Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος έβδομο)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Ἡ  ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ Παναγίας Ξενιᾶς)  μέσα ἀπὸ ἔγγραφα (συνέχεια απο τα προηγούμενα)

Δ΄. Σιγγίλιο τοῦ πατριάρχη Νεοφύτου Ζ΄ Πατριαρχικὸν ἐπιτίμιον

α. Εἰσαγωγικὰ

Ὅπως ἔγινε ἤδη ἀντιληπτὸ γιὰ τὴν προστασία  τῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ὑπῆρχαν ἐπεμβάσεις καὶ ἐκ μέρους τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν  καὶ ἐκ μέρους τοῦ Πατριαρχείου. Στὰ 1791, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτος Ζ΄,[1] ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν ἐπίσκοπο Ζητουνίου (Λαμίας), στὴν ἐκκλησιαστικὴ περιφέρεια τοῦ ὁποίου συμπεριλαμβανόταν τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς  ἐκείνη τὴν ἐποχή,  ἔστειλε μία σιγγιλιώδη διαταγὴ γιὰ τὸ πρόβλημα τῆς  καταπάτησης τῆς κτηματικῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς. Ἀπὸ ὅσα ἀναφέρονται στὸ πατριαρχικὸ αὐτὸ σιγγίλιο γίνεται φανερὸ ὅτι ὑπῆρχαν πολλὲς καὶ μεγάλες ἀτασθαλίες στὴ διαχείριση τῆς μοναστηριακῆς περιουσίας. Οἱ καταπατήσεις τῶν μοναστηριακῶν κτημάτων ἀπὸ τοὺς περιοίκους πρέπει νὰ γίνονταν ἀπὸ πολλὰ χρόνια πρίν. Ἔτσι ἡ κατάσταση ἦταν ἀνεξέλεγκτη.

Οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ὅπως γίνεται φανερὸ ἀπὸ ὅσα ὑποδηλώνονται στὸ πατριαρχικὸ ἔγγραφο, ζήτησαν καὶ πάλι τὴν παρέμβαση τοῦ Πατριάρχη:  «Οἱ ὁσιώτατοι πατέρες τοῦ αὐτόθι διατελοῦντος ἱεροῦ καὶ σεβασμίου ἡμετέρου πατριαρχικοῦ καὶ σταυροπηγιακοῦ μοναστηρίου τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου ἀνήγγειλαν ἡμῖν θεοπαθῶς ὅτι τινὲς τῶν πέριξ χωρίων τοῦ Ἱεροῦ τούτου Μοναστηρίου χριστιανοί, τῇ αἰσχροκερδείᾳ νικώμενοι, ἰδιοποιοῦνται τὰ μοναστηριακὰ χωράφια καὶ καταπατοῦσι τοὺς τοῦ Ἱεροῦ τούτου Μοναστηρίου τόπους, σπείροντες ἐν αὐτοῖς καὶ ἐξ αὐτῶν θερίζοντες καὶ δρεπόμενοι ἀπολαμβάνουσι τοὺς καρποὺς καὶ τὰ γεννήματα, μηδόλως εἰς νοῦν θέμενοι τὸ τῆς ἱεροσυλίας ἁμάρτημα, καὶ μὴ ἀποδιδόντες οὔτε τὸν εἰθισμένον ἀντίσπορον,[2] κατὰ τὴν ἐπικρατήσασαν τοπικὴν συνήθειαν, ἀλλὰ κατακρατοῦντες καὶ κατεξουσιάζοντες τῶν μοναστηριακῶν τόπων καὶ χωραφίων, ἀδικοῦσι προφανῶς αὐτὸ καὶ ζημιοῦσι τοὺς ἐν αὐτῷ συνασκουμένους πατέρας.»

Ἡ περίοδος τῶν ἀτασθαλιῶν καὶ τῆς ἀνώμαλης κατάστασης στὰ προβλήματα τῆς διοίκησης καὶ διαχείρησης τῆς κτηματικῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ φαίνεται ὅτι ὑπῆρχε ἀπὸ πολλὰ χρόνια πρὶν καὶ εἶχε διαρκέσει γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα. Οἱ καλόγεροι, ἐξ αἰτίας ἀκριβῶς αὐτοῦ τοῦ λόγου, παρουσιάζονται στὰ 1791 νὰ μὴ γνωρίζουν μὲ ἀκρίβεια, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ διεκδικήσουν ἀποτελεσματικά, οὔτε ὅσα δικαιοῦνταν ὡς ἰδιοκτῆτες, οὔτε πόσα κτήματα εἶχε τὸ Μοναστήρι, οὔτε τὰ ἀκριβῆ ὅριά τους ἀλλὰ οὔτε καὶ τὴν τοποθεσία τους. Δὲν γνώριζαν ἀκόμη ἀκριβῶς οὔτε ποιοὶ ἦταν οἱ καταπατητές, οὔτε πόσα καὶ ποιὰ ἦταν τὰ καταπατημένα κτήματα τοῦ Μοναστηριοῦ.

Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτό, ὅπως ἀναφέρθηκε καὶ παραπάνω, οἰ καλόγεροι, ὅση θέληση καὶ ἄν εἶχαν νὰ ἐργασθοῦν γιὰ τὴν προστασία τῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ τους, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀντιμετωπίσουν ὅλα τὰ προβλήματα γιατὶ ἡ περιουσία αὐτὴ ἦταν διασκορπισμένη σὲ πολλὰ καὶ ἀπομακρυσμένα μέρη.

Ὑπῆρχαν πολλὰ «μετόχια» μὲ μικρὲς ἰδιοκτησίες διασκορπισμένες, τὰ ὁποῖα τὰ διαχειρίζονταν, χωρὶς αὐστηρὸ κεντρικὸ ἔλεγχο, κάποιοι μοναχοί, ἐκπρόσωποι τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, οἱ ὁποῖοι πολὺ σπάνια ἔρχονταν σὲ ἐπαφὴ καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὸ κεντρικό τους Μοναστήρι. Οἱ καλόγεροι ποὺ ζοῦσαν στὸ Μοναστήρι δὲν εἶχαν καταγραμμένη καὶ δὲν γνώριζαν μὲ σαφήνεια τὴν περιουσιακὴ κατάσταση τοῦ Μοναστηριοῦ τους. Τὸ κτηματολόγιο τῆς Μονῆς δὲν φαίνεται νὰ τηροῦνταν μὲ συστηματικὸ τρόπο. Δὲν πρέπει νὰ γινόταν καὶ ἡ ἐνημέρωσή του τακτικὰ καὶ μὲ τὰ ἀπαραίτητα προσδιοριστικὰ στοιχεῖα κάθε ἀποκτήματος.

Τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς εἶχε καὶ μερικὰ πολὺ μεγάλα καὶ ἐκτεταμένα «Μετόχια». Ἕνα μετόχι μὲ πολλὰ στρέμματα βρισκόταν στὰ «Κελέρια». Σ’ αὐτὸ ἦταν χτισμένο ἰδιαίτερο οἴκημα γιὰ νὰ διαμένουν οἱ καλόγεροι ὅταν τὸ ἐπισκέπτονταν ὅπως καὶ οἱ ἐργάτες ποὺ ἐργάζονταν σ’ αὐτό. Ὑπῆρχε ἀκόμη καὶ ἕνας θαυμάσια εἰκονογραφημένος ναὸς τιμώμενος στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.

Ἄλλο μεγάλο μετόχι βρισκόταν στὶς «Νηὲς» τῆς Σούρπης, στὸ ὁποῖο ὑπῆρχαν οἰκήματα, ἀποθῆκες καὶ ναὸς στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Ἄννας. Μετόχι τῆς Ξενιᾶς ὑπῆρχε ἐπίσης καὶ στὸ χωριὸ  τοῦ Δρυμῶνα μὲ πεντακόσια στρέμματα γῆς. Ἄλλο μετόχι ὑπῆρχε στὴ περιοχὴ τοῦ χωριοῦ Ἅγιος τῆς Εὔβοιας. Μετόχι τῆς Ξενιᾶς, μὲ ἑφτακόσια στρέμματα χωραφιῶν, ὑπῆρχε καὶ στὴν Πελασγία τῆς Φθιώτιδας. Κανένας, ὡστόσο, δὲν γνώριζε μὲ ἀκρίβεια τὰ ὅρια, τὴν ἔκταση, τὸ εἶδος καὶ τὴν ποσότητα τῶν καρποφόρων δέντρων ποὺ αὐτὰ περιεῖχαν, τὴν ἀπόδοση σὲ προϊόντα καὶ γενικῶς τὴν κατάσταση καὶ τὰ περιεχόμενα τῶν μετοχιῶν αὐτῶν. Πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ εἶχαν καταπατηθεῖ καὶ γιὰ πολλὰ ἄλλα ἀγνοοῦνταν καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ ὕπαρξή τους.

Ἡ περίπτωση ἑνὸς Δρυμωνίτη, τοῦ Ἀθανασίου Γαρυφάλλου, ποὺ ξαφνικὰ ἦρθε νὰ ἐνημερώσει τοὺς μοναχοὺς τοῦ Μοναστηριοῦ ὅτι στὴ δικαιοδοσία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς ἀνῆκε ἀπὸ χρόνια ἕνας νερόμυλος, τοῦ ὁποίου τὴν ὕπαρξη, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω, δὲν γνώριζαν οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ, δὲν ἦταν ἡ μοναδική. Καὶ ἐὰν ὁ Ἀθανάσιος Γαρυφάλλου ἔσπευσε νὰ φανερώσει αὐτὸ ποὺ γνώριζε ὁ ἴδιος καὶ δὲν τὸ γνώριζαν οἱ ἰδιοκτῆτες του μοναχοὶ τοῦ Μοναστηριοῦ, παρακινημένος ἀπὸ εὐσέβεια καὶ «φόβο Θεοῦ», ὑπῆρχαν ἀσφαλῶς πολλοὶ ἄλλοι ποὺ γνώριζαν ἀλλὰ σώπαιναν, εἴτε γιατὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι καρποῦνταν καὶ ἐκμεταλλεύονταν τὰ ὅποια προϊόντα παρήγαγαν αὐτὰ καὶ ὅποια κέρδη προέκυπταν, εἴτε γιατὶ γνώριζαν τοὺς καταπατητὲς ἀλλὰ δὲν ἔσπευδαν νὰ τοὺς φανερώσουν.

Ἀκόμη καὶ στὴ σημερινὴ ἐποχὴ ὑπάρχουν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι μποροῦν νὰ ὑποδείξουν κτήματα πού κάποτε ἀνῆκαν στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς καὶ καταπατημένα ἀπὸ πολλὰ χρόνια, χωρὶς ποτὲ νὰ ἔχουν διεκδικηθεῖ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, ἔχουν ἤδη μὲ συμβολαιογραφικὲς πράξεις μεταβιβσθεῖ σὲ νόμιμους ἰδιοκτῆτες.

Τὸ τόσο μεγάλο μέγεθος τῆς κατάστασης αὐτῆς τῶν γενικῶν οἰκονομικῶν ἀνωμαλιῶν, ἀτασθαλιῶν καὶ αὐθαιρέτων καταπατήσεων καὶ τὴν ἀδυναμία τους νὰ τὴν καθορίσουν ἐπακριβῶς δὲν δίστασαν οἱ καλόγεροι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς σὲ κάποια περίοδο ἐσωτερικῆς ἀνάνηψης νὰ τὰ ὁμολογήσουν καὶ στὸν Πατριάρχη. Δὲν δίστασαν νὰ ἀναφέρουν καὶ νὰ ὁμολογήσουν ἀκόμη ὅτι ἡ κατάσταση εἶχε πλέον ξεφύγει ἀπὸ τὰ χέρια τους καὶ ὅτι ὅσο καὶ ἄν προσπαθοῦσαν ἦταν ἀδύνατο ὄχι μόνο νὰ ρυθμίσουν μόνοι τους ἀποτελεσματικὰ τὴν κατάσταση ἀλλὰ ὅτι ἀδυνατοῦσαν καὶ νὰ περιγράψουν και καθορίσουν πόσα ἦταν καὶ ποῦ βρίσκονταν αὐτὰ ποὺ καταπατοῦνταν.

Ἦταν ἐπιβεβλημένο νὰ προσκληθοῦν νὰ βοηθήσουν καὶ ἄλλοι. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ οἱ καλόγεροι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ζήτησαν  ἀπὸ τὸν Πατριάρχη, στὰ περιεχόμενα τοῦ πατριαρχικοῦ σιγγιλίου ποὺ θὰ ἔστελνε, νὰ συμπεριλάβει καὶ μία πρόσκληση, γενικῶς καὶ ἀορίστως, πρὸς  ὅλους ὅσους γνώριζαν κάποιους ἀπὸ τοὺς καταπατητὲς καὶ κάποια ἀπὸ τὰ καταπατηθέντα μοναστηριακὰ κτήματα νὰ σπεύσουν νὰ τοὺς φανερώσουν καὶ νὰ ὑποδείξουν τὰ καταπατημένα.

Ὁ Πατριάρχης, κατανοῶντας ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ γίνει διαφορετικά, συμπεριέλαβε στὸ σιγγίλιό του καὶ αὐτὸ τὸ αἴτημα τῶν μοναχῶν τῆς Ξενιᾶς, προσπαθῶντας νὰ πείσει ὅλους νὰ βοηθήσουν καὶ καλῶντας ὅλους στὴν κοινὴ αὐτὴ μεγάλη προσπάθεια νὰ προσδιορισθοῦν καὶ νὰ καθορισθοῦν οἱ ἐκτάσεις καὶ τὰ ἀκριβῆ ὅρια τῶν  καταπατημένων μοναστηριακῶν κτημάτων ἀλλὰ καὶ νὰ ἐντοπισθοῦν οἱ καταπατητές.

Γράφει σχετικὰ μὲ τὸ αἴτημα αὐτὸ τῶν καλογέρων  τῆς Παναγίας Ξενιᾶς τὸ πατριαρχικὸ σιγγίλιο:

«Ὅθεν, εἰς ἀποκατάστασιν τῶν μοναστηριακῶν δικαίων καὶ μαρτυρίαν τῶν γινωσκόντων τοὺς τοιούτους φιλαδίκους καὶ κατὰ  τῶν κατεχόντων τὰ μοναστηριακὰ χωράφια καὶ καταπατούντων τοὺς τόπους αὐτοῦ καὶ ὑπερβαινόντων καὶ μεταποιούντων τὰ ὁροθέσια καὶ σύνορα τῶν μοναστηριακῶν τόπων, ἐδεήθησαν τοῦ παρόντος ἡμετέρου ἐκκλησιαστικοῦ φρικτοῦ ἐπιτιμίου».

Ποικίλοι ἦταν οἱ τρόποι καὶ οἱ μέθοδοι ποὺ χρησιμοποιοῦνταν ἀπὸ τοὺς καταπατητές. Γιὰ κάποια ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων αὐτῶν ὁ Πατριάρχης καλοῦσε  τοὺς ἴδιους τοὺς καταπατητὲς νὰ μετανοήσουν γιὰ τὶς πράξεις τους αὐτὲς καὶ νὰ ἐπιστρέψουν μόνοι τους ὅσα κτήματα τοῦ Μοναστηριοῦ καταπάτησαν, ἔστω καὶ ἄν οἱ καλόγεροι δὲν τὰ γνώριζαν καὶ ἐπομένως δὲν μποροῦσαν νὰ τὰ διεκδικήσουν. Ἔτσι, ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχαν ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα ὁ Πατριάρχης, γιὰ νὰ  ἀναγκάσει τοὺς καταπατητὲς νὰ σπεύσουν μόνοι τους νὰ φανερώσουν  τὰ καταπατημένα, τοὺς ἀπειλοῦσε  ὅλους μὲ ἐπιτίμια καὶ ἐπίκληση τῆς θείας τιμωρίας.

Ἀκόμη καὶ ἐκεῖνοι ποὺ  δὲν εἶχαν μὲν οἱ ἴδιοι καταπατήσει κάποια μοναστηριακὴ περιουσία ἀλλὰ γνώριζαν καταπατητὲς καὶ ἀπὸ φιλοπροσωπία θὰ ἐξακολουθοῦσαν νὰ σιωποῦν καὶ δὲν θὰ ἔσπευδαν νὰ τοὺς φανερώσουν θὰ ἦταν «ἀφωρισμένοι, κατηραμένοι καὶ ἀσυγχώρητοι».

Ἀναφέρεται στὸ πατριαρχικὸ σιγγίλιο σχετικῶς: «ἔτι δὲ καὶ  οἱ γινώσκοντες τὴν περὶ τούτων πάντων ἀλήθειαν καὶ τοὺς καταπατοῦντας τοὺς μοναστηριακοὺς τόπους καὶ χωράφια καὶ τοὺς μεταποιοῦντας τὰ ὀροθέσια αὐτοῦ, ἐὰν [μὴ] μαρτυρήσωσι ἐν φόβῳ Θεοῦ καὶ καθαρῷ τῆς ψυχῆς αὑτῶν συνειδότι εἰς ἀποκατάστασιν τῶν μοναστηριακῶν δικαίων, ἀλλά, χαριζόμενοι  ἤ  φιλοπροσωποῦντες, σιωπήσωσιν, οἱ τοιοῦτοι, ὁποῖοι ἄν ὦσιν,  ὁμοῦ ἀφωρισμένοι ἀπὸ Θεοῦ καὶ κατηραμένοι καὶ ἀσυγχώρητοι καὶ μετὰ θάνατον ἄλυτοι καὶ τυμπανιαῖοι, αἱ πέτραι καὶ ὁ σίδηρος λυθείησαν, αὐτοὶ δὲ μηδαμῶς, κληρονομήσειαν τὴν λέπραν τοῦ Γιεζῆ καὶ τὴν ἀγχόνην τοῦ Ἰούδα, καὶ εἴησαν στένοντες καὶ τρέμοντες ἐπὶ τῆς γῆς, ὡς ὁ Κάϊν, σχισθεῖσα ἡ γῆ καταπίῃ αὐτοὺς, ὡς τὸν Δαθάν ποτε, Κορρὲ καὶ Ἀβειρών,[3] τὰ κτήματα καὶ ὑπάρχοντα αὐτῶν εἴησαν εἰς ἀπώλειαν, ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ εἴη εἰς τὰς κεφαλὰς αὐτῶν, καὶ ἡ μερὶς αὐτῶν μετὰ τοῦ προδότου Ἰούδα καὶ προκοπὴν μήποτε ἴδοιεν ἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν αὑτῶν, ἔχοντες καὶ τὰς ἀρὰς πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος ἁγίων καὶ τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων Πατέρων καὶ ἔξω τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καὶ τῆς τῶν χριστιανῶν συναναστροφῆς, ἕως οὗ ποιήσωσιν, ὡς γράφομεν

Ἀξιοσημείωτο χαρακτηριστικὸ τοῦ πατριαρχικοῦ αὐτοῦ σιγγιλίου εἶναι ὅτι ὁ Πατριάρχης, ἄν καὶ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγἰας Ξενιᾶς ἐξακολουθοῦσε νὰ ἦταν «πατριαρχικὸν καὶ σταυροπηγιακὸν», ἀπευθύνεται στὸν ἐπίσκοπο Ζητουνίου, προφανῶς ζητῶντας του νὰ ἔλθει, ὡς ἐκπρόσωπός του, ἀρωγὸς στὶς προσπάθειές του, ἀφοῦ οἱ καταπατητὲς ἀνῆκαν ὁπωσδήποτε στὴν ἐπισκοπική του περιφέρεια.

Παραθέτουμε στὴ συνέχεια ὁλόκληρο τὸ κείμενο τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ πατριαρχικοῦ ἐγγράφου:

 

β. Τὸ κείμενο τοῦ πατριαρχικοῦ σιγγιλίου[4]

«+ Νεόφυτος ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως,

Νέας Ῥώμης καὶ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης.

+ Θεοφιλέστατε ἐπίσκοπε Ζητουνίου, ἐν ἁγίῳ πνεύματι ἀγαπητὲ ἀδελφὲ καὶ συλλειτουργὲ καὶ ἐντιμότατοι κληρικοί, εὐλαβέστατοι ἱερεῖς καὶ χρήσιμοι γέροντες καὶ περιεστῶτες τῆς ἐπαρχίας ταύτης, χάρις εἴη Ὑμῖν καὶ εἰρήνη παρὰ Θεοῦ.

Οἱ ὁσιώτατοι πατέρες τοῦ αὐτόθι διατελοῦντος ἱεροῦ καὶ σεβασμίου ἡμετέρου πατριαρχικοῦ καὶ σταυροπηγιακοῦ μοναστηρίου τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου ἀνήγγειλαν ἡμῖν θεοπαθῶς ὅτι τινὲς τῶν πέριξ χωρίων τοῦ Ἱεροῦ τούτου Μοναστηρίου[5] χριστιανοί, τῇ αἰσχροκερδείᾳ νικώμενοι, ἰδιοποιοῦνται τὰ μοναστηριακὰ χωράφια καὶ καταπατοῦσι τοὺς τοῦ Ἱεροῦ τούτου Μοναστηρίου τόπους, σπείροντες ἐν αὐτοῖς καὶ ἐξ αὐτῶν θερίζοντες καὶ δρεπόμενοι ἀπολαμβάνουσι τοὺς καρποὺς καὶ τὰ γεννήματα, μηδόλως εἰς νοῦν θέμενοι τὸ τῆς ἱεροσυλίας ἁμάρτημα, καὶ μὴ ἀποδιδόντες οὔτε τὸν εἰθισμένον ἀντίσπορον, κατὰ τὴν ἐπικρατήσασαν τοπικὴν συνήθειαν, ἀλλὰ κατακρατοῦντες καὶ κατεξουσιάζοντες τῶν μοναστηριακῶν τόπων καὶ χωραφίων, ἀδικοῦσι προφανῶς αὐτὸ καὶ ζημιοῦσι τοὺς ἐν αὐτῷ συνασκουμένους πατέρας.

Ὅθεν, εἰς ἀποκατάστασιν τῶν μοναστηριακῶν δικαίων καὶ μαρτυρίαν τῶν γινωσκόντων τοὺς τοιούτους φιλαδίκους καὶ κατὰ  τῶν κατεχόντων τὰ μοναστηριακὰ χωράφια καὶ καταπατούντων τοὺς τόπους αὐτοῦ καὶ ὑπερβαινόντων καὶ μεταποιούντων τὰ ὀροθέσια καὶ σύνορα τῶν μοναστηριακῶν τόπων, ἐδεήθησαν τοῦ παρόντος ἡμετέρου ἐκκλησιαστικοῦ φρικτοῦ ἐπιτιμίου.

Καὶ δὴ γράφοντες ἀποφαινόμεθα συνοδικῶς μετὰ τῶν περὶ ἡμᾶς ἱερωτάτων ἀρχιερέων καὶ ὑπερτίμων, τῶν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητῶν ἡμῶν ἀδελφῶν καὶ συλλειτουργῶν, ἵνα ὅσοι καὶ ὁποῖοι  τῶν χριστιανῶν, μικροὶ ἤ μεγάλοι, νέοι ἤ γέροντες, πλησιόχωροι ἔκ τε τοῦ Κοκοσίου[6] καὶ ἰσπαχηλικίου ἤ ἄλλοι πλησιασταὶ  ἤ μακρυνοί, καταπατοῦσι καταχρώμενοι τοῖς μοναστηριακοῖς χωραφίοις καὶ παρὰ τὴν ἄδειαν τῶν ὁσιωτάτων πατέρων σπείρουσιν ἐν αὐτοῖς καὶ θερίζουσιν ἐξ αὐτῶν καὶ οὐκ ἀποδιδῶσιν τὸν εἰθισμένον ἀντίσπορον, κατὰ τὴν τοπικὴν συνήθειαν, πρὸς τὸ γεραρὸν ἡμῶν τοῦτο σταυροπηγιακὸν τῆς Ξενιᾶς μοναστήριον, καὶ ἰδιοποιοῦνται τὰ μοναστηριακὰ χωράφια καὶ τοὺς τόπους ἱεροσύλως καὶ μεταποιοῦσι καὶ μετακινοῦσι τὰ ὀροθέσια καὶ σύνορα τῶν μοναστηριακῶν τόπων καὶ χωραφίων πρὸς ἰδίαν αὑτῶν αἰσχροκέρδειαν, βλάβην δὲ καὶ ζημίαν τοῦ ἱεροῦ τούτου ἡμῶν μοναστηρίου, ἐὰν μή, τὸν Θεὸν φοβηθέντες καὶ τὴν αἰώνιον κόλασιν εἰς νοῦν θέμενοι, παύσωνται τοῦ λοιποῦ καὶ μὴ ἀποστῶσι καὶ μακρυνθῶσι τῆς ἱεροσυλίας αὐτῶν ταύτης καὶ αἰσχροκερδείας καὶ μὴ φανερώσωσιν εὐσυνειδήτως, τὴν, ἥν μετῆλθον, δολιότητα ἐν τοῖς μοναστηριακοῖς χωραφίοις καὶ τόποις καὶ μὴ ἀποδιδῶσιν ἐτησίως τὸν εἰθισμένον ἀντίσπορον πρὸς τὸ ἱερὸν τοῦτο μοναστήριον καὶ μὴ καταλίπωσι τὰ χωράφια καὶ τόπους τοῦ μοναστηρίου ἐλεύθερα ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τοῦ ἱεροῦ μοναστηρίου, ὅπως καλλιεργῶνται ὑπὸ τῶν τοῦ μοναστηρίου διωρισμένων ἀνθρώπων καὶ δι’ ἀδείας τῶν ἐν αὐτῷ προϊσταμένων σπείρωσιν ἐν αὐτοῖς καὶ ἐξ αὐτῶν θερίσωσιν, ἀλλὰ τῇ πλεονεξίᾳ καὶ αἰσχροκερδείᾳ ταύτῃ ἐμμένοντες ἰδιοποιηθῶσι κακοβούλως τὰ μοναστηριακὰ χωράφια καὶ τοὺς τόπους καὶ ἐάσωσι τὸ ἱερὸν ἡμῶν τοῦτο μοναστήριον ἠδικημένον καὶ τοὺς ἐν αὐτῷ συνασκουμένους πατέρας ἐζημιωμένους καὶ ὑποβρυχίους[7] τῇ στενοχωρίᾳ καὶ πενίᾳ, αὐτοί τε ὡς αἰσχροκερδεῖς καὶ ἱερόσυλοι καὶ οἱ κατ’ ἄλλον φιλάδικον τρόπον καταχρώμενοι καὶ ὑπερβαίνοντες τὰ σύνορα καὶ ὁροθέσια τῶν μοναστηριακῶν τόπων καὶ χωραφίων καὶ μεταποιοῦντες καὶ μετακινοῦντες ἐκεῖνα πρὸς ἰδίαν αὐτῶν αἰσχροκέρδειαν, ζημίαν δὲ τοῦ μοναστηρίου, ἐὰν μὴ καὶ οὗτοι ὁμολογήσωσιν αὐτὰ κατὰ τὸ δίκαιον πρὸς τὸ μοναστήριον, ἔτι δὲ καὶ  οἱ γινώσκοντες τὴν περὶ τούτων πάντων ἀλήθειαν καὶ τοὺς καταπατοῦντας τοὺς μοναστηριακοὺς τόπους καὶ χωράφια καὶ τοὺς μεταποιοῦντας τὰ ὀροθέσια αὐτοῦ, ἐὰν [μὴ] μαρτυρήσωσι ἐν φόβῳ Θεοῦ καὶ καθαρῷ τῆς ψυχῆς αὑτῶν συνειδότι εἰς ἀποκατάστασιν τῶν μοναστηριακῶν δικαίων, ἀλλὰ, χαριζόμενοι  ἤ  φιλοπροσωποῦντες, σιωπήσωσιν, οἱ τοιοῦτοι, ὁποῖοι ἄν ὦσιν,  ὁμοῦ ἀφωρισμένοι ἀπὸ Θεοῦ καὶ κατηραμένοι καὶ ἀσυγχώρητοι καὶ μετὰ θάνατον ἄλυτοι καὶ τυμπανιαῖοι, αἱ πέτραι καὶ ὁ σίδηρος λυθείησαν, αὐτοὶ δὲ μηδαμῶς, κληρονομήσειαν τὴν λέπραν τοῦ Γιεζῆ καὶ τὴν ἀγχόνην τοῦ Ἰούδα, καὶ εἴησαν στένοντες καὶ τρέμοντες ἐπὶ τῆς γῆς, ὡς ὁ Κάϊν, σχισθεῖσα ἡ γῆ καταπίῃ αὐτοὺς, ὡς τὸν Δαθάν ποτε, Κορρὲ καὶ Ἀβειρὼν, τὰ κτήματα καὶ ὑπάρχοντα αὐτῶν εἴησαν εἰς ἀπώλειαν, ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ εἴη εἰς τὰς κεφαλὰς αὐτῶν, καὶ ἡ μερὶς αὐτῶν μετὰ τοῦ προδότου Ἰούδα καὶ προκοπὴν μήποτε ἴδοιεν ἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν αὑτῶν, ἔχοντες καὶ τὰς ἀρὰς πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος ἁγίων καὶ τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων Πατέρων καὶ ἔξω τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καὶ τῆς τῶν χριστιανῶν συναναστροφῆς, ἕως οὗ ποιήσωσιν, ὡς γράφομεν.

αψϟα΄ (=1791) ἐν μηνὶ Δεκεμβρίῳ ι΄

+ Ὁ Καισαρείας ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ

+ Ὁ Ἐφέσου ΣΑΜΟΥΗΛ

+ Ὁ Ἡρακλείας ΜΕΘΟΔΙΟΣ

+ Ὁ Νικομηδείας ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

+ Ὁ Χαλκηδόνος ΙΕΡΕΜΙΑΣ

+ Ὁ Δέρκων ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ

+ Ὁ Προύσης ΑΝΘΙΜΟΣ

+ Ὁ Λαρίσης ΜΕΛΕΤΙΟΣ

+ Ὁ Ἄρτης ΜΑΚΑΡΙΟΣ

+ Ὁ Σερρῶν ΜΑΤΘΑΙΟΣ».

 

γ΄  Σχόλια – Πληροφορίες

Οἱ ἀτασθαλίες οἱ ὁποῖες, ὅπως διαφαίνεται ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τοῦ παραπάνω πατριαρχικοῦ ἐγγράφου, διενεργοῦνταν στὴ διαχείριση τῆς περιουσίας τοῦ  Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, δὲν ἦταν τὸ μόνο δεῖγμα μιᾶς σχεδὸν διαλυτικῆς κατάστασης ποὺ κυριαρχοῦσε σ’ αὐτό. Κάποιοι μοναχοὶ εἶχαν καὶ πάλι ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν κανονικὴ ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ὑπῆρχαν καὶ πολλὲς ἄλλες παραβάσεις θεϊκῶν ἐντολῶν καὶ συμπεριφορὲς ἀπάδουσες πρὸς τὴν ζωὴ τῶν μοναχῶν.

Ἡ ἀνώμαλη κατάσταση καὶ οἱ μεγάλες ἀτασθαλίες πού, ὅπως ἀφήνεται νὰ διαφαίνεται στὸ πατριαρχικὸ σιγγίλιο,  συνέβαιναν στὸ Μοναστήρι, ἐντάσσονται στὴν ἀνώμαλη κατάσταση ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴν περιοχὴ ἐξ  αἰτίας τῶν συχνῶν ἀπελευθερωτικῶν κινημάτων καὶ τῆς χαλάρωσης τῆς μοναστηριακῆς πειθαρχίας καὶ  ἑνότητας. Ὑπῆρχε διαρκὴς ἀμφισβήτηση τῆς ἕδρας τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ αὐτῆς τῆς ἡγουμενικῆς ἀρχῆς. Ὑπῆρχε διαρκὴς ἀποστασιοποίηση ὁμάδων μοναχῶν καὶ κρυφὲς διαπραγματεύσεις καὶ συνδιαλλαγὲς γιὰ τὴν ἀνάδειξη τοῦ  ἑκάστοτε ἡγουμενοσυμβουλίου.

Μερικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ μία σχετικὴ μὲ τὴν κατάσταση αὐτὴ καταγγελία ποὺ δημοσιεύθηκε στὴ «Θεσσαλία» τὸ 1888 δίνουν μία εἰκόνα τῆς κατάστασης ποὺ ἐπικρατοῦσε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὸ Μοναστήρι:

«ὁ … καθηγούμενος τῆς Μονῆς, τοσάκις ἐλεγχθεὶς ὡς διαχειριστὴς χρημάτων, ὅς ἐπὶ Τουρκοκρατίας εἴχετο λύειν καὶ δεσμεῖν ὡς ἐκ τῶν ῥαδιουργιῶν του πρὸς τοὺς τυράννους τοῦ λαοῦ…».

«Ὑπὸ τοιούτων, λοιπόν, … διοικουμένης τῆς Μονῆς ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ 1854, ἦν ἑπομένη ἡ καταστροφὴ τῶν ἀγελῶν τῶν μεγάλων ζώων τῶν κατὰ χιλιάδας ἀριθμουμένων καὶ μάλιστα ἡ παντελὴς τῶν ποιμνίων …..».

«Ἡ ἔγκρισις τοῦ ἐκλεγομένου Ἡγουμένου ἐκρέμματο ἐπὶ κλωστῆς νήματος, καθότι τὸ τῆς ἀναγνωρίσεως ζήτημα παρὰ τῶν πολιτικῶν ἀρχῶν, μετὰ τὴν πατριαρχικὴν ἔγκρισιν, ἦν ζήτημα χρηματολογίας … ἄλλως δὲ καὶ οἱ ἐπικρατοῦντες ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας εἶχον καὶ οὗτοι τὸ ρουσφέτιόν των ὅπερ ἐλάμβανον τοῖς μετρητοῖς εἰς χρήματα, εἴτε εἰς ζῶα καὶ εἴδη, εἴτε καὶ εἰς γεωργικοὺς καρποὺς καὶ εἰς ἐπικαρπίαν τῶν ποιμνίων καὶ τῶν ἀγελῶν τῆς Μονῆς».

«Τοιαύτη ἦν ἡ ἐπὶ τῆς τουρκοκρατίας κατάστασις καὶ τηλικοῦτο ἦτο τὸ σύστημα τοῦ ἐκλέγεσθαι καὶ ἐκλέγειν τοὺς ἡγουμένους καὶ τοὺς συμβούλους, δι’  οὕς τόσας καὶ τόσας χιλιάδας ἐξώδευον οἱ ἡγούμενοι εἰς τοὺς πασάδες … πρὸς μονιμοποίησιν τῆς θέσεώς των …».

Μία δικαιολογία τῆς ἀπομάκρυνσης μερικῶν καλογέρων ἀπὸ τὴν κανονικὴ ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ τους καὶ τῆς ἐγκατάστασής τους στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἦταν καὶ ἡ προστασία τῆς ἐκεῖ ὑπάρχουσας μοναστηριακῆς περιουσίας, ἡ ὁποία ἦταν πολὺ μεγάλη.

Ὑπῆρχε, λοιπόν, ἀνάγκη τῆς παρουσίας στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου καλογέρων. Ἦταν καὶ ἡ διαβίωση ἐκεῖ  ὁπωσδήποτε ἀνετότερη, μαλθακότερη καὶ ἴσως ὄχι τόσο αὐστηρὰ «καλογερικὴ» ὅσο στὸ κυρίως Μοναστήρι ὅπου ἐφαρμοζόταν αὐστηρὰ ὁ ἐσωτερικὸς κανονισμὸς καὶ οἱ κοινοβιακοὶ κανόνες, καὶ ἔτσι ὅλο καὶ περισσότεροι ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιδίωκαν, μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο, τὴν ἐκ μέρους τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου ἐπιλογή τους γιὰ τὸ «διακόνημα» αὐτό. Ἡ ἀποστολὴ κάποιων μοναχῶν γιὰ ὑπηρεσία στὸ «Μετόχι» ἦταν πλέον πραγματικὰ ἤ, ἔστω, θεωροῦνταν καὶ μία ἐπίδειξη εὐνοίας καὶ ἰδιαίτερης ἐκτίμησης ἐκ μέρους τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου.

Φαίνεται, ὡστόσο, ὅτι μετὰ τὴν λήψη τοῦ παραπάνω πατριαρχικοῦ ἐγγράφου, ἴσως καὶ ἀπὸ  τὸν φόβο τῶν φοβερῶν ἀπειλῶν περὶ τῆς θείας τιμωρίας τῶν ἐνόχων, κάποιοι τοὐλάχιστον ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς στὸ Μοναστήρι συγκλονίστηκαν, φοβήθηκαν, τρομοκρατήθηκαν, θορυβήθηκαν καὶ μετανόησαν. Ἐξομολογήθηκαν τὰ λάθη καὶ τὶς παραλείψεις τους καὶ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Πατριάρχη νὰ τοὺς συγχωρήσει γιὰ ὅσα λάθη, παραλείψεις, ἀτασθαλίες εἶχαν διαπράξει.

Θεωροῦμε μάλιστα πιθανὸν ὅτι τὸ αἴτημα τῶν καλογέρων, ἰδιαίτερα γι’ αὐτὴ  τὴν συγκεκριμένη πατριαρχικὴ ἐπέμβαση, πρέπει νὰ ὑποβλήθηκε ὕστερα ἀπὸ κάποια μεγάλη ἐσωτερικὴ γενικευμένη κρίση μετάνοιας τῶν καλογέρων τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ μιᾶς κοινῆς ἀπόφασης γιὰ ἀναδιοργάνωση. Φαίνεται ὅτι κάποιος ἡγούμενος ἡγήθηκε σὲ μιὰ ὁμάδα μοναχῶν ποὺ ἀποφάσισαν νὰ ἀνασυγκροτήσουν τὴν ζωὴ τοῦ Μοναστηριοῦ.

Ἔτσι μόνο μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ  τὸ γεγονὸς ὅτι σὲ λιγότερο ἀπὸ ἕνα χρόνο, μετὰ τὴ λήψη τοῦ παραπάνω πατριαρχικοῦ σιγγιλίου, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1792, ὁ ἴδιος  πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτος, αὐτὸς ποὺ εἶχε ἐξαπολύσει τὶς φοβερὲς παραπάνω ἀπειλές, ἔστειλε νέο πατριαρχικό σιγγίλιο.

Τούτη τὴ φορὰ μάλιστα τὸ πατριαρχικὸ σιγγίλιο συνυπογράφεται ἀπὸ τρεῖς μαζὶ πατριάρχες, ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καὶ Νέας Ρώμης  κ. κ. Νεόφυτο,  ἀπὸ τὸν Πατριάρχη «τῆς Θεουπόλεως Ἀντιοχείας καὶ πάσης Ἀνατολῆς»  κ. κ.  Ἀνθέμιο καὶ ἀπὸ τὸν Μακαριώτατο Πατριάρχη «Ἱεροσολύμων καὶ πάσης Παλαιστίνης» κ. κ. Ἄνθιμο. Δὲν γνωρίζουμε πῶς προκλήθηκε τὸ τριπλοῦν αὐτὸ συμπατριαρχικὸ σιγγίλιο.

Μὲ τὸ νέο αὐτὸ σιγγίλιο οἱ τρεῖς πατριάρχες ἀπὸ κοινοῦ συγχωροῦσαν ὅλους τοὺς μοναχοὺς τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Συγχωροῦσαν ὄχι μόνο ὅσους μοναχοὺς βρίσκονταν στὴ ζωὴ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ ἔτσι εἶχαν προλάβει καὶ εἶχαν μετανοήσει καὶ ἐξομολογηθεῖ τὰ λάθη καὶ τὶς παραλείψεις τους ἀλλὰ συγχωροῦσαν καὶ ἐκείνους ἀκόμα τοὺς μοναχοὺς ποὺ εἶχαν ζήσει στὰ προηγούμενα χρόνια τῶν μεγάλων ἀτασθαλιῶν καὶ εἶχαν ἐγκαταλείψει ὁριστικὰ τὰ τοῦ κόσμου τούτου, χωρὶς νὰ ἔχουν προλάβει νὰ μετανοήσουν, χωρὶς νὰ ἔχουν προλάβει νὰ ἐξομολογηθοῦν καὶ νὰ ζητήσουν συγχώρηση.

Οἱ τρεῖς πατριάρχες συγχωροῦσαν ἀκόμη ὄχι μόνο ὅσα ἁμαρτήματά τους θυμήθηκαν οἱ καλόγεροι καὶ τὰ ὁμολόγησαν καὶ τὰ ἐξομολογήθηκαν ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνα τὰ ἁμαρτήματά τους ποὺ τυχὸν εἶχαν ξεχάσει νὰ ἀναφέρουν κατὰ τὴν ἐξομολόγησή τους.

Ἔτσι οἱ πατριάρχες παρακαλοῦσαν τὸ Θεὸ «εἰ δὲ τινὰ διὰ λήθην ἤ ἄλλην αἰτίαν τινὰ ἀνθρωπίνην ἄφεσαν ἀνεξομολόγητα εἴησαν, κἀκεῖνα πάντα συγχωρήσειεν αὐτοῖς ὁ ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος Κύριος δι’ ἰδίαν αὐτοῦ φιλανθρωπίαν καὶ ἄκραν ἀγαθότητα» .

 

Παραθέτουμε τὸ κείμενο τοῦ σημαντικοῦ καὶ πολὺ χαρακτηριστικοῦ αὐτοῦ ἐγγράφου:

 

Ε΄. + Νεόφυτος ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος

Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ῥώμης

καὶ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης[8]

«+ Ἡ μετριότης ἡμῶν μετὰ τῶν ἐν τῷ παρόντι συνευχόμεθα αὐτῇ τοῦ τε Μακαριωτάτου καὶ ἁγιωτάτου Πατριάρχου τῆς Θεουπόλεως Ἀντιοχείας καὶ πάσης Ἀνατολῆς κυρίου κυρίου Ἀνθεμίου καὶ τοῦ Μακαριωτάτου καὶ ἁγιωτάτου Πατριάρχου τῶν Ἱεροσολύμων καὶ πάσης Παλαιστίνης κ. κ. Ἀνθίμου, τῶν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητῶν καὶ περιποθήτων αὐτῆς ἀδελφῶν καὶ συλλειτουργῶν συνάμα τοῖς ἱερωτάτοις συναδελφοῖς αὐτῆς ἁγίοις ἀρχιερεῦσι καὶ ὑπερτίμοις διὰ τῆς θείας χάριτος δωρεᾶς τε καὶ ἐξουσίας τοῦ παναγίου καὶ ζωοποιοῦ καὶ τελεταρχικοῦ πνεύματος τῆς δοθείσης παρὰ τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ θείοις καὶ ἱεροῖς αὑτοῦ μαθηταῖς καὶ ἀποστόλοις εἰς τὸ δεσμεῖν καὶ λύειν τὰς τῶν ἀνθρώπων ἁμαρτίας, εἰρηκότος αὐτοῖς  «λάβετε Πνεῦμα ἅγιον, ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» καὶ πάλιν «ὅσα ἄν δήσητε καὶ λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τοῖς οὐρανοῖς».

 Ἐξ ἐκείνων δὲ καὶ εἰς ἡμᾶς ἀλληλοδιαδόχου διαβάσης τῆς θείας καὶ ἀκηράτου[9] χάριτος ταύτης ἔχομεν συγκεχωρημένους καὶ τοὺς ἱερομονάχους, ἱεροδιακόνους καὶ μοναχοὺς καὶ τοὺς λοιποὺς μονάσαντας ἐν τῷ πατριαρχικῷ ἡμῶν καὶ σταυροπηγιακῷ μοναστηρίῳ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου Ξενιᾶς[10] καὶ ἐν τοῖς μετοχίοις αὐτοῦ[11] κατὰ τὴν ἐπαρχίαν Ζητουνίου ζῶντας καὶ τεθνεῶτας καὶ λελυμένους παντὸς ψυχικοῦ καὶ σωματικοῦ ἁμαρτήματος, εἰς ὅσα καὶ αὐτοί, ὡς ἄνθρωποι  ὄντες, ἥμαρτον καὶ εἰς Θεὸν ἐπλημμέλησαν λόγῳ, ἔργῳ ἤ διανοίᾳ, ἑκουσίως ἤ ἀκουσίως, ἐν γνώσει ἤ ἐν ἀγνοίᾳ, φανερῶς ἤ ἀφανῶς, κατὰ πάντα καιρὸν καὶ τόπον καὶ τρόπον καὶ ἐν πάσαις αὑτῶν ταῖς αἰσθήσεσι, καὶ εἴτε ὑπὸ κατάραν πατρὸς ἤ μητρὸς αὑτῶν ἐγένοντο, ἤ τῷ ἰδίῳ ἀναθήματι ὑπέπεσον, ἤ ὅρκον ὤμοσαν κἀκεῖνον παρέβησαν ἤ ἀρὰν ἐκκλησιαστικὴν καὶ ἀφορισμὸν ὑπέστησαν παρ’   ἱερέως ἤ ἀρχιερέως ἤ Πατριάρχου ἤ διδασκάλων καὶ γερόντων καὶ πνευματικῶν αὑτῶν πατέρων δι’ ἥντιναοῦν αἰτίαν ἤ τινὰ τῶν ἱερωμένων παρεπίκραναν λόγῳ ἤ ἔργῳ, κἀντεῦθεν ὑπὸ δεσμὸν ἐπιτιμίου ἑαυτοὺς κατέστησαν καὶ ἀμελείᾳ χρησάμενοι οὐκ ἔτυχον, ἤ ἐσυκοφάντησάν τινα ἤ καθήψαντο τῆς τιμῆς ἐκείνου καὶ τῆς ἀκολουθίας καὶ προσευχῆς παρημέλησαν, ἤ εἰς προσευχὴν καὶ Θεοῦ λατρείαν ἱστάμενοι, τῷ νοΐ εἰς μάταια βιωτικὰ καὶ αἰσχροὺς καὶ βλασφήμους λογισμοὺς ἠσχολήθησαν, ἤ τὰς ἑορτασίμους ἁγίας ἡμέρας  ὡς θεμιτὸν εὐλαβῶς καὶ προσεκτικῶς οὐ διήγαγον ἤ τὰς νενομισμένας νηστείας ἀφρόνως καὶ ἀνοήτως κατέλυσαν, ἤ εἰς αἰσχρουργίας ἀθεμίτους ὀλισθήσαντες τὴν θεοΰφαντον στολὴν τοῦ θείου βαπτίσματος ἐκηλίδωσαν, ἤ εἰς ὑπερηφανίαν καὶ οἴησιν ἐξετραχηλίσθησαν, ἤ ὑπὸ μνησικακίας ὀργῇ ἐμμόνῳ κατά τινος προσηνέχθησαν, τὰ πρὸς βλάβην καὶ ζημίαν δολίως παλαμώμενοι, ἤ ὑπὸ πλεονεξίας καὶ ἀτέγκτου ψυχῆς τοὺς πτωχοὺς οὐκ ἠλέησαν, ἤ ἀτόποις τισὶν ἐνθυμήμασιν ἥ διανοήμασι τὸν ἔσω ἄνθρωπον κατεμόλυναν, ἤ ἄλλοις τισὶν αἰσχροῖς ἐπιτηδεύμασι καὶ κινήμασιν ἀπᾲδουσι τῷ ἐπαγγέλματι αὑτῶν τὸ τῆς ψυχῆς ὡραῖον ἠμαύρωσαν, ἤ τὸν κανόνα τοῦ πνευματικοῦ αὑτῶν πατρὸς ἀκριβῶς οὐκ ἐπλήρωσαν, ἤ ἡ γλῶσσα προεκδραμοῦσα τῆς διανοίας τὰ μὴ δέοντα ἐφθέγξατο, ἤ κατὰ τὸ τοῦ Θεοῦ θέλημα καὶ τὸ μοναδικὸν αὑτῶν ἐπάγγελμα τὸν βίον οὐ διήγαγον, ἤ ἄλλοις τισὶν ἐμπαθέσιν ἁμαρτήμασιν καὶ παραπτώμασι κατὰ διαφόρους καιροὺς καὶ τρόπους καὶ τόπους περιεπάρησαν καὶ καταπεπτώκασι κατὰ τὸ ἀνθρώπινον, ἤ τὰς μοναστηριακὰς αὑτῶν ἀρχαίας διατάξεις περιέβλαψάν ποτε καὶ σκάνδαλον προὐξένησαν πρὸς ἀλλήλους, ἤ οὐκ ἐφύλαξαν τὸ σεμνὸν καὶ εὔτακτον, κατὰ τὸν τύπον τοῦ μοναδικοῦ αὑτῶν ἐπαγγέλματος ἀλλ’ εἰς ματαιότητας περιέπεσον καὶ ὠλιγώρησαν ἀλλήλων καὶ κατεφρόνησαν καὶ κατέκριναν καὶ κατηράσαντο καὶ μετανάσται ἐγένοντο καὶ ἠθέτησαν τὰς ἅς δεδώκασι πρὸς Θεὸν ἐπαγγελίας, εἶτα δὲ μεταμεληθέντες ἐπὶ πᾶσι τούτοις ἐξωμολογήσαντο πνευματικοῖς πατράσι, καὶ τὸν παρ’ αὐτῶν κανόνα ἀπὸ καρδίας ἐδέξαντο καὶ πληρῶσαι προεθυμήθησαν, οὐκ ἔφθασαν δὲ ἐκτελέσαι οἱ πρὸς Κύριον ἐκδημήσαντες. Διὸ οἱ περιιόντες εἰσέτι συνάδελφοι αὐτῶν ἐξομολογούμενοι ἐν μετανοίᾳ τελείᾳ προσέδραμον καὶ τῷ ἐλέει τῆς Ἐκκλησίας ὑπὲρ ἑαυτῶν τε καὶ ὑπὲρ τῶν ἀποιχομένων συγκοινοβιατῶν αὑτῶν ἐξαιτούμενοι ἐνθέρμως τὴν ἐκκλησιαστικὴν λύσιν καὶ συγχώρησιν τῶν ἐπικειμένων αὑτοῖς δεσμῶν.

Ἐκ τούτων οὖν ἁπάντων τῶν γνωστῶν καὶ ἀγνώστων ἁμαρτημάτων αὐτῶν καὶ πλημμελημάτων τῆς ἐνοχῆς των καὶ τοῦ δεσμοῦ λύομεν αὐτοὺς πάντας καὶ ἐλευθέρους ἔχομεν καὶ συγκεχωρημένους ἀποκαθιστῶμεν ἐπὶ τῇ τοῦ Παναγίου Πνεύματος δωρεᾷ καὶ κυριαρχικῇ ἐξουσίᾳ καὶ χάριτι. Εἰ δὲ τινὰ διὰ λήθην ἤ ἄλλην αἰτίαν τινὰ ἀνθρωπίνην ἄφεσαν ἀνεξομολόγητα εἴησαν, κἀκεῖνα πάντα συγχωρήσειεν αὐτοῖς ὁ ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος Κύριος δι’ ἰδίαν αὐτοῦ φιλανθρωπίαν καὶ ἄκραν ἀγαθότητα.

Ναί, Δέσποτα, πολυέλεε, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν, νικησάτω σου τὸ ἄμετρον ἔλεος καὶ ἡ φιλανθρωπία ἡ ἀνείκαστος[12] καὶ μὴ παρίδῃς τὸ Σὸν πλάσμα καταποθῆναι τῇ  ἀπωλείᾳ, ἀλλ’ ἐπάκουσον ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ταπεινῶν ἱκετῶν δεομένων σου ὑπὲρ τῶν δούλων σου τούτων ἱερομονάχων, ἱεροδιακόνων, μοναχῶν τε καὶ τῶν λοιπῶν μονασάντων ἐν τῷ σταυροπηγιακῷ ἡμῶν μοναστηρίῳ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἐν τοῖς μετοχίοις αὐτοῦ ζώντων τε καὶ τεθνεώτων, καὶ πάντα ἐπικείμενον αὐτοῖς δεσμὸν ὅν αὐτοὶ καθ’ ἑαυτῶν ἐκ βιαρπαγῆς ἤ ἄλλης τινὸς αἰτίας ἐφειλκύσαντο, διάλυσον ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος Κύριος, καὶ ἄνες,[13] ἄφες[14] αὐτοῖς πᾶν πλημμέλημα ἑκούσιόν τε καὶ ἀκούσιον καὶ πάντα τὰ ἐν βίῳ κακῶς καὶ ἀγνωμόνως ὑπ’ αὐτῶν πεπραγμένα συγχώρησον φιλευσπλάχνως παριδὼν ἅπαντα.

Ἀντίθες[15] τὴν ἄβυσσον τῶν οἰκτιρμῶν σου τῷ πλήθει τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν καὶ πάσας τὰς ἀνομίας αὐτῶν ἐξάλειψον κατὰ τὸ σὸν ἄφατον ἔλεος καὶ τὸ πλῆθος τῆς σῆς χρηστότητος, ἔχεις εἰς ἔλεος ἄφθονα ῥεῖθρα καὶ συμπαθείας πέλαγος καὶ εὐσπλαχνίας ἄβυσσον, καὶ ἀπάλλαξον αὐτοὺς τῆς αἰωνίου κολάσεως, τῆς δὲ σῆς βασιλείας ἀξίωσον, καὶ τῆς ἐκ δεξιῶν σου παραστάσεως.

Καὶ τοὺς μὲν ζῶντας τούτους δούλους σους τοὺς μονάζοντας ἐν τῷ ἱερῷ ἡμῶν τούτῳ μοναστηρίῳ, διαφύλαξον πάντας ὑπὸ τὴν κραταιὰν σου σκέπην καὶ φώτισον τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν μήποτε ὑπνώσωσιν εἰς θάνατον καὶ ἐμφύτευσον τὸν φόβον σου ἐν τῇ καρδίᾳ αὑτῶν, ἀγγέλῳ  πιστῷ φύλακι παρακατάθου αὐτοῖς, καὶ ἐργάτας τῶν θείων ἐντολῶν σου ἀνάδειξον εὐαρεστοῦντάς σε πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὑτῶν καὶ ποιοῦντας τὸ θέλημά σου τὸ ἅγιον ἀμέμπτως καὶ φιλαδέλφως συμβιοῦντας καὶ καταξίωσον αὐτοὺς ἐν μετανοίᾳ τελείᾳ καὶ ἐξομολογήσει καὶ τῇ τῶν φρικτῶν σου μυστηρίων μεταλήψει τῶν τῇδε μεταστῆναι καὶ πρὸς σὲ τὸν Κύριον ἀκατακρίτως παραστῆναι καὶ εὐπροσδέκτου ἀπολογίας ἐπιτυχεῖν.

Ὧν δὲ τὴν ἐντεῦθεν αὐτῶν ἀπαλλαγήν, τὰ μὲν σώματα αὐτῶν ὡσαύτως καὶ τῶν προκεκοιμημένων συνασκουμένων αὐτοῖς εἰς τὰ ἐξ  ὧν συνετέθη στοιχεῖα διαλυθῆναι καὶ χοῦν γενέσθαι εὐδόκησον. Σὺ γὰρ εἶπας, Κύριε, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσει, τὰς δὲ ψυχὰς αὐτῶν ἐν χώρᾳ ζώντων καὶ σκηναῖς ἁγίων κατάταξον καὶ μετὰ τῶν ἐκλεκτῶν σου συναρίθμησον οἴκτῳ καμφθεὶς ἐπ’  αὐτοῖς καὶ ἐπὶ ταῖς ἡμετέραις θερμαῖς δεήσεσί τε καὶ παρακλήσεσιν, ἅς προσφέρειν ἀδιστάκτως ἐτάχθημεν ὑπὲρ τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων, ἐξηγορασμένων ἀπὸ τῆς κατάρας τοῦ νόμου τῷ τιμίῳ καὶ παναχράντῳ σου αἵματι καὶ συσκήνους αὐτοὺς ποίησον ἐν ταῖς σκηναῖς τῶν ἁγίων σου φιλάνθρωπε καὶ μακρόθυμε Κύριε, πρεσβείαις καὶ ἱκεσίαις τῆς παναχράντου σου μητρὸς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, τοῦ τιμίου ἐνδόξου προφήτου Προδρόμου καὶ βαπτιστοῦ Ἰωάννου, τῶν ἁγίων ἐνδόξων καὶ πανευφήμων Ἀποστόλων καὶ πάντων σου τῶν Ἁγίων τῶν ἀπ’ αἰῶνός σοι εὐαρεστησάντων. Ἀμήν.

αψϟβ΄(=1792) Ἰανουαρίῳ

+ ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἐν Χριστῷ εὐχέτης

+ ὁ Ἀντιοχείας ΑΝΘΕΜΙΟΣ εὐχέτης

+ ὁ Ἱεροσολύμων ΑΝΘΙΜΟΣ εὐχέτης».

(Ἀκολουθοῦν 8 ὑπογραφὲς συνοδικῶν ἀρχιερέων δυσανάγνωστες).

 

ΣΤ΄. Σήματα τοῦ Σουλτὰνου Σελὴμ τοῦ Γ΄

α. Εἰσαγωγικὰ

Μελετῶντας προσεκτικὰ καὶ κατὰ τὴν  χρονολογική τους  σειρὰ τὰ κείμενα τῶν διαφόρων ἐγγράφων τῶν σχετικῶν μὲ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, τὰ ὁποῖα ἔχουν διασωθεῖ μέχρι τὴν ἐποχή μας, βρίσκουμε ἀρκετὰ ἐνδιαφέροντα καὶ σημαντικὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα.

Τὸ ἔγγραφο ποὺ παρουσιάζουμε στὴ συνέχεια, ὅπως καὶ τὸ σύνολο σχεδὸν τῶν ὅσων ἐγγράφων θὰ παρουσιασθοῦν πιὸ κάτω, ἀναφέρονται στὴ δημιουργία τῆς τεράστιας κτηματικῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Ἡ ἕδρα  τοῦ Μοναστηριοῦ εἶχε οὐσιαστικὰ μεταφερθεῖ, σχεδὸν ὁριστικά, στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Οἱ ἀντιρρήσεις ποὺ ὑπῆρχαν ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια σταμάτησαν νὰ ὑπάρχουν ἤ ἔπαψαν νὰ ἐκδηλώνονται δυναμικά. Τὸ θέμα πλέον αὐτὸ δὲν φαίνεται νὰ ἀπασχολοῦσε ἐνεργὰ σχεδὸν κανένα, τοὐλάχιστον μὲ μορφὴ ἀποστολῆς ἐπισήμων ἐγγράφων, καταγγελιῶν καὶ διαμαρτυριῶν ἐκ μέρους μοναχῶν ἤ καὶ συμπαραστατῶν τους. Ἡ ἀνάγκη μιᾶς ἀμεσότερης καὶ πρακτικότερης ἀντιμετώπισης τῶν  διαχειστικῶν προβλημάτων τοῦ Μοναστηριοῦ καθιστοῦσε ὑποχρεωτικὴ τὴν μεταφορὰ τῆς ἕδρας κοντὰ στὰ προβλήματα.

Ὑπῆρξαν, ὡστόσο, κατὰ καιροὺς κάποιες ἀποσπασματικὲς μεμονωμένες ἐνέργειες καὶ διαμαρτυρίες λαϊκῶν, οἱ ὁποῖοι συναισθηματικὰ δεμένοι μὲ τὴν παλαιὰ μοναστηριακὴ ἀτμόσφαιρα καὶ αὐθεντικότητα τῆς «Ἄνω Μονῆς», δὲν ἔπαυσαν, σχεδὸν ποτέ, νὰ ἐκδηλώνονται.

Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἐγγράφων ποὺ διασώθηκαν γιὰ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, μετὰ τὴ μεταφορὰ τῆς ἕδρας του, σχετίζεται, σχεδὸν πάντοτε, μὲ τὴν κτηματικὴ περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ.

Εἴκοσι ἕνα χρόνια μετὰ τὸ πατριαρχικὸ συγγίλιο τοῦ Σωφρονίου ὁ Σουλτάνος Σελὴμ ὁ Γ΄[16] παρουσιάζεται νὰ ἐπεμβαίνει για τὴν  ἐπίλυση προβλημάτων στὴν κτηματικὴ περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς γιατὶ καὶ πάλι μοναστηριακὰ κτήματα καταπατοῦνταν ἀπὸ περιοίκους. Ἔτσι ὁ Σουλτάνος Σελὴμ ὁ Γ΄ ἔστειλε «πρὸς τὸν δικαστικὸν Κριτὴν τῆς ἐπαρχίας Ἁλμυροῦ» «ὑψηλὸν διάταγμα» προκειμένου νὰ προστατευθοῦν τὰ κτήματα τοῦ Μοναστηριοῦ ἀπὸ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τὰ καταπατοῦσαν.

Πρὶν προβοῦμε στὴν καταγραφὴ κάποιων παρατηρήσεων καὶ σχολιασμῶν καὶ στὴν ἐξαγωγὴ χρήσιμων γιὰ τὸν σκοπὸ τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς συμπερασμάτων, θεωροῦμε σκόπιμο, ὅπως ἀποφασίσαμε νὰ κάνουμε γιὰ ὅλα τὰ σχετικὰ ἔγγραφα ποὺ θὰ χρησιμοποιηθοῦν, νὰ παραθέσουμε ὁλόκληρο τὸ κείμενο τοῦ σουλτανικοῦ αὐτοῦ φιρμανίου:

 

β΄ Τὸ κείμενο τοῦ σουλτανικοῦ ἐγγράφου

Πρὸς τὸν δικαστικὸν Κριτὴν τῆς ἐπαρχίας Ἁλμυροῦ. [17]

Γνωστοποιοῦμέν σοι διὰ τοῦ παρόντος ὑψηλοῦ ἡμῶν διατάγματος ὅτι ὁ ἡγούμενος τοῦ Κοκωτοὺς καὶ ὁ Δαυΐδ ἱερομόναχος, ἐκ τῶν κατοίκων τῆς ἐπαρχίας Ἁλμυροῦ δι’ ἀναφορᾶς των ἀνήγγειλαν τῇ Ὑψηλῇ μου Πόρτᾳ, ὅτι ἐνῷ διακατεῖχον δυνάμει ταπίου καὶ τεμεσουκίου[18] τὰς γαίας, ὀνομαζομένας ….. (λείπει μία λέξη δυσανάγνωστη) καὶ κειμένας ἐπὶ τῶν γαιῶν τοῦ χωρίου Δρυμῶνα, παραρτήματος τῆς ῥηθείσης ἐπαρχίας, τὰς ὁποίας ἔσπειρον κατ’ ἔτος καὶ ἐπλήρωνον τὸ πρὸς τὸν Κύριον τῆς γῆς δέκατον καὶ δικαίωμα, καὶ ὡσαύτως ἐνῷ κατ’ οὐδένα τρόπον δὲν ἔπρεπε νὰ διαταράσσωνται καὶ ἐνοχλῶνται παρ’ οὐδενὸς ἄλλου, τινὲς τῶν ἀκζάλων(;) (=ἀντιπάλων) δὲν λείπουσιν ἀπὸ τὸ νὰ ἐπεμβαίνωσιν εἰς αὐτὰς παρανόμως καὶ αὐθαιρέτως, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐζήτησαν ἵνα ἐκδοθῇ παρ’ ἡμῶν Βασιλικὸς Ὁρισμὸς τοῦ νὰ ἐνεργηθῶσι τὰ τοῦ Βασιλικοῦ Κανονίου, ὡς διαλαμβάνει τὸ ἀνὰ χεῖράς των ἀπὸ μέρους τοῦ Κυρίου τῆς γῆς ταπί, καὶ νὰ ἐμποδισθοῦν οἱ παρανόμως καὶ αὐθαιρέτως ἐπεμβαίνοντες εἰς τὰς εἰρημένας γαίας.

Ὅθεν ἀπεφασίσαμεν καὶ διατάσσομεν ὥστε νὰ θεωρήσητε ἐπιμελῶς τὴν ῥηθεῖσαν ὑπόθεσιν καθὼς καὶ τὸ ἀπὸ μέρους τοῦ Κυρίου τῆς γῆς[19] ταπί, παραδείγματος χάριν ἐάν, οἱ ρηθέντες καλόγεροι, ἐνῷ διακατεῖχον τὰς ῥηθείσας γαίας, δὲν τὰς ἄφησαν τρεῖς κατὰ συνέχειαν χρόνους χέρσους[20] ἄνευ σπαρμοδίας[21] καὶ ὠφελείας τινός, ὥστε νὰ γίνωσιν ἄξιοι ταπίου, καὶ οἱ ἐπεμβαίνοντες εἰς αὐτὰς δὲν τὰς διακατέχωσιν οὕτως, δυνάμει ταπίου τοῦ Κυρίου τῆς γῆς, ἀλλ’ ἀληθῶς τὰς διακατεῖχον οἱ ῥηθέντες καλόγεροι δυνάμει ταπίου καὶ ἐνῷ τὰς ἔσπειρον καὶ ἐπλήρωνον κατ’  ἔτος τὸ πρὸς τὸν Κύριον τῆς γῆς δέκατον καὶ δικαίωμα τὰς ἐξουσίασαν παρανόμως καὶ αὐθαιρέτως οἱ ῥηθέντες, κατὰ συνέπειαν τοῦ εἰρημένου ταπίου, νὰ παραχωρήσητε αὐτὰς πρὸς τοὺς διαληφθέντας καλογέρους καὶ νὰ ἐμποδίσητε τὴν παράνομον καὶ αὐθαίρετον ἐπέμβασιν τῶν εἰρημένων, καὶ πειθόμενοι τῷ παρόντι Ἡμῶν Ἱερῷ Ὁρισμῷ, θέλετε ἐμποδίσει πάντα πράττοντα ἐναντίον τοῦ Κανονίου καὶ τοῦ Ὑψηλοῦ Ἡμῶν Διατάγματος καὶ δὲν θέλετε δώσει αἰτίαν ὥστε νὰ διατάξω καὶ ἐκ δευτέρου περὶ αὐτῆς τῆς ὑποθέσεως.

Ἐξεδόθη περὶ τὰ τέλη τῆς σελήνης Ραμπί – οὔλ – ἀχήρ,[22] ἐν ἔτει χιλιοστῷ διακοσιοστῷ ἕκτῳ.»[23]

 

γ΄  Σχόλια – παρατηρήσεις – συμπληρωματικὲς πληροφορίες

Τὸ παραπάνω ἔγγραφο, γραμμένο στὴν τουρκικὴ γλῶσσα, παρέμεινε ἀμετάφραστο στὰ ἀρχεῖα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ὅπως καὶ πὰρα πολλὰ ἄλλα παρόμοια τουρκικὰ ταπιά, μέχρι καὶ τὸ ἔτος 1838.

Στὰ 1838, ὅταν πιὰ εἶχε δημιουργηθεῖ τὸ πρῶτο ἐλεύθερο ἑλληνικὸ κράτος, τὸ ἔγγραφο αὐτὸ καὶ ἄλλα σχετικὰ μὲ τὴν περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ τουρκικὰ ἔγγραφα, μὲ φροντίδα τῶν καλογέρων τῆς Ξενιᾶς, μεταφράστηκε στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα.

Σκοπὸς τῆς μετάφρασής του ἐκ μέρους τῶν καλογέρων τοῦ Μοναστηριοῦ ἦταν νὰ μπορέσουν νὰ συγκεντρώσουν καὶ ἀξιοποιήσουν ὅσο περισσότερα ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα ἀπὸ ὅσα διέθεταν γιὰ νὰ κατοχυρώσουν στὴ δικαιοδοσία τους καὶ νὰ διεκδικήσουν τὸ μέρος ἐκεῖνο τῆς μοναστηριακῆς τους περιουσίας τὸ ὁποῖο, μετὰ τὴ χάραξη τῶν ἑλληνοτουρκικῶν συνόρων, βρέθηκε στὸ χῶρο τῆς  ἑλληνικῆς ἐπικράτειας, ἐνῶ τὸ ἴδιο τὸ μοναστήρι τους εἶχε παραμείνει στὸ χῶρο τῆς  τουρκικῆς ἐπικράτειας.

Ὅπως θὰ ἀναφέρουμε στὴ  συνέχεια, μὲ σχετικὸ νόμο τοῦ νεοσύστατου Ἑλληνικοῦ Κράτους γιὰ τὴν κατάργηση τῶν μικρῶν μοναστηριῶν πού βρίσκονταν στὸ ἑλληνικό ἔδαφος, προβλεπόταν καὶ ἡ ἀπαλλοτρίωση ὑπὲρ τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου τῶν περιουσιῶν τῶν καταργουμένων αὐτῶν μοναστηριῶν.

Μὲ τὴν ἑρμηνεία ποὺ δόθηκε καὶ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν  διατάξεων τοῦ νόμου αὐτοῦ ἀποφασίστηκε ἐπίσης καὶ ἡ ἀπαλλοτρίωση ὑπὲρ τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου καὶ ὅσων μοναστηριακῶν κτημάτων βρίσκονταν σὲ ἑλληνικὸ ἔδαφος, ἔστω καὶ ἄν τὰ Μοναστήρια στὰ ὁποῖα ἀνῆκαν βρίσκονταν στὸ Ὀθωμανικὸ Κράτος. Στὴν κατηγορία αὐτὴ ἐντελῶς ἰδιαίτερη καὶ χαρακτηριστικὴ περίπτωση εἶναι ἡ περίπτωση τῶν κτημάτων τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς γιατὶ ἦταν πολύ μεγάλης ἔκτασης.

Ἡ προσπάθεια τῶν καλογέρων τῆς Παναγίας Ξενιᾶς νὰ διατηρήσουν ὑπὸ τὴν κατοχή τους καὶ ἐκείνη τὴν κτηματικὴ περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ τους ἡ ὁποία βρισκόταν στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια, μετὰ τὴν δημιουργία τοῦ πρώτου ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ  κράτους, ἦταν ἕνας μεγάλος καὶ μακροχρόνιος ἀγῶνας ποὺ περιγράφεται σὲ ἄλλες σελίδες τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς.

Στὴν προσπάθειά τους, λοιπόν, αὐτὴ χρειάστηκε ἡ μετάφραση στὴν ἑλληνικὴ μερικῶν τουρκικῶν ταπιῶν τοῦ ἀρχείου τοῦ Μοναστηριοῦ, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ αὐτὸ  τοῦ Σουλτάνου Σελὴμ τοῦ Γ΄.

Ἡ βεβαίωση γιὰ τὸ γνήσιο τῆς πιστῆς μετάφρασης τοῦ τουρκικοῦ ἐγγράφου, ἀπὸ ἑλληνικὲς ἀρχές, ὑπάρχει στὴ συνέχεια τοῦ παραπάνω κειμένου: «Πιστὴ καὶ ἀκριβὴς μετάφρασις καὶ ὡς τοιαύτην ἐπικυροῖ αὐτὴν ὁ ἐπὶ τῆς τουρκικῆς γλώσσης Βασιλικὸς ἑρμηνεὺς Δημήτριος Βασιλείου διαμένων παρὰ τῷ Δικαστηρίῳ Λαμίας δυνάμει Β. Διατάγματος.

Ἐν Λαμίᾳ τῇ 18 Μαρτίου 1838.

(ὑπογραφή)

Ὁ Πρόεδρος τοῦ ἐν Λαμίᾳ Δικαστηρίου τῶν Πρωτοδικῶν ἐπικυροῖ τὸ γνήσιον τῆς ὑπογραφῆς τοῦ παρὰ τῷ Δικαστηρίῳ τούτῳ ἐπὶ τῆς Ὀθωμανικῆς διαλέκτου Διερμηνέως Δημητρίου Βασιλείου

Ἐν Λαμίᾳ τῇ 18 Μαρτίου 1838

(Ὑπογραφή)».

 

Ἐντύπωση προκαλεῖ – καὶ εἶναι κάτι ποὺ πρέπει νὰ προσεχθεῖ ἰδιαίτερα -καὶ τὸ ὅτι στὴν ὑπόθεση τῶν κτηματικῶν διαφορῶν καὶ διενέξεων τοῦ Μοναστηριοῦ μὲ κάποιους περιοίκους ἀναμιγνύονται ἄλλες φορὲς ὁ Σουλτάνος καὶ ἄλλες φορὲς ὁ Πατριάρχης.

Ἔχομε τὴν ἐντύπωση ὅτι ἡ καταφυγὴ καὶ ἡ ἐπίκληση τῆς σουλτανικῆς παρέμβασης γινόταν γιατὶ ἔτσι θὰ ὑπῆρχε ἀμεσότερη καὶ ἀποτελεσματικότερη ἐπέμβαση καὶ ὅτι ἡ παρέμβαση τουρκικῶν ἀρχῶν θὰ εἶχε πρακτικότερα ἀποτελέσματα. Ἐξ ἄλλου ὁ Σουλτάνος ἀσκοῦσε διοικητικὴ ἐξουσία καὶ οἱ ὑπηρεσίες του μποροῦσαν νὰ ἐπιβάλουν ὁπωσδήποτε ὑποχρεωτικὰ τὴν ἐκτέλεση τῶν ἀποφάσεών του σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς ἀποφάσεις καὶ συστάσεις  τοῦ Πατριάρχη τοῦ ὁποίου ἡ ἐκτέλεση τῶν ὅσων ἀποφάσιζε στηριζόταν, ὅσον ἀφορᾶ τουλάχιστον στοὺς λαϊκούς, στὴν καλὴ θέληση τῶν παραβατῶν ἤ στὸ φόβο τῆς θείας τιμωρίας.

Ἔτσι οἱ καλόγεροι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, πολλὲς φορές, ἐφαρμόζοντας τὸ «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρας κίνει», ἐπιζητοῦσαν μὲν τήν, ἐκ μέρους τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ προϊσταμένου καὶ πνευματικοῦ τους πατέρα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, δικαίωση τῶν αἰτημάτων τους ἀλλὰ παράλληλα κατέφευγαν καὶ στὸν Σουλτάνο, ὅταν τὸ θεωροῦσαν ἀπαραίτητο, προκειμένου νὰ ἔχουν σίγουρη, ἀμεσότερη καὶ ἀποτελεσματικότερη ἐφαρμογὴ καὶ ἐκτέλεση  τῶν δικαίων αἰτημάτων τους.

Φυσικὸ ἦταν στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ὁ Σουλτάνος νὰ στηρίζει τὶς ἀποφάσεις του μὲ δικά του κιτάπια. Ἡ ἐκτέλεση τῶν σουλτανικῶν διαταγῶν ἐκ μέρους τῶν πολιτῶν  ἦταν ἀναγκαστικὴ καὶ ἡ ἄρνηση ἐφαρμογῆς τους συνεπαγόταν τὶς ἀνάλογες καὶ προβλεπόμενες ποινὲς ἐνῶ ἡ  ἐκτέλεση τῶν ὅσων ὅριζαν τὰ  πατριαρχικὰ σιγγίλια στηριζόταν μόνο στὸ «φόβο τοῦ Θεοῦ» καὶ στὴν ἐπίκληση τῆς «θεϊκῆς ὀργῆς» καὶ στὴν ἐπιβολὴ «ἐκκλησιαστικῶν ἐπιτιμίων».

Διαφωτιστικὸ γιὰ τὸ ζήτημα τῶν δυναμικῶν σουλτανικῶν παρεμβάσεων στὰ προβλήματα τῆς Ξενιᾶς εἶναι ἕνα δημοσίευμα τῆς βολιώτικης ἐφημερίδας «Θεσσαλία» τῆς 18ης Ἰουνίου 1888.

Παραθέτουμε δύο μικρὰ  ἀποσπάσματα τοῦ δημοσιεύματος αὐτοῦ, χαρακτηριστικὰ καὶ δηλωτικὰ τῶν πιεστικῶν ξένων παρεμβάσεων στὸν τρόπο ἐκλογῆς τοῦ ἡγουμένου τῆς Παναγίας Ξενιᾶς:

«Καὶ ἐν μὲν ταῖς προγενεστέραις ἐποχαῖς, ἐπὶ τῆς τουρκικῆς δυναστείας, ἴσχυον οἱ νόμοι τοῦ Πατριαρχικοῦ Συνταγματίου περὶ ἐκλογῆς, τὸ ὁρίζον ῥητῶς τὸν τρόπον τῆς ἐκλογῆς, ἄν καὶ ἡ ἔγκρισις τοῦ ἐκλεγομένου Ἡγουμένου ἐκρέμματο ἐπὶ κλωστῆς νήματος, καθότι τὸ τῆς ἀναγνωρίσεως ζήτημα παρὰ τῶν πολιτικῶν ἀρχῶν, μετὰ τὴν πατριαρχικὴν ἔγκρισιν, ἦν ζήτημα χρηματολογίας καὶ ἡμερῶν ὀλιγίστων ὑπάρξεως, ἄλλως δὲ καὶ οἱ ἐπικρατοῦντες ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας εἶχον καὶ οὗτοι τὸ ρουσφέτιόν των ὅπερ ἐλάμβανον τοῖς μετρητοῖς εἰς χρήματα, εἴτε εἰς ζῶα καὶ εἴδη, εἴτε καὶ εἰς γεωργικοὺς καρποὺς καὶ εἰς ἐπικαρπίαν τῶν ποιμνίων καὶ τῶν ἀγελῶν…».

«Τοιαύτη ἦν ἡ ἐπὶ τῆς τουρκοκρατίας κατάστασις καὶ τηλικοῦτο ἦτο τὸ σύστημα τοῦ ἐκλέγεσθαι καὶ ἐκλέγειν τοὺς ἡγουμένους καὶ τοὺς συμβούλους, δι’  οὕς τόσας καὶ τόσας χιλιάδας ἐξώδευον οἱ ἡγούμενοι εἰς τοὺς πασάδες καὶ εἰς τοὺς ἰσχυροὺς μεσίτας …. πρὸς μονιμοποίησιν τῆς θέσεώς των…»

Τὰ μεγάλα οἰκονομικὰ συμφέροντα, τὰ ὁποῖα προέκυπταν ἀπὸ τὴν ἐκμετάλλευση τῆς τεράστιας περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ, γιὰ πολλοὺς ἔμμεσα καὶ ἄμεσα ἐνδιαφερομένους, ἦταν ἑπόμενο νὰ προκαλοῦν ἀρκετούς στὴ δημιουργία σκανδάλων. Ἔτσι ἡ τοποθέτηση στὴ θέση τοῦ ἡγουμένου ἑνὸς τόσον πλούσιου Μοναστηριοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου εὐάλωτου γινόταν ἡ κύρια ἐπιδίωξη ὅσων ἐπεδίωκαν προσωπικὰ ὀφέλη αὐτήν. Ἕνας εὐάλωτος ἡγούμενος θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει τὴν «νόμιμη» κάλυψη σκανδαλωδῶν καταχρήσεων στὴ διαχείριση τῆς μοναστηριακῆς περιουσίας.

Ἀποτέλεσμα ἦταν, ἀφοῦ ἡ ἐκλογὴ τοῦ ἡγουμένου, ὅπως διαφαίνεται ἀπό τὰ παραπάνω, δὲν ἦταν ἀποκλειστικὸ θέμα τῶν καλογέρων καὶ τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, νὰ ἐπιχειροῦνται κατὰ καιροὺς προσπάθειες νόθευσης τῶν ἡγουμενικῶν ἐκλογῶν, γιατί, δυστυχῶς, βρίσκονταν πρόσωπα μεταξὺ τῶν μοναχῶν, τὰ ὁποῖα, προκειμένου νὰ ἀναρριχηθοῦν στὸ ἀξίωμα τοῦ ἡγουμένου ἤ τοῦ ἡγουμενοσυμβούλου δέχονταν νὰ συνενεργήσουν σὲ τέτοιες διαδικασίες.

Τέτοιες καταστάσεις καὶ περιστάσεις ὑπῆρξαν ἀρκετὲς κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἀλλὰ συγκαλύπτονταν ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τῆς δυνατότητας ἐπώνυμων καταγγελιῶν ἐνώπιον ἀμερόληπτων ἐξουσιῶν. Οἱ τοπικὲς τουρκικὲς ἀρχὲς εὐνοοῦσαν, συγκάλυπταν καὶ συνεργάζονταν μὲ τοὺς καθ’ ὕλην ὑπεύθυνους διαχειριστὲς στὶς σκανδαλώδεις αὐτὲς ἐνέργειες καὶ συμπεριφορὲς καὶ δὲν τὶς ἄφηναν νὰ φτάσουν μὲ τὴν γνήσια καὶ πραγματικὴ μορφή τους σὲ ἀνώτερα ἐπίπεδα.

Οἱ καταγγελίες ἄρχισαν νὰ γίνονται καὶ νὰ φτάνουν ὡς τὴν ἀμερόπλπτη «Δικαιοσύνη» μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, κατὰ τὸ 1881, ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό. Ἔτσι ἀπὸ ὅσα στοιχεῖα διασώθηκαν μποροῦμε μόνο μία θαμπὴ εἰκόνα νὰ δημιουργήσουμε καὶ αὐτὴ μόνο γιὰ τὰ τελευταῖα χρόνια. Λἰγα ἀποσπασματικὰ στοιχεῖα ἀπὸ αὐτὰ θὰ παραθέσουμε στὸ σημεῖο αὐτό, προερχόμενα ἀπὸ τὸ παραπάνω δημοσίευμα τῆς «Θεσσαλίας».

Στὰ 1888, ἑφτὰ χρόνια μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση, οἱ υποβόσκουσες καὶ συγκαλυπτόμενες μέχρι τότε κατηγορίες γιὰ τὶς ἀτασθαλίες στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, εἶχαν πάρει τὸ δρόμο τῆς δικαιοσύνης ἀλλὰ μόνο γιὰ τοὺς τυπικὰ ὑπεύθυνους κατηγορούμενους, δικαίως ἤ ἀδίκως, μοναχούς. Οἱ μοναχοὶ αὐτοί, στὶς περισσότερες περιπτώσεις, ἦταν τὰ ἐξιλαστήρια θύματα τῶν δολοπλοκιῶν.

Ἀναρωτιέται ἕνας συντάκτης σχετικῆς ἐπιστολῆς πρὸς τὴ «Θεσσαλία» στὶς 15 Ἰουνίου 1888, γιὰ νὰ τοποθετηθεῖ μόνος του:

«Τίνες δὲ εἰσὶν οἱ παραπεμφθέντες εἰς τὸ κακουργιοδικεῖον κληρικοὶ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς;  Εἰσὶν τέσσαρες ὅλοι, ἤτοι ὁ ἐνενηκοντούτης πρώην ἡγούμενος Γαβριήλ, γέρων ἀγαθὸς καὶ λίαν εὐπροσήγορος, κοινωνικὸς καὶ πάνυ ἐπιτήδειος διοικητής, ἔχων τὸ μόνον ἐλάττωμα τῆς τοῦ καλοῦ λατρείας καὶ τῆς ἀπαραμίλλου ἀγάπης τῶν προσερχομένων ἐν τῇ Μονῇ, πλὴν ἀγαθὸς καὶ λίαν ἀφιλοχρήματος διὰ τὸν ἑαυτόν του, ἄν καὶ οὗτος διὰ πολλοὺς ἄλλους εἰργάσθη χρηματιστικῶς, χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ ὁ ἴδιος».

Συνεχίζοντας ὁ ἐπιστολογράφος τὶς καταγγελίες του πρὸς τὴν «Θεσσαλία» καταγράφει μερικὰ συγκεκριμένα γεγονότα:

«Ἡ ὑπόθεσις δι’  ἥν παρεπέμφθησαν εἰς τὸ κακουργιοδικεῖον δεῖται πλειόνων σχολίων καὶ ἀληθεῖς διαλευκάνσεις πρὸς διαφώτισιν τῶν μελλόντων νὰ τοὺς δικάσωσι εἰς τὸ ἐν Τρικκάλοις κακουργιοδικεῖον…».

«Καὶ αἱ μὲν ἐνιαύσιοι τακτικαὶ πρόσοδοι τῆς Μονῆς ἐκ τῶν σπαρσίμων γαιῶν προερχόμεναι ἀνήρχοντο, κατὰ τοὺς ὑπολογισμοὺς ἡμῶν τε καὶ πολλῶν ἄλλων εἰδότων, εἰς 30.000 δραχμῶν, ἐκ δὲ τῶν μικρῶν καὶ μεγάλων ζώων ἀπελάμβανεν ἐτησίως ἡ Μονὴ πλείονας τῶν 30.000 δραχμῶν, ὡσαύτως ἐκ διαφόρων ἄλλων προϊόντων, ἤτοι ἐκ μελισσίων καὶ οἴνου ἄλλας 5.000 δραχμάς, ἀνερχομένης τῆς ὅλης τακτικῆς ἐνιαυσίας προσόδου εἰς 65.000 δραχμάς, πλὴν τῶν ἐκ τῆς περιαγωγῆς τῶν δύο ἁγίων εἰκόνων τῆς θαυματουργοῦ Ξενιᾶς, ἥτις ἐκπροσωπεῖ τὰ Εἰσόδια,[24] καὶ τῆς δευτέρας εἰκόνος τῆς Κοιμήσεως, παρ’  ὧν εἰσπράττουσι ἐπέκεινα τῶν 60.000 δραχμῶν εἰς χρήματα καὶ εἰς εἴδη διάφορα, ἤτοι εἰς γεωργικοὺς καρπούς, εἰς κηρόν, εἰς ἔλαια καὶ εἰς κτήματα, ἅ δι’ ἑνὸς μόνον προσκυνήματος ἐνώπιον τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνος κατέθετον οἱ πρὸς συλλογὴν τῶν ταξιμάτων περιφερόμενοι μοναχοὶ …».

«Περιφερόμενοι οἱ μοναχοὶ οὗτοι … εἰς οὐδένα ἕτερον σκοπὸν ἀπέβλεπεν ἡ περιοδεία αὐτῶν ἤ εἰς τὴν περισυλλογὴν χρημάτων μετρητῶν καὶ εἰς εἴδη ἅτινα ὅμως οὐχὶ σῶα καὶ ἄθικτα ἀπέδιδον εἰς τὴν Μονήν, ἀλλὰ πολλάκις οὔτε τὸ δεκατημόριον προσεφέροντο νὰ ἀποδώσουσιν εἰς τὴν  ὡς μὴ ὤφειλεν ἐφοροεπιτροπὴν τῆς Μονῆς, ἧς μέλη ἐξ αὐτῶν τούτων ἀπηρτίζοντο τῇ προηγουμένῃ συννενοήσει τῶν ἰσχυόντων γερόντων καλουμένων».

«Ἵνα δὲ κάλλιον γνωστὸν ποιήσωμεν εἰς τὸ κοινὸν τὸν τρόπον τῆς ἐκλογῆς τοῦ ἡγουμένου καὶ τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου ἀρχόμεθα ἀπὸ τοῦ ἔτους 1867,[25] ἀφ’ ὅτου δηλονότι ἄμεσοι γνῶσται τυγχάνομεν τῆς οἰκτρᾶς καταστάσεως τῆς Μονῆς, δι’  ἥν κατειργάσθημεν ὅσον αἱ ἡμέτεραι ἠθικαὶ δυνάμεις ἐπέτρεπον πρὸς χαλιναγώγησιν τῶν ἐκτροχιασθέντων τούτων ὄντων, δι’  ὧν καὶ ἐξαρχικὴ ἐπιτροπὴ ἀπεστάλη παρὰ τοῦ  ἀοιδίμου μητροπολίτου Λαρίσης Στεφάνου  πρὸς διαρρύθμισιν τῶν ἐκκρεμῶν λογαριασμῶν καὶ πρὸς ἑνοποίησιν τῶν ὑποθετικῶν δανείων τῆς Μονῆς πρὸς φιλικά των ἄτομα, ἅτινα σχεδὸν ἡ ἀποσταλεῖσα ἐξαρχικὴ ἐπιτροπὴ δὲν ἀνεγνώρισεν εὐτυχῶς καθότι ἀνεκάλυψεν αὐτῶν τὰς συμπαιγνίας καὶ τὰς προπαρασκευασμένας  σκοπίμους δοσοληψίας πρὸς ὄφελος ὁρισμένων προσώπων …».

«Ἡ τότε λοιπὸν ἐξαρχικὴ ἐπιτροπὴ ἀπηρτίζετο ἐκ τῶν κ. κ. Κ. Οἰκονομίδου, Ἀναγν. Οἰκονομίδου καὶ τοῦ τότε διδασκάλου Κ. Σακελλαρίδου (ἤδη συντάκτου τῆς ἐφημερίδος ΘΕΣΣΑΛΙΑ), χρησιμεύοντος ὡς γραμματέως…».

«Ἡ τότε τριμελὴς ἐπιτροπή, ἥτις καὶ ἐξαρχικῆς ἔφερε τὸν τίτλον, ἤρξατο ἐργαζομένη πρὸς διάσωσιν τοῦ μοναστηριακοῦ πλούτου, ἀρχομένης τῆς ἐξελέγξεως τῆς κινητῆς περιουσίας τῶν μεγάλων ζώων καὶ τῶν ἀγελῶν καὶ τῶν ποιμνίων, ἅτινα ἀνεῦρεν ἐπ’ ὀνόματι διαφόρων ὀνομάτων ξένων λαϊκῶν, καὶ εἰς διαφόρους καλογήρους τῆς Μονῆς, ὡς ἰδία των περιουσίαν, καὶ μάλιστα ἅπαντα δυνάμεθα εἰπεῖν τὰ ποίμνια καὶ τὰ μελίσσια καὶ τὰς ἀγέλας καὶ πᾶν τὸ προστυχὸν τῇ Μονῇ».

«Ἡ δολία αὔτη τῶν μοναχῶν ἰδιοποίησις τῆς μοναστηριακῆς περιουσίας καὶ ἡ οἰκειοποίησις τῶν διαφόρων κτημάτων προσέθεσε νέας ὑπονοίας εἰς τὴν ἐπιτροπήν, ἥτις πᾶσαν κατέβαλε δυνατὴν προσπάθειαν πρὸς ἀνακάλυψιν ψευτοδανείων ἐξ ἀτόμων οἰκείων, ὧν τὰς συναλλαγματικὰς ἐκ συμφώνου ἐπισημοποίησαν οἱ μοναχοὶ διὰ τῆς ἀλληλεγγύης τῶν ὑπογραφῶν…».

«Ταῦτα πάντα τὰ δάνεια, … ἐνομιμοποιήθησαν διὰ κοινῆς συνυπογραφῆς τῶν μοναχῶν καὶ τῶν ψευδοπιστωτῶν, ἅτινα ἡ ἐπιτροπὴ κατέσχε ὡς μὴ ἀληθῆ…».

«Δυστυχῶς ὅμως οἱ τότε ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας Τουρκοχριστιανοὶ τῆς ἐπαρχίας ἐκείνης ἠδυνήθησαν νὰ σώσωσι τοὺς νῦν παραπεμφθέντας εἰς τὸ κακουργιοδικεῖον ἐπὶ ὁμοίαις πράξεσιν  ἐν αἷς ἐγκρύπτονται νῦν πλεῖσται ὅσαι ἀσχημίαι, ἀπειροπληθεῖς κακοήθεις δοσοληψίαι…».

«Οἱ καλοκάγαθοι κρατούμενοι εἰς τὰς φυλακὰς ὡς ὑπόδικοι παραπεμφθέντες μοναχοὶ ὡς πλαστογραφήσαντες τὰ πρακτικὰ τῆς πωλήσεως 2.000 ἐλαιῶν ἐσχημάτισαν κολοσσιαίας περιουσίας τῶν ληστρικῶν συμμοριῶν καὶ τῆς κλοπῆς τοῦ ἱεροῦ χρήματος τῆς Μονῆς…».

«Οὐδένα ὅμως λανθάνει φρονοῦμεν ἡ περίστασις τῆς προσωπικῆς ἡγουμενικῆς ἐκλογῆς …, δι’ ἥν ἐκλογὴν ἐδαπανήθησαν 30.000 δραχμαὶ δι’ ἀναρρίχησιν ἐπὶ τῆς ἡγουμενικῆς ἐξουσίας καὶ πρὸς ἐπιτυχίαν τοιούτου ἡγουμενικοῦ συμβουλίου…».

«Ὡς ἀφετηρίαν δὲ … καὶ ὡς ἀληθῆ μαρτυρικὴν ἀπόδειξιν τῶν γραφομένων ἡμῶν, χρώμεθα τὰς πρὸς τὸν ἰδιώτην μοναχὸν προσφερθείσας 200 λίρας καὶ πρὸς τὸν ἀδελφὸν … πενταετῆ ἐνοικίασιν τῶν ἐν Ἁγίῳ Λαυρεντίῳ κτημάτων τῆς Μονῆς ἀμισθεί πρὸς ἐξώθησιν καὶ παραβίασιν τοῦ μέλλοντος ψηφοφόρου … ἐπὶ τῆς ἡγουμενικῆς ἐκλογῆς καὶ τὰς ὁμοίας τῶν συμβούλων, ὅς ἅμα ἔλαβεν τὰς λίρας καὶ τὸ ἐνοικιαστήριον τῶν ἐλαιοπεριβολίων ἀνερχομένης τῆς ἀξίας εἰς τὸ οὐχὶ εὐκαταφρόνητον ποσὸν τῶν 200 λιρῶν, ἐδέησε νὰ ψηφίσῃ ἐναντίον τῆς αὐτοβούλου θελήσεώς του…».

«Καθῆκον ὅμως ἔχομεν ἱερὸν νὰ ἐκθέσωμεν γυμνὰς ἀληθείας καὶ  νὰ ἐκτυλήξωμεν ἀληθῆ καὶ πραγματικὰ γεγονότα, ἅ εἰσὶν ὑπὸ κοινωνικὴν ἔποψιν, φοβερὰ καὶ κακοηθέστατα, δι’  ἅ καὶ ἐπιφυλασσόμεθα…».

Μεταξὺ τῶν κατηγορουμένων καὶ προφυλακισμένων μοναχῶν τῆς Ξενιᾶς βρισκόταν, δυστυχῶς, καὶ ὁ μοναχὸς Γαβριήλ. Ἡ προφυλάκισή του εἶχε προκαλάσει ἐντονότατες διαμαρτυρίες μεταξὺ τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ. Ἦταν πέρα γιὰ πέρα ἀδικαιολόγητη. Εἶχε γεννηθεῖ στὰ 1790 στὴ Σούρπη. Εἶχε συνεργασθεῖ μὲ τὸν Ἀθανάσιο Διάκο. Εἶχε λάβει ἐνεργὸ μέρος στὸν ἀγῶνα τοῦ 1821. Ἦταν ὁ οὐσιαστικὸς ἀρχηγὸς τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος τοῦ 1854 στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ. Πρωτοστάτησε στὴ βοήθεια πρὸς τὰ θύματα τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος τοῦ 1867. Ἦταν ὁ βασικὸς καθοδηγητὴς καὶ ἐπιτελικὸς παράγοντας τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνα τοῦ 1878 καὶ εἶχε χοροστατήσει στὴν Δοξολογία γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Ἁλμυροῦ στὶς 17 Αὐγούστου 1881. Γιὰ τὴ συνολικὴ αὐτὴ του προσφορὰ εἶχε τιμηθεῖ μὲ τὸ Σταυρὸ τοῦ Σωτῆρος ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν βασιλιὰ τῆς Ἑλλάδας.

Ἦταν ἑπόμενη ἡ εἰδικὴ ἀναφορὰ στὸ πρόσωπό του στὸ παραπάνω δημοσίευμα καὶ ἡ ἔκκληση γιὰ τὴν κατ’ ἐξαίρεση ἀποφυλάκισή του, ποὺ ἦταν καθολικὴ καὶ ἐπιβεβλημένη ἔκκληση ὅλων τῶν Ἁλμυριωτῶν:

«Σώσατε, εἰ δυνατὸν τὸν ἑκατοντούτη πρώην ἡγούμενον Γαβριήλ, ὅς εἶναι καὶ ἔσεται ἐὰν  ζήσῃ ἐπ’ ὀλίγον καιρὸν ἔτι, θῦμα τῆς γεροντικῆς του ἡλικίας καὶ τῆς παλιμπαιδικῆς του μωρᾶς ἀκρισίας καὶ ἀγνοίας, διότι τοιούτῳ οὐδέποτε ἐξηπάτουν ἐπιτηδειέστεροι τῶν μοναχῶν…».

«Σώσατε τὸν ἑκατοντούτη γηραιὸν τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος τοῦ 21 ἀγωνιστὴν καὶ τὸν τοῦ 54 ἀρχηγὸν τῆς ἐπαναστάσεως, σώσατε τέλος πάντων τοῦτον τὸν Γέρω – Γαβριὴλ τοῦ 67 καὶ  τοῦ 78, ὅς ἦν ὁ πυρὴν τῆς τῶν ἐντοπίων ἐνόπλως διαμαρτυρηθέντων τῆς Θεσσαλίας καὶ Ἠπείρου κατοίκων καὶ τὸν ἐξαιρετικῶς βραβεύσαντα διὰ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος αὐτὸς οὗτος ὁ Βασιλεὺς διὰ τὰς πρὸς τὴν πατρίδα καὶ τὴν ἐκκλησίαν μεγάλας του ἐκδουλεύσεις.

Ἐκφυλακίσατε τὸν γηραιὸν τοῦτον λευίτην καὶ ἐπιτρέψατε νὰ ἀπολήξῃ τὸν βίον του ἐκτὸς τῶν φυλακῶν κηδευόμενος πρεπόντως διὰ τῶν ἀνηκουσῶν τιμῶν πρὸς τελευταίαν εὐχαρίστησιν τοῦ ματαίου καὶ πολυοδύνου γηίνου βίου, δίδων λόγον πρὸς ὅν ὀφείλει νὰ δώσῃ σύμπας ὁ ἐν τῷ ἡμετέρῳ πλανήτῃ βιῶν κόσμος».

Τὸ ἴδιο ἔτος, 1888, ὑποβλήθηκαν πρὸς τὴν Νομαρχία Λαρίσης, στὴν ὁποία ὑπάγονταν τότε ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, δύο «αἰτήσεις θεραπείας»  ἑνὸς «κατοίκου τοῦ Ἁλμυροῦ» γιὰ χρέη τῆς Μονῆς πρὸς αὐτόν, τὰ ὁποῖα ὅμως, παρὰ τὶς ρητὲς ἐντολὲς τοῦ Πατριαρχείου ποὺ ἴσχυαν ἀπὸ τὸ 1798 καὶ ὅριζαν ὅτι «Οἱ τέσσαρες πατέρες καὶ ὁ ἡγούμενος, ὁποῦ ἔχει τὴν οὐράν, χωρὶς τὴν γνώμην καὶ τῶν λοιπῶν προκρίτων πατέρων δὲν ἔχουσι τὴν ἄδειαν μόνοι αὐτοὶ νὰ βουλλόνουσι μοναστηριακὰς καὶ χρεωστικὰς ὁμολογίας…, αἱ δὲ ὁμολογίαι ὁποῦ εὑρεθῶσι μόνον μὲ τὰς ὑπογραφὰς τῶν πέντε πατέρων, αὐταὶ νὰ γνωρίζωνται ὡς ὁμολογίαι χρεωστικαὶ τῶν πέντε πατέρων, καὶ ἀπ’ αὐτούς, ὡς ἰδικόν των χρέος νὰ τὸ πληρώνωσι, καὶ τὸ μοναστήρι νὰ ᾖναι ἐλεύθερον ἀπ’ αὐτὸ τὸ μπόρτζι», εἶχαν ὑπογραφεῖ μόνο ἀπὸ τὸν ἡγούμενο.

Οι «Αἰτήσεις θεραπείας» αὐτὲς ἦταν βασικὰ στοιχεῖα τοῦ εἰδικοῦ φακέλου ποὺ εἶχε σχηματισθεῖ γιὰ τὴν παραπάνω ἀναμενόμενη ἐκδίκαση.

«Ἐν Ἁλμυρῷ τῇ 6 Σεπτεμβρίου 1888.

Πρὸς τὴν Σεβαστὴν Νομαρχίαν Λαρίσης.

Ἡ ἐν λόγῳ Μονὴ Ξενιᾶς δυνάμει γραμματίου εἰς διαταγήν μου, ἐκδοθέντος ὑπὸ τοῦ ἡγουμένου αὐτῆς … τὴν 13ην Φεβρουαρίου προηγουμένου ἔτους καὶ ἔχοντος οὕτω «Λίρας ὀθωμανικὰς χρεωστῶ πραγματικὰς τριάκοντα ἑπτὰ καὶ ἑβδομήκοντα ἑκατοστὰ τῆς λίρας ὀφείλω νὰ πληρώσω ὁ ὑποφαινόμενος ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ἐνταῦθα ἤ ἀλλαχοῦ εἰς διαταγὴν καὶ εἰς πρώτην ἀναζήτησιν τοῦ … σὺν τῶν τούτων τόκων ἀπὸ σήμερον πρὸς 15 τοῖς ἑκατὸν ἐτησίως.

Δι’ ὅλας ταύτας ἔλαβον εἰς μετρητὰ παρ’ αὐτοῦ διὰ χρῆσιν τῆς Μονῆς Ξενιᾶς». Μοὶ ὀφείλει λίρας ὀθωμανικὰς τριάκοντα ἑπτὰ καὶ ἑβδομἠκοντα ἑκατοστὰ τῆς λίρας μετὰ τῶν τόκων αὐτῶν ἀπὸ 13 Φεβρουαρίου προηγουμένου ἔτους μέχρι σήμερον καὶ μέχρι ἐξοφλήσεως.

Ἐπειδὴ μέχρι σήμερον καίτοι ἐζήτησα τὸ πρός με χρέος τῆς Μονῆς Ξενιᾶς παρὰ τοῦ ἡγουμένου αὐτῆς πολλάκις ἀλλ’ ἄνευ ἀποτελέσματος, ἐπειδὴ θέλω νὰ διαταχθῇ ἡ ἐν λόγῳ Μονὴ καὶ μοὶ πληρώσῃ τὸ χρέος, διὰ ταῦτα ἐξαιτοῦμαι ὅπως διατάξητε καὶ μοὶ καταβληθῶσι: 1ον ἡ ἐκ λιρῶν ὀθωμανικῶν τριάκοντα ἑπτὰ καὶ ἑβδομήκοντα ἑκατοστὰ τῆς λίρας ἀπαίτησίς μου καὶ 2ον  Οἱ τόκοι αὐτῶν ἀπὸ 13 Φεβρουαρίου π. ἔ. μέχρι καὶ μέχρι ἐξοφλήσεως.

Ἐν ἐναντίᾳ δὲ περιπτώσει εὐκαίρῳ θέλω ἐγείρει κατὰ τῆς Μονῆς τὴν προσήκουσαν ἀγωγήν. Ἁρμόδιος κλητὴρ ἐπιδότω νομίμως τὴν παροῦσαν τῷ κυρίῳ Νομάρχῃ Λαρίσης.

Ὁ αἰτῶν ….».

«Αἴτησις θεραπείας …, κατοίκου Ἁλμυροῦ, κατὰ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ἑδρευούσης ἐν Ξενιᾷ τῆς περιφερείας τοῦ Δήμου Πλατάνου καὶ ἐκπροσωπουμένης ὑπὸ τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου τῆς εἰρημένης Μονῆς Ξενιᾶς, συγκειμένου ἐκ …., κατοίκων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς.

Ἐν Ἁλμυρῷ τῇ 7 Σεπτεμβρίου 1888.

Πρὸς τὴν Σεβαστὴν Νομαρχίαν Λαρίσης.

Ἡ ἐν λόγῳ Μονὴ Ξενιᾶς δυνάμει γραμματίου εἰς διαταγήν μου ἐκδοθέντος ὑπὸ τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου αὐτῆς τὴν 2 Φεβρουαρίου π. ἔ. καὶ ἔχοντος οὕτω «Λίρας ὀθωμανικὰς χρυσᾶς εἴκοσι καὶ ἕν τέταρτον τῆς λἰρας χρεωστοῦμεν οἱ ὑποφαινόμενοι σύμβουλοι τῆς Μονῆς Ξενιᾶς νὰ πληρώσωμεν ἐνταῦθα ἤ ἀλλαχοῦ εἰς διαταγὴν του καὶ εἰς πρώτην ἀναζήτησιν τοῦ … σύν τῷ τόκῳ αὐτῶν ἀπὸ σήμερον πρὸς 16 τοῖς ἑκατὸν ἐτησίως μέχρι ἐξοφλήσεως προερχομένας ἐκ τῶν χρεωστικῶν ὑπὸ ἡμερομηνίαν 3 Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1877 καὶ 29 Ἰουνίου 1881 καὶ ἐπὶ τῆς ἡγουμενίας τοῦ …. τῶν ἀναγνωρισθεισῶν παρ’ ἡμῶν ὡς χρέος τῆς Μονῆς Ξενιᾶς», μοὶ ὀφείλει λίρας ὀθωμανικὰς χρυσᾶς εἴκοσι καὶ ἕν τέταρτον τῆς λίρας μετὰ τῶν τόκων αὐτῶν ἀπὸ 2 Φεβρουαρίου π. ἔ. μέχρι σήμερον καὶ μέχρι ἐξοφλήσεως.

Ἐπειδὴ μέχρι σήμερον καίτοι ἐζήτησα τὸ πρός με χρέος τοῦτο τῆς Μονῆς Ξενιᾶς πολλάκις ἀλλ’ ἄνευ ἀποτελέσματος, ἐπειδὴ δέον νὰ διαταχθῇ ἡ ἐν λόγῳ Μονὴ καὶ μοὶ πληρώσῃ τὸ χρέος, διὰ ταῦτα ἐξαιτοῦμαι ὅπως διατάξητε καὶ μοὶ καταβληθῶσι: 1ον ἡ ἐκ λιρῶν ὀθωμανικῶν χρυσῶν εἴκοσι ἑπτὰ καὶ ἕν τέταρτον, πρώτη ἀπαίτησίς μου καὶ 2ον  Οἱ τόκοι αὐτῶν ἀπὸ 2 Φεβρουαρίου π. ἔ. μέχρι σήμερον καὶ μέχρι ἐξοφλήσεως.

Ἐν έναντίᾳ δὲ περιπτώσει ἐν καιρῷ θέλω έγείρει κατὰ τῆς Μονῆς τὴν προσήκουσαν ἀγωγήν. Ἁρμόδιος κλητὴρ ἐπιδότω νομίμως τὴν παροῦσαν τῷ κυρίῳ Νομάρχῃ Λαρίσης.

Ὁ αἰτῶν …».

 

Μία γενικὴ ἐξέταση τῶν κειμένων τῶν σουλτανικῶν φιρμανιῶν ποὺ ἀναφέρονται στὴ Μονὴ Ξενιᾶς δείχνει ὅτι ὅλα ἀναφέρονται στὴν κτηματικὴ περιουσία του κάτω Μοναστηριοῦ, τοῦ Μετοχίου τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Στὸ παραπάνω, ὡστόσο, σουλτανικὸ φιρμάνι, γιὰ πρώτη φορά, δὲν γίνεται λόγος γιὰ τὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Μικολάου, γιὰ τὸ ὁποῖο εἴδαμε στὶς προηγούμενες φορὲς νὰ γίνεται σουλτανικὴ παρέμβαση, ἀλλὰ γιὰ τὸ κανονικὸ, τὸ «Πάνω», Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.  Καὶ τὸ σουλτανικὸ αὐτὸ ἔγγραφο εἶναι τὸ μόνο τουρκικὸ ποὺ ἔχουμε ὑπόψη μας νὰ ἀναφέρεται στὸ «πάνω» Μοναστήρι.

Γίνεται δὲ σαφὲς ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ «Πάνω», ἄν καὶ δὲν γίνεται ὀνομαστικὴ ἀναφορὰ σ’ αὐτό, ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τοῦ ἐγγράφου. Οἱ λέξεις «ὁ ἡγούμενος τοῦ Κωκοτοὺς καὶ ὁ Δαυΐδ ἱερομόναχος» τὸ ἐπιβεβαιώνουν. Ὁ «ἡγούμενος τοῦ Κωκοτοὺς» εἶναι σαφὲς ὅτι εἶναι ὁ ἡγούμενος τοῦ «Πάνω Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς», τοῦ κανονικοῦ, δηλαδὴ, Μοναστηριοῦ, ἀφοῦ τὸ «Πάνω» Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς εἶναι αὐτὸ ποὺ βρίσκεται πολὺ κοντὰ στὶς Κοκκωτοὺς καὶ ἀνῆκε στὸ διαμέρισμα Κοκκωτών, τότε Κοκοσίου.

Ἀπὸ τὸ παραπάνω τουρκικὸ ἔγγραφο παίρνουμε ἔμμεσα τὴν πληροφορία ὅτι στὰ 1791 ὁ ἡγούμενος τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς διέμενε στὸ «Πάνω» Μοναστήρι. Ὡστόσο δὲν βεβαιώνεται ἐὰν καὶ ὅλοι οἱ μοναχοὶ τοῦ Μοναστηριοῦ ἦταν μαζί του ἤ ἐὰν ὑπῆρχαν ἄλλοι μοναχοὶ στὸ «Κάτω» Μοναστήρι. Ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τοῦ ἐγγράφου αὐτοῦ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅσα ἄλλα ἀφήνεται νὰ διαφαίνονται ἀπὸ ποικίλες ἄλλες ἔμμεσες ἀναφορὲς εὔκολα δημιουργεῖται ἡ ὑποψία ὅτι ἀκόμα καὶ δύο «ἡγούμενοι», ἄλλος γιὰ τὸ «Πάνω» καὶ ἄλλος γιὰ τὸ «Κάτω» μπορεῖ νὰ ὑπῆρχαν.

Σ’ αὐτό, ὡστόσο, τὸ σουλτανικὸ ἔγγραφο, γίνεται ἀναφορὰ στὴν καταπάτηση μοναστηριακῶν κτημάτων ποὺ βρίσκονταν στὴν περιοχὴ τοῦ χωριοῦ τοῦ Δρυμῶνα. Πρόκειται γιὰ πρώτη φορὰ κατὰ τὴν ὁποία γίνεται ἀναφορὰ σὲ κτηματικὴ περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς στὸ χωριὸ αὐτὸ τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ.

Ἀποδεικνύεται ἔτσι γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ὅτι ἡ περιουσία τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἦταν πολύ μεγάλη, τόσο ποὺ ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ ἦταν λεπτομερῶς γνωστὴ  στοὺς καλογέρους καὶ κυρίως νὰ ἦταν δυνατὴ ἡ παρακολούθηση τῆς ἐκμετάλλευσής της καὶ ἡ ἀξιοποίησή της.

Τὰ περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ τὰ κτήματα, κυρίως αὐτὰ ποὺ προέρχονταν ἀπὸ δωρεὲς μικροϊδιοκτητῶν, τὰ γνώριζαν καὶ μποροῦσαν νὰ καθορίσουν μὲ λεπτομέρειες τὰ ὅριά τους, μόνο οἱ ἴδιοι οἱ ἰδιοκτῆτες δωρητὲς καὶ ὅσοι κατεῖχαν γειτονικὰ μὲ αὐτὰ κτήματα.

Ἡ καταπάτηση τῶν μοναστηριακῶν αὐτῶν κτημάτων καὶ ἡ διαφύλαξη ἄθικτων τῶν ὁρίων τους, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ παραχωρητῆ ἰδιοκτήτη τους,  ἐξαρτιόνταν ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴν καλὴ ἤ μὴ καλὴ θέληση καὶ τιμιότητα τῶν προθέσεων τῶν γειτόνων. Σημαντικὸ ρόλο στὴ διαφύλαξη ἀπείρακτων τῶν μοναστηριακῶν κτημάτων ἔπαιζε πάντοτε «ὁ φόβος Θεοῦ».

Τὰ περισσότερα μικρῆς ἔκτασης κτήματα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, σκορπισμένα σὲ διάφορα ἀπομακρυσμένα μέρη, στὴ Λειβαδιά, στὴν Εὔβοια, στὸ Πήλιο καλλιεργοῦνταν γιὰ λογαριασμὸ  τοῦ Μοναστηριοῦ, μὲ τὴ φροντίδα τῶν ἴδιων τῶν ἰδιοκτητῶν δωρητῶν γιὰ ὅσα χρόνια ζοῦσαν οἱ ἴδιοι ἤ μὲ τὴ φροντίδα τῶν συγγενῶν τους, ὅταν αὐτοί ἔφευγαν ἀπὸ τὴ ζωή.

Πολλὰ ἔγγραφα δωρεῶν συμπεριλάμβαναν στοὺς ὅρους παραχώρησής τους τὴν προϋπόθεση νὰ περιέλθουν στὴν κυριότητα τοῦ Μοναστηριοῦ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἰδιοκτήτη ἤ τὸ Μοναστήρι νὰ ἦταν ὑποχρεωμένο νὰ περιποιεῖται καὶ νὰ φροντίζει γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῶν ἀπαραίτητων γιὰ τὴ ζωὴ τῶν δωρητῶν. Ἔτσι τὰ μοναστηριακὰ αὐτὰ κτήματα, μετὰ τὸν θάνατο τῶν δωρητῶν, μποροῦσαν νὰ διατηροῦνται ἄθικτα καὶ νὰ παραμένουν στὴν κατοχὴ τοῦ Μοναστηριοῦ μόνο ἀπὸ «Φόβο Θεοῦ», ἀφοῦ ἦταν «ἔρημα». Γι’ αὐτὰ ἴσχυε ἀπόλυτα ἡ λαϊκὴ παροιμία «Ὁ φόβος φ’λάει τὰ ἔρ’μα».

Αὐτὸ τὸ αἴσθημα τοῦ «Φόβου Θεοῦ» ἦταν πολὺ ἰσχυρὸ στὸ λαό ἐκείνη τὴν ἐποχή. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ πολλὰ πατριαρχικὰ σιγγίλια παρατηρεῖται νὰ γίνεται ἐπίκληση τῆς θείας τιμωρίας γιὰ τοὺς καταπατητὲς ἐκκλησιαστικῶν κτημάτων. Τὰ «βακούφικα», κάτω ἀπὸ τέτοιες συνθῆκες μποροῦσαν καὶ  ἔμειναν γιὰ χρόνια ἀπείρακτα.

Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα εἰδικῶς γιὰ τὰ μοναστηριακὰ κτήματα στὸ χωριὸ τοῦ Δρυμῶνα καὶ τῆς ἐγκατάλειψής τους ὡς ἀνεκμετάλλευτων, ποὺ ἀναφέρεται, τὸ σουλτανικὸ αὐτό φιρμάνι, εἶναι τὸ παρακάτω πολύ νεότερο γεγονός.

Στὸν Δρυμῶνα, στὴ θέση «Πετροκόβαλη μύλος» βρισκόταν ἕνας νερόμυλος, ὁ ὁποῖος ἀνῆκε, ἄγνωστο ἀπὸ πότε καὶ πῶς εἶχε περιέλθει, στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς. Οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ ἀγνοοῦσαν ὄχι μόνο ὅτι τοὺς ἀνῆκε ὁ μύλος αὐτὸς ἀλλὰ ἀγνοοῦσαν καὶ αὐτὴ ἀκόμα τὴν ὕπαρξή του. Ἔτσι ὄχι μόνο δὲν τὸν ἐκμεταλλεύονταν ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν ἀλλὰ τὸν εἶχαν ἐγκαταλείψει καὶ τὸ κτίσμα  εἶχε καταρρεύσει. Μόλις κατὰ τὸ 1926 οἱ καλόγεροι πληροφορήθηκαν τὴν ὕπαρξή του ἐντελῶς τυχαία καὶ ἀπρόσμενα. Ἕνας κάτοικος τοῦ Δρυμῶνα, ὁ Ἀθανάσιος Γαρυφάλλου, ὁ ὁποῖος γνώριζε τόσο τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν κατάσταση τοῦ μύλου ὅσο καὶ ὅτι ὁ μύλος αὐτὸς ἦταν ἰδιοκτησία τοῦ Μοναστηριοῦ, ἀπευθύνθηκε μὲ αἴτησή του στὸν ἡγούμενο  τῆς Μονῆς Ξενιᾶς. Ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς αἴτηση ἀντλοῦμε ἐνφιαφέρουσες πληροφορίες:

«Πρὸς τὸν πανοσιότατον ἡγούμενον Ξενιᾶς

Αἴτησις Ἀθανασίου Γαρυφάλλου, κατοίκου Δρυμῶνος

Ἐν Δρυμῶνι τῆ 13 Ὀκτωβρίου 1926.

Ἔχω τὴν τιμὴν νὰ ἀναφέρω ὅτι εἰς τὴν θέσιν «Πετροκόβαλη μύλος» περιφερείας Δρυμῶνος εὑρίσκεται κατερειπωμένον κτίριον ἀρχαίου ὑδρομύλου μετὰ γηπέδου ἡμίσεος στρέμματος λειτουργοῦντος πρὸ τεσσαρακονταετίας καὶ πλέον καὶ ἤδη ἴχνη τούτου σώζονται, ἀνῆκον εἰς τὴν Μονὴν Ξενιᾶς.

Τοῦ οἰκήματος τούτου προτίθεμαι νὰ γίνω ἀγοραστὴς καὶ παρακαλῶ ὑμᾶς ἵνα μοὶ χορηγηθῇ καὶ ἡ ὑπηρεσία ἥν ἤθελον ἐγκρίνει εἴτε δι’ ἐκτιμήσεως εἴτε διὰ δημοπρασίας.

Ἐν περιπτώσει δὲ εἰς ἥν δὲν εἶναι δυνατὸν τοῦτο δέχομαι νὰ γίνω ἐνοικιαστὴς διὰ μίαν εἰκοσαετίαν καὶ ἐπὶ τοῦ γηπέδου τούτου νὰ ἀνεγείρω ἰδίαις δαπάναις μύλον διὰ νὰ ἐργασθῶ διὰ τὴν εἰκοσαετίαν ταύτην καὶ μετὰ τὴν λῆξιν τὰ κτίσματα νὰ τὰ παραδώσω εἰς τὴν Μονήν.

Εὐπειθέστατος

Ἀθανάσιος Γαρυφάλλου».

Μία ἰδιαίτερη παρατήρηση, εἰδικὰ γιὰ τὸ σουλτανικὸ αὐτό ἔγγραφο, ἐκτιμῶ ὅτι μπορεῖ νὰ κατατεθεῖ στὸ σημεῖο αὐτὸ μὲ τοὺς προβληματισμοὺς που δημιουργεῖ. Οἱ λέξεις «ὁ ἡγούμενος τοῦ Κωκοτοὺς καὶ ὁ Δαυΐδ ἱερομόναχος» δημιουργοῦν τὴν ὑποψία ὅτι τὸ πάνω Μοναστήρι ἐξακολουθοῦσε καὶ στὰ 1791 νὰ ὑπάρχει. Ὑπῆρχε ἄραγε μόνο μὲ τὸν ἡγούμενο καὶ ἕνα μοναχό, τὸν Δαυΐδ, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι μοναχοὶ ζοῦσαν μόνοι τους στὸ κάτω Μοναστήρι ἤ εἶχαν ἤδη δημιουργηθεῖ δύο μοναστήρια; Τεκμηριωμένη ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα δὲν μπορεῖ νὰ δοθεῖ γιατὶ δὲν ὑπάρχουν τὰ ἀπαραίτητα στοιχεῖα.

 

 

 

[1] Ὁ Νεόφυτος Ζ΄ ἦταν πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὸ 1789 μέχρι τὸ 1794.

[2] «Ὁ ἀντίσπορος»  ἦταν ἕνα εἶδος κατ’  ἔτος πληρωμῆς ἐνοικίου  ἐκ μέρους τοῦ καλλιεργητοῦ ἑνὸς χωραφιοῦ πρὸς τόν ἰδιοκτήτη του.

[3] Εἶναι πρόσωπα ποὺ συχνὰ ἀναφέρονται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Βλ., π.χ.  Ἀριθμοί, 16,1  – 16, 12  -16, ,25 – 16,27, – 26,9 , Δευτερονόμιον 11,6, Ψαλμοί 105,17, Σοφία Σειρὰχ 45,18, Μακκαβαίων Δ  2, 17.

[4] Τὸ πατριαρχικὸ αὐτὸ σιγγίλιο δημοσιεύθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄ (1896), σελ. 653-692, στὴν ἐργασία του μὲ τίτλο Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς.

[5] Δὲν γίνεται πλέον καμία ἀναφορὰ καὶ διάκριση μεταξὺ Μετοχίου τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

[6] Κοκόσι λεγόταν ἡ διοικητικὴ περιφέρεια τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ ποὺ περιλάμβανε τὰ χωριὰ τοῦ Ἁλμυροῦ Κωφοί, Κοκκωτοὶ, Βρύναινα, Πλάτανος, Σούρπη καὶ ἄλλα γειτονικά μὲ αὐτὰ. Τὰ ἀκριβῆ ὅριἀ της, ὡστόσο, δὲν μᾶς εἶναι γνωστά. Ὁ Στέφανος Κομμητᾶς, ὅπως γράφει ὁ ἴδιος στὰ βιβλία του κάτω ἀπὸ τὸ ὄνομά του, καταγόταν «ἐκ χωραρχίας μὲν Κοκοσίου, κώμης δὲ Κωφῶν».

[7] ὑποβρύχιος τῆ στενοχωρίᾳ καὶ πενίᾳ = βουτηγμένος, πνιγμένος στὴ στενοχώρια καὶ στὴ φτώχια.

[8] Τὸ πατριαρχικὸ αὐτὸ σιγγίλιο δημοσιεύθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρειας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄ (1896), σελ. 653-692, ὑπὸ τὸν τίτλο Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς.

[9] ἀκήρατος = ἄθικτος, ἀμιγής, καθαρὸς.

[10] Παλαιότερα ἡ προσωνυμία «Παναγίας Ξενιᾶς» ἀναφερόταν ὡς πρόσθετη ὀνομασία τῆς Μονῆς: «τῆς ἐπικαλουμένης Ξενιᾶς». Τώρα ἡ πρόσθετη αὐτὴ προσωνυμία ἀναφέρεται ὡς ἡ κύρια ὀνομασία τῆς Μονῆς.

[11] Δὲν γίνεται πλέον διάκριση μεταξὺ τῶν μοναχῶν ἐκείνων ποὺ ἐγκαταβίωναν στὴν ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ ἐκείνων ποὺ ζοῦσαν στὰ διάφορα μετόχια του. Δὲν ὑπῆρχαν πλέον διαφωνίες μεταξύ τους. Φαίνεται ὅτι ὅλα γίνονταν ὁμόφωνα.

[12] ἀνείκαστος = ἀκαταμέτρητος

[13] ἄνες  (β΄ πρόσωπο προστακτικῆς ἀορίστου τοῦ ρήματος ἀνίημι) = ἀνάπεμψε, στεῖλε πίσω, ἐγκατάλειψε, χαλάρωσε, συνεκδοχικὰ: λησμόνησε, συγχώρησε.

[14] ἄφες (β΄ πρόσωπο προστακτικῆς ἀορίστου τοῦ ρήματος ἀφίημι) = ἄφησε, ἀπόλυσε, πέταξε, ἀνέξου, συνεκδοχικὰ: ἀδιαφόρησε, συγχώρησε.

[15] ἀντίθες (β΄ πρόσωπο προστακτικῆς ἀορίστου τοῦ ρήματος ἀντιτίθημι) = ἀντιπαράθεσε, ἀντιπαράταξε.

[16] Ὁ σουλτάνος Σελὴμ ὁ Γ’ ἦταν γιὸς τοῦ σουλτάνου Μουσταφᾶ τοῦ Γ΄ καὶ εἶναι γνωστὸς στὴν ἱστορία μὲ τὴν προσωνυμία «μεταρρυθμιστής». Κυβέρνησε τὴν Τουρκία ἀπὸ τὸ 1789 μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς δολοφονίας του, 28 Ἰουλίου 1808. Τὸ ὄνομά του εἶναι συνδεδεμένο μὲ τὴν ἀνίδρυση τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς.

[17] Τὸ ἔγγραφο δημοσιεύθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἑθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Θ΄ (1926), σελ. 130-144, σὲ μία ἐργασία του ὑπὸ τὸν τίτλο «Ἔγγραφα Μονῆς Ξενιᾶς καὶ τῶν χωρίων Βρυνίνης καὶ Κωφῶν Ἁλμυροῦ.»

[18] Τεμεσούκι ἦταν ἕνα εἶδος τουρκικοῦ ἐγγράφου. Τεμεσούκι σημαίνει  παραχωρητήριο, ἄδεια  ἐκμετάλλευσης ἐσοδείας, μισθωτήριο, ἐνοικιαστήριο. Ἀπόλυτος κύριος καὶ ἰδιοκτήτης κάθε τεμαχίου γης θεωροῦνταν ὁ Σουλτάνος, κατὰ παραχώρηση του ὁποίου, «δυνάμει ταπίου καὶ τεμεσουκίου», γίνονταν ἐκμεταλλευτὲς ὅλοι οἱ ἄλλοι, πληρώνοντας «πρὸς τὸν Κύριον τῆς γῆς», τὸν Σουλτάνο ἤ τὸν ἀντιπρόσωπό του, τὸν καθορισμένο φόρο, «δέκατον καὶ δικαίωμα»

[19] Κύριος τῆς γῆς θεωροῦνταν ὁ Σουλτάνος.

[20] ἀκαλλιέργητους

[21] Καλλιεργείας, σπορᾶς.

[22] Οἱ μῆνες τοῦ ὀθωμανικοῦ ἡμερολογίου εἶναι σεληνιακοί. Τέλη τῆς σελήνης  Ραμπὶ -οὔλ -ἀχὴρ σημαίνει τέλος τοῦ μῆνα Ραμπὶ -οὔλ -ἀχήρ. Ὁ μήνας Ραμπὶ -οὐλ -ἀχὴρ εἶναι ὁ τέταρτος μήνας τοῦ ὀθωμανικοῦ ἡμερολογίου καὶ ἔχει 29 ἡμέρες.

[23] «Τὰ τέλη τῆς σελήνης Ραμπὶ – οὔλ ἀχήρ τοῦ 1206» τοῦ ὀθωμανικοῦ ἡμερολογίου  ἀντιστοιχοῦν μὲ τὴν χρονολογία  26 Δεκεμβρίου 1791 τοῦ χριστιανικοῦ ἡμερολογίου.

[24] Εἶναι ἀδιευκρίνιστη ἡ «τοποθέτηση» αὐτὴ τοῦ ἐπιστολογράφου ὅτι ἡ γνωστὴ Εἰκόνα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ἡ ὁποία ἑορταζόταν στὴν ἑορτὴ τῆς Ἀπόδοσης τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, 23 Αὐγούστου, «ἐκπροσωπεῖ τὰ Εἰσόδια» τῆς Θεοτόκου.

[25] Εἶναι τὸ ἔτος τῆς μεταφορᾶς τῆς ἕδρας τοῦ Μοναστηριοῦ στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου.