Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος εικοστό τρίτο)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Ἡ  ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ Παναγίας Ξενιᾶς)

(συνέχεια απο τα προηγούμενα)

 

Ἡ ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ στὶς σχέσεις του με τὸ λαό

-       Ἀσθενῶν θεραπεία.

-       Γεωργῶν βοηθός

 

 

  1. Ἀσθενῶν ἡ θεραπεία

Στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς κατέφευγαν πολὺ συχνὰ οἱ κάτοικοι τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ,  ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδας, προκειμένου νὰ προσκυνήσουν, νὰ προσευχηθοῦν καὶ νὰ παρακαλέσουν τὴν Παναγία νὰ τοὺς θεραπεύσει ἀπὸ διάφορες ἀσθένειες, ἀπὸ  τὶς ὁποῖες ὑπέφεραν, ἤ κάποιοι ἄλλοι ποὺ ἔπασχαν ἀπὸ ἀσθένειες καὶ βρῆκαν τὴ θεραπεία καὶ κατέφευγαν στὸ Μοναστήρι της νὰ τὴν εὐχαριστήσουν. Γενικὴ ἦταν ἡ πίστη τῶν χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἔρχονταν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, στὴ δυνατότητα τῆς θαυματουργοῦ ἐπέμβασης τῆς Παναγίας γιὰ τὴ θεραπεία  τῶν ἀσθενειῶν τους.

Ὅσοι κατέφευγαν στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ζητῶντας τὴ θεραπεία κάποιας ἀσθένειάς τους, συνήθιζαν, μετὰ τὴ θεραπεία τους ἤ καὶ πρίν, νὰ ἀφιερώνουν στὴν θαυματουργὴ εἰκόνα, ἕνα ἀσημένιο ἤ χρυσὸ ὁμοίωμα τοῦ ἀσθενοῦς μέλους τοῦ σώματός τους, ὡς εὐχαριστήριο, κάνοντας ἤ ἐκπληρώνοντας ἔτσι τὸ τάμα τους. Ἑκατοντάδες τέτοια ἀσημένια, ἀφιερώματα πιστῶν, κυρίως ὁμοιώματα ἀνθρώπινων μελών, συγκεντρώνονταν κάθε τόσο στὸ Μοναστήρι. Οἱ καλόγεροι τὰ συγκέντρωναν καὶ τὰ ἀποθήκευαν προκειμένου νὰ τὰ ἀξιοποιήσουν ὅποτε μὲ ὅποιο τρόπο εὕρισκαν καλύτερο κάθε φορά.

Στὶς 24 Σεπτεμβρίου τοῦ 1928, π.χ., γιὰ νὰ ἀναφέρουμε μία μόνο περίπτωση γιὰ τὴν ὁποία  ἔχουμε πολὺ σαφῆ ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα, παραδόθηκαν ἀπὸ τὸ ἀπερχόμενο ἡγουμενοσυμβούλιο στὸ νέο ποὺ ἀναλάμβανε τὴν διεύθυνση, μεταξύ τῶν ἄλλων ἀντικειμένων καὶ «δεκατέσσερες ὀκάδες καὶ τριακόσια δράμια ἀργυρᾶ ἀφιερώματα εὑρισκόμενα ἐντὸς  τριῶν σακκιδίων», τὰ ὁποῖα προέρχονταν ἀπὸ τέτοια ἀφιερώματα, τάματα πιστῶν.

Ἐκπλήρωση «ταμάτων» καὶ εὐχαριστήρια γιὰ κάποια θεραπευτικὴ ἐπέμβαση τῆς Παναγίας μποροῦσαν νὰ ἀποτελοῦν καὶ ἄλλου εἴδους ἀφιερώματα, ὅπως, π.χ. ροῦχα, κοσμήματα, χρυσᾶ νομίσματα, παλιὰ πολύτιμα φλουριὰ, χρυσαφικὰ ἤ ἄλλα πολύτιμα ἀντικείμενα ἀλλὰ καὶ οἰκογενειακὰ κειμήλια.

Μερικὰ τέτοια, ὅπως παραδόθηκαν ἀπὸ τὸ ἀπερχόμενο ἡγουμενοσυμβούλιο στὸ νέο, στὶς 24 Σεπτεμβρίου 1928, ἦταν καὶ τὰ παρακάτω, τὰ ὁποῖα καταγράφουμε στὸ σημεῖο αὐτό,  ὡς ἕνα ἁπλὸ καὶ τυχαῖο δεῖγμα. Πρόκειται γιὰ εἴκοσι τέτοια ἀφιερώματα, ποὺ ἀποτελοῦν ἕνα ἀντιπροσωπευτικὸ δεῖγμα καὶ ὁπωσδήποτε ὄχι ἕνα δεῖγμα τῶν πιὸ πολύτιμων:

  1. Δύο θηλυκωτάρια ἀργυρᾶ,[1] 2.  Μία ζώνη Βιέννης χρυσοκέντητη, 3. Ἕνα ὑποκαμισάκι γυναικεῖον μεταξωτὸν μαῦρον, 4.  Ἕνα ἀντερὶ[2] γυναικεῖον χωρικῆς, 5. Ἕνα φόρεμα γυναικεῖον χωρικῆς χωρίς μανίκια, 6. Ἕνα μισοφόρι μεταξωτόν, 7. Μία ποδιὰ ἀπὸ ἀλατζᾶ, 8. Δύο ποδιὲς τῆς Παναγίας τούλινες, 9. Τέσσερα μαντήλια παλαιὰ μετὰ τῶν ἁλύσεων, 10.  Ἕνα ὡρολόγιον, 11. Τρία δαχτυλίδια, τὸ ἕν ἀργυροῦν, τὰ δύο ἐπίχρυσα, 12. Ἕν νόμισμα χρυσοῦν πεντόλιρον αὐστριακόν, 13. Ἕτερον χρυσοῦν πεντόλιρον αὐστριακὸν μὲ ἁλυσίδα, 14. Ἕν δακτυλίδιον ἐκ χρυσοῦ μὲ δεκατρεῖς χάντρας, 15. Πέντε πεντατζένια χρυσᾶ, 16. Ὀκτὼ μεγάλα φλωριὰ χρυσᾶ, 17. Ἕτερα τρία ἀμφιβόλου γνησιότητος, 18. Τέσσερα μικρὰ φλωριὰ χρυσᾶ, 19. Ἕν ἐπίμηκες φλωρίον χρυσοῦν, ἐν ᾧ εἰκονίζεται Ἀνάστασις καὶ Βάπτισις Κυρίου, 20. Δέκα ἀσημόφιδα κατωτέρου χρυσοῦ.

Ἕνα ἄλλο δεῖγμα τῶν πολλῶν τιμαλφῶν ἀντικειμένων ποὺ κατέθεταν οἱ χριστιανοὶ στὴν Παναγία παίρνουμε ἀπὸ τὸ παρακάτω γεγονός. Πρόκειται γιὰ ἕνα σημείωμα πού ἔγραψε ἕνας καλόγερος τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, τὸ ὁποῖο βρέθηκε στὸ κελί του:

«22 Σεπτεμβρίου 1921. Ὁ κὐριος Εἰσαγγελεὺς Βόλου ἦλθε εἰς τὸ δωμάτιόν μου και μοῦ λέγει: Ἄνοιξε, καλόγερε. Εἰσῆλθε μέσα καὶ έζήτησε τὰ κλειδιά. Ἐγὼ ἐφοβήθην. Ἔχω 54 ἔτη εἰς τὴν Μονὴν δὲν μοῦ συνέβη τὸ τοιοῦτον. Τὶ τρέχει; Πρῶτον μοῦ ἐπῆρε δραχμάς 845. Δεύτερον ἕνα δακτυλίδιον μὲ 18 ἀδάμαντας, τὰ πρόσφεραν εἰς τὴν Παναγίαν. Τρίτον μία καρφίτσα μὲ 7 ἀδάμαντας.  Τέταρτον μία καρφίτσα μὲ 4 ἀδάμαντας. Πέμπτον μία καρφίτσα μὲ 2 ἀδάμαντας. Οἱ χριστιανοί εὐσεβεῖς τὰ προσέφεραν μὲ μεγάλην εὐλάβειαν νὰ ἀξιωθοῦν νὰ τὰ ἰδοῦν εἰς τὸ κάλυμμα τῆς Θεοτόκου καὶ περίμενα τὸν ἡγούμενον νὰ ἔλθῃ νὰ τὰ παραδώσω καὶ νὰ καλέσωμεν χρυσοχόον καλὸν εὐλαβῆ νὰ τὰ περάσῃ παρόντος καὶ τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου καὶ εὑρισκόμενοι.

Γρηγόριος  Μ.χ…

Αὐτὰ τὰ ὁποῖα μοῦ ἐπῆρε ὁ Εἰσαγγελεὺς σᾶς περίμενα ὡς μὲ εἴπατε νὰ σᾶς τὰ παραδώσω ὁ ἴδιος».

Ὅλα αὐτά, καὶ πὰρα πολλὰ ἄλλα τὰ ὁποῖα κάθε τόσο συγκεντρώνονταν καὶ ἐκποιοῦνταν σὲ δημοπρασίες, ἦταν ἀφιερώματα πιστῶν, ἦταν «τάματα» γιὰ κάποια «γιατρειὰ» ποὺ τοὺς χάρισε ἡ Παναγία, εὐχαριστήρια γιατὶ τοὺς ἀπάλλαξε ἀπὸ κάποιο νόσημα, γιὰ κάποιο θαῦμα ποὺ εἶδαν.

Πίστευαν, ὅσοι κατέφευγαν στὸ  Μοναστήρι, στὴ δυνατότητα τῆς Παναγίας νὰ θεραπεύει (νὰ μεσιτεύει γιὰ τὴ θεραπεία) κάθε εἴδους ἀσθένειας. Ὁ ὑμνωδὸς ποὺ συνέθεσε τὴν εἰδικὴ γιὰ τὴν Παναγία Ξενιὰ θεία λειτουργία ἀναφέρει πολὺ παραστατικὰ δηλώνοντας αὐτὴ τὴν πίστη τῶν χριστιανῶν:

«Νοσημάτων ἀπαλλάττεις, καὶ δεινῶν περιστάσεων, καὶ παθῶν παντοίων καὶ ἐπηρειῶν τοῦ ἀλάστορος, τοὺς προσιόντας Ξενιὰ τῇ σῇ χρηστότητι, καὶ κραυγάζοντας, Δόξα Ἁγνή τοῖς σοῖς θαύμασι».

Ἔτσι ὅσοι βασανίζονταν καὶ κατατρύχονταν ἀπὸ κάποια ἀρρώστεια, καὶ πίστευαν ὅτι θὰ εὕρισκαν τὴν θεραπεία τους καταφεύγοντας στὸ Μοναστήρι, ἔσπευδαν νὰ γονατίσουν μὲ εὐλάβεια  μπροστὰ στὴν ἅγια εἰκόνα της, νὰ παρακαλέσουν  τὴν Παναγία ζητῶντας τὴ θεραπεία τους  καὶ νὰ τὴν εὐχαριστήσουν μετὰ τὴν ἀποθεραπεία τους:

«Οἱ νόσοις τρυχόμενοι ποικίλαις, ἐν πίστει προσπίπτοντες τῇ σῇ Εἰκόνι Ξενιὰ Πάναγνε, ταχέως θεραπεύονται, καὶ εὐχαρίστως μέλπουσι, τὴν μητρικήν σου χρηστότητα».

Ἦταν βέβαιοι ὅτι  «Παύει τὰ νοσήματα, ἡ ἐκ τῆς θείας Εἰκόνος» τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς προϊοῦσα ἑκάστοτε χάρις ἡ σωτήριος», καὶ ὅτι «καὶ πόνους κουφίζει, καὶ ἀτακτοῦντας εὖ ποιεῖ, καὶ ἁγιάζει ψυχὰς καὶ σώματα» καὶ γι’ αὐτὸ  διακήρυτταν:

«Δι’  ὃ τὰ μεγαλεῖα σου, Ξενιὰ Θεοτόκε, καὶ τῆς πολλῆς σου χρηστότητος, τὰς ἐκφάνσεις κηρύττομεν, εὐλαβῶς σοι προσπίπτοντες».

Τόσο μεγάλη, σταθερὴ καὶ ἀκλόνητη ἦταν ἡ πίστη τῶν χριστιανῶν στὴ θαυματουργὸ ἐπέμβαση τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ὥστε ἡ πίστη τους αὐτὴ εἶχε γίνει γενικὴ παραδοχὴ καὶ εἶχε ματαδοθεῖ καὶ στοὺς ἀλλόθρησκους κατοίκους τῆς περιοχῆς. Πολλοὶ ἦταν οἱ Τοῦρκοι, ἁπλοϊκοὶ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, οἱ ὁποῖοι, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ ὅσα θαυμαστὰ ἄκουγαν γιὰ τὴ θεραπεία ποὺ εὕρισκαν ὅσοι ἄρρωστοι κατέφευγαν στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς παρακαλῶντας τὴν Παναγία, δὲν δίσταζαν νὰ πᾶνε καὶ αὐτοὶ καὶ νὰ παρακαλέσουν τὴν Παναγία νὰ τοὺς ἐλεήσει.

Οἱ ἁπλοϊκοὶ μουσουλμάνοι, κάτοικοι τοῦ ἁλμυριώτικου κάμπου τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, πιστεύοντας μὲ καθαρὴ καὶ ἁπλοϊκὴ καρδιά, σ’ ἕνα παντοδύναμο Θεό, πατέρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀδέσμευτοι ἀπὸ τὶς διάφορες δογματικὲς θρησκευτικὲς ἰδεολογικὲς διαφορὲς τῶν «σχολαστικῶν» καὶ τῶν «μορφωμένων», δὲν εἶχαν καμία ἐσωτερικὴ ἀναστολή, οὔτε θεωροῦσαν παράλογο τὴ μία μέρα νὰ παρακαλέσουν τὴν «Παναγία» ποὺ προσκυνοῦσαν οἱ γειτόνοι τους χριστιανοὶ νὰ τοὺς γλιτώσει ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια ποὺ βασάνιζε τοὺς ἴδιους ἤ τὰ παιδιά τους καὶ τὴν ἄλλη μέρα νὰ πᾶν νὰ προσκυνήσουν καὶ στὸ δικό τους τζαμί. Ἦταν σίγουροι ὅτι ἡ «καλή μάνα» ἡ «Παναγία Ξενιὰ» δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ ἀγαποῦσε καὶ νὰ προστάτευε ὅλα τὰ παιδιά τοῦ κόσμου, χριστιανόπουλα καὶ τουρκόπουλα.

Μήπως δὲν ἔβλεπαν ὅτι ὅταν μετὰ τὴ λιτανεία ποὺ ἔκαναν οἱ Χριστιανοὶ ἡ Παναγία ἔριχνε βροχὴ καὶ στὰ δικά τους χωράφια; Μήπως δὲν ἔβλεπαν ὅτι ὅταν ἡ Παναγία ἔδιωχνε τὶς ἀκρίδες ἀπὸ τὰ καπνὰ τὶς ἔδιωχνε καὶ ἀπὸ τὰ δικά τους χωράφια; Ἀγαποῦσαν, λοιπόν, καὶ λάτρευαν τὴν Παναγία Ξενιὰ καὶ αὐτοὶ μὲ τὸν δικό τους τρόπο.

Σὲ παλιότερα χρόνια οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς διηγοῦνταν καὶ τέτοιες θαυματουργὲς ἐπεμβάσεις τῆς Παναγίας Ξενιᾶς σὲ τούρκους ἀρρώστους. Τέτοια γεγονότα καὶ οἱ ἀναμνήσεις τους πέρασαν καὶ στοὺς εἰδικοὺς λατρευτικοὺς ὕμνους πρὸς τὴν Παναγία Ξενιά:

«Ὁ πίστει ἀλλότριος ἐλθὼν σοι, τὴν ἴασιν ἔλαβε Ἁγνή, ἐκ τῆς σεπτῆς Εἰκόνος σου, καὶ τῷ φωτὶ κατηύγασται, τῆς θείας ἐπιγνώσεως, τοῦ ἐκ νηδύος σου λάμψαντος

Ἡ πίστη αὐτὴ τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἀλλὰ καὶ ἄλλων περιοχῶν τῆς Ἑλλάδας τοὺς ὁδηγοῦσε στὸ νὰ προσκαλοῦν τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς στὰ διάφορα χωριὰ ὄχι μόνο σὲ περιόδους ἀνομβρίας γιὰ πρόκληση βροχόπτωσης ἤ γιά λόγους προστασίας τῶν καλλιεργειῶν τους ἀπὸ διαφόρους κινδύνους, κάτι ποὺ ἦταν πολὺ συνηθισμένο καὶ γινόταν τακτικά, ἀλλὰ καὶ σὲ περιπτώσεις σοβαρῶν μεταδοτικῶν ἀσθενειῶν καὶ ἐπιδημιῶν.

Ὅταν σὲ μία περιοχὴ ἐνέσκηπτε κάποια ἀρρώστεια, μὲ μορφὴ ἐπιδημίας, οἱ ἄνθρωποι δὲν δίσταζαν καὶ πάλι νὰ καταφύγουν στὸ ἀγαπημένο τους Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καὶ νὰ ζητήσουν τὴ βοήθεια τῆς Παναγίας. Ζητοῦσαν νὰ μεταφερθεῖ στὸ χωριό τους ἡ θαυματουργὸς εἰκόνα της γιὰ νὰ κάνουν ἐνώπιόν της παρακλήσεις καὶ δεήσεις. Προσκαλοῦσαν τὴν Παναγία νὰ ἔρθει κοντά τους καὶ τὴν ὑποδέχονταν πανηγυρικὰ καὶ μὲ μεγάλες τιμές.

Ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, γνωρίζοντας ὅτι σὲ κάθε δύσκολη περίσταση ἤ ἐπικίνδυνη κατάσταση μποροῦσαν νὰ καταφύγουν καὶ νὰ ζητήσουν ὁποιαδήποτε στιγμὴ τὴ βοήθεια καὶ τὴ συμπαράσταση τῆς δικῆς τους Παναγίας, ἔνιωθαν μιὰ ἀσφάλεια. Στηρίζονταν στὴν πίστη τους καὶ στὴν ἐλπίδα ὅτι ἡ Παναγία τους θὰ τοὺς βοηθοῦσε σὲ κάθε δύσκολη κατάσταση. Οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τους θὰ ἔσπευδαν, ὁποιαδήποτε στιγμὴ καὶ σὲ ὁποιαδήποτε περίσταση εἶχαν ἀνάγκη, νὰ βρεθοῦν κοντά τους μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ οἱ χριστιανοὶ νὰ τῆς ἀναθέσουν «τὴν πᾶσαν ἐλπίδα» τους σὲ κάθε δύσκολη κατάσταση. Αὐτὸ γινόταν ἰδιαίτερα συχνὰ κατὰ τὴν περίοδο της Τουρκοκρατίας.

Ἡ δυνατότητα αὐτή, ὡστόσο, τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς, νὰ καλοῦν ὅποτε ἤθελαν κοντά τους τὴν Παναγία, χωρὶς νὰ συναντοῦν ἰδιαίτερα ἐμπόδια απὸ τὸ τουρκικό καθεστώς, μειώθηκε μετὰ τὴ δημιουργία τοῦ πρώτου ἑλληνικοῦ κράτους στὰ 1832.

Μετὰ τὴν χάραξη καὶ τὴν ἐπισημοποίηση τῶν ἑλληνοτουρκικῶν συνόρων, κατὰ τὸ ἔτος 1832, ἡ ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ μὲ τὶς δυὸ θαυματουργὲς εἰκόνες τῆς Παναγίας, τὴν εἰκόνα τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», ποὺ ἦταν γνωστὴ καὶ ὡς «Παναγία Κισσιώτισσα» καὶ τὴν εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» πού γιὰ σαφέστερο διαχωρισμό τὴν ὀνόμαζαν καὶ «Παναγία Βρεφοκρατούσα», βρέθηκε στὸ χῶρο τῆς τουρκικῆς ἐπικράτειας καὶ ἑπομένως ὑπαγόταν στὴν Τουρκία, ἐνῶ κάποια τμήματα τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἀνῆκαν πλέον στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια.

Οἱ κάτοικοι τῶν ἐλεύθερων πλέον αὐτῶν τμημάτων τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ, ὡστόσο, ὅπως τῆς περιοχῆς τῆς Σούρπης, τοῦ Πτελεοῦ, τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, τῆς Χαμάκως, τῆς Γάβριανης, τῆς Πελασγίας καὶ ἄλλων χωριῶν τῆς Φθιώτιδας, ἐξακολουθοῦσαν νὰ νιώθουν καὶ τώρα, ὅπως πάντοτε, βαθιὰ καὶ ἐσώψυχα τὴν ἀνάγκη νὰ ἔρχεται καὶ πάλι, τώρα ποὺ ἦταν ἐλεύθεροι, κοντά τους, ὅπως πρῶτα, ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τους.

Ἡ καρδιά τους, τὸ «ἱερὸ κέντρο» τους, αὐτὸ ποὺ ἦταν πάντοτε τόσο πολὺ «κοντά» τους εἶχε μείνει τώρα τόσο πολὺ «μακριά» τους, σὲ ἄλλο κράτος.

Καὶ δὲν ἦταν μόνο αὐτό. Ἐνῶ πρῶτα, ἐπὶ ἐποχῆς τῆς Τουρκοκρατίας, στὴν ἐποχὴ τῆς σκλαβιᾶς, ἦταν γιὰ ὅλους δυνατὸ καὶ εὔκολο νὰ πᾶνε στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς καὶ ἐκεῖ νὰ προσκυνήσουν ὅποτε ἤθελαν, γιατὶ ὑπῆρχε ἕνα ἑνιαῖο γιὰ ὅλους καθεστώς, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τὰ πράγματα διαφοροποιήθηκαν. Γιὰ νὰ ἐπιτραπεῖ μεταφερθεῖ  ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» ἤ τῆς «Κοιμήσεως  τῆς Θεοτόκου», ἀπὸ τὸ «τουρκικὸ» στὸ «ἑλληνικό», στὰ μέρη ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων που εἶχαν ἐλευθερωθεῖ καὶ ζοῦσαν στὴν Ἑλλάδα, χρειαζόταν εἰδικὴ ἄδεια. Καὶ τὸ σημαντικὸ ἦταν  ὅτι δὲν ἀπαιτοῦνταν ἡ χορήγηση ἄδειας ἐκ μέρους τῆς Τουρκίας «ἐξόδου» τῆς Εἰκόνας. Οἱ Τοῦρκοι δὲν ἐμπόδιζαν οὔτε τοὺς ἐλεύθερους πιὰ Ἕλληνες νὰ εἰσέλθουν στὸ τουρκικὸ ἔδαφος καὶ νὰ πᾶνε νὰ προσκυνήσουν στὸ Μοναστήρι, οὔτε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, τῆς «Ξενιᾶς» ἤ «τῆς Κοίμησης» νὰ «ἐξέλθει» ἀπὸ τὴν ἐπικράτειά τους. Ἀντίθετα ἀπαιτοῦνταν ἐκ μέρους τῆς Ἑλλάδας  ἄδεια «εἰσόδου» τῆς Εἰκόνας στην ἑλληνικὴ ἐπικράτεια.

Ἀκόμη πιὸ περίεργο εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ ἡ χορήγηση ἄδειας «εἰσόδου» τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια δὲν φαίνεται νὰ ἦταν ἀπαραίτητη κατὰ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς δημιουργίας τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, ἀμέσως μετὰ τὸ 1832, ὁπότε δὲν εἶχε ἴσως ἀποσαφηνισθεῖ ἡ κατάσταση, ἀλλὰ εἴκοσι σχεδὸν χρόνια ἀργότερα, ἀπὸ τὸ 1850 καὶ μετά.

Στὰ 1851, λοιπόν, Ἕλληνες ὑπήκοοι, κάτοικοι χωριῶν τῆς Φθιώτιδας ἔπρεπε νὰ προβοῦν σὲ διάφορες πολύπλοκες ἐνέργειες καὶ χρονοβόρες διαδικασίες προκειμένου νὰ τοὺς ἐπιτραπεῖ νὰ φέρουν τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς στὰ μέρη τους.

Ἔτσι, στὰ 1851, ἐκδηλώθηκε ἔντονο καὶ ἀνάγλυφο τὸ πρόβλημα αὐτὸ ὅταν «οἱ κάτοικοι τῶν παρὰ τῇ ὁροθετικῇ Γραμμῇ κειμένων Δήμων τῆς  Ἐπαρχίας Φθιώτιδος, καὶ ἰδίως τῶν πρὸς ἀνατολὰς μερῶν αὐτῆς,[3] ἔχοντες ἀνέκαθεν θρησκευτικὴν εὐλάβειαν καὶ σέβας πρὸς τὴν ἐν Μονῇ Ξενιᾶς ἱερὰν εἰκόνα τῆς Παναγίας, κειμένῃ ἐντὸς τοῦ Τουρκικοῦ παρὰ τῇ ὁροθετικῇ Γραμμῇ», ζήτησαν ἀπὸ τὸν νομάρχη Φθιώτιδας καὶ Φωκίδας, στὸν ὁποῖον ὑπάγονταν, νὰ ἔρθει κοντά τους ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς, γιὰ νὰ δεηθοῦν ἐνώπιόν της «πρὸς ἀποτροπὴν τῆς ἀνομβρίας, τῶν ἀσθενειῶν καὶ ἄλλων παθημάτων».

Ὁ Νομάρχης Φθιώτιδας καὶ Φωκίδας, ἄκρως τυπικὸς καὶ ὑπερβολικὰ ὑπηρεσιακός, θεώρησε ὅτι ἕνα τέτοιο αἴτημα ἦταν δυσκολοϊκανοποίητο καὶ ὅτι  τὸ πρόβλημα αὐτὸ ὑπερέβαινε τὶς δικές του ἁρμοδιότητες. Ἔτσι διαβίβασε, μὲ τὸ παρακάτω ἔγγραφο, τὶς σχετικὲς αἰτήσεις «Πρὸς τὸ Ὑπουργεῖον τῶν  Ἐκκλησιαστιῶν», καλῶντας το  νὰ «συννενοηθῇ», σχετικά, μετὰ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου «ἄν κρίνῃ εὔλογη» τὴν ἐπλήρωση ἑνὸς τέτοιου αἰτἠματος.

Τὸ σχετικὸ ἔγγραφο σώθηκε ὡς τὶς ἡμέρες μας:[4]

« Ἀριθ. 3008

                      Πρὸς τὸ Ὑπουργεῖον τῶν  Ἐκκλησιαστιῶν

Ἐν Λαμίᾳ τῇ 2ᾳ Μαΐου 1851                   

Περὶ μεταφορᾶς ἱερῶν κειμηλίων ἐκ τῆς ἐν τῷ Τουρκικῷ Μονῆς τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Οἱ κάτοικοι τῶν παρὰ τῇ ὁροθετικῇ Γραμμῇ κειμένων Δήμων τῆς  Ἐπαρχίας Φθιώτιδος, καὶ ἰδίως τῶν πρὸς ἀνατολὰς μερῶν αὐτῆς, ἔχοντες ἀνέκαθεν θρησκευτικὴν εὐλάβειαν καὶ σέβας πρὸς τὴν ἐν Μονῇ Ξενιᾶς ἱερὰν εἰκόνα τῆς Παναγίας, κειμένῃ ἐντὸς τοῦ Τουρκικοῦ παρὰ τῇ ὁροθετικῇ Γραμμῇ, ἐξαιτοῦνται ὅπως ἐπιτραπῇ εἰς αὐτοὺς τοῦ νὰ καλέσωσι τοὺς Πατέρας τῆς ῥηθείσης Μονῆς διὰ νὰ μεταφέρωσι ἐντὸς τοῦ Κράτους εἰς τοὺς Δήμους καὶ τὰ χωρία των τὴν ἱερὰν ταύτην εἰκόνα καὶ ψάλλωσιν ἁγιασμοὺς κατὰ τὴν ἀνέκαθεν συνήθειαν, πρὸς ἀποτροπὴν τῆς ἀνομβρίας, τῶν ἀσθενειῶν καὶ ἄλλων παθημάτων.

Τὸ ἀπεριόριστον τῆς πρὸς τὰ θεῖα καὶ κυρίως πρὸς τὴν ἱερὰν εἰκόνα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς εὐλαβείας καὶ τὸ θρησκευτικὸν σέβας τῶν εἰρημένων κατοίκων ἐξέφρασαν πρὸς ἡμᾶς διάφοροι πολῖται ὡς καὶ ἡ Δημοτικὴ ἀρχὴ Κρεμαστῆς Λαρίσης[5] δι’ ἀναφορᾶς της τῆς 27 τοῦ λήξαντος μηνὸς.

Κατὰ συνέπειαν δὲ τούτων παρακαλοῦμεν τὸ Ὑπουργεῖον νὰ συννενοηθῇ, ἄν κρίνῃ εὔλογον, μετὰ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, καὶ ἐνεργήσῃ ὅ,τι δέον πρὸς ἐκπλήρωσιν τῆς προκειμένης αἰτήσεως τῶν διαληφθέντων πολιτῶν.

                                       Εὐπειθέστατος

                                  Ὁ Νομάρχης Φθιωτιδοφωκίδος

(ὑπογραφὴ δυσανάγνωστος)».

 

Ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸ «Ὑπουργεῖον ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν» θεώρησε ὅτι μποροῦσε νὰ δώσει ἀπάντηση σὲ ἕνα τόσο μεγάλο καὶ σοβαρό θέμα! Ἐκτιμῶντας καὶ αὐτὸ ὅτι εἶναι ἀναρμόδιο νὰ χορηγήσει μία τέτοια ἄδεια διαβίβασε τὴν ἀναφορὰ τοῦ Νομάρχη πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, προκειμένου αὐτὴ ὡς ἁρμόδια νὰ ἐκφράσει τὴ γνώμη της.

Ἔστειλε ἔτσι τὸ ἴδιο τὸ ἔγγραφο τοῦ Νομάρχη ἐπισημειώνοντας πάνω σ’  αὐτὸ:  «Διευθύνεται πρὸς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τοῦ Βασιλείου ἐπὶ ἐπιστροφῇ, παρακαλουμένην νὰ μᾶς κοινοποιήσῃ τὴν περὶ τῆς προκειμένης ὑποθέσεως γνώμην αὐτῆς.

                               Ἀθήνησι τῇ 9 Μαΐου 1851

                          Ὁ ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κ.τ.λ.

                                  Ὑπουργὸς»

Ἡ «Ἱερὰ Σύνοδος» ἔστειλε τὴν ἀπάντησή της στὸ Ὑπουργεῖο στὶς 26  Μαΐου 1851,[6] ἐγκρίνοντας τὴν αἴτηση ἀλλὰ θέτοντας καὶ κάποιους ὅρους «ἐγκρίνει μὲν τὴν αἴτησίν των ἀλλ’ εἰς προσδιορισμένον χρόνον»:

«ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Ἀριθ. Πρωτ. 869

———————–

       Διεκπ. 449

Ἐν Ἀθήναις τὴν 26 Μαΐου 1851

                                

             Πρὸς τὸ ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κ.τ.λ. Ὑπουργεῖον

             ἐπὶ τῆς ὑπ’ ἀριθ. 11897 διευθύνσεως κ.τ.λ.

Λαβοῦσα ὑπ’ ὄψιν ἡ Σύνοδος, τὸ ἀπὸ 19 τοῦ ἐνεστῶτος μηνὸς διευθυνθὲν ἔγγραφον τοῦ Νομάρχου Φθιώτιδος, Παρατηροῦσα, ὅτι οἱ κάτοικοι τῶν παρὰ τῇ Ὁροθετικῇ Γραμμῇ κειμένων δήμων τῆς Ἐπαρχίας Φθιώτιδος, ἔχοντες ἀνέκαθεν ἐξιδιασμένην εὐλάβειαν εἰς τὴν ἐν τῇ Μονῇ Ξενιᾶς, κειμένῃ ἐντὸς τῆς Τουρκικῆς Ἐπικρατείας παρὰ τῇ Ὁροθετικῇ Γραμμῇ, ἱερὰν καὶ σεπτὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἐξαιτοῦνται, ἵνα ἐπιτραπῇ αὐτοῖς εἰς τὸ νὰ καλέσωσι τοὺς μοναχοὺς τῆς μονῆς ἐκείνης, ὅπως μεταφέρωσιν αὐτὴν εἰς τοὺς δήμους καὶ τὰ χωρία των, ὅπως ψάλλωσιν ἁγιασμοὺς πρὸς ἀποτροπὴν τῆς ἐπικρατούσης ἀνομβρίας κ.τ.λ.,

Ἐγκρίνει μὲν τὴν αἴτησίν των ἀλλ’ εἰς προσδιορισμένον χρόνον, ὅθεν, κατὰ ταῦτα ἀπαντῶσα ἡ Σύνοδος πρὸς τὸ Ὑπουργεῖον ἐπὶ τοῦ προκειμένου, παρακαλεῖ αὐτό, παραδεχθείσης τῆς πρὸς τοῦτο ἐγκρίσεως ταύτης τῆς Συνόδου, νὰ δηλώσῃ τοῦτο εἰς αὐτὴν, ἵνα ἐπιστείλῃ καὶ αὕτη πρὸς τὸν κατὰ τὴν Λαμίαν Γενικὸν Ἐπισκοπικὸν Ἐπίτροπον ὡς πρὸς τοῦτο τὰ δέοντα.

Ἐπιστρέφεται καὶ τὸ ἔγγραφον.

+ ὁ Ἀθηνῶν Θεοφάνης πρόεδρος

………

Ἀγαθάγγελος

ὁ Καλαβρύτων Βαρθολομαῖος

                           Τ.Σ. ὁ Γραμματεὺς

Ἀρχιμανδρίτης Μ. Ἀποστολίδης».

Στὴ συνέχεια τὸ ἁρμόδιο Ὑπουργεῖο, μὲ ἐπισημείωμά του ἐπὶ τοῦ ἰδίου ἐγγράφου, ἐκτελῶντας ἁπλῶς καθήκοντα διαμεσολαβητοῦ, ἔστειλε τὴν ἀπάντηση αὐτὴ στὸν Νομάρχη:

«Ἐπὶ τοῦ ἀριθ. 12231

Πρὸς τὸν Νομάρχην Φθιώτιδος καὶ Φωκίδος ἵνα λάβῃ γνῶσιν τῶν ἐνδιαλαμβανομένων καὶ συμμορφωθῇ πρὸς αὐτὰ κατὰ συνέπειαν τῆς ἀπὸ 2 μηνὸς λήγοντος ὑπ’ ἀριθ. 3008 ἀναφορᾶς του.

Νὰ ἐπιστραφῇ μετὰ ταῦτα τὸ παρὸν πρὸς ἡμᾶς.

                Ἀθήνησιν τῇ 31 Μαΐου 1851

ὁ ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κ.τ.λ. Ὑπουργὸς

(ὑπογραφὴ δυσανάγνωστος)».

Στὶς 14 Ἰουνίου 1851 ὁ νομάρχης Φθιωτιδοφωκίδος, ἀφοῦ κοινοποίησε τὴν ἀπάντηση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου στοὺς ἐνδιαφερόμενους κατοίκους, ἐπέστρεψε τὸ ἔγγραφο στὸν ἀποστολέα του:[7]

«Ἐπὶ τῆς ὑπ’ ἀριθ. 12234 τῆς 31 Μαΐου ἐπισήμου Διαταγῆς τοῦ Ὑπουργείου

Ἐν Λαμίᾳ τὴν 14 Ἰουνίου 1851

Πρὸς τὸ Ὑπουργεῖον τῶν Ἐκκλησιαστικῶν

Περὶ  μεταφορᾶς ἱερῶν κειμηλίων ἐκ τῆς ἐν τῷ Τουρκικῷ  Μονῆς τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Κοινοποιήσαντες τὴν ἀπάντησιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου εἰς τοὺς ἐξαιτησαμένους τὴν μεταφορὰν τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τῆς Παναγίας ἐκ τῆς ἐν τῷ Τουρκικῷ Μονῆς Ξενιᾶς, κατοίκους τῶν παρά τῇ ὁροθετικῇ Γραμμῇ κειμένων χωρίων, ἐπιστρέφομεν ἐσωκλείστως πρὸς τὸ Ὑπουργεῖον τὴν ἀνωτέρω ἐπισημειωτικὴν διαταγήν του.

                                   Εὐπειθέστατος

                        Ὁ Νομάρχης Φθιωτιδοφωκίδος».

Θαυματουργὲς θεωροῦνταν, ἀπὸ ὅλους ὅσους κατέφευγαν στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς, καὶ οἱ δύο εἰκόνες τῆς Παναγίας ποὺ φυλάσσονταν σ’ αὐτό, ἡ παλιότερη καὶ ἐφέστιος εἰκόνα τοῦ Μοναστηριοῦ, αὐτὴ  τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», ποὺ ἦταν γνωστὴ καὶ ὡς «Παναγία Κισσιώτισσα» καὶ ἡ νεότερη, αὐτὴ ποὺ ἦρθε ἀργότερα στὸ Μοναστήρι τους, ἡ «βρεφοκρατοῦσα», ποὺ ἦταν γνωστὴ ὡς  «Παναγία Ξενιά».

Πολὺ σπάνια, ἐκεῖνοι ποὺ ζητοῦσαν ὁποιουδήποτε εἴδους βοήθεια ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, ζητοῦσαν νὰ ἔρθει στὸ χωριό τους κάποια συγκεκριμένη εἰκόνα, ὀνοματίζοντάς την. Συνήθως δὲν ὀνομάτιζαν τὴν εἰκόνα ἀλλὰ ζητοῦσαν ἁπλὰ τὴν εἰκόνα «τῆς Παναγίας».

Θὰ παραθέσουμε στὴ συνέχεια μερικὰ ἀπὸ τὰ σχετικὰ  ἔγγραφα, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ διασώθηκαν μέχρι τὶς ἡμέρες μας, μὲ τὰ ὁποῖα προσκαλοῦσαν τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας στοὺς διάφορους δήμους οἰ ἁρμόδιες διοικητικὲς ἀρχὲς.

Στὰ 1894 στὸ Δῆμο Εὐυδρίου[8]  εἶχε ἐνσκήψει ἐπιδημία καὶ διάφορες ἀσθένειες, ποὺ σὲ κάποιες περιπτώσεις εἶχαν ὡς συνέπεια μερικὲς φορὲς καὶ αὐτὸν τὸν θάνατο. «Ὁ Δήμαρχος Εὐυδρίου», ἱκανοποιῶντας σχετικὰ αἰτήματα τῶν κατοίκων τῶν χωριῶν τοῦ Δήμου του, ζήτησε «τὴν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος» «πρὸς ἐνέργειαν λιτανειῶν καὶ δεήσεων πρὸς ἀποτροπὴν τῆς νόσου καὶ ἀπαλλαγὴν τῶν κατοίκων τῆς ὑφισταμένης ἐπιδημίας».

Τὸ γεγονὸς βεβαιώνεται ἀπὸ τὸ σχετικὸ ἔγγραφό του, ποὺ ἀπευθύνθηκε «πρὸς τὸν Σεβαστὸν ἡγούμενον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἤ Ξενιᾶς» καὶ διασώζεται ὡς τὶς ἡμέρες μας:

«Ἀριθ. 30

Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος

Ὁ Δήμαρχος Εὐυδρίου

Πρὸς τὸν Σεβαστὸν ἡγούμενον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἤ Ξενιᾶς.[9]

Ἐπειδὴ τὰ χωρία τοῦ Δήμου μας μολύνουσι διάφοροι ἐπιδημικαὶ ἀσθένειαι αἵτινες καὶ θανατηφόροι ἐνίοτε ἀποβαίνουσιν, οἱ χριστιανοὶ ἔχουσιν ἀνάγκην τῆς προστασίας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἑπομένως παρακαλοῦμεν ὑμᾶς ὅπως ἀποστείλητε εἰς τὰ χωρία τοῦ Δήμου τὴν σεβασμίαν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος πρὸς ἐνέργειαν λιτανειῶν καὶ δεήσεων πρὸς ἀποτροπὴν τῆς νόσου καὶ ἀπαλλαγὴν τῶν κατοίκων τῆς ὑφισταμένης ἐπιδημίας.

Ὁ Δήμαρχος

α.α. ὁ πάρεδρος

Κουτουκλῆς».

Τρία χρόνια ἀργότερα, στὰ 1897, εἶχε ἐνσκήψει καὶ στὸν Ἁλμυρὸ ἐπιδημικὴ ἀσθένεια, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχαν ἐπέλθει καὶ ἀρκετοὶ θάνατοι. Ὁ Δήμαρχος Ἁλμυροῦ, Γεώργιος Παναγόπουλος, ὕστερα ἀπὸ σχετικὸ αἴτημα τῶν κατοίκων, ἀπευθύνθηκε μὲ ἔγγραφό του «Πρὸς τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τῆς ἐπιλεγομένης «Ξενιᾶς», ζητῶντας νὰ στείλουν «τὴν Ἱερὰν Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, μεθ’ ἑνὸς ἤ δύο ἐκ τῶν μοναχῶν, ὅπως τελέσῃ ἁγιασμοὺς εἰς τὰς οἰκίας τῶν Χριστιανῶν»:

«Πρὸς

Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τῆς ἐπιλεγομένης «Ξενιᾶς».

Ἕνεκεν τῆς ἐνσκήψεως ἐνταῦθα ἀσθενείας, ἐξ ἧς προῆλθον ἀρκετοὶ θάνατοι, σᾶς παρακαλοῦμεν, τῇ αἰτήσει τῶν κατοίκων, ἵνα εὐαρεστούμενοι πέμψητε τὴν Ἱερὰν Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, μεθ’ ἑνὸς ἤ δύο ἐκ τῶν μοναχῶν, ὅπως τελέσῃ ἁγιασμοὺς εἰς τὰς οἰκίας τῶν Χριστιανῶν.

Ἐν Ἁλμυρῷ τῇ 24 Ἰανουαρίου 1897

Ὁ Δήμαρχος Ἁλμυροῦ

Γ. Παναγόπουλος».

Δὲν ἔχουμε περισσότερες πληροφορίες γιὰ τὸ εἶδος καὶ τὴ μορφὴ τῆς  ἐπιδημικῆς αὐτῆς ἀσθένειας ποὺ εἶχε ἐνσκήψει στὸν Ἁλμυρὸ στὶς ἀρχὲς τοῦ 1897 γιατὶ λίγους μῆνες μετὰ, καὶ κυρίως κατὰ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1897, ὅλοι σχεδὸν οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἐγκατέλειψαν τὰ μέρη τους, ἐξ αἰτίας τῆς εἰσβολῆς τῶν τουρκικῶν στρατευμάτων, καὶ κατέφυγαν γιὰ προστασία σὲ ἄλλα μέρη. Πιθανὸν ἔτσι μὲ τὸν διασκορπισμὸ αὐτὸν τῶν κατοίκων καὶ τὴν ἐρήμωση τῆς περιοχῆς ἐξ αἰτίας τῆς ἐγκατάλειψης τῆς πόλης τοῦ Ἁλμυροῦ ἀλλὰ καὶ τῶν χωριῶν τῆς γύρω περιοχῆς, νὰ ἀποσοβήθηκε ἡ μεγάλη καὶ καθολικὴ διάδοσή της.

Ὅμως, σχεδὸν ἀμέσως, μετὰ τὴν ἐπάνοδο τῶν προσφύγων στὶς πατρίδες τους, ἡ ὁποία ὁλοκληρώθηκε ἐπίσημα τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1898, σύμφωνα μὲ τὶς πληροφορίες ποὺ σώθηκαν ὡς τὶς ἡμέρες μας, στὶς ἀρχὲς τοῦ 1899, ἐνέσκηψε στὴν περιοχὴ ἡ νόσος «Εὐλογία», θανατηφόρα ἐπιδημία, ἡ ὁποία πιθανὸν νὰ ὀφειλόταν  στοὺς πάρα πολλοὺς ἄτακτους οἱ ὁποῖοι συνόδευαν τὰ τακτικὰ τουρκικὰ στρατεύματα κατὰ τὸν ἑλληνοτουρκικὸ πόλεμο τοῦ 1897.

Δὲν μᾶς εἶναι γνωστό, ὡστόσο, ἐὰν ἡ ἀσθένεια τοῦ 1897 ἦταν «εὐλογία». Φαίνεται ὅμως πιθανόν ἡ νόσος «εὐλογία» τοῦ 1899 νὰ ἦταν συνέχεια τῆς «ἀσθενείας» τοῦ 1897.

Ἡ κατάσταση στὸν Ἁλμυρὸ ἀλλὰ καὶ σ’ ὁλόκληρη τὴν ἐπαρχία του, στὰ 1899, ὅπως γίνεται φανερὸ ἀπὸ ὅσα μᾶς εἶναι γνωστά, ἦταν τραγικὴ καὶ ἀπελπιστική, ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἀρρώστειας. Οἱ ὑπεύθυνοι παράγοντες τῆς πόλης καὶ τὸ  Δημοτικὸ Συμβούλιό της  ἀναγκάστηκαν νὰ λάβουν σκληρὰ μέτρα. Γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ περιορίσουν κάπως τὴ γενικὴ μετάδοση τῆς ἀσθένειας ὁδηγήθηκαν στὴν ἀπόφαση νὰ κατασκευάσουν μία εἰδικὴ παράγκα ἔξω ἀπὸ τὸν Ἁλμυρό, στὴν ὁποία μετέφεραν καὶ ἐγκαθιστοῦσαν  ὅλους ὅσους προσβάλλονταν ἀπὸ τὴν ἀσθένεια, προκειμένου νὰ ἀπομονωθοῦν ἐκεῖ, ὅλοι μαζί, μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς τους καὶ τοὺς ὑπόλοιπους Ἁλμυριῶτες, μέχρι τὸ θάνατό τους ἤ τὴν ἀποθεραπεία τους.

Οἱ κάτοικοι τοῦ γειτονικοῦ Πλατάνου, μαθαίνοντας αὐτὰ ποὺ ἔγιναν στὸν Ἁλμυρό, πανικόβλητοι μπροστὰ σ’ αὐτὸ τὸ τόσο ἀπειλητικὸ γιὰ τὴν ὑγεία τους γεγονός, ἔσπευσαν καὶ πάλι νὰ ζητήσουν βοήθεια   στὸ μόνο ἀσφαλὲς καταφύγιό τους καὶ τὴ μόνη ἐλπίδα καὶ παρηγοριά τους, τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Ὁ Δήμαρχος Πλατάνου,[10] «τῇ ἐγκρίσει τῆς κοινότητος Πλατάνου», ζήτησε ἀπὸ τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιο  τῆς Μονῆς Ξενιᾶς  νὰ εἰδοποιήσει  τοὺς μοναχούς, ποὺ βρίσκονταν σὲ περιοδεία συνοδεύοντας τὶς δύο θαυματουργὲς εἰκόνες τῆς Παναγίας, τῆς «Κοιμήσεως» καὶ τῆς «Ξενιᾶς», νὰ διακόψουν τὴν περιοδεία τους καὶ νὰ σπεύσουν στὸν Πλάτανο σὲ βοήθειά τῶν κατοίκων.

Οἱ Πλατανιῶτες, βέβαιοι γιὰ τὴ θαυματουργὸ δύναμη τῆς Παναγίας δὲν εἶχαν καμία προτίμηση μεταξὺ τῶν δύο ἱερῶν εἰκόνων, τῆς «Κοιμήσεως» καὶ τῆς «Ξενιᾶς». Ἦταν βέβαιοι γιὰ τὴ θεραπευτικὴ ἐπέμβαση τῆς Παναγίας καὶ διὰ τῶν δύο εἰκόνων της. Ἦταν βέβαιοι γιὰ τὴ θεραπευτικὴ δύναμη τῆς Παναγίας γιατὶ εἶχαν ἀκράδαντη πίστη. Ἔπρεπε ὅμως νὰ ἔρθει στὸ χωριό τους μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, ὁποιαδήποτε ἦταν αὐτὴ, ὅποια βρισκόταν πιὸ κοντά, γιὰ νὰ ἔρθει ὅσο τὸ δυνατὸν γρηγορότερα. Οἱ συνοδοὶ καλόγεροι ἔπρεπε νὰ σπεύσουν νὰ ἔρθουν στὸν Πλάτανο, τόνιζε ὁ Δήμαρχος τοῦ Πλατάνου, «διότι ὑφίσταται ἀνάγκη μεγάλη». Τόνιζε δὲ μὲ ἔμφαση: «πάσχει ἡ ἐπαρχία ὁλόκληρη, ἐσηκώθη ἅπασα ἡ Κοινότης ἐναντίον μου». Ὅλοι τὰ εἶχαν βάλει μὲ τὸν Δήμαρχο καὶ ζητοῦσαν ἄμεσες ἐνέργειες. Ἡ βιασύνη καὶ ὁ πανικὸς τοῦ δημάρχου Πλατάνου διαφαίνεται ἴσως καὶ σὲ κάποιους σολοικισμούς ποὺ παρεισέφρυσαν, μᾶλλον ἐξ αἰτίας βιασύνης, στὴ σύνταξη τοῦ προσκλητηρίου αὐτοῦ ἐγγράφου:[11]

«Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος

ὁ Δήμαρχος Πλατάνου

Πρὸς τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον Μονῆς Ξενιᾶς

Παρακαλεῖσθε ὅπως διὰ τῶν ἀπεσταλμένων μου, τῇ ἐγκρίσει τῆς κοινότητος Πλατάνου, ὅπως σᾶς παρακαλέσω νὰ κάμνητε ἔγγραφον διὰ τὴν Παναγίαν Κοίμησιν [12] ἤ τὴν Ξενιάν, ὁποία ὑπάρχει πλησίον νὰ ἔλθῃ ἐνταῦθα διότι ὑφίσταται ἀνάγκη μεγάλη, πάσχει ἡ ἐπαρχία ὁλόκληρη, ἐσηκώθη ἅπασα ἡ Κοινότης ἐναντίον μου, σᾶς παρακαλῶ εἰς αὐτὴν τὴν περίστασιν νὰ φανῆτε προθυμότατοι ὅπως καλέσητε τὴν Παναγίαν δι’ ἐγγράφου σας καὶ τὸ στείλω μὲ ἀνθρώπους ἰδικούς μου νὰ ἔλθῃ νὰ κάμωμεν λιτανείαν ἅπασα ἡ ἐπαρχία Ἁλμυροῦ, θὰ μᾶς ὑποχρεώσητε μεγάλως, περισσότερα δὲν σᾶς γράφω, ἐκτὸς ὅσον ἐπαρουσιάσθη εἰς Ἁλμυρὸν ἡ νόσος εὐλογία καὶ ἔκαμαν παράγκαν ἔξωθι τοῦ Ἁλμυροῦ πρὸς τοποθέτησιν τῶν ἀσθενούντων. Ἐπαναλαμβάνω πρὸς χάριν τῶν κατοίκων ὑμῶν νὰ τὴν καλέσητε, διότι ἀπηλπίσθη ὁ κόσμος. Εἰμὶ πεπεισμένος ὅτι θὰ εἰσακουσθῇ ἡ παράκλησίς μου.

ὁ Δήμαρχος Πλατάνου

Χ.Δεσποτόπουλος

3 Αὐγούστου 1899».

Οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς βρίσκονταν σὲ διαρκῆ κίνηση, προσπαθῶντας νὰ ἱκανοποιήσουν ὅσο καλύτερα τὰ πολλὰ σχετικὰ αἰτήματα τῶν κατοίκων  τῶν διαφόρων χωριῶν καὶ ἄλλων περιοχῶν. Ἔτσι, π.χ. τὸν Μάρτιο τοῦ  1899, «ἡ εἰκὼν τῆς Θεομήτορος τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» βρισκὀταν σὲ περιοδεία σὲ χωριὰ τοῦ Πηλίου. Τὸ μαθαίνουμε  ἀπὸ ἕνα δημοσίευμα τῆς ἐφημερίδας «Θεσσαλία» τῆς 13 Μαρτίου 1899:

«Ἀπὸ μηνὸς ἤδη ἡ εἰκὼν τῆς Θεομήτορος τῆς Μονῆς Ξενιᾶς περιέρχεται τὰ χωρία τοῦ Πηλίου εἰς ἅ γίνεται δεκτὴ μετὰ μεγίστης θρησκευτικῆς εὐλαβείας. Περιελθοῦσα ἅπαντα τὰ χωρία τῆς λεκάνης εὑρίσκεται ἤδη εἰς τὸ ἡμίσειαν ὥραν τῆς πόλεώς μας ἀπέχον χωρίον Ἄλλημερια [13] ἀπὸ πέντε ἡμερῶν. Αὔριον Κυριακήν, ἀφοῦ τελεσθῇ ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ κατανυκτικὴ λειτουργία, θέλει ἀναχωρήσῃ ἡ Εἰκὼν περὶ τὴν μεσημβρίαν διὰ Δράκειαν. Ἡ προπομπὴ γενήσεται μεγαλοπρεπὴς τῶν κατοίκων τοῦ Δήμου Ἰωλκοῦ μελλόντων νὰ ἀκολουθήσωσι τὴν εἰκόνα μέχρι τῶν ὁρίων των, ἐφ’ ὧν θὰ ἀναμένουσι οἱ κάτοικοι τῆς Δρακείας. Πολλοὶ τῶν συμπολιτῶν μας εὐλαβείας ἕνεκεν θέλουσιν ἐκδράμει τὴν πρωίαν τῆς αὔριον μέχρι Ἄλλημεριας».

Τὸν Νοέμβριο τοῦ ἴδιου χρόνου, 1899, ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, ἡ γνωστὴ ὑπὸ τὸ ὄνομα «Παναγία τῆς Ξενιᾶς», προσκλήθηκε ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Λάρισας, «ὅπως, διὰ πρεσβειῶν της, ἀπαλλαχθῶσιν οὗτοι τῆς ἐπαράτου νόσου ὀστρακιᾶς».

Ἡ μορφὴ τῆς ἐπιδημίας ἦταν θανατηφόρα. Ἡ ὑποδοχὴ τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνας στὸ σιδηροδρομικὸ σταθμὸ τῆς Λάρισας ἦταν «εὐλαβεστάτη» καὶ πάνδημη, ἀφοῦ «τὰ καταστήματα ὅλα ἔκλεισαν».

Τὶς πληροφορίες παίρνουμε ἀπὸ σχετικὸ δημοσίευμα τῆς ἐφημερίδας «Φωνὴ τοῦ Λαοῦ», τῆς 19 Νοεμβρίου 1899:

«Ἡ εἰκὼν τῆς Θεοτόκου τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, ἡ γνωστὴ ὑπὸ τὸ ὄνομα «Παναγία τῆς Ξενιᾶς», προσεκλήθη ὑπὸ τῶν  Λαρισαίων ὅπως ἀπαλλαχθῶσιν οὗτοι, διὰ πρεσβειῶν της, τῆς ἐπαράτου νόσου ὀστρακιᾶς, ἥτις πολλὰ μέχρι τοῦδε θύματα ἀπέστειλεν εἰς τὸν ἄδην. Εἰς τὴν εἰκόνα ἐγένετο εὐλαβεστάτη ὑποδοχὴ ἐν τῷ σιδηροδρομικῷ σταθμῷ. Τὰ καταστήματα ὅλα ἔκλεισαν, χιλιάδες κόσμου τὴν ἠκολούθησαν, ἐψάλη δὲ ἐν τῇ πλατείᾳ τῶν δικαστηρίων παράκλησις συγκινητική».

Δὲν κατέφευγαν ὅμως στὴν Παναγία μόνο σὲ περιπτώσεις ἀσθενειῶν ἤ ἐπιδημιῶν. Πολὺ συχνὰ καλοῦσαν τὴν Παναγία κοντά τους προκειμένου νὰ ἀπευθύνουν παρακλήσεις καὶ δεήσεις γιὰ τὴν ὑγεία τους καὶ τὴν προστασία τους σὲ περιπτώσεις σοβαρῶν κινδύνων ἤ καὶ σὲ ἐμπόλεμες καταστάσεις.

Σὲ περιόδους πολεμικῶν περιπετειῶν προσκαλοῦσαν τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ ἔκαναν παρακλήσεις γιὰ νὰ διαφυλάξει ἀπὸ τὰ δεινὰ του πολέμου καὶ αὐτοὺς πού ἔμεναν πίσω  ἀλλὰ κυρίως τὰ μαχόμενα στὸ μέτωπο τοῦ πολέμου παιδιά τους.

Στὰ 1913 ὁ Δήμαρχος Ἁλμυροῦ Ἀριστείδης Ἀργυρόπουλος, «αἰτήσει τῶν κατοίκων τῆς πόλεως Ἁλμυροῦ», ζήτησε ἀπὸ τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς νὰ ἔρθει στὸν Ἁλμυρὸ ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας «ὅπως ἐν λιτανείᾳ ἀναπέμψουσιν δεήσεις είς τὸν Ὕψιστον ὑπὲρ τῆς ὑγείας  καὶ διαφυλάξεως τῶν ἐν πολέμῳ πατέρων, ἀδελφῶν καὶ συγγενῶν αὐτῶν». Τὸ σχετικὸ ἔγγραφο σώζεται ὡς τὶς ἡμέρες μας:

«Ἀριθ. Πρωτ. 50

Ἐν Ἁλμυρῷ τῇ 20 Ἰανουαρίου 1913

Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος

Ὁ Δήμαρχος Ἁλμυροῦ

πρὸς τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς

Αἰτήσει τῶν κατοίκων τῆς πόλεως Ἁλμυροῦ, παρακαλοῦμεν νὰ ἐξαποστείλητε μετ’ ἀναλὀγου ἀριθμοῦ ἱερομονάχων τὴν σεπτὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ὅπως ἐν λιτανείᾳ ἀναπέμψουσιν δεήσεις εἰς τὸν Ὕψιστον ὑπὲρ τῆς ὑγείας  καὶ διαφυλάξεως τῶν ἐν πολέμῳ πατέρων, ἀδελφῶν καὶ συγγενῶν αὐτῶν.

Ὁ Δήμαρχος Ἁλμυροῦ

Ἀριστείδης Ἀργυρόπουλος».[14]

Πολὺ συχνὲς ἦταν τέτοιες παρακλήσεις τῶν κατοίκων ὅλης τῆς περιφέρειας Ἁλμυρού  σ’ ὅλες τὶς ἐμπόλεμες καταστάσεις, ὅπως κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τῆς Μικρασιατικῆς Ἐκστρατείας καὶ τοῦ Πολέμου τοῦ 1940.

Ἡ καταφυγὴ αὐτὴ τῶν κατοίκων τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ σὲ κάθε δύσκολη περίσταση στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἦταν συνεχὴς καὶ διαχρονικὴ. Σὲ δημοσιεύματα ἐφημερίδων διασώζονται πάμπολλα τέτοια περιστατικά. Παραλείποντας ὅσα ἀναφέρονται σὲ δημοσιεύματα ἐφημερίδων, τὰ ὁποῖα  ἦταν πάμπολλα, θὰ περιοριστοῦμε  μόνο σὲ ὅσα μαρτυροῦνται ἀπὸ τὰ ἐπίσημα σχετικὰ ἔγγραφα ποὺ διασώθηκαν.

Στὰ 1926 στὴν περιοχὴ τοῦ Πτελεοῦ εἶχε ἐνσκήψει ἡ ἀσθένεια «ἱλαρὰ». Οἱ Φτελιανοὶ, ὅπως ἔκαναν ὅλοι σὲ παρόμοιες περιπτώσεις στὴν ἐπαρχία Ἁλμυροῦ, ζήτησαν καὶ πάλι τὴ βοήθεια τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Τούτη τὴ φορὰ δὲν ἔβαλαν τὸν δήμαρχο νὰ στείλει τὴν πρόσκληση ἀλλὰ ἀνέλαβε τὴν πρωτοβουλία «ὁ Διευθύνων τὴν ἐπιτροπὴν τοῦ ἐν Πτελεῷ ἐνοριακοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου»:

«Ὁ Διευθύνων τὴν ἐπιτροπὴν τοῦ ἐν Πτελεῷ ἐνοριακοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου

Πρὸς τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ι. Μ. Ξενιᾶς

Κατόπιν τῆς ὑποβληθείσης ἡμῖν αἰτήσεως τῶν ἐνοριτῶν τοῦ ὑφ’ ἡμᾶς ἱεροῦ ναοῦ περὶ ἐλεύσεως ἐνταῦθα τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τῆς Παναγίας Ξενιᾶς λόγῳ τῆς ἐνσκηψάσης ἐνταῦθα νόσου ἱλαρᾶς, παρακαλοῦμεν ὅπως διατάξητε ὅ,τι δεῖ ἐπὶ τοῦ προτεινομένου γνωρίζοντες καὶ ἡμῖν ἀπόφασίν σας.

Ἐν Πτελεῷ 5 Φεβρουαρίου 1926

Ὁ Διευθύνων

Παπαγεωργίου».

Τὸν Μάιο τοῦ 1931 ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς βρισκόταν, γιὰ ἄλλη μία φορά, σὲ περιοδεία στὰ χωριὰ τοῦ Πηλίου. Μία σχετικὴ δημοσιογραφικὴ ἀνταπόκριση ἀπὸ τὸ χωριὸ τοῦ Ἁγίου Λαυρεντίου, στὶς 30 Ἀπριλίου 1931, μὲ κατατοπιστικὲς πληροφορίες, ποὺ δημοσιεύθηκε στὴν ἐφημερίδα «Σημαία» στὶς 6  Μαΐου 1931, περιγράφει τὸ γεγονός:

«Ἅγιος Λαυρέντιος 30 (τοῦ ἀνταποκριτοῦ μας). Περιοδεύουσα ἀνὰ τὰ χωρία τοῦ Πηλίου, ἀφίκετο εἰς τὴν κωμόπολίν μας, προερχομένη ἐκ Δρακείας, ἡ πάνσεπτος θαυματουργὸς εἰκὼν τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Ταύτην ὑπεδέχθη ἔξωθεν τῆς κωμοπόλεώς μας ἅπας ὁ ἱερὸς κλῆρος μετὰ τῶν ἑξαπτερύγων, παρίσταντο δὲ καὶ ὅλοι σχεδὸν οἱ κάτοικοι. Ἡγουμένου τοῦ κλήρου μετὰ τῶν ἑξαπτερύγων, ἀκολουθοῦντος δὲ καὶ τοῦ πλήθους, ἡ πομπὴ μετὰ τῆς σεβασμίου εἰκόνος  διηυθύνθη εἰς τὸν ἱερὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου ἐναπετέθη ἡ εἰκών, ἐγένετο ὁ ἀσπασμὸς καὶ ἐψάλη ὁ Παρακλητικὸς Κανὼν τῆς Θεομήτορος. 

Τὸ πρωὶ τῆς ἑπομένης ἡμέρας ὁ ναὸς εἶχε πληρωθῇ ἀσφυκτικῶς ὅπου ἐτελέσθη ἡ θεία λειτουργία κατανυκτικώτατα ὑπὸ τοῦ συνοδεύοντος τὴν Ἱερὰν Εἰκόνα αἰδεσιμωτάτου οἰκονόμου Εὐσταθίου Δεληγιάννη, πρώην δημοδιδασκάλου Βόλου, καὶ ἐψάλλη ὁ ἁγιασμός, ὅπου μετὰ τὸ πέρας ἡ Εἰκὼν διηυθύνθη εἰς τὸν ἱερὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου τοῦ Νέου ἐναπετέθη ἐντὸς αὐτοῦ παραμείνασα ἐκεῖ ἐπὶ τετραήμερον.

Τόσον δὲ ἐξεδήλωσεν ἅπασα ἡ κωμόπολίς μας τὸ θρησκευτικόν της αἴσθημα πρὸς τὴν Θεομήτορα ὥστε ἡ ὑποδοχὴ ἧς ἔτυχεν ἐνταῦθα ὑπῆρξεν ἀποθεωτικὴ καὶ συνάμα μεγαλειώδης, ὥστε ὁ συνοδὸς ἱερεὺς κατὰ τὴν ἀναχώρησιν τῆς Εἰκόνος, ὡς ἐκ καθήκοντος, ἀπηύθυνε ὡραίαν προσλαλιὰν πρὸς τὸ συναθροισθὲν πλῆθος  τῆς κωμοπόλεώς μας, τονίσας οὐ μόνον τὰ τῆς ὑποδοχῆς, ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ ἐξαιρετικὸν τῆς θρησκευτικῆς εὐλαβείας τῶν κατοίκων ἀπευθύνας συνάμα εὐχαριστήρια πρὸς τοὺς ἱερεῖς, διδασκάλους καὶ κατοίκους καὶ εὐχετήριον  ὑπὲρ τῆς εὐημερίας τῶν κατοίκων μας» .

Αὐτὴ ἡ συνεχὴς ζήτηση τῶν κατοίκων τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἀλλὰ καὶ γενικότερα τῆς Θεσσαλίας καὶ τῆς Εὔβοιας νὰ ὁδηγήσουν οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας στὶς πόλεις τους, στὰ χωριά τους, στοὺς οἰκισμοὺς τους καὶ στὰ σπίτια τους ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ ἱκανοποιηθεῖ σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις ἀπόλυτα καὶ χωρὶς νὰ δημιουργοῦνται παράπονα, ἰδίως σὲ περιπτώσεις γενικευμένων καὶ ἐπιτακτικῶν ἀναγκῶν.

Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, σὲ τέτοιες περιπτώσεις, ὁδηγοῦνταν στὴν ἀνάγκη, πρὶν πάρει ταὶς σχετικὲς ἀποφάσεις, νὰ καταρτίσει προληπτικὰ πρόγραμμα περιοδείας. Ὑπῆρχαν πολλὲς περιπτώσεις, σὲ περιόδους τέτοιων γενικευμένων ἀναγκῶν, ποὺ τὸ ἡγουμενοσυμβούλιο προγραμμάτιζε καὶ ὀργάνωνε τὸ ἴδιο σὲ διάφορες περιοχὲς περιοδεῖες, χωρὶς στὴν προγραμματισμένη αὐτὴ περιοδεία νὰ λαβαίνει ὑπόψη του τὶς ἡμερομηνίες τῶν σχετικὲς αἰτήσεων, ἀφοῦ τοὺς ζητοῦσαν ἀπὸ παντοῦ.

Τὶς περιοδεῖες αὐτὲς τὶς  πραγματοποιοῦσαν οἱ καλόγεροι, ποὺ ὁρίζονταν γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ ἀπὸ τὸ ἡγουμενοσυμβούλιο, συνοδεύοντας τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ ἱερὰ λείψανα ἁγίων. Ὑπῆρχαν περιπτώσεις ποὺ, γιὰ νὰ καλυφθοῦν ὅλες οἱ ἀνάγκες, δημιουργοῦνταν δύο ὁμάδες μοναχῶν καὶ ἔχοντας μαζί τους μία ἀπὸ τὶς δύο θαυματουργὲς εἰκόνες τῆς Παναγίας, τὴν «Κισσιώτισσα» ἤ τὴν «Ξενιά» καὶ πολλὲς φορὲς καὶ διάφορα λείψανα ἁγίων ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶχε τὸ Μοναστήρι σὲ λειψανοθῆκες, περιόδευαν ἡ κάθε μία ὁμάδα σὲ μία προκαθορισμένη περιοχή, ἀκολουθῶντας ἰδιαίτερο ἡ κάθε μία πρόγραμμα,

Στὸ Ἀρχεῖο τοῦ Μοναστηριοῦ ἀλλὰ καὶ στο Ἀρχεῖο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος σώζονται ὡς σήμερα κάποια τέτοια ἔγγραφα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀντλοῦμε σχετικὲς πληροφορίες.

Οἱ πολλαπλὲς καθημερινὲς αἰτήσεις διαφόρων χωριῶν γιὰ ἐπισκέψεις τῶν μοναχῶν τῆς Ξενιᾶς στὰ μέρη τους, παράλληλα μὲ τὶς ἄλλες ὐποχρεώσεις καὶ ἀνάγκες τοῦ Μοναστηριοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ διαχείρηση τῶν μεγάλων ἐσόδων ποὺ ἀπέφεραν οἱ περιοδεῖες αὐτὲς δημιουργοῦσαν πολλὰ προβλήματα ἀλλὰ καὶ διαφωνίες καὶ προστριβὲς καὶ παράπονα. Αὐτὸ καταστοῦσε ἀναγκαία σὲ κάποιες περιπτώσεις τὴν ἐπέμβαση τοῦ ἁρμόδιου Μητροπολίτη, ὅπως διαφαίνεται ἀπὸ τὸ περιεχόμενο μερικῶν σχετικῶν ἐγγράφων:

«Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος

Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς

Πρὸς τοὺς ἱερομονάχους Γρηγόριον Χρήστου καὶ Ἄνθιμον Ἀποστόλου

Διὰ τῆς ὑπ’ ἀριθ. 12 καὶ ὑπὸ ἡμερομηνίαν 6 Μαρτίου ἐ. ἔ. ἐγγράφου ἡμῶν ἐγνωστοποιήσαμεν πρὸς τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Λαρίσης[15] τὴν περιοδείαν τῆς ἁγίας εἰκόνος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς ἐπιλεγομένης Ξενιᾶς ἐν τῇ Θεσσαλίᾳ καὶ ἀλλαχοῦ χάριν ἐλέους καὶ βοηθείας παρὰ τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων χριστιανῶν.

Πρὸς τὸν ἱερὸν τοῦτον σκοπὸν σᾶς παραδίδωμεν τὴν ἱερὰν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τῆς ἐπιλεγομένης Ξενιᾶς καὶ τὴν ἀργυρὰν θήκην τὴν περιέχουσαν τὰ ἅγια λείψανα τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἐλευθερίου τοῦ θαυματουργοῦ καὶ τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Τρύφωνος καὶ σᾶς παρακαλοῦμεν νὰ μεταβῆτε εἰς περιοδείαν.

Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς 17 Μαρτίου 1891

Τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ξενιᾶς

ὁ ἡγούμενος Γαλακτίων Εὐσταθίου

ὁ ἱερομόναχος Ἰωακεὶμ Ἀποστόλου

ὁ ἱερομόναχος Σπυρίδων Χρήστου

Ὑπῆρχαν καὶ περιπτώσεις ποὺ οἱ ἐπεμβάσεις τοῦ ἁρμόδιου Μητροπολίτη ἔφταναν σὲ λεπτομέρειες στὸν ὁρισμὸ τῶν ὑπεύθυνων γιὰ τὶς περιοδεῖες καλογέρων ἀφαιρῶντας κάθε ἁρμοδιότητα ἀπὸ τὸ ἡγουμενοσυμβούλιο.

Στὴν παρακάτω περίπτωση ὁ ἁρμόδιος Ἐπίσκοπος Λαρίσης Νεόφυτος, ἐνῶ βρισκόταν στὴν Ἀθήνα, ρύθμιζε ἀπὸ ἐκεῖ σχετικὰ θέματα:

«Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος

Ὁ Μητροπολίτης Λαρίσης

Πρὸς τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ι. Μ. Ξενιᾶς.

Ἀπαντῶντες εἰς τὰ ὑπ’ ἀριθ. 65 καὶ 112 Νοεμβρίου ἔγγραφα ὑμῶν γνωρίζομεν ὑμῖν ὅτι ἐξεδόθησαν αἱ αἰτηθεῖσαι ἄδειαι ἵνα ἐξέλθωσιν οἱ πατέρες ὅπως ψάλωσι ἁγιασμόν εἰς τοὺς Δήμους εἰς τοὺς ὁποίους προσεκλήθησαν.

Ἐπειδὴ δὲ ἔχει ἀνάγκην ὁ εἷς τῶν συμβούλων, πανοσιότατος Σπυρίδων Χρήστου, ἵνα ἀπουσιάσῃ ἐκ τῆς Ἱερᾶς ὑμῶν Μονῆς διορίζομεν, ὡς προσωρινὸν ἀντικαταστάτην του εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς Μονῆς, τὸν πανοσιότατον Ἀγαθάγγελον Δημητρίου, ὅστις θὰ ἐκπληροῖ τὰ καθήκοντα τοῦ συμβούλου.

Ὁ Λαρίσης

Νεόφυτος

Ἐν Ἀθήναις  1892 Νοεμβρίου 30».

Περιοδεῖες τῆς «ἁγίας εἰκόνος» ὀργανώνονταν ἀπὸ τὸ ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς Ξενιᾶς καὶ γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἔτσι στὰ 1894 διοργωνώθηκαν περιοδεῖες «χάριν τῆς ἐπιδιορθώσεως τῆς Ἱερᾶς Μονῆς», πάντοτε ὅμως μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Λαρίσης Νεόφυτο νὰ ὁρίζει τὶς λεπτομέρειες:

«Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος

Ὁ Μητροπολίτης Λαρίσης

Πρὸς τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς

Ἐν Λαρίσῃ τῇ 21 Σεπτεμβρίου 1894

Διὰ τοῦ ὑπ’ ἀριθ. 244 καὶ τοῦ παρόντος ἡμετέρου ἐγγράφου ἐγράψαμεν ὑμῖν ὅτι προσεδιορίσθησαν παρ’ ἡμῶν οἱ πατέρες οἵτινες θὰ ἐξέλθωσιν μετὰ τῆς ἁγίας εἰκόνος ὅπου ἤθελον προσκληθεῖ.  Εἶναι δὲ οὗτοι ὁ προηγούμενος κύριος Γαβριὴλ, ὁ πατὴρ Στέφανος χάριν τῆς ἐπιδιορθώσεως τῆς Ἱερᾶς Μονῆς. Ἄν δὲ ὁ προηγούμενος κύριος Γαβριὴλ δὲν δύναται νὰ ἐξέλθῃ ἄς τὸν ἀντικαταστήσῃ ἕτερον μέλος ἐκ τῶν πατέρων.

Ὁ Λαρίσης Νεόφυτος».

Πολλὲς ἦταν οἱ περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες οἱ συγγενεῖς κάποιων ἀσθενῶν ἤ ὅποιοι ἄλλοι ἐνδιαφέρονταν γι’ αὐτοὺς ὁδηγοῦσαν στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς τοὺς ἀσθενεῖς τους γιὰ μόνιμη ἐκεῖ ἐγκατάσταση καὶ θεραπεία, ἰδιαίτερα ὅσους ἔπασχαν ἀπό κάποιο εἶδος ἐπιληψίας ἤ κάποιου ἄλλου παρόμοιου εἴδους ψυχικὴ ἀσθένεια.

Ἡ θεραπεία τέτοιου εἴδους «περίεργων» καὶ «ἀνεξήγητων», γιὰ τὴν ἀντίληψη τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ἀσθενειῶν, προξενοῦσε μεγαλύτερη ἐντύπωση ἀπὸ κάθε ἄλλου εἴδους θεραπεία καὶ θεωροῦνταν ὅτι αὐτὴ πραγματοποιοῦνταν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο μὲ θεϊκὴ ἐπέμβαση.

Ἡ θεραπεία μιᾶς τέτοιας ἀσθένειας ἦταν μὲν ὁπωσδήποτε ἕνα «θαῦμα» ὅπως τόσα ἄλλα θαύματα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ἀλλὰ ἦταν ἕνα «θαῦμα» πολὺ πιὸ ἐντυπωσιακὸ. Ἦταν ἕνα «θαῦμα» «ξένο», ἀσυνήθιστο, πολὺ παράξενο, σὲ σχέση μὲ τὰ ἄλλα θαύματα γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ «ἐξηγηθεῖ». Ἕνα τέτοιο θαῦμα «ξένο» μόνο μὲ τὴ μεσολάβηση τῆς Παναγίας «Ξενιᾶς» μποροῦσε νὰ γίνει καὶ νὰ καταπλήξει ὅσους τὸ ἔβλεπαν ἤ τὸ πληροφοροῦνταν.

«Δαιμονιῶντας γὰρ καὶ παραλύτους Δέσποινα ἐξιᾶται παραδόξως» μᾶς λέει γιὰ τὴν Παναγία Ξενιὰ ὁ ψαλμωδὸς:

«Ξένα θαύματα, Ξενιὰ Θεοχαρίτωτε, ἐπισκιάσει σου, ἡ σὴ ἁγία Εἰκών, τελεῖ καταπλήττοντα, ἡμῶν τὴν ἔννοιαν. Δαιμονιῶντας γὰρ καὶ παραλύτους Δέσποινα ἐξιᾶται παραδόξως» .

 

Ὑπάρχουν πολλὰ τέτοια περιστατικὰ  «καταπλήττοντα, ἡμῶν τὴν ἔννοιαν». Δὲν θὰ ἀναφέρουμε ὅσα παρόμοια γεγονότα διατηρήθηκαν στὶς σχετικὲς προφορικὲς παραδόσεις, οἱ ὁποῖες στὴν ἐποχή μας εἶναι τόσο πολὺ ἀπόμακρες ὥστε νὰ ἔχουν σχεδόν ξεχαστεῖ.

Θὰ παρουσιάσουμε κάποια γραπτὰ κείμενα ποὺ, παρ’ ὄλη τὴν καταστροφὴ τοῦ Ἀρχείου τοῦ Μοναστηριοῦ, ἔχουν διασωθεῖ ὡς τὶς ἡμέρες μας.

Στὰ 1896, μὲ φροντίδα τοῦ Δημάρχου Φερῶν (Βελεστίνου), μεταφέρθηκε στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς «ὁ Μιχαὴλ Κουκούλιας, κάτοικος Βελεστίνου τοῦ Δήμου Φερῶν», ὁ ὁποῖος ἔπασχε  «ἐξ ἐπιληψίας ἀπὸ τῆς παιδικῆς του ἡλικίας». Ὁ Δήμαρχος Φερῶν παρακαλοῦσε μὲ ἔγγραφό του τὸ ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς Μονῆς νὰ δεχθεῖ τὸν πάσχοντα «πρὸς θεραπείαν τῆς νόσου».

Ὁ ἀσθενὴς συνοδευόταν καὶ μὲ τὸ σχετικὸ ἰατρικὸ πιστοποιητικὸ τοῦ  γιατροῦ τοῦ Δήμου, τοῦ ὁποίου μάλιστα ἐπικυρωνόταν τὸ γνήσιο τῆς ὑπογραφῆς του:

«Πιστοποιητικὸν ἰατροῦ

Ὁ ὑποφαινόμενος ἰατρὸς Ἀνδρέας Παπουτσόπουλος, δοὺς ἐφάπαξ τὸν δι’ ἰατροὺς διὰ δικαστικῆς πράξεως νενομισμένον ὅρκον, πιστοποιῶ ὅτι ὁ Μιχαὴλ Κουκούλιας, κάτοικος Βελεστίνου, τοῦ Δήμου Φερῶν, πάσχει ἐξ ἐπιληψίας ἀπὸ τῆς παιδικῆς του ἡλικίας.

Βελεστῖνον τῇ 30 Ἀπριλίου  1896

ὁ ἰατρὸς

(ὑπογραφή)

Ἐπικυροῦται τὸ γνήσιον τοῦ ἀνωτέρω ὑπὸ τῆς ἀνωτέρω ὑπογραφῆς τοῦ παρ’ ἡμῖν δημοτικοῦ ἰατροῦ Ἀνδρέου Παπουτσοπούλου.

Παρακαλεῖται τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ὅπως δεχθῇ τὸν πάσχοντα εἰς τὴν Μονὴν πρὸς θεραπείαν τῆς νόσου.

Βελεστῖνος 30  Ἀπριλίου 1896

Ὁ δήμαρχος Φερῶν

α.α.

ὁ δημαρχῶν πάρεδρος

Κ. Ζησόπουλος».

Στὶς 5 Σεπτεμβρίου 1937, ἡ μοναχὴ Παρθενία Κ. Ἀνδρομανάκου, ἀπὸ τὴ Νάουσα, ἔστειλε τὴν παρακάτω ἐπιστολὴ, στὸν ἡγούμενο τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς εἶχε γίνει δεκτὸς ὁ ἀδερφὸς της Μόδεστος ποὺ ἔπασχε προφανῶς ἀπὸ κάποια παρόμοιου εἴδους ἀσθένεια. Ἡ μοναχὴ Παρθενία εὐχαριστῶντας τὸν ἡγούμενο γιὰ τὶς φροντίδες του, τὸν παρακαλοῦσε «θερμῶς μετὰ δακρύων» νὰ ἐξακολουθήσει νὰ τὸν ἔχει κοντά του:

«Ἐν Ναούσῃ τῆ 5  Σεπτεμβρίου 1937

Εὐλογεῖτε.

Πανοσιολογιότατε, πάτερ Καλλίνικε, ἀσπάζομαι τὴν ἁγίαν δεξιάν σας καὶ ζητῶ τὰς ἁγίας εὐχάς σας.

Ἀπεφάσισα, σὺν Θεῶ, νὰ σᾶς γνωρίσωμεν διὰ μέσου ἐπιστολῆς τὴν ἁγιοσύνην σας, ἅς ἔχομεν καλὰς συστάσεις διὰ τὴν εὐγενῆ καλωσύνην σας ὅπως ἐδέχθητε εἰς τὰς ἁγίας ἀγκάλας σας τὸν περιπλανώμενον καὶ τετραυματισμένον μας ἀδελφὸν Μόδεστον καὶ δὲν ἔχομεν λόγους ἁρμοδίως νὰ σᾶς εὐχαριστήσωμεν.

Ὅ,τι ἐκάματε εἰς αὐτὸν τὸν ἀσθενῆ εἰς τὸν Χριστὸν τὸ ἐκάματε καὶ ὁ μισθός σας νὰ εἶναι αἰώνιος εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν. Εὐχόμεθα ἐκ ψυχῆς καὶ καρδίας καὶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ νὰ σᾶς τὸ ἀνταμείψῃ  ὁ Κύριος μυριοπλασίως.

Διὰ τοῦτο λαμβάνω τὸ θάρρος καὶ τὴν τιμὴν ἐνώπιόν σας νὰ σᾶς παρακαλέσω θερμῶς μετὰ δακρύων ὅσον τὸ δυνατὸν νὰ τὸν ἔχετε πάντοτε πλησίον σας, νὰ μὴν τὸν ἀφήσετε νὰ ἀναχωρήσῃ ἐκ τῆς καλῆς καὶ εὐσεβοῦς συνοδείας σας διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ. Πάρα πολὺ σᾶς παρακαλοῦμεν ἄν ἔχῃ καὶ καμμίαν ἰδιοτροπίαν ἄς εἶναι τῆς ἀσθενείας του καὶ νὰ μὴν τὸν ξεσυνερίζεστε διότι τρέμει ἠ ψυχή μου ἄν φύγῃ καὶ σᾶς χωριστῇ.

Εἶναι δύσκολο καὶ τὸ μόνο ἀδύνατον νὰ εὕρῃ ἄλλον ὅπως τὴν ἁγιοσύνην σας διὰ νὰ ἀναπαυθῇ διὰ τοῦτο σᾶς παρακαλοῦμεν θερμῶς ἀπαντήσατέ μας πῶς εἶναι εἰς τὴν ὑγείαν του καὶ ὁ Χριστὸς νὰ ἐκπληρώσῃ τὸ ἅγιον ἐνδιαφέρον τῆς πατρικῆς σας ἀγάπης.

Σᾶς ζητῶ συγνώμην διὰ τὴν ἐνόχλησιν καὶ τὰς ἁγίας εὐχάς σας.

Παρθενία Κ. Ἀνδρομανάκου

        Μοναχή».

Στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς εὕρισκαν καταφύγιο, εὕρισκαν ἄσυλο καὶ τὴ σχετικὴ περίθαλψη καὶ περιποίηση, εὕρισκαν τὴ γαλήνη καὶ τὴ θεραπεία πολλοὶ τέτοιοι «δαιμονιῶντες».

Δὲν κατέφευγαν ὅμως  στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς οἱ κάτοικοι τῆς γύρω περιοχῆς ἀλλὰ καὶ ἄλλων περιοχῶν μόνο στὶς δύσκολες περιπτώσεις, σὲ περιόδους ἐπιδημιῶν, ἀνομβριῶν καὶ ἄλλων κακῶν ζητῶντας τὴ βοήθεια τῆς Παναγίας. Ἤθελαν τὴν εὐλογία τῆς Παναγίας καὶ προληπτικά. Καλοῦσαν, λοιπόν, νὰ ἔρθει κοντά τους ἡ Παναγία, νὰ στείλουν οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας στὸ χωριό τους ἁπλὰ καὶ μόνο «πρὸς ἁγιασμόν τους».

Στὰ 1929, π.χ., γιὰ νὰ ἀναφερθοῦμε σὲ μία μόνο περίπτωση γιὰ τὴν ὁποία σώθηκε ὡς τὶς ἡμέρες μας ἕνα σχετικὸ ἔγγραφο, ὁ Μητροπολίτης Χαλκίδας, ἱκανοποιῶντας τὴν ἐπιθυμία τῶν κατοίκων τοῦ χωριοῦ Δοκοῦ, ζήτησε νὰ μεταφερθεῖ ἐκεῖ ἡ εἰκόνα τῆς  Παναγία  Ξενιᾶς προκειμένου νὰ ἱκανοποιηθεῖ ὁ «πόθος πρὸς ἁγιασμόν των» τῶν κατοίκων τοῦ χωρίου Δοκοῦ:

«Ἑλληνικὴ Δημοκρατία

Ὁ Μητροπολίτης Χαλκίδος

Ἐν Χαλκίδι 9  Μαΐου 1929

Πρὸς τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Δημητριάδος κ. κ. Γερμανόν.

Συγκοινωνοὶ γενόμενοι τοῦ πόθου τῶν εὐσεβῶν κατοίκων τοῦ χωρίου Δοκοῦ τῆς ὑφ’  ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως περὶ μεταφορᾶς τῆς σεπτῆς εἰκόνος τῆς ἁγίας Θεοτόκου Ξενιᾶς πρὸς ἁγιασμόν των, παρακαλοῦμεν τὴν ὑμετέραν φίλην Σεβασμιότητα ὅπως διατάξῃ τὰ δέοντα πρὸς ἐκτέλεσιν τοῦ πόθου τῶν ἀνωτέρω, γνωσίσῃ δὲ ἡμῖν τὴν ἀκριβῆ ἡμέραν τῆς ἐνταῦθα ἀφίξεως τῆς ἁγίας εἰκόνος. Ἐπιδηλοῦμεν ὅτι τὰ ἔξοδα τῆς μεταφορᾶς κ.τ.λ. θὰ ἐπιβαρύνουσιν τοὺς αἰτοῦντας.

Ἀγαπητὸς ἐν Κυρίῳ ἀδελφός

Ὁ Χαλκίδος Γρηγόριος».

Κλείνοντας τὸ κεφάλαιο τοῦτο νιώθουμε πιεστικὰ τὴν ἀνάγκη νὰ ἀναφωνήσουμε μαζὶ μὲ τὸν ψαλμωδό:

«Τῶν Θετταλῶν αἱ χορεῖαι τῇ σῇ Μονῇ συντρέχουσαι, τὴν ἱερὰν Σου Εἰκόνα περικυκλοῦσι καὶ πίστει καὶ φόβῳ βοῶσι Σοι, Κόρη. Θαυμαστὴ ἡ πρὸς ἡμᾶς ἔλευσίς Σου, Δέσποινα, διὰ τοῦ Σοῦ ἐκτυπώματος!  Ἀγαθῶν γὰρ μυρίων πρόξενος, γέγονας, καὶ πᾶσαν γλῶσσαν κινεῖς πρὸς ὕμνον τῶν θαυμασίων Σου. Ἀλλ’, ὦ Ξενιά Πανύμνητε, δίδου ἡμῖν τὴν Σὴν προστασίαν κινδύνων καὶ θλίψεων ἐξαίρουσα τοὺς προσιόντας τῇ πρεσβείᾳ Σου.»

 

  1. Γεωργῶν βοηθὸς

Τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ἀπὸ τὰ πρῶτα ἀκόμα χρόνια τῆς ἵδρυσής του, ἦταν γιὰ ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, τὸ ἀσφαλέστερο καταφύγιο σὲ κάθε εἴδους κίνδυνο καὶ σὲ κάθε δύσκολη κατάσταση καὶ περίσταση,  σὲ κάθε τους μεγάλη ἀνάγκη. Σ’ αὐτὸ κατέφευγαν γιὰ νὰ ζητήσουν τὴ βοήθεια καὶ τὴν προστασία ποὺ ἀπαιτοῦνταν σὲ κάθε ἀναπάντεχη συμφορά. Ἡ «Παναγία Κοίμηση» ἤ ἡ «Παναγία Ξενιὰ» ἦταν γι’ αὐτοὺς ὁ μεγάλος προστάτης τους, τὸ πιὸ ἀσφαλὲς καταφύγιό τους  σὲ ὅποια ἀνυπέρβλητη γιὰ τὶς δυνάμεις τους δυσκολία ἀντιμετώπιζαν καὶ σὲ ὅποιο γενικὸ ἤ καὶ ἀτομικὸ πρόβλημα τοὺς ἀπασχολοῦσε.

Ἰδιαίτερα οἱ γεωργοὶ καὶ οἱ κτηνοτρόφοι, οἱ ὁποῖοι στὴν ευρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ ἀποτελοῦσαν διαχρονικὰ τὸ σύνολο σχεδὸν τοῦ πληθυσμοῦ, ἰδιαίτερα μάλιστα στὶς πιὸ παλιὲς ἐποχές, ὅπως αὐτὲς τῆς βυζαντινῆς κυριαρχίας καὶ τῆς τουρκοκρατίας, λάτρευαν κυριολεκτικὰ τὴν Παναγία καὶ ἔνιωθαν ἀπόλυτα ἐξαρτημένοι ἀπὸ αὐτὴν καὶ τὴν εὔνοιά της. Πίστευαν ἀπόλυτα ὅτι ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή τους, ἡ ἴδια ἡ ἐπιβίωσή τους, ὁλόκληρη ἡ ζωή τους, ἡ περιουσία τους, ἡ ἀσφάλεια καὶ ἡ προστασία τῆς οἰκογένειάς τους, ἡ ἐξασφάλιση τῆς ἐσοδείας τους καὶ ἡ ζωὴ τῶν κοπαδιῶν τους βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὴν προστασία τῆς Παναγίας, τὴν εὔνοια τῆς ὁποίας ἔπρεπε μὲ κάθε τρόπο νὰ ἐξασφαλίζουν. Ἔνιωθαν ἀσφαλισμένοι ἔχοντας βοηθὸ καὶ συμπαραστάτη τὴν Παναγία. Πίστευαν ὅτι θὰ εἶχαν ἕνα σίγουρο προστάτη σὲ κάθε τους μεγάλη δυσκολία, ἐὰν ζητοῦσαν τὴ βοήθειά της.

Τὴν Παναγία τὴν ἤθελαν καὶ τὴν ἔνιωθαν ὡς τὸν πιὸ ἄμεσο, τὸν πιὸ ἐνεργὸ καὶ τὸν πιὸ σίγουρο συμπαταστάτη τους. Τὴν Παναγία ἐπικαλοῦνταν ὅταν ἀπειλοῦσε νὰ καταστρέψει τὴν παραγωγή τους κάποιος ὕπουλος ἐχθρὸς, ὅπως οἱ ἀκρίδες ἤ οἱ ποντικοὶ ἤ ἡ παρατεταμένη ἀνομβρία ἤ κάποια ἀρρώστια. Τὴν Παναγία θὰ ἔσπευδαν νὰ παρακαλέσουν νὰ τοὺς στείλει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν ἀπαραίτητη γιὰ τὴ γεωργία ζωογόνο βροχὴ ὅταν τὰ σπαρτά τους καὶ οἱ ἄλλες φυτικὲς καλλιέργειες κινδύνευαν νὰ ἀφανισθοῦν ἀπὸ τὴν πολλὴ καὶ παρατεταμένη ἀνομβρία.

Ὅταν οἱ τέτοιου εἴδους  κίνδυνοι γίνονταν πολὺ ἀπειλητικοὶ καὶ ἔντονοι καὶ ὅλοι ἐκτιμοῦσαν ὅτι τοὺς ἦταν ἀπαραίτητη πλέον ἡ βροχή, κατάφευγαν στὴ  μὸνη  τους  ἐλπίδα, τὴν Παναγία. Πιστεύοντας ὅτι ἡ ἄμεση ἐπέμβαση τῆς Παναγίας ἦταν ἡ μόνη σωτηρία τους παρακαλοῦσαν τοὺς καλογέρους τοῦ Μοναστηριοῦ τους νὰ ἔρθουν κοντά τους μὲ τὴν εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» ἤ τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» ἀπὸ τὸ Μοναστήρι γιὰ νὰ κάνουν λιτανεία. Μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τοὺς ἱερεῖς τους καὶ τοὺς συνοδοὺς τῆς εἰκόνας μοναχοὺς τοῦ Μοναστηριοῦ, πραγματοποιοῦσαν, διασχίζοντας τὶς ἀγροτικές τους ἐκτάσεις μὲ τὶς καλλιέργειες καὶ τὰ ἄλλα σπαρτά τους, λατρευτικὲς καὶ ἱκετευτικὲς λιτανεῖες, παρακαλῶντας συνεχῶς τὴν Παναγία νὰ διώξει μακριὰ ἀπὸ τὰ χωράφια τους τὶς φθοροποιὲς ἀκρίδες, νὰ ἐξαφανίσει τοὺς ποντικοὺς ἤ νὰ ἀνοίξουν οἱ οὐρανοὶ νὰ πέσει βροχὴ καὶ νὰ σωθοῦν τὰ σπαρτά τους ἀπὸ τὴν ξηρασία.

Πολὺ παραστατικὰ ἀπέδωσε τὴν πίστη αὐτὴ ὁ ψαλμωδὸς:

«Ὁ τῶν θαυμάτων σου φθόγγος, οὐ μόνον τῶν Θετταλῶν τὰς χώρας κατέλαβεν ἀλλὰ πᾶσαν Ἐκκλησίαν συναγείρει πρὸς αἶνον τῆς δόξης Σου, Ὑπερένδοξε Δέσποινα. Πανταχοῦ γὰρ προφθάνεις καὶ πᾶσι παρέχεις σωτηριώδη δωρήματα, ἀσθενοῦντας γὰρ ἰᾶσαι, ἀκρίδος πληγὴν ἀφανίζεις καὶ τῇ διψώσῃ γῇ κατάγεις ὑετὸν ἄφθονον, τῇ τῆς Εἰκόνος Σου χάριτι. Ἀλλ’, ὦ Πανύμνητε Θεοτόκε, μὴ παύσῃ σκέπουσα ἡμᾶς ἐκ πάσης περιστάσεως».

Στὸ ἀρχεῖο τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, παρ’ ὅλες τὶς μεγάλες καταστροφὲς καὶ τὶς ἀπώλειες ποὺ αὐτὸ ἔχει ὑποστεῖ κατὰ καιροὺς ἀπὸ τὶς διάφορες δύσκολες περιστάσεις ποὺ ὑπῆρξαν στὴν περιοχή, σώζονται ἀκόμη κάποιες γραπτὲς μαρτυρίες, ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τὴν πραγματοποιηση πάνδημων ἱκετευτικῶν καὶ λατρευτικῶν λιτανειῶν.

Ἀνάγλυφη  καὶ ζωντανὴ παρουσιάζεται στὰ ἔγγραφα αὐτὰ, παρ’ ὅλη  τὴν λιτότητα τῶν γραπτῶν κειμένων τῶν ὑπηρεσιακῶν ἐγγράφων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἡ βαθειὰ πίστη τῶν ἀνθρώπων στὴ θεϊκὴ δύναμη καὶ ἡ ἀπόλυτη βεβαιότητά τους γιὰ τὴν βεβαία καὶ ἄμεση  ἀνταπόκριση τοῦ Θεοῦ στὸ αἴτημά τους.

Ἡ αἴσθηση τῆς ἀπόλυτης αὐτῆς βεβαιότητας, τῆς βαθιᾶς πίστης τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ὅτι ἡ Παναγία, ὅταν ἐπικαλεσθοῦν τὴ βοήθειά της, θὰ ἔρθει ὁπωσδήποτε ἀρωγὸς στὰ αἰτήματά τους, προκαλεῖ καὶ σήμερα ἀκόμα συγκλονιστικὲς ἐντυπώσεις, σὲ ὅσους διατηροῦν στὴ μνήμη τους σχετικὲς εἰκόνες.

Πόσο συγκινητικὸ ἦταν τὸ θέαμα ἑκατοντάδων ἀνθρώπων νὰ ἀκολουθοῦν τὴ λιτανεία γιὰ πρόκληση βροχῆς καὶ οἱ ὁποῖοι, ὄντας βέβαιοι γιὰ τὴν ἄμεση ἀνταπόκριση τῆς Παναγίας στὶς  ἱκεσίες τους,  ἔπαιρναν μαζί τους ὀμπρέλες;

Σώζονται ὡς τὶς ἡμέρες μας δεκάδες ἔγγραφα κοινοτικῶν ἀρχῶν μὲ τὰ ὁποῖα ζητοῦσαν νὰ τοὺς στείλουν οἱ μοναχοὶ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς «Ξενιᾶς» ἤ τῆς «Κοίμησης» γιὰ νὰ λιτανεύσουν. Παραθέτουμε στὴ  συνέχεια μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἔγγραφα γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουμε τὰ παραπάνω.

Τὸν Μάρτιο τοῦ 1891 ἡ παρατεταμένη ἀνομβρία μάστιζε τὶς καλλιέργειες τῆς περιφέρειας τοῦ Δήμου Βοίβης. Ὁ ἁρμόδιος δήμαρχος, προφανῶς ὕστερα ἀπὸ ἐπίμονα αἰτὴματα τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς του, ἀπευθύνθηκε πρὸς τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς Ξενιᾶς παρακαλῶντας τον νὰ στείλει στὴν περιοχή του τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας γιὰ τέλεση ἱκετευτικῆς λιτανείας:

«Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος

Ὁ Δήμαρχος Βοίβης πρὸς τὸν Πανοσιότατον Ἡγούμενον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Πᾳναγίας Ξενιᾶς.

Παρακαλῶ ὑμᾶς ὅπως εὐαρεστηθῆτε καὶ πέμψητε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς καθ’ ὑμᾶς Μονῆς καὶ τελέσῃ λιτανείαν εἰς τὴν πρωτεύουσαν τοῦ καθ’ ἡμᾶς Δήμου διὰ τὴν ἀνομβρίαν, ἥτις μαστίζει τὸν τόπον.

Κανάλια, 20 Μαρτίου 1891

ὁ Δήμαρχος

Γ. Α. Γιωργαντῆς».

Τὴν ἴδια χρονιά, 1891, οἱ καλλιέργειες τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς τῆς Πελασγίας ἀπειλοῦνταν ἀπὸ τὰ σμήνη τῶν ἀκρίδων ποὺ εἶχαν ἐνσκήψει ἐκεῖ καὶ κατέτρωγαν «ἁπαξάπαντα τὰ γεννήματα». Ὁ Δήμαρχος τῆς «Κρεμαστῆς Λαρίσης», ὅπως ἐπονομαζόταν ἡ περιοχὴ τῆς Πελασγίας τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἔστειλε ἀπὸ τὸ Γαρδίκι,[16] τὴν πρωτεύουσα τοῦ Δήμου, ὕστερα ἀπὸ παράκληση τῶν κατοίκων, ἔγγραφο μὲ τὸ ὁποῖο ζητοῦσε τὴ βοήθεια τοῦ Μοναστηριοῦ γιὰ τὴ λύση τοῦ προβλήματος:

«Πρὸς τὸν Πανοσιότατον Ἡγούμενον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς

Λαμβάνω τὴν τιμὴν ὅπως παρακαλέσω ὑμᾶς, καὶ ἐκ μέρους τῶν συνδημοτῶν μου, ὅπως εὐρεστηθῆτε καὶ ἐπιτρέψητε τὴν ἄφιξιν τῆς σεπτῆς εἰκόνος εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ Δήμου πρὸς ἐξολόθρευσιν τῆς ἐνσκηψάσης ἀκρίδος ἐξ ἧς ἀπειλεῖται ἡ καταστροφὴ ἁπαξαπάντων τῶν γεννημάτων.

Ἐὰν ἡ ὑμετέρα Πανοσιότης καὶ τὸ παρ’ ὑμῖν ἡγουμενικὸν συμβούλιον ἀποφασίσῃ τὴν ἔλευσιν τῆς σεπτῆς εἰκόνος, παρακαλῶ ἵνα τοῦτο γεννήσεται μέχρι τὸ πολὺ τῆς προσεχοῦς Κυριακῆς καὶ πρὸς τούτοις ὅπως παρακληθεῖτε καὶ εἰδοποιήσητε ἡμᾶς τηλεγραφικῶς διὰ νὰ εἰδοποιήσωμεν τὰ ἀνάλογα πρόσωπα ἅτινα θὰ μεταβῶσιν αὐτόσε[17] πρὸς παραλαβὴν αὐτῆς.

Περὶ τῆς καταφατικῆς ἀποφάσεως σᾶς παρακαλοῦμεν νὰ μᾶς πληροφορήσετε.

Ἐν Γαρδικίῳ τῇ 12 Μαΐου 1891

ὁ Δήμαρχος Κρεμαστῆς Λαρίσης».

Τὸ «παρακαλῶ ἵνα τοῦτο γεννήσεται μέχρι τὸ πολὺ τῆς προσεχοῦς Κυριακῆς» φανερώνει ἀνάγλυφα ὅτι ἡ κατάσταση στὴν περιοχὴ τῆς Πελασγίας ἦταν ἀπελπιστικὴ καὶ ἡ θεϊκὴ ἐπέμβαση ἔπρεπε νὰ ἦταν ἄμεση.

Τὴν ἴδια ἐποχή, Μάιος μήνας τοῦ 1891, ποὺ ἦταν καὶ ὁ μήνας κατὰ τὸν ὁποῖο πραγματοποιοῦνταν συνήθως οἱ ἐπιδρομὲς τῶν σμηνῶν τῶν ἀκρίδων, σμήνη ἀκρίδων εἶχαν ἐνσκήψει καὶ στὶς περιοχὲς τῆς Σούρπης, τοῦ Πτελεοῦ καὶ τοῦ Ἁλμυροῦ.

Ὁ Δήμαρχος «Πτελεατῶν», μὴν ἔχοντας καὶ αὐτὸς ἄλλο ἀποτελεσματικότερο μέσο ἀντιμετώπισης τοῦ κινδύνου, ζήτησε μὲ  ἔγγραφό του τὴ βοήθεια τῆς Παναγίας:

«Πρὸς τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον Ξενιᾶς

Παρακαλοῦμεν νὰ διατάξητε ἕναν τῶν παρὰ τῇ Μονῇ ἱερομονάχων ὅπως μετὰ τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τῆς Ὑπεραγίας ἡμῶν Θεοτόκου μεταβῇ ἐνταῦθα καὶ ἐν τοῖς λοιποῖς τοῦ Δήμου χωρίοις πρὸς ἐπιτέλεσιν δεήσεων διὰ τὴν ἐξολόθρευσιν τοῦ φθοροποιοῦ ἐντόμου τῆς ἀκρίδος.

Ἐν Σούρπῃ[18] τῇ 16 Μαΐου 1891

Ὁ Δήμαρχος Πτελεατῶν» .

Τὰ σμήνη τῶν ἀκρίδων εἶχαν ἐνσκήψει παντοῦ, τὸν Μάιο τοῦ 1891. Ὁ Δήμαρχος τοῦ Πλατάνου, ἱκανοποιῶντας «τὴν ἔνθερμον παράκλησιν» τῶν κατοίκων τοῦ Δήμου Πλατάνου, ζήτησε καὶ αὐτὸς τὴ βοήθεια τῆς Παναγίας «πρὸς ἐξαφάνισιν τῆς φθοροποιοῦ ἀκρίδος».

Γνωρίζοντας μάλιστα ὁ Δήμαρχος Πλατάνου ὅτι οἱ μοναχοὶ τοῦ Μοναστηριοῦ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο βρίσκονταν σὲ περιοδεία μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας σὲ ἄλλα μέρη, γιὰ τὸν ἴδιο σκοπὸ, παρακαλοῦσε τὸν ἡγούμενο νὰ παρουσιάσει «τὴν σπουδαιότητα τῆς παρακλήσεως ταύτης πρὸς τοὺς περιοδεύοντας μετ’  αὐτῆς ἱερομονάχους», γιατὶ εἶχε στείλει καθυστερημένα τὴν παράκλησή του, στὶς 28 Μαΐου. Ζητοῦσε, κατὰ κάποιον τρόπο, προτεραιότητα ἔναντι τῶν ἄλλων, οἱ ὁποῖοι ἐπίσης εἶχαν ὑποβάλει τὸ ἴδιο αἴτημα, ἀλλὰ εἶχαν προηγηθεῖ χρονικά, γιατὶ ὁ κίνδυνος στὴν περιοχὴ τοῦ Πλατάνου ἦταν ἄμεσος. Ζητοῦσε περίπου τὴν κατ’ ἐξαίρεση παραβίαση τῆς προγραμματισμένης καὶ προκαθορισμένης πορείας τῆς περιοδείας ἐξαιτίας τοῦ πιὸ ἐπείγοντος τῆς δικῆς τους  ἀνάγκης:

«Πρὸς τὸν Σεβασμιώτατον καθηγούμενον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς.

Οἱ κάτοικοι τῆς κωμοπόλεως ταύτης θερμῶς μὲ παρεκάλεσαν, ἕνεκεν τῆς ἄκρας εὐλαβείας πρὸς τὴν μεγάλην ἱερὰν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος, ὅπως διαβιβάσω τὴν ἔνθερμον ταύτην παράκλησιν πρὸς  τὴν ὑμετέραν σεβασμιότητα ἵνα γράψητε καὶ παρουσιάσητε τὴν σπουδαιότητα τῆς παρακλήσεως ταύτης πρὸς τοὺς περιοδεύοντας μετ’  αὐτῆς ἱερομονάχους ὅπως μεταφέρωσι ἐνταῦθα τὴν ἱερὰν ταύτην καὶ θαυματουργὸν εἰκόνα πρὸς τέλεσιν ἁγιασμῶν καὶ λιτανείας πρὸς ἐξαφάνισιν τῆς φθοροποιοῦ ἀκρίδος.

Πλάτανος 28 Μαΐου 1891

ὁ Δήμαρχος Πλατάνου» .

Ὄπως γίνεται φανερὸ οἱ μοναχοὶ τοῦ Μοναστηριοῦ, σὲ παρόμοιες περιόδους συνεχῶν αἰτημάτων βοήθειας, συνοδεύοντας τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, βρίσκονταν σὲ συνεχῆ περιοδεία ἀπὸ  χωριὸ σὲ χωριὸ χωρὶς νὰ ἔχουν κάποιο ἐλεύθερο χρονικὸ διάστημα προκειμένου νὰ ἐπιστρέψουν στὸ μεταξὺ στὴν ἕδρα τους. Ἔτσι οἱ ἐντολὲς τοὺς διαβιβάζονταν μὲ ἀποσταλμένους ἀπὸ τὸ Μοναστήρι στὰ μέρη ποὺ βρίσκονταν περιοδεύοντας.

Αὐτὴ ἡ πίστη τῶν κατοίκων στὴν εὐεργετοποιὸ ἐπέμβαση τῆς Παναγίας στὶς δύσκολες στιγμές τους ἔχει ἀποτυπωθεῖ καὶ στοὺς εἰδικοὺς ὕμνους ποὺ συντέθηκαν γιὰ νὰ λατρεύουν καὶ νὰ εὐχαριστοῦν τὴν Παναγία γιὰ τὴν προστασία ποὺ τοὺς παρεῖχε:

«Δυνάμει θείᾳ ἐνέκρωσας, τὰ σμήνη τῶν ἀκρίδων Πανάμωμε, καὶ χαρᾶς ἔπλησας, τοὺς κατιδόντας τὸ θαῦμα σου, καὶ ἤνεσαν Παρθένε    τὰ   μεγαλεῖα σου.»

«Ἀκρίδος τὸν ἑσμόν, ἀπενέκρωσε Κόρη, ἡ χάρις ἡ πολλή, τῆς σεπτῆς σου Εἰκόνος, καὶ ἄνωθεν κατήγαγε, πληθὺν ὄμβρων ὥς γέγραπται, καὶ κατήρδευσε, τὴν γῆν αὐχμῷ ξηρανθεῖσαν. Ὅθεν μέλπομεν, τῆς πρὸς ἡμᾶς σου προνοίας, τὸ μέγεθος Δέσποινα.»

Πολὺ συχνὰ ζητοῦσαν τὴ βοήθεια τῆς Παναγίας Ξενιᾶς οἱ κάτοικοι τοῦ Πλατάνου. Στὰ 1891 ζήτησαν τὴν βοήθεια της Παναγίας «πρὸς ἐξαφάνισιν τῆς φθοροποιοῦ ἀκρίδος», ὅπως ἀναφέρθηκε παραπάνω. Ὄντας σίγουροι γιὰ τὴν βέβαιη ἐπέμβασή της, ἀφοῦ εἶχαν ἰδεῖ καὶ στὸν προηγούμενο χρόνο νὰ ἐκπληρώνεται ἡ παράκλησή τους, ἐπανέλαβαν τὴν πρόσκλησή τους καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος. Γιὰ νὰ μὴν καθυστερήσει μάλιστα ἡ θαυματουργὸς ἐπέμβαση τῆς Παναγίας καὶ γιὰ νὰ μὴν προηγηθοῦν παρόμοια αἰτήματα ἄλλων, τούτη τὴ χρονιὰ ὁ Δήμαρχος Πλατάνου ἔστειλε πιὸ νωρὶς τὴν αἴτησή του, στὶς 8 Μαΐου:

«Πρὸς τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον Ξενιᾶς

Κατ’ αἴτησιν τῶν κατοίκων τῆς κωμοπόλεως ἀποστείλατε σᾶς παρακαλοῦμεν νὰ διατάξητε τοὺς εὑρισκομένους ἱερομονάχους νὰ μεταβῶσιν ἐνταῦθα μετὰ τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τῆς Ὑπεραγίας ἡμῶν Θεοτόκου τῆς ἐπιλεγομένης Ξενιᾶς πρὸς ἐπιτέλεσιν δεήσεων ἕνεκα τῆς ἀπειλουμένης καταστροφῆς ἐκ τοῦ φθοροποιοῦ ἐντόμου τῆς ἀκρίδος.

8 Μαΐου 1892

Ο Δήμαρχος Πλατάνου» .

 

Αἰτήσεις πρὸς τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Μονῆς Ξενιᾶς γιὰ τὴν ἀποστολὴ τῆς ἱερᾶς εἰκόνας τῆς Παναγίας Ξενιᾶς προκειμένου νὰ ἔρθει ἡ εὐλογία τῆς Παναγίας καὶ νὰ ἀπαλλάξει τὶς διάφορες καλλιέργειες τῶν γεωργῶν ἀπὸ τὶς ἀσθένειες ποὺ τὶς μάστιζαν  ὑποβάλλονταν συχνὰ καὶ ἀπὸ κατοίκους τῶν χωριῶν τοῦ Πηλίου.

Στὰ 1893 μιὰ «καταστρεπτικὴ ἀσθένεια» προκαλοῦσε φθορὰ στὰ ἐλαιόδεντρα στὶς Μηλιές. Οἱ Μηλιῶτες ζήτησαν τὴ βοήθεια τῆς Παναγίας Ξενιᾶς διὰ τοῦ δημάρχου τους στὶς 29 Μαρτίου:

«Ἀριθ. 296

Ἐν Μηλιαῖς 29 Μαρτίου 1893

Πρὸς τὸν σεβάσμιον πρόεδρον τοῦ ἡγουμενικοῦ συμβουλίου τῆς Ι. Μ. Ξενιᾶς

Τῇ αἰτήσει ἁπάντων τῶν συνδημοτῶν μου σπεύδω νὰ παρακαλέσω τὸ σεβαστὸν σωματεῖον τῆς Ι. Μ. Ξενιᾶς ὅπως εὐρεστούμενον ἀποστείλῃ εἰς τὸν ἡμέτερον Δῆμον τὴν θαυματουργὸν εἰκόνα τῆς Παναγίας Θεοτόκου ἵνα διὰ τῆς δεήσεως ἀπαλλάξῃ τὸν τόπον μας ἐκ τῆς ἀναφαινομένης καταστρεπτικῆς ἀσθενείας εἰς τὰ ἐλαιόδεντρα.

Εὐπειθέστατος

ὁ Δήμαρχος Μηλεῶν

(Τ.Σ.Υ.)».

Ἡ θαυματουργὸς ἐπέμβαση τῆς Παναγίας Ξενιᾶς διὰ τῆς ἱερᾶς εἰκόνας στὶς ἀνάγκες τῶν γεωργῶν ἦταν γνωστὴ καὶ πιστευτὴ καὶ σὲ πιὸ ἀπομακρυσμένα μέρη, ἀπὸ τὰ ὁποῖα οἱ κάτοικοι ἔστελναν καὶ ζητοῦσαν  τὴ βοήθεια τῆς Παναγίας.

Ὑπάρχουν πολλὲς περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες οἱ κάτοικοι ἀπομακρυσμένων περιοχῶν ζητοῦσαν νὰ ἐπισκεφθεῖ τὰ μέρη τους ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς γιὰ τέλεση λιτανειῶν.

Θὰ ἀναφέρουμε μόνο κάποια ἀπὸ τέτοια περιστατικὰ ποὺ ἔγιναν κατὰ τὸ ἔτος 1901 σὲ ἀπομακρυσμένα χωριὰ.

Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1901 ὁ Δήμαρχος τοῦ Δήμου Βοίβης, ἀπὸ τὰ Κανάλια, ἔστειλε τὸ παρακάτω ἔγγραφο «Πρὸς τοὺς ἱερομονάχους τῆς Μονῆς Ξενιᾶς», ἱκανοποιῶντας παρακλήσεις τῶν κατοίκων Καναλίων:

«Ἀριθ. Πρωτ. 2446

Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος

Ὁ Δήμαρχος Βοίβης

Πρὸς τοὺς ἱερομονάχους τῆς Μονῆς Ξενιᾶς

Συνεπείᾳ αἰτήσεως τῶν κατοίκων Καναλίων παρακαλεῖσθε ὅπως εὐαρεστούμενοι μεταφέρητε ἐνταῦθα τὴν Ἱερὰν Εἰκόνα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς πρὸς ἐκτέλεσιν λιτανείας κατὰ τῆς ἀνομβρίας.

Κανάλια, 2 Ἀπριλίου 1901

Ὁ Δήμαρχος Βοίβης

(Τ.Σ.Υ.)

Α. Βαΐρης»

Τὴν ἴδια ἐποχὴ ὁ Δήμαρχος τοῦ γειτονικοῦ Δήμου Ἀρμενίου, ὁ ὁποῖος προφανῶς πληροφορήθηκε ἤ γνώριζε ὅτι ἡ θαυματουργὸς εἰκόνα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς βρισκόταν στὰ Κανάλια, ἔστειλε ἔγγραφο ὄχι πρὸς τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιο, στὴν ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ δοθεῖ ἡ σχετικὴ ἐντολή, ἀλλὰ «πρὸς τὸν περιοδεύοντα μετὰ τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, εἰς Κανάλια», ἐκ μέρους τῶν κατοίκων τοῦ Δήμου του.

Μὲ τὸ ἔγγραφό του ζητοῦσε «ὅπως ἡ Ἱερὰ Εἰκὼν ἐπισκεφθῇ τὸν Δῆμον μας», «πρὸς τέλεσιν λιτανειῶν», διότι «ἀνάγκη ἀπόλυτος ὑφίσταται». Ὁ Δήμαρχος Ἀρμενίου μάλιστα θέλησε νὰ ἱεραρχήσει ὁ ἴδιος καὶ τὶς ἀνάγκες τῶν χωριῶν τοῦ Δήμου του καθορίζοντας καὶ τὴ σειρά τῆς περιοδείας στὰ διάφορα χωριὰ καὶ συμπλήρωνε : «ἐν πρώτοις εἰς Χατζήμισι καὶ κατὰ σειρὰν εἰς ἄλλα χωρία».

Παραθέτουμε τὸ κείμενο τοῦ σχετικοῦ ἐγγράφου:[19]

«Ἀριθμ. 233

Πρὸς τὸν περιοδεύοντα μετὰ τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου τῆς Μονῆς Ξενιᾶς.

Εἰς Κανάλια.

Ἀνάγκη ἀπόλυτος ὑφίσταται ὅπως ἡ Ἱερὰ Εἰκὼν ἐπισκεφθῇ τὸν Δῆμον μας πρὸς τέλεσιν λιτανειῶν.

Ἑπομένως σᾶς παρακαλοῦμεν ὅπως ἀφιχθῆτε μετὰ τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος ἐν πρώτοις εἰς Χατζήμισι καὶ κατὰ σειρὰν εἰς ἄλλα χωρία.

τῇ 14 Ἀπριλίου 1901

Ὁ Δήμαρχος Ἀρμενίου

(Τ.Σ.Υ.)»

Φαίνεται ὅμως ὅτι οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς εἶχαν ἄλλες ὑποχρεώσεις καὶ εἶχαν καταρτίσει διαφορετικὸ πρόγραμμα στὴν περιοδεία τους, σύμφωνα μὲ ἄλλα αἰτήματα ποὺ εἶχαν προηγηθεῖ ἤ μὲ ἐντολὲς ποὺ εἶχαν πάρει ἀπὸ τὸ ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς Μονῆς τους. Δὲν τοὺς ἦταν δυνατὸν νὰ παραβοῦν τὸ πρόγραμμα ποὺ τοὺς εἶχε δοθεῖ. Ἔτσι, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ ὅσα ἀκολούθησαν, οἱ ὑπεύθυνοι συνοδοὶ τῆς «Ἱερᾶς Εἰκόνος» μοναχοὶ ἀρνήθηκαν νὰ ἐκτελέσουν ἀμέσως τὴν παράκληση τοῦ Δημάρχου Ἀρμενίου.

Ὁ Δήμαρχος Ἀρμενίου, παίρνοντας τὴν ἀρνητικὴ ἀπάντηση τῶν συνοδῶν τῆς  Ἁγίας Εἰκόνας μοναχῶν καὶ θέλοντας νὰ ἱκανοποιήσει τὰ αἰτήματα τῶν δημοτῶν τοῦ Δήμου του ἤ καὶ νὰ ἀποδείξει τὴν δυναμικότητά του,  γεγονὸς ποῦ ἀφήνεται νὰ διαφανεῖ καὶ ἀπὸ τὸ ὕφος τοῦ   παραπάνω ἐγγράφου, κατέφυγε σὲ «πολιτικὰ μέσα» προκειμένου νὰ φανεῖ ἰσχυρὸς καὶ ἀρεστός. Εἰσπράττοντας τὴν ἄρνηση τῶν περιοδευόντων καλογέρων τῆς Ξενιᾶς, ἔστειλε τὴν ἴδια ἡμέρα τὸ ὑπ’ ἀριθμὸν 228 τηλεγράφημα πρὸς τὸν Νομάρχη Λάρισας ζητῶντας νὰ μεσολαβήσει καὶ νὰ δώσει ἐντολὴ ὁ Νομάρχης νὰ ἔρθει ἡ «Ἱερὰ Εἰκὼν» στὸ Δῆμο Ἀρμενίου, ἀποφεύγοντας καὶ πάλι τὸ ἀρμόδιο Ἡγουμενικὸ Συμβούλιο τῆς Μονῆς.

Ὁ Νομάρχης Λάρισας, γνωρίζοντας, προφανῶς, ὅτι μία τέτοια παρέμβαση  δὲν ἦταν οὔτε σωστὴ οὔτε ἐπιτρεπτή, ἀφοῦ τὸ σχετικὸ θέμα δὲν ἦταν ἁρμοδιότητα δική του ἀλλὰ τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Λάρισας, καὶ θέλοντας ταυτόχρονα νὰ ἱκανοποιήσει κατὰ κάποιο τρόπο τὸ αἴτημα τοῦ Δημάρχου Ἀρμενίου, ἔστειλε, τὴν ἴδια πάλι ἡμέρα, τὸ παρακάτω ἔγγραφο μὲ τὸ ὁποῖο, ἀποφεύγοντας τὸν σκόπελο τῆς ἀναρμοδιότητάς του, ἁπλὰ «ἐπέτρεπε» νὰ περιέλθει στὸ Δῆμο Ἀρμενίου ἡ Ἱερὰ Εἰκών:

«Ἀρ. 2698

Δήμαρχον Ἀρμενίου

                                         Γενελῆ

Ἐπὶ 228 τηλεγραφήματός σας ἐπιτρέπομεν ἵνα Ἱερὰ Εἰκὼν τῆς Θεοτόκου Μονῆς Ξενιᾶς περιέλθῃ δῆμον σας πρὸς τέλεσιν λιτανείας.

ὁ Νομάρχης

(ὑπογραφή)»

Προκαλεῖ κατάπληξη ἡ ταχύτητα μὲ τὴν ὁποία πραγματοποιήθηκαν ὅλες αὐτὲς οἱ ἐνέργειες καὶ μάλιστα γιὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ 1901. Τὴν ἴδια ἡμέρα, λοιπόν, 14 Ἀπριλίου 1901, ὁ Δήμαρχος Ἀρμενίου πῆρε τὴν ἀρνητικὴ ἀπάντηση τῶν καλογέρων τῆς Ξενιᾶς στὸ αἴτημά του, ἔστειλε στὸν Νομάρχη τηλεγραφικὰ αἴτημα παρέμβασής του, πῆρε πάλι τηλεγραφικὰ τὴν ἀπάντηση τοῦ Νομάρχη καὶ ἔστειλε στὰ Κανάλια στοὺς περιοδεύοντας μοναχοὺς τῆς Ξενιᾶς δεύτερο ἔγγραφο, ἐπιμένοντας στὴν ἐκπλήρωση τοῦ αἰτήματός του:

«Ἀριθ. 234

Πρὸς τοὺς περιοδεύοντας μετὰ τῆς Ἱερᾶς Είκόνος τῆς Θεοτόκου τῆς Μονῆς Ξενιᾶς

Κατόπιν τοῦ σημερινοῦ ἐγγράφου μας κοινοποιοῦμεν ὀπισθογράφως τὴν ὑπ’ ἀριθ. 2698 τηλεγραφικὴν ἔγκρισιν τῆς Νομαρχίας Λαρίσης ὅπως ἔλθητε μετὰ τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος εἰς τὸν Δῆμον μας.

Γενελῆ τῇ 14 Ἀπριλίου 1901

Ὁ Δήμαρχος Ἀρμενίου

(Τ.Σ.Υ.)».

Λίγες ἡμέρες ἀργότερα καὶ ἐνῶ οἱ μοναχοὶ τῆς Ξενιᾶς βρίσκονταν ἀκόμη σὲ περιοδεία δέχτηκαν, καὶ πάλι ἀπ’ εὐθείας καὶ ὄχι διὰ τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου τους, τὸ παρακάτω ἔγγραφο τοῦ Δημάρχου Δωτίου:

«Ἀριθ. 295

Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος

Πρὸς τοὺς περιοδεύοντας ὁσίους πατέρας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς

Κατ’ αἴτησιν τῶν κατοίκων τῆς πρωτευούσης τοῦ Δήμου μας πόλεως Ἀγυιᾶς, παρακαλοῦμεν ὑμᾶς ὅπως κομίσητε ἐνταῦθα τὴν Ἱερὰν καὶ θαυματουργὸν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, πρὸς τέλεσιν ἁγιασμῶν.

Ἐν Ἀγυιᾷ τῇ 20 Ἀπριλίου 1901

Τ.Σ. (Δῆμος Δωτιαίων)

Ὁ Δήμαρχος Δωτίου

(Τ.Υ.)».

Τὰ παραπάνω αἰτὴματα τῶν Δημάρχων Δωτίου καὶ Ἀρμενίου φαίνεται ὅτι, παρὰ τὸ ὅτι ὑποβλήθηκαν ὄχι μὲ τὸν σωστὸ τρόπο, ἱκανοποιήθηκαν ὕστερα ἀπὸ τὴν προσωπικὴ παρέμβαση τοῦ Νομάρχη Λάρισας, χωρίς προηγουμένως νὰ ἔχουν ἐγκριθεῖ ἀπὸ τὸν ἁρμόδιο ἐπίσκοπο καὶ χωρὶς οἱ συγκεκριμένες ἐπισκέψεις νὰ εἶχαν ἐνταχθεῖ στὸ προκαθορισμένο καὶ προεγγεκριμένο πρόγραμμα τῆς περιοδείας.

Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Λάρισας Ἀμβρόσιος, ποὺ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ βρισκόταν στὴν Ἀθήνα, πληροφορήθηκε τὰ γεγονότα καί, θεωρῶντας ἀπαράδεκτη καὶ ἀνεπίτρεπτη τὴν ἐπέμβαση αὐτὴ τοῦ Νομάρχη στὶς ἁρμοδιότητες τοῦ Ἐπισκόπου, διαμαρτυρήθηκε μὲ ἀναφορά του πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο ἐνῶ βρισκόταν στὴν Ἀθήνα:

«Ἀριθ. 81

Ἐν Πατησίοις Ἀθηνῶν τῆ 7 Μαΐου 1901

Ὁ Ἐπίσκοπος Λαρίσης

Πρὸς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

Ἔχω πληροφορίας θετικὰς παρὰ τοῦ Γενικοῦ ἐν Λαρίσῃ Ἐπιτρόπου μου ὅτι ἱερομόναχοι τινὲς ἐκ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, φέροντες μεθ’ ἑαυτῶν τὴν ἱερὰν εἰκόνα τῆς Μετανοίας των,[20] δίχα[21] γνώμης καὶ ἀδείας τοῦ Ἐπιτρόπου μου,  περιῆλθον τοὺς Δήμους Δωτίου καὶ Ἀρμενίου τῆς παροικίας μου, ψάλλοντες ἁγιασμοὺς ὅπου ἄν ἐκαλοῦντο.

Ἐρωτηθέντες δὲ παρὰ τοῦ ἐν τῷ Δήμῳ Ἀρμενίου ἐπιτρόπου μου διατὶ δὲν ἔλαβον τὴν πρὸς τοῦτο ἄδειαν τῆς Ἐπισκοπῆς, εἶπον ὅτι ἔλαβον τοιαύτην παρὰ τοῦ κ. Νομάρχου Λαρίσης καὶ θεωροῦσι πάντῃ περιττὴν τὴν τὴς Ἐπισκοπικῆς Ἀρχῆς.

Καὶ περὶ μὲν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ παραπτώματος, εἰς ὅ ὑπέπεσον οἰ κληρικοὶ οὗτοι, ἱεροπράξαντες εἰς ξένην ἐπισκοπικὴν περιφέρειαν ἄνευ τῆς ἡμετέρας ἀδείας, ἔχω πᾶσαν πεποίθεσιν ὅτι θέλει τιμωρήσει αὐτοὺς δεόντως ὁ Σεβασμιώτατος  Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Γρηγόριος, εἰς ὅν ὑπάγονται οἰ παρεκτραπέντες. Ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐτόχρημα σύγχυσις ἐξουσιῶν ἡ ἐπέμβασις τοῦ κ. Νομάρχου Λαρίσης εἰς ζήτημα καθαρῶς ἐκκλησιαστικὸν, ἐκδίδοντος ἀδείας πρὸς περιφορὰν ἱερῶν εἰκόνων καὶ ἁγίων λειψάνων;

Ἐὰν ἡ Ἱερὰ Σύνοδος φρονῇ ὅτι πρέπει νὰ τεθῇ φραγμὸς εἰς τὴν ὑπερβασίαν ταύτην τῶν Νομαρχῶν, παρακαλῶ εὐσεβάστως  Αὐτὴν ἵνα ἐνεργήσῃ ἁρμοδίως τὰ νόμιμα.

Εὐπειθέστατος

+Ὁ Λαρίσης Ἀμβρόσιος».

Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θεωρῶντας σοβαρὸ τὸ θέμα ποὺ ἀνακινοῦσε ὁ Μητροπολίτης Λαρίσης, διαβίβασε τὴν ἀναφορὰ του στὸν Μητροπολίτη Δημητριάδος ζητῶντας τὴν τιμωρία τῶν μοναχῶν καὶ τὴν προσκόμιση τῆς   χορηγηθείας ἄδειας:

«Ἀριθ. Πρωτ. 2446, Διεκπ. 359.

Ἐν Ἀθήναις τῇ 16 Μαΐου 1901

ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Πρὸς τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Δημητριάδος

Διαβιβάζεται τῇ Ὑμετέρᾳ Σεβασμιότητι τὸ ὑπ’ ἀριθ. 81 τῆς 7 Μαΐου ἐ. ἔ. ἔγγραφον τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἐπισκόπου Λαρίσης, ὅπως λαβόντες γνῶσιν αὐτοῦ, ἐνεργήσητε ἐν τῇ ἁρμοδιότητι Ὑμῶν καὶ τιμωρήσητε τοὺς καταγγελλομένους ἱερομονάχους τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,  ὡς περιάγοντας ἄνευ ἐκκλησιαστικῆς ἀδείας ἐν τῇ Ἐπισκοπῇ Λαρίσης τὴν ἱερὰν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου καὶ ψάλλοντας ἁγιασμούς, ζητήσητε δὲ παρ’ αὐτῶν καὶ ὑποβάλητε τῇ Συνόδῳ ἐν πρωτοτύπῳ ἤ καὶ ἐν ἀντιγράφῳ τὴν δοθεῖσαν αὐτοῖς, ὡς ἰσχυρίζονται, ἄδειαν τοῦ Νομάρχου.

+ ὁ Ἀθηνῶν Προκόπιος, πρόεδρος

……………………………………..».

Ἔπειτα ἀπὸ τὰ παραπάνω οἱ καλόγεροι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς φαίνεται ὅτι διατάχθηκαν νὰ ἀρνοῦνται στὸ ἑξῆς νὰ ἱκανοποιοῦν κάθε παρόμοιο αἴτημα ἄν προηγουμένως δὲν ζητοῦσαν τὴν γνώμη τοῦ δικοῦ τους Ἐπισκόπου. Ἕτσι τὸν Σεπτέμβριο  τοῦ 1901 παρουσιάζονται τὰ παρακάτω ἔγγραφα, ποὺ ἀποδεικνύουν τὴν ἀλλαγὴ τῆς συμπεριφορᾶς τῶν μοναχῶν τῆς Ξενιᾶς σὲ παρόμοιες περιπτώσεις:

«Ἀριθ.  206

Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς 23 Σεπτεμβρίου 1901

Πρὸς τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Δημητριάδος

Μετὰ τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Θεομήτορος τῆς καθ’ ἡμᾶς Μονῆς τῆς ζητουμένης πρὸς ἔξοδον εἰς διαφόρους πόλεις, κωμοπόλεις καὶ χωρία τῆς Θεσσαλίας  παρὰ τῶν Χριστιανῶν πρὸς τέλεσιν ἁγιασμῶν καὶ λιτανειῶν προτείνομεν νὰ ἐξέλθωσι οἱ ἱερομόναχοι Ἰωακεὶμ Ἀποστόλου καὶ Σπυρίδων Χρήστου καὶ παρακαλοῦμεν τὴν Ὑμετέραν Σεβασμιότητα, ὅπως εὐαρεστουμένη παράσχῃ τὴν προσήκουσαν πρὸς τοῦτο ἄδειαν.

Εὐπειθέστατον

Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς

Ὁ Ἡγούμενος Γρηγόριος Χ. Μιχόπουλος

Γαλακτίων Εὐσταθίου

Στέφανος Ἰωάννου».

Στὸ ἴδιο πνεῦμα ἐντάσσεται καὶ τὸ παρακάτω ἔγγραφο. Τὸ παραθέτουμε γιὰ νὰ γίνει φανερὸ πόσο συχνὰ καλοῦνταν σὲ βοήθεια τῶν πιστῶν ἡ Ἁγία Εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς:

«Ἀριθ. Πρωτ. 236.

Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς 17 Νοεμβρίου 1901

Πρὸς τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Δημητριάδος

«Ἐπὶ τῆς ὑπ’ ἀριθ. 335 τηλεγραφικῆς αὐτοῦ διαταγῆς»

Ἀπαντῶντες ἐπὶ τῆς ἔναντι τηλεγραφικῆς διαταγῆς τῆς Ὑμετέρας Σεβασμιότητος, πληροφοροῦμεν Ὑμῖν, ὅτι τὰς πρωτογράφους ἀδείας τῆς περιοδείας τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Θεομήτορος φέρουσι, κατὰ τὰ εἰθισμένα, οἱ περιοδεύοντες μετὰ τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος ἱερομόναχοι Ἰωακεὶμ Ἀποστόλου καὶ Ἀγαθάγγελος  Δημητρίου, καὶ ἄν παρίσταται ἀπόλυτος ἀνάγκη, τότε θὰ μεταβῶμεν πρὸς συνάντησιν τῶν περιοδευόντων ἱερομονάχων ἵνα παραλάβωμεν αὐτάς.

Ἀναμένομεν νεωτέραν διαταγὴν ἐπὶ τῆς παρούσης μας.

Ὁ Ἡγούμενος Γρηγόριος Χ. Μιχόπουλος

Γαλακτίων Εὐσταθίου

Στέφανος Ἰωάννου».

Ἕνα ἄλλο σχετικὸ ἔγγραφο ποὺ ἐντάσσεται σὲ τοῦτο τὸ κεφάλαιο τῆς ἐργασίας μας καὶ διασώθηκε εἶναι τὸ παρακάτω ποὺ μᾶς παρέχει συμπληρωματικὲς γιὰ τὸ θέμα πληροφορίες:

«Ἀριθ. 199

Ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Ξενιᾶς τὴν 6ην Νοεμβρίου 1903

Πρὸς τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Δημητριάδος

Ὑποβάλλοντες ἐγκλείστως, Σεβασμιώτατε, ἀδείας ὑμῶν περὶ ἐξόδου πρὸς περιοδείαν τῆς Ἱερᾶς καὶ Σεπτῆς Εἰκόνος τῆς Παναγίας Ξενιᾶς διὰ τῶν Ἰωακεὶμ Ἀποστόλου, ἱερομονάχου τῆς ἡμετέρας Μονῆς, καὶ Ἀγαπίου Ἀθανασίου, ἱεροδιακόνου, συνεπείᾳ αἰτήσεων πρὸς ἡμᾶς κατοίκων διαφόρων χωρίων περὶ τούτου, παρακαλοῦμεν, ἵνα χάριν τῶν Χριστιανῶν ἐγκρίνητε τὴν ἔξοδον πρὸς περιοδείαν τῆς Ἱερᾶς ταύτης Εἰκόνος.

Εὐπειθέστατον

Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς

Ὁ Ἡγούμενος Γρηγόριος Χ. Μιχόπουλος

Γαλακτίων Εὐσταθίου

Στέφανος Ἰωάννου».

 

Συμπληρωματικὲς πληροφορίες γιὰ τὸ ἴδιο πάντοτε θέμα τῶν συνεχῶν μετακινήσεων τῆς  εἰκόνας τῆς Παναγίας Ξενιᾶς γιὰ τὴν ἱκανοποίηση σχετικῶν αἰτημάτων κατοίκων μᾶς δίνουν καὶ τὰ παρακάτω ἔγγραφα:

«Ἀριθ.  237

Ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Ξενιᾶς τῇ 12  Ὀκτωβρίου 1905

Πρὸς τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Δημητριάδος

Μετὰ τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Θεομήτορος τῆς καθ’ ἡμᾶς Μονῆς τῆς ζητουμένης πρὸς ἔξοδον εἰς διαφόρους πόλεις, κωμοπόλεις καὶ χωρία τῆς Θεσσαλίας  παρὰ τῶν Χριστιανῶν πρὸς τέλεσιν ἁγιασμῶν καὶ λιτανειῶν προτείνομεν νὰ ἐξέλθωσιν οἱ ἱερομόναχοι Γαλακτίων Εὐσταθίου καὶ Στέφανος Ἰωάννου καὶ παρακαλοῦμεν τὴν Ὑμετέραν Σεβασμιότητα, ὅπως εὐαρεστουμένη παράσχῃ τὴν προσήκουσαν πρὸς τοῦτο ἄδειαν.

Εὐπειθέστατον

Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς

Ὁ Ἡγούμενος Ἰωακεὶμ Ἀποστόλου

Ἀγαθάγγελος Δημητρίου

Σπυρίδων Χρήστου».

«Ἀριθ. 148

Ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Ξενιᾶς τῇ 23 Μαΐου 1906

Πρὸς τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Δημητριάδος

«Περὶ τῆς ἀποστολῆς τῆς ἁγίας Εἰκόνος τῆς Θεομήτορος τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μονῆς εἰς τὸν Δῆμον Νηλείας»                       

Εἰς ἐκτέλεσιν τῆς ὑπ’ ἀριθ. 128 ἔ. ἔ. Ὑμετέρας Διαταγῆς, γνωρίζομεν Ὑμῖν Σεβασμιώτατε, ὅτι εἰδοποιήσαμεν τοὺς μετὰ τῆς Ἁγίας Εἰκόνος τῆς Θεομήτορος τῆς ὑφ’ ἡμᾶς Μονῆς περιοδεύοντας ἱερομονάχους Γρηγόριον Μιχόπουλον καὶ Στέφανον Ἰωάννου, ὅπως μεταβῶσιν εἰς ταὸν Δῆμον Νηλείας πρὸς ἁγιασμὸν τῶν κατοίκων τοῦ Δήμου τούτου.

Εὐπειθέστατον

Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς

Ὁ Ἡγούμενος Ἰωακεὶμ Ἀποστόλου

Γερμανὸς Δ. Παππᾶς

Ἀγάπιος Ἀθανασίου».

 «29 Μαρτίου 1908

Ἐκ Ξενιᾶς

Πρὸς Σεβασμιώτατον Ἐπίσκοπον, Βόλον.

Σήμερον ἑσπέρας ἀφίχθησαν ἐνταῦθα ἄνθρωποι περὶ τοὺς 10 ἐκ χωρίου Καναλίων δήμου Βοίβης μετ’ ἐγγράφου ἰδίου δημάρχου των ζητοῦντες εἰκόνα Θεομήτορος ἡμετέρας μονῆς πρὸς τέλεσιν λιτανείας. Παρακαλοῦμεν ὑμετέραν Σεβασμιότητα εὐαρεστουμένη διατάξῃ ὅ,τι ἄν ἐγκρίνῃ.

Εὐπειθέστατος

Ἡγούμενος, σύμβουλοι

Ἰωακείμ, Ἄνθιμος, Ἀγάπιος, Ἀμβρόσιος».

«Ἀριθ. 113

Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς τῇ 8 Ἰουνίου 1908

Πρὸς τὸν Σεβασμιώτατον Ἐπίσκοπον Δημητριάδος

«Περὶ ἀποστολῆς τῆς ἁγίας εἰκόνος τῆς Θεομήτορος τῆς ἡμετέρας Μονῆς εἰς περιοδείαν».

Εἰς ἐκτέλεσιν τῶν ὑπὸ στοιχεῖα Δ. Υ.  ἀπὸ 6 καὶ 7 τρέχοντος μηνὸς δύω ὑμετέρων διαταγῶν, γνωρίζομεν εὐσεβάστως τῇ Ὑμετέρᾳ Σεβασμιότητι, ὅτι ἡ Ἱερὰ Εἰκὼν τῆς Θεομήτορος τῆς ἡμετέρας Μονῆς ἐπιλεγομένης Ξενιᾶς, ἀνεχώρησε σήμερον εἰς περιοδείαν συνοδευθεῖσα ὑπὸ τῶν ἱερομονάχων τῆς ἡμετέρας Μονῆς Στεφάνου Ἰωάννου καὶ Ἀγαπίου Ἀθανασίου καὶ τοῦ ἐκ Σακαλὰρ τοῦ Δήμου Ἁρμενίου Παππαδημητρίου Παναγιώτου, μεταβᾶσα εἰς τὸν Νομὸν Εὐβοίας, ἔνθα ἐκλήθη.

Εὐπειθέστατον

Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς

Ὁ Ἡγούμενος Ἰωακεὶμ Ἀποστόλου

Ἄνθιμος Ἀποστόλου».

 

Ὑπάρχουν ὅμως, ἐκτὸς ἀπὸ ἔγγραφα, καὶ ἀρκετὰ δημοσιεύματα ἐφημερίδων ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τέτοιες λιτανεῖες. Αὐτὰ εἶναι πάρα πολλὰ. Θὰ ἀναφέρουμε μερικὰ μόνο ἀπὸ αὐτά.

Στὸν Ἁλμυρό καὶ στὰ γύρω χωριά του στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰώνα γινόταν ἐντατικὴ καὶ συστηματικὴ καλλιέργεια καπνοῦ. Γιὰ τὴν καλὴ παραγωγὴ ὅμως τοῦ καπνοῦ ἦταν ἀπαραίτητη ἡ βροχὴ. Μιὰ παρατεταμένη ἀνομβρία σήμαινε σχεδὸν τὴν πλήρη καταστροφὴ τῶν καπνοκαλλιεργειῶν καὶ συνεπῶς μεγάλες οἰκονομικὲς ἀπώλειες τῶν κατοίκων. Σὲ παρόμοιες περιπτώσεις ὅλοι κατέφευγαν στὴ μοναδικὴ ἐλπίδα σωτηρία τους, τὴν Παναγία Ξενιά.

Γιὰ μὶα τέτοια περίπτωση ἀναφέρεται ἕνα δημοσίευμα ποὺ παρουσιάζουμε παρακάτω. Στὶς 12 Ἀπριλίου 1901, στὴν ἐφημερίδα «Θεσσαλία» τοῦ Βόλου κάτω ἀπὸ τὸν τίτλο «ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΕΝ ΑΛΜΥΡΩ. Ἡ Παναγία Ξενιά. Ἡ ὑποδοχή της ἐν Ἁλμυρῷ. Ἡ περιοδεία της», δημοσιεύθηκαν τὰ παρακάτω:

«Οἱ κάτοικοι Ἁλμυροῦ βλέποντες ἐπετεινομένην τὴν ἀνομβρίαν ἥτις παρεμποδίζει αὐτοὺς εἰς τὴν φύτευσιν τοῦ καπνοῦ ἀπεφάσισαν νὰ καλέσουν εἰς τὴν πόλιν των τὴν θαυματουργὸν τῆς Παναγίας τῆς Ξενιᾶς εἰκόνα ἵνα δι’ αὐτῆς τελέσωσιν λιτανείαν ὑπὲρ τῆς βροχῆς. Μετὰ μεσημβρίαν λοιπὸν τῆς προχθὲς ἐκομίσθη αὕτη ἐκεῖ καὶ ἅπαντες οἱ κάτοικοι Ἁλμυροῦ ἐξελθόντες σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις ὑπεδέχθησαν τὴν θαυματουργὸν εἰκόνα ἔξω τῆς πόλεως.

Χθὲς δὲ τὴν πρωίαν ἐγένετο γενικὴ κωδωνοκρουσία καὶ ἅπαντες οἱ κάτοικοι ἐτέλεσαν πάνδημον καὶ κατανυκτικὴν λιτανείαν δεηθέντες τῷ Ὑψίστῳ ὅπως οὗτος καταπέμψῃ τὴν εὐεργετικὴν βροχήν.

Ἡ εἰκὼν τῆς Παναγίας ἐξ Ἁλμυροῦ θὰ μεταφερθῇ εἰς Κανάλια ὁπόθεν ἐζητήθη ἐπίσης πρὸς τέλεσιν λιτανείας».

Στὴν ἴδια ἐφημερίδα (Θεσσαλία), ἕνα πολὺ σύντομο δημοσίευμα, στὶς  5 Ἰουλίου 1903, ἀναφέρεται καὶ πάλι στὴν ἐπίκληση τῆς βοήθειας τῆς Παναγίας,  ἐκ μέρους τῶν Ἁλμυριωτῶν, καὶ πάλι γιὰ τὰ καπνά τους, τὰ ὁποῖα τούτη τὴ φορὰ κινδύνευαν ὄχι ἀπὸ ξηρασία ἀλλὰ ἀπὸ μία νόσο.

Ὅπως ἔχουμε ἀναφέρει ἀρκετὲς φορὲς οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἰδιαίτερα δὲν ἐξέφραζαν ὁπωσδήποτε κάποια ξεχωριστὴ προτίμησή τους πρὸς τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Ἐξακολουθοῦσαν πάντοτε νὰ τιμοῦν καὶ νὰ λατρεύουν μὲ τὴν ἴδια εὐλάβεια καὶ εὐσέβεια καὶ τὴ δική τους «Παναγία», τὴ δική τους παλιὰ εἰκόνα, τὴν εἰκόνα τοῦ Μοναστηριοῦ τους, πρὶν ἔρθει σ’ αὐτὸ ἡ «Παναγία Ξενιά», τὴν εἰκόνα τῆς «Παναγιας Κισσιώτισσας», τὴν εἰκόνα τῆς «Κοίμησης τῆς Θεοτόκου».

Αὐτὴν τὴν εἰκόνα κάλεσαν τούτη τὴ φορά κοντά τους, ὅπως ἀναφέρεται στὸ σχετικό δημοσίευμα: «Λιτανεία ἐν Ἁλμυρῷ. Προχθὲς τὴν 1ην ἀρξαμένου μηνὸς μετηνέχθη εἰς Ἁλμυρὸν ἐκ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ἡ «Παναγία Κοίμησις» καὶ ὑπὸ τοῦ ἱερομονάχου Γαλατίου καὶ τοῦ ἱεροδιακόνου Ἀγαπίου ἐψάλη ὁ ἁγιασμὸς ἐν τῷ ναῷ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, μεθ’ ὅν, συνεπομένου τοῦ κλήρου τοῦ Ἁλμυροῦ, ἐτελέσθη λιτανεία πρὸς ἀποσόβησιν τῆς νόσου τῆς ἐπαπειλούσης τὰ καπνά».

Στὴ «Θεσσαλία» τῆς 7ης Μαΐου 1905 ἀναγράφεται ἕνα ἄλλο παρόμοιο δημοσίευμα:

«Χθὲς πάνδημος ἐγένετο λιτανεία ἐν Ἁλμυρῷ μετὰ τῆς ἁγίας εἰκόνος τῆς Θεοτόκου Ξενιᾶς ἀπὸ πρωίας μέχρι μεσημβρίας, καθ’ ἥν ἀνεπέμφθησαν εὐχαὶ πρὸς κατάπεμψιν ὑετῶν καὶ λύτρωσιν τῶν ἀγρῶν, κήπων καὶ ἀμπέλων ἀπὸ παντὸς κινδύνου».

Ὁ στενὸς σύνδεσμος τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἰδίως τῶν γεωργῶν καὶ τῶν κτηνοτρόφων καὶ ἡ ἀπόλυτη ἐξάρτησή τους ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς, ποὺ διαφαίνεται ἀπὸ τὶς  παραπάνω ἐνέργειες, ἀποδεικνύεται ἔμμεσα καὶ ἀπὸ τὸ εἶδος τῶν εὐχῶν καὶ τῶν δεήσεων ποὺ εἶχαν φροντίσει οἱ καλόγεροι νὰ ἔχουν στὴ διάθεσή τους. Κάλυπταν κάθε εἴδους ἰδιαίτερης ἀνάγκης.

Σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς κώδικες τοῦ Μοναστηριοῦ ποὺ διασώθηκαν περιλαμβάνονταν εὐχὲς γιὰ κάθε εἴδους ἀσθένειες φυτῶν καὶ ζώων, ὅπως :

  1. Εὐχὲς τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος. 2. Εὐχὴ εἰς τὸν Ἅγιον Μιχαὴλ Σινάδων εἰς ἀκρῖδα. 3. Ἄλλη εὐχὴ εἰς τὸν ἴδιον.  4. Προσευχὴ χριστιανῶν εὐχαριστήριος εἰς τὸν Ἅγιον Μιχαὴλ τῶν Σινάδων 5. Εὐχὴ τοῦ  Ἁγίου Ὑπατίου περὶ ἀκρίδων καὶ βροχῶν. 7. Ἀπόστολος εἰς λιτὰς ἀκρῖδος. 7. Εὐχὴ λεγομένη εἰς τὰ βαμβάκια. 8. Εὐχὲς εἰς πᾶν εἶδος ἀρρωστίας καὶ ἐπηρείας. 9. Εὐχὲς τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Μάμαντος, ὅταν ἐμπέσῃ λοιμώδης νόσος εἰς τὰ ποίμνια, βόας ἤ ἀγέλην βοῶν ἤ εἰς τὰ κτήνη. 10. Εὐχὴ εἰς τὸ εὐλογῆσαι ποίμνιον. 11. Εὐχὴ τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Μοδέστου, λεγομένη εἰς τὰς νόσους τῶν κτηνῶν καὶ βοῶν. 12. Εὐχὴ τῶν μελισσίων.  13. Εὐχὴ εἰς τοὺς μεταξοσκώληκας. 14. Εὐχὴ τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Χαραλάμπους, λεγομένη εἰς τὰς νόσους τῶν κτηνῶν καὶ βοῶν.

Στὴν «Θεσσαλία», ἐπίσης, τῆς 12ης Ἰουνίου 1909 δημοσιεύθηκε ἕνα κείμενο σχετικὸ μὲ τὸ θέμα ποὺ ἐξετάζομε:

«… οἱ ἁρμόδιοι ἐκάλεσαν τὸν ἐν Πλατάνῳ εὑρισκόμενον ἱερομόναχον τῆς Μονῆς Φλαμουρίου μετὰ τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Συμεὼν νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν Ἁλμυρὸν πρὸς τέλεσιν ἁγιασμῶν… Ἐπίσης καὶ οἱ Ἀγχιαλῖται χθὲς ἐτέλεσαν πάνδημον λιτανείαν, ἥν ἠκολούθησαν ἅπαντες σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις κατὰ τῆς ἀκρίδος, ἥτις καὶ ἐν τῇ περιοχῇ τῆς πόλεως ἐνέσκηψεν ἄφθονος» .

Τὴν ἴδια χρονιὰ, 1909, τὰ σμήνη τῶν  ἀκρίδων, ποὺ εἶχαν ἐνσκήψει στὴν περιοχὴ τῆς Νέας Ἀγχιάλου καὶ τῶν Μικροθηβῶν, ἦταν πολυάριθμα καὶ εἶχαν  γίνει πολὺ ἐπικίνδυνα. Χαρακτηριστικὸ εἶναι ἕνα δημοσίευμα τῆς «Θεσσαλίας» τῆς 9ης Ἰουνίου 1909:

«Καθ’ ἅς πληροφορίας ἐκόμισεν ἡμῖν ὁ πρόεδρος τοῦ χωρίου Ἄκετσι[22] κ. Γαρυφαλογιάννης, ἡ ἀκρὶς εἰσελθοῦσα κατὰ πολυάριθμα σμήνη ἀκρίδων εἰς τὸ χωρίον Ἄκετσι, ὄχι μόνον κατέφαγε τὰ καπνὰ ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ ἄνθη τῶν οἰκιῶν τοῦ χωρίου καὶ αὐτὰ τὰ  βασιλικά, ἀπειλεῖ δὲ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὰς οἰκίας καὶ τούτου ἕνεκεν κρατοῦσι τὰς θύρας κεκλεισμένας.

Ἐπίσης καὶ εἰς τὸ κτῆμα τῶν ἀδελφῶν Λυκιαρδοπούλου Τουρκομουσλί [23] ἡ ἀκρὶς εἰσελθοῦσα κατέφαγε τὰ καπνὰ καὶ τὰ κρόμμυα τοῦ χωρίου.

Καὶ εἰς τὴν κωμόπολιν τοῦ Πλατάνου ἡ ἀκρὶς κατελθοῦσα ἐκ τῶν ὀρέων κατὰ πολυάριθμα σμήνη εἰσῆλθεν εἰς τὸ χωρίον καὶ εἰς τοὺς ἀγροὺς ἀλλὰ ἀκόμη δὲν ἤρξαντο τοῦ καταστρεπτικοῦ ἔργου τους.»

Στὴν «Πρωία» τῆς 5ης Μαΐου 1910 δημοσιεύθηκε τὸ παρακάτω σχετικό:

«Περὶ τὴν μεσημβρίαν τῆς χθές, συνοδείᾳ δύο ἱερομονάχων, μετεφέρθη εἰς τὴν πόλιν μας (Λάρισα) ἡ θαυματουργὸς εἰκὼν τῆς Παναγίας τῆς Μονῆς Ξενιᾶς. Περὶ τὴν 4ην μ. μ. οἱ ἱερομόναχοι, παραλαβόντες αὐτήν, ἀνεχώρησαν ἐφ’  ἁμάξης διὰ τὸ χωριὸ Κεσερλὴ ἕνεκα τῆς μαστιζούσης τὴν περιφέρειαν ἐκείνην ἀκρίδος. Θὰ μεταφερθῇ καὶ εἰς τὰ ἄλλα ἀκριδόπληκτα μέρη ἐν τέλει δὲ καὶ εἰς τὴν πόλιν μας».

Ζητοῦσαν ὅλοι τὴν ἐπέμβαση τῆς Παναγίας σὲ περιόδους ἐπιδρομῆς ἀκρίδων καὶ ἀνομβρίας γιατὶ ἔβλεπαν ὅτι ἦταν πάμπολλες οἱ φορὲς ποὺ ἡ ἐπέμβαση τῆς θείας χάριτος ἦταν ἄμμεση καὶ ἀποτελεσματική. Στὴ μνήμη τῶν νεωτέρων ὑπάρχουν – ὑπῆρχαν τοὐλάχιστον πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια – ζωηρὲς ἀναμνήσεις ἀπὸ διηγήσεις τῶν παλαιότερων κατοίκων γιὰ τέτοιες θαυματουργικὲς ἐπεμβάσεις τῆς Παναγίας.

Πολλὲς φορὲς οἱ ἐντυπώσεις καὶ οἱ ἀναμνήσεις τέτοιων ἄμεσων καὶ θαυματουργῶν ἐπεμβάσεων τῆς Παναγίας ἦταν πολὺ ἔντονες καὶ ζωηρές ὥστε νὰ μνημονεύονται γιὰ πολλὰ χρόνια ἀλλὰ καὶ νὰ γιορτάζονται.

Στὸ χωριὸ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων τοῦ Ἁλμυροῦ, π.χ., σὲ παλιότερα χρόνια γιορταζόταν μὲ πολλὴ μεγαλοπρέπεια καὶ μὲ μεγάλη συμμετοχὴ τῶν κατοίκων του ἀλλὰ καὶ τῶν κατοίκων τῶν γύρω χωριῶν ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ στὶς 6 Μαΐου, ἄν καὶ δὲν ὑπῆρχε στὴν περιοχὴ τοῦ χωριοῦ ἐκκλησία τοῦ ἁγίου αὐτοῦ. Σήμερα δὲν γιορτάζεται ἡ ἡμέρα αὐτὴ καὶ οἱ κάτοικοι στὴν πλειονότητά τους δὲν γνωρίζουν οὔτε καὶ θυμοῦνται τὸ λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο γινόταν αὐτὴ ἡ γιορτή, ἄν καὶ συνδέεται μὲ ἕνα θαυμαστὸ γεγονός.

Θὰ καταγράψουμε ἐδῶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ γιὰ νὰ γίνει γνωστὸ καὶ πάλι. Ἡ γιορτὴ αὐτὴ ἦταν ἀναμνηστικὴ γιὰ ἕνα πολύ ἐντυπωσιακὸ  γεγονὸς ποὺ ἔγινε στοὺς Ἁγίους Θεοδώρους.

Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τοῦ χωριοῦ, κάποια χρονιά ὁ ἀκριβὴς καθορισμὸς τῆς ὁποίας δὲν εἶναι σήμερα δυνατός, στὶς 6 Μαΐου, συνοδεύοντας τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ξεκίνησαν πεζοί, ἀπὸ τὸ Πτελεό, ὅπου εἶχε προηγηθεῖ σχετικὴ λιτανεία γιὰ τὴν ἐξολόθρευση τῶν ἀκρίδων, πρὸς τοὺς Ἁγίους Θεοδώρους, λιτανεύοντας τὴν εἰκόνα καὶ παρακαλῶντας τὴν Παναγία[24] νὰ τοὺς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸ «φθοροποιὸ ἔντομο τῆς ἀκρίδος». Πλησιάζοντας στὸ χωριό τους καὶ λιτανεύοντας τὴν ἁγία εἰκόνα εἶδαν ξαφνικὰ ὅλοι τὸ «μεγάλο θαῦμα». Εἶδαν ὅλοι «μὲ τὰ μάτια τους» νὰ σηκώνονται σύννεφα ἀκρίδων ἀπὸ τὰ χωράφια τους καὶ νὰ ἀπομακρύνονται πετῶντας στὰ βάθη τοῦ ὁρίζοντα. Τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς προκάλεσε κατάπληξη σὲ ὅλους. Γονάτισαν ὅλοι στὴ μέση τοῦ δρόμου δακρύζοντας καὶ κάνοντας τὸ σταυρό τους. Τὸ γεγονὸς εἶχε γίνει στὶς 6 Μαΐου, ἡμἐρα μνήμης τοῦ Ἁγίου Σεραφείμ. Ἀπὸ τότε σὲ ἀνάμνηση τοῦ θαυμαστοῦ αὐτοῦ γεγονότος οἱ κάτοικοι τῶν Ἁγίων Θεοδώρων πανηγύριζαν κάθε χρόνο στὶς 6 Μαΐου.

Ὁ Κωνσταντῖνος Γιαννακόπουλος στὸ βιβλίο του «Ἡ Παναγία Ξενιὰ καὶ οἱ δύο Ἱερὲς Μονές της» ἀναφέρει μία παρόμοια περίπτωση:[25]

«Στὸ χωριὸ Βουτὰ τῆς ἐπαρχίας Ἱστιαίας μιὰ γριούλα ἐνενηντάχρονη καὶ περισσότερο, τὸ 1971 – ἡ Διαλέτα Καλαμπόκα – μοῦ διηγήθηκε μπροστὰ στὸν ἱερέα καὶ στὸ δάσκαλο πὼς ὅταν ἦταν μικρὸ κορίτσι κι ἔβοσκε πρόβατα στὴν περιοχὴ ἐκείνη «ἔπεσε πολλὴ ἀκρίδα. Τόση ἀκρίδα ποὺ μαύρισε ὁ τόπος καὶ συννέφιασε ὁ οὐρανός. Ἄρχισαν νὰ τὴ χτυποῦν μὲ κλαριά, μὰ οὔτε ἔφευγε, οὔτε σκοτωνόταν τόση πολλὴ ποὺ ἦταν. Στὴν ἀπελπισία τους οἱ χωριανοὶ πῆγαν κι ἔφεραν τὴν Παναγία Ξενιὰ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι της. Ἔγινε λειτουργία καὶ παράκληση. Καὶ τὴν ἄλλη ἡμέρα τὸ πρωὶ τὶ θαῦμα ἦταν ἐκεῖνο! Ζωντανὴ ἀκρίδα δὲν ὑπῆρχε στὰ μέρη μας. Τὴ βρήκαμε ὅλη ψόφια καὶ  τὰ χωράφια κι ὁ τόπος ὁλοῦθε μαύρισαν ἀπὸ τὴν ψόφια ἀκρίδα».

Τὴ βοήθεια τῆς Παναγίας, προσκαλῶντας τὴν ἁγία εἰκόνα της γιὰ τέλεση λιτανειῶν προκειμένου  νὰ ἔρθει ἡ ἀπαραίτητη γιὰ τὶς καλλιέργειες ἀγαθοποιὸς βροχὴ ἤ  γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν αὐτὲς ἀπὸ τὴ φθοροποιὸ ἀκρίδα ἤ καὶ ἄλλες φυτικὲς  ἀσθένειες, τὴν ἐπικαλοῦνταν συχνὰ οἱ καλλιεργητὲς τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ.

Στὰ 1925 εἶχε φθάσει ὁ Δεκέμβριος μήνας καὶ ἡ ἀπαραίτητη βροχὴ γιὰ νὰ μπορέσουν τὰ σπαρτὰ νὰ φυτρώσουν εἶχε πολὺ καιρὸ νὰ πέσει. Ὁ κίνδυνος νὰ μὴ φυτρώσουν τὰ σπαρτὰ ἦταν μεγάλος. Τὸ Κοινοτικὸ Συμβούλιο τοῦ Πλατάνου ἀπευθύνθηκε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ στὸ ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς Μονῆς Ξενιᾶς:

«Ἀριθμ.  356

Πρὸς τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ι. Μ. Ξενιᾶς

Παρακαλοῦμεν ὅπως ἀποστείλητε δύο ἱερομονάχους μετὰ τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος πρὸς τέλεσιν λιτανείας ἕνεκα τῆς ἀνομβρίας. Νὰ παρευρεθῶσι ἐνταῦθα τὴν 5ην τοῦ τρέχοντος μηνὸς, ἡμέραν Σάββατον καὶ παρακαλοῦμεν ὅπως ἀποστείλητε ἀνθρώπους πρὸς παραλαβὴν τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος.

Ἐν Πλατάνῳ τῇ 3ῃ Δεκεμβρίου 1925

Τὸ Κοινοτικὸ Συμβούλιο Πλατάνου».

Καὶ ἡ Παναγία ἦρθε καὶ πάλι κοντὰ στοὺς Πλατανιῶτες, ὅπως πάντοτε καὶ «Ὄμβρον ὑψόθεν κατήγαγεν ἡ χάρις τῆς ἁγίας Εἰκόνος σου καὶ ἐμεθύσθησαν, δαβιτικῶς γῆς αἱ αὔλακες, καὶ οἱ διψῶντες πρώην, ἠγαλλιάσαντο».

Τὸ Μάιο τοῦ 1929 ἡ περιοχὴ τῆς Λάρισας μαστιζόταν ἀπὸ τὴν ἐπὶ πολὺ καιρὸ παρατεινόμενη ἀνομβρία. Τούτη τὴ φορὰ οἱ Χριστιανοὶ  τῆς περιοχῆς ἀπευθύνθηκαν πρὸς τὸν Μητροπολίτην τους προκειμένου νὰ μεσολαβήσει αὐτὸς πρὸς τὸν ἁρμόδιο Μητροπολίτη Δημητριάδος:

«Ἀριθ. Πρωτ. 1905

Ἐν Λαρίσῃ τῇ 2 Μαΐου 1929

Ἑλληνικὴ Δημοκρατία

Ὁ Μητροπολίτης Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος

Πρὸς τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Δημητριάδος

Οἱ ἐνταῦθα Χριστιανοὶ παρεκάλεσάν με ὅπως μετακαλέσω τὴν ἱερὰν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς πρὸς ἐπιτέλεσιν λιτανείας λόγῳ τῆς παρατεινομένης ἀνομβρίας λίαν καταστρεπτικῆς, ὡς γνωστόν, διὰ τὴν γεωργίαν.

Παρακαλοῦμεν ὅπως διατάξητε εὐαρεστούμενοι τὸν συνοδὸν τῆς ἱερᾶς εἰκόνος ἵνα μεταφέρῃ αὐτὴν ἐνταῦθα πρὸς τὸν ὡς ἄνω ἀναφερόμενον σκοπὸν, γνωρίζοντες ἅμα ὑμῖν τὴν ἡμέραν καὶ ὥραν ἐλεύσεως.

Ὁλοπρόθυμος πρὸς Χριστὸν ἀδελφός

Ὁ Λαρίσης

(Ὑπογραφή)».

Ὑπάρχουν καὶ ἀρκετὰ δημοσιεύματα ἐφημερίδων ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τέτοια θαυμαστὰ γεγονότα καὶ τὰ ὁποῖα μποροῦν νὰ ἐξηγήσουν αὐτὴ τὴν βαθιὰ πίστη τῶν ἀνθρώπων στὴν βέβαιη καὶ ἄμεση θαυματουργὸ θεϊκὴ ἐπέμβαση καὶ μάλιστα ἀμέσως μετὰ τὴν ἱκετευτικὴ δέησή τους καὶ τὴ λιτάνευση τῆς ἱερῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας.

Τὸν Νοέμβριο τοῦ 1934 οἱ Ἁλμυριῶτες βρίσκονταν σὲ ἀπόγνωση «ἕνεκα τῆς ἀνομβρίας παρακωλυούσης τὴν ριζοβόλησιν τῶν δημητριακῶν». Κατέφυγαν γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ζητῶντας βοήθεια ἀπὸ τὴν Παναγία. Ζήτησαν καὶ ἦρθε στὸν Ἁλμυρὸ ἡ θαυματουργὸς εἰκόνα «Κοίμηση τῆς Θεοτόκου» καὶ πραγματοποίησαν λιτανεία.

«Πράγματι μετὰ τὴν λιτανείαν ἤρχισε πίπτουσα ραγδαιοτάτη βροχή» μᾶς βεβαιώνει ἡ βολιώτικη ἐφημερίδα «Θεσσαλία» σὲ δημοσίευμά της στὶς 25 Νοεμβρίου 1934:

«Οἱ Ἁλμυριῶται εὑρισκόμενοι ἐν ἀπογνώσει ἕνεκα τῆς ἀνομβρίας παρακωλυούσης τὴν ριζοβόλησιν τῶν δημητριακῶν μετεκάλεσαν ὅθεν ἐκ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς τὴν θαυματουργὸν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου «Κοίμησιν» καὶ ἐν τῷ ἱερῷ ναῷ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἐτέλεσαν λιτανείαν μετὰ λειτουργίας. Συνεκκλησιάσθησαν Εὐξεινουπολῖται ἀρκετοί. Ἀνεπέμφθη δέησις ὅπως, εὐχαῖς καὶ προστασίᾳ τῆς Θεοτόκου, ὁ Υἱὸς Αὐτῆς Σωτὴρ Θεὸς συγκεντρώσῃ ἀνὰ τὸν ὁρίζοντα νεφέλας ὀμβρορρόας, γονιμοποιούσας τὴν ξηρὰν γῆν. Πράγματι μετὰ τὴν λιτανείαν ἤρχισε πίπτουσα ραγδαιοτάτη βροχή».

Τὴν ἄμεση αὐτὴ θαυματουργὸ ἐπέμβαση μὲ τὴν εὐεργετικὴ πτώση βροχῆς, ἀμέσως μετὰ τὸ τέλος τῆς σχετικῆς λιτανείας, τὴ βεβαιώνει ἕνα ἀκόμη σχετικὸ δημοσίευμα τῆς «Θεσσαλίας» στὶς 26 Νοεμβρίου 1934. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἀκόμη ἐπιβεβαίωση τῆς ἴδιας παραπάνω δημοσίευσης. Αὐτὴ ὅμως ἡ ἐπιβεβαίωση προέρχεται ὄχι ἀπὸ ἁπλὲς δημοσιογραφικὲς πληροφορίες τῆς ἐφημερίδας, ποὺ θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ἐμπεριέχουν κάποια ὑπερβολή τοῦ πληροφοριοδότη,  ἀλλὰ γιὰ ἄμεση μαρτυρία ἀνθρώπου ποὺ εἶδε καὶ ἔζησε ὁ ἴδιος τὸ γεγονός. Πρόκειται γιὰ ἀνταπόκριση καὶ κατηγορηματικὴ ἐπιβεβαίωση τοῦ τότε δικαστικοῦ κλητήρα τοῦ Ἁλμυροῦ, Εὐσταθίου Καλτσέτα, ἐκδότη καὶ διευθυντῆ τῆς περιοδικῆς ἔκδοσης «Ἀχιλληίς»:

«… Χρονογραφικῶς σημειῶ ὅτι ἅμα τῇ καθόδῳ τῆς θαυματουργοῦ ἱερᾶς εἰκόνος «Κοίμησις» τοῦ Μοναστηρίου Ξενιᾶς καὶ τῇ ἱεροτελεστείᾳ λιτανείας ἐν Ἁλμυρῷ, Κορφαλίῳ καὶ Ἀϊδινίῳ κατὰ διαδοχὴν εὐθὺς τῇ ἑπομένῃ ἐπὶ δύο ἡμέρας καταιγισμὸς νεροποντῆς περιέλουσεν ὁλόκληρον τὸ Κρόκιον Πεδίον….. Εὐστάθιος Καλτσέτας, +  Αναγνώστης».

Τὴν ἑπόμενη χρονιὰ, 1935, τὸν Ἰούνιο μῆνα, οἱ καλλιέργειες στὸν Πλάτανο, ἰδίως τὰ καπνά, ὑπόφεραν καὶ κινδύνευαν ἀπὸ τὴν ξηρασία ἐξαιτίας τῆς παρατεταταμένης ἀνομβρίας. Οἱ Πλατανιῶτες ζήτησαν καὶ πάλι καὶ ἦρθε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἡ εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ «ἐλιτάνευσαν κατὰ τῆς ἀνομβρίας». Τὴν ἑπόμενη μέρα  ἡ εὐεργετοποιὸς βροχὴ ἔπεσε. Μᾶς τὸ βεβαιώνει δημοσίευμα τῆς «Θεσσαλίας» στὶς 25 Ἰουνίου 1935:

«Οἱ Πλατανιῶται μετεκάλεσαν τὴν ἱερὰν εἰκόνα Παναγίαν Κοίμησιν Ξενιᾶς καὶ ἐλιτάνευσαν κατὰ τῆς ἀνομβρίας. Τὴν ἑπομένην βροχὴ διήμερος περιέλουσε τὴν ἀγροτικὴν περιοχὴν Πλατάνου καὶ περὶ αὐτόν. Εὐεργετικῶς ὠφέλησεν τὴν καπνοφυτείαν».

Θεωροῦμε σκόπιμο, στὸ σημεῖο αὐτό, νὰ ἐπισημάνουμε τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ζητῶντας τὴ βοήθεια τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς δὲν ζητοῦσαν ὁπωσδήποτε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, τὴν «βρεφοκρατοῦσα», ἀλλὰ καὶ τὴν πρώτη, τὴν ἀρχικὴ καὶ ἐφέστιο εἰκόνα τοῦ Μοναστηριοῦ, τὴν εἰκόνα τῆς «Κοιμήσεως τῆς Παναγίας», τὴν «Κισσιώτισσα». Ἡ ἱερότητα τῆς ἀρχικῆς αὐτῆς ἐφέστιας εἰκόνας τοῦ Μοναστηριοῦ, τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» ἐξακολουθοῦσε νὰ ἐμπνέει τὸν μεγάλο σεβασμὸ καὶ τὴ βαθιὰ πίστη τῶν κατοίκων παρ’ ὅλη τὴν «ἐπισκίαση» ποὺ εἶχε ἐπιφέρει σ’ αὐτὴν ἡ θαυματουργὸς ἄφιξη τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς».

Κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τέτοιων θαυματουργῶν γεγονότων οἱ κάτοικοι τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἀλλὰ καὶ τῆς Θεσσαλίας ὁλόκληρης καὶ τῆς Εὔβοιας δυνάμωναν τὴν πίστη τους, λάτρευαν μὲ ξεχωριστὴ ἀφοσίωση τὴν προστάτιδά τους Παναγία καὶ ἔψαλλαν ὕμνους ὅπως:

«Καταπλήττει ἀληθῶς, τὰς διανοίας τῶν πιστῶν, ἡ πλουσία δωρεά, καὶ τῶν θαυμάτων πληθύς, ἃ ἐνεργεῖ Ξενιὰ Παρθένε ἡ Εἰκὼν σου.  Ὅθεν εὐλαβῶς, ταύτῃ προστρέχοντες, πληρούμεθα φωτός, τῆς σῆς χρηστότητος, μεγαλοφώνως βοῶντές σοι Δέσποινα, τῶν Θετταλῶν τὰ συστήματα. Σὺ εἶ προστάτις ἡμῶν καὶ σκέπη  καὶ εὐφροσύνη Πανάμωμε.»

«Ὁ τῶν θαυμάτων σου φθόγγος, οὐ μόνον τῶν Θετταλῶν τὰς χώρας κατέλαβεν ἀλλὰ πᾶσαν Ἐκκλησίαν συναγείρει πρὸς αἶνον τῆς δόξης Σου, Ὑπερένδοξε Δέσποινα. Πανταχοῦ γὰρ προφθάνεις καὶ πᾶσι παρέχεις σωτηριώδη δωρήματα, ἀσθενοῦντας γὰρ ἰᾶσαι, ἀκρίδος πληγὴν ἀφανίζεις καὶ τῇ διψώσῃ γῇ κατάγεις ὑετὸν ἄφθονον, τῇ τῆς Εἰκόνος Σου χάριτι. Ἀλλ’, ὦ Πανύμνητε Θεοτόκε, μὴ παύσῃ σκέπουσα ἡμᾶς ἐκ πάσης περιστάσεως.»

Ἔτσι στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς κατέφθαναν συνεχῶς ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη αἰτήσεις ἀνθρώπων νὰ τοὺς ἐπιτρέψουν νὰ φέρουν τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας στὰ χωριὰ τους γιὰ νὰ τοὺς δώσει τὴ βοήθειά της.

Ὅπως γίνεται φανερό οἱ αἰτοῦντες ζητοῦσαν ἁπλὰ καὶ μόνο τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας χωρὶς νὰ ἐπισημαίνουν ποιὰ ἀπὸ τὶς δύο γιατὶ θεωροῦσαν καὶ τὶς δύο θαυματουργές.

Ὅλοι, λοιπόν, κατέφευγαν, σὲ κάθε δύσκολη κατάσταση ποὺ ἀντιμετώπιζαν, εἴτε αὐτὴ ἦταν κάθε εἴδους ἀσθένεια, εἴτε ξηρασία και «φθοροποιὰ ἔντομα» ποὺ κατέστρεφαν τὶς καλλιέργειὲς τους στὴ Μονὴ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς:

«Ἔνθεν πλουσία χάρις ἐν αὐτῇ ἐκκέχυται, παρὰ τῆς Κυρίας ἡμῶν Θεοτόκου, καὶ πλεῖστα θαύματα ἐνεργεῖ τοῖς ἐγγὺς καὶ τοῖς μακράν. Ἀσθενοῦντας γὰρ ἰᾶται, ἀτάκτους σωφρονίζει, ὑετὸν τῇ διψώσῃ γῇ κατάγει, σμῆνος φθοροποιῶν ἀκρίδων θανατοῖ, καὶ ἕτερα πάμπολλα, ὡς ἡ περὶ αὐτῆς παράδοσις ἀφηγεῖται καὶ διέξεισι.»

Ὁ Κωνσταντῖνος Γιαννακόπουλος ἔγραψε γιὰ ἴδιο θέμα:[26]

«Σὲ ἐποχὲς μεγάλης ξηρασίας κι ἀνομβρίας, ποὺ γεωργικὲς περιοχὲς κινδύνευαν ἀπὸ ὁλοκληρωτικὴ καταστροφὴ τῆς παραγωγῆς, πολλὰ χωριὰ τῆς ἐπαρχίας» (Ἁλμυροῦ) καὶ τῆς Θεσσαλίας καλοῦν τὴν εἰκόνα στὸν τόπο τους καὶ κάνουν παράκληση καὶ λιτάνευση τῆς εἰκόνας ἀνάμεσα στὰ χωράφια καὶ στοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ τους. Ἔπειτα ἀπὸ μιὰ τέτοια τελετὴ κι ἐνῶ πρὶν ἀπὸ μερικὲς ὧρες δὲν φαινόταν κανένα συννεφάκι στὸν οὐρανό, τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας ἤ ὡς τὸ ἀπόγευμα τῆς ἑπομένης ἔχει παρατηρηθῆ νὰ πέφτῃ ραγδαία κι ἄφθονη βροχή. Τὸ πρᾶγμα τοῦτο δὲν θεωρεῖται πὼς εἶναι τυχαῖο γεγονὸς ἀλλ’ ἀποδίδεται στὴ χάρη τῆς Παναγίας».

«Ὁ τῶν θαυμάτων σου φθόγγος, οὐ μόνον τῶν Θετταλῶν τὰς χώρας κατέλαβεν ἀλλὰ πᾶσαν Ἐκκλησίαν συναγείρει πρὸς αἶνον τῆς δόξης Σου, Ὑπερένδοξε Δέσποινα. Πανταχοῦ γὰρ προφθάνεις καὶ πᾶσι παρέχεις σωτηριώδη δωρήματα, ἀσθενοῦντας γὰρ ἰᾶσαι, ἀκρίδος πληγὴν ἀφανίζεις καὶ τῇ διψώσῃ γῇ κατάγεις ὑετὸν ἄφθονον, τῇ τῆς Εἰκόνος Σου χάριτι.     Ἀλλ’, ὦ Πανύμνητε Θεοτόκε, μὴ παύσῃ σκέπουσα ἡμᾶς ἐκ πάσης περιστάσεως».

 

 

[1] Τὰ θηλυκωτάρια ἦταν ἕνα ζεῦγος μεγάλες, σκαλισμὲνες μὲ διάφορα σχέδια στὴν καμπυλωτὴ ἐξωτερική τους ἐπιφάνεια, κυκλικὲς πόρπες, διαμέτρου εἴκοσι περίπου ἑκατοστών ἡ κάθε μία, πού, δεμένες στὶς δύο ἄκρες τῆς ζώνης, κούμπωναν (θηλύκωναν) μεταξύ τους στὸ ἐμπρὸς μέρος τῆς κοιλιᾶς καὶ ἦταν ἀπαραίτητο ἐξάρτημα της τοπικής ἐνδυμασίας τῆς περιοχής Αλμυρού, ποὺ λεγόταν «ἀντερί».

[2] Ἀντερί λεγόταν ἡ τοπικὴ ἁλμυριώτικη φορεσιά.

[3] Δηλαδὴ οἱ κάτοικοι τῶν σημερινῶν περιοχῶν τῆς Ἀμαλιάπολης, τῆς Σούρπης, τοῦ Πτελεοῦ, τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, τῆς Πελασγίας κ.τ.λ.

[4] Γ.Α.Κ. Φάκελος «Ἐκκλησιαστικά Φ. 626» ἔγγραφο ὑπ’ ἀριθ.  69.

[5] Σημερινὴ Πελασγία.

[6] Γ.Α.Κ. Φάκελος «Ἐκκλησιαστικά Φ. 626»  ἔγγραφο ὑπ’ ἀριθ.  67.

[7] Γ.Α.Κ. Φάκελος «Ἐκκλησιαστικά Φ. 626»  ἔγγραφο  ὑπ’  ἀριθ.  66.

[8] Τὸ Εὐύδριο βρίσκεται στὴν περιοχή Φαρσάλων.

[9] Στὰ 1894, τριάντα σχεδὸν χρόνια μετὰ τὴν ἐγκατάσταση τῶν μοναχῶν καὶ τὴ μεταφορὰ τῆς ἕδρας τοῦ Μοναστηριοῦ, στὸ «Κάτω Μοναστήρι», ἐξακολουθεῖ, ὅπως βλέπουμε νὰ χρησιμοποιεῖται ἡ πρώτη ὀνομασία του «Μονὴ Κοιμήσεως της Θεοτόκου» καὶ διαξευκτικὰ μόνο τὸ «Ξενιᾶς».

[10] Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὁ Πλάτανος βρισκόταν ἀκόμη στὴν πρώτη θέση τοῦ χωριοῦ, στὸν «παλιὸ» Πλάτανο.

[11] Ἀρχεῖο Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος.

[12] «Παναγία Κοίμησις» ὀνομαζόταν ἡ ἐφέστιος εἰκόνα τοῦ «Πάνω» Μοναστηριοῦ, ἡ ὁποία ἦταν γνωστὴ ὡς «Παναγία Κισσιώτισσα»

[13] Ἔτσι γράφεται τὸ ὄνομα τοῦ χωριοῦ στὸ σχετικὸ δημοσίευμα.

[14] Ἀρχεῖο Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος.

[15] Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ ὐπαγόταν στὴ Μητρόπολη τῆς Λάρισας.

[16] Σημερινὴ Πελασγία.

[17] Τόσο ἡ παραλαβὴ τῆς ἁγίας εἰκόνας ἀπὸ τὸ Μοναστήρι ὅσο καὶ ἡ  παράδοσἠ της σ’αύτὸ γινόταν πάντοτε μὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ πανηγυρικὸ τρόπο καὶ μὲ τὴ συνοδεία ἀντιπροσώπων τῶν κατοίκων τῶν χωριῶν ποὺ τὴν προσκαλοῦσαν.

[18] Ὁ Δῆμος Πτελεατῶν, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, εἶχε δύο ἕδρες, μία θερινή, τὴ Σούρπη, καὶ μία χειμερινὴ, τὸ Πτελεό.

[19] Ἀρχεῖο Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος.

[20] Εἰκόνα τῆς Μετανοίας των σημαίνει Εἰκόνα τοῦ Μοναστηριοῦ στὸ ὁποῖο τάχθηκαν νὰ ὑπηρετήσουν, δηλαδὴ Εἰκόνα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

[21] χωρὶς.

[22] Ἄκετσι εἶναι ἡ παλιὰ ὀνομασία τῶν σημερινῶν Μικροθηβῶν.

[23] Τουρκομουσλὶ λεγὀταν παλιότερα τὸ σημερινό χωριὸ τοῦ Ἁλμυροῦ Ἀργιλοχώρι.

[24] Ἡ παράδοση, στὸ βαθμὸ ποὺ ἔχει διασωθεῖ, δὲν ἀναφέρει ἄν ἡ εἰκόνα ἦταν τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» ἤ τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας».

[25] Σελίδα 57.

[26] «Ἡ Παναγία Ξενιὰ καὶ οἱ δύο Ἱερὲς Μονές της», σελ. 57.