Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος δέκατο έβδομο)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Ἡ  ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ Παναγίας Ξενιᾶς)

(συνέχεια απο τα προηγούμενα)

 

Γ΄.Ἡ ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ στὶς σχέσεις του μὲ τὸ λαό.

 

Εἰσαγωγικά

Ὅπως πολλὲς φορὲς ἔχουμε ἀναφέρει, τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας ἤ Παναγίας Ξενιᾶς ἦταν πάντοτε στενὰ δεμένο μὲ τὴν γύρω του κοινωνία, τοὺς ἀνθρώπους της καὶ τὰ προβλήματά τους, εἴτε αὐτὰ ἦταν γενικὰ εἴτε ἦταν ἀτομικά.

Τὸ Μοναστήρι αὐτὸ ἀπὸ τὴν πρώτη τῆς παρουσίας του στὴν περιοχὴ παρουσιάζεται ὡς νὰ ἔχει κύριο σκοπὸ καὶ βασικὴ του ἀποστολὴ τὴν ἐπίλυση τῶν ποικίλων προβλημάτων τῶν ἀνθρώπων ποὺ ζοῦσαν ἐκεῖ τριγύρω. Παρουσιάζεται ὡς νὰ εἶναι ἕνα θεόσταλτο δῶρο σταλμένο γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸν ἀκριβῶς, ἀπὸ ἰδιαίτερη καὶ ξεχωριστὴ  γι’ αὐτοὺς ἀκριβῶς εὔνοια τοῦ Θεοῦ.

Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦσαν στὴν περιοχὴ γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι παρουσιάζονται καὶ συμπεριφέρονται ὡς νὰ τὸ ἔχουν δημιουργήσει οἱ ἴδιοι  παρακινημένοι ἀπὸ μία ἐσωτερικὴ παρόρμηση ἤ ἀπὸ κάποια θεία φώτιση γιὰ νὰ μποροῦν νὰ πορεύονται στὴ ζωή τους μὲ σιγουριά, ἀσφάλεια καὶ ἐπιτυχία.

Ἔχουν ἀποφασίσει ἀπὸ τὴν ἀρχή, καὶ εἶναι σίγουροι ὅτι ἔχουν ἀποφασίσει σωστά, ὅτι μὲ τὸ Μοναστήρι αὐτό, ὡς καθοδηγητικό τους κέντρο, θὰ πορεύονται στὴ ζωὴ καὶ θὰ πορεύονται στὸ σωστὸ δρόμο.

Δὲν εἶχαν ποτὲ κάποια ἀμφιβολία γιὰ τὴν ἐπιλογή τους αὐτὴ. Ἦταν βέβαιοι καὶ γιὰ τὴν σύμφωνη θέληση τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ἀποστολὴ τοῦ Μοναστηριοῦ τους. Εἶχαν καὶ τρανὲς ἀποδείξεις γι’ αὐτὸ.

Δύο «Παναγίες» ἦρθαν ἀπὸ τὸ ἄγνωστο ξαφνικὰ στὸ Μοναστήρι τους γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν τὴν σύμφωνη γνώμη καὶ τὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ.

Ἡ μία «Παναγία» παρουσιάστηκε μιὰ μέρα ἐκεῖ κοντά, περιμένοντας νὰ τὴν φέρουν νὰ μείνει γιὰ πάντα στὸ Μοναστήρι τους αὐτό. Εἶχε καθήσει σὲ ἕνα δέντρο ἐκεῖ κοντὰ τυλιγμένη μέσα σὲ κισσούς. Ἦταν ἡ «Παναγία Κισσιώτισσα».

Ἡ ἄλλη «Παναγία» παρουσιάστηκε μιὰ μέρα μέσα ἀπὸ τὴ θάλασσα βγαλμένη, φερμένη ἀπὸ τὰ «ξένα». Ἦταν ἡ «Παναγία Ξενιά».

Στὸ κεφάλαιο τοῦτο θὰ παρουσιάσουμε τὴν ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας ἤ  Παναγίας Ξενιᾶς, ὅπως αὐτὴ ἀναπτύχθηκε στὶς ἰδιαίτερες σχέσεις του μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸ ἵδρυσαν, μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸ στήριξαν καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ αὐτὸ τοὺς στήριξε καὶ τοὺς συμπαραστάθηκε σὲ κάθε εἶδος ἀναγκῶν τους.

Τὸ κεφάλαιο τοῦτο χωρίζεται σὲ ἕξι τμήματα:

  1. Στήριξη Χριστιανισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξίας. Στὸ τμῆμα αὐτὸ παρουσιάζεται ἡ βοήθεια τοῦ Μοναστηριοῦ στὴν ἑδραίωση τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας μεταξὺ τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς του, στὴν ἀποκάθαρση τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ πλάνες καὶ προλήψεις ποὺ ὑπῆρχαν στὶς σχετικὲς ἀντιλήψεις καὶ στὴν φροντίδα τοῦ Μοναστηριοῦ γιὰ κάθε εἴδους κάλυψη τῶν κατηχητικῶν καὶ λατρευτικῶν ἀναγκῶν τῶν ἀνθρώπων της περιοχῆς του.
  2. Ἡ συνεισφορὰ τοῦ Μοναστηριοῦ στοὺς ἐθνικούς μας ἀγῶνες. Ἡ ἄρρηκτη σύνδεση τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς μὲ τὸ λαὸ καὶ τὶς προσπάθειές του ἀποδεικνύεται περίτρανα ἀπὸ τὴν ἐνεργὸ συμμετοχή του στοὺς κάθε μορφῆς ἀγῶνες του λαοῦ γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς ἐλευθερίας του ἀπὸ ἐξωτερικὲς καὶ ἐσωτερικὲς ἀπειλές. Στὸ κεφάλαιο αὐτὸ δίνεται μία εἰκόνα τῶν κοινῶν συμμετοχικῶν προσπαθειῶν τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ τοῦ λαοῦ στὸν τομέα αὐτόν.
  3. Κοινωνικὴ προσφορὰ. Στὴν κοινωνικὴ προσφορὰ τοῦ Μοναστηριοῦ περιλαμβάνεται ἡ οἰκονομικὴ ἐνίσχυση τῶν κοινωνικῶν ὁμάδων τοῦ λαοῦ ποὺ εἶχαν κατὰ περιστάσεις ἀνάγκες, ἡ βοήθεια στὴν ἐκπαίδευση καὶ γενικότερα στὴ μόρφωση τοῦ λαοῦ, ἡ ἐνίσχυση ἄλλων ὀργανώσεων καὶ εὐαγῶν ἱδρυμάτων μὲ παρόμοιους σκοποὺς καὶ κάθε ἄλλης παρόμοιας κοινωνικῆς προσπάθειας.
  4. Χειρόγραφα καὶ ἱερὰ κειμήλια τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς. Στὸν τομέα τῆς ἱστορίας τοῦ Μοναστηριοῦ στὴ συνεργασία του μὲ τὸ λαὸ ἐντάσσουμε καὶ τὸ κεφάλαιο τῶν κοινῶν προσπαθειῶν τους γιὰ τὴν αὔξηση τοῦ πνευματικοῦ καὶ κειμηλιακοῦ πλούτου τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἡ λεπτομερής, κατὰ τὸ δυνατόν, περιγραφικὴ καταγραφὴ τοῦ πλούτου αὐτοῦ ἀναδεικνύει τὴν διαχρονικὴ ἐπιτυχία τῆς μεγάλης αὐτῆς κοινῆς προσπάθειας.
  5. Ἀσθενῶν ἡ θεραπεία. Στὸ τμῆμα αὐτὰ καταγράφεται, μέσα ἀπὸ γραπτὲς πληροφορίες, ἡ πίστη τοῦ λαοῦ στὴ δυνατότητα τῆς εὐεργετικῆς θείας ἐπέμβασης σὲ περιπτώσεις ἐπιδημιῶν καὶ ἀσθενειῶν.
  6. Γεωργῶν βοηθός. Καθὼς τὸ συντριπτικὰ μεγάλο ποσοστὸ τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, ἰδίως σὲ περασμένες ἐποχὲς, ἀσχολοῦνταν σχεδὸν ἀποκλειστικὰ μὲ τὴ γεωργία καὶ τὴν κτηνοτροφία, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἄμμεση ἐξάρτηση ἀπὸ τὶς καιρικὲς συνθῆκες καὶ στὶς ὁποῖες οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶχαν ποτὲ δυνατότητα παρέμβασης, ἡ ἐπίκληση τῆς θείας βοήθειας ἦταν ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη. Ἄλλη ἐπιλογὴ δὲν ὑπῆρχε. Δημιουργήθηκε ἔτσι ἕνας στενὸς ἐξαρτησιακὸς σύνδεσμος τοῦ λαοῦ ἀπὸ τὸ Θεῖο, τοῦ ὁποίου ἔμπιστος καὶ φιλικὸς ἐκπρόσωπος στὸν τόπο τους ἦταν τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας ἤ Παναγίας Ξενιᾶς.

 

  1. Στήριξη Χριστιανισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξίας

Ὅπως ἀναφέρεται ἀναλυτικὰ στὸ κεφάλαιο γιὰ τὴν ἵδρυση οἱ πρῶτες ἀρχὲς τῆς ἵδρυσης καὶ τῆς ὕπαρξης τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» ἤ τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας», ἀνάγονται στὸν 7ο αἰῶνα. Τὸ Μοναστήρι αὐτό, τὸ ὁποῖο ἄτυπα ἀργότερα μετονομάστηκε καὶ ἔγινε γνωστὸ ὡς Μοναστήρι τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς, εἶχε τὴν πρώτη του ἀρχὴ μὲ κάποια μορφὴ ἑνὸς χριστιανικοῦ ναοῦ ποὺ στήθηκε στὴ θέση ἑνὸς ἀρχαιοελληνικοῦ ναοῦ.

Ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ μόνο τεκμαίρεται ἀναντίρρητα, κατὰ τὴν ἄποψή μου, ὅτι ἡ συμβολὴ τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ στὴ διάδοση καὶ τὴν ἑδραίωση τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν γύρω ἀπὸ αὐτὸ περιοχὴ πρέπει νὰ ἦταν οὐσιαστικὴ καὶ ἀποτελεσματική. Ἡ ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ «Μοναστηριοῦ», μὲ τὴ μορφὴ τοῦ μικροῦ αὐτοῦ κέντρου  στήριξης καὶ διάδοσης τῆς χριστιανικῆς θρησκείας  καὶ λατρείας, φαίνεται νὰ εἶναι ἡ παλαιότερη καὶ ἡ προγενέστερη κάθε ἄλλου παρόμοιου σκοποῦ ἐκκλησιαστικοῦ κτίσματος, κάθε ἄλλου χριστιανικοῦ κέντρου, κάθε ἄλλου χριστιανικοῦ ναοῦ στὴν ὀρεινὴ, γειτονικὴ μὲ τὸ μοναστήρι, περιοχὴ τῆς Ὄρθρης.

Ὁ χριστιανικὸς αὐτὸς ναὸς χτίστηκε στὰ ἐρείπια κάποιου ἀρχαιοελληνικοῦ ναοῦ. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ, ποὺ τὸ θεωροῦμε ἀναμφισβήτητο, μᾶς ἐπιτρέπει μὲ βεβαιότητα νὰ ποῦμε ὅτι στὴν ὀρεινὴ καὶ ἀπομονωμένη αὐτὴ περιοχὴ καὶ μάλιστα στὴν ἐποχή τοῦ 7ου,  8ου, 9ου καὶ 10ου αἰῶνα τὸ μοναστήρι τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας», ὅποια μορφὴ κι ἄν εἶχε αὐτὸ τότε, πρέπει νὰ ἔπαιξε τὸ ρόλο ἑνὸς χριστιανικοῦ ὀρθόδοξου «ἱεραποστολικοῦ» κέντρου.

Κατὰ τὴν βυζαντινὴ ἐποχὴ τὸ Μοναστήρι τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς»[1] ἦταν ἀσφαλῶς ἕνα σημαντικό χριστιανικὸ κέντρο ποὺ ἀκτινοβολοῦσε καὶ ἐπηρέαζε δυναμικὰ ὅλη τὴν εὑρύτερη γύρω ἀπὸ αὐτὸ περιοχή. Τὰ παλαιοχριστιανικὰ μαρμάρινα ἀρχιτεκτονικὰ ὑπολείμματα ποὺ ἐντοπίστηκαν στοὺς χώρους τοῦ «Πάνω» ἀλλὰ καὶ τοῦ «Κάτω» Μοναστηριοῦ τῆς «Ξενιᾶς», γιὰ τὰ ὁποῖα γίνεται λόγος σὲ ἄλλες σελίδες τῆς ἐργασίας αὐτῆς, εἶναι μιὰ σαφὴς ἔνδειξη τῆς ὕπαρξης  κάποιας ἑστίας, κάποιου ἀκτινοβόλου κέντρου παλαιοχριστιανικῆς λατρείας ἐκεῖ.

Τὰ κατάλοιπα αὐτὰ εἶναι ὁπωσδήποτε τὰ προδρομικὰ ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα τῆς ὕπαρξης αὐτοῦ ποὺ ἀργότερα μεταμορφώθηκε σὲ «μοναστήρι». Θεωροῦνται πολὺ σημαντικὰ ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα μιᾶς δυναμικῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς παρουσίας καὶ παρέμβασης στὴ ἀποκάθαρση τῆς ἔμφυτης λατρευτικῆς τάσης τοῦ Θείου. Και αὐτὸ γιατί, μερικὰ τουλάχιστον ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἀρχιτεκτονικὰ κατάλοιπα, τὰ ὁποῖα σώθηκαν ὡς τὶς ἡμέρες μας, εἶναι μαρμάρινα καὶ σκαλιστά, ποὺ σημαίνει ὅτι προέρχονται ἀπὸ πολυτελῆ χριστιανικὰ κτίσματα. Τέτοια κτίσματα ὑποδηλώνουν, ἄν δὲν βεβαιώνουν, ὕπαρξη δυναμικῆς χριστιανικῆς κοινότητας.

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, σὲ δημοσίευμά του στὴν ἐφημερίδα «ΗΧΩ» τοῦ Ἁλμυρού,[2] μᾶς βεβαιώνει ὅτι τὸ  Μουσεῖον Κειμηλίων τῆς Μονῆς «ἔχει καί τινα μάρμαρα γλυπτὰ ἀρχιτεκτονικὰ μετὰ γλυπτῶν διακοσμήσεων βυζαντινῆς τέχνης τοῦ ΙΒ΄- ΙΓ΄αἰῶνος, ἀνευρεθέντα κατὰ τὴν ἐκσκαφὴν θεμελίων».

Κατὰ τοὺς 12ο -14ο αἰῶνες, κατὰ τοὺς ὁποίους ἄκμαζαν οἱ «Δύο Μεσαιωνικοὶ Ἁλμυροὶ», στὶς σημερινὲς δύο παραλιακὲς περιοχὲς τοῦ Ἁλμυροῦ, «Τσιγγέλι» καὶ «Καρταγάτς», ἡ εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὴν ποικίλη ἐπιρροή, ἐπίδραση καὶ ἀκτινοβολία τοῦ καθολικοῦ ὡς πρὸς τὸ θρήσκευμα, οἰκονομικὰ ἰσχυροῦ βενετοκρατούμενου αὐτοῦ ἐμπορικοῦ κέντρου καὶ λιμανιοῦ.

Οἱ κάτοικοι τῆς  εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ζοῦσαν ὄχι μόνο κάτω ἀπὸ τὴν καταλυτικὴ ἐπίδραση τῆς πολιτικῆς κυριαρχίας καὶ τῶν ἐμπορικῶν καὶ οἰκονομικῶν συμφερόντων τῶν Φράγκων κατακτητῶν ἀλλὰ καὶ κάτω ἀπὸ τὴν κυριαρχικὴ ἐπίδραση τῶν ἰσχυρῶν τοπικῶν ἐκκλησιαστικῶν παραγόντων τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας.

Ἄν καὶ δὲν διαθέτουμε συγκεκριμένα γραπτὰ ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα θεωρεῖται βέβαιο ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία ὡς θρήσκευμα ἀλλὰ καὶ οἱ πιστοί της ὡς ἄτομα δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἐπιβιώνουν ἄνετα, ζῶντας φανερὰ τὴν ὀρθοδοξία τους, δίπλα σὲ ἕναν οἰκονομικὰ ἀπόλυτα κυρίαρχο καὶ ἐπιδεικτικότατο  καθολικισμό.

Τὴν ἐποχὴ τῆς ἀκμῆς τοῦ φραγκοκρατούμενου μεσαιωνικοῦ Ἁλμυροῦ στὴν γύρω πεδιάδα ἀναφέρεται ἡ ὕπαρξη μοναστηριῶν καὶ ναῶν τῶν καθολικῶν, πολὺ ἰσχυρῶν ἀπὸ οἰκονομικὴ ἄποψη, ὅπως ἡ Μονὴ τοῦ «Σωτῆρος Χριστοῦ», ἡ Μονὴ τοῦ «Ἁγίου Ἰακώβου», ὁ ναὸς τοῦ «Ἁγίου Μάρκου». Ὅλα αὐτὰ ὑποστηρίζονταν καὶ προστατεύονταν καὶ ἀπὸ τοὺς Βενετοὺς ἐμπόρους τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ εἶχαν ἀποκτήσει μεγάλες κτηματικὲς περιουσίες.

Τὴν ἴδια ἐποχὴ στὸν κάμπο τοῦ Ἁλμυροῦ ἀναφέρεται ὕπαρξη καὶ πλούσιων καθολικῶν χριστιανικῶν ναῶν τῶν Πισσατῶν τῆς Ἰταλίας, ποὺ ἐπίσης ἄκμαζαν καὶ συναγωνίζονταν στὴν πολυτέλεια και στὴ μεγαλοπρέπεια μὲ τοὺς βενετσιάνικους ναοὺς. Ἡ ἀκτινοβολία τους καὶ ἡ θρησκευτικὴ ἐπίδρασή τους στοὺς ἑκατοντάδες ὀρθόδοξους στὸ θρήσκευμα κατοίκους τῆς περιοχῆς ποὺ ἐργάζονταν στὰ κτήματά τους πρέπει νὰ ἦταν καθοριστική.

Καὶ ἐνῶ αὐτὰ συνέβαιναν  μὲ τοὺς ναοὺς καὶ τὰ μοναστήρια τῶν καθολικῶν ποὺ ἄκμαζαν, τὴν ἴδια ἐποχή, στὸν κάμπο πάλι τοῦ Ἁλμυροῦ, δίπλα στὴ ἀκμάζουσα «Μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου» φέρεται νὰ κατατρέφεται ὁ ναὸς τῆς «Ἁγίας Μαρίνας» τῶν Ὀρθοδόξων, νὰ λεηλατεῖται ἡ περιουσία της, καὶ νὰ πυρπολεῖται καὶ νὰ λεηλατεῖται ὁλοσχερῶς ἀπὸ τὸν Πελάγιο τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Βενετοκρατούμενος τὴν ἴδια ἐποχή ἦταν καὶ ὁ Πτελεὸς καὶ κυρίως τὸ ἐμπορικὸ λιμάνι του, στὴν εἴσοδο   τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου. Εἰδικὰ  μάλιστα ἡ περιοχὴ τοῦ Πτελεοῦ, στὰ πρῶτα χρόνια τῆς Φραγκοκρατίας, φέρεται νὰ κυριαρχεῖται καὶ νὰ καταδυναστεύεται ἀπὸ ἐκκλησιαστικὴ ἄποψη ἀπὸ τὸ τάγμα τῶν φανατικῶν καὶ κατὰ στρατιωτικὸ τρόπο ὀργανωμένων καθολικῶν μοναχῶν τοῦ Τάγματος τῶν Ἰωαννιτῶν Ἱπποτῶν.

Οἱ μοναχοὶ Ἰωαννίτες Ἱππότες δὲν ἀρκέστηκαν μόνο στὴν περιοχὴ τοῦ Πτελεοῦ, ἡ ὁποία ἀρχικὰ τοὺς εἶχε παραχωρηθεῖ, ἀλλὰ ἐπιτέθηκαν καὶ στὸ γειτονικὸ Γαρδίκι (σημερινὴ Πελασγία)  καὶ ἅρπαξαν κτήματα ποὺ ἀνῆκαν στὴν ἐκεῖ ἐπισκοπή. Πρώτη λεία τῆς ἁρπακτικῆς διάθεσης τῶν Ἰωαννιτῶν Ἱπποτών τοῦ Πτελεοῦ ἦταν τὸ ὀρθόδοξο Μοναστήρι τῆς Παναγίας Βάβριανης.[3] Ἔπειτα συνέχισαν, ἐνσωματώνοντας στὴν ἰδιοκτησία τους, ὅλη τὴν περιοχὴ τῆς Ἐπισκοπῆς Γαρδικίου. Ὁ ἐπίσκοπος Γαρδικίου ζήτησε ἀπὸ τὸν Πάπα τῆς Ρώμης δικαίωση καὶ ὁ Πάπας ἐξέδωκε ἀφορισμὸ ἐναντίον τῶν ἁρπαγέων.[4]

Κάτω ἀπὸ μιὰ τέτοια ἀτμόσφαιρα κυριαρχικῆς ἐπικράτησης τῶν καθολικῶν καὶ κατάλυσης κάθε κινήματος αὐτονομίας καὶ αὐτοκυριαρχίας τῶν ὀρθοδόξων τῆς περιοχῆς,  μοναδικὸ στήριγμα τῆς ὀρθόδοξης πίστης στὴν ἴδια περιοχὴ ἦταν τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, κυρίως λόγῳ τοῦ ἀπόμερου, ἀπόκεντρου, ἀπόμακρου καὶ  ὀχυροῦ τῆς θέσης του.

Τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἦταν τὸ μοναδικὸ στήριγμα τῆς Ὀρθοδοξίας ἀφοῦ ὅλα τὰ ἄλλα μοναστήρια στὸν κάμπο τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ στοὺς πρόποδες τῆς Ὄρθρης, ὅπως τὸ Μοναστήρι τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» στὴν περιοχὴ τῆς Χαμάκως (σημερινοῦ Ἀχιλλείου), τὸ Μοναστήρι τῆς «Παναγίας Βάβριανης» στὴν περιοχὴ τῆς σημερινῆς Γλύφας, τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὴν περιοχὴ Πτελεοῦ, τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Μπακλαλί, τὸ βυζαντινὸ τῆς ἴδιας περίπου ἐποχῆς, ἀλλὰ ἀγνώστου ἁγίου, μοναστήρι στὴ θέση «Τσουρνάτη Βρύση», ὁδηγήθηκαν κάπως ἐκβιαστικὰ στὴν ἐγκτάλειψή τους, ὅλα τὴν ἴδια ἐποχή, τὸν 12ο -14ο αἰῶνα, ἀκριβῶς, δηλαδή, τὴν ἐποχὴ ποὺ στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοὺ Αλμυροῦ κυριαρχοῦν οἱ Βενετοί, οἱ Γεννουάτες, οἱ Πισάτες ἀλλὰ καὶ οἱ Ἱσπανοὶ ἔμποροι καὶ ναυτικοὶ ἐμπορικοὶ πράκτορες.

Τὸ 1207 μ.Χ. ὁ αὐτοκράτορας τῆς Κωνσταντινουπόλεως Ἑρρῖκος διέταξε νὰ παραχωροῦνται τὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα καὶ οἱ γεωργικὲς ἐκτάσεις τῶν ἐκκλησιαστικῶν καὶ μοναστηριακῶν κτημάτων σὲ ἰδιῶτες.

Κάτω ἀπὸ μία τέτοια ἀτμόσφαιρα λεηλασίας ὀρθοδόξων μοναστηριακῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν κτημάτων οἱ περιουσίες τῶν ὀρθοδόξων βυζαντινῶν μοναστηριῶν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Πτελεοῦ καὶ ἐκείνου στὴ θέση «Λάκκα Παναγιὰ» τοῦ Ἀχιλλείου παραχωρήθηκαν, σὲ πρώτη φάση, στὸ μοναστήρι τῶν Καθολικῶν ποὺ βρισκόταν στὸ νησὶ τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου Κικύνηθος. Ὡστόσο, τρία χρόνια ἀργότερα, στὶς 6 Ἰουνίου 1310, ὁ δούκας τῆς Ἀθήνας Βάλθερος Βρυένιος, μὲ δωρητήριο ἔγγραφό του,[5] πρόσφερε τὰ κτήματα αὐτὰ, στὸ Βενετὸ Ἰωάννη Κουϊρίνη (Zuan Quirin). Ἡ ἀξία τῶν προσφερθέντων κτημάτων ὑπολογιζόταν στὰ χίλια ὑπέρπυρα.[6]

Στὴν ὅλη διαμάχη μεταξὺ τῶν διαφόρων Φράγκων ἡγεμόνων καὶ ἡγεμονίσκων γιὰ τὴν μεγάλη λεηλασία, ἁρπαγὴ καὶ τὴν μεταξύ τους διανομὴ τῶν μοναστηριακῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν κτημάτων τῆς περιοχῆς τοῦ Πτελεοῦ, Χαμάκως, Γλύφας, Γαρδικίου, Μύλων, κυρίαρχο ρόλο ἔπαιξαν οἱ Ἰωαννίτες Ἱππότες, οἱ ὁποῖοι βίαια εἶχαν καταλάβει ὅλα αὐτά. Τὴν ἁρπακτικὴ τους διάθεση φαίνεται νὰ σταμάτησαν γιὰ ἕνα  μικρὸ χρονικὸ διάστημα οἱ ἀδελφοὶ Ρολανδῖνος καὶ Ἀλμπερτῖνος Κανόσα, οἱ ὁποῖοι, ἀπὸ τὶς Μικροθῆβες τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἡ ὁποία τοὺς εἶχε ἀρχικὰ παραχωρηθεῖ, ἐπεξέτειναν τὴν κυριαρχία τους μέχρι τὸ Γαρδίκι (Πελασγία).

Στὴν κατοχὴ τῶν Ἰωαννιτῶν Ἱπποτῶν περιῆλθαν τὰ τρία ὀρθόδοξα μοναστήρια τῆς περιοχῆς αὐτῆς, τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Πτελεοῦ, τὸ μοναστήρι τῆς  «Λάκκας Παναγιᾶς» τοῦ Ἀχιλλείου καὶ τὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας Βάβριανης τῆς  Γλύφας. Στὴν κατοχὴ τῶν Ἰωαννιτῶν Ἱπποτῶν περιῆλθαν  ἀσφαλῶς καὶ οἱ ἄλλες ἐκκλησίες τῆς περιοχῆς μὲ τὴν κτηματικὴ περιουσία ποὺ ἀνῆκε σ’ αὐτές.

Ἡ παρουσία, ὡστόσο τῶν Ἰωαννιτῶν Ἱπποτῶν στὴν περιοχὴ πολὺ γρήγορα διακόπηκε. Μεταξὺ τοῦ 1205 καὶ τοῦ 1207 ὁ Πτελεὸς καὶ ἡ περιοχή του  παρουσιάζεται νὰ ὑπάγεται ταυτόχρονα καὶ στὴν κυριαρχία τῶν ἀδελφῶν Ἀλμπερτίνου καὶ Ρολανδίνου Κανόσσα. Οἱ ἀδελφοὶ Κανόσσα ἐπεξέτειναν τὴν κυριαρχία τους μέχρι τὸ Ζητούνι (Λαμία) καὶ τὶς Θερμοπύλες, περιλαμβάνοντας στὶς κτήσεις τους καὶ τὴν περιοχὴ τοῦ Πτελεοῦ καὶ τοῦ Γαρδικίου.[7]

Ὅλες αὐτὲς οἱ ἀλλεπάλληλες ἰδιοκτησιακὲς μεταβολὲς εἶχαν ἐπιφέρει σύγχυση ὡς πρὸς τὸ ἰδιοκτησιακὸ καθεστώς. Ἡ σύγχυση συνεχίστηκε καὶ μετὰ τὸ τέλος τῆς Φραγκοκρατίας. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Φραγκοκρατίας εἶχαν ὁδηγηθεῖ στὴν ἐγκατάλειψη τὰ μοναστήρια τῆς περιοχῆς. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐγκατάλειψής τους αὐτῆς οἱ νέοι οἰκιστὲς τῶν μοναστηριακῶν αὐτῶν ἐγκαταστάσεων εἶχαν διαφωνίες μεταξύ τους καὶ ἀντιμετώπιζαν ἀμφισβητήσεις τῶν ἰδιοκτησιῶν τους.

Γιὰ τὴ λύση τῶν προβλημάτων αὐτῶν ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἔστειλε, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1365, στὴν περιοχὴ τοῦ Πτελεοῦ τὸν μοναχὸ Λουκᾶ. Τοῦ ἀνέθεσε «τὴν κτητορικὴν δικαίωσιν καὶ ἐφορείαν καὶ οἰκονομίαν τῶν ἐν τῷ Πτελέῳ εὑρισκομένων πατριαρχικῶν τριῶν μονυδρίων»:

«Ἡ μετριότης  ἡμῶν διὰ τοῦ παρόντος γράμματος ἀνατίθησι τῷ τιμιωτάτῳ ἐν μοναχοῖς, κῦρ Λουκᾷ, ἀγαπητῷ κατὰ πνεῦμα ταύτης υἱῷ, τὴν κτητορικὴν δικαίωσιν καὶ ἐφορείαν καὶ οἰκονομίαν τῶν ἐν τῷ Πτελέῳ εὑρισκομένων πατριαρχικῶν τριῶν μονυδρίων, ὅστις καὶ ὀφείλει ἐπιλαβέσθαι τούτων καὶ προηγουμένως μὲν καὶ παρὼν καὶ ἀπὼν διὰ γραμμάτων καὶ διδασκαλιῶν, ὡς ἱκανὸς εἰς τοῦτο ὤν, χάριτι Χριστοῦ, νουθετεῖν καὶ εἰσηγεῖσθαι αὐτοῖς τὰ κρείττονα καὶ σωτηρίαν ἐχόμενα καὶ παντὶ τρόπῳ χειραγωγεῖν καὶ ὁδηγεῖν αὐτοὺς ἐπὶ τὴν κατόρθωσιν τῆς ἀρετῆς, εἶτα συνιστᾶν καὶ βελτιοῦν πάντα τὰ αὐτοῖς προσόντα κτήματά τε καὶ πράγματα καὶ, ὅν ἄν ἀποκαταστήσῃ δικαίῳ καὶ ἡγούμενον, ἔχειν αὐτὸν τὸ βέβαιον καὶ ἀσφαλὲς, ὡς ἐκλελεγμένον παρ’ αὐτοῦ καλῶς καὶ εἰδότος καὶ ἐκλεξαμένου, ἐπεὶ καὶ ἡ μετριότης ἡμῶν ἑτέρῳ γράμματι τὸν ὑπ’ αὐτοῦ καταστάντα δικαίῳ ἐκύρωσε, καὶ ἐνετείλατο διάγειν σεμνῶς καὶ διδάσκειν οὕτω τοὺς ὑπ’ αὐτὸν διάγειν καὶ τῶν αὐτοῖς προσόντων πάντων ἐπιμελεῖσθαι ὥστε ἐπὶ τὸ βέλτιον προχωρεῖν. διὸ καὶ τὸ παρὸν γράμμα τῆς ἡμῶν μετριότητος ἀπολέλυται.+

                               +μηνὶ ἰανουαρἰου ἰνδ. γ΄ +».[8]

Κάτω ἀπὸ τέτοιες συνθῆκες οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τοῦ Πτελεοῦ,  μαζὶ μὲ τὶς ἐκκλησίες καὶ τὰ μοναστήρια τους ποὺ ὑπέφεραν μέχρι ποὺ σχεδὸν διαλύθηκαν, περνοῦσαν ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια πολλὲς δυσκολίες. Μοναδικὸ στήριγμά τους ἀκλόνητο γιὰ τὴν καθοδήγηση καὶ τὴν παραμονή τους στὸ δρόμο τῆς ὀρθοδοξίας ἦταν τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας. Αὐτὸ βρισκόταν ἔξω καὶ μακριὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν  λαίλαπα τῶν πάσης φύσεως ἐπιδρομέων καθολικῶν μοναχῶν, ἱπποτῶν καὶ φράγκων ἀρχόντων καὶ ἡγεμονίσκων .

Στὴν ἐχθρικὴ αὐτὴ συμεριφορὰ τῶν καθολικῶν κατὰ τῆς ὀρθοδοξίας μοναδικὸ ἀντιστασιακὸ κέντρο, καταφύγιο καὶ ἄπαρτο κάστρο τῆς ὀρθοδοξίας στάθηκε τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας. Σὲ ἀντικατάσταση καὶ ἀναπλήρωση τῶν ὀρθοδοξων ἐκκλησιῶν  καὶ τῶν μοναστηριῶν ποὺ καταργήθηκαν ἀπὸ τοὺς καθολικούς ἐπιδρομεῖς, μὲ τὴν πρωτοβουλία, βασικὴ στήριξη καὶ τὴν βοήθεια τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας, «τῆς Παναγίας Ξενιᾶς», χτίστηκαν, ἔξω ἀπὸ τὴν ζωτικῆς σημασίας γιὰ τοὺς Βενετούς περιοχὴ κάποιες ἐκκλησίες.

Τέτοιες ἐκκλησίες ποὺ χτίστηκαν σὲ κάποια ἀπομονωμένα μέρη, γιὰ λόγους προφύλαξης ἀλλὰ καὶ μὴ  πρόκλησης τῆς ἐχθρότητας τῶν κατακτητῶν, εἶναι οἱ ἐκκλησίες τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὴ Χαμάκω, τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα στὸ Πτελεό καὶ τῆς Κοίμησης τῆς Θεοτόκου στὴ Γάβριανη. Χτίστηκαν μὲ τὴ βοήθεια καὶ τὴν συνδρομὴ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς καὶ γι’ αὐτὸ φέρονται ὅλες αὐτὲς νὰ εἶναι μετόχια του. Ὁ Ἅγιος Παντελεήμων τοῦ Πτελεοῦ ἀποτελεῖ μέχρι σήμερα μετόχι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Ἡ καταστροφὴ τοῦ βυζαντινοῦ μοναστηριοῦ στη θέση «Λάκκα Παναγιά» τοῦ σημερινοῦ Ἀχιλλείου, ὅπου κατὰ τὴν παράδοση πρωτοπαρουσιάστηκε ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, καὶ ἡ ἐγκατάλειψή του δὲν εἶναι γεγονότα ἄσχετα καὶ μὲ τὴν κυρίαρχη παρουσία ἐκεῖ τῶν Βενετῶν. Τὴν ἴδια ἐποχὴ περίπου ὁδηγεῖται στὴν παρακμὴ καὶ ἐγκαταλείπεται καὶ τὸ βυζαντινὸ μοναστήρι στὴ θέση «Τσουρνάτη Βρύση» γιὰ λόγους ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν κυρίαρχη ὕπαρξη στὴν περιοχὴ τῶν Βενετῶν. Ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ βυζαντινοῦ μοναστηριοῦ στὴ θέση «Ἅγιος Νικόλαος Βουνένης» στὸ Μπακλαλί πρέπει νὰ ἀποδοθεῖ στοὺς ἴδιους λόγους.

Σ’ ὅλη αὐτὴ τὴν περίοδο τῆς διαλυτικῆς καὶ παραλυτικῆς κατάστασης τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ μοναδικὸ στήριγμα, κέντρο ἐλπίδας καὶ ἀναζωογόνωσης, παρ’ ὅλο ὅτι καὶ αὐτὸ ὑπέστη τεράστιες καταστροφὲς, ἦταν τὸ Μοναστήρι τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» ἤ «Παναγίας Ξενιᾶς». Εἶναι τὸ μοναδικὸ πού, μετὰ τὴν καταστροφή του ἀπὸ τὸν Πελάγιο, ἀνασυγκροτήθηκε, ἀνέκτησε τὴ δύναμή του καὶ ἔγινε καὶ πάλι χριστιανικὸ κέντρο ἀκτινοβολίας ἐλπίδας καὶ παρηγοριᾶς ὅλων.

Οἱ ἀφοσιωμένοι στὴ λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὀρθόδοξοι μοναχοὶ, ὅλων τῶν παραπάνω διαλυθέντων μοναστηριῶν, ἄστεγοι καὶ καταδιωγμένοι, δὲν εἶχαν ἄλλο καταφύγιο παρὰ μόνο τὸ ἀπόμερο καὶ ἀπομακρυσμένο Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας. Αὐτὸ μποροῦσε, λόγω τῆς θέσης του, μακριὰ ἀπὸ τὸν κάμπο, νὰ διατηρεῖται ἀπρόσβλητο ἀπὸ καθολικὲς ἐπιδρομὲς. Οἱ ἐπιθέσεις ἐναντίον του ἦταν δύσκολες ἀλλά, κυρίως, ἦταν ἀσύμφορες. Ἡ περιουσία του, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ ἄλλα μοναστήρια, ἦταν μικρή, ἀπρόσιτη καὶ μὴ ἐκμεταλλεύσιμη ἀπὸ τὶς ἐμπορικὲς ἐπιχειρήσεις τῶν διαφόρων Φράγκων ἡγεμόνων.

Ἔτσι τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας ἔγινε τὸ κέντρο ὅπου κατοίκησε καὶ στηρίχτηκε ἀλώβητη ἡ Ὀρθοδοξία καὶ φώλιασε ἡ «ἁλυσοδεμένη ἐλπίδα». Ἔτσι ἐξηγεῖται τὸ μεγάλο πλῆθος τῶν μοναχῶν ποὺ κατέφυγαν σ’ αὐτὸ καὶ ζοῦσαν στὶς δεκάδες σκῆτες γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας, ἔχοντας αὐτὸ ὡς «Κυριακό», σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ἀλλὰ καὶ ὅπως μαρτυροῦν οἱ ὀνοματικὲς σχετικὲς ἐνδείξεις ποὺ ἀκόμη μέχρι σήμερα ἀκούγονται ἐκεῖ τριγύρω: «Ἅγιος Ἀθανάσιος», «Τίμιος Σταυρός», «Ἁγία Παρασκευή», «Κελλί τοῦ παπποῦ», «Βρύση τοῦ Καλόγερου», «Κρεββάτι τοῦ ἀσκητῆ» καὶ ἄλλα παρόμοια.

Ὅλα τὰ παραπάνω ἀσφαλῶς καὶ δὲν ἐκλαμβάνονται ὡς ἀποδείξεις, ἀσφαλῆ τεκμήρια καὶ ἱστορικὰ «ντοκουμέντα» ἀπὸ ὅσους ἐπίμονα «ζητοῦν μαρτυρίες» καὶ «βέβαιον σημεῖον», ἀπὸ ὅσους θέλουν νὰ βάλουν «τὸν δάκτυλο ἐπὶ τὸν τῦπον τῶν ἥλων» γιὰ νὰ πεισθοῦν. Γιὰ ὅσους ὅμως μποροῦν νὰ «ἀφουγκράζονται» καὶ νὰ διαβλέπουν τὰ ἀποτελέσματα ποὺ ἄφησε τὸ ζωντανὸ πέρασμα τῆς «ἱστορίας» στὰ ἄψυχα «σημάδια» τοῦ τόπου, εἶναι σαφεῖς ἀποδείξεις ὅτι τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας στὴν περιοχὴ αὐτὴ τῆς Ὄρθρης ἦταν τὸ  μοναδικὸ κέντρο διάδοσης καὶ ἐπκράτησης τοῦ  Χριστιανισμοῦ κατὰ τὸν 6ο , 7ο καὶ 8ο αἰῶνα.

Τὸ Μοναστήρι αὐτὸ  ἀποτέλεσε τὴν κιβωτὸ τῆς «Ὀρθοδοξίας» καὶ κατὰ τοὺς 11ο, 12ο καὶ 13ο αἰῶνα ὅταν οἱ Φράγκοι καὶ οἱ Βενετοί, «ἁλωνίζοντας» στὶς εὔφορες πεδιάδες  τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τῆς Σούρπης, καταδυνάστευαν  τοὺς κατοίκους τους καὶ ἐμπορεύονταν τοὺς κόπους ὅλων ἀπὸ τὰ λιμάνια τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τοῦ Πτελεοῦ.

Δὲν στήριξε μόνο τὴν Ὀρθοδοξία τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς) στοὺς κατοίκους τῆς Ὄρθρης ἀλλὰ συνετέλεσε καὶ στὴν διάδοση τοῦ ἀνόθευτου Χριστιανισμοῦ, ὅπως καὶ στὴν καταπολέμηση εἰδωλολατρικῶν καταλοίπων καὶ δεισιδαιμονικῶν προλήψεων καὶ ἀντιλήψεων. Οἱ Βλάχοι ἰδίως κάτοικοι ἀλλὰ καὶ γενικῶς οἱ κάτοικοι τοῦ ὀρεινοῦ ὄγκου τῆς Ὄρθρης, διατηροῦσαν πολλές τέτοιες προλήψεις καὶ δεισιδαιμονικὲς ἀντιλήψεις ποὺ κάποιες ἀπὸ αὐτὲς ἔφθαναν μέχρι τοῦ σημείου νὰ θεωροῦνται κατάλοιπα τῆς εἰδωλολατρείας.

Κατὰ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο ὁ οὐσιαστικός ἐκχριστιανισμὸς καὶ ἡ ἀπεμπλοκὴ τῶν Βλάχων τῆς περιοχῆς τῆς Ὄρθρης ἀπὸ τὰ ἐνυφασμένα στὸν  Χριστιανισμό τους κατάλοιπα  εἰδωλολατρικῶν ἀντιλήψεων καὶ συνηθειῶν εἶναι ἔργο κυρίως τῶν μοναχῶν τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Ἕνα ἀξιοσημείωτο παράδειγμα τῶν συγκεχυμένων θρησκευτικῶν ἀντιλήψεων τῶν Βλάχων τῆς Ὄρθρης εἶναι ὅτι ἐνῶ μπορεῖ νὰ μισοῦσαν, νὰ λήστευαν καὶ νὰ σκότωναν τοὺς χριστιανοὺς ἀντιθέτως, ἄν καὶ λήστευαν καὶ τοὺς Ἰουδαίους, αὐτοὺς  δὲν τοὺς σκότωναν ἀλλὰ τοὺς ἀγαποῦσαν καὶ τοὺς ἀποκαλοῦσαν ἀδελφούς.

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος δημοσίευσε στὸ περιοδικὸ «Ἱερὸς Σύνδεσμος» ἕνα κατατοπιστικὸ ἄρθρο ποὺ ἀναφέρεται στοὺς Βλάχους καὶ στὴν προσφορὰ τῶν μοναστηριῶν τῆς Ὄρθρης καὶ κυρίως αὐτοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς στὸν ἐκχριστιανισμό τους κατὰ τὰ πρῶτα ἰδίως χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας κατὰ τὰ ὁποῖα ὑπῆρξε κίνδυνος ἀφανισμοῦ τοῦ ἑλληνικού ἔθνους. Παραθέτουμε κάποια πολὺ κατατοπιστικὰ καὶ ἐνδιαφέροντα ἀποσπάσματα αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου:

«Ὁ Παχυμέρης καὶ ἄλλοι Βυζαντινοὶ συγγραφεῖς συχνάκις ἀναφέρουσιν τοὺς Βλάχους. Μάλιστα δὲ ὁ Παχυμέρης ἀναφέρει ὅτι κατώκουν οἱ Βλάχοι βορειότερον τῆς Λαμίας ἐπὶ τῆς Ὄθρυος ὄντες φυλὴ ληστρικὴ καὶ ἀγρία. Ὁ δὲ Ἰουδαῖος Ραββῖνος Βενιαμίν, ἐκ Τουδέλης τῆς Ἱσπανίας, περιελθὼν κατὰ τὸν ΙΒ΄ αἰῶνα τὴν Ἀνατολὴν πρὸς ἐξακρίβωσιν τοῦ Ἰουδαϊκοῦ πληθυσμοῦ, ἀναφέρει περὶ αὐτῶν ὅτι ἐλθὼν εἰς τὸ Ζητούνιον (Λαμίαν) ἔμαθεν ὅτι βορειότερον αὐτοῦ ἐπὶ τῆς Ὄθρυος κατώκουν οἱ Βλάχοι, ἔσπευσε δὲ νὰ μεταβῇ ἐκεῖ καὶ ἴδῃ αὐτούς. Λέγει δὲ ὅτι ἡ φυλὴ αὕτη εἶναι ληστρικὴ καὶ ἀγρία, ἐθνικὴ τὸ θρήσκευμα, διότι παρετήρησεν ὅτι οὐδὲν ἴχνος Χριστιανισμοῦ ὑπῆρχεν παρ’ αὐτοῖς, καὶ λαλοῦσαν γλῶσσαν παρεμφερῆ τῇ Ἱσπανικῇ. Ἔμαθε παρ’ αὐτῶν ὅτι μισοῦσι τοὺς Ἕλληνας, οὕς ληστεύουσι καὶ φονεύουσι. Τοὺς δὲ Ἰουδαίους ἀγαπῶσι καὶ ἀποκαλοῦσιν αὐτοὺς ἀδελφούς, ληστεύουσι δὲ καὶ αὐτούς, ἀλλὰ δὲν τοὺς φονεύουσιν!»

«Ἡ ἀφήγησις αὔτη περὶ τῶν Βλάχων ἑνὸς ἀνεπτυγμένου καὶ ἀλλοθρήσκου περιηγητοῦ, μεσοῦντος του ΙΒ΄ αἰῶνος», λέει ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, «εἶναι ἀρκούντως διασαφητικὴ περὶ τῆς καταστάσεως τῆς φυλῆς ταύτης κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους.»

Γιὰ τὸ ζήτημα τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Βλάχων τῆς Ὄρθρης γράφει ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος:

«Γεννᾶται ἤδη τὸ ζήτημα πῶς ἐξεχριστιανίσθη ἡ φυλὴ αὔτη; Ἐπὶ τῆς Ὄθρυος, βορειότερον τῆς Λαμίας, καθ’ ἅ ἀναφέρουσιν οἱ Παχυμέρης καὶ Βενιαμὶν Τουδέλας, φαίνεται ὅτι ὑπῆρχεν ὡς πρὸς τὴν Ὄθρυν ὁ κυριώτερος αὐτῶν πυρήν. Ἐκεῖ που ὑπάρχει δαψιλὴς πηγὴ αὐτορρύτων ὑδάτων σχηματίζουσα ποταμὸν ἀποτελοῦντα τὸν δεξιὸν βραχίονα τοῦ Ἐνιπέως. Γούρα δὲ βλαχιστὶ καλεῖται ἡ πηγή. Ἐκεῖ παρὰ τὴν πηγὴν χάριν τοῦ ὕδατος, ἔχοντες καὶ τὰς πλουσίας νομὰς τῆς Ὄθρυος ἐγκατέστη ὁ κύριος πυρὴν τῆς φυλῆς καὶ ἔπηξε τὰς καλύβας αὑτοῦ. Αὐτόθι δὲ θὰ συνήντησεν αὐτοὺς ἀσφαλῶς ὁ Βενιαμὶν Τουδέλας.

Παρὰ τὴν Γούραν ταύτην, τὸν συνοικισμὸν τῶν Βλάχων, ὑπάρχουσι σήμερον τὰ ἐρείπια δύο μονῶν Βυζαντιακῶν.

Ἐπίσης ἐν τῇ δύο ὥρας περίπου ἀπεχούσῃ ἐκ Γούρας θέσει Τσουρνάτη Βρύσις ὑπάρχουσι ἐρείπια μονῆς βυζαντιακῆς. Ἐπίσης ὕπερθεν τοῦ χωρίου Μπακλαλὶ ἐπὶ τῶν κλιτύων τῆς Ὄθρυος καὶ πρὸς μεσημβρίαν τοῦ Ἁλμυροῦ εἰς ἀπόστασιν δύο ὡρῶν ἀπ’ αὐτοῦ κεῖνται ἕτερα ἐρείπια μονῆς βυζαντιακῆς μεγάλης ἐπ’ ὀνόματι Ἁγίου Νικολάου τοῦ Νέου, τοῦ ἐν Βουνένῃ τῆς Θεσσαλίας ἀσκήσαντός τε καὶ ἀθλήσαντος, ὡς ἡ παράδοσις θέλει. Ἐπίσης δ’ ἐπὶ τῆς Ὄθρυος καὶ παρὰ τὸ χωρίον Κοκκωτοὶ εἰς ἀπόστασιν μιᾶς ὥρας κεῖται ἡ παλαιὰ μονὴ τῆς Ξενιᾶς, βυζαντιακὸν εὐμέγεθες κτῖσμα, ἀνοικοδομηθὲν κατὰ τὸν ΙΣΤ αἰῶνα. Ἐπίσης δ’ εἰς ἀπόστασιν δίωρον ἀπ’ αὐτῆς πρὸς ἀνατολὰς τῆς Ὄθρυος κεῖται ἡ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἐξάρτημα τῆς μονῆς Ξενιᾶς καὶ ἀπὸ τοῦ 1867 ἕδρα αὐτῆς, καὶ αὕτη βυζαντιακὸν κτῖσμα πολλάκις ἀνοικοδομηθέν. Μεταξὺ δὲ Σούρπης καὶ Πτελεοῦ κεῖται ἐν ἐρειπίοις ἡ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος, βυζαντιακὸν κτῖσμα, ἐπὶ τῶν ἀνατολικῶν παραφυάδων τῆς Όθρυος. Ἐπίσης πέριξ τοῦ Πτελεοῦ κεῖνται τὰ ἐρείπια τριῶν μεγάλων βυζαντιακῶν μονῶν, παρὰ δὲ τὸ χωρίον Γαρδίκιον ἑτέρα μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, κτῖσμα βυζαντιακόν, ἀνοικοδομηθὲν κατὰ τὸν ΙΖ΄αἰῶνα. Καὶ προχωροῦντες μέχρι Λαμίας θὰ συναντήσωμεν πολλὰ μονύδρια ὡς παρὰ τὴν Στυλίδα τὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τὸ τοῦ Ἁγίου Βλασίου, τὸ τῆς Ἀντινίτσης ἐπὶ τῆς Ὄθρυος καὶ τὸ τῆς Ἀβαρίτσης, καὶ προσωτέρω παρὰ τὸν Δομοκόν, τὸ τῆς Ὀμβριακής τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.

Αἱ μοναὶ αὗται κατὰ τὸν μεσαίωνα ἐχρησίμευσαν πολὺ διὰ τὴν ἐκχριστιάνισιν τῶν ἐπὶ τῆς Ὄθρυος  ἐγκατεστημένων τότε ἐθνικῶν Βλάχων. Ἡμεῖς δὲ εἰς τὰ δίπτυχα τῆς παλαιᾶς μονῆς Ξενιᾶς εὕρομεν ἀναγεγραμμένα μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ ὀνόματα ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν βαρβαρόφωνα, τὰ ὁποῖα ἀναμφιβόλως ἀνήκουσιν εἰς Βλάχους ἐκχριστιανισθέντας.

Οἱ μοναχοὶ τῶν μονῶν τούτων ἐπὶ τῆς Ὄθρυος, ἀνέλαβον τότε τὸ ἀποστολικὸν ἔργον τοῦ νὰ ἐπιστρέψωσιν εἰς Χριστὸν ψυχὰς ἀποπλανηθείσας. Καὶ τὸ ἔργον αὐτῶν ὑπῆρξεν ἀληθῶς μέγα, θαυμάσιον ὑπό τε θρησκευτικὴν καὶ ἐθνικὴν ἔποψιν» .

Στὴν ὕπαρξη πάνω στὴν Ὄρθρη τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ὀφείλεται, κατὰ τὸν Γιαννόπουλο,  τὸ ὅτι «ἐν τοῖς ἐπὶ  τουρκοκρατίας χρόνοις βλέπομεν αὐτοὺς (τοὺς Βλάχους) συνταυτίζοντες τὰς ἐθνικὰς αὐτῶν τύχας μετὰ τῶν Ἑλλήνων, φοιτῶντες εἰς τοὺς ναοὺς ἡμῶν, διδασκομένους ἐν τοῖς σχολείοις ἡμῶν τὰ ἑλληνικὰ γράμματα καὶ πολλάκις συμπολεμήσαντας παρὰ τὸ πλευρὸν τῶν Ἑλλήνων ἐν τοῖς ὑπὲρ τῆς ἀνεξαρτησίας αὐτῶν ἀγῶσιν».

«Τούτου δ’ ἕνεκεν», συνεχίζει ὁ Γιαννόπουλος, «βλέπομεν ὅτι τὸ ἔργον τῶν πολυαρίθμων τότε μονῶν ὑπῆρξε πολλαχῶς ὠφέλιμον εἰς τὸ Ἔθνος μας, διότι ἐκραταιώθη ἐν τοῖς ταραχωδεστάτοις καὶ ἀβεβαίοις τότε καιροῖς τὸ θρησκευτικὸν αἴσθημα, διότι ἐφύλαξαν τὴν ἱερὰν τῶν πατέρων ἡμῶν παρακαταθήκην καὶ τὴν τῶν προγόνων ἡμῶν φιλολογίαν ἐν χειρογράφοις κώδιξι, καταρτίσασαι σπουδαίας βιβλιοθήκας, δι’ ὧν ἐποτίζοντο τὰ θεῖα νάματα τῆς τε Χριστιανικῆς ἡμῶν πίστεως καὶ τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας»

Τέτοια ἦταν ἡ προσφορὰ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καὶ τῶν ἄλλων μοναστηριῶν τῆς Ὄρθρης στὸ ἔργο τῆς στήριξης τῆς ὀρθοδοξίας  καὶ τῆς ἀποκάθαρσής της ἀπὸ λανθάνοντα κατάλοιπα μοιρολατρικῶν ἀντιλήψεων μεταξὺ τῶν κατοίκων τῶν ἀπομονωμένων ὀρεινῶν περιοχῶν τῆς Ὄρθρης κατὰ τὴν περίοδο τῆς ὕστερης βυζαντινῆς ἐποχῆς.

Δὲν πέρασαν πολλὰ χρόνια μετὰ τὴν περίοδο αὐτὴ καὶ ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ βρέθηκε τουρκοκρατούμενη. Τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἦταν σχεδὸν καὶ πάλι τὸ μοναδικὸ ἀξιόλογο ἐκκλησιαστικὸ κέντρο στὴν περιοχή.

Ἡ ἀποστολὴ ποὺ καλοῦνταν νὰ ἐπιτελέσει διαγραφόταν ὡς ἡ πλέον σημαντικὴ ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά. Ὁ Ἁλμυρὸς καὶ ἡ εὔφορη πεδινὴ περιοχή του, ὅπως ἦταν φυσικό,  πλημμύρισε ἀπὸ Τούρκους. Τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν κατοίκων τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τῶν χωριῶν τοῦ κάμπου ἐγκατέλειψαν τὰ σπίτια τους, ἀποτραβήχτηκαν πανικόβλητοι στὰ ὀρεινὰ τῆς Ὄρθρης καὶ ἤ ἐγκαταστάθηκαν στὰ χωριὰ ποὺ ὑπῆρχαν ἤδη ἐκεῖ ἤ ἔχτισαν νέους δικούς τους οἰκισμούς.

Τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἔγινε τώρα κυριολεκτικὰ καὶ οὐσιαστικὰ τὸ μοναδικὸ ἀλλὰ καὶ πιὸ ἀσφαλὲς καταφύγιο καὶ στήριγμα τῆς πίστης τους καὶ  τῆς θρησκευτικῆς καὶ ἐθνικῆς τους συνοχῆς καὶ ἑνότητας. Δὲν ἦταν δὲ μόνο τὸ μοναδικό τους θρησκευτικὸ καὶ ἐθνικὸ καταφύγιο καὶ ἠθικὸ στήριγμα. Γιὰ ἀρκετοὺς ἔγινε τὸ κέντρο ὅπου βρῆκαν καὶ ὑλικὴ ὑποστήριξη. Πολλοὶ ἐγκαταστάθηκαν κοντὰ ἤ γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι καὶ ἐργάζονταν καλλιεργῶντας τὰ κτήματά του, τὰ ἀμπέλια του, βόσκοντας τὰ κοπάδια του ἤ ἐκτελῶντας ἄλλες δουλειὲς. Κάποιοι ἐνσωμάτωσαν τὰ κτήματά τους καὶ τὰ ζῶα τους μὲ τὰ μοναστηριακὰ κτήματα καὶ ζῶα, ἀφιερώνοντάς τα οὐσιαστικῶς στὸ Μοναστήρι γιὰ νὰ τὰ ἀσφαλίσουν, καὶ ζοῦσαν καλλιεργῶντας τα οἱ ἴδιοι.

Ἔχομε στὴ διάθεσή μας ἕνα πολὺ χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τέτοιας ἐγκατάστασης ὁλόκληρου νέου χωριοῦ δίπλα στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς κατὰ τὸ 1506. Στοὺς τουρκικοὺς καταλόγους τοῦ 1506, στὸ τμῆμα ποὺ ἀναφέρεται στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, ἀναφέρεται γιὰ πρώτη φορὰ τὸ χωριὸ Κοκκωτοί. Ἀναφέρεται μάλιστα μὲ πολλὴ σαφήνεια ὅτι οἱ Κοκκωτοὶ τὸ 1506 ἦταν ἕνα φρεσκοθεμελιωμένο χωριό,  ποὺ σημαίνει ὅτι οἱ οἰκογένειες ποὺ ἀποτελοῦσαν αὐτὸ τὸ χωριὸ  εἶχαν ἔρθει καὶ ἐγκαταστάθηκαν ἐκεῖ λίγα χρόνια πρίν.

Σ’ ὁλόκληρη τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς τρέφονταν ἑκατοντάδες χριστιανῶν. Κάποια στοιχεῖα ποὺ ἔχομε ὑπόψη μας μᾶς ὁδηγοῦν στὴ σκέψη ὅτι τόσο μεγάλοι ἦταν οἱ δεσμοὶ τοῦ Μοναστηριοῦ μὲ τοὺς κατοίκους τῶν γύρω χωριῶν στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας καὶ ἡ οἰκονομικὴ καὶ περιουσιακή τους σχέση καὶ ἀλληλοεξάρτηση ἀπὸ αὐτὸ ὥστε οἱ ἁρμόδιες τουρκικὲς φορολογικὲς ὑπηρεσίες νὰ δυσκολεύονται στὸν διαχωρισμό τους.

Ἔτσι στοὺς τοπικοὺς τουρκικοὺς φορολογικοὺς καταλόγους τοῦ ἔτους 1540 οἱ κάτοικοι τῶν Κοκκωτῶν φορολογήθηκαν σὰν ἕνα ἑνιαῖο σύνολο μαζί μὲ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Ἡ ἑνιαία αὐτὴ ἀντιμετώπιση συνεχίστηκε ἐπὶ τριάντα τοὐλάχιστον χρόνια μέχρι καὶ τὸ  1570.

Σημαντικὴ ἦταν ἡ προσφορὰ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς στὴν κατάρτιση τῶν Χριστιανῶν τῆς γύρω ἀπὸ αὐτὸ περιοχῆς μὲ τὴν ἀποστολὴ ἱερομονάχων καὶ ἱεροκηρύκων στὰ χωριὰ πρὸς ἐνίσχυση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καὶ κατηχητικοῦ ἔργου τῶν ἱερέων τῶν γειτονικῶν χωριῶν. Οἱ ἱερομόναχοι τῆς  Ξενιᾶς ἦταν ἐπίσης ἐκεῖνοι ποὺ κάλυπταν τὴν ἔλλειψη ἱερέων στὰ γειτονικὰ χωριὰ καὶ τὶς περιστασιακὲς ἀπουσίες κάποιων ἱερέων. Οἱ  κληρικοὶ τῆς Ξενιᾶς ἐπίσης, μοναχοί, ἱεροδιάκονοι, ἱερομόναχοι, ἡγούμενοι, ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ μὲ τὴν παρουσία τους συντελοῦσαν στὸν λαμπρότερο ἑορτασμὸ κάποιων μεγάλων τοπικῶν ἑορτῶν καὶ πανηγύρεων τῶν χωριῶν καὶ ἐνίσχυαν τὸ ἐθνικὸ καὶ θρησκευτικὸ φρόνημα τῶν κατοίκων τους.

Δὲν ὑπάρχουν ἀσφαλῶς πολλὰ ἐπίσημα ἀποδεικτικὰ ἔγγραφα τέτοιων ἐπαφῶν καὶ συνεορτασμῶν γιατί, στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, ἡ συμμετοχὴ ἀντιπροσωπείας μοναχῶν τῆς Ξενιᾶς στὶς τοπικὲς γιορτὲς καὶ πανηγύρια τῶν χωριῶν θεωροῦνταν πάντοτε αὐτονόητη ἀλλὰ καὶ καταστατικὴ ἱεραποστολικὴ δραστηριότητα τοῦ Μοναστηριοῦ. Ὁ σύνδεσμος τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς καὶ τῶν μοναχῶν του μὲ τὶς γύρω τοπικὲς κοινωνίες ἦταν τόσο στενὸς ὥστε ἡ συμμετοχὴ μοναχῶν στὰ τοπικὰ πανηγύρια νὰ εἶναι ἕνα εἶδος αὐτονόητης ἀμοιβαίας κοινωνικῆς καὶ φιλικῆς ὑποχρέωσης. Ἡ συμμετοχὴ αὐτὴ τῶν μοναχῶν τῆς Ξενιᾶς ἦταν στὴν πραγματικότητα οὐσιαστικὴ τόνωση τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανικοῦ φρονήματος τῶν πανηγυριστῶν καὶ συντελοῦσε ἀποτελεσματικὰ στὴν διατήρηση τοῦ θρησκευτικοῦ καὶ ἑλληνοχριστιανικοῦ χαρακτῆρα τῶν πανηγυριῶν.

Ἡ παράθεση ἐλάχιστων ἀποδεικτικῶν ἐγγράφων τέτοιων ἐπαφῶν τοῦ Μοναστηριοῦ, ποὺ ἔτυχε νὰ φτάσουν ὡς τὴν ἐποχή μας, θὰ δώσουν μιὰ ἀμυδρὴ εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ τομέα τῆς προσφορᾶς του.

Στὰ 1892, στὴ Νέα Μιτζέλα, τὴ σημερινὴ Ἀμαλιάπολη, εἶχαν ἕνα μόνο ἱερέα στὸ χωριὸ τους. Ἦταν Μάρτιος μήνας, τὸν ἑπόμενο μήνα, Ἀπρίλιο, ἦταν ἠ μεγάλη γιορτὴ τῆς Πασχαλιᾶς. Ὁ τοπικὸς Δήμαρχος,  Γριζάνος, ἐκφράζοντας τὴν ἐπιθυμία τῶν δημοτῶν του, ἤθελε τὸ Μεγαλοβδόμαδο καὶ ἡ ἑβδομάδα τῆς Διακαινισήμου νὰ γιορτασθοῦν μὲ τὴ μεγαλοπρέπεια ποὺ ἄξιζε ἡ μεγάλη αὐτή γιορτή. Ἔπρεπε νὰ εἶχαν καὶ δεύτερο ἱερέα. Κατέφυγε – ποῦ ἀλλοῦ; –   στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας:

«Ἐν Νέᾳ Μιτζέλῃ τῇ 24 Μαρτίου 1892

Ὁ Δήμαρχος Νέας Μιτζέλης

Πρὸς τὸν πανοσιότατον ἡγούμενον τῆς Μονῆς Ξενιᾶς Κύριον Γαλακτίωνα.

Ἐπειδὴ ἡ κωμόπολίς μας στερεῖται δευτέρου ἱερέως παρακαλοῦμεν θερμῶς τὴν ὑμετέραν Σεβασμιότητα νὰ ἐπιτρέψητε καὶ νὰ μᾶς ἀποστείλητε ἕνα ἐκ τῶν ἱερομονάχων τῆς Μονῆς, τὸν παπα –  Ἰωακεὶμ ἤ ἄλλον τινά, τὸ προσεχὲς Σάββατον ἁγίου Λαζάρου καὶ νὰ μείνῃ καθ’ ὅλην τὴν ἑβδομάδα τῶν ἁγίων παθῶν μέχρι τῆς Ἀναστάσεως.

Πέποιθα ὅτι θὰ εἰσακουσθῇ ἡ παράκλησίς μου καὶ τὸν ἀναμένομεν ἐξάπαντος. Νὰ ἔχετε ὑπ’ ὄψιν σας ὅτι θὰ ἀνταμειφθῇ.

Μετὰ σεβασμοῦ

Ὁ Δήμαρχος

Ν. Γριζάνος

Υ.Γ. Εἰς τὸ διάστημα τοῦτο θὰ διαμένῃ ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ παπα –Δημητρίου κατ’ αἴτησιν του.»

 

Πολλὰ χρόνια ἀργότερα, στὰ 1920, οἱ κάτοικοι τῆς Σούρπης, στεροῦνταν ἱερέως, λόγω ἀσθενείας τοῦ ἱερέως τοῦ χωριοῦ τους. Πλησίαζε καὶ πάλι ἡ μεγάλη γιορτὴ τῆς  Πασχαλιᾶς καὶ τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Συμβούλιο τοῦ χωριοῦ ἔπρεπε νὰ φροντίσει γιὰ τὴν ἀναπλήρωσή του.  Μόνη τους καταφυγὴ καὶ σίγουρος συμπαραστάτης δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι κανένας ἄλλος παρὰ μόνο ἡ «Μεγάλη Μάνα» τους, ὁ μεγάλος τους προστάτης, τὸ «Μοναστήρι» τους.

Γνώριζαν  ὅτι σίγουρα ἐκεῖ θὰ εὕρισκαν ὄχι μόνο τὴν κατανόηση ποὺ θὰ ζητοῦσαν ἀλλὰ καὶ ὅπως ἀκριβῶς θὰ τὴν ζητοῦσαν. Δὲν ἤθελαν οἱ Σουρπιῶτες ἁπλὰ ἕνα μόνο ἱερέα νὰ καλύψει τὴν ἀνάγκη τοῦ έκκλησιασμοῦ τους. Ἔνιωθαν τὴν ἀνάγκη ὄχι μόνο νὰ λειτουργηθοῦν εὐλαβικὰ ἀλλὰ καὶ νὰ «κατηχηθοῦν» ἐποικοδομητικὰ καὶ νὰ κατανοήσουν τὸ μεγάλο μήνυμα τῶν παθῶν καὶ τῆς Σταύρωσης τοῦ Θεανθρώπου.

Ἔτσι ἀπευθύνθηκαν «Πρὸς τὸ Σεβαστὸν ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς καὶ Σεβασμίας Μονῆς Ξενιᾶς», καταγράφοντας ἀκριβῶς τὶς ἐπιθυμίες τους:

«Ἕνεκα ἀπροόπτου ἀσθενείας, κατὰ τὸ μᾶλλον σοβαρᾶς, τοῦ ἐφημερἰου τοῦ καθ’ ἡμᾶς ἐνοριακοῦ ναοῦ Ἁγίας Παρασκευῆς οἰκονόμου Χρήστου Τριανταφύλλου, λαμβάνομεν τὴν τιμὴν νὰ παρακαλέσωμεν τὸ σεβαστὸν ἡγουμενοσυμβοὐλιον ἵνα εὐαρεστούμενον ἐπιτρέψη τὴν κάθοδον ἐνταῦθα ἑνὸς τῶν ἱερωμένων ἀδελφῶν ἵνα συνεχίσῃ τὰς ἱερὰς τελετὰς κατὰ τὰς ἁγίας ταύτας ἡμέρας μέχρι τῆς Δευτέρας τοῦ Πάσχα συμπεριλαμβανομένης, καὶ ὁ ὁποῖος ἀμοιφθήσεται.

Εὐχῆς ἔργον ἤθελε λογίζεσθαι ἐὰν κατήρχετο ὁ ἅγιος Πρωτοσύγγελος Ἀρσένιος, ὁ ὁποῖος ἔχομεν τὴν ἀντίληψιν ὅτι κάτι θὰ μᾶς ἔλεγεν ἀναπτύσσων πρὸς τὸ ἐκκλησίασμα τὴν Σταύρωσιν τοῦ Θεανθρώπου.

Πλὴν ὅμως ἐπαφιέμεθα ὡς πρὸς τὸ πρόσωπον εἰς τὴν κρίσιν τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου. Τὴν μόνην παράκλησιν ἔχομεν νὰ ὑποβάλωμεν πρὸς τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον νὰ μὴ μᾶς ἀποστείλῃ τὸν ἀδελφὸν Γαβριὴλ ὄχι δι’ ἄλλον λόγον ἀλλὰ διότι ὡς ἄρτι προχειρισθεὶς οὗτος εἰς τὸ ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης μήπως μᾶς τὰ θαλασσοποιήσῃ.

Σούρπη 27 Μαρτίου 1920

Τὸ ἐκκλησιαστικὸν συμβούλιον

τοῦ ἐν Σούρπῃ ἐνοριακοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας  Παρασκευῆς

ὁ πρόεδρος                         τὰ  μέλη» .

 

Γιὰ μιὰ πληρέστερη κατανόηση τοῦ τομέα αὐτοῦ τῆς προσφορᾶς τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς θὰ πρέπει νὰ ληφθεῖ ὑπόψη, ὅπως προαναφέραμε, ὅτι στὰ παλιότερα χρόνια σὲ πολὺ ἐλάχιστες φορὲς οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς ζητοῦσαν ἐγγράφως τὴ βοήθεια τοῦ Μοναστηριοῦ. Συνηθέστατα ἡ ἐπικοινωνία ὅσων εἶχαν τέτοια ἀνάγκη μὲ τὸ Μοναστήρι γινόταν μὲ τὴν μετάβαση ἐκεῖ κάποιου ἀπεσταλμένου, ἄν καὶ ἡ συμμετοχὴ καλογέρων σὲ κάθε πανηγύρι θεωροῦνταν αὐτονόητη.

Ἀλλὰ – καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ συγκινητικότερο – καὶ γιὰ τὴ δική τους κατάρτιση στὴν κατανόηση τῶν διδαγμάτων τοῦ Χριστιανισμοῦ φρόντιζαν οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ παρακάτω ἔγγραφό τους:

«Ἱερὰ Μονὴ  Ξενιᾶς  30 Μαΐου 1916

Τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς

Πρὸς τὸν ἀδελφὸν  τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς ὁσιολογιότατον μοναχὸν κύριον Κωνσταντῖνον Πριᾶκον

Θεωροῦντες ἐκκόσμημα τῆς ἡμετέρας ἀδελφότητος Ξενιᾶς, δαπάνῃ τῆς ὁποίας ἐξεπαιδεύτητε ὡς δόκιμος μοναχὸς καὶ  Ριζαρείτης καὶ προλύτης τῆς Θεολογίας φέρων τὸ ὑπὸ τοῦ ἱερωμένου ράσον τοῦ μοναχοῦ, θὰ χαροῦμεν  ἄφατον χαρὰν ἐὰν ἐπί τινα χρόνον τῆς διακοπῆς τῶν μαθημάτων σας λάβῃ τὴν εὐχαρίστησιν ἡ Ἱερὰ Ἀδελφότης Ξενιᾶς καὶ συμπεριπτύξῃ εἰς τὰς πατρικὰς ἀγκάλας αὐτῆς καὶ ἐνοτισθῇ τῶν πλουσίων γνώσεών σου ἐπί τινας Κυριακὰς λειτουργίας.

Διαβεβαιοῦμεν σε ὅτι θὰ σὲ περιποιηθῶμεν ὅσον ἔνεστι ἐπαρκῶς καὶ ὅτι ἐσμὲν πρόθυμοι νὰ σοῦ χορηγήσωμεν πάλιν εἴτε σιωπηρὰν εἴτε ἔγγραφον τὴν ἄδειαν ἡμῶν ἐὰν προαιρεῖσαι καὶ ἐπανέλθεις ὡς διδάσκαλος τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων καίτοι ἡμεῖς θὰ ἐπιθυμοῦμεν νὰ σὲ ἔχωμεν διδάσκαλον τοῦ θείου λόγου.

Μετὰ πατρικῶν εὐχῶν καὶ εὐλογιῶν

Τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς» .

 

  1. Ἡ συνεισφορὰ τοῦ Μοναστηριοῦ

στοὺς ἐθνικοὺς ἀγῶνες

 

Εἰσαγωγικὰ

Ἡ ὑπερχιλιόχρονη συνεχὴς καὶ ἐνεργὸς ὕπαρξη τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἀργότερα Παναγίας Ξενιᾶς) στὸν ὀρεινὸ ὄγκο τῆς Ὄρθρης ἦταν πάντοτε ἀναπόσπαστα καὶ στενὰ συνυφασμένη μὲ τοὺς ποικίλους ἀγῶνες καὶ τὶς δραστηριότητες τῶν κατοίκων τῆς γύρω ἀπὸ αὐτὸ περιοχῆς γιὰ τὴν ἐπιβἰωσή τους.

Ποτέ του τὸ Μοναστήρι τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» δὲν λειτούργησε ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο ὡς ἕνα ἀπομονωτήριο ἤ ἕνα ἡσυχαστήριο κάποιων ἀνθρώπων ἀφοσιωμένων μόνο στὴν προσευχὴ καὶ στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, μακριὰ καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ προβλήματα τῶν ἀνθρώπων τῆς γύρω ἀπὸ αὐτὸ  κοινωνίας.

Σὲ ὅλη τὴν μακραίωνη διαδρομὴ τῆς ἱστορίας του οἱ κάτοικοι τῆς γύρω ἀπὸ αὐτὸ περιοχῆς ἀντιμετώπιζαν τὸ Μοναστήρι τῆς «Παναγίας» καὶ τοὺς μοναχοὺς ποὺ ἐγκαταβίωναν σ’ αὐτὸ σὰν «δικούς τους ἀνθρώπους», δεμένους ἀναπόσπαστα μὲ τὴν ὕπαρξή τους, μὲ τὶς δραστηριότητές τους καὶ τοὺς ἀγῶνες τους, μὲ τὰ ἐνδιαφέροντά τους καὶ κυρίως μὲ τὰ προβλήματά τους.

Γνώριζαν πολὺ καλὰ οἱ ἄνθρωποι τῆς περιοχῆς ὅτι στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς ζοῦσαν δικοί τους ἄνθρωποι ποὺ ὄχι μόνο προσεύχονταν καὶ δέονταν στὴν Παναγία γι’ αὐτοὺς ἀλλὰ καὶ νοιάζονταν, ἐνδιαφέρονταν καὶ ἐνεργοῦσαν γιὰ ὅλα τὰ ζητήματα ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦσαν. Ἔτσι ὅλοι οἱ γύρω ἀπὸ αὐτὸ κάτοικοι ἔσπευδαν στὸ ἱερὸ αὐτὸ καταφύγιο καὶ κατέθεταν τόσο τὰ κοινοτικὰ καὶ τὰ κοινωνικὰ προβλήματά τους ὅσο καὶ τὰ ἀτομικὰ τοῦ καθένα καὶ ζητοῦσαν καὶ ἐκεῖ τὴ λύση τους. Ἐκεῖ ἐμπιστεύονταν τὰ ἐρωτήματά τους καὶ τοὺς προβληματισμούς τους ζητῶντας τὶς ἀπαντήσεις τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπακούοντας στὶς ἐντολὲς καὶ τὶς θεϊκὲς συμβουλὲς εἴτε αὐτὲς ἦταν ξεκάθαρες εἴτε ἦταν «συγκαλυμμένες» καὶ συμβουλευτικὲς.

Ἐξάλλου καὶ οἱ μοναχοὶ ποὺ ἐγκαταβίωναν σ’ αὐτό, στὴν συντριπτική τους πλειοψηφία, κατάγονταν ἀπὸ τὰ γύρω χωριά, ὅπως δείχνουν μερικὰ ἀπὸ τὰ κατὰ καιροὺς συντασσόμενα διάφορα μοναχολόγια ποὺ διατηροῦνται μέχρι σήμερα. Οἱ καλόγεροι τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» διατηροῦσαν καὶ καλλιεργοῦσαν τὶς συγγενικὲς ἀλλὰ καὶ φιλικές τους σχέσεις ποὺ εἶχαν μὲ τοὺς κατοίκους τῶν γύρω χωριῶν. Ὁ σύνδεσμος, ἐξ ἄλλου, καὶ ἡ στενή ἐπαφή τῶν κατοίκων τῆς γύρω περιοχῆς καὶ τοῦ Μοναστηριοῦ τους ἦταν, ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἴδιες τὶς συνθῆκες ποὺ ἐπικρατοῦσαν, πρακτικὰ ἐπιβεβλημένος. Οἱ δύσκολες συνθῆκες ἐπιβίωσης, ὅποτε αὐτὲς ὑπῆρξαν, ἦταν πάντοτε κοινὸ πρόβλημα ὄλων, καλογέρων καὶ πολιτῶν καὶ μὲ κοινὲς συσκέψεις ἀντιμετωπίζονταν.

Μία γενικὴ εἰκόνα τῆς προσφορᾶς τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς στοὺς ἀγῶνες τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ὑπὲρ τοῦ Ἔθνους καὶ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἔδωσε ὁ Εὐστάθιος Καλτσέτας σὲ πανηγυρικὴ ὁμιλία του ποὺ ἔγινε σὲ σχετικὴ ἑορταστικὴ ἐκδήλωση στὸ Μοναστήρι κατὰ τὸ 1935. Παραθέτουμε ἕνα ἀπόσπασμα τῆς ὁμιλίας αὐτῆς:[9]

«Ἀφθόνους προσόδους αὐτῆς ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιὰ διέθετο πρὸς συντήρησιν Ἑλληνικῶν Σχολείων κατὰ τοὺς στυγνοὺς τῆς δουλείας χρόνους καὶ πρὸς ἀνακούφισιν ἐνδεῶν οἰκογενειῶν οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ πρὸς τροφοδοσίαν ἀρματολῶν καὶ κλεφτῶν τῆς Ὄθρυος, χρησιμοποιούντων τὸ γιαταγάνι καὶ τὸ καρυοφύλι ἐναντίον τῶν ὀρδῶν τοῦ τυράννου κατακτητοῦ.

Κατὰ τὴν ἑπταετῆ Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν περὶ τὰς τρεῖς χιλιάδας γυναικόπαιδα διαιτώμενα ἀνὰ τοὺς δρυμοὺς, σπήλαια καὶ φάραγγας τῆς Ὄθρυος, ἐνῶ οἱ ἄνδρες ἐμάχοντο, ἐτροφοδοτοῦντο ἀπὸ τὸ ὀψοφυλάκιον τῆς Μονῆς Ξενιᾶς. Ἀρκετὰ ἱερὰ σκεύη καὶ τίμια  ὀστᾶ ἁγίων, ὅσα διέφυγον τὴν ἁρπαγήν, διεφύλαξεν εἰς κρυψῶνας χαραδρώδεις.

Κατὰ τὰς θεσσαλικὰς ἀνταρσίας παρεμύθει καὶ ηὐλόγει τοὺς μαχητὰς Ἕλληνας. Περὶ τὸ Μοναστήριον τοῦτο ἔλαβον χώραν φονικώταται μάχαι κατὰ Τουρκικοῦ στρατοῦ,[10] ὑπὸ τὸ πλακόστρωτον τοῦ προαυλίου ἐτάφησαν ἑκατοντάδες Τούρκων ἐκτοπισθέντων ἀπὸ τὰ εὔστοχα πυρὰ Θεσσαλῶν ἀνταρτῶν,[11] ἡ ἀρκτικὴ πλευρὰ τοῦ τετραγώνου ἐγένετο παρανάλωμα τοῦ πυρὸς κατὰ τὴν μάχην, τὸ δὲ κτίριον τῆς ἄνω Ξενιᾶς ἀπετεφρώθη ἀπὸ ἐπιδρομεῖς Λατίνους ὑπὸ τὸν Καρδινάλιον Πελάγιον διότι οἱ τότε Πατέρες δὲν προσεχώρουν εἰς τὴν Παπικὴν Ἐκκλησίαν. Διεκδικεῖ ἑπομένως ὑπερηφάνως ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιὰ  δάφνας ἀγώνων ὑπὲρ τοῦ Ἔθνους, ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας» .

 

 

Ἡ προσφορὰ κατὰ τὴ Βυζαντινὴ Ἐποχὴ

Δὲν διαθέτουμε ἄμεσες καὶ ἀσφαλεῖς, σαφεῖς καὶ βεβαιωμένες, γραπτὲς πληροφορίες γιὰ τὴν πραγματικὴ ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ τὴ ζωὴ εἴτε τῶν γύρω κατοίκων εἴτε τῶν ἴδιων τῶν μοναχῶν κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Συνεπῶς δὲν γνωρίζουμε πολλὰ καὶ γιὰ τὶς σχέσεις τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας, ὅπως λεγόταν τότε τὸ Μοναστήρι,  μὲ τοὺς κατοίκους τῆς γύρω ἀπὸ αὐτὸ περιοχῆς γιὰ τὴν περίοδο αὐτή.

Καταφεύγοντας, λοιπόν, ἀναγκαστικά, σὲ ἄλλα παράλληλα στοιχεῖα ἤ ἔμμεσες πληροφορίες ποὺ μποροῦν νὰ μᾶς βοηθήσουν, θὰ προσπαθήσουμε νά σκιαγραφήσουμε τὴν πορεία του στὰ χρόνια αὐτά.

Ὅπως ἀναφέρεται στὸ κεφάλαιο γιὰ τὴν ἵδρυσή του οἱ πρῶτες ἀρχές τοῦ Μοναστηριοῦ ἀνάγονται στὸν 7ο αἰῶνα, ἔστω ἴσως ὄχι μὲ τὴ μορφὴ ἑνὸς μοναστηριοῦ, ὅπως τὸ γνωρίζουμε στὴν ἐποχή μας, ἀλλὰ μὲ τὴ μορφὴ ἑνὸς μικροῦ καὶ ἁπλοῦ χριστιανικοῦ ναοῦ ποὺ χτίστηκε στὴ θέση κάποιου ἀντίστοιχου ἀρχαιοελληνικοῦ.

Δὲν πρέπει στὰ πρῶτα ἐκεῖνα χρόνια τῆς ἵδρυσής του νὰ εἶχε τὴ μορφὴ μοναστηριοῦ, ὅπως τὸ ἐννοοῦμε τὸ Μοναστήρι στὴ σημερινὴ ἐποχή. Πρέπει μᾶλλον νὰ τὸ ἐννοήσουμε ὡς ἕνα  ἐκκλησιαστικὸ κέντρο, ὡς ἕνα λατρευτικὸ κέντρο, ἕνα ναὸ μιᾶς ἀπομονωμένης ὁμάδας μικροοικισμῶν, μιᾶς ὁμάδας χριστιανικῶν κτηνοτροφικῶν κυρίως καὶ γεωργικῶν οἰκισμῶν ὀργανωμένων ἐκκλησιαστικὰ ὑπὸ τὴν ἡγεσία μιᾶς ὁμάδας κληρικῶν σὲ μιὰ ὀρεινὴ περιφέρεια ὄχι ὁπωσδήποτε ἀπόλυτα καὶ ἀκραιφνῶς χριστιανοκρατούμενη.

Ἡ ἀτμόσφαιρα ἑνὸς ἀρχαιοελληνικοῦ μαντείου, ἑνὸς ἀρχαιοελληνικοῦ ἱεροῦ, σὰν ἀπόμακρη καὶ βυθισμένη στὴν τοπικὴ ἐθνικὴ συνολικὴ μνήμη, στὴ λαϊκὴ τοὐλάχιστον ἀντίληψη τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς τῆς Ὄρθρης γύρω ἀπὸ τὸ χριστιανικὸ αὐτὸ κέντρο, κατὰ τὸν 7ο καὶ 8ο ἀκόμη αἰῶνα, δὲν πρέπει νὰ ἦταν πολὺ ἀπόμακρη καὶ ξένη. Ὁ ἀπόηχος μιᾶς τέτοιας κληρονομημένης μακρινῆς ὑποσυνείδητης συνολικῆς φυλετικῆς  αἴσθησης δροῦσε συνεκτικὰ μὲ κέντρο τὸ  νέο αὐτὸ «Ἱερό», ὑποκατάστατο κάποιου παρόμοιου «Ἱεροῦ» ἀπὸ τὸ φυλετικὸ κοινὸ παρελθόν.

Ἡ φήμη τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας πρέπει νὰ ἦταν πολὺ μεγάλη κατὰ τοὺς 10ο καὶ 11ο αἰῶνα. Σύμφωνα μὲ μία ἀνεπιβεβαίωτη ἀπὸ ἱστορικὲς πηγὲς παράδοση κατὰ τὴν ἄνοιξη τοῦ 1019 πέρασε ἀπὸ τὴ Μονὴ Κισσιώτισσας ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος Β΄, ὁ γνωστὸς ὡς Βουλγαροκτόνος καθὼς ἐπέστρεφε, νικητὴς καὶ τροπαιοφόρος ἀπὸ τὴν Ἀχρίδα φέροντας τὰ «νικητήρια» νὰ προσκυνήσει τὴν «Παναγία Κισσιώτισσα», πρὶν φτάσει, περνῶντας ἀπὸ τὴ Λειβαδιά, στὴν Ἀθήνα γιὰ τὸ ἐκεῖ προσκύνημα στὴν  «Παναγιὰ Ἀθηνιώτισσα».

Ἡ ἀπομόνωση τῆς ὀρεινῆς αὐτῆς ὀρθρυακῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἀπὸ τὴν κεντρικὴ διοίκηση τοῦ Βυζαντίου καὶ ἡ ἀποξένωση ἀπὸ αὐτὸ εἶχαν συντελέσει στὴν χαλάρωση, ἄν ὄχι στὴν πλήρη ἀπώλεια, τῆς αἴσθησης τῆς μιᾶς καὶ ἑνιαίας ἐθνικῆς καὶ θρησκευτικῆς ταυτότητας.

Οἱ συχνὲς κατὰ καιροὺς ἐπιδρομὲς Σλαβικῶν φύλων,  Σέρβων, Ἀλβανῶν, ἀλλὰ καὶ ἐγχώριων ἑλληνικῶν ληστρικῶν ὁμάδων καθιστοῦσαν ἀναγκαία τὴν κοινὴ συσπείρωση καὶ συνεργασία τῶν πρώτων μοναχῶν τοῦ «Μοναστηριοῦ» αὐτοῦ καὶ τῶν κατοίκων τῆς γύρω ἀπὸ αὐτὸ περιοχῆς.

Οἰ ἐπιτακτικὲς ἀνάγκες ἐπιβίωσης καὶ προστασίας τῶν κατοίκων μιᾶς περιοχῆς ἀπομακρυσμένης ἀπὸ τὴν κεντρικὴ διοίκηση  καὶ συνεπῶς ἀπροστάτευτης ἀπὸ ὁποιουδήποτε εἴδους ἐχθρικὲς καὶ ληστρικὲς ἐπιθέσεις καθιστοῦσαν ὑποχρεωτικὸ καὶ ἐπέβαλλαν ὡς συμφέροντα, ἀποτελεσματικὸ καὶ εὐεργετικὸ γιὰ ὅλους τὸν σύνδεσμο καὶ τὴν ἀγαστὴ συνεργασία καλογέρων τοῦ «Μοναστηριοῦ» καὶ κατοίκων τῆς γύρω περιοχῆς.

Οἱ συνθῆκες στὴν ἀπομονωμένη αὐτὴ περιοχὴ τῆς Ὄρθρης ἦταν τέτοιες ποὺ καὶ μία στοιχειώδης ἔστω κοινωνικὴ ὀργάνωση τῶν κατοίκων ἦταν ἐπιβεβλημένο νὰ γίνεται, ἄν ὄχι ὑπὸ τὴν ἐποπτεία, ὁπωσδήποτε μὲ τὴν συμπαράσταση καὶ τὴ βοήθεια τῶν μοναχῶν τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ μὲ τήν, διὰ τῆς μεσολαβησής τους, εὐνοϊκὴ διάθεση τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας.

Ἡ μορφή τοῦ ἰσχυροῦ καὶ ὀχυρωματικοῦ φρουρίου ποὺ εἶχε τὸ κτιριακὸ συγκρότημα τοῦ Μοναστηριοῦ ἀποτελοῦσε καὶ γιὰ τοὺς κατοίκους τῶν γύρω χωριῶν τὸ ἀσφαλές τους καταφύγιο σὲ κάθε ἐχθρική ἐπιδρομή. Αὐτὴ ἡ ἀναγκαστικὴ ἐκ τῶν πραγμάτων ἀμυντικὴ συνένωση καὶ συσπείρωση καλογέρων καὶ λαϊκῶν δημιούργησε καὶ σταθεροποίησε μέχρι καὶ στὰ κατοπινὰ χρόνια, ὅταν πλέον τὸ κέντρο αὐτό πῆρε τὴ μορφὴ ἑνὸς κανονικοῦ μοναστηριοῦ καὶ ἡ κατάσταση ὁμαλοποιήθηκε κάπως, τὴν  ὑπάρχουσα μέχρι τὴ σημερινὴ ἐποχὴ σχέση τοῦ στενοῦ συνδέσμου ἀγάπης καὶ συνεργασίας καλογέρων καὶ γύρω κατοίκων.

Ἡ μεγάλη ἀπόσταση τοῦ Μοναστηριοῦ[12] ἀπὸ διοικητικὰ καὶ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα, μακριὰ ἀπὸ τὴν εὔφορη πεδιάδα τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ συνακόλουθη ἀνεξέλεγκτη σκληρὴ ἐκμετάλλευση τῶν κατοίκων της ἀπὸ τοὺς κάθε μορφῆς καὶ ἐθνικότητας τιμαριούχους τῆς βυζαντινῆς ἐποχῆς, καθιστοῦσε τὸν σύνδεσμο αὐτόν ὑποχρεωτικὸ ἀλλὰ καὶ εὐεργετικό καὶ ὠφέλιμο γιὰ ὅλους. Ἡ κατάσταση αὐτὴ  διαμόρφωνε καὶ παγίωνε τοὺς δεσμοὺς ἀγάπης καὶ συνεργασίας καλογέρων καὶ λαϊκῶν, δεσμοὺς ποὺ συνεχίστηκαν σ’ ὅλη τὴν μακραίωνη ἱστορία του ἀκόμη καὶ σὲ ἐποχὲς, κατὰ τὶς ὁποῖες οἱ νέες συνθῆκες τῆς συστηματικῆς πλέον κοινωνικῆς καὶ κρατικῆς ὀργάνωσης εἶχαν ἀνεξαρτοποιήσει καὶ αὐτονομήσει τόσο τὸ Μοναστήρι ὅσο καὶ τὶς γύρω ἀπὸ αὐτὸ κοινότητες.

Στὴν περίοδο της Φραγκοκρατίας ὁ σύνδεσμος τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας ἤ Παναγίας Ξενιᾶς μὲ τὶς γύρω ἀπὸ αὐτὸ κοινότητες ἔγινε, γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ  καὶ πάλι, ἐπιβεβλημένος καὶ ἀναζωπυρώθηκε.

Ὁ εὔφορος κάμπος τοῦ Ἁλμυροῦ ὑποτάχθηκε ἀπόλυτα, οἰκονομικὰ καὶ κυριαρχικά, στοὺς Φράγκους κατακτητές. Τὸ λιμάνι τοῦ Ἁλμυροῦ εἶχε καταστεῖ τὸ σημαντικότερο ἐξαγωγικὸ ἐμπορικὸ κέντρο ὅλων τῶν γεωργικῶν καὶ λοιπῶν προϊόντων τῶν  θεσσαλικῶν. Ἦταν τὸ πλησιέστερο λιμάνι γιὰ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸν Παγασητικὸ πρὸς τὸ Αἰγαῖο.

Φυσικὸ ἀποτέλεσμα ἦταν οἱ κάτοικοι τῆς πεδιάδας τοῦ Ἁλμυροῦ νὰ προσαρμοστοῦν ἀναγκαστικὰ καὶ νὰ ὑποταχθοῦν στὴν ἐξυπηρέτηση τῶν σκοπῶν, τῶν ἐπιδιώξεων καὶ τῶν οἰκονομικῶν καὶ λοιπῶν συμφερόντων  τῆς ἐμπορικῆς ἀνάπτυξης τῶν κοσμοπολίτικων λιμανιῶν τῶν «Δύο Ἁλμυρῶν». Τὰ ἐμπορικὰ λιμάνια τῶν «Δύο Ἁλμυρῶν»  συμπεριλαμβάνονταν μεταξὺ τῶν πλέον σημαντικῶν ἐμπορικῶν λιμανιῶν τοῦ Βυζαντίου στὴν περιοχὴ τοῦ κεντρικοῦ Αἰγαίου Πελάγους. Οἱ μεγαλύτεροι ἐμπορικοὶ οἶκοι τῶν Βενετῶν, Γεννουατῶν, Πισατῶν, Ἱσπανῶν,  Ἑβραίων εἶχαν ἐγκαταστήσει πολυάνθρωπες ἀντιπροσωπεῖες στοὺς «Δύο Ἁλμυροὺς» καὶ εἶχαν συμπήξει μὲ πλούσιους ντόπιους κατοίκους ἑταιρίες ἐκμετάλλευσης καὶ διακίνησης τῶν προϊόντων τῆς Θεσσαλίας.

Ἀπόλυτα καὶ καταλυτικὰ φραγκοκρατούμενος, κυρίως ἀπὸ τὸ 1204 μέχρι τὸ 1470, ἦταν καὶ ὁ Πτελεὸς μὲ τὸ πολὺ σημαντικὸ ἐμπορικὸ λιμάνι του. Κάτω ἀπὸ τὴν ἀπόλυτη κυριαρχία τῶν Βενετῶν  βρισκόταν ἐπίσης καὶ ὁλόκληρη ἡ παραλιακὴ περιοχὴ,  πέντε μιλίων πλάτους, ἀπὸ τὸ Πτελεὸ μέχρι τὴ σημερινὴ Γλύφα, ἡ ὁποία εἶχε τὴν  ὀνομασία «Νικοπολιτά».

Τὰ δύο ἀπολύτως φραγκοκρατούμενα ἐμπορικά, οἰκονομικὰ ἀλλὰ καὶ θρησκευτικὰ κέντρα, τῶν δύο παραλιακῶν Ἁλμυρῶν καὶ τοῦ Πτελεοῦ, εἶχαν συντελέσει στὴν ἀποχρωμάτιση καὶ στὴ χαλάρωση τοῦ αἰσθήματος τόσο τῆς ἑλληνικότητας ὅσο καὶ τῆς ὀρθοδοξίας τῶν κατοίκων τῆς πεδινῆς παραλιακῆς περιοχῆς ἀπὸ τὴ σημερινὴ Νέα Ἀγχίαλο ὡς τὴ σημερινὴ Γλύφα τῆς Φθιώτιδας.

Στὸν κάμπο τοῦ Ἁλμυροῦ χτίστηκαν μοναστήρια ἀλλὰ καὶ σημαντικὲς ἐκκλησίες καθολικῶν. Στὴν περιοχὴ τοῦ Πτελεοῦ τὰ ὀρθόδοξα μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τῆς «Λάκα Παναγιάς» καὶ τῆς Παναγίας Βάβριανης, κάτω ἀπὸ τὴν καταδυναστευτικὴ παρουσία τῶν Ἰωαννιτῶν Ἱπποτῶν, ὁδηγήθηκαν στὴ διάλυση καὶ στὴν κατάργησή τους. Ἡ περιουσία τους ἁρπάχτηκε καὶ οἱ μοναχοί τους καταδιώχθηκαν βρίσκοντας καταφύγιο στὸ «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας». Ἐκεῖ μόνο μποροῦσαν νὰ κουβαλήσουν, μαζὶ μὲ τὰ «ἱερὰ καὶ ὅσιά τους»,  τὴν καταδιωγμένη καὶ ἁλυσόδετη ἐλπίδα ἐπιβίωσης  ἀμόλυντης τῆς ὀρθοδοξίας καὶ τὴν ἀποσταμένη καὶ πληγωμένη ἐθνικὴ ταυτότητά τους. Τὸ «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας» ἔγινε ἡ «Κιβωτὸς» τῆς σωτηρίας καὶ τῶν δύο, τῆς ὀρθοδοξίας καὶ τῆς ἑλληνικότητας.

Ἕνα δεῖγμα ἄν ὄχι τῆς πλήρους ἐκλατίνισης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος τῶν κατοίκων τοῦ ἁλμυριώτικου κάμπου, τοὐλάχιστον τοῦ ἀποχρωματισμοῦ, τῆς χαλάρωσης καὶ μιᾶς ἔντονης ἀλλοίωσής του, κατὰ τὴν περίοδο τῆς Φραγκοκρατίας  ὑποδηλώνεται  ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τοῦ τρόπου ὑποδοχῆς στὸν Ἁλμυρό, τὴν ἄνοιξη τοῦ  1209, τοῦ Φράγκου αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινούπολης Ἐρρίκου. Στὸν Ἁλμυρὸ συγκεντρώθηκαν οἱ κάτοικοι τῆς Θεσσαλίας καὶ τῆς Φθιώτιδας γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν αὐτοκράτορα Ἐρρίκο «προπορευομένου καὶ πολυχρονίζοντος τοῦ ὀρθοδόξου ἀνατολικοῦ  κλήρου μετὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων». [13]

Ὁ Ville – Hardouin,[14] περιγράφοντας τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Φράγκου αὐτοκράτορα Ἐρρίκου στὸν Ἁλμυρό, ἀναφέρει: «Ὁ αὐτοκράτωρ ἀπέρχεται εἰς Ἁλμυρὸν μετὰ τῆς ἀκολουθίας του καὶ οἱ Ἕλληνες ἐξέρχονται εἰς προϋπάντησιν ὡς ἄνθρωποι ποθοῦντες διακαῶς νὰ ἔλθῃ καὶ φέρουσι τὰ σήματά των καὶ ζητωκραυγάζουσιν ὑπὲρ αὐτοῦ. Οἱ ἄνθρωποί μας κρατοῦνται ἐντὸς τῆς πόλεως χωρὶς νὰ κάμωσι τὸ ἐλάχιστον κακὸν εἰς κανένα, ὥστε νὰ λέγωσιν οἱ Ἕλληνες ὅτι ἐπέτυχον θαυμασίαν ἀλλαγὴν ἄρχοντος καὶ νὰ εὔχωνται εἰς τὸν Θεὸν νὰ μὴ δώσῃ νὰ λάβωσι ποτὲ οἱ Λομβαρδοὶ κυριότητά τινα ἐπ’ αὐτῶν, διότι τώρα ἔμελλον νὰ ζήσωσιν ἐν ἀσφαλείᾳ καὶ μεγάλῃ τιμῇ, καθὼς ἔλεγον, ἤρκει μόνον ὁ Θεὸς νὰ τοῖς διετήρει τὸν αὐτοκράτορα».

Κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες ὁ συνεχῶς καταδυναστευόμενος «Βυζαντινὸς» Ἑλληνισμὸς καὶ ἡ κινδυνεύουσα νὰ χάσει τὴν αὐθεντικότητά της «Βυζαντινὴ» Ὀρθοδοξία, στὴν εὐρύτερη πεδινὴ περιοχὴ τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν, τοῦ Ἁλμυροῦ, τῆς Σούρπης καὶ τοῦ Πτελεοῦ,  βρῆκαν ἕνα ἀσφαλές τους  καταφύγιο καὶ φυλακτήριο, βρῆκαν  τὴν κιβωτὸ τῆς σωτηρίας τους, στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας, τὸ κατοπινό Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Παρ’ ὅλη τὴν ὁλοκληρωτικὴ καταστροφή του ἀπὸ τὸν ἀποσταλμένο ἀντιπρόσωπο τοῦ Πάπα καρδινάλιο Πελάγιο, τὸ (Πάνω) Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς στὰ χρόνια τῆς Φραγκοκρατίας  ἦταν τὸ μόνο ὀρθόδοξο  μοναστήρι στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ ποὺ διατηρήθηκε στὴ ζωὴ καὶ ἀποτέλεσε ἀσφαλὲς καταφύγιο  τοῦ τοπικοῦ ὀρθόδοξου χριστιανισμοῦ.

Ἡ καταφυγὴ σ’ αὐτὸ γιὰ φιλοξενία, προστασία καί ἀσφάλεια τῶν μοναχῶν τοῦ Μοναστηριοῦ στὴ «Λάκα Παναγιά» μὲ τὴν εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ τρανότερα δείγματα  τοῦ προστατευτικοῦ αὐτοῦ ρόλου καὶ τῆς σταθερῆς ὑποστήριξής τους. Ἀλλὰ καὶ οἱ μοναχοὶ τῶν ἄλλων μοναστηριῶν ποὺ ὑπῆρχαν στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, τὰ ὁποῖα κάτω ἀπὸ τὶς δύσκολες συνθῆκες ποὺ ἀντιμετώπιζαν κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Φραγκοκρατίας, τοὺς ὕστερους βυζαντινοὺς χρόνους καὶ κυρίως στοὺς πρώτους αἰῶνες της Τουρκοκρατίας, διαλύθηκαν δὲν εἶχαν ἄλλο καταφύγιο παρὰ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας.

Ἡ οἰκονομικὴ κυριαρχία στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ,  κατὰ τὸν 12ο μέχρι σχεδόν καὶ τῶν μέσων τοῦ 15ου αἰῶνα, τῶν καθολικῶν ἐμπόρων καὶ ἐπιχειρηματιῶν, ἡ ὁποία ἐξασφαλιζόταν μὲ τὴν κατοχὴ τῶν λιμανιῶν τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τοῦ Πτελεοῦ ἀπὸ τοὺς βενετικοὺς κυρίως καὶ γεννουατικοὺς  ἐμπορικοὺς οἴκους, δημιουργοῦσε πολὺ εὐνοϊκὸ κλῖμα γιὰ τὴν εὐνοϊκὴ ἀποδοχή τοῦ καθολικισμοῦ.[15]

Κάτω ἀπὸ τέτοιες συνθῆκες οἱ σκοποὶ τοῦ ἀπεσταλμένου τοῦ Πάπα καρδινάλιου Πελάγιου, στὸ πεδινὸ τμῆμα τῆς ἐπαρχίας Ἁλμυροῦ, γιὰ τὴν ἀποδοχὴ ἀπὸ τοὺς κατοίκους της περιοχῆς τοῦ καθολικισμοῦ καὶ τὴν ὑποταγὴ τῶν ὀρθοδόξων κληρικῶν σ’ αὐτὸν, δὲν συνάντησε πολλὲς δυσκολίες.

Μοναδικὸ κέντρο ἀντίστασης καὶ διατήρησης ἀνόθευτης τῆς ὀρθοδοξίας  στὴν ἐκστρατεία αὐτὴ τοῦ καθολικισμοῦ, στάθηκε τὸ «Μοναστἠρι τῆς Κισσιώτισσας». Οἱ μοναχοὶ του δὲν δέχτηκαν νὰ λειτουργήσει σ’ αὐτό ὁ Πελάγιος. Ἡ «ἀνυπακοὴ» αὐτὴ τῶν μοναχῶν τοῦ «Μοναστηριοῦ τῆς Κισσιώτισσας» εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν πυρπόληση καὶ καταστροφὴ τοῦ Μοναστηριοῦ καί, ἴσως, τὴν ἐγκατάλειψή του γιὰ λίγο διάστημα.

Σύμφωνα μὲ ἕνα δημοσίευμα τῆς ἐφημερίδας «Θεσσαλία» τοῦ Βόλου, στὶς 20 Σεπτεμβρίου 1933, ἐνῶ γιὰ τὴ Μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μετὰ τὴν πυρπόλησή της ἀπὸ τὸν Πελάγιο, ἐνδιαφέρθηκαν γιὰ τὴν ἀνακατασκευή της, «…διὰ τὴν μονὴν τῆς Ξενιᾶς δὲν ἐφάνη κανεὶς πρόθυμος νὰ τὴν ἀνεγείρῃ  καὶ οἱ μοναχοὶ ἔφυγαν καὶ ἐγκαταστάθηκαν εἰς ἄλλην μεγάλην μονὴν πλησίον τοῦ χωρίου Ἀχιλλείου πρὸς μεσημβρίαν τοῦ Πτελεοῦ, φέροντες μεθ’ ἑαυτῶν καὶ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἡ δὲ μονὴ τῆς  Ξενιᾶς ἠρειπωμένη καὶ ἀκατοίκητος, ἔμεινε ἔκτοτε μέχρι τοῦ 1540 ἐπὶ Τουρκοκρατίας, ὅτε τὴν ἀνήγειραν καὶ  πάλιν οἱ μοναχοί. Διότι εἰς τὴν παρὰ τὸ Πτελεὸν μεγάλην μονήν, λεγομένην ἀκόμη καὶ σήμερον Παλιοξενιά, ὕστερα ἀπὸ πολλὰ ἔτη βάρβαροι πειραταὶ τὴν κατέστρεψαν, οἱ δὲ μοναχοί, μετὰ τῆς εἰκόνος τῆς Παναγίας, κατέφυγον εἰς ἄλλην μονὴν Κουκλιᾶ τοῦ Πτελεοῦ καὶ ἐγκατεστάθησαν τὸ 1540 …».

Τὸ περιεχόμενο τοῦ παραπάνω δημοσιεύματος, ὡστόσο, δὲν ἀνταποκρίνεται στὰ πραγματικὰ γεγονότα. Δὲν στηρίζεται σὲ ἰσχυρὰ ἐπιχειρήματα. Ἡ καταστροφὴ τῆς Μονῆς τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας ἀπὸ τὸν Πελάγιο ἔγινε περίπου τὸ 1209 -1211. Ἡ Μονὴ αὐτὴ τότε δὲν εἶχε πάρει ἀκόμη τὴν ἐπωνυμία «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς».

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἡ περιοχὴ τοῦ Πτελεοῦ καὶ τοῦ σημερινοῦ Ἀχιλλείου βρισκόταν ὑπό τὴν ἀπόλυτη κυριαρχία τῶν Βενετῶν, τοῦ Τάγματος τῶν Ἰωαννιτῶν Ἱπποτῶν καὶ τῶν ἀδελφῶν Ἀλμπερτίνου καὶ Ρολανδίνου Κανόσσα. Ἡ κατοχὴ τῆς περιοχῆς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν εὐνοοῦσε τὴν καταφυγὴ ἐκεῖ τῶν μοναχῶν τῆς Κισσιώτισσας. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς Κισσιώτισσας ὑπῆρχαν πολλοὶ μοναχοὶ ποὺ ζοῦσαν ἀπομονωμένοι σὲ κελλιὰ καὶ σὲ σκῆτες. Σ’ αὐτὰ εἶχαν καταφύγει καὶ οἱ μοναχοὶ τῶν δύο μοναστηριῶν, ποὺ ἦταν στὸ «Μπακλαλὶ» καὶ στὸ «Τσουρνάτη Βρύση», τὰ ὁποῖα διαλύθηκαν κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Φραγκοκρατίας. Αὐτὰ τὰ κελιὰ καὶ οἱ σκῆτες αὐξήθηκαν, μετὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Κισσιώτισσας, γιατὶ δημιουργήθηκαν καὶ ἄλλα ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς του.

Μετὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ κεντρικοῦ Μοναστηριοῦ τους ἀπὸ τὸν Πελάγιο οἱ καλόγεροι κυνηγημένοι σκόρπισαν τριγύρω δημιουργῶντας πρόχειρες ἐγκαταστάσεις, ἀτομικὰ ἤ ὁμαδικὰ «κελιά» καὶ «σκῆτες». Αὐτό, ἐξάλλου, ἦταν μιὰ συνηθισμένη τακτικὴ τὴν ὁποία ἀκολουθοῦσαν καὶ οἱ κάτοικοι τῶν  γειτονικῶν χωριῶν σὲ κάθε ἐχθρικὴ ἐπιδρομὴ ἀλλὰ καὶ σὲ περιόδους θανατηφόρων μεταδοτικῶν ἀσθενειῶν καὶ ἐπιδημιῶν.

Κάτω ἀπὸ τέτοιες συνθῆκες τὸ Μοναστήρι τῆς Κισσιώτισσας, μετὰ τὴν πυρπόλησή του ἀπὸ τὸν Πελάγιο, πιστεύω ὅτι δὲν μεταφέρθηκε, σὲ ἄλλο  μοναστήρι, ὅπως αὐτὸ στὸν «Κουκλιᾶ» ποὺ ὀνομάζει τὸ παραπάνω δημοσίευμα, γιατὶ αὐτὸ δὲν παρεῖχε καμία ἀσφάλεια,  ἀλλὰ οἱ καλόγεροὶ του διέφυγαν πρὸς τὶς πολλὲς γειτονικὲς σκῆτες καὶ τὰ γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι μέρη καὶ γειτονικὰ χωριὰ μὲ τὰ ὁποῖα ἐξ ἄλλου διατηροῦσαν πάντα φιλικὲς σχέσεις ἀλλὰ καὶ σχέσεις ἀλληλεξάρτησης, μέχρι ποὺ ἀργότερα ἐπανεγκαταστάθηκαν καὶ ξαναέχτισαν τὸ καταστραμένο  μοναστήρι τους.

Τὸ πέρασμα τοῦ Πελάγιου ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς Κισσιώτισσας σήμαινε μὲν καὶ  ἦταν ὁπωσδήποτε μιὰ τεράστια καταστροφὴ ἀλλὰ δὲν ἦταν μιὰ μόνιμη κατάσταση ποὺ νὰ ὑποχρεώνει σὲ μετεγκατάσταση ὁλόκληρου μοναστηριοῦ καὶ μάλιστα ἑνὸς τόσο μεγάλου καὶ σταθερὰ ὀργανωμένου μοναστηριοῦ γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα. Ὁ Πελάγιος ἦταν μιὰ στιγμιαία λαίλαπα, μιὰ μπόρα ποὺ ξέσπασε, πέρασε ἀπὸ ἐκεῖ κατέστρεψε. ἐκδικήθηκε καὶ ἔφυγε.

Σημαντικὴ ἦταν ἡ συνεισφορὰ τοῦ Μοναστηριοῦ στὴν προστασία τῆς ζωῆς,  τῆς τιμῆς, τῆς ἀξιοπρέπειας, τῆς περιουσίας ἀλλὰ καὶ τῆς ἐθνικότητας καὶ τῆς θρησκευτικῆς ταυτότητας τῶν κατοίκων τῆς γύρω περιοχῆς καὶ κατὰ τὴν περίοδο τῆς Καταλανοκρατίας. Ἄν καὶ δὲν διαθέτουμε κάποιες σαφεῖς ἐνδείξεις, ἀφοῦ ἡ καταλανικὴ λαίλαπα σάρωσε κυρίως τὰ πεδινά μέρη τοῦ Ἁλμυροῦ εἶναι βέβαιο ὅτι τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας χρησίμευσε καὶ κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ ὡς καταφύγιο τῶν κυνηγημένων καὶ πανικοβλημένων κατοίκων τῆς περιοχῆς.

 

Ἡ προσφορὰ τοῦ Μοναστηριοῦ κατὰ τὴν Τουρκοκρατία

Ἡ προσφορὰ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ Παναγίας Ξενιᾶς) στὴν περιφέρεια Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἦταν ἡ πλέον σημαντικὴ καὶ ἡ πλέον οὐσιαστικὴ ἀπὸ κάθε ἄλλη περίοδο.

Οἱ λόγοι ποὺ καθιστοῦν τὴν προσφορὰ κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ οὐσιαστικότερη καὶ σημαντικότερη ἀπὸ κάθε ἄλλη περίοδο εἶναι πολλοί. Ἡ Τουρκοκρατία ἦταν ἡ περίοδος κατὰ τὴν ὁποία κινδύνευε νὰ ἀλλοιωθεῖ ἤ καὶ νὰ ἀπωλεσθεῖ αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ἐθνική μας σύσταση, ἡ ἐθνική μας ὑπόσταση, ἡ ἐθνική μας ταυτότητα, ἀφοῦ ἡ χώρα μας βρισκόταν ὑπὸ τὴν ἀπόλυτη κυριαρχία ἑνὸς κράτους μὲ ἐντελῶς διαφορετικῆς μορφῆς πολιτισμό, κοινωνικὴ καὶ κοινοτικὴ ὀργάνωση, θρησκεία, ἰδανικά, παραδόσεις, ἤθη καὶ ἔθιμα, ἀρχές, ἐθνικὸ προσανατολισμὸ καὶ ἱστορικὸ παρελθόν. Ἡ Τουρκοκρατία ἦταν ἐπιπλέον ἡ πιὸ μακροχρόνια  περίοδος ἔλλειψης, ἀπώλειας καὶ ἀνυπαρξίας ἐθνικῆς κεντρικῆς διοίκησης. Ἡ περίοδος αὐτὴ εἰδικὰ γιὰ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ κράτησε πέντε ὁλόκληρους αἰῶνες,  ἀπὸ τὸ 1390 (περίπου) μέχρι τὸ 1881.

Στὴν περιφέρεια τοῦ Ἁλμυροῦ, σ’ ὁλόκληρη αὐτὴ τὴν μακροχρόνια περίοδο, τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἦταν τὸ μοναδικὸ – κυριολεκτικὰ καὶ ἀποκλειστικά – κέντρο ἀντίστασης στὸν ἀφελληνισμὸ  τοῦ ἔθνους μας. Στάθηκε μιὰ πραγματικὴ «κιβωτὸς» σωτηρίας καὶ διαφύλαξης τῆς ἁγνότητας καὶ αὐθεντικότητας τῆς ἐθνικῆς καὶ θρησκευτικῆς μας παρακαταθήκης καὶ ταυτότητας. Ὅλα τὰ ἄλλα μοναστήρια ποὺ ὑπῆρχαν κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο, ὅπως ἀναφέρθηκε, ἀπορροφήθηκαν ἀπὸ αὐτό.

Ἄν καὶ εἶναι μία πολὺ ἀποσπασματικὴ πληροφορία θὰ πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι τὴν ἐποχὴ ποὺ εἶχε συλληφθεῖ ὁ Ρήγας Βελεστινλῆς, στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς εἶχε καταφύγει καὶ κρυβόταν γιὰ μῆνες πολλοὺς γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴ σύλληψή του ἀπὸ τὶς ὀθωμανικὲς ἀρχὲς ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ρήγα. Ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ρήγα, μὲ τὴ βοήθεια  τοῦ Ἡγούμενου, φυγαδεύτηκε πρὸς τὴ Μακεδονία, ντυμένος ὡς ποιμένας, μαζὶ μὲ ἄλλους κτηνοτρόφους ποὺ μετακόμιζαν.

Ὁ εὔφορος κάμπος τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τῆς Σούρπης συγκέντρωσε πολλοὺς Τούρκους προκειμένου νὰ ἐκμεταλλευτοῦν τὸν πλοῦτο ποὺ αὐτὸς μποροῦσε νὰ παρέχει. Ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας κουβαλήθηκαν ἑκατοντάδες οἰκογένειες κονιάρων ποὺ κατέλαβαν τὰ χωράφια, τὰ ὁποῖα εἶχαν ἐγκαταλείψει  οἱ ντόπιοι κάτοικοι, ἀφοῦ οἱ  περισσότεροι μετὰ τὴν κατάληψη τῆς περιοχῆς ἀπὸ τοὺς Τούρκους εἶχαν ἀποσυρθεῖ καὶ καταφύγει πρὸς τὰ ὀρεινά. Ἀποτέλεσμα ἦταν στὸν κάμπο τοῦ Ἁλμυροῦ νὰ δημιουργηθοῦν τὰ τουρκικὰ «κονιαροχώρια».

Ὅσοι Ἕλληνες παρέμειναν στὸν Ἁλμυρὸ καὶ στὰ πεδινὰ χωριὰ τῆς περιοχῆς του ἔγιναν κολλῆγοι τῶν Τούρκων τσιφλικάδων καὶ μεγαλοκτηματιῶν. Αὐτοὶ δὲν ἦταν, δὲν μποροῦσαν νὰ ἦταν, οὔτε κοινωνικά, οὔτε φυλετικὰ καὶ ἐθνικὰ ὀργανωμένοι ὡς Ἕλληνες, οὔτε θρησκευτικὰ ὡς χριστιανοί. Αὐτὸ τοὺς ἀπαγορευόταν στοὺς δύο πρώτους  τοὐλάχιστον αἰῶνες τῆς Τουρκοκρατίας.

Οἱ ὅποιες ἐκκλησίες τους ὑπῆρχαν στὰ χωριὰ τοῦ κάμπου ἤ γκρεμίστηκαν ἤ μετατράπηκαν σὲ τζαμιὰ. Στὰ πεδινὰ χωριὰ τοῦ Ἁλμυροῦ στὶς πρῶτες δεκαετίες, τοὐλάχιστον, ἄν ὄχι στὶς πρῶτες ἑκατονταετίες, τῆς Τουρκοκρατίας, δὲν φαίνεται νὰ ὑπῆρχε κάποιο κέντρο, κάποια βάση ἐθνικῆς, κοινοτικῆς, κοινωνικῆς καὶ θρησκευτικῆς συνοχῆς ἤ λατρευτικῆς ἀναφορᾶς τῶν Ἑλλήνων κατοίκων τους.

Στὸν Ἁλμυρὸ τουλάχιστον, γιὰ τὸν ὁποῖο διασώθηκαν σχετικὲς πληροφορίες, οἱ Ἕλληνες, ὄχι μόνο δὲν συγκρότησαν δικές τους κοινωνικὲς καὶ κοινοτικὲς ὀργανώσεις, ἀλλὰ σκόπιμα ἀπέφευγαν καὶ νὰ ζοῦν ὅλοι μαζί σὲ δικὲς τους ὁμοιογενεῖς καὶ καθαρὰ ἑλληνικὲς γειτονιές. Προτιμοῦσαν καὶ τὸ ἐπιζητοῦσαν συστηματικὰ νὰ ἔχουν τὰ σπίτια τους σκορπισμένα ἀνάμεσα στὰ σπίτια τῶν Τούρκων συμπολιτῶν τους γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἀποφύγουν μὶα ὁμαδικὴ ἐναντίον τους ἐκδικητικὴ καταστροφικὴ ἐπίθεση, ὅπως π.χ. μιὰ γενικὴ πυρκαγιὰ τῶν σπιτιῶν τους.

Αὐτὴ ἡ ἀπουσία τῆς δυνατότητας κάποιας κοινῆς ὀργάνωσης τῶν Ἑλλήνων καὶ τὰ ὅποια προβλήματα καὶ ἐλλείψεις αὐτὴ συνεπαγόταν ὑπῆρχε μόνο στὰ πεδινὰ χωριὰ τοῦ Ἁλμυροῦ. Δὲν συνέβαινε τὸ ἴδιο  στὰ ὀρεινὰ χωριά. Στὰ χωριὰ τῆς Ὄρθρης  ἡ παρουσία τῶν Τούρκων δὲν ἦταν τόσο καταλυτικὴ καὶ πληθωρική. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ πεδινὰ χωριὰ, στὰ ὁποῖα οἱ Ἕλληνες ἀποτελοῦσαν μειονότητα καὶ ζοῦσαν πάντοτε σὲ ἀτμόσφαιρα καταθλιπτικῆς καὶ καταναγκαστικῆς ὑποτέλειας, ἀπόλυτης ἐξάρτησης καὶ διαρκοῦς φόβου καὶ ἀπειλῆς, οἱ Ἕλληνες κάτοικοι τῶν ἡμιορεινῶν ἤ ὀρεινῶν χωριῶν τοῦ Ἁλμυροῦ ἀποτελοῦσαν τὴν πλειονότητα τοῦ πληθυσμοῦ τους. Ἡ παρουσία των Τούρκων σ’ αὐτὰ περιοριζόταν κυρίως στὴν διοικητικὴ κυριαρχία γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῆς  ἐπιβαλλόμενης καὶ ἀναγκαίας φορολόγησης καὶ στὴν ἀστυνομικὴ ἐποπτεία γιὰ τὴν καταστολὴ πιθανῶν τάσεων  ἐπικίνδυνης αὐτονόμησης.

Ἡ κατάσταση αὐτὴ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν πληθωρικὴ παρουσία τζαμιῶν στὸν κάμπο τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τὴν παντελῆ  ἀπουσία χριστιανικῶν ναῶν, σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ ἡμιορεινὰ ἤ ὀρεινὰ χωριὰ τῆς Ὄρθρης. Τὰ «ὀρεινότερα» τζαμιὰ ποὺ ὑπῆρχαν στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ βρίσκονταν στοὺς πρόποδες τῆς Ὄρθρης, ἕνα στὸ  χωριὸ Μπακλαλί καὶ ἕνα ἄλλο στὸ χωριὸ Ἰντζέκ (σημερινὸ Νεοχωράκι), χωριὰ ποὺ καὶ τὰ δύο ἦταν τουρκικὰ τσιφλίκια.

Στὰ ἄλλα ἡμιορεινὰ καὶ κυρίως στὰ ὀρεινὰ χωριὰ δὲν χτίστηκαν τζαμιὰ. Δὲν ζοῦσαν σ’ αὐτὰ πολλοὶ Τοῦρκοι ὥστε νὰ δημιουργεῖται ἀνάγκη ἱκανοποίησης λατρευτικῶν ἀναγκῶν τους. Ἀντίθετα γινόταν ἀνεκτὴ ἤ καὶ παραβλεπόταν ἡ συγκέντρωση τῶν χριστιανῶν  σὲ κάποια σπίτια ἤ καὶ σὲ κάποιους μικρούς, φτωχοὺς καὶ ταπεινοὺς στὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση ναούς, γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῶν λατρευτικῶν ἀναγκῶν τῶν χριστιανῶν. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀντιμετώπισης τῶν χριστιανῶν, τῆς ἀνοχῆς καὶ τῆς παράβλεψης, ἐξασφαλιζόταν εὐκολότερα καὶ χωρὶς ἰδιαίτερες προσπάθειες ἡ ὑποταγὴ τῶν «ραγιάδων».

Ὅλη αὐτὴ ἡ ἀπουσία κάποιας συνεκτικῆς ὀργάνωσης τῶν χριστιανῶν κατοίκων τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τῶν πεδικῶν χωριῶν του ἀναπληρωνόταν μὲ τὴν ἀναγωγὴ τῶν δημιουργούμενων προβλημάτων τους στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς. Αὐτὸ ἀποτελοῦσε τὸ στήριγμα καὶ τὸ κατευθυντήριο κέντρο ἐξουσίας. Ἐκεῖ ἦταν ἐγκαταστημένη, οὐσιαστικά, «ἐξόριστη», ἡ κοινωνική, κοινοτική, πολιτική, ἐθνικὴ καὶ θρησκευτικὴ διοίκηση τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τῶν χωριῶν τοῦ κάμπου του.

Ἀλλὰ καὶ τῶν κατοίκων τῶν ὀρεινῶν καὶ ἡμιορεινῶν χωριῶν ἡ ἐθνική, θρησκευτικὴ καὶ λατρευτικὴ συνοχὴ καὶ ὀργάνωση στηριζόταν στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Μοναστηριοῦ αὐτοῦ ἐνισχυόταν  ἡ ἀνεκτὴ ἀπὸ τοὺς κατακτητὲς Τούρκους, σιωπηλή, ἀφανὴς καὶ μὴ προκλητικὴ ὀργάνωση. Ἀπὸ αὐτὸ  καθοδηγοῦνταν καὶ ἐποπτευόταν. Αὐτὸ ἦταν ὁ ἀφανὴς βασικὸς συντονιστὴς καὶ καθοδηγητὴς  καὶ τὸ κεντρικὸ σημεῖο ἀναφορᾶς ὅλων τῶν χριστιανῶν.

Τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς ἦταν ἐκεῖνο ποὺ φρόντιζε καὶ ἔστελνε στὰ χωριὰ αὐτὰ ἱερεῖς νὰ λειτουργήσουν, νὰ καθοδηγήσουν, νὰ κατηχήσουν, νὰ παρακινήσουν, νὰ ἐνισχύσουν, νὰ πρωτοστατήσουν, νὰ ὀργανώσουν κάθε προσπάθεια βελτίωσης τῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ νὰ βαπτίσουν, νὰ κηδεύσουν, νὰ παντρέψουν τοὺς κατοίκους σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς θρησκείας μας καὶ τὰ ἤθη καὶ ἔθιμα τοῦ λαοῦ μας. Ἔτσι κρατήθηκε  ζωντανὴ ἡ ἐθνικὴ καὶ θρησκευτικὴ ταυτότητά τους.

Τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς πρωτοστατοῦσε καὶ φρόντιζε γιὰ τὸν ἐφοδιασμὸ ἐκκλησιῶν  τῶν χωριῶν αὐτῶν μὲ εἰκόνες, μὲ λειτουργικὰ βιβλία καὶ  μὲ σκεύη λατρείας. Μέχρι καὶ τὰ τελευταῖα ἀκόμη χρόνια, γιὰ τὰ ὁποῖα ὑπάρχουν σαφέστερες πληροφορίες, ἡ ἁγιογράφηση τῶν ἐκκλησιῶν τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἦταν ἔργο καὶ φροντίδα τῶν ζωγράφων μοναχῶν τῆς Ξενιᾶς.

Σώθηκαν μέχρι τὴν ἐποχή μας κάποιες ἐνδείξεις. Ἡ εἰκόνα, π.χ. τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης τῆς Βρύναινας «ἐζωγραφήθη» γιὰ πρώτη φορά, μὲ ἔξοδα τοῦ Ἀποστόλου Ἀμυδρᾶ, τὸ 1698. Τὸ 1892, ἔπειτα ἀπὸ διακόσια σχεδὸν χρόνια, ἡ ἴδια εἰκόνα «ἀνακαινίσθη καὶ ἐκαλλωπίσθη», ἀπὸ τὸν ἁγιογράφο μοναχὸ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, Χαρίτωνα:

«Ἡ θαυματουργὸς αὔτη εἰκὼν τῶν Ἁγίων καὶ ἐνδόξων θεοστέπτων μεγάλων βασιλέων καὶ Ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης ἐζωγραφήθη τὸ πρῶτον κατὰ τὸ 1698 διὰ δαπάνης εὐλαβοῦς τινὸς χριστιανοῦ ὀνομαζομένου Ἀποστόλου Ἀμυδρᾶ. Οὖσα σεσαθρωμένη τὸ πρὶν τῇ αὐτοπροαιρέτῳ συνεισφορᾷ εὐλαβῶν τινῶν φιλοχρίστων τοῦ ἐνταῦθα θεοσώστου χωρίου ἀνεκαινίσθη καὶ ἐκαλλωπίσθη, καθ’ ἥν ὁρᾶται μορφὴν δι’ ἐπιμελείας καὶ ἐνεργείας τοῦ ἐπιτροπεύοντος Δημητρίου Σούλιου κατὰ μάιον τοῦ 1892. Ὁ ἐν μοναχοῖς Χαρίτων ἁγιογράφος.»

Ἀλλὰ καὶ ἡ εἰκόνα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων στὴν ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης τῆς Βρύναινας, σύμφωνα μὲ ὅσα βεβαιώνει ὁ ἴδιος ἁγιογράφος Χαρίτων, ἀνακαινίσθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο:

«Οἱ ἅγιοι οὗτοι οἱ ἐξ Ἀσίας καταγόμενοι οὐκ εἰσίν οἱ αὐτοὶ οἱ ἑορταζόμενοι καὶ τῇ πρώτῃ Ἰουλίου καὶ τῇ πρώτῃ Νοεμβρίου διὸ καὶ ἡ παροῦσα εἰκὼν τίθεται εἰς τὸ προσκυνητάριον μόνον τῇ α΄ Νοεμβρίου, διὰ δὲ τοὺς ἑορταζομένους τῇ α΄ Ἰουλίου Ἀναργύρους δέον νὰ ᾖναι ἑτέρα εἰκὼν κατὰ τὸ ὑπόμνημα αὐτῶν.

Ἐζωγραφήθη ἡ παροῦσα εἰκὼν τὸ πρῶτον κατὰ τὸ 1810 διὰ δαπάνης εὐλαβῶν τινων Ἀφέντους καὶ Μαρίας ὀνομαζομένων. Ἀνεκαινίσθη δὲ διὰ δαπάνης τῆς εὐλαβοῦς συζύγου Β. Καρβούνη, δι’ ἐνεργείας τοῦ ἐπιτροπεύοντος Δ. Σούλιου 1892, ὑπὸ Χαρίτωνος ἁγιογράφου Ξενιώτου».

Ὁ μοναχὸς Χαρίτων ἦταν ἕνας ἁγιογράφος ποὺ εἶχε ζωγραφίσει πολλὲς εἰκόνες στὶς ἐκκλησίες τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ καὶ στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς κατὰ τὰ τέλη τοῦ 19ου καὶ ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνα, ὅπως εἶχε κάνει καὶ θαυμάσια ἀντίγραφα τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς ἦταν ἐκεῖνο ποὺ παρακινοῦσε καὶ ἐνίσχυε προσπάθειες δημιουργίας σχολείων στὰ χωριά. Αὐτὸ ἐπόπτευε, ἐνίσχυε οἰκονομικὰ ἀλλὰ καὶ στελέχωνε μὲ κατάλληλο διδακτικὸ προσωπικό, ποὺ πολλὲς φορὲς προερχόταν ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς μοναχούς του, τὰ ὅποια σχολεῖα δημιουργοῦνταν  στὰ χωριὰ.

Τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς εἶχαν ὡς στήριγμα ἀλλὰ καὶ βασικὸ σημεῖο τῆς ἐθνικῆς τους καὶ θρησκευτικῆς καὶ λατρευτικῆς  ἀναφορᾶς καὶ οἱ κάτοικοι τῶν πεδινῶν χωριῶν τοῦ Ἁλμυροῦ.  Αὐτοὶ δὲν εἶχαν ἄλλη δυνατότητα ἱκανοποίησης τῶν λατρευτικῶν τους ἀναγκῶν καὶ ἐνίσχυσης τοῦ αἰσθήματος τῆς ἐθνικῆς τους καὶ θρησκευτικῆς ταυτότητας παρὰ μόνο τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς. Δὲν ὑπῆρχε στὰ πεδινὰ χωριὰ κάποιο ὑποκατάστατό του. Δὲν ὑπῆρχαν ἐκκλησίες καὶ μόνιμοι ἱερεῖς. Στὸ μοναστὴρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς κατάφευγαν ὅταν μποροῦσαν καὶ ὅταν τοὺς τὸ ἐπέτρεπαν οἱ περιστάσεις.

Ἡ ὕπαρξη τοῦ Μετοχιοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τοῦ ὀνομαζόμενου «Κάτω Μοναστηριοῦ», σὲ μιὰ ἀπόσταση ἀπὸ τὸν Ἁλμυρὸ πολὺ μικρότερη ἀπὸ ἐκείνη τοῦ κυρίως Μοναστηριοῦ (τοῦ Πάνω), ἦταν, πέραν ἀπὸ κάθε ἄλλο, καὶ μία πολυτιμότατη προσφορὰ στὸν τομέα αὐτόν. Τὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου κάλυπτε εὐκολότερα καὶ ἀμεσότερα πολλὲς ἀνάγκες τῶν κατοίκων τοῦ κάμπου, κυρίως τὶς ξαφνικὲς καὶ ἐπείγουσες, ὅπως, π.χ., ἡ τέλεση τῶν νεκρικῶν ἀκολουθιῶν καὶ τῶν κηδειῶν γιὰ τὶς ὁποῖες  καλοῦσαν μοναχοὺς τῆς Ξενιᾶς, ἀφοῦ στὸν Ἁλμυρό, τοὐλάχιστον, ὅπως εἶναι βεβαιωμένο, ὑπῆρχε μόνο κοιμητήριο.

Ἔτσι ἡ  μετακίνηση ἀπὸ τὸ «Πάνω Μοναστήρι» κάποιων μοναχῶν καὶ ἡ ἐγκατάστασή τους στὸ «Κάτω», προσωρινὰ ἀρχικὰ καὶ ἡ ὁποία ἔγινε μόνιμη ἀργότερα, δὲν γινόταν μόνο γιὰ τὴν «ἀνετότερη» διαβίωση τῶν μοναχῶν, ὅπως κατηγοροῦνταν, ἀλλὰ καὶ γιατὶ ἔτσι γινόταν εὐκολότερη ἡ ἀμεσότερη βοήθειά τους πρὸς τοὺς κατοίκους τοῦ κάμπου. Ἡ ὑποχρεωτικὴ αὐτὴ ἐκ τῶν πραγμάτων ἐνίσχυση καὶ «ἀναβάθμιση» τοῦ «Κάτω Μοναστηριοῦ»  συνετέλεσε στὴν οὐσιαστικότερη καὶ ἀποτελεσματικότερη συμμετοχή του στούς, μὲ τὴν γενικότερη ἔννοια τοῦ ὅρου, ἐθνικούς μας ἀγῶνες. Ἡ περιστασιακὴ κάθοδος μοναχῶν  ἀπὸ τὸ «Πάνω» στὸ «Κάτω Μοναστήρι» ἐξυπηρετοῦσε πρακτικότερα τὶς λατρευτικὲς ἀνάγκες τῶν κατοίκων τοῦ ἁλμυριώτικου κάμπου.

Στὴ γενικότερη αὐτὴ ἔννοια τοῦ ὅρου «ἐθνικοὶ ἀγῶνες» περιλαμβάνεται ἡ συσπείρωση τοῦ λαοῦ καὶ ἡ συνοχή του, ἡ ἐνίσχυση τῆς ἰδιαίτερης ταυτότητάς του, ἡ ἀποτροπὴ τοῦ ἐξισλαμισμοῦ του, ἡ οἰκονομικὴ βοήθεια καὶ στήριξη, ἡ προστασία περιουσιακῶν στοιχείων τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, ἡ παροχὴ μόρφωσης καὶ ἐκπαίδευσης, ἡ διαφύλαξη θρησκευτικῶν, ἐθνικῶν καὶ οἰκογενειακῶν κειμηλίων, ἡ διαφύλαξη τοπικῶν ἐθίμων καὶ ἠθῶν, ἡ τέλεση πανηγυριῶν κ.τ.λ.

Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια τῶν ἀθόρυβων καὶ ἄοπλων «ἐθνικῶν ἀγώνων» ἐξετάζουμε στὸ κεφάλαιο αὐτὸ τὴ συμμετοχὴ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς. Αὐτοὶ οἱ «ἐθνικοὶ ἀγῶνες» εἶναι οὐσιαστικότεροι. Χωρὶς τέτοιους ἀγῶνες καὶ τέτοιες προσπάθειες δὲν θὰ ἦταν ποτὲ δυνατὸν νὰ ἔχουν οὐσιαστικὰ ἀποτελέσματα τὰ πολλὰ ἔνοπλα ἀπελευθερωτικὰ κινήματα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ. Τὸ δυναμικὸ καὶ σταθερὸ ὑπόβαθρο ποὺ κρατοῦσε πάντοτε πιστευτὸ καὶ «ἐν δυνάμει» τὸ «πάλι μὲ χρόνια μὲ καιροὺς πάλι δικά μας θἆναι» γιὰ τὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ θεμελιωνόταν καὶ στεργιονόταν στὴν ἐπαφὴ τῶν κατοίκων του μὲ τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς. Ἐκεῖ «καταδιωγμένη» κατοικοῦσε, τρεφόταν κι ἀνδρειευόταν, τοῦ Ἁλμυριώτη σκλάβου «ἡ ἁλυσόδετη ἐλπίδα».

Σημαντικὴ προσφορὰ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς στοὺς ἐθνικούς μας ἀγῶνες μὲ τὴν γενικότερη αὐτὴ ἔννοια, ἦταν ἐπίσης καὶ ἡ διαφύλαξη ἀνόθευτης τῆς ἑλληνικότητας τῶν ὀρεσίβιων φύλων τῶν ἀπομονωμένων μερῶν τῆς Ὄρθρης καὶ ἡ ἀποκάθαρσή της ἀπὸ παρένθετα καὶ συνεχῶς παρεισφρύοντα στοιχεῖα σλαβικῶν φυλετικῶν ἐπιρροῶν. Στὸν ἴδιο, καὶ ἴσως σὲ πολὺ σημαντικότερο, βαθμό ἦταν ἡ συμβολή τοῦ Μοναστηριοῦ αὐτοῦ στὴ διαφύλαξη ἀνόθευτης τῆς χριστιανικῆς θρησκείας καὶ τῆς ἀποκάθαρσής της ἀπὸ εἰδωλολατρικὰ καὶ δεισιδαιμονικὰ στοιχεῖα.

Στὴν στήριξη ὅλων αὐτῶν τῶν προσπαθειῶν καὶ ἀποτελεσμάτων ἡ βοήθεια τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἦταν ὁπωσδήποτε σημαντικότατη καὶ καθοριστική. Τὸ Μοναστήρι αὐτό, μὲ τὴ μέγιστη ἐπιρροὴ ποὺ ἀσκοῦσε σὲ ὅλους, μὲ τὴ ἰσχυρὴ ἀκτινοβολία ποὺ ἐξέπεμπε, μὲ τὴ μεγάλη λαϊκότητά του καὶ τὸν στενότατο σύνδεσμό του μὲ τὸ λαὸ τῆς γύρω ἀπὸ αὐτὸ περιοχῆς,  ἦταν ἡ μοναδικὴ καὶ ἀποκλειστικὴ κιβωτὸς σωτηρίας τῆς ἐθνικότητάς μας ἀλλὰ καὶ τῆς ὀρθοδοξίας στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ.

Πολὺ παραστατικὰ καὶ ἐπιγραμματικὰ ἔγραφε ὁ Εὐστάθιος Παπακωνσταντίνου Καλτσέτας, ἐκδότης καὶ διευθυντὴς τοῦ περιοδικοῦ «Ἀχιλληὶς», καλὸς γνώστης τῆς τοπικῆς ἱστορίας τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, στὴν ἐφημερίδα  «Πρωία», στὶς 8 Ἰουνίου 1910: «Ἀπέβη δὲ ἡ Μονὴ  Ξενιᾶς, κατὰ τοὺς ἐρεβώδεις τῆς δουλείας χρόνους, βιβλιοθήκη ἀρχαίων συγγραμμάτων καὶ χειρογράφων (διαρπαγέντων πρὸ δεκάδος ἐτῶν παρά τινος μανιακοῦ καλογήρου) καὶ κιβωτὸς ἐν ᾗ διεσώθησαν ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ἡ θρησκεία τῶν πατέρων ἡμῶν ἀπὸ τοῦ κατακλύσαντος Μωαμεθανισμοῦ».

 

[1] Στὶς περισσότερες περιπτώσεις στὴν ἐργασία μας αὐτὴ, χρησιμοποιῶντας τὶς ὀνομασίες «Μοναστήρι (ἤ Μονὴ) Παναγίας Ξενιᾶς» καὶ «Μοναστήρι (ἤ Μονὴ) Παναγίας Κισσιώτισσας», δὲν ἐπιθυμοῦμε νὰ ἐπισημαίνουμε τὴν ὁποιαδήποτε ἰδιαίτερη  κατά καιροὺς ἰσχύουσα ὀνομασία τοῦ Μοναστηριοῦ αὐτοῦ. Χρησιμοποιοῦμε ἀδιάφορα ὁποιαδήποτε ἀπὸ τὶς δύο  ὀνομασίες θέλοντας νὰ ἐπισημαίνουμε ὅτι  πρόκειται γιὰ τὸ ἴδιο μοναστήρι γιὰ τὸ ὁποῖο   ἴσχυαν ταυτόχρονα καὶ διαρκῶς καὶ οἱ δύο αὐτὲς ὀνομασίες γιὰ ἕνα πολὺ μεγάλο χρονικὸ διάστημα πέντε ἤ ἕξη τοὐλάχιστον αἰώνων.

[2] Ἔτος Α΄, ἀριθ. φύλ. 18, 18 Ὀκτωβρίου 1933.

[3] Σήμερα, ἐρειπωμένο πιά, τὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας Βάβριανης, βρίσκεται στὴν περιοχὴ τῆς Γλύφας τοῦ νομοῦ Φθιώτιδας. Σώζεται μόνο ἕνα ἐκκλησάκι, στὴ θέση τοῦ παλιοῦ κεντρικοῦ ναοῦ τοῦ Μοναστηριοῦ, καὶ ἴχνη ἐρειπωμένων κελιῶν.

[4] Βλ. Ἰννοκεντίου πάπα Ρώμης, Ἐπιστολαί. (Πατρολογία Migne, τόμος 214ος, βιβλίο XIII, ἐπιστολαὶ 101, 106, 107, 109, 117, 120.

[5] Βλ. Βιβλιοθήκη Μαρασλῆ, Ἱστορία τῆς πόλεως Ἀθηνῶν κατὰ τοὺς μέσους αἰῶνας, ὑπὸ Φερδινάνδου Γρηγοροβίου, τόμ. Β΄, Ἐν Ἀθήναις 1904, σελ. 20, ὑποσ. 2  ὅπου , ὡς λέγεται, ὁ Hopf  τὸ Cyrona τὸ θεωρεῖ Gytona καὶ τὸ ἐξηγεῖ (Ζητούνι) Λαμία.

[6] Βλ. Ἱστορία τῆς πόλεως Ἀθηνῶν, ὅ. π.

[7]  Βλ. Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς», περίοδος Β΄, τεῦχος 5, Ἁλμυρὸς 2001, σελ. 88-91, Θεοδόσιος Μαυρομμάτης, «Ἡ Φραγκοκρατία (ἤ οἱ Λομβαρδοὶ Ἰταλοὶ) εἰς τὰς Θεσσαλικὰς Θήβας».

[8] Franciscus Miklosioch et  Iosephus Müller, Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi Sacra et Profana, Volumen Primum, σελ. 474.

[9] Ἀχιλληίς, Ἰούλιος 1935.

[10] Φονικότατες μάχες ἔγιναν στὴν περιοχή τοῦ Κάτω Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς κυρίως κατὰ τὸ ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τοῦ 1878.

[11] Οἱ Τοῦρκοι στρατιῶτες ποὺ ἔπεσαν νεκροὶ κατὰ τὴν ἐκπόρθηση τοῦ κτιρίου τῆς Κάτω Ξενιᾶς θάφτηκαν κάτω ἀπὸ τὸ προαύλιο τῆς Κάτω Μονῆς Ξενιᾶς.

[12] Ἀναφερόμαστε πάντοτε στὸ γνωστὸ ὡς «Πάνω Μοναστήρι».

[13] Τάσσος Νεροῦτσος, Χριστιανικαὶ Ἀθῆναι, στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας Ἀθηνῶν, τόμος Δ΄ σελ. 88.

[14] «La Conquéte  de Constantinople» traduction par  M. Natalis de Wailly, Paris 1872, ἔκδοσις  Buckon XXXII , παράγραφος 663.

[15] Βλ. Νικόλαος Γιαννόπουλος, Οἱ Δύο μεσαιωνικοὶ Ἁλμυροὶ καὶ νῦν, (Ἀνατύπωσις ἐκ τῆς Ἐπετηρίδος τοῦ Παρνασσοῦ Η΄ ἔτους), ἐν Ἀθήναις 1904.