Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος εικοστό πρώτο)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Ἡ  ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ Παναγίας Ξενιᾶς)

(συνέχεια απο τα προηγούμενα)

 

Ἡ ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ στὶς σχέσεις του με τὸ λαό

Χειρόγραφα καὶ ἱερὰ κειμήλια τοῦ Μοναστηριοῦ  (α΄ μέρος)

 

4. Χειρόγραφα καὶ ἱερὰ κειμήλια   τοῦ Μοναστηριοῦ

 

Καταστροφὲς καὶ ἀπώλειες χειρογράφων καὶ κειμηλίων

Τὰ χειρόγραφα βιβλία ἀλλὰ καὶ τὰ τιμαλφῆ ἀντικείμενα καὶ ἱερὰ σκεύη, τὰ χρυσοποίκιλτα ἄμφια, τὰ πολύτιμα ἀφιερώματα, οἱ εἰκόνες κ.τ.λ., ποὺ εἶχαν συγκετρωθεῖ στὸ Μοναστἠρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἀργότερα Παναγίας Ξενιᾶς) κατὰ τὴν ὑπερχιλιόχρονη πορεία  του ἦταν, ὅπως εἶναι  ἑπόμενο, πάρα πολλά. Τὰ πιὸ πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ χάθηκαν μὲ τὸ πέρασμα τοῦ πανδαμάτορα χρόνου καὶ τῶν κατὰ καιροὺς δύσκολων έμπόλεμων καὶ ἀνωμάλων περιστάσεων.

Γιὰ μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ χάθηκαν διασώθηκαν μόνο  σκόρπιες πληροφορίες ποὺ μᾶς ἄφησαν κάποιοι ποὺ τὰ εἶδαν ἤ ἔφτασαν γι’ αὐτὰ ὡς τὴν ἐποχή μας κάποιου ἄλλου εἴδους ἐνδείξεις τῆς ὕπαρξής τους. Γιὰ τὰ ὑπόλοιπα, ποὺ εἶναι καὶ τὰ περισσότερα καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν γνωρίζουμε τίποτε, ἁπλῶς ὑποθέτουμε τὴν ὕπαρξή τους ἀπὸ σκόρπιες ἀσαφεῖς καὶ ἀνεπιβεβαίωτες πληροφορίες.

Στὴ θέση αὐτὴ θὰ προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε μία εἰκόνα τοῦ πλούτου αὐτοῦ τῶν χειρόγραφων τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Μοναστηριοῦ, ὅσο μᾶς ἐπιτρέπουν οἱ σημερινὲς συνθῆκες καὶ οἱ ἀτομικὲς δυνατότητές μας. Θὰ ἀναφέρουμε ἀκόμη καὶ ὅσες πληροφορίες μπορέσαμε νὰ συγκεντρώσουμε γιὰ τὰ πολύτιμα λατρευτικὰ ἀντικείμενα καὶ ἄλλα ποικίλα εἴδη ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ στὸ Μοναστήρι αὐτό, γιὰ τὰ ἱερὰ λείψανα, γιὰ τὰ ἱερὰ σκεύη, τὰ πολυτελῆ ἄμφια κ.τ.λ.

Θεωροῦμε ὅτι ἡ κατάθεση ποὺ ἐπιχειροῦμε ἐδῶ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικὰ κεφάλαια τῆς ἱστορίας τοῦ Μοναστηριοῦ. Νομίζουμε ὅτι συμβάλλει στὴν ὁλοκληρωμένη καὶ συνολικὴ ἀντίληψη τῆς ἐπίδρασης καὶ τῆς ἀκτινοβολίας τοῦ διαχρονικοῦ αὐτοῦ «φαινομένου καὶ γεγονότος», ποὺ λέγεται Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, στὴν ὅλη διαμόρφωση τῆς σύστασης ἀλλὰ καὶ τῆς ἱστορικῆς πορείας τῆς τοπικῆς κοινωνίας.

Μιὰ τέτοια κατάθεση μπορεῖ ἴσως νὰ βοηθήσει στὴν κατανόηση τῆς σαγηνευτικῆς ἀκτινοβολίας καὶ τῆς ζωογόνου θαλπωρῆς ποὺ ἐκπορευόταν ἀπὸ αὐτὸ τὸ Μοναστήρι στὴ γύρω του κοινωνία.

Μία εἰκόνα τοῦ πλούτου τῶν χειρόγραφων, τῶν ἱστορικῶν ἐγγράφων, τῶν πολύτιμων ἀντικειμένων, τῶν ἱερῶν σκευῶν κ.τ.λ.  ποὺ χάθηκαν μπορεῖ νὰ σχηματισθεῖ ἀπὸ κάποιες σχετικὲς πληροφορίες ποὺ ἔχουμε παραθέσει σὲ ἄλλες σελίδες τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς.

Θυμίζουμε, ὡστόσο καὶ ἐδῶ, τὴν ὁριστικὴ ἀπώλεια τῶν περιεχομένων τῶν δύο σφραγισμένων κιβωτίων ποὺ παραδίδονταν μυστικὰ ἀπὸ ἡγούμενο σὲ ἡγούμενο.

Θυμίζουμε ἐπίσης τὰ βιβλία ποὺ πετάχθηκαν ὡς ἄχρηστα ἀπὸ τὴν «Σπηλιά τῆς Παναγίας» γιατὶ ἦταν γραμμένα μὲ «βυζαντινὰ γράμματα»!

Θυμίζουμε ἀκόμη ὅτι παλαιὰ χειρόγραφα βιβλία, ποὺ ὑπῆρχαν στὸ Μοναστήρι, σχίζονταν γιὰ νὰ χρησιμοποιηθοῦν γιὰ τὴν ἐνίσχυση τῶν ἐξωφύλλων κατὰ τὴ βιβλιοδεσία νεότερων βιβλίων.

Θυμίζουμε ὅτι σὲ κελὶ ὑπέργηρου καλόγερου στὴν ἐγκαταλειμμένη «Ἄνω Μονὴ» βρίσκονταν πεταμένα «φύρδην μίγδην» χειρόγραφα βιβλία.

Θυμίζουμε, τέλος, τὴν ἀφαίρεση ἀπὸ τὸ Μοναστήρι καὶ τὴν πώληση σὲ ἀρχαιοκάπηλους χειρόγραφων ἀπὸ τὸν μοναχὸ Ζαχαρία Καίσαρη.

Θέλοντας νὰ συμπληρώσουμε τὴν εἰκόνα αὐτὴ τῶν μεγάλων ἀπωλειῶν χειρόγραφων παραθέτουμε κάποια ἀκόμα στοιχεῖα.

Στὸ κεφάλαιο «Ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ μέσα ἀπὸ ἐνθυμήσεις» ἀναφέρουμε γιὰ μία χειρόγραφη «Παρακλητικὴ» τοῦ «Λεοντάρη ἀπὸ τὴν Προῦσα». Στὸ λευκὸ περιθώριο μιᾶς σελίδας τῆς «Παρακλητικῆς» αὐτῆς ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος  ἔγραψε, τὴν 1η Ἰανουαρίου 1898, ἰδιόχειρα, μία πληροφορία, τὴν ὁποία παρουσιάζουμε:

«Τὸ παρὸν βιβλίον «Παρακλητικὴ», ἐκ τῶν χειρογράφων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, ἀνήκει τῇ Συλλογῇ τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας «Ὄθρυος». Κατὰ δὲ τὸν Ἑλληνο – Τουρκικὸν Πόλεμον τοῦ 1897 καὶ τὴν ὑπὸ τῶν Τούρκων κατάληψιν τοῦ Ἁλμυροῦ, οἱ Τοῦρκοι καταλαφυραγωγήσαντες τὴν οἰκίαν ἡμῶν καὶ τὰ ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ προέδρου τῆς Ἑταιρείας κ. Εὐαγγέλου Βαρβαρέζου, ἰατροῦ, κατακείμενα βιβλία καὶ χειρόγραφα τῆς Ἑταιρείας ὡς καὶ τὰ ἱερὰ κειμήλια ἐξ ὧν ἐσώθη μόνον τὸ παρὸν χειρόγραφον καὶ ἡ σφραγὶς τῆς Ἑταιρείας, ἀγορασθέντα ἀντί δραχμῶν πέντε παρὰ τοῦ ἀξιωματικοῦ Ρουστὲμ – ἐφέντη ὑπὸ τοῦ Γραμματέως τῆς Ἑταιρείας Νικολάου Ι. Γιαννοπούλου.

Ἐν Ἁλμυρῷ τῆ 1 Ἰανουαρίου 1898».

Σὲ ἄλλη σελίδα τοῦ ἴδιου χειρόγραφου βιβλίου ὑπάρχει μία ἀκόμη ἰδιόγραφη σημείωση τοῦ Νικόλαου Γιαννόπουλου, ἐπιβεβαιωτικὴ καὶ συμπληρωματικὴ τῆς παραπάνω, γραμμένη στὴν 1η Ἀπριλίου 1898:

«Ἐνταῦθα μνείαν ποιοῦμαι ὅτι ἐν Ἁλμυρῷ τῆς Θεσσαλίας συνεστήθη ἡ Φιλάρχαιος Ἑταιρεία «ἡ Ὄθρυς», ἥτις σὺν τοῖς πολλοῖς κειμηλίοις ἅτινα συνέλεξεν, ἐκέκτητο καὶ 14 χειρόγραφα ἐκκλησιαστικῆς ὕλης τοῦ ΙΔ΄ καὶ ΙΕ΄ αἰῶνος, ὧν ὅλα περιεῖχον λόγους ἐκκλησιαστικοὺς καὶ ὁμιλίας εἰς διαφόρους ἁγίους, νομοκάνονας κ.τ.λ.

Ἀλλ’ ἐπελθόντος τοῦ Ἑλληνοτουρκικοῦ Πολέμου, ἀπὸ 1ης Ἀπριλίου 1897 μέχρι 5 Μαΐου τοῦ αὐτοῦ ἔτους καὶ καταληφθείσης τῆς Θεσσαλίας ὑπὸ τοῦ ἐχθροῦ, κατεστράφησαν πάντα τὰ ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Εὐαγγέλου Βαρβαρέζου, ἰατροῦ καὶ προέδρου τῆς Ἑταιρείας τεθειμένα ἐν κιβωτίοις χειρόγραφα, ἐκκλησιαστικὰ σκεύη καὶ λοιπὰ ὑπὸ τῶν Τούρκων καὶ μόνον τὸ παρὸν ἐσώθη ὡς καὶ ἕτερον ἀγορασθὲν ὑπὸ τοῦ γραμματέως Νικολάου Ι. Γιαννοπούλου.

Ἐν Ἁλμυρῷ τῇ 1Ἀπριλίου 1898».

 

Σὲ ἄλλο χειρόγραφο βιβλίο τοῦ ἀρχείου τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς», «Τριώδιον καὶ Πεντηκοστάριον», ὑπάρχει ἡ ἑξῆς σχετικὴ παρόμοια «ἐνθύμηση»:

«Εἰς τὰς 5 Ἀπριλίου 1897 ἔγεινεν ὁ Ἑλληνο –Τουρκικὸς Πόλεμος. Εἰς τὰς 13 Ἀπριλίου εἰσῆλθον οἱ Τοῦρκοι εἰς Λάρισαν, ὑποχωρήσαντος τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ. Εἰς τὰς 5 Μαΐου εἰσῆλθον εἰς τὸν Ἁλμυρὸν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἐλεηλάτησαν τὴν πόλιν. Κατεστράφησαν πολλὰ χειρόγραφα βιβλία τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ὄθρυος εὑρισκόμενα εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ προέδρου κ. Εὐαγγέλου Βαρβαρέζου, ἰατροῦ, καὶ τὰ ἀγάλματα ἐκλάπησαν».

Τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ παραπάνω χειρόγραφα βιβλία τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ ἦταν προσφορὰ σ’ αὐτὴν ἐκ μέρους τῆς Μονῆς Ξενιᾶς. Ἀκόμη καὶ πολλὰ ἀπὸ ὅσα εἶχαν προσφερθεῖ σ’ αὐτὴν ἀπὸ ἄλλες τοπικὲς ἐκκλησίες (Κωφῶν, Κοκκωτῶν, Γούρας, Πλατάνου) ἤ καὶ ἀπὸ διάφορα ἄτομα, προέρχονταν κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος τους ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Χαρακτηριστικὴ καὶ ἐπιβεβαιωτικὴ τοῦ γεγονότος αὐτοῦ εἶναι ἡ ἑξῆς σημείωση γραμμένη σ’ ἕνα ἄλλο χειρόγραφο:

«Βιβλίον Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ὄθρυος ἐν Ἁλμυρῷ. Ἐδωρήθη ὑπὸ τῆς Κοινότητος Κοκκωτῶν, ἀνῆκον πρὶν εἰς τὴν Μονὴν Ξενιᾶς, τῇ 25 Ἰανουαρίου 1891. Νικόλαος Ι. Γιαννόπουλος».

Στὸ περιοδικὸ «Ἱερὸς Σύνδεσμος»,[1] ἀναφέρονται τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικὰ γιὰ  τὴ Μονὴ Ξενιᾶς καὶ  τὸ συγκεκριμένο θέμα:

«Ἡ Μονὴ (Ξενιᾶς) ἐκέκτητο σταυροὺς ὁλογλύφους ξυλίνους, ὧν ἕναν λεπτοτάτης τέχνης διεσώσαμεν τῷ 1896 ἐν τῷ τότε ἀρτισυστάτῳ μουσείῳ τοῦ Ἁλμυροῦ, ἀλλ’ ἀτυχῶς ἁρπαγέντι τῷ 1897 ὑπὸ τῶν ἐπιδραμόντων Τούρκων μετὰ καὶ ἄλλων ἀρχαίων. Ἕτερον δὲ σταυρὸν μετρίας τέχνης ἐσώσαμεν βραδύτερον μετὰ τὸ 1897 ἐν τῷ μουσείῳ Ἁλμυροῦ.  Ἀπόκειται δὲ εἷς σταυρὸς καλῆς τέχνης ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ παρακειμένου χωρίου Κοκωτῶν, μετενηνεγμένος ἀναμφιβόλως ἐκ τῆς μονῆς…».

Πολὺ χαρακτηριστική, ἐνδεικτικὴ τῶν μεγάλων ἀπωλειῶν πολύτιμων ἀντικειμένων καὶ ἱστορικῶν στοιχείων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς εἶναι ἡ συνέχεια τοῦ παραπάνω σημειώματος, τὴν ὁποία ἐπισημαίνουμε ἰδιαιτέρως «…ὡς καὶ χειρόγραφοι κώδικες, ὧν σπαράγματα εὕρομεν ἐν οἰκίαις τῶν ἐγγὺς χωρίων Βρυνίνης καὶ Κοκωτῶν καὶ ἕνα κώδικα θεολογικῆς ὕλης χαρτῷον ἐν τῷ κοιμητηρίῳ τοῦ χωρίου μετ’ ὀστῶν».

Πολλὰ χαρακτηριστικὰ ἀποσπάσματα, δηλωτικὰ τῶν μεγάλων ἀπωλειῶν πολύτιμων ἀντικειμένων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, ἐντοπίζονται στὴν ἀλληλογραφία τοῦ Νικόλαου Γιαννόπουλου. Παραθέτουμε ἕνα ἐλάχιστο δεῖγμα τέτοιων μαρτυριῶν:

«Ἐν Ἁλμυρῷ τῇ 4 Ἀπριλίου 1895.  Ἀξιότιμε κύριε Γ. Λαμπάκη εἰς Αθήνας.…… Ἐν τῇ κάτω Μονῇ Ξενιᾶς εὗρον σιγγίλλια, πατριαρχικά, ὧν δύο ἐν μεβράναις, μολυβδόβουλα Γαβριὴλ (1702), καὶ Γρηγορίου Ε΄ (1798). Οἱ μοναχοὶ τὰ κρύπτουσιν ἰδίως κατέχει αὐτὰ ὁ Ἀγαθάγγελος περί οὗ ἐν προτέρᾳ μου ἐπιστολῇ εἶχον γράψει ὑμῖν. Δὲν πιστεύω ὅμως νὰ τὰ φανερώσῃ διότι ὑπὸ ἐχεμύθειαν μοὶ τὰ ἔδειξε . . .

Χειρόγραφα τινὰ ἐκκλησιαστικῆς ὕλης παρά τινι μοναχῷ εἶδον ἐρριμένα. Ὑπάρχουσι πολλὰ τοιαῦτα καὶ ἕν χειρόγραφον ἐν μεμβράναις Εὐαγγέλιον τὸ ὁποῖον δὲν εἶδον. …. Ἐν τῇ ἄνω Μονῇ εἶδον πολλὰ χειρόγραφα  χάρτου ὀγκώδη ἀλλ’ ἐκκλησιαστικῆς ὕλης. Τούτων τινὰ εἶδον ἐν κελλίῳ τοῦ μοναχοῦ Ἱεροθέου περιέχοντα μουσικοὺς χαρακτῆρας. 12 ὀγκώδη τοιαῦτα βιβλία ἐμέτρησα. Ἀγγεῖα τινὰ καὶ σταυροὶ καὶ εἰκόνες ἀρχαῖαι εἰσὶν ἐρριμένα  ἐν τῷ σκευοφυλακίῳ τοῦ ναοῦ ὡς ἄχρηστα.…»

«Ἁλμυρὸς τῇ 29 Μαΐου 1895. Γερμανῷ Μητροπολίτῃ Δράμας … Πλεῖστα δὲ χειρόγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς κατεστράφησαν ὑπ’ ἀμελείας τῶν μοναχῶν, ὡς συμβαίνει συνήθως ἐν τοῖς μοναστηρίοις νῦν…..».

«Ἀγαπητέ μοι κ. Νικολάκη, … Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ἀφηρέθησαν καὶ ἀποξενώθηκαν τὰ ἀρχαῖα χρονικὰ τῆς Μονῆς. Διελύθη καὶ ἐξηφανίσθη ἡ βιβλιοθήκη καὶ ἡ ἀρχαία τῶν χαλκωμάτων μεγάλη ἀποσκευὴ  ἀπωλέσθη ἐκ τῆς Μονῆς!», ἔγραψε σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο, στὶς 28 Ἰουλίου 1898, ὁ ἁγιογράφος μοναχὸς τῆς Παναγίας Ξενιᾶς Χαρίτων.

Ἕνα, μικρὸ ἴσως, δεῖγμα, ἀλλὰ χαρακτηριστικὸ τῆς εὐκολίας μὲ τὴν ὁποία χάνονταν πολύτιμα κειμήλια, ἀκόμη καὶ ἱερὰ λείψανα ἀπὸ τὴ Μονὴ Ξενιᾶς, εἶναι μία ἀναφορὰ ποὺ ὑποβλήθηκε στὶς 13 Μαρτίου 1907 στὸ Μητροπολίτη Δημητριάδος:

«Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς τῇ 13 Μαρτίου 1907

                               Πρὸς τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Δημητριάδος.

                                               Αἴτησις προκλήσεως ἀφορισμοῦ.

Πρό τινος χρόνου, ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ βήματος τῆς ἐκκλησίας τῆς ἡμετέρας Μονῆς, ἀφῆκεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀγροφύλακος τῆς ἡμετέρας Μονῆς Ἰωάννης Μιχ. Μίλιας ἕνα σταυρὸν ἀργυροῦν μετ’ ἀλύσεων ἐπίσης ἀργυρῶν, χρησιμεύοντα ὡς φυλακτικὸν μετὰ φλωρίων ἀξίας, ὅστις πρὸ δύω ἡμερῶν ἀφῃρέθη, καίτοι δὲ κατεβλήθη παρ’ ἡμῶν πᾶσα δυνατὴ προσπάθεια, δὲν ἠδυνήθημεν ν’ ἀνακαλύψωμεν τὸν κλέπτην αὐτοῦ.

Ἐπίσης δὲ ἐξ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου βήματος πρό τινος χρόνου ἐκλάπησαν ἕν τμῆμα ἁγίου λειψάνου τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς καὶ ἕν ζεῦγος ἱερῶν ἀμφίων τῆς Ἐκκλησίας ἀξίας ἐπίσης μεγίστης, πρὸς περιστολὴν δὲ τοῦ κακοῦ τούτου, ὅπερ δυστυχῶς ἐπικρατεῖ ἐν τῇ ἡμετέρᾳ Μονῇ καὶ ἵνα μὴ κατακρίνῃ ἡμᾶς ἡ κοινωνία καὶ καταρρίπτεται τὸ γόητρον τῆς Μονῆς, παρακαλοῦμεν τὴν ὑμετέραν Σεβασμιότητα ἵνα εὐαρεστουμένη προκαλέσῃ τὸν προσήκοντα ἀφορισμὸν κατὰ τοῦ διαπράξαντος τὰς ἀνωτέρω πράξεις καὶ ἀποστείλῃ ἡμῖν τοῦτον πρὸς ἀνάγνωσιν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τῆς ἡμετέρας Μονῆς κατὰ τὰ κεκανονισμένα.

Εὐπειθέστατον

τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον Ξενιᾶς».

 

«Πολλὰ πατριαρχικὰ σιγίλλια ἀνηρπάγησαν», ἔγραψε ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, στὴν ἐφημερίδα «Ταχυδρόμος» τοῦ Βόλου στὶς 13 Μαρτίου 1930.

Πολὺ χαρακτηριστικὸ καὶ ἐντυπωσιακὸ εἶναι ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ ἕνα δημοσίευμα, πάλι τοῦ Νικόλαου Γιαννόπουλου, σὲ τοπικὴ ἐφημερίδα τοῦ Βόλου, ποὺ ἀναφέρεται σὲ τέτοιες τραγικὲς ἀπώλειες πολυτίμων ἀφιερωμάτων, χρυσοβούλλων αὐτοκρατορικῶν διαταγμάτων, περγαμινῶν βιβλίων κ.τ.λ. τῆς «Μονῆς Ξενιᾶς»:

«Ἡ μονὴ αὔτη ἔχει γύρω πολλὰ ἀσκητήρια. Λέγεται δὲ ὅτι γύρω τῆς μονῆς εἶναι ὑπὸ τὸ ἔδαφος θόλοι κτιστοὶ βυζαντινοί, ὡς κρυψῶνες, διὰ νὰ κρύπτουν οἱ μοναχοὶ τὰ τιμαλφῆ πράγματα τῆς μονῆς ἐν καιρῷ ἐπιδρομῶν.

Κατὰ δὲ τὸ 1821, κατὰ τὴν ἐπανάστασιν, ἔκρυψαν οἱ μοναχοὶ ὅλα τὰ τιμαλφέστερα εἴδη, ἀφιερώματα, χρυσόβουλλα, ἀργυρᾶ σκεύη, μεμβράνινα βιβλία, τὸ ἀρχεῖον ὅλον ἐντὸς ἑνὸς τῶν περὶ τὴν μονὴν θόλων, ὁ ὁποῖος ἦτο γνωστὸς εἰς τοὺς γεροντοτέρους μοναχούς, ἀλλ’ ἀφοῦ ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον ἀπεβίωσαν, ἦτο ἄγνωστος ὁ θόλος εἰς τοὺς νεωτέρους μοναχούς.

Μόνον ἐπέζη μέχρι πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν εἷς γέρων μοναχός, ὁ ὁποῖος ἐμόναζεν εἰς ἕνα μοναστήρι τοῦ Πηλίου, ὅστις ἐγνώριζε τὸ μέρος καὶ πολλάκις ἔλεγεν ὅτι ἐπεθύμει νὰ μετέβαινεν εἰς τὴν Ἄνω Μονὴν Ξενιᾶς διὰ νὰ δείξῃ εἰς τοὺς μοναχοὺς τὸν θόλον, διότι μετὰ τὸν θάνατόν του θὰ ἔμενεν ἄγνωστος καὶ τὰ πράγματα χαμένα.

Δυστυχῶς ὅμως οἱ μεταγενέστεροι μοναχοὶ περὶ ἄλλα τυρβάζοντες καὶ ἰδίως τὴν ἀργυρολογίαν καὶ τὰς κατ’ ἀλλήλων καταγγελίας, δὲν ἐφρόντισαν νὰ παραλάβουν τὸν γέροντα νὰ τοῖς δείξῃ τὸν θόλον καὶ ἔτσι ἀπέθανεν».

Παρ’ ὅλες, ὡστόσο, τὶς καταστροφές, λεηλατήσεις καὶ ἀπώλειες  χειρογράφων καὶ κειμηλίων τοῦ ἱστορικοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ὅπως ἐνδεικτικὰ διαφαίνονται ἀπὸ τὰ παραπάνω, στὸ ἀρχεῖο τοῦ Μοναστηριοῦ ἐξακολουθοῦσαν νὰ ὑπάρχουν πολλὰ καὶ σημαντικὰ καὶ μάλιστα καλὰ διατηρημένα χειρόγραφα, γιατὶ ὅσα προσφέρθηκαν στὴ Φιλάρχαιο Ἑταιρεία ἦταν κυρίως ἐκεῖνα ποὺ εἶχαν φθαρεῖ καὶ δὲν θεωροῦνταν ἀπὸ τοὺς καλογέρους τόσο πολύτιμα ὥστε νὰ διστάζουν νὰ τὰ δώσουν σὲ ἄλλους.

Παρ’ ὅλα αὐτά, πολλὰ πολύτιμα ἀντικείμενα τοῦ Μοναστηριοῦ, πολὺ μεγαλύτερης ἀξίας ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀναφέρουμε, φαίνεται ὅτι διέφυγαν ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Αὐτὸ δηλώνεται ἀπὸ κάποιες ἐνδείξεις ποὺ διασώθηκαν.

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος σὲ μία ἐπιστολή του πρὸς τὸν Πρόεδρο τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας, στὴν Ἀθήνα, στὶς 2 Ἀπριλίου 1895, ἔγραψε τὰ ἑξῆς:

«Ἁλμυρὸς τῇ 2ᾳ Ἀπριλίου 1895

Ἀξιότιμε κύριε Πρόεδρε,

Εὐχαρίστως ἐκομισάμην τὸ ὑμέτερον ἔγγραφον μετὰ τοῦ συννημένου ἐπισήμου γράμματος δι’ οὗ ἔσχον τὴν τιμὴν νὰ ἐκλεγῶ μέλος ἀντεπιστέλλον τῆς ὠφελιμωτάτης Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας.

Εὐχαριστῶν ὑμῖν διὰ τὴν τιμὴν ταύτην θέλω προσπαθήσει ὅπως φανῶ ἀντάξιος αὐτῆς ἐξυπηρετῶν προθύμως τὰ συμφέροντα τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας.

Δραττόμενος τῆς εὐκαιρίας κατατίθημι σὺν τῷ ταλάντῳ τοῦ πλουσίου κἀγὼ τὸν πενιχρόν μου ὀβολόν εἰς τὸ ὑμέτερον Μουσεῖον δωρούμενος αὐτῷ:

1) Χειρόγραφον πολυσέλιδον ὀγκῶδες βιβλίον μικροῦ, 16ου σχήματος, τοῦ 16ου αἰῶνος περιέχον λόγους ἐκκλησιαστικοὺς καὶ ἀποφθέγματα ἁγίων ἀνδρῶν.

2) Σταυρὸν γεγλυμμένον ἐκ ξύλου πίξου λεπτοτάτης τέχνης τοῦ 16ου αἰῶνος παριστάνοντα δωδεκάορτον  ὅμοιον τῷ ὑπὸ τῆς αὐτῆς Μ. τῆς Αὐτοκρατείρας τῆς Βασιλίσσης δωρηθέντα ἀλλ’ ἄνευ ἀργυροεπιχρυσώσεως.

3) Ἀρχαῖόν ἐλλιπές ἔντυπον βιβλίον ἐκκλησιαστικῆς ὕλης ἀκατάληπτον ἐμοί.

Εὔελπις ὤν ὅτι καὶ ἄλλας προσφορὰς καὶ ἀνακαλύψεις διαφόρων ἀντικειμένων ἀναγγελῶ ὑμῖν, διατελῶ μετὰ τῆς βαθείας πρὸς ὑμᾶς ὑπολήψεως

                                                Ν. Ι. Γιαννόπουλος

Τῷ ἀξιοτίμῳ κυρίῳ Ἀριστείδῃ Παπούδωφ, προέδρῳ τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας, εἰς Αθήνας» .

 

Εἶναι βέβαιο ὅτι τὰ τρία παραπάνω ἀντικείμενα ἀνῆκαν στὴ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς καὶ προσφέρθηκαν στὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο.

Χαρακτηριστικὸ τοῦ ἴδιου κλίματος τῆς εὐκολίας μὲ τὴν ὁποία προσφέρονταν πολύτιμα ἀντικείμενα καὶ κειμήλια ἐκ μέρους τῶν μοναχῶν τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς εἶναι τὸ παρακάτω πρακτικὸ τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου του κατὰ τὸ 1908:

«Ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Ξενιᾶς σήμερον τὴν ἑβδόμην τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου τοῦ 1908 ἔτους, συνελθὸν τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς εἰρημένης μονῆς, ἀπαρτιζόμενον ἐκ τῶν Ἰωακεὶμ Ἀποστόλου, ἡγουμένου, καὶ τῶν συμβούλων Ἀνθίμου Ἀποστόλου καὶ Ἀγαπίου Ἀθανασίου, καὶ ἀκοῦσαν τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἐπισκόπου Δημητριάδος εὑρισκομένου ἐν τῇ Μονῇ δι’ ὑποθέσεις αὐτῆς, ὅπως μία παλαιὰ ἐκ βελούδου ἡγουμενική, μήτρα ἕχουσα τέσσαρας χρυσοϋφάντους ἁγίους καὶ  ἄλλα χρυσοκέντητα κοσμήματα, ἀποσταλῇ εἰς τὴν ἐν Ἀθήναις Χριστιανικὴν Ἀρχαιολογικὴν Ἑταιρείαν ὡς ἀφιέρωμα εἰς αὐτὴν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, καὶ ἐκτιμοῦν δεόντως τὴν γνώμην τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἐπισκόπου Δημητριάδος ἀποφαίνεται ὁμοφώνως: Γνωμοδοτεῖ ὅπως ἀποσταλῇ  ὡς ἀφιέρωμα τῆς Μονῆς ἡμῶν εἰς τὴν ἐν Ἀθήναις Χριστιανικὴν Ἀρχαιολογικὴν Ἑταιρείαν ἡ ὡς ἄνω ἀναφερομένη ἡγουμενικὴ μήτρα, ὡς ἄχρηστος ἐν τῇ Μονῇ, καὶ παρακαλεῖ τὸν Σεβασμιώτατον Ἐπίσκοπον Δημητριάδος, ὅπως εὐαρεστούμενος ἐνεργήσῃ τὰ περαιτέρω καὶ μεριμνήσῃ περὶ ἀποστολῆς ἡμῖν τῆς σχετικῆς ἀποδείξεως παραλαβῆς παρὰ τῆς εἰρημένης Ἑταιρειας…».

Τὰ παραπάνω παρέχουν μία ἀμυδρὰ εἰκόνα τοῦ πλούτου ποὺ εἶχε συγκεντρωθεῖ στὴ Μονὴ Ξενιᾶς καὶ τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖον αὐτὸς διασκορπίστηκε.

Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὑπῆρχαν ἀκόμη στὸ Μοναστήρι πολλὰ πολύτιμα ἀντικείμενα καὶ ἱερὰ σκεύη. Αὐτὰ ποὺ ὑπῆρχαν στὸ Μοναστήρι λεηλατήθηκαν ἤ ἁρπάχτηκαν σὲ πολὺ μεγάλο βαθμὸ κατὰ τὸν πόλεμο τοῦ 1897 καὶ ἀργότερα κατὰ τὴν περίοδο τῆς «Κατοχῆς» 1941 -1944 καὶ τῶν ἐθνικῶν περιπετειῶν 1945 -1948.

 

Α΄. Χειρόγραφα Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς

Εἰσαγωγικὰ

Ἀντιμετωπίζοντας κάποιος μελετητὴς τὸ πρόβλημα τῆς καταγραφῆς τῶν χειρογράφων κωδίκων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς γρήγορα διαπιστώνει ὅτι ὑπάρχουν πολλὰ καὶ δισεπίλυτα προβλήματα.

Πρῶτο ζήτημα ποὺ προκύπτει εἶναι ἐὰν στοὺς κώδικες αὐτοὺς πρέπει νὰ συμπεριληφθοῦν καὶ ὅσοι ἀνῆκαν κάποτε στὸ Μοναστήρι, ὅπως αὐτοὶ  ποὺ ἀπωλέσθηκαν, μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο στὸ πέρασμα του χρόνου, ἀλλὰ γνωρίζουμε ὅτι ὑπῆρχαν ἤ αὐτοὶ ποὺ προσφέρθηκαν ἐκ μέρους τοῦ Μοναστηριοῦ, ὅπως, π.χ., στὴ Φιλάρχαιο Ἑταιρεία Ἁλμυροῦ ἤ σὲ ἐκκλησίες τῶν γειτονικῶν χωριῶν, ἤ αὐτοὶ ποὺ ἄν καὶ εἶναι βέβαιο ὅτι ἀνῆκαν στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς, βρέθηκαν σὲ χέρια ἰδιωτῶν. Ἀκόμη καὶ στὴ σημερινὴ ἐποχὴ ὑπάρχουν χειρόγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς σὲ χέρια ἰδιωτῶν.

Στὸ κεφάλαιο τοῦτο τῆς  ἐργασίας μας, ἀποβλέποντας στὴν καταγραφή, ὅσο αὐτὸ τὸ ἐπιτρέπουν οἱ δυνατότητές  μας, πληρέστερης τῆς ἱστορίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς καὶ ὄχι στὴν καταγραφή τοῦ σημερινοῦ της ἀρχείου, θὰ συμπεριλάβουμε ὅλους τοὺς κώδικες ποὺ ἀνῆκαν κάποτε καὶ ὅσους γνωρίζουμε ὅτι ἀνήκουν σήμερα ὅπως καὶ ὅ,τι γνωρίζουμε γιὰ τὸ θέμα αὐτό. Δὲν ἀποβλέπουμε στὴν ἀκριβῆ καταγραφή τῶν «ἀντικειμένων» μιᾶς «Μουσειακῆς Συλλογῆς».

Πρόβλημα ἐπίσης δημιουργεῖται μὲ τὴν ἀρίθμηση καὶ καταλογογράφηση τῶν κωδίκων ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ γίνει ἡ ταύτιση μεταξὺ τῶν διαφόρων καταγραφῶν ποὺ ἐπιχειρήθηκαν καὶ δημοσιεύθηκαν κατὰ καιρούς. Καὶ αὐτὴ ἡ θεώρηση τοῦ θέματος εἶναι ξένη πρὸς τὶς ἐπιδιώξεις μας.

Μία πρώτη καταγραφή τῶν χειρογάφων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ἔγινε ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο καὶ δημοσιεύθηκε στὸ «Νέος Ἑλληνομνήμων».[2] Ἄγνωστο ὅμως γιὰ ποιὸ λόγο ὁ Γιαννόπουλος στὸ δημοσίευμά του αὐτό συμπεριέλαβε δέκα μόνο κώδικες, χωρὶς νὰ συνεχίσει σὲ ἑπόμενο δημοσίευμά του μὲ τοὺς ὑπόλοιους κώδικες τῆς Μονῆς ἀλλὰ καὶ χωρὶς νὰ κάνει κάποια σχετικὴ μνεία.

Στὶς 23 – 24 Μαρτίου 1975 ὁ καθηγητὴς καὶ ἀκαδημαϊκὸς Λίνος Πολίτης φωτογράφησε γιὰ λογαριασμὸ τοῦ Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης τοὺς χειρόγραφους κώδικες τῆς Μονῆς Ξενιᾶς.

Τὸ ἔτος 2000, ὁ ἀρχιμανδρίτης Χερουβεὶμ Βελέντζας, μοναχὸς τότε τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, παρουσίασε στὸ «Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ»,[3] τὴν ἐργασία του «Κατάλογος τῶν Χειρογράφων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς».  καταγράφοντας εἴκοσι τέσσερις (24) κώδικες ἐκ τῶν ὁποίων ὁ ἕνας μουσικός.

Ὁ Κωνσταντῖνος Χαριλ. Καραγκούνης, στὸ Γ΄ Συνέδριο Αλμυριώτικων Σπουδῶν[4] παρουσίασε τὴν ἐργασία «Ἕνα μουσικὸ στιχηράρι τοῦ ΙΗ΄αἰῶνος ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς», ἡ ὁποία καὶ δημοσιεύθηκε στὰ «Πρακτικὰ» τοῦ Συνεδρίου[5] καὶ σὲ «ἀνάτυπο».

Ὁ ἴδιος, Κωνσταντῖνος Χαριλ. Καραγκούνης, στὸ «Proceedings of the 1st International Conference of the ASBMH»,[6] σελ. 599 – 667, παρουσίασε τὴν ἐργασία «Ὀκτὼ μουσικὰ χειρόγραφα ἀπὸ τὴν περιοχὴ Ἁλμυροῦ τῆς Μαγνησίας».

Μὲ βάση ὅλες τὶς παραπάνω δημοσιεύσεις, τὰ περιεχόμενά τους, τὶς διατυπούμενες ἰδιαίτερες σ’ αὐτὲς ἀπόψεις, τὰ κενά, τὰ λάθη, τὶς παραλείψεις καὶ τὶς  μεταξύ τους ἐπικαλύψεις, τὶς διορθώσεις καὶ ἀλληλοσυμπληρώσεις, καὶ μὲ τὰ συμπεράσματα ποὺ προέκυψαν ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερη προσωπική μας ἔρευνα καὶ μελέτη τοῦ ἀντικειμένου αὐτοῦ, θὰ παρουσιάσουμε στὴ συνέχεια, σὲ τρία μερικότερα ὑποκεφάλαια, μὲ τίτλους: Ι.«Χειρόγραφοι Κώδικες Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς», ΙΙ. «Χειρόγραφοι Κώδικες Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς»» καὶ ΙΙΙ. «Μουσικοὶ Κώδικες Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς», μία συνοπτική, συγκερασματικὴ ἀναφορὰ ὅλων τῶν  χειρογράφων κωδίκων, οἱ ὁποῖοι, μὲ τὸν ἕνα ἤ μὲ τὸν ἄλλο τρόπο ἀνῆκαν στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀλλὰ καὶ τῶν λοιπῶν πολυτίμων και ἱερῶν κειμηλίων τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ.

 

Ι. Χειρόγραφοι κώδικες Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς

  1. Κώδικας Α΄.

Εἶναι ἕνας ἄδετος χάρτινος κώδικας τοῦ 16ου αἰῶνα[7] μὲ 155[8] φύλλα  σχήματος 4ου μεγάλου, διαστάσεων 0,30 Χ 0,21 μ., ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζεται ὡς «Εὐαγγελιστάριον».

Τὸ κείμενο τοῦ κώδικα εἶναι γραμμένο σὲ δύο στῆλες σὲ κάθε σελίδα. Στὸν κώδικα περιλαμβάνονται εὐαγγελικὲς περικοπὲς κατ’ ἐπιλογήν. Τὰ ἀρχικὰ κεφαλαῖα γράμματα εἶναι κόκκινα, γραμμένα μὲ κιννάβαρη, καὶ ἄκομψα ὅπως καὶ οἱ ἐπικεφαλίδες τῶν περικοπῶν.

Τὸ κείμενο εἶναι γραμμένο μὲ ὑπόξανθη μελάνη. Ἀρχίζει ἀπὸ τὴν περικοπὴ: «Εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἰς πλοιάριον», καὶ τελειώνει: «ἅτινα ἐὰν γράφηται καὶ  οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία, ἀμήν».

Τὸ κείμενο παρουσιάζει κάποιες ἀνορθογραφίες. Μερικὰ ἀξιοπαρατήρητα χαρακτησιστικὰ εἶναι τὰ ἑξῆς: Τὸ κεφαλαῖον Ε σχεδιάζεται ἔχοντας ἕνα ἀπλωμένο χέρι. Στὸ κείμενο ἀντὶ  τοῦ σημείου τῆς τελείας χρησιμοποιεῖται τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.

 

  1. Κώδικας Β΄.

Χάρτινος κώδικας τοῦ 16ου αἰῶνα, μὲ ξύλινα ἐξώφυλλα δερματόδετα. Ἔχει 223[9] φύλλα διαστάσεων 0,19 Χ 0,14 μ.

Ὁ κώδικας, ποὺ τιτλοφορεῖται «Λόγοι ἀσκητικοί», εἶναι μονόστηλος, περιέχει δέ, σύμφωνα μὲ τὴν  περιγραφὴ τοῦ Γιαννόπουλου,[10] τὰ ἑξῆς:

«1) Εὐχὴ συγχωρητικὴ τοῦ σοφωτάτου κυρίου Ἐμμανουὴλ τοῦ Μεγάλου Ῥήτορος, προσηρτημένη ἐν τρισὶ φύλλοις ἔμπροσθεν, μεθ’ ὅ ἕπεται ἐν ἀρχῇ τοῦ κυρίως κώδικος: 2) Λόγος περὶ ἀρετῆς καὶ  κακίας.  3) Τοῦ  αὐτοῦ, ὅτι κατὰ τρεῖς τρόπους κακοπαθοῦσιν οἱ ἅγιοι.  4) Τοῦ Ἁγ. Νείλου ἐκ τῶν ὅρων: Ἅδης ἐστὶ χωρίον ἀφεγγές.  5) Τοῦ Ἁγ. Μακαρίου, ἐν τῇ ἀναστάσει ὅλα τὰ μέλη ἀνίστανται.  6) Γερασίμου χρονογράφου, «Ἐπὶ τῆς βασιλείας τῶν Ῥωμαίων τὸ Βέσβιον[11]  ὄρος ἐν τῇ δύσει κατὰ κορυφῆς ῥαγὲν πῦρ ἀνέβλυσε τοσοῦτον, ὥστε καταφλέξαι τὴν παρακειμένην χώραν σὺν ταῖς πόλεσιν». 7) Τοῦ Ἁγ. Εὐφραίμ, περὶ προσευχῆς.  8) Σύνταγμα Γλυκᾶ κυροῦ Μιχαήλ, ἐκ τοῦ αὐτοῦ  βιβλίου λόγος λε΄ τῷ μοναχῷ κυρῷ Ὀνουφρίῳ περὶ τῆς ὀπτασίας, ἥν εἶδεν ὁ Προφήτης  Ἰεζεκιὴλ καὶ ὅπως  αὐτὴν εἰς τοὺς τέσσαρας Εὐαγγελιστὰς ἐξελάβοντο. 9) Τοῦ αὐτοῦ, λόγος «εἰ χρὴ προσέχειν τοῖς λέγουσιν ὅτι ἀποφάσει μόνῃ καὶ οὐκ ἀληθείᾳ εἰσῆλθεν εἰς τὸν παράδεισον ὁ ληστής.  10) Τοῦ αὐτοῦ ἐκ τοῦ αὐτοῦ βιβλίου, ἐκ τοῦ λόγου ιδ΄ περὶ  τῆς  Ἁγ. Τριάδος.  11) Παλλαδίου πατρὸς πρὸς  Λαισὸν περὶ νηστείας. 12) Θεοδωρήτου, τοῦ Ἁγ. Ἐπιφανείου περὶ τῶν ιβ΄  λίθων. 13) Εὐαγρίου, ὑποτύπωσις μοναχικὴ διδάσκουσα πῶς δεῖ ἀσκεῖν καὶ ἡσυχάζειν. 14) Τοῦ αὐτοῦ, περὶ τῶν ἐκπιπτόντων ἐξ οἰκείας ἀμελείας καὶ προφασιζομένων προφάσεσιν ἁμαρτίας.  15) Τοῦ αὐτοῦ πρὸς ἀδελφὸν ἐκπεσόντα καὶ περὶ μετανοίας. 16) Περὶ τοῦ μὴ ἔχοντος φόβον Θεοῦ ἐν ἑαυτῷ.  17) Περὶ τοῦ μὴ ἔχοντος ἀγάπην. 18) Περὶ τοῦ κεκτημένου μακροθυμίαν. 19) Περὶ τοῦ μὴ ἔχοντος μακροθυμίαν. 20) Περὶ τοῦ  κεκτῆσθαι ὑπομονήν. 21) Περὶ τοῦ ἔχοντος πρᾳότητα.  22) Περὶ τῶν μὴ ἐχόντων πρᾳότητα, ἀλλὰ πονηρίᾳ συνεζευγμένων. 23) Τοῦ αὐτοῦ περὶ ἀληθείας – περὶ ψεύδους.  24) Τοῦ αὐτοῦ, περὶ τοῦ ἔχοντος ὑπακοὴν ἀληθινὴν καὶ ἀνυπόκριτον.  25) Περὶ ἀνυποτάκτου καὶ γογγιστοῦ. 26) Περὶ τοῦ μὴ εἶναι λοίδωρον.  27) Περὶ λοιδωρίας καὶ λοιδώρων.  28) Τοῦ αὐτοῦ, περὶ ἐγκρατείας. 29) Τοῦ αὐτοῦ, ὅτι οὐ δεῖ γελᾶν καὶ μετεωρίζεσθαι ἀλλὰ μᾶλλον πενθεῖν καὶ κλαίειν ἑαυτούς. 30) Τοῦ αὐτοῦ, παραίνεσις κδ΄ περὶ ὑπακοῆς.- (Δι’ ἄλλης γραφῆς).  31)   Ἐπιστολὴ τοῦ ἀββᾶ Ἰωάννου, ἡγουμένου τῆς Ῥαϊθοῦ, πρὸς τὸν ὅσιον Ἰωάννην τὸν Σχολαστικὸν τοῦ Σινᾶ Ὄρους ἡγούμενον.  32) Τοῦ καθηγουμένου τοῦ Σινᾶ Ὄρους ἀντίγραφον πρὸς τὴν ἀναγεγραμμένην ἐπιστολὴν ἐπιστείλαντος.  33) Περὶ ἀποταγῆς κόσμου, βαθμὸς α. Ἑρμηνεία τῆς Κλίμακος

«+ Ἔτος  ζ ξ δ [12] μηνὶ Δεκεμβρίῳ κα΄. Θεοῦ τὸ δῶρον καὶ Νεοφύτου πόνος». Ἑπομένως ὁ κῶδιξ εἶναι κεχρονολογημένος.

Ἕπεται συνερραμένον ἕτερον βιβλίον ἔχον ἀλλοίαν γραφὴν διὰ γραμμάτων ἀγκυλωτῶν μεγάλων καὶ καλλιγραφικῶν.

1) Τῇ Ἁγίᾳ καὶ Μεγάλῃ Παρασκευῇ, Εὐσεβίου ἐπισκόπου λόγος εἰς τὸ τοῦ Διαβόλου καὶ τοῦ Ἅδου συμβούλιον πρὸς τοὺς Ἰουδαίους κατὰ συλλογισμῶν. Ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ χάρτου δι’ ἄλλης γραφῆς: 2) Ἐκ τῶν ἀποκρίσεων καὶ διδαχῶν τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Νικήτα, περὶ Βασιλείου μονῆς τινος καθηγουμένου. 3) Διήγησις περὶ σημειοφόρου Πατρός.  4) Λόγος ἀσκητικὸς πάνυ ὠφέλιμος τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου.  5) Τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Εὐφραίμ, Λόγος κατανυκτικὸς περὶ τῆς Δευτέρας Παρουσίας καὶ περὶ τῶν Θείων Γραφῶν. 6) Διήγησις τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου πρὸς τὸν Ἅγ. Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου περὶ ἐξόδου ψυχῆς.  7) Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου λόγος. 8) Λόγος ὠφέλιμος ἑκάστῃ ἡμέρᾳ ὠφείλει ἀναγινώσκεσθαι. 9) Περὶ φυλακῆς καρδίας καὶ θεωρίας λεπτοτέρας. 10) Περὶ τῶν ἔγγιστα τοῦ Θεοῦ ζώντων καὶ ἐν τῇ ζωῇ τῆς γνώσεως πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν διαγόντων.  11) Σχόλια καὶ δηλώσεις περὶ τῶν ἐν ταῖς μαρτυρίαις διαφόρων νοημάτων ποία ἐστὶ χρεία ἑκάστῳ τούτων.  12) Πῶς ὀφείλει ὁ διακριτικὸς καθέσθαι ἐν τῇ ἡσυχίᾳ. 13) Τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ νέου καὶ θεολόγου, λόγος περὶ γαστριμαργίας καὶ τοῦ μηδόλως γογγίζειν. 14) Τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ, Ἴδωμεν οἷος εἶναι ὁ μέγας Ἀντώνιος καὶ  Παχώμιος καὶ οἱ λοιποὶ θεοφόροι πατέρες. 15) Τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ νέου καὶ θεολόγου, περὶ μέθης. 16) Τοῦ αὐτοῦ περὶ νηστείας καὶ γαστριμαργίας.  17) Τοῦ αὐτοῦ  ἕτερος λόγος. 18) Ἰω. τοῦ Χρυσοστόμου. 19)  Γεροντικό, Λόγοι διαφόρων ἀββάδων. 20) Εὐχὴ εἰς τὴν Δέσποιναν ἡμῶν Θεοτόκον, ποίημα κυροῦ Μανασσῆ. 21)  Ὁμοίως εὐχὴ διὰ στίχων. 22) Εὐχὴ εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν διὰ στίχων. 23) Θεοκτίστου τοῦ Στουδίτου, εἰς τὸν Ἄγγελον τὸν φύλακα τῆς ψυχῆς ἡμῶν διὰ στίχων. 24) Εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν διὰ στίχων. 25) Ἑτέρα (εὐχὴ) διὰ στίχων. 26) Τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀντωνίου τοῦ Ζωγράφου, εὐχαὶ συντετμημέναι.  27) Εὐχὴ ἑτέρα τοῦ Χρυσοστόμου.

 

  1. Κώδικας Γ΄.

Εἶναι ἕνας χάρτινος κώδικας, δεμένος μὲ ξύλινα δερματόδετα ἐξώφυλλα, τοῦ 13ου αἰῶνα[13] καὶ ἔχει 300[14] φύλλα διαστάσεων 0,21 Χ 0,16 μ., σχήματος 8ου .

Στὴν ἀρχὴ του διακοσμεῖται μὲ ἔγχρωμο ἐπίτιτλο. Περιέχει τὸ Τυπικὸν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀκολουθίας τῆς ἀρχαίας μονῆς τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Σάββα τῶν Ἱεροσολύμων. Εἶναι γραμμένος μὲ γραφὴ συντετμημένη καὶ μικρογραφία. Στὴν ἀρχὴ κάποιων κεφαλαίων ἔχει διακοσμήσεις.

Ὁ ἀρχιμανδρίτης Χερουβεὶμ Βελέτζας, ποὺ εἶδε τὸν κώδικα τὸ ἔτος 2000, λέει ὅτι στὰ τελευταῖα δύο φύλλα περιέχεται βιογραφικὸ σημείωμα Γρηγορίου ἱερέως ἱερομνήμονος.[15]

 

  1. Κώδικας Δ΄.

Χάρτινος κώδικας τοῦ 14ου αἰῶνα μὲ 236 φύλλα διαστάσεων 0,22 Χ 0,14 μ. Εἶναι δεμένος μὲ ξύλινα δερματόδετα ἐξώφυλλα.

Ὁ κώδικας εἶναι γραμμένος μὲ χρυσίζουσα μελάνη. Ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο ξεχωριστὰ τμήματα τὰ ὁποῖα δέθηκαν σὲ ἕνα τόμο. Τὸ πρῶτο τμῆμα (φύλλα 1 -188) περιέχει «Εὐχολόγιον», ἐλλιπὲς ὡς πρὸς τὴν ἀρχή του. Τὰ ἀρχικὰ κεφαλαῖα γράμματα κάθε μέρους εἶναι διακοσμημένα.

Στὸ τέλος τοῦ κώδικα ὑπάρχει, γραμμένη ἀπὸ πάλι τὸν γραφέα τοῦ Εὐχολογίου, ἡ «ἐνθύμηση»:

«Τελειωθὲν τὸ παρὸν Εὐχολόγιον μηνὶ Ἰουνίῳ Κ, ἔτους Sου Ωου Που Sου, ἰνδικτιῶνος α».

Δηλαδὴ ὁ κώδικας γράφηκε στὰ 1378 μ. Χ. (6886 (ἀπὸ κτίσεως  κόσμου) -5508  = 1378 μ. Χ. ).

Τὸ δεύτερο τμῆμα του (φύλλα 189 – 236) περιλαμβάνει «Ἀποστολικὲς καὶ Εὐαγγελικὲς περικοπές», τὰ «Ἀποστολοευαγγέλια», τῆς ἑβδομάδος καὶ ἁγίων διαφόρων.

Στὸ τέλος τοῦ δεύτερου αὐτοῦ τμήματος ὑπάρχει, γραμμένη καὶ πάλι μὲ κόκκινη μελάνη ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν γραφέα τῶν «Ἀποστολοευαγγελίων», ἡ «ἐνθύμηση»: «+ Τῷ Συντελεστῇ τῶν καλῶν Θεῷ χάρις· ἐν ἔτει  ζε  ἰνδ. ιε΄». Δηλαδὴ τὸ δεύτερο τμῆμα τοῦ κώδικα γράφηκε τὸ 1497 μ. Χ. (7005 (ἀπὸ  κτίσεως κόσμου) – 5508= 1497 μ. Χ.).

Ἑπομένως τὰ δύο τμήματα τοῦ κώδικα αὐτοῦ, σαφῶς χρονολογημένα ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς γραφεῖς τους, δεμένα μαζί σὲ ἕνα τόμο, τὸ πρῶτο τοῦ 14ου αἰῶνα (1378) καὶ τὸ δεύτερο τοῦ 15ου (1497), ἔχουν μία διαφορὰ μεταξύ τους 119 χρόνια.[16]

 

  1. Κώδικας Ε΄.

Εἶναι ἕνας δερματόδετος χάρτινος κώδικας, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο εἶναι τοῦ 15ου αἰῶνα, ἐνῶ κατὰ τὴν ἐκτίμηση τοῦ Μ.Ι.Ε.Τ. ἀνήκει στὸν 17ο αἰῶνα. Ἀποτελεῖται ἀπὸ  μὲ 212[17] φύλλα διαστάσεων 0,205 Χ 0,155 μ.

Περιέχει Τυπικὸν τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα. Λείπουν μερικὰ φύλλα ἀπὸ τὴν ἀρχή του. Ἀρχίζει ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ Δεκεμβρίου καὶ τελειώνει στὸ Μέγα Σάββατο.

 

  1. Κώδικας ΣΤ΄.

Εἶναι χάρτινος κώδικας τοῦ 14ου αἰῶνα μὲ 180 φύλλα, διαστάσεων 0,22 Χ 0,14 μ. καὶ ἔχει ξύλινα δερματόδετα ἐξώφυλλα.

Περιέχει μηναῖο τοῦ Ὀκτωβρίου ἐλλιπὲς ὡς πρὸς τὴν ἀκολουθία τῆς 31ης. Τὸ πρῶτο φύλλο εἶναι ἀπὸ μεμβράνη ποὺ ἔχει ξεθωριασμένα γράμματα παλαιοτέρου βιβλίου (παλίμψηστο). Αὐτὸ θὰ ἀνῆκε κάποτε σὲ μεγάλου σχήματος δίστηλο βιβλίο. Σώζεται μόνο μιάμιση στήλη τοῦ μισοῦ φύλλου.

Στὸ φύλλο 80 ὑπάρχει ἡ «ἐνθύμηση»: «Ἡ παροῦσα βίβλος ὑπάρχει τῆς ὑπεραγίας ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας τῆς  ἐπονομαζομένης …».

 

  1. Κώδικας Ζ΄.

Εἶναι ἕνας ἄδετος χάρτινος κώδικας τοῦ 14ου αἰῶνα μὲ 79[18] φύλλα διαστάσεων 0,22 Χ 0,14 μ., σχήματος 8ου .

Τὰ δύο πρῶτα φύλλα εἶναι φθαρμένα. Ὁ κώδικας εἶναι γραμμένος μὲ ἐπιμέλεια. Σὲ πολλὰ μέρη τὰ φύλλα του εἶναι σαρακοφαγωμένα. Πρόκειται  Συναξάριο τῶν μηνῶν Μαρτίου καὶ Ἀπριλίου. Ἔχουν ἀποκοπεῖ κάποια φύλλα στὴν ἀρχὴ καὶ κάποια στὸ τέλος του.  Τελειώνει στὶς 22 Ἀπριλίου, μνήμη Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Συκεώτου.

 

  1. Κώδικας Η΄.

Εἶναι δερματόδετος χάρτινος κώδικας τοῦ 16ου αἰῶνα μὲ 84[19] φύλλα, διαστάσεων 0, 22 Χ 0, 15 μ., σχήματος 16ου μικροῦ.

Ἐπιγράφεται «Νομοκάνων ἐκλεγμένος ὑπὸ διαφόρων διδασκάλων». Στὴν ἀρχὴ προτάσσεται πίνακας περιεχομένων μὲ  208 κεφάλαια. Ἀρχίζει ἀπὸ τὸ κεφάλαιο 25 καὶ τελειώνει στὸ 204.

 

  1. Κώδικας Θ΄.

Εἶναι χάρτινος κώδικας, σχήματος 4ου, τοῦ 18ου αἰῶνα μὲ 65 φύλλα διαστάσεων 0,305 Χ 0,175 μ., δεμένος μὲ ξύλινα δερματόδετα ἐξώφυλλα.

Ἐπιγράφεται «Παρρησίαι» καὶ περιέχει ὀνόματα τῆς Προθέσεως. Τὰ ὀνόματα αὐτὰ εἶναι ὀνόματα ἱερομονάχων, μοναχῶν καὶ μοναστριῶν καὶ λαϊκῶν γραμμένα κατὰ διαφόρους ἐποχάς. Γράφηκε κατὰ τὸ ἔτος  1774.  Ἑπομένως τὰ ἀρχαιότερα ὀνόματα ἀνάγονται σὲ προγενέστερους αἰῶνες.

 

  1. Κώδικας Ι΄.

Εἶναι δερματόδετος χάρτινος κώδικας  τοῦ 17ου αἰῶνα σχήματος 4ου μὲ 35 φύλλα, διαστάσεων 0,32 Χ 0,23 μ.

Εἶναι Πρόθεσις ἤ Παρρησία καὶ περιέχει ὀνόματα ἀρχιερέων, ἱερομονάχων, μοναχῶν καὶ  λαϊκῶν.[20]

 

  1. Κώδικας ΙΑ΄.

Εἶναι ἕνας ἄδετος χάρτινος κώδικας τοῦ 14ου αἰῶνα διαστάσεων 0,29 Χ 0,205 μ. Τιτλοφορεῖται «Γεροντικὸ (Εὐεργετηνός)» καὶ φέρει παλαιότερη ἀρίθμηση τῶν σελίδων του, ἡ ὁποία ἀρχίζει ἀπὸ τὴν σελίδα 40 καὶ τελειώνει στὴν 331, ἄν καὶ σώζονται καὶ οἱ σελίδες 334 καὶ 335. Ἀκολουθοῦν 38 φύλλα (76 σελίδες) τὰ ὁποῖα ἔχουν κοπεῖ ὅλα σχεδὸν δίπλα στὸ δέσιμό τους.

 

  1. Κώδικας ΙΒ΄.

Χάρτινος κώδικας τοῦ 15ου αἰῶνα μὲ 256 φύλλα διαστάσεων 0,19 Χ 0,15 μ. Τιτλοφορεῖται «Νομοκάνων Μαλαξοῦ» καὶ εἶναι δεμένος μὲ ξύλινα δερματόδετα ἐξώφυλλα. Περιλαμβάνει 437 κεφάλαια.

 

  1. Κώδικας ΙΓ΄.

Χάρτινος κώδικας τοῦ 16ου αἰῶνα μὲ 167 φύλλα, διαστάσεων 0,205 Χ 0,15 μ. Λείπει τὸ ἐμπρὸς ἐξώφυλλο. Εἶναι ἐλλιπὲς «Ψαλτήριο» ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 34ου ψαλμοῦ.

 

  1. Κώδικας ΙΔ΄.

Χάρτινος κώδικας τοῦ 15ου αἰῶνα μὲ 307 φύλλα διαστάσεων 0,205 Χ  0,14 μ. Περιλαμβάνει «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καὶ Ἐπιστολὲς» σὲ συνεχὲς κείμενο χωρὶς διαίρεση σὲ περικοπές. Στὸ πλάι ὑπάρχει ἀρίθμηση κεφαλαίων καὶ παραγράφων. Στὴν ἀρχὴ τοῦ κώδικα ὑπάρχει ὑπόμνημα τῶν ἑβδομάδων τοῦ ἔτους καὶ τῶν περικοπῶν τῆς κάθε ἡμέρας μὲ παραπομπὲς στὸ κείμενο. Φέρει ξύλινα δερματόδετα ἐξώφυλλα.

 

  1. Κώδικας ΙΕ΄.

Χάρτινος κώδικας τοῦ 16ου αἰῶνα μὲ 98 φύλλα διαστάσεων 0,305 Χ 0,215 μ. Τιτλοφορεῖται «Λόγοι πατέρων».

  1. Κώδικας ΙΣΤ΄.

Χάρτινος κώδικας τοῦ 14ου αἰῶνα μὲ 59 φύλλα διαστάσεων 0,22 Χ 0,15 μ. Περιεχόμενα: α) Ἀκολουθίες τῶν Δεσποτοθεομητορικῶν ἑορτῶν (Θεοφάνεια, 15 Αὔγουστος), β) Λόγοι Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου κλπ. Πατέρων.

 

  1. Κώδικας ΙΖ΄.

Σπάραγμα χάρτινου κώδικα σὲ κακὴ κατάσταση μὲ φύλλα διαστάσεων 0,30 Χ 0,21 μ. Κείμενο γραμμένο σὲ δύο στῆλες. Περιλαμβάνονται  Λόγοι Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: α) εἰς τὴν Κυριακὴν τῶν 318 πατέρων καὶ β) εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Ἀναγράφεται ἡ «ἐνθύμηση»: «Ἐπὶ ἔτους ζρκζ΄, ἰνδικτιῶνος γ΄, μηνὶ Μαρτίου α΄».

 

  1. Κώδικας ΙΗ΄.

Δερματόδετος χάρτινος κώδικας τοῦ 1817 μὲ 61 φύλλα διαστάσεων 0,235 Χ 0,16μ. Στὴν καταλογογράφηση τοῦ Μ.Ι.Ε.Τ. ὁ κώδικας φέρει ἀριθμό 19, χωρίς νὰ περιέχεται ὁ 18. Πρόκειται γιὰ μία «Παρρησία» τῆς Μονῆς.

Στὸ τέλος τοῦ κώδικα  ἀναγράφεται: «Ἔτος 1817 Σεπτεμβρίου 20 ἐγράφη ἡ παροῦσα παῤῥησία προτροπῇ τοῦ ὁσιωτάτου ἁγίου σκευοφύλακος κυρίου Δωροθέου μοναχοῦ, ἡγουμενεύοντος Γρηγορίου ἱερομονάχου τοῦ προσκυνητοῦ, διὰ χειρὸς τοῦ ταπεινοῦ ἐν παιδαγωγοῖς Ἀθανασίου. Μηδεὶς οὖν γράψῃ ᾧδε ἄνευ ὀρθογραφίας ἀλλὰ ἄς σημειώνουν τὰ ὀνόματα εἰς ἐξώφυλλον καὶ ὅταν τύχῃ καλλιγράφος τις ἄς γράψῃ τὰ ὀνόματα».

 

  1. Κώδικας ΙΘ΄.

Δερματόδετος, μὲ χρυσότυπες στὰμπες, χάρτινος κώδικας τοῦ 1697. Στὴν καταλογράφηση τοῦ Μορφωτικοῦ ἱδρύματος Ἐθνικῆς Τραπέζης φέρει τὸν ἀριθμὸ 20. Ἔχει 71 φύλλα διαστάσεων 0,205 Χ 0,15 μ.

Τὰ πρωτογράμματα, οἱ στίξεις καὶ οἱ τυπικὲς διατάξεις εἶναι γραμμένα μὲ κόκκινη μελάνη. Περιλαμβάνει τρεῖς λειτουργίες στὶς ὁποῖες τὰ πρωτογράμματα καὶ τὰ καλλιτεχνικὰ ἐπίτιτλα εἶναι σχεδιασμένα μὲ κόκκινη καὶ πράσινη μελάνη. Στὸ 70ο φύλλο ἡ σημείωση: «Θεοῦ τὸ δῶρον καὶ Γρηγορίου πόνος ζσε΄[21]».

 

  1. Κώδικας Κ΄.

Δερματόδετος χάρτινος κώδικας τοῦ 17ου αἰῶνα μὲ 151 φύλλα διαστάσεων 0,25 Χ 0,175 μ. Στὴν καταλογράφηση τοῦ Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος Ἐθνικῆς Τραπέζης φέρει τὸν ἀριθμὸ 21. Εἶναι «Ἀρχιερατικὸν» καὶ διατηρεῖται σὲ ἄριστη κατάσταση, προφανῶς λόγω τῆς κατὰ ἀραιὰ διαστήματα χρησιμοποίησής του.

Στὸ 151ο φύλλο ἀναγράφεται: «Ἡ μὲν χεὶρ ἡ γράψασα σήπεται τάφῳ γραφὴ δὲ μένει εἰς χρόνους πληρεστάτους. Θεοῦ τὸ δῶρον καὶ Ἰωάσαφ πόνος καὶ ἐντυγχάνει κἀμοῦ τοῦ ταπεινοῦ Ἰωάσαφ ἱεροδιακόνου καὶ οἱ ἀναγινώσκοντες μνήσθητέ μοι διὰ τὸν Κύριον».

 

  1. Κώδικας ΚΒ΄.[22]

Ἁγιασματάριο (Μικρὸ Εὐχολόγιο) ξυλόδετο καὶ δερματόδετο, ἔτους 1871.[23] Στὴν τελευταία σελίδα του ἀναγράφεται: «1880 Αὐγούστου … παπᾶ Ἰωακεὶμ Ἀποστόλου» καὶ πιὸ κάτω «1871 Μαΐου 21 ἐν Ἀργαλαστῇ. Ἔγραψα ἐγὼ ὁ Ἀναγνώστης Οἰκονομίδης διὰ ἐνθύμησιν τῶν ἁγίων πατέρων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς κυρίῳ παπα Γαλακτίωνι καὶ κυρίῳ Ἰωὴλ ἱεροδιακόνου» καὶ ἀκόμη πιὸ κάτω «1872 Ἰουλίου 30 Ἰωὴλ ἱεροδιάκονος». Ἀκολουθῦν δύο ἐξαποστειλάρια τοῦ 15αύγουστου.

 

  1. Κώδικας ΚΓ΄.

Σπάραγμα χειρόγραφου Μηναίου Δεκεμβρίου. Ἀνήκει στὸν 15ο -16ο αἰῶνα. Σώζονται ὀκτὼ μόνο φύλλα στὰ ὁποῖα περιέχονται ἀπὸ τὴν ἀκολουθία τῆς Κυριακῆς πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ὁ Κανὼν (πλὴν τῆς α΄ ᾠδῆς), τὸ ὑπόμνημα τοῦ συναξαριστῆ καὶ τὰ στιχηρὰ τῶν Αἴνων.

 

  1. Κώδικας ΚΔ΄.

Σπάραγμα Θεοτοκαρίου. Σώζονται 14 μόνο φύλλα του, τὰ ὁποῖα ταξινομήθηκαν καὶ ἀριθμήθηκαν ἀπὸ τὸν ἀρχιμανδρίτη Χερουβεὶμ Βελέτζα κατὰ τὸ ἔτος 2000, καὶ στὰ ὁποῖα περιέχονται «κανόνες ἐγκωμιαστικοὶ καὶ προσόμοια στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο» καὶ ἕνας κανὼν ποὺ ἐπιγράφεται «Θεοκτίστου μοναχοῦ τοῦ Στουδίτου».

 

 

ΙΙ.  Χειρόγραφοι κώδικες

Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς»

Ἡ Φιλάρχαιος Ἑταιρεία Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς» εἶχε συγκεντρώσει στὴ βιβλιοθήκη της πολλὰ χειρόγραφα βιβλία καὶ ἄλλα ἔγγραφα. Ἀρκετὰ ἀπὸ αὐτὰ εἶχαν προσφερθεῖ ἀπὸ τὴ Μονὴ Ξενιᾶς. Πολλὰ ἄλλα εἶχαν προσφερθεῖ στὴ Φιλάρχαιο Ἑταιρεία ἀπὸ τὰ ἐκκλησιαστικὰ συμβούλια χωριῶν τῆς Ὄρθρης ἤ καὶ ἀπὸ ἄλλα προσωπα. Ἀλλὰ καὶ γιὰ πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ ὑπάρχουν ἐνδείξεις ὅτι κάποτε ἀνῆκαν στὴ Μονὴ Ξενιᾶς.

Θεωρῶντας, λοιπόν, ὅτι καὶ τὰ χειρόγραφα βιβλία τῆς Βιβλιοθήκης τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ  «Ὄθρυς» κάποτε ἀνῆκαν, μὲ τὸν ἕνα ἤ μὲ τὸν ἄλλο τρόπο, στὴ Μονὴ Ξενιᾶς, θὰ τὰ συμπεριλάβουμε στὸ κεφάλαιο τοῦτο τοῦ «Θησαυροῦ τῶν Κειμηλίων» τῆς Μονῆς Ξενιᾶς.

Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἀλμυροῦ δημοσιεύθηκε ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο στὸν «Νέο Ἑλληνομνήμονα».[24] Τὸν κατάλογο αὐτὸν θὰ παρουσιάσουμε στὴ συνέχεια σὲ μία ἁπλούστερη ὅμως γλωσσικὴ διατύπωση γιὰ διευκόλυνση καὶ γλωσσικὴ ὁμοιομορφία τοῦ ὅλου κειμένου,[25] συμπληρώνοντας τὴ δημοσίευση τοῦ Γιαννόπουλου καὶ μὲ ἄλλες δικές μας πληροφορίες ὅταν τὸ νομίζουμε ἀπαραίτητο:

 

  1. Κώδικας Α΄.

Εἶναι  ἕνας δερματόδετος κώδικας τοῦ 11ου αἰῶνα, γραμμένος ἐπὶ περγαμηνῆς. Ἀποτελεῖται ἀπὸ 130 φύλλα διαστάσεων 0,26 μ. μήκους καὶ 0,21 μ. πλάτους. Περιέχει δίστηλες κατ’ ἐπιλογὴν εὐαγγελικὲς περικοπὲς. Ἀρχίζει ἀπὸ  τὸ  πρῶτο  κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος» κ.τ.λ. καὶ περιέχει τὶς εὐαγγελικὲς περικοπὲς ποὺ διαβάζονται στοὺς ναοὺς κατὰ τὴ διάρκεια ὅλου τοῦ χρόνου.

Στὴν ἀρχὴ τοῦ κώδικα ὑπάρχουν τέσσερα φύλλα περγαμηνῆς, στὰ ὁποῖα περιέχεται ὕλη ἄσχετη μὲ τὰ  Εὐαγγέλια, σὲ δύο στῆλες. Ἡ ὕλη αὐτὴ δὲν ἔχει κάποια σαφὴ ἀρχή. Ἀπὸ αὐτὸ γίνεται φανερό ὅτι  στὴν ἀρχὴ ὑπῆρχαν καὶ ἄλλα φύλλα τὰ ὁποῖα ἔχουν ἀποκοπεῖ.

Στὸ λευκὸ περιθώριο τοῦ τρίτου φύλλου, μὲ γραφὴ σύγχρονη τοῦ χειρόγραφου, ἀναγράφεται ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή: «Ἀδελφοί, οὐ θέλω δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν περὶ τῶν κεκοιμημένων» κλπ.

Κάθε μία ἐπικεφαλὶδα τοῦ Εὐαγγελίου στολίζεται μὲ ὡραῖα ἔγχρωμα κοσμήματα λαμπρῆς βυζαντινῆς καλλιγραφικῆς διακόσμησης ὡς ἐπίτιτλα. Τὰ  ἀρχικὰ κεφαλαῖα γράμματα παρυσιάζονται ἔγχρωμα καὶ στολισμένα μὲ  ὡραῖα διακοσμητικά σχέδια.

Ἀπὸ  τὰ κεφαλαῖα γράμματα τὸ μὲν Ε παριστάνεται ἄλλοτε μὲν ὡς ἕνα χέρι ποὺ  εὐλογεῖ, ἄλλοτε δὲ ὡς ἕνα χέρι ποὺ κρατάει εἱλητάριο. Τὸ ἀρχικὸ κεφαλαῖο Ο παριστάνεται ἄλλοτε μὲν μὲ ψάρι, ἄλλοτε δὲ μὲ δύο πτηνὰ ποὺ ἔχουν  ἀντιμέτωπες τὶς ράχες καὶ ραμφίζουν καὶ ἄλλοτε μὲ δύο φίδια ποὺ δακώνει τὸ ἕνα τὴν οὐρὰ τοῦ ἄλλου κλπ. Τὸ ἀρχικὸ κεφαλαῖο Τ παριστάνεται ἄλλοτε μὲν μὲ σταυρό, ἄλλοτε δὲ  μὲ ποιμαντορικὴ ράβδο καὶ ἄλλοτε μὲ  ἄλλα ποικίλα σχήματα στολισμένα καὶ ἔγχρωμα.

Δυστυχῶς ὅμως πολλὰ τέτοια ὄμορφα σχεδιασμένα κεφαλαῖα γράμματα καταστράφηκαν ἀπὸ βέβηλο χέρι ποὺ ἀπέκοψε τὰ περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἔτσι παραμορφώθηκε οἰκτρὰ ὁ κατὰ τὰ ἄλλα λαμπρὸς αὐτὸς κώδικας.

Στὸ ὑπ’ ἀριθ. 66 φύλλο τοῦ κώδικα, στὸ εὐαγγέλιο: «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ὁ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον» κ.τ.λ. πρὶν ἀπὸ τὸ Τ εἶναι ζωγραφισμένος κάποιος ἅγιος ποὺ τρέχει πρὸς τὰ δεξιὰ (ὁ Πέτρος ἤ κάποια μυροφόρα;) καὶ τοῦ ὁποίου τὸ πρόσωπον ἔχει κάπως ξεθωριάσει.

Στὸ τέλος τοῦ κώδικα βρίσκονται προσκολλημένα ἕξι φύλλα περγαμηνῆς, στὰ ὁποῖα μὲ γραφὴ σύγχρονη μὲν μὲ τὴ γραφὴ τοῦ κειμένου τοῦ ὑπόλοιπου κώδικα ἀλλὰ ὄχι τόσο πολὺ προσεγμένη, ἀναγράφονται σὲ δύο στῆλες, μερικὰ εὐαγγέλια, τὰ ὁποῖα τελειώνουν «οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον,  ἀλλ᾿  ἵνα σώσω τὸν κόσμον» κ.τ.λ.

Στὸ τέλος φαίνεται ὅτι ἀποκόπηκε μὲ ψαλίδι ἕνα φύλλο περγαμηνῆς ἀπὸ τὸ ὁποῖο, ὡστόσο, σώθηκε μόνο τὸ γράμμα  Τ. Ἀποκόπηκαν ἀκόμη καὶ κάποια φύλλα, μετὰ τὰ ὁποῖα διασώθηκε ἕνα φύλλο μεμβράνης, ποὺ περιέχει θεολογικὴ ὕλη περὶ ἀγγέλων, δυσανάγνωστη. Ὁ κώδικας φαίνεται ὅτι στολιζόταν καὶ μὲ ἔγχρωμες εἰκόνες τῶν Εὐαγγελιστῶν, οἱ ὁποῖες ὅμως λεηλατήθηκαν.

Ὁ συγκεκριμένος κώδικας περιγράφηκε καὶ ἀπὸ ἄλλα μέλη τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ.[26] Συμπληρώνουμε, λοιπόν, τὰ παραπάνω καὶ μὲ μερικὰ πρόσθετα ἀπὸ τὸ δημοσίευμα αὐτὸ στοιχεῖα γιὰ νὰ καταδείξουμε τὴν σημαντικότητα αὐτοῦ τοῦ κώδικα καὶ γιὰ τὸν πρόσθετο λόγο ὅτι ὁ σπουδαῖος αὐτὸς κώδικας δὲν ὑπάρχει πλέον:

«Ἐντολῇ τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας ὁ Σχολάρχης Ἁλμυροῦ κ. Δ. Πανόπουλος, συνεπομένων αὐτῷ τῶν κ. κ. Ἀθ. Ι. Σπυριδάκη, Ἑλληνοδιδασκάλου, καὶ Ν. Ι. Γιαννοπούλου, τῇ 11 Ἰουνίου 1902 ἐλθὼν εἰς τὴν Μονὴν Ξενιᾶς, ἧς ὁ ἡγούμενος κ. Γρηγόριος Μιχόπουλος καὶ ἕτεροι τῶν πατέρων τυγχάνουσιν ὄντες ἐκ τῶν ἑταίρων τῆς «Ὄθρυος», κατέγραψε τὰ χειρόγραφα αὐτῆς. Τῶν χειρογράφων ὄντων συμπάντων 12, πλείονος ἄξια εἶναι εἶναι δύο Εὐαγγέλια ἐπὶ μεμβράνης…»[27]

«Τούτου ἕνεκα ὁ κ. Δ. Πανόπουλος ὑπέβαλε πρὸς τὸ Ὑπουργεῖον τῆς Παιδείας νὰ κατατεθῇ τὸ χειρόγραφον τοῦτο ἐν τοῖς τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς «Ὄθρυος» ὑπὸ τὴν ἄμεσον φύλαξιν τοῦ ἑκάστοτε ὑπὸ τοῦ Ὑπουργείου διοριζομένου ἐπιμελητοῦ τῶν ἀρχαιοτήτων, νὰ διαταχθῇ δὲ ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς, ὅταν παρέχῃ πρὸς μελέτην τινὶ τὰ χειρόγραφα, νὰ ποιῇ τοῦτο ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψιν τῶν ἐν τῇ μονῇ».

 

  1. Κώδικας Β΄.

Εἶναι δερματόδετος κώδικας τοῦ 12ου αἰῶνα γραμμένος ἐπὶ περγαμηνῆς. Ἔχει 223[28]  φύλλα διαστάσεων 0,18 μ. μήκους καὶ 0,14 μ. πλάτους. Τὸ πάχος τοῦ κώδικα κώδικα μαζί μὲ τὰ ἐξώφυλλα ἦταν 0,08 μ.[29]

Ὁ κώδικας περιέχει σὲ μονόστηλη γραφὴ τὰ Εὐαγγέλια τῶν τεσσάρων γνωστῶν Εὐαγγελιστῶν. Στὸ κείμενο καὶ στὰ περιθώρια  τῶν  σελίδων του παρεμβάλλονται, γραμμένες μὲ κόκκινη μελάνη, ἐπεξηγηματικὲς σημειώσεις καὶ ἐπικεφαλίδες γιὰ κάθε θέμα τοῦ Εὐαγγελίου.

Τὰ φύλλα τῆς περγαμηνῆς εἶναι λεπτὰ λευκοῦ χρώματος.  Στὴν ἀρχὴ δὲ εἰκοσιτέσσερα φύλλα ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου, κάπου στὸ μέρον τους, εἶναι καμένα[30] κατὰ ἕνα μέρος τους.[31] Ἀρχίζει ἀπὸ τὴν παραβολὴ τῶν δαιμονιζομένων.[32] Στὴν ἀρχὴ κάθε Εὐαγγελιστοῦ ὑπάρχει ἡ βιογραφία του καὶ ἀκολουθεῖ πίνακας τῶν περιεχομένων κατὰ κεφάλαια.

Στὴν ἀρχὴ τοῦ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγελίου προτάσσεται πρόλογος μὲ τίτλο: «Ἐξήγησις τοῦ θεοφιλεστάτου ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας κυρίου Θεοφυλάκτου, πρόλογος εἰς τὸ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιον».

Φαίνεται δὲ ὅτι ὅλες οἱ βιογραφίες τῶν εὐαγγελιστῶν ἔχουν γραφεῖ πιθανότατα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Θεοφύλακτο, ἀρχιεπίσκοπο Βουλγαρίας, ὁ ὁποῖος ἄκμασε κατὰ τὸν ΙΑ΄ αἰῶνα καὶ ἦταν πολὺ μορφωμένος. Οἱ βιογραφίες αὐτὲς φαίνεται νὰ εἶναι ἀνέκδοτες, διότι δὲν ἀναφέρονται στὴν Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας (σελ. 262 – 266, παρ. 52), ὅπου γίνεται λόγος περὶ τῶν συγγραμμάτων τοῦ Θεοφυλάκτου. Ἀπὸ τὶς βιογραφίες αὐτὲς συμπεραίνεται ὅτι ὁ κώδικας αὐτὸς εἶναι τοῦ 12ου αἰῶνα.

Στὴ βιογραφία τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου, ὁ  Θεοφύλακτος ἀναφέρει γιὰ τὰ σύμβολα τῶν Εὐαγγελιστῶν τὰ ἑξῆς:

«Τὸ μὲν κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον ἔχει λεοντοπρόσωπον· βασιλικὸν γὰρ ὁ λέων καὶ ἡγεμονικόν.  Ὁμοίως οὖν καὶ ὁ Ἰωάννης ἀπὸ τοῦ βασιλικοῦ καὶ δεσποτικοῦ ἀξιώματος τῆς θεότητος τοῦ Λόγου ἤρξατο εἰπὼν «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος». Τὸ δὲ κατὰ Ματθαῖον ἀνθρωποπρόσωπον· ἀπὸ γὰρ τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεως καὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου ἤρξατο. Τὸ δὲ κατὰ Μᾶρκον ἀετῷ παρεικαζόμενον· ἀπὸ γὰρ προφήτου ἤρξατο τοῦ Ἰωάννου· ἡ δὲ προφητικὴ χάρις, προορατικὴ οὖσα καὶ ὀξέως τὰ πόρρω βλέπουσα, ἀετός ἐστι· φασὶ γὰρ τὸν ἀετὸν ὀξυδερκέστατον εἶναι, ὥστε καὶ μόνον ἐκ τῶν ἄλλων ζῴων πρὸς τὸν ἥλιον δύνασθαι ἀτενίζειν μὴ καμμύοντα. Μόσχῳ δὲ ὅμοιον τὸ κατὰ Λουκᾶν· διότι ἀπὸ τῆς ἱερατείας τοῦ Ζαχαρίου ἤρξατο ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ θυμιῶντος, καὶ μόσχος δὲ ἦν ὁ θυόμενος τότε».[33]

Ἡ περιγραφὴ αὕτη δὲν συμφωνεῖ πρὸ τὴ σημερινὴ ἐπικρατοῦσα στὴν Ἐκκλησία παράδοση, ὅπου ὁ Μάρκος εἰκονίζεται μὲ τὸ σύμβολο τοῦ λιονταριοῦ  καὶ ὁ  Ἰωάννης μὲ τὸ σύμβολο τοῦ   ἀετοῦ.

Εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο γράφεται τὸ παρακάτω ἐπίγραμμα σὲ ἰαμβικοὺς στίχους:

Τρίτος δὲ Λουκᾶς ῥητορεύει μειζόνως

τοῦ μέχρις ἡμῶν μετριωθέντος Λόγου[34]

τὴν παιδικὴν αὔξησιν εἶτα καὶ μέσην

καὶ τὴν τελείαν τῆς θεώσεως χάριν.

Παῦλον γὰρ ἔσχε τεχνικὸν παιδοτρίβην.

Ἡ σημαντικότητα τῶν δύο παραπάνω κωδίκων διαφαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς παρακάτω σχετικῆς ἐπιστολῆς:

«Ἁλμυρὸς τῇ  12 Ἰουνίου 1902

 «Περὶ τῶν ἐν τῇ μονῇ Ξενιᾶς χειρογράφων, ἐπὶ τῶν ὑπ’ ἀριθ. 3476 καὶ 7399 διαταγῶν»

                                                                 Πρὸς

                                                        τὸ Σ. Ὑπουργεῖον

                 τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως

Ἐκτελοῦντες τὴν ὑπ’ ἀριθ. 3476 ὑμετέραν διαταγὴν ἐπὶ τῆς ὑπ’ ἀριθ. 134 ἀναφορᾶς μας καὶ ἐν σχέσει πρὸς τὴν ὑμετέραν ὁμοίαν ὑπ’ ἀριθ. 7399 ἐπὶ τῆς ἀναφορᾶς τοῦ ἐπιμελητοῦ τῶν ἀρχαιοτήτων ἐνταῦθα ἐκ μέρους τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας διωρισμένου Ν. Γιαννοπούλου, ἀναφέρομεν ὑμῖν τάδε:

Ὅτι τῇ 11 Ἰουνίου ἐ. ἔ. μετέβημεν εἰς τὴν μονὴν Ξενιᾶς μετὰ τοῦ εἰρημένου Ν. Γιαννοπούλου καὶ τοῦ διδασκάλου Α. Σπυριδάκη καὶ ἐπεδείξαμεν τὴν πρὸς ἡμᾶς διαταγὴν παραδόντες καὶ τὴν πρὸς τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον ταυτάριθμον, τῷ ἡγουμένῳ τῆς μονῆς Γρ. Μιχοπούλῳ, ὅστις προθυμότατα παρέδωσεν ἡμῖν πρὸς μελέτην τὰ σπάνια χειρόγραφα βιβλία καὶ τὰ ἔγγραφα τῆς μονῆς τὰ ἐντὸς τοῦ ἀρχείου ταύτης διασωζόμενα.

Ταῦτα μελετήσαντες καὶ ἐξετάσαντες λεπτομερῶς περιεγράψαμεν καὶ ἠριθμήσαμεν, τὸ δὲ καταρτισθὲν βιβλίον ὑποβάλλομεν ὑμῖν ἐν ἀντιγράφῳ, τούτου ὅμοιον ἐκρατήσαμεν ἐν τῷ ἀρχείῳ τοῦ σχολείου καὶ ὅμοιον κατελίπομεν τῇ μονῇ. [35]

 Ἄν παρατηρήσητε τὸ βιβλίον θὰ ἴδητε ὅτι ἡ βιβλιοθήκη ἀπαρτίζεται ἐκ κωδίκων 12 καὶ ὅτι ἐκ τῶν κωδίκων τούτων δύο, οἱ ὑπ’ ἀριθ. 1 καὶ 2 εἰσίν ἐπὶ μεμβράνης καὶ ὅτι ἐκ τῶν ἐπὶ χάρτου ὁ ὑπ’ ἀριθ. 8 (ἤ 7 (δὲν διακρίνεται σαφῶς))  περιέχει λόγους ὧν τινες εἰσίν ἀνέκδοτοι.

Οἱ ἐπὶ μεμβράνης δύο κώδικες καθ’  ἅ ἔστιν εἰκάσαι, εἶναι παλαιοὶ καὶ ὁ μὲν ὑπ’ ἀριθ. 1 εἶναι κατὰ πᾶσαν πιθανότητα τοῦ 12 αἰῶνος, ὁ δὲ ὑπ’ ἀριθ. 2 εἶναι παλαιότερος καὶ ὁ μὲν α΄ ἔχει προλόγους εἰς τοὺς εὐαγγελιστὰς (πλὴν τοῦ Ματθαίου) Θεοφυλάκτου τοῦ ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας, ἅτινα κατὰ τὸν Κρουμβάχερ φαίνονται ἀνέκδοτα ἐν τῇ ἐν Μαρασλείῳ Βιβλιοθήκῃ περὶ Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας παρ. 52 σελ. 262 – 266 ἀναγινωσκομένου καταφαίνεται: ἐν δὲ τῷ προλόγῳ τοῦ κατὰ Μάρκον Εὐαγγελίου ἐξηγεῖ ὁ Θεοφύλακτος τοὺς λόγους δι’ οὕς εἰκονίζονται πρὸ τῶν εὐαγγελίων οἱ εὐαγγελισταὶ μετὰ συμβόλων καὶ ἔρχεται εἰς διαφωνίαν πρὸς τὰ παρ’ ἄλλων εἰκονιζόμενα, ἀποδιδοὺς τὸν μὲν λέοντα τῷ Ἰωάννῃ, τὸν δ’ ἀετὸν τῷ Μάρκῳ.

Ὁ δὲ 2ος κῶδιξ, περιέχων τὸ εὐαγγέλιον κατὰ τὴν τάξιν τῆς ἐκκλησίας, ἔχει ἐν τῇ ἀρχῇ ἑκάστης περικοπῆς κεκοσμημένον καλλιτεχνικότατα τὸ πρῶτον γράμμα. Ἐν τῷ βιβλίῳ λεπτομερῶς περιγράφομεν καὶ τὰς παραστάσεις αἵτινες προσομοιάζουσι ταῖς τῶν ἐν τῇ Πατμιακῇ Βιβλιοθήκῃ τοῦ Ι. Σακελλίωνος περιγραφομένων, ἀλλ΄ ἀτυχῶς  πολλαχοῦ ἔχουσιν ὑφαιρεθῇ ὑπὸ βεβήλων χειρῶν καὶ ἔχουσιν ἀποκοπῇ ἴσως (δύο λέξεις δυσανάγνωστες)

Καλὸν ὅθεν κρίνομεν, ἵνα τὸ χειρόγραφον τοῦτο ζητηθῇ παρὰ τοῦ Σ. Ὑπουργείου ἵνα κατατεθῇ ἐν τῷ Μουσείῳ χειρογράφων τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Ἑταιρείας «Ὄθρυος» ὑπὸ τὴν ἄμεσον φύλαξιν τοῦ ἐπιμελητοῦ τῶν ἀρχαιοτήτων τοῦ ὑπὸ τὴν Κυβέρνησιν Ὑπουργείου διωρισμένου, εἴτε κατατεθῇ εἰς τὴν ἐν Ἀθήναις Ἐθνικὴν Βιβλιοθήκην.

Καλὸν ὡσαύτως κρίνομεν νὰ διαταχθῇ ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς ὅπως μετὰ ζήλου διαφυλάττῃ τὰ χειρόγραφα νὰ μὴ παρέχῃ ταῦτα τοῖς πᾶσι πρὸς ἐξέτασιν, ἀλλὰ εἰς ἀνθρώπους εὐσυνειδήτους καὶ εἰ δυνατὸν ἐπὶ παρουσίᾳ τῶν ἐν τῇ μονῇ, καθ’ ὅσον, ὡς προείπομεν, τὸ ὑπ’ ἀριθ. 2 ἔχει ὑποστῇ βλάβας λόγῳ τῶν κοσμημάτων καὶ εἶναι διατετρημένος πολλαχοῦ.

                                     Ὁ ἐπιμελητὴς τῶν ἐν Ἁλμυρῷ ἀρχαιοτήτων

                                                    Σχολάρχης Ἁλμυροῦ

                                                        Δ. Πανόπουλος»

 

  1. Κώδικας Γ.΄

Ὁ κώδικας αὐτὸς ἔχει 72 φύλλα διαστάσεων 0,20 μ. μήκους, 0,15 μ. πλάτους καὶ συνολικοῦ πάχους 0,033 μ. Ἡ γραπτὴ ἐπιφάνεια τῶν σελίδων εἶναι 0,14 μ. μήκους καὶ 0,08 μ. πλάτους. Εἶναι χάρτινος δερματόδετος καὶ ἀνήκει στὸν 12ο αἰῶνα. Προσφέρθηκε στὴ Φιλάρχαιο Ἑταιρεία Ἁλμυροῦ ἀπὸ τὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς τῶν Κοκκωτῶν

Ὁ κώδικας περιέχει τρεῖς πλήρεις θεῖες Λειτουργίες, τοῦ Χρυσοστόμου, τοῦ Μεγ. Βασιλείου καὶ τῶν Προηγιασμένων. Τὸ χαρτί του εἶναι σκληρὸ καὶ στιλπνό. Ὁ κώδικας διακοσμεῖται μὲ ὡραῖα ἔγχρωμα ἐπίτιτλα ὅπως καὶ μὲ καλὰ διακοσμημένα κεφαλαῖα γράμματα.

Πίσω ἀπὸ τὴ σελίδα 72α εἶναι γραμμένα μέ κιννάβαρη  τὰ ἑξῆς: «+Τέλος τῶν τριῶν λειτουργιῶν» καὶ μὲ μαύρη μελάνη: «Δῶρον τὸ παρὸν τοῦ Θεοῦ συνεργίᾳ  ἔγραψεν ἰδοὺ Γρηγόριος ἐν πόνῳ».[36]

 

  1. Κώδικας Δ΄.

Ὁ κώδικας ἔχει 317 φύλλα διαστάσεων 0,29 μ. μήκους καὶ 0,20 μ. πλάτους καὶ ἀνήκει στοὺς 11ο -13ο αἰῶνες. Εἶναι δερματόδετος μὲ συνολικὸ πάχος 0,10 μ. καὶ χωρὶς τὰ ἐξώφυλλα 0,08 μ. Εἶναι γραμμένος σὲ βομβύκινο χαρτί.

Εἶναι «Παρακλητική». Τὰ περιεχόμενα τῶν πρώτων ὀκτὼ φύλλων εἶναι  νεότερης γραφῆς ἀπὸ αὐτὴν τοῦ ὑπόλοιπου κώδικα. Ἀρχίζει ἀπὸ τὰ ἀπόστιχα τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ Σαββάτου τοῦ α΄ ἤχου καὶ τελειώνει στὸ μέσον τῶν ἰδιόμελων στιχηρῶν δογματικῶν Θεοτοκίων τὰ ὁποῖα ψάλλονται, κατὰ τὸν μικρὸ Ἑσπερινὸ τοῦ Σαββάτου, ὑπὸ τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ τοῦ πρεσβυτέρου. Στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ πρώτου ἐξώφυλλου εἶναι γραμμένα, σὲ κατοπινὴ ἐποχή, ἀπὸ κάποιον ὄχι πολὺ ἐγγράμματο τὰ ἑξῆς:

«+ ἡ παρούσαν παρακλιτικὴ ἴνε του Λεοντάρι από τι προυσα καί το επροσίλοσσε  στο μεγαν νικόλαον ριχοβο[37] κελέρια διά  ψηχίν σωτερίαν κε εγράψε κε το  όνομα του στίν ἁγίαν πρόθεσι λεοτάρης καί ο πατήρ αύτου θεόδωρος κε η μήτηρ αὐτου ρηπίνα κε η αδελφί του παρισιόνα  κε ο θίως αυτου στεφανης κε ἀλογεράκη καί ὀπιώς το αποξενοσί εκ το νάον  του αγιου νικολαον να εχή τας αράς  τῶν τρηακοσίων δέκα κε οκτώ  θεοφορών π ἀτέρὡν κε τον μεγαν νικόλαον ἀντίδικο ἐν ιμέρα κρισεως δια τοῦτο εγινεν η παρούσαν ὀμολογίαν εις πίστωσην κε ασφαλιαν αμίν».[38]

Ὡστόσο, παρ’ ὅλο ποὺ  ἡ σημείωση ἀναφέρει ὅτι ὁ κώδικας ἀφιερώθηκε στὸν Ἅγιο Νικόλαο, βρέθηκε στὴν  Ἄνω Μονὴ Ξενιᾶς.

 

  1. Κώδικας Ε΄.

Εἶναι κώδικας τοῦ 14ου αἰῶνα, σχήματος  8ου μεγάλου καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ 233 φύλλα στιλπνοῦ χαρτιοῦ διαστάσεων  0,21 μ. μήκους καὶ 0,15 μ. πλάτους. Εἶναι «Τριῴδιο» καὶ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων. Περιέχει μόνο τὶς ἀκολουθίες τῶν Κυριακῶν καὶ τελειώνει στὸν Ἑσπερινὸ τῆς Πεντηκοστῆς.

 

  1. Κώδικας ΣΤ΄.

Εἶναι «Μηναῖο», σχήματος 8ου μεγάλου, ποὺ περιέχει τὶς ἀκολουθίες Ἀπριλίου, Μαΐου καὶ Ἰουνίου. Ἀποτελεῖται ἀπὸ 280 φύλλα στιλπνοῦ χαρτιοῦ διαστάσεων 0,22 μ. μήκους καὶ 0,15 μ. πλάτους. Ἀνήκει στὸν 15ο αἰῶνα καὶ ἔχει πάχος 0,07 μ.

Ὁ κώδικας, κατὰ τὴ λεηλασία τῆς βιβλιοθήκης τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ ποὺ ἔγινε κατὰ τὸν Ἑλληνο -Τουρκικὸ Πόλεμο τοῦ 1897, πετάχθηκε στὸ ὕπαιθρο καὶ μένοντας ἐκεῖ ἐκτεθειμένος γιὰ ἀρκετὸ καιρό, ἔχει ὑποστεῖ φθορὲς ἀπὸ τὴν  ὑγρασία.

 

  1. Κώδικας Ζ΄.

Εἶναι ἕνα πλῆρες «Πεντηκοστάριο». Ἀποτελεῖται ἀπὸ 236 φύλλα στιλπνοῦ χαρτιοῦ διαστάσεων 0,21 μ. μήκους καὶ 0,16 μ. πλάτους. Ἔχει πάχος 0,08 μ. καὶ ἀνήκει στὸν 15ο  αἰῶνα.

  1. Κώδικας Η΄.

Εἶναι κώδικας σχήματος 8ου μεγάλου. Πρόκειται γιὰ  «Μηναῖο» τοῦ Ἰανουαρίου καὶ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν 1η τοῦ μήνα. Ἀποτελεῖται ἀπὸ 217 φύλλα στιλπνοῦ βομβύκινου χαρτιοῦ διαστάσεων 0,21 μ. μήκους, 0,16 μ. πλάτους, μὲ συνολικὸ πάχος 0,05 μ. Ἀνήκει στὸν 15ο αἰῶνα.

Ὁ κώδικας ἔχει ὑποστεῖ βλάβες ἀπὸ ὑγρασία γιατὶ καὶ αὐτὸς πετάχθηκε, παραμένοντας γιὰ καιρὸ ἐκτεθειμένος στὸ ὕπαιθρο, κατὰ τὴ λεηλασία τῆς βιβλιοθήκης τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ στὸν Ἑλληνο – Τουρκικὸ Πόλεμο τοῦ 1897.

 

  1. Κώδικας Θ΄.

Ὁ κώδικας αὐτὸς ἀνήκει στὸν 16ο αἰῶνα καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ 275 φύλλα στιλπνοῦ χαρτιοῦ διαστάσεων 0,21 μ. μήκους καὶ 0,16 μ. πλάτους καὶ συνολικοῦ πάχους 0,07 μ. Πρόκειται γιὰ δερματόδετο «Μηναῖο» τοῦ Αὐγούστου, σχήματος 8ου μεγάλου, ποὺ βρίσκεται σὲ καλὴ κατάσταση.

Στὸ τέλος τοῦ κώδικα, γραμμένες μὲ κιννάβαρη, βρίσκονται οἱ ἑξῆς «ἐνθυμήσεις»:

«Ὁ πληρῶν τὰ πάντα Θεὸς ἡμῶν δε ἕνεκα πάντων ἡμῶν ἀμήν».

«Θεοῦ τὸ δῶρον καὶ Ἰωακεὶμ ἱερομονάχου πόνος καὶ συνδρομή».

«+Ἐτελειώθη ἐπὶ ἔτους ζοδ΄ (+ 1526), ἰνδικτιῶνος ζ΄, μηνὶ Ὀκτωβρίου η΄».

«Μνημόνευσον κἀμοῦ τοῦ ἀμαρτωλοῦ Εὐφροσύνου, ὁποῦ τὸ ἐκεφάλωσα τὸ μηναῖον διὰ ψυχικὴν σωτηρίαν».[39]

 

  1. Κώδικας Ι΄.

Εἶναι ἕνας δερματόδετος κώδικας τοῦ 16ου αἰῶνα. Ἀποτελεῖται ἀπὸ 300 χάρτινα φύλλα  διαστάσεων  0,30 μ. μήκους καὶ  0,21 μ. πλάτους καὶ ἔχει συνολικὸ πάχος  0,08 μ.

Πρόκειται γιὰ «Τριώδιον», γραμμένο σὲ δύο στῆλες 0,07 μ. πλάτους ἡ κάθε μία. Τριάντα περίπου φύλλα του εἶναι πολὺ ἀλλοιωμένα ἀπὸ ὑγρασία γιατὶ καὶ αὐτὸς ἐκτέθηκε γιὰ καιρὸ  στὸ ὕπαιθρο κατὰ τὸν  πόλεμο τοῦ 1897.

 

  1. Κώδικας ΙΗ΄.[40]

Πρόκειται γιὰ μία δερματόδετη φυλλάδα, σχήματος 8ου μεγάλου. Ἀνήκει στὸν 18ο αἰῶνα, ἀποτελεῖται ἀπὸ  22 χάρτινα φύλλα διαστάσεων  0,21 Χ 0,15 μ. καὶ ἔχει συνολικὸ πάχος 0,01 μ.

Περιέχει τὶς ἀκολουθίες τοῦ Ἁγ. Μοδέστου καὶ τοῦ Ἁγ. Στυλιανοῦ. Στὸ ἐσώφυλλο βρίσκεται γραμμένη ἡ «ἐνθύμηση»: «ἡ παροῦσα φυλλάδα ἀφηερόθη εἰς τὴν ἀγήαν παρασκεβὴν ὅπηος τὴν πάρη νὰ έχη τὴν κατάραν τοῦ ἀγίου μοδέστου ἀρχηεπισκόπου τὸν Ἱεροσολήμων «ἀμὴν».[41]

 

  1. Κώδικας ΙΘ΄.

Εἶναι ἕνας δερματόδετος κώδικας τοῦ 19ου αἰῶνα. Ἀποτελεῖται ἀπὸ 27 φύλλα στιλπνοῦ χαρτιοῦ διαστάσεων  0,27 Χ 0,20 μ. Συνολικὸ πάχος τοῦ κώδικα 0,02 μ. Πρόκειται γιὰ μία φυλλάδα σχήματος 4ου μεγάλου ποὺ περιέχει τὶς ἀκολουθίες τῶν Ἁγίων Μοδέστου καὶ Στυλιανοῦ.

Τὰ ἀρχικὰ κεφαλαῖα γράμματα εἶναι γραμμένα μὲ κιννάβαρη  καὶ διακοσμοῦνται μὲ ὡραίο τρόπο.

Στὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἁγίου Μοδέστου ὑπάρχει ἡ ἑξῆς σημείωση: «Ἡ παροῦσα φυλλάδα τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Μοδέστου εἶναι τῆς ἐκκλησίας τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων τοῦ χωρίου Κουφοὺς καὶ ἐγράφη διὰ χειρὸς τοῦ ταπεινοῦ ἐν παιδαγωγοῖς Ἀθανασίου. 1805, ἰανουαρίου 15».

Ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἁγ. Στυλιανοῦ εἶναι ἀρχαιοτέρας γραφῆς, τῆς ἐποχῆς τοῦ τέλους τοῦ  ΙΗ΄ αἰῶνα.

 

  1. Κώδικας Κ΄. 

Εἶναι ἕνας δερμάτινος χάρτινος κώδικας τοῦ 18ου αἰῶνα. Ἔχει συνολικὸ πάχος 0,04 μ. καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ 198 φύλλα διαστάσεων 0,27 μ. μήκους καὶ  0,20 μ. πλάτους.

Πρόκειται γιὰ ἕνα Ἁγιασματάριον. Στὴν ἀρχὴ καὶ στὸ τέλος του ἔχει ἀπὸ τέσσερα πρόσθετα φύλλα στὰ ὁποῖα, ἀπὸ κάποιον μᾶλλον ἀμαθῆ, γράφτηκαν διάφορες εὐχές.

Μετὰ τὶς εὐχὲς  αὐτὲς ἀκολουθεῖ ὁ πίνακας τῶν περιεχομένων, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖον, στὸν κώδικα  περιλαμβάνονται: 1. Ἀκολουθία τοῦ μικροῦ  Ἁγιασμοῦ (φύλ. 1-16). 2. Εὐχὲς τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος (φ. 17-22). 3. Εὐχὴ εἰς τὸν Ἅγιον Μιχαὴλ Σινάδων εἰς ἀκρῖδα (φ. 23 -26). 4. Εὐχὴ εἰς τὸν ἴδιον. (φ. 27). 5. Προσευχὴ χριστιανῶν εὐχαριστήριος εἰς τὸν Ἅγιον Μιχαὴλ τῶν Σινάδων (φ. 28). 6. Εὐχὴ τοῦ  Ἁγίου Ὑπατίου περὶ ἀκρίδων καὶ βροχῶν κλπ (φ. 29-32). 7. Ἀπόστολος εἰς λιτὰς ἀκρῖδος (φ. 33-34). 8. Εὐχὴ λεγομένη εἰς τὰ βαμβάκια (φ. 35-37). 9. Εὐχὲς εἰς πᾶν εἶδος ἀρρωστίας καὶ ἐπηρείας (φ. 38 – 48). 10. Εὐαγγέλιον εἰς ἀσθενεῖς (φ. 48).  11. Εὐχὲς τοῦ ἀγίου μεγαλομάρτυρος Μάμαντος, ὅταν ἐμπέσῃ λοιμώδης νόσος εἰς τὰ ποίμνια, βόας ἤ ἀγέλην βοῶν ἤ εἰς τὰ κτήνη (φ. 49 – 55). 12. Εὐχὴ εἰς τὸ εὐλογῆσαι ποίμνιον (φ. 56). 13. Εὐχὴ τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Μοδέστου, λεγομένη εἰς τὰς νόσους τῶν κτηνῶν καὶ βοῶν  (φ. 57). 14. Εὐχὴ τῶν μελισσίων (φ. 60-61).  15. Εὐχὴ εἰς τοὺς μεταξοσκώληκας (φ. 62-67). 16. Εὐχὴ τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Χαραλάμπους, λεγομένη εἰς τὰς νόσους τῶν κτηνῶν καὶ βοῶν (φ. 68-74).  17. Ἀκολουθία του ἁγίου ἱερομάρτυρος Μοδέστου, ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων (φ. 75 -110).  18. Ἀκολουθία τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Στυλιανοῦ τοῦ Παφλαγόνος (φ.111-136). 19. Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ὁσιομάρτυρος Νικολάου τοῦ Νέου ἐν τῷ ὄρει τῆς Βουνένης μαρτυρήσαντος (φ. 137)

Ἀμέσως μετὰ ὑπάρχουν τέσσερα φύλλα ποὺ περιέχουν ἐξορκισμοὺς  σὲ σεληνιαζόμενους στοὺς ὀποίους ἀναφέρονται περίεργα ὀνόματα δαιμόνων καὶ τέλος τὸ ἑξῆς ἐπίγραμμα:

«Ἀμπλακίαν ἔχω οἶδας, εὐσπλαχνίαν ἔχεις οἶδα,

                     ἔχω, οἶδας, ἔχεις οἶδα· σῶσόν με Χριστὲ ὡς οἶδας».

Στὴν ἀρχὴ κάθε  παραγράφου τὸ ἀρχικὸ γράμμα εἶναι κεφαλαῖο καὶ διακοσμεῖται μὲ ποικίλα σχέδια. Ἡ ἀκολουθία τοῦ ἁγ. Μοδέστου εἶναι περισσότερο πλήρης ἀπὸ  τὶς γνωστὲς ἄλλες ἀκολουθίες τοῦ ἴδιου ἁγίου στὰ διάφορα ἔντυπα. Οἱ εὐχὲς ποὺ περιέχονται στὴν ἀκολουθία αὐτὴ δὲν  ὑπάρχουν στὰ συνηθισμένα ἐν χρήσει ἁγιασματάρια  καὶ εὐχολόγια.

[1] Ἔτος ΙΒ΄ (Κ΄), Περίοδος Β΄, Ἀθῆναι 1 Δεκεμβρίου  1916, ἀριθ. φύλλου 278, σελ. 10-12.

[2] Τόμος 20ος (1925),  σελ. 104 -107.

[3] Περίοδος Β΄, τεῦχος 4, Ἁλμυρὸς 2000, σελ. 78 -85.

[4] Τὸ Γ΄ Συνέδριο Αλμυριώτικων Σπουδῶν πραγματοποιήθηκε στὸν Ἁλμυρό Θεσσαλίας στὶς 13 -15 Ὀκτωβρίου 2000.

[5] «Ἀχαιοφθιωτικὰ Γ΄, Πρακτικὰ τοῦ Γ΄ Συνεδρίου Ἁλμυριώτικων Σπουδῶν, Ἱστορία, Ἀρχαιολογία, Λαογραφία Ἀχαΐας Φθιώτιδας», 13 -15 Ὀκτωβρίου 2000, Ἁλμυρὸς 2007, Β΄ τόμος, σελ. 313 -327.

[6] ASBMH =  The American Society of Byzantine Music and Hymnology.

[7] Σύμφωνα μὲ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο (Νέος Ἑλληνομνήμων, τόμ. 20, σελ. 104). Τὸ ΜΙΕΤ (Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης), ὡστόσο, ἔχει κατατάξει τὸν κώδικα στὸν 15ο αἰῶνα.

[8] Ὁ ἀρχιμανδρίτης Χερουβεὶμ Βελέτζας ποὺ ἐπίσης δημοσίευσε «Κατάλογο τῶν χειρογράφων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ  «Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς»» (περίοδος Β΄, τεῦχος 4, Ἁλμυρός 2000, σελ. 78 -83) ἀναφέρει φύλλα 141.

[9] Κατὰ τὸ ΜΙΕΤ (Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης), στὸ ὁποῖο ὑπάρχει φωτογράφηση τοῦ κώδικα, τὰ φύλλα του εἶναι 226.

[10] Νέος Ἑλληνομνήμων, τόμος 20ος (1926), σελ. 104 -107.

[11]  Ὁ  Βεζούβιος ;.

[12] Ἡ χρονολογία 7064 ἀνταποκρίνεται πρὸς τὸ ἔτος 1556 μ. Χ. (7064 – 5508 = 1556).

[13] Κατὰ τὸ ΜΙΕΤ ὁ κώδικας ἀνήκει στὸν 16ο αἰῶνα.

[14] Κατὰ τὸν Χερουβεὶμ Βελέτζα τὰ φύλλα του κώδικα εἶναι 301, ἐνῶ κατὰ τὸ ΜΙΕΤ 201.

[15] Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς», περίοδος Β΄, τεῦχος 4, Ἁλμυρός 2000, σελ. 78 -83.

[16] Οἱ ἐνθυμήσεις τοῦ κώδικα παρουσιάζονται καὶ σχολιάζονται καὶ στὸ κεφάλαιο «Ἡ ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ μὲ ἐνθυμήσεις».

[17] Κατὰ τὸ ΜΙΕΤ τὰ φύλλα του εἶναι 214.

[18] Ὁ ἀρχιμανδρίτης Χερουβεὶμ Βελέτζας (Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς», περίοδος Β΄, τεῦχος 4, Ἁλμυρός 2000, σελ. 78 -83) ἀναφέρει ὅτι ἔχει 114 φύλλα. Μὲ τὴν ἴδια ἄποψη συμφωνεῖ καὶ τὸ Μ. Ι. Ε. Τ.

[19] Ὁ Χερουβεὶμ Βελέτζας (ὅ. π.) ἀναφέρει 73 φύλλα, ἄποψη μὲ τὴν ὁποία συμφνεῖ καὶ τὸ Μ. Ι. Ε. Τ.

[20] Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος στὸ δημοσίευμά του στὸν Νέο Ἑλληνομνήμονα (τόμος 20ος, 1926) κατέγραψε τοὺς παραπάνω δέκα κώδικες χωρὶς νὰ ἀναφέρει ἄν ὑπῆρχαν ἄλλοι ἤ ἐὰν θὰ ὑπῆρχε ἄλλη συνέχεια στὸ ἄρθρο του. Ὁ Χερουβεὶμ Βελέτζας κατὰ τὸ ἔτος 2000 βρῆκε στὸ ἀρχεῖο τῆς Μονῆς  καὶ ἄλλους 14, τοὺς ὁποίους καὶ κατέγραψε καὶ τοὺς παρουσιάζουμε στὴ συνέχεια.

[21] ζσε΄ = 7205 ἀπὸ κτίσεως κόσμου, ἤτοι 7205 -5508 = 1697 μ. Χ.

[22] Στὸ σχετικὸ δημοσίευμα τοῦ ἀρχιμανδρίτη κ. Χερουβεὶμ Βελέτζα (Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς», Περίοδος Β΄, τεῦχος 4, Ἁλμυρὸς 2000, σελ. 78 -83) τὴ σειρά καὶ τὴν ἀρίθμηση τοῦ ὁποίου ἀκολουθοῦμε, προηγεῖται ἡ περιγραφὴ τοῦ κώδικα ΚΑ΄, ποὺ εἶναι μουσικὸς κώδικας. Τὸν παραλείπουμε στὴ θέση αὐτὴ για νὰ τὸν συμπεριλάβουμε στὸ ὑποκεφάλαιο «Μουσικοὶ κώδικες».

[23] Τὸ χειρόγραφο αὐτὸ (ΚΒ΄) ὅπως καὶ τὰ δύο ἑπόμενα (ΚΓ΄ καὶ  ΚΔ΄) δημοσιεύτηκαν γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν π. Χερουβεὶμ Βελέτζα στὸ «Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ»

[24] Ὁ κατάλογος περιλαμβάνει σαράντα χειρόγραφα βιβλία (κώδικες) καὶ δημοσιεύθηκε σὲ τέσσερις συνέχειες: τόμ. 18 (1924) σελ. 448 – 450 καὶ τόμ. 19 (1925) σελ.  93 -95, 262 -266, 369 – 377.

[25] Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος εἶχε συντάξει καὶ εἶχε ἀποστείλει γιὰ δημοσίευση στὸν «Νέο Ἑλληνομνήμονα» τὸν κατάλογο αὐτὸ πολὺ πρίν. Ἄγνωστο γιὰ ποιὸν λόγο ὁ κατάλογος παρέμεινε ἀδημοσίευτος μέχρι τὸ θάνατο τοῦ ὑπεύθυνου τοῦ περιοδικοῦ στὸ ὁποῖο στάλθηκε. Βρέθηκε στὰ ἀρχεῖα του ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν παρακάτω σημείωση ποὺ συνόδευσε τὴν δημοσίευση: Στὰ κατάλοιπα τοῦ Λάμπρου βρέθηκε καὶ ὁ κατάλογος αὐτὸς τῶν χειρογράφων τῆς βιβλιοθήκης τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ὄρθρυος, ποὺ συντάχθηκε ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο. Ὁ Λάμπρος, ὅπως γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὴ σχετικὴ ἀλληλογραφία, εἶχε ὑποσχεθεῖ τὴν ἔκδοση τοῦ καταλόγου τούτου στὸν Νέο  Ἑλληνομνήμονα. Ἐκδίδομε λοιπὸν στὸν Νέο Ἑλληνομνήμονα τὸν κατάλογο αὐτὸν μὲ τὴν παρατήρηση ὅτι σύμφωνα μὲ σημείωση τοῦ Γιαννοπούλου, «Ἡ ἀρίθμηση ἔγινε κατ’ ἀλφάβητον. Σὲ παρένθεση γράφονται οἱ ἀριθμοὶ μὲ τοὺς ὁποίους  εἶναι γραμμένοι οἱ κώδικες».

[26] Δελτίον τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄθρυος, τεῦχος πέμπτον, ἐν Ἀθήναις 1903, σελ. 43 – 44.

[27] Τὸ ἕνα ἐκ τῶν δύο αὐτῶν εἶναι τὸ περιγραφόμενο ἐδῶ καὶ τὸ ἄλλο τὸ ἀμέσως ἑπόμενο (Β΄).

[28] Σήμερα (2012) ὁ κώδικας ἔχει 199 φύλλα.

[29] Στὴ σημερινή του κατάσταση (2012), κατὰ τὴν ὁποία  ὁ κώδικας δὲν ἔχει πλέον τὰ ἐξώφυλλά του, τὸ πάχος του εἶναι 0,05 μ.

[30] Ἀπὸ ἀπροσεξία τῶν μοναχῶν βεβαιώνει ὁ Γιαννόπουλος σὲ κάποια σχετικὴ σημείωσή του

[31] Στὴ σημερινή κατάσταση (2012) τὰ καμένα φύλλα εἶναι ἕντεκα.

[32] Σήμερα (2012) ἀρχίζει ἀπὸ κατὰ Ματθαῖον ιγ΄ 50 «… εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς. Ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς…».

[33] Περίληψη καὶ αὐτοῦ τοῦ κώδικα δημοσιεύθηκε στὸ «Δελτίον τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας «Ὄθρυος», τεῦχος Ε΄, (1903) σελ. 43 – 44.

[34] Τὸ ἐπίγραμμα αὐτὸ ὑπάρχει καὶ στὸν ὑπ’ ἀριθ. ΤΛ΄ χάρτινο  κώδικα τοῦ ἔτους 1368 τῆς Πατμιακῆς Βιβλιοθήκης τοῦ Ἰω. Σακελλίωνος ( σ. 159), ὁ ὁποῖος  περιέχει τὰ τέσσερα κανονικὰ Εὐαγγέλια. Στὸ δεύτερο ὅμως στίχο ἀντί : «κυριωθέντος Λόγου» ἀναφέρεται «μετριωθέντος Λόγου», ποὺ ἴσως εἶναι ὀρθότερο καὶ γι’ αὐτὸ τὸ χρησιμοποιήσαμε.

[35] Δὲν ἔχομε ὑπ’ ὄψη μας καὶ δὲν μπορέσαμε νὰ ἐντοπίσουμε  αὐτὸ «τὸ καταρτισθὲν βιβλίον».

[36] Βλέπε γιὰ τὶς «ἐνθυμήσεις» αὐτὲς στὸ σχετικὸ κεφάλαιο τῆς ἐργασίας μας.

[37] Ἡ Κάτω Μονὴ Ξενιᾶς εἶχε καὶ τὸ ὄνομα Ἅγιος Νικόλαος τοῦ Ρήχοβο ἤ Ράχοβο, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπὸ πολλὰ ἔγγραφα  τῆς Μονῆς αὐτῆς.

[38] Γιὰ τὴν «ἐνθύμηση» αὐτὴ  ἀναφέρουμε καὶ στὸ κεφάλαιο Ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ μὲ ἐνθυμήσεις.

[39] Οἱ «ἐνθυμήσεις» ἀναφέρονται καὶ στὸ σχετικὸ μὲ αὐτὲς κεφάλαιο τῆς ἐργασίας μας,

[40] Στὸ σχετικό δημοσίευμα τοῦ Νικόλαου Γιαννόπουλου («Νέος Ἑλληνομνήμων», τόμος 18, σελ. 448 -450, τόμος 19, σελ. 93 -95, 262 -266, 369 -377)  μεταξὺ τοῦ προηγούμενου ὑπ’ ἀριθ. Ι΄ καὶ τοῦ ΙΗ΄, παρεμβάλλονται καὶ περιγράφονται οἱ ὑπ’ ἀριθ.  ΙΑ΄, ΙΒ΄, ΙΓ΄, ΙΔ΄, ΙΕ΄, ΙΣΤ΄ καὶ ΙΖ΄ κώδικες. Αὐτοὶ ἐπειδὴ εἶναι μουσικοὶ παραλείφθηκαν ἀπὸ τὴ σειρά τους γιὰ νὰ συμπεριληφθοῦν στὸ εἰδικὸ  ὑποκεφάλαιο «Μουσικοὶ κώδικες Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς».

[41] Ὁ κώδικας προσφέρθηκε στὴ Φιλάρχαιο Ἑταιρεία Ἁλμυροῦ ἐκ μέρους τοῦ  ναοῦ τῆς  Ἁγ. Παρασκευῆς τοῦ χωρίου Κοκκωτῶν.