Ἡ θρησκευτικὴ ζωή τῶν νεολιθικῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ.

                                                                      Θρησκευτικὴ ζωὴ

                             Δύσκολο στὴν ἀπάντησή του εἶναι τὸ  ἐρώτημα ποιὰ ἦταν καὶ πῶς διαμορφωνόταν κατὰ τὴν ἐξέλιξη τοῦ χρόνου ἡ θρησκευτικὴ ἀντίληψη τῶν ἀνθρώπων τῆς προϊστορικῆς ἐποχῆς καὶ τῶν κατοπινῶν χρόνων.

                         Δυσκολότερη καὶ μᾶλλον ἀδύνατη εἶναι ἡ ἀπάντηση ἐὰν τὸ  ἐρώτημα αὐτὸ πρόκειται ἐξειδικευθεῖ    καὶ νὰ ἐπικεντρωθεῖ    στὶς  ἰδιαιτερότητες μιᾶς μικρῆς περιφερειακῆς περιοχῆς, ὅπως αὐτὴ   τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, ἡ ὁποία  ἀποτελεῖ    τὸ  ἀντικείμενο τῆς παρούσας ἐργασίας.

                           Τὶ θὰ μπορούσαμε νὰ ὑποθέσουμε γιὰ τὴν ποιότητα, τὴν μορφὴ καὶ τὶς  ἐκδηλώσεις τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς γενικῶς τῶν νεολιθικῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα ὅταν αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων τῶν ὁποίων μόλις λίγα στοιχεῖα τῆς ὅλης ταυτότητάς τους μποροῦμε νὰ ἐντοπίσουμε;

                                 Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο μπορεῖ καὶ πρέπει  νὰ θεωρεῖται, ὡστόσο, βέβαιο εἶναι ὅτι καὶ στὸν τομέα αὐτὸν ὑπῆρξε ὁπωσδήποτε ἐξέλιξη ἰδεῶν καὶ συνεχὴς διαμόρφωση ἀντιλήψεων περὶ τοῦ Θείου κατὰ τὸ  τεράστιο χρονικὸ διάστημα τριῶν χιλιάδων χρόνων τῆς Νεολιθικῆς  Ἐποχῆς.

                           Οἱ χῶροι κοινῆς  ἔκφρασης καὶ ἐκδήλωσης τῶν θρησκευτικῶν ἀντιλήψεων καὶ τῆς τέλεσης κοινῶν λατρευτικῶν τελετῶν, ὅπως εἶναι οἱ διάφοροι ναοί, στὴν μορφὴ μὲ τὴν ὁποία τοὺς γνωρίζουμε στὴν ἐποχὴ μας ἤ ὅπως αὐτοὶ ὑπῆρξαν κατὰ τὴν κλασικὴ καὶ τὴν ἑλληνιστικὴ ἐποχή, μὲ τὴν μορφὴ τῶν καλλιτεχνικῶν κατασκευῶν τῶν χρόνων ἐκείνων, ἀσφαλῶς δὲν ὑπῆρχαν ὄχι μόνο στὶς  δυνατότητες καὶ τὶς  τεχνικὲς ἱκανότητες ἀλλὰ οὔτε καὶ σὰν νοητικὴ σύλληψη καὶ ἰδεολογία στὶς  σκέψεις τοῦ προϊστορικοῦ ἀνθρώπου.

                           Δὲν τὸ  ἐπέτρεπαν οἱ κατασκευαστικὲς τους καὶ οἱ τεχνικὲς ἱκανότητες. Οὔτε ὅμως καὶ ἰδιαίτεροι κοινοὶ  κοινοτικοὶ  χῶροι, ἔστω πασσαλόπηκτοι καὶ ἐπενδυμένοι ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ μὲ πηλό, ὅπως τὰ σπίτια τους, οἱ ὁποῖοι  νὰ χρησίμευαν ὡς χῶροι κοινῆς λατρείας, ὑπῆρχαν.

                          Εἶναι δύσκολο νὰ πιστέψουμε  ὅτι οἱ νεολιθικοὶ   ἄνθρωποι ἑνὸς οἰκισμοῦ δίπλα στὰ σπίτια τους ἔχτισαν καὶ πασσαλόπηκτα κοινὰ λατρευτικὰ κέντρα καὶ ἱερά. Ἡ σκέψη γιὰ τὴν ἀνέγερση ἑνὸς κτίσματος ὡς κατοικίας τοῦ «Ὑπέρτατου Ὄντος», ἡ ἀνέγερση ἑνὸς «Οἴκου Θεοῦ», ἑνὸς ναοῦ, ἀπαραίτητου καὶ πρωταρχικοῦ κτίσματος σὲ μία σύγχρονη κοινωνία ἀνθρώπων, δὲν  εἶχε γεννηθεῖ    ἀκόμη στὸν νεολιθικὸ ἄνθρωπο.

                       Δὲν φαίνεται ἀκόμη νὰ ὑπῆρξαν καὶ νὰ ἀναγνωρίζονταν κάποιες προσωπικότητες ὡς ἀντιπρόσωποι τῶν Ὑπερτέρων Δυνάμεων καὶ ἐκφραστὲς καὶ ἑρμηνευτὲς τοῦ θελήματός των.  Ὁ νεολιθικὸς ἄνθρωπος δὲν αἰσθανόταν τὴν ἀνάγκη ὕπαρξης ἑνὸς μεσολαβητοῦ ἀνάμεσα σ’ αὐτόν καὶ τὸ  «Ὑπερπέραν». Πρέπει νὰ ἔνιωθε δυνατὴ τὴν ἄμεση καὶ προσωπικὴ τὴν ἐπικοινωνία του μὲ τὶς ὑπερφυσικὲς δυνάμεις.

                       Τὸ νὰ ζητήσει  τὴν εὔνοια  ἤ τὴν βοήθεια  μιᾶς ἀόρατης δύναμης ἔξω απὸ αὐτὸν, τὴν ὕπαρξη τῆς ὁποίας διαισθανόταν,   τὸ θεωροῦσε δική του προσωπικὴ ἀνάγκη ἀλλὰ καὶ ἀτομικὴ του δυνατότητα.   Ἡ ἐπίκληση τῆς βοήθειας καὶ τῆς εὐμενοῦς διαθέσεως  τῆς ἀόρατης  καὶ ὑπερβατῆς αὐτῆς δύναμης γιὰ  ὅλη του τὴν οἰκογένεια ἦταν μία ἐπιβεβλημένη ὑποχρέωσή του, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες ὑποχρεώσεις του, τῆς ἐξασφάλισης στέγης καὶ τροφῆς.

                     Τὸν ρόλο τοῦ μεσολαβητοῦ μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ «Θεοῦ» μπορεῖ νὰ τὸν ἐνσάρκωνε ὁ πιὸ ἡλικιωμένος στὴν οἰκογένεια. Ὕστερα  ἀπὸ χρόνια κάποιο τέτοιο ρόλο μπορεῖ    νὰ τὸν ἀνέλαβε γιὰ ὅλο τὸ  χωριὸ κάποιο κοινῶς ἀποδεκτὸ καὶ σεβαστὸ πρόσωπο.  Διέθετε πεῖρα πολλή,  κατεῖχε ἰατρικὲς γνώσεις, γνώριζε διάφορα βοτάνια καὶ ἔγινε ὁ «μάγος» τοῦ χωριοῦ, ἔγινε ὁ θαυματοποιός, ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Ὑπέρτατου Ὄντος, ὁ  ἐκφραστὴς τοῦ θείου θελήματος.

                       Ἡ ὅποια ἐσωτερικὴ τοῦ νεολιθικοῦ ἀνθρώπου ἀνάγκη γιὰ θεϊκὴ προστασία καὶ εὐνοϊκὴ πρὸς αὐτόν διάθεση κάποιων Ὑπερτέρων Δυνάμεων ἦταν ἀρχικῶς  δική του ἀτομικὴ ὑπόθεση καὶ πρέπει νὰ ἱκανοποιοῦνταν μέσα στὸ  οἰκογενειακὸ καὶ στὸ οἰκιακὸ περιβάλλον, μὲ τὸν τρόπο τὸν ὁποῖο  ὁ ἴδιος ἀντιλαμβανόταν καὶ ὅπως  εἶχε μάθει   ἀπὸ τὸν πατέρα του ἤ τὸν παπποῦ του ἤ τὸν γείτονα γέροντα.

                       Ὁ ἀρχηγὸς τῆς οἰκογένειας, πατέρας ἤ μητέρα, πρέπει νὰ ρύθμιζε καὶ τὰ θέματα τῆς σχέσης τῶν μελῶν της μὲ τὸ  «Θεῖο», μὲ ὅποια μορφὴ κι ἄν τὸ  φανταζόταν αὐτό. Ἡ  ὕπαρξη  καὶ τὸ  στήσιμο στὸ νεολιθικὸ σπίτι κάποιου ραφιοῦ πάνω στὸ ὁποῖο ἡ νοικοκυρὰ τοποθετοῦσε  κάποια πήλινα εἰδώλια ἤ ἡ ὕπαρξη κάποιας γωνιᾶς ἀφιερωμένης σὲ κάποιο λατρευτικὸ ἀντικείμενο σὲ ἕνα νεολιθικὸ σπίτι δὲν μπορεῖ  ἐπίσης  νὰ ἀποκλειστεῖ.

                       Θεωροῦμε, ὡστόσο, βέβαιο ὅτι οἱ κάτοικοι ἑνὸς νεολιθικοῦ οἰκισμοῦ δὲν εἶχαν ἕνα κοινὸ θρησκευτικὸ καὶ λατρευτικὸ χῶρο  καὶ δὲν συγκεντρώνονταν κάπου ὅλοι οἱ κάτοικοι ἑνὸς οἰκισμοῦ γιὰ τὴν τέλεση μιᾶς ὀργανωμένης καὶ προγραμματισμένης κοινῆς λατρείας. Ἡ ὅποια ἐπικοινωνία τοῦ νεολιθικοῦ ἀνθρώπου μὲ κάποια Ὑπέρτατη Δύναμη ἦταν ἀτομικὴ καὶ οἰκογενειακὴ ὑπόθεση. Ἱκανοποιοῦνταν μὲ μυστικὴ προσωπικὴ ἐπαφή, μὲ «ἀτομικὴ προσευχὴ» ἤ μὲ προσωπικὴ ἀτομικὴ ἱκετήρια κραυγή.

                     Ἡ  ἀπὸ κοινοῦ λατρεία ἑνὸς κοινοῦ θεοῦ σὲ κοινοὺς χώρους, ἡ ὁμαδικὴ «λειτουργία» ἦταν μᾶλλον ἔξω  ἀπὸ τὴν νοοτροπία τοῦ νεολιθικοῦ ἀνθρώπου, ἰδίως ὅσον ἀφοροῦσε σὲ ἀτομικὲς καὶ οἰκογενειακὲς ἀνάγκες καὶ προβλἠματα.

                       Ὅταν, ὡστόσο,  ὑπῆρχαν κοινὰ κοινοτικὰ προβλήματα, τὰ ὁποῖα ἀφοροῦσαν σὲ ὅλο τὸν οἰκισμὸ καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ λυθοῦν μὲ τὶς δικές τους δυνάμεις,  ἀλλὰ αἰσθάνονταν τὴν ἀνάγκη ἐπέμβασης  κάποιας    «Ὑπερτέρας  Δυνάμεως», κοινῶς ἀποδεκτῆς ἀπὸ ὅλους,  θὰ  πρέπει νὰ ὁδηγοῦνταν, ἴσως καὶ μὲ πρωτοβουλία  καὶ παρότρυνση κάποιων ἡγετικῶν φυσιογνωμιῶν,  σὲ κοινὲς   ἱκετήριες τελετές. Ὡστόσο ἡ ἀπόλυτη βεβαιότητα σε τέτοια θέματα ἐμπεριέχει τοὺς κινδύνους τῆς ἀστήρικτης καὶ ἀτεκμηρίωτης δογματικῆς καὶ ἐγωιστικῆς αὐτοπεποίθεσης.

                         Κλείνουμε τὸ  θέμα αὐτό, υἱοθετῶντας, μὲ κάποιες προσωπικὲς ἐπιφυλάξεις καὶ ἐνδοιασμούς, τὴν καταληκτικὴ σκέψη ἑνὸς σύγχρονου στοχαστῆ: «Ὁ μελετητὴς τῆς θρησκείας πρέπει νὰ μὴ λησμονεῖ πὼς οἱ προϊστορικὲς κοινότητες μὲ χαμηλῆς στάθμης θρησκευτικὴ ζωὴ δὲν εἶχαν τὶς γνωστὲς ἀπὸ τὰ ἱστορικὰ χρόνια λατρευτικὲς ἀνάγκες καὶ δὲν χρειάζονταν ὄχι μόνο ναοὺς καὶ ἱερατεῖα, ἀλλ’ οὔτε κἄν ὑπαίθρια ἱερὰ ἤ  ἄλλου εἴδους χώρους λατρείας. Οἱ «θρησκευτικὲς» ἀνάγκες, ποὺ δὲν ἦταν καὶ λίγες, καλύπτονταν μὲ πλῆθος τελετῶν ἤ μὲ ἐπωδὲς καὶ μὲ στοιχειώδεις μαγικὲς ἱερουργίες ἀσκούμενες μέσα στὶς οἰκογένειες καὶ ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ μέλη τῶν οἰκογενειῶν.

                       »Αὐτονόητο εἶναι ὅτι τὸ εἶδος αὐτὸ τῆς εὐλάβειας, ἄν καὶ οἱ καταβολές του δὲν εἶναι θρησκευτικές, ἀλλὰ γνήσιες μαγικές, πρέπει νὰ μελετᾶται ὡς θρησκεία, γιατὶ ἦταν ἡ μόνη γιὰ τὴν ἐποχὴ γνωστὴ μορφὴ θρησκευτικότητας.

                       Ἡ μεγαλύτερη, ὡστόσο, δυσκολία γιὰ τὴ μελέτη τῆς νεολιθικῆς θρησκείας, πάντοτε μὲ βάση τὰ ἀνασκαφικὰ δεδομένα, εἶναι πὼς οἱ μαγικὲς ἱερουργίες δὲν ἄφησαν ἴχνη».