Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος δέκατο ένατο)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Ἡ  ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ Παναγίας Ξενιᾶς)

(συνέχεια απο τα προηγούμενα)

Ἡ ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ στὶς σχέσεις του με τὸ λαό

Ἡ κοινωνικὴ προσφορὰ τοῦ Μοναστηριοῦ (α΄ μέρος)

Οὐδέποτε στὴ μακραίωνη ἱστορία του τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς λειτούργησε ὡς ἕνα αὐστηρὸ καὶ καθαρὰ μοναστικὸ κέντρο, ἀπομονωμένο ἀπὸ τοὺς κοσμικοὺς ἀνθρώπους καὶ τὶς βιωτικές τους ἀνάγκες καὶ ἀπὸ τὴν γύρω του ὑπάρχουσα ζῶσα κοινωνία μὲ τὰ προβλήματά της. Οἱ καλόγεροι ποὺ ἐγκαταβίωναν σ’ αὐτὸ δὲν ζοῦσαν ἀπομονωμένοι καὶ περιορισμένοι αὐστηρὰ καὶ μόνο στὸν ἰδιαίτερο δικό τους χῶρο τοῦ Μοναστηριοῦ, ἀφοσιωμένοι ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὶς «διακονίες» τους, στὴν προσευχὴ καὶ στὴ λατρεία.

Τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἦταν ἕνα μοναστήρι δεμένο ἀναπόσπαστα μὲ τοὺς ἀνθρώπους τῆς γύρω περιοχῆς του.  Στὴν πραγματικότητα ἦταν δημιουργημένο ἀπὸ αὐτούς καὶ ἐπανδρωμένο κατὰ τὸ μεγαλύτερο ποσοστὸ ἀπὸ ντόπιους καλογέρους. Οἱ μοναχοί του, παράλληλα μὲ τὴν ἀτομική τους ἀφιέρωση στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, ὑπηρετοῦσαν καὶ ἐξυπηρετοῦσαν καὶ τὶς λατρευτικὲς  καὶ κατηχητικὲς ἀνάγκες τῶν κατοίκων τῆς γύρω περιοχῆς. Παρενέβαιναν εὐεργετικὰ στὶς οἰκονομικὲς δυσχέρειες τῶν γύρω ἀπὸ αὐτὸ κατοίκων ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλες τὶς δύσκολες περιστάσεις. Ὅλες αὐτὲς οἱ ὑπηρεσίες θεωροῦνταν καὶ ἐντάσσονταν στὴν ἀποστολὴ τοῦ Μοναστηριοῦ.

Ἐξ  ἄλλου δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ γίνει κάτι διαφορετικὸ ἀφοῦ στὶς ἐργασίες ἀξιοποίησης τῆς μεγάλης κτηματικῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ ἀπασχολοῦνταν καθημερινὰ μονίμως πολλοὶ λαϊκοί, κάτοικοι τῶν διπλανῶν χωριῶν, ποὺ διέμεναν σὲ παράλληλα οἰκήματα τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ τρέφονταν ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Πάρα πολλοὶ ἦταν ἀκόμη ἐκεῖνοι ποὺ συμμετεῖχαν ἐθελοντικὰ χωρὶς ἀμοιβὴ στὶς διάφορες γεωργικὲς ἤ ἄλλου εἴδους ἐργασίες τοῦ Μοναστηριοῦ.

Γιὰ τοὺς κατοίκους κυρίως τῶν γύρω ἀπὸ αὐτὸ χωριῶν τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ἦταν τὸ δικό τους Μοναστήρι, τὸ ἱερό τους κέντρο, τὸ κοινὸ προσκύνημά τους, τὸ καταθετήριο τῶν ἐρωτημάτων τους καὶ τῶν προβληματισμῶν τους, ὁ συμβουλάτοράς τους, ὁ σίγουρος καὶ πάντοτε πρόθυμος εὐεργέτης τους, ἡ καταφυγὴ καὶ τὸ ἀσφαλὲς καὶ μόνιμο, ὅποτε χρειαζόταν, στήριγμά τους

Ἡ καλλιέργεια τῶν ἀπέραντων χωραφιῶν τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ἡ περιποίηση τῶν πολλῶν περιβολιῶν του, τῶν ἐλαιοκτημάτων του, ἡ βόσκηση τῶν κοπαδιῶν του, ἡ φροντίδα τῶν ὀρνιθώνων, τῶν μελισσιῶν, ἡ περιποίηση τῶν κήπων του, ἡ συγκομιδὴ τῶν παντοειδῶν καρπῶν καὶ ἄλλων προϊόντων, ἀπασχολοῦσε ἕνα πολυπληθὲς ἐργατικὸ προσωπικὸ λαϊκῶν ὑπὸ τὴν ἄμεση προσωπικὴ ἐποπτεία τῶν καλογέρων.

Ἕνα πλῆθος ἐπισκεπτῶν καὶ προσκυνητῶν ἀπὸ μακρινότερα μέρη, ποὺ θὰ διανυκτέρευαν στὸ Μοναστήρι, ἦταν μιὰ τακτικὴ καὶ συνήθης καθημερινὴ πραγματικότητα. Ἡ ἐξυπηρέτηση τῶν λατρευτικῶν καὶ τῶν ἄλλων ποικίλων ἀναγκῶν τῶν ἐπισκεπτῶν καὶ προσκυνητῶν αὐτῶν δὲν ἦταν μόνο μία ἀπὸ τὶς βασικὲς παροχὲς καὶ καθιερωμένες ὑποχρεώσεις τοῦ Μοναστηριοῦ ἀλλὰ ἀποτελοῦσε καὶ θεωροῦνταν, καὶ ἀπὸ τοὺς μοναχούς του καὶ ἀπὸ ὅλους ὅσους ζοῦσαν γύρω ἀπὸ αὐτό, μία βασικὴ κοινὴ ἀποστολὴ ὅλων. Ἡ ἐξυπηρέτηση τῶν ἐπισκεπτῶν προσκυνητῶν τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ ἡ φιλοξενία τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀπὸ ὅσους ζοῦσαν στὸ Μοναστήρι, καλόγερους καὶ λαϊκούς, ἦταν τὰ μέσα ποὺ χρησιμοποιοῦσε ἡ Παναγία γιὰ τὴν παροχὴ αὐτῆς τῆς φιλοξενίας.

Ἡ ἐξυπηρέτηση τῶν  ἐπισκεπτῶν, ἡ βοήθεια στὴν ἐπίλυση τῶν προβλημάτων τους, θεωροῦνταν ἀπὸ ὅλους, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς, ὅτι ἦταν ὄχι μόνο ἕνας ἀπὸ τοὺς προορισμοὺς τοῦ Μοναστηριοῦ ἀλλὰ καὶ ἕνα μέσον ἔμμεσης ἐξυπηρέτησης τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Ἦταν ἕνας ἀπαραίτητος ρόλος στὴν ἐξυπηρέτηση τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου τοῦ Μοναστηριοῦ. Οἱ ξενῶνες τοῦ Μοναστηριοῦ ἦταν πάντοτε ἀνοικτοὶ γιὰ ὅσους χρειαζόταν νὰ διανυκτερεύσουν ἐκεῖ.

Κάτω ἀπὸ τέτοιες συνθῆκες τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, κυρίως κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες τῆς μακροχρόνιας περιόδου τῆς Τουρκοκρατίας, γιὰ τοὺς ὁποίους ἔχουμε καὶ τὶς περισσότερες καὶ πιὸ συγκεκριμένες πληροφορίες, ἦταν ἕνα κέντρο καθημερινῆς σχεδὸν ἀναφορᾶς γιὰ τοὺς περισσότερους κατοίκους τῶν κοντινῶν τουλάχιστον καὶ γύρω ἀπὸ αὐτὸ χωριῶν. Κατὰ τὴν περίοδο ἰδίως τῆς σκληρῆς Τουρκοκρατίας τὸ «Μοναστήρι» ἦταν ἡ καρδιὰ καὶ ἡ βασικὴ κινητήρια δύναμη καὶ τὸ στήριγμα τῆς γύρω κοινωνίας.

Τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς ἦταν γιὰ πάρα πολλοὺς ὄχι μόνο τὸ ἀγαπημένο λατρευτικό τους κέντρο ἀλλὰ καὶ τὸ μοναδικὸ ἀσφαλὲς καταφύγιό τους γιὰ τὴ λύση ὅλων τῶν προβλημάτων τῆς ζωῆς τους. Καθὼς μάλιστα στὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας δὲν ἦταν δυνατὸν  νὰ ὑπάρχει δυναμικὴ καὶ ἀποτελεσματικὴ κεντρικὴ πολιτική, κοινοτικὴ καὶ κοινωνικὴ διοίκηση, τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς ἔπρεπε νὰ καλύπτει, καὶ «ἐν πολλοῖς» κάλυπτε καὶ ἀναπλήρωνε ἀρκετὰ ἀποτελεσματικά, καὶ τὸ «κενὸ» αὐτό.

Σ’ αὐτὸ  βοηθοῦσε σημαντικὰ τὸ ὅτι  τὸ «Μοναστήρι τῆς Παναγίας» ἦταν σεβαστὸ ἀπὸ ὅλους, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Στὴν ἐποχὴ τῆς Τουρκοκρατίας ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς διαχεόταν  τριγύρω, λόγῳ θρύλων, λόγῳ ἀκουσμάτων καὶ παραδόσεων, μιὰ ἀτμόσφαιρα «θεϊκοῦ» μυστηρίου καὶ «φόβου Θεοῦ». Ὑπῆρχε μία διαχρονικὴ καθολικὴ ἀποδοχὴ τῆς ἀκτινοβολούσας ἱερότητας. Ὑπῆρχε διάχυτη τριγύρω ἡ βεβαιότητα ὅλων γιὰ τὴν θεϊκὴ παρουσία ἐκεῖ. Καὶ  ἦταν αὐτὴ ἡ βεβαιότητα τῆς θεϊκῆς παρουσίας ποὺ  μποροῦσε καὶ κρατοῦσε μακριά του διστακτικούς,  «φοβισμένους» καὶ ἄτολμους καὶ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς ἀλλόθρησκους κατακτητές.

Σὲ παλιότερες ἐποχές, στὰ δύσκολα χρόνια τῆς ὕστερης βυζαντινῆς ἐποχῆς καὶ ἐκεῖνα τῶν πρώτων αἰώνων τῆς Τουρκοκρατίας, πολλοὶ ἦταν οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς ποὺ  εὕρισκαν σ’ αὐτὸ προστασία καὶ καταφύγιο ἀπὸ τὴν σκληρὴ ἐκμετάλλευση τῶν κάθε μορφῆς μεγαλοϊδιοκτητῶν, τιμαριούχων καὶ τσιφλικούχων τῆς εὔφορης γῆς τοῦ ἁλμυριώτικου κάμπου. Πολλοὶ  ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦσαν καὶ ἐπιβίωναν ἀποκλειστικὰ χάρη στὴν ὕπαρξη τοῦ Μοναστηριοῦ.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ἱκανοποίηση τῶν λατρευτικῶν ἀναγκῶν τῶν κατοίκων τῶν γύρω χωριῶν, τὸ Μοναστήρι ἐξυπηρετοῦσε, σὲ ὅποιο βαθμὸ ἦταν αὐτὸ δυνατό, καὶ τὶς ἀνάγκες τῆς ἐκπαίδευσης τῶν παιδιῶν τῶν κατοίκων τῶν γύρω ἀπὸ αὐτὸ χωριῶν. Καλόγεροι δίδασκαν στὰ παιδιὰ τὰ «ἐγκύκλια» γράμματα ὄχι μόνο μέσα στοὺς χώρους τοῦ «Πάνω» καὶ τοῦ «Κάτω» Μοναστηριοῦ ἀλλὰ μεταβαίνοντας οἱ ἴδιοι, εἰδικὰ γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό, καὶ στὰ γύρω χωριὰ στὰ ὁποῖα λειτουργοῦσαν σχολεῖα μὲ δασκάλους κάποιους ἀπὸ τοὺς καλογέρους του.

Δὲν ἔχουμε, βεβαίως, στὴν διάθεσή μας σήμερα, ἐπειδὴ δὲν διασώθηκαν, ἔγγραφα ποὺ νὰ βεβαιώνουν τέτοιες «ἐπίσημες» προσλήψεις, ἀναθέσεις καὶ «διορισμοὺς» μοναχῶν τοῦ Μοναστηριοῦ ὡς δασκάλων στὰ σχολεῖα τῶν γύρω χωριῶν. Σώθηκαν ὅμως ὡς τὶς ἡμέρες μας κάποιες «ἐνθυμήσεις», σκορπισμένες στὰ λευκὰ περιθώρια ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων τοῦ Μοναστηριοῦ ἀλλὰ καὶ τῶν ναῶν τῶν γύρω χωριῶν, ἐπιβεβαιωτικὲς τέτοιων γεγονότων.

«Ἀθανάσιος, μοναχός, ταπεινὸς ἐν παιδαγωγοῖς» γράφει μία «ἐνθύμηση» σὲ ἐκκλησιαστικὸ βιβλίο τῶν Κωφῶν ποὺ μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ μοναχὸς Ἀθανάσιος δίδασκε στὸ σχολεῖο ποὺ ὑπῆρχε στοὺς Κωφούς.

Ὁ ἴδιος μοναχὸς τῆς Παναγίας Ξενιᾶς Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος, ἐκτὸς ἀπὸ παιδαγωγός, «ταπεινὸς ἐν παιδαγωγοῖς», φαίνεται νὰ ἦταν καὶ ἱερέας στοὺς Κωφοὺς καὶ νὰ ἀντέγραφε καὶ ἐκκλησιαστικὰ λειτουργικὰ βιβλία, μᾶς ἄφησε καὶ μιὰ ἄλλη «ἐνθύμηση»:

«Ἡ παροῦσα φυλλάδα τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Μοδέστου εἶναι τῆς ἐκκλησίας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τοῦ χωρίου Κουφούς καὶ ἐγράφη διὰ χειρὸς τοῦ ταπεινοῦ ἐν παιδαγωγοῖς Ἀθανασίου 1805 , Ἰανουαρίου 15».

Πρὶν ἀκόμη ἀπὸ τὸ 1792 δίδασκε, σύμφωνα μὲ μιὰ παρόμοια «ἐνθύμηση»  σὲ βιβλίο τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, στὸ σχολεῖο τῆς Σούρπης, ὁ καλόγερος Ἰωακείμ, ὁ ὁποῖος ὑπέγραφε μάλιστα  ὡς «παιδαγωγός».

Ὑπῆρχε ὅμως καὶ ἄλλος  Ἀθανάσιος, σὲ παλιότερες ἐποχές, ἱερομόναχος καὶ αὐτὸς τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, καὶ κατὰ πᾶσαν πιθανότητα «παιδαγωγὸς» καὶ αὐτός, ὁ ὁποῖος καταγόταν  ἀπὸ τὰ Ἄγραφα. Εἶχε χρηματίσει μαθητὴς τοῦ Ἀναστασίου τοῦ Γορδίου, ὅπως φαίνεται ἀπὸ μία ἄλλη «ἐνθύμηση» σὲ χειρόγραφο σχολικὸ βιβλίο τῆς Βιβλιοθήκης τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ, προσφορὰ σ’ αὐτὴν τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Ἡ «ἐνθύμηση» αὐτὴ εἶναι γραμμένη σ’ ἕνα χειρόγραφο κώδικα τοῦ 18ου αἰῶνα μὲ 35 φύλλα διαστάσεων μήκους 0,20 μέτρα καὶ πλάτους 0,14 μέτρα ὁ ὁποῖος περιέχει μαθήματα Γραμματικῆς ὑπὸ τύπον ἐρωτήσεων δασκάλου καὶ ἀπαντήσεων μαθητοῦ.

Στὸ τέλος τοῦ κώδικα αὐτοῦ ὑπάρχει ἡ ἐρώτηση: «Τὶ ἐστὶ Γραμματικὴ» καὶ ἡ σχετική απάντηση:

«Τεχνολογία συντομωτάτη κατ’ ἐρώτησιν καὶ ἀπόκρισιν, συντεθεῖσα κατὰ τὸ α χου (;) βιβλίον τῆς τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Λασκάρεως γραμματικῆς[1] χάριν τῶν ἀρχαρίων καὶ νέων μαθητῶν παρὰ τοῦ ταπεινοῦ Ἀθανασίου ἱερομονάχου τοῦ ἐξ Ἀγράφων τοὐπίκλην ἐλαχίστου ἀδελφοῦ καὶ μαθητοῦ τοῦ σοφωτάτου καὶ λογιωτάτου κυρίου Ἀναστασίου ἱερομονάχου τοῦ Γορδίου εἰς τὸ Ἀνατολικὸν τῆς Αἰτωλίας αψιβ΄(= 1712) δεκεμβρίου τῇ κ΄. ».  

Λίγα ἀποσπάσματα τοῦ βιβλίου αὐτοῦ θὰ δώσουν μιὰ εἰκόνα τοῦ εἴδους τῶν μαθημάτων τῆς γραμματικῆς ποὺ διδάσκονταν ἀπὸ τοὺς καλογέρους τῆς Ξενιᾶς στοὺς μαθητὲς τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τὰ ὁποῖα παρουσιάζονται ὑπὸ τύπο ἐρωτήσεων Δασκάλου καὶ ἀπαντήσεων μαθητοῦ (Δ.= Δάσκαλος,  μ.= Μαθητής) :

«Δ. – Τὶ ἐστὶ γραμματική;

μ. – Γραμματικὴ ἐστὶ τέχνη περὶ τὰ ὀκτὼ μέρη τοῦ λόγου καταγινομένη, τέλος[2] ἔχουσα τὸ ὀρθῶς γράφειν καὶ τὸ ὀρθῶς λέγειν.

Δ. – Τὶ θέλουν νὰ εἰποῦν αὐτὰ τὰ λόγια;

μ. – Ἡ γραμματικὴ εἶναι τέχνη ὁποῦ καταγίνηται εἰς τὰ ὀκτὼ μέρη τοῦ λόγου, ὁποῦ ἔχει τέλος τὸ νὰ μιλῇ καλὰ καὶ νὰ γράφῃ διορθωμένα.

Δ. – Πόσα τὰ μέρη τῆς γραμματικῆς;

μ. – Τέσσαρα: Γράμμα, συλλαβή, λέξις καὶ λόγος.»

……..

«Δ. – Τὶ ἐστὶ συλλαβή;

μ. – Συλλαβὴ ἐστὶ σύλληψις τοὐλάχιστον δύο γραμμάτων. Καταχρηστικῶς δὲ καὶ τὰ φωνήεντα συλλαβαὶ λέγονται.

Δ. – Τὶ θέλουν νὰ εἰποῦν αὐτὰ τὰ λόγια;

μ. – Ἡ συλλαβὴ εἶναι σμίξις τὸ ὀλιγώτερον ἀπὸ δύο γράμματα καὶ μεταχειριστικὰ λέγονται καὶ τὰ φωνήεντα συλλαβαί, ἤγουν μεταχειριζομένσθεν καὶ τὰ φωνήεντα μοναχὰ ὡσὰν συλλαβάς, οἷον ἀετός, ὁποῦ τὸ α εἶναι μία συλλαβὴ καὶ τὸ ε ἄλλη καὶ τὸ τος ἄλλη.»

…………………

«Δ. – Τὶ ἐστὶ λόγος;

μ. – Λόγος ἐστὶ λέξεων σύνθεσις, διάνοιαν αὐτοτελῆ δηλοῦσα.

Δ. – Τὶ θέλουν νὰ εἰποῦν αὐτὰ τὰ λόγια;

μ. – Ὁ λόγος εἶναι συμμάζωξις πολλῶν λέξεων ὁποῦ φανερώνουσι ἔννοιαν σωστήν.

Δ. – Πόσα τὰ μέρη τοῦ λόγου;

μ. -Ὀκτώ, ὄνομα, ῥῆμα, μετοχή, ἄρθρον, ἀντωνυμία, πρόθεσις, ἐπίρρημα, σύνδεσμος.»

……..

«Δ. – Τὶ ἐστὶ προσωδία;

μ. – Προσωδία ἐστὶ τόνος φωνῆς ἐγγραμμάτου.

Δ. – Τὶ θέλουν νὰ εἰποῦν αὐτὰ τὰ λόγια;

μ. – Ἡ προσωδία εἶναι δύναμις (ἤ κτύπος) φωνῆς γραμμένης.

Δ. – Πόσαι προσωδίαι;

μ. – Δέκα, ὀξεῖα, βαρεῖα, περισπωμένη, μακρά, βραχεῖα, δασεῖα, ψιλή, ἀπόστροφος, ὑφὲν καὶ  ὑποδιαστολή» .

……….

«Δ. – Ποῦ βάνεται ἡ βαρεῖα;

μ. – Πάντοτε εἰς τὴν λήγουσαν, ἤγουν εἰς τὸ τέλος τῆς λέξεως, ὁπόταν εἶναι εἰς συνέπειαν.

Δ. – Τὶ εἶναι ἡ συνέπεια;

μ. – Ἡ συνέπεια εἶναι ἡ ἀκολούθησις, ἤγουν ὁπόταν ἀκολουθοῦσιν ἀντάμα λέξεις πολλαί, ὡσὰν νὰ εἰποῦμε, ὁ καλὸς καὶ ἀγαθὸς ἐμὸς μαθητής. Τὸ γὰρ μαθητὴς διὰ νὰ μὴν εἶναι εἰς συνέπειαν ἑτέρας λέξεως, ἤγουν δὲν εἶναι ἄλλη λέξις μπροστὰ νὰ ἀκολουθήσῃ ἐκείνην, ἀλλὰ ἔχοντας εἰς τὸ τέλος στιγμήν, δὲν δέχεται καμίαν φορὰν βαρεῖαν, ὡσάν ταῖς ἄλλαις λέξεις, ὁποῦ εἶναι προτήτερα ἀπὸ αὐτήν, ἀλλά πάντοτε ὀξεῖαν.»[3]

 

Ὁ χαρακτηρισμὸς «ταπεινὸς ἐν παιδαγωγοῖς» συνηθιζόταν μεταξὺ τῶν δασκάλων τῆς Τουρκοκρατίας. Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος  μᾶς βεβαιώνει ὅτι βρῆκε σὲ ἐκκλησιαστικὸ βιβλίο στὸ χωριὸ Ἀϊδίνι τοῦ Ἁλμυροῦ μὶα παρόμοια «ἐνθύμηση» στὴν ὁποία ὁ δάσκαλος αὐτοχαρακτηριζόταν «ἐλάχιστος ἐν παιδαγωγοῖς». Ὁ «παιδαγωγὸς» τοῦ Ἀϊδινίου παρουσιάζεται νὰ δίδασκε ἐκεῖ στὰ 1795. Ὀνομαζόταν Ἀθανάσιος Γουριώτης καὶ ἦταν γιὸς τοῦ Γεωργίου, ποὺ ἦταν γνωστὸς μὲ τὸ παρατσούκλι «Μπακαλάκης». Ἱερέας στὰ 1795 στὸ Ἀϊδίνι ἦταν ὁ παπα Δημήτριος Ντακογιάννης καὶ ἐπίτροπος ὁ Θανάσης Μπαταλιάς.

Τὰ μαθαίνουμε ὅλα ἀπὸ τὴν «ἐνθύμηση» ποὺ μᾶς διέσωσε ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος: «Ἐγράφησαν τὰ παρόντα τροπάρια διὰ χειρὸς τοῦ ἐλαχίστου ἐν παιδαγωγοῖς Ἀθανασίου Γουριώτη καὶ υἱοῦ τοῦ ποτὲ Γεωργίου τοὐπίκλην Μπακαλάκη, ἐφημερεύοντος τοῦ αἰδεσιμωτάτου καὶ εὐλαβεστάτου ἐν ἱερεῦσι παπᾶ κυρ Δημητρίου Ντακογιάννη καὶ ἐπιτροπεύοντος τοῦ τιμιωτάτου Θανάση Μπουταλιᾶ κατὰ τὸ χωρίον Ἀϊδίνιον (1795)».

Στὸ ἀρχεῖο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ ὑπῆρχαν καὶ ἄλλα χειρόγραφα βιβλία σχολικοῦ περιεχομένου, ποὺ ἀποδεικνύουν τὴν καλλιέργεια τῶν γραμμάτων στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς καὶ τὴν προσφορά του στὸ λαὸ τοῦ Ἁλμυροῦ, ὅπως σημειώσεις φυσικῆς καὶ χημείας, προβλήματα καὶ λύσεις ἀριθμητικῆς, μύθοι τοῦ Αἰσώπου, ποιήματα, ἠθικὲς διδασκαλίες κτ.λ. Ὅλα αὐτὰ ἀσφαλῶς χρησιμοποιοῦνταν ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῆς Ξενιᾶς γιὰ διδασκαλία.

Μιὰ σημείωση σὲ χειρόγραφο κώδικα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς ὑποδηλώνει τὴν ὕπαρξη μαθητῶν καὶ σχολείου  στὸν Πλάτανο κατὰ τὸ  1721:  «Τέλος Πεντηκοσταρίου. Ἐτελειώθη εἰς Πλάτανον εἰς τοὺς αψκα΄(1721) Ἰουλίου κε΄ (25) ἐκ χειρὸς Ἀναγνώστου ἐκ Τρίκερι, μαθητοῦ Στεργίου ἐκ Τυρνάβου, ἤγουν Στεργίου, καὶ εὔξασθε ὑπὲρ αὐτοῦ τοῦ εὐτελοῦς».

Στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ὑπῆρχε πλουσιότατη βιβλιοθήκη τὰ βιβλία τῆς ὁποίας χρησιμοποιοῦνταν εἰδικὰ γιὰ τὴν ἐκπαίδευση τῶν παιδιῶν.

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, ποὺ εἶχε  ἀσχοληθεῖ καὶ μὲ τὸ θέμα αὐτό, γράφει στὰ «Φθιωτικά» του: «Ἐν δὲ τῇ μονῇ τῆς Ξενιᾶς, ἀκμαζούσῃ τότε οὐ μόνον διὰ τὸν πλοῦτόν της, ἀλλὰ καὶ διὰ τοὺς ἐν αὐτῇ πεπαιδευμένους μοναχοὺς καὶ τὴν πλουσίαν βιβλιοθήκην της, ἐφοίτων οἱ Ἑλληνόπαιδες ιδασκόμενοι τὰ ἐγκύκλια γράμματα».[4] Ὑπῆρχαν, λοιπόν, στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς, «πεπαιδευμένοι μοναχοί».

Σχετικὸ εἶναι καὶ τὸ παρακάτω ἀπόσπασμα δημοσιεύματος γιὰ τὴ Μονὴ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς: «Ἡ ἐν λόγῳ ἱερὰ μονὴ ἐν τῇ ἀρχαίᾳ αὑτῆς ἀκμῇ, ἐκτὸς τῶν ἐν αὐτῇ ἀσκητικῶς διαπρεψάντων ἐναρέτων μοναχῶν, ὡς τὰ περὶ αὐτῆς ἐρειπιώδη ἀσκητήρια μαρτυροῦσιν, εἶχεν πρὸς τούτοις καὶ σχολεῖον κατηρτισμένον διατηρούμενον καὶ πολλοὺς ἐγγραμμάτους μοναχοὺς, οἵτινες ὑποστήριξαν τὴν ἱερὰν θρησκείαν καὶ διετήρησαν καὶ τὴν ἡμετέραν ἑλληνικὴν γλῶσσαν».[5]

 

Παρὰ τὴ μεγάλη ἀπώλεια καὶ καταστροφὴ τοῦ κάποτε πλουσιότατου ἀρχείου τοῦ Μοναστηριοῦ, μέσα στὰ πολὺ ἐλάχιστα σπαράγματα, ποὺ τυχαίως  διασώθηκαν ὡς τὴν ἐποχή μας, ἕνα διεισδυτικὸ ἐξεταστικὸ μάτι μπορεῖ νὰ διακρίνει τὴ συμβολὴ αὐτοῦ τοῦ Μοναστηριοῦ στὴν ἐκπαίδευση τῶν παιδιῶν ἀλλὰ καὶ τὴν πνευματικὴ ἀνάπτυξη γενικότερα ποὺ εἶχαν καλλιεργήσει κάποιοι μοναχοὶ ἐκεῖ.

Στὰ χαλάσματα τοῦ γκρεμισμένου ἀπὸ τοὺς σεισμοὺς τοῦ 1980 «Κάτω Μοναστηριοῦ» βρέθηκε, ἐντελῶς συμπτωματικά, πεταμένο ἀνάμεσα σὲ σκόρπια χαρτιά, ἕνα χειρόγραφο κολοβωμένο, ἀποσπασματικὸ κείμενο. Πρόκειται γιὰ μέρος μιᾶς ἐπιστολῆς, ὅπως γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσή του. Δὲν μᾶς εἶναι γνωστά, γιατὶ στὸ ἀπόσπασμα τῆς ἐπιστολῆς δὲν ὑπάρχει οὔτε ἡ ἀρχὴ οὔτε τὸ τέλος της. Ἔτσι δὲν μᾶς εἶναι γνωστὸς οὔτε ὁ παραλήπτης, οὔτε ὁ ἀποστολέας, οὔτε ἡ χρονολογία τῆς ἐπιστολῆς.[6]

Ἡ προσεκτικὴ ὅμως ἀνάγνωση τοῦ μέρους τοῦ κειμένου ποὺ σώθηκε φανερώνει  εὔκολα ὅτι πρόκειται γιὰ μία ἐπιστολὴ γραμμένη ἀπὸ καλόγερο τοῦ Μοναστηριοῦ, ἡ ὁποία ἀπευθυνόταν σὲ κάποιον πλούσιο ἄνθρωπο, τοπικὸ ἄρχοντα κάποιου χωριοῦ τῆς γύρω περιοχῆς.

Ὁ ἄγνωστος σὲ μᾶς παραλήπτης τῆς ἐπιστολῆς, ἀπὸ ὅσα μπορεῖ κάποιος νὰ διαβλέψει μελετῶντας τὸ μέρος τοῦ κειμένου ποὺ διασώθηκε, εἶχε προηγουμένως ἀποτανθεῖ στὸν ἀποστολέα καλόγερο ζητῶντας ἀπὸ αὐτὸν τὴ γνώμη του ἐπειδὴ σκεπτόταν νὰ διαθέσει χρήματά του προκειμένου νὰ ἱδρύσει σχολεῖο στὸ χωριό του.

Ὁ καλόγερος, ποὺ ἀσφαλῶς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς «πεπαιδευμένους» μοναχοὺς τῆς Ξενιᾶς, ἀπαντῶντας στὸν ἄρχοντα τῆς περιοχῆς, τοῦ γράφει μεταξὺ ἄλλων: «Μὲ ὅλην τὴν ἔφεσιν καὶ συνδρομὴν τῶν σωματικῶν μου αἰσθήσεων καὶ ψυχικῶν μου δυνάμεων,  ἀποδέχομαι τὴν μελετωμένην βουλήν σου καὶ σκέψιν σου.  Ἐπαινῶ τὸν σκοπόν σου καὶ τὸν διακαῆ πόθον καὶ ζῆλον, ἐγκωμιάζω τὴν καλήν σου γνώμην καὶ ἀγαθὴν διάθεσιν, ὁποῦ τρέφοντες  ἔχετε, ὡς καὶ ποθοῦντες διάκεισθε καὶ προθύμως μελετῶντες εὑρίσκεσθε περὶ τῆς τῶν ἑλληνικῶν μαθημάτων ἐκπαιδεύσεως καὶ ἐπιστήμης, τὸ ὁποῖον  ἄμποτε ἡ θεία χάρις ἡ τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα, νὰ τὸ φέρῃ καὶ εἰς ἔκβασιν καλήν, καὶ ἀποπλήρωσιν χρηστὴν κατὰ τὴν ἐπικειμένην σου ἐπιθυμίαν καὶ ὄρεξιν».

Ὁ ἀποστολέας τῆς ἐπιστολῆς καλόγερος, ὅπως διαφαίνεται ἀπὸ τὸ παραπάνω ἀπόσπασμα,  εἶχε προηγουμένως δεχθεῖ παράκληση ἀπὸ τὸν ἐν λόγῳ ἄρχοντα ὄχι μόνο νὰ τοῦ διατυπώσει τὶς σκέψεις του καὶ τὴν γνώμη του γιὰ τὴν ἵδρυση τοῦ σχολείου ποὺ προγραμμάτιζε νὰ ἱδρύσει ἀλλὰ εἶχε ἐπίσης δεχθεῖ καὶ ἐπίσημη πρόσκληση νὰ διδάξει καὶ ὁ ἴδιος ὁ καλόγερος στὸ ὑπὸ ἵδρυση σχολεῖο γιατὶ τὸν θεωροῦσε τὸν πιὸ κατάλληλο γιὰ τὴν δουλειὰ αὐτή.

Φαίνεται ὅτι ὁ καλόγερος ὄχι μόνο ἦταν πολὺ μορφωμένος ἀλλὰ ἡ μόρφωσή του ἀναγνωριζόταν ἀπὸ πολλούς. Ἐξ  ἄλλου καὶ ἀπὸ μόνη τὴν ἀνάγνωση τῆς ἐπιστολῆς αὐτὸ γίνεται φανερό. Αὐτὴ ἡ μεγάλη καὶ εὐρύτατα διαδεδομένη φήμη του «ἐνοχλοῦσε» τὸν ταπεινὸ καλόγερο. Ἔτσι στὴν ἀπαντητικὴ αὐτὴ ἐπιστολή του, ὅπως ἔπρεπε σ’ ἕνα καλὸ χριστιανὸ μοναχό, ὁ καλόγερος τῆς Ξενιᾶς προσπαθεῖ νὰ μειώσει αὐτὴ τὴ φήμη καὶ νὰ ταπεινώσει  τὸν ἑαυτό του, ποὺ ὅλοι τὸν θεωροῦσαν ὡς μεγάλο δάσκαλο, ἀποδίδοντας αὐτὴ τὴν φήμη του στὴν τύχη.

Γράφει στὸν ἄρχοντα γιὰ τὸν ἑαυτό του ὁ καλόγερος: «ἐγώ μόλις καὶ μετὰ βίας ἔφθασα νὰ γευθῶ ἄκροις δακτύλοις αὐτὴν τὴν δούλην γραμματικήν».

Ἔτσι συνεχίζοντας ὁ καλόγερος τὴν ἐπιστολή του λέει, παρεμβάλλοντας λίγα λόγια γιὰ τὸν ἑαυτό του: «μέμφομαι δὲ ὅμως ἐξ ἐναντίων τὸν ἑαυτόν μου καὶ δὲν παύω παντοτινὰ νὰ κατηγορῶ καὶ νὰ ψέγω τὴν τύχην, ὁποῦ κοινολογοῦσα μὲ ἀνεκήρυξε τρανῶς εἰς ὅλους τοῦτο τὸ ἐπάγγελμα τῆς διδασκαλίας, καὶ πεπαῤῥησιασμένῃ φωνῇ ἐθριάμβευσεν εἰς εὐθείαν   τὸ ὄνομα τῆς σπουδῆς ὥστε νὰ καλοῦμαι εἰς τὸν κόσμον σπουδαῖος καὶ ἔμπειρος τῶν ἐπιστημῶν, ὁποῦ ἐγὼ μόλις καὶ μετὰ βίας ἔφθασα νὰ γευθῶ ἄκροις δακτύλοις αὐτὴν τὴν δούλην γραμματικήν. Ἀλλ’ ὅμως τοῦτο ἴσως νὰ τὸ ἔπαθα ὄχι ἀπὸ ἄλλων, παρὰ ἀπὸ τῶν συνετῶν καί πονηρῶν  φίλων, καὶ ἐξαιρέτως ἀπὸ τὴν φιλοκάγαθον καὶ καλοπροαίρετόν σου γνώμην τῆς εὐγενείας σου».

Διακόπτοντας στὴ συνέχεια τῆς ἐπιστολῆς, τὴν παρένθεση αὐτὴ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὁ καλόγερος τῆς Ξενιᾶς ἔρχεται καὶ πάλι «ἐπὶ τὸ προκείμενον» ὑμνῶντας τὴν ὑπεροχὴ τῆς μόρφωσης καὶ τῆς παιδείας ἔναντι ὅλων τῶν ἄλλων ἀγαθῶν τῆς ζωῆς καὶ ἰδιαιτέρως ἔναντι τοῦ πλούτου. Γράφει χαρακτηριστικὰ πρὸς τὸν ἄρχοντα:

« ἐπαινετὴ ἡ γνώμη σου,  ἐγκωμιαστικὴ ἡ βουλή σου, καλλίστη ἡ διάθεσίς σου, ἀξιέπαινος ἡ προθυμία σου, ἀρίζηλος ἡ ὄρεξίς σου, ἀξιοτίμητος ἡ προαίρεσίς σου, καὶ πολὺ πλέον ἐπαινετώτερος ὁ τρόπος καὶ ὁ ἐπικείμενος πόθος ὁποῦ νῦν ἀνὰ χεῖρας ἔχετε, ἐπειδὴ καὶ ποθεῖτε καὶ ἀγαπᾶτε τὸ πλέον χρησιμώτερον καὶ τιμιώτερον ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα ὁποῦ εὑρίσκονται εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν.

Τὶ δέ ἄλλο ἠμπορεῖ νὰ γένῃ κοντὰ εἰς τοὺς ἀνθρώπους πλέον ἐράσμιον καὶ ἐπιθυμητὸν κτῆμα, ἀπὸ τὸν πλοῦτον καὶ θησαυρόν; ἀλλ’ ὅμως τὸ ἀπόκτημα τῆς σοφίας ἐκ διαμέτρου εἶναι κατὰ πολὺ πλουσιώτερον καὶ εὐτυχέστερον ἀπὸ τὸν πλοῦτον. Διότι κάθε χρυσὸς ὡς ὀλίγη ἄμμος ἔμπροσθέν της λογίζεται. ὁμοίως καί ὁ ἄργυρος καὶ κάθε πολυτελὲς κτῆμα ὡς πηλὸς φαίνεται. Αὐτὴν ἄν τὴν παραβάλλῃς μὲ τὸν ἥλιον, εἶναι ὡραιωτέρα, ἄν τὴν ἐξετάσῃς μὲ τὴν θέσιν τῶν ἄστρων εἶναι εὐπρεπεστέρα, ἄν μὲ τῆς σελήνης τὸ φῶς εὑρίσκεται προτέρα, ἐπειδὴ αὐτὰ τὰ διαδέχεται νύξ

Θὰ συνεχίσουμε παραθέτοντας ἀποσπάσματα αὐτῆς τῆς ἐπιστολῆς γιατὶ βρίσκουμε ὅτι, ἔστω καὶ ἄν εἶναι ἕνα πολὺ μικρὸ σχετικὰ κείμενο, ἀντανακλᾶ τὴν ὑπάρχουσα καὶ καλλιεργούμενη στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς Παιδεία. Θεωροῦμε τὸ κείμενο αὐτὸ μεστὸ δεῖγμα σοφίας.

Γιατὶ, ὅμως, νὰ λέμε πολλά; ἀναρωτιέται στὴ συνέχεια ὁ σοφὸς μοναχὸς. Κανένα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἐκτιμῶνται στὴ ζωὴ δὲν ἀξίζει ὅσο ἡ Παιδεία:

«Ἀλλὰ τὶ τὰ πολλά; πᾶν τὸ τίμιον δὲν εἶναι ἄξιον αὐτῆς ἐν τῷ κόσμῳ οὐδαμῶς. Διὰ τοῦτο καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ αὐτὴν ἔχουσιν ὄχι μοναχὰ πῶς  τοὺς κάμῃ εὐγενεῖς καί λαμπρούς, ἀλλὰ καὶ εὐτυχεῖς καὶ πλουσίους καὶ  πολυφανεῖς. Μάλιστα τοὺς λαμπροὺς πλέον λαμπροτέρους καὶ τοὺς πλουσίους πλουσιωτέρους ἀπεργάζεται καθὼς καὶ τοὺς ἀγενεῖς ποιεῖ εὐγενεῖς καὶ τοὺς δυστυχεῖς εὐτυχεῖς καὶ τοὺς ἀτίμους ἐντίμους καὶ τοὺς ἀκλεεῖς εὐκλεεῖς.

Οἱ φιλοῦντες αὐτὴν καὶ ἀγαπῶντες ὄχι μόνον λυτρώνονται ἀπὸ κόπους καὶ ἀγῶνας, ἀλλὰ καὶ διαφυλάτονται ἀπὸ κάθε ἔνεδρα καὶ σκευωρίαν ἰσχυρῶν καὶ ἀντικειμένων.  Γίνονται ὡς ἄλλος μυθευόμενος Ἴανος, ὁποῦ  ἔμπροσθεν καὶ ὄπισθεν εἶχεν ὀθφαλμοὺς βλέπων τοῦ διπλασίου ἀπὸ ὅ,τι βλέπουν οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, διὰ τὸ ὁποῖον  συνετῶς ἔλεγε καὶ ὁ σοφώτατος Πλάτων πῶς τότε θέλει εἶναι τρισευδαίμων  ὁ κόσμος καὶ ὀλβιωτάτη πολιτεία καὶ χώρα ἐκείνη, ὅταν ἀρχίσουν ἤ νὰ βασιλεύσωσι σοφοί, ἤ νὰ φιλοσοφῶσι βασιλεῖς

Ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἐμπεριστατωμένη αὐτὴ εἰσήγηση ὁ καλόγερος τῆς Ξενιᾶς, φτάνοντας στὴ συγκεκριμένη πρόταση τοῦ ἄρχοντα καὶ υἱοθετῶντας την, τὸν ἐπαινεῖ καὶ τονίζει ἰδιαίτερα τὴν ἀξία τῆς ἀπόφασής του, ἰδιαίτερα μάλιστα ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ἀπόφαση θὰ ὑλοποιοῦνταν τώρα:  «εἰς τοὺς ἐσχάτους καιροὺς εἰς τοὺς ὁποίους κατὰ τὸν θεῖον χρησμὸν διὰ τὸ πληθυνθῆναι τήν ἀνομίαν   κατεψύγη  καὶ πολλῶν ἡ ἀγάπη, ὁποῦ καὶ πρόβατα ἀπὸ  βρῶσιν ἐξέλειψαν καὶ βόες ἐπὶ φάτνης δὲν   εἶναι»:

«Τὸ ὁποῖον καὶ ἡ εὐγενία σου ὡσὰν νὰ εἴχετε μετὰ τὸν γραπτὸν νόμον εἰς τὴν καρδίαν σου, πρὸ ὀφθαλμῶν σου καὶ τὸ ῥητὸν τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος ὁποῦ λέγει προέκρινα σοφίαν σκήπτρων καὶ θρόνων καὶ οὐδὲν πλοῦτον ἡγησάμην ἐν συγκρίσει αὐτῆς, προκρίνετε καὶ προτιμᾶτε ἀπὸ ὅλα τὰ πλούτη καὶ τὴν εὐημερίαν τοῦ παρόντος κόσμου καὶ προθυμοποιεῖσθε τώρα  εἰς τοὺς ἐσχάτους καιροὺς εἰς τοὺς ὁποίους κατὰ τὸν θεῖον χρησμὸν διὰ τὸ πληθυνθῆναι τήν ἀνομίαν   κατεψύγη  καὶ πολλῶν ἡ ἀγάπη, ὁποῦ καὶ πρόβατα ἀπὸ  βρῶσιν ἐξέλειψαν καὶ βόες ἐπὶ φάτνης δὲν   εἶναι. Ὅθεν καὶ ἀνάγκη ἐστὶ νὰ πωλῇ τινὰς καὶ αὐτὸ τὸ ἱμμάτιον καὶ νὰ ἀγοράζῃ μάχαιραν, τὸ ὁποῖον εἶναι ῥῆμα Θεοῦ τοῦτ’ ἔστιν ἡ παιδεία καὶ ἡ μάθησις τῶν γραμμάτων».

Ἔτσι τὸ χωριὸ τοῦ ἐν λόγῳ ἄρχοντα, ἡ «χώρα» του, ἡ ὁποία, κάτω  ἀπὸ «τὴν καλὴν ἐπιστασίαν καὶ διοίκησιν καὶ ἐπιτηδείαν κυβέρνησίν» του, φαινόταν νὰ ἦταν «πεπλουτισμένη καὶ εὐτυχισμένη καὶ πλέον ὀλβιωτέρα ἀπὸ τὰ πλησιόχωρα ἐπίλοιπα χωρία καθὼς καὶ τὰ πράγματα τρανῶς τὸ μαρτυροῦσι», τώρα, μὲ τὴν ἵδρυση τοῦ σχολείου, θὰ γινόταν «πλέον λαμπροτέρα καὶ πλουσιωτέρα εἰς τὰς ἡμέρας σου μὲ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον δὲν ἠξιώθησαν νὰ ποιήσωσιν οὔτε οἱ προπάτορες οὔτε οἱ πρὸ ὑμῶν γέροντες, καὶ οἱ τὴν  τῆς πολιτείας ἀρχὴν κρατοῦντες καὶ περιβάλλοντες, πρᾶγμα ὄντως γνώμης ἀγαθῆς καὶ προαιρέσεως ἐσθλῆς» :

«καθὼς καὶ ἡ εὐγενία σου πάντα λίθον κινεῖτε κατὰ τὴν παροιμίαν νὰ τὸ ἐκτελέσητε καὶ ἐμπράκτως. Ἀγκαλὰ καὶ μὲ τὴν καλήν σου ἐπιστασίαν καὶ διοίκησιν καὶ ἐπιτηδείαν κυβέρνησιν, φαίνεται νὰ εἶναι πεπλουτισμένη καὶ εὐτυχισμένη καὶ πλέον ὀλβιωτέρα ἀπὸ τὰ πλησιόχωρα ἐπίλοιπα χωρία ἡ ἐδική σου χώρα, καθὼς καὶ τὰ πράγματα τρανῶς τὸ μαρτυροῦσι καὶ λαμπρῶς τὸ βεβαιοῖ καὶ εἰς τοὺς ἀκούοντας καὶ εἰς τοὺς ὁρῶντας, ἀλλ’ ὅμως σπουδάζετε ἔτι καὶ ἐπιμελεῖσθε νὰ τὴν στολίσητε κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα εὐτυχήματα καὶ νὰ τὴν καταστήσητε πλέον λαμπροτέραν καὶ πλουσιωτέραν εἰς τὰς ἡμέρας σου μὲ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον δέν ἠξιώθησαν νὰ ποιήσωσιν οὔτε οἱ προπάτορες οὔτε οἱ πρὸ ὑμῶν γέροντες, καὶ οἱ τὴν  τῆς πολιτείας ἀρχὴν κρατοῦντες καὶ περιβάλλοντες, πρᾶγμα ὄντως γνώμης ἀγαθῆς καὶ προαιρέσεως ἐσθλῆς» .

«Τὶς λοιπὸν ἀκούωντας τὸν καλόν σου τοῦτον σκοπὸν καὶ θεάρεστον ἔργον», συνεχίζει ὁ καλόγερος τῆς Ξενιᾶς, «δὲν ἤθελεν ἐπαινῆ πρεπόντως καὶ κατ’ ἀξίαν ἐγκωμιάζῃ τὴν γνώμην σου;». Καὶ κλείνει τὴν ἐπιστολή του λέγοντας: «τοῦτο καὶ εἰς  εὐθείαν  τώρα ὄχι πῶς δὲν εἶναι ἐπιθυμητόν, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἱκανὸν καὶ ἀρκετὸν εἰς τὸν ἀμαθῆ κάλαμον, εἰς τὸ νὰ ἐπαινῇ κατὰ μέρος τὰ  προτερήματα τῶν ἐξαιρέτων ὑμῶν ὑποκειμένων καὶ τὰ  πλείονα εἰς προτερήματα. ὃθεν ἀφίνωντας εἰς τοὺς ἐμπόρους αὐτὰ εἰς τὸ νὰ τὴν ἐξετάζωσι, τοῦτο μόνον ἔρχομαι ἤδη νά εἰπῶ  ὃτι ὁ τὴν σοφίαν ἀγαπῶν ἀγαπᾶ τὸν Θεόν, ὁ δὲ τὸν Θεὸν ἀγαπῶν  φοβεῖται τὸν Θεόν. Φόβος λοιπὸν τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς σοφίας καὶ τῆς  ἐπιστήμης τῶν γραμμάτων» .

Αὐτὴ τὴν σοφία καὶ ἐγώ, συνεχίζει ὁ καλόγερος τῆς Ξενιᾶς, τὴν ἀγάπησα περισσότερο καὶ ἀπὸ τὴν ὑγεία καὶ ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν νυμφεύθηκα, «διακαὴς ἐραστὴς γενόμενος τοῦ κάλλους αὐτῆς». Ἔτσι ὁ καλόγερος κλείνει συμφωνῶντας νὰ διδάξει καὶ ὁ ἴδιος στὸ σχολεῖο ποὺ θὰ ἱδρυόταν σἐ κάποιο χωριὸ τῆς Ὄρθρης:

«ταύτην μὴ οὖν  καὶ ἐγὼ (εἰ καυχᾶσθαι δεῖ, ἀλλ’ ἑξῆς τὰ τῆς ἀσθενείας μου καυχήσομαι) ὑπὲρ ὑγείαν καὶ εὐμορφίαν  ἠγάπησα καὶ φιλῶν ὁμοῦ ἐξεζήτησα καὶ ποθῶν  ἔστερξα καὶ ἐζήτησα νύμφην ἀγαγέσθαι ἐκ νεότητός μου, διακαὴς ἐραστὴς γενόμενος τοῦ κάλλους αὐτῆς ἐπειδὴ καὶ πάντων δεσπότης ἠγάπησεν αὐτὴν καὶ καθὼς ἡ εὐγενία σου τώρα. ἐν ἑαυτοῖς λογίζεσθε καὶ ἐν καρδίᾳ φροντίζετε καὶ μεριμνᾶτε περὶ αὐτήν».  «Καὶ ἐγώ  ἐφρόντιζα  καὶ ἐλογιζόμην νύκτωρ καὶ μεθ’ ἡμέραν καὶ δὲν ἔλειπα ἀπὸ τοῦ νὰ ἐξετάζω καὶ νὰ πολυπραγμονῶ διὰ αὐτήν. μάλιστα νὰ κράζω καὶ νὰ λέγω (συγχωρίσατέ μοι ὑπερφρονῶν λαλῶ) μετά τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Τὶς ἀσθενεῖ καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τὶς σκανδαλίζεται καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι.[7] Τί μοι κέρδος ζωῆς; ἐάν ἀλόγως τὸ ζῆν βιοτεύω; τίς ἡ ὠφέλεια τοῦ φθαρτοῦ πλούτου; ἄν ταχέως τρέχω; ποία λυσιτέλεια τῶν χρημάτων, ἄν ὀξέως φεύγω; …».

Στὸ σημεῖο αὐτὸ σταματάει ἡ ἐπιστολή. Λείπει ἡ συνέχεια ἀλλὰ νομίζω ὅτι ὅ,τι ἦταν νὰ μᾶς δώσει ὡς πρὸς τὴν προσφορὰ τοῦ Μοναστηριοῦ στὸ κεφάλαιο τῆς ἐκπαίδευσης στὴν περιοχὴ τοῦ Αλμυροῦ μᾶς τὸ ἔδωσε τὸ κολοβωμένο αὐτὸ ἀπόσπασμα τῆς καλογερικῆς ἐπιστολῆς. Ἀπηχεῖ θαυμάσια τὸ πνεῦμα τὸ ὁποῖο  ἐκπορευόταν ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς καὶ διαπότιζε τὶς ἀντιλήψεις τῶν ἀνθρώπων γύρω του γιὰ τὴν Παιδεία καὶ τὴν Ἀγωγὴ τοῦ Ἔθνους μας. Κάτω ἀπὸ τέτοιας μορφῆς ἐπιδράσεις μποροῦσε ἡ σκλαβωμένη καὶ καταδυναστευόμενη ὀρεινὴ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ νὰ ἔχει πνευματικά της παιδιὰ τοῦ διαμετρήματος ἑνὸς Στεφάνου Κομμητᾶ.

 

Ἕνα μικρὸ δεῖγμα τῆς συνεισφορᾶς τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς στὴν ἐκπαίδευση τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ μπορεῖ νὰ γίνει ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὰ βιβλία σχολικοῦ ἤ γενικῶς ἐκπαιδευτικοῦ περιεχομένου ποὺ ἦταν συγκεντρωμένα στὴ βιβλιοθήκη του.

Παραθέτουμε στὴ συνέχεια ἕνα μικρὸ κατάλογο τέτοιων βιβλίων, τὰ ὁποῖα, ὅπως γίνεται φανερὸ ἀπὸ τοὺς τίτλους τους, πρέπει νὰ χρησιμοποιοῦνταν γιὰ ἐκπαίδευση μαθητῶν:

  1. Φυσικὴ Γεωγραφία. 2. Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία.  3. Γεωγραφικὴ Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος.  4. Συλλογὴ δημωδῶν ἀσμάτων. 5.  Χριστόφορος Κολόμβος. 6. Στοιχεῖα ἀριθμητικῆς. 7. Οἱ ἥρωες τῆς Ἑλλάδος.  8. Χριστιανικὴ κατήχησις.  9. Σειρὰ ἐγκυκλίων μαθημάτων.  10. Ἐγχειρίδιον λειτουργικῆς.  11. Συντακτικὸν Ἑλληνικῆς Γλώσσης. 12. Σύνοψις Παγκοσμίου Ἱστορίας. 13. Ἱστορία σφαγῶν Συρίας.  14. Ἡ μάνα Γενιτσάρων.  15. Στενογραφία. 16. Ὁδηγὸς Εὐβοίας.  17.  Ἡ Ὀδησσός. 18. Μεσσολογγίτης.  19. Φυσικὴ Ἱστορία Ζωολογίας.  20. Διδακτικὴ Γραμματική.  21. Γραμματικὴ τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης.  22. Γυμνάσματα πνευματικά. 23. Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία. 24. Ἐπιτομὴ τῆς Ἱερᾶς Ἱστορίας.  25. Ἱερὰ κατήχησις.  26.  Παλαιὰ Διαθήκη. 27. Ἀρχαία Ἑλληνικὴ Ἱστορία.  28. Φυσικὴ Ἱστορία.  29. Σχολεῖον παίδων.  30. Γεωμετρία. 31. Αὐτοκράτορες Βυζαντίου.  32. Ἡ Κωνσταντινούπολις Ἑλληνική.  33. Λεξικὸν ἑλληνογαλλικὸν 34. Λεξικὸν γαλλοελληνικόν.

Οἱ καλόγεροι βεβαίως ποὺ δίδασκαν σὲ σχολεῖα στὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας χρησιμοποιοῦσαν καὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ λειτουργικὰ βιβλία τῶν μοναστηριῶν τους. Αὐτὸ γινόταν καὶ ἀπὸ τοὺς καλογέρους τῆς Ξενιᾶς. Ὁ κατάλογος ὅμως τῶν παραπάνω βιβλίων δείχνει ὅτι ἡ συνεισφορὰ τῆς Ξενιᾶς στὴν ἐκπαίδευση τῆς γύρω περιοχῆς πρέπει νὰ γινόταν κάπως συστηματικὰ καὶ  μεθοδικὰ καὶ νὰ ἦταν καλὰ ὀργανωμένη, ὡς μία βασικὴ ἀποστολὴ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς. Εἶναι ἕνα χαρακτηριστικὸ ἀποδεικτικὸ στοιχεῖο τοῦ στενοῦ συνδέσμου μεταξὺ τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ τῶν κατοίκων τῆς γύρω περιοχῆς. Εἶναι ἕνα χαρακτηριστικὸ ἀποδεικτικὸ στοιχεῖο ὅτι τὸ Μοναστήρι τῆς  Παναγίας Κισσιώτισσας καὶ ἀργότερα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς γύρω ἀπὸ αὐτὸ περιοχῆς ἦταν τὸ ἀκτινοβολοῦν κέντρο, ὁ φάρος τῆς ζωῆς, ἡ ζωογόνος δύναμη, ἡ καρδιά τους, αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ εἶναι τους.

 

Ὑπάρχουν πολλὲς μαρτυρίες σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες κάποιοι καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀσχολοῦνταν καὶ μὲ τὴν ἀντιγραφὴ συγγραμμάτων ἀρχαίων Ἑλλήνων ἀλλὰ καὶ ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων καὶ σχηματίστηκε ἔτσι μία πολὺ  ἀξιόλογη βιβλιοθήκη. Μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ χειρόγραφα ἀλλὰ καὶ ἔντυπα βιβλία τῆς βιβλιοθήκης του δόθηκαν στὴ Φιλάρχαιο Ἑταιρεία Ἁλμυροῦ.

Σὲ χειρόγραφο βιβλίο τῆς βιβλιοθήκης τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς»[8] ὑπῆρχαν πολλὰ διδακτικὰ καὶ ἠθικοπλαστικὰ ποιήματα διαφόρων ποιητῶν τοῦ 18ου αἰῶνα, τὰ ὁποῖα προφανῶς χρησιμοποιοῦνταν ἀπὸ τοὺς καλογέρους τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς γιὰ διδασκαλία τῶν μαθητῶν τους.

Δύο ἀπὸ αὐτὰ τὰ δίνουμε στὴ συνέχεια γιὰ νὰ γίνει ἀντιληπτὸ  τὸ πνεῦμα ἐκείνης  τῆς ἐποχῆς, τὸ  πνεῦμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο  διακατεχόταν ἡ διαπαιδαγώγηση τῶν νέων. Διδασκόταν ἡ περιφρόνηση πρὸς τὸν πλοῦτο καὶ ἡ προτίμηση ποὺ πρέπει νὰ ἔχει ὁ σωστὸς καὶ ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος  πρὸς τὰ πνευματικὰ ἀγαθά. Γίνεται εὔκολα ἀντιληπτὸ ὅτι αὐτὰ ἦταν ἀπόλυτα σύμφωνα μὲ ὅσα ὁ καλόγερος, ἀποστολέας τῆς ἐπιστολῆς πρὸς τὸν τοπικὸ ἄρχοντα ποὺ ἤθελε νὰ ἱδρύσει σχολεῖο στὴν πατρίδα του, τὴν ὁποία εἴδαμε πιὸ πάνω, συμβούλευε.

Τὸ πρῶτο ποίημα ἐπιγράφεται: «Ὡς ἀπὸ τοῦ χλωμοῦ καὶ χρυσοῦ» καὶ τὸ δεύτερο: «Περί ματαιότητος».[9]

 

      Ὡς ἀπὸ τοῦ χλωμοῦ καὶ χρυσοῦ

Χλωμὸς καὶ κίτρινος εἰμί, πάντες μὲ ἀγαποῦσι,

Μικροί, μεγάλοι, ἄρχοντες, πτωχοὶ μ’ ἐπιθυμοῦσι.

Ἐξόχως ‘ς τοὺς ἀρχιερεῖς συχνὰ πάγω καὶ φεύγω.

Δὲν στέκομαι οὐδὲ στιγμήν, ἀληθινὰ σοῦ λέγω.

Διότι ἔχουν οἱ πτωχοὶ πολλοὺς ποὺ τοὺς γυρεύουν,

Κίτρινα, κίτρινα πολλά, ποτὲ δὲν τοὺς πιστεύουν,

Πλὴν ἱεροδιάκονοι ἀργὰ ἀργὰ μὲ παίρνουν,

Ὅμως πολὺ μὲ κρύπτουσι καὶ δυνατὰ μὲ δένουν,

Κάμνω νὰ φύγω δὲν μπορῶ μ’ ἔχουν εἰς κηροπάνι.

Ἐκεῖ σωπαίνω, κάθομαι, δὲν βγαίνω εἰς μεντάνι,

Ἔως νὰ ἔλθουν καὶ αὐτοὶ εἰς τέτοιαν φαντασίαν,

Θελήσουν δόξαν καὶ τιμήν, νὰ λάβουν ἐπαρχίαν.

Τότε εὐθὺς βρίσκω καιρόν, πηδῶ καὶ ἀποφεύγω,

Πάγω εἰς μεγαλείτερους καὶ ἐκεῖ δὲν ἀποστέκω,

Ἀναχωρῶ λοιπὸν εὐθύς, ἀφήνω δὲ καὶ τούτους

Γυμνούς, πτωχοὺς καὶ αθλίους, τοὺς κράζουν καὶ λύκους,

Πηγαίνω δὲ καὶ εἰς μερικοὺς μπέηδες καὶ ἀγάδες,

Μὲ κρύπτουσιν ἐνίοτε καὶ μερικοὶ ραγιάδες,

Μὲ δένουσι σφιγκτὰ καὶ κάποιοι ἀβάδες

Μὲ δένουσι ποτὲ καὶ κοσμικοὶ παπάδες,

Πολλάκις δὲ μὲ κρύπτουσι καὶ κάποιοι βαβάδες

Οἱ προεστοί, οἱ ἔνδοξοι, ὅλοι οἱ γεροντάδες.

Αὐτὰ ὅλα ἐγράφησαν εἰς Νεοχώρι Καστριάδος

Στὴν κάβια ὅπου κάθεται ἄλλος ἅγιος Σάββας

 

Ὅστις τὸν χρυσὸν κρατεῖ

Τὸν Θεὸν δὲν προσκυνεῖ

Ὁ ἀπόστολος φησὶ

Ρίζα τῶν κακῶν ἐστὶ

Πάντων ἡ φιλαργυρία

Εἶναι εἰδωλολατρεία

Ὁ ἀχόρταστος χρυσοῦ

Οὐδὲ πρόσωπον Θεοῦ

Εἰς αἰῶνας δὲν θὰ ἰδῇ

Οὔτε θὰ ἀξιωθῇ

 

Βασιλείας οὐρανῶν

Νὰ δοξάζῃς τὸν Θεὸν

Ὅν ἐὰν τὸν προσκυνῇς

Τὸν χρυσὸν δὲν τὸν πονεῖς

Ὅθεν θὰ ἀξιωθῇς

Καὶ ἐδῶ καλὰ νὰ ζῇς

Καὶ ἐκεῖ θὰ εὑρεθῇς

Εἰς παράδεισον θὰ ‘μβῇς.

 

    Περί ματαιότητος

- Κόσμε πλάνε, ἐρωτῶ σε καὶ νὰ μὲ ἀποκριθῇς,

Ἄν τὴν πλάνην σου ἐλέγξω, πρόσεχε μὴν συγχαθῇς.

Τὶ καλὸν ἀνταποδίδεις εἰς τὸ γένος τῶν βροτῶν,

Καὶ σὲ ἀγαπῶσι τόσον, ὡς μητέρα τὸν υἱόν;

Καὶ τὸν πλοῦτον σου ζηλεύουν καὶ τὴν δόξαν σου ποθοῦν,

Τοὺς καλοὺς καταφρονοῦσι καὶ τοὺς πονηροὺς τιμοῦν;

Τὸν Θεὸν δὲν ἐνθυμοῦνται, τοὺς πτωχοὺς παρατηροῦν,

Κρίσιν δὲν ἀπαντυχαίνουν, θάνατον δὲν καρτεροῦν;

 

                     Κόσμος:

- Ἐρωτᾶς διὰ νὰ μάθῃς τὶ χαρίζω τῶν βροτῶν,

Πλοῦτον, δόξαν, βασιλείαν, ἐξουσίαν δυναστῶν.

Καὶ καλὰ δὲν ἀπανταίνεις μέσα εἰς τὴν ἀγοράν,

Ἄρχοντες μὲ τόσας γούνας, μὲ τῶν λύκων τὴν δοράν,

Καὶ παλάτια στρωμμένα μὲ ταῖς κλίναις ταῖς χρυσαῖς,

Ἄλογα χαλινωμένα μὲ πολύτιμαις χασιαῖς;

Καὶ τοὺς εὐγενεῖς χαρίζω ἄσπρα τόσα περισσά,

Τὰς γυναίκας τὰς στολίζω μὲ ἱμάτια χρυσᾶ.

Καὶ σαμούρια καλπακιὰ ἄξια πολλῆς τιμῆς

Καὶ μοῦ λέγεις τὶ χαρίζω; Τὶ καλέ, παραλαλεῖς;

Νὰ εἰπῶ θέλεις καὶ ἄλλα, ἤ σοῦ εἶναι ἀρκετά,

Χίλια ὡσὰν τὰ ἄνω ἤ σοῦ ἔφτασαν αὐτά;

 

-Ἔτι ἕνα ἐρωτῶ σε, κόσμε καὶ παρακαλῶ

Διὰ νὰ μὲ συμπαθήσῃς, λέγεις πῶς παραλαλῶ.

Τὰ καλὰ ὅπου μοῦ εἶπες μένουσι παντοτεινὰ

Ἤ εὑρίσκονται ‘ς τὸ μέσον νὰ γεννοῦν οὐτιδανά;

Μετὰ θάνατον τὰ παίρνουν ἤ ἀπέρχονται γυμνοὶ

Ἤ ἐσὺ τὰ ματαπαίρνεις καὶ αὐτοὶ  μένουν γυμνοί;

 

                      Κόσμος:

Καὶ καλὰ ἀποθαμένον δὲν ὑπῆγες νὰ ἰδῇς;

Μὲ τὸ σάββανον τὸν βάνουν εἰς τὰς δύο πήχεις γῆς.

Μὲ τὸ χῶμα τὸν σκεπάζουν καὶ αὐτὸν ὡς τὸν πτωχόν,

Τέλος πάντων τὸν ἀφήνουν εἰς τὸν τάφον μοναχόν.

Καὶ ἐγὼ πάλιν γυρίζω εἰς τὸ γένος τῶν βροτῶν

Νὰ πλανήσω καὶ  τοὺς ἄλλους, τὸν σιγούρευσα αὐτόν,

Καὶ νὰ τοὺς παρακινήσω ψεύματα νὰ ὁμιλοῦν

Καὶ μὲ τόσαις νοθευμέναις πραγματεῖαις νὰ πωλοῦν,

Πλούσιοι διὰ νὰ γίνουν, τὰ καλά μου νὰ χαροῦν

Τοὺς πτωχοὺς νὰ ἀτιμάζουν καὶ νὰ τοὺς καταφρονοῦν.»

 

Ἡ καλὴ σχέση μεταξὺ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καὶ τῶν κατοίκων τῆς γύρω περιοχῆς, ἰδιαίτερα τῶν κατοίκων τῶν πιὸ κοντινῶν χωριῶν, ἦταν δεδομένη γιὰ ὅλους καὶ θεωροῦνταν ὡς φυσικὴ κατάσταση. Ἡ «Παναγία Ξενιὰ» δὲν ἦταν μόνο τὸ καταφύγιο καὶ ἡ παρηγοριά τους σὲ ἀρρώστειες, σὲ ἐπιδημίες, σὲ καταστροφὲς καὶ σὲ συμφορές. Ἦταν γιὰ ὅλους «ἡ καλὴ γειτόνισσα», ὁ σύντροφος καὶ ὁ συμπαραστάτης, ὁ σοφὸς καθοδηγητὴς  ἀλλὰ καὶ ὁ πάντοτε πρόθυμος καὶ καλὸς συνεργάτης. Καὶ ἡ σχέση αὐτὴ τῆς «καλῆς γειτονίας», τῆς συντροφικότητας, τῆς συνεργασίας καὶ τῆς ἀλληλοβοήθειας βρισκόταν πάντοτε στὸ ἐπίπεδο τῆς ἀμοιβαιότητας. Ὅλοι πρόσφεραν στὴν «Παναγία» ἀλλὰ καὶ ὅλοι γνώριζαν ὅτι σ’ αὐτὴν μποροῦσαν νὰ καταφύγουν καὶ νὰ ζητήσουν ὅποτε καὶ γιὰ ὅ,τι εἶχαν ἀνάγκη.

Κατὰ τὸ  ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τοῦ 1878 στὸν Πλάτανο τοῦ Ἁλμυροῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ σπίτια, πυρπολήθηκε καὶ καταστράφηκε καὶ ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου. Μετὰ τὸ τέλος τοῦ ἀγῶνα καὶ κυρίως μετὰ τὴν ὁριστικὴ ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλίας τὸ 1881, οἱ Πλατανιῶτες, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι κάτοικοι τῆς περιοχῆς, ἄρχισαν νὰ ξαναφτιάχουν τὴ ζωή τους καὶ νὰ ξαναχτίζουν τὰ σπίτια τους. Τὸ ἴδιο ἔπρεπε νὰ κάνουν καὶ γιὰ τὴν καταστραμμένη τους ἐκκλησία οἱ Πλατανιῶτες. Εἶχε φτάσει τὸ 1893 καὶ τὸ χτίσιμο τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου δὲν εἶχε ὁλοκληρωθεῖ, ἄν καὶ ὅλοι βοηθοῦσαν ὅσο μποροῦσαν.

Οἱ Πλατανιῶτες δὲν δίστασαν νὰ ζητήσουν βοήθεια καὶ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τους.  Ἀλλὰ δὲν σταμάτησαν γενικὰ καὶ ἀπρόσωπα μόνο στὸ Μοναστήρι. Ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς εἶχαν καὶ ἰδιαίτερες φιλικὲς προσωπικὲς σχέσεις καὶ ἐπαφὲς μὲ τοὺς καλογέρους τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἔτσι στὶς 12 Σεπτεμβρίου 1893 ὁ Δήμαρχος τοῦ  Πλατάνου ἔστειλε τὴν παρακάτω ἐπιστολὴ στὸ ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς Μονῆς Ξενιᾶς:

«Πρὸς τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Μονῆς Ξενιᾶς

Ὡς εἶναι γνωστόν σας ὁ πυρποληθεὶς ναὸς Ἅγιος Ἰωάννης Πρόδρομος τῆς ἐνταῦθα κωμοπόλεώς μας κατεστράφη κατὰ τὴν ἐπανάστασιν τοῦ 1878 καὶ φροντίζομεν νὰ τὴν κτίσωμεν ἐκ θεμελίων ὡς καὶ πρὸ πολλοῦ ἐθεμελιώθη καὶ ὡς ἐφέτος ἐκτίσαμεν καὶ σχεδὸν τὸ ἥμισυ τῶν τοίχων ἐκάναμε.

Ἀλλ’ ἐπειδὴ δὲν ἔχομεν χρήματα παρακαλοῦμεν τὸ Σεβαστὸν Ἡγουμενοσυμβούλιον ὅπως ἀνακοινώσῃ καὶ εἰς τοὺς ἄλλους πατέρας τὴν εἴδησιν ταύτην καὶ ὅ,τι ἔχει εὐχαρίστησιν ἀτομικῶς ἕκαστος πατὴρ ὡς φαίνονται κάτωθι τὰ ὀνόματα σημειούμενα νὰ ὑπογράψῃ μόνος του τὸ ποσὸν τῶν χρημάτων καὶ θὰ μείνῃ ὑπόχρεως ἅπασα ἡ κοινότης τοῦ χωρίου Πλατάνου.

Γινώσκομεν δὲ ὅτι καὶ ὑμεῖς ἔχετε ἀνάγκην νὰ ἀνεγείρητε τὴν πυρποληθεῖσαν πλευρὰν τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, ἀλλ’ ὅταν γίνῃ ἔναρξις αὐτῆς πέμψατε καὶ ὑμεῖς ἀντιπρόσωπον ὅπως διέλθῃ τὴν κοινότητά μας ὡς καὶ ἅπαντα τὸν Δῆμον μας καὶ εἶμαι πεπεισμένος ὅτι ἅπαντες οἱ χριστιανοὶ θὰ συνεισφέρωσιν ὅ,τι ἕκαστος δύναται κατὰ πρότασιν τῆς ἐπιτροπῆς καὶ τῶν κατοίκων τῆς κωμοπόλεώς μας.

Σᾶς παρακαλῶ ὅπως φανῆτε πρόθυμος καὶ κάνετε ἕκαστος ἀνάλογον συνδρομὴν ὑπὲρ τοῦ ἀνεγερθέντος ναοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόμου διότι εἶναι μέγα ἄδικον νὰ μείνῃ ἄκτιστος διότι μὲ τὴν ὀλίγην συνδρομὴν τῶν χριστιανῶν ἔρχεται εἰς πέρας ἡ ἐκκλησία μας.

Τὴν ἀναφοράν μας ταύτην παρακαλῶ νὰ τὴν ἀνακοινώσητε καὶ εἰς τοὺς ἄλλους πατέρας καὶ νὰ μοὶ γράψετε ὅπως πέμψω τὸν ταμίαν τῆς ἐκκλησίας καὶ παραλάβῃ τὴν προσφερθεῖσαν βοήθειαν.

Ὁ Δήμαρχος Πλατάνου

Χρῆστος Δεσποτόπουλος».

Γιὰ νὰ βοηθήσει περισσότερο τὴν κατάσταση ὁ Δήμαρχος καὶ νὰ συγκεκριμενοποιήσει καὶ προσωποποιήσει τὴν βοήθεια ποὺ περίμενε, στὸ κάτω μέρος  τοῦ παραπάνω ἐγγράφου, κατέγραψε τὰ ὀνόματα τῶν μοναχῶν γιὰ νὰ ἀναγραφεῖ δίπλα τὸ ποσὸ ποὺ θὰ πρόσφερε ὁ καθένας τους:

«Γαλακτἰων Εὐσταθίου ἡγούμενος …., Ἰωακεὶμ Ἀποστόλου …., Σπυρίδων Χρήστου…., Παπα-Στέφανος …., Κύριλλος …., Ἀγαθάγγελος …., Ἀχίλλειος…., Γρηγόριος…., Ἄνθιμος ….».

 

Πολυσχιδὴς καὶ πολυειδὴς ἦταν ἡ προσφορὰ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Αλμυροῦ. Ἡ  «Παναγία Ξενιὰ» ἦταν ἡ πλουσιοπάροχη πηγὴ πολλῶν ἀγαθῶν καὶ ποικίλων παροχῶν. Τὰ ὅσα καταγράφουμε ἐδῶ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἁπλῶς ἐνδεικτικὰ καὶ ἀποσπασματικά, χωρὶς ἀσφαλῶς αὐτὰ νὰ εἶναι καὶ τὰ πλέον χαρακτηριστικά, ἀφοῦ δὲν διαθέτουμε πλήρη καὶ ἐπίσημα ἀποδεικτικὰ τεκμήρια καὶ ἀφοῦ τὰ ἑκάστοτε ἡγουμενοσυμβούλια, ἀκολουθῶντας πάντοτε τὴν ρήση «μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τὶ ποιεῖ ἡ δεξιά σου», δὲν γνωστοποιοῦσαν πάντοτε τὶς ἀγαθοεργίες τους  ἀλλὰ καὶ  διότι δὲν ἔχουν διασωθεῖ σὲ πλήρη μορφὴ τὰ ἀρχεῖα τοῦ Μοναστηριοῦ, ἄν, βεβαίως καὶ σ’ αὐτὰ καταγράφονταν ὅλα.                                                             .

Ἕνας, ὡστόσο, ἀξιοπρόσεκτος, ἀλλὰ πολὺ ἄγνωστος, τομέας τῶν προσφορῶν τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς εἶναι ἡ συμβολὴ του στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐκπαίδευση εἰδικῶς νέων τῆς περιοχῆς προκειμένου αὐτοὶ  νὰ ὑπηρετήσουν ὡς κληρικοί. Ἄμεσοι γνῶστες τοῦ θέματος αὐτοῦ καὶ ἁρμόδιες νὰ δώσουν βέβαιες καὶ ὑπεύθυνες πληροφορίες  εἶναι οἱ Ἐκκλησιαστικὲς Σχολές, ὅπως ἡ «Ῥιζάρειος Ἐκκλησιαστικὴ Σχολή» καὶ ἀπὸ ἐκεῖ θὰ ἀντλήσουμε κάποια στοιχεῖα.

Τὸ ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς Μονῆς Ξενιᾶς πλήρωνε τὰ δίδακτρα σπουδαστῶν τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ οἱ ὁποῖοι φοιτοῦσαν στὴ Ριζάρειο Σχολή. Γιὰ δύο τοὐλάχτιστον τέτοιους ἔχουμε σαφῆ ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα: τὸν Κωνσταντῖνο Πριάκο καὶ τὸν Ν. Μυλωνᾶ.

Ὁ Κωνσταντῖνος Πριάκος, σπουδαστὴς τῆς Ῥιζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς στὰ 1896, γνωρίζοντας προφανῶς σχετικὴ πρόθεση ἀλλὰ καὶ ἀπόφαση τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ὑπέβαλε  σ’ αὐτὸ αἴτηση νὰ τὸν βοηθήσει στὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἐξόδων τῶν σπουδῶν του, συνοδεύοντάς την καὶ μὲ σχετικὴ ἔγγραφη βεβαίωση καὶ συνηγορητικὸ ἔγγραφο τῆς Σχολῆς.  Ἡ αἴτηση τοῦ Κωνσταντίνου Πριάκου καὶ τὸ συνοδευτικὸ ἔγγραφο, ποὺ προσωπικὰ δὲν γνωρίζω ἄν διασώθηκαν, διαβιβάστηκαν πρὸς τὸν ἡγούμενο τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς μὲ τὴν παρακάτω συνηγορητικὴ ἐπιστολὴ τοῦ καθηγητῆ τῆς Σχολῆς Ἀγαθόνικου Δανασόπουλου:

«Πανοσιότατε,

Ἐντολῇ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀθηνῶν, διαβιβάζομεν ἡμεῖς ἐγγράφως ᾧδε τὴν αἴτησιν τοῦ μαθητοῦ Κωνσταντίνου Πριάκου μετὰ τοῦ ἐγγράφου τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ῥιζαρείου Σχολῆς, συνιστῶν καὶ ἐγὼ τὴν θερμήν μου παράκλησιν ὑπὲρ τοῦ ἀπόρου μὲν ἀλλὰ ἐπιμελεστάτου αὐτοῦ μαθητοῦ, πεποιθὼς ἐπὶ τῶν φιλανθρώπων καὶ φιλομούσων ὑμῶν αἰσθημάτων.

Διατελῶ τῆς ὑμετέρας Πανοσιότητος ὁλοπρόθυμος φίλος

Ἀγαθόνικος Δανασόπουλος, καθηγητής.

Τῷ ἡγουμενοσυμβουλίῳ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς, εἰς Λάρισαν».

Τὸ Διοικητικὸ Συμβούλιο τῆς Ῥιζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς, ἐκτιμῶντας τὴν προσφορὰ αὐτὴ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς καὶ θέλοντας νὰ συνεισφέρει καὶ τὸ ἴδιο στὸ θεάρεστο αὐτὸ ἔργο του, ἀπάλλαξε τοὺς δύο ὑποτρόφους τῆς Ξενιᾶς Κ. Πριάκο καὶ Ν. Μυλωνᾶ  ἀπὸ τὴν ἐτήσια ἐγγύηση τῶν τριακοσίων δραχμῶν ποὺ ἔπρεπε νὰ πληρώνει ὁ καθένας τους γιὰ ὁλόκληρη τὴν πενταετῆ φοίτηση στὴ Σχολή, ὅπως δηλώνεται στὸ σχετικὸ ἔγγραφο:

«Ἐν Ἀθήναις τῇ 11 Ὀκτωβρίου 1896

Τὸ Διοικητικὸν Συμβούλιον τῆς Ῥιζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς

Πρὸς τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Μονῆς Ξενιᾶς Θεσσαλίας.

Εἰς Ἁλμυρόν.

Τὸ πολυμελὲς Συμβούλιον τῆς καθ’ ἡμᾶς Σχολῆς ἐν τῇ Συνεδρίᾳ αὐτοῦ τῆς 21ης λήξαντος  καθορῶν τὸν ζῆλον τῶν ἰθυνόντων τὴν καθ’ ὑμᾶς Μονὴν ὅπως ἐκπαιδεύῃ νέους δαπάναις τῆς Μονῆς  προοριζομένους ἀποκλειστικῶς διὰ τὸ  ἱερατικὸν στάδιον καὶ ἐπιθυμοῦν ὅπως διευκολύνῃ τὸ ἔργον αὐτῶν  ἀπεφάσισεν ὅπως προσωρινῶς ἀπαλλάξῃ τοὺς ὑποτρόφους τῆς Μονῆς ὑμῶν Κωνσταντῖνον Πριάκον καὶ Ν. Μυλωνᾶν τῆς καταβολῆς τῆς ἐτησίας  ἐγγυήσεως ἐκ δραχμῶν τριακοσίων καθ’ ὅλην τὴν πενταετίαν ἀλλ’ ὑπὸ τὸν ὅρον ὅπως ἐγγυηθῇ ἡ Μονὴ  ὅτι ἐν ᾗ περιπτώσει δὲν ἱερωθῶσιν οὗτοι θὰ πληρώσῃ διὰ μιᾶς ὁλόκληρον τὸ ποσὸν τῶν πέντε ἐτῶν ἤτοι δραχμὰς 3.000.[10] Τὴν ἀπόφασιν ταύτην ἐκύρωσεν καὶ τὸ Ὑπουργεῖον τῶν Ἐκκλησιαστικῶν, τοῦ ἐγγράφου τοῦ ὁποίου ἐπισυνάπτομεν ᾧδε ἀντίγραφον πρὸς γνῶσιν σας. Παρακαλοῦμεν ὅθεν ὑμᾶς ὅπως συμφώνως τοῖς ἀνωτέρω ἐκτιθεμένοις συντάξητε μονομερὲς συμβόλαιον δι’ οὗ ἡ Μονὴ  θὰ ἀναλαμβάνῃ τὴν ὑποχρέωσιν  ταύτην καὶ ἀντίγραφον τούτου ἐπίσημον  νὰ ἀποστείλῃ ἡμῖν ἐγκαίρως διὰ τὰ περαιτέρω.

Τὸ Διοικητικὸν Συμβούλιον

                                ὁ γραμματεύς».

Ἡ ἀτομικὴ ἐτήσια ἐγγύηση τῶν 300 δραχμῶν καταβαλλόταν στὴ Σχολὴ γιὰ νὰ ἐξασφαλισθεῖ ὅτι οἱ σπουδαστές, μετὰ τὴν ἀποφοίτησή τους ἀπὸ τὴ σχολή, θὰ γίνονταν κληρικοί. Γιὰ τὸν ἴδιο, ἐξ ἄλλου σκοπὸ, νὰ γίνουν ὁπωσδήποτε κληρικοί, χορηγοῦσε τὶς ὑποτροφίες αὐτές καὶ τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς.

Μὲ τὸ παραπάνω ἔγγραφο τοῦ «πολυμελοῦς» Διοικητικοῦ Συμβουλίου τῆς Ριζαρείου Σχολῆς καὶ μὲ τὴν ἔγκριση τοῦ Ὑπουργείου τῶν Ἐκκλησιαστικῶν ἡ Μονὴ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καλοῦνταν νὰ ἀναλάβει, σὲ περίπτωση ἀθέτησης τῆς σχετικῆς ὑπόσχεσης ποὺ εἶχαν δώσει οἱ σπουδαστές, νὰ καταβάλει αὐτή, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ποσὰ τῶν ὑποτροφιῶν ποὺ θὰ εἶχε πληρώσει ἐπὶ πέντε χρόνια καὶ τὸ ποσὸ τῆς ἐγγύησης τῶν 3.000 δραχμῶν. Καὶ τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς ἀνέλαβε καὶ αὐτὴ  τὴν ὑπόσχεση.

Ὁ Κωνσταντῖνος Πριάκος, ποὺ στὸ μεταξὺ εἶχε γίνει «δόκιμος» μοναχός, τὸν ἑπόμενο χρόνο, 1897, ζήτησε νὰ τοῦ σταλεῖ τὸ ποσὸ τῆς ὑποτροφίας του:

«Πρὸς τὸ Σεβαστὸν ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς

Ἐν Ἀθήναις 1897 Μαρτίου 4

Ληξάσης ἤδη τῆς πρώτης ἑξαμηνίας τοῦ τρέχοντος σχολικοῦ ἔτους δι’ ἥν ἐχορηγήσατέ μοι χρήματα πρὸς πληρωμὴν τῆς ὑποτροφίας μου ἐν τῇ Ἐκκλησιαστικῇ Ῥιζαρείῳ Σχολῇ καὶ παρισταμένης ἀνάγκης πρὸς πληρωμὴν τῆς ὑποτροφίας μου διὰ τὴν β΄  ἑξαμηνίαν,  παρακαλῶ τὸ Σεβαστὸν ἡγουμενοσυμβούλιον ὅπως λάβῃ πρόνοιαν, κατὰ τὸ ὑπ’ ἀριθ. 231 ἔγγραφον ὑμῶν ἀπὸ ὀγδόης Αὐγούστου, τὰ ἀναγκαιοῦντα διὰ τὴν β΄ ἑξαμηνίαν.

Διατελῶ μετὰ σεβασμοῦ

Ὁ εὐπειθέστατος

Κωνσταντῖνος Γ. Πριάκος

δόκιμος ἀδελφὸς καὶ ὑπότροφος τῆς καθ’  ὑμᾶς Μονῆς».

 

Ἡ παραπάνω περίπτωση δὲν εἶναι φυσικὰ ἡ μόνη. Εἶναι αὐτὴ γιὰ τὴν ὁποία διαθέτουμε στοιχεῖα. Ἡ βοήθεια τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς στὸν τομέα τῆς Ἐκπαίδευσης στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ ὑπῆρξε συνεχὴς καὶ πολλαπλῆ.

Στοὺς πίνακες τῶν ἐτήσιων οἰκονομικῶν προϋπολογισμῶν καὶ ἀπολογισμῶν τοῦ Μοναστηριοῦ, σ’ αὐτοὺς τοὺς ἐλάχιστους, οἱ ὁποῖοι, παρὰ τὶς μεγάλες ἀπώλειες καὶ ἀλλεπάληλες καταστροφὲς τὶς ὁποῖες ὑπέστη τὸ ἀρχεῖο του, διασώθηκαν, καὶ τοὺς ὁποίους γιὰ λόγους οἰκονομίας χώρου δὲν παρουσιάζουμε ἐδῶ, ὑπάρχει καταγραμμένο μονίμως σὲ εἰδικὸ ἄρθρο μὲ τίτλο «Ὑπὲρ τῆς Ἐκπαιδεύσεως τῶν παίδων» σημαντικὸ χρηματικὸ ποσό.

Ἀτελείωτες, ὡστόσο, εἶναι οἱ περιπτώσεις προσφορᾶς τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, γενικῶς στὴν ἐπιμόρφωση τοῦ λαοῦ τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἀλλὰ καὶ στὴν ἐκπαίδευση τῶν παιδιῶν του μὲ τὴν οἰκονομικὴ ἐνίσχυση τῶν σχολείων του καὶ τὴν παροχὴ ὑποτροφιῶν σὲ φοιτητὲς ποὺ δὲν εἶχαν τὴν ἀπαραίτητη γιὰ τὶς σπουδές τους οἰκονομικὴ δυνατοτητα.

Ἕνα δημοσίευμα μιᾶς ἀθηναϊκῆς ἐφημερίδας τοῦ 1906, ποὺ γράφτηκε ὕστερα ἀπὸ πληροφορίες ποὺ πῆρε ὁ δημοσιογράφος κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ πανηγυριοῦ τοῦ Πάνω Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς (15 Αὐγούστου) ἀναφέρεται στὴν προσφορὰ τοῦ εἴδους αὐτοῦ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς στὴ σπουδάζουσα νεολαία τοῦ Ἁλμυροῦ:

«ΑΛΜΥΡΟΣ, Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς. Τοῦ ἀνταποκριτοῦ μας. 15 Αὐγούστου: Δαπάνῃ τοῦ Ταμείου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ἐξεπαιδεύθησαν τέσσαρες νέοι ἐπὶ τῇ προϋποσχέσει, ὅτι θὰ ἀκολουθήσωσι τὸ μοναχικὸν ἤ κληρικὸν στάδιον. Καὶ κανεὶς τούτων δὲν ἐτήρησε τὴν δοθεῖσαν ὑπόσχεσιν.

Τελευταῖον δὲ εἷς τούτων, ἀφοῦ ἐγένετο προλύτης[11] τῆς Θεολογίας, ἀπέβαλε τὰ καλογηρικὰ ράσα καὶ διωρίσθη ἑλληνοδιδάσκαλος, ἐζήτησε τὴν διαγραφὴν αὐτοῦ ἐκ τοῦ μοναχολογίου καὶ τὴν ἀκύρωσιν τῆς κουρᾶς αὐτοῦ παρὰ τῆς Ἐπισκοπικῆς Ἀρχῆς Δημητριάδος καὶ ὡς ἐμάθομεν εὑρέθη νόμιμος ἡ αἴτησις καὶ διετάχθη ἡ διαγραφὴ ἐκ τοῦ Μοναχολογίου.

Τὸ γεγονὸς τοῦτο προὐξένησε κατάπληξιν εἰς ὅλην τὴν ἐπαρχίαν, διότι ὁ περὶ οὗ ὁ λόγος νέος εἶναι μεγάλης μορφώσεως καὶ ἐπιδιδόμενος εἰς τὸ ἐκκλησιαστικὸν στάδιον θὰ κατελάμβανε μεγάλα ἀξιώματα καὶ θὰ ἐτίμα οὐ μόνον ἑαυτὸν ἀλλὰ καὶ τὴν ἰδιαιτέραν ἡμῶν πατρίδα καθὼς καὶ τὴν δαπανήσασαν Μονήν.

Ἕνεκα τούτου οἱ πατέρες τῆς Μονῆς βαρέως φέρουσι τὸ διάβημα τοῦτο καὶ μετὰ πικρίας ἐκφράζονται περὶ τῶν παρασπονδησάντων νέων».[12]

Οἱ περισσότεροι ἐτήσιοι οἰκονομικοὶ ἀπολογισμοὶ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους θὰ μπορούσαμε ν’ ἀντλήσουμε σχετικὰ στοιχεῖα, δυστυχῶς δὲν διασώθηκαν. Ὡστόσο, στὸν οἰκονομικὸ ἀπολογισμὸ τοῦ ἔτους 1908, ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τυχαίως ἔφτασε ὡς τὰ χέρια μας, ὑπάρχουν ἐνδιαφέροντα χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα γιὰ τὴν προσφορὰ τοῦ Μοναστηριοῦ αὐτοῦ στὸν τομέα τῆς Παιδείας. Τὰ  καταγράφουμε ὡς ἕνα, ἀσφαλῶς τυχαῖο καὶ μὴ ἀντιπροσωπευτικό, δεῖγμα στὴ θέση αὐτή:

«Κεφάλαιον Α΄, ἄρθρον 4: Πρόσκτησις (ἀρχαιο)ἑλληνικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν συγγραμμάτων δραχμαὶ ἑκατὸν (100).

Κεφάλαιον Α΄, ἄρθρον 6: Συνδρομὴ εἰς ἐφημερίδας καὶ περιοδικὰ, Ἐφημερίδος Κυβερνήσεως, διαφόρων πολιτικῶν ἐφημερίδων, θρησκευτικῶν τοιούτων καὶ ἄλλων περιοδικῶν ἑξήκοντα τρεῖς (63) δραχμαί.

Κεφάλαιον Η΄, ἄρθρον 3: Συνδρομὴ ὑπὲρ τῆς ἐν Τριπόλει συσταθείσης Ἱερατικῆς Σχολῆς διακόσιαι (200) δραχμαὶ.

Κεφάλαιον Η΄, ἄρθρον 5: Συνδρομὴ ὑπὲρ διαφόρων φιλανθρωπικῶν καταστημάτων  διακόσιαι (200) δραχμαὶ.

…… Δι’ ἐνίσχυσιν τοῦ τμήματος Βυζαντινῆς Μουσικῆς τοῦ Ὠδείου Ἀθηνῶν ἑκατὸν (100) δραχμαί».

 

Στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς εἶχαν συγκεντρωθεῖ πολλὰ πολύτιμα κειμήλια, τὰ ὁποῖα φυλάσσονταν στὸ εἰδικὸ Μουσεῖο ποὺ εἶχε συγκροτηθεῖ γιὰ τὴ φύλαξή τους. Πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ ἁρπάχτηκαν σὲ δύσκολες περιστάσεις κατὰ τὴ διάρκεια λεηλασιῶν. Ὡστόσο πολλὰ προσφέρθηκαν σὲ Μουσεῖα καὶ ὑψηλοὺς ἐπισκέπτες. Ἡ προσφορὰ ἑνὸς σημαντικοῦ πολύτιμου κειμηλίου ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ παρακάτω πρακτικὸ:

«Ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Ξενιᾶς σήμερον τὴν ἑβδόμην τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου τοῦ 1908 ἔτους, ἡμέραν Πέμπτην π. μ. ἐν τῷ γραφείῳ τῆς Μονῆς συνελθὸν τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς εἰρημένης Μονῆς ἀπαρτιζόμενον ἐκ τῶν Ἰωακεὶμ Ἀποστόλου, ἡγουμένου, καὶ τῶν συμβούλων Ἀνθίμου Ἀποστόλου καὶ Ἀγαπίου Ἀθανασίου, καὶ ἀκοῦσαν τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἐπισκόπου Δημητριάδος εὑρισκομένου ἐν τῇ Μονῇ δι’ ὑποθέσεις αὐτῆς, ὅπως μία παλαιὰ ἐκ βελούδου ἡγουμενικὴ μήτρα ἔχουσα τέσσαρας χρυσοϋφάντους ἁγίους καὶ ἄλλα χρυσοκέντητα κοσμήματα ἀποσταλῇ εἰς τὴν ἐν Ἀθήναις Χριστιανικὴν Ἀρχαιολογικὴν Ἑταιρείαν ὡς ἀφιέρωμα εἰς αὐτὴν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς καὶ ἐκτιμοῦν δεόντως τὴν γνώμην τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἐπισκόπου Δημητριάδος

Ἀποφαίνεται ὁμοφώνως

Γνωμοδοτεῖ ὅπως ἀποσταλεῖ ὡς ἀφιέρωμα τῆς Μονῆς ἡμῶν εἰς τὴν ἐν Ἀθήναις Χριστιανικὴν Ἑταιρείαν ἡ ὡς ἄνω ἀναφερομένη ἡγουμενικὴ μήτρα ὡς ἄχρηστος ἐν τῇ Μονῇ καὶ παρακαλεῖ τὸν Σεβασμιώτατον Ἐπίσκοπον Δημητριάδος ὅπως εὐαρεστούμενος ἐνεργήσῃ τὰ περαιτέρω καὶ μεριμνήσῃ περὶ ἀποστολῆς ἡμῖν τῆς σχετικῆς ἀποδείξεως παραλαβῆς παρὰ τῆς εἰρημένης ἑταιρείας.

Τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον Ξενιᾶς

ὁ ἡγούμενος  Ἰωακεὶμ Ἀποστόλου

Ἀγάπιος Ἀθανασίου» .

 

Βεβαίως καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ καταχωρηθοῦν ἐδῶ ὅλες οἱ κοινωνικὲς προσφορὲς τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ὅχι μόνο γιατὶ αὐτὲς εἶναι πάμπολλες ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ γιὰ τὶς περισσότερες ἀπὸ αὐτὲς δὲν διασώθηκαν ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα. Ὡστόσο κάποιες τέτοιες προσφορὲς πρέπει νὰ τὶς καταγράψουμε, ἔστω ὡς ἐνδεικτικὰ στοιχεῖα.

Στὶς 7 Ἀπριλίου 1921 ὁ Γυμνασιάρχης τοῦ Γυμνασίου τοῦ Βόλου Σπυρίδων Φιλιππίδης μὲ σχετική του ἐπιστολὴ ἀπευθύνθηκε πρὸς διὰφορες ἀρχὲς καὶ συλλόγους τῆς Μαγνησίας ζητῶντας τὴν οἰκονομικὴ ἐνίσχυση τοῦ Γυμνασίου στὴν ὁποία ἐπιστολὴ καταλήγοντας ἔλεγε: «….Διὰ τοῦτο ἔχομεν πάντα λόγον νὰ ἐλπίζωμεν ὅτι θέλετε εἰσακούσει τὴν παράκλησιν ἡμῶν, ὅτι θὰ ἔχετε τὴν καλωσύνην νὰ μᾶς γνωρίσητε τὴν ἀναγραφησομένην ἐν τοῖς προϋπολογισμοῖς ὑμῶν πίστωσιν, ἵνα φροντίσωμεν διὰ τὴν εἴσπραξιν αὐτῆς».

Ἡ παραπάνω ἐπιστολὴ τοῦ Σπ. Φιλιππίδη, μὲ ἐντολὴ τοῦ Μητροπολίτη Δημητριάδος, διαβιβάστηκε καὶ στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς:  «Ἐντολῇ Σεβασμιωτάτου: Διαβιβάζεται πρὸς τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς ὅπως λάβῃ ὑπ’ ὄψει του τὸ ἀνωτέρω ἔγγραφον καὶ ψηφίσῃ κονδύλιόν τι ὑπὲρ τοῦ Γυμνασίου Βόλου διὰ τὴν τρέχουσαν χρῆσιν.

Ἐν Βόλῳ τῇ 26 Ἀπριλίου 1921».

Καὶ ἡ «Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς» ἀνταποκρίθηκε καὶ στὴν παράκληση αὐτή.

 

Μία ἄλλη περίπτωση προσφορᾶς τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, καὶ πάλι στὴν ἐκπαίδευση, καταδεικνύεται ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τοῦ παρακάτω «πρακτικοῦ» τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου τῆς Παναγίας Ξενιᾶς:

«Ἀριθμὸς πράξεως 168.

Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς,

Συγκείμενον ἀπὸ τὸν ἡγούμενον Ἀμβρόσιον Ἀνδρεάδην καὶ τὰ μέλη Βενέδικτον Παπανικολάου καὶ Γαβριὴλ Μιχαλόπουλον,

Συνελθὸν εἰς συνεδρίασιν ἐν τῷ γραφείῳ τῆς Μονῆς σήμερον τὴν 27ην Ἰανουαρίου τοῦ 1923 ἔτους, ἡμέραν Παρακευὴν καὶ ὥραν 10ην π. μ. ἵν’ ἀποφανθῇ ἐπὶ τοῦ ἑξῆς ἀντικειμένου:

Περὶ

δωρεᾶς πρὸς τὴν Κοινότητα Ἁλμυροῦ τοῦ ἐν Ἁλμυρῷ μετοχίου τῆς Μονῆς ἵνα χρησιμεύσῃ διὰ Γυμνάσιον καὶ γυμναστήριον.

Λαβὸν ὑπ’ ὄψιν τὸ ὑπ’ ἀριθ. 10 ἐ. ἔ. ἔγγραφον τοῦ Προέδρου τῆς Κοινότητος Ἁλμυροῦ καὶ τὸ συνημμένον αὐτῷ ψήφισμα τοῦ Κοινοτικοῦ Συμβουλίου τῆς εἰρημένης Κοινότητος, δι’ οὗ ἐκφράζει εὐχὴν ὅπως ἡ Μονὴ δωρήσῃ πρὸς τὴν Κοινότητα Ἁλμυροῦ τὸ ἐν Ἁλμυρῷ Μετόχιον αὐτῆς μετὰ τοῦ προαυλίου, ἵνα τοῦτο ἐπισκευαζόμενον καταλλήλως χρησιμοποιηθῇ διὰ Γυμνάσιον καὶ γυμναστήριον τῆς πόλεως Ἁλμυροῦ

Ἐπειδὴ τὸ ἐν λόγῳ μετόχιον, εἰς τὸ ὁποῖον δωρεὰν κατοικεῖ πτωχὴ καὶ ὀρφανὴ οἰκογένεια, οὐδεμίαν πρὸς τὴν μονὴν ἀποδίδει πρόσοδον, καὶ ἐπειδὴ ὁ σκοπὸς δι’ ὅν ζητεῖται ἡ δωρεὰ τούτου ἐκ μέρους τῆς Κοινότητος Ἁλμυροῦ θεωρεῖται κοινωφελὴς δι’ ὁλόκληρον τὴν Ἐπαρχίαν Ἁλμυροῦ, προκειμένου περὶ ἐκπαιδεύσεως καὶ μορφώσεως τῆς νεολαίας, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀρκετὰς ἀπήλαυσε καὶ ἀπολαμβάνει προσόδους ἡ καθ’ ἡμᾶς Μονὴ διὰ ταῦτα

ὁμοφώνως ἀποφαίνεται

Ἔχον ὐπ’ ὄψιν τὸ ἄρθρον 21 τοῦ ΓΥΙΔ΄ Νόμου περὶ Γενικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου, γνωμοδοτεῖ ὅπως γίνῃ ἀποδεκτὴ ἡ αἴτησις τῆς Κοινότητος Ἁλμυροῦ καὶ δωρηθῆ πρὸς αὐτὴν τὸ ἐν Ἁλμυρῷ Μετόχιον τῆς Μονῆς μετὰ τοῦ προαυλίου αὐτοῦ, ὑπὸ τὸν ῥητὸν ὅρον ὅπως τοῦτο χρησιμεύσῃ διὰ Γυμνάσιον καὶ Γυμναστήριον αἱ δὲ ἀπαιτούμεναι δαπάναι διὰ τὰς ἐπισκευὰς αὐτοῦ διατεθῶσιν ὑπὸ τῆς Κοινότητος Ἁλμυροῦ καὶ ἐξ εἰσφορῶν τῶν κατοίκων καὶ λοιπῶν κοινοτήτων τῆς Ἐπαρχίας Ἁλμυροῦ, προσέτι δὲ ὅπως ἡ ἐγκατάστασις τοῦ σχολείου καὶ γυμναστηρίου συντελεσθῇ ἐντὸς διετίας ἀπὸ τῆς δωρεᾶς, τῆς ὁποίας παρερχομένης ἀπράκτου ἡ δωρεὰ νὰ θεωρῆται ἄκυρος καὶ νὰ περιέρχηται τὸ οἴκημα καὶ προαύλιον ἐκ νέου εἰς τὴν κυριότητα τῆς Μονῆς, καὶ παρακαλεῖ τὸ Σεβαστὸν Διοικητικὸν Συμβούλιον ὅπως σὺν τῇ ἐγκρίσει ταύτης ἐνεργήσῃ τὴν ἔκδοσιν τοῦ ὑπὸ τοῦ εἰρημένου ἄρθρου τοῦ Νόμου προβλεπομένου εἰδικοῦ Νομοθετικοῦ Διατάγματος.

Τὸ

Ἡγουμενοσυμβούλιον Μονῆς Ξενιᾶς

ὁ Ἡγούμενος

Ἀμβρόσιος Ἀνδρεάδης

Βενέδικτος Παπανικολάου

Γαβριὴλ Μιχαλόπουλος».

 

Τρία χρόνια ἀργότερα, κατὰ τὸ ἔτος 1924, τὸ Κοινοτικὸ Συμβούλιο καὶ ἡ Σχολικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ Πτελεοῦ ἀποφάσισαν νὰ χτίσουν μὲ τὶς δικές τους δυνάμεις καὶ προσπάθειες κτίριο γιὰ τὴ στέγαση τοῦ δημοτικοῦ τους σχολείου. Χρειάζονταν πολλὰ χρήματα. Γιὰ τὴν ἐξοικονόμησή τους ἀπευθύνθηκαν καὶ «πρὸς τὸ Σεβαστὸν ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἁγίας Μονῆς Ξενιᾶς», ὅπως ἔκαναν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς σὲ τέτοιες περιπτώσεις:

«Ἐν Πτελεῷ τῇ 6-7-1924

Πρὸς τὸ Σεβαστὸν ἡγουμενοσυμβούλιον Ἁγίας Μονῆς Ξενιᾶς

Προκειμένου νὰ ἀνεγείρωμεν διδακτήριον ἐν τῇ κωμοπόλει μας, οὗτινος σήμερον ἐτέθη ὁ θεμέλιος λίθος, καὶ ἀδυνατοῦντες λόγῳ τῶν ἐξαιρετικῶν περιστάσεων νὰ συνεχίσωμεν τὴν ἀποπεράτωσιν τούτου θερμῶς ἱκετεύομεν ὅπως συντρέξῃτε ἄμεσον καὶ ταχείαν συνδρομὴν ψηφίζοντες ἀναγκαίαν πίστωσιν δαπάνης.

Πεποιθότες διὰ τὸν εὐγενῆ καὶ πατριωτικὸν ὑμῶν ζῆλον ἐπὶ τὰ τοιαῦτα φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα διατελοῦμεν μετ’ ἄκρας εὐλαβείας καὶ σεβασμοῦ πρὸς ὑμᾶς.

Τὸ κοινοτικὸν Συμβούλιον Πτελεοῦ

Ὁ πρόεδρος

Δ.Ι.Παπαστεργίου           Τὰ μέλη

                      Σκούρας Δ. Ε. Παππάς Δ. Ε. Κεχαγιάς Χρ.».

 

Καὶ ἡ «Παναγία Ξενιὰ», ἀποδεικνύοντας γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἀκόμα ὅτι πάντοτε παραστεκόταν σὲ ὅλες τὶς ἀνάγκες τῶν παιδιῶν Της, ἀνταποκρίθηκε θετικὰ καὶ πλουσιοπάροχα καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ τοῦ Σχολείου τοῦ Πτελεοῦ.

 

Δὲν περιοριζόταν ὅμως ἡ βοήθεια τοῦ Μοναστηριοῦ ὅταν ἦταν νὰ χτισθοῦν σχολικὰ κτίρια. Ἡ βοήθειά του ἁπλωνόταν σὲ κάθε πνευματικὸ καὶ πολιτιστικὸ τομέα. Ὅλοι ἦταν βέβαιοι ὅτι ἡ Παναγία Ξενιὰ «ἡ  τόν Θεόν ἀφράστως τεκοῦσα» «οὐ παύει προστατεύουσα, καὶ ποικιλοτρόπως εὐεργετοῦσα, τῇ ταχείᾳ ἀντιλήψει» Της ὅλους καὶ σὲ ὅλα «οἷα μήτηρ φιλόστοργος».

Στὰ 1896 εἶχε ἱδρυθεῖ «Ἡ ἐν Ἁλμυρῷ Φιλάρχαιος Ἑταιρεία τῆς «Ὄθρυος»». Γιὰ νὰ στηριχθεῖ τὸ ἔργο της χρειαζόταν τὴ βοήθεια ὅλων καὶ ἀπευθύνθηκε πρὸς ὅλους. Στὰ 1924 τὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο ποὺ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἔχτιζε ἀκόμη ἡ Φιλάρχαιος Ἑταιρεία Ἁλμυροῦ, γιὰ τὴ στέγαση καὶ τὴ διαφύλαξη τῶν ἀρχαιολογικῶν εὑρημάτων τῆς περιοχῆς ποὺ εἶχε συγκεντρώσει, δὲν εἶχε ἀκόμη ὁλοκληρωθεῖ. Ἔπρεπε ὅλοι νὰ βοηθήσουν καὶ ἡ Φιλάρχαιος Ἑταιρεία Ἁλμυροῦ ἀπευθύνθηκε σὲ πολλούς. Ἀπευθύνθηκε καὶ στὴν «Μεγάλη Μάνα» ὅλων, τὴν Παναγία Ξενιά:

«ΦΙΛΑΡΧΑΙΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ «Η ΟΘΡΥΣ»

ΕΝ ΑΛΜΥΡΩ

Πρὸς τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς.

Ὡς γνωστὸν ἤδη ὑμῖν ἀπὸ ἐτῶν εὑρίσκεται ἐν τῇ πόλει ἡμῶν σωματεῖον ἀνεγνωρισμένον ὑπὸ τὴν ἐπωνυμίαν «Φιλάρχαιος Ἑταιρεία «ἡ Ὄθρυς», σκοπὸς δ’ αὐτοῦ, κατὰ τὸ καταστατικόν, εἶναι οὐ μόνον ἡ περισυλλογὴ καὶ ἡ διαφύλαξις τῶν ἀρχαιοτήτων ἀλλὰ καὶ ἡ κατάρτισις καὶ συντήρησις βιβλιοθήκης καὶ ἀναγνωστηρίου πρὸς χρῆσιν τοῦ κοινοῦ τῆς πόλεως. Ἡ συντήρησις δὲ καὶ ἡ διαφύλαξις τῶν τε ἀρχαιοτήτων ὡς καὶ ἡ κατάρτισις βιβλιοθήκης θέλει γίνει ἐν Μουσείῳ κτιρίῳ οἰκοδομουμένου ὑπὸ τῆς Ἑταιρείας ἀπὸ ἐτῶν ἤδη.

Δυστυχῶς ὅμως δὲν κατωρθώθη ἄχρι σήμερον εἰμὴ μόνον ἡ ἀποπεράτωσις τῆς τοιχοποιίας, ἐναπολείπεται δὲ εἰσέτι ἡ στέγασις τοῦ κτιρίου ὥστε νὰ ἐπιτευχθῇ καὶ ἡ λοιπὴ γενικὴ συμπλήρωσις καὶ κατασκευὴ τοῦ μουσείου καὶ νὰ ἐναποτεθῶσι ἐν αὐτῷ κατὰ τὴν δέουσαν τάξιν αἱ περισυλλεγεῖσαι ἀρχαιότητες ἐν αἷς περιλαμβάνονται καὶ ἀρκετὰ χριστιανικὰ κειμήλια καὶ δὴ ἀντικείμενα ἐκκλησιῶν καὶ ἱερὰ βιβλία ἅτινα παντοιοτρόπως καὶ πολυμόχθως συλλεγέντα περισώθησαν ἐκ βεβαίας φθορᾶς.

Ἐπειδὴ ὅθεν τὰ μέγιστα οὕτω συνέβαλεν καὶ εἰς τὰ τῆς ἡμετέρας θρησκείας ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἑταιρεία, παρακαλοῦμεν τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον ἵνα λαμβάνον ὑπ’ ὄψιν τοὺς προεκτεθέντας λόγους εὐαρεστηθῇ καὶ ψηφίσῃ χρηματικὴν πίστωσιν διὰ τὴν στέγασιν τοῦ Μουσείου ἡμῶν, ὅπερ οὕτω ἀποπερατούμενον θέλει καταστῇ τὸ πνευματικὸν κέντρον τοῦ κοινοῦ τῆς πόλεως καὶ ἐπαρχίας ἡμῶν καὶ συγχρόνως καὶ ἀφετηρία τῆς ἀναμορφωτικῆς κινήσεως τῆς πόλεως ἡμῶν.

Ἐν Ἁλμυρῷ τῇ 18ῃ Φεβρουαρίου 1924

Ὁ Πρόεδρος τῆς Ἑταιρείας                  Ὁ γραμματεὺς

     Παπαδόπουλος                        Χρῆστος Ἀναγνώστου».

 

Καὶ τὸ ἡγουμενοσυμβούλιο τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀνταποκρίθηκε πρόθυμα καὶ στὸ αἴτημα αὐτὸ. Ἐξ  ἄλλου οἱ σχέσεις τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ καὶ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἦταν πάντοτε ἀγαθὲς  καὶ πλήρεις ἀμοιβαίας κατανόησης καὶ ἀλληλοβοήθειας. Πολλοὶ μοναχοὶ ἦταν μέλη τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας, ἀποδεικνύοντας ἔτσι γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὸν  στενὸ δεσμὸ τοῦ Μοναστηριοῦ μὲ ὅλες τὶς πνευματικὲς κινήσεις  τοῦ λαοῦ. Ἡ Φιλάρχαιος Ἑταιρεία Ἀλμυροῦ, ἐξ ἄλλου, μὲ σχετικὲς ἐργασίες καὶ ἔρευνες τῶν μελῶν της εἶχε συντελέσει πολὺ ἀποτελεσματικὰ τόσο στὴν καταγραφὴ τῶν χειρογράφων τῆς Μονῆς ὅσο καὶ στὴ μελέτη τους καὶ στὴν ἀξιοποίηση τοῦ περιεχομένου τους.

Στὸ «Μοναστήρι» τους κατέφευγαν ὅλοι ὅσοι εἶχαν ἀνάγκη καὶ σὲ γενικὲς δύσκολες καταστάσεις. Ἦταν ἡ ἀσφαλὴς καταφυγὴ ὅλων σὲ κάθε δύσκολη περίσταση.

Τὸ ἔτος  1936 ἦταν μιὰ δύσκολη ἐποχὴ γιὰ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ. Οἱ γεωργικὲς ἐσοδεῖες, στὶς ὁποῖες σχεδὸν ἀποκλειστικὰ στηριζόταν πάντοτε ἡ οἰκονομία τῆς περιοχῆς τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, εἶχαν καταστραφεῖ καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀπόρων κατοίκων εἶχε αὐξηθεῖ κατὰ πολύ.

Οἱ κοινωνικοὶ καὶ κοινοτικοὶ παράγοντες τοῦ Ἁλμυροῦ προχώρησαν στὴ σύσταση εἰδικῆς γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ «Ἐπιτροπῆς Συλλογῆς Ἐράνων πρὸς ἀνακούφισιν τῶν πτωχῶν» μὲ ὑπεύθυνους τὸν Διοικητὴ τῆς Ἀστυνομίας, τὸν Διευθυντὴ τῆς Ἐθνικῆς Τράπεζας καὶ τὸν Πρόεδρο τοῦ Ἐμπορικοῦ Συλλόγου Ἁλμυροῦ. Ἡ Ἐπιτροπὴ ἀπευθύνθηκε, ὅπως ἦταν φυσικό, καὶ στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς:

«Ἐπιτροπὴ Συλλογῆς Ἐράνων πρὸς ἀνακούφισιν τῶν πτωχῶν»

Ἐν Ἁλμυρῷ τῇ 16 Δεκεμβρίου 1936

Πρὸς τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς

Πανοσιότατε,

Πρὸς ἐνίσχυσιν καὶ ἀνακούφισιν τῶν ἀπόρων οἰκογενειῶν τοῦ Ἁλμυροῦ, ὁ ἀριθμὸς τῶν ὁποίων, κατὰ τὴν παροῦσαν ἐποχήν, λόγῳ τῆς καταστροφῆς τῶν ἐσοδειῶν καὶ τῆς ἐν γένει οἰκονομικῆς κρίσεως, τυγχάνει σεβαστός, συνέστη ἐπιτροπὴ ἐκ τῶν ἀρχῶν τῆς πόλεως Ἁλμυροῦ πρὸς περισυλλογὴν ἐράνων καὶ διανομὴν  τοῦ συλλεγησομένου ποσοῦ κατὰ τὰς ἑορτάς.

Ἡ ἐπιτροπὴ ἀπευθύνει θερμὴν παράκλησιν ἵνα καὶ ἡ Ἱερὰ Μονὴ προέλθῃ ἀρωγὸς καὶ δι’ ἀναλόγου πρὸς τὸν ἐπιδιωκόμενον σκοπὸν ὑλικῆς εἰσφορᾶς.

Διὰ τὴν ἐπιτροπὴν

Ὁ Διοικητὴς τῆς Ἀστυνομίας      Ὁ Διευθυντὴς τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης

Τ.Υ.                                                  Τ.Υ

Ὁ Πρόεδρος τοῦ Ἐμπορικοῦ Συλλόγου

Τ.Υ.»

Ὅπως ἦταν φυσικὸ καὶ ἀναμενόμενο καὶ τούτη τὴ φορὰ τὸ Μοναστήρι ἀποδείχτηκε ἡ «σανίδα σωτηρίας», ὅπως πάντοτε.

 

Εἶναι πάμπολλες οἱ φορὲς ποὺ τὸ Μοναστήρι ἐρχόταν νὰ βοηθήσει σὲ τέτοιες δύσκολες περιόδους θλίψης καὶ ἀνέχειας τοὺς κατοίκους ὄχι μόνο τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἀλλὰ καὶ τῆς Θεσσαλίας ὁλόκληρης.

Ἐκφράζονταν, λοιπόν, μὲ εἰλικρίνεια τὰ αἰσθήματα τῶν κατοίκων τῆς Θεσσαλίας, μὲ τὸν ὕμνο ποὺ συνέθεσε ἀργότερα κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς ἀνάμνησης τέτοιων γεγονότων ὁ ψαλμωδός:

«Δεῦτε πᾶσα ἡ Θετταλία καὶ ἅπασα ἡ Χριστώνυμος Ἑλλὰς χαριστηρίους ὕμνους προσοίσωμεν τῇ Θεοτόκῳ Παρθένῳ, τῇ πολλαχῶς ἡμᾶς εὐεργετούσῃ ἐν εὐκαιρίαις καὶ θλίψεσι. Καὶ τὴν τοῦ Δαβὶδ ἀναλαβόντες φωνήν, ταύτῃ βοήσωμεν. Τὶ σοι ἀνταποδώσωμεν, Ἄχραντε,  περὶ πάντων ὧν ἀνταπέδωκας ἡμῖν; Πᾶσα γὰρ ἡμῶν ἡ χώρα, οὐ μόνον τῶν θαυμάτων σοι ἀλλὰ καὶ τῆς αἰνέσεώς σου πλήρης.   Ἀλλ’, ὦ Πάναγνε Δέσποινα, πρέσβευε ἀπαύστως σώζεσθαι τοὺς σὲ μεγαλύνοντας».

[1] Ἡ Γραμματικὴ τοῦ Κωνσταντίνου Λάσκαρη συντάχθηκε μὲ σκοπὸ νὰ διδαχθοῦν τὴν ἑλληνικὴ  γλῶσσα οἱ Δυτικοί. Ὁ Κωνσταντῖνος Λάσκαρης ἐγκατέλειψε τὴν γενέτειρά του Κωνσταντινούπολη λίγο πρὶν τὴν πτώση της καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ Μιλᾶνο μετὰ τὸ 1460, ὅπου δίδαξε ἑλληνικὰ. Ἡ Γραμματική του τυπώθηκε στὰ 1476.

[2] Τέλος = σκοπός.

[3] Λεπτομέρειες γιὰ τὸν χειρόγραφο αὐτὸν κώδικα  μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ «Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς»»,  περίοδος Β΄, τεῦχος 12, Ἁλμυρὸς 2008, σελ. 111 – 137, Ἀθανασίου ἱερομονάχου τοῦ ἐξ Ἀγράφων, Τεχνολογία συντομωτάτη τῶν ὀκτὼ μερῶν τοῦ λόγου, κατ’ ἐρώτησιν καὶ ἀπόκρισιν.

[4] Νικόλαος Ι. Γιαννόπουλος, Τὰ Φθιωτικά, ἤτοι Περιγραφὴ τῆς ἐπαρχίας Ἁλμυροῦ ὑπὸ ἱστορικὴν τε καὶ τοπογραφικὴν ἔποψιν, Ἀθῆναι 1891, σελ. 20.

[5] Περιοδικὸ Προμηθεὺς, ἔτος στ΄, ἀριθ. ξθ΄, Βῶλος Αὔγουστος 1894, σελ. 558.

[6] Σήμερα βρίσκεται στὸ ἀρχεῖο τοῦ συγγραφέως τῆς ἐργασίας αὐτῆς.

[7] Πρὸς Κορινθίους Β΄ , 11, 29.

[8] Ἡ βιβλιοθήκη αὐτὴ τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς» μὲ ἀπόφαση τοῦ Διοικητικοῦ της Συμβουλίου προσφέρθηκε καὶ ἤδη ἀνήκει στὴ Βιβλιοθήκη τοῦ «Γιαννοπούλειου Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου Ἁλμυροῦ».

[9] Βλ. Ἐπετηρίδα Φιλολογικοῦ Συλλόγου Παρνασσός, τόμ. ΣΤ΄, 1902. (Δημοσιεύτηκαν ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο).

[10] Ἐτήσια έγγύηση 300 Χ  5 ἔτη = 1500 δραχμές ὁ κάθε ὑπότροφος τῆς Μονῆς Ξενιᾶς Χ 2 ἄτομα (Πριάκος καὶ Μυλωνᾶς) =3.000 δραχμές.

[11] Προλύτης, στὴ νεότερη ἐποχή, ἦταν τίτλος ποὺ ἀπένειμε μέχρι τὸ 1911 τὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν σὲ πτυχιούχους μὲ βαθμὸ πτυχίου σχεδὸν καλῶς.

[12] Ἐφημερίδα Ἀλήθεια, 19 Αὐγούστου 1906.