Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος εικοστό τέταρτο)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Ἡ  ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ Παναγίας Ξενιᾶς)

(συνέχεια απο τα προηγούμενα)

Ἡ ἀρχὴ δύο νέων ξεχωριστῶν ἱστοριῶν (α΄ μέρος)

 

Δ΄.  Ἡ ἀρχὴ δύο νέων ξεχωριστῶν ἱστοριῶν

  1. Μεταφορὰ τῆς ἕδρας τοῦ Μοναστηριοῦ   στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου

Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ οἱ πορεῖες τῶν δύο ἀνεξάρτητων μεταξύ τους καὶ διαφορετικῶν παραπάνω «ἱστοριῶν»: α) «τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας Ξενιᾶς» καὶ β) «τῆς Μονῆς τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας», ἑνώθηκαν, ὅπως εἴδαμε πιὸ πάνω, καὶ μέχρι τὸ σημεῖο αὐτό, κατὰ τὸ ὁποῖο ἡ ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ μεταφέρεται  στὸ «Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου», ἀνεξάρτητα ἀπὸ ὅσα γεγονότα μεσολάβησαν, ὑπάρχει μία καὶ μόνη ἑνιαία ἱστορία. Εἶναι ἡ Ἱστορία τῆς «Μονῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» ἤ ἡ Ἱστορία τῆς «Μονῆς τῆς Παναγίας Κισσιώτισας», σύμφωνα μὲ τὴν ἰδιαίτερη προσωνυμία ποὺ τῆς εἶχε προσδοθεῖ.

Ἡ ἴδια ἱστορία θὰ μποροῦσε – ἄτυπα μᾶλλον καὶ ἀνεπίσημα – νὰ ἔχει καὶ τὸν τίτλο τῆς Ἱστορίας τῆς «Μονῆς τῆς Παναγίας Ξενιᾶς». Λέμε «ἄτυπα μᾶλλον καὶ ἀνεπίσημα» ἐπειδὴ ποτὲ δὲν ἐκδόθηκε κάποια διαταγὴ ἤ δὲν πάρθηκε κάποια ἀπόφαση γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τῆς ὀνομασίας ἤ τῆς μετονομασίας τοῦ ἀρχικοῦ καὶ πρώτου μοναστηριοῦ ἀπὸ «Μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», ἡ ὁποία εἶχε καὶ ἄτυπα τὴν προσωνυμία «Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας», σὲ «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς».

Ἡ μετονομασία ἀπὸ «Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας» σὲ «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» δὲν ἔγινε ποτὲ μὲ ἐπίσημη ἀπόφαση. Ἐπιβλήθηκε καὶ καθιερώθηκε σταδιακὰ καὶ ἀνεπαίσθητα μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ἀπὸ τὸ λαὸ καὶ αὐτὸ εἶχε ὡς ἀναγκαστικὴ συνέπεια τὴν γενικὴ παραδοχὴ καὶ υἱοθέτησή της ἐκ μέρους ὅλων γιὰ λόγους πρακτικοὺς καὶ συνεννόησης. Ἔτσι σήμερα οἱ ὀνομασίες «Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» καὶ «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας», στὸ συντριπτικὰ μεγαλύτερο μέρος ἀκόμα καὶ τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ, δὲν ὑποδηλώνουν τίποτε, παρ’ ὅλο ποὺ αὐτὲς καὶ μόνο ἦταν καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι – ἤ πρέπει νὰ εἶναι – οἱ ἐπίσημες καὶ καθιερωμένες ὀνομασίες.

Ἐκεῖνο ποὺ θεωρεῖται ὡστόσο βέβαιο εἶναι ὅτι ἀπὸ τότε ποὺ ἡ ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ μεταφέρθηκε στὸ κάτω κτιριακὸ συγκρότημά του ἡ ὀνομασία «Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» ἤ «Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας» ἔπαυσε ὁριστικὰ νὰ χρησιμοποιεῖται ἤ καὶ ἁπλὰ νὰ ἀναφέρεται. Ὑπάρχει πλέον καὶ χρησιμοποιεῖται παντοῦ καὶ ἀπὸ ὅλους μία καὶ μόνη ὀνομασία: «Μονὴ Παναγίας  Ξενιᾶς».

Ἡ ὁριστικὴ μεταφορὰ τῆς ἕδρας τοῦ Μοναστηριοῦ στὸ κάτω κτιριακὸ συγκρότημά του, στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἔγινε στὰ 1867. Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος γράφει σχετικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτὸ κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια τοῦ 19ου αἰῶνα:

«Ἀπὸ τῶν ἀρχῶν τοῦ παρόντος αἰῶνος μέχρι τοῦ 1867 διέμενόν τινὲς τῶν πατέρων διαρκῶς  ἐν τῇ Κάτω Μονῇ Ξενιᾶς, ἤτοι τῷ Μοναστηρίῳ τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ὁ Ἀββᾶς Γαβριὴλ λέγει ὅτι τότε[1] ἤκμαζεν ἡ Ἄνω Μονή. Αὐτὸς δὲ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν αὑτοῦ ἐνεθυμήθη 100 μοναχοὺς μονάζοντας ἐν τῇ Μονῇ, ὧν 25 ἦσαν ἱεροδιάκονοι. Ἕνεκεν ὅμως τῆς ἐπαράτου λῃστείας, διηνεκῶς λυμαινομένης τὸν τόπον, τῆς ὠμότητος τοῦ Βοεβόδα Κοκοσίου, εἰς ὅν ὑπήγετο αὕτη, καὶ τῶν ἀλλεπαλλήλων ἐπαναστάσεων, καθ’ ἅς ὁτὲ μὲν ἅπαντες οἱ πατέρες κατήρχοντο εἰς τὴν Κάτω Μονὴν, ὁσάκις ὁ Βοεβόδας Κοκοσίου ἦν ὠμός (διότι ἡ Κάτω Μονὴ δὲν ὑπήγετο εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ Βοεβόδα Κοκοσίου, ἀλλ’ εἰς τὴν τοῦ Ἁλμυροῦ, τοῦ Βοεβόδα ἑδρεύοντος ἐν Πλατάνῳ ἤ Κωφοῖς), ἀνήρχοντο δὲ εἰς τὴν Ἄνω, ὁσάκις οὗτος ἦν ἤπιος. Ἡ κατάστασις αὕτη διήρκεσεν μέχρι τοῦ 1867, καὶ οὐχὶ μέχρι τοῦ 1844, ὡς λέγει ὁ Ζωσιμᾶς Ἐσφιγμενίτης, ὅτε ἐγκατέστησαν ὁριστικῶς πλέον ἐν τῇ Κάτω Μονῇ, τῷ Μοναστηρίῳ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, μετοχίῳ αὐτῆς, ἔνθα ἔκτοτε διαμένουσι παρὰ τὴν ῥητὴν διαταγὴν τοσούτων σεβασμίων Πατριαρχῶν Γαβριήλ, Νεοφύτου, Γρηγορίου Ε΄ καὶ ἄλλων, οἵτινες ἐπὶ ποινῇ ἀφορισμοῦ ἀπαγορεύουσι τοῦτο, καταλιπόντες ἐν τῇ Ἄνω Μονῇ ὑπέργερών τινα μοναχὸν Παντελεήμονα, ἀποθανόντα τῷ 1888. Ἐπὶ πέντε δὲ ὁλόκληρα ἔτη ἔμεινεν ἡ μονὴ αὕτη κεκλεισμένη, ἤτοι μέχρι τοῦ 1893, ὅτε ἐξαπέστειλαν ἐκεῖ τὸν μοναχὸν Ἱερόθεον πρὸς φύλαξιν».

 

  1. Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς

κατὰ τὴν χρονικὴ περίοδο 1867 -1959

 

α. Χρονικὰ ὅρια τῆς περιόδου

Ὡς χαρακτηριστικὰ χρονικὰ ὅρια τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ θέτουμε τὸ ἔτος  1867, κατὰ τὸ ὁποῖο πραγματοποιήθηκε ἡ ὁριστικὴ μεταφορὰ τῆς ἕδρας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀπὸ «ἐπάνω» κτιριακὸ συγκρότημά του στὸ «κάτω» καὶ τὸ ἔτος  1959, κατὰ τὸ ὁποῖο πραγματοποιήθηκε ἡ μετατροπὴ τῆς «Ἀνδρώας Ἱερᾶς Μονῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ξενιᾶς» «εἰς γυναικείαν τοιαύτην».

Τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτὰ χρονικὰ ὅρια εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς τελευταίας πράξης, τοῦ τελευταίου κεφαλαίου, τῆς συνταύτισης καὶ τῆς κοινῆς πορείας δύο διαφορετικῶν ἱστοριῶν, τῆς ἱστορίας τῆς «Εἰκόνας τῆς Παναγίας Ξενιᾶς» καὶ τῆς ἱστορίας τῆς «Μονῆς τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας».

Ἡ ὁριστικὴ μεταφορὰ τῆς ἕδρας Μοναστηριοῦ ἀπὸ τὸ «Πάνω» στὸ «Κάτω» κτιριακὸ συγκρότημα τῆς Μονῆς ἔγινε, ὅπως ἀναφέρθηκε, στὰ 1867, ὅταν ἡγούμενος τοῦ Μοναστηριοῦ ἦταν ὁ Καλλίνικος, ὁ ὁποῖος χρημάτισε ἡγούμενος ἀπὸ τὸ 1866 ὡς τὸ 1868. Η μεταφορά ἔγινε βεβαίως σταδιακά.

Ὅπως ἀναγράφεται σὲ ἄλλες σελίδες τῆς ἐργασίας αὐτῆς καὶ ἄλλες φορὲς εἶχαν γίνει ἀπόπειρες γιὰ τὴ μεταφορὰ αὐτὴ ἀλλὰ ἡ ὁριστικοποίησή της πάντοτε ματαιωνόταν ἤ ἀναβαλλόταν γιατὶ κάθε φορὰ ὑπῆρξαν ἔντονες καὶ ἀποτελεσματικὲς ἀντιδράσεις ἐκ μέρους καὶ μερικῶν ἐκ τῶν μοναχῶν ἀλλὰ καὶ ἰσχυρῶν λαϊκῶν παραγόντων.

Τούτη τὴ φορὰ ὅμως δὲν φαίνεται νὰ ὑπῆρξαν δυναμικὲς ἀντιδράσεις. Ἀπὸ ὅσα δεδομένα ὑπάρχουν δὲν φαίνεται νὰ ἔγιναν ἀναφορὲς διαμαρτυρίας ἤ ἐνστάσεις πρὸς τὸ Πατριαρχεῖο γιὰ τὴν μεταφορὰ τῆς ἕδρας στὸ «Μετόχι». Ἔτσι  δὲν ὑπῆρξε κάποια πατριαρχικὴ παρέμβαση ἤ ἐπιτιμητικὸ πατριαρχικὸ σιγγίλιο.

Ἡ κατάσταση στὰ 1867 ἦταν βεβαίως πολὺ διαφορετική. Εἶχε ἤδη δημιουργηθεῖ τὸ πρῶτο ἐλεύθερο ἑλληνικὸ κράτος ἀπὸ τὸ 1832 ἀκόμα. Τὸ νέο καθεστὼς εἶχε σταθεροποιηθεῖ ἀφοῦ εἶχαν ἤδη περάσει περισσότερα ἀπὸ τριάντα χρόνια. Ὑπῆρχε ἑλληνικὴ πλέον κυβέρνηση ἀλλὰ καὶ «Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος».

Ἡ περιοχὴ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἐξακολουθοῦσε μὲν ὡς γεωγραφικὸς χῶρος νὰ ἀνήκει στὴν Τουρκία ἀλλὰ λίγο πιὸ πέρα ἀπὸ αὐτὸ ἦταν τὰ ἑλληνοτουρκικὰ σύνορα καὶ κυμάτιζε ἡ ἑλληνικὴ σημαία. Τὰ περισσότερα κτήματα τοῦ Μοναστηριοῦ βρίσκονταν σὲ ἑλληνικὸ ἔδαφος. Λίγο πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς δημιουργοῦνταν  ὁμάδες καὶ δροῦσαν μὲ σκοπὸ νὰ ἐλευθερώσουν καὶ τὰ ὑπόλοιπα μέρη τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τῆς Θεσσαλίας καὶ νὰ ὑψώσουν τὴν ἑλληνικὴ σημαία στὸ Μοναστήρι.

Τὸ ἴδιο τὸ Μοναστήρι  εἶχε μεταβληθεῖ σὲ οὐσιαστικὸ ἐπιχειρησιακὸ κέντρο παντοειδοῦς στήριξης τῶν συχνῶν καὶ ἀλλεπάλληλων ἀπελευθερωτικῶν κινημάτων στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ. Τὸ «Κάτω Μοναστήρι», ἰδίως, ἦταν πολὺ κοντὰ στὰ ἑλληνοτουρκικὰ σύνορα.

Σ’ αὐτὸ τὸ «Μοναστήρι» εἶχε μεταβεῖ στὰ 1821 ὁ Ἀθανάσιος Διάκος καὶ δὲ εἰδικὴ μυστικὴ σύσκεψη εἶχε ζητήσει τὴ βοήθεια τῶν Μοναχῶν στὶς ἀπελευθερωτικές του προσπάθειες. Σ’  αὐτὸ εἶχαν στεγασθεῖ  καὶ ἐξοπλισθεῖ  οἱ διακόσιοι πολεμιστές ποὺ στάλθηκαν νὰ ἐνισχύσουν τὸ ἀπελευθερωτικὸ σῶμα τοῦ Ἀθανασίου Διάκου. Σ’ αὐτὸ εἶχαν συγκεντρωθεῖ καὶ ὀργανώθηκαν οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος τοῦ 1854, ὅπως καὶ τῶν ἀπελευθερωτικῶν προσπαθειῶν τοῦ 1866.

Κάτω ἀπὸ τέτοιες συνθῆκες οἱ ὅποιες ἀντιδράσεις γιὰ τὴ μεταφορὰ τῆς ἕδρας τοῦ Μοναστηριοῦ, καὶ ἄν ἀκόμα ὑπῆρχαν, ἀδυνάτιζαν καὶ δὲν εὕρισκαν ὑποστηρικτὲς.

Παρ’ ὅλα αὐτὰ δὲν ἔπαψαν καὶ στὰ κατοπινὰ χρόνια νὰ ὑπάρχουν περίοδοι κατὰ τὶς ὁποῖες κάποιοι μοναχοί, νοσταλγοὶ τοῦ ἔνδοξου παρελθόντος, λάτρεις τοῦ μονήρους βίου τῶν μοναχῶν τῶν ἀφοσιωμένων κυρίως στὴν προσευχὴ καὶ ἐραστὲς τοῦ κάλλους τοῦ μοναδικοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος τοῦ Πάνω» Μοναστηριοῦ, ἀποφάσιζαν καὶ μετακόμιζαν σ’ αὐτό.

 

β. Χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῆς περιόδου

Τὸ βασικό χαρακτηριστικὸ τῆς χρονικῆς αὐτῆς περιόδου εἶναι ὅτι ἡ ὅλη δραστηριότητα τοῦ Μοναστηριοῦ ἔχει μεταφερθεῖ πλέον καθολικὰ καὶ ὁριστικὰ στὸ «Κάτω Μοναστήρι».

Τὸ «Πάνω» ἔχει ἐγκαταλειφθεῖ ὁριστικὰ σὲ τόσο βαθμὸ ὥστε ἔπαυσαν πλέον καὶ νὰ χρησιμοποιοῦνται οἱ μέχρι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀναγκαῖοι συμβατικοὶ προσδιοριστικοὶ χαρακτηρισμοὶ «Πάνω» καὶ «Κάτω». Δὲν ὑπῆρχε πλέον λόγος. Ἕνα ἦταν τὸ Μοναστήρι. Λεγόταν ἁπλὰ καὶ μόνο «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς» καὶ δὲν χρειαζόταν κάποιος διευκρινιστικὸς προσδιορισμός. Τὰ «Πάνω» καὶ «Κάτω» δὲν εἶχαν πλέον λόγο ὕπαρξης.  Ἡ πραγματικὴ ὀνομασία τοῦ Μοναστηριοῦ, «Μοναστήρι Παναγίας Κισσιώτισσας», ὄχι μόνο δὲν χρησιμοποιοῦνταν ἀλλὰ εἶχε λησμονηθεῖ ἀπὸ ὅλους. Δὲν χρησιμοποιοῦνταν ἀπὸ κανέναν. Οὔτε καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς μοναχοὺς, οὔτε καὶ ἀπὸ τὴ Διοίκηση τοῦ Μοναστηριοῦ στὴν ἐπίσημη ἀλληλογραφία του ἀλλὰ καὶ στὶς καθημερινὲς πράξεις. Ξεχάστηκε ἀπὸ ὅλους σχεδὸν ὁριστικά, ὅπως ξεχάστηκε καὶ ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ ὅλους καὶ τὸ κτιριακό του συγκρότημα ποὺ ἄρχισε νὰ ἐρημώνει καὶ νὰ καταστρέφεται.

Ἕνα ἄλλο βασικὸ χαρακτηριστικὸ τῆς περιόδου  1867 -1959  εἶναι ἡ ἐνεργὸς συμμετοχὴ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς  στὰ πολλὰ ἀπελευθερωτικὰ κινήματα καὶ τοὺς πολέμους ποὺ ἔλαβαν χώρα τὴν ἐποχὴ αὐτὴ. Οἱ σχετικὲς λεπτομέρειες ἀναφέρονται στὸ κεφάλαιο γιὰ τὴ συμμετοχὴ τοῦ Μοναστηριοῦ στοὺς ἐθνικοὺς ἀγῶνες. Ὑπὸ τὸν ἀπόηχο  τοῦ ἀγῶνα τοῦ 1821, ὁ ὁποῖος, παρὰ τὴ μεγάλη καὶ ἐνεργὸ συμπαράσταση τῆς Ξενιᾶς, δὲν εἶχε τὰ ἐπιθυμητὰ ἀποτελέσματα γιὰ τὴν περιοχή, καὶ στὴ συνέχεια τοῦ 1854, τὸ  «Κάτω Μοναστήρι» ἀπὸ τὸ πρῶτο  ἀκόμη ἔτος κατὰ τὸ ὁποῖο  ἀπὸ μετόχι ἔγινε ἕδρα μεταβλήθηκε σὲ μυστικὸ ἐπιτελικὸ κέντρο ὅλων τῶν προσπαθειῶν καὶ ἐνεργειῶν τῶν κατοπινῶν ἀπελευθερωτικῶν κινημάτων τοῦ 1866 καὶ 1878.

Σ’ αὐτὸ τελέστηκαν δοξολογίες γιὰ τὴν ὁριστικὴ ἀπελευθέρωση τῆς περιοχῆς ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγὸ κατὰ τὸ 1881. Σ’ αὐτὸ πραγματοποιήθηκαν οἱ πρῶτες ἀρχαιρεσίες γιὰ ἀνάδειξη ἡγουμενικοῦ συμβουλίου σὲ ἐλεύθερο καθεστώς. Καὶ ἦταν καὶ αὐτὸ σημαντικὸ γεγονὸς ὥστε κάποιοι μοναχοί, ὅπως ὁ Ἱερόθεος Γεωργίου, νὰ καταγράφουν μὲ δικαιολογημένη ὑπηρηφάνεια: «ἔλαβον μέρος εἰς τὴν πρώτην ἐνεργηθεῖσαν  ἡγουμενιακὴν ἐκλογὴν, μετὰ τὴν προσάρτησιν τῶν νέων χωρῶν εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὡς καὶ εἰς τὴν δευτέραν»

Στὴν χρονικὴ αὐτὴ περίοδο ἐπίσης ἔλαβαν χώρα ὁ Ἑλληνο -Τουρκικὸς Πόλεμος τοῦ 1897, οἱ Βαλκανικοὶ Πόλεμοι τοῦ 1912 -1913, ὁ Πρῶτος Παγκόσμιος Πόλεμος τοῦ 1914 -1918, ὁ Μικρασιατικὸς Πόλεμος τοῦ 1921 -1922, ὁ Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τοῦ 1940 -1945 μὲ τὴν Ἰταλογερμανικὴ Κατοχὴ τῆς χώρας μας. Στὴν ἴδια αὐτὴ χρονικὴ περίοδο ἀνήκουν καὶ οἱ ὀλέθριες ἐθνικὲς περιπέτειες καὶ συμφορές τῶν ἐμφύλιων ἀναταραχῶν 1946 -1949.

 

. Κτιριακὲς ἀνακαινίσεις καὶ κατασκευὲς

Σημαντικὸ χαρακτηριστικὸ ποὺ σημαδεύει τὴν περίοδο αὐτὴ εἶναι καὶ οἱ μεγάλες ἀνακαινιστικὲς καὶ ἐπισκευαστικὲς ἐργασίες ποὺ πραγματοποιήθηκαν στὸ «Κάτω Μοναστήρι». Τὶς ἐργασίες αὐτὲς τὶς διαχωρίζουμε σ’ ἐκεῖνες  ποὺ εἶχαν πραγματοποιηθεῖ πρὶν τὴν μεταφορὰ τῆς ἕδρας τοῦ Μοναστηριοῦ σ’ αὐτὸ, πρὶν τὸ 1867, καὶ σ’ ἐκεῖνες ποὺ πραγματοποιήθηκαν μετὰ ταὴ χρονολογία αὐτή.

 

Ἀνακαινίσεις πρὶν τὴν ἐγκατάσταση τοῦ 1867

Ἀνακαινιστικὲς ἐργασίες στὸ «Κάτω Μοναστήρι», τὸ «Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου», ὅπως συνηθιζόταν νὰ τὸ ὀνομάζουν ἄν καὶ ἦταν μετόχι, εἶχε καὶ ἄλλες φορές ἐπισκευασθεῖ καὶ ἀνακαινισθεῖ, πρὶν τὴν ὁριστικὴ ἐκεῖ ἐγκατάσταση τῶν μοναχῶν κατὰ τὸ 1867.

Ἐξ  ἄλλου πάντοτε μετέβαιναν καὶ διέμειναν ἐκεῖ γιὰ ἐποχιακὲς ἐργασίες κάποιοι μοναχοὶ. Ἀρκετὲς δὲ ἦταν οἱ περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες ἡ προσωρινὴ αὐτὴ  διαμονὴ παρατεινόταν σὲ μία προσπάθεια κάποιων μοναχῶν νὰ τὴν μετατρέψουν σὲ μόνιμη. Ὑπῆρχαν ἀκόμη καὶ περίοδοι κατὰ τὶς ὁποῖες τὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου εἶχε χρησιμοποιηθεῖ ὡς ἕδρα τῆς Μονῆς.

Μερικὲς ἐπιγραφικὲς μαρτυρίες, τὶς ὁποῖες παρουσιάσαμε καὶ στὸ κεφάλαιο «Ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ μέσα ἀπὸ «ἐνθυμήσεις», μᾶς δίνουν μία εἰκόνα γιὰ τὶς ἐργασίες ποὺ εἶχαν γίνει πρὸ τοῦ 1867:

Ἔτσι κατὰ τὸ 1671: «Ἀνεκαινίσθη τὸ παρὸν Μοναστήριον τοῦ ἐν ἁγίοις Π(ατ)ρός ἡμῶν Νικολάου διὰ συνδρομῆς τῶν ἐν αὐτῷ πατέρων ἡγουμενεύοντος τοῦ πανοσιωτάτου κυρ  Δοσιθέου, ἔτος ΑΧΟΑ».

Εἴκοσι πέντε χρόνια ἀργότερα, τὸ 1696: «+’Αναικαινίσθη ἐκ βάθρων τὸ παρὸν Μοναστήριον τοῦ ἐν ἁγίοις πα(τρὸς) ἡμῶν Νικολάου καὶ διὰ ἐξὸδων τῶν χριστιανῶν καὶ διὰ συνδρομῆς τοῦ Πανοσιωτάτου ἁγίου Καθηγουμένου Κυ(ρίο)υ Κυ(ρίο)υ Παπᾶ Κυπριανοῦ ἐν ἔτει ΑΧϟS».

Κατὰ τὸ 1707: Κατασκευάστηκε καὶ εἰκονογραφήθηκε τὸ ἑστιατόριον ἀπὸ τὸν ζωγράφο Νικόλαο: «+Δέησις τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Νικολάου ζωγράφου. αψζ΄».

Τὸ 1757 κατασκευάστηκε  ἕνα παρεκκλήσι πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας προσκολλημένο δίπλα στὸν κεντρικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου: «Τὸ παρὸν παρεκκλήσιον τιμώμενον ἐπ’ ὀνόματι τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας ἐπὶ ἡμέρας τοῦ Πανοσιωτάτου ἁγίου Καθηγουμένου Παπᾶ κυρ Ἱεροθέου ἐπὶ ἔτους αψνζ΄».

Τὴν ἴδια χρονιά, 1757, ἐπισκευάστηκε ἡ ἀνατολικὴ πλευρά τοῦ ναοῦ, ὅπως  μᾶς βεβαιώνει ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος: «Τῷ αὐτῷ ἔτει (1757) ἐπεσκευάσθη ἡ ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, κατὰ τὴν ὄπισθεν τῆς μεσαίας κόγχης τοῦ ναοῦ χρονολογίαν ἐπὶ λίθου».

Στὰ 1787 κατασκευάστηκε ἤ μᾶλλον τελειοποιήθηκε τὸ τέμπλο τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου: «+Ἐν ἔτει αψπζ΄ ἡγούμενος Ἀγάπιος ἱερομόναχος τῆς Ξενιᾶς Ἐτελειώθη τὸ παρὸν τέμπλον τοῦ Ἁγίου Νικολάου ὁ μάστορο Γεώργιος ἐκ χώρας Μηλιαῖς ὁ μάστορο Γιάννης καὶ μάστορο Γεώργιος ἐκ χώρας Ζαγορᾶς ἐν μηνί  Απριλίου ιζ΄. Ἐν ἔτει 1787».

Στὰ 1794 ἔγινε καὶ πάλι ἀνακαίνιση τοῦ Μοναστηριοπῦ: «+Ἀνεκαινίσθη τὸ παρὸν Μοναστήριον καὶ ὁ ναὸς τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Νικολάου διὰ συνδρομῆς τῶν εὑρισκομένων πατέρων καὶ ἐξόδου τῶν χριστιανῶν, ἔτος αψϟδ΄».

Χαρακτηριστικὸ ὅλων αὐτῶν τῶν ἀνακαινιστικῶν ἐργασιῶν εἶναι ὅτι τὸ «Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου» στὸ ὁποῖο ἔγιναν δὲν ὀνομάζεται ποτέ «Μετόχι» ἀλλὰ «Μοναστήριον».

Ἀνακαινίσεις μετὰ τὴν ἐγκατάσταση τοῦ 1867

Πρώτη σημαντικὴ ἀνακαινιστικὴ ἐργασία στὸ «Κάτω Μοναστήρι» ἦταν ἡ κατασκευὴ σ’ αὐτὸ καμπαναριοῦ ποὺ μέχρι τότε δὲν ὑπῆρχε. Στὰ 1875 ἀνεγέρθηκε στὸ προαύλιο τοῦ Κάτω Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς ἕνα  ἐπιβλητικὸ ὀκταγωνικό καμπαναριό, ποὺ ἀμέσως ἀνέδειξε ἐπιδεικτικὰ τὸν κυρίαρχο ρόλο ποὺ καλοῦνταν νὰ διαδραμτίσει τὸ Μοναστήρι μὲ τὴ νέα του ἕδρα. Ἦταν ἐξ  ἄλλου πρωτοβουλία τοῦ σεβαστοῦ ἀπὸ ὅλους γέροντα ἡγούμενου Γαβριὴλ, παλαίμαχου ἀγωνιστοῦ τοῦ 1821 τοῦ 1854 καὶ πρωταγωνιστοῦ τῶν προετοιμασιῶν ποὺ πραγματοποιοῦνταν γιὰ τὸ ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τοῦ 1878.

Τὸ ἐπιβλητικὸ αὐτὸ καμπαναριὸ κατεδαφίστηκε κατὰ τὴν περίοδο τῶν ριζικῶν ἀνακαινίσεων ποὺ πραγματοποιήθηκαν μὲ τὴ φροντίδα Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος Γερμανοῦ ἀπὸ τὸ 1908 μέχρι τὸ 1930. Ἔτσι σήμερα ἔχουμε μόνο φωτογραφίες καὶ εἰκόνες του.

Ὡστόσο διασώθηκε ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο ἡ ἐπιγραφὴ ποὺ ὑπῆρχε σ’ αὐτὸ καὶ ἔτσι ἔχουμε τὶς σχετικὲς πληροφορίες. Τὸ καμπαναριὸ τοῦ Μοναστηριοῦ χτίστηκε στὰ 1875 μὲ χρήματα ποὺ πρόσφερε ὁ Ἰωάννης Θεοδώρου Κρακιὰς καὶ μὲ φροντίδα τοῦ πανοσιωτάτου ἡγουμένου Γαβριὴλ, ὁ ὁποῖος ἀνακηρύσσεται καὶ «κτήτωρ»:

«Ὁ Πανοσιώτατος ἡγούμενος Γαβριὴλ καὶ δι’ ἐξόδων Ἰωάννου Θεοδώρου Κρακιᾶ Κτίτορας. Ἐν ἔτει 1875» .

Τρία χρόνια ἀργότερα, κατὰ τὸ ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τοῦ 1878, καταστράφηκε ἐντελῶς ἡ βόρεια πτέρυγα τῶν κελλιῶν τοῦ Κάτω Μοναστηριοῦ ἀπὸ φωτιὰ ποὺ ἔβαλαν κατὰ τὴν ἔξοδό τους ἀπὸ τὴ Μονὴ οἱ πολιορκημένοι σ’ αὐτὴν Τοῦρκοι.

Ἡ ἀποκατάσταση τῆς μεγάλης αὐτῆς καταστροφῆς ἄργησε πολὺ νὰ γίνει. Ἡ πληγωμένη Μονὴ, ποὺ τόσο πολὺ εἶχε ἀγαπήσει ὁ λαός, παρουσίαζε μιὰ ἄσχημη εἰκόνα. Ὅλοι ἔνιωθαν ἐπιτακτικὴ τὴν ἀνάγκη θεραπευτεῖ τὸ κακὸ ποὺ εἶχε γίνει. Ἡ καινούργια ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ πληγώθηκε καίρια στὰ πρῶτα χρόνια τῆς ὕπαρξής της. Ἡ εἰκόνα τῆς πυρπολημένης Μονῆς πλήγωνε ὅλους.

Οἱ καταστάσεις ὅμως ἦταν δύσκολες. Ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τοῦ Μοναστηριοῦ ἐξακολουθοῦσε ἀκόμη νὰ εἶναι σκλαβωμένη Οἱ Τοῦρκοι μάλιστα ἔδειχναν μία πολὺ ἐχθρικὴ συμπεριφορὰ πρὸς ὅλους, ἐξ αἰτίας τῶν ἀπελευθερωτικῶν κινημάτων ποὺ εἶχαν ἀνατπυχθεῖ,  ἀλλὰ καὶ ἰδίως πρὸς τοὺς μοναχοὺς καὶ τὸ Μοναστήρι Ξενιᾶς, τὸ ὁποῖο εἶχε ἀποτελέσει τὸ ἐπιτελικὸ καὶ ἀνεφοδιαστικὸ κέντρο ὅλων αὐτῶν τῶν σκληρῶν καὶ ὀλέθριων γιὰ τοὺς Τούρκους ἀγώνων. Ἐξ  ἄλλου αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ Μοναστήρι εἶχε γίνει ὁ ὁμαδικὸς τάφος πολλῶν Τούρκων. Στὸ προαύλιό του εἶχαν θαφτεῖ ὁμαδικὰ τὰ σώματα τῶν δεκάδων Τούρκων στρατιωτῶν ποὺ εἶχαν σκοτωθεῖ ἐκεῖ κατὰ τὶς μάχες τοῦ 1878.

Ἀκολούθησε ἡ ἀπελευθέρωση τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, κατὰ τὸ 1881, μὲ ὅλη τὴν ἀναστάτωση ποὺ αὐτὴ ἐπέφερε καὶ τοὺς πανηγυρισμούς, καὶ τὸ  σχετικὸ ἐνδιαφέρον τοῦ λαοῦ μετατοπίστηκε στὴν ἀνασύνταξη τῆς νέας κοινωνικῆς δομῆς καὶ οἰκονομικῆς ἀνάπτυξης.

Ἔτσι ἔφτασε ὁ Ἑλληνο – Τουρκικὸς Πόμεμος τοῦ 1897 ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ ἔρθουν καὶ πάλι οἱ Τοῦρκοι στὸν Ἁλμυρὸ ἀλλὰ καὶ στὸ Μοναστήρι. Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς ἔφυγαν ἀπὸ τὰ σπίτια τους πανικόβλητοι καὶ πολλοὶ μοναχοὶ ἄφησαν τὸ Μοναστήρι στὸ ἔλεος καὶ στὴν ἐκδικητικὴ μανία τῶν Τούρκων.

Μετὰ τὴν ἐπάνοδό τους ἀπὸ τὴν προσφυγιὰ τοῦ 1897 – 1898 ὅλοι ρίχτηκαν νὰ ἀποκαταστήσουν ταὶς ζημιὲς στὰ ρημαγμένα τους σπίτια. Τὸ πρόβλημα, ὡστόσο, τῆς ἀποκατάστασης τῶν ζημιῶν στὸ λαοφίλητο Μοναστήρι  ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ ἀπασχολεῖ ὅλους.

Κάποια δημοσιεύματα τοπικῶν ἐφημερίδων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀπηχοῦν τὰ αἰσθήματα τοῦ λαοῦ καὶ τὶς σχετικὲς διεργασίες ποὺ βρίσκονταν σὲ ἐξέλιξη.

Στὴ «Θεσσαλία», στὶς 17 Ἰουλίου 1899, δημοσιεύθηκε ἡ ἑξῆς ἀνταπόκριση:

«Τὴν παρελθοῦσαν Κυριακήν ἐπεσκέφθην τὴν Μονὴν Ξενιᾶς. Αὔτη ἀπεργάζεται τερπνοτάτην καὶ μαγευτικὴν τὴν πέριξ φύσιν. Πλήν προκαλεῖ κακὴν ἐντύπωσιν ἡ ἀσχημίζουσα αὐτὴν βόρειος πλευρά, ἥτις ἐν ἐρειπίοις εὑρίσκεται ἀπὸ τοῦ 1878. Ὁ ἡγούμενος Ἄνθιμος[2] διαβεβαίωσεν ἡμᾶς ὅτι θέλει ἀνεγείρει ταύτην προσεχῶς καὶ ὅτι θὰ ἦτο ἤδη ἐπισκευασμένη ἄν μὴ δυσμενεῖς περιστάσεις, ἅς διερχόμεθα, ἐκώλυον αὐτόν».

Στὴν ἴδια ἐφημερίδα, δύο χρόνια ἀργότερα, στὶς  23 Σεπτεμβρίου 1901, ἕνα ἄλλο δημοσίευμα ἀπεικόνιζε καὶ τόνιζε σαφέστερα τὸ πρόβλημα:

«Τὸ κτίριον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς τῆς ἐπαρχίας Ἁλμυροῦ κινδυνεύει νὰ περιέλθῃ εἰς οἰκτρὰν κατάστασιν ἕνεκεν τῆς ἀδικαιολογήτου ἀστοργίας, ἥν δεικνύει ὁ νέος ἡγούμενος αὐτῆς.

Ἡ ἀριστερὰ πλευρὰ τοῦ κτιρίου τῆς Μονῆς ἐκρημνίσθη καθ’ ὁλοκληρίαν, καὶ ἡ αὐτὴ τύχη ἀναμένει καὶ τὰς λοιπὰς πλευρὰς, ἤδη μάλιστα ὁπότε εὑρισκόμεθα εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ χειμῶνος δυνάμεθα εἰπεῖν ὅτι τὸ κτίριον θὰ περιέλθῃ εἰς οἰκτροτέραν ἔτι κατάστασιν.

Ὅθεν ἀνάγκη ἀναπόφευκτος ὁ νέος ἡγούμενος ἀρχιμανδρίτης κ. Μιχόπουλος[3] νὰ προσπαθήσῃ παντὶ σθένει τὴν ταχεῖαν ἀνέγερσιν τῆς κρημνισθείσης πλευρᾶς, δαπανῶν νῦν ὀλίγα χρήματα ἵνα μὴ ἀργότερον ὑποβάλλεται τὸ ταμεῖον τῆς Μονῆς εἰς δαπάνην ὀγκωδῶν χρηματικῶν ποσῶν.

Πεποίθαμεν δὲ ὅτι ὁ Σ. ἡγούμενος δὲν θέλει διαψεύσει ἡμᾶς, οἵτινες καλῶς γνωρίζομεν τὸν ἀνεπηρέαστον καὶ τίμιον αὐτοῦ χαρακτῆρα. Ὁ νέος ἡγούμενος εἶναι ἀνὴρ ἄοκνος καὶ πολυτιμότατα ἐργαζόμενος πρὸς τὴν κανονικὴν καὶ ἀπρόσκοπτον λειτουργία τῶν πραγμάτων τῆς Μονῆς ἧς ἡγεῖται…».

Πληροφορίες γιὰ τὸ ἴδιο θέμα ἀντλοῦμε καὶ ἀπὸ ἕνα δημοσίευμα μιᾶς ἄλλης βολιώτικης ἐφημερίδας, τῆς «Θεσσαλικῆς», στὶς 3 Ὀκτωβρίου 1901:

«Εἴμεθα εἰς θέσιν νὰ βεβαιώσωμεν τὸ κοινὸν … ὅτι ἡ πλευρὰ τῆς Κάτω Μονῆς Ξενιᾶς ἐπρόκειτο νὰ ἀνεγερθῇ κατὰ τὴν ἡγουμενίαν Γαλακτίωνος,[4] ὅτι οὗτος ὡς ἡγούμενος προσεκάλεσε τὸν μηχανικὸν Χατζηγιαννούλην, εἰς ὅν καὶ ἐπλήρωσε 7.000 δραχμὰς καὶ συνέταξε τὸ σχέδιον τῆς ἀνεγέρσεως τῆς κατὰ τὸ ἔτος 1878 ὑπὸ τῶν Γκέκηδων καείσης πλευρᾶς.

Δυστυχῶς ὅμως τὸ ὑπουργεῖον εἰς ὅ ἀπεστάλη τὸ σχέδιον τοῦτο μετὰ τοῦ προϋπολογισμοῦ τῆς δαπάνης δὲν ἐνέκρινε αὐτό, δι’ ὅ ἔκτοτε παραμένει εἰς τὸ χρονοδούλαπο τοῦ Ὑπουργείου. Βραδύτερον ὁ ἡγούμενος Ἄνθιμος[5] εἴτε διότι δὲν ἠθέλησε, εἴτε διότι δὲν ἠδυνήθη, εἴτε διότι τὸν προκατέλαβεν ὁ πόλεμος τοῦ 1897, οὐδὲν περὶ τῆς καείσης πλευρᾶς ἐνήργησεν.

Ἐναπόκειται ἤδη εἰς τὸν νῦν ἡγούμενον κ. Γρηγόριον καὶ τὸ περὶ αὐτὸν ἡγουμενοσυμβούλιον νὰ φροντίσῃ περὶ τῆς ἀνεγέρσεως τῆς καείσης πλευρᾶς, ἵνα μὴ αὔτη ἐπικάθηται ὡς αἶσχος εἰς τὴν Μονήν».

Στὴ συνέχεια τὸ δημοσίευμα τῆς ἐφημερίδας, ἐκφράζοντας τὴν ὑπάρχουσα θέληση τοῦ λαοῦ γιὰ πρακτικὲς λύσεις ποὺ θὰ ξεπερνοῦσαν τὶς γραφειοκρατικὲς ὑπηρεσιακὲς διαδικασίες, ὑποδεικνύει τοὺς τρόπους ποὺ συζητοῦνταν στὸν ἀγανακτισμένο γιὰ τὶς ἀδικαιολόγητες καθυστερήσεις λαό:

«Ἡμῖν ἐπιτραπήτω νὰ δώσωμεν τὴν ἑξῆς συμβουλήν: Τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον δέον νὰ παύσῃ τοῦ νὰ ἐπιζητῇ σχέδια καὶ ματαιοπονίας καὶ ματαίας δαπάνας. Ἐὰν ὄντως ἐμφορεῖται ὑπ’ ἀγαθῶν διαθέσεων διὰ τὴν μονὴν καὶ θέλῃ νὰ ἐπισφραγίσῃ τὴν πενταετίαν του δι’ ἑνὸς ἔργου, πρέπει τὰς Κυριακὰς νὰ μάσῃ ὅλα τὰ γυναικόπαιδα ἀπὸ τὴν Βρύναινα, τὴν Δρυμῶνα καὶ τὰ Κελέρια καὶ νὰ καθαρίσουν τὴν πέτραν ἀπὸ τὴν καεῖσαν πλευράν.

Ἔπειτα νὰ βάλῃ νὰ ὑλοτομήσουν τὸ δάσος τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς τὴν ἀναγκαιοῦσαν ξυλείαν καὶ ἔπειτα πάνω εἰς τὰ ἴδια θεμέλια καὶ μὲ τὰ παλαιὰ σχέδια νὰ οἰκοδομήσῃ καὶ στεγάσῃ τὴν καεῖσαν πλευράν. Καὶ ἀφοῦ τὴν πατώσῃ καὶ τὴν διαιρέσῃ εἰς δωμάτια, ἕκαστος ἱερομόναχος νὰ ὑποχρεωθῇ ἰδίαις δαπάναις νὰ ἐπιδιορθώσῃ τὸ δωμάτιόν του,[6] διότι τὴν καλλιτέραν θέσιν καὶ τὸν καλλίτερον ἀέρα ἔχει ἡ πλευρά αὔτη καὶ εἴμεθα βέβαιοι ὅτι ὅλοι θὰ προτιμήσουν νὰ ἐπισκευάσουν τὰ δωμάτια ταῦτα παρὰ νὰ κάθηνται εἰς τὰς νῦν τρώγλας. Ἐὰν οὕτω γείνῃ μὲ 5.000 δραχμὰς τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον κάνει τὰ κτίρια καὶ τὰ στεγάζει καὶ τελειώνει καὶ τὸ ζήτημα τοῦτο

Ὡστόσο ὑπῆρχαν καὶ διαφορετικὲς ἀπόψεις. Κάποιοι ἤθελαν νὰ παραμείνουν ἀνεπισκεύαστα τὰ  κελλιὰ αὐτὰ γιὰ νὰ θυμίζουν, ὡς μνημεῖα, τοὺς ἡρωικοὺς ἀγῶνες ποὺ ἔγιναν ἐκεῖ. Ὁ Εὐστάθιος Καλτσέτας, ἐκπροσωπῶντας τὴν ἄποψη αὐτή, ἔγραφε σ’ ἕνα δημοσίευμά του: «Ἄφετε τὰ μνημεῖα τῶν πατέρων ἡμῶν ἄθικτα. Προκαλοῦσι μείζονα σεβασμὸν καὶ λατρείαν ἀπέριττα καὶ αὐτούσια ἤ ὅταν ἐπιδιορθοῦνται καὶ μεταβάλλωνται».

 

Στὸ μεταξὺ εἶχε τοποθετηθεῖ στὴ Μητρόπολη Δημητριάδος ἀπὸ τὶς 10 Αὐγούστου 1907, ὁ Μητροπολίτης Γερμανὸς Μαυρομμάτης. Ὁ Μητροπολίτης Γερμανὸς ἦταν γνώστης τοῦ ζητήματος τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς. Πρὶν τὴν  τοποθέτησή του ὡς Μητροπολίτης εἶχε ὑπηρετήσει ὡς ἀρχιμανδρίτης καὶ ἱεροκήρυκας στὴν ἴδια Μητρόπολη ἐπὶ ἑπτὰ χρόνια, ἀπὸ τὸ 1901 μέχρι καὶ τὸ 1907, καὶ μάλιστα εἶχε ἐνδιαφερθεῖ γιὰ τὸ ζήτημα τῆς ἀνέγερσης ττοῦ καταστραμένου Μοναστηριοῦ.

Ὁ ἡγούμενος τῆς Ξενιᾶς, ἀρχιμανδρίτης Ἰωακείμ Ἀποστόλου,[7] ἔσπευσε ἀμέσως νὰ ζητήσει τὴν  ἔγκριση τοῦ Μητροπολίτη γιὰ τὴν ἄμεση λύση τοῦ προβλήματος μὲ τὶς οἰκονομικὲς δυνατότητες ποὺ εἶχε τὸ ἴδιο τὸ Μοναστήρι καὶ ὄχι μὲ διενέργεια ἐράνων ὅπως ἐπιδιωκόταν μέχρι τότε:

«Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς τῇ 5 7βρίου 1907

                 Πρὸς τὸν Σεβασμιώτατον Ἐπίσκοπον Δημητριάδος,

Σεβασμιώτατε,

Συνεπείᾳ ἀναφορᾶς ἡμῶν πρὸς τὸ Σεβ. Ὑπουργεῖον ἐπὶ τῶν Ἐσωτερικῶν ἀπευθυνομένης, καὶ περὶ ἐγκρίσεως συλλογῆς ἐράνων πρὸς ἀνέγερσιν τῆς καείσης βορείου πλευρᾶς τῆς Μονῆς πραγματευομένης, τὸ Σεβ. Ὑπουργεῖον διὰ τῆς ὑπ’ ἀριθ.  12938 ἐ. ἔ. διαταγῆς του ἐπέτρεψε τοῦτο, ἀφοῦ προηγουμένως συμμορφωθῶμεν πρὸς τὴν ὑπ’ ἀριθ. 69/27280 τῆς 14 Ἰουνίου 1904 ἐγκύκλιον διαταγήν του περὶ συλλογῆς ἐράνων καὶ τὰς δι’ αὐτῆς προαπαιτουμένας διατυπώσεις.

Ἀλλ’ ὅμως περὶ τοῦ ζητήματος τούτου ὡριμώτερον σκεφθεὶς καὶ εἰς τὸ γόητρον τῆς ἱερᾶς ἡμῶν Μονῆς ἀποβλέπων, κρίνω  ἄτοπον καὶ ἄντικρυς εἰς τὸ γόητρον τῆς Μονῆς ἀντικείμενον τὸ νὰ ἐπιδιωχθῇ δι’ ἐράνων ἡ ἀνέγερσις τοῦ κτιρίου τῆς καείσης βορείου πλευρᾶς αὐτῆς διότι τοῦτο δύναται νὰ ἐπιτευχθῇ δι’ ἑνὸς δανείου ἐπὶ κτηματικῇ ἐγγυήσει τῆς Μονῆς, ἥτις, ὡς γνωστόν, ἱκανὴν ἔχει ἀκίνητον περιουσίαν καὶ δύναται νὰ ἐξοφλήσῃ χρεωλυτικῶς τὸ συνομολογηθησόμενον πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον δάνειον ἐκ τῶν εἰσοδημάτων αὐτῆς χωρὶς νὰ καταφύγῃ δίκην ἐπαίτου εἰς συλλογὴν ἐράνων.

Ἀλλὰ πλὴν τούτου καὶ ἡ σεβασμία τῆς Θεομήτορος εἰκὼν εὑρίσκεται σχεδὸν ἐν διαρκεῖ περιοδείᾳ καλουμένη πρὸς τοῦτο, οἱ δὲ Χριστιανοὶ τῶν διαφόρων πόλεων καὶ κωμῶν, ἔνθα Αὔτη περιοδεύει  συνεπείᾳ προσκλήσεως, προσφέρουσι τὸν ὀβολόν των, ἑπομένως οὐ μόνον ἄτοπον εἶνε τὸ μέτρον τῆς συλλογῆς ἐράνων πρὸς ἀνέγερσιν τοῦ κτιρίου τῆς Μονῆς, ἀλλὰ καὶ λίαν ὀχληρὰ θέλει παραστῇ ἡ Ἱερὰ Μονὴ εἰς τὰ ὄμματα τοῦ κόσμου, τοῦθ’ ὅπερ θέλει συντελέσει εἰς τὴν κατάπτωσιν τοῦ γοήτρου Αὐτῆς.

Τούτων ἕνεκα καὶ προκειμένου, συμφώνως τῇ μνησθείσῃ ἐγκυκλίῳ διαταγῇ ὑπ’ ἀριθ. 69/27280 τῆς 14 Ἰουνίου 1904 τοῦ Σεβαστοῦ ἐπὶ τῶν Ἐσωτερικῶν Ὑπουργείου νὰ γνωμοδοτήσῃ ἡ ὑμετέρα Σεβασμιότης ἐπὶ τοῦ ζητήματος τούτου, ὑποβάλλω μετὰ σεβασμοῦ τὴν παροῦσαν καὶ καθικετεύω Αὐτήν, ἵνα, ἐν ᾗ περιπτώσει δι’ ἀναφορᾶς ὑποβληθησομένης τυχὸν ὑπὸ συμβούλου τινὸς τῆς Μονῆς προκληθῇ ἡ γνωμοδότησις τῆς ὑμετέρας Σεβασμιότητος περὶ τοῦ ἐπιτρεπτοῦ τῆς συλλογῆς ἐράνων, εὐαρεστηθῇ καὶ γνωμοδοτήσῃ Αὔτη ὅτι δὲν  ἐπείγει ἡ ἀνέγερσις τοῦ περὶ οὗ πρόκειται κτιρίου τῆς Μονῆς καὶ ὅτι δὲν παρίσταται ἀνάγκη συλλογῆς ἐράνων πρὸς τοῦτο, ἀφοῦ, ὡς εἴρηται ἀνωτέρω, δύναται αὔτη νὰ ἐπιτευχθῇ ἐκ τῶν εἰσοδημάτων τῆς Μονῆς.

Πεποιθὼς ὅτι εἰς τὴν σωτηρίαν τοῦ γοήτρου τῆς Μονῆς ἀποβλέπουσα ἡ ὑμετέρα Σεβασμιότης θέλει λάβει ὑπ’ ὄψει τὴν παροῦσαν μου ὑπόδειξιν διατελῶ μετὰ τοῦ προσήκοντος σεβασμοῦ.

Εὐπειθέστατος

ὁ ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς

Ἰωακείμ Ἀποστόλου».

Ἡ λύση ποὺ πρότεινε ὁ ἡγούμενος Ἰωακείμ Ἀποστόλου ἦταν ἡ ἰδανικότερη καὶ ἡ πρακτικότερη ἀλλὰ καὶ μποροῦσε νὰ τεθεῖ ἀμέσως σὲ ἐφαρμογή. Συζητιόταν ἀπὸ καιρὸ ἀλλὰ πολιτικοὶ καὶ οἰκονομικοὶ παράγοντες τοῦ Ἁλμυροῦ σὲ συνεργασία μὲ κάποιους μοναχοὺς τὴν ἀπέτρεπαν προτείνοντας ἄλλες λύσεις. Αὐτὸ ὑποδηλώνει ἡ φράση τῆς παραπάνω ἀναφορᾶς «ἐν ᾗ περιπτώσει δι’ ἀναφορᾶς ὑποβληθησομένης τυχὸν ὑπὸ συμβούλου τινὸς τῆς Μονῆς προκληθῇ ἡ γνωμοδότησις τῆς ὑμετέρας Σεβασμιότητος περὶ τοῦ ἐπιτρεπτοῦ τῆς συλλογῆς ἐράνων».

Ἀποτέλεσμα τῆς παραπάνω ἀναφορᾶς ἀλλὰ καὶ ἀσφαλὲς δεῖγμα τῆς ἀλήθειάς της ἦταν ὅτι τέθηκε σὲ ἄμεση ἐφαρμογή. Παραμερίστηκαν οἰ χρονοβόρες διαδικασίες ἔγκρισης ἐράνων καὶ σὲ διάστημα μικρότερο ἀπὸ ἕνα χρόνο στήθηκε μία μαρμάρινη πλάκα μὲ τὴν ἐπιβεβαιωτικὴ ἐπιγραφή:

 

ΑΝΗΓΕΡΘΗ Η Β.Δ. ΑΥΤΗ ΠΛΕΥΡΑ ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ Κου ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗ,  ΕΤΕΙ ΣΩΤΗΡΙΩ  ΑϡΗ.

 

Ἡ δραστήρια αὐτὴ ἐπέμβαση τοῦ Μητροπολίτη Δημητριάδος Γερμανοῦ Μαυρομμάτη εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ παραμερισθοῦν οἱ παρεμβαλλόμενες ἀπὸ πολλοὺς παράγοντες καὶ ποικίλα συμφέροντα ἀγκυλώσεις καὶ νὰ ἀρχίσει μία συγκινητικὴ ἀνοικοδομικὴ δραστηριότητα βασισμένη ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὶς τεράστιες τοπικὲς οἰκονομικὲς δυνατότητες τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ στὴν ἀστήρευτη καὶ ἀδαπάνητη ἀγάπη τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς.

Χαρακτηριστικό εἶναι τὸ παρακάτω ἀπόσπασμα δημοσιεύματος τῆς ἐφημερίδας «Θεσσαλία», στὶς 20 Ἀπριλίου 1909:

«Ἀπεφάσισε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης νὰ ἀνεγείρη τὴν κατὰ τὸ ἔτος 1878 καεῖσαν βορείαν πλευράν τῆς Μονής Ξενιάς. Ἔχει δὲ σκοπόν, μετὰ τὸ πέρας τῆς ἀνεγέρσεως τῆς πλευρᾶς ταύτης νὰ ἀνεγείρη καὶ τὴν παράλληλον μεσημβρινὴν πλευρὰν καὶ οὕτω ἐντὸς ὀλίγου νὰ ἀνακαινισθῇ τὸ μοναστήριον τοῦτο ἀρχιερατικῇ  φροντίδι καὶ νὰ πιάσουν μιὰ φορὰ τόπο καὶ τὰ διὰ τῆς περιοδείας  τῶν εἰκόνων  συλλεγόμενα χρήματα τῶν χριστιανῶν».

Συγκινητικὴ ἦταν ἡ συμμετοχὴ τῶν Ἁλμυριωτῶν στὴν προσπάθεια αὐτή. Ἕνα μικρὸ γραπτό, σωσμένο ὡς τὶς ἡμέρες μας, δεῖγμα εἶναι ἡ παρακάτω ἐπιστολὴ πρὸς τὸ ἡγουμενοσυμβούλιο τοῦ Μοναστηριοῦ, τὸν Ἰούλιο τοῦ 1911, ποὺ τὴν ὑπογράφουν πέντε Ἁλμυριῶτες ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ποὺ πρωτοστατοῦσαν καὶ ἀπὸ τοὺς πάμπολλους ποὺ συμμετεῖχαν:

«Πρὸς τὸ Σεβαστὸν Ἡγουμενοσυμβούλιον Ἱ. Μ. Ξενιᾶς

Γνωστὸν τυγχάνει ἡμῖν ὅτι ἀπὸ τοῦ 1909 ἔτους ἤρχισεν ἡ ἀνοικοδόμησις τῆς δυτικῆς πλευρᾶς τῆς ὑφ’ ὑμᾶς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς καὶ ἥτις ἕνεκεν τῆς ἐλλείψεως χρημάτων δὲν ἀπεπερατώθη ἀκόμη.

Ἐπειδὴ δὲ ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς πλείστας ὅσας εὐεργεσίας παρέσχεν εἰς τὴν ἐπαρχίαν μας διὰ τῆς θαυματουργῆς ἁγίας εἰκόνος τῆς Παναγίας σώσασα πολλάκις τὴν καπνοπαραγωγὴν καὶ τοὺς ἄλλους δημητριακοὺς καρποὺς ἀπὸ τῆς φθοροποιοῦ ἀκρίδος καὶ ἄλλων ἀσθενειῶν καλουμένη κατ’ ἔτος, ἐπίσης δὲ φιλοξενίαν παρέχει εἰς πάντα ξένον, προσκυνητὴν ἤ ἐπισκέπτην αὐτῆς, δίκαιον εἶναι ὅπως καὶ ἡμεῖς εἰς ἀντάλλαγμα τῶν εὐεργεσιῶν τούτων φανῶμεν χρήσιμοι εἰς τὸ εὐεργετικόν τοῦτο ἵδρυμα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς καὶ κατόπιν συνεννοήσεως ἀποφασίσωμεν ὅπως ἀποτελέσωμεν ἐπιτροπὴν ἐκ τῶν κάτωθι ὑπογεγραμμένων, ἥτις νὰ περιέλθῃ τὸν Ἁλμυρὸν καὶ νὰ ἐνεργήσῃ τὴν συλλογὴν ἐράνων εἰς εἴδη ἤ καὶ χρῆμα, τὸ δὲ συλλεχθησόμενον ποσὸν θέλει μετρήσῃ εἰς τὸν ἐργολάβον κ. Νικόλαον Δρυμωνίτην ὅπως ἀναλάβῃ οὗτος τὴν ἀποπεράτωσιν τοῦ ἑνὸς πατώματος τῆς νεοδμήτου ταύτης πτέρυγος καὶ μὲ τὸν ὁποῖον ἤλθομεν εἰς συμφωνίαν ὅπως ἀμέσως ἄρξηται τῆς ἐργασίας ἵνα αὔτη ᾖ ἑτοίμη κατὰ τὴν πανήγυριν τῆς Μονῆς τῆς 23ης Αὐγούστου πρὸς διανυκτέρευσιν τῶν πανηγυριστῶν.

Πρὸ παντὸς ὅμως δέον νὰ ἔχωμεν τὴν συγκατάθεσιν τοῦ Σεβαστοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου διὸ καὶ ὑποβάλλομεν τὴν παροῦσαν αἴτησιν αἰτοῦντες.

Ἐν Ἁλμυρῷ τῇ ….  Ἰουλίου 1911

Παπαδημήτριος Τριανταφύλλου

Γεώργιος Βαλαμουτόπουλος

Ἀθανάσιος Μιχόπουλος

Βασίλειος Χ. Νιφόρος

Κωνσταντῖνος Γεωργίου».

Πολὺ περιληπτικά, ἀλλὰ τόσο χαρακτηριστικὰ καὶ τόσο  λιτά, ἐκφράζεται ἡ ἀγάπη καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη τῶν Ἁλμυριωτῶν πρὸς τὴν «Παναγία Ξενιά» στὴν παραπάνω ἀναφορὰ «πλείστας ὅσας εὐεργεσίας παρέσχεν εἰς τὴν ἐπαρχίαν μας διὰ τῆς θαυματουργῆς ἁγίας εἰκόνος τῆς Παναγίας σώσασα πολλάκις τὴν καπνοπαραγωγὴν καὶ τοὺς ἄλλους δημητριακοὺς καρποὺς ἀπὸ τῆς φθοροποιοῦ ἀκρίδος καὶ ἄλλων ἀσθενειῶν …. δίκαιον εἶναι ὅπως … φανῶμεν χρήσιμοι εἰς τὸ εὐεργετικόν τοῦτο ἵδρυμα …».

Ὑπῆρξαν πολλὲς τέτοιες καὶ ἄλλες παρόμοιες ἐνέργειες. Ἡ καθολικὴ συμμετοχὴ καὶ ἡ γενικὴ συμπαράσταση τῶν κατοίκων στὴν προσπάθεια ἀνέγερσης τῆς Μονῆς Ξενιᾶς δὲν μπορεῖ νὰ καταγραφεῖ στὴ θέση αὐτὴ. Ἑκατοντάδες ἀνώνυμοι ἀφανεῖς ἀφιερωτὲς πρόσφεραν κυρίως ἀπὸ τὸ ὑστέρημά τους καὶ συντελέστηκε ἕνα πραγματικὸ θαῦμα, ἕνα θαῦμα ποὺ μόνο ἡ πίστη τοῦ λαοῦ μπορεῖ νὰ ἐπιτελέσει.

Ἡ ἐνεργὸς καὶ ποικιλότροπη συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ συνεχίστηκε μέχρι τὸ 1920 μὲ ἀποτέλεσμα τὴ χρονιὰ ἐκείνη νά στηθεῖ πανηγυρικὰ μία δεύτερη ἀναμνηστικὴ μαρμάρινη πλάκα:

«Τὴν ἱερὰν ταύτην μονὴν τῆς Θεομήτορος,

μετόχιον ποτὲ οὖσαν τῆς καλουμένης Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς,

ἐρειπωθὲν ἐκ τοῦ χρόνου,

τελείως ἀνεκαίνισε χρήμασιν ἱεροῖς

ὁ κλεινὸς Δημητριάδος Ἀρχιεπίσκοπος Γερμανὸς Μαυρομμάτης ὁ ἐκ Ψαρῶν τῷ χιλιοστῷ ἐνακοσιοστῷ εἰκοστῷ σωτηρίῳ ἔτει (1920)».

 

Ἡ ἐπιγραφὴ αὐτὴ ἐπικυρώνει, ὡστόσο, ἐπίσημα καὶ πανηγυρικὰ κάποια γεγονότα, ποὺ εἶχαν ἤδη ἀπὸ πολὺ καιρὸ ἀθόρυβα καὶ ἀνεπαίσθητα συντελεσθεῖ, παρὰ τὶς ὑπάρχουσες ἀντιρρήσεις καὶ ἀντιδράσεις: τὸ   «Μετόχι», γιὰ πρώτη φορὰ ἐπισήμως, ἀναγνωρίζεται ὡς «Μονή».

Ἀπεπαίσθητα ἐπίσης καὶ ἀθόρυβα παρουσιάζεται νὰ λησμονιέται ἕνα ἄλλο ἱστορικὸ γεγονός. Κανένας δὲ φαίνεται νὰ θυμᾶται ὅτι τὸ  Μετόχι «Ἅγιος Νικόλαος» δὲν ἦταν «μετόχιον τῆς καλουμένης Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς» ἀλλὰ ἦταν  «μετόχιον τῆς Παναγίας Κισσιωτίσσης». Θὰ ἔπρεπε, τοὐλάχιστον, νὰ παραλειφθεῖ τὸ προβληματικὸ «καλουμένης»   καὶ νὰ ἀναγραφόταν «μετόχιον ποτὲ οὖσαν τῆς  Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς».

Ἡ ὁλοκλήρωση τῶν ἐργασιῶν ποὺ ὑπολείπονταν νὰ γίνουν ἀκόμη, ὡστόσο, στὸ Μοναστήρι δὲν εἶχε γίνει. Ἀπαιτοῦνταν πολλὰ ἀκόμη νὰ γίνουν. Ἡ θέληση ὅλων γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση ἦταν πλέον δεδομένη καὶ τίποτε δὲν μποροῦσε νὰ σταθεῖ ἐμπόδιο.

Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1921 ἕως 1933, σὲ μίαν δωδεκαετία, κατεδαφίστηκε ἡ νότια πλευρά, ἡ ὁποία μέχρι τότε ἦταν μονόροφος καὶ περιλάμβανε τὴν Τράπεζα τῆς Μονῆς, τὸ γραφεῖον, τὰ μαγειρεῖα, τὸ  φοῦρνο καὶ τὶς ἀποθῆκες, καὶ ἀνεγέρθηκε σὲ διόροφη. Ἀργότερα χτίστηκε ἡ δυτικὴ πλευρὰ ἐπίσης διόροφη. Στὴ μέση τῆς δυτικῆς αὐτῆς πλευρᾶς δημιουργήθηκε ἡ πύλη τῆς Μονῆς μεγάλη καὶ εὐρύχωρη. Μία βαριὰ σιδερένια θύρα με ποικίλες διακοσμήσεις δικεφάλων ἀετῶν στὴν πύλη αὐτὴ μποροῦσε νὰ ἀσφαλίζει τὴ Μονὴ. Στὴ θύρα ὑπῆρχε μὲ χρυσᾶ γράμματα ἡ ἐπιγραφή:

«ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΞΕΝΙΑΣ».

Μπροστὰ ἀπὸ τὴν πύλη κατασκευάστηκαν προπύλαια με τέσσερες λευκὲς μαρμάρινες κολῶνες ποὺ εἶχαν κορινθιακὰ κιονόκρανα καὶ σταυροὺς. Πάνω ἀπὸ τὰ προπύλαια κατασκευάστηκε ἐξώστης. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τῆς εἰσόδου τοῦ ἐξώστη αὐτοῦ κατασκευάστηκαν δύο κόγχες στὶς ὁποῖες ζωγραφίστηκαν ὁ Ἅγιος Νικόλαος καὶ ὁ Ἅγιος Γερμανὸς, ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Πάνω ἀπὸ τή στέγη τῆς θύρας  κατασκευάστηκε ἡμικυκλικὸ ἀέτωμα μέσα στὸ ὁποῖο ζωγραφίστηκε ἡ Παναγία βρεφοκρατοῦσα.

Στὶς δύο γωνίες τῆς δυτικῆς πλευρᾶς κατασκευάστηκαν δύο εὐρύχωροι στρόγγυλοι πύργοι, ψηλότεροι κατὰ 3 – 4 μέτρα ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη οἰκοδομή. Στὶς ἀνακαινιστικὲς αὐτὲς ἐργασίες θεωρήθηκε καλὸ καὶ κατεδαφίστηκε τὸ ὀκτάγωνο καμπαναριὸ τῆς Μονῆς ποὺ εἶχε χτισθεῖ στὰ 1875 ἀπὸ τὸν ἡγούμενο Γαβριὴλ Ἀδάμ.

Ὅλες οἱ παραπάνω ἐργασίες πραγματοποιοῦνταν μὲ ἀποφάσεις τοῦ ἡγουμενικοῦ συμβουλίου, τὶς ὁποῖες παρουσιάζουμε στὴ  συνάχεια:

 

Στὶς 25 Ἰουνίου 1926 τὸ  ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς Ξενιᾶς πῆρε ἀπόφαση συνέχισης τῶν ἐργασιῶν:

«Ἀριθμὸς πράξεως 212

Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς, Συγκείμενον ἀπὸ τὸν ἡγούμενον Ἀμβρόσιον Ἀνδρεάδην[8] καὶ τὰ μέλη Βενέδικτον Παπανικολάου καὶ Γαβριὴλ Μιχαλόπουλον, Συνελθὸν εἰς συνεδρίασιν ἐν τῷ γραφείῳ τῆς Μονῆς σήμερον τὴν 25ην Ἰουνίου τοῦ 1926 ἔτους, ἡμέραν Παρασκευὴν καὶ ὥραν 10ην π. μ. ἵν’ ἀποφανθῇ ἐπὶ τοῦ ἑξῆς ἀντικειμένου: Περὶ Ψηφίσεως συμπληρωματικῆς πιστώσεως δραχ. 20.000 διὰ τὴν κατεδάφισιν ἑτοιμορρόπων κτιρίων, ἐπισκευὴν καὶ στήριξιν  Ἱεροῦ Ναοῦ ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς,

Λαβὸν ὑπ’ ὄψιν α) τὴν ἀπὸ   6 Ἰουνίου ἐ. ἔ. ἔκθεσιν τοῦ διευθυντοῦ ἀναστυλώσεως ἀρχαίων μνημείων ἐν τῷ Ὑπουργείῳ Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων κ. Ἀν. Ὀρλάνδου, διαβιβασθεῖσαν διὰ τοῦ ὑπ’ ἀριθ. Δ. Υ. ἀπὸ 19 Ἰουνίου ἐ. ἔ. ἐγγράφου τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος, δι’ ἧς προτείνει τὴν ἄμεσον κατεδάφισιν τῶν ἑτοιμορρόπων κτιρίων τῆς ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς καὶ τὴν ἐπισκευὴν καὶ στήριξιν τοῦ νάρθηκος καὶ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ αὐτῆς πρὸς πρόληψιν καταπτώσεως, ὡς ἔχοντος ἀρχαιολογικὴν ἀξίαν, β) τὴν ὑπολογιζομένην ἐν τῇ ἐκθέσει δαπάνην διὰ τὰς ἐν λόγῳ ἐπισκευὰς ἐκ δραχμῶν 20.000  γ) τὴν ἀπόφασιν ἐπὶ τοῦ προϋπολογισμοῦ τῆς Μονῆς ἐ. ἔ. τοῦ Σεβαστοῦ Γενικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου, δι’ ἧς διέγραψε τὴν διὰ τὸν σκοπὸν τοῦτον ἀναγραφεῖσαν ἐν αὐτῷ δαπάνην, ἐπιφυλαχθὲν νὰ ἐγκρίνῃ ταύτην ἅμα τῇ ὑποβολῇ προϋπολογισμοῦ δαπάνης καὶ δ) τὴν κατὰ τὴν ἔκθεσιν σοβαρὰν ἀνάγκην ὑποστηρίξεως κατεπειγόντως τοῦ νάρθηκος καὶ  Ἱεροῦ Ναοῦ,

Ἀποφαίνεται

Ψηφίζει ἐκ τοῦ ἀποθέματος τοῦ προϋπολογισμοῦ τῆς Μονῆς τρέχοντος ἔτους συμπληρωματικὴν πίστωσιν ἐκ δραχμῶν εἴκοσι χιλιάδων (20.000) ἵνα αὕτη χρησιμεύσῃ διὰ τὰς ἐν τῇ εἰρημένῃ ἐκθέσει διαλαμβανομένας καταδαφίσεις καὶ ἐπισκευὰς τῆς ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς καὶ αἰτεῖται τὴν ἔγκρισιν αὐτῶν παρὰ τοῦ Σεβαστοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τοῦ Γενικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου.

Τὸ

Ἡγουμενοσυμβούλιον Μονῆς Ξενιᾶς

ὁ Ἡγούμενος

Ἀμβρόσιος Ἀνδρεάδης

Βενέδικτος Παπανικολάου

Γαβριὴλ Μιχαλόπουλος».

 

Ἔτσι συνεχίζονταν οἱ ἐργασίες κυρίως μὲ τὴν ἄμεση καὶ ἐνεργὸ συμμετοχὴ τοῦ Μοναστηριοῦ ἀλλὰ καὶ τοῦ λαοῦ. Τὸ  περιεχόμενο μιᾶς ἐπιγραφῆς ποὺ χαράχτηκε σὲ μία ἀναμνηστικὴ πλάκα καὶ διασώθηκε ὡς τὶς ἡμέρες μας εἶναι ἕνα μόνο ἀπὸ τὰ δείγματα τῆς συνεχοῦς καὶ ἐνεργῆς συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ στὴν προσπάθεια αὐτὴ:

«Δαπάναις τοῦ ἐκ Γαρδικίου Κρεμαστῆς Λαρίσης Κ. Τσαούση

ἐγένοντο τὰ ἀμμοκονιάματα, ἡ πλακόστρωσις

καὶ ὁ ἐξώστης τῆς αἰθούσης ταύτης ἐν ἔτει 1927».

 

Στὶς γενικὲς αὐτὲς ἀνακαινιστικὲς ἐργασίες χρειάστηκε, μερικὲς φορὲς, νὰ γίνουν καὶ ἐπεμβάσεις σὲ παλιότερες κατασκευὲς. Ἔτσι, π.χ., κρίθηκε ἀναγκαῖο νὰ κατεδαφισθεῖ τὸ καμπαναριὸ τῆς Μονῆς.

Κάποιες τέτοιες παρεμβάσεις καταδεικνύονται ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις ποὺ πάρθηκαν μὲ τὴν ὑπ’ ἀριθμ.  279/27-9-1928 πράξη τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου:

 

«Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς, Ἀποτελούμενον ἐκ τοῦ Ἡγουμένου αὐτοῦ Βενεδίκτου Παπανικολάου[9] καὶ τῶν συμβούλων Εὐσεβίου Μαντζώρου, ἱερομονάχου, καὶ Γεδεὼν Ἀρβανιτοπούλου, μοναχοῦ,

Συνελθὸν εἰς συνεδρίασιν ἐν τῷ γραφείῳ τῆς Μονῆς σήμερον τὴν 27 τοῦ μηνὸς Σεπτεμβρίου τοῦ 1928 ἔτους καὶ λαβὸν ὑπ’ ὄψει τὴν ὑπὸ σημερινὴν χρονολογίαν ἐντολὴν τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος δι’ ἧς ἐντέλλεται ὅπως διορθωθῇ τὸ ἐν τῷ Ἱερῷ Ναῷ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ἄτοπον καὶ ἀνακριβὲς καθ’ ὅ  ὁ τὸ 1914 Ἡγούμενος αὐτῆς Γερμανὸς Παππᾶς[10] ἀνέγραψε τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ τριῶν μαρμαρίνων πλακῶν … καὶ εὑρὸν ὀρθοτάτας τὰς παρατηρήσεις τοῦ  Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος ….

ἀποφαίνεται ὁμοφώνως

ὅπως ἀντὶ τῶν τριῶν πλακῶν ἀναγραφῇ ἐν μιᾷ καὶ μόνῃ πλακὶ πρὸ τῆς δυτικῆς θύρας τοῦ ναοῦ ἡ ἀκόλουθος ἐπιγραφὴ ἐπὶ τοῦ δαπέδου

«ἡ δι’ ἐγχρώμων πλακῶν στρῶσις τοῦ ἱεροῦ

ναοῦ καὶ νάρθηκος τῆς Μονῆς Ξενιᾶς

ἐγένετο δαπάνῃ τοῦ Ἡγουμένου Γερμανοῦ Παππᾶ,

Ν. Δ. Λιάμου. Κ. Παπανάτσιου, Μαργαρίτου Χαλκιᾶ

καὶ λοιπῶν εὐσεβῶν, ἔτει 1914».

Τὸ ἀνακαινιστικὸ ἔργο στὴν Κάτω Ξενιὰ ποὺ συντελοῦνταν ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια πλησίαζε  στὴν ὁλοκλήρωσή του. Μὲ τὴν ὑπ’ ἀριθμ. 303/14-5-1929 πράξη τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου ἀποφασίστηκε ἡ συμπλήρωση τῶν ἐργασιῶν ποὺ εἶχαν γίνει:

«Ἀριθμὸς πράξεως  303

Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς, Συγκείμενον ἐκ τοῦ ἡγουμένου Βενεδίκτου Παπανικολάου, ἱερομονάχου καὶ τῶν συμβούλων Εὐσεβίου Μαντζώρου,  ἱερομονάχου καὶ Γεδεὼν Ἀρβανιτάκη, μοναχοῦ,

Συνελθὸν εἰς συνεδρίασιν ἐν τῷ γραφείῳ τῆς Μονῆς σήμερον τὴν 14ην Μαΐου τοῦ 1929 ἔτους καὶ Ἀκοῦσαν τοῦ ἡγουμένου εἰσηγηθέντος ὅτι, περατωθείσης τῆς ἀνακαινίσεως τῆς Μονῆς διὰ τῆς κατασκευῆς νεοδμήτων κτιρίων τῆς Βορείου, Ἀνατολικῆς καὶ τμήματος τῆς Νοτίου πλευρᾶς αὐτῆς ἀπέμεινε πρὸς συμπλήρωσιν τοῦ ὅλου ἔργου ἀνακαινίσεως τὸ ὑπόλοιπον τμῆμα τῆς συνεχομένης μὲ τὰ νεόδμητα τῆς Νοτίου πλευρᾶς, ἡ ὁποία κατέστη ἑτοιμόρροπος καὶ ἐπικίνδυνος κατὰ τὴν πιστοποίησιν τοῦ ἐξετάσοντος ταύτην μηχανικοῦ, μέρος δὲ αὐτῆς καὶ τοῦ ἐξώστου κατέρρευσεν ἤδη κατὰ τὸν χειμῶνα ἐκ τῶν χιόνων.

Ἡ ἀνοικοδόμησις καὶ τοῦ ὑπολοίπου τοῦ τμήματος τῆς πλευρᾶς ταύτης εἶναι ἀναγκαιοτάτη τὸ μὲν διότι ἐν αὐτῇ θὰ ἐγκατασταθοῦν τὰ ἑστιατόρια, μαγειρεῖα, ἀρτοποιεῖα καὶ ἀποθῆκαι πρὸς ἐξυπηρέτησιν τῆς ὅλης ὑπηρεσίας τῆς Μονῆς, ἄνευ δ’ αὐτῶν καθίστανται ἄχρηστα τὰ ἤδη ἀνεγερθέντα κτίρια ἐὰν ποτὲ ἀποφασισθῇ ἠ ἐν αὐτοῖς ἐγκατάστασις καὶ λειτουργία οἱασδήποτε Σχολῆς Ἱερατικῆς ἤ Ἐπαγγελματικῆς, τὸ δὲ διότι ἡ πεπαλαιωμένη καὶ ἑτοιμόρροπος αὕτη πλευρὰ παρουσιάζει τῷ  ἐπισκεπτομένῳ τὴν Μονὴν ὄψιν κηλίδος καὶ ἀνορθογραφίας ἀπέναντι τῶν μεγαλοπρεπῶν νεοδμήτων κτιρίων αὐτῆς, ὅτι ἡ ἀναγραφεῖσα ἐν τῷ προϋπολογισμῷ τρέχοντος ἔτους πίστωσις δι’ ἀνέγερσιν αὐτῆς διεγράφη ὑπὸ τοῦ Γενικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου, ἐπιφυλαχθέντος νὰ ἐγκρίνῃ ταύτην ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ καὶ ὅτι ἐπειδὴ εἶναι ἀπαραίτητος ἡ ὅσον τὸ δυνατὸν ταχυτέρα κατεδάφισις καὶ ἀνέγερσις αὐτῆς ὄχι μόνον διὰ τὰ ὡς ἄνω ἐκτιθέμενα ἀλλὰ καὶ διὰ λόγους  ἀσφαλείας τῆς Μονῆς, προτείνει ὅπως ψηφισθῇ συμπληρωματικὴ πίστωσις ἐκ δραχμῶν 100.000 διὰ τὸ Α΄ τμῆμα τῆς ἐργασίας ἤτοι διὰ τοιχοποιΐαν καὶ κατασκευὴν του Α΄ πατώματος αὐτῆς διὰ μπετὸν ἀρμὲ, ἐπὶ προϋπολογισμῷ δαπάνης νομίμως ἐγκεκριμένῳ καὶ διὰ μειοδοτικῆς δημοπρασίας συμφώνως τῷ ἐκτελεστικῷ διατάγματι τοῦ ΓΥΙΔ΄ Νόμου.

Λαβὸν ὑπ’ ὄψιν τὴν πρότασιν τοῦ ἡγουμένου καὶ ἀναγνωρίζον τὸ ἀπαραίτητον καὶ ἐπεῖγον τῆς ἀνεγέρσεως τῆς πλευρᾶς ταύτης

Ἀποφαίνεται

Ψηφἰζει ἐκ τοῦ ἀποθέματος τοῦ προϋπολογισμοῦ τῆς Μονῆς τρέχοντος ἔτους συμπληρωματικὴν πίστωσιν ἐκ δραχμῶν ἑκατὸν χιλιάδων (100.000) διὰ τὸ Α΄ τμῆμα τῆς ἐργασίας ἀνεγέρσεως τῆς νοτίας πλευρᾶς τῆς Μονῆς ἤτοι διὰ τοιχοποιΐαν καὶ κατασκευὴν του Α΄ πατώματος αὐτῆς διὰ μπετὸν ἀρμὲ, ἐπὶ προϋπολογισμῷ δαπάνης καὶ διὰ μειοδοτικῆς δημοπρασίας συμφώνως τῷ ἐκτελεστικῷ διατάγματι τοῦ ΓΥΙΔ΄ Νόμου καὶ αἰτεῖται τὴν ἔγκρισιν αὐτῆς παρὰ τοῦ Σεβαστοῦ  Διοικητικοῦ Συμβουλίου τοῦ Γενικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου.

Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Μονῆς Ξενιᾶς

ὁ ἡγούμενος

Βενέδικτος Παπανικολάου

Εὐσέβιος Μαντζῶρος

Γεδεὼν Ἀρβανιτάκης».

 

Τὴν ἴδια ἡμέρα μὲ τὴν ὑπ’ ἀριθμ. 304 πράξη ἀποφασίστηκε ἡ πραγματοποίηση καὶ ἄλλων ἐργασιῶν:

«Ἀριθμὸς πράξεως  304

Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς, Συγκείμενον ἐκ τοῦ ἡγουμένου Βενεδίκτου Παπανικολάου, ἱερομονάχου καὶ τῶν συμβούλων Εὐσεβίου Μαντζώρου,  ἱερομονάχου καὶ Γεδεὼν Ἀρβανιτάκη, μοναχοῦ,

Συνελθὸν εἰς συνεδρίασιν ἐν τῷ γραφείῳ τῆς Μονῆς σήμερον τὴν 14ην Μαΐου τοῦ 1929 ἔτους καὶ

Λαβὸν ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἡ Νότιος πλευρὰ τῆς Μονῆς, ἧς τμῆμα τῆς στέγης καὶ ἐξώστου κατέρρευσαν ἤδη κατὰ τὸν χειμῶνα ἐκ τῶν πολλῶν χιόνων, κατέστη ἑτοιμόρροπος, ὡς τοῦτο ἐπιστοποίησεν ὁ κληθεὶς καὶ ἐξετάσας αὐτὴν μηχανικὸς, ὁ ὁποῖος συνέστησε τὴν ταχεῖαν κατεδάφισίν της  ἀφ’ ἑνὸς μὲν πρὸς πρόληψιν παντὸς ἐκ τῆς ἐνδεχομένης καταρρεύσεως κινδύνου ἀφ’ ἑτἐρου δὲ πρὸς περισυλλογὴν τῶν δυναμένων νὰ χρησιμοποιηθῶσιν παλαιῶν ὑλικῶν αὐτῆς, ὅτι ἡ ἀπαιτουμένη δαπάνη διὰ τὴν κατεδάφισιν αὐτῆς ἀνέρχεται εἰς δραχμὰς 8.000, εἶναι δὲ ἀναπόφευκτος καὶ ἐπείγουσα, καὶ ἐπειδὴ ἐν τῷ προϋπολογισμῷ τῆς Μονῆς τοῦ τρέχοντος ἔτους δὲν ἐνεκρίθη ἡ ἀναγραφεῖσα σχετικὴ πίστωσις διαγραφεῖσα δι’ εὐθετότερον χρόνον,

Ἀποφαίνεται

Ψηφίζει ἐκ τοῦ ἀποθέματος τοῦ προϋπολογισμοῦ τῆς Μονῆς τρέχοντος ἔτους συμπληρωματικὴν πίστωσιν ἐκ δραχμῶν 8.000 ἵνα αὕτη χρησιμεύσῃ δι’ ἡμερομίσθια κατεδαφίσεως τῆς ἑτοιμορρόπου νοτίας πλευρᾶς τῆς Μονῆς πρὸς ἀποσόβησιν παντὸς ἐκ τῆς ἐνδεχομένης καταρρεύσεως κινδύνου καὶ περισυλλογὴν τῶν ὑλικῶν καὶ αἰτεῖται τὴν ἔγκρισιν αὐτῆς παρὰ τοῦ Σεβαστοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τοῦ Γενικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου.

Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Μονῆς Ξενιᾶς

ὁ ἡγούμενος

Βενέδικτος Παπανικολάου

Εὐσέβιος Μαντζῶρος

Γεδεὼν Ἀρβανιτάκης».

Τέλος στὶς 12 Μαρτίου 1930 τοποθετήθηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Δημητριάδος  Γερμανὸ ὁ θεμέλιος λίθος τῆς τετάρτης κατὰ σειράν, δυτικῆς πλευρᾶς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς καὶ ὑπογράφηκε τὸ «Πρακτικὸν θεμελιώσεως δυτικῆς πλευρᾶς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς»:

 

«Ἀριθμὸς πράξεως  330

Πρακτικὸν θεμελιώσεως δυτικῆς πλευρᾶς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς

Ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Ξενιᾶς σήμερον τὴν 12ην Μαρτίου τοῦ 1930 ἔτους, ἡμέραν Τετάρτην καὶ ὥραν 10ην π. μ., παρουσίᾳ τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου καὶ τῆς ἀδελφότητος τῆς Μονῆς, τοῦ ἐργολάβου Νικολάου Μάγγου καὶ τῶν παρευρισκομένων ἐν τῇ Μονῇ ξένων καὶ λοιποῦ προσωπικοῦ, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Γερμανός ἔθεσε τὸν θεμέλιον λίθον ἀνεγέρσεως τῆς τετάρτης κατὰ σειρὰν δυτικῆς πλευρᾶς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς, δι’ ἧς περατοῦται ἤδη ἡ ἐκ βάθρων ἀνοικοδόμησις ὁλοκλήρου τοῦ τετραγώνου κτιρίου αὐτῆς, ὀφειλουμένης εἰς τὴν πρωτοβουλίαν καὶ πρόνοιαν τοῦ Σεβασμιωτάτου μας Μητροπολίτου Δημητριάδος, ὁ ὁποῖος διὰ κόπων, μόχθων, ἠθικῆς καὶ ὑλικῆς συνδρομῆς του κατώρθωσε νὰ φέρῃ εἰς πέρας τὴν ἐκ βάθρων ἀνοικοδόμησιν τῆς Ἱερᾶς ταύτης Μονῆς, δι’ ἥν δικαίως ἀνεκηρύχθη, ὑπὸ τῆς ἀδελφότητος, ὡς μέγας εὐεργέτης αὐτῆς.

Ἡ ἀδελφότης τῆς Μονῆς ἐκτίουσα φόρον εὐγνωμοσύνης πρὸς τὴν Αὐτοῦ Σεβασμιότητα εὔχεται ὁλοψύχως ὅπως ὁ Ὕψιστος καὶ ἡ Παναγία Ξενιὰ διαφυλάττωσι Αὐτὴν πάντοτε, δώσωσι δὲ δύναμιν καὶ μακροζωΐαν  ἵνα ἀπολαύσῃ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν Αὐτῆς ἐπ’ ἀγαθῷ τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς ἀδελφότητος.

Ὁ θεμελιώσας Μητροπολίτης

+ Ὁ Δημητριάδος Γερμανός

Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον Μονῆς Ξενιᾶς,

ὁ ἡγούμενος  Βενέδικτος Παπανικολάου

Ἡ ἀδελφότης τῆς Μονῆς

Γαβριὴλ Μιχαλόπουλος, Εὐσέβιος Μαντζῶρος,  Κύριλλος Χαραλάμπους, Γεδεὼν      Ἀρβανιτάκης,     Ἰωαννίκιος  Βλαχόπουλος, Νίκανδρος Καπλάνης, Γαβριὴλ  Κοκωτσάκης, ἀρχιμανδρίτης

ὁ Γραμματεὺς

Ἀ. Κορμάζος».

 

Ἔτσι ὁλοκληρώθηκε ἕνα τεράστιο καὶ περίλαμπρο ἔργο σὲ ἀνάμνηση τοῦ ὁποίου τοποθετήθηκε μία μαρμάρινη στὴλη μὲ τὴν ἀναμνηστικὴ ἐπιγραφή:

 

«Τῌ ΠΑΝΑΓΙᾼ ΞΕΝΙᾼ.

ΔΕΞΑΙ ΘΕΟΚΥΗΤΟΡ ΗΔΗ ΠΕΡΑΤΩΘΕΙΣΑΝ ΣΗΝ ΜΟΝΗΝ

ΠΡΟΝΟΙᾼ ΕΜΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥ

ΗΝ ΦΥΛΑΤΤΕ ΑΠΗΜΑΝΤΟΝ ΕΣΑΕΙ

ΑϡΛ (1930)».

 

Στὴ νότια πτέρυγα τοῦ τετράγωνου κτιρίου ποὺ περιέβαλλε τὸν κεντρικὸ τῆς Μονῆς, ἕνας χῶρος διαμορφώθηκε σὲ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ. Ἐκεῖ κατὰ τὸ 1934 ὁ βολιώτης ζωγράφος  Κ. Γκέσκος ζωγράφισε τὸν Μητροπολίτη Γερμανὸ μὲ μία ἀκολουθία καλογέρων γύρω του νὰ κρατᾶ στὰ χέρια του σὲ μικρογραφία τὸ μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς καὶ νὰ τὸ προσφέρει στὴν Παναγία.

 

δ. Τὸ Πάνω Μοναστήρι

Παρ’ ὅλο ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια τὸ γενικὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὸ σύνολο τῶν δραστηριοτήτων εἶχε ἐπικεντρωθεῖ στὸ «Κάτω Μοναστήρι» ποτὲ δὲν ἔπαψε στὴν καρδιὰ καὶ στὸ νοῦ ἀρκετῶν μοναχῶν καὶ λαϊκῶν νὰ εἶναι ριζωμένο τὸ «Πάνω Μοναστήρι», ἡ «Πάνω» «Παναγία Ξενιά», ἡ «Παναγία Κισσιώτισσα». Ἡ ἁπλότητα τῶν ἐκεῖ κατασκευῶν, ἡ ταπεινότητα τῶν μικρῶν, πραγματικά, καλογερίστικων κελιῶν, ἡ ἠρεμία τοῦ περιβάλλοντος χώρου, ἡ γαληνεμένη τριγύρω ἀτμόσφαιρα, οἱ ἐπιβλητικὲς φυσιογνωμίες τῶν ἁγίων τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας τοῦ μικροῦ ναοῦ μὲ τὶς ὁποῖες τόσες καὶ τόσες φορὲς εἶχαν κοιταχτεῖ στὰ μάτια καὶ εἶχαν μυστικὰ συνομιλήσει, πλημμύριζαν ἀπὸ νοσταλγικὲς ἀναμνήσεις τὶς καρδιὲς ἀρκετῶν καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ συμβιβαστοῦν μὲ τὴν ἐγκατάλειψη ἑνὸς τόσο στενὰ δεμένου μὲ τὴν οὐσιαστικὴ ὕπαρξή τους παρελθόντος. Ὅση μεγαλοπρέπεια κι ἄν ἀντίκρυζαν νὰ ὑψώνεται μπροστὰ τους στὸ «Κάτω Μοναστήρι» καὶ μ’ ὅσο ζῆλο κι ἄν συμμετεῖχαν στὸ χτίσιμο αὐτοῦ τοῦ «Ἀρχοντικοῦ» ἡ καρδιὰ μερικῶν δὲν ἔλεγε νὰ ξεκολλήσει ἀπὸ τὸ πρῶτο ταπεινό χαμηλὸ «σπιτάκι» τῶν παππούδων τους.

Ἡ ἀναφορὰ τοῦ Κ. Δ. Εὐαγγελόπουλου πρὸς τὸ Ὑπουργεῖο τῶν Ἐκκλησιαστικῶν, τὴν Ἱερὰ Σύνοδο καὶ τὸν Μητροπολίτην Δημητριάδος, στὶς 21 Μαρτίου 1902, τὴν ὁποία παρουσιάζουμε ὁλόκληρη σὲ ἄλλες σελίδες τῆς ἐργασίας μας καὶ μὲ τὴν ὁποία ζητοῦνταν νὰ συστηθεῖ «εἰς τὰς ἁρμοδίους  ἐκκλησιαστικὰς ἀρχὰς ἵνα κατὰ τὸ ἐπιβάλλον αὐταῖς διενεργήσωσι καὶ μεταφερθῇ ἐκ τῆς Κάτω εἰς τὴν Ἄνω ἡ ἕδρα καὶ ἡ διοίκησις τῆς Μονῆς ταύτης καθ’ ἅ καὶ τὰ παλαιγενῆ ἐκκλησιαστικὰ ἔγγραφα καὶ πατριαρχικὰ σιγίλια διακελεύουσιν» εἶναι ἕνα δεῖγμα τῶν παραπάνω αἰσθημάτων.

Ἡ δραματικὴ ἔκκληση τῶν μελῶν τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ, στὶς 12 Ἰουνίου 1902,  «Πρὸς  Ὑπουργεῖον τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως» γιὰ τὴ διάσωση τῶν πολύτιμων χειρογράφων ποὺ εἶχαν ἐγκαταλειφθεῖ καὶ καταστρέφονταν, τὴν ὁποία ἐπίσης  παρουσιάζουμε ὁλόκληρη σὲ ἄλλες σελίδες καὶ μὲ τὴν ὁποία συνιστοῦσαν «νὰ διαταχθῇ ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς ὅπως μετὰ ζήλου διαφυλάττῃ τὰ χειρόγραφα νὰ μὴ παρέχῃ ταῦτα τοῖς πᾶσι πρὸς ἐξέτασιν», εἶναι ἐπίσης ἕνα δεῖγμα αὐτῶν τῶν φροντίδων μερικῶν.

Ἡ ἐγκατάλειψη τῆς «Ἄνω Μονῆς» προκαλοῦσε τὴν ἀγανάκτηση κάποιων ποὺ ὁδηγήθηκαν στὴν ἀνάγκη νὰ τὴν καταγγείλουν στὶς ἀστυνομικὲς ἀρχὲς καὶ αὐτὲς μὲ τὴ σειρά τους νὰ ἀπευθυνθοῦν στὸν Νομάρχη Μαγνησίας.

Τὸ σχετικὸ ἔγγραφο τοῦ Νομάρχη πρὸς τὸν Μητροπολίτη Δημητριάδος μᾶς φανερώνει τὴ θλιβερὴ κατάσταση στὴν ὁποία εἶχε ὁδηγηθεῖ ἡ ἄλλοτε ἀκμάζουσα «Ἄνω Μονή»:

«Ἀριθ. πρωτ. 5684

Ἐν Βόλῳ τῇ 11 Ὀκτωβρίου 1903

Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος

Ὁ Νομάρχης Μαγνησίας

Πρὸς τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Δημητριάδος

Λαμβάνομεν τὴν τιμὴν νὰ γνωρίσωμεν ὑμῖν, ὅτι καθ’ ἅ ἀναφέρει ἡμῖν ὁ Ἀστυνόμος Ἁλμυροῦ, οἱ χωρικοὶ τῶν χωρίων Κοκκωτῶν καὶ Βρυναίνης ἔχουσι καταλάβει τὰ κτήματα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς καὶ καλλιεργοῦσι ταῦτα ἀδείᾳ τοῦ Ἡγουμένου, τινὲς δὲ τούτων εἶναι συγγενεῖς αὐτοῦ οἱ ὁποῖοι ἔχουν μεταβάλλει τὸν Ναὸν εἰς σταῦλον ἔνθα σταυλίζουσι τὰ ζῶα των.

Ὅθεν, Σᾶς παρακαλοῦμεν, Σεβασμιώτατε, ὅπως εὐαρεστούμενος ἐνεργήσητε τὰ εἰκότα ἐπὶ τῇ ἀσεβεῖ ταύτῃ πράξει τοῦ Ἡγουμένου καὶ μοὶ ἀνακοινώσητε τὰς ἐνεργείας ὑμῶν.

Ὁ Νομάρχης

(Τ.Σ.Υ.)»

Θὰ κάνουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ μία πολὺ συνοπτικὴ γενικὴ ἀναφορὰ στὴν κατάσταση ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸ «Πάνω Μοναστήρι» κατὰ τὴν παραπάνω χρονικὴ περίοδο, ἀπὸ τὸ ἔτος, δηλαδή, τῆς «ἐπίσημης» ἐγκατάλειψής του ὡς ἕδρας τοῦ Μοναστηριοῦ, 1867, μέχρι τὸ ἔτος 1959, κατὰ τὸ ὁποῖο, μὲ τὴν  μετατροπὴ τῆς Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀπὸ ἀνδρώα σὲ γυναικεία, γιὰ τὸ Μοναστήρι αὐτὸ ἀρχίζει μία νέα περίοδος.

Φεύγοντας στὰ 1867 οἱ μοναχοὶ ἀπὸ αὐτὸ γιὰ τὸ «Κάτω Μοναστήρι» ἄφησαν ἐκεῖ ὡς φύλακα ἕναν ἡλικιωμένο μοναχὸ, τὸν Παντελεήμονα, ὁ ὁποῖος ἔζησε ἐκεῖ ὡς τὸ θάνατό του, τὸ 1888.

Ἀπὸ τὸ 1888 ὡς τὸ 1893 τὸ «Πάνω Μοναστήρι» παρέμεινε ἐντελῶς κλειστὸ καὶ ἐρημωνόταν.

Τὸ 1893 στάλθηκε ὡς φύλακας καὶ ζοῦσε ἐκεῖ μόνος του ὁ μοναχὸς Ἱερόθεος. Στὰ χρόνια ποὺ ὑπηρετοῦσε ἐκεῖ ὁ Ἱερόθεος  ἐπισκέφθηκε τὸ «Πάνω Μοναστήρι» τρεῖς ἤ τέσσερις  τοὐλάχιστον φορὲς ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, μεταξὺ 1895 καὶ 1901, ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ, προσπαθῶντας νὰ περισώσει ὅπως μποροῦσε κάποια ἀπὸ τὰ πολύτιμα χειρόγραφα καὶ ταὸν ἄλλο κειμηλιακὸ πλοῦτο ποὺ εἶχε ἐγκαταλειφθεῖ ἐκεῖ καὶ καταστρεφόταν.

Ἡ ἴδια κατάσταση ἐρήμωσης καὶ ἐγκατάλειψης μὲ κάποιες ἀπελπισμένες καὶ ἀναποτελεσματικὲς παρεμβάσεις ἰδιωτῶν γιὰ σταμάτημα τῆς συνεχοῦς καταστροφῆς συνεχίστηκε μέχρι τὸ 1926.

Στὰ 1926 ἦρθε καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ «Πάνω Μοναστήρι» ὁ Ἁλμυριώτης μοναχὸς Εὐσέβιος Μαντζῶρος. Ὁ φλογερὸς αὐτὸς Ἁλμυριώτης «Παπαφλέσσας» ἐγκαταβίωνε ἀπὸ χρόνια πρὶν στὴ Μονὴ Ἀντινίτσας. Ἐκεῖ πληροφοροῦνταν συνεχῶς γιὰ τὴν ἐγκατάλειψη καὶ τὴν ἐρήμωση τῆς ἀγαπημένης του Πάνω Μονῆς Ξενιᾶς τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας καὶ συντριβόταν ἡ καρδιά του. Ἔτσι στὰ 1926 ζήτησε νὰ ἐγκαταλείψει τὴ Μονὴ Ἀντινίτσας καὶ νὰ ἔλθει στὴ Μονῆ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Ἀμέσως τὴν ἄφιξή του ζήτησε νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν Ἄνω Μονὴ καὶ τὸ αἴτημά του ἱκανοποιήθηκε.

Ὁ Εὐσέβιος Μαντζῶρος δραστηριοποιήθηκε ἔντονα στὰ χρόνια τῆς παραμονῆς του ἐκεῖ καὶ μετέτρεψε τὸ «Πάνω Μοναστήρι» σὲ κέντρο προσκυνήματος καὶ λατρείας τοῦ Θεοῦ τῶν νοσταλγῶν τῆς ἥσυχης μοναστικῆς ζωῆς μακριὰ ἀπὸ τὴν πολυθόρυβη καὶ ζωηρή κίνηση τοῦ «Κάτω Μοναστηριοῦ».

Στὰ χρόνια ποὺ ἔζησε σ’ αὐτὸ πραγματοποιήθηκαν σημαντικὲς ἐργασίες συντήρησης καὶ ἀνακαίνισης. Τὸ «Πάνω Μοναστήρι», στὸ ὁποῖο στὸ μεταξύ, ἐμπνευσμένες ἀπὸ  τὸ ὅραμά του, εἶχαν ἐγκατασταθεῖ καὶ τρεῖς ἐξαδέλφες του μοναχὲς ποὺ τὸν βοηθοῦσαν, ἔγινε καὶ πάλι καταφύγιο ψυχῶν ποὺ ἀναζητοῦσαν τὴν πραγματικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ Θεῖο.

Ὅταν στὰ 1941 στὴ χώρα μας καὶ στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ ἔπεσε βαριὰ καὶ καταθλιπτικὴ ἡ σκιὰ καὶ ὁ φόβος τοῦ κατακτητῆ, τὸ «Πάνω Μοναστήρι» μὲ ἐμπνευσμένο καθοδηγητὴ τὸν φλογερὸ μοναχὸ Εὐσέβιο Μαντζῶρο, ἀνέλαβε καὶ πάλι τὸν ρόλο ποὺ εἶχε παίξει καὶ σὲ παλιότερες  ἄλλες τέτοιες περιστάσεις. Μετατράπηκε σὲ κέντρο ἀντίστασης. Οἱ λεπτομέρειες τῆς καινούργιας αὐτῆς φάσης τῆς ἱστορίας του καταγράφονται σὲ ἄλλες σελίδες τούτης τῆς ἐργασίας. Ὁ μοναχὸς Εὐσέβιος Μαντζῶρος ἔγινε ἀγωνιστὴς καὶ μάρτυρας.

Στὰ 1943, ἔπειτα ἀπὸ σκληρὰ βασανιστήρια καὶ ἀπάνθρωπες συνθῆκες φυλάκισης στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Ἰταλία, γύρισε καὶ πάλι στὸ ἀγαπημένο του  Μοναστήρι. Δὲν εἶχε πλέον τὸ φλογερὸ κορμί ποὺ εἶχε κάποτε. Ἐξακολουθοῦσε ὅμως νὰ ἔχει τὴν ἴδια καὶ περισσότερο φλογερὴ ψυχὴ μέχρι καὶ τὸ 1959 ποὺ «ἐκοιμήθη» ἥσυχος «ἐν Κυρίῳ». Καὶ ἦταν τὸ ἔτος 1959 ἀκριβῶς τὸ ἔτος ποὺ γιὰ τὸ ἀγαπημένο του Μοναστήρι ἄρχιζε ἡ νέα περίοδος τῆς ζωῆς του. Ἦταν ἡ δικαίωσή του ποὺ ἦρθε μαζὶ μὲ τὸν «τῆς δικαιοσύνης στέφανο» ποὺ ἀπονέμεται σὲ ὅσους στὸ τέλος τῆς ζωῆς τους μποροῦν νὰ ποῦν «τὸν καλὸν ἀγῶνα ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα».

 

 

 

  1. Μετατροπή τῆς Μονῆς Ξενιᾶς σὲ γυναικεία

Τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἦταν μέχρι τὸ 1959 πάντοτε ἀνδρικὴ Μονή. Ἕνας πολὺ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὸς σταθμὸς  στὴν ἱστορία του, καθοριστικός σημαντικῶν ἀλλαγῶν καὶ ἀρχὴ μιᾶς νέας πορείας, ἦταν ἡ μετατροπή της ἀπὸ ἀνδρικὴ σὲ γυναικεία.

Ἡ μετατροπὴ αὐτὴ ἔγινε μὲ τὴν ὑπ’ ἀριθ. 26914 τῆς 18 Μαΐου 1959 ἀπόφαση τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων. Ἡ σχετικὴ ἀπόφαση  δημοσιεύθηκε στὴν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως, δέκα μέρες ἀργότερα, στὶς 28 Μαΐου 1959.[11]

Στὸ κείμενο τῆς σχετικῆς ὑπουργικῆς  ἀπόφασης παρατηρεῖται ἡ  κάποια, πάντοτε ἐνυπάρχουσα καὶ ὑποβόσκουσα, σύγχυση καὶ ἀβεβαιότητα ὡς πρὸς τὴν πραγματικὴ καὶ ἀκριβῆ ὀνομασία τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἡ ἀρχικὴ καὶ πραγματικὴ ὀνομασία τοῦ Μοναστηριοῦ, «Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», συγχέεται καὶ συνδυάζεται μὲ τὴν προσθήκη σ’ αὐτὴν τῆς προσωνυμίας τῆς εἰκόνας τῆς «βρεφοκρατούσας» «Παναγίας Ξενιᾶς».

Ἔτσι, στὴν ὑπουργικὴ αὐτὴ ἀπόφαση, μὲ τὴν ὁποία τὸ μοναστήρι ἀπὸ ἀνδρικὸ μετατρέπεται σὲ γυναικεῖο, δὲν ὀνομάζεται «Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», ὅπως ἦταν ἡ ἀρχικὴ καὶ ἡ μόνη ἐπίσημη ὀνομασία τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ ὅπως αὐτὴ καθοριζόταν ἀπὸ τὴν ἐφέστια εἰκόνα του, τὴν εἰκόνα τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου». Δὲν ὀνομάζεται  οὔτε «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς», ὅπως ἦταν ἡ ὀνομασία ἡ ὁποία εἶχε ἀρχίσει νὰ προσδίδεται στὸ Μοναστήρι καὶ νὰ χρησιμοποιεῖται ἤ νὰ συνχρησιμοποιεῖται παράλληλα καὶ διαζευκτικὰ μὲ τὴν πρώτη, μὲ τὴν ὁποία ἦταν ἐπίσης γνωστὸ τὸ Μοναστήρι, ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς».

Χρησιμοποιεῖται ἕνας «ἐκ τῶν πραγμάτων» «ἀνεπίτρεπτος» καὶ ἀδικαιολόγητος συνδυασμὸς τῶν δύο αὐτῶν ὀνομασιῶν. Ἕνας συνδυασμὸς ὁ ὁποῖος ἐπιφέρει σύγχυση μεταξὺ τῶν δύο διαφορετικῶν «ἱερῶν εἰκόνων», τῆς εἰκόνας τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» καὶ τῆς εἰκόνας τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς», καὶ τὸ Μοναστήρι ὀνομάζεται «Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ξενιᾶς».

Αὐτὴ ὅμως εἶναι μία ἀσαφὴς καὶ λανθασμένη ὀνομασία. Στὴν ὀνομασία αὐτὴ ὑποδηλώνεται ἡ ὕπαρξη δύο ἱερῶν εἰκόνων ἐντελῶς διαφορετικῶν μεταξύ τους καὶ μὲ πολὺ διαφορετικὴ  ἱστορία καὶ διαφορετικὲς ἱερὲς παραδόσεις ἡ κάθε μία. Εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» καὶ ἡ εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς». Ἡ  εἰκόνα τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», ἡ ἐφέστια εἰκόνα τῆς «Μονῆς Παναγίας Κισσιωτίσσης», δὲν ὀνομάστηκε ποτὲ «Ξενιά» ἤ «Παναγία Ξενιά» καὶ δὲν ταυτίζεται μὲ κανένα τρόπο μ’ αὐτή. Ἡ  εἰκόνα δὲ τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» εἶναι μία εἰκόνα «βρεφοκρατούσας Παναγίας» καὶ δὲν εἶναι εἰκόνα «Κοιμήσεως Θεοτόκου», οὔτε ἔχει κάποια σχέση μ’ αὐτή.

Τὸ συγκεκριμένο Μοναστήρι δὲν εἶχε ποτὲ τὴν ὀνομασία ποὺ τοῦ προσδίδει ἡ ὑπουργικὴ ἀπόφαση. Ὀνομαζόταν «Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» καὶ εἶχε καὶ τὴν παράλληλη προσωνυμία «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας» ἤ «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Κισσιωτίσσης». Ἀργότερα, μετὰ τὴν ἄφιξη σ’ αὐτὸ τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, προσδόθηκε σ’ αὐτὸ καὶ συνχρησιμοποιοῦνταν καὶ ἡ ὀνομασία «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς», ἀπὸ τὴν θαυματουργὸ  εἰκόνα τῆς βρεφοκρατούσας «Παναγίας Ξενιᾶς». Οὐδέποτε ὅμως εἶχε τὴν ὀνομασία «Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ξενιᾶς».

Παραθέτουμε τὸ κείμενο τῆς ὑπουργικῆς ἀπόφασης:

«Φ.Ε.Κ.  182, τεῦχος Β΄, 28 Μαΐου 1959:

Ἀριθ. 26914

Περὶ ἱδρύσεως κλπ. Ἱερῶν Μονῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων Δημητριάδος καὶ Διδυμοτείχου

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΘΝ. ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ

Ἔχοντες ὑπ’ ὄψει τὰς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 23 τοῦ Νόμου 671/1943 «περὶ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», τὰς ὑπ’ ἀριθ. 438/269, 219/103/1959 καὶ 2885/1219/58 προτάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὡς καὶ τὴν ὑπ’ ἀριθ. 26/30.3.1959 γνωμοδότησιν τοῦ παρ’ ἡμῖν Νομικοῦ Συμβουλίου, ἀποφασίζομεν:

Α) Μετατρέπομεν τὴν ἀνδρώαν «Ἱερὰν Μονὴν Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ξενιᾶς» τῆς ἐπαρχίας Ἁλμυροῦ εἰς γυναικείαν τοιαύτην τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος, ἄνευ ἐπιβαρύνσεως τοῦ Ο.Δ.Ε.Π.

Β) …..

Ἐν Ἀθήναις τῇ 18 Μαΐου 1959

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ

ΓΕΩΡΓ. ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ».

 

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὀφείλουμε νὰ καταθέσουμε μία παρατήρηση ποὺ δημιουργεῖ προβληματισμοὺς ὡς πρὸς τὴν ἐγκυρότητα καὶ τὴν ἐφαρμογὴ στὴν πράξη τῆς παραπάνω ὑπουργικῆς ἀπόφασης. Ἀπὸ τὸ περιεχόμενό της γίνεται φανερό ὅτι «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς» ἀπὸ τὶς 28 Μαΐου 1959 ἔπαυσε πλέον νὰ ὑπάρχει ὡς ἀνδρικὸ καὶ λειτουργοῦσε ὡς  γυναικεῖο.

Ὡστόσο, δύο χρόνια ἀργότερα, τὸ 1961, παρουσιάζεται ἐπίσημο κείμενο μὲ τὸ ὁποῖο ἡ παραπάνω μετατροπὴ τίθεται ὑπὸ ἀμφισβήτηση ἤ φαίνεται ὡς ἄκυρη.

Στὶς 7 Ἰουνίου 1961 συντάχθηκε ἀπὸ τὸν συμβολαιογράφο Βόλου Δημήτριο Ἰωάννου Παπαδόπουλο, ἡ ὑπ’ ἀριθ.  11748   συμβολαιογραφικὴ πράξη μεταξὺ τοῦ «Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος Δαμασκηνοῦ Δημητρίου Χατζοπούλου, κατοίκου, ὡς ἐκ τῆς ἰδιότητός του, Βόλου» καὶ τοῦ «Πανασιολογιωτάτου Εὐσεβίου Ἰωάννου Παπανάτσιου, ἡγουμένου τῆς ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ Ἁλμυροῦ Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς», μὲ τίτλο «Ἱδρυτικὴ πρᾶξις καὶ Ὀργανισμὸς Ἱδρύματος».

Παραλείποντας, στὸ σημεῖο αὐτό, ἀδιάφορες ἄλλες πληροφορίες, καταγράφουμε τὸ ἀπόσπασμα ποὺ δημιουργεῖ τοὺς προβληματισμούς μας.

Στὸ συμβόλαιο λοιπὸν αὐτό, πέραν ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι, ἐνῶ συντάσσεται τὸ ἔτος 1961, κατὰ τὸ ὁποῖο, σύμφωνα μὲ ὅσα ἀναφέρθηκαν, ἡ ἀνδρώα Μονὴ Ξενιᾶς εἶχε παύσει νὰ ὑπάρχει ἀφοῦ ἀπὸ τὸ 1959 εἶχε ἤδη μετατραπεῖ σὲ γυναικεία, παρουσιάζεται ὡς ἡγούμενος ὁ ἡγούμενος τῆς ἀνδρώας Μονῆς Ξενιᾶς ἀρχιμανδρίτης Εὐσέβιος Παπανάτσιος.

Στὴ συμβολαιογραφικὴ πράξη ἀναγράφεται ὅτι «Τὸ Ἵδρυμα διοικεῖται  ἐκ τῶν … β) τοῦ Ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἤ τῆς Ἡγουμένης ἐν περιπτώσει μετατροπῆς τῆς Μονῆς ταύτης εἰς Γυναικείαν Μονήν». Παρουσιάζεται, δηλαδή, ὡς νὰ μὴν ὑπάρχει ἡ «Γυναικεία Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ξενιᾶς».

Τὸ νὰ ἀναγράφεται σὲ ἐπίσημο κρατικὸ ἔγγραφο, ὅπως εἶναι μία συμβολαιογραφικὴ πράξη, «ἐν περιπτώσει μετατροπῆς τῆς Μονῆς ταύτης εἰς Γυναικείαν Μονήν», ἐνῶ ἡ μετατροπὴ αὐτὴ εἶχε ἤδη πραγματοποιηθεῖ μὲ ὑπουργικὴ ἀπόφαση ποὺ εἶχε δημοσιεθεῖ στὴν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως δύο χρόνια πρίν, εἶναι, ὁπωσδήποτε, τοὐλάχιστον, ἀνακόλουθο μὲ τὴν δι’ ἐπισήμων ἐγγράφων δηλούμενη πραγματικότητα.

Γίνεται φανερὸ ὅτι στὴν πραγματικότητα ἡ «Ἀνδρώα «Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ξενιᾶς» δὲν εἶχε μετατραπεῖ ἀκόμη σὲ γυναικεία.

Ἡ παραπάνω μετατροπή, ὡστόσο, ὅπως καὶ ἄν αὐτὴ ἑρμηνευθεῖ, ἀποτέλεσε ἕναν πολὺ σημαντικὸ καὶ καίριο σταθμὸ στὴν ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» ἤ «Παναγίας Ξενιᾶς». Μία ἀνδρώα μονή μὲ ὑπερχιλιόχρονη ἱστορία μετατράπηκε σὲ γυναικεία.

Αὐτὴ ἡ μετατροπή, ὡστόσο, ἦταν ἡ πρώτη ἀρχὴ μιᾶς σειρᾶς γεγονότων καὶ ἀλληλοαναιρούμεων ἀποφάσεων ποὺ ὁδήγησαν στὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα τὸ ἕνα καὶ μόνο ἀρχικὸ μοναστήρι νὰ χωριστεῖ σὲ δύο ἐντελῶς ἰδιαίτερα καὶ ξεχωριστὰ μοναστήρια τὰ ὁποῖα  ὅμως εἶχαν τὴν ἴδια ὀνομασία,  «Παναγίας Ξενιᾶς».

Τὸ κύριο γεγονὸς ὅμως εἶναι ὅτι τὸ  ἀμφισβητούμενου καὶ ἀμφιλεγόμενου κύρους γεγονὸς τῆς μετατροπῆς, κατὰ τὸ 1959,  τῆς «Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς» ἀπὸ «ἀνδρώα» σὲ «γυναικεία» εἶναι τὸ γεγονὸς ποὺ σηματοδότησε τὴν ἀρχὴ τοῦ ὁριστικοῦ διαχωρισμοῦ τῶν δύο ἑνωμένων καὶ ἀδελφικὰ συμπορευόμενων καὶ συνταυτιζόμενων, ἐπὶ ἑφτακόσια τοὐλάχιστον χρόνια, ἱστοριῶν: τῆς «Ἱστορίας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Κισσιώτισσας» καὶ τῆς «Ἱστορίας τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνας τῆς Παναγίας Ξενιᾶς».

Οἰ δύο αὐτὲς «Ἱστορίες», ὅπως εἴδαμε σὲ ἄλλες σελίδες τῆς ἐργασίας αὐτῆς, εἶχαν ἕνα δικό της, ἰδιαίτερο καὶ ξεχωριστὸ ἡ κάθε μία παρελθόν, μέχρι περίπου τὸ 1300. Τότε, περίπου, ἡ «Ἱερὰ Εἰκὼν τῆς Παναγίας Ξενιᾶς», ἔχοντας μία ἰδιαίτερη δική της ἱστορία, ἔφθασε στὴν «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας», ποὺ ἐπίσης εἶχε τὴ δική της ἱστορία. Ἔτσι  ἄρχισε ἡ κοινὴ τους πλέον «Ἱστορία», ἡ οποία διάρκεσε μέχρι περίπου τὴ δεκαετία τοῦ 1960, ὁπότε, μὲ πρώτη ἀρχὴ τὴν παραπάνω μετατροπή, διαχωρίστηκαν καὶ πάλι, ἀκολουθῶντας ἡ κάθε μία τὴ δική της καὶ πάλι «Ἱστορία», τὴ δική της πορεία.

[1] Ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνα.

[2] Ὁ Ἄνθιμος Ἀποστόλου ὑπηρέτησε ὡς ἡγούμενος τοῦ Μοναστηριοῦ ἀπὸ τὸ 1895 μέχρι τὸν Ἰούλιο τοῦ 1901.

[3] Ὁ ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος Μιχόπουλος ὑπηρέτησε ὡς ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ἀπὸ τὸν Ἰούλιο τοῦ 1901 μέχρι τὸ 1905.

[4] Ὁ Γαλακτίων Εὐσταθίου ὑπηρέτησε ὡς  ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ἀπὸ τὸ 1890 μέχρι τὸ 1895.

[5] Ὁ Ἄνθιμος Ἀποστόλου ὑπηρέτησε ὡς  ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ἀπὸ τὸ 1895 μέχρι τὸν Ἰούλιο τοῦ 1901.

[6] Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη οἱ μοναχοὶ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς εἶχαν καὶ ὁ καθένας τους ἰδιαίτερη ἀτομικὴ περιουσία, πρόβατα, ἀγελάδες, γουρούνια, μελίσια, ἀμπέλια κ.τ.λ. καὶ ἰδιόκτητα κελιὰ καὶ ἀποθῆκες καὶ εἶχαν τὴν οἰκονομικὴ δυνατότητα νὰ κάνουν τὶς ἐργασίες αὐτές.

[7] Ὁ Ἰωακεὶμ Ἀποστόλου ὑπηρέτησε ὡς ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ἀπὸ τὸ 1905 μέχρι 1 Ὀκτωβρίου 1908.

[8] Ὁ Ἀμβρόσιος Ἀνδρεάδης ὑπηρέτησε ὡς ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ἀπὸ τὶς 25 Ἰανουαρίου 1919 μέχρι τὸ 1928.

[9] Ὁ Βενέδικτος Παπανικολάου  ὑπηρέτησε ὡς ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ἀπὸ τὸ 1928 μέχρι τὸ 1930(;).

[10] Ὁ Γερμανὸς  Παππᾶς  ὑπηρέτησε ὡς ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ἀπὸ τὶς  9 Αὐγούστου 1909 μέχρι τὶς  25 Ἰανουαρίου 1919.

[11] Φ.Ε.Κ. 182, τεῦχος Β΄.