Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος δέκατο όγδοο)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Ἡ  ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ Παναγίας Ξενιᾶς)

(συνέχεια απο τα προηγούμενα)

Ἡ συνεισφορά τοῦ Μοναστηριοῦ στοὺς ἐθνικούς ἀγῶνες (β΄ μέρος)

 

Ἡ συμμετοχὴ στὸ ἀπελευθερωτικό κίνημα τοῦ 1821 -1832

Ἡ βοήθεια τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς στοὺς ἐθνικούς μας ἀγῶνες, γιὰ τὴν ὁποία, ἴσως  κάπως γενικὰ καὶ χωρὶς ἀναφορὰ σὲ συγκεκριμένα γεγονότα καὶ περιστατικά, ἔγινε ἀναφορὰ παραπάνω, ἔγινε πολὺ συγκεκριμένη κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, ὅταν στὰ βουνὰ τῆς πατρίδας μας ἡ παρουσία τῶν κλεφτῶν καὶ τῶν ἀρματολῶν ἄρχισε νὰ φτερώνει  τὶς ἐλπίδες τοῦ ἔθνους μας γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του ἀπὸ τὴν τουρκικὴ σκλαβιά.

Οἱ ὁμάδες τῶν κλεφτῶν τῆς Ὄρθρης εὕρισκαν στὸ Μοναστήρι αὐτὸ τὸν βασικό, μόνιμο καὶ μεγάλο ὑποστηρικτὴ ἀλλὰ καὶ τὸν σοφὸ καὶ ἐνημερωμένο καθοδηγητὴ τοῦ ἀγῶνα τους. Οἱ καλόγεροι χορηγοῦσαν τρόφιμα ἀπὸ τὶς ἀποθῆκες τοῦ Μοναστηριοῦ γιὰ τὴν διατροφὴ τῶν κλεφτῶν.

Σύμφωνα μὲ τὴν τοπικὴ προφορικὴ παράδοση,  στὸ νοτιοδυτικὸ μέρος τοῦ περιβόλου τοῦ Μοναστηριοῦ (Πάνω Μοναστήρι) ὑπῆρχε μυστικὴ εἴσοδος, γνωστὴ σὲ μερικοὺς μόνο, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔμπαινε ὁ ἔμπιστος ἀντιπρόσωπος τοῦ καπετάνιου, συνεννοημένος ἐκ τῶν προτέρων μὲ τὸν ἡγούμενο καὶ τὸν ὑπεύθυνο καλόγερο, καὶ ἔπαιρνε τὰ ἀπαραίτητα τρόφιμα ἤ ὅποια ἄλλη βοήθεια καὶ πληροφορίες εἶχαν ἑτοιμασθεῖ γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό..

Στὸ μέρος αὐτὸ τοῦ Μοναστηριοῦ ὑπῆρχαν ἀπὸ πολλὰ χρόνια πρίν, χρησιμεύοντας γιὰ τὶς ἀποθηκευτικὲς διατροφικὲς ἀνάγκες τῶν πάμπολλων μοναχῶν, οἱ γνωστὲς, ὡς τὰ τελευταῖα ἀκόμα χρόνια στοὺς κατοίκους τῆς γύρω περιοχῆς, «χαβοῦζες». Οἱ «χαβοῦζες» ἦταν ὑπόγειες σπηλιές, σκαμμένες σὲ κατάλληλα σκιερὰ καὶ δροσερὰ μέρη, μέσα στὶς ὁποῖες  κυκλοφοροῦσε κρύο νερὸ φυσικῶν πηγῶν. Ἔτσι ἐκεῖ διατηροῦνταν τὸ καλοκαίρι ἀρκετὴ δροσιὰ μέχρι καὶ ψῦχος ὥστε νὰ μποροῦν νὰ λειτουργοῦν ἀποτελεσματικὰ σὰν ἕνα εἶδος ψυγείων. Ἦταν τὰ ἀπαραίτητα πρακτικὰ ψυγεῖα – ἀποθῆκες τοῦ Μοναστηριοῦ γιὰ τὴν κατάλληλη διατήρηση τῶν εὐπαθῶν τροφίμων ποὺ χρειάζονταν γιὰ τὴ διατροφὴ τῶν μοναχῶν κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ αὐτοὶ ἦταν πολυάριθμοι ἀλλὰ καὶ τῶν πολυάριθμων λαϊκῶν ποὺ καθημερινὰ σιτίζονταν σ’ αὐτό.

Ὅταν, στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας,  ἡ συντήρηση τῶν κλεφτῶν τῆς Ὄρθρης, ἀπὸ ἀτομικὴ καὶ ἀποκλειστικὴ καὶ μόνο φροντίδα τῶν ἴδιων, ἔγινε καὶ συγκεκριμένη φροντίδα, ἀποστολὴ καὶ μέριμνα κάποιων ὀργανωμένων συνεργατῶν τους, οἱ  «χαβοῦζες» αὐτὲς διαμορφώθηκαν κατάλληλα καὶ ξαναχρησιμοποιήθηκαν. Οἱ καλόγεροι διατηροῦσαν σ’ αὐτὲς κρυμμένα τρόφιμα, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ τὰ βρίσκουν ὅσοι δὲν γνώριζαν. Ἀπὸ αὐτὰ τροφοδοτοῦνταν οἱ μυημένοι στὸ μυστικὸ κλέφτες, ὅταν ἦταν ἀνάγκη.

Ὁ ἐκδότης καὶ διευθυντὴς τοῦ περιοδικοῦ  «Ἀχιλληίς», Εὐστάθιος, Καλτσέτας δικαστικὸς κλητῆρας στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ στὶς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 19ου αἰῶνα, εἶχε πολλὲς φορὲς διανυκτερεύσει στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς. Εἶχε συνομιλήσει ὧρες πολλὲς μὲ τοὺς μοναχοὺς  καὶ εἶχε ἀκούσει ἀπὸ αὐτοὺς πολλὰ τέτοια σχετικὰ γεγονότα. Πολλὰ σχετικὰ τοῦ εἶχε ἀναφέρει ὁ ἡγούμενος γέρο – Γαβριὴλ, ποὺ διατηροῦσε ζωντανὲς προσωπικὲς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴν συνεργασία του μὲ τὸν Ἀθανάσιο Διάκο. Ὁ ἴδιος ὁ Καλτσέτας εἶχε ἐπισκεφθεῖ καὶ εἶχε ἰδεῖ νὰ χρησιμοποιοῦνται ἀκόμη οἱ «χαβοῦζες» αὐτές. Ἔτσι σὲ ἕνα δημοσίευμά του ἔγραψε ἁπλὰ καὶ λιτὰ:

«Ἐγένετο δὲ ἡ Μονὴ Ξενιᾶς τροφὸς τῶν ἱεροφαντῶν τῆς λεβεντιᾶς τῶν ἀθανάτων «Κλεφτῶν τῆς Τουρκοκρατίας», τῶν ἀπεργασαμένων τὴν ἀνάστασιν τοῦ Ἑλληνισμοῦ διότι διετήρει μυστικὴν σύραγγα συγκοινωνοῦσαν ἀπὸ τοῦ ἀνωγείου διαμερίσματος πρὸς τὸ ὑπόγειον διὰ τοῦ ὁποίου ὁ μεμυημένος οἰκονόμος τῆς Μονῆς παρέδιδεν εἰς τὸν διολισθαίνοντα διὰ μυστικῆς εἰσόδου ἀπεσταλμένον τοῦ καπετάνου τὴν ἀπαιτουμένην τροφήν τοῦ μπουλουκίου».

Πολὺ σημαντικὴ ἔγινε ἡ προσφορὰ αὐτὴ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς στὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγῶνα τοῦ Ἔθνους μας (1821-1828) ἐξαιτίας τῆς ἰδιάζουσας κατάστασης τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ. Στὴν πόλη τοῦ Ἁλμυροῦ  καὶ στὰ πεδινὰ χωριὰ τῆς περιοχῆς του ἦταν μόνιμα στρατοπεδευμένες ἰσχυρὲς στρατιωτικὲς τουρκικὲς δυνάμεις. Αὐτὸ δροῦσε ἀποτρεπτικὰ στὴ συμμετοχὴ οἰκογενειαρχῶν Ἁλμυριωτῶν στὶς ὁμάδες τῶν κλεφτῶν τῆς Ὄρθρης. Οἱ οἰκογένειές τους διέτρεχαν   ἄμεσο κίνδυνο νὰ συλληφθοῦν, νὰ αἰχμαλωτισθοῦν καὶ νὰ βασανισθοῦν εἰς ἀντίποινα.

Τὸ μεγάλο αὐτὸ πρόβλημα ἦρθε νὰ λύσει πολὺ ἀποτελεσματικὰ  καὶ πάλι τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Τὰ γυναικόπαιδα  τῶν οἰκογενειῶν τῶν καταδιωκόμενων καὶ καταζητούμενων ἐπαναστατῶν, κλεφτῶν καὶ ἀρματολῶν, κατέφευγαν στὰ βουνὰ γιὰ νὰ κρυφτοῦν, γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Τὴν φροντίδα, τὴν τροφοδοσία καὶ τὴ συντήρησή τους σ’ ὁλόκληρο τὸ διάστημα τοῦ ἔνοπλου ἀγῶνα τὴν εἶχε ἀναλάβει τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς.

«Κατὰ τὴν ἑπταετῆ Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν περὶ τὰς τρεῖς χιλιάδας γυναικόπαιδα διαιτώμενα ἀνὰ τοὺς δρυμοὺς, σπήλαια καὶ φάραγγας τῆς Ὄθρυος, ἐνῶ οἱ ἄνδρες ἐμάχοντο, ἐτροφοδοτοῦντο ἀπὸ τὸ ὀψοφυλάκιον τῆς Μονῆς Ξενιᾶς», ἀνέφερε γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ λιτὰ καὶ περιληπτικὰ ὁ Εὐστάθιος Παπακωνσταντίνου Καλτσέτας, παρουσιάζοντας  σὲ μία ὁμιλία του τὸ ἔργο τῆς Μονῆς κατὰ τὸ Μάιο τοῦ 1935. Καὶ στηριζόταν, λέγοντας αὐτὰ, σὲ ἐξακριβωμένα στοιχεῖα ποῦ τοῦ εἶχαν παραδώσει οἱ μοναχοὶ τῆς Ξενιᾶς καὶ ἰδίως ὁ γέρο – Γαβριήλ.

Σύμφωνα μὲ μία  παράδοση, πολλαπλῶς ἐπιβεβαιωμένη, στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ποὺ τὴν ἐποχὴ τῆς ἐπανάστασης τοῦ 1821 καὶ μέχρι τὸ 1840 εἶχε πάνω ἀπὸ 100 μοναχούς, στὰ 1821 φιλοξενήθηκε γιὰ τρεῖς ἡμέρες καὶ εἶχε συνεργασία μὲ τοὺς μοναχοὺς του γιὰ τὴ συμμετοχή τους στὴν ἐπανάσταση, ὁ Ἀθανάσιος Διάκος.

Μὲ τὸν Ἀθανάσιο Διάκο συνέφαγε καὶ ὁ νεαρὸς τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἱερομόναχος τῆς Ξενιᾶς  Γαβριήλ. Ὁ Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος ἔζησε γιὰ πολλὰ χρόνια καὶ πέθανε, σὲ ἡλικία 118 χρόνων, τὸ 1908, διηγοῦνταν τὸ περιστατικὸ στοὺς ἄλλους μοναχούς.

Ἀργότερα ὁ Γαβριὴλ, ὁ ὁποῖος εἶχε γεννηθεῖ στὰ 1790, ἔγινε ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ξενιᾶς. Ὁ ἴδιος διηγήθηκε καὶ στὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο τὸ περιστατικὸ τῆς φιλοξενίας τοῦ Ἀθανασίου Διάκου στὸ Μοναστήρι καὶ τὸν βεβαίωσε  ὅτι εἶχε καθήσει στὸ ἴδιο τραπέζι καὶ εἶχε συμφάγει μὲ τὸν Ἀθανάσιο Διάκο. Γιὰ τὸ ἴδιο γεγονὸς εἶχε ἀκούσει καὶ ὁ Εὐστάθιος Καλτσέτας καὶ βεβαίωνε καὶ αὐτὸς γιὰ τὴν ἀλήθειά του.

Κατὰ τὸ 1844, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἐπισκόπου «Ἁλμυροῦ καὶ Κοκουσίου» Ἰωακείμ,[1] προτάθηκε στὸν ἡγούμενο τῆς Παναγίας Ξενιᾶς Γαβριὴλ νὰ γίνει αὐτὸς ἐπίσκοπος Ἁλμυρού. Ὁ Γαβριὴλ ὅμως δὲν δέχτηκε καὶ προτίμησε νὰ παραμείνει ἡγούμενος τῆς Ξενιᾶς. Ἔτσι διορίστηκε ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως   τοποτηρητὴς τῆς Ἐπισκοπῆς Ἁλμυροῦ ὁ ἐπίσκοπος Θαυμακοῦ.

Στὸ ἀρχεῖο τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς σωζόταν μία σχετικὴ ἐπιστολὴ τοῦ Ἀθανασίου Διάκου, ἀντίγραφο τῆς ὁποίας εἶχε πάρει ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος γιὰ τὸ ἀρχεῖο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ.[2]

Ἡ ἐπαφὴ αὐτὴ καὶ ἡ ἐπικοινωνία τοῦ Ἀθανασίου Διάκου μὲ τοὺς καλογέρους τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, καὶ προφανῶς καὶ μὲ κάποιους λαϊκοὺς τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ οἱ ὁποῖοι πρωτοστατοῦσαν, ἔγινε στὸ Κάτω Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς, στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου, στὴ γνωστὴ θέση  «Ράχοβο». Ὁ Ἀθανάσιος Διάκος στὴν ἐπιστολὴ του πρὸς τοὺς μοναχοὺς τῆς Ξενιᾶς ὀνομάζει τοὺς παραλῆπτες τῆς ἐπιστολῆς καλογέρους τοῦ Μοναστηριοῦ «Ραχοβίτες». Ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Ἀθανασίου Διάκου στάλθηκε στὶς 28 Μαρτίου 1821.

Σήμερα ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ τοῦ Ἀθανασίου Διάκου πρὸς τοὺς «Ραχοβίτες» μοναχοὺς βρίσκεται στὴν Ἐθνική Βιβλιοθήκη στὸ τμῆμα χειρογράφων μὲ αὔξοντα ἀριθμὸ 10318. Θεωροῦμε βέβαιο ὅτι τὸ γράμμα αὐτὸ τοῦ Ἀθανασίου Διάκου εἶναι αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ Γιαννόπουλος λέει ὅτι σωζόταν στὸ ἀρχεῖο τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καὶ τοῦ ὁποίου ὁ ἴδιος εἶχε πάρει ἀντίγραφο.  Ἡ ἐπιστολὴ αὐτή, ἄγνωστο μὲ πιὸ τρόπο βρέθηκε στὴ Μονὴ Βαρνάκοβας τῆς Φωκίδας καὶ ἀπὸ ἐκεῖ παραδόθηκε στὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη, ὅπου βρίσκεται σήμερα.

Τὸ γράμμα τοῦ Ἀθανασίου Διάκου πρὸς τοὺς μοναχοὺς τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ «Ραχόβου» (= Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Μονῆς Ξενιᾶς = παλιό Κάτω Μοναστήρι Ξενιᾶς), ποὺ βρίσκεται στὸ τμῆμα χειρογράφων τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης ἀναφέρει τὰ ἑξῆς:

«Αἰδεσιμώτατε ἅγιε πρωτόπαπα καὶ παπᾶ δημήτρι εὐλαβῶς προσκυνῶ, καὶ ἀγαπητοί μου γεωργάκη σηδερᾶ καὶ γιάννη ἀλεξανδρῆ, Σᾶς φανερόνω λαμβάνοντας τὸ παρόν μου ἀμέσως νὰ σηκοθῆτε νὰ μαζόξετε ὅλους τοὺς ῥαγιάδες νὰ μοῦ τοὺς ξημερόσετε τρίτη πουρνὸ εἰς Λυκούρασιν[3] ὁποῦ θὰ ἔλθετε ὅλοι :200: διακόσι ὀνομάτοι καὶ τῆς ὥρας μαζὺ μὲ τὰ ἅρματά σας νὰ πάρετε καὶ  :10: φορτώματα ψωμὶ καὶ κρασὶ καὶ ἐλιὲς καὶ ὅλον τὸν  τζημπχανὲν[4] ὁποῦ ἔχετε μπαρούτην καὶ κουρσούμια[5] καὶ νὰ μοῦ φέρετε καὶ :6: ἕξη ἄλογα καλὰ  μεζηλιάρικα[6] καὶ ἔτζη νὰ μοῦ ἀκολουθήσετε ἐξ ἀποστάσεως. ὑγιαίνετε.

ὁ ἀγαπητός σας ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ

(Τ.Σ.)[7]

1821 μαρτίου 28 κάπερνα[8]

Τοῖς ἀγαπητοῖς ῥαχωβῆτες[9]      εἰς ῥάχοβον».[10]

 

Στὸ λευκὸ περιθώριο τοῦ ἐγγράφου αὐτοῦ εἶναι γραμμένη μιὰ ἰδιαίτερη ἐπισημείωση τοῦ Διάκου:

«γιάννη ἀλεξανδρῆ καὶ πατέρα γεωργάκη ἀτοί σας νὰ πάρετε τοὺς ἀνθρώπους ἐν τῷ ἅμα καὶ νὰ μοῦ εὑρεθῆτε ἐδῶ».

Ὁ Γιάννης Ἀλεξανδρῆς καὶ ὁ Γιωργάκης Σιδερᾶς, τὸν ὁποῖον ὁ Ἀθανάσιος Διάκος, προσφωνεῖ «πατέρα» ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ὁδηγοῦσαν τοὺς διακόσιους ἁρματωμένους τῆς περιοχῆς τους (διακόσι ὀνομάτι = διακόσια ὀνόματα = διακόσιοι νοματέοι) κοντὰ του μὲ ὅλες τὶς προμήθειες ποὺ θα τοὺς ἐφοδίαζε τὸ Μοναστήρι τοῦ «Ραχόβου» (κάτω Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς). «Ὁ αἰδεσιμώτατος ἅγιος πρωτόπαπας» (ἡγούμενος τοῦ Μοναστηριοῦ) θὰ τοὺς ἐφοδίαζε μὲ δέκα μουλάρια φορτωμένα μὲ ψωμὶ, ἐλιὲς, κρασί καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ἐφόδια ὅσα εἶχαν στὸ Μοναστἠρι, «ὅλον τὸν τζημπχανὲν ὁποῦ ἔχετε. Μαζί τους θὰ κουβαλοῦσαν μπαρούτι καὶ κουρσούμια και ἕξι ἄλογα «καλὰ μεζηλιάρικα».[11]

Δὲν γνωρίζουμε ποιὰ ἦταν ἡ συνέχεια στὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ. Ἐκεῖνο ποὺ μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε, ἀπὸ ὅσα ἄλλα γεγονότα συνέβησαν στὴ συνέχεια καὶ μᾶς εἶναι γνωστά, εἶναι ὅτι ἡ συγκεκριμένη αὐτὴ βοήθεια τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς στὸ αἴτημα τοῦ Ἀθανασίου Διάκου καὶ ἡ ὁποία στάλθηκε, δὲν συνδεόταν ἄμεσα μὲ τὴν συμμετοχὴ τῆς Ξενιᾶς στὴν προετοιμασία καὶ στὰ συγκεκριμένα ἐπαναστατικὰ σχέδια ποὺ ὑπῆρχαν γιὰ τὴν ἐπαρχία Ἁλμυροῦ καὶ τὴ Μαγνησία γενικότερα.

Ἦταν μιὰ ἄλλη παράλληλη συμμετοχὴ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς καὶ μία ἄλλη βοήθεια πρὸς τὴ μεριὰ τῆς Φθιώτιδας, στὴν περιοχὴ τῆς ὁποίας ἁπλωνόταν ἐπίσης οἱ σύνδεσμοι καὶ ἡ ἐπιρροὴ τοῦ Μοναστηριοῦ. Τὸ ὅτι ἀναφέρεται συγκεκριμένος ἀριθμὸς ἀτόμων «διακόσιοι ονομάτι» ποὺ ἔπρεπε σὲ συγκεκριμένη ὥρα καὶ μέρα,  Τρίτη πρωί, «νὰ μοῦ τοὺς ξημερώσετε τρίτη πουρνό»,  νὰ βρεθοῦν σὲ συγκεκριμένη μέρος «εἰς Λυκούρασιν», σημαίνει  ὅτι τὰ ἄτομα  αὐτὰ βρίσκονταν ἤδη στὸ Μοναστήρι ἤ ἐκεῖ γύρω φιλοξενούμενα περιμένοντας αὐτὸ τὸ κάλεσμα. Ὑπεύθυνοι ἦταν ὁ Γιάννης Ἀλεξανδρῆς καὶ ὁ Γιωργάκης Σιδερᾶς.

Ὡστόσο πολὺ ἐνεργὴ ἦταν ἡ συμμετοχὴ τῆς Ξενιᾶς στὴν ἐξέγερση ποὺ ἑτοιμαζόταν καὶ στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ. Σύμφωνα μὲ τὸ γενικότερο σχέδιο ποὺ ὑπῆρχε γιὰ τὴν περιφέρεια τῆς Μαγνησίας, καὶ στὸ ὁποῖο ἐκ μέρους τοῦ Ἁλμυροῦ συμμετεῖχε ἐνεργὰ ὁ Ἰωάννης Βελέντζας, ὁ Ἁλμυρὸς καὶ τὰ χωριά του θὰ ξεσηκωνόταν στὸν ἔνοπλο ἀγῶνα στὶς 8 Μαΐου 1821.

Τὸ σχέδιο ὅμως αὐτὸ προδόθηκε στοὺς Τούρκους τοῦ Ἁλμυροῦ. Οἱ Τοῦρκοι ἐνήργησαν κεραυνοβόλα. Μόλις πληροφορήθηκαν τὶς ἑτοιμασίες γιὰ τὸ κίνημα ἔπιασαν ὅλα τὰ γυναικόπαιδα τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ  τὰ κρατοῦσαν κλεισμένα μέσα σὲ ὀχυρωμένα σπίτια τοῦ Ἁλμυροῦ, ὅπως στὸν πύργο τοῦ Μεμὲτ Κουτσιούκου, ἀπειλῶντας ὅτι σὲ περίπτωση ποὺ οἱ Ἁλμυριῶτες ἔπαιρναν μέρος στὸ κίνημα θὰ τοὺς κάψουν ὅλους ζωντανούς.

Ἔτσι ἡ μαζικὴ συμμετοχὴ τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ στὸ ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τῆς Μαγνησίας ματαιώθηκε καὶ δὲν εἶχε τὰ ἀποτελέσματα ποὺ ὅλοι προσδοκοῦσαν. Ὡστόσο ὁ Ἄνθιμος Γαζῆς, ἀγνοῶντας προφανῶς ὅσα εἶχαν γίνει στὸ μεταξὺ στὸν Ἁλμυρό, σὲ γράμμα ποὺ ἔστειλε μία ἡμέρα μετά,  «τῇ 9 Μαΐου 1821, ἀπὸ τὸ στρατόπεδον Γόλου» πρὸς τοὺς «εὐγενέστατους ἄρχοντες Ὕδρας, ἥρωας καὶ εὐεργέτας τῆς Ἑλλάδος», γιὰ νὰ ἀνακοινώσει τὴν ἔναρξη τοῦ ἀγῶνα στὸ νομὸ Μαγνησίας, ἔγραψε, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα καὶ τὰ ἑξῆς, φέρνοντας ὡς δεδομένο τὴν ἐξέγερση τοῦ Ἁλμυροῦ:

«Εἰς τὰς 7 τοῦ παρόντος ἐκινήθημεν κατὰ τῶν τυράννων καὶ μέρος ἐξ αὐτῶν αἰχμαλωτίσθησαν εἰς τὸ κάστρον τοῦ Γόλου (Βόλου) τοὺς ὁποίους πολιορκοῦμεν καὶ διὰ ξηρᾶς καὶ θαλάσσης καὶ ἐλπίζομεν σήμερον ἤ αὔριον νὰ τοὺς κυριεύσωμεν. Ὁ λαός μας ἐκινήθη μὲ μεγάλον ἐνθουσιασμόν, ἐξεστράτευσε σήμερον τὸ στράτευμά μας ἔξω εἰς τὰ πεδία τῆς Θεσσαλίας. Οἱ τῆς Ὄσσας ἐγκάτοικοι καὶ τοῦ Ὀλύμπου κινοῦνται καὶ αὐτοὶ σήμερον, τὰ μέρη τοῦ Ἁρμυροῦ ἐκινήθησαν χτές,[12] στράτευμα ἐξεκινήσαμεν διὰ νὰ βοηθήσῃ τὸ στράτευμα τῶν Βοιωτῶν καὶ Ὀπουντίων καὶ νὰ πολιορκήσῃ τὸ Ζητούνι».[13]

Ἡ εἴδηση ὅτι οἱ Ἁλμυριῶτες δὲν ξεσηκώθηκαν, ὅπως ὅλοι περίμεναν, κλόνισε τὸ ἠθικὸ ὅσων πολιορκοῦσαν τότε τὸ κάστρο τοῦ Βόλου. Ὡστόσο, ὁ Ἁλμυριώτης καπετάνιος Ἰωάννης Βελέντζας, μετὰ τὴν ἀποτυχία τοῦ κινήματος στὸν Ἁλμυρό, μὲ πενήντα παλικάρια κατέφυγε στὸ στρατόπεδο στὸ Τρίκερι γιὰ νὰ λάβει μέρος στὸν ἀγῶνα ἐναντίον τῶν κατακτητῶν μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀρχηγούς, τὸν Γαρέφη, τὸν Μπασδέκη, τὸν Κοντονίκο καὶ ἄλλους.

Οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ποὺ ἦταν ἀποφασισμένοι νὰ λάβουν ἐνεργὸ μέρος, μὲ ὅποιο τρόπο μποροῦσαν καὶ τοὺς ἀνῆκε, στὸ ἐπαναστατικὸ κίνημα, ὅπως  φάνηκε καὶ ἀπὸ τὴ συνεργασία τους μὲ τὸν Ἀθανάσιο Διάκο, βλέποντας τὴν ματαίωση τῆς ἀπελευθερωτικῆς κίνησης στὸν Αλμυρό, πῆραν ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τρεῖς χιλιάδες γιδοπρόβατα καὶ 150 βόδια καὶ πέρασαν μὲ καΐκια ἀπέναντι στὸ Τρίκερι μὲ σκοπὸ νὰ ἐνισχύσουν ἐκεῖ πλέον τοὺς ἀγωνιστές. Ὅλα τὰ ζῶα αὐτὰ τοῦ Μοναστηριοῦ χρησιμοποιήθηκαν γιὰ τὴν τροφοδοσία τῶν ἀγωνιστῶν. Ὅταν σταμάτησε ὁ ἀγῶνας οἱ καλόγεροι γύρισαν στὸ Μοναστήρι τους. Ἀπὸ τὶς  τρεῖς χιλιάδες γιδοπρόβατα ἔφεραν πίσω μόνο ἑβδομήντα καὶ ἀπὸ τὰ 150 βόδια μόνο ἕνα.

 

Ἡ συμμετοχὴ στὸ ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τοῦ 1854

 

Κατὰ τὴν ἐξέγερση τοῦ 1854 ἡ περιφέρεια Ἁλμυροῦ ἦταν τὸ κέντρο τῶν διαφόρων κατὰ τόπους ἐπαναστατικῶν κινημάτων.  Ὁ οὐσιαστικὸς πυρήνας καὶ ἡ ἐπιτελικὴ  ἕδρα τῶν συσκέψεων καὶ ἀποφάσεων γιὰ τὴν πορεία τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ αὐτοῦ κινήματος στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ ἦταν τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Στὸ Μετόχι τοῦ Μοναστηριοῦ, στὴ θέση «Κελέρια», λίγο ἔξω ἀπὸ τὸ κτίριο τοῦ Κάτω Μοναστηριοῦ, συγκεντρώθηκαν, τὴν Τετάρτη 10 Μαρτίου τοῦ 1854, σαράντα δύο καπεταναῖοι καὶ ὅλοι μαζὶ μὲ τὸ χέρι στὸ Εὐαγγέλιο ὁρκίστηκαν νὰ ἀγωνισθοῦν γιὰ νὰ ἐλευθερώσουν τὴ Θεσσαλία.

Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἐπαναστατικοῦ κινήματος τοῦ 1854 πολλοὶ κάτοικοι τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τῶν χωριῶν του εἶχαν καταφύγει στὴν περιοχὴ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς  Παναγίας Ξενιᾶς γιὰ προστασία.

Τὰ «Κελέρια» τῆς Ξενιᾶς ἦταν ἡ πιὸ κατάλληλη θέση γιὰ τὴ συγκέντρωση τῶν ἀπελευθερωτικῶν στρατευμάτων. Εἶναι μιὰ πεδινὴ ἔκταση, λίγο ἔξω ἀπὸ τὶς ἀποθῆκες καὶ τὶς ἄλλες κτιριακὲς ἐγκαταστάσεις τῆς «Κάτω Μονῆς Ξενιᾶς». Ἦταν Μετὀχι τῆς Ξενιᾶς. Ὑπῆρχε νερὸ γιὰ ὅλους καὶ μεγάλο οἴκημα γιὰ τὴν στέγαση τοῦ ἐπιτελείου. Στὸ ἴδιο μέρος συγκεντρώθηκαν πρὶν ξεκινήσουν τὸν ἀγῶνα τους  τὰ ἀπελευθερωτικὰ στρατεύματα καὶ κατὰ τὸ 1878. Ἡγούμενος τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς κατὰ τὸ 1854 ἦταν ὁ Γαβριὴλ, ποὺ εἶχε λάβει μέρος καὶ στὶς συνομιλίες μὲ τὸν Ἀθανάσιο Διάκο στὶς παραμονὲς τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος τοῦ 1821.  Ὁ ἴδιος ἦταν ἡγούμενος καὶ κατὰ τὸ 1878.

Εἶναι μία «εὐλογία» Θεοῦ αὐτὴ ἡ «τύχη», αὐτὴ ἡ «εὔνοια» τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ὑπεραιωνόβιο αὐτὸν ἱερομόναχο τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, τὸν Γαβριήλ, ποὺ ἀξίζει νὰ ἐπισημανθεῖ στὴ θέση αὐτή.

Νεαρὸς καλόγερος σὲ  ἡλικία 31 ἐτῶν, στὸ «Κάτω Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς» κουβέντιασε μὲ τὸν Ἀθανάσιο Διάκο, παραμονὲς τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος τοῦ 1821, καὶ ἔλαβε ἐνεργὸ μέρος στὴ συμμετοχὴ τοῦ μοναστηριοῦ του σ’ αὐτό.

Δὲν εἶδε, δυστυχῶς, τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του ἐλεύθερη. Ζῶντας στὴν σκλαβιά, μένοντας στὸ ἴδιο πάντοτε μοναστήρι, ἡγούμενος τούτη τὴ φορά, σὲ ἡλικία 64 ἐτῶν, ἔπαιξε δραστήριο ρόλο στὸ ἀπελευθερωτικὸ  κίνημα τοῦ 1854, χωρίς καὶ πάλι νὰ ἰδεῖ τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του ἐλεύθερη.

Ἀφοσιωμένος στὸ ἴδιο πάντοτε μοναστήρι, 24 χρόνια ἀργότερα, ἡγούμενος καὶ πάλι, σὲ ἡλικία 88 ἐτῶν, ἡγήθηκε τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος τοῦ 1878, χωρὶς καὶ πάλι νὰ ἰδεῖ τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του ἐλεύθερη.

Ἀξιώθηκε ὅμως, τρία χρόνια ἀργότερα, στὰ 1881, σὲ ἡλικία 91 ἐτῶν, νὰ ἰδεῖ τὴν περιπόθητη ἐλευθερία στὴν πατρίδα του καὶ νὰ λάβει μέρος στὴν δοξολογία ποὺ τελέστηκε γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ στὸν Ἅγιο Νικόλαο τοῦ Ἁλμυροῦ.

Δυστυχῶς δεκαέξι χρόνια ἀργότερα, στὰ 1897, εἶδε καὶ πάλι τοὺς Τούρκους νὰ πατοῦν καὶ νὰ λεηλατοῦν τὸ ἀγαπημένο του Μοναστήρι γιὰ ἕνα σχεδὸν χρόνο, σὲ ἡλικία 107 ἐτῶν.

Ἔζησε καὶ αὐτὴ τὴν περιπέτεια, ἐπανῆλθε στὸ Μοναστήρι του, ἔζησε ἄλλα δέκα χρόνια σ’ αὐτὸ καὶ «ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ», στὰ 1908, σὲ ἡλικία 118 ἐτῶν.

Ὑπηρέτησε ἐπί, περισσότερο ἀπὸ ἐνενήντα τρία (93) χρόνια, ἀπὸ τὸ 1815 μέχρι τὸ 1908, ὡς μοναχὸς στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τριάντα ἕξι (36) χρόνια ὡς ἡγούμενος.

 

Ἡ συμμετοχὴ στὸ ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τοῦ 1878

Σημαντικότατη ἦταν ἡ συνεισφορὰ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς στὸ τελευταῖο ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, κατὰ τὸ 1878,  τελικὸ ἐπακόλουθο ἀποτέλεσμα τοῦ ὁποίου ἦταν ἡ ἀπελευθέρωσή του ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό, τρία χρόνια ἀργότερα, στὶς 17 Αὐγούστου τοῦ 1881.

Στὶς 10 Ἰανουαρίου 1878 συγκεντρώθηκαν στὴ Βρύναινα ὅλα τὰ ἐπαναστατικὰ σώματα τοῦ Ἁλμυροῦ μὲ γενικὸ ἀρχηγὸ τὸν Θρασύβουλο Βελέντζα. Τὸ κίνημα  ὑποστηριζόταν καὶ ἀπὸ τοὺς προύχοντες τοῦ Ἁλμυροῦ μὲ πρωτοστάτη τὸν Δημήτριο Οἰκονομίδη. Στὴν ἐκκλησία τῆς Βρύναινας τελέσθηκε δοξολογία ἀπὸ τὸν ἱερομόναχο τῆς Παναγίας Ξενιᾶς Ἀγαθάγγελο Τσακμακόπουλο καὶ ὑψώθηκε ἡ σημαία τῆς Ἐπαναστάσεως.

Τὴν Κάτω Ξενιὰ εἶχαν ἤδη καταλάβει καὶ εἶχαν ὀχυρωθεῖ σ’ αὐτὴν πενήντα  Τοῦρκοι στρατιῶτες. Οἱ ἐπαναστάτες σκέφτηκαν ἀρχικὰ νὰ ἐπιτεθοῦν καὶ νὰ καταλάβουν τὸ Μοναστήρι ἤ, σὲ περίπτωση ἀνάγκης, καὶ νὰ τὸ ἀνατινάξουν.

Δὲν ἔγινε δεκτὴ ὅμως ἡ σκέψη αὐτὴ καὶ ἔτσι τὴν ἄλλη μέρα οἱ Ἕλληνες ἄρχισαν νὰ πολιορκοῦν τὸ Μοναστήρι πιάνοντας ἐπίκαιρες θέσεις γύρω του. Τὸ βράδυ, ὕστερα ἀπὸ σκληρὲς μάχες καὶ ἀφοῦ διέτρεξαν μεγάλο κίνδυνο νὰ αἰχμαλωτισθοῦν, κατόρθωσαν καὶ μπῆκαν στὸ Μοναστήρι καὶ ὀχυρώθηκαν σ’ αὐτὸ ἄλλοι 600 Γκέκηδες ποὺ ἦρθαν ἀπὸ τὸν Ἁλμυρό. Τόση ἦταν ἡ μανία τῶν Γκέκηδων αὐτῶν γιὰ τὸν κίνδυνο ποὺ διέτρεξαν καὶ τὶς μεγάλες ἀπώλειες ποὺ εἶχαν ὥστε θέλησαν νὰ σφάξουν τὸν ἡγούμενο τῆς Ξενιᾶς Γαβριήλ μόλις μπῆκαν στὸ Μοναστήρι.

Εὐτυχῶς τὸ μεγάλο κακὸ ἐμποδίστηκε τὴν τελευταία στιγμὴ ἀπὸ τὸν  Τοῦρκο ταγματάρχη τοῦ Ἁλμυροῦ Μουσταφᾶ Μπίμπας, ἴσως καὶ ἀπὸ τὸν ἰδιαίτερο σεβασμὸ ποὐ ἔτρεφαν ἀνέκαθεν οἱ ντόπιοι Τοῦρκοι γιὰ τὸ Μοναστήρι καὶ τὴν Παναγία Ξενιὰ καὶ προσωπικὰ γιὰ τὸν ἡγούμενό του Γαβριήλ.

Στὶς 20 Ἰανουαρίου 1878, συγκροτήθηκε καὶ δεύτερη μάχη στὴν περιοχὴ τῆς Κάτω Μονῆς Ξενιᾶς μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων ἐπαναστατῶν καὶ τῶν Τούρκων ποὺ εἶχαν ἀρχηγὸ τὸν Μουσταφᾶ Μπίμπας. Εἶναι ἡ δεύτερη μάχη τῆς Ξενιᾶς. Οἱ Τοῦρκοι κατατροπώθηκαν στὴ μάχη αὐτὴ καὶ ἀναγκάστηκαν νὰ καταφύγουν καὶ νὰ ὀχυρωθοῦν καὶ πάλι στὴν Κάτω Ξενιά. Ἡ θέση τους ὅμως ἦταν ἀπελπιστική. Ἄν ἔμειναν ἐκεῖ κινδύνευαν ὅλοι νὰ χαθοῦν. Ἔτσι τὰ μεσάνυχτα οἱ πολιορκημένοι στὴν Ξενιὰ Τοῦρκοι, κινδυνεύοντας νὰ χαθοῦν ὅλοι, ἀποπειράθηκαν νὰ διαφύγουν πρὸς τὸν Ἁλμυρό, ἐκμεταλλευόμενοι τὸ πυκνὸ σκοτάδι ποὺ ἐπικρατοῦσε καὶ τὴ σύγχυση ἀπὸ τὴ ραγδαία βροχὴ ποὺ ἔπεφτε. Γιὰ νὰ κάνουν ἀσφαλέστερη τὴ διαφυγή τους, προκαλῶντας σύγχυση καὶ ἀναστάτωση, φεύγοντας πυρπόλησαν ὅλη τὴν βόρεια πλευρὰ τοῦ Μοναστηριοῦ. Στὸ Μοναστήρι, ὡστόσο,  ἔμειναν πολλὰ πτώματα νεκρῶν Τούρκων. Τὰ  πτώματα αὐτὰ τῶν νεκρῶν Τούρκων θάφτηκαν στὸ προαύλιο τῆς Κάτω Μονῆς Ξενιᾶς.

Ὡς ἐνθύμιο τῶν μαχῶν αὐτῶν βρισκόταν ἐπὶ πολλὰ χρόνια στὸ Μουσεῖο τοῦ Μοναστηριοῦ μία θύρα τῆς θολωτῆς εἰσόδου του  διάτρητος ἀπὸ τὶς σφαῖρες τῶν πολεμιστῶν καὶ ἔχοντας πάνω της κάποιες σφαῖρες σφηνωμένες.

Ἡ ἐφημερίδα  «Εὐνομία»,  στὶς 9  Φεβρουαρίου 1878, ἔγραψε μεταξὺ πολλῶν ἄλλων γιὰ τὴ μάχη αὐτή: «Οἱ ἐπαναστάται τῶν μερῶν αὐτῶν ἐπιτυχῶς πολεμήσαντες ἐν Ξενιᾷ, ἐν Βρύνιανῃ καὶ ἐν Πλατάνῳ ἐσυνήθισαν ν’ ἀντιμετωπίζωσιν τοὺς Νιζάμηδας καὶ Γκέκηδες μεθ’ ἡρωικῆς ἀταραξίας. Καίτοι δὲ εἰς ὅλας τὰς μάχας ἦσαν διπλάσιοι οἱ ἐχθροί, οἱ ἐπαναστάται ἐνίκησαν αὐτοὺς καὶ εἰς τὰς τρεῖς θέσεις. Εἶναι δ’ ἀπείρων ἐγκωμίων ἄξιοι διότι πολεμήσαντες πρὸς διπλάσιον καὶ γεγυμνασμένον στρατὸν…ἠγωνίσαντο μετὰ τοσαύτης ἐπιδεξιότητος».

Στὶς 24 Μαρτίου 1878 οἱ ἐπαναστατικὲς δυνάμεις τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ μἐ ὅλους τοὺς καπεταναίους τους συγκεντρώθηκαν στὰ «Κελέρια», μετόχι τοῦ Μοναστηριοῦ, σὲ πολὺ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ Κάτω Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Στοὺς συγκεντρωμένους ἐκεῖ ἐπαναστάτες μίλησε ὁ ἀρχηγὸς τους  Θρασύβουλος Βελέντζας, λέγοντας, ἀνάμεσα σὲ πολλὰ ἄλλα, δείχνοντας τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς «Τὰ τείχη του Μοναστηριοῦ αὐτοῦ εἶναι βαμμένα ἀπὸ τὸ χθεσινὸν αἷμα τῶν ἐχθρῶν μας……Ὁ Γκέκας βλέπει ὄνειρο τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς καὶ ξυπνᾶ ἀκόμα τρομαγμένος» .

Στὴν ἐφημερίδα «Πρωία», στὶς 19 Δεκεμβρίου 1910, δημοσιεύθηκε, μεταξὺ ἄλλων πολλῶν, καὶ τὸ ἑξῆς χαρακτηριστικὸ γιὰ τὴ συμβολὴ τῶν μοναχῶν καὶ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, κάνοντας ἰδιαίτερη ἀναφορὰ στὸν ἡγούμενο Γαβριὴλ:  «Τέκνον δὲ τῆς Σούρπης (ἦταν) ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ξενιᾶς Γαβριήλ, εἰς τὴν φιλοπατρίαν καὶ σύνεσιν τοῦ ὁποίου ὀφείλεται κατὰ πολὺ ἡ ἐπιτυχία τῆς μεγάλης μάχης τῆς Μονῆς Ξενιᾶς τοῦ 1878, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁλόκληρον τάγμα τουρκικοῦ στρατοῦ ἐτάφη εἰς τὸν περίβολον τοῦ μοναστηριοῦ ὑπὸ τὸ φονικὸ πῦρ τῶν ἐπαναστατικῶν σωμάτων» .

Ὁ ἡγούμενος τῆς Παναγίας Ξενιᾶς Γαβριὴλ, «εἰς τὴν φιλοπατρίαν καὶ σύνεσιν τοῦ ὁποίου ὀφείλεται κατὰ πολὺ ἡ ἐπιτυχία τῆς μεγάλης μάχης τῆς Μονῆς Ξενιᾶς τοῦ 1878», ἦταν τότε 88 ἐτῶν καὶ ἦταν γιὰ δεύτερη φορὰ ἡγούμενος. Εἶχε ἀναλάβει καθήκοντα ἡγουμένου ἀπὸ τὸ 1869 καὶ παρέμεινε στὴ θέση του μέχρι καὶ τὸ 1885.

Ὁ ἴδιος ἦταν ἡγούμενος καὶ  κατὰ τὴ  διάρκεια τοῦ ἐπαναστατικοῦ κινήματος τοῦ 1854, σὲ ἡλικία 64 ἐτῶν, στὴν πρώτη θητεία ὡς ἡγουμένου τῆς Ξενιᾶς, ἀπὸ τὸ 1846 μέχρι τὸ 1865. Ἦταν ὁ ἴδιος ποὺ στὰ 1821, νεαρὸς μοναχὸς τότε τῆς Ξενιᾶς, σὲ ἡλικία 31 ἐτῶν, ὅταν στὸ Μοναστήρι ἡγουμένευε ὁ Ἰγνάτιος, εἶχε καθήσει στὸ ἴδιο τραπέζι καὶ εἶχε συμφάγει μὲ τὸν Ἀθανάσιο Διάκο.

Ὁ ἴδιος εἶχε ἀκόμα τὴν εὐτυχία νὰ ἰδεῖ καὶ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς περιοχῆς τοῦ Μοναστηριοῦ του καὶ τοῦ Ἁλμυροῦ, στὰ 1881, καὶ νὰ λάβει μέρος, ὡς ἡγούμενος καὶ πάλι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, στὶς ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις τῆς ἀπελευθέρωσης τοῦ Ἁλμυροῦ, στὶς 17 Αὐγούστου 1881, σὲ ἡλικία 91 ἐτῶν.

Γιὰ τοὺς παραπάνω λόγους ἀνταποκρινόταν στὴν πραγματικότητα τὸ χαρακτηριστικὸ ἀπόφθεγμα τοῦ λόγου τοῦ Θρασύβουλου Βελέντζα: «Ὁ Γκέκας βλέπει ὄνειρο τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς καὶ ξυπνᾶ ἀκόμα τρομαγμένος.»

Ἡ τοπικὴ λαϊκὴ μοῦσα, ἀποθανατίζοντας πάντα μὲ λιτότητα τὴν πραγματικότητα τῶν γεγονότων, ὕμνησε τὴ συμμετοχὴ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς στὸν ἀγῶνα τοῦ 1878 μὲ ἕνα ἁπλὸ δίστιχο:

«Ἕνα μπαϊράκι ξέβγαινε ἀπ’ τῆς Ξενιᾶς τὰ μέρη

ἔλαμψε ὁ κάμπος τ’  Ἁλμυροῦ ταράχτηκε τ’ ἀσκέρι».

 

Ἡ συμμετοχὴ στὸν  Ἑλληνο -Τουρκικὸ Πόλεμο τοῦ 1897

Ἡ συμμετοχὴ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς στοὺς ἀγῶνες τοῦ Ἔθνους μας, δίπλα πάντοτε στοὺς ἀγωνιστὲς τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, συνεχίστηκε καὶ μετὰ τὸ τελευταῖο ἐπαναστατικὸ κίνημα τοῦ 1878 ποὺ εἶχε ὡς τελικὸ ἀποτέλεσμα, ἔστω καὶ μετὰ τρία χρόνια, τὴν ὁριστικὴ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγὸ καὶ τοῦ ὑπόλοιπου τμήματος τῆς περιοχῆς καὶ  τὴν ἐνσωμάτωσή της  στὸ ἐλεύθερο ἑλληνικὸ κράτος στὶς 17 Αὐγούστου 1881.

Στὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν τὴν ἀπελευθέρωση οἱ ὑπεύθυνοι παράγοντες τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ εἶχαν νὰ ἀντιμετωπίσουν προβλήματα ἐσωτερικῆς ὀργάνωσης, ἀσφάλειας, προστασίας καὶ περίθαλψης. Ἦταν προβλήματα ποὺ πάντοτε ἀπασχολοῦσαν τοὺς καλογέρους τοῦ Μοναστηριοῦ στὰ δύσκολα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, ἀλλὰ κάτω ἀπὸ τὸ ἐχθρικὸ βλέμμα τοῦ κατακτητῆ.

Μετὰ  τὴν ἀπελευθέρωση τὰ προβλήματα αὐτὰ ἔγιναν περισσότερο ἐσωτερικά. Ἡ βοήθεια καὶ ἡ συμπαράσταση τοῦ Μοναστηριοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τῆς περιοχῆς ἦταν τώρα πιὸ συγκεκριμένη καὶ πιὸ φανερή.

Ἀποφεύγοντας γενικόλογα καὶ ἀοριστολογίες θὰ περιοριστοῦμε μόνο σὲ ὅσα γεγονότα σχετικὰ μὲ τὴ βοήθεια τῆς Ξενιᾶς στὴν ἀνασυγκρότηση τῆς τοπικῆς κοινωνικῆς καὶ κοινοτικῆς ὑπόστασης στηρίζονται σὲ ἔγγραφα.

Ἕνα ἀπὸ τὰ μεγάλα προβλήματα στὸ ἐλεύθερο πιὰ καθεστὼς στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ ἦταν ἡ ληστεία. Τὰ ἐπαναστατικὰ σώματα ποὺ δροῦσαν στὴν περιοχὴ τῆς Ὄρθρης κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια δὲν διέκοψαν ὅλα τὶς δραστηριότητές τους μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλίας κατὰ τὸ 1881. Κάποια παρέμειναν ἀσυμβίβαστα καὶ εἶχαν προσλάβει μία ἰδιάζουσα μορφὴ μεταξὺ ληστρικῶν καὶ ἐπαναστατικῶν ὁμάδων.

Ἡ συντήρησή τους δὲν μποροῦσε νὰ ἀποτελεῖ πλέον ἀντικείμενο οὔτε κρατικῆς οὔτε κοινωνικῆς συστηματικῆς ὀργάνωσης. Αὐτὸ δημιουργοῦσε προβλήματα. Οἱ διάφοροι ἀρχηγοὶ τῶν ὀργανωμένων ὁμάδων, τῶν καθαρὰ ἐπαναστατικῶν, μὲ σαφῶς ἀπελευθερωτικοὺς σκοποὺς στὶς ἐπιδιώξεις τους, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνοργάνωτων καὶ ἀπειθάρχητων «μπουλουκιῶν» συγχέονταν μεταξύ τους στὴν κοινὴ λαϊκὴ ἀντίληψη. Πολλὲς φορὲς τέτοιοι «κατεταναῖοι» ἀντιδικοῦσαν καὶ μεταξύ τους γιατὶ δὲν ὑπῆρχε μία ἀναγνωρισμένη ἀπὸ ὅλους κεντρικὴ διοίκηση. Στὴν προσπάθειά τους νὰ ἐξασφαλίσουν τὴ διατροφή τους οἱ ὁμάδες αὐτὲς τῶν κάθε φύσης «ἐπαναστατῶν» πραγματοποιοῦσαν «ληστρικὲς» ἐπιδρομές.

Στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, πολλὰ «ἐπαναστατικὰ σώματα» ἤ «μπουλούκια» ἐξακολούθησαν καὶ μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση, στὶς 17 Αὐγούστου 1881 νὰ  παραμένουν στὰ βουνὰ. Μετατράπηκαν πλέον, γιὰ ἕνα μεγάλο μέρος τῆς κοινῆς ἀντίληψης τοὐλάχιστον, σὲ «ληστρικὰ» μπουλούκια. Αὐτὰ ἐξακολουθοῦσαν τὴν ἴδια ζωὴ καὶ ἐπαναλάμβαναν τὶς δραστηριότητές τους εἴτε γιατὶ θεωροῦσαν ὅτι δὲν δικαιώθηκαν οἱ ἀγῶνες τους εἴτε γιατὶ αὐτὸ ἦταν ἕνας τρόπος ζωῆς καὶ ἐπιλογή τους.

Κάτω ἀπὸ τέτοιες συνθῆκες τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος εἶχε ἐγκαταστήσει κατὰ τὸ 1894 στὸν Ἁλμυρὸ εἰδικὸ καταδιωκτικὸ τῆς ληστείας σῶμα ποὺ εἶχε τὴν ὀνομασία  «Μεταβατικὸ Ἁλμυροῦ», ὅπως, τοὐλάχιστον, ὀνόμαζε αὐτὸ ὁ «ἀρχηγός» του Ρήγας Νικόλαος. Τὸ «Μεταβατικὸ Ἁλμυροῦ», στὴν ὅλη προσπάθειά του γιὰ τὴν καταπολέμηση τῆς «ληστείας», ἐγκατέστησε στὴ Μονὴ Ξενιᾶς ἕνα «σταθμό» γιὰ τὴ φύλαξή της. Γιὰ τὴ συντήρηση τῶν ἀνδρῶν τοῦ «Σταθμοῦ» αὐτοῦ ὁ ἀρχηγός τοῦ Μεταβατικοῦ Ἁλμυροῦ ἀπευθύνθηκε μὲ ἔγγραφό του πρὸς τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς Ξενιᾶς:

«Ὁ ἀρχηγὸς Ρήγας Νικόλαος, ἐπόπτης Μεταβατικοῦ Ἁλμυροῦ

Πρὸς τὸν ἡγούμενον τῆς Μονῆς Ξενιᾶς. Ξενιά.

Ἐπὶ τῆς ἀνάγκης αὐτόθι τῆς ἐλλείψεως τῶν μέσων τῆς συντηρήσεως τῶν ἀνδρῶν τοῦ σταθμοῦ ἀναγκαζόμεθα νὰ προμηθευόμεθα τοὺς ἄντρες δι’ ἄρτου  ἐντεῦθεν ἐκδόσῃς ἀποφάσεως ἀποφυγόντες τὸ βάρος τούτου ἐκ τῆς Μονῆς δι’  ἥν ὁ σταθμὸς ἐγκαθιδρύθη πρὸς ἐξασφάλισιν αὐτῆς.

Εἰς ταῦτα τὰ ἀνεπαίσθητα ζητήματα ἀναγκαιοῦται εἰς τοὺς ἄντρας μικρὰ πράγματα τοὐτέστι ἔλαιον καὶ φακῆν καὶ ἄλλαι χάριται ἐκ τῶν περιβόλων τῆς Μονῆς. Πιστεύομεν ὅτι δὲν ἀπαιτεῖταί τι σημαντικὸν τῆς Μονῆς ἥτις προορισμὸν καὶ σκοπὸν ἔχει τοιαῦτα τὰ προηγούμενα ἄγεται καλέσει. Κατ’ ἄλλον λόγον ὁ σταθμὸς αὐτοῦ ὡς ἀνωτέρω σκοπὸν ἔχει τὴν διαφύλαξιν τῆς Μονῆς ἀπὸ τῆς ληστρικῆς συμμορίας σήμερον τῆς καταμαστιζούσης τὸν τόπον τοῦτον. Ὅθεν καὶ τὸ ὁποῖον δὲν δύναται ἡ Μονὴ πρὸς εὐκολίαν τῶν ἀνδρῶν παρακαλεῖται καὶ παρέχῃ ἡ Μονὴ καὶ θυσίας ὑπερβολικὰς νὰ κάμῃ.

Ἐν Ἁλμυρῷ τῇ 14 Μαρτίου 1894».

 

Παρ’ ὅλη τὴν ἀσάφεια, τὴν ἀσυνταξία καὶ τοὺς σολοικισμούς του, τὸ ἔγγραφο τοῦ Ρήγα Νικολάου εἶναι, νομίζω, κατατοπιστικὸ σὲ πόσα προβλήματα τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἦταν βοηθός καὶ συμπαραστάτης ἡ Μονὴ Ξενιᾶς, ποὺ καλοῦνταν χάριν τῶν ἀναγκῶν της «καὶ θυσίας ὑπερβολικὰς νὰ κάμῃ».

Χαρακτηριστικὸ σταθμὸ στὴν ἀνάπτυξη καὶ καλλιέργεια τοῦ στενοῦ συνδέσμου τῆς Μονῆς Ξενιᾶς καὶ τοῦ λαοῦ τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἀποτέλεσε ὁ Ἑλληνο – Τουρκικὸς Πόλεμος τοῦ 1897.

Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἀναγκάστηκαν κατὰ τὸν πόλεμο αὐτὸ νὰ ἐγκαταλείψουν τὰ σπίτια τους καὶ νὰ καταφύγουν γιὰ ἀσφάλειά τους σὲ μέρη ποὺ θεωροῦνταν ἀσφαλῆ ὅπως ἡ Εὔβοια καὶ ἄλλα μέρη τῆς λεγόμενης «παλιᾶς Ἑλλάδας».

Μαζὶ μὲ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς, ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὸν Ἁλμυρό, ἔφυγαν καὶ μερικοὶ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς  παίρνοντας μαζί τους τὴν ἱερὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ τὰ πιὸ πολύτιμα ἱερὰ κειμήλια καὶ βρῆκαν καταφύγιο στὴν Εὔβοια.

Μαζί τους εἶχαν ἀκόμη καὶ τὸ πολυτιμότερο κειμήλιο τοῦ Μοναστηριοῦ, τὰ δύο τεμάχια τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Παναγίας, τοποθετημένα σὲ πολυτιμότατη θήκη, δῶρο πρὸς τὸ Μοναστήρι, τῆς Μονῆς Βατοπεδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, κατὰ τὸ ἔτος 1522.

Ὅταν, μετὰ τὴν ἀποχώρηση τῶν Τούρκων,  οἱ μοναχοὶ ἐπέστρεψαν στὸ Μοναστἠρι τους δὲν ἔφεραν μαζί τους, ἄγνωστο γιὰ ποιὸ λόγο, τὴν πολύτιμη θήκη μὲ τὰ δύο τεμάχια τῆς Τιμίας Ζώνης. Ἡ θήκη τελικὰ ἐπέστρεψε καὶ τοποθετήθηκε στὴ θέση της, στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς, ὕστερα ἀπὸ πολλὲς ἔρευνες, ἐνέργειες καὶ διαμαρτυρίες, μετὰ ἀπὸ 36 ὁλόκληρα χρόνια, τὸ 1933.[14]

Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δεύτερης αὐτῆς «Τουρκοκρατίας» στὴν περιοχὴ Ἁλμυροῦ, ἀπὸ τὶς 4 Μαΐου  1897 μέχρι, περίπου, καὶ τὸν Ἰούνιο τοῦ 1898, τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς ὑπέστη μεγάλες καταστροφὲς καὶ λεηλασίες, παρ’ ὅλο  ὅτι ὁ ἡγούμενος καὶ κάποιοι μοναχοί, ἀδιαφορῶντας γιὰ τὸν κίνδυνο ποὺ διέτρεχε ἡ ζωή τους, προτίμησαν νὰ παραμείνουν στὸ Μοναστήρι καὶ νὰ τὸ διαφυλάξουν ὅσο καὶ ὅπως μποροῦσαν.

Στὴν ἐφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ τῆς 12ης Ἰουνίου 1897 ἀναφέρεται σχετικὰ: «Ἐπιβάται ἀφικόμενοι χθὲς εἰς Πειραιᾶ πληροφοροῦσιν ὅτι ἡ ἐν Ἁλμυρῷ διαρπαγὴ ὑπῆρξε τελείως ἀπογυμνωτικὴ διὰ τὰ καταστήματα καὶ τὰς οἰκίας. Ἐπίσης οἱ Τοῦρκοι διήρπασαν καὶ τὴν ἐκεῖ  μονὴν τῆς Ξενιᾶς, ἀφαιρέσαντες πᾶν ὅ,τι πολύτιμον ὑπῆρχε εἰς σκεύη ἱερὰ ἤ ἐπὶ τῶν ἁγίων εἰκόνων».

Φαίνεται δὲ ὅτι οἱ καλόγεροι ποὺ παρέμειναν στὸ Μοναστήρι ἔπαιξαν κάποιο σημαντικό ρόλο στὴν ἀντίσταση κατὰ τῶν Τούρκων γιατὶ βοήθησαν νὰ κρυφτοῦν σ’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ διαφύγουν ἀσφαλεῖς καὶ κάποιοι λαϊκοὶ. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν ὁ  Ἰωάννης Κομνόπουλος, ὁ ὁποῖος διέφυγε ἀπὸ τὸν Ἁλμυρό μετὰ τὴν εἰσβολή τῶν Τούρκων σ’ αὐτὸν.

Ὁ Κομνόπουλος ἦταν νέος στὴν ἡλικία μὲ σχέδια καὶ ὄνειρα γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἕνας σημαντικὸς πολιτικὸς παράγοντας τοῦ τόπου. Ἔμεινε στὸν Ἁλμυρὸ ἐλπίζοντας νὰ φανεῖ χρήσιμος στὴν πατρίδα του καὶ νὰ βοηθήσει ἄν καὶ ὅπου μποροῦσε στὶς δύσκολες αὐτὲς στιγμὲς. Ἔζησε στὸ πρῶτο στάδιο τὶς λεηλασίες τοῦ Ἁλμυροῦ ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Τελικὰ, ὕστερα ἀπὸ περιπέτειες κατώρθωσε καὶ διέφυγε στὸ Ξηροχώρι «διά τοῦ Μοναστηρίου», ὅπως ἔγραψε σὲ ἐπιστολή του.

Ὁ ἡγούμενος τῆς Ξενιᾶς, Ἄνθιμος Ἀποστόλου,  ἔπαιξε ἕναν προστατευτικό καὶ ἡγετικό ρόλο στὶς δύσκολες στιγμὲς τῆς δεύτερης αὐτῆς τουρκικῆς κατοχῆς. Οἱ Τοῦρκοι κατακτητὲς δὲν ἀρκέστηκαν μόνο στὴ φορολόγηση τῶν μερῶν ποὺ εἶχαν καταλάβει. Θέλησαν νὰ ἐπεκτείνουν τὴ φορολογία καὶ στὰ μέρη τῆς «οὐδέτερης ζώνης». Οἱ πρόκριτοι τῶν οὐδέτερων αὐτῶν μερῶν, ὅπως κυρίως τῆς  Σούρπης, τῆς Μιτζέλας καὶ τοῦ Πτελεοῦ, ἀντέδρασαν. Πρωτοστάτης καὶ μεγάλος προστάτης τους στάθηκε καὶ πάλι ὁ ἡγούμενος τῆς Ξενιᾶς, ὅπως στὰ παλιὰ χρόνια.

Τὰ μαθαίνουμε ὅλα ἀπὸ ἕνα δημοσίευμα τῆς ἐφημερίδας  «ΕΣΤΙΑ» τῆς 29ης Ἰανουαρίου 1898: «Ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς τηλεγραφεῖ πρὸς τὸ Ὑπουργεῖον ἐκ Νέας Μιτζέλης ὅτι αἱ τουρκικαὶ ἀρχαὶ τοῦ Ἁλμυροῦ ἀπέστειλαν στρατὸν εἰς τὰ χωρία τῆς οὐδετέρας ζώνης ὅστις ἐκάλεσε τοὺς κατοίκους ἵνα μεταβῶσιν εἰς Ἁλμυρὸν καὶ πληρώσουν τοὺς ὀφειλομένους φόρους διότι ἄλλως τὰ χωρία των θὰ καταληφθῶσι οἱ δὲ φόροι θὰ εἰσπραχθῶσι βιαίως. Οἱ πρόκριτοι τῶν χωρίων τούτων συναθροισθέντες εἰς τὴν Μονὴν Ξενιᾶς ἀναμένουσιν ὁδηγίας περὶ τοῦ πρακτέου».

Ἀλλὰ ἡ βοήθεια καὶ ἡ συμπαράσταση τῆς  Ξενιᾶς δὲν περιοριζόταν μόνο στὴν τοπικὴ κοινωνία. Ἐπεκτεινόταν σ’ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα ἄν ἦταν ἀνάγκη. Τὰ δύο ἔγγραφα ποὺ παρουσιάζουμε στὴ συνέχεια καὶ τὰ ὁποῖα σώθηκαν στὸ ἀρχεῖο τοῦ Μοναστηριοῦ φανερώνουν ὅτι βοήθησε καὶ στὴν περίθαλψη καὶ βοήθεια πρὸς τοὺς πρόσφυγες τῆς Κρήτης ποὺ ἔφτασαν κυνηγημένοι στὴν Ἑλλάδα κατὰ τὸ 1897:

«Βασίλειον τῆς Ελλάδος

Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

Πρὸς τοὺς ἀνὰ τὸ Κράτος σεβασμιωτάτους ἱεράρχας καὶ τὰς ἐπισιτιστικὰς ἐπιτροπὰς.

Περίληψις: «Περὶ συνδρομῆς  ὑπὲρ τῶν προσφύγων Κρητῶν»

Διαπέμποντες ᾧδε συνημμένως ἡ Σύνοδος ἐγκύκλιον αὐτῆς ἐπιστολὴν πρὸς τοὺς ἀνὰ τὸ Κράτος χριστιανοὺς, δι’ ἧς προτρέπει αὐτοὺς νὰ ἔλθωσι ἐπίκουροι καὶ ἀντιλήπτορες ὑπὲρ τῶν γυναικοπαίδων τῶν καταφυγόντων εἰς τὴν Μητέρα Ἑλλάδα πρὸς σωτηρἰαν ἀπὸ τὰς μαχαίρας τῶν ἀγρίων σφαγέων, προσκαλεῖ ὑμᾶς νὰ διατάξητε τὴν ἐπ’ ἐκκλησίαις ἀνάγνωσιν αὐτῆς ἐπὶ τρεῖς κατὰ συνέχειαν Κυριακὰς ἐν ἁπάσαις ταῖς ἐνοριακαῖς ἐκκλησίαις τῆς πνευματικῆς ὑμῶν περιφερείας.

Ἔτι δὲ νὰ προσκαλέσητε τὰ συμβούλια τῶν εὐαγῶν ἱερῶν μονῶν νὰ εἰσφέρῃ ἕκαστον τούτων ποσὸν χρηματικὸν ἀνάλογον πρὸς τὴν οἰκονομικὴν αὐτοῦ κατάστασιν. Τὰς συλλεγείσας συνδρομὰς διὰ ταμειακοῦ γραμματίου θέλετε διαπέμψει πρὸς τὴν ἐν Ἀθήναις πρὸς περίθαλψιν τῶν προσφύγων Κρητῶν Κεντρικὴν Ἐπιτροπήν. Ἡ Σύνοδος ἀπεκδέχεται ταχεῖαν τὴν προκειμένου ζητήματος ἐνέργειαν ὑμῶν.

Ἐν Ἀθήναις τῇ 3 Δεκεμβρίου 1897

ὁ Ἀθηνῶν Προκόπιος, πρόεδρος.

ὁ Ἀκαρνανίας καὶ Αἰτωλίας Παρθένιος

ὁ  Κεφαλληνίας Γεράσιμος

ὁ  Ὕδρας καὶ Σπετσῶν Ἀρσένιος

ὁ Τριφυλλίας καὶ Ὀλυμπίας Νεόφυτος.

                               Ὁ Γραμματεὺς ἀρχιμανδρίτης

                                  Βαρθολομαῖος Γεωργιάδης

                                    ὅτι ἀκριβὲς ἀντίγραφον».

 

Ἡ Μονὴ Ξενιᾶς, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ παραπάνω ἔμμεσα πρὸς αὐτὴν ἀπευθυνόμενο ἔγγραφο, πῆρε καὶ τὸ παρακάτω εἰδικὰ πρὸς αὐτὴν ἀπευθυνόμενο:

«Ἀριθ. 51.

Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος.

Ἡ Ἑπισκοπικὴ Ἐπιτροπὴ Λαρίσης

Πρὸς τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς.

Ἡ Ἐπιτροπὴ ἐπισυνημμένως διαβιβάζει τῷ ἡγουμενοσυμβουλίῳ δύο ἀντίτυπα, τὰ περὶ συνδρομῆς ὑπὲρ τῶν προσφύγων Κρητῶν ἀφορῶντα, προτρεπομένη αὐτῷ ἵνα συνοδᾶ τῇ ὑπ’ ἀριθ. 107 ἐγκυκλίῳ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου εἰσφέρῃ ποσὸν χρηματικὸν ἀνάλογον πρὸς τὴν οἰκονομικὴν αὐτοῦ κατάστασιν, ἀφοῦ ἐξαποστείλῃ αὐτὸ ἐνταῦθα τῇ Ἐπιτροπῇ ἵνα αὕτη διὰ ταμειακοῦ γραμματίου διαπέμψῃ αὐτὸ πρὸς τὴν ἐν Ἀθήναις πρὸς περίθαλψιν τῶν προσφύγων Κρητῶν Κεντρικὴν Ἐπιτροπὴν ἤ τὸ ἴδιον ἡγουμενοσυμβούλιον ἀπ’ εὐθείας στείλῃ διὰ ταμειακοῦ γραμματίου πρὸς τὴν μνησθεῖσαν Κεντρικὴν Ἐπιτροπήν.

Ἐν Λαρίσῃ  1897 Δεκεμβρίου 20

Ἡ Ἐπισκοπικὴ Ἐπιτροπὴ Λαρίσης

Οἰκονόμος Νικόλαος Γιαννής, Χαρτοφύλαξ».

 

Τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς ἀνταποκρίθηκε ἀποτελεσματικὰ στὶς παραπάνω ἐκκλήσεις τῆς πατρίδας μας.

 

Ἡ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς στὴν περίοδο 1912 -1941

Ἡ συμπαράσταση τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς στοὺς κατοίκους τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἀλλὰ καὶ γενικότερα τοῦ Νομοῦ Μαγνησίας κατὰ τοὺς ἐθνικοὺς μας ἀγῶνες ἦταν συνεχὴς τόσο πρὸς τοὺς μαχόμενους πολεμιστὲς μας ὅσο καὶ κυρίως πρὸς τὸν ἄμαχο πληθυσμό.

Ἡ συμπαράσταση καὶ ἡ βοήθειά του  πρὸς τὸν ἄμαχο πληθυσμὸ καὶ ἰδίως πρὸς τὶς οἰκογένειες τῶν στρατευμένων, ποὺ εἶχαν στερηθεῖ τοὺς φυσικούς τους προστάτες, ἐκδηλώθηκε μὲ πολὺ καλὰ ὀργανωμένο τρόπο κατὰ τὴ διάρκεια τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων 1912 -1913, τῆς Μικρασιατικῆς Ἐκστρατείας 1921 -1922 καὶ τοῦ Ἑλληνο – Ιταλικοῦ πολέμου τοῦ 1940.

Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν πολεμικῶν αὐτῶν περιπετειῶν ἡ βασικὴ μέριμνα καὶ βοήθεια τοῦ Μοναστηριοῦ ἐπικεντρώθηκε κυρίως στὶς οἰκογένειες τῶν στρατιωτῶν ἀφοῦ τὸ κυρίως μέτωπο τῶν πολεμικῶν αὐτῶν συγκρούσεων δὲν ἄγγιξε τὴν περιοχή μας.

Στὸν Ἑλληνοϊταλικὸ Πόλεμο τοῦ 1940 -1941, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ βοήθεια πρὸς τὶς οἰκογένειες τῶν στρατευμένων κατοίκων, σημαντικὴ ἦταν ἡ συνεισφορά του γιὰ τὸν πολεμικό ἀγῶνα τοῦ Ἔθνους μας.

Δὲν διασώθηκαν, δυστυχῶς, ὅλα τὰ σχετικὰ ἔγγραφα ποὺ ἀποδεικνύουν αὐτὴ τὴ συνεισφορά του. Τὰ περισσότερα χάθηκαν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Γερμανοϊταλικῆς «Κατοχῆς» ἀλλά τοῦ ἐμφυλίου πολέμου 1945 -1949. Ἔτσι θὰ παραθέσουμε ἕνα μόνο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔφτασε ὡς τὶς ἡμέρες μας:

«Ἀριθμὸς πράξεως  431

Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς,

Συγκείμενον ἐκ τοῦ Ἡγουμένου Καλλινίκου Χατζηϊωάννου, μοναχοῦ, καὶ τῶν συμβούλων Βενεδίκτου Παπανικολάου καὶ Κυρίλλου Χαραλάμπους, ἱερομονάχων,

Συνελθὸν εἰς συνεδρίαν ἐν τῷ Γραφείῳ τῆς Μονῆς σήμερον τὴν 10ην τρέχοντος μηνὸς Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1940, ἡμέραν Τρίτην καὶ ὥραν 10ην π. μ.,

Λαβὸν ὐπ’ ὄψιν τὴν πρότασιν τοῦ Ἡγουμένου 1) ὅπως ἡ Ἱερὰ Μονὴ εἰσφέρῃ διὰ τὰς ἐθνικὰς ἀνάγκας καὶ ὑπὲρ τοῦ διεξαγομένου ἐθνικοῦ ἀγῶνος (τοῦ πολέμου κατὰ τῆς Ιταλίας ἐν Ἀλβανίᾳ) ποσόν τι χρηματικόν 2)  ζητηθῇ συμπληρωματικὴ πίστωσις διὰ τὴν τροφοδοσίαν τῶν ἐν τῇ Μονῇ βιούντων (Κεφ. Γ΄, ἄρθρον 1) 5.000 δραχμῶν λόγῳ  τῆς ὑπερβολικῆς αὐξήσεως τῶν τιμῶν τῶν τροφίμων και 3) ἑτέρα πίστωσις ἐκ 5.500 δραχμῶν ἵνα χρησιμεύσωσιν ὡς δαπάναι συλλογῆς τοῦ ἐλαχίστου εἰς ποσότητα ἐλαιοκαρποῦ τοῦ κτήματος τῆς Μονῆς  «Νηὲς», παρασχεθείσης πρὸς τούτῳ προφορικῆς ἀδείας τῷ Ἡγουμενοσυμβουλίῳ ὑπὸ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος,

Ἀποφαίνεται

Γνωμοδοτεῖ ὅπως 1) ὑπὲρ τοῦ ἐθνικοῦ ἀγῶνος διατεθῶσιν ἐπὶ τοῦ παρόντος 5.000 δραχμαὶ, 2)  διὰ συμπληρωματικὴν πίστωσιν τροφίμων 5.000 δραχμαὶ καὶ 3)  διὰ δαπάνας συλλογῆς τοῦ ἐλαιοκάρπου τοῦ ἐλαιοκτήματος «Νηὲς»  5.500 δραχμαί, παρακληθῇ δὲ πρὸς τοῦτο ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δημητριάδος καὶ ἐγκρίνει τὰς ὡς ἄνω αἰτουμένας πιστώσεις.

Τὴν περαιτέρω ἐνέργειαν ἀφίησι τῷ Ἡγουμένῳ τῆς Μονῆς.

Ἐφ’ ᾧ συνετάγη ἡ παροῦσα πρᾶξις ἥτις ἀναγνωσθεῖσα ὑπογράφεται.

Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον

Καλλίνικος Χατζηϊωάννου, μοναχός.

Βενέδικτος Παπανικολάου, ἱερομόναχος.

Κύριλλος Χαραλάμπους, ἱερομόναχος» .

 

Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς,   ὀστεοφυλάκιο Γερμανῶν νεκρῶν στρατιωτῶν τοῦ 1941

Στὸ Κάτω Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καὶ συγκεκριμένα στοὺς πάνω ὀρόφους τῶν  «μεγάλων κελιῶν», τῶν λεγόμενων «πύργων», εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἀπὸ χρόνια, κατὰ τὸ 1960 περίπου, καὶ διαφυλάσσονταν σὲ σιδερένια κιβώτια τὰ ὀστὰ νεκρῶν Γερμανῶν στρατιωτικῶν ποὺ εἶχαν σκοτωθεῖ κατὰ τὴν ἐπιχείρηση τῆς Γερμανίας ἐναντίον τῆς Ἑλλάδας τοῦ 1940 -1941 καὶ κατὰ τὴν ἐχθρικὴ κατοχὴ τῆς χώρας μέχρι τὸ 1944. Παρέμειναν συγκεντρωμένα ἐκεῖ μέχρι καὶ τὸ 1970.

Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1968 πάρθηκε ἐκ μέρους τῆς Γερμανίας ἀπόφαση περὶ τῆς μεταφορᾶς τῶν ὀστῶν αὐτῶν σὲ μνημεῖο ποὺ θὰ ἀνήγειραν γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό. Ἔτσι ἔστειλαν πρὸς τὸ Μητροπολίτη Δημητριάδος  τὸ παρακάτω ἔγγραφο:

«VOLKSBUND DEUTSCHE KRIEGSRÄBERFURSORGE

GERMAN WAR GRAVES COMISSION REG.

ASSOCIATION POPULAIRE ALLEMANDE POUR L’ ENTRETIEN

DES SEPULTURES MILITAIRES

35 KASSEL, DEN 2 Ὀκτωβρίου 1968

Μακαριώτατον Ἐπίσκοπον Δαμασκηνὸν

ΒΟΛΟΝ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ

ΕΛΛΑΣ

ἈφορᾷΜεταφορὰ πεσόντων ἐν πολέμῳ εἰς τὴν γενέτειραν.

Μακαριώτατε,

Ἀριθμὸς οἰκείων κατέθεσεν αἴτησιν πρὸς μεταφορὰν τῶν ὀστῶν πεσόντων ἐν πολέμῳ εἰς Γερμανίαν. Τὸ Ἵδρυμα ἠδυνήθη μέχρι τοῦδε νὰ ἀναβάλλῃ τὴν διεκπεραίωσιν τῆς ἐπιθυμίας ταύτης τῶν οἰκείων. Οἱ οἰκεῖοι ὅμως ἀσκοῦν πίεσιν πρὸς ἐκπλήρωσιν τῆς ἐπιθυμίας των, ἐξ εὐνοήτων λόγων, ἡμεῖς δὲ δὲν ἠδυνάμεθα νὰ ἀντιπροσωπεύσωμεν πλέον μακρυτέραν καθυστέρησιν μὲ καλὴν συνείδησιν, διότι τὸ ἐνωρίτερον κατὰ τὸ ἔτος 1970 θὰ εἶναι δυνατὴ διάλυσις τῶν ἀποθηκῶν καὶ εἰσαγωγὴ τῶν ὀστῶν εἰς τὸ κενοτάφειον, τὸ ὁποῖον θὰ ἑτοιμασθῇ ὡς τότε.

Γίνεται οὕτω ἀπαραίτητη ἔκθεσις ἁπάντων σαρκοφαγῶν προσωρινῶς ἐκ τῶν αἰθουσῶν, διὰ νὰ καταστῇ δυνατὴ διαλογὴ τῶν σαρκοφαγῶν ἐκείνων αἱ ὁποῖαι πρόκειται νὰ μεταφερθοῦν. Δυστυχῶς δὲν κατέχομεν κατάστασιν περὶ τῆς σειρᾶς τῆς νῦν τοποθετήσεως, οὕτως ὥστε νὰ γίνεται μία ἔκθεσις 2-3 ἡμερῶν εἰς τὸ προαύλιον τῆς Μονῆς ἀναγκαία.

Ἐπιθυμοῦμεν νὰ διεκπεραιώσωμεν τὰς ἐργασίας αὐτὰς κατὰ χρονικὸν διάστημα μετὰ τὸ φθινόπωρον, ὅταν δὲν ἀναμένονται πλέον ἐπισκέψεις εἰς τὴν Μονήν.

Παραλεῖσθε, Μακαριώτατε, ὅπως ἐγκρίνητε τὸ αἴτημα τοῦτο ἡμῶν ἐν ὀνόματι τῶν οἰκείων τῶν πεσόντων.

Μετ’ ἐξαιρετικῆς τιμῆς

ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΝ ΙΔΡΥΜΑ ΠΡΟΣ ΠΕΡΙΠΟΙΗΣΙΝ ΤΑΦΩΝ ΠΕΣΟΝΤΩΝ ΕΝ ΠΟΛΕΜῼ

(Κλάους Φον Λούτσαου)

  1. Διευθύνων

Ἀκριβὲς ἀντίγραφον

Ἐν Βόλῳ τῇ 2  – 12 –  1968

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ

(Τ.Υ.)»

 

Παρ’ ὅλα αὐτὰ τὰ ὀστὰ παρέμειναν στὸ Μοναστήρι τῆς Κάτω Ξενιᾶς, στὴν ἴδια θέση μέχρι καὶ τὸ 1970. Τὸ ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς Ξενιᾶς ὅμως ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀξιοποιήσει τὸν χῶρο τῶν κελιῶν αὐτῶν καὶ ἔστειλε τὸ παρακάτω ἔγγραφο πρὸς «τὴν Γερμανικὴν Ὑπηρεσίαν «Μερίμνης Τάφων Γερμανῶν πεσόντων ἐν Ἑλλάδι»».

«Ἐν Ἱερᾷ Μονῇ Παναγίας  Ξενιᾶς

        τῇ 28ῃ Φεβρουαρίου 1970

ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΤΟ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ

ΤΗΣ ΕΝ ΤΗι ΙΕΡΑι ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΕΝΙΑΣ

(ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ)

 

Πρὸς

τὴν Γερμανικὴν Ὑπηρεσίαν

«Μερίμνης Τάφων Γερμανῶν πεσόντων ἐν Ἑλλάδι»

Θησέως 12

Εἰς Χαλάνδρι Ἀθηνῶν

 

Λαμβάνομεν τὴν τιμὴν ἵνα παρακαλέσωμεν ὑμᾶς, ὅπως εὐαρεστούμενοι πληροφορήσητε ἡμᾶς, περὶ ὁποίας σκέψεως ἤ σχεδίου ὑπάρχει σχετικῶς μὲ τὴν ἀπὸ ἱκανῶν ἐτῶν τοποθέτησιν ἐν τοῖς μεγάλοις κελλίοις (πύργοις) τῆς ἡμετέρας Ἱερᾶς Μονῆς τῶν ὀστῶν τῶν ἐν Ἑλλάδι πεσόντων Γερμανῶν.

Διὰ τὸν λόγον ὅτι, ἀφ’ ἐνὸς μὲν ἐρωτώμεθα ἀπὸ τὸν νέον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην ἡμῶν κ. κ. Ἠλίαν, πότε θὰ παραληφθῶσιν ἐξ ὑμῶν τὰ ὀστᾶ, ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καὶ ἀφ’ ἑτέρου θέλομεν νὰ ἐπιδιορθώσωμεν τὰ ὡς ἄνω κελλία, εἰς ἅ φιλοξενοῦνται τὰ ὀστᾶ, καὶ διαμορφώσωμεν εἰς αἰθούσας βιβλιοθήκης κ. ἄ., παρακαλοῦμεν καὶ αὖθις θερμότατα ὅπως ἀνακοινώσητε ἡμῖν τὰς ἐπὶ τοῦ προκειμένου θέματος, σκέψεις καὶ ληφθησομένας ἐξ ὑμῶν ἀποφάσεις.

Μετὰ πλείστης τιμῆς

Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον

Ἀρχιμανδρίτης Καλλίνικος Μεταξογένης

Ἀρχιμανδρίτης Τιμόθεος Σκαρλάτος

Ἀρχιμανδρίτης Εὐσέβιος Παπανάτσιος» .

 

Ἡ ἀπάντηση στὸ ἔγγραφο αὐτὸ δὲν στάλθηκε στὸ ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς Μονῆς ἀλλὰ στὸν Μητροπολίτη Δημητριάδος, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1970:

 

«ΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΙΚΩΝ ΤΑΦΩΝ

Κάσσελ τὴν 5  Ὀκτωβρίου 1970

Πρὸς τὴν Α. Σεβασμιότητα τὸν Μητροπολίτην κ. Ἠλίαν

Βόλον – Ἑλλάς.

Ἀφορᾶ: Μεταφορὰν τῶν Γερμανῶν πεσόντων εἰς τὸν χῶρον τῶν μελλοντικῶν πολεμικῶν νεκροταφείων Διονύσου – Ραπεντόζης.

Σεβασμιώτατε,

Ἐνθυμοῦμαι εὐχαρίστως τὴν συνάντησίν μας εἰς τὴν Μονὴν Ξενίας εἰς τὰς ἀρχὰς Μαΐου τρέχοντος ἔτους. Μοὶ παρέσχεν αὕτη τὴν ἐπιθυμητὴν εὐκαιρίαν νὰ ἀναζητήσωμεν τοὺς χώρους οἱ ὁποῖοι διετέθησαν παρὰ τῆς Μονῆς Ξενίας ὡς προσωρινὸν Κοιμητήριον τῶν Γερμανῶν πεσόντων καὶ νὰ ἐκφράσω ὑμῖν, Σεβασμιώτατε, τὰς προσωπικάς μου εὐχαριστίας διὰ τὴν μέχρι τοῦδε ἐπιδειχθεῖσαν ἐξαιρετικὴν συναντίληψιν.

Ἐπιθυμῶ ὅπως μὴ παραλείψω νὰ ἐξάρω ἰδιαιτέρως τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπὸ τὰς τότε συνθήκας ἐσήμαινεν μεγάλην βοήθειαν διὰ τὸν Λαϊκὸν Σύνδεσμον καὶ μεγάλην ἀνακούφισιν διὰ τοὺς συγγενεῖς νὰ γνωρίζουν ὅτι οἱ Γερμανοὶ πεσόντες ἀναπαύονται ὄπισθεν τῶν προστατευτικῶν τοίχων τῆς Μονῆς. Καλύτερον καὶ ἀντάξιον τόπον διαμονῆς διὰ τοὺς νεκρούς μας δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἀνεύρωμεν.

Ὁ Λαϊκὸς Σύνδεσμος γνωρίζει τὶ σημαίνει νὰ δεχθῆτε ἐπὶ δέκα ἔτη τὰς σαρκοφάγους τῶν Γερμανῶν νεκρῶν τοῦ πολέμου, καὶ θὰ ἐνθυμεῖται πάντοτε μὲ εὐγνωμοσύνην τὴν ὑπὸ τῆς Μονῆς παρασχθεῖσαν ὑποστήριξιν.

Θεωρῶ ἰδιαιτέραν μου ὑποχρέωσιν, Σεβασμιώτατε, νὰ παρακαλέσω ὑμᾶς ὅπως ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἐν τῷ μεταξὺ γενομένης μετακομιδῆς τῶν Γερμανῶν νεκρῶν τοῦ πολέμου ἀπὸ τὴν Μονὴν εἰς τὸν χῶρον τοῦ Νεκροταφείου ἐν Διονύσῳ – Ραπεντόζα, νὰ ἐκφράσω πρὸς ὑμᾶς καὶ αὖθις τὰς ἰδιαιτέρας εὐχαριστίας μου καθὼς καὶ ἐξ ὀνόματος τῶν συγγενῶν, διὰ τὴν ἐπὶ μίαν δεκαετίαν παρασχεθεῖσαν φιλοξενίαν.

Ταυτοχρόνως δράττομαι τῆς παρούσης εὐκαιρίας νὰ διαβιβάσω ὑμῖν τὰς ἰδιαιτέρας μου εὐχὰς διὰ τὴν προσωπικήν σας εὐημερίαν.

Μὲ τὴν ἔκφρασιν τῆς διακεκριμἐνης μου ὑπολήψεως

(ὑπογραφή):  Τρέπτε».

Ἔτσι ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρὸ τὰ ὀστὰ αὐτὰ μεταφέρθηκαν στὸ εἰδικὸ νεκροταφεῖο Γερμανῶν στρατιωτικῶν ποὺ βρίσκεται στὸ Διόνυσο Ἀττικῆς, στὴν τοποθεσία «Ραπεντόζα».

 

Ἡ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς στὴν περίοδο 1941-1944

Σὲ δύο κυρίως τομεῖς δραστηριοτήτων μπορεῖ νὰ κατατμηθεῖ ἡ συνολικὴ συνεισφορὰ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς κατὰ τὴν περίοδο ἀπὸ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1941, ὁπότε ἄρχισε ἡ «Κατοχή» τῆς Ἑλλάδας ἀπὸ τὰ γερμανοϊταλικὰ στρατεύματα, μέχρι τὸ 1944 -1945, ὁπότε τὰ ἐχθρικὰ στρατεύματα «Κατοχῆς», μὲ τὸ τέλος τοῦ Πολέμου, ἐγκατέλειψαν τὴ χώρα μας.

Ὁ ἕνας τομέας εἶναι αὐτὸς τῆς βοήθειας πρὸς τὸ λαὸ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐπιβιώσει στὶς δύσκολες συνθῆκες μιᾶς ἐχθρικῆς κατοχῆς, μιᾶς σκλαβιᾶς. Ὁ δεύτερος τομέας εἶναι αὐτὸς τῆς ἀντίστασης κατὰ τῶν κατακτητῶν καὶ τῆς ἐνίσχυσης τοῦ ἰδιόμορφου πολέμου ἑνὸς κατακτημένου λαοῦ γιὰ τὴν ἐκδίωξη τοῦ κατακτητῆ καὶ τὴν ἀπελευθέρωσή του.

Οἱ δραστηριότητες καὶ οἱ σχετικὲς ἐνέργειες τῶν μοναχῶν τῆς Ξενιᾶς στοὺς δύο αὐτοὺς τομεῖς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διαχωρισθοῦν πλήρως. Λογικὸ εἶναι νὰ συγχέονται,  νὰ ἀλληλοσυμληρώνονται καὶ  νὰ ἀλληλοκαλύπτονται.

Θὰ παραθέσουμε μερικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Μητροπολίτη Δημητριάδος Ἰωακείμ, «Μεταξὺ Κατακτητῶν καὶ Ἀνταρτῶν»,[15] ποὺ ἀναφέρονται στὴν προσφορὰ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Κατοχῆς γιὰ τὴν ἐπιβίωση τοῦ ἔθνους μας καὶ τοῦ λαοῦ μας:

Γιὰ τὶς λεηλασίες καὶ ἁρπαγὲς στὸ Μοναστήρι ἀπὸ τοὺς Ἰταλοὺς κατακτητὲς καὶ τοὺς συνεργάτες τους ἀναφέρεται:

«Ἄλλοι θρασεῖς Κουτσόβλαχοι … καὶ μὲ τὴν ἀνοχὴν τοῦ ἰταλικοῦ στρατοῦ, ἐξεβίασαν τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱ. Μονῆς Ξενιᾶς και ἔλαβον ἐκεῖθεν οὐκ ὀλίγα τρόφιμα καὶ χρήματα, ἀπειλήσαντες τὸν Ἡγούμενον ὅτι ἐὰν ἀναφέρῃ τίποτε θὰ τὸν φονεύσουν καὶ ὅ,τι χρειάζεται ἡ Μονὴ νὰ τὸ ζητοῦν παρ’ αὐτῶν.

Εἰς μάτην μετὰ τοῦ τότε ἐπάρχου Γ. Παπαδοπούλου και δι’ ἐγκρίτων προσώπων παρεκαλέσαμεν ἀνωτέρους Ἰταλοὺς ἀξιωματικοὺς νὰ περιορίσωσι τὴν ἔκρυθμον ἐκείνην κατάστασιν. Μετ’ ὀλίγον ἡ ἰδία Μονὴ ἐδεινοπάθησεν ὑπὸ τακτικοῦ ἰταλικοῦ ἀποσπάσματος. Τοῦτο, ἐκκινῆσαν ἐκ Σούρπης, ἀφοῦ περιεκύκλωσε τὴν Μονὴν καὶ ἐτοποθέτησε δυναμίτιδα εἰς τὰς γωνίας τῆς Μονῆς, εἰσελθὸν εἰς αὐτήν, παρὰ τὴν ἐκδηλωθεῖσαν πρόθεσιν τοῦ Ἡγουμένου Καλλινίκου Χατζηϊωάννου νὰ δώσῃ οἱασδήποτε θὰ ἤθελον οἱ Ἰταλοὶ πληροφορίας καὶ ἐξηγήσεις, ἀφοῦ συνεκέντρωσε τοὺς μοναχοὺς καὶ δοκίμους, εἰς τὴν αὐλὴν τῆς Μονῆς καὶ ἀφοῦ ἔδειρε τοὺς δοκίμους, ἠπείλησε διὰ θανάτου πάντας νὰ μαρτυρήσουν ἐὰν εἶναι κεκρυμμένοι Ἄγγλοι πέριξ τῆς Μονῆς ἤ ἄν οἱ μοναχοὶ ἔχουν ὅπλα κεκρυμμένα.

Μετὰ τὴν ἀρνητικὴν ἀπάντησιν τῶν μοναχῶν ἤρχισαν νὰ ἐρευνοῦν μόνοι των τὰ ὑπόγεια, τὰ κελλία καὶ πάντα μέχρι καὶ αὐτοῦ τοῦ ἱεροφυλακίου τῆς Μονῆς. Καὶ ἐνῶ οἱ μοναχοὶ ἐκρατοῦντο ὑπὸ φρουρὰν ἐν τῇ αὐλῇ, τὰ κελλία των ἠνοίχθησαν καὶ ἠρευνήθησαν. Τὰ πλεῖστα ἐσώρουχά των καὶ τὰ ὀλίγα χρήματά των  ἀφῃρέθησαν. Αὐτὸ τὸ ἱεροφυλάκιον τῆς Μονῆς μὲ ἀρκετὰ παλαιὰ καὶ καλῶς φυλαττόμενα κειμήλια τῆς Μονῆς, ἤτοι ἱερὰ λείψανα εἰς ἐντέχνους ἀργυρᾶς θήκας, ἀρχαῖα ἄμφια, βιβλία χειρόγραφα ὡς τῶν Μετεώρων, καλλιτεχνικὰς εἰκόνας ἀρχαιολογικῆς ἀξίας, δισκοπότηρα, σταυροὺς τέχνης καθὼς καὶ χρυσᾶ ἐνώτια, δαχτυλίδια, ὡρολόγια καὶ ἄλλα ἀξίας ἀφιερώματα προσκυνητῶν, ἐρρίφθησαν ἐπὶ τοῦ πατώματος φύρδην μίγδην καὶ τὸ θέαμα ἦτο οἰκτρὸν.

Ἐκ τῶν οὕτως ριφθέντων ἱερῶν ἀντικειμένων δὲν εὑρέθησαν ἔπειτα τὰ χρυσᾶ ἀφιερώματα, οἱ δύο καλλιτεχνικῆς ἀξίας ξυλόγλυπτοι σταυροὶ καὶ ἄλλα τινὰ μικρὰ εἴδη. Ἐπὶ τούτοις μεθυσθέντες ἐκ τῶν εὑρεθέντων ποτῶν, κατέσφαξαν πλέον τῶν 100 ὀρνίθων καὶ κονίκλων καὶ ἀφήρεσαν ἄλλα τινὰ τρόφιμα καὶ ἀπῆλθον».

Τὰ παραπάνω ἔγιναν στὸ «Κάτω Μοναστήρι» τῆς Ξενιᾶς. Οἱ Ἰταλοὶ εἶχαν ὅμως  φαίνεται τὶς πληροφορίες τους γιὰ τὶς δραστηριότητες ποὺ ἀναπτύσσονταν ἐναντίον τους στὸ Μοναστήρι. Ἔτσι, ὅπως ἀναφέρει ὁ Μητροπολίτης Δημητριάδος Ἰωακείμ:

«Τὴν ἑπομένην τὸ αὐτὸ ἀπόσπασμα ἀναβὰν εἰς τὴν τρίωρον ἀπέχουσαν ἐκεῖθεν παλαιὰν Μονήν, ἔνθα εἶχον πρό τινος καταφύγει Ἄγγλοι στρατιῶται, ἀνετίναξεν ὅλα τὰ κτίρια αὐτῆς διὰ δυναμίτιδος … καὶ τὸν  ἱερομόναχον Εὐσέβιον Μαντζῶρον, διαμένοντα εἰς τὴν Ἄνω Μονήν,  συλλαβόντες ἐν Ἁλμυρῷ διότι ὡς χριστιανὸς κληρικὸς παρέσχεν ἄρτον καὶ στέγην εἴς τινας  Ἄγγλους εἰς τὴν Ἄνω Μονήν,  μετὰ κακοποίησιν αὐτοῦ καὶ φυλάκισιν ἐν Ἁλμυρῷ τὸν ἐξόρισαν εἰς τὴν Ἰταλίαν, ὁπόθεν ἐπέστρεψεν ἐξηντλημένος μετὰ τὴν συνθηκολόγησιν τῆς Ἰταλίας».

Ὁ ἱερομόναχος ἀρχιμανδρίτης Κυπριανὸς Τσιρούκης, ὁ ὁποῖος πληροφορήθηκε τὰ γεγονότα αὐτὰ ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς ἀμέσως μετὰ τὴν ἐγκαταβίωσή του στὴ Μονὴ τὸ 1944, βεβαίωσε καὶ τὰ παρακάτω:

«Οἱ Ἰταλοὶ, ἀφοῦ ἀνετίναξαν ὅλα τὰ κτίσματα τῆς Μονῆς ἐστράφησαν πρὸς τὸ καθολικόν της, τὸν ναὸ ποὺ ὑπάρχει καὶ σήμερα, μὲ σκοπὸ νὰ τὸν κάψουν. Ὁ ἐπικεφαλῆς ἀξιωματικὸς εἶναι ἕτοιμος νὰ διατάξει τὴν πυρπόλησιν τοῦ ναοῦ, ὁπότε ξαφνικά πέφτει ἀναίσθητος στὸ ἔδαφος χωρὶς αἰτία. Οἱ στρατιῶτες του τὸν περικυκλώνουν ἀνίκανοι νὰ ἑρμηνεύσουν τὸ συμβὰν γνωρίζονες τὴν σκληρότητα καὶ ἀντοχή του. Ὅταν κάποια στιγμὴ συνῆλθε καὶ στάθηκε στὰ πόδια του ἀποφασίζει νὰ μὴ καταστρέψει τὸν ἱερὸ ναὸ. Οἱ μοναχοὶ τὸ ἀπέδωσαν σὲ θαῦμα».[16]

Ἡ προσφορὰ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καὶ εἰδικὰ τοῦ ψυχωμένου Ἁλμυριώτη μοναχοῦ Εὐσεβίου Μαντζώρου στὸν τομέα τῆς φιλοξενίας, τῆς φύλαξης καὶ τελικὰ τῆς διαφυγῆς Ἄγγλων στρατιωτῶν πρὸς τὴ Μέση Ἀνατολὴ γιὰ τὴ συνέχιση τοῦ ἀγῶνα τους εἶναι πολύ σημαντικὴ.

Ὅλη αὐτὴ ἡ ἀναστάτωση γιὰ τὴ διαφυγὴ τῶν συμμάχων στρατιωτικῶν πρὸς τὴ Μέση Ἀνατολὴ καὶ ἡ ἔντονη κινητικότητα στὴ συνήθως ἤρεμη καὶ ἀπόμακρη περιοχὴ τῆς Μονῆς ἦταν ἑπόμενο νὰ πέσει στὴν ἀντίληψη   τῶν Κουτσόβλαχων μεταφορέων ποὺ μὲ ζῶα περιδιάβαζαν τὴν ἐπαρχία Ἁλμυροῦ, ἀφοῦ τὸ κουτσοβλαχικὸ προδοτικὸ δημιούργημα τοῦ λεγόμενου «Πριγκιπάτου τῆς Πίνδου» καὶ ἡ «Λεγεὼν τῶν Βλάχων», ὄργανα τῆς φασιστικῆς Ἰταλίας, εἶχαν ὁπαδοὺς καὶ στὴν ἐπαρχία Ἁλμυροῦ.

Πολὺ ἀποκαλυπτικὲς πληροφορίες γιὰ τὴν προσφορὰ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς στὸν τομέα αὐτὸν μᾶς δίνει ὁ Δημήτριος Τσιλιβίδης, σὲ ἄρθρο του ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ  «Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς»»,[17] μὲ τίτλο «Τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς στὸν πόλεμο καὶ στὴν κατοχή (1940-1941)». Στὸ ἄρθρο αὐτὸ ἀναφέρει:

«Ἡ Μονὴ Ξενιᾶς, ἀπὸ τὶς πρῶτες μέρες τῆς κατάρρευσης τοῦ Μετώπου, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1941, πρόσφερε πολύτιμες ὑπηρεσίες στοὺς στρατιῶτες τοῦ ἀγγλικοῦ ἐκστρατευτικοῦ σώματος στὴν  Ἑλλάδα.

Ἡ ἀστραπιαία προέλαση τῶν ταχυκίνητων γερμανικῶν μονάδων, μετὰ τὴ διάσπαση τῆς γραμμῆς ἄμυνας Ὀλύμπου – Τεμπῶν, προκάλεσε τὸν ἐγκλωβισμὸ περίπου δύο χιλιάδων ἀνδρῶν Ἄγγλων, Αὐστραλῶν, Νεοζηλανδῶν, οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν νὰ διαφύγουν….Ἕνας ἀριθμὸς ἀπὸ αὐτοὺς ὅδευσε πρὸς τὶς βουνοκορφὲς τῆς Ὄθρης κι ἔφτασε στὰ χωριὰ Βρύναινα καὶ Κοκκωτοί…. Ἔτυχε θερμῆς φιλοξενίας ἀπὸ τοὺς κατοίκους καὶ στὴ συνέχεια προωθήθηκε πρὸς τὴ Μονὴ Ἄνω Ξενιᾶς, ἡ ὁποία ἐξαιτίας τῆς ἀπόμακρης θέσης της πρόσφερε μεγαλύτερη ἀσφάλεια.

Στὸ μοναστήρι τοὺς ὑποδεχόταν ὁ γέροντας Εὐσέβιος Μαντζῶρος μὲ τοὺς βοηθούς του, ἀγνοῶντας τὴν αὐστηρότατη ἀνακοίνωση τῶν ἀρχῶν κατοχῆς γιὰ βαριὲς τιμωρίες σὲ ὅσους περιθάλπουν ἄγγλους στρατιῶτες. Ἡ παραπέρα πρὸς τὴν παραλία μετακίνησή τους εἶχε ἰδιαίτερες δυσκολίες καὶ ὡς πρὸς τὸν κίνδυνο προδοσίας ἀπὸ φιλοϊταλικὰ βλάχικα στοιχεῖα καὶ ἀπὸ ἐχθρικὰ ἀεροπλάνα. Ἡ ἐπιχείριση φυγάδευσης ὀργανώθηκε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ π. Εὐσεβίου ἀλλὰ καὶ τὴ συμπαράσταση τοῦ ἡγουμένου Καλλινίκου. Συνεργάτες τῶν μοναχῶν ἦταν οἱ ἱερεῖς, οἱ πρόεδροι καὶ οἱ δάσκαλοι τῶν πλησιόχωρων κοινοτήτων. Τὸ δίκτυο φυγάδευσης πρὸς τὸ Μετόχι τῆς Ξενιᾶς «Νηὲς» στὸν Παγασητικό Κόλπο καὶ νοτιότερα πρὸς τὴ «Γλύφα» στὸν Εὐβοϊκό, λειτούργησε ἄριστα».

Ἡ προσφορὰ τοῦ μοναχοῦ Εὐσέβιου Μαντζώρου, τοῦ φλογεροῦ αὐτοῦ Ἁλμυριώτη «Παπαφλέσσα», ἀξίζει περισσότερη προσοχή. Συνεχίζοντας ὁ Δημήτριος Τσιλιβίδης γράφει γιὰ τὸ ἴδιο θέμα:

«Εἶναι ἀνεξακρίβωτος ὁ ἀριθμὸς τῶν συμμάχων στρατιωτῶν ποὺ πέρασαν ἀπὸ τὴν Ξενιὰ. Φαίνεται ὅτι δὲν ἦταν λίγοι ἄν κρίνουμε ἀπὸ ἔγκυρες πληροφορίες σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες εἶχαν ἐγκαταστήσει στὸ Μοναστήρι ἀσύρματο καὶ ἐπικοινωνοῦσαν μὲ τὸ στρατηγεῖο τους. Μαρτυρίες ἐπίσης ἔγκυρες ὁμιλοῦν γιὰ ρίψεις ἐφοδίων στὴν περιοχὴ Ἄνω Ξενιᾶς ἀπὸ συμμαχικὰ ἀεροπλάνα».

Ἕνας ἀπὸ τοὺς θερμοὺς καὶ πολὺ ἐνεργοὺς συνεργάτες τοῦ Εὐσέβιου Μαντζώρου ἦταν ὁ Ἁλμυριώτης δάσκαλος Ἀθανάσιος Παπαθεοδώρου. Γιὰ τὴν προσφορά του στὸν τομέα διαφυγῆς καὶ διάσωσης Ἄγγλων στρατιωτῶν τιμήθηκε μὲ ἔπαινο ἀπὸ τὸν ἀνώτερο διοικητὴ τῶν Συμμαχικῶν Δυνάμεων Μεσογείου Στρατάρχη Ἀλεξάντερ. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν δάσκαλος στὶς Κοκκωτοὺς. Ἀναφέροντας τὰ σχετικὰ μὲ τὴ δράση του αὐτή, εἶπε, μεταξύ ἄλλων:

«Ἔκανα δεκάξι χρόνια δάσκαλος μέχρι τὸ 1948 στὸ χωριὸ Κοκκωτοὶ ποὺ γειτονεύει μὲ τὴν Πάνω Ξενιά. Γνώριζα καλὰ τὸν π. Εὐσέβιο καὶ τὸν ἐμπιστευόμουν. Πρωτεργάτες στὴ φυγάδευση Ἄγγλων εἴμασταν ὁ πρόεδρος τοῦ χωριοῦ Κωνσταντῖνος Σαρσώνης, ὁ γέροντας Εὐσέβιος καὶ ἐγώ. Οἱ  Ἐγγλέζοι κατέβαιναν πρὸς τὰ παράλια περνῶντας ἀπὸ Βρύναινα, Κοκκωτούς καὶ ἄλλα χωριὰ καὶ μὲ τὴ βοήθεια τῶν κατοίκων κατέληγαν οἱ περισσότεροι στὴν Ἄνω Ξενιά. Ἡ ἐπιχείρηση δούλεψε καλὰ γιὰ ἕνα διάστημα, ἀλλὰ τελικὰ προδόθηκε στοὺς Ἰταλοὺς ἀπὸ Βλάχους κερατζῆδες μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γίνει ἐπιδρομὴ Ἰταλῶν καὶ Λεγεωνάριων Βλάχων στὸ χωριὸ, οἱ ὁποῖοι συνέλαβαν ἐμένα καὶ τὸν πρόεδρο Κοκκωτῶν Κ. Σαρσώνη μὲ τὴν κατηγορία τῆς συνεργασίας μὲ τὸν Εὐσέβιο στὴν ἀπόκρυψη ὅπλων καὶ Ἐγγλέζων. Δεμένους μᾶς μετέφεραν σὲ φυλακὴ στὸν Ἁλμυρὸ ὅπου συναντήσαμε ἐπίσης κρατούμενο τὸν γέροντα Εὐσέβιο καὶ ἄλλους πατριῶτες. Ὑποφέραμε ὅλοι ἀπὸ ξυλοδαρμὸ, περισσότερο ὅμως ὁ πρόεδρος τῶν Κοκκωτῶν, τὸν ὁποῖον βασάνιζαν μὲ καψίματα τσιγάρων στὸ γυμνό του σῶμα ὅσο ἐκεῖνος ἀρνιόταν νὰ ὁμολογήσει γιὰ ὅπλα καὶ  Ἐγγλέζους.

Ὁ βασανισμὸς τοῦ προέδρου, οἱ κραυγές του καὶ τὸ ἐνδεχόμενο βασανισμοῦ ὅλων μας, λύγισε τὴν ἀντίσταση τοῦ γέροντα Εὐσέβιου. Ὁ γενναῖος ἐκεῖνος καλόγερος σηκώνει ξαφνικὰ μεγάλη φωνὴ καὶ ζητάει νὰ σταματήσει ὁ βασανισμός. Ὅλοι στρέφονται πρὸς τὸν Εὐσέβιο καὶ ἄφωνοι τὸν ἀκοῦμε νὰ φωνάζει ὅτι αὐτὸς ἔκρυψε ὅπλα καὶ  Ἐγγλέζους. Ζήτησε τὴν ἀπελευθέρωσή μας μὲ ἀντάλλαγμα τὴν ἀποκάλυψη τοῦ μέρους ὅπου ἦταν κρυμμένα τὰ ὅπλα.

Οἱ Ἰταλολεγεωνάριοι πῆγαν μαζί του στὸ Μοναστήρι, βρῆκαν τὰ ὅπλα ἐκεῖ ποὺ τοὺς ὑπέδειξε, στὴ «Σπηλιὰ τῆς Παναγίας», ἀλλὰ δὲν μᾶς ἐλευθέρωσαν. Μεταφερθήκαμε μαζί μὲ τὸν Εὐσέβιο στὴ φυλακὴ «Ἀλεξάνδρας» τοῦ Βόλου, ἐνῶ τὸν γέροντα μοναχὸ τὸν ἀπομόνωσαν…

Ὁ π. Εὐσέβιος, ὕστερα ἀπὸ παράκλησή μας, μεταφέρθηκε στὸν ἴδιο μὲ μᾶς θάλαμο. Ἄνθρωπος γενναῖος, περίπου πενῆντα χρονῶν τότε, εὐχάριστος καὶ ἀτρόμητος, καρτερικὸς καὶ πάντα αἰσιόδοξος παρὰ τὶς βαρειὲς κατηγορίες ποὺ ἦταν φορτωμένος, ἔδινε κουράγιο σὲ ὅλους τοὺς κρατούμενους.

Τελικὰ ἀποφυλακιστήκαμε ὅλοι ἐκτὸς ἀπὸ τὸν π. Εὐσέβιο. Ὅπως μάθαμε μεταφέρθηκε σὲ φυλακὴ στὴν Ἀθήνα, δικάστηκε ἀπὸ  ἰταλικὸ στρατοδικεῖο καὶ καταδικάστηκε σὲ εἴκοσι πέντε χρόνια φυλακὴ στὴν Ἰταλία.

Τὸν εἴδαμε ξαφνικὰ τὸ φθινόπωρο τοῦ 1943 ὅταν ἔφτασε σὲ ἄθλια κατάσταση, πραγματικὸ ράκος ἀπὸ τὴν Ἰταλία καὶ μᾶς ἀφηγήθηκε τὰ μαρτύρια ποὺ ὑπέφερε στὴν ὑψίστης ἀσφάλειας ἰταλικὴ φυλακὴ ὅπου οἱ περισσότεροι κατάδικοι πέθαιναν ἀπὸ πεῖνα, καὶ πῶς ἐλευθερώθηκε μετὰ τὴν συνθηκολόγηση τῶν Ἰταλῶν, πῶς γλίτωσε ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Γερμανῶν».[18]

Γιὰ τὸν Εὐσέβιο Μαντζῶρο μίλησε καὶ ὁ Γεώργιος Παπαϊωσήφ:

«Ὁ κρατούμενος στὴ φυλακὴ «Ἀλεξάνδρας» Γεώργιος Παπαϊωσὴφ ἀναφέρει μὲ συγκίνηση δυὸ ψυχωμένους φυλακισμένους κληρικοὺς, τοὺς ἀρχιμανδρίτες Θεοφάνη Μπετσίστα καὶ Εὐσέβιο Μαντζῶρο, καλόγερο τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, «ποὺ ἔδιναν κουράγιο καὶ δύναμη σὲ ὅλους τοὺς πατριῶτες».

Γιὰ τὴν προσφορὰ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς ἀναφέρει καὶ κάποια ἄλλα στοιχεῖα ὁ Μητροπολίτης Ἰωακείμ:

«Τὸ …. δάσος ἐξ ἀγρίων κυπαρίσσων τῆς Ἱ. Μονῆς Ξενιᾶς εἰς τὴν παραλίαν τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου «Νηές», κατακοπτόμενον ἐχρησιμοποιεῖτο διὰ τὰς ἀνάγκας τοῦ ἰταλικοῦ στρατοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐπωλεῖτο εἰς διαφόρους ἐπιτηδείους, ὡς μετὰ ταῦτα ἀπέδειξεν ἡ διεύθυνσις τοῦ Τελωνείου Βόλου.

Διὰ νὰ τεθῆ κάποιος περιορισμὸς εἰς τὴν τόσον ἐπιζημίαν διὰ τὴν Μονὴν ταύτην ἐπιχείρησιν ἠδυνήθημεν νὰ μισθώσωμεν τὸ δάσος ἐκεῖνο ἔναντι μιᾶς λογικῆς τιμῆς δι’ ὡρισμένην ποσότητα καυσίμων ξύλων εἰς τὴν Ἑταιρείαν Σιδηροδρόμων Θεσσαλίας, διὰ νὰ κινῆται ἐπὶ τέλους ὁ σιδηρόδρομος οὗτος πρὸς ἐξυπηρέτησιν τοῦ λαοῦ».

Τὰ παραπάνω στοιχεῖα συμπληρώνονται μὲ σχετικὲς πληροφορίες ποὺ μᾶς δίνει ὁ Δημήτριος Τσιλιβίδης στὸ σχετικὸ ἄρθρο του στὸ Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας:

«Ὁ σκληρὸς χειμώνας τοῦ 1941 – 42 ἀποτέλεσε τὴν ἀρχὴ στερήσεων καὶ δεινῶν γιὰ τὸ λαό μας. Δὲν ἔλειψαν μόνο τὰ τρόφιμα ἀλλὰ καὶ τὰ καύσιμα. Τὰ ξυλοκάρβουνα καὶ τὰ ξύλα ἀποτελοῦσαν τότε τὰ μοναδικὰ μέσα θέρμανσης καὶ οἰκιακῆς χρήσης, ἀλλὰ καὶ ὁ θεσσαλικὸς σιδηρόδρομος χρησιμοποίησε τὰ ξύλα γιὰ κίνηση ὅταν ἔλειψαν τὰ κάρβουνα. Τὸ πανέμορφο δάσος, ἀπὸ κυπαρίσσια καὶ ἄλλα δέντρα, τῆς Μονῆς Ξενιᾶς στὸ μετόχι «Νηὲς» ὑλοτομήθηκε ἄγρια ἀπὸ Ἰταλοὺς καὶ  Ἕλληνες ἐκμεταλλευτὲς συνεργάτες».

«Τὸ  μοναστηριακὸ ἐκεῖνο  δάσος  ἔδωσε τὴ δυνατότητα στὸ Σιδηρόδρομο νὰ λειτουργήσει πρὸς ὄφελος τοῦ πεινασμένου λαοῦ, ἐξασφάλισε καύσιμα γιὰ τὴ λειτουργία τῶν συσσιτίων, ἱδρυμάτων κ.τ. λ.  Οἱ ἀγροὶ καὶ τὰ ποίμνια τῆς Ξενιᾶς ἀποτέλεσαν σωτήριες πηγὲς ἄντλησης ἀγαθῶν διατροφῆς τῶν ἄπορων μέσα ἀπὸ τὰ συσσίτια τῆς Ι. Μητροπόλεως. Μετὰ τὸν Διεθνῆ Ἐρυθρὸ Σταυρὸ ἡ Μονὴ Ξενιᾶς ὑπῆρξε ὁ μεγαλύτερος τροφοδότης τῶν συσσιτίων τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ ποίμνια τῆς Μονῆς ἔδωσαν ἰδιαίτερα δυσεύρητα τότε προϊόντα, ὅπως γάλα, βούτυρο, τυρί, τὰ ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία χορηγοῦσε σὲ παιδάκια καὶ ἀσθενεῖς, σὲ θηλάζουσες μητέρες καὶ γέροντες. Ὁ Μητροπολίτης Δημητριάδος Ἰωακεὶμ ἀναφέρει ὅτι «στὴν Κατοχὴ ἡ Μονὴ Ξενιᾶς ἔδωσε πολλὰ τρόφιμα καὶ χρήματα γιὰ τὰ συσσίτια» καὶ «ἀπέβη τὸ ἀφανὲς Γηροκομεῖον πολλῶν ἀτυχῶν γερόντων τῆς Περιφέρειας».

«Τὸ μοναστήρι (τῆς Παναγίας Ξενιᾶς) ὀργάνωσε εἰδικὸ συσσίτιο γιὰ τὴ διατροφὴ γερόντων καὶ μικρῶν πεινασμένων παιδιῶν ποὺ κατέφυγαν ἐκεῖ. Ὑπῆρξαν ὅμως περίοδοι δυσκολιῶν καὶ στερήσεων ἀκόμα καὶ γιὰ τοὺς μοναχούς. Ὁ μακαρίτης γιατρὸς τοῦ Βόλου Λαυρέντης Μαχαιρίτσας ἀφηγήθηκε στὸν γράφοντα (Δημήτρη Τσιλιβίδη) ὅτι ὅταν πῆγε στὴν Ξενιὰ ὡς γιατρὸς ἀντάρτης νὰ ὀργανώσει μαζὶ μὲ ἕναν ἄλλο γιατρό νοσοκομεῖο ἀνταρτῶν στὴ Μονὴ διαπίστωσαν, κατὰ τὴν παραμονή τους, ὅτι ἐνῶ στοὺς δυό τους προσφερόταν τὸ καλύτερο γιὰ φαγητὸ, οἱ μοναχοὶ διατρέφονταν μὲ ψωμί, χόρτα καὶ ἐληές.

Ἀπὸ ἔγγραφο ποὺ βρέθηκε στὴν Κάτω Ξενιὰ, γραμμένο ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ἰωακείμ, ἀποκαλύπτεται ὅτι ἕνας ἀξιόλογος μοναχός, ὁ ἱεροδιάκονος Χρύσανθος Μαλάκης, εἶχε προσβληθεῖ ἀπὸ φυματίωση».

«Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1942 ὁ Μητροπολίτης προκειμένου νὰ ἐνισχύσει ἀκόμα περισσότερο τὰ συσσίτια τῆς Ἐκκλησίας ἀποφάσισε τὴν πρώτη ἔξοδο τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας στὴν περίοδο τῆς Κατοχῆς. Προκαταρκτικὰ συνεννοεῖται μὲ τὸ νομάρχη Μαγνησίας καὶ στὴ συνέχεια ἀποστέλλει ἔγγραφα πρὸς τοὺς ἐφημερίους καὶ τοὺς προέδρους τῶν κοινοτήτων διαφόρων χωριῶν καὶ κωμοπόλεων τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων Δημητριάδος, Λαρίσης, Φθιώτιδος, Χαλκίδος καὶ τοὺς ἐνημερώνει γιὰ τὴν ἔξοδο τῆς σεπτῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας Ξενιᾶς μὲ συνοδοὺς τὸν ἱερέα Λάμπρο Μότσια καὶ τὸν ἱεροδιάκονο θεολόγο Χρύσανθο Μαλάκη, μὲ σκοπὸ τὴ συλλογὴ βοηθημάτων «οὐχὶ πλέον ὑπὲρ τῆς Μονῆς, ἀλλὰ ὑπὲρ τῶν πεινόντων ἀνδρῶν, γυναικῶν καὶ παιδιῶν τῶν ἰδίων κωμοπόλεων καὶ χωρίων ἔνθα λειτουργεῖ συσσίτιον ὑπὲρ αὐτῶν καὶ τῆς πόλεως Βόλου ἔνθα ἡ ἔλλειψις ἄρτου καὶ ἄλλων τροφίμων εἶναι τόσον τρομακτικὴ ὥστε πολλοί ἀποθνήσκουν ἐκ πείνης».

«Τὸ μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς ὑπῆρξε φυλακτήριο πολλῶν πολυτίμων πραγμάτων, κυρίως προικῶν κοριτσιῶν, ἀπὸ τὰ γύρω χωριά προκειμένου νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὸ κάψιμο. Οἱ  Ἰταλοὶ μετὰ τὴν ἐμφάνιση τῶν ἀνταρτῶν ἔκαψαν χωριὰ στὴν ἐπαρχία Ἁλμυροῦ μὲ ἀποτέλεσμα ἑκατοντάδες πυροπαθεῖς νὰ καταφεύγουν ἄστεγοι στὸ μοναστήρι».

Ὁ ἡγούμενος τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς Καλλίνικος Χατζηιωάννου, μὲ ἔγγραφό του τῆς 17-10-1943 πρὸς τὸν Μητροπολίτη, ἀναφέρει ὅτι  «ἐν τῇ μονῇ διαμένουσι περὶ τοὺς 150 – 200 πυροπαθεῖς κ.τ.λ. ἐκ τῶν πέριξ χωρίων σιτιζόμενοι ἐκ τῆς Μονῆς. Οἱ μοναχοὶ Μετεώρων ἀνεχώρησαν ἐντεῦθεν διὰ τὰς μονάς των. Τοὺς ἐδώκαμεν ἡμεῖς 150.000 δραχμὰς.  Παρακαλῶ εὐλαβῶς ὅπως εὔχεσθε δι’ ἐμὲ ἵνα ὁ Κύριος μοὶ χαρίζῃ ὑπομονή».[19]

Σημαντικὴ ἦταν ἡ συμπαράσταση καὶ βοήθεια τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ στὴν ἔνοπλη ἀντίσταση τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ κατὰ τῶν κατακτητῶν.

Ἡ λεπτομερὴς καὶ ἡμερολογιακὴ ἀναφορὰ στὴ συνεισφορὰ τοῦ Μοναστηριοῦ στὸν τομέα αὐτὸν εἶναι καθαρὰ ἱστορία τῆς ἔνοπλης ἀντίστασης τοῦ λαοῦ μας κατὰ τῶν κατακτητῶν καὶ δὲν ἔχει θέση στὴν ἐργασία μας τούτη.

Θα κάνουμε, λοιπόν, μία περιληπτικὴ ἀναφορά, μία ἀποσπασματικὴ καταγραφὴ τῆς βοήθειας αὐτῆς, χρησιμοποιῶντας συγκεντρωτικὰ πληροφορίες ἀπὸ ἀποσπάσματα καὶ ἔγγραφες μαρτυρίες ποὺ κατατίθενται καὶ διασταυρώνονται στὴν ἐργασία τοῦ Δημήτρη Τσιλιβίδη, τὴν ὁποία προμνημονεύσαμε, στὸ δίτομο ἔργο  τῆς Νίτσας Κολιοῦ «Ἄγνωστες πτυχὲς Κατοχῆς καὶ Ἀντίστασης, 1941-1944» καὶ στὸ ἔργο τοῦ Μητροπολίτη Δημητριάδος Ἰωακείμ, «Μεταξύ κατακτητῶν καὶ ἀνταρτῶν».

Οἱ μοναχοὶ τῆς Ξενιᾶς, μετέχοντας ἐνεργὰ στὴν προπαρασκευὴ τοῦ ἔνοπλου ἀγῶνα, ποὺ ἀπὸ τὶς πρῶτες ἡμέρες τῆς Κατοχῆς εἶχε ἀρχίσει στὴν περιφέρεια Ἁλμυροῦ, εἶχαν μετατρέψει τὴν γνωστὴ ἀπὸ παρόμοια περιστατικά «Σπηλιὰ τῆς Παναγίας» σὲ κρησφύγετο ὅλων.

Ὁ καρπὸς τοῦ τεράστιου ἐλαιοκτήματος τῆς Ξενιᾶς στὶς «Νηές» τῆς Σούρπης διατέθηκε ὁλόκληρος γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν ἀνταρτῶν μέχρι καὶ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς χώρας μας ἀπὸ τοὺς κατακτητές.

Τὰ κοπάδια τοῦ Μοναστηριοῦ, ποὺ τόσα πολλὰ εἶχαν προσφέρει στὰ συσσίτια τοῦ Βόλου καὶ του Ἁλμυροῦ, πέρασαν στὴν ἐπιμελητεία τῶν ἀνταρτῶν.

Ὁ Μητροπολίτης Ἰωακεὶμ, σὲ ὑπόμνημά του πρὸς τὴν Ἀρχιεπισκοπὴ τῶν Ἀθηνῶν, ἀνέφερε ὅτι «ὀκτακόσια πενῆντα αἰγοπρόβατα τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς ἐνίσχυσαν τὴν ἐπιμελητεία τοῦ ἀντάρτη».

Τὰ κτίρια καὶ τὰ ὑποστατικὰ τῆς Μονῆς στὸ πάνω καὶ στὸ κάτω κτιριακὸ συγκρότημά της, ἀλλά καὶ στὶς Νηὲς τῆς Σούρπης χρησιμοποιήθηκαν πολλὲς φορὲς καὶ γιὰ μεγάλα χρονικὰ διαστήματα ἀπὸ τοὺς ἀντάρτες, οἱ ὁποῖοι σιτίζονταν μὲ δαπάνες τοῦ μοναστηριοῦ.

Ὁ ἄλλοτε δήμαρχος Ἁλμυροῦ καὶ ἀντιστασιακὸς Ρῖζος Μετσοβίτης βεβαίωσε ὅτι «στὸ μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς ἔγινε σύσκεψη καὶ ἀποφασίστηκε νὰ βοηθηθοῦν οἱ πρῶτοι ἀντάρτες. Ὁ προηγούμενος Εὐσέβιος Μαντζῶρος καὶ ἄλλοι καλόγεροι βοήθησαν πολύ. Τὸ ἴδιο ἔκαμαν καὶ ἀργότερα μὲ τὶς ὁμάδες ποὺ δημιουργήθηκαν τὸ 1943 -44».

Ὁ Θανάσης Πανταζάρας, βολιώτης ἀγωνιστὴς τῆς Ἀντίστασης, βεβαίωσε ὅτι «στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς κατέφυγε μὲ τὴ μονάδα του καὶ ἐκεῖ τοῦ ἀνατέθηκε ἡ ἐπιμελητεία τοῦ τάγματος. Στὸ Μοναστήρι ἔγινε ἀνασυγκρότηση τοῦ τάγματος τοῦ ὁποίου οἱ ἄνδρες ἦταν κατὰ 60% ξυπόλητοι».

Στὴν Κάτω Ξενιὰ γιὰ ἕνα διάστημα λειτούργησε νοσοκομεῖο τῶν ἀνταρτῶν, ὅπως ἀνέφερε καὶ ὁ γιατρὸς Λαυρέντιος  Ἀγορίτσης, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε σ’ αὐτό. Ἡ Τούλα Χασάπη, ἀγωνίστρια τῆς Ἀντίστασης ἐπίσης, βεβαιώνει ὅτι στὸ Μοναστήρι λειτούργησε νοσοκομεῖο.

Ὁ γέροντας Κυπριανὸς Τσιρούκης εἶπε ὅτι «οἱ ἀντάρτες εὕρισκαν καταφύγιο στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς, ὅπου εἶχε δημιουργηθεῖ καὶ μικρονοσοκομεῖο».

Τὸ ἴδιο ἐπιβεβαίωσε καὶ ὁ Μητροπολίτης Δημητριάδος  γράφοντας ὅτι «Ἡ Μονὴ μετεβλήθη εἰς νοσοκομεῖον τῶν ἀνταρτῶν μὲ συναγωνίστριες νοσοκόμους».

Ὁ γέροντας Κυπριανὸς ἀνέφερε ὅτι ὅταν μπῆκε στὴν Ξενιὰ τὸ 1944, ὁπότε εἶχε τελειώσει ὁ ἀντιστασιακὸς ἀγῶνας κατὰ τῶν κατακτητῶν, τὸ Μοναστήρι, ἐξαιτίας αὐτῶν τῶν προσφορῶν του, ἦταν σὲ κακὸ χάλι ἐξαντλημένο τελείως οἰκονομικά. Δὲν εἶχε οὕτε καλλιέργειες, οὔτε ποίμνια, οὔτε πόρους, ἀκόμα καὶ τὸ ἐσωτερικὸ τῶν κελιῶν ἦταν σὲ κακὴ κατάσταση.

Ἕνα ἔγγραφο τῆς Ι. Μ. Δημητριάδος, μὲ ἡμερομηνία 3 Ἰουνίου 1944, πρὸς τὸν ἀντιπρόσωπο  τοῦ Δ. Ε. Σταυροῦ Βόλου, Ἐλβετὸ δρ. E. R. Haenni, περιγράφει τὴν τραγικὴ οἰκονομικὴ  καὶ ἐπισιτιστικὴ κατάσταση τῆς Μονῆς Ξενιᾶς καὶ ζητεῖται βοήθεια μὲ λίγα τρόφιμα.

Θα κλείσουμε τὸ κεφάλαιο τοῦτο μὲ τὰ καταληκτικὰ λόγια τοῦ Δημήτρη Τσιλιβίδη:

«Ἡ Παναγία Ξενιὰ «τῶν ἀκρίδων διωλέσασα σμῆνος τὸ ὀλέθριον καὶ τοῖς πόρρω καὶ ἐγγύς πᾶσι δώσασα τὴν ἴασιν» ἀποκάλυψε τὸ «ἀλεξίκακον τῆς εἰκόνας της ἀπέναντι στὴ βία, τὴν πεῖνα, τὴν ἀρρώστια, τὴ φωτιά καὶ τὸ κρύο, τὴν προδοσία καὶ τὸν καταναγκασμό.

Κάτω ἀπὸ τὴν ἱερὴ της σκέπη βρῆκαν παρηγοριά καὶ προστασία γέροντες καὶ παιδιὰ, καμένοι καὶ ἄστεγοι, καταδιωγμένοι καὶ λαβωμένοι, σύμμαχοι ξένοι στρατιῶτες καὶ  Ἕλληνες πατριῶτες τῆς Ἀντίστασης.

Οἱ μοναχοὶ καὶ ὁ λαὸς τῆς Παναγίας Ξενιᾶς κράτησαν τὸ μοναστήρι πραγματικὸ «φυλακτήριο» τῶν θρησκευτικῶν καὶ ἐθνικῶν μας παραδόσεων στὰ σταυρικὰ χρόνια τοῦ Πολέμου καὶ τῆς Κατοχῆς 1940 -1944».

 

Ἡ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς στὴν περίοδο 1945  -1949

Στὰ δύσκολα χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν γερμανοϊταλικὴ κατοχὴ τὸ Μοναστήρι τῆς  Ξενιᾶς προσπάθησε νὰ ἐπουλώσει τὶς πληγὲς ποὺ ὑπέστη, νὰ ἐπανακτήσει τὴν ἀκμὴ ποὺ εἶχε καὶ νὰ παίξει τὸν ρόλο ποὺ ἔπαιζε στὶς  ἥσυχες καὶ ἤρεμες ἐποχές.

Ἐπιθυμῶντας νὰ στηριχτοῦμε καὶ πάλι σὲ γραπτὲς καὶ μόνο πηγὲς θὰ παραθέσουμε κάποια χαρακτηριστικὰ κείμενα ποὺ διασώθηκαν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ στὸ ἀρχεῖο τοῦ Μοναστηριοῦ.

Μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες προσφορὲς τοῦ Μοναστηριοῦ πρὸς τὸ Κράτος μας κατὰ τὸν πόλεμο τοῦ 1940, τὸ Μοναστήρι εἶχε προσφέρει τοὺς «ἀρωτριῶντας ἡμιόνους» του, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπιταχθεῖ γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ στρατοῦ μὲ τὴν ἔναρξη τοῦ πολέμου. Τὰ ζῶα αὐτὰ χάθηκαν κατὰ τὴ  διάρκεια τοῦ πολέμου. Τὸ Μοναστήρι χρειάζονταν τέτοια ζῶα.

Τὸ παρακάτω ἔγγραφο τοῦ Μητροπολίτη Δημητριάδος γιὰ λογαριασμὸ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς εἶναι ἀρκετὰ διαφωτιστικό αὐτῆς τῆς προσπάθειας:

«ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ

Αριθ. Πρωτ. 698                            Ἐν Βόλῳ  τῇ 13 Μαΐου 1946

Πρὸς τὸν ἐπαρχιακὸν γεωπόνον Ἁλμυροῦ

κ. Γ. Παπαστεργίου  εἰς Ἁλμυρόν.

Ὡς εἶναι ὑμῖν γνωστὸν ἡ Ἱερά Μονὴ Ξενιᾶς εἶχεν ἀρωτριῶντας ἡμιόνους τοὺς ὁποίους τὸ Κράτος ἐπέταξεν κατὰ τὸν πόλεμον καὶ ἤδη ἡ Μονὴ στερεῖται τοιούτων διὰ τὰς γεωργικὰς ἐργασίας της καὶ λοιπὰς ἀνάγκας αὐτῆς χωρὶς νὰ ἔχῃ λάβει ἀποζημίωσιν τινά.

Δι’ ὅ προαγόμεθα νὰ παρακαλέσωμεν ὑμᾶς ὅπως ἐκ τῶν κομισθέντων ἐξ Ἀμερικῆς καὶ Μεξικοῦ ἡμιόνων χορηγήσητε εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Ξενιᾶς ἀντὶ μιᾶς λογικῆς τιμῆς δύο τουλάχιστον νέους ἡμιόνους ἵνα ἀνακουφισθῇ ἐκ τῶν μεγάλων ζημιῶν τὰς ὁποίας ἔχει ὑποστῇ κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ πολέμου καὶ τῆς κατοχῆς.

Μετὰ τιμῆς καὶ εὐχῶν πρὸς Θεὸν

Ὁ Δημητριάδος Ἰωακείμ» .

 

Στὴν ἴδια παραπάνω προσπάθεια γιὰ τὴν ἀπόκτηση καὶ πάλι ἐκ μέρους τῆς Μονῆς Ξενιᾶς κάποιων περιουσιακῶν στοιχείων, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἀσκήσει καὶ πάλι τὸν παλιὸ εὐεργετικό του ρόλο πρὸς τὸ λαὸ τῆς γύρω ἀπὸ αὐτὸ περιοχῆς, ἐντάσσεται καὶ τὸ παρακάτω ἔγγραφο, ποὺ μᾶς συμπληρώνει ἀλλὰ καὶ ἐπιβεβαιώνει κάποια ἀπὸ ὅσα ἀναφέρθηκαν παραπάνω:

«Τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον

τῆς ἐν Ἱερᾷ Μητροπόλει Δημητριάδος

Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς Κοίμησις τῆς Θεοτόκου

Ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Ξενιᾶς τῇ 28 Αὐγούστου 1945

Διὰ τοῦ παρόντος τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς παρέχει τὴν εἰδικὴν ἐντολὴν καὶ τὸ δικαίωμα εἰς τὸν ὑπηρέτην τῆς Μονῆς Σταμούλην Πολύζον, καταγόμενον ἐκ τοῦ χωρίου Μακρινίτσα τῆς Νομαρχίας Μαγνησίας Βόλου, ὅπως μεταβῇ εἰς τὸ χωρίον Μπλάζι τῆς Καρδίτσας καὶ παραλάβῃ ἀπὸ τὸν Κλεομένην Μηλιώνην, κάτοικον τοῦ εἰρημένου χωρίου, τὴν ἡμίονον τῆς Μονῆς, ἥν οὗτος παρανόμως κατέχει κατὰ τὴν ἰδίαν αὐτοῦ ὁμολογίαν, παραλαβὼν ταύτην ἀπὸ τὸν ΕΛΑΣ. Τὸ εἰρημένον ζῶον εἶναι γένους θηλυκοῦ ἐτῶν 15-16, μετρίου ἀναστήματος, χρώματος γκέσου.

Τὴν ἀσφαλῆ ταύτην πληροφορίαν μετέδωσεν ἡμῖν ὁ ἐθνοφύλαξ Δημήτριος Ε. Ζυγογιάννης, ποιμὴν τῆς Μονῆς ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν καὶ γνωρίζων καλῶς τὸ ζῶον, ἀνήκων ἤδη εἰς τὸ 301 τάγμα, 4ον λόχον τῆς Καρδίτσης, ὅστις ἐλθὼν ἐνταῦθα ἐπ’ ἀδείᾳ μᾶς ὁμολόγησεν τὰ ἀνωτέρω καὶ ὅτι εἶδεν προσωπικῶς τὸν ὡς ἄνω Κλεομένην Μηλιώνην, ὅν καὶ προσήγαγε ἐνώπιον τοῦ λοχαγοῦ του καὶ κατέσχε τὸ ζῶον μὲ τὴν ἐντολὴν ὅπως ἡ Μονὴ ἀποστείλῃ ἄνθρωπόν της πρὸς παραλαβήν.

Ἐφ’ ᾧ χορηγοῦμεν τὸ παρὸν ὅπως χρησιμεύσῃ αὐτῷ ὅπου δεῖ διὰ τὴν ἀσφαλῆ παράδοσιν τῆς ἡμιόνου εἰς τὸν ἐπιφέροντα ὑπηρέτην τῆς Μονῆς Σταμούλην Πολύζον.

Τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον

ἡγούμενος Καλλίνικος

μοναχὸς Χατζηϊωάννης.

Ἀριθ. 180.

Ἐπικυροῦται ἐξ ὁλοκλήρου τὸ περιεχόμενον τοῦ ἄνω ἐγγράφου καὶ παρακαλοῦμεν πάσας τὰς στρατιωτικάς, ἀστυνομικὰς καὶ πολιτικὰς  ἀρχὰς τοῦ νομοῦ Τρικάλων  ὅπως παράσχωσι πᾶσαν διευκόλυνσιν εἰς τὸν ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς ἀποστελλόμενον Σταμούλην Πολύζον ἵνα παραλάβῃ διὰ λογαριασμὸν τῆς Μονῆς τὴν περιγραφομένην ἡμίονον.

Ἐν Βόλῳ τῇ 30 Αὐγούστου 1945

Ὁ Δημητριάδος Ἰωακείμ» .

 

Σημαντικὴ ἦταν ἡ προσφορὰ τοῦ Μοναστηριοῦ πρὸς τὸ λαὸ τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ στὰ πρώτα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια.

Κατὰ τὸ καλοκαίρι τοῦ 1945 καὶ 1946 ἱδρύθηκαν Παιδικὲς Εξοχὲς στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς γιὰ τὰ ἄπορα καὶ φτωχὰ παιδιὰ τῆς πόλης  καὶ τῆς περιφέρειας τοῦ Ἁλμυροῦ.  Στὰ δύο αὐτὰ χρόνια φιλοξενήθηκαν στὶς κατασκηνώσεις αὐτὲς  ἀπὸ  900 περίπου παιδιά κάθε χρόνο.

Μὲ τὸ τέλος τοῦ Πολέμου τοῦ 1940 καὶ τῆς Κατοχῆς τῆς χώρας μας ἀπὸ τὰ ἐχθρικὰ στατεύματα ἄρχισαν νὰ ἔρχονται καὶ πάλι σὲ ἐπαφὴ καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὸ Μοναστήρι οἱ χιλιάδες ἀνθρώπων ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας ποὺ συνήθιζαν νὰ τὸ ἐπισκέπτονται, νὰ προσκυνοῦν τὴν Παναγία καὶ νὰ βρίσκουν σ’ αὐτὸ τὴν παρηγοριὰ καὶ ἀνακούφιση ποὺ ἐπιζητοῦσαν στὴ ζωή τους.

Χαρακτηριστικὸ αὐτοῦ τοῦ πνεύματος τοῦ δεσμοῦ τοῦ λαοῦ μὲ τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς ποὺ εἶχε διακοπεῖ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ πολέμου καὶ τῆς γιὰ τὴν  ἀποκατάσταση ταῆς παλιᾶς ἐπικοινωνίας εἶναι τὸ πανηγυρικὸ περιεχόμενο τῆς παρακάτω ἐπιστολῆς ποὺ στάλθηκε στὸν ἡγούμενο τοῦ Μοναστηριοῦ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα στὶς 15 Φεβρουαρίου 1945:

«Ἐν Ἀθήναις τῇ 15 – 2 -1945

Πολυσέβαστε καὶ πολυπόθητε γέροντα πάτερ Καλλίνικε,

ἀσπάζομαι εὐλαβῶς τὴν δεξιάν σας.

«Ἀλλαλάξατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ, ὅτι ἐδοκίμασας ἡμᾶς, ὁ Θεός. Ἐπύρωσας ἡμᾶς, ὡς πυροῦται τὸ ἀργύριον· εἰσήγαγες ἡμᾶς εἰς τὴν παγίδα, ἔθου θλίψεις ἐπὶ τὸν νῶτον ἡμῶν, ἐπεβίβασας ἀνθρώπους ἐπὶ τὰς κεφαλὰς ἡμῶν, διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος. Ἔδειξας τῷ λαῷ σου σκληρά, ἐπότισας ἡμᾶς οἶνον κατανύξεως. Ἐπίστρεψον, Κύριε, ἕως πότε; Καὶ παρεκλήθητι ἐπὶ τοῖς δούλοις σου. Ἐπίστρεψον ἡμᾶς ὁ Θεὸς τῶν σωτηρίων ἡμῶν καὶ ἀπόστρεψον τὸν θυμόν σου ἀφ’ ἡμῶν, μὴ εἰς  τοὺς αἰῶνας ὀργισθῇς ἡμῖν. Καὶ ἐμνήσθη ὅτι σὰρξ εἰσι πνεῦμα πορευόμενον  και οὐκ ἐπιστρέφον. Αὐτὸς δε ἐστι οἰκτίρμων  καὶ ἱλάσκεται ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῶν, ὅτι ἐν τῇ ταπεινώσει ἡμῶν ἐμνήσθη ἡμῶν ὁ Κύριος καὶ ἐλυτρώσατο ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ. Εὐφρανθείημεν ἀνθ’ ὧν ἡμερῶν  ἐταπείνωσας ἡμᾶς, ἐτῶν, ὧν εἴδομεν κακά».

Ἀπὸ αὐτὰ τὰ θεόπνευστα λόγια κατανοεῖτε ὁποῖα συναισθήματα κατεῖχον τὰς ψυχάς μας καθ’ ὅλον αὐτὸ τὸ διάστημα τῆς ποικίλης δουλείας. Ἀλλ’ αὐτὴ ἡ ἐξωτερικὴ δουλεία πηγάζει ἐκ τῆς ἐσωτερικῆς, ἰδίως εἰς ἐμὲ ὁ ὁποῖος ἐθρήνησα πικρὰ κατὰ τὸ τελευταῖον ἔτος, ὅπως κάποτε σᾶς ἔγραψα διότι δὲν κατάλαβα ἀκόμη ὅτι πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλος ἐστὶ τῆς ἁμαρτίας καὶ ὅτι ἐὰν ὁ Υἱὸς ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ ὄντες έλεύθεροι ἔσεσθε. Δὲν ἠμπορῶ ὅμως ἐδῶ νὰ σᾶς περιγράψω τὸν ψυχικόν μου πόνον. Ἐλπίζω ὅτι ὁ Κύριος θὰ μᾶς συναντήσῃ καὶ πάλιν διὰ νὰ τὰ ποῦμε στόμα πρὸς στόμα.

Ἀλλὰ νομίζω ὅτι πολὺ ἀσχολοῦμαι μὲ τὴν μελαγχολίαν καὶ μὲ τὸν ἑαυτόν μου. Γιὰ πέστε μου σᾶς παρακαλῶ σεῖς πῶς εἶστε; Μοὶ εἶπεν μὲν ὁ κύριος Τζάμος ὅτι σᾶς εἶδε ὅτι εἶστε καλὰ ἀλλὰ αὐτὸ δὲν μὲ φτάνει. Θέλω νὰ μάθω πολλὰ. Εὐτυχῶς ὅτι καὶ ὁ Σεβασμιώτατος μὲ ἔγραψεν ὄτι εἶσθε ὅλοι καλά. Καὶ δὲν μποροῦσε νὰ γίνῃ διαφορετικά.

Ὥστε, λοιπόν, ἔφυγαν ὅλοι οἱ φόβοι; Οἱ Ἰταλοί; Οἱ Γερμανοί;  Ὁ Κορδίστας; οἱ Κουκουέδες; οἱ… οἱ …. οἱ….

Πῶς ἐγένοντο εἰς ἐξάπινα ἐρήμωσιν ἀπώλοντο. Εὐλογητὸς Κύριος ὅς οὔκ ἔδωκεν  ἡμᾶς εἰς θήραν τοῖς ὀδοῦσιν αὐτῶν. Ἡ ψυχὴ ἡμῶν ὡς στρουθίον ἐρρύσθη ἐκ τῆς παγίδος τῶν θηρευόντων· ἡ παγὶς συνετρίβη, καὶ ἡμεῖς ἐρρύσθημεν.

Ὅλοι ἐδῶ οἱ ἡμέτεροι εἶναι πολὺ καλά. Καὶ ἡ ἀδελφότης δόξα τῷ Θεῷ δὲν ἔπαθεν τίποτε. Οὔτε τὸ οἴκημά της, οὔτε τὸ Οἰκοτροφεῖον. Σεῖς ἐπάθατε μεγάλας ζημίας; Τὶ γίνονται τὰ ζῶα τῆς Μονῆς; Ὑπάρχουν τὰ βόδια; τὰ πρόβατα; τὰ γίδια; ὡς καὶ τὰ σμέτια;

Αὐτὰ τὰ θυμᾶμαι διότι τὰ ὁμοιάζω μὲ τὴν πνευματικήν μου κατάστασιν. Οἱ ὑλικοὶ φίλοι τῆς Μονῆς πῶς εἶναι μετὰ τῶν ποιμένων; Ὁ ἀγαπητὸς κύριος Ἰωάννης Βούλγαρης, ὁ Κάπας Γκρίνιας, ὁ Ντάνης καὶ λοιποὶ πῶς εἶναι;

Εἰς ὅλους σᾶς παρακαλῶ προσφέρετε τοὺς θερμούς μου χαιρετισμούς. Εἰς τοὺς ἁγίους πατέρας τῆς Μονῆς καὶ εἰς τὴν ἐν Βόλῳ οἰκογένειάν σας, διὰ τοὺς ὁποίους ἔμαθον ἀπὸ τὸν Σεβασμιώτατον ὅτι εἶναι καλά, προσφέρετε παρακαλῶ τὰ προσκυνήματά μου.

Δεχθῆτε καὶ ἀπὸ τὴν μητέρα μου, τὰς ἀδελφάς μου, τοὺς γαμπρούς μου καὶ τὸν Βασιλάκην τὰ ταπεινὰ σέβη των καὶ θερμὰ συγχαρητήρια ἐπὶ τῇ διασώσει πάντων. Παρακαλῶ ὅπως εὔχεσθε καὶ ὑπὲρ ἐμοῦ.

Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας.

Ὑμέτερος

Π. Γ. Βανακάρης, ἰατρός» .

 

Ἕνα πολύ σύντομο δημοσίευμα τῆς βολιώτικης ἐφημερίδας «Ταχυδρόμος» τῆς 26 Μαρτίου 1948, ἄν καὶ πολὺ ἀποσπασματικό, μᾶς δίνει μία μικρὴ εἰκόνα τῶν μεγάλων δυσκολιῶν καὶ προβλημάτων ποὺ ἀντιμετώπιζε τὸ Μοναστήρι στὰ χρόνια τῶν ἐμφυλίων ἀναταραχῶν καὶ διενέξεων τῆς περιόδου 1945 -1949:

«Κατὰ τὰς πληροφορίας μας τὰς τελευταίας ἡμέρας συμμορίται μετέβησαν εἰς τὴν Μονὴν Ξενιᾶς περιφερείας Ἁλμυροῦ καὶ ἐξεδίωξαν τοὺς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι κατέφυγον εἰς Βόλον. Οἱ συμμορίται ἀφήρεσαν  ἀπὸ τὸ Μοναστήρι περὶ τὰ 500 πρόβατα».

Κατατοπιστικὸ γιὰ τὰ προβλήματα ποὺ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει τὸ Μοναστήρι στὰ δύσκολα μετακατοχικὰ χρόνια τῶν ἐμφυλίων ἀναταραχῶν εἶναι ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Μητροπολίτη Δημτριάδος Ἰωακεὶμ «Μεταξὺ κατακτητῶν καὶ ἀνταρτῶν»:

«Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς ἀπεξενώθη τελείως τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Μητροπολίτου καὶ ἔπαυσε πρὸ πολλοῦ νὰ ἐπικοινωνῇ μετ’ αὐτοῦ. Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον κατηργήθη καὶ ἡ διοίκησις καὶ διαχείρισις τῆς μοναστηριακῆς περιουσίας ἀνετέθη εἰς λαϊκὰ πρόσωπα χωρὶς νὰ γνωρίζῃ κανεὶς ποῦ καὶ πῶς διατίθενται τόσα τρόφιμα, τὰ ὁποῖα ἀφῃρέθησαν ἀπὸ τὴν Μονήν.

Ὁ μοναχὸς Κυριακὸς ἀπεμονώθη εἰς τὸ κελλίον του χωρὶς ἀσφαλῶς νὰ ὑπάρχῃ λόγος, διότι οὗτος εἶναι εἷς τῶν Καλλιτέρων καὶ ἐργατικωτέρων άδελφῶν τῆς Μονῆς. Ἐπίσης ἀφῃρέθησαν καὶ χρήματα ἐκ τοῦ ταμείου τῆς Μονῆς, χωρὶς νὰ εἶναι γνωστὸν ἄν ταῦτα διετέθησαν δι’ ἐθνικοὺς σκοπούς.

Εἰς τὴν ἰδίαν Μονὴν συνεκλήθη ὑπὸ τῶν ἀνταρτῶν καὶ συνέλευσις ταῶν ἱερέων τῆς ἐπαρχίας Ἁλμυροῦ εἰς τὴν ὁποίαν ἑπεχρεώθησαν ὑπὸ τῶν ἀνταρτῶν νὰ ψηφίσουν ὅτι παύουν  νὰ ἔχουν σύνδεσμον μὲ τὸν Μητροπολίτην. Ἡ δὲ Μονὴ μετεβλήθη εἰς νοσοκομεῖον τῶν ἀνταρτῶν μὲ συναγωνιστρίας νοσοκόμους».

 

Ἡ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς στὴ Νεότερη Ἱστορία

Τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καὶ στὰ νεότερα χρόνια βοήθησε στὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἀναγκῶν τῆς πατρίδας μας σὲ δύσκολες καταστάσεις.

Τὰ κτίρια τοῦ Μετοχίου τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τοῦ γνωστοῦ ὡς Κάτω Μονὴ Ξενιᾶς, χρησιμοποιήθηκαν γιὰ τὴν στέγαση τῶν οἰκογενειῶν τῶν ἀξιωματικῶν τῆς 111ης Πτέρυγας Μάχης τῆς Ἀεροπορίας στὶς κρίσιμες περιόδους ποὺ ἀκολούθησαν τὸ πραξικόπημα τῆς 21ης Ἀπριλίου 1967 καὶ τὴν εἰσβολὴ τῶν Τούρκων στὴν Κύπρο τὸν Ἰούλιο τοῦ 1974.

Ἐπειδὴ γιὰ λόγους προστασίας τους ἔπρεπε νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὰ σπίτια τους στὸ Ἀεροδρόμιο στεγάστηκαν στὰ κελιὰ τοῦ Μοναστηριοῦ. Τὰ ἐπιτελικὰ σχέδια μάλιστα τῶν ἁρμοδίων ἀρχῶν προέβλεπαν, ἀπὸ ὅσα διαφαίνονται ἀπὸ τὰ παρακάτω ἔγγραφα, τὴν μόνιμη χρησιμοποίηση τῶν κελιῶν τοῦ Κάτω Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, γιὰ τὸν ἴδιο  σκοπό, ὅταν καὶ ἐὰν παρουσιαζόταν παρόμοια ἀνάγκη.

Στὶς 31 Μαρτίου τοῦ 1975, ὅταν εἶχε περάσει ἡ κρίση τοῦ 1974, ὁ Μητροπολίτης Δημητριάδος ἔστειλε «Πρὸς τὸν ἀξιότιμον κ. κ. Σωτήριον Παπακωνσταντίνου, Διοικητὴν 111ης Πτέρυγος Μάχης, Νέαν Ἀγχίαλον» τὴν παρακάτω ἐπιστολή:

«Ἀγαπητέ μοι κ. Διοικητά,

Κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς ἐπιστρατεύσεως τοῦ παρελθόντος Ἰουλίου, [20] καὶ ἕνεκα τῆς ἐπικειμένης τότε πολεμικῆς συρράξεως, ἐχρησιμοποιήθη ἐκτάκτως ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς, ὡς τόπος ἐγκαταστάσεως τῶν οἰκογενειῶν  τῶν κ. κ. Ἀξιωματικῶν τῆς καθ’ ὑμᾶς 111ης Πτέρυγος Μάχης.

Ἡ ἐπὶ ἀρκετὰς τότε ἡμέρας οὐσιαστικὴ ἐπίταξις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς διὰ τὸν διαληφθέντα λόγον ἐδημιούργησε σοβαρὰ προβλήματα εἰς τὴν ἐν αὐτῇ ἀσκουμένην Ἀδελφότητα τῶν μοναχῶν, ἅτινα δι’ εὐνοήτους λόγους δὲν ἐκρίθη σκόπιμον νὰ ἐξωτερικευθῶσιν τότε, ἕνεκα τῆς γενικωτέρας καταστάσεως ἐξαιρέτου ἐθνικῆς ἀνάγκης, ἥτις ἐπέβαλλε θυσίας εἰς πάντας.

Ἔκτοτε καὶ μέχρι σήμερον πληροφορίαι σποραδικῶς καταφθάνουσαι ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ φέρουσι ταύτην μονίμως ἐπιλεγεῖσαν ὡς καταφύγιον τῶν ὡς εἴρηται οἰκογενειῶν εἰς περίπωσιν συναγερμοῦ, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ προκαλῆται τόσον εἰς ἡμᾶς, ὡς πνευματικῶς Προϊσταμένην τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρχήν,  ὅσον καὶ εἰς τὴν Ἀδελφότητα αὑτῆς, ἡ ἀπορία πῶς ἐν ἀγνοίᾳ καὶ ἄνευ τῆς ἐγκρίσεως ἡμῶν εἶναι δυνατὸν νὰ χρησιμοποιηθῇ καὶ αὖθις, ὡς καταυλισμὸς στρατιωτικῶν οἰκογενειῶν ὁ χῶρος οὗτος, καὶ δὴ καὶ εἰς ἐποχὴν καθ’ ἥν οὐδεμία δικαιολογία εἶναι δυνατὸν νὰ εὐσταθήσῃ πρὸς λῆψιν ἑνὸς τοιούτου μέτρου, ἐφ’  ὅσον ἔχει ἤδη μεσολαβήσει ὑπερικανὸς χρόνος διὰ τὴν ἄνετον ἐπιλογὴν ἑτέρου καταλλήλου χώρου πρὸς ἀσφαλῆ ἐγκατάστασιν τῶν περὶ ὧν ὁ λόγος οἰκογενειῶν.

Ἐν ὄψει τῶν ἀνωτέρω, παρακαλοῦμεν θερμῶς ὅπως, ἀντὶ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς, ἐπιλέξητε ἐγκαίρως ἕτερον τόπον διὰ τήν, ἐν περιπτώσει κινδύνου, μεταφορὰν καὶ ἐγκατάστασιν τῶν γυναικοπαίδων τῆς ὑμετέρας εὐθύνης, δεδομένου ὅτι ὁ χῶρος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς προορίζεται δι’ ἄλλους σκοπούς, τοὺς ὁποίους δὲν ἀγνοεῖτε, καὶ ἐν πάσῃ περιπτώσει δὲν εἶναι ὀρθὸν νὰ ἐκλαμβάνηται συνεχῶς ὡς παρέχων τὴν πλέον εὔκολον καὶ πρόχειρον λύσιν.

Πέποιθα κ. Διοικητά, ὅτι ἐν κατανοησει τῶν ὡς ἄνω ἀπόψεων ἡμῶν, θὰ μεριμνήσητε διὰ τὴν ρύθμισιν τοῦ ζητήματος τούτου.

Εὐχέτης ὑμῶν πρὸς Κύριον

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

(Ὑπογραφή)».

 

Ὁ Διοικητὴς τῆς 111ης Πτέρυγος Μάχης, ἀπαντῶντας στὴν παραπάνω ἐπιστολή, ἔστειλε πρὸς τὸν «Σεβσμιώτατον Μητροπολίτην Δημητριάδος κ. κ. Χριστόδουλον» τὴν ἑξῆς ἀπάντηση:

«Σεβασμιώτατε,

Εἰς ἀπάντησιν τῆς ἀπὸ 31-3-75 Ὑμετέρας ἐπιστολῆς σπεύδω νὰ πληροφορήσω τὴν Ὑμετέρα Ἁγιότητα ὅτι ἡ Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς ἐχρησιμοποιήθη ὡς καταφύγιον τῶν γυναικοπαίδων τῆς 111ης Πτέρυγος Μάχης δὶς κατὰ τὸ παρελθόν, ἤτοι ἔν ἔτεσι 1967 καὶ 1974 καὶ κατόπιν τῶν γνωστῶν εἰς πάντας πολεμικῶν Κρίσεων. Τοῦτο καθ’ ὅσον δύναμαι νὰ ἐνθυμηθῶ εἶχεν συμφωνηθῇ πρὸ δεκαετίας καὶ πλέον, μεταξὺ τῶν προγενεστέρων ποιμεναρχῶν τῆς καθ’ Ὑμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καὶ τῶν Διοικητῶν τῆς 111ης Πτέρυγος Μάχης.

Ἐπίσης ἔρχομαι νὰ πληροφορήσω Ὑμᾶς ὅτι ἡ παροῦσα Διοίκησις τῆς Μονάδος οὐδέποτε ἐσκέφθη ὅτι ἐν ἀγνοίᾳ Ὑμῶν ἠδύνατο νὰ χρησιμοποιήσῃ τὴν Ἱερὰν Μονὴν ὡς καταφύγιον, ἔστω καὶ ὑπὸ ἄκρως δυσμενεῖς συνθήκας, διὰ τὰ γυναικόπαιδα τῆς Πτέρυγος, συνθήκας αἵτινες ὡς ἐκ τῆς φύσεώς των ἐπέρχονται εἰς χρόνον ἀνύποπτον καὶ ἐν πολλοῖς ΜΗΔΕΝ.

Διὰ  τῆς πρὸ ὀφθαλμῶν μου ἐπιστολῆς Σας κρίνετε ὡς ἀδικαιολόγητον τὴν ἐπιλογὴν τῆς ἐν λόγῳ Μονῆς ὡς καταφύγιον τῶν οἰκογενειῶν τῆς 111ης Πτέρυγος Μάχης καὶ συνιστᾶτε ὅπως ἐπιλεγῇ ἕτερος τόπος πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον.

Ἡ Διοίκησις τῆς Πτέρυγος δὲν δύναται νὰ παραβῇ τὴν Ὑμετέραν ἐπιθυμίαν -ἔστω καὶ ἄν τοῦτο δημιουργῇ ἕν τεράστιον πρόβλημα εἰς ταύτην  καὶ θέλει ἐξηγήσει εἰς τὴν Ἁγιότητά Σας κατὰ τὴν πρώτην μελλοντικὴν συνάντησίν μας, ἐφ’ ὅσον δοθῇ ἡ ἄδεια –  καθ’ ὅτι πιστεύω ἀκραδάντως ὅτι ἡ Ὑμετέρα κρίσις σταθμίσασα ἅπαντας τοὺς παράγοντας ἀποκλείει εὐλόγως τὴν Ἱερὰν Μονὴν Παναγίας Ξενιᾶς ὡς τόπον καταφυγίου τῶν γυναικοπαίδων τῆς ἡμετέρας Μονάδος.

Εὐχόμενος ὅπως ὁ Κύριος σταθῇ ἀρωγὸς εἰς ἅπαντας ἀσπάζομαι τὴν δεξιὰν σας.

(Ὑπογραφή)

Σωτήριος Παπακωνσταντίνου

Σμήναρχος (Ι)».

[1] Ὁ τάφος του βρισκόταν μέχρι καὶ τοὺς σεισμοὺς τοῦ 1980 στὸ προαύλιο τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Ἁλμυροῦ.

[2] Σήμερα στὸ Ἀρχεῖο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ δὲν βρίσκεται τὸ ἀντίγραφο αὐτό.

[3] Λυκούραση. Εἶναι ἕνα μικρὸ μοναστήρι στὸ βουνὸ Θούριο, μία παραφυάδα τοῦ Παρνασσοῦ. Ἡ Λυκούραση ἦταν τὸ κέντρο ἐξόρμησης τῶν δραστηριοτήτων τοῦ Ἀθανασίου Διάκου. Πληροφορίες γιὰ τὸ μοναστήρι αὐτὸ στὸ βιβλίο τοῦ Εὐθύμιου Δάλκα,  Παναγία Λυκούραση, Ἀθήνα 1981. Στὸ βιβλίο ὑπάρχει καὶ φωτοαντίγραφο τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἀθανασίου Διάκου.

[4] Τζημχανὲς ἤ  τζεμπιχανὲς (λέξη προφανῶς τουρκικῆς προέλευσης) σημαίνει γενικῶς τρόφιμα, φαγώσιμα καὶ ἄλλα ἐφόδια. Στὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Μακρυγιάννη ἀναφέρεται ἡ λέξη: «… Τοῦ εἴπαμεν, θέλομεν καράβια εὐρωπαίικα νὰ βαρκαριστοῦμεν, ὕστερα ὅλα μας τ’ ἄρματα, τρίτο τὸν Χατζηχρήστο καὶ Δεσπότη κι’ ὅλους τοὺς σκλάβους, καὶ τοὺς μιστούς μας. Καὶ τότε τοῦ παραδίνομεν ἐφοδιασμένο κάστρο (ἐφόδιασμα μόνον μὲ τὶς σάπιες πέτρες, ὀλίγος τζεμπιχανὲς ἦταν ἀκόμα καὶ ψωμί πολλὰ ὀλίγον καὶ νερό, νὰ χορτάσουμεν δὲν μπορούσαμεν, ἐκείνη τὴν ἡμέρα νὰ τὸ μεράζαμεν)…».

[5] κουρσούμια στὴν ἐποχή μας λέγονται οἱ σιδερένιες μπίλιες τῶν ρουλεμὰν. Ἐδῶ σημαίνει μολύβδινα σφαιρίδια, χοντρὰ σκάγια ποὺ χρησιμοποιούνταν σὰν βόλια στὶς μάχες. Ἡ λέξη παράγεται ἀπὸ τὸ τουρκικὸ kursum = μόλυβδος. Στὰ Τρίκαλα ὑπῆρχε τὸ «kursum τζαμὶ» (τζαμί μὲ μολύβδινο θόλο).

[6] Μεζηλιάρικα ἄλογα σημαίνει γερὰ καὶ γρήγορα ἄλογα, ταχυδρομικά.

[7] Ἡ προσωπικὴ αὐτὴ σφραγίδα τοῦ Ἀθανασίου Διάκου εἶναι ὠοειδὴς. Στὸ πάνω μέρος της ὑπάρχει ἕνας διπλὸς σταυρὸς ἔχοντας ἀριστερὰ του τὸ γράμμα Α καὶ δεξιὰ του τὸ γράμμα Θ. Στὸ μέσον τῆς σφραγίδας ὑπάρχει δικέφαλος ἀετὸς ἔχοντας ἀριστερὰ του τὸ γράμμα Δ καὶ δεξιά του τὸ γράμμα Κ. Κατὰ μία ἄποψη τὰ γράμματα αὐτὰ σημαίνουν ΑΘ(ανάσιος) Δ(ιά)Κ(ος). Στὰ πόδια τοῦ ἀετοῦ τὸ (ἔτος) 1818.

[8] Κάπερνα, κατὰ τὸν Εὐθύμιο Δάλκα, συγγραφέα τοῦ βιβλίου «Παναγία Λυκούρεση», λεγόταν τότε ἡ Χαιρώνεια.

[9] Κάποιοι ἐρευνητὲς θεωροῦν ὅτι «ραχωβῆτες» εἶναι οἱ κάτοικοι τῆς Ἀράχωβας καὶ ὅτι σ’ αὐτοὺς ἀπευθύνεται, διότι ἡ Ἀράχωβα λεγόταν καὶ Ράχωβα. Ἔχοντας προκαταβολικὰ τὴν ἄποψη αὐτή διάβασαν τὸ «εἰς Ράχοβον» «εἰς Ράχωβαν», Ὡστόσο τὸ «αἰδεσιμότατε ἅγιε πρωτόπαπα καὶ παπᾶ Δημήτρη», εἶναι κατὰ τὴν ἄποψή μας, ἀποτρεπτικὰ αὐτῆς τῆς γνώμης. Τὸ «τοῖς ἀγαπητοῖς ῥαχωβῆτες» μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ κάτω ἀπό τὴ λέξη εἶναι ὀνομασία καλογέρων τοῦ «Ράχοβο» τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

[10] Τὸ ἔγγραφο δημοσιεύθηκε, ἀπὸ ὅσα τουλάχιστον γνωρίζω προσωπικά, γιὰ πρώτη φορὰ, ἀπὸ τὸν μοναχὸ Ζωσιμᾶ Ἐσφιγμενίτη, στὸ Ἡμερολόγιο «Φήμη»,  (ἔτους 1886, Μέρος β΄, σελ. 17), τὸ ὁποῖο ἐκδιδόταν ἀπὸ τὸν ἴδιο στὸ Βόλο, χωρὶς, ὡστόσο, κάποιες ἰδιαίτερες πληροφορίες γι’ αὐτό.  Δὲν ἀναφέρει τίποτε γιὰ τὸ πῶς βρέθηκε στὰ χέρια του καὶ δὲν κάνει κανένα σχολιασμό. Τὸ περιεχόμενό του, μαζὶ μὲ ἕνα κακέκτυπο φωτοαντίγραφό του, δημοσιεύθηκε, ἐπίσης,  στὴν περιοδικὴ ἔκδοση «Πάνορμος» (Ὄργανο τοῦ Συλλόγου τῶν ἁπανταχοῦ Πανορμιτῶν «Ἡ Πάνορμος») στὸ φύλλο ὐπ’ ἀριθ.  8 (Φεβρουάριος – Μάρτιος  2005), χωρίς καὶ πάλι κάποια διασαφηνιστικὰ σχόλια. Ὡστόσο γιὰ μᾶς, εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Διάκου ἀπευθύνεται στοὺς μοναχούς τῆς Μονῆς τοῦ Ραχόβου (Ραχοβίτες) καὶ σὲ κάποιους λαϊκοὺς τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, οἱ ὁποῖοι εἶχαν προηγουμένως συναντηθεῖ μαζί του ἐκεῖ κατὰ τὴν συνάντηση ποὺ ἀναφέρουμε.

[11] Δὲν γνωρίζουμε πότε καὶ μὲ ποιὸν τρόπο ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Ἀθανασίου Διάκου βρέθηκε στὴν Ἐθνική Βιβλιοθήκη. Δὲν γνωρίζουμε ἐπίσης μὲ ποιὸ τρόπο πληροφορήθηκε τὸ περιεχὀμενό της ὁ Ζωσιμᾶς Ἐσφιγμενίτης καὶ τὸ δημοσίευσε. Τὸ πιθανὸτερο, κατὰ τὴ δική μας ἐκτίμηση, εἶναι ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Διάκου νὰ περιλαμβανόταν μεταξὺ τῶν ἐγγράφων ποὺ ἅρπαξε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς ὁ μοναχὸς Ζαχαρίας Καίσαρης, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔχουμε ἀναφέρει σχετικὰ σὲ ἄλλες σελίδες τούτης τῆς ἐργασίας μας. Πιθανὸν νὰ περιλαμβανόταν μεταξὺ τῶν  περιεχομένων τῶν «δύο σφραγισμένων» κιβωτίων, ποὺ παραδίδονταν μυστικὰ ἀπὸ ἡγούμενο σὲ ἡγούμενο τῆς Ξενιᾶς, χωρὶς νὰ ἀναφέρονται στὰ ἐπίσημα πρωτόκολλα παράδοσης καὶ παραλαβῆς, γιὰ τὰ ὁποῖα ἀναφέρουμε καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς, καὶ τὸ περεχόμενο τῶν ὁποίων ποτὲ δὲν μαθεύτηκε.

[12] Τὸ γράμμα γράφεται στὶς 9 Μαΐου. Ἡ ἐξέγερση τῶν Ἁλμυριωτῶν θὰ γινόταν στὶς 8 Μαΐου.

[13] Πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ τὰ 200 ἄτομα ποὺ εἶχε ζητήσει ὁ Ἀθανάσιος Διάκος.

[14] Βλ. Κ. Θ. Γιαννακόπουλος, Η Παναγία Ξενιά και οι δύο ιερές μονές της, Αθήναι 1953.

[15] Τύποις Χ. Συνοδινοῦ- ὁδὸς Λέκκα 7, Ἀθῆναι 1950.

[16] Τὰ παραπάνω διηγήθηκε στὸν Δημήτριο Τσιλιβίδη, ὁ γέροντας Κυπριανὸς, ἐφημέριος τῆς  Ἁγίας Εἰρήνης Ἁλυκῶν Βόλου,  κατὰ τὸ 1988, ὅταν νοσηλευόταν στὴν κλινικὴ Βόλου Γεωργίου Ἰωάννου, ἔχοντας πλήρη πνευματικὴ διαύγεια.

[17] Περίοδος Β΄, τεῦχος  10, Ἁλμυρός 2006, σελ. 117-133.

[18] Ὁ Ἀθαν. Παπαθεοδώρου, ἔφεδρος ἀξιωματικὸς τοῦ Πυροβολικοῦ, πολεμιστὴς τῆς Ἀλβανίας, συνταξιοῦχος δάσκαλος καὶ γέροντας τὸ 1989, ἀφηγήθηκε τὰ παραπάνω στὸ σπίτι του στὴν Πορταριά, στὸν  Δημήτριο Τσιλιβίδη. Ὁ Παπαθεοδώρου πέθανε τὸ 2003.

[19] Ἀρχεῖο Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος, τόμ. Δ΄, ἀριθ. ἐγγρ. 385. Οἱ μοναχοὶ τῶν Μετεώρων, ποὺ ἀναφέρει ὁ ἡγούμενος, ἦταν περίπου δέκα. Εἶχαν συλληφθεῖ καὶ φυλακισθεῖ μαζὶ μὲ τὸν Μητροπολίτη Ἐλασσῶνος Καλλίνικο στὴ Λάρισα. Ὁ Δημητριάδος Ἰωακείμ, ἀμέσως μετὰ τὴ σύλληψή τους, πῆγε στὴ Λάρισα (Ὁ Λαρίσης Δωρόθεος καὶ μετέπειτα ἀρχιεπίσκοπος  ἀπουσίαζε σταθερὰ ἀπὸ τὴν ἕδρα του  σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς Κατοχῆς), τοὺς ἐπισκέφθηκε στὴ φυλακὴ καὶ στὴ συνέχεια κατάφερε νὰ πείσει τὸ Διοικητὴ τῆς Μεραρχίας «Πινερόλο» Ἰνφάντε νὰ διατάξει τὴ μεταγωγὴ τους στὴ Μονὴ Ξενιᾶς μὲ προσωπικὴ εὐθύνη τοῦ Ἰωακείμ. Στὴ Μονὴ φιλοξενήθηκαν γιὰ ἕνα διάστημα καὶ μετὰ ἀναχώρησαν γιὰ τὶς μονές τους. Ὁ Ἐλασσῶνος Καλλίνικος μεταφέρθηκε στὴν Πάτρα μὲ σκοπὸ νὰ φυλακιστεῖ στὴν Ἰταλία, ἀπελευθερώθηκε ὅμως μὲ παρέμβαση τοῦ Ἀθηνῶν Δαμασκηνοῦ.

[20] Ἦταν ἡ περίοδος τοῦ Ἰουλίου τοῦ 1974 καὶ τῆς εἰσβολῆς τῶν Τούρκων στὴν Κύπρο.