και κατὰ πολλούς άλλους ερευνητές και μελετητές, οφείλεται στη ύπαρξη εκεί κοντά ενός ιερού «τῶν φθιμένων», δηλαδή των φθαρθέντων, όσων έχουν πεθάνει, αφού η λέξη παράγεται από το «φθίω» ή «φθίνω» που σημαίνει χάνομαι, σβήνω.

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (3η συνέχεια)

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΑΧΑΪΑΣ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ
1. Η Αχαΐα Φθιώτιδα κοιτίδα αρχαίων ελληνικών φύλων

                 Η Αχαΐα Φθιώτιδα αρχικά λεγόταν απλά «Aχαΐα» ή «Aχαιίς». Ήταν η πατρίδα των πρώτων Αχαιών, των Πρωταχαιών. Η επιστημονική στήριξη της άποψης αυτής δεν είναι σκοπός της εργασίας αυτής. Υπάρχουν όμως πολλοί άλλοι αρμόδιοι οι οποίοι την στηρίζουν. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρουμε το εξής: «ο καθηγητής κ. Prentice εις μελέτην του επιγραφομένην The Achaeans (Εν A. J. A. XXXIII, 1929, σελ. 206 κ. εξ.) δέχεται ότι οι Αχαιοί ανήκον εις φυλήν. ήτις. . εγκατεστάθη εις την Φθιώτιδα της Θεσσαλίας», ὀπως ἀναφέρετι στὴν Αρχαιολογική Εφημερίδα του 1930, στην εργασία «Οι προϊστορικοί κάτοικοι της Ελλάδος και τα ιστορικά ελληνικά φύλλα».
Αργότερα προστέθηκε στο όνομά της «Αχαΐας» το διευκρινιστικό «Φθιώτις», για να γίνεται η διάκρισή της από την ομώνυμη Αχαΐα της Πελοποννήσου, αν και μια κάποια προσδιοριστική και διευκρινιστική προσθήκη θα έπρεπε να γίνει στο όνομα της δεύτερης Αχαΐας, της πελοποννησιακής, αφού αυτή ήταν υστερότερο δημιούργημα και αυτή πήρε το όνομά της από τους Αχαιούς οι οποίοι πήγαν σ’ εκείνα τα μέρη από την εδώ Αχαΐα, την «φθιωτική». Για τον ίδιο λόγο στο όνομα της πόλης «Θήβαι» της ίδιας περιοχής, που βρισκόταν δίπλα στις σημερινές Μικροθήβες της επαρχίας Αλμυρού, προστέθηκε το «Φθιωτικαί» για να γίνεται διάκριση από τις Θήβες της Βοιωτίας και παραμένει έκτοτε ως απαραίτητο διακριτικό γνώρισμα, αν και δεν θα έπρεπε να υπάρχει κάποιο τέτοιο διευκρινιστικό προσδιοριστικό στοιχείο. Δυστυχώς η ηχηρή «επωνυμία» κάποιων οδηγεί τους ασήμαντους να προσθέσουν στ’ όνομά τους αναγκαστικούς διευκρινιστικούς προσδιορισμούς.
Ο ουσιαστικότερος ρόλος που διαδραμάτισαν στην ιστορία της Ελλάδας η πελοποννησιακή Αχαΐα και η βοιωτική Θήβα στάθηκε αρκετός να τις κάνει ευρύτερα γνωστές με μόνο τα ονόματα Αχαΐα και Θήβα. Είναι και αυτό ένα δείγμα του δευτερεύοντος ρόλου της πρώτης, της Αχαΐας Φθιώτιδας, και μια απόδειξη ότι οι δευτερεύοντος ρόλου τόποι όχι μόνο τους μύθους τους είναι δυνατό να χάνουν αλλά και αυτό ακόμη τ’ όνομά τους μαζί με τα ονόματα των ηρώων, των βασιλιάδων αλλά   και αυτών των θεών τους, ονόματα και πρόσωπα τα οποία τις περισσότερες φορές ταυτίζονται.
Η Αχαΐα Φθιώτιδα, το κεντρικότερο μέρος της οποίας ήταν πάντοτε η σημερινή επαρχία Αλμυρού, αποτέλεσε κατά την αρχαιότητα τη βασική κοιτίδα των Αχαιών. Αφού εγκαταστάθηκαν και έζησαν σ’ αυτήν για πολλούς αιώνες, στη συνέχεια πιεζόμενοι από τους Δωριείς, αλλά και για διάφορους άλλους λόγους, έφυγαν για να εγκατασταθούν μόνιμα σ’ άλλα μέρη.
Αλλά και αρκετά από τ’ άλλα γνωστά ελληνικά φύλα έζησαν για ένα διάστημα στην ίδια περιοχή ή απλώς πέρασαν από αυτή και τελικώς εγκαταστάθηκαν σ’ άλλες περιοχές. Από την άποψη αυτή λοιπόν δικαίως η Αχαΐα Φθιώτιδα θεωρείται λίκνο πολλών ελληνικών φύλων.
Αυτός πρέπει να θεωρηθεί ένας ακόμη σοβαρός λόγος για την προσεκτική εξέταση των μύθων της περιοχής αυτής. Ακόμη είναι λογικό να θεωρήσουμε ότι οι λαοί, οι οποίοι από τούτα τα μέρη μετακινήθηκαν σ’ άλλα, κουβάλησαν μαζί τους μύθους τους, τους θεούς τους, τους οποίους θα πρέπει να μπορούμε να τους βρούμε στις καινούργιες πατρίδες τους.
Επομένως είναι δυνατή και πιθανή η εντόπιση και γνησιότερων ιστορικών στοιχείων που υποκρύπτονται μέσα σ’ αυτούς τους «μετατοπισμένους» μύθους.
Στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας εντοπίζονται αναμνήσεις αλλά και άμεσες ειδήσεις για ένα από τα πρώτα φύλα που έζησαν στον τόπο αυτόν, τους Πελασγούς:
«Τούς δέ Πελασγούς, ὅτι μέν  ἀρχαῖόν τι φῦλον κατά τήν  Ἑλλάδα πᾶσαν ἐπιπολάσαν καί μάλιστα παρά τοῖς Αἰολεῦσι τοῖς κατά Θετταλίαν, ὁμολογοῦσιν ἅπαντες σχεδόν τι . . . Καί ὀτ  Πελασγικόν Ἄργος ἡ Θετταλία λέγεται, τό μεταξὺ τῶν ἐκβολῶν τοῦ Πηνειοῦ καὶ τῶν Θερμοπυλῶν ἕως τῆς ὀρεινῆς τῆς κατὰ Πίνδον, διὰ τὸ ἐπάρξαι τούτων τοὺς Πελασγούς», αναφέρει ο Στράβων (Γεωγραφικά Ε, 2,4).
Δηλαδή: «Ως προς τους Πελασγούς όλοι σχεδόν ομολογούν ότι ήταν μία αρχαία φυλή η οποία επεκράτησε σ’ όλη την Ελλάδα και κυρίως στο χώρο των Αιολέων που ζούσαν στη Θεσσαλία . . . Και Πελασγικό Άργος λέγεται η Θεσσαλία, δηλαδή η χώρα που απλώνεται μεταξύ των εκβολών του Πηνειού και των Θερμοπυλών μέχρι την ορεινή χώρα κοντά στην Πίνδο, διότι στους τόπους αυτούς επεκράτησαν οι Πελασγοί».
Το ότι οι Πελασγοί κατοικούσαν και στη Θεσσαλία – και ανεξάρτητα από τις υπάρχουσες επιστημονικές μελέτες και έρευνες, τις οποίες δεν εξετάζουμε στην εργασία μας αυτή αφού ασχολούμαστε κυρίως με τις υπάρχουσες μυθολογικές αναφορές – φανερώνει επίσης και ένα επίγραμμα που βρέθηκε στη Λάρισα, «εν τη οικία φαρμακοποιού Γιώτα παρά το ταχυδρομείον», και σύμφωνα με το οποίο η νύμφη Μελία παρουσιάζεται να λέει η ίδια ότι γέννησε τον Αίμονα, το «χάρμα» των «Πελασγιαδών», όχι από κάποιο θνητό αλλά από τον Δία.
Το επίγραμμα είναι του Α΄ αιώνα π. Χ. και είναι το ακόλουθο: «Οὐδενός ἐκ θνατοῦ Μελία, [Ζα]νός δ‘ ἐλόχευσα χάρμα Πελασγιάδαις Αἵμονα γειναμένα».
Εδώ εντοπίζεται ένα ακόμη σημείο το οποίο αποδεικνύει την παλαιότητα των μύθων της περιοχής και επομένως την ανάγκη της προσεκτικής μελέτης τους αφού η νύμφη Μελία θεωρείται παλαιότατη θεϊκή υπόσταση, γιατί, σύμφωνα με ένα μύθο, είναι μία από τις Ωκεανίδες και κόρη του Πόντου.
Ο Αίμονας είναι, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, πατέρας του Θεσσαλού, του επώνυμου ήρωα της Θεσσαλίας και των Θεσσαλών. Έτσι μας βεβαιώνει ο Ριανός στο σχολιαστή του Απολλωνίου Ροδίου ΙΙΙ, 1090) :
«Πυρραίην ποτέ τήν γε παλαιότερον καλέεσκον,
Πύρρης Δευκαλίωνος ἀπ’ ἀρχαίης ἀλόχοιο,
Αἱμονίην δ’ ἐξαῦτις ἀφ’ Αἵμονος, ὃν ῥα Πελασγός
γείνατο φέρτατον υἱόν, ὁ δ’ αὖ τέκε Θεσσαλόν Αἵμων,
τοῦ δ’ ἀπό Θεσσαλίην λαοί μετεφημίζοντο.»
Έτσι, σύμφωνα με το παραπάνω κείμενο, η Θεσσαλία αρχικά λεγόταν Πυρραία, αργότερα Αιμονία και ακόμη αργότερα Θεσσαλία.
Ο Αίμονας είναι ο επώνυμος του ενός από τα δύο τμήματα αυτής της περιοχής η οποία αργότερα ονομάστηκε Θεσσαλία, του τμήματος της Αιμονίας, λέει μία άλλη άποψη. Σύμφωνα δηλαδή με τον Στράβωνα παλιότεροι απ’ αυτόν συγγραφείς βεβαίωναν ότι η Θεσσαλία αρχικά διαιρέθηκε σε δύο τμήματα από τα οποία το νότιο ονομάστηκε «Πανδώρα» και το βόρειο «Αιμονία». Αργότερα η περιοχή «Πανδώρα» πήρε το όνομα «Ελλάδα» από τον Έλληνα και η περιοχή Αιμονία μετονομάστηκε σε Θεσσαλία από τον Θεσσαλό, τον γιο του Αίμονα.
Τον Αίμονα ως πατέρα του Θεσσαλού τον παρουσιάζει και ο Στέφανος ο Βυζάντιος, αλλά πατέρας του Αίμονα, σύμφωνα μ’ αυτόν, είναι ο Χλωρός. Μας βεβαιώνει δε, ότι την ίδια άποψη, εκτός από τον ίδιο και τον Ριανό, έχουν και άλλοι: «Αἵμων υἱός μὲν Χλώρου τοῦ Πελασγικοῦ, πατήρ δέ Θεσσαλοῦ, ὡς Ῥιανὸς καί ἄλλοι».
Ωστόσο στους μύθους της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Θεσσαλίας ακουγόταν και η αντίθετη εκδοχή. Δεν ήταν ο Αίμονας πατέρας του Θεσσαλού αλλά αντίθετα ο Θεσσαλός ήταν πατέρας του Αίμονα.
Την εκδοχή αυτή μας την παραδίδει ο Ευστάθιος: «Τούτου ἦρξε τοῦ τόπου Θεσσαλός, ἀφ’ οὗ ἡ χώρα Θεσσαλία, οὗ Αἵμων, ὅθεν Αἵμονες, μοῖρα Θετταλική, οὗ καί Λαρίσσης γυναικός Ἀργείας Πελασγός καί Φθίος καί Ἀχαιός.»
Η παλαιότητα των θεσσαλικών μύθων και της νύμφης Μελίας φανερώνεται και από το εξής. Ακόμα και η πανάρχαια Αμάλθεια, που υπήρξε τροφός του Δία, παρουσιάζεται να είναι θυγατέρα του Αίμονα, του γιου της νύμφης Μελίας. Ήταν δηλαδή η Αμάλθεια, η τροφός του Δία, εγγονή της Μελίας, όπως ἀναφέρεται στον Φερεκύδη (Fragmenta 37).
Οι αρχαίοι πίστευαν ότι αρχικά η Θεσσαλία ήταν μία τεράστια λίμνη που τα νερά της διέφυγαν προς το Αιγαίο όταν ο θεός Ποσειδώνας έσχισε τα Τέμπη.( Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 14, 639).
Ακόμη, σύμφωνα με άλλο θεσσαλικό μύθο, ο Πελασγός, επώνυμος ήρωας των Πελασγών, ήταν γιος του Τριόπα, θεσσαλού πανάρχαιου προολυμπιακού ήρωα ή θεού.
Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Τσούντα, ωστόσο, απόδειξη της ύπαρξης Πελασγών στη Θεσσαλία θεωρείται επιπλέον και η λατρεία του φαλλού, η οποία ήταν πελασγική λατρευτική συνήθεια. Στον νεολιθικό οικισμό των Ζερελίων του Αλμυρού, όπως αποδεικνύεται από ένα ιθυφαλλικό αγαλματίδιο που βρέθηκε εκεί, λατρευόταν ο φαλλός. Απόδειξη της λατρείας του φαλλού στη Θεσσαλία θεωρείται επίσης και η εύρεση στις διάφορες ανασκαφές ιθυφαλλικών Ερμών.
Η ίδια νύμφη Μελία, η μητέρα του Αίμονα, σύμφωνα μ’ έναν μύθο, γέννησε από τον Σιληνό, τον Δολίωνα, πρόγονο και επώνυμο ήρωα ενός άλλου πελασγικού φύλου, των Δολιόνων, όπως μας λέει ο Αλέξανδρος ο Αιτωλός στον Στράβωνα.
Οι Δολίονες, όπως λέει ένας μύθος, διέκειντο εχθρικά προς τους κατοίκους της Θεσσαλίας και της Μαγνησίας για το λόγο ότι οι τελευταίοι έδιωξαν τους Δολίονες από τούτα τα μέρη. Μας τα λέει ο Έφορος στον σχολιαστή του Απολλωνίου του Ροδίου:
«Ἔφορος μέν γάρ φησι τούς Δολίονας Πελασγούς ὄντας καί ἐχθρωδῶς πρός τούς τήν Θεσσαλίαν καὶ Μαγνησίαν κατοικοῦντας διά τό ἀπελαθῆναι ὑπ’ αὐτῶν ἐπιθέσθαι αὐτοῖς νύκτωρ γράφων ἐν τῇ ἐννάτῃ».
Οι Λέλεγες, ένας από τους κυριότερους πελασγικούς λαούς, εντοπίζονται επίσης να έζησαν και στους χώρους της Φθίας και της Αχαΐας Φθιώτιδας. Αλλά και για τους Δαναούς παρατηρούνται μυθολογικά και ονοματικά ίχνη στην περιοχή αυτήν.
Κυρίως όμως εδώ γίνεται έντονα φανερή η παρουσία του κυριότερου ελληνικού φύλου, αυτού των Αχαιών, των οποίων το όνομα πήραν αργότερα όλοι οι κάτοικοι της Ελλάδας. Ο Όμηρος αναφέρει τους Αχαιούς ως εγκαταστημένους κυρίως στην περιοχή αυτή που καλούμε Αχαΐα Φθιώτιδα, στην περιοχή δηλαδή γύρω από την σημερινή Όρθρη (Ιλιάδα Β΄, 681 -684).
Αυτή η περιοχή αποτελούνταν από τη σημερινή επαρχία Αλμυρού, την κοιλάδα του Ενιπέα ποταμού και τις δυτικές πλαγιές της Όρθρης και ως τα ανατολικά παράλια του Μαλιακού κόλπου, τα οποία σήμερα ανήκουν στο νομό Φθιώτιδας.
Περιοριζόμαστε εδώ σ’ αυτήν την όχι λεπτομερή περιγραφή αλλά απλά και μόνο σε μία μάλλον προσεγγιστική οριοθέτηση της περιοχής, η εξέταση των μύθων της οποίας αποτελεί αντικείμενο τούτης της εργασίας.
Ο Στράβωνας μιλώντας για την έκταση της Αχαΐας Φθιώτιδας γράφει σχετικά: «Ἔχει δ’ ἡ μέν Φθιῶτις τά νότια τά παρά τήν Οἴτην ἀπό τοῦ Μαλιακοῦ Κόλπου καί Πυλαϊκοῦ μέχρι τῆς Δολοπίας καί τῆς Πίνδου διατείνοντα, πλατυνόμενα δέ μέχρι Φαρσάλου καί τῶν πεδίων τῶν Θετταλικῶν» (Γεωγραφικά, Θ, C, 430, 3).
Δηλαδή: «Έχει δε η Φθιώτιδα τα νότια μέρη τα γειτονικά προς την Οίτη από τον Μαλιακό κόλπο και τον Πυλαϊκό που απλώνονται σε μήκος μέχρι τη Δολοπία και την Πίνδο και σε πλάτος μέχρι τη Φάρσαλο και τις θεσσαλικές πεδιάδες».
Το ότι η περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας είναι η αρχική πατρίδα πολλών ελληνικών φύλων στηρίζεται στο μύθο που θέλει τον πρώτο άνθρωπο πάνω στη γη, μετά τον κατακλυσμό, να ζει και να βασιλεύει σ’ αυτήν. Ο πρώτος άνθρωπος που έζησε μετά τον κατακλυσμό που έκανε ο Δίας, δηλαδή ο Δευκαλίωνας, ο πατέρας του Έλληνα, έζησε σε τούτα τα μέρη, όπως θ’ αναπτύξουμε λεπτομερέστερα σ’ επόμενες σελίδες.
«Προμηθέως δέ παῖς Δευκαλίων ἐγένετο. Οὗτος βασιλεύων τῶν περί τήν Φθίαν τόπων (νυμφεύεται) Πύρραν τήν Ἐπιμηθέως καί Πανδώρας, ἣν ἔπλασαν οἱ θεοί πρώτην γυναῖκα.» (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 7, 2, 1).
Δηλαδή: «Του Προμηθέα παιδί έγινε ο Δευκαλίωνας. Αυτός βασιλεύοντας στους τόπους γύρω από τη Φθία νυμφεύτηκε την Πύρρα την κόρη του Επιμηθέα και της Πανδώρας, την οποία έπλασαν πρώτη γυναίκα»
Σύμφωνα ακόμη με τον Αριστοτέλη (Μετεωρολογικά, Α, 14) ο κατακλυσμός έγινε «περί τήν Ἑλλάδα τήν ἀρχαίαν» δηλαδή «περί Δωδώνην καί Ἀχελῶον».
Ασφαλώς εδώ πρόκειται περί της πρώτης, της θεσσαλικής Δωδώνης, πριν δηλαδή αυτή «μεταφερθεί» στην Ήπειρο. Κατά τον Σουΐδα, όπως είναι γνωστό, η αρχαία κοιτίδα της λατρείας του Δωδωναίου Διός, βρισκόταν στην ομηρική πόλη Σκοτούσα στην περιοχή των Φαρσάλων.
Βεβαίως δεν πρέπει να παραλείψουμε να πούμε ότι και άλλοι τόποι στην Ελλάδα είχαν μύθους σύμφωνα με τους οποίους ο πρώτος μετά τον κατακλυσμό άνθρωπος έζησε σ’ αυτούς. Εμείς, στην εργασία μας, παρουσιάζουμε τους μύθους που ως ακούσματα έτρεφαν τις συνειδήσεις και τις πεποιθήσεις των ανθρώπων τούτης της περιοχής. Δεν μας απασχολεί η μελέτη των άλλων μυθολογικών εκδοχών για το θέμα αυτό.
Για την καταγωγή του Δευκαλίωνα στο έργο του Ησιόδου «Ηοίες» διαβάζουμε ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Ενώ οι περισσότεροι από τους αρχαίους συμφωνούν ότι πατέρας του Δευκαλίωνα ήταν ο Προμηθέας και μητέρα του η Κλυμένη, ο Ησίοδος ισχυρίζεται ότι μητέρα του ήταν η Προνόη, ενώ ο Ακουσίλαος λέει ότι μητέρα του Δευκαλίωνα ήταν η Ησιόνη, η κόρη του Ωκεανού.
Τα διαβάζουμε στο παρακάτω απόσπασμα:
«Δευκαλίων, ἐφ’ οὗ ὁ κατακλυσμός γέγονε, Προμηθέως μέν ἦν υἱός, μητρός δέ, ὡς οἱ πλεῖστοι λέγουσι, Κλυμένης, ὡς δὲ Ἡσίοδος, Προνόης, ὡς δὲ Ἀκουσίλαος, Ἡσιόνης τῆς Ὠκεανοῦ» (Hesiodi Carmina, Αποσπάσματα, Κατάλογος Ηοίαι 3 (22), έκδ. Lipsiae 1902, σελ. 131).
Δηλαδή: «Ο Δευκαλίων, στα χρόνια του οποίου έγινε ο κατακλυσμός, ήταν γιος του Προμηθέα και είχε μητέρα, όπως λένε οι πιο πολλοί, την Κλυμένη, όπως όμως λέει ο Ησίοδος την Προνόη και, όπως εξάλλου λέει ο Ακουσίλαος, την Ησιόνη, κόρη του Ωκεανού».
Σύμφωνα ωστόσο με τον Αθανάσιο Σταγειρίτη ο Δευκαλίωνας ήταν γιος τού Αλίφρονα και της νύμφης Ιοφώσας. Αλίφρονας σημαίνει αυτός που διαθέτει, που συγκεντρώνει, αρκετή φρόνηση, ενώ Προμηθέας αυτός που σκέπτεται πριν ενεργήσει σε αντίθεση με τον αδερφό του Επιμηθέα, που, όπως σημαίνει το όνομά του, σκεπτόταν αφού ήδη είχε ενεργήσει.
Η σπουδαιότητα του προσώπου του Δευκαλίωνα για τους Έλληνες φανερώνεται από την συστηματική προσπάθεια ν’ αναχθεί η καταγωγή των σημαντικότερων προσωπικοτήτων του ελληνικού χώρου σ’ αυτόν.
Έτσι, π. χ. – για ν’ αναφέρουμε μία μόνο αλλά έντονα χαρακτηριστική για την ιδιαιτερότητά της περίπτωση – σύμφωνα με τις παραδοχές που υπήρχαν, από τη γενιά του Δευκαλίωνα κατάγονταν πάντοτε οι πέντε αρχιερείς των Δελφών. Σ’ αυτούς ανήκαν κι εκείνοι που έδιναν τους χρησμούς. Ήταν αυτοί που ονομάζονταν «ὅσιοι». Ο έφορος των θυσιών ονομαζόταν «ὁσιωτήρ» και ο έφορος των χρησμών «ἀφήτωρ». Και οι δύο έπρεπε να έλκουν την καταγωγή τους από τον Δευκαλίωνα. Οι «ὅσιοι» ήταν αυτοί που τελούσαν στους Δελφούς την «ἀπόρρητη θυσία». Ήταν η θυσία που αντιστοιχούσε στο σπαραγμό του Διονύσου από τους Τιτάνες. Οι κάτοικοι των Δελφών μάλιστα πίστευαν ότι στο περίφημο σ’ όλη την Ελλάδα Μαντείο τους φυλάσσονταν τα υπολείμματα του κατασπαραγμένου από τους Τιτάνες Διόνυσου.
Αλλά και το Μαντείο της Δωδώνης θεωρούσε ιδρυτή του τον Δευκαλίωνα και οι ιερείς του υποστήριζαν ότι ο Δευκαλίωνας μετά τον κατακλυσμό εγκαταστάθηκε εκεί.
Εκτός από τον Έλληνα, τον γιο του Δευκαλίωνα, για τον οποίο θα επανέλθουμε πιο κάτω, από τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα γεννήθηκε, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, και μία κόρη, η Πανδώρα. Αυτήν τίμησε με τον έρωτά του ο ίδιος ο Δίας με αποτέλεσμα αυτή να γεννήσει τον Γραίκο ή Γραικό, επώνυμο ήρωα των Γραικών.
«Κούρη δ’ ἐν μεγάροισιν ἀγαυοῦ Δευκαλίωνος
Πανδώρη Διὶ πατρί, θεῶν σημάντορι πάντων,
Μειχθεῖσ’ ἐν φιλότητι τέκεν Γραῖκον μενεχάρμην» (Hesiodi Carmina, Αποσπάσματα, Ηοίαι, 4 (24), ό. π. σ. 132).
Δηλαδή: «Η κόρη Πανδώρα στα μέγαρα του θαυμαστού Δευκαλίωνα, αφού σμίχτηκε ερωτικά με τον πατέρα Δία, άρχοντα όλων των θεών, γέννησε τον ανδρείο στις μάχες Γραίκο»
Σύμφωνα ακόμη με το «Πάριο Χρονικό» ο Γραικός, ο οποίος σε κάποιες περιπτώσεις μνημονεύεται και παροξύτονα, δηλαδή Γραίκος, ήταν γιος του Θεσσαλού και το όνομα «Γραικοί» προηγούνταν εκείνου των Ελλήνων:
«Ἀφ’ ὅτου ὁ Ἕλλην, ὁ υἱός τοῦ Δευκαλίωνος, ἐβασίλευσε τῆς Φθιώτιδος καί ὠνομάσθησαν Ἕλληνες οἱ καλούμενοι πρότερον Γραικοί.»
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν το Γραικός αρχαιότερο του Έλλην. Ο FicK συσχέτιζε το Γραικοί με το όνομα Γραία ως όνομα της θεάς Δήμητρας. Ωστόσο και οι Γραικοί, κατά τον Αριστοτέλη, κατοικούσαν εκεί που έγινε ο κατακλυσμός επί Δευκαλίωνα, ο δε Στέφανος ο Βυζάντιος ταυτίζει τον Γραικό και τον Έλληνα.
Δεν θ’ αναφερθούμε περισσότερο εδώ στα προβλήματα και τις πολλές διαφορετικές απόψεις που έχουν διατυπωθεί για τους Γραικούς και τη σχέση τους με τους Έλληνες γιατί ξεφεύγει από τους σκοπούς μας. Η εργασία αυτή αναζητά και συγκεντρώνει τους μύθους που κυκλοφορούσαν στην περιοχή Αλμυρού, στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας γενικά, χωρίς απορριπτικές προτάσεις. Ψάχνει για τη «μυθική αλήθεια», αφού, μόλο που υπάρχει κάποια ιστορική «αλήθεια» στον πυρήνα κάποιων μύθων, η αντιφατικότητά τους δεν προσφέρεται για πλήρη αποκρυπτογράφηση ούτε για επιλεκτική απόρριψη. Καταγράφει λοιπόν η εργασία αυτή τα μυθολογικά ακούσματα, – αν ήταν ψέματα ή αλήθεια στην πραγματικότητα μάς είναι αδιάφορο αφού η επίδρασή τους σ’ εκείνους, επειδή ήταν παραδεκτά, ήταν στον ίδιο βαθμό αποτελεσματική – με τα οποία μεγάλωναν οι άνθρωποί της. Μας αρκεί αυτό, προκειμένου να ενισχύσουμε τις θέσεις μας για την σπουδαιότητα των μυθολογικών αναφορών της Αχαΐας Φθιώτιδας. Έχει ωστόσο για το θέμα μας μεγάλη σημασία η επισήμανση ότι τόσο ο Έλληνας όσο και ο Γραικός, πρόγονοι και επώνυμοι ήρωες των Ελλήνων και των Γραικών, έχουν τον ίδιο πατέρα, τον Δευκαλίωνα, ο οποίος μετά τον κατακλυσμό εγκαταστάθηκε και έζησε στην περιοχή της Όθρης.
Για το ζήτημα της ονομασίας των Ελλήνων (Γραικοί – Έλληνες) μπορεί ο ενδιαφερόμενος να βρει περισσότερες και ενδιαφέρουσες πληροφορίες στις εργασίες Αντ. Χατζή στην «Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών», 1935 – 1936, σελ. 128 κ. εξ. και Παν. Χρήστου «Αι περιπέτειαι των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων», Θεσσαλονίκη 1960, κυρίως σελ. 13 κ. εξ.
Μια άλλη κόρη του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, ήταν η Θυία. Από τη Θυία γεννήθηκαν δύο επώνυμοι ήρωες ελληνικών φύλων, ο Μάγνητας, επώνυμος ήρωας των Μαγνήτων και ο Μακεδόνας, ήρωας των Μακεδόνων:
«Ἡ δ’ (ενν. Θυία) ὑποκυσαμένη Διί γείνατο τερπικεραύνῳ
υἷε δύω, Μάγνητα Μακηδόνα θ’ ἱππιοχάρμην,
οἳ περί Πιερίην καὶ Ὄλυμπον δώματ’ ἔναιον» (Hesiodi Carmina, Αποσπάσματα, ιοᾳι 5 (25), ό. π. σ. 132).
Δηλαδή: «Αυτή λοιπόν (δηλ. η Θυία), αφού έμεινε έγκυος από τον Δία, που χαίρεται τους κεραυνούς του, γέννησε δυο γιους, τον Μάγνητα και τον έφιππο μαχόμενο Μακεδόνα, οι οποίοι κατοικούσαν σε μέγαρα στην Πιερία και στον Όλυμπο.»
Σύμφωνα με τον Παυσανία η Θυία ήταν επίσης και μητέρα του Δελφού, του επώνυμου ήρωα και ιδρυτή των Δελφών. Στους Δελφούς εξάλλου υπήρχε και μία θέση που ονομαζόταν Θυία: «ἐξ ἧς καὶ ὁ χῶρος οὗτος τὴν ἐπωνυμίαν ἔχει», όπως μας λέει ο Ηρόδοτος. (7, 178).
Υπάρχει ωστόσο και άλλη μυθολογική εκδοχή που υποστηρίζει ότι μητέρα τού Δελφού δεν ήταν η Θυία, αλλά μία άλλη κόρη, πάλι όμως κόρη τού Δευκαλίωνα, η Μελανθώ. Ο Ποσειδώνας, έχοντας μορφή δελφινιού, ενώθηκε με την Μελανθώ και έτσι γεννήθηκε ο Δελφός (δελφίνι > Δελφός ), ο επώνυμος ήρωας των Δελφών.
Ο Δελφός λοιπόν, σύμφωνα με τις υπάρχουσες μυθολογικές απόψεις – είτε η μία άποψη είναι σωστή είτε η άλλη – καταγόταν οπωσδήποτε από τον Δευκαλίωνα. Αυτή είναι και η εξήγηση που δινόταν στην απαίτηση που υπήρχε οι ιερείς των Δελφών, οι λεγόμενοι «ὅσιοι», να έλκουν την καταγωγή τους από τον Δευκαλίωνα.
Εξάλλου, σύμφωνα με τον Όμηρο, στην Αχαΐα Φθιώτιδα βρισκόταν η πόλη ή – σύμφωνα με μερικούς – η χώρα που λεγόταν Ελλάδα και της οποίας οι κάτοικοι ονομάζονταν Έλληνες, πρώτοι αυτοί, πριν όλοι οι άλλοι κάτοικοι της χώρας μας πάρουν αυτό το όνομα. Έτσι στην Ιλιάδα του Ομήρου (Β 681-685) διαβάζουμε:
« Νῦν αὖ τούς ὅσσοι τό Πελσγικόν Ἄργος ἔναιον,
οἳ τ’ Ἄλον οἳ τ’ Ἀλόπην οἳ τε Τρηχῆν’ ἐνέμοντο,
οἳ τ εἶχον Φθίην ἠδ’ Ἑλλάδα καλλιγύναικα,
Μυρμιδόνες δέ καλεῦντο καί Ἕλληνες καί Ἀχαιοί,
τῶν αὖ πεντήκοντα νεῶν ἦν ἀρχός Ἀχιλλεύς.»
Δηλαδή : «Και απ’ τ’ Άργος το Πελασγικό όσ’ ήρθαν και απ’ την Άλο
και απ΄ την Τρηχίνα πληθυσμοί και απ’ την Αλόπη όσοι
κι όσοι απ΄ την καλλιγύναικα Ελλάδα και την Φθίαν,
και Μυρμιδόνες και Αχαιοί και Έλληνες λέγονταν,
είχαν πενήντα πλοία και αρχηγός εις όλους ο Πηλείδης» (Μετάφραση Ιακώβου Πολυλά.)

2. Η Αχαΐα Φθιώτιδα αφετηρία ελληνικών φύλων

                  Οι Αχαιοί της Αχαΐας Φθιώτιδας, ιδιαίτερα της Άλου, της πατρίδας του Φρίξου και της Έλλης, ήταν εκείνοι που πέρασαν πρώτοι τον Ελλήσποντο, όπως διαφαίνεται από το μύθο του Φρίξου και της Έλλης – πολύ πριν γίνει η Αργοναυτική Εκστρατεία και ο Τρωικός Πόλεμος – ανάπτυξαν υπερπόντιο εμπόριο και οι αποικίες τους έφθασαν ως τον Εύξεινο Πόντο, στην Κολχίδα και στην Κασπία. Από τους αποικισμούς των Αχαιών Φθιωτών στην Πελοπόννησο έγιναν κατόπιν οι αποικισμοί στην Κάτω Ιταλία, η οποία και ονομάστηκε Μεγάλη Ελλάδα από την Ελλάδα του Αχιλλέα. Από την Αχαΐα Φθιώτιδα έγιναν επίσης αποικισμοί σε νησιά των μικρασιατικών παραλίων και στο αιολικό τμήμα της Μικρασίας.
(Πληροφορίες σχετικές μπορεί να βρει ο ενδιαφερόμενος στην εργασία του Ιωάννη Ρ. Πανέρη «Οι Αλείς και οι άλλοι», Δήμος Αλμυρού, ΑΧΑΙΟΦΘΙΩΤΙΚΑ, Πρακτικά του Α΄ Συνεδρίου Αλμυριώτικων Σπουδών, Αλμυρός 1993, σελ. 61 – 92.)
Μεταναστεύσεις Αχαιών Φθιωτών σε διάφορα μέρη του ελληνικού χώρου μαρτυρούνται από αρχαίους συγγραφείς και ιστορικούς όχι μόνο προς την Πελοπόννησο, αλλά και προς την Αιτωλία και προς τη Ρόδο και προς τα άλλα νησιά του νότιου Αιγαίου, όπως και προς την Ακαρνανία, όπου κατά τον Θουκυδίδη έχουμε ακόμη και πόλη της οποίας και μόνο το όνομα «Φθία» ίσως και να μπορεί να επιβεβαιώσει την αλήθεια της μετανάστευσης αυτής.
Αλλά και προς πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας μαρτυρούνται μεταναστεύσεις φύλων από την περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Θ’ αναφέρουμε μερικά ακόμα παραδείγματα, που ενισχύουν, με τις σχετικές τους μυθολογικές αναφορές, αυτήν μας την άποψη. Είναι μύθοι που αναφέρονται σε μεταναστεύσεις ηρώων από τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας – τμήματα και οι δύο της ευρύτερης σημερινής περιοχής του Αλμυρού γύρω από την Όθρη – σε διάφορα μέρη τού ελληνικού χώρου.
Στο νησί Κως ακούγονταν πολλοί μύθοι που συνέδεαν το νησί αυτό με την Αχαΐα Φθιώτιδα. Η Μήστρα ή Μνήστρα, κόρη του Ερυσίχθονα, ο οποίος είναι άμεσα συνδεδεμένος με τους μύθους του Τριόπα, το Δώτιο πεδίο, την Θεσσαλία γενικότερα και την Όθρη ειδικότερα, όπως θ’ αναφερθεί παρακάτω, σύμφωνα με μύθους της Κω, έζησε εκεί. Όπως αναφέρουν οι τοπικοί μύθοι της Κω, η Μνήστρα έγινε από τον Ποσειδώνα μητέρα του Ευρύπυλου. Είναι μάλιστα πολύ αξιοπρόσεχτο το ότι ακόμη και στη σημερινή εποχή στο νησί της Κω ακούγεται ένα παραμύθι που θυμίζει πολύ έντονα τους μύθους της Αχαΐας Φθιώτιδας για τον αχόρταγο Ερυσίχθονα.
Το νησί Κως πήρε το όνομά του, σύμφωνα με την επικρατέστερη μυθολογική εκδοχή, από τη νύμφη Κω, την κόρη του θεσσαλού, ως προς την καταγωγή του, Μέροπα. Αλλά και το προηγούμενο όνομα του νησιού είχε θεσσαλική καταγωγή. Από τον Μέροπα, τον γιο του θεσσαλού Τριόπα, η Κως, πριν ονομαστεί έτσι λεγόταν Μερόπη. Αυτός ο Μέροπας, σύμφωνα με μία παράδοση, ήταν γιος του Τριόπα, του πατέρα του Ερυσίχθονα. Με άλλα λόγια ο Μέροπας ο πρώτος οικιστής της Κω και ο Ερυσίχθονας της Αχαΐας Φθιώτιδας ήταν αδέλφια. Γιος του Μέροπα της Κω, εξάλλου, φέρεται και κάποιος Εύμηλος, όνομα που θυμίζει έντονα και παραπέμπει στον ομώνυμό του ήρωα των Φερών. Κόρη του Μέροπα, σύμφωνα με μία παράδοση που ακουγόταν επίσης στην Κω, ήταν η Ηπιόνη που φέρεται ότι ήταν μητέρα του Μαχάονα και σύζυγος του θεσσαλού θεού και ήρωα Ασκληπιού.
Σύμφωνα με μία εκδοχή γυναίκα του Μέροπα ήταν η Κλυμένη (Ευριπίδη, Fragmenta 771). Το όνομα Κλυμένη θυμίζει την ομώνυμη μητέρα του Δευκαλίωνα. Το ίδιο όνομα είχε και η μητέρα του Φαέθωνα, αφού ήταν γιος του Ήλιου και της Κλυμένης και αυτός. Αν μάλιστα θυμηθούμε ότι, κατά μία άποψη (K. Kerenyi, Η Μυθολογία των Ελλήνων, έκδοση Βιβλιοπωλείου Εστίας, σελ. 186), το όνομα Μέροπας πιθανό να σήμαινε τον ίδιο τον Ήλιο, οι αναμνήσεις των ονομάτων αυτών της Κλυμένης και οι συσχετίσεις και αναγωγές που κάνουμε δεν είναι αδικαιολόγητες.
Σε μία διήγηση που ακουγόταν στην Κω αναφέρεται ότι όλοι οι άνθρωποι ονομάζονταν Μέροπες, δηλαδή παιδιά του Μέροπα, δηλαδή του Ήλιου:
«Κώς δ” ερατή Μερόπων πρέσβυν εγηροτρόφει» (= Κι η Κως, των Μερόπων η αγάπη, πρεσβύτην τον γηροκόμησε.) (Παλατινή Ανθολογία, Μελέαγρος VII 419. Μετάφραση Ανδρέα Λεντάκη. ΄Εκδοση Κέδρος 1972.
Το όνομα Κλυμένη ήταν ακόμη ένα από τα ονόματα της Περσεφόνης, ως θεάς των νεκρών. Έλεγαν μάλιστα, δικαιολογώντας αυτήν την ταυτωνυμία της Κλυμένης και της Περσεφόνης, ότι όπως η Περσεφόνη έτσι και η Κλυμένη, η γυναίκα του Μέροπα, βυθίστηκε πρόωρα στο βασίλειο των νεκρών, όπως ἀναφέρεται στο Υγίνος, Astronomica 2. 16.
Αλλά και στο νησί της Λέσβου εντοπίζονται μύθοι που φαίνεται να συνδέουν το νησί με την Αχαΐα Φθιώτιδα.
Οι πρώτοι κάτοικοι της Λέσβου, σύμφωνα με την άποψη πολλών ερευνητών της ιστορίας, ήταν Πελασγοί. Ήρθαν στο νησί αυτό από τη Θεσσαλία και ιδιαίτερα μάλιστα από την Αχαΐα Φθιώτιδα. Μετοίκησαν στο νησί, όπως λένε οι σχετικοί μύθοι, με αρχηγό τον Ξάνθο, που κι αυτός επίσης ήταν γιος του Τριόπα, του βασιλιά της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Ήταν δηλαδή ο Ξάνθος αδερφός του Μέροπα, του οικιστή της Κω. Οικιστές, δηλαδή, της Λέσβου και της Κω ήταν δύο αδέλφια,
ο Μέροπας και ο Ξάνθος, που ξεκίνησαν από την Αχαΐα Φθιώτιδα. Ο Ξάνθος ήταν αυτός που ονόμασε αρχικά τη Λέσβο Πελασγία. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι, σύμφωνα με τους μύθους της Αχαΐας Φθιώτιδας, ο Τριόπας ήταν εκείνος που έδιωξε από τη Θεσσαλία τους Πελασγούς, εύκολα καταλήγουμε, αν στηριχθούμε σε όσα μας λένε οι μύθοι, στην άποψη ότι η Λέσβος αρχικά κατοικήθηκε από πελασγικό φύλο που ξεκίνησε, ίσως κυνηγημένο, όπως λένε οι μύθοι για τον Τριόπα, από την Αχαΐα Φθιώτιδα.
Αλλά και το όνομα του νησιού, Λέσβος, οφείλεται, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, στον Λέσβο, τον γαμπρό του Μακαρέα στην κόρη του Μήθυμνα.
Αργότερα, εφτά γενιές μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, ήρθε και εγκαταστάθηκε στη Λέσβο ο Μακαρέας. Ο Μακαρέας θεωρείται και αυτός οικιστής της Λέσβου, σύμφωνα με τον Αθήναιος 111, 105, για τον οποίο κάποιοι μύθοι λένε ότι προηγήθηκε του Ξάνθου.
Από τον Μακαρέα το νησί Λέσβος ονομάστηκε «Μακαρία» άναφέρεται στον ομηρικό Ύμνος στο Απόλλωνα ή «Μακάρων νῆσος» ή «Μάκαρος ἕδος», όπως αναφέρεται στην Ιλιάδα, Ω, 544.
Σ’ αποσπάσματα του Ησιόδου βλέπουμε επίσης ότι μετά τον κατακλυσμό, που έγινε τον καιρό του Δευκαλίωνα, ο Μακαρέας ήρθε στη Λέσβο και, όταν είδε την ομορφιά του νησιού, κατοίκησε σ’ αυτό: «Μετὰ δὲ ταῦτα (δηλαδή μετά τον κατακλυσμό κατά την εποχή του Δευκαλίωνα) Μακαρεὺς εἰς αὐτὴν (τήν Λέσβον) ἀφικόμενος καί τὸ κάλλος τῆς χώρας κατανοήσας, κατῴκησεν αὐτήν».(Hesiodi Carmina, Αποσπάσματα, Κατάλογος Ηοίαι 75 (99) Diodorus V 81, έκδ. Lipsiae MCMII, (1902), σελ. 150)
Το γεγονός της αποίκισης της Λέσβου από τον Μακαρέα το μαρτυρεί και σε άλλα σημεία ο Διόδωρος Σικελιώτης:
«Ὕστερον δὲ γεννεαῖς ἑπτὰ γενομένου τῷ κατὰ Δευκαλίωνα κατακλυσμῷ, καὶ πολλῶν ἀνθρώπων ἀπολομένων, συνέβη καὶ τὴν Λέσβον διὰ τὴν ἐπομβρίαν ἐρημωθῆναι. Μετὰ δὲ ταῦτα Μακαρεὺς εἰς αὐτὴν ἀφικόμενος, καὶ τὸ κάλλος τῆς χώρας κατανοήσας, κατῴκησεν αὐτήν». ( 5, 81, 3).
Η εποίκιση της Λέσβου, λοιπόν, σύμφωνα με το παραπάνω απόσπασμα, η οποία είχε ερημωθεί από τους κατοίκους της «διά τήν ἐπομβρίαν», δηλαδή από την πολλή βροχή, με άλλα λόγια από τον κατακλυσμό επί της εποχής του Δευκαλίωνα, έγινε από ανθρώπους που ξεκίνησαν από την Αχαΐα Φθιώτιδα. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι μία επιβεβαίωση της άποψής μας ότι οι πρώτες μυθολογικές καταθέσεις πολλών περιοχών, οι οποίες αναφέρονται στον τόπο της αρχικής καταγωγής των κατοίκων τους, μνημόνευαν ως τέτοιο την Αχαΐα Φθιώτιδα.
Αλλά και ο ίδιος ο Μακαρέας, ο οικιστής της Λέσβου, φέρεται να συνδέεται άμεσα με την Αχαΐα Φθιώτιδα και με μία ακόμα μυθολογική εκδοχή.
Ο Μακαρέας ήταν γιος, σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Οθρηίδας, της ονομαστής νύμφης της Όθρης, μητέρας και προγόνου πλείστων ηρώων της Ελλάδας. Ένδειξη παράλληλη της μυθολογικής αυτής εκδοχής για την καταγωγή του Μακαρέα είναι το ότι ο Μακαρέας έφερε και το όνομα «Αἰολίων», που σημαίνει γιος του Αίολου. Ο Μακαρέας μάλιστα, ως «Αἰολίων», μνημονεύεται στον μύθο ακριβώς εκείνο που τον θέλει βασιλιά και πρώτο οικιστή της Λέσβου, όπως μας βεβαιώνει ο Ομηρικός Ύμνος στον Απόλλωνα, 37.
Η επιθυμία αυτή των κατοίκων της Λέσβου να θέλουν να δώσουν με τους μύθους τους στον πρώτο τους οικιστή ως προγόνους του τον γιο του Δευκαλίωνα, τον Έλληνα, και την ξακουστή νύμφη της Όθρης, την Οθρηίδα, δείχνει ασφαλώς την πίστη τους ότι η πρώτη αρχή της ζωής μετά την καταστροφή του κόσμου, που έγινε με τον κατακλυσμό, ξεκίνησε από την Όθρη της Αχαΐας Φθιώτιδας και ότι αρχικοί πρόγονοι όλων των Ελλήνων ήταν ο Έλληνας και η Οθρηίδα.
Ο Μακαρέας, ο εγγονός της Οθρηίδας και οικιστής της Λέσβου, απόκτησε δέκα παιδιά. Τα τέσσερα ήταν αγόρια: ο Κυδρόλαος, ο Νέανδρος, ο Λεύκιππος και ο Έρεσος. Τα τέσσερα αγόρια του Μακαρέα, σύμφωνα με υπάρχουσες τοπικές μυθολογικές εκδοχές της Λέσβου, ίδρυσαν αποικίες στη Χίο, στη Σάμο, στην Κω και στη Ρόδο. Τα υπόλοιπα έξι παιδιά του ήταν κορίτσια. Ήταν η Μυτιλήνη, η Μήθυμνα, η Άντισσα, η Αρίσβη, η Ίσσα και η Αγαμήδη (η οποία ονομαζόταν και Πύρρα). Οι έξι κόρες του Μακαρέα έδωσαν τα ονόματά τους στις ομώνυμές τους πόλεις της Λέσβου.
Η Μήθυμνα μάλιστα, επώνυμη νύμφη και ηρωίδα της ομώνυμης πόλης της Λέσβου, φέρεται, σε μερικούς μύθους, ως σύζυγος όχι του Λέσβου, του επώνυμου ήρωα του νησιού, αλλά κάποιου άλλου ήρωα που καταγόταν από τη Λέσβο. Ο σύζυγος αυτός της Μήθυμνας ονομαζόταν Θεσσαλός. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως άλλη μια ένδειξη ότι οι μύθοι για την καταγωγή των κατοίκων της Λέσβου οδηγούσαν στη Θεσσαλία.
Ενδεικτικό της θεσσαλικής καταγωγής του Μακαρέα μπορεί να θεωρηθεί και το ότι ο Οβίδιος ταυτίζει τον Μακαρέα με τον Κένταυρο Χείρωνα. Το γεγονός αναφέρεται στις Μεταμορφώσεις 6, στίχ. 122 -125. (Βλ. Περιοδικό Έλευσις, τεύχος 18, Βόλος (Χειμώνας 1997), Κική Λαλαγιάννη, Ο αρχαίος ελληνικός μύθος στον Κένταυρο του. . . ., σ. 12). ή με τον Κένταυρο Νέσσο.( Μεταμορφώσεις 7, στίχ. 452 – 455. (Βλ. Περιοδικό Έλευσις, ό. π. ).
Ένα αξιοπρόσεκτο χαρακτηριστικό, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι επιβεβαιώνει, ως επιστημονικό πια τεκμήριο, την ιστορική αλήθεια των μύθων για τη θεσσαλική καταγωγή των πρώτων κατοίκων της Λέσβου, είναι ότι στις ευρισκόμενες στο νησί επιγραφές, κατά τις ανασκαφές των αρχαιολόγων, συναντώνται οι ονομασίες των πόλεων άλλοτε με τους τύπους Μυτιλήνα, Αρίσβα και άλλοτε με τους τύπους Μυτιλήνη, Αρίσβη. Οι γραφές όμως Μυτιλήνα και Αρίσβα είναι αιολικές, δηλαδή θεσσαλικές γραφές και μάλιστα θεωρούνται από τους ειδικούς αρχαιότερες των αντίστοιχων αττικών γραφών Μυτιλήνη και Αρίσβη που επίσης ανευρίσκονται εκεί.
Η τελευταία κόρη του Μακαρέα, με το δεύτερο όνομά της Πύρρα, θυμίζει επίσης την Αχαΐα Φθιώτιδα και ασφαλώς μπορεί να θεωρηθεί μία ακόμη ένδειξη των αναμνήσεων για την αρχική καταγωγή των κατοίκων της Λέσβου από την περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας. Απηχεί, δίχως άλλο, τον αποικισμό των νησιών του Αιγαίου από Αχαιούς Φθιώτες και αναμνήσεις από την ονομαστή τους προγιαγιά, την Πύρρα, τη γυναίκα του Δευκαλίωνα.
Ο Αίκλος, ένας ονομαστός ήρωας της μυθολογίας των Ιώνων, ήταν και αυτός, σύμφωνα μ’ ένα μύθο, γιος του Ξούθου, του γιου της Οθρηίδας και του Έλληνα. Μαζί με το φίλο του Κόθο και με όσους Ίωνες τους ακολουθούσαν – λέει ένας άλλος μύθος – ήθελαν να μεταναστεύσουν από την Αχαΐα Φθιώτιδα στην Εύβοια. Το μαντείο, στο οποίο πήγαν να πάρουν οδηγίες, όπως έκαναν όλοι οι άποικοι, πριν ξεκινήσουν τη μεγάλη τους περιπέτεια, τους έδωσε χρησμό ότι, για να πετύχουν το σκοπό τους, πρέπει να καταφέρουν ν’ αγοράσουν έστω και ένα, το πιο μικρό, κομμάτι γης της Εύβοιας.
Ο Αίκλος και ο Κόθος, παριστάνοντας τους εμπόρους παιχνιδιών, πήγαν στην Εύβοια. Εκεί συνάντησαν μια ομάδα παιδιών που έπαιζαν με πέτρες και χώματα. Οι δύο ήρωες προσφέροντας στα παιδιά παιχνίδια, απ’ αυτά που είχαν κουβαλήσει μαζί τους, ζήτησαν να πληρωθούν με πέτρες και χώμα. Τα παιδιά δέχτηκαν πολύ ευχαρίστως τη συναλλαγή αυτή κι έτσι ο Αίκλος κι ο Κόθος, «αγόρασαν» ένα μικρό κομμάτι από «γη» της Εύβοιας και, σύμφωνα με το χρησμό, μπόρεσαν και κυρίευσαν ολόκληρη την Εύβοια. Εγκατέστησαν εκεί τους Ίωνες που τους ακολουθούσαν διώχνοντας τους Αιολείς που ζούσαν μέχρι τότε. Με το μύθο αυτόν εξηγούσαν την εγκατάσταση των Ιώνων στην Εύβοια.
Ένας παρόμοιος μύθος λέγεται και για την εγκατάσταση των Αινιάνων στη χώρα των Ιναχιέων. Το Μαντείο των Δελφών είχε ορίσει ότι αν οι Ιναχιείς δώσουν στους Αινιάνες, με τη θέλησή τους λίγη γη, τότε οι Αινιάνες θα πάρουν ολόκληρη τη χώρα. Ο Αινιάνας Τέμονας, παριστάνοντας τον ζητιάνο, πήγε στη χώρα των Ιναχιέων. Εκεί κάποιος, για να τον κοροϊδέψει, αντί για ψωμί του πέταξε ένα σβώλο χώματος. Έτσι οι Αινιάνες παίροντας δωρεάν λίγη γη έγιναν κάτοχοι όλης της χώρας.                                   Περισσότερες πληροφορίες και βιβλιογραφία βρίσκονται στα «Φθιωτικά Χρονικά, τόμος 16ος (1995), Λαμία, Κωνσταντία Καλέντζου – Τερλιέμη, Η λειτουργιά στις πηγές του Ίναχου, σελ. 23 -37.
Ο Μάλος, ένας άλλος ήρωας της μυθολογίας και επώνυμος ήρωας των Μαλιέων, ήταν γιος του Αμφικτύωνα, γιου, κατά την επικρατέστερη μυθολογική εκδοχή, του σωσμένου από τον κατακλυσμό και πρώτου βασιλιά της Φθίας Δευκαλίωνα. Και οι Μαλιείς λοιπόν είχαν μύθους για την αρχική καταγωγή τους που οδηγούσαν στην περιοχή της Όθρης, στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας.
Η Μελανθώ ήταν μία κόρη του Δευκαλίωνα. Έτσι έλεγαν κάποιοι μύθοι. Από τον μεγάλο θεό Ποσειδώνα, που την ερωτεύθηκε, η Μελανθώ έγινε μητέρα του Δελφού, του επώνυμου ήρωα των Δελφών, όπως είδαμε και πιο πάνω. Άλλοι ωστόσο μύθοι έλεγαν ότι η Μελανθώ δεν ήταν μητέρα αλλά γιαγιά του Δελφού.
Ό,τι πάντως και να ήταν η Μελανθώ για τον Δελφό, ένα είναι το βέβαιο συμπέρασμα: και οι κάτοικοι των Δελφών στους μύθους τους ήθελαν να μνημονεύουν ότι οι πρώτες τους ρίζες βρίσκονταν εκεί που ήταν και όλων των άλλων Ελλήνων, στην Αχαΐα Φθιώτιδα και τη Φθία. Εξάλλου και οι ιερείς του Μαντείου τους κατάγονταν από τον Δευκαλίωνα.
Η Μελανίππη, μια άλλη κόρη του Αίολου, του γιου του Ξούθου, του γιου της Οθρηίδας και του Έλληνα, του γιου του Δευκαλίωνα, και της Ιππώς ή Ίππης, ήταν, σύμφωνα μα άλλο μύθο, κόρη του Κένταυρου Χείρωνα. Σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή η Μελανίππη, έγινε από τον Ποσειδώνα μητέρα του Αίολου και του Βοιωτού, επώνυμων ηρώων των Αιολών και των Βοιωτών.
Ο Κένταυρος Χείρωνας ήταν, όπως πιστεύεται από τους ειδικούς ερευνητές, τοπική προολυμπιακή θεϊκή υπόσταση της ίδιας περιοχής, του οποίου η λατρεία, όπως και πολλών άλλων προολυμπιακών θεοτήτων, υποκύπτοντας στην ακτινοβολία της ολυμπιακής θεϊκής δυναστείας, δεν απόκτησε ποτέ της πανελλήνια κυριαρχία. Υποτάχθηκε και χάθηκε, όπως τόσες άλλες τοπικές θεϊκές υποστάσεις, κάτω από την πανελλήνια λαμπρότητα των θεών του Ολύμπου.
Η Άμφισσα ήταν μία κόρη του Μακαρέα ή Μάκαρα και εγγονή του Αίολου. Είναι εκείνη που έδωσε το όνομά της στην Άμφισσα των Οζολών ή Εσπερίων Λοκρών. Η Άμφισσα ήταν ερωμένη του θεού Απόλλωνα. Στην αρχαιότητα οι κάτοικοι της πόλης της Άμφισσας έδειχναν στην πόλη τους τον τάφο της κόρης του Μακαρέα Άμφισσας. Και οι κάτοικοι της Άμφισσας λοιπόν ισχυρίζονταν, μέσα από τους μύθους τους, ότι η καταγωγή τους είχε τις ρίζες της στην Αχαΐα Φθιώτιδα όπου ζούσε ο παππούς της επώνυμης ηρωίδας τους, ο Αίολος, ο μεγάλος πρωτογιός της Οθρηίδας.
Η Πέργαμος της Μικράς Ασίας οφείλει το όνομά της στον Πέργαμο, το γιο του Νεοπτόλεμου, του γιου του Αχιλλέα, του μεγάλου ήρωα της Αχαΐας Φθιώτιδας στον Τρωικό Πόλεμο. Καμάρωναν λοιπόν και οι κάτοικοι της Περγάμου ότι και αυτοί δεν υστερούσαν από τους άλλους. Από την Αχαΐα Φθιώτιδα καταγόταν ο πρώτος οικιστής της πόλης τους, που ήταν και εγγονός του ξακουστού Αχιλλέα.
Ο Αγήνορας, ο βασιλιάς του Άργους, ήταν ένας από τους γιους του Τριόπα, που βασίλευε στο Δώτιο πεδίο της Θεσσαλίας. Θεωρούνταν αδερφός του Ίασου. Σύμφωνα μ’ άλλες πηγές ο Αγήνορας ήταν αδερφός του Πελασγού. Καταγόταν λοιπόν και αυτός, όποια μυθολογική εκδοχή και αν δεχθούμε, από τούτα τα μέρη,
Όταν ο Δίας έκλεψε την Ευρώπη και την έφερε στην Κρήτη, την πάντρεψε με τον βασιλιά της Κρήτης, τον Αστέριο. Αυτός ο βασιλιάς της Κρήτης Αστέριος καταγόταν, σύμφωνα με την επικρατέστερη μυθολογική εκδοχή, από τον Δευκαλίωνα: Ο Δευκαλίωνας γέννησε τον Έλληνα, ο Έλληνας γέννησε τον Δώρο, ο Δώρος γέννησε τον Τέκταμο και ο Τέκταμος, που ήρθε στην Κρήτη φεύγοντας από την Αχαΐα Φθιώτιδα και έχοντας γυναίκα την κόρη του Κρηθέα, γέννησε τον Αστέριο, τον άντρα της Ευρώπης.

Σύμφωνα μ’ ένα μύθο, ο Τέκταμος, ο εγγονός του Έλληνα και της Οθρηίδας, επικεφαλής Δωριέων, Αχαιών και Πελασγών, έφυγε από την Αχαΐα Φθιώτιδα και ήρθε στην Κρήτη, την οποία εποίκισε και έγινε βασιλιάς της.
Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή ο Αίολος, ο γιος του Έλληνα, του γιου του Δευκαλίωνα, ήταν πατέρας και της Άρνης, της επώνυμης νύμφης και ηρωίδας της θεσσαλικής πόλης Άρνης.
Ο Μάγνητας, όπως θ’ αναφερθεί σ’ επόμενες σελίδες, ήταν ένας άλλος τοπικός ήρωας, επώνυμος των Μαγνήτων. Αυτός έγινε, από κάποια Ναϊάδα, πατέρας δυο αγοριών, του Πολυδέκτη και του Δίκτη. Ο Πολυδέκτης και ο Δίκτης, σύμφωνα με κάποιους από τους μύθους που συνδέονται μαζί τους, έφυγαν από τη Θεσσαλία και «Σέριφον ώκισαν».
Και οι κάτοικοι λοιπόν του νησιού Σέριφος, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι Έλληνες, δεν ήθελαν να έχουν κατώτερη καταγωγή και έτσι οι μύθοι τους έλεγαν ότι οι πρώτες τους ρίζες έφταναν στην Αχαΐα Φθιώτιδα. Αλλά τα παραμύθια τους αυτά φαίνεται να είναι αληθινά και να έχουν ιστορική βάση. Πραγματικά οι ιστορικοί ερευνητές και τ’ ανασκαφικά δεδομένα των αρχαιολόγων, επιβεβαιώνοντας την αλήθεια του μύθου, υποστηρίζουν ότι οι πρώτοι κάτοικοι της Σερίφου ήταν και αυτοί Αιολείς που ήρθαν από τη Θεσσαλία.
Ο Έλλοπας, που ήταν γιος του Ίωνα, του γιου του Αίολου, του γιου της Οθρηίδας και του Έλληνα, έγινε ο επώνυμος ήρωας της Ελλοπίας, μιας έκτασης στην περιοχή της Ιστιαιώτιδας, της Εύβοιας. Οι κάτοικοι της Ελλοπίας – για την ακριβή θέση και τα όρια κυριαρχίας της οποίας δεν υπάρχει βεβαιότητα – λέγονταν Ελλοπιείς και θεωρούνταν λαός θεσσαλικής καταγωγής. Σύμφωνα μάλιστα με τον Στράβωνα ολόκληρη η Εύβοια ονομαζόταν Ελλοπία. Έτσι άλλος ένας ελληνικός λαός, οι Ελλοπιείς, θυμούνταν και περιφανεύονταν, μέσα από τους μύθους τους, ότι και αυτοί από την Αχαΐα Φθιώτιδα είχαν ξεκινήσει για να έρθουν στην τωρινή τους πατρίδα. Πρώτοι τους μεγάλοι και ξακουστοί πρόγονοι ήταν ο γιος του Δευκαλίωνα, ο ξακουστός Έλληνας και η νύμφη Οθρηίδα.
Ο γιος του Απόλλωνα και της Φθίας, της επώνυμης νύμφης της ομώνυμης χώρας αλλά και πόλης τούτης της περιοχής, ο Λαόδοκος, έγινε βασιλιάς στη χώρα των Κουρήτων στη σημερινή Αιτωλία. Ο Λαόδοκος, κατά μία εκδοχή, θεωρούνταν αδερφός του Δώρου και του Πολυποίτη.
Οι τρεις αδερφοί, Λαόδοκος, Δώρος και Πολυποίτης, βασίλεψαν στην περιοχή της «Αιτωλίας», η οποία ονομάστηκε «Κουρήτιδα» από τους τρεις αυτούς γιους, τους τρεις «κούρους», του Απόλλωνα και της Φθίας. Ο Αιτωλός πέρασε αργότερα από εκεί, σκότωσε τους τρεις «κούρους», Λαόδοκο, Δώρο και Πολυποίτη, έγινε αυτός βασιλιάς της χώρας και από τότε η Κουρήτιδα μετονομάστηκε σε Αιτωλία. Τόσο λοιπόν το αρχαιότερο όνομα της περιοχής, «Κουρήτιδα», όσο και το κατοπινό, «Αιτωλία», οφείλονται σε αποίκους που πήγαν εκεί από την Αχαΐα Φθιώτιδα.
Ακόμη και ο Θησέας, κατά μία εκδοχή, είχε θεσσαλική καταγωγή, αφού θεωρείται θεσσαλός Λαπίθης ήρωας που μεταφέρθηκε στην Αττική.
Ο Κόδρος, ο βασιλιάς των Αθηνών, είχε έρθει στην Αθήνα από την Πύλο. Η καταγωγή του όμως αναγόταν στον Νηλέα, ο οποίος καταγόταν και αυτός από το βασιλιά της Φθίας Δευκαλίωνα.
Ο Κλύμενος, ο οποίος διαδέχτηκε στο θρόνο της Βοιωτίας τον Ορχομενό, το γιο του Μινύα – επειδή ο Ορχομενός δεν άφησε διάδοχο – ήταν εγγονός του Φρίξου, του γιου του Αθάμαντα, του βασιλιά της Άλου. Ο Αθάμαντας ήταν και αυτός γιος του Αίολου και εγγονός του Έλληνα και της Οθρηίδας
Ο Περιήρης, που ήταν βασιλιάς στην Ανδανία, ήταν γιος του Αίολου, του γιου του Ξούθου, του γιου της Οθρηίδας και του Έλληνα. Η κόρη του Περσέα Γοργοφόνη, έγινε γυναίκα του Περιήρη και του χάρισε δυο γιους, τον Λεύκιππο και τον Αφαρέα, που έγιναν βασιλιάδες στην Μεσσηνία. Έτσι και οι Μεσσήνιοι μπορούσαν να περηφανεύονται ότι δεν υστερούσαν στην καταγωγή τους, αφού και αυτοί είχαν προπάππο και προγιαγιά, τον Έλληνα και την Οθρηίδα.
Ο Αιακός, ο βασιλιάς της Αίγινας και αρχηγός των Μυρμιδόνων, κατά μία, την επικρατέστερη, άποψη, ήταν γιος της νύμφης Αίγινας. Η Αίγινα αυτή ήταν κόρη του ποταμού Ασωπού. Ο Ασωπός ήταν γιος της Πηρώς, η οποία ήταν κόρη του Νηλέα. Ο Νηλέας καταγόταν από τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας, αφού ήταν και αυτός εγγονός του Έλληνα και της νύμφης της Όθρης Οθρηίδας.
Οι Μυρμιδόνες επομένως, οι οποίοι φέρονται, σύμφωνα με τον πιο παραδεκτό και γνωστό στους πολλούς μύθο, ότι ήλθαν στην Αχαΐα Φθιώτιδα από την Αίγινα με αρχηγό τους τον γιο του Αιακού Πηλέα, είχαν τις μακρινές ρίζες της καταγωγής τους σε τούτα τα μέρη. Δεν ήρθαν οι Μυρμιδόνες από την Αίγινα στην Αχαΐα Φθιώτιδα αλλά απλά από την Αίγινα, επανήλθαν στην πρώτη τους κοιτίδα.
Ο Φεραίμονας, γιος του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Οθρηίδας, καταγόταν από τούτα τα μέρη. Ο Φεραίμονας λατρευόταν ως θεός στη Μεγάλη Ελλάδα (Κάτω Ιταλία) και στη Μεσσηνία. Ακόμα λοιπόν και τους θεούς τους κάποιοι λαοί ήθελαν στους μύθους τους να έχουν την καταγωγή τους στην πρώτη τους κοιτίδα, την Αχαΐα Φθιώτιδα. Πώς αλλιώς άλλωστε θα μπορούσαν οι θεοί τους να θεωρούνταν πατροπαράδοτοι; Μήπως όταν ξεκινούσαν για να εποικίσουν κάποιο μακρινό μέρος δεν έπαιρναν μαζί τους πρώτα και κύρια τους πατρώους θεούς τους;
Η Πριήνη, πόλη της Ιωνίας της Μικράς Ασίας, ιδρύθηκε από τον Αίπυτο. Αυτός ήταν γιος του Νηλέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Οθρηίδας. Έτσι και οι κάτοικοι της Πριήνης πίστευαν ότι μακρινοί τους πρόγονοι ήταν ο Έλληνας και η Οθρηίδα της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Ο Οφέλτας ήταν μυθικός βασιλιάς των Βοιωτών. Ο σχετικός μύθος αναφέρει ότι ο Οφέλτας μαζί με τον ιερέα Περιπόλτα οδήγησε το λαό του από τη θεσσαλική Αρναία, από όπου τον έδιωξαν οι Θεσσαλοί, στην Βοιωτία, όπου ίδρυσε την πόλη Άρνη, ομώνυμη της θεσσαλικής Άρνης.
Πολλές ακόμα είναι οι μετακινήσεις ελληνικών φύλων και φυλετικών ομάδων από την Αχαΐα Φθιώτιδα προς διάφορα μέρη της Ελλάδας. Οι μετακινήσεις αυτές έχουν περάσει στη μυθολογία άλλες φορές ως γάμοι ηγεμόνων και βασιλιάδων, άλλες φορές ως αποτέλεσμα διωγμών από τον τόπο τους και επιστροφής των ίδιων ή των απογόνων τους για διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, άλλες φορές ως εκστρατείες για απόδοση δικαιοσύνης ή για τιμωρία εχθρών και για διάφορους άλλους λόγους.
Από τις λίγες ωστόσο παραπάνω ενδεικτικές αναφορές διαφαίνεται η σημαντικότητα των μυθολογικών αναφορών της Αχαΐας Φθιώτιδας. Απόηχους από τους πρώτους αρχικούς μύθους της περιοχής αυτής θα πρέπει να μπορεί κάποιος να αφουγκρασθεί σ’ όλα τα μέρη του ελλαδικού κόσμου.
Αν δεν μπορούν ίσως να εντοπισθούν οι μύθοι αυτοί ατόφιοι δεν θα πρέπει να διστάζουμε, όταν βρίσκουμε στους όποιους μύθους τους κάποιες συσχετίσεις και αναγωγές στην Αχαΐα Φθιώτιδα, να τις επισημαίνουμε. Αυτή η επιβεβαιωμένη πλέον άποψη, περί της Αχαΐας Φθιώτιδας ως αρχικής κοιτίδας πολλών ελληνικών φύλων, μας οδηγεί στη σκέψη ότι όταν εντοπίζουμε μυθολογικές αναφορές που οδηγούν σε μύθους της Αχαΐας Φθιώτιδας, ακόμα και σ’ εκείνες τις περιοχές για τις οποίες δεν έχουμε κάποιες άλλες σχετικές ιστορικές επιβεβαιώσεις ή ενδείξεις, δεν θα πρέπει να διστάζουμε να σκεφτόμαστε μια πιθανή συσχέτισή τους με τούτη την περιοχή.
Όλα μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι θα πρέπει και στις περιοχές αυτές να υπήρχαν επιβεβαιωτικοί μύθοι και να έχουν ξεχασθεί. Φαίνεται, ότι, αρχικά τουλάχιστον, θα πρέπει να ήταν κοινή πίστη όλων των Ελλήνων ότι η πρώτη τους καταγωγή ήταν κάπου στην Αχαΐα Φθιώτιδα και στη Θεσσαλία. Όταν, αργότερα, άρχισε ν’ αναπτύσσεται μεταξύ των διαφόρων διασκορπισμένων ελληνικών φύλων το αίσθημα της κοινής τους εθνικής καταγωγής, δεν θα πρέπει να υπήρχε φυλετική ομάδα στην Ελλάδα που να μην ήθελε να καταγόταν από τον Έλληνα και να μην είχε τέτοιους σχετικούς απόγονους του επώνυμου ήρωα των Ελλήνων, του Έλληνα και της γυναίκας του Οθρηίδας.

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (2η συνέχεια)

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
1. Ο μύθος ως πανανθρώπινη ψυχική ανάγκη
και ιδιαίτερο φυλετικό χαρακτηριστικό

                   Ο μύθος, από την πρωτόγονη ακόμα εποχή, ήταν μία από τις βασικές ανάγκες της ψυχής του ανθρώπου και αποτελούσε το πρωταρχικό απαραίτητο σκαλοπάτι στην εξελικτική ανοδική πορεία του. Ο άοπλος, ανίσχυρος και ισχυρά προβληματισμένος από τον άγνωστο γύρω του κόσμο πρωτόγονος άνθρωπος, για να επιβιώσει μέσα σ’ αυτό το οπωσδήποτε εχθρικό και αφιλόξενο φυσικό περιβάλλον του, έπρεπε καταρχήν να το υποτάξει στις δικές του ερμηνευτικές αντιλήψεις και ικανότητες. Έτσι μόνο θα μπορούσε να νιώσει ότι βρίσκεται σε οικείο και φιλικό, σε δικό του και γνωστό, χώρο. Αυτό ήταν – και τηρούμενων των αναλογιών το ίδιο ισχύει σε κάθε εποχή – μία βασική προϋπόθεση για ν’ αποκτηθεί η απαραίτητη για την επιβίωσή του αίσθηση ασφάλειας. Έτσι μόνο θα ήταν δυνατόν, απαλλαγμένος από το φόβο τού ξένου, άφιλου και άγνωστου, περιβάλλοντος, να επιβιώσει και να ισορροπήσει μέσα σ’ αυτό. Έτσι θα ένιωθε ότι βρίσκεται σ’ έναν κόσμο δικό του και έτσι θα μπορούσε ν’ αποκτήσει σαφή και κατανοητή, από τις δικές του αντιληπτικές ικανότητες, γνώση της θέσης και του ρόλου του στον κόσμο που τον περιτριγύριζε.
Η λυτρωτική αυτή επίδραση της περιβαλλοντικής εξοικείωσης και της γνώσης τού ρόλου τού κάθε ατόμου μέσα στον γύρω του κόσμο, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την αποσαφήνιση και την ερμηνεία, με τη σαφή αντίληψη και την κατανόηση των όσων υπάρχουν και συμβαίνουν τριγύρω του. Η λυτρωτική αυτή επίδραση του «γνωστού και οικείου περιβάλλοντος» είναι στον ίδιο πάντοτε βαθμό ευεργετική και επιδρά το ίδιο πάντοτε αποτελεσματικά και επιτυχημένα, ανεξάρτητα από το αν η ερμηνεία που δίνεται στα φαινόμενα είναι επιστημονική ή φανταστική (μυθολογική), σωστή ή λαθεμένη. Είναι αρκετό μόνο το ότι αυτή η κατανόηση και αποσαφήνιση της υπάρχουσας σχέσης μεταξύ του ατόμου και του περιβάλλοντός του ικανοποιεί και ανακουφίζει προσωπικά τον ίδιο τον προβληματιζόμενο και τις νοητικές του ικανότητες και τον κάνει να νιώθει ότι βρίσκεται σε γνωστό και δικό του χώρο, για όσο καιρό τουλάχιστο τίποτε διαφορετικό δεν έρχεται να διαψεύσει αυτή του την πίστη και να τον αναστατώσει, να διαταράξει την αρμονική του σχέση με τον περιβάλλοντα κόσμο.
Κι εκείνος ο πρωτόγονος και ακατατόπιστος επιστημονικά άνθρωπος που στα βάθη της ζούγκλας της Αφρικής πιστεύει ότι οι διάφορες φάσεις της σελήνης οφείλονται στο ότι κάποιο μεγάλο άγριο ζώο δαγκώνει κάθε τόσο από ένα κομμάτι σελήνης αλλά και ο μορφωμένος και κατατοπισμένος άνθρωπος της εποχής μας που γνωρίζει τη σύγχρονη επιστημονική αλήθεια, έχουν στον ίδιο βαθμό, ο καθένας για τον εαυτό του, ισορροπήσει τη σχέση τους με το φαινόμενο. Είναι και οι δύο στον ίδιο βαθμό βέβαιοι ότι κατέχουν την αλήθεια για την ερμηνεία του φαινομένου και ησυχάζουν. Είναι στον ίδιο βαθμό λυτρωμένοι κι ελεύθεροι. Δεν τους απασχολεί το φαινόμενο ως ένα πρόβλημα που χρειάζεται λύση. Έτσι έχουν και οι δύο στον ίδιο βαθμό συμβιβαστεί με το γεγονός, έστω κι αν αυτό ισχύει προσωρινά μεχρισότου βρουν κάποια άλλη περισσότερο ικανοποιητική εξήγηση. Έχουν και οι δύο βρει την ισορροπία και τη γαλήνη τους. Το περιβάλλον γύρω τους έγινε οικείο και το φαινόμενο κατανοητό. Μπορούν εξίσου ελεύθεροι πια και οι δύο ν’ ασχοληθούν με τ’ άλλα τους προβλήματα και κυρίως μ’ αυτά της καθημερινότητας και της επιβίωσής τους.
Η απορία και ο προβληματισμός που δημιουργείται με την εξαφάνιση του ήλιου στη δύση το βράδυ και την επανεμφάνισή του στην ανατολή το πρωί λύνεται εξίσου λυτρωτικά και για εκείνον που πιστεύει ότι οφείλεται στην περιστροφή της γης και για εκείνον που πιστεύει ότι ο ήλιος ξεκουράζεται και κοιμάται τη νύχτα ταξιδεύοντας με μια βάρκα από τη δύση ως την ανατολή, για να ξυπνήσει ξεκούραστος το πρωί. Και οι δύο ησυχάζουν αναπαυμένοι όπως κοιμούνται ήσυχα τόσο το μικρό παιδί με το παραμύθι της γιαγιάς όσο και ο επιστήμονας που βρήκε τη λύση τού φυσικού φαινομένου που τον απασχολούσε.
Κάθε λαός έχει τη δική του μυθολογία. Έχει αναπτύξει δηλαδή το δικό του τρόπο σκέψης στην αναγκαστική και επιβεβλημένη προσπάθειά του να βρει την πρώτη αρχή του κόσμου και να εξηγήσει και κατανοήσει τις δικές του αναφορές και σχέσεις ως ανθρώπου και το δικό του προσωπικό ρόλο μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο.                              Κάθε λαός, ως ανθρώπινο σύνολο, αλλά και κάθε άτομο ξεχωριστά, έχει επινοήσει μια «ερμηνεία» του κόσμου και με την ερμηνεία αυτή, την όποια δική του προσωπική ερμηνεία, έχει βρει την ησυχία του και την προσαρμογή του και μπορεί, απαλλαγμένος από τέτοια προβλήματα, απερίσκεπτος πλέον, να παλέψει για την επιβίωσή του.
Για το λόγο αυτό η λεπτομερειακή εξέταση και η προσεχτική μελέτη των μυθολογημάτων ενός λαού, η μελέτη δηλαδή του ειδικού και ξεχωριστού τρόπου σκέψης του, μπορεί να οδηγήσει σε άκρως ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις. Η μελέτη αυτού του ξεχωριστού τρόπου σκέψης κάθε λαού προσφέρει πολύ χρήσιμα συμπεράσματα, προκειμένου να κατανοηθεί η ιδιαιτερότητα της δικής του νοοτροπίας και αντίληψης, ως ιδιαίτερου λαού, «το ξεχωριστό» της εθνικής και φιλοσοφικής αντίληψης και της δικής του ιδιαίτερης χαρακτηριστικής νοητικής προσπάθειας για την ερμηνεία τού κόσμου τούτου.
Η μυθολογία κάθε λαού, η οποία αναπτύσσεται με σκοπό να δώσει την εξήγηση της πρώτης αρχής του σύμπαντος και του περιβάλλοντος κόσμου και την ερμηνεία άλλων γεγονότων και φυσικών φαινομένων και να καταστήσει οικείο και κατανοητό το περιβάλλον, είναι ένα ιδιαίτερο δικό του ατομικό χαρακτηριστικό, όπως ιδιαίτερη ατομική και δική του ξεχωριστή είναι και η όλη του συνολική φιλοσοφική τοποθέτηση για τη ζωή και τον κόσμο.
Η προσεχτική εξέταση, η αιτιολογημένη ερμηνεία και η συσχέτιση της όλης φιλοσοφικής τοποθέτησης ενός λαού με τη συνακόλουθη προσπάθεια της μυθολογικής ερμηνείας τού περιβάλλοντος κόσμου μπορεί να οδηγήσει και στην κατανόηση και αποσαφήνιση πολλών άλλων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων τής ιδιαιτερότητάς του και να χρωματίσει την διάκριση και φυλετική του διαφοροποίηση, σε σχέση με τους άλλους γειτονικούς ή μακρινούς λαούς.

                                                                                            2. Μυθολογία: Φαντασία και πραγματικότητα
Στην απώτατη εκείνη εποχή, κατά την οποία η ανθρώπινη ψυχή, μην έχοντας άλλη δυνατότητα οικειοποίησης και κατανόησης του «Αγνώστου», μυθολογούσε, προκειμένου να ερμηνεύσει τον περιβάλλοντα κόσμο, πέρα από τα φυσικά φαινόμενα και γεγονότα, τα οποία ζητούσαν επιτακτικά την ερμηνεία και την κατανόησή τους, υπήρχαν και πραγματικά – ιστορικά – γεγονότα που φόβιζαν, προκαλούσαν και εντυπωσίαζαν τον άνθρωπο.
                 Τα γεγονότα αυτά, με την πάροδο των αιώνων, διατηρημένα μόνο στην μνήμη και με την προφορική, από στόμα σε στόμα κι από πατέρα σε γιο, παράδοση, επικαλύφθηκαν, με την πάροδο των αιώνων, με προσθήκες οι οποίες ήταν καθαρά δημιουργήματα της φαντασίας των ανθρώπων ή ήταν αυτόματες συμπληρώσεις των δημιουργούμενων, εξαιτίας της αναπόφευκτης λησμοσύνης, κενών. Επικαλύφθηκαν ακόμα και με πρόσθετα μυθολογικά κατασκευάσματα τα οποία ήταν απόρροιες της κατάπληξης και του θαυμασμού που αυτά προκαλούσαν. Πάντοτε ένα πολύ θαυμαστό και εντυπωσιακό γεγονός, ύστερα από πολύ καιρό, επικαλύπτεται από πρόσθετα μυθολογικά δημιουργήματα. Όλα αυτά, τα σκεπασμένα με μυθικές επινοήσεις και προσθήκες ιστορικά γεγονότα, συνταιριασμένα και συμπληρωμένα με μύθους, σκόπιμα δημιουργημένους για λόγους κάλυψης των παρουσιαζόμενων ερμηνευτικών κενών ή εξαιτίας της ιδιαίτερης προσωπικής αντίληψης ή και για άλλους σκοπούς, αποτέλεσαν τη μυθολογία κάθε λαού.
             Αυτό επιβεβαιώνει τη γενική παραδοχή ότι μέσα στη μυθολογία τού κάθε λαού, και παρ” όλες τις σχετικές και δικαιολογημένες επιφυλάξεις, που μπορεί να υπάρχουν, παρ” όλες τις δυσκολίες και τις διαφορές των μελετητών ως προς τα αναλογούντα ποσοστά αυτής της συνύπαρξης ιστορίας και μυθολογίας στην κάθε διήγηση, δεν μπορεί ν’ αμφισβητηθεί ότι ενυπάρχουν και ατμίδες έστω ιστορικών στοιχείων, όσο και αν αυτές είναι πολύ δυσδιάκριτες. Μύθος, στην πρώτη του τουλάχιστο μορφή, «εκ του μηδενός και άνευ λόγου» δεν δημιουργείται, αν εξαιρεθεί ίσως – και αυτό όχι πάντοτε – το καθαρά παιδικό, το «φτιαχτό» σημερινό παραμύθι, όχι όμως και το παραδοσιακό λαϊκό παραμύθι.
                 Το γεγονός αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είναι φρόνιμο και επιβεβλημένο από μεν τους ιστορικούς ερευνητές να μην απορρίπτεται προκαταβολικά κάθε εξέταση των περιεχομένων της μυθολογίας για τη διευκρίνηση των ιστορικών γεγονότων και τη λύση των συναφών προβλημάτων, από δε τους μυθολόγους να μην παραλείπεται η μελέτη της καθαρής ιστορίας και η καταφυγή σ’ αυτήν προκειμένου να διαλευκανθούν τα προβλήματα ερμηνείας, κατανόησης και επίλυσης των διάφορων μυθολογικών ζητημάτων που συχνότατα παρουσιάζονται.
Βεβαίως η εξαγωγή ασφαλών και επιστημονικώς τεκμηριωμένων, παραδεκτών απ’ όλους, συμπερασμάτων για την κάθε μία ιδιαίτερη περίπτωση ως προς τα ακριβή διαχωριστικά όρια ενός καθαρού μυθολογήματος και ενός καθαρά ιστορικού γεγονότος, τα οποία, με το πέρασμα πολλών αιώνων και τις επεμβάσεις των ανθρώπων, αναμίχθηκαν σε κάποια αφήγηση που μας άφησαν οι αρχαίοι συγγραφείς, δεν είναι εύκολη εργασία. Το ίδιο συμβαίνει και με το πρόβλημα του καθορισμού των ποσοστών συμμετοχής του μύθου και της ιστορίας σε καθένα από αυτά τα σύνολα, τα οποία παρουσιάζονται ανάμικτα σε μία αφήγηση. Ο διαχωρισμός των δύο στοιχείων, μυθολογικού και ιστορικού, πρέπει να είναι πάντοτε μια πολύ προσεγμένη και υπεύθυνη εργασία και πάντοτε να γίνεται με πολλές και σοβαρές επιφυλάξεις. Είναι το μεγάλο πρόβλημα των επιστημόνων μυθολόγων αλλά και των ερευνητών της ιστορίας.
Εμείς, όπως προαναφέραμε, στην εργασία αυτή δεν αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα αυτό. Ίσως μάλιστα να μην είναι και χρήσιμη ή και ευχάριστη αυτή η «απομυθοποίηση». Ακόμα και στην εποχή μας – ή και ίσως ιδιαίτερα στην εποχή μας – χρειάζεται λίγο «παραμύθι». Ίσως στην σημερινή ιδιαίτερα εποχή κάποια «παραμυθία» να είναι πολύ χρήσιμη και ανακουφιστική.
Έτσι η μελέτη των μυθολογικών διηγήσεων ενός λαού είναι ενδιαφέρουσα τόσο για τους ιστορικούς όσο και για τους μυθολόγους. Εξάλλου είναι γνωστόν ότι, όπως πολλά ιστορικά γεγονότα – κυρίως βέβαια του απώτερου παρελθόντος – αλλοιώθηκαν με μυθολογικές προσθήκες, έτσι και πολλοί καθαροί μύθοι υιοθετήθηκαν σκοπίμως ως ιστορικά γεγονότα. Πολλοί είναι οι μύθοι που «βαπτίστηκαν» ιστορικά γεγονότα όπως ήταν στην αρχική τους μορφή, γιατί έτσι αρχικά βόλευαν, ή και όπως τροποποιήθηκαν αργότερα, σύμφωνα με προσωπικές αντιλήψεις και ανάγκες των νεότερων. Αλλά και νέοι μύθοι κατασκευάστηκαν σκοπίμως και «υιοθετήθηκαν» ως ιστορικά γεγονότα από εκείνους που είχαν ανάγκη ή ήθελαν να θεμελιώσουν συμφέροντα και να ικανοποιήσουν απαιτήσεις.
Πολλές λοιπόν είναι οι μυθολογικές εκδοχές, οι οποίες, είτε στην πρώτη τους άδολη και ανόθευτη, είτε στην σκόπιμα ή και αθέλητα, κατοπινή τροποποιημένη τους μορφή, υιοθετήθηκαν και βαφτίστηκαν ιστορικά, δηλαδή πραγματικά γεγονότα. Είναι αυτή μία σκόπιμη παραποίηση της ιστορίας και αποτελεί το μεγάλο πρόβλημα των επιστημόνων ερευνητών. Είναι η «στρατευμένη» ιστοριογραφία. Άλλοι μύθοι πάλι κατασκευάστηκαν ύστερα από παραγγελία ισχυρών ανθρώπων, σε ειδικούς και ικανούς μυθογράφους, τραγικούς συγγραφείς, ποιητές, τραγωδούς, για ιδιοτελείς σκοπούς κυρίως δυναμικών αρχόντων, εκπροσώπων κάποιων ισχυρών πόλεων ή και οργανωμένων συμφερόντων κάποιων κοινωνικών ομάδων ή φύλων.
Υπήρχαν ασφαλώς στα παλιά εκείνα χρόνια ισχυρές και ακτινοβολούσες προσωπικότητες για τις οποίες ο θαυμασμός και η έκπληξη του λαού, η λογική του οποίου μην μπορώντας να εξηγήσει διαφορετικά τη δύναμή τους και τις πρωτοποριακές τους δραστηριότητες, επειδή τις έκρινε με τα δικά του, περιορισμένης δυνατότητας, κριτήρια, τις θεώρησε θεογέννητες. Ήταν οι «διογενείς» ή «διοτρεφείς» ή γενικά «θεογενείς», όπως τους ονόμαζαν, άρχοντες και ηγεμόνες. Για τον ερχομό των αρχόντων αυτών στον κόσμο οι άνθρωποι δημιουργούσαν σχετικές ερμηνείες μυθοπλάθοντας επισκέψεις θεών στις κρεβατοκάμαρες των θνητών γυναικών τών βασιλιάδων. Και υπάρχουν και ελάχιστες περιπτώσεις που θεές κοιμήθηκαν με θνητούς. Έπλαθαν τους μύθους αυτούς οι υπήκοοι για τον βασιλιά τους, γιατί κυρίως έτσι, δηλαδή «θεογενή», τον ήθελαν οι ίδιοι. Έτσι ακόμα βόλευε και τους ίδιους τους άρχοντες και τους αυλικούς τους.
             Υπήρξαν όμως και άλλοι άνθρωποι, κυρίως άρχοντες κάθε μορφής, που είχαν ανάγκη να στερεώσουν την υπακοή και την πειθαρχία των υπηκόων τους και να αποτρέψουν κάποιους φιλόδοξους αμφισβητίες του θρόνου τους. Στην προσπάθειά τους αυτή, μόνοι τους οι άρχοντες ή με τη βοήθεια του αυλικού τους περιβάλλοντος, στο οποίο περιλαμβανόταν συνήθως και κυρίως το ιερατείο, ως το μόνο αρμόδιο όργανο για τέτοιες γνωματεύσεις, ονόμασαν οι ίδιοι τους εαυτούς τους «διογενείς» ή γενικά «θεογενείς», μυθοπλάθοντας επισκέψεις θεών στην κρεβατοκάμαρα της μητέρας τους και επέβαλαν αυτή τους την εσκεμμένη φαντασίωση στους γύρω τους ανθρώπους «αναγκάζοντάς» τους να την πιστέψουν.
               Υπάρχουν ακόμη στην αρχαία Ελλάδα πολλές περιπτώσεις βασιλιάδων, ηρώων και αρχόντων, οι οποίοι προκειμένου να καρπωθούν και αυτοί και να ενισχύσουν το κύρος τους με θεϊκή καταγωγή, αλλά και συγχρόνως για να απομακρύνουν και να διαγράψουν την συμμετοχή τού τόσον ορατού, φυσικού τους ανθρώπινου πατέρα στην πράξη της γέννησής τους, και να θεωρείται έτσι ως ουδέτερη και αμέτοχη η παρουσία του και η ύπαρξή του δίπλα στην μητέρα τους, μυθόπλασαν οι ίδιοι ή κάποιοι άλλοι, φυσική ανικανότητά του και αναγκαστική – ένεκα θείας εντολής – υιοθέτηση των παιδιών του θεού. Πολλοί είναι οι άρχοντες μεγάλων κυρίως πόλεων στην αρχαία Ελλάδα που είχαν δύο πατέρες, ένα θνητό «πατέρα», ο οποίος έπαιζε το ρόλο του απλού προστάτη στη ζωή τους, αυτού που θα φρόντιζε να τον αναθρέψει, αλλά και ένα φυσικό πατέρα, ο οποίος θα ήταν πάντοτε κάποιος μεγάλος θεός και ο οποίος τον προστάτευε και τον βοηθούσε σ’ όλες του τις ενέργειες. Η θεϊκή πατρότητα απότρεπε κάθε απόπειρα αμφισβήτησης και αρπαγής της δοσμένης «εκ Θεού» εξουσίας τους. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις «βολεύονταν» τα πράγματα αλλά και οι συνειδήσεις των ανθρώπων και κάποιοι ίσως αμφισβητίες με τη γέννηση διδύμων, από τα οποία το ένα είχε πατέρα τον θνητό και το άλλο τον Θεό.

3. Η υπεροχή της Ελληνικής Μυθολογίας

                Η Ελληνική Μυθολογία, σε σύγκριση με τις μυθολογίες άλλων λαών χαρακτηρίζεται – όπως αυτό βεβαιώνεται απ’ όλους τους ειδικούς μελετητές επιστήμονες της μυθολογίας – από μία εντελώς ιδιαίτερη γοητεία. Αυτή η ιδιαίτερη γοητεία της οφείλεται στην καταπληκτική πλοκή των μύθων της, στο μεγάλο πλούτο των επινοημάτων και την ποικιλία των διαφορετικών εκδοχών, στην καθαρότητα της διάρθρωσης, στη σαφήνεια της αιτιολόγησης των δρώμενων, στη φυσικότητα της ροής των γεγονότων και στην άριστη ανάπτυξή τους σε επίπεδα σαφώς κατανοητά και κυρίως στην ανάπτυξή της σε επίπεδα ανεκτά και παραδεκτά, για τα μέτρα της ανθρώπινης διάνοιας, και επομένως εύκολα αποδεκτά και υιοθετούμενα από αυτή.
Η παραπάνω άποψη των ειδικών γίνεται εύκολα και γρήγορα αποδεκτή και από οποιονδήποτε μη «ειδικό», αμερόληπτο μελετητή, ο οποίος θα θελήσει να επιδοθεί προσεχτικά στη μελέτη των μυθολογιών των διάφορων λαών. Δεν χρειάζεται να έχει προκαταβολικά ειδικές γνώσεις. Γίνεται αμέσως αντιληπτή η υπεροχή της Ελληνικής Μυθολογίας από την πρώτη σύγκριση.
Και αυτοί ακριβώς είναι οι λόγοι για τους οποίους η Ελληνική Μυθολογία διαδόθηκε κι έγινε πολύ ευρύτερα γνωστή και ιδιαίτερα αγαπητή σε παγκόσμιο επίπεδο, σε αντίθεση με τις μυθολογίες άλλων λαών, οι οποίες δεν αγαπήθηκαν ποτέ τους ουσιαστικά σε μεγάλο βαθμό ούτε από τους ίδιους τους δημιουργούς λαούς τους και κυρίως δεν έγιναν αγαπητές και αποδεκτές σε παγκόσμια κλίμακα. Το σπουδαιότερο αίτιο αυτής της περιορισμένης διάδοσης και μη αναγνώρισης των μυθολογιών των άλλων λαών είναι ότι δεν μπορούν να γίνουν αγαπητές και αποδεκτές εξαιτίας των συνήθως χονδροειδών, εξωπραγματικών και ακατανόητων δομών και πλοκών τους. Λείπει η λεπτότητα του δημιουργήματος μιας αναπτυγμένης και καλλιεργημένης διανόησης. Όταν συγκρίνει κάποιος τις μυθολογίες αυτές με την ελληνική, την οποία η δημιουργική και δομικά πειθαρχημένη ελληνική διάνοια και καθαρότητα της σκέψης οδήγησε σε παγκόσμια αναγνώριση, απογοητεύεται από εκείνες και γοητεύεται, αγαπά και λατρεύει την Ελληνική Μυθολογία.
Είναι βεβαίως σ’ όλους γνωστό και γενικά παραδεκτό ότι ο Όμηρος, με τα δύο κοσμαγάπητα μεγάλα έπη του, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, είναι εκείνος ο οποίος κυρίως βοήθησε σε μεγάλο βαθμό στην ευρύτατη διάδοση των ελληνικών μύθων. Τα ομηρικά έπη, τα οποία περικλείουν ασφαλώς και ιστορικούς πυρήνες, αποτελούν την κορύφωση της ανθρώπινης επικής δημιουργίας. Η αναμφισβήτητη αυτή γοητεία τους έχει συντελέσει στην παγκόσμια αναγνώρισή τους και στην ευρύτερη διάδοση των περιεχομένων σ’ αυτά μύθων.
Δεν είναι αρκετή όμως απλά και μόνο η ύπαρξη ενός, έστω και τόσο «μεγάλου», Ομήρου να δικαιολογήσει την παγκόσμια διάδοση της Ελληνικής Μυθολογίας και την γενική αναγνώριση της υπεροχής της. Πρωταρχικά υπήρχαν οι ωραίοι μύθοι, υπήρχε η προικισμένη δημιουργός ψυχή του λαού αυτού, υπήρχε ο εμπνευσμένος πλάστης ελληνικός λαός, και ύστερα βρέθηκε ένας Όμηρος για να κάνει, τους μύθους που δημιούργησε ο λαός αυτός, ευρύτερα γνωστούς με την ποίησή του. Ύστερα βρέθηκαν οι τραγικοί ποιητές για να τους καλλιεργήσουν περισσότερο και να τους διαδώσουν. Υπήρχε η ευγενής γη, βρέθηκε ο ευγενής σπόρος, έγινε σωστή καλλιέργεια και προήλθε ο ευγενής καρπός.
Επινοήσεις και μύθοι όπως π. χ. πως η γη στηρίζεται στην πλάτη ενός μεγάλου ελέφαντα ο οποίος πατάει στη ράχη μιας τεράστιας χελώνας και η οποία με τη σειρά της στηρίζεται πάνω σ’ ένα αυγό, όπως λένε οι μυθολογίες κάποιων άλλων λαών, είναι αδύνατο να γίνουν αποδεκτές από την ελληνική σκέψη, αλλά και την παγκόσμια, χωρίς ένα ειρωνικό χαμόγελο για την απαράδεκτα χονδροειδή αυτή σύλληψη. Πολύ περισσότερο φυσικά δεν είναι δυνατόν τέτοιοι μύθοι να τραγουδηθούν από κάποιον έλληνα Ησίοδο και να εμπνεύσουν καλλιτέχνες. Τέτοιοι μύθοι δεν τραγουδιούνται ποτέ από έναν Όμηρο και όταν ακόμη αυτός ο Όμηρος είναι δυνατόν να υπάρχει σε κάποιο λαό. Χοντροειδείς στη σύλληψη μυθολογικές επινοήσεις δεν είναι δυνατό να γίνουν τραγωδίες του ύψους των δημιουργημάτων της ελληνικής δραματουργίας.
Δεν υπάρχει επομένως επίπεδο σύγκρισης των τέτοιων μυθολογικών επινοημάτων με τους ωραίους ελληνικούς μύθους, τους γεμάτους χάρη, φυσικότητα, ομορφιά και πλασμένους σε ανθρώπινες διαστάσεις. Γι’ αυτό και οι μυθολογίες των λαών αυτών δεν έγιναν γνωστές, πέρα από τα στενά περιορισμένα δικά τους τοπικά όρια. Γι’ αυτό δεν ενέπνευσαν ποιητές, δεν τραγουδήθηκαν, δεν αποτέλεσαν θέματα τραγωδιών, δεν μπόρεσαν να εμπνεύσουν την δημιουργία ποιητικών αριστουργημάτων ή καλλιτεχνικών δημιουργημάτων.
Αυτή η ευλογημένη ιδιαιτερότητα της ελληνικής ψυχής και αυτή η χαρισματική υπεροχή της αρχαίας ελληνικής διανόησης είναι εκείνα που έκαναν τα δημιουργήματα της αρχαίας μυθολογίας τούτης της χώρας να κερδίσουν την παγκόσμια αναγνώριση και τον γενικό θαυμασμό.

4. Η άνιση κατανομή των μύθων

             Ωστόσο, η Ελληνική Μυθολογία δεν φαίνεται να παρουσιάζει σ’ όλες τις περιοχές τής Ελλάδας τον ίδιο πλούτο μύθων. Δεν συναντούμε παντού τον ίδιο βαθμό ποικιλίας εκδοχών των διάφορων τοπικών μύθων, ούτε τον ίδιο βαθμό καθαρότητας και φυσικότητας στην πλοκή τους. Δεν φαίνεται να έχουν, στην πρώτη τους τουλάχιστον πρόχειρη εξέταση, όλες οι περιοχές της Ελλάδας πολλούς και συναρπαστικούς μύθους. Κάποιες μάλιστα περιοχές, σε μια πρώτη πρόχειρη εξέταση, ίσως παρουσιάζονται στερημένες παντελώς από μυθολογικές αναφορές.
Αντίθετα μερικές άλλες περιοχές της Ελλάδας είναι πολύ ευρύτερα γνωστές για τη μυθολογία τους. Κάποιες μάλιστα έγιναν ονομαστές, ακριβώς για τους τοπικούς μύθους τους, σε τέτοιο βαθμό που να γίνονται «επώνυμες» μέχρι βαθμού συνταύτισής τους με τις μυθικές ωραιοποιήσεις τους, ακριβώς για τους μύθους τους και τους ήρωες που αναφέρονται σ’ αυτούς. Έτσι και μόνο με την αναφορά του ονόματος κάποιων περιοχών έρχεται συνειρμικά στη μνήμη ο σχετικός μύθος.                      Και μόνο η αναφορά του ονόματος «Νεμέα» π. χ. φέρνει αμέσως στη θύμηση το μύθο του λιονταριού της Νεμέας. Όμοια η Ικαρία μας θυμίζει τον Ίκαρο και το Δαίδαλο, το Πήλιο τον Κένταυρο Χείρωνα, η Κρήτη τον Μινώταυρο και τον Λαβύρινθο.
Ο Όλυμπος με τους δώδεκα θεούς, οι Δελφοί με το Μαντείο τους και τον Απόλλωνα, η Πελοπόννησος με τους άθλους του Ηρακλή, η Κρήτη με το μύθο του Θησέα και του Μινώταυρου, ο Ελλήσποντος με την Έλλη, αλλά και πολλά άλλα μέρη, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα τόπων οι οποίοι φαίνεται να οικειοποιούνται και να μονοπωλούν το ενδιαφέρον από την άποψη της μυθολογίας και να χαρακτηρίζονται έντονα και ν’ αναγνωρίζονται «επώνυμοι» από τους αναφερόμενους σ’ αυτούς μύθους.
Είναι πολύ σπάνιο και μάλλον απίθανο να συναντήσει κάποιος ανθρώπους, ενός στοιχειώδους τουλάχιστον μορφωτικού επιπέδου, που ν’ αγνοούν τους μύθους της Λερναίας Ύδρας, των θεών του Ολύμπου ή των περιπετειών του Οδυσσέα και της αρπαγής της Ωραίας Ελένης, του Τρωικού Πολέμου.
Μερικές άλλες περιοχές, αντίθετα προς τις παραπάνω, φαίνεται να μην θυμίζουν τίποτε σχετικό με μυθολογία. Η αναφορά του ονόματός τους δεν φέρνει στη μνήμη τού ακροατή κανένα σχετικό μύθο. Δεν εντοπίζονται μυθολογικές αναφορές στα οποιαδήποτε δημοσιεύματα για τους τόπους αυτούς. Μάταια οι επισκέπτες των περιοχών αυτών αναζητούν μία ιδιαίτερη μνεία στη μυθολογία, ένα ιδιαίτερο τοπικό μυθολογικό χαρακτηριστικό αφήγημα. Άδικα οι παράγοντες, οι ενδιαφερόμενοι για την ανάπτυξη του τουρισμού και την προβολή του τόπου αυτού, ψάχνουν να βρουν κάποια μυθολογική αναφορά να την επισημάνουν στους τουριστικούς οδηγούς και να την γνωστοποιήσουν έτσι στους ενδιαφερόμενους επισκέπτες της περιοχής τους.
Φαίνεται σαν να μην έζησαν άνθρωποι στους τόπους αυτούς κατά την εποχή τής δημιουργίας των μύθων ή σαν οι άνθρωποι που έζησαν σ’ αυτούς τους τόπους να ήταν καμωμένοι από μία εντελώς διαφορετική πάστα, από κάποιο υλικό εντελώς διάφορο. Εύκολα μπορεί να καταλήξει κάποιος στην άποψη αυτή, εάν δεν μπορεί ν’ ανακαλύψει κάποια άλλη αιτία αυτής της ανυπαρξίας μύθων. Εύκολα δημιουργείται μια τέτοια πεποίθηση ιδιαίτερα όταν αυτός ο απληροφόρητος γνωρίζει, αφού είναι γενικά παραδεκτό, ότι κάθε λαός, ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής του, μυθολογεί και ότι η μυθολογία είναι επιτακτική βιολογική ανθρώπινη ανάγκη, ότι είναι πρωταρχική και ζωτική ανάγκη επιβίωσης.
Υπάρχουν αρκετές τέτοιες περιοχές που στην πρώτη τους θεώρηση φαίνονται στερημένες μυθολογημάτων. Η αρίθμηση και η μνημόνευσή τους στη θέση αυτή δεν κρίνεται σκόπιμη. Μία ωστόσο τέτοια περιοχή, τουλάχιστο για το ευρύτερο κοινό και όσους δεν έχουν ασχοληθεί ειδικά με το θέμα, είναι η περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας, η περιοχή δηλαδή που έχει κεντρικό και κυρίαρχο γεωγραφικό χαρακτηριστικό της την ραχοκοκαλιά της οροσειράς της Όθρης.                              Είναι η ευρύτερη περιφέρεια της σημερινής περιοχής Αλμυρού.
Με ειδική όμως και επιμελημένη έρευνα και με προσεκτικές και διεισδυτικές αποκρυπτογραφήσεις αποδεικνύεται ότι η Αχαΐα Φθιώτιδα και η Φθία – αλλά και οι άλλες περιοχές της ίδιας κατηγορίας – έχουν και αυτές τη μυθολογία τους. Για να την γνωρίσει όμως κάποιος πρέπει να ψάξει στο υπέδαφος της γνωστής σ’ όλους, της ρέουσας δηλαδή και ηχηρής ελληνικής μυθολογίας. Και αυτό ακριβώς θα προσπαθήσουμε να κάνουμε διεξοδικά στη συνέχεια.
Η περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας είναι αυτή ακριβώς η περιοχή της οποίας τους μύθους θα επιχειρήσουμε να συγκεντρώσουμε στην εργασία μας αυτή.

5. Όλοι οι άνθρωποι μυθολογούν

             Η φαινομενική αυτή ανυπαρξία μύθων σε κάποιους τόπους δεν μπορεί βεβαίως να σημαίνει ότι αυτοί δεν αναφέρονται στη μυθολογία. Όλοι οι άνθρωποι μυθολογούν, αφού ο μύθος, όπως προαναφέρθηκε, είναι μία πρωταρχική, βασική, επιτακτική και κυρίαρχη ανάγκη της επιβίωσης και έκφρασης του ανθρώπου. Πρωτόγονος άνθρωπος, όπως ο άνθρωπος της εποχής της δημιουργίας των μύθων, και επομένως ιδεολογικά άοπλος, ανίσχυρος και απροσανατόλιστος, είναι αδύνατο να μη σπεύσει να κατασκευάσει γύρω του ένα δικό του κατανοητό κόσμο, ένα κόσμο που θα γίνει οικείος και προσπελάσιμος στις δικές του αντιληπτικές ικανότητες. Αυτό είναι γενική και αναγκαία προϋπόθεση για την ακώλυτη ενασχόληση του ανθρώπου με τον αγώνα της επιβίωσής του.
Αυτό ισχύει, σε μικρότερο ίσως βαθμό, και στους μετά την πρωτόγονη εποχή χρόνους. Ο άνθρωπος δεν πέρασε αμέσως από τον άλογο μύθο του «απολίτιστου πρωτόγονου» στη λογική ερμηνεία του «σύγχρονου πολιτισμένου». Εξάλλου και σε προχωρημένα στάδια του πολιτισμού – και πάντοτε ακόμη και στη σημερινή εποχή των διαστημικών ταξιδιών – ο μύθος αποτελεί ανακούφιση της ανθρώπινης ψυχής. Αναπνέει πιο ελεύθερα ο άνθρωπος στο χώρο του υπερλογικού. Ο μύθος είναι μια ανακουφιστική ανάσα της ανθρώπινης ψυχής κι ένα ταξίδι τόνωσης και αναψυχής στον πρωταρχικό παρθενικό αγέρα της, στον χαμένο παράδεισό της. Το παραμύθι μάς χρειάζεται και μπορεί ν’ ανακουφίζει ακόμα και σήμερα και ίσως μάλιστα σήμερα πολύ περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Και στους άλλους πλανήτες, στους οποίους ασφαλώς ο γίγαντας της επιστήμης άνθρωπος σύντομα θα ταξιδέψει, θα υπάρχουν στιγμές που θ’ αναζητάει παραμύθια. Κι ίσως εκείνες οι στιγμές να είναι και τότε και πάντοτε οι πιο γαληνεμένες του. Ίσως εκείνες οι στιγμές να είναι οι μόνες αληθινά ανθρώπινες στιγμές, οι στιγμές της νοσταλγίας του μακρινού και οριστικά χαμένου παραδεισένιου παρελθόντος του.
Παντού η ανθρώπινη ψυχή, στις πρώτες ιδίως αρχές της υπόστασής της και στα πρώτα σκαλοπάτια της σταδιακής απόκτησης της αυτοσυνείδησής της, έχει ανάγκη να εξηγεί τον περιβάλλοντα κόσμο, έχει ανάγκη να φιλοσοφεί ή να παρηγορείται μυθολογώντας. «Η υποκατάσταση της μυθολογούσας συνείδησης από τη λογική είναι πάντοτε μερική, γιατί, πλάι στη λογική, μια περιοχή της ανθρώπινης συνείδησης θα διακατέχεται πάντα από άλογες δυνάμεις»
Οι μύθοι των ανθρώπων ενός τόπου, στην αρχική τους τουλάχιστο, την πρώτη, την αγνή και αυθόρμητα γεννημένη μορφή τους, δεν επινοήθηκαν από κάποιους καλλιεργημένους ανθρώπους ύστερα από σκόπιμη ενασχόληση με το θέμα αυτό. Δεν είναι ο αρχικός μύθος αποτέλεσμα και συνέπεια και κυρίως δεν είναι προϋπόθεση κάποιας ιδιαίτερης πνευματικής ανάπτυξης. Δεν είναι οι μύθοι, στην πρώτη τους, την ανόθευτη μορφή, δημιουργήματα αργόσχολων ανθρώπων τους οποίους δεν τους απασχολούσαν τα έντονα προβλήματα του αγώνα επιβίωσης. Η κατανόηση του περιβάλλοντος είναι απαραίτητη προϋπόθεση πριν από την έναρξη του αγώνα επιβίωσης και την αντιμετώπιση των προβλημάτων της. Υπήρχε στον άνθρωπο ο νους, ο οποίος – σε αντίθεση με τα άλλα ζώα τα οποία στηρίζονταν αποκλειστικά και μόνο στα ένστικτά τους – πρωταρχικά και πιεστικά τον οδηγούσε στην καταβολή πνευματικής προσπάθειας για κάποια ερευνητική και ερμηνευτική υποταγή τού γύρω του κόσμου.
Εξάλλου από τη στιγμή που η δημιουργία των μύθων κάποιου λαού παύει να είναι αυθόρμητη και πηγαία έκφραση της πρώτης πιεστικής ερμηνευτικής ανάγκης τού περιβάλλοντος κόσμου και γίνεται σκόπιμη δημιουργική ενασχόληση, οι μύθοι του δημιουργούν πάμπολλα ερμηνευτικά προβλήματα, δικαιολογημένες αμφισβητήσεις και έντονους προβληματισμούς. Οι πραγματικοί, οι αγνοί, οι αυθόρμητοι και χωρίς σκόπιμες επεμβάσεις μύθοι, είναι εκείνοι που είναι το τελικό καταστάλαγμα πάμπολλων αιώνων λαϊκής σοφίας, παρατήρησης και πείρας. Οι πραγματικοί μύθοι είναι απόσταγμα της ανόθευτης μακροχρόνιας συνολικής σκέψης πολλών χιλιάδων ανθρώπων, σκέψης που πέρασε και διαμορφώθηκε μέσα από αναρίθμητες πίστεις και πεποιθήσεις και μεταδόθηκε από γενιά σε γενιά με συνεχείς ανεπαίσθητες επεμβάσεις, τροποποιήσεις και συμπληρώσεις, ποτέ όμως σκόπιμες, ποτέ «στρατευμένες» σε κάποια σκοπιμότητα. Αυτή και μόνο η μυθοπλασία είναι εκείνη που τη λέμε και τη θεωρούμε πρωταρχική και επιβεβλημένη υπαρξιακή ανάγκη. Η πηγαία, η μη σκόπιμη, μυθοπλασία είναι φυσικό υπαρξιακό ανθρώπινο δημιούργημα.
Ένα τέτοιο λοιπόν καταστάλαγμα ανθρώπινης σκέψης μέσα από μια σειρά πολλών αιώνων δεν μπορεί ποτέ να είναι προνόμιο ενός μόνο λαού ή των ανθρώπων κάποιων μόνο περιοχών. Η μυθοπλασία είναι γενική και πανανθρώπινα συναντώμενη επινόηση και φυσικό επακόλουθο της ανάγκης επιβίωσης οποιασδήποτε κοινωνίας. Είναι πανανθρώπινη ανάγκη επιβεβλημένη, εξαιτίας της ανυπαρξίας άλλων επιλογών. Είναι ένας αναγκαίος ανθρώπινος φυσικός κοινωνικός προσαρμοστικός μηχανισμός.
Επομένως πρέπει να θεωρείται αφύσικο για τους ανθρώπους των τόπων εκείνων οι οποίοι δεν αναφέρονται στη μυθολογία, όπως και για τους ανθρώπους οποιουδήποτε λαού πάνω στη γη, να μην έχουν μυθολογήσει. Όλοι οι άνθρωποι αντιμετώπισαν την υπαρξιακή ανάγκη της ερμηνευτικής υποταγής και οικειοποίησης του εχθρικού και άγνωστου πρώτου περιβάλλοντος. Όλοι οι άνθρωποι πάνω στη γη μυθόπλασαν, γιατί δε μπορούσαν να πράξουν διαφορετικά. Ήταν στη φύση τους μέσα. Ήταν πρωταρχική τους ανάγκη.

6. Γιατί οι μύθοι κάποιων τόπων λησμονήθηκαν

            Έπειτα από τα παραπάνω απομένει ως μόνη λογική απάντηση ότι και στους τόπους αυτούς, οι οποίοι δεν αναφέρονται στη μυθολογία, οι άνθρωποι μυθολόγησαν αλλά οι μύθοι τους δεν έγιναν γνωστοί ευρύτερα και λησμονήθηκαν.
Γιατί όμως οι μύθοι κάποιων περιοχών έγιναν γνωστοί, καταγράφηκαν και διαδόθηκαν ευρύτερα και τους γνωρίζουμε όλοι, ενώ οι μύθοι κάποιων άλλων περιοχών και κάποιων λαών σκεπάστηκαν από την αφάνεια; Γιατί οι μύθοι κάποιων τόπων λησμονήθηκαν;
Να είναι μήπως η γοητευτικότητα της διήγησης, της ροής των γεγονότων και ο πλούτος των αναφερόμενων στοιχείων των μύθων των περιοχών αυτών εκείνο που βοήθησε στην ευρύτερη διάδοσή τους; Αλλά τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι κάποιοι άνθρωποι, το ίδιο και αυτοί πρωτόγονοι και άοπλοι ιδεολογικά, όπως όλοι οι άλλοι, γεννήθηκαν με την αποκλειστική και χαρισματική ικανότητα να μυθολογούν γοητευτικά.
Να είναι μήπως η πολυπλοκότητα των σχέσεων μεταξύ των διάφορων ηρώων των αναφερόμενων επεισοδίων, τα πολύ μεγάλα και θαυμαστά κατορθώματα των μυθολογούμενων προσώπων ή κάποιο άλλο στοιχείο αυτών καθαυτών των μύθων, ανεξάρτητα από τον τόπο όπου δημιουργήθηκαν, εκείνα τα στοιχεία που συνετέλεσαν στην ευρύτερη διάδοσή τους; Και πάλι θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι κάποιοι τόποι είχαν ανθρώπους προικισμένους με ιδιαίτερες μυθοπλαστικές ικανότητες και δημιουργική φαντασία σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από άλλους, αν και αυτοί ήταν το ίδιο πρωτόγονοι όπως όλοι.
Δεν φαίνεται όμως να είναι ούτε η γοητευτικότητα των μύθων κάποιου τόπου, τουλάχιστον στην πρώτη τους ακατέργαστη μορφή, εκείνη που τους έκανε ευρύτερα γνωστούς, ούτε η πολυπλοκότητα των σχέσεων μεταξύ των διάφορων ηρώων.
Είναι βέβαιο ότι το «κατεργασμένο» είναι σκοπίμως και εκ των υστέρων τροποποιημένο. Είναι «επέμβαση». Είναι «αλλοίωση». Δεν είναι άδολο, απλό και γνήσιο δημιούργημα. Δεν είναι δυνατό – θα το ξαναπούμε – να γίνει δεκτό ότι κάποιοι άνθρωποι, το ίδιο πρωτόγονοι και αυτοί, όπως και όλοι οι άλλοι δίπλα τους και με τις ίδιες βασικές βιοτικές ανάγκες, κάτω από τις ίδιες σκληρές και αντίξοες συνθήκες ζωής, είχαν συγκεντρωμένη την ικανότητα μυθολογικής ερμηνείας των γεγονότων και των φαινομένων του κόσμου ή και την πολυτέλεια του χρόνου, σε τόσο μεγαλύτερο βαθμό από τους διπλανούς τους. Όλοι μυθολογούσαν κάτω από την ανάγκη επιβίωσης. Η όποια διαφορά παρατηρείται βρίσκεται μόνο μεταξύ μύθων «δουλεμένων», μύθων που δημιουργήθηκαν και επεξεργάστηκαν δηλαδή σε χρόνο σχόλης και άνεσης, και «ακατέργαστων», μύθων, αφημένων στην πρώτη τους μορφή.
Αλλά και εάν ακόμη δεχτούμε μία τέτοια διαφορά μυθοπλαστικής ικανότητας, όπως πράγματι παρατηρείται, μεταξύ λαών που ζούσαν σε πολύ διαφορετικά και πολύ απομακρυσμένα μεταξύ τους περιβάλλοντα, όπως οι λαοί π.χ. της Αφρικής σε σχέση με τους απομακρυσμένους από αυτούς λαούς της Αμερικής ή της Αυστραλίας, δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό ότι αυτό μπορεί να συμβαίνει για ανθρώπους της ίδιας φυλής και του ίδιου γεωγραφικού περιβάλλοντος. Τέτοιες διαφορές, όπως αναφέρουμε στο κεφάλαιο για την υπεροχή της ελληνικής μυθοπλαστικής ικανότητας σε σχέση με άλλες φυλές, παρατηρούνται. Αλλά για τις διαφορές αυτές υπάρχουν άλλοι λόγοι, οι οποίοι δεν έχουν θέση στην εργασία αυτή.
Είναι αφύσικο και ίσως παρακινδυνευμένο όμως να δεχτούμε ότι οι κάτοικοι π.χ. της Πελοποννήσου, της Αττικής ή της Κρήτης είχαν τόσο μεγαλύτερη ικανότητα μυθοπλαστικής ερμηνευτικής διεισδυτικότητας στο περιβάλλον από τους κατοίκους που ζούσαν σ” άλλα γειτονικά μέρη, όπως π.χ. στη Θεσσαλία, πάνω στα Άγραφα, στον κάμπο της Λάρισας, στα Καμβούνια, στον Αλμυρό, στα Χάσια, στην Όθρη.
Πρέπει μάλλον να δεχτούμε ότι η σημαντικότητα του πολιτικού και στρατιωτικού ρόλου, που έπαιξαν στην όλη εθνική ιστορία κάποιοι τόποι, είναι η κύρια αιτία της επικράτησης και της ευρύτερης διάδοσης των μύθων της περιοχής τους. Η σημαντικότητα και η ακμή κάποιων περιοχών βοήθησε στην οικονομική ανάπτυξή τους και την ταυτόχρονη, ως συνακόλουθο αποτέλεσμα, ύπαρξη αξιόλογων πνευματικών ανθρώπων, συγγραφέων και ποιητών. Οι πνευματικοί αυτοί άνθρωποι, οι οποίοι δούλεψαν κάτω από την προστασία ή και κάτω από την επιβολή ισχυρών και φιλόδοξων ηγεμόνων, βοήθησαν στην ταυτόχρονη πολιτισμική και πνευματική ανάπτυξη του τόπου. Ένα από τα αποτελέσματα της ανάπτυξης αυτής ήταν η καταγραφή και η «λογοτεχνική» επεξεργασία και συμπλήρωση των υπαρχόντων μυθολογικών αγνών λαϊκών δημιουργημάτων. Ταυτόχρονο όμως αποτέλεσμα και συνέπεια της ανάπτυξης αυτής ήταν και η «καλλιέργεια» και η «μεταλλαγή» πολλών τέτοιων αρχικών μύθων σε εκδοχές «ομορφότερες» και κυρίως «βολικότερες» για κάποιους.
Μ’ αυτή όμως τη λογική συνέπεια θα πρέπει να δεχτούμε ότι οι μύθοι της μορφής αυτής, της «καλλιεργημένης», είναι τροποποιημένες μορφές που έγιναν με σκόπιμες κατοπινές επεμβάσεις και αλλοιώσεις ή, το λιγότερο, πρέπει να είναι μύθοι πιθανώς ύποπτοι ως προς την αυθεντικότητα τους. Δεν είναι οι μύθοι αυτοί η πρώτη και αρχική δημιουργία που έγινε από την πιεστική ανάγκη ερμηνείας του περιβάλλοντος. Και δημιουργίες, οι οποίες δεν επιβάλλονται από ανάγκες επιβίωσης, δεν γίνονται παρά μόνο από συμφεροντολογικούς σκοπούς ή έστω, στην καλύτερη περίπτωση, για «καλλιτεχνικούς» σκοπούς, για κάποια ωραιοποίησή τους. Οι αλλοιώσεις και οι επεμβάσεις είναι δημιουργήματα που έγιναν κατά το χρόνο της ανάπαυσης του ανθρώπου και βεβαίως αφού είχε προηγηθεί η λύση των επιτακτικών προβλημάτων επιβίωσης. Δεν περιέχουν επομένως οι μύθοι αυτοί την πρώτη αγνή, την επιβεβλημένη από βιοτικές ανάγκες ερμηνευτική και προσαρμοστική μυθολογική δημιουργία, εκείνη δηλαδή που έγινε πριν και κατά τη διάρκεια του αγώνα για την επιβίωση του ανθρώπου.
Η πραγματική μυθοπλασία, εκείνη που μπορεί να θεωρηθεί και να εξετασθεί ως συστατικό στοιχείο για την κατανόηση της ψυχοσύστασης ενός λαού, δεν είναι το δημιούργημα μιας αργόσχολης ενασχόλησης. Τα μυθολογικά δημιουργήματα της πρωταρχικής ανάγκης της επιβίωσης και της ερμηνευτικής υποταγής και οικείωσης του περιβάλλοντος κόσμου είναι αγνά και «απονήρευτα». Αυτά είναι τα ουσιαστικά και δηλωτικά στοιχεία της πραγματικής υπόστασης του δημιουργού λαού. Τ’ άλλα, τα δημιουργήματα της σχόλης, είναι η «γκλίτσα με τα πολλά κεντίδια και στολίδια» που την βάλαμε και την έχουμε στο σαλόνι για να καμαρώνουμε. Δεν είναι η γκλίτσα του τσομπάνη που αναγκαστήκαμε να την φτιάξουμε και να την χρησιμοποιούμε για να πιάσουμε το κατσίκι από το πόδι. Είναι αντικείμενο «λογοτεχνικής» επεξεργασίας.
Ο κυρίαρχος π. χ. ρόλος του κράτους των Αθηνών στο ιστορικό προσκήνιο της αρχαίας Ελλάδας, με τη βοήθεια της συνακόλουθης πνευματικής ανάπτυξης και καλλιτεχνικής δημιουργίας των μεγάλων τραγικών ποιητών που έζησαν σ’ αυτήν, ήταν ισχυρός παρεμβατικός παράγοντας στην διαμόρφωση της ελληνικής μυθοπλαστικής δημιουργίας. Η ωραιοποιημένη και καλλιεργημένη αυτή μυθοπλασία των τραγικών ποιητών ήταν εκείνη που βοήθησε στην ευρύτερη διάδοση των δικών τους εκδοχών και στον παράλληλο εξοβελισμό κάθε άλλης εκδοχής, έστω κι αν αυτή η άλλη ήταν η πρώτη, η αυθεντικότερη και η γνησιότερη εκδοχή.
Ο Ευριπίδης, ο Σοφοκλής, ο Αισχύλος και οι άλλοι τραγικοί ποιητές και οι κωμωδιογράφοι όχι μόνο χρησιμοποίησαν τους μύθους που βρήκαν να υπάρχουν στη λαϊκή παράδοση αλλά και πολλούς απ’ αυτούς, όσους τους ενδιέφεραν, τους τροποποίησαν, και μάλιστα σε πολλές και διαφορετικές ο καθένας τους εκδοχές, σύμφωνα με τις ανάγκες των έργων τους και τις εκάστοτε επιδιώξεις τους. Αλλά ακόμη και οι ίδιοι οι τραγικοί ποιητές δημιούργησαν εξαρχής νέους, δικής τους έμπνευσης, μύθους. Πήραν την γκλίτσα του τσοπάνη και την στόλισαν με «μπιχλιμπίδια» γιατί έτσι θα πουλιόνταν καλύτερα και έτσι θα άρεσε περισσότερο.                           Έτσι θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς τους ή τους σκοπούς και τις επιδιώξεις των εντολέων αφεντικών τους. Έτσι θα περνούσαν τα συνθήματά τους, έστω και αν αυτά δικαιολογούνταν γιατί χρησιμοποιούνταν σε πολλές περιπτώσεις για να «διδάξουν» το λαό τους. Έτσι θα ικανοποιούσαν και την ατομική τους προβολή. Έτσι μόνο θα έπαιρναν τα βραβεία στους σχετικούς διαγωνισμούς. Στην προσπάθειά τους όμως αυτή χρησιμοποίησαν και μύθους άλλων περιοχών, τους οποίους μετέφεραν στην δική τους περιοχή και τους οικειοποιήθηκαν, γιατί τους βόλευαν και τους συνέφεραν, γιατί τους πρόσφεραν ό,τι τους χρειαζόταν.
Λέγεται π. χ., και φαίνεται να είναι η πραγματικότητα, ότι οι Κορίνθιοι ήταν εκείνοι που έσφαξαν ή λιθοβόλησαν μέχρι θανάτου τα παιδιά της Μήδειας, για να μην γίνουν αυτά διάδοχοι και απαιτητές του θρόνου της Κορίνθου. Αυτό είναι, κατά τους ισχυρισμούς ειδικών μυθολόγων ερμηνευτών και ιστορικών ερευνητών, το αληθινό και σκεπασμένο με μυθικό επικάλυμμα πραγματικό ιστορικό γεγονός. Η παλιά κορινθιακή παράδοση μιλούσε γι’ αυτό το γεγονός. Η Ήρα μάλιστα, έλεγε ο σχετικός αρχικός μύθος, για να τιμωρήσει αυτούς που έκαναν το φοβερό έγκλημα, δηλαδή τους Κορίνθιους, έστειλε λοιμό, που αφάνιζε τους κατοίκους της. Ο λοιμός σταμάτησε μόνο όταν οι Κορίνθιοι, για ν’ απαλλαγούν από την οργή των θεών, καθιέρωσαν ειδική γιορτή στην οποία τιμούσαν την Ακραία Ήρα και τα παιδιά τής Μήδειας. Κατ’ άλλους πάλι το φόνο των παιδιών της Μήδειας τον έκαναν οι συγγενείς του Κρέοντα. Κάποια άλλη μυθολογική εκδοχή, επιβεβαιώνοντας και αυτή, για τρίτη φορά, το ότι δεν σκότωσε η Μήδεια τα παιδιά της, λέει ότι τα παιδιά της φονεύθηκαν με λιθοβολισμό από τους Κορίνθιους γιατί αυτά είχαν φέρει στη Γλαύκη, την αγαπημένη του πατέρα τους, «τόν μεμαγευμένον φαρμάκω αυλόν». Η Μήδεια, που κατά μία μυθολογική εκδοχή ήταν αθάνατη, μεταφέρθηκε ζωντανή στα Ηλύσια πεδία ή στη νήσο των Μακάρων, όπου παντρεύτηκε τον Αχιλλέα. Γι’ αυτό για τους Κορίνθιους η Μήδεια είναι ίσως η Ήρα σε ξαναπλασμένη μορφή της. Έτσι η Ακραία Ήρα θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει τη Μήδεια. Η Μήδεια, μ’ αυτή τη υπόστασή της, της προολυμπιακής δηλαδή Ήρας, ήταν εκείνη που έστειλε τους Τιτάνες να κατασπαράξουν τον Διόνυσο Ζαγρέα.
Σύμφωνα μ’ ένα μύθο ο Ήλιος και ο Ποσειδώνας μάλωναν διεκδικώντας και οι δύο την Κόρινθο. Τελικά συμβιβάστηκαν. Ο Βριάρεως, που ορίστηκε δικαστής, τους συμβίβασε και ο μεν Ήλιος πήρε τον Ακροκόρινθο ο δε Ποσειδώνας τον Ισθμό.
Ο Αιήτης, λοιπόν, που ήταν γιος του Ήλιου, διαδέχτηκε τον πατέρα του και έγινε βασιλιάς στην Κόρινθο. Αργότερα ο Αιήτης άφησε την Κόρινθο και έφυγε στην Κολχίδα. Φεύγοντας όμως από την Κόρινθο, και μην έχοντας τότε ακόμα δικό του διάδοχο, παράδωσε προσωρινά το θρόνο της Κορίνθου στο Βούνο, γιο του Ερμή και της Αλκιδάμειας, διατηρώντας για τον εαυτό του και τους μελλοντικούς απόγονους του τα δικαιώματά του στο θρόνο της Κορίνθου. Γι’ αυτό φεύγοντας είχε δώσει εντολή στους υπηκόους του να παραδώσουν το θρόνο της Κορίνθου στον πρώτο απόγονό του που θα έφτανε εκεί.
Μετά το θάνατο του Βούνου ο θρόνος της Κορίνθου πέρασε στον αδερφό τού Αιήτη, τον Αλωέα. Ο δισέγγονος του Αλωέα, ο Κόρινθος, έδωσε τ’ όνομά του στην πόλη, που μέχρι τότε λεγόταν Εφύρα. Τον καιρό που πέθανε ο Κόρινθος, χωρίς να αφήσει απόγονους, ο Ιάσονας και η Μήδεια μόλις είχαν επιστρέψει από την Κολχίδα και βρίσκονταν στην Ιωλκό. Οι Κορίνθιοι έστειλαν τότε και κάλεσαν τον Ιάσονα και τη Μήδεια στην πόλη τους για παραδώσουν, σύμφωνα με την εντολή που είχαν, σ’ αυτήν ή στα παιδιά της το θρόνο, αφού αυτή ήταν κόρη του Αιήτη και επομένως η πρώτη και νόμιμη διάδοχός του που έφτασε στην Ελλάδα. Ο αδελφός της, ο Άψυρτος, είχε σκοτωθεί από την ίδια. Για το λόγο αυτό λοιπόν, λένε όσοι υποστηρίζουν την άποψη αυτή, ο Ιάσονας φεύγοντας από την Ιωλκό πήγε στην Κόρινθο. Πήγε δηλαδή να διεκδικήσει, για τα παιδιά της Μήδειας και τα δικά του, το θρόνο της Κορίνθου. Αυτό δεν συνέφερε όμως στον τότε βασιλιά και τους άλλους ισχυρούς της Κορίνθου και τα εξόντωσαν. Από την σφαγή αυτή των παιδιών της Μήδειας γλίτωσε ένα μόνο, ο Θεσσαλός, ο οποίος δεν διεκδικούσε τον θρόνο της Κορίνθου – και επομένως ήταν ακίνδυνος – γιατί αυτός διεκδικούσε, όντας διάδοχος του Ιάσονα, το θρόνο της Ιωλκού.
Ο Θεσσαλός, γλιτώνοντας την σφαγή, γύρισε στην Ιωλκό, όπου επειδή ο Άκαστος πέθανε χωρίς ν’ αφήσει απόγονους, ανέλαβε το θρόνο. Λέγεται μάλιστα, σύμφωνα με μια εκδοχή, ότι από αυτόν οι κάτοικοι της περιοχής ονομάστηκαν Θεσσαλοί.
Επειδή λοιπόν οι Κορίνθιοι, ή εκείνοι από αυτούς που πραγματοποίησαν την απαίσια αυτή πράξη του φόνου των παιδιών του Ιάσονα και της Μήδειας, ήθελαν να εξαλείψουν από πάνω τους αυτή τη φρικτή κατηγορία, έδωσαν στον Ευριπίδη πέντε τάλαντα με την παραγγελία να γράψει μία τραγωδία στην οποία να παρουσιάζει διαφορετικά τα γεγονότα. Αποτέλεσμα ήταν η «πληρωμένη» γνωστή τραγωδία «Μήδεια» του Ευριπίδη, στην οποία παρουσιάζεται η «σκληρή» και «άσπλαχνη» Μήδεια να σφάζει η ίδια τα δυο της παιδιά. Έτσι δημιουργήθηκε ο γνωστός σ’ όλους μας μύθος που σκέπασε και εξαφάνισε την αλήθεια. Η πρώτη, η αληθινή μορφή του «μύθου» εξαφανίστηκε. Έμεινε και έγινε γνωστή μόνο η πλαστή, η «πληρωμένη» αλήθεια. Ήταν περισσότερο ευπρόσδεκτο και περισσότερο αποδεκτό από τους «πολιτισμένους» Έλληνες μία ξένη «βάρβαρη» να είναι εκείνη που σφάζει τα παιδιά της από το να κάνουν το φονικό αυτό τα «πολιτισμένα» ντόπια βασιλόπουλα. Βολεύονταν έτσι όλοι, άρχοντες και αρχόμενοι, και ικανοποιούνταν και το κύρος της ισχυρής Κορίνθου. Βρέθηκε δηλαδή ο «αποδιοπομπαίος τράγος» και όλα τακτοποιήθηκαν.
Εξάλλου ο Ευριπίδης δεν είχε και μεγάλες προσωπικές αντιρρήσεις για κάτι τέτοιο αφού, όπως είναι γνωστό, ήταν βέβαιος ότι ολόκληρος ο μυθικός κόσμος της Ελλάδας δεν ήταν παρά πλάσμα των παλαιότερων γενεών και γι’ αυτό έδινε στον εαυτό του το δικαίωμα και δικαιολογούνταν να τον μετασχηματίζει αυθαίρετα για να εξυπηρετήσει τους δικούς του ποιητικούς σκοπούς. Ήταν ίσως αυτή του η «πίστη» η αναγκαία τακτοποίηση της εσωτερικής του αντίδρασης και το βόλεμα της συνείδησής του για τις επεμβάσεις του στην όχι πάντοτε βολική για τις δημιουργικές του ανησυχίες υπάρχουσα μορφή της μυθολογίας. «Η μυθική παράδοση αποδείχτηκε σκεύος ακατάλληλο να χωρέσει τον ανήσυχο προβληματισμό του τραγικού μας (Ευριπίδη)»
Φυσικά οι μύθοι αυτοί έγιναν για λόγους καλλιτεχνικής δημιουργίας ή ισχυροποίησης ενός σοβινιστικού πνεύματος και κάτω από την επιβεβλημένη ανάγκη δημιουργίας μιας νοοτροπίας και αντίληψης περιούσιου λαού. Ήταν απαραίτητες και δικαιολογημένες επεμβάσεις για την δικαιολόγηση της απαίτησης και διεκδίκησης της διαδραμάτισης πρωτευόντων και πρωταγωνιστικών ρόλων. Καμιά πιεστική ερμηνευτική ανάγκη του «άγνωστου», «εχθρικού» και «αφιλόξενου» φυσικού περιβάλλοντος κόσμου δεν επέβαλλε τώρα τη δημιουργία τους. Ο περιβάλλων κόσμος, την εποχή που δημιουργούσαν τους μύθους τους ή τροποποιούσαν τους υπάρχοντες και οικειοποιούνταν ξένους οι τραγικοί ποιητές της Αττικής, είχε από πολύ καιρό ερμηνευθεί και είχε οριστικά υποταχθεί στον ανθρώπινο νου. Δεν ήταν πια εχθρικός και άγνωστος. Ήταν οικείος και προσιτός. Ήταν γνωστός, ήταν δικός τους. Ζούσαν άνετα σ’ αυτόν. Η μυθοπλασία δεν ήταν πια πρωταρχική ερμηνευτική υπαρξιακή ανάγκη. Χρησιμοποιούνταν πλέον ως προσπάθεια για την δικαιολόγηση κάποιας στάσης, κάποιας συμφέρουσας πολιτικής. Η μυθολογία έγινε πλέον παραμύθι. Ήταν ενασχόληση αργίας και πολυτελούς διαβίωσης, επειδή είχαν λυθεί τα προβλήματα επιβίωσης. Ήταν ακόμη – σε πολλές περιπτώσεις – προσπάθεια για την απόκρυψη ή αποσιώπηση της αλήθειας και την σκόπιμη πλαστογράφησή της. Η μυθοπλασία ήταν τώρα η «κεντημένη και λουστραρισμένη γκλίτσα» για να μπαίνει στα σαλόνια. Ήταν στολίδι πολυτέλειας. Δεν ήταν πια εργαλείο επιβίωσης. Ήταν η «στρατευμένη», σε «ύποπτους» σκοπούς, μυθοπλασία.
Διαφορετική επίδραση όμως ασκεί στο λαό ο φυσικός ανόθευτος μύθος από τον πλαστό. Ο γνήσιος μύθος, για την με φυσικό και αυθόρμητο τρόπο μυθολογούσα συνείδηση αλλά και για τον λαό που τον δέχεται, είναι μία «αλήθεια» στην οποία πιστεύει απόλυτα. Έτσι και η επίδραση που ασκεί ο γνήσιος μύθος είναι πραγματική και ουσιαστική, είναι υπαρκτή. Αντίθετα ο πλαστός μύθος συνυπάρχει με την ταυτόχρονη επίγνωση ότι δεν είναι αληθινός. Ο πλαστός μύθος είναι ένα παιχνίδι της φαντασίας την εποχή ακριβώς που αυτή η φαντασία έχει αρνηθεί το φανταστικό. Είναι ένα μυθικό ωραίο και σαγηνευτικό κέλυφος, χωρίς γνήσιο μυθικό περιεχόμενο. Ο πλαστός, ο σκόπιμα δημιουργημένος μύθος, δεν παρηγορεί και δεν ανακουφίζει. Δεν είναι απαραίτητος στον ξωμάχο και γι’ αυτό αυτός τον περιφρονεί και τον απορρίπτει. Ο άνθρωπος του πλαστού μύθου έχει πια ξεφύγει από τον αληθινό παράδεισο του αγνού παραμυθιού. Δεν έχει πια ανάγκη «παραμυθίας» ή μάλλον νομίζει ότι δεν του χρειάζεται και γι’ αυτό παίζει μαζί της.
Στην προσπάθειά τους αυτή οι ισχυροί πνευματικοί άνθρωποι και πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες των τόπων, που έπαιζαν κυρίαρχο ρόλο στην ιστορική πορεία του έθνους, όχι μόνο διατήρησαν και τροποποίησαν τους υπάρχοντες δικούς τους μύθους αλλά και οικειοποιήθηκαν, για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, μύθους και ήρωες και θεούς άλλων περιοχών, οι οποίοι εξυπηρετούσαν τους σκοπούς τους.
«Από τον 9ο αιώνα π.Χ. ως το τέλος του αρχαίου κόσμου ο ελληνικός μύθος δουλεύεται και ξαναδουλεύεται χωρίς διακοπή. Αμέτρητοι ποιητές, ανώνυμοι στην αρχή και επώνυμοι έπειτα, γνωστοί και άγνωστοι, επικοί, λυρικοί, δραματικοί, σμιλεύουν τις μορφές των Ελλήνων ηρώων, για να προβάλλουν όλο και περισσότερες πλευρές της ζωής και του ήθους των».
Ένα πολύ έντονο και χαρακτηριστικό παράδειγμα οικειοποίησης μύθου μιας περιοχής από άλλη, ή έστω μεταφοράς από μία περιοχή σε άλλη, είναι ο μύθος του Φρίξου και της Έλλης, των παιδιών του Αθάμαντα, που μέχρι τα τελευταία χρόνια σε όλα τα σχολικά εγχειρίδια φερόταν να έγινε στον Ορχομενό, ενώ ο σχετικός μύθος είναι της Άλου της Αχαΐας Φθιώτιδας, όπως θ’ αναφερθεί στις παρακάτω σελίδες. Και όμως επί χρόνια και χρόνια – και μιλάμε για την τωρινή εποχή – και με την παντελώς αδικαιολόγητη πλέον ανοχή και αδιαφορία και του Υπουργείου Παιδείας και των σύγχρονων πνευματικών ανθρώπων χιλιάδες Ελληνόπουλα μάθαιναν μία λανθασμένη μυθολογική εκδοχή ή έστω μάθαιναν την μία μόνο από τις υπάρχουσες εκδοχές του μύθου αυτού.
Πώς μπορούσε η ασήμαντη και αδύναμη Άλος, που έβλεπε να της αρπάζουν και να οικειοποιούνται άλλοι τους μύθους της, ν’ αντισταθεί στην παραποίηση της αλήθειας; Εξάλλου η ίδια η Άλος, ως πόλη, είχε από πολύ καιρό πάψει να υπάρχει. Χάθηκε από το προσκήνιο η Άλος και αρπάχτηκαν οι μύθοι της.                             Πώς μπορούσε εξάλλου μια ασήμαντη περιοχή – έστω και αν ακόμη εξακολουθούσε να υπάρχει – να διεκδικήσει ό,τι της ανήκε από το ισχυρό κράτος του Ορχομενού;
Μήπως δεν είναι υπαρκτός και σήμερα ο κίνδυνος, αν περάσουν εκατοντάδες χρόνια και συμβούν κάποια συνταρακτικά γεγονότα, να έρθει εποχή που θα θεωρηθούν και θα παρουσιαστούν τα «ελγίνεια» και όσα είναι γνωστά γι’ αυτά ως αγγλικά και οι μύθοι γύρω από αυτά να μνημονεύουν άγγλους ήρωες; Μήπως δεν υπάρχουν σήμερα προσπάθειες κάποιων λαών να οικειοποιηθούν την καταγωγή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και δεν έχει δημιουργηθεί σε κάποιους λαούς μια τέτοια πίστη;
«Όταν, από λόγους που αγνοούμε σήμερα, η συντεχνία των αοιδών έπαιρνε την απόφαση να δώσει προγόνους σ’ έναν ήρωα μακριά από τους τόπους, όπου η παλαιότερη παράδοση τοποθετούσε τα κατορθώματά του, αναγκαζόταν, για να δικαιολογήσει την απομάκρυνσή του από τον τόπο που είχε γεννηθεί να επινοήσει ένα νέο μύθο»
Βεβαίως η στάση αυτή του Υπουργείου και των άλλων παραγόντων που επέτρεπαν τέτοιες παραποιήσεις δικαιολογούνταν απόλυτα από το ότι σε τίποτε δεν ενδιέφερε και σε τίποτε δε θα βοηθούσε μία τέτοια τροποποίηση με την οποία ίσως και να μην συμφωνούσαν όλοι. Εξάλλου κανένας δεν ενδιαφερόταν για το ποια από τις υπάρχουσες εκδοχές του μύθου είχε περάσει στα σχολικά βιβλία. Ήταν μία εκδοχή που δεν ζημίωνε και δεν έθιγε συμφέροντα. Ήταν εντελώς ανώδυνη και ήταν επιπλέον και η εκδοχή η περισσότερο γνωστή. Ήταν περιττή πολυτέλεια, μέσα στα τόσα άλλα προβλήματα, το ψάξιμο για μια τόσο αδιάφορη αλήθεια.
Άλλο επίσης χαρακτηριστικό παράδειγμα αμφισβητούμενου μύθου ή έστω πιθανολογούμενης «μεταφοράς» του – όπως θ’ αναφερθεί με λεπτομέρειες στη συνέχεια – είναι ο μύθος της Ανδρομάχης, της κόρης του Ηετίωνα. Ο Όμηρος παρουσιάζει τον Ηετίωνα, τον πατέρα της Ανδρομάχης, να βασιλεύει στις Υποπλάκιες Θήβες της Κιλικίας. Και όμως υπάρχουν υπόνοιες πως ο Ηετίωνας ίσως να μην ήταν βασιλιάς στις Θήβες της Κιλικίας αλλά στις Θήβες της Αχαΐας Φθιώτιδας, της αρχαίας πόλης δηλαδή κοντά στις τωρινές Μικροθήβες του Αλμυρού, και η Ανδρομάχη ίσως ήταν πριγκίπισσα των Θηβών της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Και αν τα παραπάνω παραδείγματα μπορούν να θεωρηθούν αμφισβητήσιμα και δημιουργήματα λησμοσύνης και ίσως αποτελέσματα έλλειψης μεγάλου επιστημονικού ερευνητικού ενδιαφέροντος, ή και αδυναμίας εξεύρεσης της ουσιαστικά «αδιάφορης» αλήθειας, υπάρχουν άλλες πολύ γνωστές και αναμφισβήτητες τροποποιήσεις μύθων, αναγνωρισμένες από όσους μπορούν να έχουν λόγο. Και φυσικά αυτές οι τροποποιήσεις και αλλοιώσεις δεν έγιναν χωρίς «επεμβάσεις» και «πιέσεις». Αυτές είναι βέβαιο ότι έγιναν εξαιτίας ιδιοτελών σκοπών των τοπικών αρχόντων – αλλά και των πατρίδων τους – στην υπηρεσία των οποίων τάσσονταν.
Οι μύθοι λοιπόν της ελληνικής μυθολογίας δεν έχουν όλοι πάντοτε τον ίδιο βαθμό καθαρότητας. Υπάρχουν σε πολλούς απ’ αυτούς προσθήκες, τροποποιήσεις και αλλοιώσεις ή και αποσιωπήσεις. Τα αλλοιωτικά αυτά στοιχεία, μερικές φορές, αναμίχθηκαν στην πρώτη μορφή των μύθων, κάποιες φορές αθέλητα και άλλες φορές σκόπιμα. Αθέλητες επεμβάσεις είναι όσες οφείλονται στη λησμοσύνη που επέφερε η πάροδος του χρόνου ή στην άδολη προσωπική προσπάθεια των αφηγητών για κάποια ωραιοποίηση και μεγιστοποίηση που μπορούσε και ν’ αντικαταστήσει ονόματα ηρώων και τόπων με ονόματα οικειότερα στο ακροατήριο. Σκόπιμες θεωρούμε εκείνες που έγιναν κάτω από την πίεση συμφερόντων. Αυτές, σε αντίθεση με τις πρώτες, δεν έγιναν κατά φυσικό τρόπο, αλλά βίαια. Έγιναν «εκ προθέσεως». Δεν επικράτησαν σιγά σιγά κι ανεπαίσθητα αλλά επιβλήθηκαν ύστερα από εσκεμμένες και προσεκτικά μελετημένες ενέργειες.
Δεν θεωρούμε άσχετη με την προσπάθεια αυτή αποσιώπησης των μύθων τέτοιων «καθυστερημένων πολιτιστικά» περιοχών, όπως αυτή της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Θεσσαλίας γενικότερα, την φρονιματιστικής αντίληψης παιδαγωγική άποψη που ήταν κυρίαρχη την εποχή της ακμής του κράτους της Αθήνας στην αρχαία Ελλάδα. Ήταν η άποψη που έλεγε ότι επειδή οι μύθοι αυτοί των πολιτιστικά καθυστερημένων περιοχών δεν ήταν πολύ διδακτικοί και ωφέλιμοι στην αγωγή θα πρέπει ν’ αποφεύγεται η διδασκαλία τους. Εξάλλου το «Θέατρο», στο οποίο παρουσιάζονταν οι μύθοι, ως βασικό δομικό στοιχείο των τραγωδιών, έπρεπε να «παιδαγωγεί» και η κάθε τραγωδία που παρακολουθούσε εκεί ο λαός έπρεπε να τελειώνει «δι‘ ἐλέου καὶ φόβου τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». Κάτι τέτοιο όμως δεν υπήρχε στους μύθους των καθυστερημένων πολιτιστικά περιοχών, των περιοχών των «φθιμένων», όπου θεοί και μύθοι ήταν ανελέητοι, «λαφύστιοι», «χθόνιοι», χωρίς ίχνος «ελέου» και οι οποίοι με τίποτε δεν ήταν δυνατό να εξιλεωθούν και να γίνουν «μειλίχιοι»
Αλλά ακόμα και ο ίδιος ο μεγάλος Πλάτωνας συνηγορούσε στον αποκλεισμό των μύθων που θεωρούνταν ακατάλληλοι για παιδαγωγία. Πίστευε ότι τα έργα και τα πάθη του Kρόνου και των Τιτάνων, των βασικών θεών της λατρείας κυρίως της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας, δεν θα έπρεπε, κι αν ακόμα ήταν αληθινά, ν’ αναφέρονται, και μάλιστα στους άφρονες και στους νέους. Αν δε σε κάποιες περιστάσεις ήταν ανάγκη ν’ ανακοινωθούν τότε θα έπρεπε να λέγονται μυστικά και μόνο σε πολύ λίγους: «τὰ δὲ δὴ τοῦ Κρόνου ἔργα καὶ πάθη ὑπὸ τοῦ υἱέος, οὐδ’ ἄν εἰ ἦν ἀληθῆ ὤμην δῆν ῥαδίως οὕτως λέγεσθαι πρὸς ἄφρονάς τε καὶ νέους, ἀλλὰ μάλιστα μὲν σιγᾶσθαι, εἰ δὲ ἀνάγκη τις ἦν λέγειν, δι’ ἀπορρήτων ἀκούειν ὡς ὀλιγίστους» Δηλαδή: «Τα δε έργα του Κρόνου και τα όσα έπαθε από το γιο του, κι αν ακόμα ήταν αληθινά, νομίζω ότι δεν πρέπει έτσι εύκολα να λέγονται στους απερίσκεπτους και τους νέους, αλλά μάλιστα να αποσιωπούνται. Εάν δε υπάρχει κάποια ανάγκη να ειπωθούν να τα ακούν με μυστικότητα όσο το δυνατόν λιγότεροι»
Εντοπίζονται θαρρώ στις παραπάνω απόψεις οι λόγοι για τους οποίους οι μύθοι μερικών περιοχών, όπως η Αχαΐα Φθιώτιδα και η Φθία, λησμονήθηκαν ή και κάποιοι άλλοι χάθηκαν οριστικά.

7. Η παρθενικότητα των μύθων της Αχαΐας Φθιώτιδας

                    Η περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας, το κύριο μέρος της οποίας, στη σημερινή γεωγραφική πραγματικότητα, αποτελεί η επαρχία Αλμυρού – με βασικό χαρακτηριστικό και επιβλητικά κυρίαρχο γεωγραφικό στοιχείο τον ορεινό όγκο της Όθρης, – δεν είναι πολύ γνωστή για τις αναφορές της μυθολογίας που σχετίζονται μ’ αυτήν. Η επαρχία Αλμυρού είναι μία από αυτές τις περιοχές των οποίων οι μυθολογικές επινοήσεις των λαών τους δεν φαίνεται, για το ευρύτερο τουλάχιστο κοινό, να υπάρχουν ή να είναι πολύ γνωστές. Είναι μία από τις περιοχές εκείνες των οποίων οι μύθοι λησμονήθηκαν.
Ο ρόλος της Αχαΐας Φθιώτιδας στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα της πατρίδας μας δεν ήταν ποτέ σχεδόν σημαντικός και κυρίαρχος. Η Αχαΐα Φθιώτιδα ποτέ της δεν έπαιξε ηγετικό και καθοριστικό των γεγονότων ρόλο στην ελληνική ιστορία με μόνη ίσως εξαίρεση την σύντομη εποχή του Πηλέα, του Αχιλλέα και του Νεοπτόλεμου. Αυτή είναι η μόνη εποχή κατά την οποία ακμάζουν τα κράτη της Φθίας και της Αχαΐας Φθιώτιδας. Οι βασιλιάδες τους, Πηλέας, Αχιλλέας, Νεοπτόλεμος, Πρωτεσίλαος, Φιλοκτήτης είναι ισχυροί τόσο πολύ την εποχή αυτή, ώστε η συμμετοχή τους στον Τρωικό Πόλεμο, για την επιτυχία του εγχειρήματος, να θεωρείται από την υπάρχουσα μυθολογία απαραίτητη. Γι’ αυτό κι αυτή ακριβώς η εποχή έχει να εμφανίσει πολλούς σχετικούς μύθους και μάλιστα με πολλές λεπτομέρειες κι όλα τα χαρακτηριστικά της «καλλιεργημένης» μορφής των μύθων. Και αυτή ακριβώς η εξαίρεση είναι εκείνη που ενισχύει την παραπάνω άποψή μας. Είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Οι μύθοι της εποχής αυτής ούτε να οικειοποιηθούν από άλλους ήταν εύκολο ούτε και να αποσιωπηθούν. Οι καλλιεργημένοι μύθοι, ως επεξεργασμένο υλικό, αποκτούν ταυτότητα και δεν είναι δυνατή η οικειοποίησή τους από άλλους.
Σε καμιά άλλη εποχή, σ’ όλη την ιστορική διαδρομή της, η περιοχή αυτή δεν έκανε κατακτητικούς και επεκτατικούς πολέμους. Αντίθετα, σχεδόν πάντοτε, έπαιζε δευτερεύοντες ρόλους, ρόλους που επιβάλλονταν από άλλους ισχυρούς παράγοντες. Πολλοί ήταν εκείνοι που κατά καιρούς διεκδικούσαν την κατοχή της περιοχής αυτής. Ήταν πάντοτε αντικείμενο διεκδίκησης και διαφορών μεταξύ των διάφορων κατακτητών. Αυτοί οι άλλοι, οι ισχυροί, αποφάσιζαν για την τύχη της, αυτοί καθόριζαν το μέλλον της, αυτοί άρπαζαν, τροποποιούσαν και λεηλατούσαν επομένως και τους μύθους της και ως άλλα «Ελγίνεια» τα τοποθετούσαν στα δικά τους «μουσεία». Την εποχή μάλιστα που δημιουργούνταν η «καλλιεργημένη» μυθολογία από τους παντοδύναμους και περήφανους νικητές των περσικών πολέμων Αθηναίους και τους άλλους ισχυρούς οι άτυχοι Αχαιοί Φθιώτες και οι άλλοι Θεσσαλοί έσερναν επάνω τους την ντροπιαστική και ανεξίτηλη κατηγορία του «μηδίσαντος» και έπρεπε να πληρώνουν «φόρο υποτελείας» στο αθηναϊκό ταμείο.
Οι συνθήκες αυτές της υποτέλειας και της συνακόλουθης μ’ αυτήν οικονομικής δυσχέρειας της περιοχής δεν επέτρεψαν ούτε την ανάπτυξη των γραμμάτων ούτε και την παρουσία πνευματικών ανθρώπων και δημιουργών, οι οποίοι θα διέσωζαν την πνευματική δημιουργία του λαού τους. Δεν υπήρχαν άνθρωποι να διακηρύξουν ότι «αυτά τα μάρμαρα (μύθοι) είναι δικά μας» και να προσπαθήσουν να πείσουν τους ανθρώπους της περιοχής τους ότι «αυτά τα μάρμαρα (μύθοι) θα μας σώσουν».
Κάτω από τέτοιες συνθήκες δεν ήταν δυνατό ν’ αναπτυχθούν στους κατοίκους της περιοχής αυτής αισθήματα περηφάνιας και ξεχωριστής αυτογνωσίας ή εγωιστικής νοοτροπίας μιας αντίληψης περιούσιου και ευνοημένου από τους θεούς λαού. Ούτε οι τοπικοί άρχοντες τούτης της περιοχής – εξαιτίας του δευτερεύοντος και σχεδόν πάντοτε ακούσιου και δορυφόρου ρόλου τους, κάτω από την επιρροή κάποιου άλλου ισχυρότερου – απόκτησαν αίσθημα κάποιας υπεροχής. Έτσι οι τοπικοί άρχοντες της Αχαΐας Φθιώτιδας ποτέ τους δεν επέβαλαν στους υπηκόους τους θεϊκή καταγωγή. για το άτομό τους. Αλλά και όταν – όπως θα φανεί από τα παρακάτω – οι κάτοικοι της περιοχής τους παραχωρούσαν αυτήν την θεϊκή καταγωγή, φανταζόμενοι και μυθολογώντας προκειμένου να εξηγήσουν το μεγαλείο τους, θεϊκές επεμβάσεις, για να μπορούν να εξασφαλίσουν με τον τρόπο αυτό την υποταγή των υπηκόων και την αποφυγή αμφισβητήσεων και ταραχών, οι άρχοντες τούτου του τόπου δεν φρόντιζαν ούτε τότε να την διατηρήσουν και να την διαδώσουν.
Ακόμα και οι απαραίτητες και επιβαλλόμενες, με το πέρασμα των καιρών, από τις εκάστοτε συναντήσεις θεϊκών οντοτήτων, θεοκρασίες σε τούτους τους τόπους απέβαιναν πάντοτε σε βάρος των τοπικών θεών. Υπόκυπταν και οι θεοί τους όπως οι άρχοντές τους στους εκάστοτε ισχυρότερους εισβολείς ξένους θεούς και κατακτητές άρχοντες. Οι κατακτητές μαζί με τη γη, τους άρχοντες και τους θεούς, άρπαζαν και τους μύθους και οικειοποιούνταν ό,τι από την ιστορία των κατακτημένων προσφερόταν για την εξυπηρέτηση των επιδιώξεών τους Οι ντόπιοι – όπως γίνεται και στην εποχή μας -ήθελαν να φαίνονται «σύγχρονοι» και «πολιτισμένοι». «Ντρέπονταν» να πιστεύουν σ’ όσα τους άφησαν οι πατεράδες τους και έσπευδαν ν’ απορρίψουν από μέσα τους τον «επαρχιώτη» και φρόντιζαν να τους αναγνωρισθεί ότι πλέον ήταν «σύγχρονοι»
Ο Νικόλαος Γεωργιάδης επιλέγει για το θέμα αυτό: «Ἀλλὰ δυστυχῶς μετὰ τοῦ Ἀχιλλέως παρέρχεται καὶ ἡ ἐν τῆ παιδικῆ ἡλικίᾳ ἀκμὴ καὶ λάμψις τῆς Θεσσαλίας, καὶ βραδύτερον, ὅτε ἡ ἀνδρωθεῖσα μεσημβρινωτέρα Ἑλλάς ἀνέβη περίλαμπρος ἐπὶ τῆς σκηνῆς τῆς παγκοσμίου ἱστορίας, διαπράξασα θαυμάσια ἐν τε τῇ ἐπιστήμῃ καὶ τῇ τέχνῃ, ὁ Θεσσαλός, ἐντρυφῶν ἐν τῇ ὡραίᾳ αὐτοῦ γῇ, δέν δύναται νά  ἀμιλληθῇ οὔτε ὑπὸ πολιτικἠν, οὔτε ὑπὸ ἐπιστημονικὴν, οὔτε ὑπὸ καλλιτεχνικὴν ἔποψιν με τοὺς νοτιωτέρους ὁμοφύλους του. Διὸ καὶ σπανίως μνημονεύεται ἡ Θεσσαλία ὑπὸ τῶν ἀρχαίων συγγραφέων ἐν τῇ ἱστορικῇ ἐποχῇ»
Όλα αυτά είναι παράγοντες που δυσκολεύουν την ανάπτυξη κλίματος ευνοϊκού για κάποια παρέμβαση στην αγνή και φυσική διαδικασία της λαϊκής μυθοπλασίας.                                 Δεν ευνοούνταν ακόμη ούτε και αυτή έστω η απλή φροντίδα για κάποια στοιχειώδη καταγραφή των όσων τοπικών μύθων και μυθολογικών εκδοχών υπήρχαν και όσων δημιουργούνταν, η οποία φροντίδα θα μας εξασφάλιζε την πρώτη αυθεντική γραφή των μύθων αυτής της περιοχής. Τέτοιες σκόπιμες διεργασίες και παρεμβάσεις στην λαϊκή δημιουργία, για ένα λαό που πάλευε σκληρά απλώς και μόνο για να μπορέσει να επιζήσει και ν’ ανταποκριθεί στις πάντοτε δύσκολες συνθήκες, για ένα λαό που ζούσε στο περιθώριο της ιστορίας, θεωρούνταν περιττές και ανεπίτρεπτες πολυτέλειες. Η ντροπή εξάλλου και η περιφρονητική μεταχείρισή τους εκ μέρους των άλλων, των νοτιότερων Ελλήνων εξαιτίας του μηδισμού τους κατά τους περσικούς πολέμους, παρέλυε ή και απαγόρευε κάθε τέτοια σκέψη.
Οι παραπάνω όμως δύσκολες συνθήκες είναι ακριβώς εκείνες που εξασφαλίζουν την παρθενικότητα όσων μύθων δημιουργήθηκαν στις περιοχές αυτές και με κάποιο τρόπο διασώθηκαν, στην όποια αποσπασματική και κατασπαραγμένη έστω μορφή με την οποία διασώθηκαν. Ταυτόχρονα η μη έγκαιρη και φροντισμένη καταγραφή τους και η παρέλευση πολλού χρόνου μέχρι τη στιγμή που κάποιος μας έδωσε, έστω και αποσπασματικά, την πρώτη τους καταγραφή, είναι οι αιτίες για την έλλειψη των λεπτομερειών στη ροή των γεγονότων και για την ανυπαρξία σ’ αυτούς κάποιας λογοτεχνικής καλλιέπειας και ωραιοποίησης. Η Αχαΐα Φθιώτιδα και η Φθία ήταν τόσο πολύ απόμακρα από τους τόπους και τους ανθρώπους που ασχολούνταν και επιδίδονταν στην καταγραφή, επεξεργασία και καλλιέργεια των μύθων.
Έτσι στους μύθους τούτης της περιοχής συναντάται η φυσική πρωτογενής αγνότητα των όποιων μύθων της μπορούν να εντοπισθούν. Αυτό σημαίνει αφτιασίδωτο και αγνό πρωτογενές υλικό, το οποίο δεν παρουσιάζει μεγάλα προβλήματα ερευνητικής αποκάθαρσης των μυθολογούμενων. Αλλά ταυτόχρονα αυτό σημαίνει και ύπαρξη δυσαναπλήρωτων κενών και ελλείψεων στους όποιους μύθους ανιχνεύονται, και τα οποία κενά παρουσιάζουν έτσι μεγάλα προβλήματα κάλυψης και εξασφάλισης μιας συνέχειας στη ροή της εξέλιξης. Δεν διασώθηκε στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας ολόκληρη η μυθολογία, ολόκληρη η μυθολογική παραγωγή της. Βρέθηκαν κάποια μόνο σπαράγματα. Όσα διασώθηκαν όμως είναι αυθεντικά γιατί δεν υπήρξαν, όπως αναφέρθηκε και αλλού, στην περιοχή αυτή οι λόγοι οι οποίοι να δικαιολογούν τις σκόπιμες αλλοιώσεις και οικειοποιήσεις μύθων άλλων περιοχών.

8. Ο σκοπός της προσπάθειάς μας

             Σκοπός της εργασίας μας αυτής είναι μια κάποια προσπάθεια συγκεντρωτικής παρουσίασης των μύθων της ευρύτερης περιοχής Αλμυρού, αυτής δηλαδή που στην αρχαιότητα, όπως αναφέρθηκε, καλυπτόταν και ήταν γνωστή κάτω από τα ονόματα Αχαΐα Φθιώτιδα και Φθία. Θα γίνει προσπάθεια συγκόλλησης και συντήρησης ή έστω απλής παράθεσης των όσων μυθολογικών σπαραγμάτων υπάρχουν.
Πιστεύουμε ότι με τον τρόπο αυτό θα μπορέσουμε ν’ αποδείξουμε την παραπάνω βασική μας θέση, ότι δηλαδή και οι άνθρωποι αυτής της περιοχής, όπως και κάθε τόπου, μυθολογούσαν και ότι οι μύθοι αυτοί μπορεί να απηχούν, θαμπά έστω και συγκαλυμμένα, στο βαθμό που αυτό συμβαίνει και με τους αγνούς και ανόθευτους μύθους όλων των άλλων παρόμοιων περιοχών, ιστορικά γεγονότα.
Μελετώντας λοιπόν τους μύθους της περιοχής αυτής και την όλη μυθολογική δημιουργία των ανθρώπων της και καταγράφοντάς την στην εργασία μας αυτή, πιστεύουμε ότι θεμελιώνουμε την πρώτη, την αρχική και απαραίτητη, βαθμίδα της συνολικής εξέτασης και καταγραφής της ιστορίας τής περιοχής τής Αχαΐας Φθιώτιδας.
Τα μυθολογικά ακούσματα με τα οποία ζούσαν, τρέφονταν, μεγάλωναν και δραστηριοποιούνταν αλλά και αποκτούσαν αυτοσυνείδηση οι άνθρωποι εκείνων των χρόνων – αλλά και των κατοπινών – γενιές και γενιές ολόκληρες σε τούτα τα χώματα, ανεξαρτήτως του εάν αυτά ήταν ντόπια δημιουργήματα ή φερμένα – σε πολύ σπάνιες και κατά τη γνώμη μας ανύπαρκτες περιπτώσεις – από άλλα μέρη, είναι οπωσδήποτε απηχήσεις της χαμένης στα βάθη του χρόνου ιστορικής αυτοσυνείδησης και δραστηριότητάς τους. Είναι θολά απομεινάρια της μνήμης των ιστορικών γεγονότων. Είναι η απαρχή της ιστορικής τους πορείας. Γιατί και αν ακόμη κάποιοι από τους μύθους αυτούς δεν υποκρύπτουν κάποια αλήθεια δεν έπαυσαν ποτέ τους και αυτοί – αφού για τους ανθρώπους τούτου του τόπου ήταν αληθινοί – να επιδρούν ως ακούσματα με την ίδια πάντοτε ενάργεια και δύναμη στη διαμόρφωση της ιστορικής συνείδησής τους και αυτογνωσίας. Δεν έπαυσαν για τους ανθρώπους τούτου του τόπου να είναι η πρώτη αρχή της ιστορικής τους μνήμης, δηλαδή η πρώτη αρχή της ιστορίας τους, η βαθύτερη συνολική τους ανάμνηση από την πορεία της δημιουργίας της αυτογνωσίας τους. Ίσως μάλιστα, επειδή αυτοί οι μύθοι περιφρονούνταν και αγνοούνταν από τους άλλους, οι ίδιοι οι δημιουργοί τους με περισσότερη αγάπη αλλά και πείσμα να τους κρατούσαν ως δικά τους ενισχυτικά και δυναμογόνα μυστικά.
Η μυθολογία κάθε τόπου είναι ένα μίγμα της άγνωστης και αγωνιωδώς αναζητούμενης προϊστορίας του και της, μόλις διακρινόμενης στο θαμπό λυκαυγές της πρώτης του παρουσίας, αρχής της ιστορίας του. Η συνολική και διαχρονική παρακολούθηση και εξέταση της ιστορίας ενός τόπου δεν μπορεί λοιπόν παρά ν’ αρχίσει από την μυθολογία του τόπου αυτού, αφού σ’ αυτήν ενυπάρχουν οι πρώτες θαμπές ιστορικές αλήθειες.
Εάν δε αυτό συμβαίνει με την μυθολογία κάθε τόπου και κάθε λαού, ακόμη και όταν αυτή είναι νοθευμένη σε μεγάλο βαθμό, πολύ μεγαλύτερη σημασία έχει η καταγραφή των μύθων μίας περιοχής όταν οι μύθοι της δεν έχουν αλλοιωθεί. Έτσι η αναμφισβήτητη αγνότητα και παρθενικότητα – για τους λόγους που αναφέραμε – των μύθων της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας επιβάλλει την προσεκτική μελέτη και εξέτασή τους, έστω και αν διασώζονται σε σπαραγμικά απομεινάρια και αποσπασματική μορφή.

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (1η συνέχεια)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Η ΠΕΡΙΟΧΗ TOY ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Μυθολογία ἐςὶ διήγησις παλαιοτάτων ἱςοριῶν,
αἱ ὁποῖαι ἀναμιχθεῖσαι μὲ πλάσματα, μετέβησαν
εἰς διηγήσεις θεῶν καὶ ἡμιθέων.
Στέφανος Κομμητάς.

Μύθος : Λόγος ψευδὴς εἰκονίζων τὴν ἀλήθειαν
(Λεξικό Σουίδα)

ΑΛΜΥΡΟΣ 2021

ΠΡΟΛΟΓΙΚΑ

                            Όταν πριν από αρκετά χρόνια πήρα την απόφαση ν’ ασχοληθώ με την καταγραφή της ιστορίας της περιοχής του Αλμυρού, βλέποντας, στις πρώτες μου, αδέξιες και χωρίς προηγούμενη εμπειρία, έρευνες, πόσο λιγοστά στοιχεία υπήρχαν για το θέμα μου, είχα την εντύπωση ότι η συγγραφή της ιστορίας αυτής δε θα μπορούσε να είναι τίποτε περισσότερο από ένα ολιγοσέλιδο μελέτημα. Δεν φαινόταν ότι ήταν δυνατό να βρεθούν αρκετά στοιχεία, τεκμηριωμένα με επιστημονικό τρόπο, ικανά να συγκροτήσουν ενιαίο και ολοκληρωμένο σύνολο και ν’ αποτελέσουν ένα έργο που θα ήταν σε θέση να δικαιολογήσει την ύπαρξή του και τον τίτλο του.
Καθώς όμως προχωρούσε το ψάξιμο και οι έρευνές μου στις βιβλιοθήκες γίνονταν επίμονες, τα λιγοστά καταρχήν, άγνωστα σε μένα μέχρι τότε, στοιχεία που σποραδικά συναντούσα, αποτελούσαν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Τα στοιχεία αυτά ενεργούσαν σαν σταγόνες δροσιάς στη μεγάλη ξηρασία που αντιμετώπιζα. Αυτές οι σταγόνες δροσιάς, λιγοστεύοντας την απελπισία μου, πότιζαν και κρατούσαν συνεχές και ζωντανό το ενδιαφέρον μου και με παρακινούσαν στην παραπέρα έρευνα.
Έτσι περνούσε ευχάριστα ο καιρός και οι πληροφορίες που συγκεντρώνονταν και οι εκπλήξεις συνεχώς πλήθαιναν. Ήταν μια δύσκολη εργασία αυτή η έρευνα και υπήρξαν στιγμές που άρχισε να γίνεται προβληματική η τακτοποίηση των δεδομένων της σε κάποια λογική σειρά. Δεν είχε κάποιος μέχρι τότε ασχοληθεί ουσιαστικά και αποκλειστικά με την συνολική ή μερική καταγραφή και μελέτη της ιστορίας της περιοχής του Αλμυρού. Πέρα από τα δημοσιεύματα των μελών της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού δεν υπήρχε τίποτε άλλο σημαντικό και συστηματικό. Έτσι δεν μπορούσα να έχω στη διάθεσή μου ούτε οδηγούς, ούτε βοηθήματα.
Παρ” όλα αυτά, με το πέρασμα του χρόνου και καθώς η έρευνα απλωνόταν, τα στοιχεία που συγκεντρώνονταν άρχισαν να πληθαίνουν ώστε γρήγορα ν’ αρχίσει να διαφαίνεται ότι η εργασία που επρόκειτο να γίνει όχι μόνο δεν θα ήταν απλώς ένα ολιγοσέλιδο μελέτημα, όπως προεικόνιζαν οι αρχικές μου απαισιόδοξες προβλέψεις, αλλά θα σύντομα θα έπρεπε ν’ αντιμετωπιστεί και το θέμα του τεμαχισμού της όλης εργασίας σε επιμέρους τμήματα.
Από τις πρώτες ακόμη σκέψεις, για την κατάτμηση της ύλης, εκτιμήθηκε ότι ένα από τα τμήματα αυτής της εργασίας, το πρώτο και εισαγωγικό, θα έπρεπε να είναι η μυθολογία της περιοχής. Η μυθολογία καλύπτει και αναφέρεται πάντοτε στο απώτατο παρελθόν της ανθρώπινης κατοίκησης και ιστορίας κάθε τόπου.          Πρέπει λοιπόν αυτή να είναι η αρχή από την οποία θα ξεκινήσει η καταγραφή της ιστορικής πορείας και εξέλιξης μιας περιοχής.
Εξάλλου κυρίαρχη σκέψη στην αντιμετώπιση του θέματος αυτού ήταν η ρήση του μεγάλου συμπατριώτη μου, του Στεφάνου Κομμητά από τους Κωφούς, την οποία επέλεξα ως προμετωπίδα αυτής της εργασίας: «Η μυθολογία είναι διήγηση πολύ παλαιών ιστοριών, οι οποίες, αφού αναμίχθηκαν με δημιουργήματα φαντασίας, μεταβλήθηκαν σε διηγήσεις για θεούς και ημιθέους».
Μ’ άλλα λόγια η μυθολογία μιας περιοχής, στην πρώτη της τουλάχιστον μορφή, χωρίς τις κατοπινές ποικίλες, σκόπιμες ή αθέλητες, επεμβάσεις και επικαλύψεις των αρχικών μύθων, συγκροτείται από τις πιο παλαιές ανιχνεύσιμες αναμνήσεις των κατοίκων της για τη ζωή των προγόνων τους. Η μυθολογία, στη βάση της, είναι η σκοτεινή, θολή και συγκεχυμένα διατηρημένη ανάμνηση των πολύ παλαιών ιστορικών γεγονότων, διαμορφωμένη σε μία ενιαία διηγηματική μορφή.
Αυτός ακριβώς είναι και ο σπουδαιότερος λόγος που καθιστά υποχρεωτική την καταγραφή της μυθολογίας ενός τόπου στο πρώτο, το εισαγωγικό, μέρος μιας εργασίας στην οποία πρόκειται ν’ αντιμετωπισθεί μία συνολική θεώρηση της ιστορικής εξέλιξης του τόπου και της ζωής των ανθρώπων που έζησαν σ’ αυτόν.
Η πρώτη, κάπως συστηματική, ενασχόλησή μου με τα ιδιαίτερα μυθολογικά θέματα της περιοχής του Αλμυρού και η πρώτη προσπάθεια καταγραφής τους σε μια μορφή που θα μπορούσε να παρουσιασθεί ενώπιον κοινού, έγινε με την ευκαιρία της πραγματοποίησης ενός συνεδρίου που οργάνωσε η κοινότητα Ανάβρας της επαρχίας Αλμυρού του νομού Μαγνησίας, το καλοκαίρι του 1993, με θέμα «Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Ανάβρας (Γούρας)».
Στην πολύ ευγενική πρόσκληση της οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου αυτού δήλωσα τη συμμετοχή μου με θέμα ανακοίνωσης: «Η Όθρυς στη Μυθολογία». Κάποια από τα στοιχεία της εργασίας που ακολουθεί, διασκορπισμένα φυσικά σ’ όλη της την έκταση, παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στο συνέδριο εκείνο σε μία, όπως ήταν φυσικό, πολύ συνεπτυγμένη μορφή λόγω έλλειψης χρόνου κατά την προφορική παρουσίαση του θέματος και χώρου στη γραπτή μορφή κατά την εκτύπωση των Πρακτικών του Συνεδρίου. Εξάλλου την εποχή εκείνη δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί η ερευνητική μου προσπάθεια. Η κατοπινή επίμονη συνέχιση εκείνης της έρευνας έφερε στο φως και πολλά άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία, τα οποία συμπλήρωσαν σε πολύ μεγάλο βαθμό τα υπάρχοντα κενά και ολοκλήρωσαν την εργασία, ώστε αυτή, κατά την προσωπική μου εκτίμηση, να μπορεί να παρουσιαστεί σε μια αυτοτελή μορφή, αυτήν που επιχειρείται με τούτη την παρουσίαση.
Κατά τη διάρκεια της ενασχόλησής μου αυτής η αντιμετώπιση του θέματος πέρασε από πολλές θεωρήσεις και διαφορετικά κοιτάγματα. Η αποκάλυψη διαρκώς και καινούργιων στοιχείων δημιουργούσε συνεχώς νέα προβλήματα συσχέτισης και ένταξής τους στο ενιαίο σύνολο, καθώς και θέματα ανάγκης συνεχούς και γενικής αναθεώρησης και αναδιοργάνωσης της όλης μορφής της εργασίας.
Για την εργασία τούτη προτίμησα τον τίτλο «Η ΠΕΡΙΟΧΗ TOY ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ». Ο τίτλος θα μπορούσε να είναι «Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΑΛΜΥΡΟΥ» ή «Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΛΜΥΡΟΥ». Θεώρησα τον πρώτο πιο ταιριασμένο από τους άλλους. Στην εργασία αυτή γίνεται μια προσπάθεια ανάδειξης, αξιοποίησης και ενιαίας συστηματικής παρουσίασης των αρχαιοελληνικών μυθολογικών αναφορών που υπάρχουν διάσπαρτες σε διάφορα μέρη εργασιών ελλήνων και αλλοδαπών συγγραφέων για την ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού του νομού Μαγνησίας.
Ωστόσο και ο τίτλος αυτός, που τελικά προτιμήθηκε, δεν ανταποκρίνεται ακριβώς στο αντικείμενο και το περιεχόμενο της εργασίας. Και τούτο γιατί ως περιοχή του Αλμυρού στην εργασία αυτή δεν θεωρείται η ομώνυμη περιοχή της σύγχρονης γεωγραφικής πραγματικότητας και της σημερινής διοικητικής κατανομής, αλλά μια πολύ ευρύτερη περιοχή, αυτή που ορίζεται κυρίως από ολόκληρο τον ορεινό όγκο της Όθρης με όλες τις προποδικές και πεδινές προεκτάσεις του στους νομούς που τον περιβάλλουν, δηλαδή τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας, Καρδίτσας και Φθιώτιδας. Είναι ακριβώς (ή περίπου) η περιοχή η οποία στην αρχαιότητα δηλωνόταν με τα ονόματα «Αχαΐα Φθιώτιδα» και «Φθία». Η περιοχή αυτή, τουλάχιστο για την αρχαία εποχή, θεωρώ ότι αποτελούσε (και αποτελεί ίσως και σήμερα) ενιαίο και αδιάσπαστο γεωγραφικό, κοινωνικό, οικονομικό, ιστοριογραφικό και πολιτισμικό χώρο. Την περιοχή αυτή, όταν πρόκειται τουλάχιστο για την καταγραφή της ιστορικής της διαδρομής, δεν μπορούμε παρά να την αντιμετωπίζουμε συνολικά.
Θα μπορούσε λοιπόν, με μία δεοντολογικά επιστημονικότερη θεώρηση του θέματος της ονομασίας της, η εργασία αυτή να έχει τον τίτλο «Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΑΧΑΪΑΣ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ». Αυτός ο τίτλος καλύπτει ακριβώς το περιεχόμενο τούτης της εργασίας. Μία περιοχή της αρχαίας Ελλάδας είναι φυσικό να αναμειγνύεται σε μύθους. Μία περιοχή της σύγχρονης πραγματικότητας δεν έχει ίσως θέση σε κάτι τέτοιο. Ωστόσο, σε βάρος της επιστημονικότητας αυτής της θέσης και της αντικειμενικής δεοντολογίας, και παρά την σαφή και πλήρη γνώση της επιχειρούμενης, τολμηρής ίσως, «παρατυπίας», τελικά κυριάρχησε η εσώψυχα βαθιά στεριωμένη «αγιάτρευτη» λατρεία για την ιδιαίτερη πατρίδα μου, το σημερινό όνομα της οποίας ήθελα να φανεί και στον τίτλο. Ήταν τόσο απόμακρα μέσα μου η «Αχαΐα Φθιώτιδα» όπως και η «Φθία» και τόσο πολύ κοντά στο χρόνο και στην καρδιά μου η «περιοχή Αλμυρού».

Τόλμησα λοιπόν την «παρατυπία» μου αυτή ελπίζοντας στην κατανόηση και στην «άφεση των αμαρτημάτων μου» μόνο και μόνο γιατί «αγάπησα πολύ».
Η μυθολογία ενός τόπου και ενός λαού βεβαίως δεν είναι δυνατό ν’ αποχωριστεί εντελώς από την καθαρή ιστορία του. Η μυθολογία εμπεριέχει πάντοτε και πραγματικά στοιχεία και βεβαιωμένα ιστορικά γεγονότα, έστω κι αν κάποια απ’ αυτά, μερικές φορές, είναι πολύ δύσκολο, ή και σχεδόν αδύνατο, ν’ αποχωρισθούν εντελώς από τα πάμπολλα μυθικά επικαλύμματα που έχουν προσθέσει πάνω τους οι αιώνες. Αλλά και κάτω από τα θεωρούμενα ως βεβαιωμένα ιστορικά γεγονότα κρύβονται μερικές φορές και μυθικές επινοήσεις ή έχουν γίνει σ’ αυτά μυθικές προσθήκες και επικαλύψεις. Τρανά τέτοια παραδείγματα είναι τα όσα ακούγονται για τον Τρωικό Πόλεμο και την Αργοναυτική Εκστρατεία. Υπάρχουν οπωσδήποτε στις δύο αυτές γνωστές σ’ όλους διηγήσεις και ιστορικά – πραγματικά – γεγονότα στους βασικούς πυρήνες των μύθων τους.
Δεν είναι λοιπόν εύκολο, σε μια διήγηση που αναφέρεται στο απώτατο παρελθόν μιας περιοχής και για τα ιστορικά δεδομένα της οποίας δεν μπορεί να βρεθούν επιστημονικά τεκμηριωμένες αποδείξεις, να διαχωριστούν πλήρως τα μυθικά από τα καθαρώς ιστορικά στοιχεία.
Αυτό συμβαίνει στη μυθολογία κάθε λαού. Σε πολύ όμως μεγαλύτερο βαθμό παρατηρείται αυτό στην Ελληνική Μυθολογία. Και συμβαίνει αυτό στην Ελληνική Μυθολογία επειδή η αναμφισβήτητα πολύ μεγάλη υπεροχή της μυθοπλαστικής ικανότητας του ελληνικού πνεύματος απέναντι σ’ εκείνη των άλλων λαών, έγινε η αιτία ώστε οι μύθοι των Ελλήνων να έχουν τόσο πολύ αληθοφανή μορφή, τέτοια λογική ροή και τόσο θαυμάσια πλοκή, ώστε πολύ εύκολα να είναι δυνατό, μερικά τουλάχιστο, μυθολογήματα να εκληφθούν ως ιστορικά γεγονότα. Καθαρά μυθολογικές διηγήσεις συμβαίνει να παρουσιάζονται με τόση ζωντάνια και τόση αληθοφάνεια, ώστε να είναι πολύ δύσκολο ν’ αμφισβητηθεί η πιθανή ιστορικότητά τους.

Αντίθετα, και για τους ίδιους λόγους, πραγματικά στοιχεία και ιστορικά γεγονότα έχουν περάσει στη σχετική αρχαιοελληνική δραματουργική γραμματεία με τόση τέχνη ώστε να μπορούν να θεωρηθούν και ως μυθολογήματα. Τα ιστορικά αυτά γεγονότα και τα πραγματικά στοιχεία με το πέρασμα των καιρών επικαλύφθηκαν και με θαυμάσιες μυθολογικές επινοήσεις και προσθήκες κυρίως εκ μέρους των τραγικών ποιητών και των άλλων δημιουργών. Έτσι θεωρούνται – και είναι – περισσότερο γνωστά ως μύθοι παρά ως ιστορικά γεγονότα. Πρόσωπα με βεβαιωμένη ιστορικά την ύπαρξή τους έχουν περιτυλιχθεί, σκόπιμα αρκετές φορές – ή αθέλητα σε άλλες περιπτώσεις – από μυθολογήματα σε τόσο μεγάλο βαθμό και με τέτοια τέχνη, ώστε η αληθινότητά τους ν’ αμφισβητείται έντονα.
Αυτή η μίξη ιστορίας και μυθολογίας δεν ήταν δυνατό ν’ αποφευχθεί και στην εργασία αυτή. Έτσι, μόλο που αυτή η εργασία αναφέρεται στην μυθολογία της ευρύτερης περιοχής Αλμυρού, μνημονεύονται σ’ αυτήν παράλληλα και πολλά σαφώς γνωστά ως ιστορικά γεγονότα. Αλλά, εδώ, όποτε και στο βαθμό που αυτό γίνεται, όσα γνωστά και ιστορικώς βεβαιωμένα στοιχεία μνημονεύονται δεν αναφέρονται ούτε από άγνοια ή σύγχυση, ούτε από αδυναμία εντόπισης και διαχωρισμού τους από τις μυθολογικές επικαλύψεις. Δεν έγινε καμία προσπάθεια επισήμανσης και διαχωρισμού τους. Δεν αντιμετωπίστηκε στην εργασία μας αυτό το θέμα, απλά και μόνο διότι δεν χρειαζόταν.

Τα όποια ιστορικά στοιχεία αναγκαστικά αναφέρονται εδώ μνημονεύονται ως στοιχεία αναπόσπαστα από τη μυθολογία τούτου του τόπου. Αυτά όμως είναι σαφές ότι είναι θέματα της ιστορίας. Αναφέρονται π. χ. ιστορικά πρόσωπα και ενέργειες υπαρκτών προσώπων σχετικές με λατρείες και αφιερώματα σε ιερά θεών αναγκαστικά. Είναι γνωστό ότι οι αρχαιοελληνικοί θεοί και οι αναφερόμενες δήθεν επεμβάσεις τους στα ανθρώπινα πεπραγμένα θεωρούνται από τους ανθρώπους της εποχής μας μυθολογήματα αλλά οι ναοί των θεών αυτών και οι άνθρωποι εκείνης της εποχής, οι οποίοι εκδήλωναν τη λατρεία τους σ’ αυτούς, ήταν υπαρκτοί. Δεν είναι δυνατή επομένως η καταγραφή των μυθολογικών επινοήσεων των ανθρώπων της εποχής εκείνης χωρίς την παράλληλη μνημόνευση των ιστορικών γεγονότων και προσώπων που σχετίζονται μ’ αυτά.
Ωστόσο, τα ελάχιστα αυτά ιστορικά γεγονότα και υπαρκτά στοιχεία, που αναγκαστικά μνημονεύονται στην εργασία μας αυτή, δεν εξετάζονται από κάποια ιστορική άποψη, δεν εντάσσονται στην αντίστοιχη ιστορική εποχή, δεν ταξινομούνται χρονικά, δεν συσχετίζονται μ’ άλλα γεγονότα, δεν κρίνονται δηλαδή ως ιστορικά γεγονότα. Όσα τέτοια στοιχεία αναφέρονται εντοπίζονται και διαχωρίζονται εύκολα από τον αναγνώστη. Δεν ενοχλεί η αναφορά τους μαζί με τα μυθολογήματα. Μνημονεύονται γιατί δεν ήταν δυνατό να παραλειφθούν από ό,τι μπορεί να θεωρηθεί μυθολογία.
Δεν γίνεται ακόμη – εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις – κριτική θεώρηση των αναφερόμενων. Μύθος και πραγματικά γεγονότα, μυθολογία και ιστορία, αναφέρονται μαζί ως ενιαία ακούσματα, γιατί ως τέτοια διαπότιζαν τη συνείδηση του λαού τούτου του τόπου, ως τέτοια επιδρούσαν στη ζωή του και διαμόρφωναν την κοινωνική ύπαρξη και την ιστορική τους συνείδηση. Ποτέ τους, εξάλλου, οι άνθρωποι εκείνης της εποχής δεν τα ξεχώριζαν μεταξύ τους. Ο βασιλιάς Πύρρος π. χ., υπαρκτό και ιστορικά βεβαιωμένο πρόσωπο, ο οποίος αφιέρωνε στο ναό της Ιτωνίας Αθηνάς τα λάφυρα του πολέμου, και η ίδια η Ιτωνία Αθηνά, πλάσμα των μύθων και της φαντασίας του αρχαίου Έλληνα Αχαιού Φθιώτη, ήταν εξίσου υπαρκτά ως πρόσωπα και εξίσου ανεκτά και πιστευτά από αυτόν ως ακούσματα. Κι όταν ο μεγάλος πέρσης βασιλιάς Ξέρξης, μπροστά στα όσα άκουσε για τον τρομερό Λαφύστιο Δία, εμπόδιζε τους στρατιώτες του να πλησιάσουν στο σεβαστό από όλους ιερό του Λαφύστιου Δία στην Άλο, δυνάμωνε με την ιστορικά βεβαιωμένη αυτή ενέργειά του, την πίστη του λαού στο θεό τους στον ίδιο βαθμό όπως και τα όσα μυθολογήματα ακούγονταν γι’ αυτήν την θεότητα.

Γι’ αυτό και όλα αυτά αναφέρονται μαζί και στην εργασία αυτή. Η μυθολογία έπρεπε να έχει οπωσδήποτε ένα σκελετό στον οποίο να στηριχθεί. Ο σκελετός αυτός είναι ασφαλώς αναμνήσεις ιστορικών γεγονότων. Πίστευαν οι αρχαίοι πρόγονοι των κατοίκων τούτου του τόπου, οι Αχαιοί Φθιώτες, όπως και οι άνθρωποι κάθε τόπου, στην ύπαρξη του δυνατού βασιλιά τους γιατί τον έβλεπαν να ζει ανάμεσά τους, πίστευαν όμως ταυτόχρονα – στο βαθμό που πίστευαν και όσοι απ’ αυτούς πίστευαν – και ότι για να γεννηθεί ο βασιλιάς τους κοιμήθηκε με τη μητέρα του κάποιος θεός ή τουλάχιστον πίστευαν ότι ο βασιλιάς τους είχε την εύνοια και την αγάπη κάποιου θεού.
Δεν μας απασχολεί επίσης στην εργασία αυτή – συστηματικά τουλάχιστον – η λεπτομερής και με αυστηρά επιστημονικό και καθαρά ερευνητικό τρόπο, μελέτη των προβλημάτων της εντοπιότητας των μύθων ή της πιθανής μεταφοράς τους από άλλα μέρη. Δεν ασχολούμαστε επίσης συστηματικά με προβλήματα ερμηνείας των μύθων. Δεν κάνουμε επιστημονική μυθολογική έρευνα. Καταγράφουμε τους μύθους εκείνους οι οποίοι ως ακούσματα διαπότιζαν τη συνείδηση των ανθρώπων της περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας και δημιουργούσαν την ταυτότητα, την αυτογνωσία και την αυτοσυνείδησή τους αλλά και ταυτόχρονα διαμόρφωναν και χάραζαν τα μελλοντικά τους οράματα και προσδιόριζαν τις δραστηριότητές τους. Τα θεωρούμε όλα «κατάλοιπα» της «ιστορίας» τους που έγιναν διηγήσεις, μύθοι, θρύλοι, παραδόσεις και τους έτρεφαν. Πιστεύουμε ότι μόνο μια τέτοια θεώρηση της μυθολογίας μιας περιοχής μπορεί να καταγραφεί για να μπορέσει έτσι να θεωρηθεί ως η πρώτη αρχή της ιστορικής πορείας του λαού της.
Στη μυθολογία της Αχαΐας Φθιώτιδας, την οποία προσπαθούμε να καταγράψουμε στις σελίδες της εργασίας αυτής, όπως θα δει ο αναγνώστης, περιλαμβάνονται και μύθοι των οποίων οι πρωταγωνιστές έζησαν σ’ άλλες περιοχές. Αυτοί είναι εκείνοι οι μύθοι των οποίων οι ήρωες και οι πρωταγωνιστές, κατά την επικρατέστερη μυθολογική άποψη ή έστω, κατά τη μυθολογική άποψη που ακουγόταν και πιστευόταν ως αληθινή σε τούτα τα μέρη, κατάγονταν από την Αχαΐα Φθιώτιδα ή τη Φθία ή είχαν κάποια σχέση μ’ αυτή την περιοχή. Είναι επόμενο να σκεφθούμε ότι τα «κατορθώματα» των ταξιδεμένων αυτών παλικαριών τους οι άνθρωποι της περιοχής τα μάθαιναν και τα τραγουδούσαν.

Ήταν κατορθώματα που τους ενδιέφεραν ή τους έκαναν περήφανους. Ήταν επομένως και αυτά μυθολογικά ακούσματα που τα ιστορούσαν και καμάρωναν αλλά και ταυτόχρονα διαπότιζαν τη συνείδησή τους το ίδιο αποτελεσματικά όπως και τ’ άλλα ακούσματα για τους ντόπιους, τους καθαρά δικούς τους, ήρωες. Ο Φρίξος π. χ. και ο Αχιλλέας ήταν δικά τους παλικάρια αλλά πραγματοποίησαν τα περισσότερα από τα μεγάλα κατορθώματά τους σ” άλλους τόπους. Θεωρούνταν επομένως τα κατορθώματά τους, κατορθώματα και γεγονότα, «ιστορία», τούτου του τόπου. Επιδρούσαν και αυτά, ως ακούσματα, στη διαμόρφωση της αυτοσυνείδησης των ανθρώπων τούτου του τόπου. Αποτελούσαν και αυτά μέρος του «ένδοξου» παρελθόντος τούτου του τόπου.
Πέραν όμως από τον παραπάνω ουσιαστικό λόγο για τον οποίο θεωρούμε αυτά μέρος της μυθολογίας της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας, και ο οποίος λόγος μάς οδήγησε στην απόφαση να τα καταγράψουμε και να τα εντάξουμε στην μυθολογία τούτης της περιοχής, υπάρχει και άλλος σοβαρότερος λόγος γι’ αυτή μας την ενέργεια. Όπως θ’ αναφέρουμε σ’ επόμενες σελίδες, πολλά από τα μυθολογούμενα γεγονότα που φέρονται να έχουν πραγματοποιηθεί σε ξένες χώρες από ήρωες που κατάγονταν από την Αχαΐα Φθιώτιδα ή τη Φθία, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι στην πραγματικότητα είχαν λάβει χώρα σε τούτα τα μέρη και από εδώ είχαν μεταφερθεί στις νέες πατρίδες των πρωταγωνιστών τους.

 

ΣΠΑΛΑΥΘΡΑ -ΟΛΙΖΩΝ -ΧΟΡΤΟΝ -ΧΟΡΤΙΚΑΣΤΡΟΝ-ΜΗΛΙΝΑ -ΝΗΣΙΣ ΑΛΑΤΑΣ

Νικόλαος Ι. Γιαννόπουλος

Σπάλαυθρα – Ὀλιζών Χόρτον – Χορτόκαστρον – Μηλῖνα – Νησίς Ἁλατᾶς
Κατ’ Ὀκτώβριον τοῦ 1920 ἐξέδραμον εἰς Ἀργαλαστὴν τοῦ Πηλίου τῆς ἐπαρχίας Μαγνησίας τῆς Θεσσαλίας, καὶ πέριξ αὐτῆς, .ἤτοι εἰς τοὺς παραλίους συνοικισμοὺς Χόρτον καὶ Μηλῖναν καὶ τὴν νησίδα Ἁλατᾶν, πρὸς ἐξερεύνησιν αὐτῶν ἀπὸ ἀρχαιολογικῆς καὶ ἱστορικῆς ἀπόψεως, καὶ ἰδίως κατὰ τοὺς παλαιοχριστιανικοὺς καὶ βυζαντινοὺς χρόνους, τοσούτῳ μᾶλλον, ὅσῳ ἐκ τῶν νεωτέρων ὅσοι ἔγραψαν περὶ Θεσσαλίας καθόλου ἤ ἐν μέρει καὶ περὶ θεσσαλικῆς Μαγνησίας ἰδίᾳ, μόνον περὶ τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ μέρους ἠσχολήθησαν, παραλιπόντες τὰ ἄλλα.
Ἐν τῷ παρὰ τὴν Μηλῖναν παρεκκλησίῳ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, νεωστὶ ἀνεγερθέντι ἐπὶ ἀρχαιοτέρου χρόνου τοιούτου δαπάνῃ τοῦ κ. Γ. Κιαδήμου, εὗρον τεμάχιον σπονδύλου κίονος μονολίθου ἐκ λευκοῦ μαρμάρου ἐρριμένου ἐν τῷ δαπέδῷ αὐτοῦ. Ἦσαν δ’ ἐντετοιχισμένα ἐν μὲν τῷ νάρθηκι τοῦ ναϊδρίου κίων λεπτὸς λευκοῦ μαρμάρου τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων, κατὰ μὲν τὸ ἥμισυ φέρων ραβδώσεις αὐλακωτὰς καθέτους καὶ ἄνω ἐπὶ τῆς κορυφῆς ἐπίκρανον παλαιοχριστιανικόν, ὃπερ ἐσχάτως ὑπὸ ἀπεροκάλλου κτίστου παρεμορφώθη διὰ τοῦ λιθοξοϊκοῦ κτενός.
Κατὰ δὲ τὴν δυτικὴν πλευρὰν τοῦ ναϊδρίου εἶναι ἐντετοιχισμένον κιονόκρανον παλαιοχριστιανικὸν τοῦ 5ου ἕως 6ου μ. Χ. αἰῶνος φέρον κατὰ τὰς στενὰς λοξοτμήτους πλευρὰς ἔνθεν μὲν σταυρὸν ἐντὸς κύκλου μεταξὺ κλάδων ἀκάνθης μαλακῆς, ἔνθεν δὲ σταυρὸν ἄνευ κύκλου μεταξὺ ἐπίσης φύλλων ἀκάνθης μαλακῆς.
Ἑτέρους δὲ λίθους ἀρχιτεκτονικοὺς παλαιοχριστιανικοὺς δὲν εὗρον ἐνταῦθα. Ἔμαθον ὅμως ὅτι πρὸ ὀλίγων ἐτῶν ἐφορτώθησαν τοιοῦτοι λίθοι ἐπὶ ἱστιοφόρου πλοίου μετενεχθέντες τὶς οἶδε ποῦ. Πέριξ ὅμως τοῦ ναϊδρίου σώζονται ἔτι καὶ νῦν ἐκτάδην ἐρριμένοι ἱκανοὶ παλαιοχριστιανικοὶ ἀρχιτεκτονικοὶ λίθοι, παρ’ ὅλην τὴν ἀφαίρεσιν αὐτῶν πρό τινων ἐτῶν, ὡς προεῖπον. Τὰ μνημεῖα δὲ ταῦτα τῆς παλαιοχριστιανικῆς τέχνης μαρτυροῦσιν ὅτι τὸ πάλαι ἐνταῦθα θὰ ἔκειτο χριστιανικὸς ναὸς τῶν προβυζαντινῶν χρόνων, ὡς ἐκ τοῦ ρυθμοῦ τῶν γλυπτῶν δηλοῦται, ἄν μὴ μετηνέχθησαν ταῦτα ἐκ τοῦ παραλίου συνοικισμοῦ Χόρτου, ἀφισταμένου 20 λεπτὰ τῆς ὥρας ἀπὸ τῆς Μηλίνης, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὑψοῦται λόφος, ἔχων ἀρχαίαν ἀκρόπολιν, ἣν ἀποδίδουσιν πάντες οἱ νεώτεροι συγγραφεῖς εἰς τὴν ἀρχαίαν πόλιν Σπάλαυθρα, ὡς θὰ ἴδωμεν κατωτέρω.
Τοὺς παρὰ τὸν ναΐσκον ἐρριμένους ἀρχαίους ἀρχιτεκτονικοὺς λίθους τοῦ 5ου καὶ 6ου μ. Χ. αἰῶνος περιγράφομεν ἐνταῦθα:
1) Μεσοθύριον διλόβου παραθύρου (ὕψος 1 μέτρ. Χ πλάτος 0,50 μ.)
2) Πλὰξ ὀρθογώνιος λευκοῦ μαρμάρου τεθειμένη ὡς κατώφλιον τῆς θύρας τοῦ ναΐσκου, προφανῶς ἐξ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ ναοῦ ληφθεῖσα. (Μῆκος 1,80 καὶ πλάτος ἄδηλον, διότι κατὰ τὸ ἥμισυ ἐκαλύπτετο, καὶ πάχος 0,15 μ.).
3) Ὁ ἐλικοειδῶς καὶ καθέτως ῥαβδωτὸς κίων, περὶ οὗ ἀνωτέρω εἴπομεν (ὕψος 1,80 καὶ διαμέτρου 0,25 μ.) ὑποβαστάζων δύο τόξα τοῦ νάρθηκος.
4) Κιονόκρανον παλαιοχριστιανικὸν μετὰ γλυφῶν, περὶ οὗ ἀνωτέρω ἐλέχθη, ἐντετοιχισμένον ἐπὶ τῆς δυτικῆς πλευρᾶς τοῦ ναΐσκου, ἀνῆκον δὲ εἰς τὴν κατηγορίαν των Συνθέτων Κιονοκράνων, δηλαδὴ ῥυθμοῦ ἰωνικοῦ μεθ’ ἑλίκων καὶ ἐπιθήματος παλαιοχριστιανικοῦ (μῆκ. 0,60 μ. καὶ πλ. 0,40 μ.)1
5) Κιονόκρανον μικρότερον ἐπὶ τοῦ ὑπ’ ἀριθ. 3 κίονος ὑποβαστάζον δύο τόξα τοῦ νάρθηκος καὶ ἀποξεσθὲν πλαγίως, ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν.
6) Δύο διάστηλα κιγκλιδώματα ἱεροῦ Βήματος, φέροντα κατὰ μῆκος ὀρθογώνια πλαίσια ἔχοντα ἕκαστον μῆκος 0,90 μ., πλάτος 0,60 μ. καὶ πάχος 0,12 μ.
7) Γείσωμα ἐκ λευκοῦ μαρμάρου (Μῆκος, 1,60 μ., πλάτος ο,26 μ. , πάχος 0,19 μ.)
8) Θύρωμα ἐκ πλακὸς ὀρθογωνίου ἐκ λευκοῦ μαρμάρου φέρον ἐντομὴν τοξοειδῆ, μετ’ ἐλαφρῶν κυμάτων πέριξ καὶ ἄνωθεν ἐν τῷ μέσῳ δὲ σταυρὸν ἀνάγλυφον ἐν κύκλῳ ἀνῆκον εἰς θύραν χριστιανικοῦ ναοῦ. (Μῆκος 1,10 μ., πλάτος 0,60 μ. πάχος 0,12 μ. )
9) Δύο κίονες μονόλιθοι ἐρριμένοι πρὸς τὸ μεσημβρινὸν μέρος τοῦ ναϊδρίου εἰς ἀπόστασιν 10 βημάτων, ἐκ λευκοῦ μαρμάρου. (Μῆκος 2,40 μ. και 2,10 μ. καὶ διαμέτρου 0,30 μ. ἑκάτερος ἔχων).
Ταῦτα δ’ εὗρηνται νῦν ἐν τῷ ναΐσκῳ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ὡς εἶπον, ἀπέχοντι τῆς Μηλίνης περίπου 20 λεπτὰ τῆς ὥρας καὶ κειμένῳ πρὸς μεσημβρίαν αὐτῆς.
Σώζονται δὲ πρὸς ἀνατολὰς τοῦ ναΐσκου οἱ τοῖχοι τοῦ παλαιοῦ ναοῦ. Δέον δ’ ἐνταῦθα νὰ ἐνεργηθῶσιν ἀνασκαφαὶ ὑπὸ τῆς Ἐφορείας τῶν Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων πρὸς ἀνακάλυψιν τοῦ ἀρχαίου ναοῦ διὰ μικρᾶς δαπάνης καὶ εὕρεσιν καὶ ἄλλων χριστιανικῶν μνημείων καὶ ἐπιγραφῶν.
Πρὸς βορρᾶν τοῦ παρεκκλησίου τούτου, εἰς ἀπόστασιν 10 λεπτῶν τῆς ὥρας, κεῖται μεταξὺ τούτου καὶ τοῦ χωρίου Μηλίνης, ἕτερον παρεκκλήσιον, τῆς Ἁγίας Μαρίνης, ὅπερ οἱ κάτοικοι χρησιμοποιοῦσι καὶ ὡς νεκροταφεῖον, ἀνεγερθὲν ἐπὶ ἐρειπίων ἀρχαιοτέρου τοιούτου, ὑπὸ τοῦ γλύπτου Μηνᾶ Μαγκασιανοῦ καὶ τοῦ ὁμίλου τῶν λιθοξόων τῷ 1889 κατά τινα ἐπὶ μαρμαρίνου θυρώματος αὐτοῦ ἐπιγραφήν.
Ἐν τῷ ναΐσκῳ δὲ τούτῳ οὐδὲν μὲν ἀρχαῖον λείψανον εἶδον, πλὴν τεμαχίων ὀπτῶν πλίνθων καὶ κεράμων τῶν παλαιοχριστιανικῶν χρόνων, ἔμαθον δὲ παρὰ πλείστων ἀξιοπίστων γερόντων ὅτι ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τραπέζῃ τοῦ παλαιοῦ ναοῦ πρὸ πολλῶν ἐτῶν ὑπῆρχεν ἀρχαῖον ἀνάγλυφον καλλίστης τέχνης, ἐν τῷ ὁποίῳ παρίσταντο οἱ γάμοι τοῦ Πηλέως καὶ τῆς Θέτιδος καὶ ὅτι τὸ ἀνάγλυφον τοῦτο ἐφορτώθη ἐπὶ τουρκοκρατίας ἐπὶ ἀγγλικοῦ (;) πλοίου ἱστιοφόρου ἐπὶ τούτῳ ἐλθόντος ἐν τῷ λιμένι τῆς Μηλίνης καὶ μετηνέχθη εἰς Ἀγγλίαν(;). Οἱ χωρικοὶ λέγουν «φραγκοκάραβο», ἄλλοι δὲ μᾶλλον λογιώτεροι «ἀγγλικό καράβι». Καὶ εἰς τὸν Ἀλφρέδον Mègières, Γάλλον, ἐπισκεφθέντα τοῦ τόπου, γράψαντα δὲ εἰδικὴν μονογραφίαν περὶ Πηλίου καὶ Ὄσσης, τῷ 1852, τὰ αὐτὰ εἶπον οἱ χωρικοί.2 Μάλιστα δὲ λέγουν ὅτι οἱ ἀείμνηστοι Γρηγόριος Κωνσταντᾶς καὶ Ἄνθιμος Γαζῆς ἰδόντες τὰ ἀνάγλυφα οὕτως εἶχον ἐξηγήσει αὐτά.
Ὁ Mèzières, ὃστις σκοπὸν μόνον εἶχεν νὰ περιγράψῃ ἀπὸ ἀρχαιολογικῆς καὶ οὐχὶ χριστιανικῆς ἀπόψεως τὸ Πήλιον καὶ τὴν Ὄσσαν, οὐδόλως μνημονεύει τῶν παλαιοχριστιανικῶν τούτων μνημείων.
Καὶ ὁ Ν. Γεωργιάδης δέ, ὅστις μεταφράζει σχεδὸν τὸν Mèzières, οὐδόλως ἠσχολήθη εἰς τὴν ἔρευναν τοῦ Πηλίου ἀπὸ χριστιανικῆς καὶ βυζαντινῆς ἀπόψεως, καὶ ὁ λόγος εἶνε ὅτι δὲν ὑπῆρχε κἄν ἰδέα βυζαντινῆς καὶ χριστιανικῆς ἐπιστήμης καὶ τέχνης, διὸ καὶ ὁσάκις παρεπιμπτόντως μνημονεύουσι των χριστιανικῶν καὶ βυζαντινῶν ἀρχαιοτήτων, ταῦτα ὅλως τυχαίως καὶ ἐπιπολαίως ἀναφέρουσιν. Οὕτως ὁ Mèzières, ἰδοὺ τὶ λέγει αὐτολεξεὶ περὶ τοῦ παρεκκλησίου τῆς Ἁγίας Μαρίνης: «Une èglise abandonnée, dans laquelle je pénétrai, nerenfermait absolument aucum dèbris ancient (δηλαδὴ ἑλληνικόν;) mais j’ appris qu’on y avait vu, quelques années auparavant, un bas-relief fort abimé représentant six on huit personnages, les uns debout, les autres couchés à la manière antique». (Mèzières Mèmoire sur Le Pèlion et l’ Ossa, Paris, 1853, σελ. 17).
Περὶ τῆς ἀξιοπιστίας τῶν χωρικῶν, οὓς θέλει νὰ ἀμφισβητήσῃ ο Mèzières, καλῶν αὐτοὺς ἡμιβαρβάρους (σελ.17 demi barbares), οὐδεμία ἀμφιβολία χωρεῖ, διότι οὗτοι ὅ,τι εἶδον ἀνέφερον. Βεβαίως δὲν ἦσαν Γάλλοι ἀρχαιολόγοι νὰ δώσωσιν λεπτομερεῖς εἰδήσεις καὶ περιγραφὰς εἰς τὸν Mèzières περὶ ἀναγλύφου (renseignements si vagues), ὅτι ὅμως εἶνε ἀξιοκατάκριτοι ὄχι μόνον οἱ χωρικοὶ τῆς Μηλίνης, ἀλλ’ ὅλης τῆς Ἑλλάδος, εἶναι διότι ἐκ μεγάλου σεβασμοῦ πρὸς ὅ,τι φραγκικόν καὶ πρὸς πάντα Φράγκον (Εὐρωπαῖον δηλαδή), καὶ δὴ τότε, ὅτε διετέλουν ὑπὸ τὴν τουρκικὴν τυραννίαν, ἐφαίνοντο πολύ εὐγενεῖς καὶ περιποιητικοὶ πρὸς τοὺς ξένους ἵνα κινήσωσι τὸ ἔλεος καὶ τὴν εὐσπλαχνίαν τῶν κυβερνήσεων αὐτῶν ὑπὲρ τοῦ δουλεύοντος Γένους μας, μὴ διστάζοντες ἀκόμη καὶ τιμαλφέστατα προγονικὰ κειμήλιὰ μας νὰ ἀπεμπολῶσι γιὰ ἕνα πινάκιον φακῆς, ὡς συνέβη καὶ μὲ τὸ ἀνάγλυφον τῆς Ἁγίας Μαρίνης καὶ μὲ πλεῖστα ἄλλα τῆς Θεσσαλίας καὶ ἄλλων ἑλληνικῶν χωρῶν.
Φαίνεται δὲ λίαν πιθανὸν, κατὰ τὸν Σχολιαστὴν τοῦ Ἀπολλωνίου (Ἀργοναυτικά A; 573), ἀναφέροντα: «Ὁ δὲ Δόλοψ υἱὸς ἦν Ἑρμοῦ, ος ἐν Μαγνήσσῃ τῇ πόλει τεθnήκει καὶ τάφος ἐστὶν αὐτοῦ παρὰ τῷ αἰγιαλῷ», ὅτι ἐνταῦθα θὰ ἦτο ἱερὸν τῆς Θέτιδος καὶ τάφος καὶ τοῦ Δόλοπος, κτίσμα τῶν ἱστορικῶν χρόνων, καὶ ἐν τῷ ἱερῷ τούτῳ θὰ ἀνέθεσαν τὸ ἀνάγλυφον φέρον τὴν σύνθεσιν τῶν γάμων τοῦ Πηλέως καὶ τῆς Θέτιδος.
Ὅτι δὲ ὑπῆρχεν παρὰ τὴν Ὀλιζῶνα ἐν τῆ θέσει «Θεοτόκου» ναὸς τῆς Θέτιδος, μεταβληθεὶς κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους εἰς ναὸν τῆς Θεοτόκου, ἐξ οὗ καὶ τὸ ὄνομα τῆς θέσεως, τοῦτο ἐβεβαίωσεν ὁ Ἄγγλος Οὐέις (Wace) ἀνασκάψας πρὸ ὀλίγων ἐτῶν τὸν ναόν, ἔχοντα κίονας καὶ δάπεδον ψηφιδωτόν. Ἐντεῦθεν, φαίνεται, εἰς παλαιοτέρους χρόνους θὰ εἶχε μετενεχθῇ τὸ σπουδαῖον τοῦτο ἀνάγλυφον εἰς τὸ ναΐδριον τῆς Ἁγίας Μαρίνης, ἔνθα ἐτέθη ὡς πλὰξ ἁγίας τραπέζης. Ἀσφαλῶς θὰ εἶχεν ὑπογραφὴν ἣν θὰ εἶχον ἀναγνώσει οἱ μεγάλοι ἐκεῖνοι καὶ τὰ μάλα λόγιοι ἄνδρες ἐκ Μηλεῶν Ἄνθιμος Γαζῆς καὶ Γρηγόριος Κωνσταντᾶς καὶ ἐξήγησαν τὸ ἀνάγλυφον, οἱ δὲ demi barbares χωρικοὶ τοῦ Mèzières διετήρησαν διὰ τῆς παραδόσεως ἐν τῇ μνήμῃ των τὴν παράστασιν αὐτοῦ.

ΘΕΣΙΣ «ΒΑΛΤΟΥΔΙ» ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΟΛΙΖΩΝΑ
Μετὰ ταῦτα ἐξέδραμον εἰς θέσιν «Βαλτοῦδι», ἤτοι ἐντὸς τοῦ ἐσωτερικοῦ τῆς Ὀλιζῶνος (διότι ἡ πόλις ἦτο ἀμφιλίμενος), ὅστις ὑπὸ τοῦ Σκύλακος καλεῖται Ἴσαι λιμήν, γραπτέον: Τίσαι λιμήν. Ἐκεῖ ἐν τῇ παραλίᾳ κεῖται νεόδμητος οἰκία Νικολάου Μπαρμπούλια, ὃστις μετέφερεν εἰς αὐτὴν πολλὰ μάρμαρα ἀρχιτεκτονικὰ ἐκ τοῦ παρακειμένου ἐκεῖ παλαιοχριστιανικοῦ ναοῦ. Τινὰ τούτων ἐνετοίχισεν ἐν τῇ οἰκίᾳ του, ἀποξεσθεισῶν τῶν γλυφῶν, ἄλλα δὲ κεῖνται ἐν τῇ αὐλῇ τῆς οἰκίας αὑτοῦ, ἐξ ὧν ἐσημείωσα τὰ ἑξῆς ὑπ’ αὔξοντα ἀριθμὸν ἐν συνεχείᾳ μετὰ τῶν προηγουμένων.
10) Κιονόκρανον ἀποκεκρουμένον κάτωθι, ἰωνικοῦ ρυθμοῦ, σύνθετον ἀρχαΐζον.
11) Κιονόκρανον χριστιανικὸν σύνθετον ἀποκεκρουμένον κατὰ τὴν μίαν τῶν λοξοτμήτων στενῶν πλευρῶν, κοσμούμενον δὲ κατὰ τὴν ἑτέραν πλευρὰν ὑπὸ ἀνισοσκελοῦς σταυροῦ.
12) Βάσις ἡμικατειργασμένη κίονος λεικοῦ μαρμάρου.
13) Πλὰξ λευκοῦ μαρμάρου ὀρθογώνιος.
Εἰς ἀπόστασιν δὲ όλίγων βημάτων πρὸς τὸ μεσημβρινοανατολικὸν μέρος τῆς οἰκίας του Ν. Μπαρμούλια κεῖνται τὰ ἐρείπια ἐκκλησίας παλαιοχριστιανικῆς (5ου ἕως 6ου μ. Χ. αἰῶνος) ἐξ ἧς οὗτος ἀφήρεσεν τοὺς λίθους, οὓς ἀνωτέρω περιέγραψα. Ὑπάρχουσι δὲ ἐν τοῖς ἐρειπίοις καὶ νῦν κεχωσμένα, ὡς εἶδον, μετὰ λίθων, κιονόκρανα, κίονες μονόλιθοι καὶ κατώφλια θυρῶν ἐκ λευκοῦ μαρμάρου. Μία δὲ ἀνασκαφὴ ἐνταῦθα ὑπὸ τοῦ κ. Ἐφόρου τῶν Χριστιανικῶν καὶ Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων, θὰ ἔφερεν εἰς φῶς πολλὰ ἄξια λόγου εὑρήματα καὶ ἐπιγραφάς.

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΜΕΡΟΣ
Ὡς πρὸς τὸ ἀρχαιολογικὸν μέρος ἱκανὰ ἔχουσι γράψει μέχρι τοῦδε οἱ Mèzières, Ν. Γεωργιάδης καὶ Α. Αρβανιτόπουλος. Ὡς πρὸς μὲν τὸ Χόρτον καὶ τὴν Μηλῖναν, τὸ πρῶτον ἤδη ταῦτα τὰ μέρη ἐξετάζονται ἀπὸ χριστιανικῆς καὶ βυζαντινῆς ἀπόψεως. Παρατηρήσεις ὅμως τινὰς θὰ κάμω καὶ ἐνταῦθα.
Εἶπον ἀνωτέρω ὅτι μεταξύ Χόρτου καὶ Μηλίνης κεῖται λόφος παρὰ τὴν ἀκτὴν, ἐφ’ οὗ (σημ. Αἱ ἐν τῷ πίνακι εἰκ. 14 καὶ 17 προέρχονται ἐκ τοῦ νησίου Ἁλατᾶ) ἡ ἀκρόπολις τῶν Σπαλαύθρων, ἔνθα ἐρείπια βυζαντινῆς ἐκκλησίας ἀξιόλογα.
Καλεῖται δὲ ὁ λόφος Χορτόκαστρον. Τὰ δὲ ἐρείπια τῆς ἐκκλησίας καλοῦνται Ἅγιος Νικόλαος. Ἐνταῦθα δὲ ἔκειτο ἠ ἀρχαία Μαγνητικὴ πόλις Σπάλαυθρα, ὡς φέρεται ἐν ταῖς ἐπιγραφαῖς3 καὶ οὐχὶ Σπάλαθρα ἤ Σπάλεθρα, ὡς μέχρι τοῦδε ἔγραφον ἐξ ἐσφαλμένης γραφῆς τῶν ἀρχαίων συγγραφέων4.
Εἰς ταύτην δὲ τὴν πόλιν ἀποδοτέαι τρεῖς ἐπιγραφαὶ καὶ ἓν ἀνάγλυφον ἀναθηματικόν, τὰ ὁποῖα δημοσιεύει ὁ Ἄγγλος ἀρχαιολόγος Οὐέις (Wace, The topography of Pelion and Magnesia ἐν τῷ Journal of Hellenic Studies, τόμ. XXVI, 1906, σελ. 150).
Εἰς δὲ τὴν ἐγγὺς κειμένην Ὀλιζῶνα ἀποδοτέα ἀναθηματικὴ ἐπιγραφὴ τῷ Ἡρακλεῖ, κομισθεῖσα ἐσχάτως εἰς Βόλον, δημοσιευθεῖσα δὲ ὑπὸ του κ. Οὐέις (Wace, ὡς ἀνωτέρω, σελ. 151). Εἰς τὰ Σπάλαυθρα δὲ καὶ τὴν Ὀλιζῶνα ἀνήκουσιν αἱ ὑπὸ τοῦ Kern ἐν Inscriptiones graecae δημοσιευόμεναι ἐπιγραφαὶ, ὧν αἱ ὑπ’ ἀριθ. 1209 καὶ 1222 εἶναι ἀρχαιόταται (ἀρχαϊκαὶ) βουστροφηδὸν γεγραμμέναι εὑρισκόμεναι πᾶσαι εἰς τὸ Μουσεῖον Βόλου.
Τούτων δὲ πάλιν τῶν ἐπιγραφῶν αἱ ὑπὸ τοῦ Wace δημοσιευόμεναι εὕρηνται ἐν Inscriptiones graecae, τόμ. ΙΧ, μέρος 2ον ὑπ’ ἀριθ. 1211, 1212, 1213 καὶ 1214, ὡς καὶ τὸ ὑπ’ ἀριθ. 1210 ἀνάγλυφον: «Τήρης Διοσκουρίδου Ἡρακλεῖ Χαριστήριον», δημοσιευθὲν ὑπὸ τοῦ Kern ἐν τῷ περιοδικῷ «Hermes» (τόμ. XXXVII, 1902, σελ. 628 καὶ ἑξῆς καὶ αὐτόθι σελ. 128).
Καὶ ὁ μὲν Leake5 ἐνταῦθα θέτει τὴν πόλιν Μαγνησίαν, τῆς ὁποίας ὅμως τὴν ὕπαρξιν ἀμφισβητοῦσιν οἱ Α. Mèzières καὶ Ν. Γεωργιάδης. Πρῶτος δὲ ὁ Mèzières καθώρισεν ἐνταῦθα τὴν θέσιν τῶν Σπαλαύθρων, ἀναφερομένης παρὰ τοῖς ἀρχαίοις μετὰ τὴν Ὀλιζῶνα6. Εἰς τὴν πόλιν δὲ ταύτην ἀνήκει ἑτέρα ἐπιτύμβιος στήλη μετ’ ἐπιγραφῆς, ἣν ἀνεῦρον ἐστρωμένην πρὸ τῆς οἰκίας τοῦ ἐν Μηλίνῃ κτηματίου Γιακουμῆ Γιαρακούλη, ἔχουσα ὡς ἑξῆς:

ΔΙΟΤΕΙΜΑ Διοτείμα
ΗΡΑΚΛΕΩΝΟΣ Ἡρακλέωνος.
Ἡ ἐπιγραφὴ ἀνάγεται εἰς τοὺς ρωμαϊκοὺς χρόνους, διότι τὸ φωνῆεν Ι ἐκτείνεται εις ΕΙ. Ὁ δὲ Γεωργιάδης7 ἐσφαλμένως τίθησι τὰ Σπάλαυθρα ἐπὶ τοῦ λόφου Μπάου τῆς περιφερείας Ἀργαλαστῆς, διότι ἐνταῦθα οὐδὲν τεκμήριον ἀρχαίας πόλεως ὑπάρχει ἔστω καὶ μικρᾶς.
Καὶ ὁ Wace φαίνεται ἀμφιταλαντευόμενος ὡς πρὸς τὴν θέσιν τῶν Σπαλαύθρων μεταξύ του λόφου Χορτοκάστρου8 καὶ Μπάου, ἀλλὰ μᾶλλον ἀποκλίνει ὑπὲρ τοῦ Χορτοκάστρου. Καίτοι ὅμως ἐγνώριζε τὰς ἀνωτέρω μνημονευθείσας ἐπιγραφὰς ὁ Wace (Οὐέις) ἐν τούτοις ἐξακολουθεῖ γράφων Spalathra ἀντὶ τοῦ ὀρθοῦ Σπάλαυθρα. Ὁ δὲ Ζωσιμᾶς Ἐσφιγμενίτης ἁπλῶς μνείαν ποιεῖται τῶν Σπαλαύθρων (γράφων Σπάλαθρα)9. Ὁ δὲ κ. Ἀρβανιτόπουλος περιγράφων τὰ ἐπὶ τοῦ Χορτοκάστρου ἐρείπια ἀνακριβῶς γράφει: «ἔνθα ὁ Wace φαίνεται θέτων μετὰ πιθανότητος τὰ Σπάλαυθρα», διότι πρῶτος ὁ Mèzières ἔθηκε τὰ Σπάλαυθρα ἐπὶ τοῦ Χορτοκάστρου καὶ Χόρτου. Ἔπειτα ἀσαφῶς ἐκφράζεται ἐν τῇ ἐκθέσει αὐτοῦ, οὔτε ἀποκλίνων ὑπὲρ τῆς γνώμης τοῦ Wace οὔτε ἀναιρῶν αὐτήν, ἀλλὰ μᾶλλον ἀμφιταλαντευόμενος μεταξὺ τῆς πόλεως Μαγνησίας καὶ Σπαλαύθρων, ὅταν μάλιστα λέγῃ: «θέλομεν ἀνασκάψει ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ ψηφίσαντος πρὸς τοῦτο τοῦ Δήμου Ἀργαλαστῆς χρηματικόν ποσόν, τότε θ’ ἀποδειχθῇ τὸ ἀληθὲς ἤ μὴ τῆς γνώμης τοῦ Leake (Northern Greece, IV 381, 396), ἄν ἐνταῦθα ὑπῆρχεν ἡ πόλις Μαγνησία, ἣν ἀποκρούει ὁ Γεωργιάδης10 καὶ ὁ Maec11.
Ἀλλὰ πρῶτος ἀπέκρουσε διὰ μακρῶν τὴν γνώμην τοῦ Leake ὁ Mèzières12 θέσας ἐνταῦθα τὰ Σπάλαυθρα, ἐνῶ ὁ Γεωργιάδης θέτει αὐτὰ ἐπὶ τοῦ λόφου Μπάου, κακῶς καθ’ ἡμᾶς, ἄνευ ἀποδείξεων. Οὕτως ὁ Γεωργιάδης, ἀντιφάσκων οἱονεὶ πρὸς ἑαυτόν, λέγει τὰ ἀστήρικτα ἐκεῖνα ἁπλῶς διὰ νὰ ὑποστηρίξῃ τὴν γνώμην του: «καθ’ ὅσον ἅπασαι αἰ ἀρχαῖαι ἀκροπόλεις ἔκειντο οὐχὶ ἐπὶ τῆς παραλίας, ἀλλ’ ἀπωτέρω ἐπί τινος παρακειμένου λόφου.»13
Ὁ Ν. Γεωργιάδης ὤφειλε νὰ γνωρίζῃ ὅτι αἱ Παγασαί, ὁ λόφος τῆς Γορίτσης καὶ ἡ Ὀλιζὼν ἔκειντο ἐπὶ τῆς παραλίας, ἐπίσης τὸ Πτελεὸν, .ὁ Ὠρεὸς κ.τ.λ. Ὁ δὲ Ἀρβανιτόπουλος, μὴ διακρίνας οὐδαμοῦ ἐπὶ τοῦ λόφου Μπάου ἐρείπια πόλεως ἤ πολίχνης, δικαίως πολεμεῖ τὴν γνώμην ταύτην τοῦ Γεωργιάδου.14
Ἔγραψε δὲ καὶ ὁ μακαρίτης Ξενοφῶν Ἀτέσης, ἱερεύς ἄλλοτε, ὑποστηρίξας ὅτι ἡ Μαγνησία ἔκειτο ἐπὶ Χορτοκάστου. Συνεπίκουρος δὲ τοῦ Ἀτέση ἦλθεν ὁ Ἀρβανιτόπουλος.15
Τὴν νησίδα Ἁλατᾶν ὁ Ἀρβανιτόπουλος λέγει ὅτι εἶνε ἡ Λῶς, ἣν ἀναφέρει ὁ Ἀρτεμίδωρος παρὰ Στεφάνῳ Βυζαντίῳ ἐν τῷ παγασητικῷ κόλπῳ.16
Ἐκ τῆς ὀλιγομέρου δὲ ταύτης ἐκδρομῆς μου εἰς τὰ παρὰ τὴν Ἀργαλαστὴν μέρη ἀπεδείχθη ὅτι ἤκμαζεν ἐνταῦθα ἀκμαῖος παλαιοχριστιανικὸς πολιτισμὸς τοῦ 5ου καὶ 6ου αἰῶνος, ὃστις ἀπὸ τοῦ Leake καὶ ἑξῆς εἶχε παροραθῇ ὑπὸ πάντων τῶν περὶ τὴν Θεσσαλίας γραψάντων. Ὁ πολιτισμὸς δὲ οὗτος ἔχει τὴν καταγωγήν του ἀπὸ τῶν ἑλληνικῶν καὶ ῥωμαϊκῶν χρόνων καὶ εἶνε συνέχεια τοῦ δευτέρου.
Ἡ πληθὺς δὲ τῶν ἀρχιτεκτονικῶν μελῶν τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων, ἀνηκόντων εἰς ἐκκλησίας, μαρτυρεῖ ὅτι τὸ πάλαι ἐξηκολούθησαν ὑφιστάμεναι ἐπὶ πολὺν χρόνον, μέχρις ἴσως τῶν βυζαντινῶν χρόνων αἱ ἀρχαῖαι πόλεις Σπάλαυθρα καὶ Ὀλιζὼν ἤ ὑπὸ τὰ αὐτὰ ὀνόματα ἤ ἄλλα.
Ὁ λιμὴν τῆς Ὀλιζῶνος καὶ ἰδίως ὁ λιμὴν τῶν Σπαλαύθρων, λόγῳ τῆς φυσικῆς αὐτοῦ ἀσφαλείας, καὶ διὰ τὴν πυκνότητα τοῦ πληθυσμοῦ τότε, ὡς ἐξάγεται ἐκ τῶν πλουσίων ναῶν καὶ τῶν ἀρχιτεκτονικῶν μελῶν τῆς προβυζαντινῆς περιόδου, ἅτινα θὰ ἔλειπον ὅλως ἄν μὴ ὑπῆρχεν ἐνταῦθα ἀκμαῖος παλαιοχριστιανικὸς συνοικισμός, δὸς δ’ εἰπεῖν, ἡ λαμπρότης τοῦ ὑπὸ τοῦ κ. Ἀρβανιτοπούλου περιγραφομένου ἠρειπωμένου βυζαντινοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἐπὶ τοῦ Χορτοκάστρου, αὐτὸ τὸ φρούριον Χορτόκαστρον καὶ οἱ ἐπὶ ἄλλων σημείων τοῦ Πηλίου παρατηρούμενοι βυζαντινοὶ συνοικισμοὶ (ἤ προβυζαντινοὶ) ἤ φρούρια ἤ πύργοι μαρτυροῦσιν ὅτι κατὰ τοὺς παλαιοχριστιανικοὺς καὶ βυζαντινοὺς χρόνους ὑπῆρχον ἐνταῦθα συνοικισμοί, ἰδίως κατὰ τὸ Χορτόκαστρον κ.λ.π.
Γεννᾶται ἤδη ἐν τῇ ἱστορίᾳ ἓν ζήτημα: Ἐὰν κατὰ τοὺς χρόνους τῆς φραγκοκρατίας ἐν Ἑλλάδι (1204 -1390) ὑπῆρχε ἐν Χορτοκάστρῳ ἤ Μηλίνῃ παράλιός τις πόλις ὑπὸ τὸ ὄνομα Λάδη, ἤ κατὰ τὰ φραγκικὰ κείμενα Lade; Οἱ νεώτεροι ἱστορικοὶ Κ. Παπαρρηγόπουλος, Τάσος Νεροῦτσος καὶ Ι. Βορτσέλας ἀναφέρουσιν ὅτι ὁ δοὺξ τῶν Ἀθηνῶν Βάλθερος Βρυέννιος τῷ 1310 κατέλαβε τῇ βοηθείᾳ τῶν Καταλανῶν τὰ φρούρια Ζητοῦνι, Δομοκόν, Ἁλμυρόν, Δημητριάδα καὶ Λάδην.17
Ὁ Νεροῦτσος δὲ κατατάσσει μεταξὺ τῶν κυριευθέντων φρουρίων καὶ καστελίων ἑκατέρωθεν τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου τὴν Λάδην. «Ὁ πόλεμος, λέγει, ἤχθη πεισματώδης καὶ καταστρεπτικὸς, ὅπως ἐμαρτύρει ὁ Βενετὸς χρονογράφος Μαρῖνος Σανοῦδος λέγων ὅτι ή Θεσσαλικὴ Βλαχία, οὖσα φύσει εὔφορος καὶ πλουσία εἰς σιτηρὰ καὶ ἄλλα προϊόντα τῆς γῆς, ἠδύνατο καὶ πάλιν νὰ ἐξαγάγῃ τοιαῦτα ἐκ τῶν λιμένων τοῦ Ἁλμυροῦ, τῆς Δημητριάδος, καὶ τοῦ ὅρμου τοῦ Λαύκου (Lade) ἐὰν ἐπανήρχετο εἰς τὴν προτέραν κατάστασιν, πρὶν δηώσῃ τὴν χώραν ὁ Βάλθερος, ὁ ἐκ Βριέννης, ἐπὶ κεφαλῆς τῶν Καταλάνων.18
Τὰ αὐτὰ λέγει καὶ ὁ Βορτσέλας.19 Ὁ Miller ὅμως20 δὲν κατονομάζει τὰ κυριευθέντα φρούρια. Ἐὰν λοιπὸν τὸ ὑπὸ τῶν Φράγκων παρεφθαρμένον ὄνομα Lade, ἤτοι Λάδη τοῦ Παπαρρηγοπούλου, εἶναι ὄντως ὁ Λαῦκος ἤ ὁ ὅρμος αὐτοῦ ἑκατέρωθεν τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου μετὰ τῆς Δημητριάδος καὶ τοῦ Ἁλμυροῦ, τότε δικαιούμεθα νὰ θέσωμεν τὴν Λάδην ἐπὶ τοῦ Χόρτου, ὃπερ μετὰ τῆς Μηλίνης, ἐπίνεια τῆς Ἀργαλαστῆς καὶ τοῦ Λαύκου, διασώζει ἀξιόλογα ἐρείπια. Τὰ πολυάριθμα δὲ παρεκκλήσια, ἠρειπωμένα, ἐντὸς καὶ πέριξ τῶν δύο τούτων ὅρμων καὶ αἱ ἀνακαλυφθεῖσαι ἐκ τῶν βροχῶν λιθόστρωτοι ὁδοί, ὑδραγωγεῖα κ.λ.π. καὶ πολυάριθμα βυζαντινὰ νομίσματα, μαρτυροῦσιν ὅτι κατὰ τὸν μεσαίωνα ἔκειτο ἐνταῦθα πόλις τις.
Ὁ δὲ Σπ. Π. Λάμπρος, σχολιάζων τὰ ἐν τῇ τοῦ Γρηγοροβίου Ἱστορίᾳ τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν περὶ τῆς Lade λέγει: «Τὶς αὕτη ἡ Lade τοῦ Σανούδου; Μὴ τὸ Λαδικὸν τοῦ Δήμου Ὑπάτης; Κατὰ τὸν Τάσσον Νεροῦτσον (Αἱ χριστιανικαὶ Ἀθῆναι, Δελτίον Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας, τόμ. Δ, σελ. 128) εἶναι ὀ ἐν Θεσσαλίᾳ ὅρμος Λαύκου21. Ἐπειδὴ ὁ Σανοῦδος ὁμιλεῖ περὶ Θεσσαλίας ἡ γνώμη τοῦ Νερούτσου εἶναι ἡ πιθανωτέρα, διότι ἡ Θεσσαλία κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους τρεῖς ὅρμους σπουδαίους εἶχε πρὸς ἐξαγωγὴν τῶν προϊόντων αὐτῆς, τὸν τοῦ Ἁλμυροῦ, τὸν τῆς Δημητριάδος καὶ τὸν τοῦ Λαύκου ἴσως (Χόρτου καὶ Μηλίνης).

ΟΙ ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΜΑΓΝΗΤΕΣ

Νικόλαος Ι. Γιαννόπουλος
Οἱ ἐν Θεσσαλίᾳ Μάγνητες
(Νεολόγου Ἑβδομαδιαία Ἐπιθεώρησις, 24 Μαϊου 1892, σελ. 490 -492)

          Οἱ Μάγνητες κατεῖχον το  πάλαι την ὀρεινήν σειράν τοῦ Πηλίου, ἀρχομένην ἀπό τοῦ ἀκρωτηρίου Δερματᾶ και  τελευτῶσαν εἰς το Αἰάντειον ἀκρωτήριον. Ἦσαν δ’ αὐτόνομοι καὶ ἀνεξάρτητοι ἀπὸ τῶν δυναστειῶν τῶν ἐν Θεσσαλίᾳ δυναστῶν καὶ ἀπετέλουν ἴδιον κοινόν το Κοινόν Μαγνήτων. Κατά τον Δ΄ αἰῶνα π. Χ. ἦσαν ὑπήκοοι ἤ περίοικοι τοῦ κοινοῦ τῶν Θεσσαλῶν, ὡς οἱ Περραβοί, οἱ Ἀχαοί  Φθιῶται και οἱ Δόλοπες, ἁπλῶς δηλ. ὑποτεταγμένοι εἰς τους Θεσσαλούς, παρέχοντες μόνον ἐν καιρῷ πολέμου αὐτοῖς τους ἀναγκαίους ἄνδρας ἤ ἐν εἰρήνῃ τον νενομισμένον φόρον εἰς χρήματα1.
Μετ ά δε τον θάνατον τοῦ Ἀλεξάνδρου, τυράννου τῶν Φερῶν, ἐν ἔτει 359 π. Χ., ὑπετάγησαν μετά τῆς λοιπῆς Θεσσαλίας εἰς το μακεδονικόν σκῆπτρον. Ὅ,τι δε μαρτυρεῖ προ πάντων την ἀσθένειαν τῆς θεσσαλικῆς κυριαρχίας ἐπ’ αὐτῶν εἶναι, ὅτι οἱ Μάγνητες, ὡς καὶ οἱ Ἀχαιοί και Δόλοπες και  Περραιβοί, παρεκάθηντο ἐν ἴσῃ μοίρᾳ μετά τῶν Θεσσαλῶν ἐν τῷ μεγάλῳ τῶν Ἑλλήνων Άμφικτυονικῷ συνεδρίῳ.
Ἡ Δημητριάς, οἰκισθεῖσα ὑπό Δημητρίου τοῦ Πολιορκητοῦ2 και θεωρουμένη μετά τῆς Χαλκίδος καὶ Κορίνθου ὡς μία τῶν τριῶν πεδῶν τῆς Ἑλλάδος («πέδαι Ἑλλάδος»3), ἐάλω ὑπό Φιλίππου τοῦ Ε΄ μέχρι τοῦ 196 π.Χ. 4
Τότε οἱ Μάγνητες εἶχον ἀπελευθερωθῇ τοῦ μακεδονικοῦ ζυγοῦ και ἐπισήμως ἀναγνωρισθῇ ὑπό τοῦ Φλαμινίνου αὐτόνομοι και ἐλεύθεροι, ὡς και οἱ Περραβοὶ και οἱ Δόλοπες.5

           Οἱ Ρωμαῖοι ἐγκατέστησαν ἐπί  τινα χρόνον φρουράν ἐν Δημητριάδι. Μετά δε τήν ἅλωσιν τῆς Κορίνθου (146 π.Χ.) το Μαγνητικόν Συνέδριον, ὡς και τα λοιπά κατά  τόπους συνέδρια τῶν Ἑλλήνων, κατελύθησαν ἀνεξαιρέτως πάντα ὑπό τῶν Ρωμαίων.6
Ἀλλ’ «Ἔτεσι δ’ οὐ πολλοῖς ὕστερον ἐτράποντο ἐς Ἔλεον Ρωμαῖοι τῆς Ἑλλάδος καὶ συνέδριά τε κατὰ ἔθνος ἀποδιδόασιν ἑκάστοις τα ἀρχαῖα και γῆν ἐν τῆ ὑπερορίᾳ κτᾶσθαι» (Παυσανίας, Ζ΄, 16, 7)7. Μετά δε την ἐν Φαρσάλῳ μάχην και την διανομήν τῶν Ἐπαρχιῶν συνεχωνεύθησαν εἰς το ρωμαϊκόν κράτος.
Αἱ μαγνητικαὶ ἐπιγραφαὶ περιέχουσιν ἰδίως ψηφίσματα τιμητικά διαφόρων στρατηγῶν και ἄλλων δημοσίων ὑπαλλήλων ἤ ἀποφάσεις τοῦ Κοινοῦ.
Τούτων τρία ψηφίσματά εἰσι τα μᾶλλον ἐνδιαφέροντα.

                Δύο ἀνευρέθησαν ἐν τῇ θέσει Μπούφᾳ, ἔνθα ψηφίζεται, ὅπως προνοήσωσιν οἱ ἄρχοντες ὑπέρ ὡρισμένων διατάξεων, ἀναφερομένων εἰς την λατρείαν τοῦ Κοροπαίου Ἀπόλλωνος και λάβωσι πρόνοιάν τινα προς συντήρησιν τῶν ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ θεοῦ τούτου πεφυτευμένων δένδρων διά την εὐκοσμίαν αὐτοῦ. Ἕτερον ψήφισμα ἀνευρέθη ἐν τῷ κατεδαφισθέντι φρουρίῳ τοῦ Βόλου, δι’ οὗ ψηφίζονται τιμαί ὑπό τῶν Μαγνήτων εἰς τον γραμματέα τῶν συνέδρων Ἑρμογένην Ἀδύμου, Δημητριῇ΄ και τρίτον ἀνευρέθη ἐν Μακρυνίτσῃ, δι’ οὗ ψηφίζονται ὑπό τῶν ὑποστόλων τοῦ Σεραπιείου ἐν Δημητριάδι τιμαί εἰς τον ἱερέα αὐτοῦ Κρίτωνα Κρίτωνος, δι’ ἣν δωρεάν ἐκ χιλίων δραχμῶν ἔδωκε προς περικόσμησιν τοῦ ἱεροῦ.
Ἐξ αὐτῶν καί τινων ἄλλων ἐπιγραφῶν μανθάνομεν ὅτι ὁ ἀνώτατος στρατηγός τοῦ Συνεδρίου ἐλέγετο Στρατηγός Μαγνήτων (Mittheilungen des Inst. Archäol. deutsch. in Athen, t. VII, 71,στίχ. 4) ὁ κοινός στρατηγός και ὁ στρατηγός. Ὁ Λίβιος ( 35, 31) λέγει princers Magnetum καὶ Magnetarchem, τίτλον οὐδαμοῦ ἀναφερόμενον ἐν ταῖς ἐπιγραφαῖς.
Ὁ ἀνώτατος ἄρχων ἦν ὁ κοινός στρατηγός, ὃς προΐστατο τῆς συναρχίας (ὁ κοινός στρατηγός και ἡ συναρχία), Οἰ δὲ λοιποί ἄρχοντες καλοῦνται ἁπλῶς στρατηγοί. Ἦσαν δε κυρίως δέκα ἡ δε ἀρχή αὐτῶν ἦν ἐνιαυσία (τους δέκα στρατηγούς κατ’ ἐνιαυτόν αἱρουμένους)8, ἀλλ’ ὁ ἀριθμός αὐτῶν ποικίλλει ἐν ταῖς ἐπιγραφαῖς. Φαίνεται δε ὅτι δεν ἦτο ἀπόλυτος ἀνάγκη ὅπως συγκαλῶνται ἅπαντες διά να ἀποφασίσωσί ἀπό κοινοῦ΄  ἤρκει προς τοῦτο ἡ πλειοψηφία.9
Μετά τους στρατηγούς ἀναφέρονται ὁ ἵππαρχος και ὁ ναύαρχος. Ὁ ἵππαρχος ἦν ὁ δεύτερος μετά τον στρατηγόν ἄρχων. Οὗτος πιθανῶς ἐβοήθει ἐν πολεμικαῖς ἐπιχειρήσεσι τον στρατηγόν΄ πολλάκις δε και ἀνεπλήρου αὐτόν ἀπουσιάζοντα. Ὁ δε ναύαρχος ἀναφέρεται μετά τον ἵππαρχον.10  Ἡ θέσις ἐν ᾗ ἔκειτο ἣ τε ἰωλκός καὶ ἡ Δημητριάς, ἐν τῷ μυχῷ τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου, ἀρκεῖ νὰ ἐξηγήσῃ ὅτι οἱ Μάγνητες εἶχον πάντοτε να διαθέσωσιν ἀμυνόμενοι ἀξιόμαχον ναυτικήν δύναμιν.
Οἱ πολιτικοί ἄρχοντες, μνηνονευόμενοι μετά τους στρατηγούς, ἦσαν οἱ νομοφύλακες (οἱ στρατηγοί και οἱ νομοφύλακες)11. Οὗτοι, ὡς τὸ ὄνομα αὐτῶν δηλοῖ, εἶχον την δικαστικήν ἐξουσίαν και την ἀστυνομίαν. Ὁ δε ἀριθμός αὐτῶν δεν εἶναι εἰσέτι ὡρισμένος.
Οἱ ἐξετασταί, μετά τους νομοφύλακας ἀναφερόμενοι, δεν ἦσαν ἤ οἱ παρ’ ἡμῖν ἀνακριταί.
Διαχειριστής τῶν κοινῶν προσόδων ἦν ὁ ταμίας τοῦ Συνεδρίου. Οἱ δε λοιποί ταμίαι πιθανῶς ἦσαν οἱ εἰδικοί, οὕτως εἰπεῖν, ταμίαι τῶν πόλεων, οἵτινες ἐντέλλονται ὅπως δώσωσι την ἀπαιτουμένην δαπάνην διὰ την χάραξιν τῶν ψηφισμάτων ἐν στήλαις λιθίναις («τὸ δ’ εἰς τοῦτο ἀνήλωμα δοῦναι τους ταμίας»)12.
Ἡ νομοθετικὴ ἐξουσία ἐξησκεῖτο ὑπό  τῶν συνέδρων. Τὸ δε Κοινόν Συνέδριον εἶχεν ἕνα γραμματέα (ὁ γραμματεύς τοῦ συνεδρίου), ὅστις ἔγραφε τα ψηφίσματα και τας ἀποφάσεις τῶν συνέδρων και ἔπεμπε τἀντίγραφα τῶν ψηφισμάτων καὶ προς τας ἄλλας πόλεις τοῦ Κοινοῦ (πέμψαι δε το ἀντίγραφον και προς τας ἄλλας πόλεις). Αἱ δε ἀποφάσεις τῶν συνέδρων ὤφειλον να ἐπικυρῶνται ὑπό τοῦ Κοινοῦ Συνεδρίου και τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Δήμου, Magnetum concilium, κατὰ Λίβιον13. (Ἔδοξε τοῖς συνέδροις, – ἔδοξε τῇ ἐκκλησίᾳ).
Ἡ Δημητριάς ἦν ἕδρα τοῦ συνεδρίου. Ἐνταῦθα ἐν τῇ ἀγορᾷ ἦσαν ἐκτεθειμένα τα ψηφίσματα (ἐν τῇ ἀγορᾷ – ἐν τῇ ἱερᾷ ἀγορᾷ).
Αἱ λατρευόμεναι θεότητες ὑπὸ τῶν Μαγνήτων, ὧν αἱ ἐπιγραφαὶ μνείαν ποιοῦνται, ἦσαν:

     1) Ὁ Ζεύς Ἀκραῖος, οὗ τὸ ἱερόν ἔκειτο οὐ μακράν τοῦ ἄντρου τοῦ Χείρωνος, ἐπὶ τῆς ὑψηλοτέρας κορυφῆς τοῦ Πηλίου (Δικαίαρχος ἀναγρ. Πηλίου, Β΄, 8.), πιθανῶς ἔνθα τανῦν κεῖται ὁ ναός τοῦ προφήτου Ἠλιοῦ, 2) Ἀπόλλων Κοροπαῖος, ἐν τῇ Κορόπῃ, κειμένῃ ἐπί τινος λόφου ἐν τῇ νῦν θέσει Παλαιοεκκλησιᾷ τῆς Μπούφας, ἔνθα ἀνευρέθησαν δύο σπουδαιόταται ἐπιγραφαί. Ἐπί  τοῦ λόφου τούτου ὁ κ. Γεωργιάδης τοποθετεῖ την Μεθώνην. Ὁ δὲ Σκύλαξ οὐδόλως ἀναφέρεται εἰς την Κορόπην. Ὁ Ἀπόλλων Κοροπαῖος μνημονεύεται καὶ ὑπὸ Στεφάνου τοῦ Βυζαντίου (λ. Κορόπη), ἀναφέροντος τοὺς ἑξῆς στίχους τοῦ Νικάνδρου.

          Καὶ μυρίκης λάζοιο πανακαρπέα θάμνον
μάντιν ἐν αἰζηοῖσι γεράσμιον΄ ᾗ ἐν Ἀπόλλων
μαντοσύνας Κοροπαῖος ἐθήκατο θέμ’ ἀνδρῶν.14

            Ἐνταῦθα κατά  τε την ἐπιγραφήν και τους ἀνωτέρω στίχους τοῦ Νικάνδρου ἔκειτο και  Μαντεῖον τοῦ Κοροπαίου Ἀπόλλωνος, κατέχον πιθανῶς τον περί την νῦν Παλαιοεκκλησιάν χῶρον΄ 3) ἡ Ἄρτεμις Ἰωλκία καὶ 4) ὁ Σέραπις, ἡ μεν ἐν Ἰωλκῷ, ὁ δ’ ἐν Δημητριάδι.
Τα νομίσματα τῶν Μαγνήτων ἔφερον ἐπί μεν τῆς μιᾶς προσόψεως κεφαλήν Διός τοῦ Ἀκραίου, ἐπἰ  δε τῆς ἑτέρας πλοῖον (Ἀργώ), ἐφ’ οὗ φαίνεται καθημένη ἡ Ἄρτεμις Ἰωλκία.15
Ἡ λατρεία τοῦ Διός τοῦ Ἀκραίου ἦν ἡ ἐπισημοτέρα.16  Ὁ ἱερεύς τοῦ Διός τοῦ Ἀκραίου ἦν εἷς ἐκ τῶν ἀνωτάτων ἀρχόντων τοῦ συνεδρίου και ἐξήσκει εἶδός τι ἀρχιερατικῆς ἐξουσίας ἐπί τῶν μαγνητικῶν πολιχνῶν. Συχνάκις μνημονεύεται ἐν ταῖς ἐπιγραφαῖς ἀναφερόμενος ἐκ παραλλήλου μετά τον στρατηγόν και ἐνίοτε ὡς ἐπώνυμος ἄρχων, παραλειπομένου τοῦ στρατηγοῦ ἐπί τῶν κυρίως καθαρῶς θρησκευτικῶν ὑποθέσεων.
ΣΗΜ. Ἐπὶ τῆς μιᾶς τῶν ἐν Μπούφᾳ ἀνευρεθεισῶν ἐπιγραφῶν ἀναφέρεται ὁ παθητικός μέλλων τοῦ λογεύομαι (λογευθησομένων) και  ὁ ἐνεστώς τοῦ διασαφοῦμαι (ἐν τῷ διασαφουμένῳ τόπῳ). Ὡσαύτως και ἔν τινι ἐπιγραφῆ τοῦ Τυρνάβου (Φαλλάνων) ἐν θεσσαλικῷ ἰδιώματι, δημοσιευθείσῃ ὑπὀ τοῦ κ. G. Lolling ἐν τῷ Mittheilungeb (d. Inst. Archäol. Deutsch. in Athen. τ. VIII, 101 -132) ἐν στίχῳ 34: «και  ἁ διεσαφεινένα χούρα»΄ και ἐν στίχῳ 38, «ἐν τοῦ ψαφίσματι διεσαφειμένα χούρα» και ἐν στίχῳ 47 «ὑπαρχέτου μὰ τὸ ὅμοιον καὶ τοῖς ἔμπροσθεν ἐνοικοδομεικόντεσσι τοῦ πολιτᾶν ἐποίκιον ἐν τᾷ διασαφειμένᾳ χούρᾳ» κ.τ.λ. Ἔν τισι δὲ τῆς Μακρυνίτσης ψηφίσματι,17 ἀναγινώσκεται ἡ λέξις ὑπόστολοι καθ’ ὅλας τας πτώσεις τοῦ πληθυντικοῦ. Ταῦτα πάντα ἀθησαύριστά εἰσιν ἐν τοῖς Ἑλληνικοῖς λεξικοῖς.
Ἐν Δράμᾳ μηνί Μαΐῳ 1892
Νικόλαος Ι. Γιαννόπουλος

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΟΝ ΤΡΩΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ

Βίκτωρ Κ. Κοντονάτσιος

Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΗΡΩΩΝ ΤΗΣ ΑΧΑΪΑΣ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ ΣΤΟΝ ΤΡΩΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ
1. Μνηστήρες της Ωραίας Ελένης από την Αχαΐα Φθιώτιδα

Πολύ σημαντική ήταν η συμμετοχή ηρώων από την περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας και στη άλλη μεγάλη εκστρατεία των Ελλήνων προς την Ασία, τον Τρωικό Πόλεμο, πέρα βεβαίως από την μεγαλύτερη και ενδοξότερη συμμετοχή, αυτήν του βασιλιά των Μυρμιδόνων του ένδοξου και μεγαλύτερου ήρωα των Ελλήνων, του Αχιλλέα.
Πώς θα μπορούσε εξάλλου να μην είναι σημαντική η συμμετοχή ενός τόπου, όπως αυτός της Αχαΐας Φθιώτιδας, αφού, πριν από χρόνια, τρεις υποψήφιοι μνηστήρες είχαν ξεκινήσει από τούτα τα μέρη με δώρα πολλά και πλούσια να ζητήσουν να πάρουν γυναίκα τους την Ωραία Ελένη. Κι είναι γνωστό ότι όλοι οι υποψήφιοι μνηστήρες της ωραίας Ελένης είχαν δεθεί με όρκο μεταξύ τους ότι, ανεξάρτητα από το ποιον θα διάλεγε η πολυξάκουστη νύφη, όλοι θα βοηθούσαν τον μελλοντικό άντρα της αν ποτέ κινδύνευε. Επομένως και αυτοί που ξεκίνησαν από τούτα τα μέρη να ζητήσουν την Ωραία Ελένη είχαν δεθεί με τον ίδιο όρκο και έπρεπε τώρα να λάβουν μέρος στον πόλεμο.
Και μόνο από την ξακουστή Φυλάκη είχαν ξεκινήσει δυο υποψήφιοι μνηστήρες, ο Πρωτεσίλαος και ο Ποδάρκης.
Ο Ησίοδος, στα «Αποσπάσματα Ηοιών», μας λέει για το θέμα αυτό και μας το βεβαιώνει:
« Ἐκ Φυλάκης δ᾿ ἐμνῶντο δύ᾿ ἀνέρες ἔξοχ᾿ ἄριστοι,
υἱὸς τ᾿ Ἰφίκλοιο Ποδάρκης Φυλακίδαο
ἠΰς Ἀκτορίδης ὑπερήνωρ Πρωτεσίλαος’
ἄμφω δ᾿ ἀγγελίην Λακεδαιμονάδε προΐαλλον
Τυνδαρέου π<ρός> δῶμα δαΐφρονος Οἰβαλίδαο,
πολλὰ δ᾿ ἔδνεα δίδον, μέγα γὰρ κλέος ἔσκε γυναικός.»
Δηλ. «Τη ζητούσαν κι από τη Φυλάκη δυο άντρες ξεχωριστά παλικάρια ,
ο Ποδάρκης ο γιος του Ίφικλου του γιου του Φύλακου
κι ο δυνατός Πρωτεσίλαος, ο περήφανος γιος του Άκτορα’
κι οι δυο τους έστειλαν παραγγελιά στη Σπάρτη,
στο ανάκτορο του συνετού Τυνδάρεου, του γιου του Οιβάλου
και πρόσφεραν πολλά δώρα, γιατί το άκουσμα της γυναίκας ήταν μεγάλο».
Στο παραπάνω απόσπασμα ο Πρωτεσίλαος και ο Ποδάρκης παρουσιάζονται να είναι παιδιά διαφορετικών πατέρων. Σύμφωνα όμως με άλλες πηγές οι δύο ήρωες ήταν αδέλφια, παιδιά και οι δύο του Ίφικλου. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Όμηρο, στον Τρωικό Πόλεμο, τον Πρωτεσίλαο, μετά τον θάνατό του, τον διαδέχτηκε, ως αρχηγός του στρατού του, ο Ποδάρκης.
Υποψήφιος μνηστήρας της Ωραίας Ελένης από τα ίδια μέρη ήταν και ο Πάτροκλος, ο αδελφικός φίλος του Αχιλλέα. Ο Πάτροκλος ζούσε εκείνη την εποχή στη Φθία, στην αυλή του Πηλέα, μαζί με τον Αχιλλέα. Τον είχε φέρει εδώ ο πατέρας του, ο Μενοίτιος, διότι, όταν ο Πάτροκλος βρισκόταν στην πατρίδα του, είχε σκοτώσει, άθελά του βέβαια, την ώρα που έπαιζαν, ένα φίλο του, τον Κλησώνυμο ή Κλεισώνυμο ή Λύσανδρο ή Αιάνη. Ήρθε λοιπόν στην αυλή του Πηλέα, για να βρει άσυλο και καταφύγιο. Ο Πηλέας, μάλιστα, όπως συνηθιζόταν στις περιπτώσεις αυτές, τον εξάγνισε από τον φόνο που είχε κάνει. Ενώ λοιπόν βρισκόταν στην αυλή του Πηλέα, και μάλιστα κυνηγημένος, δεν έχασε την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε να παντρευτεί την ξακουστή Ελένη κι έστειλε κι αυτός αντιπροσώπους του να την ζητήσουν για χάρη του σε γάμο. Έτσι και αυτός ήταν δεμένος με όρκο να λάβει μέρος στον Τρωικό Πόλεμο και επομένως έπρεπε να πάει.
Μαζί μ’ αυτούς όλους πήγε βέβαια στην Τροία και ο δοξασμένος Αχιλλέας, ο γιος του Πηλέα και της θεάς Θέτιδας. Ο Αχιλλέας, όπως από κάποιες μυθολογικές εκδοχές φαίνεται, δεν ήταν υποψήφιος μνηστήρας της ωραίας Ελένης. Λένε μερικοί ότι ήταν τότε μικρός ακόμα για γάμο. Διαφορετικά – λένε αυτοί – δεν θα ήταν δυνατόν να τον ξεπεράσει κανένας από τους άλλους μνηστήρες. Ποιος σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσε να συγκριθεί μαζί του! Ο σχετικός μύθος, σε περίπτωση που υπήρχε συμμετοχή του Αχιλλέα στους μνηστήρες της Ωραίας Ελένης, δεν θα έδινε περιθώρια σύγκρισης. Ωστόσο υπάρχει στη μυθολογία και η άποψη που λέει ότι ήταν δυνατόν να ήταν και ο Αχιλλέας, ένας από τους υποψήφιους μνηστήρες. Δεν έχει τόση σημασία το ότι δεν συμπεριλαμβάνεται τ’ όνομά του στον κατάλογο των μνηστήρων: «καὶ ὅτι μὲν τῶν Ἑλένης μνηστήρων Ἀχιλλεὺς οὐκ ἔστιν ἐν Καταλόγῳ γυναικῶν, μηδὲν τοῦτο ἔστω τεκμήριον οὐκ αἰτῆσαι Ἑλένην αὐτόν.»
Εδώ θα πρέπει να θυμίσουμε ότι, όπως γράφουμε σ’ άλλες σελίδες της εργασίας αυτής, φαίνεται ότι υπήρχαν πολλά κατορθώματα του Αχιλλέα που στην πραγματικότητα έλαβαν χώρα στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τα οποία μεταφέρθηκαν από τον Όμηρο στις περιοχές γύρω από την Τροία. Αυτό σημαίνει ότι ήταν δυνατό ο Αχιλλέας να ήταν αρκετά μεγάλος όταν έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο. Εξάλλου το γεγονός ότι στον ίδιο πόλεμο, διάρκειας μόλις δέκα χρόνων, ο γιος του, ο Νεοπτόλεμος, που ο Αχιλλέας τον άφησε μωρό στη Σκύρο, μεγαλώνει τόσο πολύ ώστε προφταίνει και παίρνει μέρος σ’ αυτόν και μάλιστα παίρνει γυναίκα την ξακουστή Ανδρομάχη, την γυναίκα του Έκτορα κι αργότερα την κόρη του Μενέλαου και της Ωραίας Ελένης, την Ερμιόνη δημιουργεί πολλά ερμηνευτικά προβλήματα και αμφιβολίες. Πώς είναι δυνατόν ο νεογέννητος γιος του Αχιλλέα Νεοπτόλεμος να μεγαλώνει μέσα σε δέκα χρόνια τόσο και να πηγαίνει να πάρει μέρος στον Τρωικό Πόλεμο μετά τον θάνατο του πατέρα του!

2. Λίγα για τον Αχιλλέα
Είναι πολύ γνωστές σ’ όλους οι διάφορες εκδοχές της μυθολογίας για τις προφητείες που υπήρχαν, για την ανάγκη να πάρει οπωσδήποτε μέρος στον πόλεμο αυτό ο Αχιλλέας, γιατί διαφορετικά δεν ήταν δυνατόν να κυριεύσουν οι Έλληνες την Τροία. Είναι γνωστά ακόμη όσα λέγονταν για την προσπάθεια της μητέρας του να τον κάνει αθάνατο, για το ότι ήταν τρωτός μόνο στη φτέρνα και στη συνέχεια για το κρύψιμό του ανάμεσα στις κόρες του Λυκομήδη, για τον τρόπο με τον οποίο τον ανακάλυψε ο πονηρός Οδυσσέας και για την όλη του δραστηριότητα στον πόλεμο της Τροίας και γι’ αυτό δεν θ’ αναφερθούν εδώ.
Έχουμε τη γνώμη ότι αυτά, και πολλά άλλα που αφορούν τον Αχιλλέα και το ρόλο του στον Τρωικό Πόλεμο, παρ” όλο ότι αναφέρονται στον μεγαλύτερο και ενδοξότερο τοπικό ήρωα ακριβώς της περιοχής της οποίας εξετάζουμε τη μυθολογία, δεν έχουν θέση στην εργασία τούτη. Θα ήταν κοινοτοπίες περιττές γιατί αυτά είναι πολύ γνωστά σ’ όλους. Θα παραλειφθούν λοιπόν, αν και αποτελούν τα σημαντικότερα κεφάλαια της μυθολογίας της περιοχής αυτής.
Αυτοί οι μύθοι είναι πασίγνωστοι και δεν έχουν καλυφθεί, όπως τόσα και τόσα άλλα μυθολογικά δημιουργήματα της περιοχής αυτής που καλύφθηκαν από τη λησμοσύνη, εξαιτίας της ασημαντότητάς της, ακριβώς επειδή τα έκανε ευρύτερα γνωστά η σημαντικότητα του ήρωα και η αναμφισβήτητη μεγάλη προβολή τους από τα διασωθέντα έπη του Ομήρου. Εκείνη την εποχή το κράτος του Αχιλλέα στην Φθιώτιδα Αχαΐα ήταν ένα από τα σημαντικότερα κράτη. Απόδειξη ότι έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο με πενήντα καράβια, έναν από τους μεγαλύτερους στόλους που βρέθηκαν στην Τροία. Και τα πενήντα αυτά καράβια ήταν μόνο του Αχιλλέα. Από την Αχαΐα Φθιώτιδα έλαβαν μέρος και ο Πρωτεσίλαος αλλά και άλλοι αρχηγοί και βασιλιάδες.
Δεν έχουν επομένως οι μυθολογικές αυτές αναφορές ανάγκη ανάσυρσής τους στην επιφάνεια, όπως επιχειρείται μ’ άλλους μύθους στην εργασία αυτή. Εξάλλου η σημαντικότητα του ήρωα Αχιλλέα αποδεικνύεται και μόνο από την προφητεία ότι ήταν αδύνατη η άλωση της Τροίας χωρίς τη συμμετοχή του Αχιλλέα. Η «προφητεία» αυτή, πέρα από το προσωπικό αναντικατάστατο του ήρωα Αχιλλέα, σημαίνει ότι και το βασίλειό του την εποχή εκείνη ήταν από τα σημαντικότερα ελληνικά κράτη και επομένως η δύναμή και η συμμετοχή του στο εκστρατευτικό ελληνικό σώμα θεωρούνταν απαραίτητη για τη νίκη.
Επιβεβαιώνεται έτσι και η άποψή μας ότι η σημαντικότητα ενός τόπου ήταν εκείνη που έπαιξε τον κύριο λόγο στο να διατηρηθούν στη μνήμη και να γίνουν γνωστοί οι μύθοι του. Οι μύθοι της περιοχής αυτής στον καιρό του Τρωικού Πολέμου, στα χρόνια δηλαδή εκείνα κατά τα οποία η Αχαΐα Φθιώτιδα ήταν μία σημαντική σε δύναμη περιοχή, έγιναν γνωστοί και διαδόθηκαν. Αντίθετα, στις άλλες εποχές, κατά τις οποίες η δύναμή της εξασθένισε ή και χάθηκε, εξαφανίστηκαν και χάθηκαν και οι μύθοι της. Είναι η εξαίρεση, μέσα στο σύνολο των μύθων της περιοχής, που έρχεται ακριβώς να επιβεβαιώσει την άποψή μας ότι επέζησαν οι μύθοι δυνατών και πλουσίων βασιλείων.
Δεν θα εκθέσουμε ακόμη εδώ τα πολλά προβλήματα που δημιουργούνται και τις πολλές ενδιαφέρουσες αλλά και αντικρουόμενες απόψεις που υπάρχουν για τη σαφή έκταση και τα ακριβή όρια του βασιλείου του Αχιλλέα, ούτε για την πρωτεύουσά του, για τα προβλήματα των ορίων μεταξύ του βασιλείου του Αχιλλέα και των γειτονικών βασιλείων του Πρωτεσίλαου, του Φιλοκτήτη κ.τ.λ., γιατί και αυτά, κατά τη γνώμη μας, ξεφεύγουν από τα όρια και τους σκοπούς τούτης της εργασίας. Είναι θέματα καθαρά ιστορικά και ως τέτοια δεν ανήκουν στους σκοπούς της εργασίας αυτής. Μας αρκεί, για το σκοπό της εργασίας μας αυτής, η αναφορά και η γενική συμφωνία όλων ότι, ανεξάρτητα από τις όποιες διαφορετικές απόψεις υπάρχουν για την πρωτεύουσα του βασιλείου του Αχιλλέα και την έκταση που αυτό καταλάμβανε, οπωσδήποτε ένα μέρος τουλάχιστο της Αχαΐας Φθιώτιδας και του ορεινού όγκου της Όθρης ανήκε στο βασίλειο του Αχιλλέα, του μεγαλύτερου ήρωα του Τρωικού Πολέμου. Μας αρκεί το γεγονός ότι στα μυθολογικά ακούσματα με τα οποία τρέφονταν και διαμόρφωναν την φυλετική τους ταυτότητα οι άνθρωποι τούτης της περιοχής, περιλαμβάνονταν και οι διάφορες μυθολογικές εκδοχές για τον Πηλέα, τον Αχιλλέα και τον Νεοπτόλεμο.
Ωστόσο θεωρούμε σωστό να επισημάνουμε απλώς και μόνο ότι το γεγονός ότι πόλεις της ίδιας περιοχής, όπως ο Πτελεός, ο Αντρώνας, η Πύρασος και κυρίως η Ίτων, ανήκαν στο βασίλειο του Πρωτεσίλαου, ενώ η Άλος, στο μέσον της ίδιας περιοχής, ανήκε στον Αχιλλέα, δημιουργεί πολλά προβλήματα στον καθορισμό των ορίων των δύο κρατών. Τα προβλήματα που δημιουργούνται στην περίπτωση αυτή από τις συγχεόμενες και αλληλοκαλυπτόμενες επικράτειες των δύο αυτών γειτονικών βασιλείων, και εφόσον η ομηρική Άλος είναι η αυτή με την Άλο των κλασικών χρόνων (στην Πλατανιώτικη Μαγούλα), μπορούσαν ίσως να λυθούν, κατά τη γνώμη μας, με την παραδοχή της ύπαρξης μιας σχέσης ομοσπονδιακής ή συνομοσπονδιακής μεταξύ των δύο γειτονικών αυτών βασιλείων.
Κάτω από μια λογική και ισόρροπη κατανομή των συμφερόντων και αμοιβαίων διευκολύνσεων μεταξύ των δύο αυτών μερών της ομοσπονδιακής ή συνομοσπονδιακής συνύπαρξής τους έπρεπε και τα δύο μέρη να έχουν λιμάνια και τις σχετικές διευκολύνσεις αλλά ταυτόχρονα και εκτεταμένες πεδιάδες για τις καλλιέργειες. Με αυτή την λογική εξεταζόμενο το πρόβλημα της σύγχυσης και αλληλοκάλυψης των δύο επικρατειών εξηγείται πώς ήταν δυνατό ο μεν Πρωτεσίλαος να βασιλεύει στην Ίτωνα, δυτικά του Αλμυρού, στην Πύρασο βορειοανατολικά του Αλμυρού και να έχει παράλληλα και τα λιμάνια του Πτελεού και του Αντρώνα, νότια του Αλμυρού, ο δε Αχιλλέας να βασιλεύει σε μια περιοχή, από τα Φάρσαλα μέχρι το λιμάνι του Αλμυρού, την τότε Άλο, και να φτάνει μέχρι και τις εκβολές του Σπερχειού. Εκτός και αν η ομηρική Άλος βρισκόταν έξω από την περιοχή Αλμυρού, στην οποία βρισκόταν μόνο η Άλος των κλασικών και των ελληνιστικών χρόνων.
Βεβαίως και οι σχέσεις του Αχιλλέα με τον Σπερχειό ποταμό, όπως φανερώνονται από το γεγονός της προσφοράς των μαλλιών του ήρωα στον ποταμό, και από τις αναφορές που μνημονεύουν τον ποταμό Σπερχειό ως σύζυγο της αδερφής του Αχιλλέα αλλά κι από την ύπαρξη της ονομασίας Ελλάς στην ίδια περιοχή και από άλλα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία που μπορεί να βρει κάποιος σε πολλές σχετικές εργασίες, όπως π. χ. «Το πρόβλημα της ομηρικής Φθίας», οδηγούν ίσως στη σκέψη ότι η πρωτεύουσα των Μυρμιδόνων δεν πρέπει να βρισκόταν πολύ μακριά από τον Σπερχειό ποταμό.
Όλα αυτά τα προβλήματα ασφαλώς δεν ανήκουν στην καθαρή μυθολογία και επομένως δεν μπορούν να εξετασθούν στην εργασία αυτή.
3. Ο στρατός του Αχιλλέα
Ο Αχιλλέας έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο με πενήντα καράβια. Ο Όμηρος λέει για τα καράβια και τους πολεμιστές που ακολουθούσαν τον Αχιλλέα:
«Νῦν αὖ τούς, ὅσσοι τὸ Πελασγικὸν Ἄργος ἔναιον,
οἵ τ᾿ Ἀλον οἵ τ᾿ Ἀλόπην οἵ τε Τρηχῖνα νέμοντο,
οἵ τ᾿ εἶχον Φθίην ἠδ᾿ Ἑλλάδα καλλιγύναικα,
Μυρμιδόνες δ᾿ ἐκαλεῦντο καὶ Ἕλληνες καὶ Ἀχαιοί,
τῶν δ᾿ αὖ πεντήκοντα νεῶν ἦν ἀρχὸς Ἀχιλλεύς.»
Πέντε τάγματα είχε ο στρατός του Αχιλλέα. Το καθένα είχε τον αρχηγό του.
Στο πρώτο τάγμα αρχηγός ήταν ο Μενέσθιος, που ήταν ανεψιός του Αχιλλέα, αφού ήταν γιος της αδελφής του Πολυδώρας και του ποταμού Σπερχειού. Ο Σπερχειός, κατά μία μυθολογική εκδοχή, ήταν γιος του Περιήρη, του γιου του Αίολου και εγγονού του Έλληνα και της νύμφης Οθρηίδας.
Στο δεύτερο τάγμα αρχηγός ήταν ο Εύδωρος, που ήταν καρπός του έρωτα του θεού Ερμή και της Πολυμήλας ή Πολυμήλης, κόρης του Φύλαντα. Ο Εύδωρος μεγάλωσε, λέει ο μύθος, στην αυλή του παππού του Φύλαντα, ο οποίος ήταν βασιλιάς της θεσπρωτικής – ή για κάποιους άλλους της θεσσαλικής – πόλης Εφύρας.
Αλλά, ενώ για τον ίδιο τον Εύδωρο όλοι συμφωνούσαν ότι ήταν γιος της Πολυμήλας και του Ερμή, για τη μητέρα του, την Πολυμήλα, κυκλοφορούσαν πολλές διαφορετικές απόψεις. Κάποιοι μύθοι της περιοχής ήθελαν την Πολυμήλα ή Πολυμήλη να είναι, όπως είπαμε, κόρη του Φύλαντα. Η Πολυμήλα μετά την περιπέτειά της αυτή με τον Ερμή, παντρεύτηκε τον Εχεκλή. Κάποιοι άλλοι όμως μύθοι την ήθελαν να είναι κόρη του Άκτορα και αυτοί έλεγαν ότι η Πολυμήλα παντρεύτηκε τον Πηλέα, τον πατέρα του Αχιλλέα, προτού ο Πηλέας παντρευτεί τη θεά Θέτιδα. Άλλοι πάλι τα έλεγαν εντελώς διαφορετικά. Η Πολυμήλα δεν ήταν κόρη ούτε του Φύλαντα ούτε του Άκτορα αλλά ήταν κόρη του Πηλέα. Η Πολυμήλα λοιπόν, σύμφωνα με αυτούς, ήταν αδερφή του Αχιλλέα και επομένως ο Εύδωρος ήταν κι αυτός ανεψιός του Αχιλλέα, αφού ήταν γιος της αδερφής του, όπως ήταν και ο διοικητής του πρώτου τάγματος, ο Μενέσθιος. Η Πολυμήλα, έλεγαν άλλοι παραμυθάδες, αργότερα έγινε γυναίκα του Μενοίτιου και μητέρα του Πάτροκλου, του άλλου ήρωα του Τρωικού Πολέμου και αδελφικού φίλου του Αχιλλέα. Έτσι, σύμφωνα με την άποψη αυτή ο Πάτροκλος ήταν και αυτός ανεψιός του Αχιλλέα. Υπάρχει όμως και άλλη γνώμη, την οποία έλεγαν άλλοι παραμυθάδες της περιοχής για τον Πάτροκλο. Σύμφωνα με την άποψη αυτή οι δύο ήρωες, Αχιλλέας και Πάτροκλος, ήταν πρώτα εξαδέλφια, γιατί οι πατεράδες τους, έλεγαν, ήταν αδέλφια: «ἰστέον δὲ ὅτι τὸν Πάτροκλον ἡ παλαιὰ ἱστορία καὶ συγγενῆ τῷ Ἀχιλλεῖ παραδίδωσι λέγουσα, ὅτι Ἡσίοδός φησι Μενοίτιον, τὸν Πατρόκλου πατέρα, Πηλέως εἶναι ἀδελφόν, ὡς εἶναι αὐτανεψίους οὕτως ἀμφοτέρους ἀλλήλοις.»
Για όλες αυτές τις παραπάνω μυθολογικές εκδοχές για τις σχέσεις της Πολυμήλας του Πάτροκλου και του Αχιλλέα υπάρχουν πολλοί και ωραίοι μύθοι. Θα ήταν όμως πολύ κουραστική και έξω από τους σκοπούς μας η αναφορά τους.
Στο τρίτο τάγμα του στρατού τού Αχιλλέα ήταν αρχηγός ο Πείσανδρος, που ξεχώριζε ανάμεσα στους Μυρμιδόνες για την παλικαριά του μετά τον Αχιλλέα και τον Πάτροκλο.
Στο τέταρτο τάγμα αρχηγός ήταν ο Φοίνικας, που ο Πηλέας τον έστειλε κοντά στο γιο του, τον Αχιλλέα, για να τον συμβουλεύει.
Στο πέμπτο τάγμα του στρατού του Αχιλλέα ήταν αρχηγός ο Αλκιμέδοντας, ο γιος του Λαέρτη. Ο Λαέρτης αυτός ήταν άλλος, δεν είχε καμιά σχέση με τον ομώνυμό του πατέρα τού Οδυσσέα.
Στη Ραψωδία Π της Ιλιάδας στίχ. 168-197 περιγράφονται τα παραπάνω ως εξής:
«Είχε ο Αχιλλέας πενήντα γρήγορα καράβια που κυβέρνα,
ο λατρευτός του Δία, σαν έφτασε στην Τροία, και στο καθένα,
πενήντα παλικάρια εκάθουνταν πα στο κουπί συντρόφοι
και πέντε κεφαλή τους έβαλε ρηγάρχες μπιστεμένους
να κυβερνούν, κι αυτός βασίλευε περίσια πάνω απ’ όλους.
Στον πρώτο λόχο ο λαμπροθώρακος Μενέσθιος κυβερνούσε,
του Σπερχειού, του ουρανογέννητου του ποταμού βλαστάρι’
μια κόρη του Πηλέα τον γέννησε πανώρια, η Πολυδώρα,
θνητή, που με θεό κοιμήθηκε, το Σπερχειό το γαύρο,
μα γιος του Βώρου νοματίζονταν κι αγγόνι του Περήρη,
τι αυτός την πήρε απ’ τον πατέρα της με μυριοπλούσια δώρα.
Στον άλλο λόχο ο γαύρος Εύδωρος αφέντευε, μιας κόρης,
της Πολυμήλας, κλεφτογέννημα, που στο χορό ήταν πρώτη,
του Φύλα η θυγατέρα τι άρεσε του Αργοφονιά, ως την είδε
που στο χορό ετραγούδα κάποτε με άλλες μαζί κοπέλες
στη χάρη της χουγιάχτρας Άρτεμης της χρυσοδοξαρούσας.
Ευτύς στο ανώγι ανέβηκε κι έσμιξε κρυφά μαζί της τότε
ο πονηρός Ερμής, τρισεύγενο υγιό χαρίζοντάς της,
τον Εύδωρο, καλό στο τρέξιμο καλό και στο κοντάρι.
Κι η θεά Λεχούσα αφού η βαρύπονη της έβγαλε το γιο της
όξω στο φως, και του ήλιου αντίκρισε την άγια λάμψη, εκείνην
ο γαύρος Εχεκλής, ο ατρόμητος του Άχτορου υγιός, την πήρε
γυναίκα, μύρια δώρα δίνοντας, στο αρχοντικό του μέσα.
Και το μωρό το χαϊδανάσταινε με αγάπη ο γερο Φύλας,
και πάντα γνοιαστικά το φρόντιζε, σαν να ‘ταν γιος δικός του.
Στον τρίτο λόχο ο γιος του Μαίμαλου μπήκε αρχηγός, ο γαύρος
ο Πείσαντρος, που στο κοντάρεμα ξεχώριζε απ’ τους άλλους,
μετά απ’ του Αχιλλέα το σύντροφο, στους Μυρμιδόνες μέσα.
Κι ο γερο αλογολάτης Φοίνικας τον τέταρτο οδηγούσε
κι ο ψυχωμένος Αλκιμέδοντας, του Λαέρτη ο γιος, τον πέμπτο.»
4. Ο Φοίνικας και η Φθία
Ο Όμηρος παρουσιάζει στην Ιλιάδα τον Φοίνικα να εκτελεί τα καθήκοντα τού συμβουλάτορα τού Αχιλλέα την στιγμή που προσπαθεί να πείσει τον θυμωμένο Αχιλλέα να λάβει μέρος στη μάχη εναντίον των Τρώων. Μέσα από τους στίχους αυτούς του Ομήρου παίρνουμε πολλές και ενδιαφέρουσες πληροφορίες.
«Τέλος εστράφη κι είπε ο Φοίνικας, ο γερο αλογολάτης 432
με δακρυσμένα μάτια τι έτρεμε μην πάθουν τα καράβια:
«Το γυρισμό στο νου σου αν έβαλες, τρανέ Αχιλλέα στ’ αλήθεια,
κι ουδέ λογιάζεις πια τα γρήγορα καράβια να γλιτώσεις
απ’ την κακιά φωτιά, τι η μάνητα το λογισμό σου πνίγει,
πώς τότε πια, παιδί μου, θα ‘μενα μακριά σου εδώ μονάχος;
Μαζί σου εδώ ο Πηλέας δε μ’ έστειλεν, ο γερο αλογολάτης,
από τη Φθία, στον Αγαμέμνονα καθώς σε προβοδούσε;
κι ήσουν παιδί, κι ουδέ από πόλεμο νογούσες μανιασμένο 440
κι ουδέ από σύναξη, που ξέχωρη τιμή στον άντρα δίνει.
Γι’ αυτό μαζί σου εκείνος μ’ έστειλε, για να σε δασκαλεύω,
να μάθεις να μιλάς στη μάζωξη, να πολεμάς στη μάχη.
Γι’ αυτό, παιδί μου, εγώ δε θά ‘θελα να χωριστώ από σένα,
κι ο θεός ακόμα αν μου έλεγε να ξύσει απ’ το κορμί μου
τα γερατιά, και νιος σα άλλοτε να γίνω, σαν τότε
που την Ελλάδα εγώ απαράτησα την ωριογυναικούσα,
να λείψω απ’ την οργή του κύρη μου, του Αμύντορα, ζητώντας.
Για κάποια σκλάβα ομορφοπλέξουδη μου ‘χε βαριά θυμώσει
της είχε αγάπη και το ταίρι του δε λόγιαζε καθόλου, 450
τη μάνα μου, κι αυτή στα γόνατά μου πρόσπεφτε, την κόρη
εγώ να κοιμηθώ πρωτύτερα, να σιχαθεί το γέρο.
Κι έγινε η χάρη της, μα ο κύρης μου σε λίγο το απεικάστη
κι επάνω μου κατάρες σώριασε βαριές, κι ανακαλιόταν
τις άγριες Ερινύες, στα γόνατα να μη χορέψει αγγόνι,
που να ’χει γεννηθεί απ’ το σπέρμα μου. Κι ευτύς την κάταρά του
του Κάτω Κόσμου ο Δίας την άκουσε κι η ανήλεη Περσεφόνη.
Με κοφτερό χαλκό μελέτησα να τον σκοτώσω τότε,
μα κάποιος μου ’σβησε τη μάνητα θεός, θυμίζοντάς μου
του κόσμου τις βρισιές, το σούσουρο μες στους ανθρώπους γύρω, 460
πατροφονιά να με φωνάζουνε μες στους Αργίτες όλοι.
Μα κι η καρδιά μου δεν το δέχουνταν καθόλου να χολιάζει
μαζί μου, ο κύρης, και στο σπίτι μας εγώ να μπαινοβγαίνω
κι ήταν πολλοί δικοί κι αξάδελφοι, που μ’ είχαν ζώσει τότε,
με παρακάλια δοκιμάζοντας να με κρατήσουν σπίτι
στεφανοκέρατα, στριφτόζαλα πλήθος εσφάζαν βόδια
κι αρνιά παχιά, κι απάνω στου Ήφαιστου τη φλόγα τεντωμένοι
καψαλιζόνταν χοίροι, που ’πλεχαν μες στο πολύ τους ξίγκι
και το κρασί κρουνός επίνουνταν απ’ τα σταμνιά του γέρου.
Νύχτες εννιά κοιμόνταν γύρω μου και με φυλάγαν όλοι 470
με τη σειρά τους, και δεν έσβηναν ποτέ οι φωτιές, που ανάβαν
μες στη στοά τής γυροτοίχιστης αυλής η μια στημένη
κι η άλλη στον πρόδρομο, κατάμπροστα στις πόρτες του αντρωνίτη.
Μα ως έφτασε η νύχτα η δέκατη και πήρε το σκοτάδι
τότε συντρίβοντας της κάμαρας τις στεριωμένες πόρτες
όξω πετάχτηκα και πήδηξα με μιας τον αυλοφράχτη,
δίχως καθόλου οι φυλακάτορες κι οι σκλάβες να με νιώσουν.
Και πήρα δρόμο την πλατύχωρη διαβαίνοντας Ελλάδα
ως πια στη Φθία την παχιοχώματη, την αρνομάνα, φτάνω,
στου βασιλιά Πηλέα κι ολόκαρδα με καλοδέχτη εκείνος, 480
και τόση αγάπη τότε μου ’δειξε, σαν που αγαπάει πατέρας,
που ’χει και βιος, το μοσκανάθρεφτο μικρό μοναχογιό του’
και πλούσιο μ’ έκανε και μου “δωκε πολλούς για ν’ αφεντεύω
και ζούσα βασιλιάς στους Δόλοπες, στης Φθίας την άκρη άκρη.
Κι έτσι μεγάλο εγώ σε ανάστησα, θεόμορφε Αχιλλέα,
και σ’ αγαπούσα τι δεν ήθελες εσύ κανέναν άλλον,
για στο τραπέζι σύντας πήγαινες για κι έτρωγες μονάχος,
έπρεπε εγώ στα γόνατα μαθές να σε κρατώ, να κόβω
το κρέας να τρως, μετά στα χείλια σου την κούπα να ζυγώνω.
Συχνά στο στήθος μου κατάβρεξες το ρούχο με το στόμα, 490
παιδί όπως ήσουν και με παίδευες και το κρασί ξερνούσες,
Έτσι πολλά για σένα τράβηξα, πολλούς επήρα μόχτους
τι δεν ξεχνούσα πως οι αθάνατοι δεν ήταν να μου δώσουν
δικό μου γιο, γι’ αυτό και μου ’γινες, θεόμορφε Αχιλλέα,
παιδί μου εσύ, που θα με γλίτωνες απ’ το κακό μια μέρα.
Την πέρφανη ψυχή σου μέρωσε τώρα, Αχιλλέα, δεν πρέπει
να ’χεις καρδιά σκληρή. Κι οι αθάνατοι τη γνώμη τους αλλάζουν,
που μας περνούνε και στη δύναμη και στη τιμή και σ’ όλα.
Με καλοπρόσδεχτα ταξίματα και με θυσίες, με κνίσα,
και με σπονδές, γυρίζουν άνθρωποι και τη δική τους γνώμη 500
παρακαλώντας τους αν έσφαλε κι αν έφταιξε κανένας».
Ο Όμηρος βέβαια μπορεί να μας τα λέει έτσι ίσως για να ωραιοποιήσει την πραγματικότητα ή ίσως γιατί ακολούθησε την μία απ’ όσες εκδοχές κυκλοφορούσαν στην περιοχή για την υπόθεση αυτή. Στην περιοχή όμως της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας κυκλοφορούσαν μερικοί μύθοι διαφορετικοί. Λέγαν ότι ο Αμύντορας, τύφλωσε με τα ίδια του τα χέρια τον γιο του Φοίνικα και ότι τον έδιωξε από το παλάτι του ο ίδιος και δεν έφυγε μόνος του ο Φοίνικας, όπως ισχυρίζεται ο Όμηρος. Λέγανε ακόμα ότι όταν έφυγε ο Φοίνικας, από την πατρίδα του την Ελλάδα, τυφλωμένος από τον πατέρα του, πήγε στον Κένταυρο Χείρωνα, ο οποίος τον θεράπευσε. Ο Κένταυρος Χείρωνας. κατόπιν, αφού θεράπευσε τον Φοίνικα, του ανέθεσε την ανατροφή του Αχιλλέα.
Η υπηρέτρια, η οποία, σύμφωνα μ’ όσα μας λέει ο Όμηρος στην Ιλιάδα, είχε ξεμυαλίσει τον πατέρα τού Φοίνικα, τον Αμύντορα, και έτσι αυτός παραμελούσε την γυναίκα του εξαιτίας της, λεγόταν, σύμφωνα με μία εκδοχή, Φθία ή Κλυτία. Η μητέρα του Φοίνικα και γυναίκα του Αμύντορα, έβαλε, λέει, τον γιο της Φοίνικα να τα φτιάξει με τη Φθία ή Κλυτία και έτσι ν’ απομακρυνθεί ο άντρας της από αυτήν.
Αυτά έλεγαν οι μύθοι της περιοχής. Μερικοί όμως αργότερα είπαν διαφορετικά τα πράγματα. Μην τα ακούτε αυτά έλεγαν. Καμία υπηρέτρια δεν θέλησε να πάρει ο Φοίνικας από τον πατέρα του. Η όμορφη Φθία δεν ήταν κάποια υπηρέτρια που ο γιος ήθελε να την πάρει από τον πατέρα του. Αυτά είναι παραμύθια. Εκείνο που ήθελε να πάρει ο γιος από τον πατέρα του δεν ήταν η υπηρέτρια αλλά αυτό το ίδιο το βασίλειο. Η Φθία δεν ήταν υπηρέτρια. Ήταν αυτό το ίδιο το βασίλειο στο οποίο βασίλευε ο Αμύντορας και το οποίο λεγόταν Φθία. Ο Φοίνικας, με την υποστήριξή της μητέρας του, επαναστάτησε κατά του πατέρα του με σκοπό να τον διώξει από τον θρόνο και να γίνει αυτός βασιλιάς της. Η προσπάθεια αυτή όμως δεν είχε επιτυχή αποτελέσματα και ο Φοίνικας κυνηγημένος, και κινδυνεύοντας να χάσει την ζωή του, αναγκάστηκε να ζητήσει άσυλο κοντά στον Πηλέα. Φαίνεται δε ότι και ο Πηλέας είχε κάποια ανάμιξη στην όλη υπόθεση και γι’ αυτό έδωσε προστασία στον επαναστάτη. Γειτονικό βασίλειο ήταν το βασίλειο του Αμύντορα και είναι πολύ φυσικό να υποθέσουμε ότι θα το καλόβλεπε ο Πηλέας. Έπρεπε λοιπόν να βρει ανθρώπους να υποστηρίξουν αυτές του τις βλέψεις και βρήκε τον Φοίνικα που δέχτηκε ν’ ακολουθήσει τα σχέδια του Πηλέα. Γι’ αυτό και ο Πηλέας για ανταμοιβή της συνεργασίας του Φοίνικα σ’ αυτά του τα επεκτατικά σχέδια, τον έκανε πλούσιο και τον όρισε βασιλιά στους Δόλοπες που ζούσαν στην «άκρη άκρη» της Φθίας.
Ο Φοίνικας έζησε και μετά το θάνατο του Αχιλλέα και έγινε σύμβουλος και του Νεοπτόλεμου, του γιου του Αχιλλέα, τον οποίο και ακολούθησε στην επιστροφή του. Δεν πρόφθασε όμως ο ίδιος να γυρίσει και πάλι στην πατρίδα του γιατί πέθανε στο δρόμο του γυρισμού.
5. Ποιοι ήταν οι Μυρμιδόνες
Οι Μυρμιδόνες του Αχιλλέα ήταν λαός που, κατά μία μυθολογική εκδοχή, κατάγονταν από την Αίγινα. Η Αίγινα ήταν κόρη του ποταμού Ασωπού. Ο Δίας την άρπαξε και την έφερε στο νησί Οινώνη που από τότε πήρε το όνομα της κοπέλας και ονομάστηκε Αίγινα. Εκεί η νύμφη Αίγινα έγινε από τον Δία μητέρα του Αιακού. Επειδή δε ο τόπος εκεί ήταν έρημος από κατοίκους ή επειδή, όπως έλεγαν άλλοι, ο λαός του νησιού είχε καταστραφεί, ο Αιακός παρακάλεσε τον πατέρα του Δία να κάνει κάτι ώστε να υπάρχουν άνθρωποι στο νησί. Ο Δίας άκουσε την παράκληση του γιου του και μεταμόρφωσε τα μυρμήγκια του νησιού σε ανθρώπους.
Ο Απολλόδωρος γράφει σχετικά μ’ αυτό το θέμα: «Αἴγιναν δὲ εἰσκομίσας εἰς τὴν τότε Οἰνώνην λεγομένην νῆσον, νῦν δὲ Αἴγιναν ἀπ᾿ ἐκείνης κληθεῖσαν, μίγνυται, καὶ τεκνοῖ παῖδα ἐξ αὐτῆς Αἰακόν, τούτῳ Ζεὺς ὄντι μόνῳ ἐν τῇ νήσῳ τοὺς μύρμηκας ἀνθρώπους ἐποίησε».
Έτσι, σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, οι Μυρμιδόνες έγιναν από τα μυρμήγκια και γι’ αυτό ονομάστηκαν έτσι. Οι Μυρμιδόνες αυτοί είναι εκείνοι οι οποίοι αργότερα ήρθαν στη Φθία, με αρχηγό τους τον Πηλέα.
Ο μύθος όμως αυτός είναι κατοπινό δημιούργημα με σκοπό να βρεθεί κάποια αιτιολογία του ονόματος των Μυρμιδόνων. Οι Μυρμιδόνες φαίνεται να είναι αυτόχθονας λαός της περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας. Ήταν λαός καθαρά γεωργικός που ασχολούνταν ολημερίς με τη γεωργία. Πάλευαν χωμένοι μέσα στη γη σκάβοντας σ’ αυτήν όπως τα μυρμήγκια. Έπεσε όμως μεγάλη πείνα στη χώρα τους και οι άνθρωποι έσκαβαν τη γη και ζούσαν εκεί μέσα. Πάνω από τα λιθάρια αυτών των σκαμμένων κατοικιών τους τοποθετούσαν το χώμα που έβγαζαν. για να το καλλιεργούν, όπως βγάζουν έξω από τη φωλιά τους τα μυρμήγκια το χώμα. Γι’ αυτό ονομάστηκαν Μυρμιδόνες. Έτσι λέει μία άλλη μυθολογική εκδοχή για την προέλευση του ονόματος των Μυρμιδόνων.
Ένα απόσπασμα του Στράβωνα μας δίνει κάποιες σχετικές με το θέμα πληροφορίες: «Μυρμιδόνας δὲ κληθῆναί φασιν οὐχ ὡς ὁ μῦθος τοὺς Αἰγινήτας, ὅτι λοιμοῦ μεγάλου συμπεσόντος οἱ μύρμηκες ἄνθρωποι γένοιντο κατ᾿ εὐχὴν Αἰακοῦ, ἀλλ᾿ ὅτι μυρμήκων τρόπον ὀρύττοντες τὴν γῆν ἐπιφέροιεν ἐπί τὰς πέτρας ὥστ᾿ ἔχειν γεωργεῖν, ἐν δὲ τοῖς ὀρύγμασιν οἰκεῖν φειδόμενοι πλίνθων» Δηλαδή: «Λένε ότι οι Αιγινήτες ονομάστηκαν Μυρμιδόνες όχι, όπως λέει ο μύθος, επειδή έπεσε μεγάλη πείνα και με ευχή του Αιακού τα μυρμήγκια έγιναν άνθρωποι, αλλά διότι σκάβοντας τη γη όπως τα μυρμήγκια, έφερναν πάνω στις πέτρες λίγο χώμα για να το καλλιεργούν, κατοικούσαν δε μέσα σε ορύγματα γιατί έκαναν οικονομία στις πλίθες».
Ακουγόταν ακόμα και μία μυθολογική εκδοχή εντελώς αντίθετη από την γνωστή σε όλους. Δεν μεταμορφώθηκαν τα μυρμήγκια σε ανθρώπους επειδή παρακάλεσε ο Αιακός τον Δία να δημιουργήσει ανθρώπους για να μην είναι μόνος. Αντίθετα οι άνθρωποι μεταμορφώθηκαν σε μυρμήγκια, ύστερα από προσευχή του Αιακού.
Είχε πέσει μεγάλη πείνα στη χώρα, λέει αυτή η μυθολογική εκδοχή. Τόσο μεγάλη ήταν η πείνα που οι κάτοικοι δεν μπορούσαν να ζήσουν ως άνθρωποι, γιατί έχουν πολλές ανάγκες. Ο Αιακός σκέφτηκε ότι αν οι υπήκοοί του ήταν μυρμήγκια θα ήταν ευκολότερο να ζήσουν. Παρακάλεσε λοιπόν ο Αιακός τον Δία και αυτός μεταμόρφωσε τους ανθρώπους του βασιλείου του σε μυρμήγκια για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Έτσι δικαιολογούσε το όνομά τους μία άλλη μυθολογική εκδοχή.
Ωστόσο υπάρχει και μία άλλη διαφορετική εκδοχή. Ονομάστηκαν Μυρμιδόνες απλά γιατί αρχηγός τους και πρόγονός τους ήταν ο Μυρμιδόνας. Επώνυμος ήρωας των Μυρμιδόνων ήταν, λοιπόν, κατά μία μυθολογική εκδοχή, ο Μυρμιδόνας, που ήταν γιος του Διολήθη και εγγονός του Περιήρη. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο Μυρμιδόνας ήταν γιος του Δία και της Ευρυμέδουσας. Ο Μυρμιδόνας ήταν πατέρας του Άκτορα και του Αντίφου. Κατά μία μυθολογική εκδοχή ήταν ακόμα πατέρας της Ευπολεμίας, της μητέρας του αργοναύτη Αιθαλίδη.
6. Ο Πρωτεσίλαος
Ένας άλλος μεγάλος βασιλιάς της ίδιας περιοχής, ο Πρωτεσίλαος, που είχε στρατό από τη Φυλάκη, την Πύρασο, την Ίτωνα, την Αντρώνα και το Πτελεό, ξεκίνησε επίσης από τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας για την Τροία. Ήταν κι αυτός δεμένος με όρκο να βοηθήσει τον άντρα της Ωραίας Ελένης, αφού κάποτε την είχε ζητήσει κι αυτός σε γάμο.
Στον Όμηρο διαβάζουμε για τον στρατό του Πρωτεσίλαου:
«Οἵ δ᾿ εἶχον Φυλάκην καὶ Πύρασον ἀνθεμόεντα,
Δήμητρος τέμενος, Ἴτωνά τε μητέρα μήλων,
ἀγχίαλον τ᾿ Ἀντρῶνα ἠδὲ Πτελεὸν λεχεποίην,
τῶν αὖ Πρωτεσίλαος Ἀρήιος ἡγεμόνευεν
ζωὸς ἐών.»
Δηλαδή: (Πήγαν στην Τροία) «Όσοι κατοικούσαν τη Φυλάκη και τη λουλουδένια Πύρασο, της Δήμητρας τον αφιερωμένο τόπο, και την Ίτωνα τη μάνα των προβάτων και την Αντρώνα, κοντά στο περιγιάλι, και την Πτελεό με το πολύ χορτάρι πούκανε για στρώμα κρεβατιού, αυτών αρχηγός ήταν ο Πρωτεσίλαος ο πολεμικός όσο καιρό ήταν ζωντανός».
Για τον Πρωτεσίλαο, τον βασιλιά της Φυλάκης, πολλοί μύθοι κυκλοφορούσαν στην πατρίδα του. Για χρόνια πολλά μ’ όσα ακούγονταν για τον ηρωικό βασιλιά Πρωτεσίλαο μεγάλωναν τα παιδιά και περνούσαν τις νύχτες τους οι μεγάλοι.
Ήταν εκείνος που σκοτώθηκε πρώτος στην Τροία πριν ακόμη αρχίσει ο πόλεμος, γιατί ήταν ο πρώτος που θέλησε να κατεβεί από τα καράβια, αν και γνώριζε, από μία προφητεία που υπήρχε, ότι ο πρώτος που θα αποβιβαζόταν θα σκοτωνόταν αμέσως. Μετά από αυτόν κατέβηκε ο μεγαλύτερος ήρωας ο Αχιλλέας. Έτσι έλεγαν και καμάρωναν για το βασιλιά τους στη Φυλάκη.
Άλλοι όμως πίστευαν ότι τα πράγματα έγιναν διαφορετικά. Ο Πρωτεσίλαος, έλεγαν αυτοί, δεν ήθελε να αποβιβαστεί πρώτος γιατί ήξερε τον σχετικό χρησμό. Τον ξεγέλασε όμως ο πονηρός βασιλιάς της Ιθάκης Οδυσσέας, που γνώριζε πολύ καλά τι ακριβώς έλεγε ο χρησμός. Έριξε λοιπόν ο Οδυσσέας την ασπίδα του στο τρωικό έδαφος και μετά πήδησε ο ίδιος πρώτος από όλους αλλά στάθηκε επάνω στην ασπίδα. Έτσι δεν πάτησε το χώμα της Τροίας και δεν σκοτώθηκε, γιατί στην πραγματικότητα δεν «πάτησε χώμα» στην Τροία. Αντίθετα σκοτώθηκε ο Πρωτεσίλαος που ξεγελασμένος από τον Οδυσσέα πήδηξε, νομίζοντας τάχα ότι ήταν δεύτερος. Στην πραγματικότητα όμως ήταν ο πρώτος που πάτησε στο έδαφος της Τροίας κι έτσι σκοτώθηκε.
Στη Φυλάκη είχε μείνει μόνη η γυναίκα του Πρωτεσίλαου, η Λαοδάμεια, νιόπαντρη μόλις μιας μέρας νύφη. Ο Πρωτεσίλαος αναγκάστηκε να φύγει την αμέσως επόμενη μέρα του γάμου του. Δεν είχε προλάβει ακόμη να τελειώσει ούτε το σπίτι του που είχε αρχίσει να το χτίζει. Το μαύρο μήνυμα του χαμού του άντρα της δεν άργησε να το μάθει η Λαοδάμεια. Άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα, να χτυπιέται και να μαδιέται. Με τίποτε δεν μπορούσε να παρηγορηθεί.
Υπάρχει και μία άλλη εκδοχή που λέει ότι η γυναίκα του Πρωτεσίλαου λεγόταν Πολυδώρα και ήταν κόρη του Μελεάγρου του γιου του Οινέα. Ακουγόταν και μία μυθολογική εκδοχή πως αυτή η Πολυδώρα ήταν κόρη του Πηλέα. Άλλος πάλι μύθος ήθελε την Πολυδώρα να είναι κόρη του Περιήρη. Πολλά ακούγονταν ακόμη για την Πολυδώρα τα οποία την καθιστούν ένα πρόσωπο που δημιουργεί πολλά ερμηνευτικά προβλήματα. Τα παραλείπουμε όλα αυτά γιατί είναι λεπτομέρειες που θεωρούμε ότι απομακρύνονται από τον σκοπό αυτής της εργασίας. Εδώ μας ενδιαφέρει μόνο ό,τι ήταν μυθολογικά ακούσματα των ανθρώπων της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Πολλά έλεγαν στη Φυλάκη, στο βασίλειο του Πρωτεσίλαου, και για τη θλίψη της Λαοδάμειας. Στην μεγάλη της απελπισία και την απόγνωση που την έδερνε, έφτιαξε ένα κέρινο ομοίωμα του άντρα της και μ’ αυτό στην αγκαλιά της περνούσε μέρες και νύχτες. Το ίδιο απαρηγόρητος όμως ήταν και ο Πρωτεσίλαος στον Κάτω Κόσμο. Οι θεοί του Άδη, έλεγαν οι άνθρωποι του βασιλείου, από το πολύ κλάμα και τους στεναγμούς του Πρωτεσίλαου, τον λυπήθηκαν και του επέτρεψαν να πάει για μια μέρα στον Επάνω Κόσμο να συναντήσει τη γυναίκα του. Οι υποχθόνιοι θεοί τού έδειξαν την εύνοια να πάει για μια μέρα στη γυναίκα του, όχι απλά σαν σκιά αλλά μ’ όλη του την σωματική ακμή , σα να μην είχε πεθάνει. Άλλοι έλεγαν ότι η άδεια αυτή του δόθηκε μόνο για τρεις ώρες. Πολύ γρήγορα όμως πέρασε για τους δυο αγαπημένους συζύγους ο χρόνος της άδειας της μιας μέρας ή των τριών ωρών. Όταν έφτασε η ώρα να φύγει ο Πρωτεσίλαος, η Λαοδάμεια μην αντέχοντας ένα καινούργιο χωρισμό, αυτοκτόνησε για ν’ ακολουθήσει στον Άδη τον άντρα της και να είναι έτσι για πάντα μαζί του.
Άλλοι βέβαια δεν τα πίστευαν αυτά και έλεγαν ότι άλλη είναι η αλήθεια. Ο πατέρας της, έλεγαν αυτοί, προσπαθούσε να την παρηγορήσει και την μάλωνε που κοιμόταν μ’ ένα κέρινο ομοίωμα του άντρα της. Πήρε μάλιστα το ομοίωμα και το έκαψε και γι’ αυτό το λόγο αυτοκτόνησε η Λαοδάμεια. Άλλοι πάλι τα έλεγαν διαφορετικά. Δεν έκαψε ο πατέρας της το κέρινο ομοίωμα του Πρωτεσίλαου. Αυτό το κέρινο ομοίωμα του άντρα της κρατούσε στην αγκαλιά της και μ’ αυτό συνομιλούσε, όταν ο Ερμής της έφερε κοντά της τον Πρωτεσίλαο.
Άλλοι μύθοι έλεγαν ωστόσο ότι η Λαοδάμεια αυτοπυρπολήθηκε μαζί με το κέρινο ομοίωμα του Πρωτεσίλαου, και άλλοι ότι πέθανε στην αγκαλιά του άντρα της.
Νεότερες παραδόσεις έλεγαν εντελώς διαφορετικά τα γεγονότα. Δεν σκοτώθηκε, έλεγαν, ο Πρωτεσίλαος στην Τροία. Αυτό είναι ένα μεγάλο ψέμα. Είναι ψέματα που τα είπε με μεγάλη μαστοριά ο Όμηρος και έτσι τα πίστεψαν όλοι. Ο Πρωτεσίλαος έζησε, έλεγαν αυτές οι μυθολογικές εκδοχές, μέχρι που τελείωσε ο πόλεμος και ξεκίνησε κι αυτός με τους συντρόφους του, όπως όλοι οι άλλοι αρχηγοί μετά το τέλος του πολέμου, να επιστρέψει στην πατρίδα του. Μάλιστα, στο καράβι του ο Πρωτεσίλαος, ανάμεσα σ’ άλλες πολλές Τρωαδίτισσες αιχμάλωτες, τις οποίες είχε πάρει από την Τροία και τις κουβαλούσε σκλάβες μαζί του, βρισκόταν και μία αδελφή του Πρίαμου, η Αιθίλλα. Στο δρόμο όμως της επιστροφής σταμάτησαν κάπου και αποβιβάστηκαν να πάρουν νερό. Τότε η Αιθίλλα, που έμεινε στα καράβια μόνη με τις άλλες Τρωαδίτισσες γυναίκες, έβαλε φωτιά στα πλοία του Πρωτεσίλαου. Έτσι ο Πρωτεσίλαος, μην μπορώντας πια να φύγει, αναγκάστηκε να εγκατασταθεί σ’ εκείνο το μέρος, όπου έχτισε μια πόλη. Η πόλη αυτή είναι η Σκιώνη της Χαλκιδικής.
Άλλοι πάλι μύθοι έλεγαν άλλα, λίγο διαφορετικά. Πραγματικά η Αιθίλλα έκαψε τα πλοία του Πρωτεσίλαου. Αυτό όμως δεν έγινε στη Χαλκιδική, αλλά στη νότιο Ιταλία, στις εκβολές του ποταμού Ναύσιθου, όπου είχαν παρασυρθεί τα πλοία του βασιλιά της Φυλάκης και του Πτελεού. Εκεί έκτισε πόλη και εγκαταστάθηκε μόνιμα ο Πρωτεσίλαος. Ο Ναύσιθος ποταμός είναι γνωστός και με το όνομα Νέαιθος.
Έχουμε την εντύπωση ότι όλες αυτές οι απόψεις, οι οποίες είναι σαφέστατα και πέρα από κάθε αμφιβολία, νεότερες, σκόπιμες και «κατά παραγγελία» ή «ποιητική αδεία» δημιουργίες, εξηγούνται από τις προσπάθειες που γίνονταν ν’ αποκτήσουν οι διάφορες πόλεις επώνυμο ήρωα ιδρυτή και ιστορικό παρελθόν.
Πολλά ακόμη παραμύθια κυκλοφορούσαν για το μεγάλο βασιλιά της Φυλάκης, τον Πρωτεσίλαο. Είχε, έλεγαν, ένα τεράστιο σώμα. Ήταν ολόκληρος γίγαντας, δέκα πήχεις ψηλός και θα μεγάλωνε ακόμη περισσότερο, δεν ξέρουμε πού θα έφτανε, γιατί το μεγάλωμά του δεν είχε σταματημό, αν δεν σκοτωνόταν τόσο νωρίς. Ήταν μόλις είκοσι χρόνων παλικάρι. Έλεγαν ακόμη ότι δεν ονομαζόταν από την αρχή Πρωτεσίλαος αλλά το πραγματικό του όνομα ήταν Ιόλαος. Πρωτεσίλαος ονομάστηκε μετά το θάνατό του επειδή πρώτος αυτός σκοτώθηκε για χάρη του Αχαϊκού στρατού, για χάρη του λαού του.
Πολλά είναι τα επίθετα με τα οποία χαρακτηριζόταν ο Πρωτεσίλαος: «Ἀρήιος», «Ἀπεινός», «Ἠύς», «Θεσσαλός», «Μεγάθυμος», «Γραικῶν ἄριστος», «Ποιμνίων ἀλάστωρ».
7. Ο Ποδάρκης
Μετά το θάνατο του Πρωτεσίλαου, αρχηγός στο στρατό του έγινε ο Ποδάρκης, πάλι από τη Φυλάκη, που για άλλους ήταν αδερφός του, για άλλους όμως όχι. Είναι ο δεύτερος αρχηγός στρατού στον Τρωικό Πόλεμο που έχει να παρουσιάσει η Φυλάκη της Αχαΐας Φθιώτιδας:
«Οὐδὲ μὲν οὐδ᾿ ἄναρχοι ἔσαν, πόθεόν γε μὲν ἀρχόν’
ἀλλὰ σφέας κόσμησε Ποδάρκης, ὄζος Ἄρηος,
Ίφικλου υἱὸς πολυμήλου Φυλακίδαο,
αὐτοκασίγνητος μεγαθύμου Πρωτεσίλαου
ὁπλότερος γενεῇ’ ὁ δ᾿ ἅμα πρότερος καὶ ἀρείων
ἥρως Πρωτεσίλαος Ἀρήιος’ οὐδὲ τι λαοὶ
δεύονθ᾿ ἡγεμόνος, πόθεόν γε μὲν ἐσθλὸν ἐόντα’
τῷ δ᾿ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο.»
Δηλαδή : «Ούτε αυτοί όμως έμειναν δίχως αρχηγό, αλλά βέβαια ποθούσαν τον αρχηγό τους. Αυτούς παρέταξε ο Ποδάρκης, το βλαστάρι του Άρεως, ο γιος του Ίφικλου του γιου του Φύλακου με τα πολλά πρόβατα, αδερφός από ίδια μάνα και πατέρα του μεγαλόκαρδου Πρωτεσίλαου, από εκείνον όμως νεότερος στην ηλικία. Εκείνος ο πολεμικός Πρωτεσίλαος ο ήρωας και μεγαλύτερος ήταν και πιο παλικάρι. Και οι μεν πολεμιστές δεν είχαν έλλειψη αρχηγού, όμως η καρδιά τους τον γύρευε, γιατί ήταν ευγενικός. Μαζί μ’ αυτόν ακολουθούσαν σαράντα σκούρα καράβια».
8. Ο Μέδοντας
Στον Τρωικό Πόλεμο έλαβε μέρος, ως αρχηγός στρατού, κι ένας ακόμα από τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας. Ήταν ο Μέδοντας. Αυτός έγινε αρχηγός του στρατού του Φιλοκτήτη, που είχε μείνει χωρίς αρχηγό, όταν οι Έλληνες παράτησαν τον Φιλοκτήτη στη Λήμνο, πληγωμένο από τα φαρμακερά βέλη του Ηρακλή ή από «ὓδρα» (νεροφίδα). Αργότερα οι μάντεις είπαν ότι για να νικήσουν οι Έλληνες, πρέπει να έρθει στην Τροία ο Φιλοκτήτης. Τότε πήγαν οι Έλληνες κι έφεραν τον Φιλοκτήτη στην Τροία. Εκεί γιατρεύτηκε από τον Μαχάονα, πολέμησε και γύρισε νικητής κι αυτός στην πατρίδα του.
Ο Μέδοντας, λοιπόν, που ανέλαβε αρχηγός του στρατού του Φιλοκτήτη, ζούσε κι αυτός στη Φυλάκη, αν και δεν ήταν αυτή η δική του πατρίδα. Αυτός καταγόταν από την Λοκρίδα. Εκεί όμως είχε διαπράξει φόνο. Είχε σκοτώσει ένα συγγενή της μητριάς του, της Εριώπιδας. Για να γλιτώσει λοιπόν την καταδίκη του από το φόνο αυτό ήρθε και βρήκε καταφύγιο στη Φυλάκη. Ζώντας στη Φυλάκη ξεκίνησε για την Τροία και έτσι έγινε αρχηγός του στρατού του Φιλοκτήτη, όσο καιρό αυτός βρισκόταν στη Λήμνο.
Στην Ιλιάδα του Ομήρου διαβάζουμε πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία για τον Φιλοκτήτη, τον λαό του και τα καράβια που είχε μαζί του αλλά και για τον Μέδοντα που αντικατέστησε τον Φιλοκτήτη και για τον λόγο για τον οποίο ο Μέδοντας βρισκόταν στη Φυλάκη όταν ξεκίνησε ο Τρωικός Πόλεμος:
«Οἳ δ᾿ ἄρα Μηθώνην καὶ Θαυμακίην ἐνέμοντο
καὶ Μελίβοιαν ἔχον καὶ Ὀλιζῶνα τρηχεῖαν,
τῶν δὲ Φιλοκτήτης ἦρχεν, τόξων εὖ εἰδώς,
ἑπτὰ νεῶν’ ἐρέται ἐν ἑκάστῃ πεντήκοντα
ἐμβέβασαν, τόξων εὖ εἰδότες ἶφι μάχεσθαι.
Ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἐν νήσῳ κεῖτο κρατέρ’ ἄλγεα πάσχων,
Λήμνῳ ἐν ἠγαθέῃ, ὅθι μιν λίπον υἷες Ἀχαιῶν
ἕλκει μοχθίζοντα κακῷ ὀλόφρονος ὕδρου’
ἔνθ᾿ ὅ γε κεῖτ᾿ ἀχέων’ τάχα δὲ μνήσεσθαι ἔμελλον
Ἀργεῖοι παρὰ νηυσὶ Φιλοκτήταο ἄνακτος.
οὐδὲ μὲν οὐδ᾿ οἱ ἄναρχοι ἔσαν, πόθεόν γε μὲν ἀρχόν’
ἀλλὰ Μέδων κόσμησεν, Ὀιλῆος νόθος υἱός,
τὸν ῥ᾿ ἔτεκεν Ῥήνη ὑπ᾿ Ὀιλῆι πτολιπόρθῳ.»
Δηλαδή: «Όσοι καρπούνταν τη Μηθώνη και τη Θαυμακία και κατοικούσαν την Μελίβοια και την βραχώδη Ολιζώνα, αυτοί αρχηγό είχαν το Φιλοκτήτη με επτά καράβια, που ήξερε καλά από τόξα. Στο κάθε καράβι επιβιβάστηκαν πενήντα άντρες κωπηλάτες, που γνώριζαν με τόξα να πολεμούν δυνατά. Αλλά αυτός μεν ο Φιλοκτήτης υποφέροντας πόνους φοβερούς έμενε στη Λήμνο, το πανίερο νησί, όπου τον αφήκαν οι γιοι των Αχαιών να βασανίζεται από κακιά πληγή κακού νεροφιδιού. Αυτός λοιπόν έμενε εκεί στενάζοντας. Γρήγορα όμως ήταν γραφτό το βασιλιά το Φιλοκτήτη οι Αργείοι κοντά στα καράβια να τον θυμηθούν. Βέβαια ούτε αυτοί ήταν δίχως αρχηγό, όμως η καρδιά τους γύρευε τον αρχηγό τους. Τους παράταξε ο Μέδοντας, που ήταν νόθος γιος του Οϊλέα και τον γέννησε η Ρήνη από τον Οϊλέα, τον αφανιστή των πόλεων».
Για το λόγο που βρέθηκε στη Φυλάκη ο Μέδοντας, μακριά από την πατρίδα του την Λοκρίδα, μας κάνει πάλι λόγο ο Όμηρος:
«πρὸ Φθίων δὲ Μέδων τε μενεπτόλεμός τε Ποδάρκης
ἦ τοι ὅ μὲν νόθος υἱὸς Ὀιλῆος θείοιο
ἔσκε, Μέδων, Αἴαντος ἀδελφεός’ αὐτὰρ ἔναιεν
ἐν Φυλάκῃ γαίης ἄπο πατρίδος, ἄνδρα κατακτάς,
γνωστὸν μητρυιῆς Ἐριώπιδος, ἢν ἔχ᾿ Ὀϊλεύς.»
Δηλαδή: «Και μπροστά στους Φθίους ήταν ο Μέδοντας και ο γενναίος Ποδάρκης. Ο Μέδοντας ήταν νόθο παιδί του θεϊκού Οϊλέα, αδερφός του Αίαντα, μα ζούσε στη Φυλάκη αλάργα απ’ την πατρική του γη, γιατί ξέκανε τον αδερφό της μητριάς του Εριώπιδας, που ταίρι του είχε ο Οϊλέας».
Ωστόσο υπάρχει και μία άλλη διαφορετική μυθολογική εκδοχή για τον Μέδοντα. Δεν ήταν ο Μέδοντας, γιος της Ρήνης. Ήταν γιος της Αλκιμάχης από παράνομη σχέση της με τον Οϊλέα. Η Αλκιμάχη, ήταν κόρη του Αιακού και της Ενδηίδας. Ήταν επομένως ο Μέδοντας αδερφός του Τελαμώνα και του Πηλέα. Μερικοί άλλοι έλεγαν ότι η Αλκιμάχη ήταν κόρη του Φύλακου και μητέρα του Αίαντα του Λοκρού.
Όποια μυθολογική εκδοχή απ’ όλες αυτές κι αν είναι η αληθινή το γεγονός που επισημαίνουμε είναι ότι ο Μέδοντας βρισκόταν στη Φυλάκη της Αχαΐας Φθιώτιδας και από αυτή ξεκίνησε για την Τροία.
Έτσι παρουσιάζεται το μοναδικό θαρρώ φαινόμενο σε πανελλήνια κλίμακα από ένα και μόνο χωριό της Αχαΐας Φθιώτιδας, την Φυλάκη, να έχουμε τρεις αρχηγούς στρατού στον Τρωικό Πόλεμο, τον Πρωτεσίλαο, τον Ποδάρκη και τον Μέδοντα.
Δεν θα ήταν δυνατόν ένα τόσο σημαντικό γεγονός, μία μικρή δηλαδή πόλη, η Φυλάκη της Αχαΐας Φθιώτιδας, να παρατάσσει τρεις αρχηγούς στρατού στον Τρωικό Πόλεμο και αυτό να μην είχε αποτελέσει κυρίαρχο θέμα της ελληνικής μυθολογίας και να μην είχε γίνει αντικείμενο της αρχαιοελληνικής γραμματειακής παραγωγής. Ίσως κάποια σχετικά έργα χάθηκαν ή τα γεγονότα και κάποιοι σχετικοί μύθοι που τα μνημόνευαν παρασιωπήθηκαν ή έστω ξεχάστηκαν για τους λόγους που χάθηκαν και οι άλλοι τοπικοί μύθοι και οι οποίοι λόγοι αναπτύχθηκαν πιο πάνω. Είναι μάλλον αδύνατο ένα τέτοιο γεγονός να έχει παραλειφθεί από τον υπέροχο μυθοπλάστη ελληνικό λαό στη σχετική δημιουργία του.
9. Ο πρίγκιπας Νεοπτόλεμος
Σ’ αυτούς που από τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο πρέπει βεβαίως να συμπεριλάβουμε και τον γιο του Αχιλλέα, τον Νεοπτόλεμο. Πριν φθάσει στην Τροία ο Νεοπτόλεμος ονομαζόταν Πύρρος. Επειδή ήρθε στην Τροία μετά το θάνατο του πατέρα του και πολέμησε νέος στον πόλεμο, ονομάστηκε Νεοπτόλεμος. Λέει σχετικά ο Παυσανίας στα «Φωκικά», 26, 4 :«τοῦ δὲ Ἀχιλλέως τῷ παιδὶ Ὅμηρος μὲν Νεοπτόλεμον ὄνομα ἐν ἁπάσῃ οἱ τίθεται τῇ ποιήσει. τὰ δὲ Κύπρια ἔπη φησὶν ὑπὸ Λυκομήδους μὲν Πύρρον, Νεοπτόλεμον δὲ ὄνομα ὑπὸ Φοίνικος αὐτῷ τεθῆναι, ὅτι Ἀχιλλεὺς ἡλικίᾳ ἔτι νέος πολεμεῖν ἤρξατο». Δηλαδή : «Το γιο του Αχιλλέα ο Όμηρος τον ονομάζει παντού Νεοπτόλεμο. Τα Κύπρια έπη όμως λένε πως από το Λυκομήδη είχε ονομαστεί Πύρρος και πως ο Φοίνικας τον ονόμασε Νεοπτόλεμο, γιατί, όπως ο Αχιλλέας νέος ακόμα είχε αρχίσει κι αυτός να πολεμά». Ήταν δηλαδή «νέος (καινούργιος) στον πόλεμο», λέει η ερμηνευτική αυτή προσπάθεια του ονόματός του.
Τα όσα αναφέρονται για τον Αχιλλέα και την συμμετοχή του στα γεγονότα του Τρωικού Πολέμου, ως ευρύτατα γνωστά, τα παραλείπουμε. Θα ασχοληθούμε μόνο με τον Νεοπτόλεμο και κυρίως όχι με την συμμετοχή του στα πολεμικά γεγονότα στην Τροία αλλά μ’ όσα έγιναν στην ιδιαίτερη πατρίδα του ή, για να κυριολεκτήσουμε, στη Φθία και την Αχαΐα Φθιώτιδα, γιατί αυτά κυρίως είναι αντικείμενα που ανήκουν στους σκοπούς τούτης της εργασίας.
Ο Νεοπτόλεμος, όταν γύρισε από την Τροία σε τούτα τα μέρη, έφερε μαζί του, ως το πιο πολύτιμο λάφυρο σε ανθρώπινο υλικό, την γυναίκα του Έκτορα, την περήφανη Ανδρομάχη. Του δόθηκε ως «εξαίρετον γέρας». Στα μέρη τούτα ήρθε ακόμη και μια άλλη ξακουστή γυναίκα, η πανέμορφη «σαν την χρυσή Αφροδίτη» Ερμιόνη, η κόρη της Ωραίας Ελένης και του Μενέλαου. Αυτή ήρθε στο παλάτι του Νεοπτόλεμου ως επίσημη γυναίκα του.
Στο γάμο του Νεοπτόλεμου και της Ερμιόνης, που έγινε στη Σπάρτη, παραβρέθηκε και ο Τηλέμαχος, ο γιος του Οδυσσέα που βρέθηκε εκεί ψάχνοντας να μάθει νέα για τον πατέρα του. Ο πατέρας της Ερμιόνης, ο ξακουστός βασιλιάς της Σπάρτης Μενέλαος, όταν ακόμα βρισκόταν στην Τροία, είχε υποσχεθεί στον Νεοπτόλεμο να του δώσει γυναίκα την κόρη του. Ωστόσο όμως ο παππούς της Ερμιόνης, ο Τυνδάρεος, και ενώ ακόμη έλειπε ο πατέρας της στην Τροία, πρόλαβε και την πάντρεψε με τον Ορέστη. Έτσι ο Μενέλαος, έχοντας υποσχεθεί να την δώσει γυναίκα στον γιο του Αχιλλέα, όταν γύρισε στη Σπάρτη, αναγκάστηκε και πήρε την Ερμιόνη από τον Ορέστη και την πάντρεψε με τον Νεοπτόλεμο.
Σύμφωνα μ’ όσα διαδόθηκαν μέχρι τις μέρες μας, μέσω κυρίως των έργων του Πίνδαρου, τον Νεοπτόλεμο επιστρέφοντας από την Τροία και ενώ πήγαινε για την Σκύρο, όπου τον περίμενε η μητέρα του, μία φοβερή τρικυμία τον έριξε στην Θεσπρωτία, απέναντι από τους Παξούς, στην πόλη Εφύρα. Εκεί, κατά μία μυθολογική εκδοχή, βασίλεψε στους Μολοσσούς.
Ακουγόταν και μία άλλη εκδοχή. Η Θέτιδα συμβούλεψε τον Νεοπτόλεμο να κάψει τα καράβια του και να επιστρέψει στην πατρίδα του οδικώς, γιατί, αν ακολουθούσε το θαλασσινό δρόμο, θα είχε πολύ μεγάλες περιπέτειες.
Ο μάντης Έλενος, λέει μια άλλη μυθολογική εκδοχή, του έδωσε μια άλλη περίεργη συμβουλή. Του είπε ότι πρέπει να σταματήσει στο δρόμο της επιστροφής και να εγκατασταθεί μόνιμα στο μέρος στο οποίο θα συναντούσε ανθρώπους να κατοικούσαν σε σπίτια που θα είχαν «σιδερένια θεμέλια, ξύλινους τοίχους και μάλλινη σκεπή». Βαδίζοντας οδικώς ο Νεοπτόλεμος, αφού πρώτα πέρασε με καράβια τον Ελλήσποντο, έφτασε κοντά στην Παμβώτιδα λίμνη. Εκεί είδε κάποιους τσοπάνους να έχουν στηρίξει όρθια στο έδαφος τα ξύλινα κοντάρια τους και από πάνω να έχουν κάνει στέγη με τις κάπες τους για να προφυλαχτούν. Τα κοντάρια ήταν μπηγμένα στο χώμα με τις σιδερένιες αιχμές τους. Ο Νεοπτόλεμος, βλέποντας αυτό κατάλαβε ότι αυτοί οι άνθρωποι εκεί ζούσαν σε «σπίτια» που είχαν «σιδερένια θεμέλια», δηλαδή τις σιδερένιες αιχμές των κονταριών τους, «ξύλινους τοίχους» τα κατακόρυφα μπηγμένα ξύλινα κοντάρια, και «μάλλινη σκεπή» , αφού για σκεπή από πάνω είχαν τις μάλλινες κάπες τους. Θεωρώντας όλα αυτά σύμφωνα με τα λόγια του Έλενου, ο Νεοπτόλεμος εγκαταστάθηκε εκεί.
Οι άνθρωποι όμως σε τούτη την περιοχή, την πατρίδα του Νεοπτόλεμου, άκουγαν και άλλες εκδοχές του μύθου για τον ξακουστό πρίγκιπά τους. Για πολλά χρόνια αργότερα, διηγούνταν ότι ο Νεοπτόλεμος ήρθε και εγκαταστάθηκε στην πατρίδα του πατέρα του και του παππού του.
Ο Νεοπτόλεμος, αφού παντρεύτηκε την Ερμιόνη, όταν γύρισε στην πατρίδα του, ξεκίνησε πόλεμο εναντίον του Άκαστου, του βασιλιά της Ιωλκού, γιατί ο Άκαστος, τον καιρό που ο πατέρας του και αυτός έλειπαν στην Τροία, είχε αρπάξει το βασίλειο του Πηλέα, του παππού του. Ο Πηλέας μετά την αρπαγή του βασιλείου του από τον Άκαστο πέθανε. Άλλοι πάλι έλεγαν ότι έγιναν διαφορετικά τα γεγονότα. Όταν γύρισε ο Νεοπτόλεμος από την Τροία, πρόλαβε ζωντανό τον παππού του, τον γερο Πηλέα, και από σεβασμό τον άφησε να είναι βασιλιάς στη Φθία, ενώ ο ίδιος πήγε και βασίλεψε στο Θετίδειο, το χωριό που ονομάστηκε έτσι από τη γιαγιά του , την θεά Θέτιδα.
Ακούγονταν και άλλες διαφορετικές απόψεις : Τα δυο παιδιά του Άκαστου, του βασιλιά της Ιωλκού, ο Άρχανδρος και ο Αρχιτέλης, ήταν εκείνα που είχαν διώξει τον Πηλέα από το βασίλειό του. Μετά από αυτό ο Πηλέας βρήκε καταφύγιο στην Ίκο, το σημερινό νησί Σκόπελος (Χιλιοδρόμια), όπου φιλοξενήθηκε από τον βασιλιά Μόλωνα.
Και άλλα ακόμη έλεγαν για τον Νεοπτόλεμο σε τούτα τα μέρη. Σαν γύρισε από την Τροία, θέλησε να εκδικηθεί τον θεό Απόλλωνα, που είχε σκοτώσει τον πατέρα του, τον ξακουστό Αχιλλέα. Ξεκίνησε λοιπόν να πάει στους Δελφούς. Ο Ορέστης όμως, ο οποίος ήταν αρραβωνιασμένος, με την Ερμιόνη πριν αυτή παντρευτεί τον Νεοπτόλεμο, ήρθε στο παλάτι του Νεοπτόλεμου να πάρει την Ερμιόνη και να εκδικηθεί για την προσβολή που του έγινε. Δεν βρήκε εκεί τον Νεοπτόλεμο, γιατί αυτός είχε φύγει για τους Δελφούς. Έτσι ο Ορέστης εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία, και πήρε την Ερμιόνη από το παλάτι του Νεοπτόλεμου. Δεν αρκέστηκε όμως μόνο σ’ αυτό. Έφτασε κι αυτός στους Δελφούς και εκεί συνάντησε και σκότωσε τον Νεοπτόλεμο. Μετά τον θάνατο του Νεοπτόλεμου, η Θέτιδα, έστειλε την Ανδρομάχη και τον Μολοσσό, το γιο που αυτή είχε αποκτήσει με τον Νεοπτόλεμο, στην Ήπειρο. Εκεί ο γιος αυτός του Νεοπτόλεμου, ο Μολοσσός, βασίλεψε στους ανθρώπους που απ’ αυτόν ονομάστηκαν Μολοσσοί.
Ακούγονταν και άλλες εκδοχές του μύθου. Δεν ήταν ο Ορέστης αυτός που σκότωσε τον Νεοπτόλεμο στους Δελφούς. Τον Νεοπτόλεμο τον σκότωσε εκεί ένας ιερέας των Δελφών, ο Μαχαιρέας.
Ο Μαχαιρέας ήταν ένας ιερέας στους Δελφούς. Ήταν αυτός που κρατούσε στα χέρια του την «ιερή δελφική μάχαιρα». Μ’ αυτή θυσίαζε τα ζώα που προσφέρονταν στον Απόλλωνα. Όσοι πρόσφεραν κάποιο ζώο για θυσία στο ιερό των Δελφών έπρεπε, σύμφωνα με την συνήθεια που υπήρχε, να προσφέρουν ένα μέρος του σφαχτού, «το ιερό μερίδιο», όπως το ονόμαζαν, για τους ιερείς του ναού.
Ο Μαχαιρέας όμως, στην περίπτωση του Νεοπτόλεμου, δεν αρκέστηκε μόνο σ’ αυτό το μερίδιο. Ζήτησε από τον Νεοπτόλεμο, εκτός από «το ιερό μερίδιο» του κρέατος του ζώου, και ένα επί πλέον μερίδιο για το μαχαίρι που χρησιμοποποιήθηκε για τη σφαγή του ζώου, «το μερίδιο της ιερής δελφικής μάχαιρας». Ο Νεοπτόλεμος αρνήθηκε να προσφέρει μέρος του σφαχτού και για την ιερή μάχαιρα. Διαμαρτυρήθηκε μάλιστα στους ιερείς γι’ αυτή τους την απαίτηση και στον καυγά που ακολούθησε ο Μαχαιρέας σκότωσε τον Νεοπτόλεμο.
Εδώ όμως, κάποιοι παραμυθάδες της περιοχής, έλεγαν και άλλα, διαφορετικά από αυτά, παραμύθια. Δεν ήρθε ο Νεοπτόλεμος, έλεγαν αυτοί, αμέσως μετά τον Τρωικό Πόλεμο στην πατρίδα του. Η γιαγιά του, η Θέτιδα, που σαν θεά που ήταν ήξερε πόσα βάσανα περιμένουν τους Έλληνες βασιλιάδες κατά το γυρισμό τους στις πατρίδες τους από την Τροία, για την ασέβεια που είχαν δείξει στους θεούς, συμβούλεψε τον εγγονό της να μην γυρίσει αμέσως, αλλά να περιμένει μέχρι να περάσει ο θυμός των θεών, ξεσπώντας πάνω στους άλλους ήρωες, και ύστερα να ξεκινήσει και αυτός. Αυτό έκανε ο Νεοπτόλεμος, Μας τα βεβαιώνει όλα αυτά και ο Απολλόδωρος.
Οι δυο ξακουστές γυναίκες, Ανδρομάχη και Ερμιόνη, η πρώτη από τη μακρινή Τροία (που μπορεί όμως, όπως αναφέρουμε σε άλλες σελίδες, να ήταν από τις Φθιώτιδες Θήβες, τις Υποπλάκιες Θήβες του Ομήρου) και η άλλη από την μακρινή επίσης Σπάρτη, που ανταμώθηκαν στο παλάτι του Νεοπτόλεμου, ήρθαν, όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, σε μεγάλες προστριβές μεταξύ τους.
Η μία ήταν η επίσημη γυναίκα και η άλλη η ερωμένη. Δεν μπορούσε παρά να ζηλεύονται και να μισούνται μεταξύ τους. Το μίσος αυτό γινόταν μεγαλύτερο και από ένα άλλο γεγονός. Η Ερμιόνη, η κανονική γυναίκα του Νεοπτόλεμου, που ήταν και Ελληνίδα βασιλοπούλα, δεν μπορούσε ν’ αποκτήσει παιδιά κι αυτό την έκανε να ζηλεύει πάρα πολύ την Ανδρομάχη. Φοβόταν μήπως η Ανδρομάχη τής πάρει τη θέση της και γίνει κανονική βασίλισσα, γιατί η Ανδρομάχη είχε ήδη αποκτήσει παιδί με τον Νεοπτόλεμο, τον Μολοσσό, τον επώνυμο ήρωα της χώρας των Μολοσσών στην Ήπειρο.
Σύμφωνα μάλιστα με τον Παυσανία, η Ανδρομάχη είχε χαρίσει και άλλους δυο γιους στον Νεοπτόλεμο, τον Πίελο και τον Πέργαμο, ιδρυτή της ομώνυμης πόλης στην Ασία: «καὶ οἱ παῖς μὲν Ἐρμιόνης ἐγένετο οὐδείς, ἐξ Ἀνδρομάχης δὲ Μολοσσὸς καὶ Πίελος καὶ νεώτατος ὁ Πέργαμος».
Ακουγόταν όμως και μία άλλη εκδοχή σύμφωνα με την οποία παιδιά του Νεοπτόλεμου και της Ανδρομάχης ήταν ο Πύρρος, ο Μολοσσός, ο Αιακίδης και η Τρωάδα.
Ο Μολοσσός μαζί με την μητέρα του Ανδρομάχη, σύμφωνα με όσα μας λέει ο Ευριπίδης στο έργο του «Ανδρομάχη», κατέφυγαν τελικά, διωγμένοι από την Ερμιόνη, τη νόμιμη γυναίκα του Νεοπτόλεμου, στην Ήπειρο, όπου ο Μολοσσός διαδέχτηκε στο θρόνο τον Έλενο και έγινε βασιλιάς των Μολοσσών.
Για να υποστηρίξει την κόρη του Ερμιόνη, που κινδύνευε να χάσει το θρόνο της αλλά και τον άντρα της, ήρθε, στα παλάτια του Νεοπτόλεμου, από τη μακρινή Σπάρτη, σύμφωνα με τον Ευριπίδη, και ο ίδιος ο μεγάλος βασιλιάς της Σπάρτης, ο ξακουστός Μενέλαος. Ο Ευριπίδης στο έργο του «Ανδρομάχη» μας παρουσιάζει την Ανδρομάχη να λέει στον πρόλογο του έργου
«Ἔνθ’᾿ οἶκον ἔσχε τόνδε παῖς Ἀχιλλέως,
Πηλέα δ᾿ ἀνάσσειν γῆς ἐᾷ Φαρσαλίας,
ζῶντος γέροντος σκῆπτρον οὐ θέλων λαβεῖν.
Κἀγὼ δόμοις τοῖσδ᾿ ἄρσεν ἐντίκτω κόρον,
πλαθεῖσ᾿ Ἀχιλλέως παιδί, δεσπότῃ δ᾿ ἐμῷ.»
Δηλαδή: «Εδώ έχει το σπίτι του και κάθεται ο γιος του Αχιλλέα. Βασιλιά στα Φάρσαλα άφησε τον Πηλέα, γιατί όσο ζει ο γέρος δεν θέλει να του πάρει το σκήπτρο. Κι εγώ μέσα σ’ αυτά τα σπίτια γέννησα αγόρι με τον αφέντη μου και γιο του Αχιλλέα.»
Στο ίδιο έργο του ο Ευριπίδης βάζει την Ανδρομάχη να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους την εχθρευόταν η Ερμιόνη:
« Λέγει γὰρ ὢς νιν φαρμάκοις κεκρυμμένοις
τίθημ᾿ ἂπαιδα καὶ πόσει μισουμένην,
αὐτὴ δὲ ναίειν οἶκον ἀντ᾿ αὐτῆς θέλω
τόνδ᾿, ἐκβαλοῦσα λέκτρα τἀκείνης βίᾳ».
Δηλαδή: «Λέει (η Ερμιόνη) πως τάχα εγώ με κρυφά βοτάνια δεν την αφήνω ν’ αποχτήσει παιδί και την κάνω μισητή στον άντρα της και πως μέσα σε τούτο το σπίτι θέλω να κατοικώ εγώ αντί γι’ αυτήν και το νυφικό της το κλινάρι στανικά να το πετάξω.»
Στο ίδιο έργο η Ερμιόνη απευθύνεται κάποια στιγμή στην Ανδρομάχη, με μεγάλη κακία και μίσος, και της λέει:
«Σὺ δ᾿ οὖσα δούλη καὶ δορίκτητος γυνὴ
δόμους κατασχεῖν ἐκβαλοῦσ᾿ ἡμᾶς θέλεις
τούσδε, στυγοῦμαι δ᾿ ἀνδρὶ φαρμάκοισι σοῖς,
νηδὺς δ᾿ ἀκύμων διὰ σὲ μοι διάλλυται’
δεινὴ γὰρ ἠπειρῶτις ἐς τὰ τοιάδε
ψυχὴ γυναικῶν’ ὧν ἐπισχύσω σ᾿ ἐγώ,
κοὐδὲν σ᾿ ὀνήσει δῶμα Νηρῇδος τόδε,
οὐ βωμὸς οὐδὲ ναός, ἀλλὰ κατθανῇ».
Δηλαδή: «Κι εσύ σκλάβα, μια γυναίκα κονταροπαρμένη, θέλεις να με διώξεις εμένα από το σπίτι και να γενείς εσύ κυρά εδώ μέσα και με τα μάγια τα δικά σου με σιχαίνεται ο άντρας μου κι είσαι συ η αφορμή που άκαρπη χάνεται η κοιλιά μου. Φοβερή σε κάτι τέτοια είναι η ψυχή των γυναικών απ’ την Ασία. Μα εγώ απ’ αυτά τα έργα σου θα σε σταματήσω. Και καθόλου δε θα σ’ ωφελήσει μήτε ετούτο το παλάτι της Νηρηίδας μήτε ο βωμός της μήτε κι ο ναός της. Θα πεθάνεις.»
Τελικά η Ερμιόνη, όπως είπαμε παραπάνω, κατάφερε και έδιωξε από τη Φθία την Ανδρομάχη μαζί με το γιο της Μολοσσό στην Ήπειρο. Εκεί ο Μολοσσός έγινε βασιλιάς της χώρας και διαδέχθηκε στο θρόνο τον Έλενο.
10. Ηταν Ανδρομάχη πριγκίπισσα
των Φθιωτίδων Θηβών;
Για την Ανδρομάχη και τις σχέσεις της με τον Νεοπτόλεμο και τον πατέρα τού Νεοπτόλεμου, τον Αχιλλέα, υπάρχουν και άλλα στοιχεία, πολύ ενδιαφέροντα, και αμφιλεγόμενα ίσως, αλλά που πρέπει ν’ αναφερθούν μια και ασχολούμαστε με τη Μυθολογία της περιοχής Αλμυρού και της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Η Ανδρομάχη ήταν κόρη του Ηετίωνα, ο οποίος, σύμφωνα μ’ όσα μας λέει ο Όμηρος στην Ιλιάδα του, ήταν βασιλιάς στις Υποπλάκιες Θήβες της Κιλικίας. Υποπλάκιες Θήβες σημαίνει, κατά τους ειδικούς ερευνητές, πόλη με το όνομα Θήβες που βρισκόταν στους πρόποδες κάποιου βουνού που λεγόταν Πλάκον ή Πλάκος. Ήταν δηλαδή οι Θήβες «υπό το(ν) Πλάκον».
Όπως όμως μας βεβαιώνει ο Στράβωνας, κατά εποχή του, στην Κιλικία και στην γύρω από αυτήν περιοχή δεν υπήρχε, ούτε πόλη Θήβες ούτε όρος Πλάκον. Η ανυπαρξία αυτή, ακόμα και ως ονομασίας ή και ως ανάμνησης της πόλης Θήβες και του όρους Πλάκον, από την εποχή ακόμα του Στράβωνα, δημιούργησε στους ερευνητές πολλά προβλήματα.
Ο Leake, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα αυτό, μετά από συλλογισμούς, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι Υποπλάκιες Θήβες είναι οι Φθιωτικές Θήβες της περιοχής Αλμυρού.
Μπορεί ίσως να ηχεί παράξενα και να δημιουργεί πολλά προβλήματα αυτή η άποψη, όταν μάλιστα η εκδοχή αυτή μνημονεύεται σε μια εργασία όπως ετούτη, εργασία η οποία, ακροβατώντας μεταξύ της παθιασμένης πατριδολατρείας και της αναζήτησης της αλήθειας, μνημονεύοντας τέτοιες απόψεις, κινδυνεύει να χαρακτηρισθεί ίσως μεροληπτική, αλλά η ίδια υπόθεση έχει απασχολήσει και άλλους οι οποίοι οπωσδήποτε δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ότι διακατέχονται από μεροληπτικές πατριδολατρικές έμμονες ιδέες – κατηγορία που μπορεί ίσως ν’ αποδοθεί στον υπογράφοντα αυτή την εργασία – και οι οποίοι επίσης καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα
Την άποψη ότι οι Υποπλάκιες Θήβες του Ομήρου δεν είναι άλλες παρά οι Φθιώτιδες Θήβες του Αλμυρού την υποστήριζε και ο αρχαιολόγος Αρβανιτόπουλος που διενήργησε στην περιοχή αυτή ανασκαφές.
O Staehlin στο βιβλίο του «Das Hypoplakische Theben. Eine Sagenverschiebung bei Homer» υποστηρίζει επίσης ότι η Υποπλακίη Θήβη είναι οι Φθιωτικές Θήβες, δηλαδή η αρχαία πόλη κοντά στις σημερινές Μικροθήβες του Αλμυρού. Ο Ηετίωνας, ο βασιλιάς των Υποπλακίων Θηβών, ήταν βασιλιάς των Φθιωτίδων Θηβών. Τον μύθο αυτόν για την καταστροφή των Φθιωτίδων Θηβών από τον Αχιλλέα και τον φόνο τού βασιλιά τους Ηετίωνα τον μετέφεραν στην Κιλικία μετανάστες στην εκεί περιοχή, προφανώς από την Αχαΐα Φθιώτιδα.
Ο Όμηρος, που άκουσε εκεί τον μεταφερμένο από τούτα τα μέρη μύθο ή έστω κάποιο σχετικό άσμα να συνοδεύει την φήμη για τον πρώτο των Ελλήνων ηρώων, τον μεγάλο Αχιλλέα, τον ενέπλεξε στα κατορθώματα του Αχιλλέα που πραγματοποιήθηκαν στις περιοχές γύρω από την Τροία, μεταθέτοντας εκεί και τις Φθιωτικές Θήβες ως Υποπλάκιες, αν και εκεί δεν υπήρχε, σύμφωνα τουλάχιστον με τον Στράβωνα, από την εποχή του ακόμα, ούτε πόλη Θήβαι ούτε όρος Πλάκος.
Προβλήματα βεβαίως δημιουργεί και η μη ύπαρξη και στην περιοχή των Φθιωτίδων Θηβών όρους με όνομα Πλάκος. Το θέμα αντιμετώπισαν πολλοί. Ο Νικόλαος Γιαννόπουλος, ανάμεσα στον τεράστιο όγκο των εργασιών του, ασχολήθηκε και με το θέμα αυτό. Στην περιοδική έκδοση «Επτανησιακή Επιθεώρησις» δημοσίευσε ειδικό άρθρο με το θέμα αυτό στο οποίο γράφει τα παρακάτω:
«Τὴν ὑπόθεσιν τοῦ Λὴκ ἀνενέωσεν ἐσχάτως ὁ Γερμανὸς Staehlin ἐκδοὺς μονογραφίαν ἰδίαν περὶ τῆς Ὑποπλακίης Θήβης (Das HypoplaKische Theben, eine Sagenverschiebung bei Homer, Munchen, 1907). Οὗτος θεωρεῖ τὰς Φθιώτιδας Θήβας (Ἄκετσι) ὡς τὴν Ὑποπλακίην Θήβην τοῦ Ἠετίωνος, τὴν ὁποίαν ἐκυρίευσε καὶ κατέστρεψεν ὁ Ἀχιλλεὺς ὁρμώμενος ἐκ Φθίης, δηλαδὴ τῆς Φαρσάλου. Ὁ Ὅμηρος παρέλαβεν τὴν παράδοσιν ταύτην ἐκ τῶν μεταναστευσάντων εἰς Ἰωνίαν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἑλλήνων μετὰ τὴν δωρικὴν εἰσβολὴν, ἀλλὰ μετήγαγεν αὐτὴν εἰς τὴν Κιλικίαν, ἔνθα ἔθηκε τὴν Ὑποπλακίην Θήβην καὶ τὸ βασίλειον τοῦ Ἠετίωνος, ὅπερ δῆθεν κατέστρεψεν ὁ Ἀχιλλεὺς διότι ἐν Ἰλιάδος Ζ, 414 ἡ σύζυγος τοῦ Ἕκτορος Ἀνδρομάχη λέγει:
«ἦ τοι γὰρ πατέρ᾿ ἁμὸν ἀπέκτανε δῖος Ἀχιλλεὺς,
ἐκ δὲ πόλιν πέρσεν Κιλίκων ἐὺ ναιετόωσαν,
Θήβην ὑψίπυλον’ κατὰ δ᾿ ἔκτανεν Ἠετίωνα».
Καὶ ἀλλαχοῦ ὡς ἐν Ἰλιάδ. Τ, 291 καὶ ἑξῆς, Α, 366 καὶ ἑξῆς και Β, 688 καὶ ἑξῆς. Ὁ Στράβων σχολιάζων τοὺς στίχους τούτους ( Ζ, 414 καῖ ἑξῆς ): «μητέρα δ᾿ ἥ βασίλευεν ὑπό Πλάκῳ ὑληέσσῃ», δὲν εὑρίσκει ἐν Κιλικίᾳ Θήβας οὔτε ὄρος Πλᾶκον ὑλῆεν’ διὸ καὶ λέγει: «Ἀνάγκη δὲ καὶ τὸ ὄρος Πλᾶκος εἶναι πλησίον».
Ἀλλ᾿ ἡ παράδοσις ἤ τὸ ᾆσμα, ὅπερ ἤκουσεν ὁ Ὅμηρος ἐγένετο ἐν Θεσσαλίᾳ, ὁ Ἠετίων ἐβασίλευσεν ἐν Φθιώτισι Θήβαις’ ὁ Ἀχιλλεύς ἐξεπόρθησε καὶ κατέστρεψε τὴν πόλιν φονεύσας καὶ τὸν Ἠετίωνα καὶ μετενεγκὼν εἰς Φθίαν ἄπειρα λάφυρα.
Ὁ Στράβων ἐνόμιζεν ὅτι Πλᾶκος ἦτο ὄρος καὶ ἠ Θήβη ἔκειτο ὑπὸ τὸ ὄρος (Ὑποπλακίη), ἀλλὰ παρ᾿ Ὁμήρῳ Πλᾶκος = πεδιὰς διὸ καὶ ῾Yποπλακίη Θήβη ἤ Ὑποπλάκιαι Θῆβαι εἶναι αἱ Φθιώτιδες Θῆβαι, διότι ἐὰν ἀποβλέψῃ τις ἐκ τοῦ Παγασητικοῦ κόλπου πρὸς τὴν πεδιάδα Ἀλμυροῦ βλέπει τὸ Ἄκετσι καὶ τὰ ἐρείπια τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν νὰ ὑπόκεινται τρόπον τινὰ τῆς πεδιάδος’ ἀλλὰ καὶ ἡ γνώμη τοῦ κ. Ἀρβανιτοπούλου (Ἀρβανιτόπουλος, Πρακτικά Ἀρχ. ῾Εταιρ. 1908, σελ. 94 – 198 ) ὅτι Πλᾶκος ἐννοεῖται τὸ ὀροπέδιον τὸ ἀπὸ τοῦ Ἄκετσι μέχρι Περσουφλὶ καὶ ἑξῆς, τὸ ὁποῖον ἔτι καὶ νῦν εἶναι δασῶδες (ὑλῆεν) δὲν σφάλλεται. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ πεδιὰς τοῦ Ἀλμυροῦ ἐὰν ἀφεθῇ ἐπὶ τινα ἔτη ἀκαλλιέργητος καὶ ἄνευ νομῆς ζώων εὐκόλως ἀναδασοῦται, διότι τὸ χῶμα εἶναι ὀρεινὸν. Καὶ μὲ ὅλην τὴν ἐντατικὴν καλλιέργειαν τῶν χρόνων ἡμῶν καὶ τὴν ἐνδελεχῆ ὑλοτομίαν ἱκανὰ δάση ἔχει ἡ πεδιὰς τοῦ Ἀλμυροῦ. Συνεπῶς τὸ Πλᾶκος ὑλῆεν ἐφαρμόζεται καλῶς ἐπὶ τοῦ Κροκίου πεδίου καὶ ἐπὶ τοῦ ὀροπεδίου Ἄκετσι – Περσουφλί. Ὀρθῶς λοιπὸν καὶ ὁ Staehlin καὶ ὁ Ἀρβανιτόπουλος ὥρισαν τὰς θέσεις τῶν Ὑποπλακίων Θηβῶν, διότι καὶ ἡμεῖς ὡς ἐντόπιοι γνωρίζομεν καλῶς τὰς ἰδιότητας τοῦ ἐδάφους τῆς χώρας μας. Καὶ ἡμεῖς ἀπὸ τοῦ ἀτμοπλοίου πολλάκις παρετηρήσαμεν τὸ κρόκιον πεδίον καὶ εἴδομεν ὅτι τὸ ἀπὸ τοῦ Ἀλμυροῦ, Ἀϊδινίου καὶ Ἄκετσι καὶ πρὸς δυσμὰς τμῆμα αὐτοῦ ὄντως ὑπέρκειται τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν.
Τοῦτο δὲ καὶ αὐτὸς ὁ Στράβων ἀσυναισθήτως βεβαιοῖ ἐν τοῖς Φθιωτικοῖς αὐτοῦ, λέγων: «ὑπέρκειται μὲν τὸ κρόκιον πεδίον, ὑπόκεινται δὲ Θῆβαι (αἱ Φθιώτιδες.)»
Αλλά και ο κορυφαίος φιλόλογος, μεγάλος ελληνιστής και σπουδαίος μελετητής του Ομήρου, περίφημος καθηγητής, γερμανός βαρώνος Fr Hiller Von Gartringen. σύζυγος της κόρης του περίφημου Βιλαμόβιτς, επαινώντας, σ΄ ένα ειδικό ελεγείο που συνέθεσε ειδικά για τον σκοπό αυτό, και το οποίο φυλάσσεται στα κατάλοιπα του Γιαννόπουλου, το «Δελτίο» της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού, γράφει τα εξής :
«Δελτίον ἦλθε σοφὸν, τὸ μάλ΄ ἐνδυκέως ἐτέλεσσεν
Ὄθρυος ὃς φθίην σύλλογος ἀμφὶς ἔχει,
Ὄθρυος, ὃς καὶ Ἄλον καὶ Πύρασον αἰπὺ τε Θηβῶν
ἄστυ Ὑποπλακίων Ἀμφανέας τε νέμει.»
Στο ελεγείο αυτό, όπως φαίνεται από τους τέσσερις πρώτους αυτούς στίχους, ο σοφός γερμανός καθηγητής, περιχαρακλωνοντας, κατά κάποιο τρόπο, την περιοχή για την μελέτη της ιστορίας της οποίας ενδιαφερόταν η Φιλάρχαιος Εταιρεία Αλμυρού «Όθρυς», συμπεριλαμβάνει σ’ αυτή την περιοχή και τις Υποπλάκιες Θήβες, συμφωνώντας προφανώς με τους άλλους ερευνητές.
Αυτά λένε όσοι ασχολήθηκαν με το θέμα επιστημονικά. Έτσι δεν απομένει σε μας παρά να επισημάνουμε για μια ακόμη φορά την σπουδαιότητα των μύθων της περιοχής και την αρχαιότητά τους. Μιλήσαμε πολλές φορές λέγοντας ότι οι μύθοι των περιοχών οι οποίες δεν έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην όλη ιστορία της πατρίδας μας πρέπει να προσεχθούν περισσότερο, γιατί πρέπει να είναι αυθεντικότεροι. Το παραπάνω παράδειγμα, έστω και με όσες και όποιες αμφιβολίες και αμφισβητήσεις μπορεί να διατυπωθούν, δικαιώνει την άποψή μας για μια ακόμη φορά.
Θα πρέπει, νομίζουμε, να προσθέσουμε στο σημείο αυτό ότι η Κιλικία παλαιότερα λεγόταν Υπαχαΐα, όνομα το οποίο ίσως δηλώνει κάποια σχέση (εξάρτησης; εποίκισης;) με την Αχαΐα (Φθιώτιδα). Αυτή η σχέση είναι ενισχυτική της άποψης ότι ο μύθος του Ηετίωνα και της Ανδρομάχης των (Φθιωτίδων) Θηβών είναι δυνατόν να ήταν γνωστή στον Όμηρο και να ενσωματώθηκε στο έπος του μεταφερμένη από την (Φθιώτιδα) Αχαΐα στην (Υπ)Αχαΐα. Η περιοχή λοιπόν εκείνη λεγόταν Υπαχαΐα. Η ονομασία Κιλικία της ίδιας περιοχής είναι κατοπινή. Δηλαδή αργότερα όταν έφτασε εκεί ο Κίλικας, ένας από τους γιους του Αγήνορα, ψάχνοντας για την αδερφή του, την Ευρώπη, και εγκαταστάθηκε σ’ αυτήν, την ονόμασε Κιλικία: «Οὗτοι (οι Κίλικες) τὸ παλαιὸν Ὑπαχαιοὶ ἐκαλέοντο, ἐπὶ δὲ Κίλικος τοῦ Ἀγήνορος. . .ἔσχον τὴν ἐπωνυμίαν (Κίλικες)»
Βεβαίως είναι γνωστές στους μυθολόγους και άλλες μεταφορές μύθων. Π. χ. ο μύθος της Ομφάλης που αναφέρεται στη Λυδία, όπως αναφέρουμε σ’ άλλο σημείο της εργασίας μας αυτής, έχει μεταφερθεί εκεί από την Θεσσαλία ή έστω, σύμφωνα με άλλους, από την Ήπειρο. Μεταφερμένος θεωρείται και ο μύθος του Βαλλερεφόντη. Εξάλλου είναι πολλοί οι μύθοι που υπήρχαν πριν από την εποχή του Ομήρου και των οποίων έχει χαθεί αυτή η προομηρική τους μορφή εξαιτίας της ωραιοποιημένης ποιητικής μορφής με την οποία τους παρουσίασε ο Όμηρος. Πολλοί είναι οι μύθοι που έφτασαν μέχρι την σημερινή εποχή, όχι με την αρχική τους μορφή αλλά με τον όμορφο ποιητικό μανδύα που τους φόρεσε ο Όμηρος.
Να υπήρχαν άραγε κάποτε στην περιοχή του Αλμυρού μύθοι που έλεγαν ότι η Ανδρομάχη ήταν μια πριγκιποπούλα που ζούσε στην περιοχή του χωριού των σημερινών Μικροθηβών, κόρη του βασιλιά Ηετίωνα, που τον νίκησε και κατέστρεψε το βασίλειό του ο Αχιλλέας και να ξεχάστηκαν εντελώς όπως τόσοι και τόσοι άλλοι μύθοι; Μήπως έτσι εξηγείται καλύτερα και το γεγονός ότι η Ανδρομάχη, ανάμεσα σε τόσους και τόσους άλλους σπουδαίους πολέμαρχους και βασιλιάδες στον Τρωικό Πόλεμο, γίνεται γυναίκα του Νεοπτόλεμου, του νεαρότατου πρίγκιπα που «κατά σύμπτωση» είναι πρίγκιπας του γειτονικού «των Υποπλακίων (Φθιωτικών) Θηβών» βασιλείου; Μήπως όλα αυτά ξεχάστηκαν επειδή ο Όμηρος τα ανακάτεψε με τ’ άλλα κατορθώματα των ηρώων του στον Τρωικό Πόλεμο και η μεγάλη διάδοση των ομηρικών επών σκέπασε οριστικά και τελεσίδικα τους αληθινούς μεν αλλά ανυποστήρικτους προϋπάρχοντες μύθους μιας ασήμαντης περιοχής;
Μιλούμε βέβαια κάνοντας υποθέσεις που ίσως κάποτε στο μέλλον φωτισθούν περισσότερο. Παραμύθια για βασιλόπουλα που κάνουν πολλά κατορθώματα πριν πάρουν γυναίκα τους μια όμορφη και ξακουστή βασιλοπούλα υπάρχουν, και αναφέρονται σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, πολλά. Να είναι κάποιο από αυτά μακρινός απόηχος του παραπάνω μύθου; Είναι μια πολύ γοητευτική υπόθεση την οποία κάποιοι μπορούν να την χαρακτηρίσουν επιπόλαιη, μη επιστημονική και πολύ απλοϊκή. Πειράζει όμως τάχα τόσο πολύ να μην την απορρίπτουν με πολλή ευκολία κάποιοι; Μήπως δεν έχουμε και άλλους μύθους που μετατοπίστηκαν σε άλλες περιοχές από τούτον τον τόπο;
Και κάτι άλλο σχετικό για δημιουργία περισσότερου προβληματισμού ή για να μειωθούν, έστω ν’ αμβλυνθούν, οι όποιες διαφωνίες και αμφισβητήσεις μπορεί να διατυπωθούν και το οποίο εμείς το βρίσκουμε πολύ σημαντικό και νομίζουμε ότι ενισχύει τις απόψεις που υποστηρίζουμε.
Σύμφωνα με ένα μύθο, ο Πέργαμος, ο τρίτος γιος του Νεοπτόλεμου και της Ανδρομάχης (οι άλλοι δύο ήταν ο Μολοσσός και ο Πίελος), όταν πέθανε ο Έλενος, ο οποίος είχε παντρευτεί την Ανδρομάχη μετά τον γάμο της με τον Νεοπτόλεμο, πήρε τη μητέρα του και αποίκους και ήρθε στη Μικρά Ασία όπου έχτισε μία πόλη που την ονόμασε Πέργαμο. Η πόλη Πέργαμος λεγόταν και Ανδρομάχη από το όνομα της μητέρας του ιδρυτή της.
Έτσι δεν αποκλείεται ο Όμηρος, βρίσκοντας να υπάρχει στις μνήμες των ανθρώπων στην Μικρά Ασία η Ανδρομάχη και οι μύθοι γύρω από αυτήν, να την τοποθέτησε εκεί. Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι οι Περγαμηνοί τιμούσαν ιδιαίτερα την Ανδρομάχη.
11. Ο αργοναύτης Θέστορας…σύντροφος του Οδυσσέα
Βεβαίως οι μύθοι οι σχετικοί και με τους άλλους ήρωες του Τρωικού Πολέμου όχι μόνο, όπως ήταν φυσικό, δεν ήταν άγνωστοι στην περιοχή, αλλά αποτελούσαν και θέματα διακόσμησης αγγείων και άλλων παραστάσεων.
Όπως μας βεβαιώνει ο αρχαιολόγος Αρβανιτόπουλος , που διενήργησε ανασκαφές στο χώρο των Φθιωτίδων Θηβών, βρήκε εκεί τεμάχια πήλινων σκύφων με παραστάσεις από τη μυθολογία του Τρωικού Πολέμου. Σε μερικά τεμάχια των σκύφων αυτών παριστανόταν ο γνωστός μύθος της μεταμόρφωσης από την Κίρκη των συντρόφων του Οδυσσέα σε χοίρους. Το ενδιαφέρον μάλιστα με τους σκύφους των Φθιωτίδων Θηβών είναι ότι σ’ αυτούς αναφέρονται και ονόματα συντρόφων που δεν μας είναι γνωστά από άλλες πηγές. Έτσι στις απεικονίσεις των σκύφων των Φθιωτίδων Θηβών, που έφερε στο φως ο Αρβανιτόπουλος αναφέρονται και τα ονόματα Θέστωρ, Θεόφρων και Μάντιχος.
Μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι τα άγνωστα αυτά, από άλλες πηγές, ονόματα προέρχονται από τοπικές εκδοχές του πανελλήνια γνωστού μύθου που ξεχάστηκαν; Ενδιαφέρον παρουσιάζει ακόμη η απεικόνιση του γνωστού μύθου στο σκύφο των Φθιωτίδων Θηβών για το ότι παρατηρείται μια μικρή διαφοροποίηση από τα κοινώς παραδεκτά. Δεν μεταμορφώνονται όλοι οι σύντροφοι του Οδυσσέα σε χοίρους αλλά κάποιοι και σ’ άλλες μορφές ζώων. Έτσι ο «Θεόφρων» του σκύφου των Φθιωτίδων Θηβών μεταμορφώνεται σε αλεκτρυώνα (πετεινός), ενώ ο «Μάντιχος» σε κριάρι. Τον Θέστορα, θέλοντας ο καλλιτέχνης προφανώς να επικεντρώσει το θέμα του και την προσοχή του θεατή σ’ αυτόν, τον παρουσιάζει ακριβώς κατά τη διαδικασία της μεταμόρφωσης. Έτσι εικονίζει το κεφάλι του μόνο να έχει μεταμορφωθεί σε κεφάλι κάπρου ενώ οι άκρες των χεριών του σε οπλές. Το υπόλοιπο σώμα του είναι ακόμα ανθρώπινο. Ο τεχνίτης δηλαδή που απεικόνιζε τον μύθο στο σκύφο των Φθιωτίδων Θηβών στάθηκε, θέλοντας να κάνει κεντρικό ήρωα τον «Θέστορα», ακριβώς στη στιγμή που αυτός βρισκόταν στη διαδικασία της μεταμόρφωσής του. Μήπως λοιπόν υπήρχε κάποιος τοπικός μύθος που ήθελε τους συντρόφους του Οδυσσέα να μεταμορφώνονται όχι μόνο σε χοίρους, αλλά και σε άλλα ζώα; Μήπως είναι απλά αυτή η απεικόνιση ελεύθερη καλλιτεχνική δημιουργία; Γιατί ο λαϊκός καλλιτέχνης παριστάνει τον Θέστορα ακριβώς στη διαδικασία της μεταμορφώσεώς του ;
Αυτά είναι ερωτήματα των οποίων η απάντηση ξεφεύγει από τους σκοπούς της εργασίας μας αυτής. Θα επιμείνουμε όμως σε κάποια δική μας άποψη.
Για τον μάντη Θέστορα, τον αργοναύτη και πατέρα του Κάλχα είναι γνωστός ένας πολύ όμορφος μύθος που τον είδαμε στο κεφάλαιο της Αργοναυτικής Εκστρατείας.
Εμείς και στη θέση αυτή ωστόσο διατυπώνουμε την άποψη ότι ο «άγνωστος» Θέστορας του σκύφου των Φθιωτίδων Θηβών μπορεί να είναι ο γνωστός μάντης Θέστορας, ο θετός γιος του Ίδμονα, αυτός που γεννήθηκε στις όχθες του Άμφρυσου ποταμού από την Αντιάνειρα και τον Απόλλωνα. Μπορεί δηλαδή να είναι ο Θέστορας αυτός ο πατέρας του μεγάλου και ονομαστού μάντη Κάλχα. Πέραν από όσα άλλα έχουμε αναφέρει για το θέμα αυτό, προσωπικά μας εντυπωσιάζει το γεγονός ότι ο καλλιτέχνης, παριστάνει ειδικώς τον Θέστορα ακριβώς στη διαδικασία της μεταμόρφωσης. Έτσι δεν είναι παράλογο να πούμε ότι ο λαϊκός καλλιτέχνης προσπαθεί να επικεντρώσει την προσοχή του παρατηρητή στον Θέστορα. Μήπως λοιπόν στην πραγματικότητα ο «άγνωστος» από άλλες πηγές Θέστορας ήταν κάποιος που ήταν «πολύ γνωστός» στην περιοχή στην οποία θα κυκλοφορούσε ο σκύφος, στην περιοχή των Φθιωτίδων Θηβών και γι’ αυτό ο λαϊκός καλλιτέχνης τον παρουσιάζει κεντρικό πρόσωπο στην παράστασή του;
Στο σημείο αυτό και για ενίσχυση της άποψής μας ότι πολλοί μύθοι της περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας, της σημερινής δηλαδή ευρύτερης περιοχής του Αλμυρού, όπως αυτός του Ηετίωνα και της κόρης του Ανδρομάχης, έχουν μετατοπιστεί και είναι γνωστοί ως μύθοι άλλων περιοχών, θ’ αναφέρουμε λίγα ακόμη στοιχεία για τις μετατοπίσεις μύθων που έγιναν από την Αχαΐα Φθιώτιδα, που τα παίρνουμε από το δημοσίευμα του Νίκου Παπαχατζή «Μύθοι και αρχαιότερες λατρείες της θεσσαλικής Μαγνησίας»
«Η παλιά όμως εικασία πως ο Κύκνος στην αρχική μορφή του μύθου θανατωνόταν από τοπικό ήρωα είναι βάσιμη. Ο Αχιλλέας, κατά τους σωζόμενους μύθους, είχε σκοτώσει ένα Κύκνο, γιο του Ποσειδώνα, που ήταν φοβερότερος από τον εδώ εμφανιζόμενο (εννοεί τον Κύκνο που σκότωσε ο Ηρακλής στις Παγασές ή στην Ίτωνα) ως γιο του Άρη, γιατί είχε από τον Ποσειδώνα το χάρισμα να μένει άτρωτος από μεταλλικά όπλα, όπως χάλκινες αιχμές δοράτων και ξίφη. Ήταν σύμμαχος των Τρώων και είχε εγκατασταθεί στην ακτή, όπου θα αποβιβάζονταν οι Αχαιοί. Οι Τρώες, έχοντας εμπιστοσύνη στον Κύκνο, παρατάχθηκαν στην παραλία και έφραξαν το δρόμο προς την πόλη. Όταν ο Πρωτεσίλαος, που πρώτος αποβιβάστηκε, σκοτώθηκε, πήδηξε έξω ο Αχιλλέας με τους άνδρες του και όρμησε κατά του Κύκνου. Είδε πως τα όπλα δεν έφερναν αποτέλεσμα και τον χτύπησε με βράχο στο κεφάλι. Εκείνος σωριάστηκε στο έδαφος και ο Αχιλλέας έσπευσε να τον πνίξει με τα δερμάτινα λουριά του κράνους, όπως διεξοδικά περιγράφει τη σκηνή ο Οβίδιος. Μετά το θάνατο του Κύκνου οι Τρώες κλείστηκαν φοβισμένοι στα τείχη και οι Έλληνες μπόρεσαν να αποβιβαστούν ανενόχλητοι.
Για τον Κύκνο αυτόν, τον γιο του Ποσειδώνα, έγινε η υπόθεση πως είχε σκοτωθεί από τον Αχιλλέα στη Μαγνησία πριν από την τρωική εκστρατεία και πως οι μύθοι του Τρωικού Πολέμου μετέφεραν το περιστατικό εντελώς στην αρχή του πολέμου, πριν ακόμη πατήσουν όλοι οι Έλληνες το τρωικό έδαφος. Ο C. Robert παρατηρεί πως ο Αχιλλέας έφτασε στην Τροία με τη φήμη μεγάλου ήρωα, ώστε να θεωρείται από την αρχή ως η γενναιότερη μορφή των Αχαιών στον πόλεμο κατά των Τρώων. Πιστεύει πως υπήρχαν στην Ελλάδα κατορθώματά του που του είχαν εξασφαλίσει αυτή τη φήμη. Τα σχετικά με τα κατορθώματα αυτά έπη χάθηκαν, και για τον Αχιλλέα των προτρωικών χρόνων είναι γνωστό μόνο πως ως βρέφος ανατράφηκε από τον Χείρωνα με το «μεδούλι από τα κόκαλα των θηραμάτων και με εντόσθια λεονταριών και αγριογούρουνων» και έπειτα πως κυνηγούσε αγρίμια στο Πήλιο, μέχρις ότου πήρε μέρος στη εκστρατεία της Τροίας, όπου σκοτώθηκε. Δέχεται ο Robert την παλαιότερη εικασία πως μερικά από τα κατορθώματα του Αχιλλέα στην Μαγνησία ή την άλλη Ελλάδα μεταφέρθηκαν στα πεδία των μαχών της Τροίας και εμφανίστηκαν ως επιτυχίες του εκεί. Ένα από αυτά πρέπει να ήταν ο φόνος του Κύκνου. Μερικοί πιστεύουν πως και ο φόνος του Έκτορα ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία των κατορθωμάτων του, αφού υπάρχουν ενδείξεις πως ο Έκτορας ήταν αρχικά Θηβαίος ήρωας. Όταν σκοτώθηκε, οι Θηβαίοι του έκαναν τον τάφο πολύ κοντά στην Καδμεία παρά την Οιδιποδία κρήνη, όπου τον είδε ο Παυσανίας. »

Η ΦΘΙΩΤΙΚΗ ΠΟΛΙΣ ΙΤΩΝΟΣ

Νικόλαος Ι. Γιαννόπουλος

Η ΦΘΙΩΤΙΚΗ ΠΟΛΙΣ ΙΤΩΝΟΣ

«Ὁ Στράβων λέγει ὅτι ἡ ῎Αλος ἀπέχει τοῦ ᾿Ιτώνου περὶ ἑξήκοντα σταδίους, παρακατιὼν δὲ συγκρίνων ὁ αὐτὸς γωγράφος τὰς ἀποστάσεις μεταξύ Φθιωτίδων Θηβῶν καὶ Ἄλου λέγει ὅτι ἡ τελευταία διέχει Θηβῶν περὶ ἑκατὸν σταδίους. Λαμβάνοντες δὲ ὡς κέντρον τὰ ἐρείπια τῆς Ἄλου καὶ συγκρίνοντες τὴν ἀπόστασιν αὐτῶν πρὸς τὴν τῶν Θηβῶν καὶ τῆς Ἰτώνου, ὀφείλομεν ἀναζητῆσαι τὴν θέσιν τῆς τελευταίας εἰς θέσιν πλησιεστέραν τῶν Θηβῶν. Τὰ μὲν ἐρείπια τῶν Θηβῶν ἀπέχουσι τῆς Ἄλου περὶ τὰ 18 ½ χιλιόμετρα περίπου, ἤτοι περὶ τὰς 4 ½ ὥρας, τὰ δὲ τοῦ χωρίου Γεντσελί, ὡς Leake καὶ Γεωργιάδης θέλουσι, περὶ τὰ 15 χιλιόμετρα, ἤτοι περὶ τὰς 3 ½ ὥρας περίπου, ἤτοι ἀπόστασις ὑπερβαίνουσα τὴν ὑπὸ τοῦ Στράβωνος ὁριζομένην. ῾Ο δὲ κ. Μ. Χρυσοχόος ἐν τῷ χάρτη αὑτοῦ ἐν ἀμφιβόλω τίθησι τὴν Ἴτωνον παρὰ τὸ χωρίον Καρατζαταγλί, λίαν δὲ ἀτόπως τὸ μὲν χωρίον Καρατζαταγλὶ τίθησιν ἐπὶ τῆς ἀριστερᾶς ὄχθης τοῦ νῦν Ξηριᾶ ποταμοῦ, τὸ δὲ χωρίον Γεντζελὶ ἑπὶ τῆς ἀριστερᾶς ὄχθης τοῦ νῦν Χολορρεύματος, τοῦ ὡς Κουαρίου σημειουμένου ἐν τῷ μνησθέντι χάρτῃ αὑτοῦ. Ἐκ δὲ τῆς ἐν τῷ χάρτῃ αὐτοῦ ἀλλαγῆς τῶν θέσεων τῶν δύο τούτων τῆς βορείου Φθιώτιδος ποταμίων, καὶ ἐκ τῶν νεωτέρων συγγραφέων, ἀναφερόντων ὡς Κουάριον τὸ νῦν Χολόρρευμα, παραπεισθέντες ἐγράψαμεν ἀλλαχοῦ ὅτι τὰ ἐρείπια τῆς Ἰτώνου εὕρηνται παρὰ τὴν νῦν θέσιν Τσουρνάτη βρύσις, ὄπισθεν τοῦ χωρίου Κιόλελερ, ὡς σημειοῦται ἐν τῷ χάρτῃ αὑτοῦ ὁ κ. Χρυσοχόος. Ἀλλὰ χωρίον Κιοϊλὲρ, ὡς σημειοῦται ἐν τῷ μνησθέντι χάρτῃ οὐδαμοῦ εὓρηται ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ Ἀλμυρού. Ἡ δὲ φυσικὴ διαγραφὴ τῶν δύο τούτων ποταμίων, τὰ μέγιστα συμβάλλουσα πρὸς τὸ ζήτημα τῆς θέσεως τῆς Ἰτώνου, ἔδει νὰ ἔχῃ οὕτω: Ὁ μὲν Ξηριᾶς, κατερχόμενος ἐκ τῆς Ὄθρυος καὶ καταλίπων ἀριστερὰ τὸ χωρίον Γενιτζέκ, στρέφεται πρὸς Α. καὶ παραρρέων τὰ ἐν τῇ δεξιᾷ αὑτοῦ ὄχθῃ κείμενα χωρία Γκερικλί, Γενιτζελί, Καρατζαταγλί, Μπακλαλί καὶ τὴν ἐπὶ τῆς ἀριστερᾶς ὄχθης αὑτοῦ κειμένην πόλιν τοῦ Ἀλμυροῦ ἐκβάλλει εἰς τὸν Παγασητικὸν κόλπον. Τοῦ δὲ Χολορρεύματος ἡ ἐν τῇ πεδιάδι στροφὴ ἄρχεται ἐκ τοῦ χωρίου Κασουμπλί. Κεῖνται δὲ παρὰ τὴν δεξιὰν αὐτοῦ ὄχθην τὰ χωρία Τουρκομουσλὶ καὶ Γενισλὲρ καὶ παρὰ τὴν ἀριστερὰν τὰ χωρία Δαουτζά, Καραδαναλὶ καὶ Ἀϊδίνιον. Καὶ ταῦτα μὲν κατὰ τὸν χάρτην τοῦ κ. Χρυσοχόου.
Ποῦ δ’ ἔκειτο ἡ Ἴτωνος; Παρὰ τὸ χωρίον Καρατζαταγλί εἰς ἀπόστασιν εἴκοσι λεπτῶν πρὸς Β. ὑψοῦται γήλοφος τεχνητὸς σχηματίζων ἐν τῇ κορυφῂ στρογγύλον καὶ ὁμαλὸν ὀροπέδιον, τόπον ἱερορεπῆ. Ὑπὸ δὲ τοὺς πρόποδας αὐτοῦ ἐκτείνονται δύο ἕλη ἀρκούντως εὐρέα, Ζερέλια ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων καλούμενα. ᾿Εν αὐτῷ δὲ καὶ τοῖς πέριξ ἀγροῖς εἰσιν ἐγκατεσπαρμένα συντρίμματα διαφόρων κεράμων, πλίνθων καὶ ἄλλων ἀγγείων ἐξ ὀπτῆς γῆς καὶ ἐνίοτε ἀνευρίσκονται νομίσματα ὑπὸ τῶν χωρικῶν. Ἐν δὲ τῷ ναῷ τοῦ μνημονευθέντος χωρίου εἰσὶν ἐντετειχισμένοι 9 κίονες μονόλιθοι ἐκ λευκοῦ μαρμάρου, ὀρθογώνιοί τινες λίθοι λευκοὶ καὶ μέλανες καὶ κίων μετὰ κιονοκράνου ὑποβαστάζων τὴν ἁγίαν Τράπεζαν. Ὄπισθεν δὲ ἐπὶ τῆς ἀνατολικῆς προσόψεως τοῦ ναοῦ εἰσὶν ἐντετειχισμένοι δύο κίονες ῥαβδωτοὶ, ὧν αἱ ῥαβδώσεις εἰσὶν ἑλικοειδεῖς. Πέριξ δὲ τοῦ ναοῦ σπόνδυλοί τινες κιόνων κεῖνται. Ἀνήκουσι τὰ λείψανα ταῦτα τῇ ἀρχαίᾳ Ἰτώνῳ; Ὁ Στράβων λέγει «τούτου δὲ (Κροκίου πεδίου) ὑπέρκειται ὁ Ἴτωνος, ὅπου τὸ τῆς Ἰτωνίας ἱερὸν, ἀφ’ οὗ καὶ τὸ ἐν τῇ Βοιωτίᾳ, καὶ ὁ Κουάριος ποταμός», ἐν δὲ τοῖς Βοιωτιακοῖς «…κατελάβοντο αὐτὴν (τὴν Κορώνειαν) ἐπανιόντες ἐκ τῆς Θετταλικῆς Ἄρνης οἱ Βοιωτοὶ μετὰ τὰ Τρωικὰ, ὅτε περ καὶ τὸν Ὀρχομενὸν ἔσχον. Κρατήσαντες δὲ τῆς Κορωνείας (τῆς ἐν Βοιωτίᾳ) ἐν τῷ πρὸ αὐτῆς πεδίῳ τὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς ἱερὸν ἱδρύσαντο, ὁμώνυμον τῷ Θετταλικῷ καὶ τὸν παραρρέοντα ποταμὸν Κουάριον προσηγόρευσαν, ὁμοφώνως τῷ ἐκεῖ». Κατὰ τὴν διήγησιν ταύτην τοῦ Στράβωνος τὸ ἱερὸν τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς ἔκειτο παρά τὰς ὄχθας τοῦ ποταμοῦ Κουαρίου, ἐξ οὗ τὴν ἐπωνυμίαν ἔσχε καὶ ὁ Βοιωτικός. ῾Ο λόφος τῶν Ζερελίων ἀφίσταται 10 λεπτὰ τῆς ὣρας τῆς δεξιᾶς ὄχθης τοῦ νῦν Ξηριᾶ ποταμοῦ. ᾿Εν τῷ λόφῳ τούτῳ πρέπει να τοποθετήσωμεν τὸ διάσημον κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ἱερὸν τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς, τόπῳ ἱεροπρεπεῖ καὶ καταλλήλῳ διὰ τὴν τοποθεσίαν τοιούτου ἱεροῦ. Ἡ δὲ θέσις αὓτη συμφωνεῖ πληρέστατα τῇ τε καλαισθησίᾳ, ἣν οἱ Ἕλληνες πάντοτε ἔδειξαν ἐν τῇ ἐκλογῇ τῆς τοποθεσίας τῶν ἱερῶν αὑτῶν ναῶν, καὶ τῇ ὀξυδερκείᾳ ἐκείνῃ τῶν ἱερέων τοῦ νὰ ὠφελῶνται ἀπὸ παντὸς συντείνοντος εἰς ἀνύψωσιν τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος. Ἄν δὲ πρέπει νὰ λάβωμεν ὑπ’ ὄψει τὰ ἤδη σῳζόμενα ἐρείπια τῶν ἀρχαίων ναῶν καὶ πόλεων, εὑρίσκομεν ταῦτα πληρέστατα συμφωνοῦντα τοῖς τοῦ Ξενοφῶντος «ναοῖς γε μὴν καὶ βωμοῖς χώραν εἶναι πρεπωδεστάτην, ἥτις ἐμφανεστάτη οὖσα ἀστιβεστάτη εἴη, ἡδὺ μὲν γὰρ ἰδόντας προσεύξασθαι, ἡδὺ δὲ ἁγνῶς ἔχοντας προσιέναι». Ἡ δὲ μυθολογία ἐδόξαζεν ὅτι οἱ θεοὶ ἔχαιρον ἐπὶ χωρίοις ἐπιφανέσι διὰ τὰς φυσικὰς αὐτῶν ἀρετάς. Οὐδαμοῦ δὲ τοιαύτη θέσις ἰεροπρεπὴς κεῖται ἐκτὸς τοῦ λόφου τῶν Ζερελίων. Ἐν ταύτῃ τῇ θέσει καὶ ἡ ἀπόστασις ἀπὸ τῆς Ἰτώνου μέχρι τῆς Ἅλου συμφωνεῖ πρὸς τὴν ὑπὸ τοῦ Στράβωνος ὁριζομένην, ἀπέχουσα ἑξήκοντα περίπου σταδίους τῶν ἐρειπίων τῆς Ἁλου, ἤτοι περί τὰ 8 χιλιόμετρα περίπου (1 ὣρα καὶ 3/4) καὶ ὁ Ξηριᾶς ποταμὸς δὲν ἀφίσταται πολὺ (10 λεπτὰ τῆς ὣρας), καὶ ὄντως ὁ λόφος οὗτος ὑπέρκειταί πως τοῦ Κροκίου πεδίου.
Κατὰ ταῦτα ἐὰν παραδεχθῶμεν, ὅτι τὸ ἱερὸν τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς ἔκειτο ἐπὶ τοῦ μνημονευθέντος λόφου ἡ Ἴτωνος ποῦ ἔκειτο; Ἐὰν τὰ ἐρείπια τοῦ χωρίου Γεντζελί ἀποδώσωμεν, ὡς ὁ Leake καὶ ἄλλοι, τῇ Ἰτώνῳ, ἡ ἀπόστασις αὐτῆς ἀπὸ τοῦ λόφου τῶν Ζερελίων εἶνε μιᾶς ὣρας περίπου. Ὁ Leake διέκρινε καὶ τὸ κρηπίδωμα τοῦ ἱεροῦ ἐν τῇ θέσει Μάρμαρα τοῦ χωρίου Γεντζελί. Ἀλλ’ ἡ θέσις ἔνθα τὸ ἔτι καὶ νῦν σῳζόμενον κρηπίδωμα κεῖται, δηλ. στενὴ βραχώδης καὶ ἀπότομος, λίαν ἀκατάλληλός ἐστι διὰ τὴν θέσιν τοῦ διασημοτάτου ἐκείνου ἱεροῦ. Λείψανα δὲ τῶν τειχῶν τῆς ἀρχαίας ἀκροπόλεως ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ὑπερκειμένου τοῦ χωρίου λόφου κεῖνται ἄσημα καὶ κεκαλυμμένα ὑπὸ θάμνων. Ὀλίγα δὲ συντρίμματα κεράμων καὶ πηλίνων ἀγγείων ἐν τῇ κατωφερείᾳ τοῦ λόφου ἀνευρίσκονται καὶ κίων μονόλιθος πρασίνου χρώματος ἔν τινι βρύσει παρὰ τὸ χωρίον κεῖται. Ἐν δὲ τῷ ναῷ τοῦ χωρίου δύο λίθοι ὀρθογώνιοι ἐκ λευκοῦ καὶ μέλανος μαρμάρου ἐντετειχισμένοι εἰσίν. Ἄγνωστον ἐὰν ἐνταῦθα ἀνευρέθησαν ἤ ἀλλαχόθεν μετηνέχθησαν πρὸς οἰκοδομὴν τοῦ ναοῦ. Ἄλλως τε ἡ ἀπόστασις ὑπερβαίνει τὴν ὑπὸ τοῦ Στράβωνος ὁριζομένην. Τοὐναντίον δὲ πρέπει νὰ ὑποθέσωμεν, ὅτι ἡ πόλις ἔκειτο πέριξ τοῦ χωρίου Καρατζαταγλί. Ἴσως δὲ, ὡς ἱερὰ τῆς Ἀθηνᾶς, ἦν ἀτείχιστος, διὸ καὶ οὐδὲν λείψανον τῶν τειχῶν αὐτῆς ἀνευρίσκεται νῦν. Ἐὰν δὲ παραδεχθῶμεν ὁτι ἡ πόλις εὕρηται νῦν ἐν τῷ χωρίῳ Γεντζελί, ἡ τοιαύτη παραδοχὴ οὐδόλως ἀποκρούει τὴν ἰδέαν ἡμῶν, ὅτι τὸ ἱερὸν τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς ἔκειτο ἐπὶ τοῦ λόφου τῶν Ζερελίων, διότι οὐδεμία θέσις ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ ῾Αλμυροῦ, ὡς ἤδη ἐρρήθη, κέκτηται τοσαῦτα πλεονεκτήματα, ὡς ἡ θέσις αὕτη. Γνωστόν δ’ ἐστιν, ὅτι πολλὰ ἱερὰ κατά τε τὴν Ἀσίαν καὶ ἐν Ἑλλάδι δὲν περικλείοντο ἐντὸς τῶν ὀχυρωμάτων τῶν γειτνιαζουσῶν πόλεων, ἀλλ’ ἦσαν ὑπὸ τὴν φυλακὴν τῆς ἰδίας αὑτῶν ἱερότητος. ᾿Ενταῦθα λοιπὸν ἄς ζητηθῇἡ θέσις καὶ τὸ διάγραμμα τοῦ ἱεροῦ.
Ἑν ὑφ’ ἡμῶν δημοσιευθησόμενον νόμισμα τῆς Ἰτώνου ἐν τῇ θέσει ταύτῃ εὑρέθη, καθ’ ἃ μὲ διεβεβαίωσεν ὁ κάτοχος αὐτοῦ. Καὶ αἱ ὑφ’ ἡμῶν δὲ ἐν τῷ Bulletin de Correspondance Hellenique (τόμ.. XV, σελ.. 568, ἀρ. 12 καὶ 13) δημοσιευθεῖσαι ἐπιγραφαὶ αὐτόθι ἀνευρέθησαν. Οὐδόλως δ’ ἀμφίβολον τυγχάνει, ὅτι καὶ πλεῖστοι ἀρχαῖοι λίθοι, ἐνεπίγραφοι ἤ μή, ἐντεῦθεν μετηνέχθησαν ἐν τῇ 3/4 τῆς ὣρας ἀπεχούσῃ πόλει τοῦ Ἀλμυροῦ, ὡς καὶ τὰ ἐν τῷ χωρίῳ Καρατζαταγλί ἐντετεισμένα λείψανα ἀρχιτεκτονικῆς.
᾿Εκ τῶν ἀνωτέρω ὅθεν συνάγεται, ὅτι:
1) ἡ ῎Ιτωνος ἤ ἔκειτο παρὰ τὸ χωρίον Καρατζαταγλὶ ἐν τῇ νῦν θέσει, τοῖς Ζερελίοις, ἤ ἐν τῷ χωρίῳ Γεντσελί, ὡς ὁ Leake, καὶ ἄλλοι.
2) Τὸ ἱερὸν τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς ἔκειτο ἐπὶ τοῦ λόφου τῶν Ζερελίων.
3) Κουάριος ποταμὸς τῶν ἀρχαίων ἐστὶν ὁ νῦν Ξηριᾶς καὶ οὐχὶ τὸ νῦν Χολόρρευμα, ὡς μέχρι τοῦδε παραδεχόμεθα.
Πάντες δὲ οἱ νεώτεροι γενικῶς παραδέχονται, ὡς ἀνωτέρω εἴρηται, ὡς Κουάριον τῶν ἀρχαίων τὸ νῦν Χολόρρευμα, ὅπερ πόρρω ἀφίσταται τῶν χωρίων Γεντσελὶ καὶ Καρατζαταγλί. ῾Ο δὲ Bursian ἀπατηθεὶς ἐκ τῆς ἐσφαλμένης διορθώσεως τῆς παρὰ Στράβωνι ἀπαντώσης συγκεκομμένης λέξεως …αιας εἰς [Ἰτων]ίας, ὅτι δηλ. ἕτερος ποταμὸς Κουράλιος ἐν τῇ ῾Εστιαιώτιδι ῥέων παρὰ τὴν Φαρκαδόνα καὶ τὸ …αιας Ἀθηνᾶς ἱερὸν εἰς τὸν Πηνειὸν ἐξίησι, παρεδέχθη τὴν ὕπαρξιν καὶ ἑτέρου ἱεροῦ διαφόρου τοῦ παρὰ τὴν Ἴτωνον ἐν τῇ Φθιώτιδι κειμένου διασημοτάτου ἱεροῦ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς. ῾Ο δὲ Mueller ἀνήγειρε διὰ τῆς φαντασίας καὶ τρίτον ὁμώνυμον ἱερὸν ἐν τῇ Θεσσαλιώτιδι παρὰ τὸ Κιέριον, παρεξηγήσας δὲ χωρίον τι τοῦ Παυσανίου ἵδρυσε καὶ τέταρτον ὁμώνυμον ἱερὸν μεταξὺ Φερῶν καὶ Λαρίσης τῆς ἐν τῇ Πελασγιώτιδι μητροπόλεως τῆς Θεσσαλίας. Ἀλλὰ Λάρισα ἐνταῦθα ἐννοητέα ἡ Κρεμαστή, μεταξὺ τῆς ὁποίας καὶ τῶν Φερῶν ἔκειτο ἡ Ἴτωνος καὶ τὸ παρ’ αὐτὴν ἱερὸν τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς καὶ οὐχὶ ἡ ἐν τῇ Πελασγιώτιδι. Καὶ ὄντως ἡ θέσις αὕτη τῆς Ἰτώνου παρὰ τὸ Καρατζαταγλὶ ἀντιστοιχεῖ πληρέστατα πρὸς τὴν σαφῆ μαρτυρίαν τοῦ Παυσανίου. Οἱ δὲ παρὰ τὴν Φαρκαδόνα (Bursian) καὶ τὸ Κιέριον (Mueller) ναοὶ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς εἰσὶν ὅλως ἀνύπαρκτοι καὶ φαντασιώδεις. Ἡ ἀντίφασις αὕτη αἵρεται, ἐὰν, κατὰ τὴν λίαν ὀρθὴν διόρθωσιν ὑπὸ τοῦ κ. Γεωργιάδου τῆς ἐν τῷ μνημονευθέντι χωρίω τοῦ Στράβωνος ἀπαντώσης συγκεκομμένης λέξεως …αιας εἰς [Πελινν]αίας καὶ οὐχὶ [Ἰτων]ίας, ἐννοήσωμεν ἕτερον ναὸν τῆς Πελινναίας Ἀθηνᾶς παρὰ τὴν Πελίννην ἐν τῇ Ἑστιαιώτιδι, παρὰ τὸν ὁποῖον ναὸν ἔρρεεν ὁ Κουράλιος. Ὅτι δὲ ὁ παρὰ τὴν Ἴτωνον ῥέων Κουάριος, ἐξ οὗ, ὡς εἴπομεν, ἐκλήθη ὁμωνύμως καὶ ὁ Κουάριος τῆς Βοιωτίας, ἐκαλεῖτο καὶ Κουράλιος, ἐπίσης κἀκεῖνος, βεβαιοῦται ἐκ δύο ἐπιγραφῶν ἀνευρεθεισῶν, τῆς μὲν μιᾶς παρὰ τὸ χωρίον Καραμπὰς, τῆς δὲ ἑτέρας ἐν τῷ χωρίῳ Κωφοῖς, καὶ ὑφ’ ἡμῶν δημοσιευθεισῶν ἐν τῷ Bulletin de Correspondance Hellenique (τόμ.. XV, σελ. 563 καὶ ἑ., 568 καὶ ἑ., ἀριθ. 2 καὶ 14), ἐν αἷς ἀναφέρεται τὸ ὄνομα τοῦ μηνὸς Κουραλίου, ὠνομασμένου πιθανώτατα ἐκ τοῦ ποταμοῦ εἰς τιμὴν τοῦ ὁποίου ἦν καθιερωμένος, καθάπερ καὶ ὁ Ἰτώνιος μὴν ἦν καθιερωμένος εἰς τιμὴν τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς. Ἀνάλογον δέ τι συνέβαινε καὶ ἐν τῷ Κουαρίῳ τῆς Βοιωτίας, ὡς ἔφθημεν εἰπόντες, ὃν ὁ Ἀλκαῖος, παρὰ Στράβωνι, Κουράλιον καλεῖ, καὶ τῷ τῆς Ἑστιαιώτιδος.»

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΑΧΑΪΑΣ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ (ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΑΛΜΥΡΟΥ)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΑΧΑΪΑΣ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ

1. Η Αχαΐα Φθιώτιδα κοιτίδα αρχαίων ελληνικών φύλων
Η Αχαΐα Φθιώτιδα αρχικά λεγόταν απλά «Aχαΐα» ή «Aχαιίς». Ήταν η πατρίδα των πρώτων Αχαιών, των Πρωταχαιών. Η επιστημονική στήριξη της άποψης αυτής δεν είναι σκοπός της εργασίας αυτής. Υπάρχουν όμως πολλοί άλλοι αρμόδιοι που την στηρίζουν. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρουμε το εξής: «ο καθηγητής κ. Prentice εις μελέτην του επιγραφομένην The Achaeans (Εν A. J. A. XXXIII, 1929, σελ. 206 κ. εξ.) δέχεται ότι οι Αχαιοί ανήκον εις φυλήν. ήτις. . εγκατεστάθη εις την Φθιώτιδα της Θεσσαλίας.»
Αργότερα προστέθηκε στο όνομά της «Αχαΐας» το διευκρινιστικό «Φθιώτις», για να γίνεται η διάκρισή της από την ομώνυμη Αχαΐα της Πελοποννήσου, αν και μια κάποια προσδιοριστική και διευκρινιστική προσθήκη θα έπρεπε να γίνει στο όνομα της δεύτερης Αχαΐας, της πελοποννησιακής, αφού αυτή ήταν υστερότερο δημιούργημα και αυτή πήρε το όνομά της από τους Αχαιούς που έφυγαν σ’ εκείνα τα μέρη από την εδώ Αχαΐα, την «φθιωτική». Για τον ίδιο λόγο στο όνομα της πόλης «Θήβαι» της ίδιας περιοχής, που βρισκόταν δίπλα στις σημερινές Μικροθήβες της επαρχίας Αλμυρού, προστέθηκε το «Φθιωτικαί» για να γίνεται διάκριση από τις Θήβες της Βοιωτίας και παραμένει έκτοτε ως απαραίτητο διακριτικό γνώρισμα, αν και δεν θα έπρεπε να υπάρχει κάποιο τέτοιο διευκρινιστικό προσδιοριστικό στοιχείο. Δυστυχώς η ηχηρή «επωνυμία» κάποιων οδηγεί τους ασήμαντους να προσθέσουν στ’ όνομά τους αναγκαστικούς διευκρινιστικούς προσδιορισμούς.
Ο ουσιαστικότερος ρόλος που διαδραμάτισαν στην ιστορία της Ελλάδας η πελοποννησιακή Αχαΐα και η βοιωτική Θήβα στάθηκε αρκετός να τις κάνει ευρύτερα γνωστές με μόνο τα ονόματα Αχαΐα και Θήβα. Είναι και αυτό ένα δείγμα του δευτερεύοντος ρόλου της πρώτης, της Αχαΐας Φθιώτιδας, και μια απόδειξη ότι οι δευτερεύοντος ρόλου τόποι όχι μόνο τους μύθους τους είναι δυνατό να χάνουν αλλά και αυτό ακόμη τ’ όνομά τους μαζί με τα ονόματα των ηρώων, των βασιλιάδων αλλά και αυτών των θεών τους, ονόματα και πρόσωπα που τις περισσότερες φορές ταυτίζονται.
Η Αχαΐα Φθιώτιδα, το κεντρικότερο μέρος της οποίας ήταν πάντοτε η σημερινή επαρχία Αλμυρού, αποτέλεσε κατά την αρχαιότητα τη βασική κοιτίδα των Αχαιών. Αφού εγκαταστάθηκαν και έζησαν σ’ αυτήν για πολλούς αιώνες, στη συνέχεια πιεζόμενοι από τους Δωριείς, αλλά και για διάφορους άλλους λόγους, έφυγαν για να εγκατασταθούν μόνιμα σ’ άλλα μέρη. Αλλά και αρκετά από τ’ άλλα γνωστά ελληνικά φύλα έζησαν για ένα διάστημα στην ίδια περιοχή ή απλώς πέρασαν από αυτή και τελικώς εγκαταστάθηκαν σ’ άλλες περιοχές. Από την άποψη αυτή λοιπόν δικαίως η Αχαΐα Φθιώτιδα θεωρείται λίκνο πολλών ελληνικών φύλων.
Αυτός πρέπει να θεωρηθεί ένας ακόμη σοβαρός λόγος για την προσεκτική εξέταση των μύθων της περιοχής αυτής. Ακόμη είναι λογικό να θεωρήσουμε ότι οι λαοί, οι οποίοι από τούτα τα μέρη μετακινήθηκαν σ’ άλλα, κουβάλησαν μαζί τους τα παραμύθια τους, τους θεούς τους, τους οποίους θα πρέπει να μπορούμε να τους βρούμε στις καινούργιες πατρίδες τους. Επομένως είναι δυνατή και πιθανή η εντόπιση και γνησιότερων ιστορικών στοιχείων που υποκρύπτονται μέσα σ’ αυτούς τους «μετατοπισμένους» μύθους.
Στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας εντοπίζονται αναμνήσεις αλλά και άμεσες ειδήσεις για ένα από τα πρώτα φύλα που έζησαν στον τόπο αυτόν, τους Πελασγούς:
«Τοὺς δὲ Πελασγούς, ὅτι μὲν ἀρχαῖόν τι φῦλον κατὰ τὴν Ἑλλάδα πᾶσαν ἐπιπολάσαν καὶ μάλιστα παρὰ τοῖς Αἰολεῦσι τοῖς κατὰ Θετταλίαν, ὁμολογοῦσιν ἅπαντες σχεδόν τι …Καὶ τὸ Πελασγικὸν Ἄργος ἡ Θετταλία λέγεται, τὸ μεταξὺ τῶν ἐκβολῶν τοῦ Πηνειοῦ καὶ τῶν Θερμοπυλῶν ἕως τῆς ὀρεινῆς τῆς κατὰ Πίνδον, διὰ τὸ ἐπάρξαι τούτων τοὺς Πελασγούς» Δηλαδή «Ως προς τους Πελασγούς όλοι σχεδόν ομολογούν ότι ήταν μία αρχαία φυλή η οποία επεκράτησε σ’ όλη την Ελλάδα και κυρίως στο χώρο των Αιολέων που ζούσαν στη Θεσσαλία… Και Πελασγικό Άργος λέγεται η Θεσσαλία, δηλαδή η χώρα που απλώνεται μεταξύ των εκβολών του Πηνειού και των Θερμοπυλών μέχρι την ορεινή χώρα κοντά στην Πίνδο, διότι στους τόπους αυτούς επεκράτησαν οι Πελασγοί».
Το ότι οι Πελασγοί κατοικούσαν και στη Θεσσαλία – και ανεξάρτητα από τις υπάρχουσες επιστημονικές μελέτες και έρευνες, τις οποίες δεν εξετάζουμε στην εργασία μας αυτή αφού ασχολούμαστε κυρίως με τις υπάρχουσες μυθολογικές αναφορές – φανερώνει επίσης και ένα επίγραμμα που βρέθηκε στη Λάρισα, «εν τη οικία φαρμακοποιού Γιώτα παρά το ταχυδρομείον», και σύμφωνα με το οποίο η νύμφη Μελία παρουσιάζεται να λέει η ίδια ότι γέννησε τον Αίμονα, το «χάρμα» των «Πελασγιαδών», όχι από κάποιο θνητό αλλά από τον Δία. Το επίγραμμα είναι του Α΄ αιώνα π. Χ. και είναι το ακόλουθο: «Οὐδενὸς ἐκ θνατοῦ Μελία, [Ζα]νὸς δ‘ ἐλόχευσα χάρμα Πελασγιάδαις Αἵμονα γειναμένα».
Εδώ εντοπίζεται ένα ακόμη σημείο που αποδεικνύει την παλαιότητα των μύθων της περιοχής και επομένως την ανάγκη της προσεκτικής μελέτης τους αφού η νύμφη Μελία θεωρείται παλαιότατη θεϊκή υπόσταση, γιατί, σύμφωνα με ένα μύθο, είναι μία από τις Ωκεανίδες και κόρη του Πόντου.
Ο Αίμονας είναι, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, πατέρας του Θεσσαλού, του επώνυμου ήρωα της Θεσσαλίας και των Θεσσαλών. Έτσι μας βεβαιώνει ο Ριανός στο σχολιαστή του Απολλωνίου Ροδίου :
«Πυρραίην ποτὲ τὴν γε παλαιότερον καλέεσκον,
Πύρρης Δευκαλίωνος ἀπ’ ἀρχαίης ἀλόχοιο,
Αἱμονίην δ’ ἐξαῦτις ἀφ’ Αἵμονος, ὃν ῥα Πελασγὸς
γείνατο φέρτατον υἱόν’ ὁ δ’ αὖ τέκε Θεσσαλὸν Αἵμων,
τοῦ δ’ ἀπὸ Θεσσαλίην λαοὶ μετεφημίζοντο.»
Έτσι, σύμφωνα με το παραπάνω κείμενο, η Θεσσαλία αρχικά λεγόταν Πυρραία, αργότερα Αιμονία και ακόμη αργότερα Θεσσαλία.
Ο Αίμονας είναι ο επώνυμος του ενός από τα δύο τμήματα αυτής της περιοχής που αργότερα ονομάστηκε Θεσσαλία, του τμήματος της Αιμονίας, λέει μία άλλη άποψη. Σύμφωνα δηλαδή με τον Στράβωνα παλιότεροι απ’ αυτόν συγγραφείς βεβαίωναν ότι η Θεσσαλία αρχικά διαιρέθηκε σε δύο τμήματα από τα οποία το νότιο ονομάστηκε Πανδώρα και το βόρειο Αιμονία. Αργότερα η περιοχή Πανδώρα πήρε το όνομα Ελλάδα από τον Έλληνα και η περιοχή Αιμονία μετονομάστηκε σε Θεσσαλία από τον Θεσσαλό, τον γιο του Αίμονα.
Τον Αίμονα ως πατέρα του Θεσσαλού τον παρουσιάζει και ο Στέφανος ο Βυζάντιος, αλλά πατέρας του Αίμονα, σύμφωνα μ’ αυτόν, είναι ο Χλωρός. Μας βεβαιώνει δε, ότι την ίδια άποψη, εκτός από τον ίδιο και τον Ριανό, έχουν και άλλοι: «Αἵμων υἱὸς μὲν Χλώρου τοῦ Πελασγικοῦ, πατὴρ δὲ Θεσσαλοὺ, ὡς Ῥιανὸς καὶ ἄλλοι».
Ωστόσο στους μύθους της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Θεσσαλίας ακουγόταν και η αντίθετη εκδοχή. Δεν ήταν ο Αίμονας πατέρας του Θεσσαλού αλλά αντίθετα ο Θεσσαλός ήταν πατέρας του Αίμονα. Την εκδοχή αυτή μας την παραδίδει ο Ευστάθιος: «Τούτου ἦρξε τοῦ τόπου Θεσσαλός, ἀφ’ οὗ ἡ χώρα Θεσσαλία, οὗ Αἵμων, ὅθεν Αἵμονες, μοῖρα Θετταλική, οὗ καὶ Λαρίσσης γυναικὸς Ἀργείας Πελασγὸς καὶ Φθίος καὶ Ἀχαιός.»
Η παλαιότητα των θεσσαλικών μύθων και της νύμφης Μελίας φανερώνεται και από το εξής. Ακόμα και η πανάρχαια Αμάλθεια, που υπήρξε τροφός του Δία, παρουσιάζεται να είναι θυγατέρα του Αίμονα, του γιου της νύμφης Μελίας. Ήταν δηλαδή η Αμάλθεια, η τροφός του Δία, εγγονή της Μελίας.
Οι αρχαίοι πίστευαν ότι αρχικά η Θεσσαλία ήταν μία τεράστια λίμνη που τα νερά της διέφυγαν προς το Αιγαίο όταν ο θεός Ποσειδώνας έσχισε τα Τέμπη.
Ακόμη, σύμφωνα με άλλο θεσσαλικό μύθο, ο Πελασγός, επώνυμος ήρωας των Πελασγών, ήταν γιος του Τριόπα, θεσσαλού πανάρχαιου προολυμπιακού ήρωα ή θεού.
Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Τσούντα, ωστόσο, απόδειξη της ύπαρξης Πελασγών στη Θεσσαλία θεωρείται επιπλέον και η λατρεία του φαλλού, η οποία ήταν πελασγική λατρευτική συνήθεια. Στον νεολιθικό οικισμό των Ζερελίων του Αλμυρού, όπως αποδεικνύεται από ένα ιθυφαλλικό αγαλματίδιο που βρέθηκε εκεί, λατρευόταν ο φαλλός. Απόδειξη της λατρείας του φαλλού στη Θεσσαλία θεωρείται επίσης και η εύρεση στις διάφορες ανασκαφές ιθυφαλλικών Ερμών.
Η ίδια νύμφη Μελία, η μητέρα του Αίμονα, σύμφωνα μ’ έναν μύθο, γέννησε από τον Σιληνό, τον Δολίωνα, πρόγονο και επώνυμο ήρωα ενός άλλου πελασγικού φύλου, των Δολιόνων, όπως μας λέει ο Αλέξανδρος ο Αιτωλός στον Στράβωνα. Οι Δολίονες, όπως λέει ένας μύθος, διέκειντο εχθρικά προς τους κατοίκους της Θεσσαλίας και της Μαγνησίας για το λόγο ότι οι τελευταίοι έδιωξαν τους Δολίονες από τούτα τα μέρη. Μας τα λέει ο Έφορος στον σχολιαστή του Απολλωνίου του Ροδίου : «Ἔφορος μὲν γάρ φησι τοὺς Δολίονας Πελασγοὺς ὄντας καὶ ἐχθρωδῶς πρὸς τοὺς τὴν Θεσσαλίαν καὶ Μαγνησίαν κατοικοῦντας διὰ τὸ ἀπελαθῆναι ὑπ’ αὐτῶν ἐπιθέσθαι αὐτοῖς νύκτωρ γράφων ἐν τῇ ἐννάτῃ».
Οι Λέλεγες, ένας από τους κυριότερους πελασγικούς λαούς, εντοπίζονται επίσης να έζησαν και στους χώρους της Φθίας και της Αχαΐας Φθιώτιδας. Αλλά και για τους Δαναούς παρατηρούνται μυθολογικά και ονοματικά ίχνη στην περιοχή αυτήν.
Κυρίως όμως εδώ γίνεται έντονα φανερή η παρουσία του κυριότερου ελληνικού φύλου, αυτού των Αχαιών, των οποίων το όνομα πήραν αργότερα όλοι οι κάτοικοι της Ελλάδας. Ο Όμηρος αναφέρει τους Αχαιούς ως εγκαταστημένους κυρίως στην περιοχή αυτή που καλούμε Αχαΐα Φθιώτιδα, στην περιοχή δηλαδή γύρω από την σημερινή Όθρη. Αυτή η περιοχή αποτελούνταν από τη σημερινή επαρχία Αλμυρού, την κοιλάδα του Ενιπέα ποταμού και τις δυτικές πλαγιές της Όθρης και ως τα ανατολικά παράλια του Μαλιακού κόλπου, τα οποία σήμερα ανήκουν στο νομό Φθιώτιδας .
Περιοριζόμαστε εδώ σ’ αυτήν την όχι λεπτομερή περιγραφή αλλά απλά και μόνο σε μία μάλλον προσεγγιστική οριοθέτηση της περιοχής, η εξέταση των μύθων της οποίας αποτελεί αντικείμενο τούτης της εργασίας.
Ο Στράβωνας μιλώντας για την έκταση της Αχαΐας Φθιώτιδας γράφει σχετικά: «Ἔχει δ’ ἡ μὲν Φθιῶτις τὰ νότια τὰ παρὰ τὴν Οἴτην ἀπὸ τοῦ Μαλιακοῦ κόλπου καὶ Πυλαϊκοῦ μέχρι τῆς Δολοπίας καὶ τῆς Πίνδου διατείνοντα, πλατυνόμενα δὲ μέχρι Φαρσάλου καὶ τῶν πεδίων τῶν Θετταλικῶν». Δηλαδή: «Έχει δε η Φθιώτιδα τα νότια μέρη τα γειτονικά προς την Οίτη από τον Μαλιακό κόλπο και τον Πυλαϊκό που απλώνονται σε μήκος μέχρι τη Δολοπία και την Πίνδο και σε πλάτος μέχρι τη Φάρσαλο και τις θεσσαλικές πεδιάδες».
Το ότι η περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας είναι η αρχική πατρίδα πολλών ελληνικών φύλων στηρίζεται στο μύθο που θέλει τον πρώτο άνθρωπο πάνω στη γη, μετά τον κατακλυσμό, να ζει και να βασιλεύει σ’ αυτήν. Ο πρώτος άνθρωπος που έζησε μετά τον κατακλυσμό που έκανε ο Δίας, δηλαδή ο Δευκαλίωνας, ο πατέρας του Έλληνα, έζησε σε τούτα τα μέρη, όπως θ’ αναπτύξουμε λεπτομερέστερα σ’ επόμενες σελίδες. «Προμηθέως δὲ παῖς Δευκαλίων ἐγένετο. Οὗτος βασιλεύων τῶν περὶ τὴν Φθίαν τόπων (νυμφεύεται) Πύρραν τὴν Ἐπιμηθέως καὶ Πανδώρας, ἣν ἔπλασαν οἱ θεοὶ πρώτην γυναῖκα.» Δηλαδή: «Του Προμηθέα παιδί έγινε ο Δευκαλίωνας. Αυτός βασιλεύοντας στους τόπους γύρω από τη Φθία νυμφεύτηκε την Πύρρα την κόρη του Επιμηθέα και της Πανδώρας, την οποία έπλασαν πρώτη γυναίκα»
Σύμφωνα ακόμη με τον Αριστοτέλη ο κατακλυσμός έγινε «περὶ τὴν Ἑλλάδα τὴν ἀρχαίαν» δηλαδή «περὶ Δωδώνην καὶ Ἀχελῶον». Ασφαλώς εδώ πρόκειται περί της πρώτης, της θεσσαλικής Δωδώνης, πριν δηλαδή αυτή «μεταφερθεί» στην Ήπειρο. Κατά τον Σουΐδα, όπως είναι γνωστό, η αρχαία κοιτίδα της λατρείας του Δωδωναίου Διός, βρισκόταν στην ομηρική πόλη Σκοτούσα στην περιοχή των Φαρσάλων.
Βεβαίως δεν πρέπει να παραλείψουμε να πούμε ότι και άλλοι τόποι στην Ελλάδα είχαν μύθους σύμφωνα με τους οποίους ο πρώτος μετά τον κατακλυσμό άνθρωπος έζησε σ’ αυτούς. Εμείς, στην εργασία μας, παρουσιάζουμε τους μύθους που ως ακούσματα έτρεφαν τις συνειδήσεις και τις πεποιθήσεις των ανθρώπων τούτης της περιοχής. Δεν μας απασχολεί η μελέτη των άλλων μυθολογικών εκδοχών για το θέμα αυτό.
Για την καταγωγή του Δευκαλίωνα στο έργο του Ησιόδου «Ηοίες» διαβάζουμε ενδιαφέρουσες πληροφορίες.
Ενώ οι περισσότεροι από τους αρχαίους συμφωνούν ότι πατέρας του Δευκαλίωνα ήταν ο Προμηθέας και μητέρα του η Κλυμένη, ο Ησίοδος ισχυρίζεται ότι μητέρα του ήταν η Προνόη, ενώ ο Ακουσίλαος λέει ότι μητέρα του Δευκαλίωνα ήταν η Ησιόνη, η κόρη του Ωκεανού. Τα διαβάζουμε στο παρακάτω απόσπασμα: «Δευκαλίων, ἐφ’ οὗ ὁ κατακλυσμὸς γέγονε, Προμηθέως μὲν ἦν υἱός, μητρὸς δέ, ὡς οἱ πλεῖστοι λέγουσι, Κλυμένης, ὡς δὲ Ἡσίοδος, Προνόης, ὡς δὲ Ἀκουσίλαος, Ἡσιόνης τῆς Ὠκεανοῦ»
Δηλαδή: «Ο Δευκαλίων, στα χρόνια του οποίου έγινε ο κατακλυσμός, ήταν γιος του Προμηθέα και είχε μητέρα, όπως λένε οι πιο πολλοί, την Κλυμένη, όπως όμως λέει ο Ησίοδος την Προνόη και, όπως εξάλλου λέει ο Ακουσίλαος, την Ησιόνη, κόρη του Ωκεανού».
Σύμφωνα ωστόσο με τον Αθανάσιο Σταγειρίτη ο Δευκαλίωνας ήταν γιος τού Αλίφρονα και της νύμφης Ιοφώσας. Αλίφρονας σημαίνει αυτός που διαθέτει, που συγκεντρώνει, αρκετή φρόνηση, ενώ Προμηθέας αυτός που σκέπτεται πριν ενεργήσει σε αντίθεση με τον αδερφό του Επιμηθέα, που, όπως σημαίνει το όνομά του, σκεπτόταν αφού ήδη είχε ενεργήσει.
Η σπουδαιότητα του προσώπου του Δευκαλίωνα για τους Έλληνες φανερώνεται από την συστηματική προσπάθεια ν’ αναχθεί η καταγωγή των σημαντικότερων προσωπικοτήτων του ελληνικού χώρου σ’ αυτόν. Έτσι, π. χ. – για ν’ αναφέρουμε μία μόνο αλλά έντονα χαρακτηριστική για την ιδιαιτερότητά της περίπτωση – σύμφωνα με τις παραδοχές που υπήρχαν, από τη γενιά του Δευκαλίωνα κατάγονταν πάντοτε οι πέντε αρχιερείς των Δελφών. Σ’ αυτούς ανήκαν κι εκείνοι που έδιναν τους χρησμούς. Ήταν αυτοί που ονομάζονταν «ὅσιοι». Ο έφορος των θυσιών ονομαζόταν «ὁσιωτήρ» και ο έφορος των χρησμών «ἀφήτωρ». Και οι δύο έπρεπε να έλκουν την καταγωγή τους από τον Δευκαλίωνα. Οι «ὅσιοι» ήταν αυτοί που τελούσαν στους Δελφούς την «ἀπόρρητη θυσία». Ήταν η θυσία που αντιστοιχούσε στο σπαραγμό του Διονύσου από τους Τιτάνες. Οι κάτοικοι των Δελφών μάλιστα πίστευαν ότι στο περίφημο σ’ όλη την Ελλάδα Μαντείο τους φυλάσσονταν τα υπολείμματα του κατασπαραγμένου από τους Τιτάνες Διόνυσου.
Αλλά και το Μαντείο της Δωδώνης θεωρούσε ιδρυτή του τον Δευκαλίωνα και οι ιερείς του υποστήριζαν ότι ο Δευκαλίωνας μετά τον κατακλυσμό εγκαταστάθηκε εκεί.
Εκτός από τον Έλληνα, τον γιο του Δευκαλίωνα, για τον οποίο θα επανέλθουμε πιο κάτω, από τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα γεννήθηκε, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, και μία κόρη, η Πανδώρα. Αυτήν τίμησε με τον έρωτά του ο ίδιος ο Δίας με αποτέλεσμα αυτή να γεννήσει τον Γραίκο ή Γραικό, επώνυμο ήρωα των Γραικών.
«Κούρη δ’ ἐν μεγάροισιν ἀγαυοῦ Δευκαλίωνος
Πανδώρη Διὶ πατρί, θεῶν σημάντορι πάντων,
Μειχθεῖσ’ ἐν φιλότητι τέκεν Γραῖκον μενεχάρμην»
Δηλαδή: «Η κόρη Πανδώρα στα μέγαρα του θαυμαστού Δευκαλίωνα, αφού σμίχτηκε ερωτικά με τον πατέρα Δία, άρχοντα όλων των θεών, γέννησε τον ανδρείο στις μάχες Γραίκο»
Σύμφωνα ακόμη με το «Πάριο Χρονικό» ο Γραικός, ο οποίος σε κάποιες περιπτώσεις μνημονεύεται και παροξύτονα, δηλαδή Γραίκος, ήταν γιος του Θεσσαλού και το όνομα «Γραικοί» προηγούνταν εκείνου των Ελλήνων: «Ἀφ’ ὅτου ὁ Ἕλλην, ὁ υἱὸς τοῦ Δευκαλίωνος, ἐβασίλευσε τῆς Φθιώτιδος καὶ ὠνομάσθησαν Ἕλληνες οἱ καλούμενοι πρότερον Γραικοί.»
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν το Γραικός αρχαιότερο του Έλλην. Ο FicK συσχέτιζε το Γραικοί με το όνομα Γραία ως όνομα της θεάς Δήμητρας. Ωστόσο και οι Γραικοί, κατά τον Αριστοτέλη, κατοικούσαν εκεί που έγινε ο κατακλυσμός επί Δευκαλίωνα, ο δε Στέφανος ο Βυζάντιος ταυτίζει τον Γραικό και τον Έλληνα.
Δεν θ’ αναφερθούμε περισσότερο εδώ στα προβλήματα και τις πολλές διαφορετικές απόψεις που έχουν διατυπωθεί για τους Γραικούς και τη σχέση τους με τους Έλληνες γιατί ξεφεύγει από τους σκοπούς μας. Η εργασία αυτή αναζητά και συγκεντρώνει τους μύθους που κυκλοφορούσαν στην περιοχή Αλμυρού, στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας γενικά, χωρίς απορριπτικές προτάσεις. Ψάχνει για τη «μυθική αλήθεια», αφού, μόλο που υπάρχει κάποια ιστορική «αλήθεια» στον πυρήνα κάποιων μύθων, η αντιφατικότητά τους δεν προσφέρεται για πλήρη αποκρυπτογράφηση ούτε για επιλεκτική απόρριψη. Καταγράφει λοιπόν η εργασία αυτή τα μυθολογικά ακούσματα, – αν ήταν ψέματα ή αλήθεια στην πραγματικότητα μάς είναι αδιάφορο αφού η επίδρασή τους σ’ εκείνους, επειδή ήταν παραδεκτά, ήταν στον ίδιο βαθμό αποτελεσματική – με τα οποία μεγάλωναν οι άνθρωποί της. Μας αρκεί αυτό, προκειμένου να ενισχύσουμε τις θέσεις μας για την σπουδαιότητα των μυθολογικών αναφορών της Αχαΐας Φθιώτιδας. Έχει ωστόσο για το θέμα μας μεγάλη σημασία η επισήμανση ότι τόσο ο Έλληνας όσο και ο Γραικός, πρόγονοι και επώνυμοι ήρωες των Ελλήνων και των Γραικών, έχουν τον ίδιο πατέρα, τον Δευκαλίωνα, ο οποίος μετά τον κατακλυσμό εγκαταστάθηκε και έζησε στην περιοχή της Όθρης.
Μια άλλη κόρη του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, ήταν η Θυία. Από τη Θυία γεννήθηκαν δύο επώνυμοι ήρωες ελληνικών φύλων, ο Μάγνητας, επώνυμος ήρωας των Μαγνήτων και ο Μακεδόνας, ήρωας των Μακεδόνων:
«Ἡ δ’ (ενν. Θυία) ὑποκυσαμένη Διὶ γείνατο τερπικεραύνῳ υἷε δύω, Μάγνητα Μακηδόνα θ’ ἱππιοχάρμην, οἳ περὶ Πιερίην καὶ Ὄλυμπον δώματ’ ἔναιον.»
Δηλαδή: «Αυτή λοιπόν (δηλ. η Θυία), αφού έμεινε έγκυος από τον Δία, που χαίρεται τους κεραυνούς του, γέννησε δυο γιους, τον Μάγνητα και τον έφιππο μαχόμενο Μακεδόνα, οι οποίοι κατοικούσαν σε μέγαρα στην Πιερία και στον Όλυμπο.»
Σύμφωνα με τον Παυσανία η Θυία ήταν επίσης και μητέρα του Δελφού, του επώνυμου ήρωα και ιδρυτή των Δελφών. Στους Δελφούς εξάλλου υπήρχε και μία θέση που ονομαζόταν Θυία : «ἐξ ἧς καὶ ὁ χῶρος οὗτος τὴν ἐπωνυμίαν ἔχει», όπως μας λέει ο Ηρόδοτος.
Υπάρχει ωστόσο και άλλη μυθολογική εκδοχή που υποστηρίζει ότι μητέρα τού Δελφού δεν ήταν η Θυία, αλλά μία άλλη κόρη, πάλι όμως κόρη τού Δευκαλίωνα, η Μελανθώ. Ο Ποσειδώνας, έχοντας μορφή δελφινιού, ενώθηκε με την Μελανθώ και έτσι γεννήθηκε ο Δελφός (δελφίνι > Δελφός ), ο επώνυμος ήρωας των Δελφών.
Ο Δελφός λοιπόν, σύμφωνα με τις υπάρχουσες μυθολογικές απόψεις – είτε η μία άποψη είναι σωστή είτε η άλλη – καταγόταν οπωσδήποτε από τον Δευκαλίωνα. Αυτή είναι και η εξήγηση που δινόταν στην απαίτηση που υπήρχε οι ιερείς των Δελφών, οι λεγόμενοι «ὅσιοι», να έλκουν την καταγωγή τους από τον Δευκαλίωνα.
Εξάλλου, σύμφωνα με τον Όμηρο, στην Αχαΐα Φθιώτιδα βρισκόταν η πόλη ή – σύμφωνα με μερικούς – η χώρα που λεγόταν Ελλάδα και της οποίας οι κάτοικοι ονομάζονταν Έλληνες, πρώτοι αυτοί, πριν όλοι οι άλλοι κάτοικοι της χώρας μας πάρουν αυτό το όνομα. Έτσι στην Ιλιάδα του Ομήρου διαβάζουμε:
« Νῦν αὖ τοὺς ὅσσοι τὸ Πελσγικὸν Ἄργος ἔναιον,
οἳ τ’ Ἄλον οἳ τ’ Ἀλόπην οἳ τε Τρηχῆν’ ἐνέμοντο,
οἳ τ εἶχον Φθίην ήδ’ Ἑλλάδα καλλιγύναικα,
Μυρμιδόνες δὲ καλεῦντο καὶ Ἕλληνες καὶ Ἀχαιοί,
τῶν αὖ πεντήκοντα νεῶν ἦν ἀρχὸς Ἀχιλλεύς.»
Δηλαδή : «Και απ’ τ’ Άργος το Πελασγικό όσ’ ήρθαν και απ’ την Άλο και απ΄ την Τρηχίνα πληθυσμοί και απ’ την Αλόπη όσοι κι όσοι απ΄ την καλλιγύναικα Ελλάδα και την Φθίαν, και Μυρμιδόνες και Αχαιοί και Έλληνες λέγονταν, είχαν πενήντα πλοία και αρχηγός εις όλους ο Πηλείδης»

2. Η Αχαΐα Φθιώτιδα αφετηρία ελληνικών φύλων
Οι Αχαιοί της Αχαΐας Φθιώτιδας, ιδιαίτερα της Άλου, της πατρίδας του Φρίξου και της Έλλης, ήταν εκείνοι που πέρασαν πρώτοι τον Ελλήσποντο, όπως διαφαίνεται από το μύθο του Φρίξου και της Έλλης – πολύ πριν γίνει η Αργοναυτική Εκστρατεία και ο Τρωικός Πόλεμος – ανάπτυξαν υπερπόντιο εμπόριο και οι αποικίες τους έφθασαν ως τον Εύξεινο Πόντο, στην Κολχίδα και στην Κασπία. Από τους αποικισμούς των Αχαιών Φθιωτών στην Πελοπόννησο έγιναν κατόπιν οι αποικισμοί στην Κάτω Ιταλία, η οποία και ονομάστηκε Μεγάλη Ελλάδα από την Ελλάδα του Αχιλλέα. Από την Αχαΐα Φθιώτιδα έγιναν επίσης αποικισμοί σε νησιά των μικρασιατικών παραλίων και στο αιολικό τμήμα της Μικρασίας.
Μεταναστεύσεις Αχαιών Φθιωτών σε διάφορα μέρη του ελληνικού χώρου μαρτυρούνται από αρχαίους συγγραφείς και ιστορικούς όχι μόνο προς την Πελοπόννησο, αλλά και προς την Αιτωλία και προς τη Ρόδο και προς τα άλλα νησιά του νότιου Αιγαίου, όπως και προς την Ακαρνανία, όπου κατά τον Θουκυδίδη έχουμε ακόμη και πόλη της οποίας και μόνο το όνομα «Φθία» ίσως και να μπορεί να επιβεβαιώσει την αλήθεια της μετανάστευσης αυτής.
Αλλά και προς πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας μαρτυρούνται μεταναστεύσεις φύλων από την περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Θ’ αναφέρουμε μερικά ακόμα παραδείγματα, που ενισχύουν, με τις σχετικές τους μυθολογικές αναφορές, αυτήν μας την άποψη. Είναι μύθοι που αναφέρονται σε μεταναστεύσεις ηρώων από τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας – τμήματα και οι δύο της ευρύτερης σημερινής περιοχής του Αλμυρού γύρω από την Όθρη – σε διάφορα μέρη τού ελληνικού χώρου.
Στο νησί Κως ακούγονταν πολλοί μύθοι που συνέδεαν το νησί αυτό με την Αχαΐα Φθιώτιδα. Η Μήστρα ή Μνήστρα, κόρη του Ερυσίχθονα, ο οποίος είναι άμεσα συνδεδεμένος με τους μύθους του Τριόπα, το Δώτιο πεδίο, την Θεσσαλία γενικότερα και την Όθρη ειδικότερα, όπως θ’ αναφερθεί παρακάτω, σύμφωνα με μύθους της Κω, έζησε εκεί. Όπως αναφέρουν οι τοπικοί μύθοι της Κω, η Μνήστρα έγινε από τον Ποσειδώνα μητέρα του Ευρύπυλου. Είναι μάλιστα πολύ αξιοπρόσεχτο το ότι ακόμη και στη σημερινή εποχή στο νησί της Κω ακούγεται ένα παραμύθι που θυμίζει πολύ έντονα τους μύθους της Αχαΐας Φθιώτιδας για τον αχόρταγο Ερυσίχθονα.
Το νησί Κως πήρε το όνομά του, σύμφωνα με την επικρατέστερη μυθολογική εκδοχή, από τη νύμφη Κω, την κόρη του θεσσαλού, ως προς την καταγωγή του, Μέροπα. Αλλά και το προηγούμενο όνομα του νησιού είχε θεσσαλική καταγωγή. Από τον Μέροπα, τον γιο του θεσσαλού Τριόπα, η Κως, πριν ονομαστεί έτσι λεγόταν Μερόπη. Αυτός ο Μέροπας, σύμφωνα με μία παράδοση, ήταν γιος του Τριόπα, του πατέρα του Ερυσίχθονα. Με άλλα λόγια ο Μέροπας ο πρώτος οικιστής της Κω και ο Ερυσίχθονας της Αχαΐας Φθιώτιδας ήταν αδέλφια. Γιος του Μέροπα της Κω, εξάλλου, φέρεται και κάποιος Εύμηλος, όνομα που θυμίζει έντονα και παραπέμπει στον ομώνυμό του ήρωα των Φερών. Κόρη του Μέροπα, σύμφωνα με μία παράδοση που ακουγόταν επίσης στην Κω, ήταν η Ηπιόνη που φέρεται ότι ήταν μητέρα του Μαχάονα και σύζυγος του θεσσαλού θεού και ήρωα Ασκληπιού.
Σύμφωνα με μία εκδοχή γυναίκα του Μέροπα ήταν η Κλυμένη. Το όνομα Κλυμένη θυμίζει την ομώνυμη μητέρα του Δευκαλίωνα. Το ίδιο όνομα είχε και η μητέρα του Φαέθωνα, αφού ήταν γιος του Ήλιου και της Κλυμένης και αυτός. Αν μάλιστα θυμηθούμε ότι, κατά μία άποψη , το όνομα Μέροπας πιθανό να σήμαινε τον ίδιο τον Ήλιο, οι αναμνήσεις των ονομάτων αυτών της Κλυμένης και οι συσχετίσεις και αναγωγές που κάνουμε δεν είναι αδικαιολόγητες. Σε μία διήγηση που ακουγόταν στην Κω αναφέρεται ότι όλοι οι άνθρωποι ονομάζονταν Μέροπες, δηλαδή παιδιά του Μέροπα, δηλαδή του Ήλιου. Το όνομα Κλυμένη ήταν ακόμη ένα από τα ονόματα της Περσεφόνης, ως θεάς των νεκρών. Έλεγαν μάλιστα, δικαιολογώντας αυτήν την ταυτωνυμία της Κλυμένης και της Περσεφόνης, ότι όπως η Περσεφόνη έτσι και η Κλυμένη, η γυναίκα του Μέροπα, βυθίστηκε πρόωρα στο βασίλειο των νεκρών.
Αλλά και στο νησί της Λέσβου εντοπίζονται μύθοι που φαίνεται να συνδέουν το νησί με την Αχαΐα Φθιώτιδα.
Οι πρώτοι κάτοικοι της Λέσβου, σύμφωνα με την άποψη πολλών ερευνητών της ιστορίας, ήταν Πελασγοί. Ήρθαν στο νησί αυτό από τη Θεσσαλία και ιδιαίτερα μάλιστα από την Αχαΐα Φθιώτιδα. Μετοίκησαν στο νησί, όπως λένε οι σχετικοί μύθοι, με αρχηγό τον Ξάνθο, που κι αυτός επίσης ήταν γιος του Τριόπα, του βασιλιά της Αχαΐας Φθιώτιδας. Ήταν δηλαδή ο Ξάνθος αδερφός του Μέροπα, του οικιστή της Κω. Οικιστές, δηλαδή, της Λέσβου και της Κω ήταν δύο αδέλφια, ο Μέροπας και ο Ξάνθος, που ξεκίνησαν από την Αχαΐα Φθιώτιδα. Ο Ξάνθος ήταν αυτός που ονόμασε αρχικά τη Λέσβο Πελασγία. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι, σύμφωνα με τους μύθους της Αχαΐας Φθιώτιδας, ο Τριόπας ήταν εκείνος που έδιωξε από τη Θεσσαλία τους Πελασγούς, εύκολα καταλήγουμε, αν στηριχθούμε σε όσα μας λένε οι μύθοι, στην άποψη ότι η Λέσβος αρχικά κατοικήθηκε από πελασγικό φύλο που ξεκίνησε, ίσως κυνηγημένο, όπως λένε οι μύθοι για τον Τριόπα, από την Αχαΐα Φθιώτιδα.
Αλλά και το όνομα του νησιού, Λέσβος, οφείλεται, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, στον Λέσβο, τον γαμπρό του Μακαρέα στην κόρη του Μήθυμνα.
Αργότερα, εφτά γενιές μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, ήρθε και εγκαταστάθηκε στη Λέσβο ο Μακαρέας. Ο Μακαρέας θεωρείται και αυτός οικιστής της Λέσβου , για τον οποίο κάποιοι μύθοι λένε ότι προηγήθηκε του Ξάνθου. Από τον Μακαρέα το νησί Λέσβος ονομάστηκε «Μακαρία» ή «Μακάρων νῆσος» ή «Μάκαρος ἕδος» . Σ’ αποσπάσματα του Ησιόδου βλέπουμε επίσης ότι μετά τον κατακλυσμό, που έγινε τον καιρό του Δευκαλίωνα, ο Μακαρέας ήρθε στη Λέσβο και, όταν είδε την ομορφιά του νησιού, κατοίκησε σ’ αυτό: «Μετὰ δὲ ταῦτα (δηλαδή μετά τον κατακλυσμό κατά την εποχή του Δευκαλίωνα) Μακαρεὺς εἰς αὐτὴν (τήν Λέσβον) ἀφικόμενος καί τὸ κάλλος τῆς χώρας κατανοήσας, κατῴκησεν αὐτήν».
Το γεγονός της αποίκισης της Λέσβου από τον Μακαρέα το μαρτυρεί και σε άλλα σημεία ο Διόδωρος Σικελιώτης: «Ὕστερον δὲ γεννεαῖς ἑπτὰ γενομένου τῷ κατὰ Δευκαλίωνα κατακλυσμῷ, καὶ πολλῶν ἀνθρώπων ἀπολομένων, συνέβη καὶ τὴν Λέσβον διὰ τὴν ἐπομβρίαν ἐρημωθῆναι. Μετὰ δὲ ταῦτα Μακαρεὺς εἰς αὐτὴν ἀφικόμενος, καὶ τὸ κάλλος τῆς χώρας κατανοήσας, κατῴκησεν αὐτήν».
Η εποίκιση της Λέσβου, λοιπόν, σύμφωνα με το παραπάνω απόσπασμα, η οποία είχε ερημωθεί από τους κατοίκους της «διὰ τὴν ἐπομβρίαν», δηλαδή από την πολλή βροχή, με άλλα λόγια από τον κατακλυσμό επί της εποχής του Δευκαλίωνα, έγινε από ανθρώπους που ξεκίνησαν από την Αχαΐα Φθιώτιδα. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι μία επιβεβαίωση της άποψής μας ότι οι πρώτες μυθολογικές καταθέσεις πολλών περιοχών, οι οποίες αναφέρονται στον τόπο της αρχικής καταγωγής των κατοίκων τους, μνημόνευαν ως τέτοιο την Αχαΐα Φθιώτιδα.
Αλλά και ο ίδιος ο Μακαρέας, ο οικιστής της Λέσβου, φέρεται να συνδέεται άμεσα με την Αχαΐα Φθιώτιδα και με μία ακόμα μυθολογική εκδοχή. Ο Μακαρέας ήταν γιος, σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Οθρηίδας, της ονομαστής νύμφης της Όθρης, μητέρας και προγόνου πλείστων ηρώων της Ελλάδας. Ένδειξη παράλληλη της μυθολογικής αυτής εκδοχής για την καταγωγή του Μακαρέα είναι το ότι ο Μακαρέας έφερε και το όνομα «Αἰολίων», που σημαίνει γιος του Αίολου. Ο Μακαρέας μάλιστα, ως «Αἰολίων», μνημονεύεται στον μύθο ακριβώς εκείνο που τον θέλει βασιλιά και πρώτο οικιστή της Λέσβου. Η επιθυμία αυτή των κατοίκων της Λέσβου να θέλουν να δώσουν με τους μύθους τους στον πρώτο τους οικιστή ως προγόνους του τον γιο του Δευκαλίωνα, τον Έλληνα, και την ξακουστή νύμφη της Όθρης, την Οθρηίδα, δείχνει ασφαλώς την πίστη τους ότι η πρώτη αρχή της ζωής μετά την καταστροφή του κόσμου, που έγινε με τον κατακλυσμό, ξεκίνησε από την Όθρη της Αχαΐας Φθιώτιδας και ότι αρχικοί πρόγονοι όλων των Ελλήνων ήταν ο Έλληνας και η Οθρηίδα.
Ο Μακαρέας, ο εγγονός της Οθρηίδας και οικιστής της Λέσβου, απόκτησε δέκα παιδιά. Τα τέσσερα ήταν αγόρια: ο Κυδρόλαος, ο Νέανδρος, ο Λεύκιππος και ο Έρεσος. Τα τέσσερα αγόρια του Μακαρέα, σύμφωνα με υπάρχουσες τοπικές μυθολογικές εκδοχές της Λέσβου, ίδρυσαν αποικίες στη Χίο, στη Σάμο, στην Κω και στη Ρόδο. Τα υπόλοιπα έξι παιδιά του ήταν κορίτσια. Ήταν η Μυτιλήνη, η Μήθυμνα, η Άντισσα, η Αρίσβη, η Ίσσα και η Αγαμήδη (η οποία ονομαζόταν και Πύρρα). Οι έξι κόρες του Μακαρέα έδωσαν τα ονόματά τους στις ομώνυμές τους πόλεις της Λέσβου. Η Μήθυμνα μάλιστα, επώνυμη νύμφη και ηρωίδα της ομώνυμης πόλης της Λέσβου, φέρεται, σε μερικούς μύθους, ως σύζυγος όχι του Λέσβου, του επώνυμου ήρωα του νησιού, αλλά κάποιου άλλου ήρωα που καταγόταν από τη Λέσβο. Ο σύζυγος αυτός της Μήθυμνας ονομαζόταν Θεσσαλός. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως άλλη μια ένδειξη ότι οι μύθοι για την καταγωγή των κατοίκων της Λέσβου οδηγούσαν στη Θεσσαλία.
Ενδεικτικό της θεσσαλικής καταγωγής του Μακαρέα μπορεί να θεωρηθεί και το ότι ο Οβίδιος ταυτίζει τον Μακαρέα με τον Κένταυρο Χείρωνα ή με τον Κένταυρο Νέσσο.
Ένα αξιοπρόσεκτο χαρακτηριστικό, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι επιβεβαιώνει, ως επιστημονικό πια τεκμήριο, την ιστορική αλήθεια των μύθων για τη θεσσαλική καταγωγή των πρώτων κατοίκων της Λέσβου, είναι ότι στις ευρισκόμενες στο νησί επιγραφές, κατά τις ανασκαφές των αρχαιολόγων, συναντώνται οι ονομασίες των πόλεων άλλοτε με τους τύπους Μυτιλήνα, Αρίσβα και άλλοτε με τους τύπους Μυτιλήνη, Αρίσβη. Οι γραφές όμως Μυτιλήνα και Αρίσβα είναι αιολικές, δηλαδή θεσσαλικές γραφές και μάλιστα θεωρούνται από τους ειδικούς αρχαιότερες των αντίστοιχων αττικών γραφών Μυτιλήνη και Αρίσβη που επίσης ανευρίσκονται εκεί.
Η τελευταία κόρη του Μακαρέα, με το δεύτερο όνομά της Πύρρα, θυμίζει επίσης την Αχαΐα Φθιώτιδα και ασφαλώς μπορεί να θεωρηθεί μία ακόμη ένδειξη των αναμνήσεων για την αρχική καταγωγή των κατοίκων της Λέσβου από την περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας. Απηχεί, δίχως άλλο, τον αποικισμό των νησιών του Αιγαίου από Αχαιούς Φθιώτες και αναμνήσεις από την ονομαστή τους προγιαγιά, την Πύρρα, τη γυναίκα του Δευκαλίωνα.
Ο Αίκλος, ένας ονομαστός ήρωας της μυθολογίας των Ιώνων, ήταν και αυτός, σύμφωνα μ’ ένα μύθο, γιος του Ξούθου, του γιου της Οθρηίδας και του Έλληνα. Μαζί με το φίλο του Κόθο και με όσους Ίωνες τους ακολουθούσαν – λέει ένας άλλος μύθος – ήθελαν να μεταναστεύσουν από την Αχαΐα Φθιώτιδα στην Εύβοια. Το μαντείο, στο οποίο πήγαν να πάρουν οδηγίες, όπως έκαναν όλοι οι άποικοι, πριν ξεκινήσουν τη μεγάλη τους περιπέτεια, τους έδωσε χρησμό ότι, για να πετύχουν το σκοπό τους, πρέπει να καταφέρουν ν’ αγοράσουν έστω και ένα, το πιο μικρό, κομμάτι γης της Εύβοιας.
Ο Αίκλος και ο Κόθος, παριστάνοντας τους εμπόρους παιχνιδιών, πήγαν στην Εύβοια. Εκεί συνάντησαν μια ομάδα παιδιών που έπαιζαν με πέτρες και χώματα. Οι δύο ήρωες προσφέροντας στα παιδιά παιχνίδια, απ’ αυτά που είχαν κουβαλήσει μαζί τους, ζήτησαν να πληρωθούν με πέτρες και χώμα. Τα παιδιά δέχτηκαν πολύ ευχαρίστως τη συναλλαγή αυτή κι έτσι ο Αίκλος κι ο Κόθος, «αγόρασαν» ένα μικρό κομμάτι από «γη» της Εύβοιας και, σύμφωνα με το χρησμό, μπόρεσαν και κυρίευσαν ολόκληρη την Εύβοια. Εγκατέστησαν εκεί τους Ίωνες που τους ακολουθούσαν διώχνοντας τους Αιολείς που ζούσαν μέχρι τότε. Με το μύθο αυτόν εξηγούσαν την εγκατάσταση των Ιώνων στην Εύβοια.
Ένας παρόμοιος μύθος λέγεται και για την εγκατάσταση των Αινιάνων στη χώρα των Ιναχιέων. Το Μαντείο των Δελφών είχε ορίσει ότι αν οι Ιναχιείς δώσουν στους Αινιάνες, με τη θέλησή τους λίγη γη, τότε οι Αινιάνες θα πάρουν ολόκληρη τη χώρα. Ο Αινιάνας Τέμονας, παριστάνοντας τον ζητιάνο, πήγε στη χώρα των Ιναχιέων. Εκεί κάποιος, για να τον κοροϊδέψει, αντί για ψωμί του πέταξε ένα σβώλο χώματος. Έτσι οι Αινιάνες παίροντας δωρεάν λίγη γη έγιναν κάτοχοι όλης της χώρας.
Ο Μάλος, ένας άλλος ήρωας της μυθολογίας και επώνυμος ήρωας των Μαλιέων, ήταν γιος του Αμφικτύωνα, γιου, κατά την επικρατέστερη μυθολογική εκδοχή, του σωσμένου από τον κατακλυσμό και πρώτου βασιλιά της Φθίας Δευκαλίωνα. Και οι Μαλιείς λοιπόν είχαν μύθους για την αρχική καταγωγή τους που οδηγούσαν στην περιοχή της Όθρης, στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας.
Η Μελανθώ ήταν μία κόρη του Δευκαλίωνα. Έτσι έλεγαν κάποιοι μύθοι. Από τον μεγάλο θεό Ποσειδώνα, που την ερωτεύθηκε, η Μελανθώ έγινε μητέρα του Δελφού, του επώνυμου ήρωα των Δελφών, όπως είδαμε και πιο πάνω. Άλλοι ωστόσο μύθοι έλεγαν ότι η Μελανθώ δεν ήταν μητέρα αλλά γιαγιά του Δελφού. Ό,τι πάντως και να ήταν η Μελανθώ για τον Δελφό, ένα είναι το βέβαιο συμπέρασμα: και οι κάτοικοι των Δελφών στους μύθους τους ήθελαν να μνημονεύουν ότι οι πρώτες τους ρίζες βρίσκονταν εκεί που ήταν και όλων των άλλων Ελλήνων, στην Αχαΐα Φθιώτιδα και τη Φθία. Εξάλλου και οι ιερείς του Μαντείου τους κατάγονταν από τον Δευκαλίωνα.
Η Μελανίππη, μια άλλη κόρη του Αίολου, του γιου του Ξούθου, του γιου της Οθρηίδας και του Έλληνα, του γιου του Δευκαλίωνα, και της Ιππώς ή Ίππης, ήταν, σύμφωνα μα άλλο μύθο, κόρη του Κένταυρου Χείρωνα. Σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή η Μελανίππη, έγινε από τον Ποσειδώνα μητέρα του Αίολου και του Βοιωτού, επώνυμων ηρώων των Αιολών και των Βοιωτών. Ο Κένταυρος Χείρωνας ήταν, όπως πιστεύεται από τους ειδικούς ερευνητές, τοπική προολυμπιακή θεϊκή υπόσταση της ίδιας περιοχής, του οποίου η λατρεία, όπως και πολλών άλλων προολυμπιακών θεοτήτων, υποκύπτοντας στην ακτινοβολία της ολυμπιακής θεϊκής δυναστείας, δεν απόκτησε ποτέ της πανελλήνια κυριαρχία. Υποτάχθηκε και χάθηκε, όπως τόσες άλλες τοπικές θεϊκές υποστάσεις, κάτω από την πανελλήνια λαμπρότητα των θεών του Ολύμπου.
Η Άμφισσα ήταν μία κόρη του Μακαρέα ή Μάκαρα και εγγονή του Αίολου. Είναι εκείνη που έδωσε το όνομά της στην Άμφισσα των Οζολών ή Εσπερίων Λοκρών. Η Άμφισσα ήταν ερωμένη του θεού Απόλλωνα. Στην αρχαιότητα οι κάτοικοι της πόλης της Άμφισσας έδειχναν στην πόλη τους τον τάφο της κόρης του Μακαρέα Άμφισσας. Και οι κάτοικοι της Άμφισσας λοιπόν ισχυρίζονταν, μέσα από τους μύθους τους, ότι η καταγωγή τους είχε τις ρίζες της στην Αχαΐα Φθιώτιδα όπου ζούσε ο παππούς της επώνυμης ηρωίδας τους, ο Αίολος, ο μεγάλος πρωτογιός της Οθρηίδας.
Η Πέργαμος της Μικράς Ασίας οφείλει το όνομά της στον Πέργαμο, το γιο του Νεοπτόλεμου, του γιου του Αχιλλέα, του μεγάλου ήρωα της Αχαΐας Φθιώτιδας στον Τρωικό Πόλεμο. Καμάρωναν λοιπόν και οι κάτοικοι της Περγάμου ότι και αυτοί δεν υστερούσαν από τους άλλους. Από την Αχαΐα Φθιώτιδα καταγόταν ο πρώτος οικιστής της πόλης τους, που ήταν και εγγονός του ξακουστού Αχιλλέα.
Ο Αγήνορας, ο βασιλιάς του Άργους, ήταν ένας από τους γιους του Τριόπα, που βασίλευε στο Δώτιο πεδίο της Θεσσαλίας. Θεωρούνταν αδερφός του Ίασου. Σύμφωνα μ’ άλλες πηγές ο Αγήνορας ήταν αδερφός του Πελασγού. Καταγόταν λοιπόν και αυτός, όποια μυθολογική εκδοχή και αν δεχθούμε, από τούτα τα μέρη,
Όταν ο Δίας έκλεψε την Ευρώπη και την έφερε στην Κρήτη, την πάντρεψε με τον βασιλιά της Κρήτης, τον Αστέριο. Αυτός ο βασιλιάς της Κρήτης Αστέριος καταγόταν, σύμφωνα με την επικρατέστερη μυθολογική εκδοχή, από τον Δευκαλίωνα: Ο Δευκαλίωνας γέννησε τον Έλληνα, ο Έλληνας γέννησε τον Δώρο, ο Δώρος γέννησε τον Τέκταμο και ο Τέκταμος, που ήρθε στην Κρήτη φεύγοντας από την Αχαΐα Φθιώτιδα και έχοντας γυναίκα την κόρη του Κρηθέα, γέννησε τον Αστέριο, τον άντρα της Ευρώπης. Σύμφωνα μ’ ένα μύθο, ο Τέκταμος, ο εγγονός του Έλληνα και της Οθρηίδας, επικεφαλής Δωριέων, Αχαιών και Πελασγών, έφυγε από την Αχαΐα Φθιώτιδα και ήρθε στην Κρήτη, την οποία εποίκισε και έγινε βασιλιάς της.
Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή ο Αίολος, ο γιος του Έλληνα, του γιου του Δευκαλίωνα, ήταν πατέρας και της Άρνης, της επώνυμης νύμφης και ηρωίδας της θεσσαλικής πόλης Άρνης.
Ο Μάγνητας, όπως θ’ αναφερθεί σ’ επόμενες σελίδες, ήταν ένας άλλος τοπικός ήρωας, επώνυμος των Μαγνήτων. Αυτός έγινε, από κάποια Ναϊάδα, πατέρας δυο αγοριών, του Πολυδέκτη και του Δίκτη. Ο Πολυδέκτης και ο Δίκτης, σύμφωνα με κάποιους από τους μύθους που συνδέονται μαζί τους, έφυγαν από τη Θεσσαλία και «Σέριφον ώκισαν». Και οι κάτοικοι λοιπόν του νησιού Σέριφος, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι Έλληνες, δεν ήθελαν να έχουν κατώτερη καταγωγή και έτσι οι μύθοι τους έλεγαν ότι οι πρώτες τους ρίζες έφταναν στην Αχαΐα Φθιώτιδα. Αλλά τα παραμύθια τους αυτά φαίνεται να είναι αληθινά και να έχουν ιστορική βάση. Πραγματικά οι ιστορικοί ερευνητές και τ’ ανασκαφικά δεδομένα των αρχαιολόγων, επιβεβαιώνοντας την αλήθεια του μύθου, υποστηρίζουν ότι οι πρώτοι κάτοικοι της Σερίφου ήταν και αυτοί Αιολείς που ήρθαν από τη Θεσσαλία.
Ο Έλλοπας, που ήταν γιος του Ίωνα, του γιου του Αίολου, του γιου της Οθρηίδας και του Έλληνα, έγινε ο επώνυμος ήρωας της Ελλοπίας, μιας έκτασης στην περιοχή της Ιστιαιώτιδας, της Εύβοιας. Οι κάτοικοι της Ελλοπίας – για την ακριβή θέση και τα όρια κυριαρχίας της οποίας δεν υπάρχει βεβαιότητα – λέγονταν Ελλοπιείς και θεωρούνταν λαός θεσσαλικής καταγωγής. Σύμφωνα μάλιστα με τον Στράβωνα ολόκληρη η Εύβοια ονομαζόταν Ελλοπία. Έτσι άλλος ένας ελληνικός λαός, οι Ελλοπιείς, θυμούνταν και περιφανεύονταν, μέσα από τους μύθους τους, ότι και αυτοί από την Αχαΐα Φθιώτιδα είχαν ξεκινήσει για να έρθουν στην τωρινή τους πατρίδα. Πρώτοι τους μεγάλοι και ξακουστοί πρόγονοι ήταν ο γιος του Δευκαλίωνα, ο ξακουστός Έλληνας και η νύμφη Οθρηίδα.
Ο γιος του Απόλλωνα και της Φθίας, της επώνυμης νύμφης της ομώνυμης χώρας αλλά και πόλης τούτης της περιοχής, ο Λαόδοκος, έγινε βασιλιάς στη χώρα των Κουρήτων στη σημερινή Αιτωλία. Ο Λαόδοκος, κατά μία εκδοχή, θεωρούνταν αδερφός του Δώρου και του Πολυποίτη. Οι τρεις αδερφοί, Λαόδοκος, Δώρος και Πολυποίτης, βασίλεψαν στην περιοχή της «Αιτωλίας», η οποία ονομάστηκε «Κουρήτιδα» από τους τρεις αυτούς γιους, τους τρεις «κούρους», του Απόλλωνα και της Φθίας. Ο Αιτωλός πέρασε αργότερα από εκεί, σκότωσε τους τρεις «κούρους», Λαόδοκο, Δώρο και Πολυποίτη, έγινε αυτός βασιλιάς της χώρας και από τότε η Κουρήτιδα μετονομάστηκε σε Αιτωλία. Τόσο λοιπόν το αρχαιότερο όνομα της περιοχής, «Κουρήτιδα», όσο και το κατοπινό, «Αιτωλία», οφείλονται σε αποίκους που πήγαν εκεί από την Αχαΐα Φθιώτιδα.
Ακόμη και ο Θησέας, κατά μία εκδοχή, είχε θεσσαλική καταγωγή, αφού θεωρείται θεσσαλός Λαπίθης ήρωας που μεταφέρθηκε στην Αττική.
Ο Κόδρος, ο βασιλιάς των Αθηνών, είχε έρθει στην Αθήνα από την Πύλο. Η καταγωγή του όμως αναγόταν στον Νηλέα, ο οποίος καταγόταν και αυτός από το βασιλιά της Φθίας Δευκαλίωνα.
Ο Κλύμενος, ο οποίος διαδέχτηκε στο θρόνο της Βοιωτίας τον Ορχομενό, το γιο του Μινύα – επειδή ο Ορχομενός δεν άφησε διάδοχο – ήταν εγγονός του Φρίξου, του γιου του Αθάμαντα, του βασιλιά της Άλου. Ο Αθάμαντας ήταν και αυτός γιος του Αίολου και εγγονός του Έλληνα και της Οθρηίδας
Ο Περιήρης, που ήταν βασιλιάς στην Ανδανία, ήταν γιος του Αίολου, του γιου του Ξούθου, του γιου της Οθρηίδας και του Έλληνα. Η κόρη του Περσέα Γοργοφόνη, έγινε γυναίκα του Περιήρη και του χάρισε δυο γιους, τον Λεύκιππο και τον Αφαρέα, που έγιναν βασιλιάδες στην Μεσσηνία. Έτσι και οι Μεσσήνιοι μπορούσαν να περηφανεύονται ότι δεν υστερούσαν στην καταγωγή τους, αφού και αυτοί είχαν προπάππο και προγιαγιά, τον Έλληνα και την Οθρηίδα.
Ο Αιακός, ο βασιλιάς της Αίγινας και αρχηγός των Μυρμιδόνων, κατά μία, την επικρατέστερη, άποψη, ήταν γιος της νύμφης Αίγινας. Η Αίγινα αυτή ήταν κόρη του ποταμού Ασωπού. Ο Ασωπός ήταν γιος της Πηρώς, η οποία ήταν κόρη του Νηλέα. Ο Νηλέας καταγόταν από τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας, αφού ήταν και αυτός εγγονός του Έλληνα και της νύμφης της Όθρης Οθρηίδας. Οι Μυρμιδόνες επομένως, οι οποίοι φέρονται, σύμφωνα με τον πιο παραδεκτό και γνωστό στους πολλούς μύθο, ότι ήλθαν στην Αχαΐα Φθιώτιδα από την Αίγινα με αρχηγό τους τον γιο του Αιακού Πηλέα, είχαν τις μακρινές ρίζες της καταγωγής τους σε τούτα τα μέρη. Δεν ήρθαν οι Μυρμιδόνες από την Αίγινα στην Αχαΐα Φθιώτιδα αλλά απλά από την Αίγινα, επανήλθαν στην πρώτη τους κοιτίδα.
Ο Φεραίμονας, γιος του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Οθρηίδας, καταγόταν από τούτα τα μέρη. Ο Φεραίμονας λατρευόταν ως θεός στη Μεγάλη Ελλάδα (Κάτω Ιταλία) και στη Μεσσηνία. Ακόμα λοιπόν και τους θεούς τους κάποιοι λαοί ήθελαν στους μύθους τους να έχουν την καταγωγή τους στην πρώτη τους κοιτίδα, την Αχαΐα Φθιώτιδα. Πώς αλλιώς άλλωστε θα μπορούσαν οι θεοί τους να θεωρούνταν πατροπαράδοτοι; Μήπως όταν ξεκινούσαν για να εποικίσουν κάποιο μακρινό μέρος δεν έπαιρναν μαζί τους πρώτα και κύρια τους πατρώους θεούς τους;
Η Πριήνη, πόλη της Ιωνίας της Μικράς Ασίας, ιδρύθηκε από τον Αίπυτο. Αυτός ήταν γιος του Νηλέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Οθρηίδας. Έτσι και οι κάτοικοι της Πριήνης πίστευαν ότι μακρινοί τους πρόγονοι ήταν ο Έλληνας και η Οθρηίδα της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Ο Οφέλτας ήταν μυθικός βασιλιάς των Βοιωτών. Ο σχετικός μύθος αναφέρει ότι ο Οφέλτας μαζί με τον ιερέα Περιπόλτα οδήγησε το λαό του από τη θεσσαλική Αρναία, από όπου τον έδιωξαν οι Θεσσαλοί, στην Βοιωτία, όπου ίδρυσε την πόλη Άρνη, ομώνυμη της θεσσαλικής Άρνης.
Πολλές ακόμα είναι οι μετακινήσεις ελληνικών φύλων και φυλετικών ομάδων από την Αχαΐα Φθιώτιδα προς διάφορα μέρη της Ελλάδας. Οι μετακινήσεις αυτές έχουν περάσει στη μυθολογία άλλες φορές ως γάμοι ηγεμόνων και βασιλιάδων, άλλες φορές ως αποτέλεσμα διωγμών από τον τόπο τους και επιστροφής των ίδιων ή των απογόνων τους για διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, άλλες φορές ως εκστρατείες για απόδοση δικαιοσύνης ή για τιμωρία εχθρών και για διάφορους άλλους λόγους.
Από τις λίγες ωστόσο παραπάνω ενδεικτικές αναφορές διαφαίνεται η σημαντικότητα των μυθολογικών αναφορών της Αχαΐας Φθιώτιδας. Απόηχους από τους πρώτους αρχικούς μύθους της περιοχής αυτής θα πρέπει να μπορεί κάποιος να αφουγκρασθεί σ’ όλα τα μέρη του ελλαδικού κόσμου. Αν δεν μπορούν ίσως να εντοπισθούν οι μύθοι αυτοί ατόφιοι δεν θα πρέπει να διστάζουμε, όταν βρίσκουμε στους όποιους μύθους τους κάποιες συσχετίσεις και αναγωγές στην Αχαΐα Φθιώτιδα, να τις επισημαίνουμε. Αυτή η επιβεβαιωμένη πλέον άποψη, περί της Αχαΐας Φθιώτιδας ως αρχικής κοιτίδας πολλών ελληνικών φύλων, μας οδηγεί στη σκέψη ότι όταν εντοπίζουμε μυθολογικές αναφορές που οδηγούν σε μύθους της Αχαΐας Φθιώτιδας, ακόμα και σ’ εκείνες τις περιοχές για τις οποίες δεν έχουμε κάποιες άλλες σχετικές ιστορικές επιβεβαιώσεις ή ενδείξεις, δεν θα πρέπει να διστάζουμε να σκεφτόμαστε μια πιθανή συσχέτισή τους με τούτη την περιοχή. Όλα μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι θα πρέπει και στις περιοχές αυτές να υπήρχαν επιβεβαιωτικοί μύθοι και να έχουν ξεχασθεί. Φαίνεται, ότι, αρχικά τουλάχιστον, θα πρέπει να ήταν κοινή πίστη όλων των Ελλήνων ότι η πρώτη τους καταγωγή ήταν κάπου στην Αχαΐα Φθιώτιδα και στη Θεσσαλία. Όταν, αργότερα, άρχισε ν’ αναπτύσσεται μεταξύ των διαφόρων διασκορπισμένων ελληνικών φύλων το αίσθημα της κοινής τους εθνικής καταγωγής, δεν θα πρέπει να υπήρχε φυλετική ομάδα στην Ελλάδα που να μην ήθελε να καταγόταν από τον Έλληνα και να μην είχε τέτοιους σχετικούς απόγονους του επώνυμου ήρωα των Ελλήνων, του Έλληνα και της γυναίκας του Οθρηίδας.

3. Μαρτυρίες της αρχαιοελληνικής γραμματείας
Στα συγγράμματα των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων βρίσκουμε αρκετά αποσπάσματα που επιβεβαιώνουν τις παραπάνω απόψεις. Επιβεβαιώνουν τις μετοικήσεις λαών από την Αχαΐα Φθιώτιδα και επομένως επιβεβαιώνουν ότι οι μύθοι της περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας που μνημονεύουν αυτές τις μετοικήσεις πρέπει να θεωρούνται σημαντικοί και άξιοι ιδιαίτερης προσοχής και μελέτης.
Ενδεικτικά παραθέτουμε στη συνέχεια μερικά από αυτά τα αποσπάσματα:
1. «Ἀχαιοὺς γὰρ τοὺς Φθιώτας φασὶ συγκατελθόντας Πέλοπι εἰς τὴν Πελοπόννησον οἰκῆσαι τὴν Λακωνικήν, τοσοῦτον δ’ ἀρετῇ διενεγκεῖν ὥστε τὴν Πελοπόννησον, ἐκ πολλῶν ἤδη χρόνων Ἄργος λεγομένην, τότε Ἀχαϊκὸν Ἄργος λεχθῆναι, καὶ οὐ μόνον γε τὴν Πελοπόννησον ἀλλὰ καὶ ἰδίως τὴν Λακωνικὴν οὕτω προσαγορευθῆναι»
Δηλαδή: «Λοιπόν οι Αχαιοί της Φθιώτιδας αφού κατέβηκαν με τον Πέλοπα στην Πελοπόννησο εγκαταστάθηκαν στη Λακωνική. Τόσο δε πολύ διακρίθηκαν για την ανδρεία τους, ώστε η Πελοπόννησος, η οποία από πολλά χρόνια λεγόταν Άργος, να ονομαστεί τότε Αχαϊκό Άργος. Και όχι μόνο η Πελοπόννησος αλλά και ιδιαίτερα η Λακωνική πήρε την ονομασία αυτή».
2. «Φασὶ δὲ Δευκαλίωνος μὲν Ἕλληνα εἶναι, τοῦτον δὲ περὶ τὴν Φθίαν τῶν μεταξὺ Πηνειοῦ καὶ Ἀσωποῦ δυναστεύοντα τῷ πρεσβυτάτῳ τῶν παίδων παραδοῦναι τὴν ἀρχήν, τοὺς δ’ ἄλλους ἔξω διαπέμψαι ζητήσοντας ἵδρυσιν ἕκαστον αὐτῷ’ ὧν Δῶρος μὲν τοὺς περὶ Παρνασςὸν Δωριέας συνοικίσας κατέλιπεν ἐπωνύμους αὐτοῦ, Ξοῦθος δὲ τὴν Ἐρεχθέως θυγατέρα γήμας ᾤκισε τὴν τετράπολιν τῆς Ἀττικῆς, Οἰνόην, Μαραθῶνα, Προβάλινθον καὶ Τρικόρυνθον. Τῶν δὲ τούτου παίδων Ἀχαιὸς μὲν φόνον ἀκούσιον πράξας ἔφυγεν εἰς Λακεδαίμονα καὶ Ἀχαιοὺς τοὺς ἐκεῖ κληθῆναι παρεσκεύασεν. Ἴων δὲ τοὺς μετ’ Εὐμόλπου νικήσας Θρᾶκας οὓτως ηὐδοκίμησεν ὥστ’ ἐπέτρεψαν αύτῷ τὴν πολιτείαν Ἀθηναῖοι.»
Δηλαδή: «Λένε ότι ο Έλληνας ήταν γιος του Δευκαλίωνα και βασίλευε στη Φθία, στους λαούς που περιλαμβάνονταν μεταξύ του Ασωπού και του Πηνειού. Αυτός παρέδωσε την εξουσία στο μεγαλύτερο παιδί του και ζήτησε από τους άλλους να μεταναστεύσουν και να εγκατασταθούν όπου ήθελαν. Από αυτούς (τους άλλους γιους του Έλληνα) λοιπόν ο Δώρος ένωσε σ’ ένα κράτος τους κατοίκους γύρω από τον Παρνασσό που ονομάστηκαν από το όνομά του Δωριείς, ο δε Ξούθος, αφού παντρεύτηκε την θυγατέρα του Ερεχθέα, ίδρυσε την τετράπολη της Αττικής, που αποτελούνταν από την Οινόνη, τον Μαραθώνα, τον Προβάλινθο και την Τρικόρυνθο. Από τα παιδιά αυτού (του Ξούθου) ο μεν Αχαιός, ύστερα από ένα ακούσιο φόνο που διέπραξε, έφυγε στη Λακωνία και ονόμασε τους εκεί λαούς Αχαιούς, ο δε Ίωνας αφού νίκησε τον Εύμολπο και τους Θράκες που ήταν μαζί με αυτόν, τόσο πολύ δοξάστηκε, ώστε οι Αθηναίοι του ανέθεσαν την διοίκηση της πολιτείας τους».
3. «Οἱ δὲ Ἀχαιοὶ Φθιῶται μὲν ᾖσαν τὸ γένος, ᾤκησαν δ’ ἐν Λακεδαίμονι, τῶν δ’ Ἡρακλειδῶν ἐπικρατησάντων ἀναληφθέντες ὑπὸ Τισαμενοῦ τοῦ Ὀρέστου παιδὸς, ὡς προειρήκαμεν, τοῖς Ἴωσιν ἐπέθεντο, καὶ γενόμενοι κρείττους τοὺς μὲν ἐξέβαλον, αὐτοὶ δὲ κατέσχον τὴν γῆν, καὶ διαφύλαξαν τὸν αὐτὸν τῆς χώρας μερισμὸν ὃνπερ καὶ παρέλαβον. Οὕτω δ’ ἴσχυσαν ὥστε τὴν ἄλλην Πελοπόννησον ἐχόντων τῶν Ἡρακλειδῶν ὧν ἀπέστησαν, ἀντεῖχον ὅμως πρὸς ἅπαντας Ἀχαΐαν ὀνομάσαντες τὴν χώραν .»
Δηλαδή: «Οι Αχαιοί, ήταν Φθιώτες μεν στην καταγωγή και κατοίκησαν στη Λακεδαίμονα. Όταν όμως επικράτησαν στην Πελοπόννησο οι Ηρακλείδες, καθώς προαναφέραμε, αυτοί συγκεντρώθηκαν κάτω από τις διαταγές του Τισαμενού του γιου του Ορέστη, επιτέθηκαν στους Ίωνες και, αφού τους νίκησαν, τους έδιωξαν από την Πελοπόννησο, κατέλαβαν δε τη χώρα τους και διατήρησαν την διαίρεση της χώρας όπως την παρέλαβαν. Τόσο δε μεγάλη δύναμη απόκτησαν, ώστε ενώ την άλλη Πελοπόννησο την κατείχαν οι Ηρακλείδες, από τους οποίους αποστάτησαν, μόνοι τους άντεξαν εναντίον όλων και ονόμασαν την χώρα τους Αχαΐα».
4. «Ἡ μὲν οὖν Κορώνεια ἐγγὺς τοῦ Ἑλικῶνός ἔστιν ἐφ’ ὕψους ἱδρυμένη, κατελάβοντο δ’ αὐτὴν ἐπανιόντες ἐκ τῆς Θετταλικῆς Ἄρνης οἱ Βοιωτοὶ μετὰ τὰ Τρωικά, ὅτε περ καὶ τὸν Ὀρχομενὸν ἔσχον’ κρατήσαντες δὲ τῆς Κορωνείας ἐν τῷ πρὸ αύτῆς πεδίῳ τὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς ἱερὸν ἱδρύσαντο ὁομώνυμον τῷ Θετταλικῷ καὶ τὸν παραρρέοντα ποταμὸν Κουάριον προσηγόρευσαν ὁμοφώνως ταῷ ἐκεῖ. Άλκαῖος δὲ καλεῖ Κωράλιον λέγων « <ὦ᾿ ν῾ >ασσ’ Ἀθανάα πολεμηδόκος, ἃ ποι Κορωνείας ἐπιλαΐῳ ναύω πάροιθεν ἀμφι<βαίνεις> Κωραλίῳ ποταμῷ παρ’ ὄχθαις. Ἐνταῦθα δὲ καὶ τὰ Παμβοιώτια συνετέλουν».
Δηλαδή: «Η μεν λοιπόν Κορώνεια είναι κτισμένη επάνω σε ύψωμα κοντά στον Ελικώνα, την κυρίευσαν δε, επανερχόμενοι από τη θεσσαλική Άρνη οι Βοιωτοί, μετά τον Τρωικό Πόλεμο, οπότε κατέλαβαν και τον Ορχομενό. Έπειτα, αφού έγιναν κύριοι της Κορώνειας, έκτισαν, στην πεδιάδα που βρίσκεται μπροστά από αυτήν, το ιερό της Ιτωνίας Αθηνάς δίνοντας σ’ αυτό το ίδιο όνομα με το ομώνυμο θεσσαλικό ιερό και ονόμασαν τον ποταμό που κυλούσε εκεί δίπλα τα νερά του Κουάριον, όπως και τον ομώνυμο ποταμό στη Θεσσαλία. Ο Αλκαίος ονομάζει τον ποταμό αυτό Κωράλιο λέγοντας : «Ω, βασίλισσα Αθηνά, θεά του πολέμου, συ, που τον χτισμένο πάνω σε βράχους ναό της Κορώνειας, προστατεύεις με την παρουσία σου στην είσοδό του στις όχθες του Κωράλιου ποταμού». Στο ναό αυτόν οι Βοιωτοί γιόρταζαν τα Παμβοιώτια».
5. «Χρόνῳ δὲ ὕστερον ἀποθανόντος Ἕλληνος Ξοῦθον οἱ λοιποὶ τοῦ Ἕλληνος παῖδες διώκουσιν ἐκ Θεσσαλίας, ἐπενεγκόντες αἰτίαν ὡς ἰδίᾳ χρήματα ὑφελόμενος ἔχοι τῶν πατρῴων’ ὁ δὲ ἐς Ἀθήνας φυγὼν θυγατέρα Ἐρεχθέως ἠξιώθη λαβεῖν καὶ παῖδας Ἀχαιὸν καὶ Ἴωνα ἔσχεν ἐξ αὐτῆς. Ἀποθανόντος δὲ Ἐρεχθέως τοῖς παισὶν αύτοῦ δικαστὴς Ξοῦθος ἐγένετο ὑπὲρ τῆς ἀρχῆς, (καὶ ἔγνω γὰρ τὸν πρεσβύτατον Κέκροπα βασιλέα εἶναι) οἱ λοιποὶ τοῦ Ἐρεχθέως παῖδες ἐξελαύνουσιν ἐκ τῆς χώρας αὐτόν’ ἀφικομένῳ δὲ ἐς τὸν Αἰγιαλὸν καὶ οἰκήσαντι αὐτῷ μὲν ἐγένετο ἐνταῦθα ἡ τελευτή, τῶν δὲ οἱ παίδων Ἀχαιὸς μὲν ἐκ τοῦ Αἰγιαλοῦ παραλαβὼν καὶ ἐξ Ἀθηνῶν ἐπικούρους, κατῆλθεν ἐς Θεσσαλίαν καὶ ἔσχε τὴν πατρᾠαν ἀρχήν. Ἴωνι δὲ ἐπὶ τοὺς Αἰγιαλεῖς στρατιὰν καὶ ἐπὶ Σελινοῦντα τὸν βασιλέα αὐτῶν ἀθροίζοντι ἀγγέλους ἔπεμπεν ὁ Σελινοῦς, τὴν θυγατέρα Ἐλίκην, ἥ μόνη οἱ παῖς ἦν, γυναῖκα αὐτῷ διδοὺς καὶ αὐτὸν Ἴωνα ἐπὶ τῇ ἀρχῇ παῖδα ποιούμενος».
Δηλαδή: «Ύστερα από καιρό, όταν πέθανε ο Έλληνας, τα υπόλοιπα παιδιά του έδιωξαν τον Ξούθο από τη Θεσσαλία με την δικαιολογία ότι καταχράστηκε την πατρική περιουσία. Ο Ξούθος, αφού κατάφυγε στην Αθήνα, αξιώθηκε να πάρει γυναίκα την κόρη τού Ερεχθέα και απόκτησε με αυτή δυο παιδιά τον Αχαιό και τον ΄Ιωνα. Αφού δε πέθανε ο Ερεχθέας, ο Ξούθος έγινε δικαστής μεταξύ των παιδιών του ποιος θα πάρει την αρχή και επειδή ανακήρυξε βασιλιά τον μεγαλύτερο από όλους, τον Κέκροπα, τα άλλα παιδιά τού Ερεχθέα έδιωξαν τον Ξούθο από τη χώρα. Αφού δε ήρθε ο Ξούθος στον Αιγιαλό αυτός μεν πέθανε εκεί από δε τα παιδιά του ο μεν Αχαιός, αφού πήρε από τον Αιγιαλό καθώς και από την Αθήνα συμπολεμιστές, κατέβηκε στη Θεσσαλία και πήρε την πατρική εξουσία, στον Ίωνα δε, που συγκέντρωνε στρατό για να εκστρατεύσει κατά των Αιγιαλέων και του βασιλιά τους Σελινούντα, ο Σελινούντας έστειλε αγγελιαφόρους να του δώσει την μοναχοκόρη του Ελίκη γυναίκα και να τον κάνει διάδοχό του».
6. Ο Παυσανίας, ενισχύοντας έτσι τις παραπάνω απόψεις μας, λέει ότι οι κάτοικοι της Μαντινείας έδειχναν στον τόπο τους τον τάφο των θυγατέρων του Πελία, οι οποίες για ν’ αποφύγουν την κατηγορία για το θάνατο του πατέρα τους, είχαν καταφύγει εκεί. «Εἰ δὲ ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ τοῦ Ποσειδῶνος ές ἀριστερὰν ἐκτραπῆναι θελήσειας, σταδίους τε ἥξεις μάλιστά που πέντε καὶ ἐπὶ τῶν Πελίου θυγατέρων ἀφίξῃ τοὺς τάφους. Ταύτας φασίν οἱ μαντινεῖς μετοικῆσαι <παρὰ> σφᾶς, τὰ ἐπἰ τῷ θανάτῳ τοῦ πατρὸς ὀνείδη φευγούσας. Ὡς γὰρ δὴ ἀφίκετο ἡ Μήδεια ἐς Ἰωλκόν, αὐτίκα ἐπεβούλευε τῷ Πελίᾳ, τῷ ἔργῳ μὲν συμπράσσουσα τῷ Ἰάσονι, τῷ λόγῳ δὲ ἀπεχθανομένῃ. Ἐπαγγέλλεται τοῦ Πελίου ταῖς θυγατράσιν ὡς τὸν πατέρα αὐταῖς, ἣν ἐθέλωσιν, ἀποφανοῖ νέον ἀντὶ γέροντος παλαιοῦ. Κατασφάξασα δὲ ὅτῳ <δὴ> τρόπῳ κριὸν τὰ κρέα ὁμοῦ φαρμάκοις ἐν λέβητι ἤψησεν, οἷς ἐκ τοῦ λέβητος τὸν κριὸν τὸν ἑψόμενον ἄρνα ἐξήγαγε ζῶντα. Παραλαμβάνει τε δὴ τὸν Πελίαν κατακόψασα ἑψῆσαι, καὶ αὐτὸν ἐκομίσαντο αἱ θυγατέρες οὐδὲ ἐς ταφὴν ἔτι ἐπιτήδειον. Τοῦτο ὴνάγκασε τὰς γυναῖκας ἐς Ἀρκαδίαν μετοικῆσαι καὶ ἀποθανούσας τὰ μνήματα ἐχώσθη σφίσιν αὐτοῦ’ ὀνόματα δὲ αὐταῖς ποιητἠς μὲν ἔθετο οὐδεὶς, ὅσα γε ἐπελεξάμεθα ἡμεῖς. Μίκων δὲ ὁ ζωγράφος Ἀστερόπειάν τε εἶναι καὶ Ἀντινόην ἐπὶ ταῖς εἰκόσιν αὐτῶν ἐπέγραψεν».
Δηλαδή: «Αν θελήσεις από το ιερό του Ποσειδώνα να λοξοδρομήσεις προς τ’ αριστερά, θα βαδίσεις πέντε περίπου στάδια και θα φθάσεις στους τάφους των θυγατέρων τού Πελία. Οι Μαντινείς λένε πως αυτές, φεύγοντας τις ντροπές για το θάνατο του πατέρα τους, είχαν εγκατασταθεί κοντά τους. Όταν δηλαδή η Μήδεια είχε φτάσει στην Ιωλκό, αμέσως σκέφτηκε κακό για τον Πελία, συνεργαζόμενη στην πραγματικότητα με τον Ιάσονα, προς τον οποίο φαινομενικά βρισκόταν σε αντίθεση. Υποσχέθηκε στις κόρες του Πελία πως, αν θελήσουν, θα δώσει τη νεότητα στον πατέρα τους που ήταν πολύ γέρος. Έσφαξε πάντως ένα κριάρι και έβρασε σε καζάνι τα κρέατά του μαζί με φάρμακα, με τη βοήθεια των οποίων έβγαλε από το καζάνι ζωντανό αρνί. Παρέλαβε λοιπόν τον Πελία και τον κομμάτιασε για να τον βράσει και οι κόρες του τον πήραν σε κατάσταση που δεν μπορούσαν ούτε να τον θάψουν. Το περιστατικό αυτό ανάγκασε τις γυναίκες να μετοικήσουν στην Αρκαδία, όπου πέθαναν και όπου έγιναν οι τάφοι τους με επισώρευση χώματος. Κανένας ποιητής απ’ όσους διάβασα δεν χρησιμοποίησε ονόματα γι’ αυτές. Ο ζωγράφος Μίκων όμως έγραψε πάνω στις εικόνες τους Αστερόπεια και Αντινόη».
Στο φόνο του Πελία δεν έλαβε μέρος από τις θυγατέρες του μόνο η Άλκηστη . Σύμφωνα με μερικούς οι Πελιάδες εκδιώχτηκαν από την πατρίδα τους για το φόνο του πατέρα τους ενώ σύμφωνα με άλλους αυτές έφυγαν μόνες τους.
7. Μαρτυρίες για μετανάστευση κατοίκων της περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας προς την Πελοπόννησο έχουμε και άλλες πολύ σαφέστερες και συγκεκριμένες. Από το Πτελεό, που στα χρόνια του Τρωικού Πολέμου ανήκε, όπως μαρτυρεί ο Όμηρος, στο βασίλειο του Πρωτεσίλαου, αναφέρεται αποικισμός του στην Πελοπόννησο.
Ο Στράβωνας γράφει για το θέμα αυτό: «Τὸ δὲ Πτελεὸν κτίσμα μὲν γέγονε τῶν έκ Πτελεοῦ τοῦ Θετταλικοῦ ἐποικησάντων’ λέγεται γὰρ κἀκεῖ «Ἀγχίαλον τ’ Ἀντρῶνα ἰδὲ Πτελεὸν λεχεποίην». Ἔστι δὲ δρυμῶδες χωρίον ἀοίκητον, Πτελεάσιον καλούμενον».
Δηλαδή: «Το δε Πτελεό χτίστηκε από τους κατοίκους του Πτελεού της Θεσσαλίας. Διότι λέγεται και εκεί «την παραλιακή Αντρώνα και το χλοερό Πτελεό». Υπάρχει δε και δασωμένο χωριό ακατοίκητο που καλείται Πτελεάσιο».
Στην Ιλιάδα του Ομήρου αναφέρονται για το Πτελεό, την αποικία του Πτελεού της Αχαΐας Φθιώτιδας και του ομώνυμου σημερινού χωριού της επαρχίας Αλμυρού:
«Οἳ δὲ Πύλον τ’ ἐνέμοντο καὶ Ἀρήνην ἐρατεινὴν
καὶ Θρύον, Ἀλφειοῖο πόρον, καὶ ἐΰκτιτον Αἰπύ,
καὶ Κυπαρισσήεντα καὶ Ἀμφιγένειαν ἔναιον,
καὶ Πτελεὸν καὶ Ἕλος καὶ Δώριον»
Δηλαδή (Έστειλαν άντρες στην Τροία): «Αυτοί που είχανε την Πύλο και την λατρευτή Αρήνη και το Θρύο, πέρασμα του Αλφειού, και τ’ ομορφόκτιστο Αιπύ, και κατοικούσαν τον Κυπαρισσήεντα και την Αμφιγένεια και την Πτελεό και το Έλος και το Δώριο»
Ο μοναχός και λόγιος Στέφανος Κομμητάς, καταγόμενος από τους Κωφούς του Αλμυρού, «εκ Φθίας, εκ Χωραρχίας μεν Κοκοσίου, Κώμης δε Κωφών», όπως συνήθιζε να γράφει στα βιβλία του, στην σχολιασμένη από τον ίδιο έκδοση της Ιλιάδας του Ομήρου, σχολιάζοντας το παραπάνω απόσπασμα του Ομήρου, γράφει για το Πτελεό, την αποικία του Θεσσαλικού Πτελεού.: «Πτελεόν. Πτελεός δε, ή Πτελεόν ουδετέρως, εστί και Ιωνίας πόλις και Τρωάδοςι έτι δε και των περί Θετταλίαν Αχαιώνι καλείται δε, φασίν, ούτως, ότι πολλάς έχει πτελέας. Ο πολίτης, Πτελεάτης, και Πτελεούσιος, και Πτελεεύς. Έστι δε και Πτελέα δήμος φυλής Αττικής της λεγομένης Οινηίδος, ης ο δημότης, Πτελεάσιος. Ο δε Στράβων λέγει ότι το Πτελεόν, κτίσμα εστί του (γρ. των) εκ Πτελεού του Θετταλικού, ον ο ποιητής ερείεν τοις εξής, Πτελεόν λεχεποίηνι έστι δε, φησί, δρυμώδες χωρίον αοίκητον, Πτελεάσιμον καλούμενον».

Την παραπάνω άποψη του Στέφανου Κομμητά ότι το Πτελεό χρωστάει το όνομά του στις πολλές φτελιές που υπήρχαν εκεί, φαίνεται ότι, στα νεότερα χρόνια, υιοθέτησε και ο αρχαιολόγος Π. Ευστρατιάδης, ο οποίος, μετά την δημιουργία των Δήμων της Ελλάδας, αποφάσισε η σφραγίδα του Δήμου Πτελεού να έχει ως έμβλημα μία σπηλιά και έξω από αυτή μία φτελιά.
Ίσως δεν είναι άσχετο ν” αναφέρουμε στο σημείο αυτό ότι και ένα επίγραμμα, το οποίο δημοσιεύουμε σε άλλες σελίδες της εργασίας αυτής, θέλει τον τάφο του Πρωτεσίλαου, του βασιλιά του Πτελεού, να τον ισκιώνουν φτελιές.
8. Η Καλύκη ήταν μία από τις κόρες του Αίολου, του εγγονού του Έλληνα, και της Εναρέτης. Γιος της Καλύκης και του Αέθλιου ήταν ο Ενδυμίωνας. Ο Ενδυμίωνας παίρνοντας από τούτα τα μέρη Αιολείς εγκαταστάθηκε στην Ήλιδα. Μας τα λέει ο Απολλόδωρος: «Καλύκης δὲ καὶ Ἀεθλίου παῖς Ἐνδυμίων γίνεται, ὃστις ἐκ Θεσσαλίας Αἰολέας ἀγαγὼν Ἦλιν ᾤκισε »
9. Γιος του παραπάνω αναφερόμενου Ενδυμίωνα και της νύμφης Νηίδας ή, όπως λένε μερικοί, της Ιφιάνασσας, ήταν ο Αιτωλός, από το όνομα του οποίου ονομάστηκε η Αιτωλία. Ο Αιτωλός, λοιπόν, ο γιος του Ενδυμίωνα και της νύμφης Νηίδας, επειδή σκότωσε τον Άπι, τον γιο του Φορωνέα, για να αποφύγει την τιμωρία, κατέφυγε στην χώρα Κουρήτιδα και εκεί αφού, όπως είδαμε και πιο πάνω, εξουδετέρωσε σκοτώνοντας τους γιους της Φθίας και του Απόλλωνα, Δώρο, Λαοδόκο και Πολυποίτη, ονόμασε από τον εαυτόν του τη χώρα Αιτωλία: «Ἐνδυμίωνος δὲ καὶ Νηίδος νύμφης ὥς τινες Ἰφιανάσσης, Αἰτωλός, ὃς ἀποκτείνας Ἆπιν τὸν Φορωνέως καὶ φυγὼν εἰς τὴν Κουρήτιδα χώραν κτείνας τοὺς ὑποδεξαμένους Φθίας καὶ Ἀπόλλωνος υἱοὺς, Δῶρον καὶ Λαοδόκον καὶ Πολυποίτην ἀφ’ ἑαυτοῦ τὴν χώραν Αἰτωλίαν ἐκάλεσεν».
10. Γιος του Αίολου ήταν και ο Αθάμαντας, ο οποίος απόκτησε από τη Νεφέλη ένα γιο, τον Φρίξο, και μία κόρη, την Έλλη και έγινε βασιλιάς στην Βοιωτία: «Τῶν δὲ Αἰόλου παίδων Ἀθάμας, δυναστεύων Βοιωτίας, ἐκ Νεφέλης τεκνοῖ παῖδα μὲν Φρῖξον, θυγατέρα δὲ Ἕλλην».
11. Γιος του Αίολου επίσης ήταν και ο Σίσυφος, ο οποίος έκτισε την Εφύρα, εγκαταστάθηκε σ’ αυτήν και παντρεύτηκε την κόρη του Άτλαντα, τη Μερόπη. Η Εφύρα είναι η πόλη η οποία αργότερα ονομάστηκε Κόρινθος: «Σίσυφος δὲ Αἰόλου κτίσας Ἐφύραν τὴν νῦν λεγομένην Κόρινθον (νυμφεύεται) Μερόπην τὴν Ἄτλαντος».
12. Ο ιστορικός Ηρόδοτος σ’ ένα απόσπασμά του μιλάει για τους Ίωνες της Πελοποννήσου που πήραν το όνομά τους από τον Ίωνα, το γιο του Ξούθου, του γιου του Έλληνα, ενώ προηγουμένως ονομάζονταν Πελασγοί Αιγιαλείς: «Ἴωνες δὲ ὅσον μὲν χρόνον ἐν Πελοποννήσῳ οἴκεον τὴν νῦν λεγομένην Ἀχαίην, καὶ πρὶν Δαναόν τε καὶ Ξοῦθον ἀπικέσθαι ἐς Πελοπόννησον, ὡς Ἕλληνες λέγουσι, ἐκαλέοντο Πελασγοὶ Αἰγιαλέες, ἐπὶ δὲ Ἴωνος τοῦ Ξούθου Ἴωνες».
13. Ο Σαλμωνέας, ο οποίος επίσης καταγόταν από τούτα τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας, κατέφυγε στην Ήλιδα και εκεί έχτισε πόλη: «Σαλμωνεὺς δὲ τὸ πρῶτον περὶ Θεσσαλίαν κατῴκει, παραγενόμενος δὲ αὖθις εἰς Ἦλιν ἐκεῖ πόλιν ἔκτισεν».
14. Ο Λυκούργος, ο γιος του ιδρυτή των Φερών Φέρητα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα, του γιου του Δευκαλίωνα (Δία), είναι εκείνος που από τούτα τα μέρη πήγε και κατοίκησε στη Νεμέα: «Φέρης δὲ ὁ Κρηθέως Φερὰς ἐν Θεσσαλίᾳ κτίσας ἐγέννησεν Ἄδμητον καὶ Λυκοῦργον. Λυκοῦργος μὲν οὖν περὶ Νεμέαν κατῴκησε».
15. Σχετικό και ενισχυτικό των ίδιων απόψεων είναι και το παρακάτω απόσπασμα: «Ἔδειμαν δὲ Φωκέες τὸ τεῖχος < τῶν Θερμοπυλῶν> δείσαντες, ἐπεὶ Θεσσαλοί ἦλθον ἐκ Θεσπρωτὼν οἰκήσοντες γῆν τὴν Αἰολίδα, τήν περ νῦν ἐκτέαται». Δηλαδή: «Οι Φωκείς έχτισαν το τείχος των Θερμοπυλών από φόβο, επειδή Θεσσαλοί από την περιοχή των Θεσπρωτών ήλθαν για να εγκατασταθούν στην περιοχή Αιολίδα, την οποία και τώρα κατέχουν».
16. Ο Θουκυδίδης, επίκουρος των παραπάνω, γράφει για την εποίκιση της Βοιωτίας από τους Βοιωτούς οι οποίοι έφυγαν από την Άρνη της Θεσσαλίας, εξήντα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας. Η Βοιωτία προηγουμένως λεγόταν Καδμηίδα:
«Βοιωτοί τε γἀρ οἱ νῦν ἑξηκοστῷ ἔτει μετὰ Ἰλίου ἅλωσιν ἐξ Ἄρνης ἀναστάντες ὑπὸ Θεσσαλῶν τὴν νῦν μὲν Βοιωτίαν, πρότερον δὲ Καδμηίδα γῆν καλουμένην ᾤκισαν (ἦν δὲ αὐτῶν καὶ ἀποδασμὸς πρότερον ἐν τῇ γῇ ταύτῃ, ἀφ’ ὧν καὶ ἐς Ἴλιον ἐστράτευσαν.»
Δηλαδή: «Οι Βοιωτοί, που το εξηκοστό έτος μετά την άλωση της Τροίας εκδιώχτηκαν από την Άρνη υπό Θεσσαλών, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή που τώρα λέγεται Βοιωτία, αλλά πιο πριν λεγόταν Καδμηίδα (έγινε δε νωρίτερα και διαχωρισμός τους στον τόπο αυτό, από εκείνους που εκστράτευσαν στην Τροία)».
17. Η Τέως ήταν μία αρχαία πόλη της Ιωνίας. Αυτή κατοικούνταν από Μινύες που είχαν έρθει από τον Ορχομενό με αρχηγό τον Αθάμαντα, απόγονο του Αθάμαντα του γιου του Αίολου:
«Τέων δὲ ᾤκουν μὲν ὀρχομένιοι μινύαι σὺν Ἀθάμαντι ἐς αὐτὴν ἐλθόντες’ λέγεται δὲ ὁ Ἀθάμας οὗτος ἀπόγονος Ἀθάμαντος εἶναι τοῦ Αἰόλου.»
Δηλαδή : «Την Τέω την κατοικούσαν Μινύες του Ορχομενού που ήλθαν σ’ αυτήν με τον Αθάμαντα. Λένε δε ότι ο Αθάμαντας αυτός ήταν απόγονος του Αθάμαντα του γιου τού Αίολου»
Η μελέτη των παραπάνω ενδεικτικών αποσπασμάτων των αρχαίων συγγραφέων – όπως και πολλών άλλων αποσπασμάτων που βρίσκονται σκορπισμένα στην αρχαία ελληνική γραμματεία -που είναι ένα μικρό δείγμα των πολλών πληροφοριών που υπάρχουν σ’ αυτήν φανερώνουν μεταναστεύσεις λαών από την Αχαΐα Φθιώτιδα προς διάφορα μέρη του κυρίως ελλαδικού χώρου αλλά και άλλων μερών.
Επιβεβαιώνεται έτσι αυτό που είπαμε από την αρχή, ότι η περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας ήταν μια περιοχή από την οποία ξεκίνησαν πολλά ελληνικά φύλα για να εγκατασταθούν στα μέρη όπου έζησαν οριστικά. Έμειναν πολύ καιρό εδώ και ύστερα μετανάστευσαν, για διάφορους λόγους το καθένα.
Φυσικό λοιπόν είναι, έπειτα από αυτές τις σκέψεις, να εκτιμήσουμε, ότι τα φύλα αυτά που από την Αχαΐα Φθιώτιδα ταξίδεψαν σε διάφορα μέρη, είτε ήταν αυτόχθονα είτε έζησαν αρκετά χρόνια σ’ αυτήν, κουβάλησαν στις καινούργιες πατρίδες τους ήθη, έθιμα, θεούς, λατρείες και μύθους από την πρώτη τους αφετηριακή κοιτίδα, την Αχαΐα Φθιώτιδα. Επομένως είναι φυσικό επακόλουθο να υποθέσουμε ότι στις μυθολογίες αυτών των λαών, όπως διαμορφώθηκαν στις χώρες όπου εγκαταστάθηκαν, πρέπει να μπορούν να εντοπιστούν μυθολογικά στοιχεία τα οποία απηχούν τους μύθους και τις παραδόσεις που βρήκαν και αφομοίωσαν στον καιρό που ζούσαν στην Αχαΐα Φθιώτιδα.
Αλλά και οι πολλές και διάφορες μυθολογικές εκδοχές, που υπάρχουν στη σχετική ελληνική γραμματεία, για την καταγωγή και τη συγγενική σχέση ενός άλλου σπουδαίου τοπικού επώνυμου ήρωα της περιοχής αυτής, του Φθίου, με τους επώνυμους ήρωες και γενάρχες πολλών ελληνικών φύλων, αποδεικνύουν ότι η περιοχή αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως αρχική κοιτίδα ή αφετηρία, από την οποία ξεκίνησαν πολλά ελληνικά φύλα ή τουλάχιστον, ότι πολλά ελληνικά φύλα είχαν μύθους που οδηγούσαν την καταγωγή τους στην Αχαΐα Φθιώτιδα.
Έτσι, σύμφωνα με τις διάφορες μυθολογικές εκδοχές, ο Φθίος φέρεται αλλού ως πατέρας του Έλληνα, αλλού ως εγγονός του Δαναού, αλλού ως εγγονός του Αχαιού, αλλού ως αδερφός του Αχαιού, αλλού ως αδερφός του Πελασγού και αλλού ως εγγονός του Πελασγού. Οι διάφορες αυτές μυθολογικές εκδοχές για τις συγγενικές σχέσεις του Φθίου, επώνυμου ήρωα των Φθιωτών, με τόσους άλλους επώνυμους ήρωες άλλων ελληνικών φύλων, δεν μπορεί παρά σε κάθε περίπτωση, και ανεξάρτητα από πόση αλήθεια ή μύθο περιέχει η κάθε μία εκδοχή, να θεωρηθούν οπωσδήποτε ως ερμηνευτικές προσπάθειες για κάποια εξήγηση ή διεκδίκηση των υπαρχουσών σχέσεων καταγωγής ή συγγένειας των διάφορων αναφερόμενων ελληνικών φύλων (Δαναών, Αχαιών, Πελασγών κ.τ.λ.) με τους κατοίκους της Φθίας, που ήταν αρχική κοιτίδα όλων.
Αλλά και το ίδιο το όνομα της Φθίας είναι μία ακόμη απόδειξη της παλαιότητας των μύθων της Αχαΐας Φθιώτιδας. Το όνομα Φθία αποδεικνύει την ύπαρξη στην περιοχή λατρείας των θεών του Κάτω Κόσμου, την αρχαιότερη που υπήρχε στην περιοχή πριν ακόμη έρθουν οι Θεσσαλοί. Το όνομα Φθία, κατά τον Ν. Παπαχατζή αλλά και πολλούς άλλους ερευνητές και μελετητές, οφείλεται στη ύπαρξη εκεί κοντά ενός ιερού «τῶν φθιμένων», δηλαδή των φθαρθέντων, όσων έχουν πεθάνει, αφού η λέξη παράγεται από το «φθίω» ή «φθίνω» που σημαίνει χάνομαι, σβήνω.

4. Ανάγκη προσεκτικής μελέτης των μύθων της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν και επιβεβαιώνουν, πέρα από κάθε αμφιβολία, την ανάγκη της προσεκτικής εξέτασης εκείνων των μύθων που σχετίζονται με την Αχαΐα Φθιώτιδα, και επομένως και με την περιοχή της περιφέρειας του Αλμυρού και του ορεινού όγκου της Όθρης, για την οποία περιοχή η εργασία τούτη δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η εξέταση αυτή έχει ξεχωριστή σημασία αφού με τον τρόπο αυτό είναι δυνατό να εντοπισθούν αρχαϊκές μορφές μύθων και να επιβεβαιωθούν έτσι οι μετακινήσεις λαών από αυτή την περιοχή σε άλλες περιοχές. Με την προσεκτική εξέταση, από ειδικούς επιστήμονες μυθολόγους, των μύθων των περιοχών εκείνων στις οποίες μετανάστευσαν λαοί από την Αχαΐα Φθιώτιδα μπορούν να εντοπιστούν αναμνήσεις των γεγονότων αυτών των μεταναστεύσεων.
Για όλους τους παραπάνω λόγους εκτιμούμε ότι η μελέτη της μυθολογίας της Αχαΐας Φθιώτιδας, και κυρίως η συσχέτισή της με τους μύθους των περιοχών στις οποίες κατοίκησαν άνθρωποι που έφυγαν από αυτήν, έχει ιδιαίτερη σημασία και επομένως θα πρέπει να γίνεται πολύ προσεχτικά.
Επαρκής αντιμετώπιση αυτής της συγκριτικής διάστασης του θέματος δεν περιλαμβάνεται στους σκοπούς τούτης της εργασίας. Μία τέτοια επιδίωξη θα αλλοίωνε τα επιδιωκόμενα και επιθυμητά χαρακτηριστικά γνωρίσματα και το σκοπό της εργασίας αυτής, γιατί το θέμα θα επεκτεινόταν πολύ. Εκτός αυτού
πιστεύουμε ότι είναι υπερβολικά δύσκολο, περίπου ακατόρθωτο, να γίνει συνολική σύγκριση με πλήρη ανάλυση των επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων για την υποστήριξη καθεμιάς από τις υπάρχουσες εκδοχές των πολλών σχετικών μύθων που υπάρχουν. Μια τέτοια συγκριτική μελέτη των επιμέρους μυθολογιών ξεπερνά τις επιδιώξεις μας.
Αλλά και για άλλους ακόμη λόγους γενικότερους, τους οποίους θ’ αναπτύξουμε παρακάτω, έχουμε τη γνώμη ότι η μυθολογία αυτής της περιοχής παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Επομένως η προσεκτική μελέτη της θα πρέπει ν’ αναμένεται ότι θ’ αποζημιώσει τον επίμονο ερευνητή με χρήσιμα συμπεράσματα.
Τόποι άσημοι και άγνωστοι στο ευρύτερο κοινό, όπως η Αχαΐα Φθιώτιδα, είναι τόποι που ποτέ τους δεν μπόρεσαν να παίξουν κυρίαρχο ρόλο στην ιστορία της πατρίδας. Ποτέ τους σχεδόν δεν μπόρεσαν – ή δεν βοήθησαν οι περιστάσεις και οι ιστορικές και οι γεωπολιτικές συνθήκες – να γίνουν μεγάλες δυνάμεις, όπως η Σπάρτη, η Αθήνα, η Θήβα, η Κόρινθος. Οι άσημοι αυτοί τόποι επιπλέον ούτε τα γράμματα και τις τέχνες καλλιέργησαν σε κάποιο αξιοζήλευτο βαθμό για να υπάρχει έτσι η δυνατότητα οι μύθοι τους να διαδοθούν και σε άλλες περιοχές. Αυτοί οι τόποι όμως είναι εκείνοι που, για τους παραπάνω ακριβώς λόγους, διατηρούν ατόφια και αμόλυντη την πρωταρχική μορφή των μύθων τους.
Τέτοιοι τόποι προκειμένου να ενισχύσουν το μικρό ή ανύπαρκτο κύρος τους και την αδύνατη ούτως ή άλλως επιβολή τους σε άλλους λαούς δεν χρειάστηκε, δεν στάθηκε μπορετό, να διεκδικήσουν και να προσπαθήσουν ν’ αποδείξουν ή να επιβάλλουν την αυτοχθονία των βασιλιάδων τους ή τη θεϊκή καταγωγή τους, πλάθοντας σχετικούς μύθους ή τροποποιώντας τους υπάρχοντες, κατά το συμφέρον και τις επιταγές των αρχόντων τους. Κάτι τέτοιο κατά πρώτο και κύριο λόγο δεν το χρειάζονταν και κατά δεύτερο δεν τους ήταν δυνατόν να το κάνουν. Η ανυπαρξία οικονομικής ανάπτυξης και γενικότερης ακμής και η συνακόλουθη έλλειψη της καλλιέργειας των γραμμάτων και των τεχνών δεν επέτρεπε στις περιοχές αυτές την πολυτέλεια της ενασχόλησης με την τροποποίηση και την σκόπιμη, σύμφωνη με τις επιδιώξεις τους, επέμβαση στους υπάρχοντες μύθους. Τους ήταν εντελώς περιττή αλλά και ανεπίτρεπτη πολυτέλεια.
Δεν έζησαν εδώ τραγικοί ποιητές του ύψους του Ευριπίδη, του Σοφοκλή, του Αισχύλου ικανοί να δημιουργήσουν νέους μύθους ή να τροποποιήσουν παλαιούς και να τους επιβάλουν είτε για να εμπλουτίσουν το πνευματικό τους έργο και να διεκδικήσουν βραβεία πνευματικών αγώνων είτε για να εξυπηρετήσουν επιδιώξεις ισχυρών αρχόντων.
Ο θρησκειολόγος Μάρτιν Νίλσον, κατηγορηματικότατος και σαφέστατος στην προκειμένη περίπτωση, λέει σχετικά με τις μεθόδους δικαιολόγησης της επεκτατικής πολιτικής εκ μέρους των ισχυρών πολιτικών ανδρών μερικών κρατών: «οι μύθοι χρησίμευαν για να δικαιολογήσουν κατοχές χωρών και περιοχών, όταν χρειαζόταν να υποστηριχτεί απέναντι στην κοινή γνώμη η πολιτική αυτή».
Τα κράτη που αναπτύχθηκαν στην περιοχή του ορεινού όγκου της Όθρης και των προποδικών προεκτάσεών της, αν εξαιρέσουμε ίσως το κράτος των Φερών, και αυτό για λίγα μόνο χρόνια, και της Φθίας στην εποχή των τριών γενεών του Πηλέα, του Αχιλλέα και του Νεοπτόλεμου, δεν ανάπτυξαν ποτέ τους επεκτατική πολιτική.
Συμπερασματικά μπορούμε με ασφάλεια να καταλήξουμε ότι σε τέτοιους τόπους, όπως η Αχαΐα Φθιώτιδα, με τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε, η μυθολογία είναι περισσότερο από άλλες αυθεντική, επειδή στους τόπους αυτούς διατηρείται στην αγνή της μορφή, όπως την διαμόρφωσαν οι πρωταρχικές ανάγκες ερμηνείας του περιβάλλοντος κόσμου και των φαινομένων του, και όπως πιεστικά επέβαλαν οι πραγματικές ανάγκες στον απλοϊκό άνθρωπο της φύσης, χωρίς σκοπιμότητες.
Η αναμφισβήτητη αυτή αυθεντικότητα των μύθων και των γενικότερων μυθολογικών αναφορών και δημιουργημάτων τέτοιων τόπων εξασφαλίζει την δυνατότητα ανίχνευσης της πρωταρχικής μορφής κάποιων μύθων και επομένως ανόθευτης της όποιας υποκρυπτόμενης σ’ αυτούς τους μύθους ιστορικής πραγματικότητας.
Συμβαίνει δηλαδή με την μυθολογία των περιοχών αυτών ό,τι συμβαίνει με την αναζήτηση στη σημερινή εποχή των ανόθευτων λαογραφικών εθίμων που πρέπει να πραγματοποιηθεί σε όσο το δυνατόν απομακρυσμένα και απομονωμένα μέρη στα οποία δεν έχει φθάσει ο σύγχρονος πολιτισμός και δεν έχει προφθάσει να τα νοθεύσει. Αυτό όμως γίνεται όσο περνάει ο καιρός όλο και περισσότερο δύσκολο.
Αυτή ακριβώς η δυνατότητα που έχει ο επιστήμονας μυθολόγος ν’ ανακαλύψει την αγνή και πρωταρχική μορφή της μυθοπλαστικής δημιουργίας είναι εκείνη που επιβάλλει την προσεχτική και συστηματική τους εξέταση για την ανίχνευση των πρώτων πηγών των μύθων.
Οι σκέψεις αυτές ενισχύουν την ελπίδα μας ότι τούτη η προσπάθειά μας, να συγκεντρώσουμε τους μύθους της ευρύτερης περιοχής του Αλμυρού, της περιοχής δηλαδή της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας, σε μία ενιαία κατάθεση, πέραν από τον επιδιωκόμενο κυρίως σκοπό μας, την καταγραφή δηλαδή των πρώτων αρχών της ιστορίας τούτου του τόπου, βοηθάει τον αναγνώστη και σε άλλους γενικότερους προσανατολισμούς και προβληματισμούς της ιστορικής του σκέψης.

ΑΛΜΥΡΙΩΤΕΣ ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ

Βίκτωρ Κ. Κοντονάτσιος
Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΗΡΩΩΝ ΤΗΣ ΑΧΑΪΑΣ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
1. Ο αργοναύτης Αιθαλίδης
Στην Αχαΐα Φθιώτιδα, εκτός από την Οθρηίδα, ζούσαν και πολλές άλλες νύμφες. Μία από αυτές ήταν η Ευπολέμεια. Κάποιοι στην περιοχή έλεγαν ότι η Ευπολέμεια ή Ευπολεμίη δεν ήταν νύμφη αλλά απλά ήταν μία από τις κόρες του τοπικού ήρωα Μυρμιδόνα, του επώνυμου ήρωα των Μυρμιδόνων και γιου του Δία και της Ευρυμέδουσας. Άλλοι πάλι μύθοι ήθελαν τον Μυρμιδόνα να είναι γιος του Διολήθη και εγγονός του Περιήρη.
Η σύγχυση αυτή για το αν η Ευπολέμεια ήταν βασιλοπούλα ή νύμφη παρατηρείται και σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Δεν πρέπει να προξενεί εντυπώσεις. Στην εποχή της δημιουργίας των μύθων οι βασιλοπούλες, οι νύμφες και οι κατώτερες θεές, όπως και οι ήρωες, οι βασιλιάδες και οι κατώτεροι θεοί, συχνά μπερδεύονταν και ταυτίζονταν μεταξύ τους. Η προσπάθεια των βασιλιάδων και των αρχόντων για την κατοχύρωση και την ενίσχυση των μοναρχικών τους δικαιωμάτων μπορούσε να είχε καλύτερα αποτελέσματα εάν, μαζί με άλλες προϋποθέσεις, συνυπήρχε και η βεβαιότητα της θεϊκής τους καταγωγής. Έτσι κατασκεύαζαν μύθους που μπέρδευαν ανθρώπους και θεούς, νύμφες και βασιλοπούλες.
Ό,τι όμως κι αν πίστευαν για την Ευπολέμεια, όσες διαφορές κι αν είχαν, σ’ ένα συμφωνούσαν όλοι στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας, στο ότι η Ευπολέμεια περνούσε τις ώρες της παίζοντας στις όχθες και στα γάργαρα νερά του περίφημου στην αρχαιότητα Άμφρυσου ποταμού, αυτού που σήμερα είναι γνωστός με το όνομα Κεφάλωση. Στις πανέμορφες όχθες του Άμφρυσου ποταμού ζούσαν και έπαιζαν μαζί, αρμονικά δεμένες στη λαϊκή αντίληψη, βασιλοπούλες και νύμφες. Εκεί κοντά, όπως ήταν φυσικό, σεργιάνιζαν και βασιλόπουλα και θεοί. Έτσι μπερδεμένους και με πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ τους αναφέρουν οι παραδόσεις της τοπικής μυθολογίας.
Στις όχθες του Άμφρυσου ποταμού όπου τριγύριζε, όπως έλεγαν οι παλαιοί μύθοι της περιοχής, είδε κάποια μέρα ο θεός Ερμής την Ευπολέμεια, λιμπίστηκε την ομορφάδα της και την έκανε δική του. Και, επειδή τα αγκαλιάσματα των θεών ποτέ δε μένουν χωρίς αποτέλεσμα, – «οὐκ ἀποφώλιαι εὐναὶ ἀθανάτων», όπως λέει ο Όμηρος – ύστερα από καιρό η Ευπολέμεια έγινε μητέρα. Γέννησε τον Αιθαλίδη, σύμφωνα με όσα μαθαίνουμε από τα «Ορφικά» και τον Απολλώνιο. Ο Αιθαλίδης γεννήθηκε κοντά στην πόλη Άλο, δίπλα δηλαδή στον Άμφρυσο ποταμό. Άλλοι πάλι έλεγαν ότι η Ευπολέμεια πήγε και τον γέννησε κοντά σε μια άλλη πόλη, λίγο πιο πέρα, την Αλόπη, αυτή η οποία, κατά τον Στράβωνα λεγόταν από μερικούς συγγραφείς και Αλιούς. Τόσο η Άλος όσο και η Αλόπη ήταν πόλεις της Αχαΐας Φθιώτιδας Και οι δύο πόλεις βρίσκονταν στους πρόποδες της ΌΘρης: «Αἰθαλίδην, ὅν ἔτικτε περικλυτὴ Εὑπολέμεια, Μυρμιδόνος θυγάτηρ, Ἀλόπῃ ἐνί πετρηέσσῃ», μας λέει ο Ορφέας στα «Αργοναυτικά» του: Δηλαδή: «Τον Αιθαλίδη, τον οποίο γέννησε η δοξασμένη Ευπολέμεια, η θυγατέρα του Μυρμιδόνα στην πετρώδη Αλόπη.»
Είναι αξιοσημείωτο να τονισθεί εδώ, γι’ αυτή τη σύγχυση ως προς το ποια από τις δύο πόλεις, η Άλος ή η Αλόπη, είναι ο τόπος όπου γεννήθηκε ο Αιθαλίδης, ότι και οι δύο αυτές πόλεις φέρονται να χτίστηκαν, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, από τον Αθάμαντα. Έχουν και οι δύο μία παράλληλη ιστορία: και οι δύο πήραν τα ονόματά τους – που εξάλλου δε πρέπει να διαφέρουν και πολύ από ετυμολογική άποψη – από ομώνυμες και πιστές υπηρέτριες του Αθάμαντα. Οι δύο υπηρέτριες που ακολούθησαν τον Αθάμαντα, μετά το διωγμό του, η Άλος και η Αλόπη, τιμήθηκαν από αυτόν με το δίνοντας τ’ όνομά τους στις αντίστοιχες πόλεις, λένε οι σχετικές μυθολογικές αναφορές.
Η διπλή αυτή εκδοχή του ενός και ίδιου στην πραγματικότητα μύθου, κατά την οποία δύο πόλεις με ονομασίες ετυμολογικά ομόρριζες (Άλος – Αλόπη) και πολύ γειτονικές, οφείλουν τα ονόματά τους στην ίδια διαδικασία, στα ονόματα δηλαδή πιστών υπηρετριών που ακολούθησαν τον ίδιο βασιλιά, τον Αθάμαντα, είναι ενισχυτική του κύρους του μύθου.
Ο Αιθαλίδης λοιπόν αυτός, ο γιος του Ερμή και της Ευπολέμειας, έλαβε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία που έγινε με αρχηγό τον Ιάσονα. Ήταν μάλιστα ο επίσημος κήρυκας πάνω στην Αργώ. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά αφού ο Αιθαλίδης ήταν γιος του θεού Ερμή. Οι μύθοι μάλιστα της Αχαΐας Φθιώτιδας έλεγαν ότι τόσο πολύ είχε αγαπήσει ο Ερμής τον γιο της αγαπημένης του Ευπολέμειας, της νύμφης του Άμφρυσου, ώστε, για χάρη του, σ’ όλη την διάρκεια της Αργοναυτικής Εκστρατείας, δέχτηκε να στερηθεί ο ίδιος το «κηρύκειό» του και να το παραδώσει στον Αιθαλίδη να το έχει μαζί του στο δοξασμένο ταξίδι.
Ο ίδιος θεός Ερμής χάρισε ακόμη στον γιο του μια πολύ καταπληκτική μνήμη από την οποία δεν ξέφευγε τίποτε. Του χάρισε ακόμη και μία ιδιότυπη αθανασία, επειδή δεν μπορούσε να τον κάνει οριστικά αθάνατο. Μετά το θάνατό του δηλαδή, ο Αιθαλίδης είχε από τον πατέρα του το χάρισμα να μπορεί να ζει μία μέρα στον Κάτω Κόσμο και μία στον Επάνω. Γι’ αυτό και ο Αιθαλίδης ονομαζόταν «κῆρυξ ἑτερήμερος.»
Όταν οι Αργοναύτες έφτασαν στη Λήμνο, οι Λήμνιες γυναίκες δεν τους επέτρεπαν να αποβιβαστούν στο νησί τους. Ο Αιθαλίδης τότε ήταν εκείνος που μεσολάβησε και έγινε δεκτό το αίτημα των Αργοναυτών και οι Αργοναύτες αποβιβάστηκαν στο νησί.
Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι το νησί Λήμνος ήταν εκείνο στο οποίο είχε εγκαταστήσει το εργαστήριο του ο θεός της φωτιάς και της αιθάλης (καπνού), ο Ήφαιστος. Το νησί αυτό, εκτός από το όνομα Λήμνος, είχε και το όνομα Αιθάλη (καπνιά). Έτσι φαίνεται να μην είναι άσχετο το ότι ο Αιθαλίδης, που το όνομά του σημαίνει «γιος της Αιθάλης» (γιος της καπνιάς), ήταν εκείνος που μπορούσε να μεσολαβήσει στο νησί της Αιθάλης, της οποίας το όνομα φαίνεται να έχει σχέση εξάρτησης από τον ήρωά μας. Αιθαλία ήταν επίσης μία άλλη ονομασία τόσο της Λέσβου όσο και της Χίου.
Θα πρέπει – και ίσως μάλιστα με έμφαση – να επισημάνουμε κάτι άλλο πολύ βασικό για την σημαντικότητα, με την οποία περιβαλλόταν στην αρχαιότητα, το όνομα του ήρωα Αιθαλίδη, του αργοναύτη από την Άλο. Όπως μας λέει ο Διογένης Λαέρτιος , ο σοφός Πυθαγόρας, ο οποίος ήταν θερμός υποστηρικτής της θεωρίας της μετενσάρκωσης, πίστευε ότι σε μία από τις προηγούμενες ζωές του είχε ζήσει με τη μορφή του Αιθαλίδη. Το ισχυρίζονταν αυτό και οι μαθητές του Πυθαγόρα. Αυτοί μάλιστα απαριθμούσαν όλα τα πρόσωπα στα οποία είχε κατοικήσει η ψυχή του Αιθαλίδη πριν φτάσει στον Πυθαγόρα. Πρώτα μπήκε στο σώμα του Εύφορβου, ύστερα στου Ερμότιμου, που καταγόταν από τις Κλαζομενές, ύστερα στου Πύρρου, ενός ταπεινού βοσκού του νησιού Δήλος, και τέλος στου Πυθαγόρα.
Όλες αυτές οι αλλεπάλληλες μετεμψυχώσεις του Αιθαλίδη εξηγούνταν από την ιδιότυπη εκείνη αθανασία που του χάρισε ο πατέρας του να μπορεί να ζει πότε στον Επάνω και πότε στον Κάτω Κόσμο. Εκτός από αυτό, ο Αιθαλίδης, χάρη στην τεράστια μνήμη που είχε – πολύτιμο χάρισμα κι αυτό του θεϊκού πατέρα του – μπορούσε, σε κάθε μία από αυτές τις αλλεπάλληλες ζωές που έζησε, να θυμάται τις προηγούμενες. Και αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος που δικαιολογούσε πώς ο Πυθαγόρας μπορούσε και γνώριζε όλα όσα είχε ζήσει ως Αιθαλίδης. Θυμόταν την ζωή του ως Αιθαλίδης, ως Εύφορβος, ως Ερμότιμος και ως Πύρρος. Ζώντας ο Πυθαγόρας με την ψυχή του Αιθαλίδη μέσα του, θυμόταν, χάρη στην καταπληκτική μνήμη που είχε αυτή η ψυχή, το ότι σε μία από τις προηγούμενες ζωές του είχε ζήσει την ζωή του ήρωα Αιθαλίδη σ’ όλες της τις λεπτομέρειες.
2. Οι αργοναύτες Εχίονας, Εύρυτος και Ίδμονας
Μια άλλη, ξακουστή επίσης, νύμφη που ζούσε στην ίδια περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας, ήταν η Αντιάνειρα. Ο θεός Ερμής τίμησε με τον έρωτά του και την Αντιάνειρα και την έκανε μητέρα δυο αγοριών, του Εχίονα και του Εύρυτου ή Έρυτου. Και τα δυο αυτά παιδιά του Ερμή έλαβαν μέρος ως αργοναύτες στην Αργοναυτική Εκστρατεία. Ως παιδιά δε του Ερμή, όπως αναφέρουν οι σχετικοί μύθοι, ήταν και αυτά κήρυκες.
Οι δυο γιοι του Ερμή και της νύμφης Αντιάνειρας, ο Εύρυτος και ο Εχίονας, αναφέρονται ακόμα ανάμεσα σ’ εκείνους τους ήρωες που έλαβαν μέρος και στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου. Για τον Εύρυτο έλεγαν ακόμα ότι έλαβε μέρος και στους αγώνες που διοργάνωσε ο Άκαστος για να τιμήσει τη μνήμη του Πελία και μάλιστα ότι βγήκε νικητής.
Κάποιος άλλος μύθος, που μας τον παρουσιάζει ο Αθανάσιος Σταγειρίτης στην «Ωγυγία» του, τα έλεγε διαφορετικά. Ναι, πατέρας των δυο Αργοναυτών, του Εύρυτου και του Εχίονα, ήταν μεν ο Ερμής, αλλά μητέρα τους δεν ήταν η Αντιάνειρα. Ήταν η νύμφη Λαοθόη, μία άλλη ξακουστή νύμφη, πάλι από την ίδια περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Η Αντιάνειρα, στα «Ορφικά», στα οποία παρουσιάζεται ως κόρη του Φέρητα, του ιδρυτή των Φερών, φέρεται να είναι μητέρα ενός ακόμη ήρωα της Αργοναυτικής Εκστρατείας, του Ίδμονα. Αυτός όμως ήταν γιος, όχι του Ερμή αλλά ενός άλλου θεού, του Απόλλωνα. Ο Απόλλωνας, που εκείνο τον καιρό, τιμωρημένος από τον Δία, υπηρετούσε ως τσοπάνος στο βασιλιά των Φερών Άδμητο, ξελόγιασε την Αντιάνειρα και πλάγιασε μαζί της στις δροσερές όχθες του ιερού ποταμού Άμφρυσου. Εκεί έβοσκε ο Απόλλωνας τα κοπάδια του Άδμητου, εκεί πήγαινε να παίξει και η Φερητιάδα Αντιάνειρα και εκεί οι δυο νέοι αντάμωσαν και αγαπήθηκαν:
«δὴ τότ’ Ἄβαντος παῖς νόθος ἤλυθε καρτερὸς Ἴδμων,
τόν ῥ’ ὑποκυσσαμένη τέκεν Ἀπόλλωνι ἄνακτι
Ἀμφρύσου παρὰ χεῦμα Φερετιάς Ἀντιάνειρα.
τῷ καὶ μαντοσύνην ἔπορεν καὶ θέςφατον ὀμφὴν
Φοῖβος, ἵν᾿ ἀνθρώποισιν ἀρηρότα μυθίζοιτο.»
Δηλ.
: «τότε λοιπόν ήρθε ο νόθος γιος του Άβαντα ο ισχυρός Ίδμονας τον οποίο, αφού έμεινε έγκυος από τον άνακτα Απόλλωνα, τον γέννησε δίπλα στο ρείθρο του Άμφρυσου η Φερητιάδα Αντιάνειρα, σ’ αυτόν (Ίδμονα) και μαντευτικότητα έδωσε και φωνή για τα πεπρωμένα ο Φοίβος (Απόλλωνας) για να λέει στους ανθρώπους τα αρμόζοντα.»
Θνητός και θετός πατέρας του Ίδμονα ήταν ο Άβαντας. Αθάνατος και φυσικός πατέρας του ήταν ο Απόλλωνας. Έτσι γίνονταν τότε με τα βασιλόπουλα. Γεννιόνταν αφού πλάγιαζε με τη μάνα τους κάποιος θεός και ύστερα, παίρνοντας θεϊκή εντολή, τα υιοθετούσαν και τα προστάτευαν, μέχρι να μεγαλώσουν, οι θνητοί γονείς τους. Τέτοια παραγγελία έπαιρναν από το θεό. Και τέτοιες θεϊκές παραγγελίες όλοι τις εκτελούν χωρίς αντιρρήσεις.
Ο Ίδμονας, ο γιος του Απόλλωνα και της Αντιάνειρας, ήταν ένας σπουδαίος μάντης. Ο πατέρας του, ο μεγάλος Απόλλωνας, του χάρισε την ικανότητα να μαντεύει και να λέει στους ανθρώπους εκείνα που έπρεπε να κάνουν. Έλαβε κι αυτός μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία και κατά την διάρκειά της ο Ίδμονας ήταν εκείνος που ερμήνευε τους διάφορους οιωνούς.
Σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, όχι ευρύτερα γνωστή, ο Αιήτης δεν ζήτησε αποκλειστικά και μόνο από τον Ιάσονα να κάνει τα μεγάλα κατορθώματα και να ζέψει τους δυο ταύρους και να σπείρει τα δόντια των δράκων. Αρκούσε να κάνει τα κατορθώματα αυτά ένας οποιοσδήποτε από τους αργοναύτες. Όλοι οι αργοναύτες φάνηκαν πρόθυμοι ν’ αναλάβουν ο καθένας τους να πραγματοποιήσουν μόνος του τα μεγάλα αυτά κατορθώματα. Ο Ίδμονας όμως, που είχε την σοφία δοσμένη από τον πατέρα του να λέει πάντοτε το σωστό, είπε ότι αυτό πρέπει να το αναλάβει ο Ιάσονας. Έτσι μόνο θα τιμούνταν όσο έπρεπε ως αρχηγός τους και έτσι μόνο θα του αναγνωριζόταν το κατόρθωμα ως δικό του για να μπορέσει να διεκδικήσει τον θρόνο της Ιωλκού, όταν θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους.
Θνητός πατέρας του Ίδμονα, όπως είδαμε και όπως ισχυρίζονται ο Απολλώνιος ο Ρόδιος αλλά και ο Ηρόδοτος, ήταν ο Άβαντας. Ο Άβαντας ήταν γιος του Μελάμποδα. Ήταν λοιπόν ο Ίδμονας εγγονός του μάντη Μελάμποδα και γι’ αυτό ήταν μάντης, αφού ανήκε στη μεγάλη γενιά των ξακουστών μάντηδων, των Μελαμποδιδών. Πώς λοιπόν να μην ήταν σπουδαίος μάντης αφού τόσο ο φυσικός πατέρας του, ο θεός Απόλλωνας, όσο και ο θετός του, ο Άβαντας, αλλά και ο παππούς του, ο Μελάμποδας, ήταν μάντηδες; Γι’ αυτό, όπως θα δούμε πιο κάτω, ο Ίδμονας, φέρεται να είναι ο παππούς του ξακουστού μεγάλου μάντη Κάλχα.
Ως μάντης ο Ίδμονας γνώριζε πολύ καλά, γιατί το είχε καταλάβει από το πέταγμα των πουλιών πριν ακόμα ξεκινήσουν, ότι στην Αργοναυτική Εκστρατεία θα σκοτωνόταν και ο ίδιος . Παρ” όλα αυτά όμως, έλαβε μέρος σ’ αυτήν και πραγματικά, όπως είχε μαντέψει, σκοτώθηκε από το χτύπημα ενός κάπρου στη χώρα των Μαριανδυνών.
Δεν συμφωνούσαν όλοι όμως μ’ αυτή την εκδοχή. Ακούγονταν και άλλοι διαφορετικοί μύθοι. Σύμφωνα με τον Σενέκα ο Ίδμονας πέθανε από δάγκωμα φιδιού, ενώ σύμφωνα με τον Βαλέριο Φλάκκο αιτία του θανάτου του ήταν κάποια αρρώστια που του παρουσιάστηκε.
Οι αργοναύτες έστησαν πάνω στο τάφο του Ίδμονα ένα κομμάτι ξύλο από την Αργώ, γιατί έτσι τους συμβούλεψε ο Ορφέας. Το ξύλο αυτό της Αργώς, αργότερα έβγαλε ρίζες και βλάστησε και έγινε μια μεγάλη αγριελιά, που φανέρωνε έτσι σ’ όλους τον τάφο του μεγάλου μάντη.
Ο Ίδμονας ταυτίστηκε από τους Μαριανδυνούς, στη χώρα των οποίων βρισκόταν ο τάφος του, με τον δικό τους τοπικό ήρωα τον Αγαμήστορα. Αργότερα, όταν πέρασαν τα χρόνια και ήρθε η λησμονιά να σκεπάσει τις διαφορές και να μπερδέψει τις διαφορετικές απόψεις, πολλοί μπέρδευαν τα ονόματα. Άλλοι έλεγαν ότι ο τάφος που βρισκόταν στη χώρα των Μαριανδυνών ήταν του Αγαμήστορα και άλλοι ότι ήταν του Ίδμονα. Στην Ηράκλεια του Πόντου υπήρχε ο τάφος ενός ήρωα με το όνομα Αγαμήστορας. Αργότερα έλεγαν ότι ο ήρωας, που ήταν θαμμένος εκεί, ήταν ο προφήτης της Αργώς Ίδμονας. Είναι και αυτή μία ακόμη περίπτωση σύγχυσης και ταύτισης ηρώων που οφείλεται στις προσπάθειες οικειοποίησης ξένων μύθων. Οι Μεγαρείς και οι Βοιωτοί, οι οποίοι πολύ αργότερα θέλησαν να χτίσουν εκεί μια πόλη, όταν ρώτησαν το μαντείο των Δελφών σχετικά, πήραν την απάντηση ότι έπρεπε να λατρεύουν τον θαμμένο εκεί ήρωα ως προστάτη τους.
Σύμφωνα όμως με τα «Ναυπάκτια Έπη» ο Ίδμονας δεν σκοτώθηκε στη χώρα των Μαριανδυνών αλλά έφτασε κι αυτός ζωντανός στην Κολχίδα μαζί με τους άλλους Αργοναύτες και έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαφυγή των Αργοναυτών από το παλάτι του Αιήτη. Αυτός ήταν εκείνος που, μόνος απ’ όλους, έμεινε ξάγρυπνος, το βράδυ της παραμονής της ημέρας που επρόκειτο να φύγουν οι Αργοναύτες από τη χώρα του Αιήτη με το χρυσόμαλλο δέρας, ενώ όλοι οι άλλοι μεθυσμένοι, σύμφωνα με το σχέδιο εξόντωσής τους που είχε καταστρώσει ο Αιήτης, έπεσαν σε βαθύ ύπνο. Έτσι, όταν η Αφροδίτη που ήθελε να βοηθήσει τους Αργοναύτες άναψε ερωτικό πόθο στον Αιήτη για την γυναίκα του, προκειμένου να δώσει την ευκαιρία στους Αργοναύτες να ξεφύγουν, ο Ίδμονας φρόντισε και τους ξύπνησε όλους και έφυγαν. Έτσι έλεγαν και καμάρωναν για την προσφορά του δικού τους Αργοναύτη, του Ίδμονα, οι άνθρωποι που ζούσαν κοντά στον Άμφρυσο ποταμό, τη σημερινή Κεφάλωση, έξω από τον Πλάτανο του Αλμυρού, όπου είχε γεννηθεί ο μεγάλος αυτός ήρωας και μάντης.
3. Η κόρη του Ίδμονα Αράχνη
Πολλά άλλα ενδιαφέροντα έλεγαν ακόμη τα παραμύθια της Αχαΐας Φθιώτιδας για τον ξακουστό αργοναύτη και μάντη Ίδμονα.
Μερικοί έλεγαν ότι ναι μεν πατέρας του ήταν ο Απόλλωνας, αλλά μητέρα του δεν ήταν η Αντιάνειρα. Ήταν η νύμφη Κυρήνη, η οποία ήταν μητέρα και του Αρισταίου. Επομένως, κατά την εκδοχή αυτή, ο Ίδμονας και Αρισταίος ήταν αδελφοί.
Άλλοι πάλι έλεγαν ότι μητέρα του Ίδμονα ήταν η Αστερία, η κόρη του Λαπίθη Κόρωνου ή Κορωνού. Άλλοι μύθοι ήθελαν μητέρα του Ίδμονα να είναι η Αγλαΐα, που κι αυτή, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, ήταν θυγατέρα του Φέρητα. Έτσι ισχυρίζεται ο Αθανάσιος Σταγειρίτης στην «Ωγυγία» του. Σ’ όλες όμως τις μυθολογικές εκδοχές φυσικός πατέρας του φερόταν, χωρίς καμία εξαίρεση, πάντοτε, ο Απόλλωνας.
Κόρη του μάντη Ίδμονα ήταν η Αράχνη, μια πανέμορφη κοπέλα που ήταν μεγάλη τεχνίτισσα στον αργαλειό και περηφανευόταν για τα θαυμαστά χειροτεχνήματά της. Τόσο πολύ περήφανη ήταν γι’ αυτή της την τέχνη, ώστε ισχυριζόταν ότι ξεπερνούσε στην υφαντική και αυτή ακόμα την θεά Αθηνά. Τολμούσε ακόμη στα υφαντά της να παριστάνει τους έρωτες των θεών. Μάλιστα κάποια φορά δεν δίστασε να καλέσει την ίδια την Αθηνά σε αγώνα υφαντικής. Ο διαγωνισμός έγινε. Της Αθηνάς το έργο ήταν ένα πραγματικό αριστούργημα. Αριστούργημα όμως ήταν και της Αράχνης. Η θεά Αθηνά οργίστηκε γι’ αυτή την αυθάδεια της Αράχνης, οργίστηκε τόσο πολύ τους κομπασμούς της Αράχνης ώστε, για να την τιμωρήσει, την μεταμόρφωσε στο έντομο αράχνη.
Βεβαίως για την Αράχνη και το σχετικό επεισόδιο του διαγωνισμού της με την Αθηνά υπάρχουν και άλλες μυθολογικές εκδοχές, οι οποίες μάλιστα είναι οι επικρατέστερες και οι πλέον γνωστές. Οι εκδοχές αυτές μεταθέτουν τον μύθο της Αράχνης στη Μικρά Ασία. Εμείς ωστόσο αναφέρουμε αυτή που συνδέεται με την Αχαΐα Φθιώτιδα. Είναι μία μυθολογική εκδοχή, η οποία σχεδόν δεν είναι καθόλου γνωστή. Ωστόσο αυτή για μας φαίνεται να είναι η εγκυρότερη και η αυθεντικότερη. Είναι κι ο μύθος της Αράχνης ένας μύθος, που όπως και πολλοί άλλοι, μεταφέρθηκε από τούτα τα μέρη στη Μικρά Ασία μαζί με τους μετανάστες οι οποίοι από την Αχαΐα Φθιώτιδα πήγαν σ’ εκείνα τα μέρη. Αφού όλες οι υπάρχουσες μυθολογικές εκδοχές, χωρίς εξαίρεση, παρουσιάζουν τον Ίδμονα να γεννιέται στις όχθες του Άμφρυσου ποταμού της Αχαΐας Φθιώτιδας πώς μπορούσε ο αρχικός και ο γνήσιος μύθος για την κόρη του Αράχνη να αναφέρεται στη Μικρά Ασία;
4. Ο αργοναύτης Θέστορας
Γιος του μάντη Ίδμονα ήταν ο Θέστορας, μάντης σπουδαίος κι αυτός. Ο μάντης Θέστορας έλαβε κι αυτός μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία. Ο Θέστορας ήταν ο πατέρας του περίφημου μάντη Κάλχα. Ο Όμηρος ονομάζει Θεστορίδη τον μεγάλο μάντη του Τρωικού Πολέμου Κάλχα, δηλαδή γιο του Θέστορα. Ο ονομαστός λοιπόν μάντης Κάλχας ήταν εγγονός του Ίδμονα, του γιου του Απόλλωνα, αυτού που γεννήθηκε στις όχθες του Άμφρυσου ποταμού από μητέρα την Αντιάνειρα, κόρη του Φέρητα και πατέρα τον Απόλλωνα.
Ο αργοναύτης λοιπόν Θέστορας, ο γιος του Ίδμονα και πατέρας του μεγάλου μάντη Κάλχα, καταγόταν και αυτός από τούτα τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Υπάρχουν μάλιστα και αρχαιολογικά δεδομένα και ευρήματα τα οποία, κοιταγμένα και ερμηνευμένα με το δικό μας «ερασιτεχνικό» κοίταγμα και σύμφωνα με την προσωπική μας, τολμηρή ίσως, εκτίμηση, ενισχύουν αυτή μας την εκδοχή.
Ας δούμε πού στηρίζουμε αυτή μας την άποψη.
Σε κομμάτια πήλινου σκύφου, που βρέθηκε σε αρχαιολογικές ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στο χώρο των Φθιωτίδων Θηβών, απεικονίζεται ο γνωστός ομηρικός μύθος κατά τον οποίο η Κίρκη μεταμορφώνει τους συντρόφους του Οδυσσέα σε γουρούνια. Σ’ ένα από τα κομμάτια αυτά, ανάμεσα σ’ άλλα ονόματα συντρόφων του Οδυσσέα, αναφέρεται και το εντελώς άγνωστο από άλλες πηγές Θέστωρ, μαζί με τα ονόματα Θεόφρων και Μάντιχος.
Έχουμε τη γνώμη ότι πρόκειται για τον τοπικό αργοναύτη Θέστορα, το γιο του Ίδμονα και πατέρα του Κάλχα. Ο λαϊκός κατασκευαστής του σκύφου των Φθιωτίδων Θηβών, κάτω από την ισχυρή επιρροή, που ασφαλώς ασκούσε στην περιοχή του αφενός μεν το πολύ γνωστό όνομα του Θέστορα, ως πατέρα του ξακουστού Κάλχα και αφετέρου η ελκυστική ιστορία που ακουγόταν για τον ίδιο τον Θέστορα και την οποία αναφέρουμε αμέσως πιο κάτω, έχοντας στη μνήμη του συγκεχυμένες τις ιστορίες των δύο εκστρατειών, του Τρωικού Πολέμου και της Αργοναυτικής Εκστρατείας, δεν δυσκολεύτηκε να παραστήσει τον τοπικό αργοναύτη Θέστορα ως σύντροφο του Οδυσσέα.
Η γοητευτική ιστορία – μύθος που ακουγόταν για τον μάντη Θέστορα, είναι η εξής:
«Ο Θέστορας, εκτός από τον ξακουστό και πασίγνωστο γιο του, τον μεγάλο μάντη Κάλχα, είχε και δυο κόρες, την Λευκίππη και την Θεονόη.
Πειρατές κάποτε άρπαξαν την Θεονόη και την πούλησαν στον βασιλιά της Καρίας Ίκαρο. Ύστερα από αυτό ο Θέστορας μπήκε σ’ ένα καράβι και ξεκίνησε να ψάξει παντού να βρει την κόρη του, χωρίς βεβαίως να ξέρει που βρισκόταν αυτή. Το πλοίο όμως του Θέστορα ναυάγησε και κατά τύχη αυτός βγήκε ναυαγός στην Καρία, όπου τον έπιασαν και τον έκλεισαν στις φυλακές του βασιλιά Ίκαρου. Έτσι κλεισμένος στη φυλακή του βασιλιά της Καρίας, δίπλα, χωρίς να το γνωρίζει, στην κόρη του Θεονόη, ο Θέστορας έζησε εκεί πολύ καιρό.
Η Λευκίππη, που είχε μείνει μόνη στο σπίτι της για πάρα πολύ καιρό, δεν μάθαινε νέα ούτε για την αδελφή της ούτε για τον πατέρα της.
Απελπισμένη έπειτα από τον διπλό αυτό χαμό των δικών της ξεκίνησε κι αυτή μ’ ένα καράβι να ψάξει να τους βρει. Προηγουμένως όμως ζήτησε την συμβουλή του Μαντείου των Δελφών. Το Μαντείο την συμβούλεψε να μεταμορφωθεί σε ιερέα του Απόλλωνα και έτσι μεταμορφωμένη ν’ αρχίσει να ψάχνει για τους δικούς της.
Ντυμένη, λοιπόν, ως ιερέας του Απόλλωνα η Λευκίππη άρχισε να ψάχνει ταξιδεύοντας από τόπο σε τόπο. Κάποτε έφτασε και στην Καρία και πήγε στο παλάτι του βασιλιά Ίκαρου. Η Λευκίππη με την αμφίεση που είχε φαινόταν ως ένας πραγματικός πανέμορφος ιερέας. Κανένας δεν μπορούσε να φαντασθεί ότι ο όμορφος αυτός ιερέας του Απόλλωνα ήταν μία γυναίκα. Η Θεονόη, δηλαδή η αδελφή της, που ζούσε στο παλάτι του βασιλιά της Καρίας, βλέποντας μπροστά της ένα πανέμορφο ιερέα ένιωσε μια ακατανίκητη έλξη γι’ αυτόν κι αμέσως του πρότεινε να συνάψουν ερωτικές σχέσεις. Η Λευκίππη (ως ιερέας), χωρίς να έχει γνωρίσει την αδελφή της Θεονόη, αρνήθηκε φυσικά τις προτάσεις της. Η Θεονόη για εκδίκηση έδωσε διαταγή και φυλάκισαν τον ιερέα. Τον οδήγησε μάλιστα η ίδια στο κελί του Θέστορα. Έτσι ο Θέστορας και οι δύο κόρες του, όλοι μαζί, βρέθηκαν και οι τρεις τους στο ίδιο κελί της φυλακής, στη μακρινή Καρία, χωρίς ν’ αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο.
Η Θεονόη, χωρίς να ξέρει ότι μπροστά της βρισκόταν ο πατέρας της και η αδελφή της, έδωσε ένα σπαθί στον Θέστορα και τον διέταξε να σκοτώσει τον ιερέα, να σκοτώσει δηλαδή την κόρη του Λευκίππη.
Ο Θέστορας κρατώντας το σπαθί στο χέρι του, απελπισμένος από την συμφορά που τον βρήκε, ετοιμάστηκε να καρφώσει το ξίφος στο δικό του στήθος ενώ συγχρόνως φώναξε: Έχω χάσει τα δυο κορίτσια μου, ας μην γίνω τώρα και φονιάς.
Η Λευκίππη (ντυμένη πάντοτε ως ιερέας του Απόλλωνα), ακούγοντας τα παράξενα αυτά τα λόγια, πρόσεξε καλύτερα κι αμέσως γνώρισε τον πατέρα της. Φωνάζοντάς τον δυνατά τον σταμάτησε από την αυτοκτονία την τελευταία στιγμή.
Σε λίγες στιγμές όλοι είχαν γνωριστεί και, πατέρας και κόρες, είχαν πέσει ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ο Ίκαρος όταν έμαθε την τόσο συγκινητική ιστορία τους ελευθέρωσε όλους και τους έστειλε πίσω στην πατρίδα τους.»
Η περίεργη και τόσο ωραία αυτή ιστορία του Θέστορα, του πατέρα του μάντη Κάλχα, και των δυο κοριτσιών του, δεν ήταν δυνατόν παρά να ήταν πολύ διαδεδομένη και να μεταδιδόταν από στόμα σε στόμα. Έτσι, νομίζω, δεν ήταν καθόλου δύσκολο στον λαϊκό κατασκευαστή του σκύφου των Φθιωτίδων Θηβών, έχοντας στη μνήμη του ζωντανό το όνομα Θέστορας και την ιστορία του, και ο οποίος ασφαλώς γνώριζε ή και δεν γνώριζε ότι ο Θέστορας ήταν αργοναύτης, να τον κάνει και σύντροφο του Οδυσσέα που μετείχε στις περιπέτειές του. Ασφαλώς στον απλό λαό, όπως συμβαίνει ακόμα και σήμερα, οι ήρωες και οι περιπέτειές τους σε διάφορα επεισόδια που απέχουν χρονικά μεταξύ τους πολύ συχνά συγχέονται.
5. Ο αργοναύτης Ίφικλος
Από την ίδια ακόμη περιοχή, την περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας, έλαβε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία και ο Ίφικλος, γιος του Φύλακου, ο γνωστός για τα ξακουστά κοπάδια των βοδιών του, από τη Φυλάκη. Ο Ίφικλος ήταν εκείνος που μαζί με τον Τελαμώνα, όταν οι Αργοναύτες, κατά την επιστροφή τους από την Κολχίδα, αποβιβάστηκαν στην παραλία της Τροίας, πήγαν στο βασιλιά Λαομέδοντα να του ζητήσουν όσα τους είχε κάποια άλλη φορά υποσχεθεί,
Τι είχε γίνει; Πηγαίνοντας για την Κολχίδα οι Αργοναύτες αποβιβάστηκαν για να ξεκουραστούν στο Σίγειο της Τροίας. Εκεί βρήκαν τους κατοίκους πολύ αναστατωμένους. Ένα θηρίο που έβγαινε από τη θάλασσα κατάστρεφε τις καλλιέργειες και έτρωγε όποιον συναντούσε μπροστά του, είτε άνθρωπος ήταν αυτός είτε ζώο. Ο βασιλιάς της Τροίας Λαομέδοντας, απελπισμένος από το μεγάλο κακό που βρήκε το λαό του, και μην γνωρίζοντας τι να κάνει, για να τον απαλλάξει από το φοβερό κακό, ρώτησε το Μαντείο των Δελφών. Το Μαντείο του απάντησε ότι έπρεπε να δώσουν στο θηρίο, ύστερα από κλήρωση που θα έκαναν, ένα κορίτσι. Ο κλήρος έπεσε στην κόρη του ίδιου του βασιλιά Λαομέδοντα, την Ησιόνη. Όταν λοιπόν έφτασαν εκεί οι Αργοναύτες ήταν ακριβώς η ώρα που έπρεπε να παραδώσουν την κόρη στο θηρίο. Ο Ηρακλής με τους άλλους Αργοναύτες, όταν τα έμαθε αυτά, αποφάσισε να σκοτώσει το θηρίο και να ελευθερώσει την Ησιόνη.
Σ’ αντάλλαγμα για την ευεργεσία του αυτή προς τον Λαομέδοντα, θα έπαιρνε τ’ ανίκητα άλογα του βασιλιά της Τροίας. Έτσι και έγινε. Η Ησιόνη, η οποία γλίτωσε τη ζωή της χάρη στον Ηρακλή, αποφάσισε, από ευγνωμοσύνη προς τον ευεργέτη της, να τον ακολουθήσει. Ο Ηρακλής δέχτηκε αλλά την άφησε προσωρινά να μείνει κοντά στον πατέρα της όπως και τ’ ανίκητα άλογα, μεχρισότου θα γύριζε από την εκστρατεία.
Στην επιστροφή από την Αργοναυτική Εκστρατεία ο Ηρακλής έστειλε τον Ίφικλο και τον Τελαμώνα στον Λαομέδοντα να πάρουν την Ησιόνη και τ’ άλογα, όπως του είχαν υποσχεθεί. Ο Λαομέδοντας όμως αρνήθηκε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Έπιασε μάλιστα και φυλάκισε τους δυο απεσταλμένους του Ηρακλή: «Ἐνταῦθα δ᾿ Ἡρακλέους πέμψαντος εἰς τὴν πόλιν Ἰφικλόν τε τὸν ἀδελφὸν καὶ Τελαμῶνα τοὺς τε ἵππους καὶ τὴν Ἡσιόνην ἀπαιτήσοντας, λέγεται τὸν Λαομέδοντα τοὺς μὲν πρεσβευτάς εἰς φυλακὴν ἀποθέσθαι, τοῖς δὲ ἄλλοις Ἀργοναύταις δι᾿ ἐνέδρας βουλεῦσαι θάνατον».
Την απόφαση του Λαομέδοντα να μην παραδώσει την Ησιόνη και τα περίφημα άλογά του την υποστήριζαν και όλα τα παιδιά του εκτός από ένα, τον Πρίαμο. Αυτός μάλιστα, στην προσπάθειά του να φανεί δίκαιος και να βοηθήσει τον Ίφικλο και τον Τελαμώνα, κατόρθωσε κι εφοδίασε τους δυο φυλακισμένους με ξίφη.
Ο Λαομέδοντας δεν αρκέστηκε μόνο στην άρνησή του. Ξεκίνησε για την παραλία, όπου είχαν αράξει οι υπόλοιποι Αργοναύτες περιμένοντας τον Ίφικλο και τον Τελαμώνα, σκοπεύοντας να καταστρέψει την Αργώ. Έφτασε εκεί και έγινε μεγάλη μάχη μεταξύ των Τρώων και των Αργοναυτών. Ο Λαομέδοντας νικήθηκε. Οι Αργοναύτες, για να ευχαριστήσουν τον Πρίαμο για την βοήθεια που τους έδωσε αλλά και για να βραβεύσουν την τιμιότητά του, τον έκαναν βασιλιά στην Τροία και έκλεισαν ειρήνη μαζί του. Έτσι έγινε βασιλιάς στην Τροία ο Πρίαμος. Είναι αυτός που τον συναντάμε εκεί αργότερα, κατά τον Τρωικό Πόλεμο.
Μερικοί τα έλεγαν διαφορετικά. Όταν νικήθηκε και σκοτώθηκε ο Λαομέδοντας, ο Ηρακλής έδωσε την Ησιόνη, ως βραβείο, στον Τελαμώνα και συγχρόνως της έδωσε το δικαίωμα να εξαγοράσει ένα από τα αδέλφια της που όλα είχαν καταδικαστεί σε θάνατο. Αυτή προτίμησε τον πιο μικρό απ’ όλους, τον Ποδάρκη. Ο Ηρακλής πράγματι, όπως είχε υποσχεθεί στην Ησιόνη, χάρισε την ζωή στον Ποδάρκη και από τότε ήταν που ο Ποδάρκης ονομάστηκε Πρίαμος, που θα πει εξαγορασμένος, γιατί η λέξη Πρίαμος παράγεται από το ρήμα πρίαμαι που σημαίνει αγοράζω.