ΟΜΙΛΙΑ : Συνοριακά προβλήματα

Σάββατο 21, Ιούνιος 2008 – 22:04 Συγγραφέας: Βίκτωρ Κ. Κοντονάτσιος

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΑΛΜΥΡΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΧΑΡΑΞΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ ΤΟ 1832

Η επαρχία Αλμυρού παρουσιάζει ένα σπάνιο , νομίζω, φαινόμενο σε όλη την ελληνική επικράτεια να έχει γίνει τόσο η κατάκτησή της από τους Τούρκους όσο και η απελευθέρωσή της από αυτούς σε δύο στάδια. Δεν υπάρχει σ” ολόκληρη την Ελλάδα, από ό,τι γνωρίζω, άλλη περιφέρεια στην οποία πολύ κοντινά χωριά , όπως π. χ. η Αγία Τριάδα και το Πτελεό να παρουσιάζουν στη χρονική διάρκεια τουρκικής σκλαβιάς 120 χρόνια διαφορά ή η Αγία Τριάδα να παραμένει σκλαβωμένη πενήντα χρόνια περισσότερο από τη διπλανή της Σούρπη. και ο Άγιος Ιωάννης από τη Βρύναινα.

Κατά την οριστική κατάκτησή της επαρχίας Αλμυρού, γύρω στο 1410, οι Τούρκοι σταμάτησαν έξω από το Πτελεό αφήνοντάς το ουσιαστικά ελεύθερο, όπως και το γειτονικό Γαρδίκι, επειδή τα χρησιμοποιούσαν οι Βενετοί ως λιμάνια για περισσότερο από εξήντα χρόνια μέχρι το 1470, οπότε και αυτά περιήλθαν οριστικά στην κυριαρχία της Τουρκίας.

Όπως η κατάκτηση έτσι και η απελευθέρωση της επαρχίας Αλμυρού έγινε με δόσεις. Με τη χάραξη των πρώτων ελληνοτουρκικών συνόρων, που οριστικοποιήθηκαν στα 1832, η λευτεριά σταμάτησε λίγο έξω από τον Αλμυρό, ο οποίος παρέμεινε έτσι σκλαβωμένος για άλλα πενήντα σχεδόν χρόνια. Ο τεμαχισμός αυτός της επαρχίας Αλμυρού μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας δημιούργησε αρκετά προβλήματα που έφτασαν μέχρι του σημείου να αναπτυχθούν έντονες παρασκηνιακές και διπλωματικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών. Έφτασε μάλιστα η υπόθεση στο σημείο στις διαπραγματεύσεις αυτές να αναμειχθεί και αυτό ακόμη το όνομα του Γάλλου αυτοκράτορα. Πέρα από αυτά πολλά προβλήματα δημιουργήθηκαν και στην καθημερινή ζωή των κατοίκων που έφτασαν μέχρι του σημείου να χωρίσουν τους κατοίκους σε παρατάξεις που μισούνταν μεταξύ τους θανάσιμα.

Τα προβλήματα αυτά θα προσπαθήσουμε σήμερα να παρουσιάσουμε μπροστά σας επειδή πιστεύουμε ότι η γνώση της ιστορίας είναι πάντοτε ωφέλιμη στο χτίσιμο της αυτογνωσίας και η οποία αυτογνωσία μας οδηγεί στην αλληλοκατανόησή μας.

Η Φιλάρχαιος Εταιρεία Αλμυρού πιστεύει ότι προσπάθειες, όπως αυτή σήμερα, βοηθούν όλους μας να γίνουμε καλύτεροι και ωφελιμότεροι στο κοινωνικό σύνολο αλλά και πιο υπεύθυνοι και σοβαροί πολίτες.

Στην εποχή μας, όπου οι αποπροσανατολιστικές προσπάθειες, ενσυνείδητες ή ασυνείδητες, πλεονάζουν στη ζωή μας, η Φιλάρχαιος Εταιρεία Αλμυρού, της οποίας η πρώτη αρχή συμπίπτει με την πρώτη αρχή της καινούριας ζωής τούτης της πόλης, εξακολουθεί να πιστεύει και να αγωνίζεται για τα ιδανικά και τους στόχους των πρώτων εκείνων ιδρυτών της, που έβαλαν σκοπό τη θεμελίωση μιας σωστής κοσμοθεωρίας για τους κατοίκους του Αλμυρού διά μέσου της αυτογνωσίας τους..

Η οριοθέτηση των συνόρων του πρώτου ελληνικού κράτους πέρασε από πολλές φάσεις. Οι Μεγάλες Δυνάμεις συνεδρίαζαν και ξανασυνεδρίαζαν με κυριότερο σκοπό όχι τόσο τη λύση του ελληνικού προβλήματος όσο μια λύση σύμφωνη με τις δικές τους επιθυμίες και επιδιώξεις. Τελικά με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 18/30 Αυγούστου 1832 ορίστηκε ως μεθοριακή γραμμή Ελλάδας Τουρκίας η γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού Τα ελληνοτουρκικά σύνορα που χαράχτηκαν το 1832 για την επαρχία Αλμυρού, που μας ενδιαφέρει στη προκείμενη περίπτωση, άρχιζαν από τη κορυφογραμμή της ΄Οθρης, έφταναν στο λεγόμενο βράχο του Βελέντζα και από εκεί ακολουθώντας την κοίτη του Σουρπιώτικου ποταμού, του Σαλαμπριά, που περνάει και σήμερα μεταξύ Σούρπης και Αγίας Τριάδας, τερμάτιζαν στις εκβολές του στο λεγόμενο Στόμιο, στον μικρό δηλαδή κόλπο που βρίσκουμε αριστερά μας, στρίβοντας από το δρόμο Αλμυρού Σούρπης και πηγαίνοντας προς την Αμαλιάπολη.. Με τον τρόπο αυτό από την επαρχία Αλμυρού βρέθηκαν στο ελληνικό έδαφος, τα σημερινά χωριά, Άγιοι Θεόδωροι, Γάβριανη, Πτελεό, Σούρπη και Άγιος Ιωάννης. Η Αγία Τριάδα, που τότε λεγόταν Καλύβια, η Δρυμώνα, οι Κωφοί, οι Κοκκωτοί, η Βρύναινα, το μοναστήρι της Ξενιάς, τα Κελέρια και όλα τα μέρη προς τον Αλμυρό εξακολούθησαν να παραμένουν στην Τουρκία. Ο αφύσικος αυτός τεμαχισμός της επαρχίας Αλμυρού δημιούργησε πολλά προβλήματα στους κατοίκους. Το να βρίσκεται η Βρύναινα στην Τουρκία και ο Άγιος Ιωάννης δίπλα της στην Ελλάδα ή η Σούρπη στην Ελλάδα και δίπλα τα Καλύβια στην Τουρκία ήταν φυσικά ένα πρόβλημα. Στη Βρύναινα βρέθηκαν κτηνοτρόφοι που τα μαντριά τους ήταν στην Ελλάδα, στη Σούρπη μια γελάδα βόσκοντας ήταν δυνατόν να βρεθεί ξαφνικά στο εξωτερικό, δηλαδή στην Αγία Τριάδα. Τέτοια επεισόδια μεθοριακά δημιουργούνταν καθημερινά. Τα μεγαλύτερα όμως και σπουδαιότερα προβλήματα που προκάλεσαν και διπλωματικές ενέργειες δημιουργήθηκαν με τους Σουρπιώτες και το μοναστήρι της Παναγίας Ξενιάς. Αυτά κυρίως τα προβλήματα θα παρουσιάσουμε σήμερα. Με τη Σούρπη το πρόβλημα δημιουργήθηκε γιατί το μεν χωριό βρέθηκε στην ελληνική επικράτεια ενώ τα κτήματα των Σουρπιωτών, που βρίσκονταν στον απέναντι κάμπο, εκεί που σήμερα είναι η Αγία Τριάδα, βρέθηκαν στην τουρκική επικράτεια. Με το μοναστήρι της Παναγίας Ξενιάς υπήρξε το αντίθετο ακριβώς πρόβλημα. Το μεν μοναστήρι βρέθηκε σε τουρκικό έδαφος ενώ τα κτήματα του , κυρίως στις Νηες , στην Πελασγία και στην Εύβοια, βρέθηκαν στο ελληνικό κράτος. Η Σούρπη , αμέσως μετά την απελευθέρωση, ανήκε στο Δήμο Πτελεού της επαρχίας Φθιώτιδας του νομού Φθιώτιδας. Εδώ αξίζει τον κόπο να αναφέρουμε τα σχετικά με την ίδρυση του Δήμου Πτελεατών, για να δώσουμε με την ευκαιρία και μερικές άλλες χρήσιμες και ίσως άγνωστες πληροφορίες Με το Β.Δ. της 8/20 Απριλίου 1835 δημιουργήθηκαν στο απελευθερωμένο μέρος της επαρχίας Αλμυρού τρεις δήμοι, ο Δήμος Αμαλιαπόλεως, ο Δήμος Πτελεατών και ο Δήμος Πυράσσου. Και οι τρεις αυτοί δήμοι, ανήκαν στο νομό Φθιώτιδας. Ο Δήμος Πτελεατών είχε πρωτεύουσα το Πτελεό και χωριά τη Χαμάκω, τους Αγίους Θεοδώρους, τη Γάβριανη και το Κακολίδι. Ο Δήμος Πυράσσου είχε πρωτεύουσα την Πύρασσο, δηλαδή τη Σούρπη, όπως ήταν τότε το επίσημο όνομά της και χωριά τα Καλύβια Χαμάκου, τον Όρμο Πτελεό, τις Νηές, το Αχίλλειον, τον Άγιο Ιωάννη, τον Άγιο Γεώργιο, τα Δασιά, τα Δέντρα, τον Μπούμπουνα, το Πηγάδι και το Ρουσούλι. Από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας των δύο δήμων άρχισαν τα προβλήματα και οι διαμάχες μεταξύ τους.. Η κατανομή των χωριών μεταξύ των δύο δήμων ήταν ανορθόδοξη. Αρκεί να σκεφθούμε ότι το Πηγάδι του Πτελεού, η παραλία δηλαδή του Πτελεού, ανήκε στο δήμο Σούρπης, ότι τα Καλύβια Χαμάκου, τοποθεσία έξω από το σημερινό Αχίλλειο ανήκαν επίσης στο Δήμο Σούρπης. Φαίνεται ότι ισχυροί τοπικοί πολιτικοί παράγοντες της Σούρπης πίεσαν τους αρμόδιους να κάνουν μεγάλο το δήμο τους. Η ανορθόδοξη αυτή κατανομή , δεν ήταν δυνατόν να αντέξει για πολύ καιρό. Ύστερα από έξι περίπου χρόνια ο Δήμος Πυράσσου, του οποίου ο δημότης λεγόταν Πυράσσιος, συγχωνεύθηκε με το Δήμο Πτελεατών και έγιναν ένας δήμος. Αν όμως οι Σουρπιώτες και οι παράγοντες της Σούρπης έχασαν το δήμο τους, δεν αποφάσισαν να ησυχάσουν. Προσπάθησαν να πάρουν στο χωριό τους την έδρα του Δήμου. Και το κατόρθωσαν. Με το Β.Δ. της 22ας Απριλίου 1857, που δημοσιεύθηκε στο υπ’αριθμ. 12 ΦΕΚ η έδρα του Δήμου Πτελεατών μεταφέρθηκε από το Πτελεό στη Σούρπη. Αλλά και οι Φτελιανοί δεν έλεγαν να καταθέσουν τα όπλα. Πίεζαν με τους δικούς τους παράγοντες να ξαναπάρουν την έδρα του Δήμου στο χωριό τους. Οι κυβερνώντες βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση. Ποιανού το χατίρι να κάνουν και ποιανού να χαλάσουν. Για να αποφύγουν το αδιέξοδο κατέφυγαν στη σολομώντεια λύση. Για να μην στενοχωρήσουν κανένα με το Β.Δ. της 9ης Φεβρουαρίου 1864, ΦΕΚ 13 αποφασίστηκε να μοιραστεί η έδρα του Δήμου. Θερινή έδρα του Δήμου, δηλαδή από 1 Απριλίου μέχρι τέλος Σεπτεμβρίου θα ήταν η Σούρπη και χειμερινή, από 1 Οκτωβρίου μέχρι τέλος Μαρτίου, το Πτελεό. Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι η αντιζηλία αυτή μεταξύ Σούρπης και Πτελεού υπήρχε επί πολλά χρόνια. Μέχρι και τα τελευταία χρόνια στα οποία το Πτελεό προηγήθηκε της Σούρπης στην απόκτηση εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, πράγμα που στενοχώρησε πολύ τους Σουρπιώτες και προσπάθησαν και αυτοί να κάνουν εργοστάσιο για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος. Οι Φτελιανοί καμαρώνοντας κορόιδευαν τους Σουρπιώτες, που προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να αποκτήσουν εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος λέγοντας το δίστιχο: «Η Σούρπη είναι ζηλιάρα ζηλεύει το Φτελιό, θέλει να μάσει χρήμα να βάλει ηλεκτρικό.». Ας αφήσουμε όμως αυτή την παρένθεση και ας γυρίσουμε στο κυρίως θέμα μας. Μετά τη χάραξη λοιπόν των ελληνοτουρκικών συνόρων, που όπως είπαμε ήταν ο Σουρπιώτικος ποταμός που περνάει μεταξύ Σούρπης και Αγίας Τριάδας, οι Σουρπιώτες για να καλλιεργούν τα κτήματά τους έπρεπε να πηγαίνουν στο εξωτερικό, να περνάν τα σύνορα, να πηγαίνουν στην Τουρκία και να επιστρέφουν το βράδυ στα σπίτια τους στην Ελλάδα. Τον πρώτο καιρό αυτό γινόταν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Οι Τούρκοι συμβιβάστηκαν με την κατάσταση και επέτρεπαν στους Σουρπιώτες να μπαινοβγαίνουν στο έδαφός τους Αρκέστηκαν μόνο στην καταβολή φόρων εκ μέρους των Σουρπιωτών στο τουρκικό κράτος, για όσα κτήματά τους βρίσκονταν εκεί. ΄Ετσι οι Σουρπιώτες πλήρωναν για μεν τα κτήματά τους που ήταν στο ελληνικό έδαφος, δηλ. πέρα από τη δεξιά όχθη του Σαλαμπριά.,. τους ανάλογους φόρους στο ελληνικό δημόσιο, για δε τα υπόλοιπα που βρίσκονταν πέρα από την αριστερή όχθη του ποταμού στο τουρκικό δημόσιο. Με την ευκαιρία μάλιστα να πούμε ότι για το ποτάμι υπήρχε και το όνομα Πτελεός. Αυτό γινόταν κανονικά, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, για πέντε χρόνια, από το 1832 μέχρι το 1837. Στα 1837, όμως, μια ξαφνική πλημμύρα έκανε τον Σαλαμπριά να ξεχειλίσει. Με αυτά που κουβαλάει συνήθως μια δυνατή πλημμύρα έφραξε κάπου η κοίτη του ποταμού και έσπασε σε άλλο μέρος. Αποτέλεσμα της πλημμύρας αυτής ήταν να δημιουργηθεί νέα κοίτη. Αυτό όμως σήμαινε και νέα οριοθέτηση των συνόρων αφού στη συμφωνία οριζόταν ως σύνορα η κοίτη του Σουρπιώτικου ποταμού. Το κακό για την Ελλάδα και για τους Σουρπιώτες ήταν ότι η μετακίνηση της κοίτης έγινε σε βάρος μας. Ο Σαλαμπριάς, που μέχρι το 1837 κυλούσε τα νερά του πολύ κοντά στο σημερινό χωριό Αγία Τριάδα, δημιούργησε τη νέα του κοίτη εκεί που σήμερα είναι το κτίριο του Γεωργικού Συνεταιρισμού. Με τον τρόπο αυτό το σύνολο σχεδόν των χωραφιών των Σουρπιωτών βρέθηκε ξαφνικά στην τουρκική επικράτεια. Οι Τούρκοι έσπευσαν να εκμεταλλευθούν το ευνοϊκό γι” αυτούς γεγονός της πλημμύρας. ΄Οχι μόνο θεώρησαν ότι το καινούριο έδαφος που τους παραχώρησε ο ποταμός ήταν δικό τους αλλά, για να προλάβουν τυχόν διαθέσεις μιας καινούριας αλλαγής της κοίτης του Σαλαμπριά που δεν θα ήταν ίσως ευνοϊκές πάλι γι” αυτούς, έχτισαν ένα τοίχο που εμπόδιζε νέα υπαναχώρηση των διαθέσεων του ποταμού και σταθεροποιούσε τη νέα οριοθέτηση. Αργότερα ο τοίχος αυτός γκρεμίστηκε εν μέρει από κατολίσθηση και έμεινε γνωστός ως «Κομμένος τοίχος». Ακόμη και σήμερα υπάρχει , ως τοποθεσία όμως πλέον. Σε μία αναφορά του Δημάρχου των Πτελεατών διαβάζουμε τα εξής σχετικά: «Τας γαίας ταύτας οι κάτοικοι της Σούρπης εκαλλιέργουν και διέθετον ως ιδιοκτήται και κύριοι αυτών μέχρι του έτους 1842 και από μεν του έτους 1833 ότε διεχαράχθη η οροθετική γραμμή μέχρι του 1837 απέδιδον τους νενομισμένους φόρους των εις την ελληνικήν κυβέρνησιν, από δε του έτους 1837, ότε ο χρησιμεύων ως οροθετική γραμμή χείμαρρος ήλλαξε διεύθυνσιν και εσχημάτισε κοίτην παρά τα θεμέλια των οικιών του χωρίου Σούρπης, ένεκα του εγερθέντος δε εκ του ανωμάλου των περιστάσεων τοίχου εν τη θέσει «Κομμένος τοίχος» παρά την οροθετικήν γραμμήν και τα θεμέλια του οποίου προσέτι επιμαρτυρούσιν, μέχρι του 1842 εις την οθωμανικήν κυβέρνησιν. . .» Η κατάσταση ήταν πολύ ανώμαλη την εποχή εκείνη, όπως βεβαιώνει και ο Δήμαρχος Ανώμαλη βεβαίως ήταν και για τα δύο μέρη,για την Ελλάδα και για την Τουρκία. Την ανωμαλία όμως την εκμεταλλεύθηκαν οι Τούρκοι, όχι οι ΄Ελληνες. Για τα αίτια της ανωμαλίας που επέτρεψαν στους Τούρκους να οριστικοποιήσουν τη νέα κατάσταση και να χτίσουν τον τοίχο, ο δήμαρχος Πτελετών στην ίδια αναφορά λέει τα εξής: «. . . .κατόπιν δε της εποχής του έτους 1842 η οθωμανική κυβέρνησις διά της βίας και των ληστοσυμμοριών, αίτινες κατεμάστιζαν τους τόπους τούτους, ωφεληθείσα και από την ανικανότητα και αδράνεια της ελληνικής κυβερνήσεως της φθισιώσης βασιλείας εμπόδισε πάσαν επί των γαιών τούτων καλλιέργειαν των κατοίκων καθιερώσασα και αναγνωρίσασα ως οριστικόν όριον την νεοσχηματισθείσαν κοίτην του χειμάρρου σφετερισθείσα τα κτήματα ταύτα επί σκοπώ του να στενοχωρήση τους κατοίκους αφαιρουμένων ούτω των μέσων υπάρξεώς των επί του ελληνικού εδάφους και να τους αναγκάση να μεταναστεύσουν εις την αλλοδαπήν. . » Αξίζει εδώ να επισημάνουμε ότι ο Δήμαρχος Πτελεατών ονομάζει τη βασιλεία του Όθωνα, που στο μεταξύ είχε φύγει «φθισιώσα», φυματικιά δηλαδή, που είχε αδρανοποιήσει και την κυβέρνηση. Οι Τούρκοι δεν αρκέστηκαν μόνο στο να σταθεροποιήσουν τη νέα κοίτη του ποταμού. Προχώρησαν ακόμη πιο πολύ. Με υποσχέσεις , με βία και με εκμετάλλευση πολιτικών διαφορών κατάφεραν να πείσουν μερικούς Σουρπιώτες να περάσουν το ποτάμι και να εγκατασταθούν απέναντι δίνοντάς τους την υπόσχεση ότι θα παραχωρήσουν σ” αυτούς και τα κτήματα των άλλων Σουρπιωτών, όσων θα έμεναν στο ελληνικό έδαφος. Τα πράγματα δυσκόλευαν πλέον πολύ. Οι Σουρπιώτες καλούνταν να επιμείνουν παραμένοντας στη φτώχεια και βλέποντας με τα ίδια τα μάτια τους απέναντι από το ποτάμι άλλους να καλλιεργούν τα δικά τους κτήματα. Η πρόκληση ήταν πολύ μεγάλη. Έπρεπε να αφήσουν εθελοντικά τη λευτεριά, που μόλις, ύστερα από πολλούς αγώνες και θυσίες είχαν αποκτήσει, και να προτιμήσουν τη σκλαβιά. Και το ακόμα σκληρότερο ήταν ότι έπρεπε να αρνηθούν την ελληνική υπηκοότητα και να ζητήσουν να αποκτήσουν την τουρκική. Έπρεπε μάλιστα να δώσουν επίσημο όρκο στην τουρκική υπηκοότητα και μάλιστα να ορκιστούν ότι ουδέποτε στο μέλλον θα ζητήσουν να αποκτήσουν ξανά την ελληνική υπηκοότητα. Πληροφορίες παίρνουμε από την αναφορά που υπέβαλε ο Δήμαρχος Πτελεατών, στην οποία, ανάμεσα σε πολλά άλλα, λέει και τα εξής: « Η οθωμανική κυβέρνησις θεωρήσασα ότι απέτυχε του να στερήση την Ελληνικήν επικράτειαν από εκατόν πενήντα οικογενείας και να ερημώση το χωρίον Σούρπη του οποίου ο πληθυσμός υπερβαίνει τας χιλίας ψυχάς, και καταβαλούσα διά των οργάνων της πλείστας προσπαθείας, αφού κατόρθωσε να συνοικίση απέναντι της Σούρπης διά θεμιτών και αθεμίτων μέσων χωρίον εξ εβδομήκοντα οικογενειών απεφάσισε ήδη οριστικώς να διανείμη μετ” ολίγας ημέρας τα οποία περιέγραψα κτήματα εις αυτάς και όσας άλλας ήθελον εξέλθει εντεύθεν μεταναστεύουσαι επί τω ρητώ όρω του να μην αποκτήσωσι πώποτε την ελληνικήν υπηκοότητα, μετά δε την διανομήν εφοδιάση ένα έκαστον των οικογενειαρχών με τίτλους ιδιοκτησίας (χοτζέτια και ταπιά) όπως εις το μέλλον θεωρούνται αυτοί και μόνοι κύριοι και κάτοχοι των κτημάτων και ουδείς έτερος. Είναι λυπηρόν λυπηρότατον άνθρωποι στενοχωρούμενοι υπό της δυστυχίας, ην επολέμησαν επί τριακονταετίαν να αναγκασθώσι διά την αποκατάστασιν των απογόνων τους και την διατήρησιν της περιουσίας τους, να εγκαταλείψωσιν ήδη την πατρώαν γην τους, την μετά τόσα δεινοπαθήματα αποκτηθείσαν ελευθερίαν και πολύτιμον εθνικότητα και μάλιστα επί της βασιλείας του εκλεκτού ημών ΄Ανακτος και μεταναστεύσωσιν εις την αλλοδαπήν ευρίσκοντες προστασίαν παρ” εκείνους ους επολέμησαν και εφόνευσαν καθ” όλα της επαναστάσεως έτη. . .» Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι βρισκόμαστε στην εποχή που βασιλιάς της Ελλάδας είναι ο Γεώργιος Α. τον οποίο ο Δήμαρχος Πτελεατών, που έλεγε «φθισιώσα» τη βασιλεία του Όθωνα, ονομάζει «εκλεκτόν Άνακτα» Παρόλες όμως τις εκκλήσεις του δημάρχου οι αρμόδιοι εκώφευαν και οι Σουρπιώτες είχαν το σύνολο σχεδόν των κτημάτων τους στο . . . εξωτερικό. Στην αρχή, όπως είπαμε, αυτό δε σήμαινε και πολλά πράγματα. Οι Τούρκοι απαίτησαν να παίρνουν πλέον και τους φόρους που αναλογούσαν στα νέα κτήματα που τους παραχώρησε ο ποταμός. Αυξήθηκαν οι φόροι που πλήρωναν οι Σουρπιώτες προς την Τουρκία και λιγόστεψαν, σχεδόν εκμηδενίστηκαν, αυτοί που πλήρωναν στα ελληνικό δημόσιο. Το πρόβλημα μέχρι εδώ δεν ήταν και πολύ σοβαρό αφού οι Σουρπιώτες ελεύθερα ή έστω χωρίς σοβαρές δυσκολίες μπορούσαν να πηγαινοέρχονται και να καλλιεργούν τα κτήματα τους. Για να εξηγήσουμε αυτή την αλλαγή προς το σκληρότερο της στάσης των Τούρκων πρέπει να αναφέρουμε και μερικά άλλα. Τα χρόνια εκείνα είχαν αρχίσει οι προσπάθειες για την απελευθέρωση και του υπόλοιπου μέρους της Θεσσαλίας. Οι Θεσσαλοί έκαναν συνεχώς απελευθερωτικά κινήματα. Η Ελλάδα ζητούσε από τις Μεγάλες Δυνάμεις μια ευνοϊκότερη ρύθμιση των συνόρων. Η Τουρκία καταλάβαινε ότι αργά ή γρήγορα το ζήτημα της προσάρτησης της Θεσσαλίας ή έστω ενός μέρους της, στην Ελλάδα θα ερχόταν στο προσκήνιο. Άρχισε λοιπόν τις προσπάθειες να μπορέσει να παρουσιάσει στη διεθνή κοινή γνώμη μια εικόνα που να δείχνει τους κατοίκους της Θεσσαλίας να προτιμούν να παραμείνουν υπό το τουρκικό καθεστώς και να μην θέλουν την προσάρτησή τους στο ελεύθερο ελληνικό κράτος. Έτσι σε κάποια διεθνή επιτροπή που θα εξέταζε το φρόνημα και την σύσταση των Θεσσαλών από εθνικής άποψης θα είχε τα αποτελέσματα με το μέρος της. Για να το κατορθώσει αυτό άρχισε να φέρεται ευνοϊκά προς τους Έλληνες σκλάβους και να παραχωρεί πολύ ευνοϊκά προνόμια προς ορισμένους Έλληνες άρχοντες και μεγάλους κτηματίες της Θεσσαλίας. Την εποχή εκείνη δημιουργήθηκαν και μεγάλα ελληνικά τσιφλίκια. Οι Τούρκοι είχαν το σκοπό τους. Οι τσιφλικάδες, όποιοι και να είναι, δεν θα ήθελαν να χάσουν τα τσιφλίκια τους. Έτσι δεν θα επιθυμούσαν την προσάρτησή τους στην Ελλάδα γιατί αυτό θα σήμαινε και χάσιμο των τσιφλικιών τους. Για να έχουν όμως την εύνοια αυτή των Τούρκων οι Έλληνες έπρεπε φυσικά σε αντάλλαγμα κάτι να προσφέρουν και αυτοί στους Τούρκους.. Και αυτό που ζητούσαν οι Τούρκοι ήταν να φροντίζουν να βάζουν τους κατοίκους της Θεσσαλίας να υποβάλουν αναφορές στην Τουρκία ότι τάχα είναι πολύ ευχαριστημένοι από την συμπεριφορά των Τούρκων και ότι δεν έχουν κανένα παράπονο από αυτούς Μια τέτοια αναφορά ευχαριστημένων δήθεν Αλμυριωτών υποβλήθηκε προς τον Διοικητή της Θεσσαλίας και εκ μέρους των Αλμυριωτών με 109 υπογραφές. Παράλληλα γίνονταν ακόμα και πολλές προσπάθειες να αυξήσουν τον τουρκικό πληθυσμό της Θεσσαλίας και να αλλάξουν τη δημογραφική σύνθεσή της έτσι ώστε εάν γινόταν κάποια διεθνής επιτροπή που θα εξέταζε τη σύνθεση του πληθυσμού να έβρισκε ότι ένα μεγάλο μέρος του ήταν Τούρκοι και επομένως δεν θα ήταν δυνατόν να παραχωρηθεί στην Ελλάδα.. Μαζί με αυτές τις ενέργειες οι Τούρκοι φρόντιζαν και έφερναν να κατοικήσουν στη Θεσσαλία Τούρκοι από τα βάθη της Μικράς Ασίας. Ο Αλμυρός και η επαρχία του, που ήταν η πρώτη βιτρίνα που έπρεπε να παραχωρηθεί ήταν στους άμεσους στόχους αυτής της τουρκικής πολιτικής. ΄Αρχισαν να καταφθάνουν εδώ στην περιοχή μας από τα βάθη της Ασίας πολλές οικογένειες Κιρκασίων , Τσερκέζων και Τατάρων. Η Τουρκία διάλεγε επίτηδες τις οικογένειες αυτών των άγριων και εντελώς απολίτιστων φυλών αφ” ενός μεν επειδή ήταν πάμπτωχοι στις πατρίδες τους και επομένως ευχαρίστως δέχονταν να μετοικήσουν σε ένα τόπο, όπως ο εύφορος θεσσαλικός κάμπος που τους υποσχόταν μια καλύτερη ζωή, αφ΄ετέρου δεν γιατί οι φυλές αυτές είχαν πολυπληθείς οικογένειες αφού η κάθε μία είχε δέκα και περισσότερα παιδιά. Έτσι και επειδή ήταν άγριοι θα μπορούσαν να επιβιώσουν σφάζοντας και λεηλατώντας και αναγκάζοντας έτσι πολλούς Έλληνες να φύγουν από τη Θεσσαλία και να πάνε να μείνουν στα ήδη απελευθερωμένα μέρη. Έτσι π.χ. πολλοί Αλμυριώτες έφυγαν προς τη Σούρπη. Και έφυγαν αυτοί που ήταν αντίθετοι προς την επιχειρούμενη πολιτική από τους Τούρκους και μερικούς Έλληνες. ΄Ηταν αυτοί που όχι μόνο δεν είχαν υπογράψει την αναφορά των 109 συμπατριωτών τους Αλμυριωτών αλλά πολύ έντονα διαμαρτυρήθηκαν γι” αυτό. Μία αντίδραση αυτής τους της διαμαρτυρίας ήταν και η φυγή μερικών στη Σούρπη. Μάλιστα όταν έφτασε ένα Γάλλος πρόξενος στον Αλμυρό στα 1867, προφανώς για να δει ο ίδιος και να εξετάσει την κατάσταση, του έδωσαν μια άλλη αναφορά στην οποία άλλοι Αλμυριώτες, προφανώς αντίθετοι με την πολιτική των 109, έγραφαν ότι η αναφορά με τις 109 υπογραφές ήταν ψεύτικη, οι υπογραφές πλαστές ή παρμένες ύστερα από εκβιασμό και παρακαλούσαν τον Γάλλο πρόξενο να φροντίσει να μην την λάβουν υπόψη τους οι αρμόδιοι. Ας γυρίσουμε όμως και πάλι στους Σουρπιώτες και τα καμώματα του Σαλαμπριά έπειτα από αυτή την παρένθεση. Οι Τούρκοι σκέφτηκαν ότι ήταν κατάλληλη ευκαιρία να ασκήσουν την πολιτική τους αυτή, που περιγράψαμε παραπάνω, και στην περίπτωση των Σουρπιωτών. Αποφάσισαν να μην επιτρέψουν στους Σουρπιώτες να πηγαίνουν στα κτήματά τους, με σκοπό να τους εκβιάσουν και να τους κάνουν δύσκολη τη θέση τους. Τους πρότειναν ότι εάν ήθελαν να ξαναπάρουν τα κτήματά τους έπρεπε να μετακομίσουν στην Τουρκία και να εγκατασταθούν εκεί μονίμως και μάλιστα να πάρουν και την τουρκική υπηκοότητα. Έπρεπε δηλαδή για να μπορέσουν να ζήσουν να αφήσουν την ελευθερία και εθελοντικά να ζητήσουν ξανά τη σκλαβιά. Έπρεπε να διαλέξουν ή νηστικοί και ελεύθεροι ή χορτάτοι και σκλάβοι. Για να δυσκολέψουν μάλιστα οι Τούρκοι ακόμα πιο πολύ την ήδη δύσκολη θέση των Σουρπιωτών προχώρησαν παραπέρα. Απειλούσαν ότι θα απαλλοτριώσουν όλα τα κτήματα των Ελλήνων και θα τα παραχωρήσουν σε όσους έρθουν να εγκατασταθούν απέναντι στα Καλύβια, στη σημερινή Αγία Τριάδα. Το μαχαίρι στο λαιμό. Τα παιδιά να πεινούν. ΄Ενα βήμα παραπέρα και χόρταιναν. Οι Σουρπιώτες άρχισαν να ταλαντεύονται. Το κράτος να αδιαφορεί. Πολλοί άρχισαν να το σκέπτονται. Κάποιοι πέρασαν απέναντι. Ο Δήμαρχος Πτελεατών Γ. Παπά Νικολάου άρχισε να κινείται δραστήρια να αποτρέψει το κακό που έβλεπε να ερχόταν. Στις 11 Ιουλίου 1863, από τη Σούρπη, τη θερινή έδρα του Δήμου, έστειλε προς την νομαρχία Φθιώτιδας και Φωκίδας, στην οποία υπαγόταν, την παρακάτω αναφορά « Περί των κτημάτων του χωρίου Σούρπης επί του Οθωμανικού», από την οποία μαθαίνουμε αρκετές πληροφορίες για το ζήτημα: « Η οροθετική γραμμή του κράτους»,λέει ο Δήμαρχος Πτελεατών, « διελθούσα την περιφέρειαν του χωρίου Σούρπης, διέτεμεν αυτήν ούτως ώστε τας μεν οικίας και τους κατοίκους αυτής εγκατέλειπεν εις την Ελληνικήν επικράτειαν, τα δε κτήματα αυτών εις την Οθωμανικήν. Τα κτήματα ταύτα συνιστάμενα από γαίας καλλιεργησίμους πρώτης ποιότητος, χωρητικότητος κοιλών σπόρου ωσεί τεσσαράκοντα χιλιάδων σχηματίζουσιν, απέναντι των οικιών εκτεταμένην πεδιάδα, έχουσαν μήκος μεν ωρών τεσσάρων, πλάτος δε μιάς και ημισείας, ευφορωτάτην εις παντός είδους γεννήματα, και περιέχουσαν πρότερον υπέρ τας τρεις χιλιάδας συκαμηνομωρέας, εξ ων παρήγετο το κάλλιστον των κουκουλίων διά την μεταξουργίαν, ήδη δε σωζομένας περί τας χιλίας και αμπελοφυτείαν, εκριζωθείσαν ήδη, περί τα εξακόσια στρέμματα. Τας γαίας ταύτας από του έτους 1833 μέχρι του τους 1842, εκαλλιέργουν οι κάτοικοι της Σούρπης ως κύριοι αυτών, αποδίδοντες τον νενομισμένον φόρον εις τους κατά καιρούς βοεβόδας της Οθωμανικής Κυβερνήσεως κατόπιν δε της εποχής του 1842 εμποδίσθησαν πάσης καλλιεργείας επί των κτημάτων αυτών επί τω σκοπώ του να στενοχωρηθώσιν, αφαιρουμένων των μέσων της υπάρξεως επί του ελληνικού εδάφους, και αναγκασθώσιν να μεταναστεύσωσιν εις την αλλοδαπήν.» Στον εύφορο αυτό κάμπο της Σούρπης, όπως μας βεβαιώνει ο Δήμαρχος, έσπερναν 1228 περίπου τόνους σπόρο σιτάρι (με τόσο αντιστοιχούν οι 40.000 κοιλά. το κοιλά με όμικρον γιώτα), καλλιεργούνταν 3.οοο μουριές για να τρέφουν μεταξοσκώληκα και υπήρχαν 600 στρέμματα αμπελιών. Και επειδή δεν τον είχαν μετρημένο σε στρέμματα μας δίνει τις διαστάσεις του με τον τρόπο που μετρούσαν εκείνη την εποχή: μήκος τέσσερις ώρες, πλάτος μιάμιση ώρα. «Τα ωραία ταύτα κτήματα των Ελλήνων υπηκόων», συνεχίζει ο Δήμαρχος στην αναφορά του, «η Οθωμανική Κυβέρνησις ιδιοποιηθείσα προτίθεται ήδη ν” απαλλοτριώση, και επί τούτω εστάλη άνθρωπος της εξουσίας να πραγματευθή περί της τιμής, με τους επιθυμούντας την αγοράν αυτών και πραγματεύεται, ώστε όσον ούπω η κολοσσιαία αύτη ιδιοκτησία μεταβαίνει ανεπιστρεπτί εις χείρας αγοραστών πλουσίων, κατοίκων ή εν τη αλλοδαπή ή εν Λαμία, οι δε κάτοικοι Σούρπης στερούνται διά παντός τα προ αμνημονεύτων χρόνων ανεκτίμητα κτήματα των προγόνων των, και καταστρέφεται το μέλλον αυτών (κατοίκων) και των απογόνων των, ιδία τε και κοινή όπερ ανεπλήρου την στέρησιν του παρόντος, απερχομένης διά παντός της βάσεως της υπάρξεώς των διά της γεννησομένης απαλλοτριώσεως. Το χωρίον Σούρπη, κατοικούμενον ήδη από εκατόν τριάκοντα οικογενείας, εσχημάτιζε, πριν της επαναστάσεως, κωμόπολιν εκ τριακοσίων οικογενειών, και σήμερον, αν τα προσοδοφόρα ταύτα κτήματα έμενον εντός του κράτους, ήθελε σχηματίζει πόλιν αν όχι ομοίαν της Λαμίας, τουλάχιστον δευτερεύουσαν, κατοικουμένην από τριακοσίας περίπου οικογενείας ευκαταστάτους, ελπίδα από την οποίαν οι δυστυχείς κάτοικοι Σούρπης εζωογονούντο και εξηφανίσθη ως ιστός αράχνης.» Οι Σουρπιώτες προσπάθησαν να αντισταθούν όσο μπορούσαν. Πίστευαν πως το κράτος δεν θα τους άφηνε μόνους και ότι θα έσπευδε να τους βοηθήσει. Το κράτος όμως αδιαφορούσε. Ο καιρός περνούσε. Ο λαός πεινούσε. Ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι. Δεν πήγαινε άλλο. Με πόνο καρδιάς οι Σουρπιώτες αποφάσισαν να μετακομίσουν όλοι στην Τουρκία και να πάρουν τα κτήματά τους που διαφορετικά θα τα έχαναν. Συντάχθηκε μία αναφορά προς τον Τούρκο Γενικό Διοικητή της Θεσσαλίας, που θα την έστελναν διά μέσου του Μουδίρη του Αλμυρού, με την οποία αναφορά ζητούσαν να να μεταβούν με τις οικογένειές τους στην Τουρκία, δηλαδή στα Καλύβια (σημερινή Αγία Τριάδα), αρκεί να τους δοθούν τα κτήματά τους. Τα διαβάζουμε και αυτά στην αναφορά του Δημάρχου: «Οι κάτοικοι της Σούρπης», συνεχίζει ο Δήμαρχος, «ευρισκόμενοι απέναντι του μέτρου τούτου της οθωμανικής κυβερνήσεως, εις αδιάκοπον δονισμόν, παλαίοντες μεταξύ δύο σφοδρών παθών, του έρωτος τουτέστιν, αφ” ενός, της ελευθερίας επί του ελληνικού εδάφους, και του έρωτος αφ” ετέρου, των απεράντων και πλουσίων ιδιοκτησιών των επί του Οθωμανικού, εκποιουμένων, απεφάσισαν κατισχύσαντος του δευτέρου, αν και σκληρόν, του ν” απολέσωσι την ελευθερίαν της ελληνικής εθνικότητος, και μεταβώσιν πανοικεί απαξάπαντες εις την αλλοδαπήν, και αποκατασταθώσιν εν αυτή, αν η Οθωμανική κυβέρνησις συγκατατεθή και παραχωρήση αυτοίς τα περί ων πρόκειται κτήματά των, αναγνωρίζουσα ταύτα ως ιδιοκτησίαν των δι” επισήμων εγγράφων, και προς τούτο υπογράφουσιν αναφοράν προς την Οθωμανικήν κυβέρνησιν, υποβληθησομένη διά του Μουδίρη Αλμυρού, προς τον Γενικόν Διοικητήν Θεσσαλίας, και υπό τούτου προς την κυβέρνησίν του ώστε εάν η Οθωμανική κυβέρνησις συγκατατεθή εις την παραχώρησιν και αναγνώρισιν των κτημάτων τούτων προς τους κατοίκους, αναστέλλουσα τα της εκποιήσεως μέτρα, το οποίον είναι πολύ πιθανόν να πράξη διά λόγους ηθικούς, υλικούς και πολιτικούς, το χωρίον Σούρπη ερημούται, μεταβαινόντων των κατοίκων, συν γυναιξί και τέκνοις, εις την Οθωμανικήν επικράτειαν, όπου ελπίζουσιν, αναγνωριζομένης της ιδιοκτησίας των, να ευημερίσωσι καλλιεργούντες αυτήν, και χορτάσωσιν άρτον, αγαθά τα οποία ουδέποτε, από το 1843 και εντεύθεν μέχρι σήμερον, ως λέγουσιν ενταύθα παραμένοντες, απήλαυσαν, εκτός της καταμαστιζούσης καθ” εκάστην δυστυχίας μεγίστης, προϊόν της οποίας υπήρξεν η αναγκαστική των κτημάτων εκποίησις. Αναφέρω ταύτα προς την Νομαρχίαν, και παρακαλώ να ευαρεστηθή και με δώση τας περαιτέρω διαταγάς της επί της προκειμένης υποθέσεως, όσον οίον τε τάχιον. Ευπειθέστατος ο Δήμαρχος Πτελαιωτών Γ. Παππά Νικολάου.». Ένα χρόνο ύστερα από την αναφορά αυτή του δημάρχου Πτελεού, στα 1864, οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να παίζουν το παιχνίδι τους. Ούτε τους Σουρπιώτες άφηναν να επισκεφθούν και να καλλιεργήσουν τα κτήματά τους, ούτε και σε οριστική απαλλοτρίωση των κτημάτων προέβαιναν. Ο νομάρχης Φθιώτιδας, που όπως φαίνεται είχε λάβει έγγραφο από το υπουργείο Εσωτερικών της Ελλάδας με το οποίο ελεγχόταν για την αδιαφορία του, γράφει για την υπόθεση αυτή και ισχυρίζεται ότι είναι σατανικές διαδάσεις όσα λέγονται για τους σκοπούς των Τούρκων : « Ο Δήμαρχος Πτελεατών, λαβών την εσφαλμένην πληροφορίαν, ότι η Οθωμανική κυβέρνησις πρόκειται να διαθέση οριστικώς τα εις την Οθωμανικήν κτήματα των κατοίκων της Σούρπης , περί ων η υπ” αριθ. 15557 της 3 Αυγούστου 1863 διαταγή του Υπουργείου μοι υπέβαλε την εγκύκλιον αναφοράν του, την οποίαν παρακαλώ το Υπουργείον να λάβη υπ” όψιν και ευαρεστούμενον, επιμεληθή κατά το δυνατόν την αισίαν και αξιοπρεπή λύση του ζητήματος. Εις τον Δήμαρχον εθεώρησα αναγκαίον να παρατηρήσω, ότι τα φημισθέντα είναι διαδόσεις σατανικαί, σκοπούσαι ν’αναγκάσωσι τους κατοίκους της Σούρπης, όπως, διά μικράν και προσωρινήν ωφέλειαν απωλέσωσι την εθνικότητά των και εκπέσωσι της καταγωγής του Έλληνος. Απήτησα επομένως να επαναλάβη αυτοίς τας διαβεβαιώσεις Υπουργείου και να τοις εξηγήση ότι η έκβασις των διαπραγματεύσεων της Ελληνικής Κυβερνήσεως μετά της Οθωμανικής, καθ” όσον αφορά το περισπούδαστον αυτό ζήτημα διά την Ελληνικήν κυβέρνησιν θέλει γνωστοποιηθή αυτοίς διά της αρμοδίας αρχής ήτις είναι υπέρμαχός του.». Ο νομάρχης Φθιώτιδας όμως λέγοντας αυτά στην Ελληνική Κυβέρνηση, ότι όσα ακούγονταν ήταν δήθεν σατανικές διαδόσεις ή ψεύδονταν για να δικαιολογηθεί ή δεν γνώριζε την πραγματικότητα. και αυτό αποδεικνύεται από το ότι ένα χρόνο νωρίτερα, στις 17 Ιουλίου 1863, ο πρόξενος της Ελλάδας στο Βόλο, γράφοντας στο Υπουργείο για το ίδιο θέμα όχι μόνο βεβαιώνει ότι οι Σουρπιώτες είχαν κάνει αίτηση στο Τούρκο γενικό διοικητή της Θεσσαλίας στη Λάρισα να αποκτήσουν την οθωμανική υπηκοότητα αλλά και ότι η Τουρκία είχε στείλει επιτροπή στη Σούρπη να κανονίσει το θέμα και μάλιστα στο πρόγραμμά της είχε να ορκίσει τους Σουρπιώτες στην νέα τους, την οθωμανική υπηκοότητα. Οι Σουρπιώτες είχαν φτάσει στο σημείο αυτό γιατί νιώθαν να τους έχουν εγκαταλείψει όλοι. Ήταν φοβισμένοι και πίστευαν ότι μόνο στο τουρκικό καθεστώς θα έβρισκαν προστασία. Οι Τούρκοι δηλαδή είχαν καταφέρει αυτό που επεδίωκαν, όπως είπαμε παραπάνω, την αλλαγή του φρονήματος των κατοίκων. Πρότεινε λοιπόν ο πρόξενος του Βόλου ότι για να αποτραπή ο κίνδυνος έπρεπε να κάνει ζωντανή την παρουσία του το ελληνικό κράτος. Πρότεινε να έλθουν ταυτόχρονα στη Σούρπη ο νομάρχης Λαμίας, ο Έλληνας πρόξενος στη Λάρισα και συγχρόνως να καταφθάσει στις Νηες ελληνικό πολεμικό πλοίο για να ενισχύσουν τους κλωνιζόμενους Σουρπιώτες. Γράφει ο πρόξενος του Βόλο στον υπουργό Εσωτερικών κύριο Καλλιγά: « Τα εν Σούρπη συμβάντα και η προς τον Γενικόν Διοικητήν Λαρίσσης αίτησις των εκείσε κατοίκων Υπηκόων Ελλήνων,να τεθώσιν υπό την Οθωμανικήν υπηκοότητα, φρονώ ότι χρήζουσιν της σκέψεως και της μερίμνης της Σεβαστής κυβερνήσεως.. Η Υψηλή Πύλη, ως πληροφορούμαι διέταξε την εκ Λαρίσσης εις Σούρπην αποστολήν επιτροπής προς εξέτασιν των αιτήσεών των, διαίρεσιν των γαιών και εγκατάστασιν αυτών εις το οθωμανικόν έδαφος προς δε και εις την ορκοδοσίαν αυτών, η Επιτροπή δε αύτη ευρίσκεται εισέτι εκεί. Φρονώ ότι αν ο κ. Νομάρχης Λαμίας, ο εν Λαρίσση Πρόξενος και πολεμικόν Ελληνικόν πλοίον ήρχοντο συγχρόνως εις Σούρπην, θα ηδύναντο να προλάβουν την τοιαύτην μετανάστευσιν, ήτις, αν και αποτέλεσμα κομματικών παθών και της κακώς θεμένης οροθετικής γραμμής, διότι αι μεν οικίαι των έμειναν εις το Ελληνικόν αι δε γαίαι των εις το Οθωμανικόν, οπωσδήποτε προξενεί βλάβην ηθικήν εις τα Γενικά συμφέροντα» Ένα χρόνο αργότερα, στα 1864, το πρόβλημα των Σουρπιωτών εξακολουθούσε να παραμένει άλυτο. Οι Σουρπιώτες εξακολουθούν να πιέζονται από την κατάσταση. Εξακολουθούν όμως να αντιστέκονται στις δελεαστικές προτάσεις των Τούρκων. Ο υπουργός Εσωτερικών Καλλιγάς έχει αντικατασταθεί. Ο νέος υπουργός στέλνει αυστηρό και κατεπείγον σήμα στον πρεσβευτή της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη ελέγχοντάς τον γιατί άφησε «κοιμωμένην» την υπόθεσιν των Σουρπιωτών επί τόσο χρόνο. Ο πρεσβευτής απάντησε αμέσως και πρόβαλε διάφορες δικαιολογίες λέγοντας ότι τέτοιες υποθέσεις χρειάζονται αντιμετώπιση με σοβαρότητα, ότι η πρεσβεία δεν είχε αρκετό προσωπικό και ακόμη ότι δεν έπρεπε να εκτεθεί η Ελλάδα στην Τουρκία ζητώντας πράγματα που δεν θα μπορούσαν να υποστηριχθούν αποτελεσματικά. Τέλος ως μία δικαιολογία ανέφερε ότι ο Σουλτάνος ήταν πολύ εκνευρισμένος με το βασιλιά της Ελλάδας γιατί σε ένα γράμμα που έγραψε ο Γεώργιος Α΄προς τον αυτοκράτορα της Γαλλίας έγραψε μία προσβλητική για το Σουλτάνο φράση. Ο «φίλος» της Ελλάδας Γάλλος αυτοκράτορας έσπευσε βέβαια να ενημερώσει το Σουλτάνο για όσα έλεγε ο βασιλιάς των Ελλήνων και αυτός θύμωσε πολύ. Έτσι έκριναν ότι δεν ήταν κατάλληλος καιρός να ζητήσουν από το Σουλτάνο να λυθεί το πρόβλημα της Σούρπης. Η απάντηση του πρεσβευτή της Ελλάδας ήταν η εξής: « Κύριε Υπουργέ, Απήντησα εν ολίγοις εις το σήμερον ληφθέν τηλεγράφημα περί Σουρπιωτών επιφυλαχθείς να δώσω διά του ταχυδρομείου εις το Β. Υπουργείον τας δεούσας εξηγήσεις. Εις την υπόθεσιν των Σουρπιωτών έδωκα εξ αρχής σπουδαίαν σημασίαν εσυζητήθη δε επί πολύ κατά το παρελθόν έτος μεταξύ εμού και ενός των προκατόχων Υμών (του Κυρίου Καλλιγά) αν έπρεπε να περιορισθώμεν εις τας προφορικάς μόνον παραστάσεις ή να απευθύνωμεν έγγραφον διακοίνωσιν εις την Υ. Πύλην επικράτησε δε η γνώμη ην εγώ ησπαζόμην και η Διακοίνωσις εγένετο απήντησεν, και εις την απάντησιν αυτής ήμην της γνώμης ν” ανταπαντήσωμεν αμέσως, αλλά ο αξιότιμος κύριος Καλλιγάς, δι” ιδιαιτέρας επιστολής του, εξέφρασε την γνώμην να περιμείνωμεν φρονών ότι δεν έπρεπε να εκτεθώμεν εις την Υ. Πύλην αιτούντες ειμή όσα ηδυνάμεθα αποτελεσματικώς να υποστηρίξωμεν. Εσεβάσθην δε, ως ήτο επόμενον, την ιδέαν ταύτην του Υπουργού και εσιώπησα έκτοτε, ενόμισα δε ότι η σιωπή τότε δεν ήτο μέγα κακόν, αφού διάφοροι πληροφορίαι εκ Θεσσαλίας ελθούσαι, διεβεβαίουν ότι, οι εις την Τουρκίαν μεταναστεύσαντες ήσαν ευάριθμοί τινες Σουρπιώται, και ουχί οικογένειαι πολυάριθμοι. Ήλθε κατόπιν άλλος Υπουργός, όστις τω όντι διέταξε να επαναλάβωμεν τας περί Σουρπιωών Διακοινώσεις και διαμαρτυρήσεις μας, και θα επανελάμβανεν αυτάς η Πρεσβεία κατά καθήκον, εάν δεν συνέπιπτεν τότε έκτακτον τι περιστατικόν το οποίον ολίγου δει να καταστήση λίαν αμφιβόλους τας μετά της Τουρκίας σχέσεις μας. Είναι δε τούτο το προς τον αυτοκράτορα της Γαλλίας γράμμα του βασιλέως, του οποίου φράσις τις θεωρηθείσα λίαν προσβλητική προς τον γείτονα ηγεμόνα εσκανδάλισε την Υ. Πύλην εις τοιούτον βαθμόν, ώστε έπρεπε πολλαί να καταβληθώσι προσπάθειαι όπως αύτη επί τέλους δυσωπηθή. Το να ρίψω το περί Σουρπιωτών ζήτημα εν τω μέσω εις εποχήν καθ” ην οι Υπουργοί του Σουλτάνου εξέφραζον και προς εμέ και προς τους Πρέσβεις πικρά παράπονα διά την Βασιλικήν εκείνην φράσιν ήτο το ίδιον ως να προεκάλουν επίτηδες την αρνητικήν αυτών απάντησιν, εκθέτων ούτω την υπόθεσιν ταύτην εις τον έσχατον κίνδυνον. Αφήκα να παρέλθη η θύελλα. Αλλ” εωσού αύτη παρέλθη, άλλα εγεννήθησαν ζητήματα σοβαρά μεταξύ ημών και των εν ταις επαρχίαις Οθωμανικών αρχών, διά τα οποία και διεμαρτυρήθημεν, ως είναι γνωστόν, και ερρίψαμεν διά Διακοινώσεών μας την ευθύνην όλην των εν τη Προύση και αλλαχού γεγονότων εις βάρος της Υ.Πύλης. Ιδού διατί, Κύριε Υπουργέ, αφήκα μέχρι τούδε την περί Σουρπιωτών υπόθεσιν κοιμωμένην . Εάν έκαμνα λόγον περί αυτής, ήθελα ματαίως συζητήσει χωρίς να φθάσω εις κανένα αποτέλεσμα. Ας μοι επιτραπή όμως να επαναλάβω ό,τι και εις το σημερινό τηλεγράφημά μου ανέφερα: ότι δηλαδή αι τοιαύται υποθέσεις χρήζουσι διαπραγματεύσεως σπουδαίας και επιμόνου. Τολμώ δε να είπω ότι, όπως είναι συγκεκροτημένη η Β. Πρεσβεία, άνευ προσωπικού, άνευ καταλλήλων οργάνων και όπως βαίνουσιν ακόμη δυστυχώς τα εν Ελλάδι πράγματα αόριστα δηλαδή και μετέωρα και άνευ μονιμότητος κυβερνητικής, πάσα απόπειρα, όπως αι αξιώσεις ημών γίνωσι σεβασταί παρά τη Τουρκία, θέλει αποβαίνει ματαία, ανωφελής και άσκοπος. Πέρασαν πολλά χρόνια χωρίς ουσιαστικά να γίνει το οριστικό. Αρκετοί Σουρπιώτες πέρασαν το Σαλαμπριά και εγκαταστάθηκαν στα Καλύβια. Προτίμησαν τη σκλαβιά, αν και μόλις είχαν αποκτήσει τη λευτεριά. Τους δόθηκαν κτήματα. Κάποιοι απόχτησαν και την τουρκική υπηκοότητα. Οι περισσότεροι έμειναν στη Σούρπη. Οι Τούρκοι χαλάρωσαν τα μέτρα τους. Η υπόθεση της προσάρτησης της Θεσσαλίας φαινόταν ότι κερδιζόταν από την Ελλάδα. Τέλος έφτασε το 1881 οπότε η απελευθέρωση αποκατέστησε τα πράγματα . Έτσι μια πλημμύρα ταλαιπώρησε για χρόνια Τουρκία και Ελλάδα και κυρίως τους Σουρπιώτες και έφτασε στο σημείο να καταφέρει εκείνο που αιώνες ολόκληροι σκλαβιάς δεν το είχαν κατορθώσει: να γίνουν κάποιοι Έλληνες Τούρκοι και να ξαναζητήσουν τη σκλαβιά από την οποία αγωνίζονταν πεντακόσια περίπου χρόνια να ξεφύγουν. Ας δούμε όμως ένα άλλο πρόβλημα. Αυτό του μοναστηριού της Παναγίας Ξενιάς. Με το μοναστήρι έγινε ακριβώς το αντίθετο. Εδώ το μοναστήρι με τους καλογέρους βρέθηκε στην τουρκική επικράτεια ενώ η περιουσία του με τα πολλά ελαιοπερίβολα στις Νηες και χωράφια, δάση και ελαιοπερίβολα στην Πελασγία και στην Εύβοια βρέθηκαν στην ελεύθερη πια Ελλάδα. Η ελληνική κυβέρνηση το νεοσύστατου κράτους είχε να αντιμετωπίσει πολλά οικονομικά προβλήματα. Ένα από αυτά ήταν και ο μεγάλος αριθμός μοναστηριών, που είχαν δημιουργηθεί στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και πολλά από τα οποία δεν είχαν κανένα ή είχαν ένα το πολύ δύο και τρεις καλόγερους και μεγάλη περιουσία που έμεινε ανεκμετάλλευτη. Γι” αυτό πήρε μια απόφαση στις 19 /12/ 1833, να διαλυθούν αυτά τα μοναστήρια και η περιουσία τους να αξιοποιηθεί από το κράτος. Η απόφαση αυτή του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών έλεγε: όσα μοναστήρια ήταν άδεια ή είχαν έως 6 μοναχούς, έπρεπε να διαλυθούν, και να περιέλθουν με την περιουσία τους στο Κράτος. Οι μοναχοί μπορούσαν να καταφύγουν σε μοναστήρια, που είχαν πάνω από 6 μοναχούς, εκτός κι αν παρέμειναν ως ενοικιαστές των μοναστηριακών περιουσιών. Τα μοναστήρια που είχαν πάνω από 6 μοναχούς θα διατηρούνταν αλλά θα πλήρωναν διπλό δέκατο, μέχρι να έπαιρναν νέα διαταγή. Από τα χρήματα του διπλού δέκατου τα μισά θα πήγαιναν για τη βελτίωση των εκκλησιαστικών υποθέσεων και της Παιδείας. Ο νομάρχης Φθιώτιδας, που βρήκε στο νομό του να υπάρχει η μοναστηριακή περιουσία της Παναγίας Ξενιάς όχι όμως και το μοναστήρι, θεώρησε το μονστήρι ως ανύπαρκτο και γι” αυτό προχώρησε κατ” αρχή στην δημοπρασία των προϊόντων της περιουσίας για τα έτη 1834 και 1835, σκοπεύοντας να την εκποιήσει αργότερα. ΄Ετσι το μοναστήρι στερήθηκε σημαντικούς πόρους.. Οι καλόγεροι του μοναστηριού αναστατώθηκαν. Άρχισαν τις ενέργειες που νόμιζαν σωστές. Εκτίμησαν ότι το μοναστήρι τους δεν υπαγόταν στα υπό διάλυση πρώτα γιατί δεν βρισκόταν στην Ελλάδα αλλά στην Τουρκία και έπειτα γιατί οι μοναχοί του ήταν περισσότερο από 6. Έγραψαν λοιπόν μια αναφορά προς την Ιερή Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδας που την έστειλαν με έναν μοναχό, τον Ανατόλιο. Φρόντισαν μάλιστα την αναφορά τους αυτή να την συνοδεύσουν με μία βεβαίωση που υπόγραψαν οι δημογέροντες του Αλμυρού, του Πλάτανου, της Βρύναινας, των Κωφών και των Κοκκωτών.

Αξίζει , θαρρώ, τον κόπο να ακούσουμε τι έγραφαν οι καλόγεροι και οι τοπικοί δημογέροντες για την υπόθεση αυτή.

Πρώτα η αναφορά των μοναχών:

«Η Διοίκησις του μοναστηρίου της Παναγίας Κισσότισας του και Ξενιάς.
Προς την Ιεράν και Σεβαστήν Σύνοδον της Ελλάδος.

Κατά το ανά χείρας μας περί διαλύσεως Μοναστηρίων βασιλικόν διάταγμα παρατηρούμεν ότι εκείνα τα Μοναστήρια υπέκειντο εις διάλυσιν όσα ήσαν εντός του ελληνικού κράτους δεύτερον όσα ήσαν μικρά, έχοντα από ένα έως τρεις μοναχούς. Άμα διελύετο το τοιούτον Μονήδριον τα κτήματα τούτου εγίνοντο εθνικά οι δε εμβιούντες εν αυτώ μοναχοί, ως μη έχοντες ήδη πόθεν να τραφώσιν διετάχθησαν να μεταβώσιν εις όποιον των διατηρουμένων Μοναστηρίων έκαστος βούλεται προς εξακολούθησιν της Μοναστικής Ζωής. Αλλά, Ιερά και Σεβαστή Σύνοδος του Βασιλείου της Ελλάδος το ημέτερον Μοναστήριον μήτε εντός του ελληνικού κράτους, μήτε των εντελών ον, ως και υπ” όψιν υμών μαρτυρικά αποδεικνύουσιν, ερωτώμεν επί τίνι λόγω και ποία δύναμις διάλυσε τούτο; αλλ” ηθέλητε ειπή ότι δεν το διαλύσατε; έστω αλλά κατά συνέπειαν τίνος βασιλικού διατάγματος, κατά συνέπειαν τίνος συνθήκης των δύο βασιλειών της τε Ελλάδος και Τουρκίας αφείλετε τα εντός του ελληνικού κράτους κτήματα του εκτός τούτου Μοναστηρίου και εδημοπρατήσατε τους καρπούς τούτων επενεγκόντες την μεγίστην Ζημίαν εφέτος εις το μοναστήριον; αφελόντες τα κτήματα τούτου και εις το Ταμείον τρέξαν ταύτα απαραλλάκτως ως τα από τα μονήδρια του ελληνικού κράτους. Είπετο συμφώνως να μας διετάξητε και εις ποίον εκτός ή εντός του κράτους Μοναστήριον να μεταβώμεν και εις τούτο με τα εισοδήματα τούτου να τρεφώμεθα. Αλλά ταύτα πάντα ως ενάντια διό και ασυμβίβαστα αφίνομεν. Παρακαλούμεν δε την ιεράν και σεβαστήν Σύνοδον του Β. της Ελλάδος να συγκατανεύση και δώση απάντησιν των προτεινομένων εις την αναφοράν μας εις τον ημέτερον επίτροπον ιερομόναχον Ανατόλιον καθ” ην συμμορφούμενοι ν” αναφερθώμεν, ή μη εις τας ανωτέρας εκκλησιαστικάς και πολιτικάς αρχάς του οθωμανικού κράτους περί του αντικειμένου τούτου.

εν Μοναστηρίω τη 20 Αβγούστου 1835

Τα μέλη της « Διοικήσεως» άνθιμος ιερομόναχος ηγούμενος αγάπιος ιερομόναχος σύμβουλος γρηγόρηος ιερομόναχος σύμβουλος δορώθεος σκεβουφύλας σύμβουλος.».

Στους μοναχούς της Ξενιάς συμπαραστάθηκαν και οι δημογέροντες της περιοχής. Οι τοπικοί άρχοντες του Αλμυρού, του Πλατάνου, της Βρύναινας, των Κοκκωτών και των Κωφών, όλων δηλαδή των χωριών που ήταν στην τουρκική επικράτεια, υπόγραψαν και έδωσαν στον μοναχό Ανατόλιο το παρακάτω έγγραφο, με το ποποίο υποστήριζαν την υπόθεση του μοναστηριού, βεβαιώναν ότι το μοναστήρι είχε περισσότερους από τριάντα καλόγερους και μάλιστα ότι από την περιουσία αυτή που έχανε τρέφονταν πολλοί άνθρωποι, αφού το μοναστήρι: ήταν ένα πτωχοτροφείο ξενοδοχείο. Τη βεβαίωση αυτή των τοπικών αρχόντων την υποστήριξαν συνυπογράφοντάς της και οι Τούρκοι τοπικοί άρχοντες, αφού κατω από τις ελληνικές υπογραφές υπάρχουν 6 τουρκικές υπογραφές και σφραγίδες. Προσπαθούσαν δηλαδή και στην περίπτωση αυτή οι Τούρκοι να φανούν καλοί με τους Έλληνες για το σκοπό που προαναφέραμε. Λέςει το έγγραφο αυτό: «Οι υποφαινόμενοι δημογέροντες και πρόκριτοι της πόλεως Αρμυρού και Πλατάνου, των κωμοπόλεων Κοκοτής, Κωφών και Βρύνινας, πιστοποιούμεν εν συνειδήση και διαβεβαιούμεν, ότι το μοναστήριον της Παναγίας Κισσώτισας το και Ξενιάς καλούμενον είναι Αρχαίον κατά το 647 είτη εξακοσιοστόν τεσσαρακοστόν έβδομον από χριστού γεννήσεως κτισμένον ως το μάρμαρον δηλοί, σταυροπηγιακόν και κατά τούτον αμέσως εξήρτητε του Πατριαρχικού θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως. Είναι δε εν αυτό κατά το νυν υπέρ τους τριάκοντα μοναχούς, χρηστής διαγωγής και μοναχοί τω όντι, διατελεί δε τούτο μάλλον ως πτωχοτροφείον και ξενοδοχείον ή Μοναστήριον, και ως τοιούτον άνωθεν και εξαρχής διατελούν οι χριστιανοί των πέριξ αυτού κοινοτήτων μικρών τε και μεγάλων, καθώς και των μακράν εντός και εκτός του κράτους πλείστοι τε εκ παρακινήσεων διά την φιλάνθρωπων διοίκησιν των εν αυτώ μοναχών κτήματα κατά καιρούς αφιέρωσαν εις αυτό, όπως με τα εισοδήματα τούτων μη διακόπτονται τα φιλάνθρωπα έργα, τα πλείστα δε των κτημάτων τούτων υπάρχουν εντός του κράτους του ελληνικού, εξόχως δε κατά Σούρπην και γαρδίκι. Νυν δε κατήντησεν το Μοναστήριον τούτο εις ελεεινήν κατάστασιν διά την αφαίρεσιν των κτημάτων εντός του κράτους από την ελληνικήν κυβέρνησιν ώστε οι εν αυτώ μοναχοί λιμοκτονούσιν και πας πτωχός και ξένος στερούμενος βοηθείας αναστενάζουσιν εκ καρδίας μην έχοντες που την κεφαλήν κλείνει. Όθεν κατ” αίτησιν του ιερομονάχου Ανατολίου επιτρόπου και πληρεξουσίου του Μοναστηρίου δίδεται αυτώ το παρόν από ημάς πιστοποιητικόν έγγραφον περί καταστάσεως του Μοναστηρίου τούτου ίνα χρησιμεύσει αυτώ όπου ανήκει, επικυρωμένον από ην εξουσίαν και μεχκεμέν της πόλεως Αρμυρού και υποφαινόμεθα. Οι Δημογέροντες και πρόκριτοι των πόλεων Αρμυρού Πλατάνου αναγνώστις μπαλαμούτη Ιωάννης καντίκας αναγνώστις κοστατόρη (;) διμήτρι κωνσταντί χρήστου κονσταντίς Ιωάννης Χ(ατζή) αναγνώστου διμίτρις διρτελή παπα κυρίτζη κωνσταντή ηφόρου(;) αναγνώστις Χ(ατζή) παπά.

των κωμοπόλεων Κοκοτής Κωφών Βρύνινας Αθανάσιος φάκας(;) βασίλης γέργου πανάγος σταθόπο(υλος) αποστόλις σπανός βαγγέλη κράντο πανάγος καραγεργου χρήστους του παπά παναγιότης κοταρη πανάγος νίκου θέογλου γέργου σταμούλης αναγνώστης μησήρης γηρό κοσταντή αθανασήου παπά ρίζους καραγιώργος διμίτρις γερουδήμου διμήτρη αναγνώστη Εν Αρμυρώ τη 28 Αβγούστου 1835 ο Βόιβοδας αρμυρού δερβής σελήμη μαρτυρώ ( ακολουθούν 6 τουρκικές σφραγίδες με ανάλογες υπογραφές).

Πραγματικά οι ενέργειες αυτές των καλόγερων και των δημογερόντων της περιοχής καρποφόρησαν. Τα μοναστηριακά κτήματα παρέμειναν στο μοναστήρι και το μοναστήρι δεν διαλύθηκε Ευτυχώς που κυριάρχησε η σύνεση και η λογική στο ζήτημα του μοναστηριού της Ξενιάς. Σκεφτείτε πόσο θα δυσκολευόταν η υπόθεση των Σουρπιωτών αν το ίδιο το ελληνικό κράτος δήμευε την περιουσία ενός ιδρύματος που βρισκόταν σε τουρκικό έδαφος και μάλιστα θρησκευτικού χριστιανικού μοναστηριού στο οποίο μόναζαν Έλληνες και χριστιανοί μοναχοί και τι θα μπορούσαμε να αντιτάξουμε στους Τούρκους που θα αποφάσιζαν να δημεύσουν την περιουσία Ελλήνων υπηκόων των οποίων η περιουσία βρισκόταν στο τουρκικό έδαφος.

Κυρίες και κύριοι, εδώ τελειώνουμε με το σημερινό μας θέμα. Πιστεύουμε ότι δώσαμε μια άγνωστη στους περισσότερους σελίδα της τοπικής μας ιστορίας και βοηθήσαμε στο να γνωρίσουμε οι Αλμυριώτες κάτι από το παρελθόν μας. Η Φιλάρχαιος Εταιρεία Αλμυρού στην προσπάθειά της να βοηθήσει, όσο της επιτρέπουν οι δυνάμεις και οι δυνατότητές της τον τόπο μας και την ιδιαίτερη πατρίδα μας υπόσχεται να συνεχίσει αυτό της το έργο. Ζητάμε από σας, που αγαπάτε τούτο τον τόπο και θέλετε την προκοπή του, την αγάπη σας και την συμπαράστασή σας, που την χρειαζόμαστε πολύ.

Σας ευχαριστώ για την καλοσύνη που είχατε να μας ακούσετε.