Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος εικοστό πέμπτο)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Ἡ  ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ Παναγίας Ξενιᾶς)

(συνέχεια απο τα προηγούμενα)

Ἡ ἀρχὴ δύο νέων ξεχωριστῶν ἱστοριῶν (β΄ μέρος)

  1. Ἵδρυση  «Ἀνδρώας Ἄνω Ἱερᾶς Μονῆς Ζωοδόχου Πηγῆς Ξενιᾶς»

Ἡ κατὰ τὸν παραπάνω τρόπο μετατροπὴ τῆς «Ἀνδρώας Ἱερᾶς Μονῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ξενιᾶς» σὲ γυναικεία δημιούργησε μερικὰ προβλήματα. Οἱ ἄνδρες μοναχοί, οἱ ὁποῖοι μέχρι τὴν παραπάνω μετατροπὴ ἀνῆκαν καὶ μόναζαν στὴ Μονὴ αὐτὴ, ἔπρεπε νὰ καταταχθοῦν καὶ ὑπαχθοῦν σὲ κάποια ἄλλη μονή.

Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἀποφασίστηκε ἡ ἵδρυση μιᾶς ἄλλης μονῆς, ἀνδρώας. Ὡστόσο ἡ ὑπόθεση παρέμεινε σὲ ἐκκρεμότητα ἐπὶ τρία χρόνια. Ἡ σύσταση τῆς συμβολαιογραφικῆς πράξης τοῦ 1961, τὴν ὁποία ἀναφέραμε προηγουμένως, ὑποδηλώνει ὅτι ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑπάρχει ἡ «Ἀνδρώα Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ξενιᾶς».

Ἡ ἵδρυση ἄλλης μονῆς, ἀνδρώας, πραγματοποιήθηκε μὲ τὴν ὑπ’ ἀριθμ. 45855 ἀπόφαση τῆς 5 Μαΐου 1962 τοῦ τότε Ὑπουργοῦ Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων.

Παραθέτουμε τὸ κείμενο τῆς σχετικῆς αὐτῆς ὑπουργικῆς ἀπόφασης, ὅπως δημοσιεύθηκε στὸ δεύτερο τεῦχος του 174 Φ.Ε.Κ. τῆς   18 Μαΐου 1962, προκειμένου νὰ κάνουμε τὰ ἀπαραίτητα σχόλια:

«Ἀριθ. 45855 καὶ 45856

Περὶ ἱδρύσεως Ἱερῶν Μονῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΘΝ. ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ

Λαβόντες ὑπ’ ὄψει τὰς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 23 τοῦ Νόμου 671/1943, τὴν ὑπ’ ἀριθ. 26/30.3.1959 γνωμοδότησιν τοῦ Νομικοῦ Συμβουλίου τοῦ καθ’ ἡμᾶς Ὑπουργείου καὶ τὰς ὑπ’ ἀριθ. 1122/4.4.62 καὶ 1165/9.4.62 προτάσεις τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος, περιελθούσας ἡμῖν διὰ τῶν ὑπ’ ἀριθ. 886/367/19.4.62 καὶ 903/370/19.4.62 ἐγγράφων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀποφασίζομεν:

Ἱδρύομεν τὰς κάτωθι Ἱερὰς Μονὰς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος ἄνευ οὐδεμιᾶς ἐπιβαρύνσεως τοῦ Ο.Δ.Ε.Π.: 1) Ἀνδρώαν Ἄνω Ἱερὰν Μονὴν, Ζωοδόχου Πηγῆς Ξενιᾶς, καὶ 2) Γυναικείαν Ἱερὰν Μονὴν ἐν Μακρυνίτσῃ Βόλου ὑπὸ τὴν ἐπωνυμίαν «Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νέος».

Ἐν Ἀθήναις τῇ 5 Μαΐου 1962

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ

ΓΡ. ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ»

 

Τὸ γεγονὸς τῆς δημοσίευσης τῆς παραπάνω ὑπουργικῆς ἀπόφασης εἶχε ὡς τελικὸ ἀποτέλεσμα, γιὰ πρώτη φορὰ ἐπισήμως, νὰ ὑπάρχουν δὺο ἀναγνωρισμένες μονὲς μὲ βασικὸ κοινὸ συστατικὸ στοιχεῖο τῆς προσωνυμίας τους τὸ «Ξενιά» καὶ μὲ μία καὶ ἑνιαία κτιριακὴ καὶ κτηματικὴ περιουσία.

Ὡστόσο, ὅμως, ὅπως ἡ γυναικεία «Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ξενιᾶς» εἶχε μία ἀστήρικτη,  ἀδικαιολόγητη καὶ μὴ ἀνταποκρινόμενη στὴν πραγματικότητα ὀνομασία, γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἀναφέρθηκαν πιὸ πάνω, ἔτσι καὶ ἡ νεοϊδρυμένη «Ἀνδρώα Ἄνω Ἱερὰ Μονὴ Ζωοδόχου Πηγῆς Ξενιᾶς» ἔλαβε μὲ τὴν ἱδρυτικὴ της πράξη μία ὀνομασία ἐπίσης ἀστήρικτη ἱστορικὰ καὶ δεοντολογικά, παντελῶς ἀδικαιολόγητη καὶ μὴ ἀνταποκρινόμενη στὴν πραγματικότητα.

Πρώτη καὶ βασικὴ ὑπέρβαση καὶ παραποίηση τῆς ὑπάρχουσας πραγματικότητας εἶναι τὸ κύριο μέρος τῆς ὀνομασίας: «Ἱερὰ Μονὴ Ζωοδόχου Πηγῆς». Δὲν γνωρίζουμε ποιοὶ λόγοι ὁδήγησαν στὴν ἐπιλογὴ τοῦ βασικοῦ αὐτοῦ τμήματος τῆς ὀνομασίας. Γεγονός, ὡστόσο, εἶναι ὅτι ἡ ὀνομασία αὐτὴ δὲν ἔχει καμία σχέση οὔτε μὲ τὴν πραγματικότητα, οὔτε μὲ τὴν ἱστορία τῆς Μονῆς, οὔτε μὲ τὴν ὑπερχιλιόχρονη τοπικὴ παράδοση καὶ τὸ παρελθόν της. Οὐδέποτε ἀναφέρθηκε ἤ χρησιμοποιήθηκε ἡ ὀνομασία «Ζωοδόχος Πηγή» γιὰ τὸ Μοναστήρι αὐτό.

Δεύτερη ὑπέρβαση, ποὺ γίνεται καὶ στὴν περίπτωση αὐτή, εἶναι καὶ πάλι ἡ προσθήκη τῆς προσωνυμίας «Ξενιά». Ἡ ὀνομασία «Ζωοδόχος Πηγὴ Ξενιᾶς» δὲν ὑπῆρξε ποτὲ γιὰ τὸ Μοναστήρι αὐτὸ καὶ δὲν χρησιμοποιήθηκε. Τὰ δύο συνθετικὰ τῆς ὀνομασίας τμήματα, «Ζωοδόχος Πηγὴ» καὶ «Ξενιὰ», δὲν συνδέονται μὲ κανένα τρόπο οὔτε ἱστορικά, οὔτε παραδοσιακὰ μὲ τὴ συγκεκριμένη Μονή. Οὔτε ὑπῆρξε ποτὲ στὸ Μοναστήρι αὐτό μία «κειμηλιακὴ εἰκόνα» «Ζωοδόχου Πηγῆς» ὥστε νὰ δίνει τὸ δικαίωμα μιᾶς παρόμοιας ὀνοματοσίας.

Ἡ  ὀνοματοδότρα εἰκόνα τῆς «βρεφοκρατούσας» «Παναγίας Ξενιᾶς» δὲν ἔχει κάποια εἰκονογραφικὴ σχέση μὲ τὴν  παραδοσιακὴ ἀπεικόνιση τῆς «Ζωοδόχου Πηγῆς». Ἡ ἱστορία καὶ τὸ ὑπερχιλιόχρονο παρελθὸν τῆς Μονῆς αὐτῆς δὲν δίνουν καμία δυνατότητα ὥστε νὰ μποροῦν νὰ συνυπάρχουν, συμπληρωματικὰ μεταξύ τους, σὲ μία καὶ τὴν αὐτὴ ὀνομασία τὸ «Ζωοδόχος Πηγὴ» καὶ τὸ «Ξενιά».

Περιττὸς, βεβαίως, στὴ συγκεκριμένη ὀνομασία τοῦ Μοναστηριοῦ, εἶναι καὶ ὁ τοπικὸς προσδιορισμὸς «Ἄνω», ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε ἄλλη μονὴ ὁμώνυμος Μονὴ ποὺ νὰ λέγεται «Κάτω Ἱερὰ Μονὴ Ζωοδόχου Πηγῆς Ξενιᾶς». Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν χαρακτηρισμὸ «Ἀνδρώα», ἐνσωματωμένο στὴν ὀνομασία του, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε καὶ ἄλλη ὁμώνυμος «Γυναικεία» μονή.

Πέραν ἀπὸ τὶς παραπάνω παρατηρήσεις πρέπει νὰ ἀναφέρουμε καὶ ἕνα ἄλλο γεγονὸς ποὺ δημιουργεῖ νέους προβληματισμούς. Στὶς 5 Μαΐου 1962, σύμφωνα μὲ τὴν παραπάνω ὑπουργικὴ ἀπόφαση ἱδρύθηκε ἡ «Ἀνδρώα Ἄνω Ἱερὰ Μονὴ Ζωοδόχου Πηγῆς Ξενιᾶς». Ὡστόσο δύο μῆνες περίπου πρίν, στὴν ὑπ’ ἀριθμ. 12678/21-3-1962 συμβολαιογραφικὴ πράξη τοῦ συμβολαιογράφου Γεωργίου Παπαδοπούλου, παρουσιάζεται νὰ εἶναι καὶ νὰ ὑπογράφει ὡς ἡγούμενος τῆς ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ Ἁλμυροῦ Μονῆς Ξενιᾶς, «κατοικῶν ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Ξενιᾶς, ἐκπροσωπῶν ἐν προκειμένῳ τὴν Ἱερὰν Μονὴν Ξενιᾶς καὶ δι’ αὐτὴν συμβαλλόμενος ἐν τῷ παρόντι, ἐξουσιοδοτηθεὶς πρὸς τοῦτο δυνάμει τῆς ὑπ’ ἀριθ. 56/15 Μαρτίου 1962 ἀποφάσεως τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου τῆς Ἱερᾶς ταύτης Μονῆς».

 

 

  1. Μετατροπὴ τῆς «Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς» σὲ ἀνδρώα

Ἡ γυναικεία «Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ξενιᾶς», ποὺ δημιουργήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 1959, ὕστερα ἀπὸ μετατροπὴ τῆς μέχρι τότε ἀνδρώας, ὑπῆρξε, ἔχοντας τὴν παραπάνω ὀνομασία, ἐπὶ τέσσερα χρόνια, μέχρι καὶ τὸ 1963.

Στὶς 19 Ὀκτωβρίου τοῦ 1963, μὲ ἀπόφαση τοῦ τότε Ὑπουργοῦ Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων, ποὺ ἐκδόθηκε ὕστερα ἀπὸ τὴν ὑπ’  ἀριθμὸν 2146/757/23.9.1963 πρόταση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία πρόταση στηριζόταν στὴν ὑπ’ ἀριθμόν Δ.Υ./14.9.1963 πρόταση τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος, ἡ «Γυναικεία Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος» μετατράπηκε καὶ πάλι εἰς ἀνδρώαν.

Μία πρώτη ἀπαραίτητη παρατήρηση καὶ ἀναγκαία διευκρίνιση εἶναι ὅτι ἄν καὶ ἡ ὑπουργικὴ ἀπόφαση ἀναφέρεται σαφῶς σὲ «Γυναικεία Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» εἶναι πασιφανὲς ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν ἱδρυθεῖσα τὸ 1959 «Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ξενιᾶς». Δὲν ὑπῆρχε «Γυναικεία Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» ὥστε νὰ μετατραπεῖ σὲ ἀνδρώα. Ὑπῆρχε μόνο ἡ «Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ξενιᾶς».

Ὡστόσο, ἡ νέα αὐτὴ μετατροπή, παρὰ τὸ παραπάνω παρατηρούμενο ἀνακόλουθο τῶν διαφορετικῶν ἀνύπαρκτων ὀνομασιῶν, διέκοψε τὸ τετράχρονο διάλειμμα κατὰ τὸ ὁποῖο ἡ «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» ὑπῆρξε ὡς γυναικεία μονή.

Θὰ μποροῦσε, λοιπόν, ἡ ἐπαναμετατροπὴ αὐτὴ νὰ θεωρηθεῖ ὅτι ἐπανέφερε τὴν ὑπερχιλιόχρονη ἱστορία, ποὺ εἶχε διακοπεῖ, παρουσιάζοντας ἕνα κενὸ τεσσάρων χρόνων, στὴν γνώριμη ροὴ καὶ μορφή της. Δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ γίνει αὐτὴ ἡ παρατήρηση ἀφοῦ πλέον, μετὰ τὴν παραπάνω μετατροπή, ὑπῆρχαν δύο ἀνδρῶες μονές μὲ ὀνομασίες στὶς ὁποῖες κυρίαρχο, οὐσιαστικὸ καὶ καθοριστικὸ στοιχεῖο τῆς προσωνυμικῆς ταυτότητάς τους, ἦταν τὸ «Ξενιά».

Ἔτσι παρουσιάζονται νὰ ὑπῆρχαν, ἔστω τυπικά, γιατὶ οὐσιαστικὰ ἦταν ἐκτὸς πραγματικότητας, ταυτόχρονα δύο μονές, σύμφωνα μὲ τὶς ὑπάρχουσες καὶ ἰσχύουσες ὑπουργικὲς ἀποφάσεις, δημοσιευμένες στὴν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως, ἡ ἱδρυμένη στὶς 18 Μαΐου 1962 «Ἀνδρώα Ἄνω Ἱερὰ Μονὴ Ζωοδόχου Πηγῆς Ξενιᾶς» καὶ ἡ ἐξ (ἀνα)μετατροπῆς τῆς «Γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς» εἰς «ἀνδρώαν», «Ἀνδρώα Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς», ἄν καὶ καμία ἀπὸ τὶς δύο δὲν εἶχε σωστὴ καὶ ἀνταποκρινόμενη στὴν πραγματικότητα ὀνομασία. Τὸ κύριο καὶ βασικό συστατικὸ στοιχεῖο «Κοίμησις τῆς Θεοτόκου» ἀπουσιάζει ἐντελῶς.

Παραθέτουμε τὸ κείμενο τῆς σχετικῆς ὑπουργικῆς ἀπόφασης:[1]

«Ἀριθ. 103815/108128

Περὶ μετατροπῆς εἰς ἀνδρώαν τῆς γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος καὶ εἰς γυναικείαν τῆς ἀνδρώας Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου – Κορησσοῦ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Καστορίας.

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΘΝ. ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ

Ἔχοντες ὑπ’ ὄψει τὰς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 23 τοῦ Νόμου 671/1943 «περὶ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», τὰς ὑπ’ ἀριθ. 2146/757/23.9.1963 καὶ 2216/775/24.9.1963 προτάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στηριζομένας ἀντιστοίχως εἰς ὁμοίας ὑπ’ ἀριθ. Δ.Υ./14.9.1963 τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος καὶ Δ.Υ./23.9.1963 τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Καστορίας καὶ τὴν ὑπ’ ἀριθ. 29/30.3.1959 γνωμοδὀτησιν τοῦ Νομικοῦ Συμβουλίου τοῦ καθ’ ἡμᾶς Ὑπουργείου, ἀποφασίζομεν:

Μετατρέπομεν τὴν Γυναικείαν Ἱερὰν Μονὴν Ξενιᾶς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος εἰς ἀνδρώαν καὶ τὴν ἀνδρώαν Ἱερὰν Μονὴν  Ἁγίου Νικολάου τῆς κοινότητος Ἁγίου Νικολάου – Κορησσοῦ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Καστορίας εἰς γυναικείαν, ἄνευ οὐδεμιᾶς τοῦ Ο.Δ.Ε.Π. ἐπιβαρύνσεως.

Ἐν Ἀθήναις τῇ 19 Ὀκτωβρίου 1963

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ

ΙΩΑΝ.  ΣΟΝΤΗΣ».

Ἡ παραπάνω ἀπόφαση «περὶ μετατροπῆς εἰς ἀνδρώαν τῆς γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος» κοινοποιήθηκε «πρὸς τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Δημητριάδος» στὶς 4 Δεκεμβρίου 1963, μὲ τὸ ἑξῆς ἔγγραφο τοῦ Ὑπουργείου Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων»:

«ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΕΘΝ. ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ

Ἐν Ἀθήναις τῇ 4  – 12  – 1963

Ἀριθ. πρωτ. 103815/108128

Πρὸς τὸν Σεβ. Μητροπολίτην Δημητριάδος

Εἰς Βόλον

Θέμα: Κοινοποίησις δημοσιευθείσης ἀποφάσεως μετατροπῆς εἰς ἀνδρώαν τῆς Ἱ. Μονῆς Ξενιᾶς.

Ἔχομεν τὴν τιμὴν νὰ γνωρίσωμεν ὑμῖν, ὅτι διὰ ταὐταρίθμου ὑπουργικῆς ἀποφάσεως ἐκδοθείσης κατὰ τὰς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 23 τοῦ νόμου 671/1943 «περὶ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» τὴν 19/10/63 καὶ δημοσιευθείσης ἐν τῷ ὑπ’ ἀριθ. 493 Φ.Ε.Κ. (τεῦχος Β΄) τὴν 2/11/63 μετετράπη ἡ γυναικεία Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς τῆς καθ’ ὑμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως εἰς ἀνδρώαν τοιαύτην ἄνευ οὐδεμιᾶς ἐπιβαρύνσεως τοῦ Ο.Δ.Ε.Π.

Ὁ Τμηματάρχης Θρησκευμάτων

Δ. ΚΟΛΟΒΟΠΟΥΛΟΣ»

 

  1. Μετατροπὴ τῆς «Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς» σὲ γυναικεία

Τὸ παραπάνω συνεχῶς μετατρεπόμενο καθεστὼς τῆς «Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς» μετατράπηκε, γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, ὕστερα ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1970.

Ἡ νέα μετατροπή, τούτη τὴ φορά, πραγματοποιήθηκε ὄχι πλέον μὲ ἁπλὴ ὑπουργικὴ ἀπόφαση, ἀλλὰ μὲ Βασιλικὸ Διάταγμα, τὸ ὁποῖο ἐκδὸθηκε «ἐν ὀνόματι τοῦ Βασιλέως τῶν Ἑλλήνων» Κωνσταντίνου, ὑπογράφηκε ἀπὸ τὸν ἀντιβασιλέα Γεώργιο Ζωϊτάκη καὶ προσυπογράφηκε ἀπὸ τὸν ἁρμόδιο «ἐπὶ τῆς Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων Ὑπουργὸ» Νικήτα Σιώρη.

Τὸ Βασιλικὸ Διάταγμα ἦταν τὸ ὑπ’ ἀριθμὸν 686 τῆς 30 Ὀκτωβρίου 1970 καὶ περιλάμβανε ἕνα καὶ μόνο ἄρθρο: «Μετατρέπομεν τὴν ἀνδρῶαν Ἱερὰν Μονὴν Ξενίας τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος εἰς Γυναικείαν τοιαύτην».

Τὸ Διάταγμα δημοσιεύθηκε στὸ πρῶτο τεῦχος τῆς Ἐφημερίδας τῆς Κυβερνήσεως[2] καὶ ἐκδόθηκε «προτάσει τοῦ ἐπὶ τῆς Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων Ὑπουργοῦ».

Τὴ φορὰ αὐτή, ἐπὶ πλέον, ἡ νέα μετατροπὴ στηριζόταν, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς σχετικὲς διατάξεις τοῦ «Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» καὶ τὶς σύμφωνες γνῶμες τῆς «Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» καὶ τοῦ «Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος», καὶ στὴν ὑπ’ ἀριθμὸν 582/1970 γνώμη τοῦ «Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας».

Ὡστόσο καὶ αὐτὴ τὴ φορά, παρ’ ὅλη τὴν ἐπισημότερη διαδικασία ποὺ ἀκολουθήθηκε,  ἀφοῦ στηρίχθηκε καὶ σὲ σύμφωνο γνώμη τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, ὑπῆρξαν καὶ πάλι λάθη, ἴσως τούτη τὴ φορὰ ἐσκεμμένα, – καὶ πιστεύω χωρίς καμία ὑπεύθυνη ἐπίσημη εἰσήγηση – στὴν ὀνομασία τοῦ Μοναστηριοῦ.

Τὸ Μοναστἠρι ὀνομάζεται, αὐθαίρετα καὶ καταχρηστικά, «Μονὴ Ξενίας» ἀντὶ τοῦ καθιερωμένου «Μονὴ Ξενιᾶς». Φαίνεται  ὅτι κάποιοι «αὐθεντίζοντες», διαγράφοντας δικτατορικὰ τὴν ὑπερχιλιόχρονη λαϊκὴ παράδοση καὶ τὴν γλωσσοπλαστικὴ λαϊκὴ σοφία, θέλησαν νὰ ἐνισχύσουν νομοθετικὰ καὶ νὰ καθιερώσουν ἐπισήμως τὴν ἄποψη ὅτι τὸ «Ξενιὰ» εἶναι λάθος καὶ   ἀπρεπὲς καὶ ὅτι τὸ σωστὸ εἶναι «Ξενία», ὅπως ὁ «Ξένιος Ζεύς».

Ἐπειδὴ δὲ, ἴσως, τὸ «Παναγία Ξενία» δὲν τοὺς φαινόταν εὔηχο παρέλειψαν καὶ τὸ «Παναγία» καὶ τὸ «Ἱερὰ» καὶ ἀντὶ «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενίας», ὀνόμασαν τὸ Μοναστήρι  ἁπλὰ «Μονὴ Ξενίας», δηλαδὴ «Μονὴ Φιλοξενίας»!.

Παραθέτουμε τὸ κείμενο τοῦ σχετικοῦ Βασιλικοῦ Διατάγματος:

«Β. ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ’  ΑΡΙΘ. 686

Περὶ μετατροπῆς τῆς ἀνδρώας Ἱερᾶς Μονῆς Ξενίας τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος εἰς Γυναικείαν τοιαύτην.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Ἔχοντες ὑπ’ ὄψει: 1) Τὰς διατάξεις τῶν ἄρθρων 10 παράγρ. 3  περίπτ. ΙΕ΄ καὶ 33 παράγρ.  4 τοῦ Ν. Δ/τος ὑπ’ ἀριθ. 126/17.2.1969 (Φ.Ε.Κ.  27 τ.Α΄) «περὶ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», 2) τὴν γνώμην τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, διαλαμβανομένην ἐν τῷ ἄρθρῳ 142/2633/1472/7.5.1970 ἐγγράφῳ αὐτῆς, 3) τὴν γνώμην τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος, διαλαμβανομένην ἐν τοῖς ὑπ’ ἀριθ. 5436/30.12.1969 καὶ 1685/21.4.1970 ἐγγράφοις αὐτοῦ, 4) τὴν ὑπ’ ἀριθ. 582/1970 γνώμην τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, προτάσει τοῦ Ἡμετέρου ἐπὶ τῆς Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων Ὑπουργοῦ, ἀπεφασίσαμεν καὶ διατάσσομεν:

Ἄρθρον μόνον

Μετατρέπομεν τὴν ἀνδρῶαν Ἱερὰν Μονὴν Ξενίας τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος εἰς Γυναικείαν τοιαύτην.

Εἰς τὸν αὐτὸν ἐπὶ τῆς Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων Ὑπουργὸν, ἀνατίθεμεν τὴν δημοσίευσιν καὶ ἐκτέλεσιν τοῦ παρόντος Διατάγματος.

Ἐν Ἀθήναις τῇ 14 Ὀκτωβρίου 1970

Ἐν ὀνόματι τοῦ Βασιλέως

Ο ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΕΥΣ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΩΪΤΑΚΗΣ

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

ΝΙΚΗΤΑΣ ΣΙΩΡΗΣ»

 

  1. Ἡ συνεχὴς σύγχυση γιὰ τὶς ὀνομασίες τῶν δύο μοναστηριῶν τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» καὶ ἡ ἀνυπαρξία ἐπισήμως καθιερωμένων παραδεκτῶν ὀνομασιῶν

Ἀνακεφαλαιώνοντας ὅλες τὶς παραπάνω ἀλλεπάλληλες μετατροπές, καὶ ἀσχέτως μὲ τὶς παραλείψεις, τὶς ἀτυπίες, τὰ κενὰ καὶ τὶς ἀκυρολεξίες ποὺ σημειώθηκαν, κυρίως ὡς πρὸς τὴν ὀνομασία του, καταγράφουμε, ὡς ἕνα τμῆμα τῆς ἱστορίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, τὰ παρακάτω:

Στὶς 28 Μαΐου 1959 τὸ Μοναστήρι τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» ἤ «Παναγίας Κισσιώτισσας» ἤ «Παναγίας Ξενιᾶς», τὸ ὁποῖο εἶχε ἱδρυθεῖ στὴν ὀρεινὴ περιοχὴ τῆς Ὄρθρης τοῦ Ἁλμυροῦ κατὰ τὸ ἔτος 647, ἀφοῦ ὑπῆρξε καὶ δραστηριοποιήθηκε ἐπὶ χίλια τριακόσια δώδεκα (1312) χρόνια, ὡς ἀνδρικὸ μοναστήρι, μετατράπηκε σὲ γυναικεῖο.

Ὡς γυναικεῖο πλέον μοναστήρι ὑπῆρξε «τυπικὰ» ἐπὶ τέσσερα χρόνια, τέσσερις μῆνες καὶ εἴκοσι μία ἡμέρες, ἀπὸ τὶς 28 Μαΐου 1959 μέχρι τὶς  19 Ὀκτωβρίου 1963, ἡμερομηνία κατὰ τὴν ὁποία ἀπὸ γυναικεῖο μετατράπηκε πάλι σὲ ἀνδρικό.

Λέμε παραπάνω ὅτι ὑπῆρξε «τυπικὰ», ἐννοῶντας σύμφωνα μὲ τὶς σχετικὲς ὑπουργικὲς ἀποφάσεις, γιατὶ στὸ μεταξὺ τῶν δύο παραπάνω ἡμερομηνιῶν, 28/5/1959 καὶ 19/10/1963, χρονικό διάστημα ἱδρύθηκε καὶ ὁμώνυμο ἀνδρικὸ μοναστήρι, στὶς 5 Μαΐου 1962. Τὸ «τυπικὰ» ἐνισχύεται καὶ ἐπιβεβαιώνεται ἀκόμη περισσότερο γιατὶ στὸ ἴδιο χρονικὸ διάστημα τῆς παραπάνω «τυπικῆς» ὕπαρξης τοῦ Μοναστηριοῦ ὡς γυναικείου δὲν ἔπαυσε νὰ ὑπάρχει «οὐσιαστικὰ» τὸ ἀνδρικὸ μοναστήρι καὶ πρὶν τὴν κατὰ τὸ 1962 ἵδρυσή του, ἀφοῦ, ἕνα χρόνο προηγουμένως, κατὰ τὸ 1961, παρουσιάζεται νὰ ὑπογράφει ἐπίσημη συμβολαιογραφικὴ πράξη ὁ ἡγούμενος τοῦ ἀνδρικοῦ Μοναστηριοῦ.

Στὶς 5 Μαΐου 1962, λοιπόν, «ἱδρύθηκε» «Ἀνδρώα Ἄνω Ἱερὰ Μονὴ Ζωοδόχου Πηγῆς Ξενιᾶς». Ἔτσι «τυπικά», γιὰ τὸ χρονικὸ διάστημα 5/5/1962 – 19/10/1963, ὑπάρχουν δύο μοναστήρια, ἕνα ἀνδρικὸ καὶ ἕνα γυναικεῖο μὲ βασικὸ στοιχεῖο τῆς ὀνομασίας τους τὸ «Παναγία Ξενιά».

Στὶς 19 Ὀκτωβρίου 1963 τὸ Γυναικεῖο Μοναστἠρι τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» μετατράπηκε σὲ ἀνδρικό, ἄν καὶ δεκαοκτὼ  μῆνες νωρίτερα, στὶς 5/5/1962, εἶχε ἱδρυθεῖ, καὶ ἑπομένως ὑπῆρχε, ἀνδρικὸ μοναστήρι «Παναγίας Ξενιᾶς». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι «τυπικὰ» ἀπὸ τὶς 19 Ὀκτωβρίου 1963 «ὑπάρχουν» δύο ἀνδρικὰ μοναστήρια «Παναγίας Ξενιᾶς», ἡ «Ἀνδρώα Ἄνω Ἱερὰ Μονὴ Ζωοδόχου Πηγῆς Ξενιᾶς» καὶ ἡ «Ἀνδρώα Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς», χωρὶς νὰ ὑπάρχει τὸ γυναικεῖο.

Τὸ ἰδιότυπο αὐτὸ καθεστὼς τῆς «τυπικῆς» ὕπαρξης  δύο ἀνδρικῶν μοναστηριῶν «Παναγίας Ξενιᾶς» καὶ ἀνυπαρξίας γυναικείου διάρκεσε ἐπὶ ἑπτὰ χρόνια, ἀπὸ 19 Ὀκτωβρίου 1963 μέχρι 30 Ὀκτωβρίου 1970. Τότε ἡ «Ἀνδρῶα Ἱερὰ Μονὴ Ξενίας» μετατράπηκε σὲ «Γυναικεία Ἱερὰ Μονὴ Ξενίας».

Ἀπὸ τὴν παραπάνω, τῆς 30 Ὀκτωβρίου 1970, τελευταία πράξη μετονομασίας δὲν γίνεται φανερὸ ποιὸ ἀπὸ τὰ «τυπικῶς ὑπάρχοντα» δύο ἀνδρικὰ μοναστήρια τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» μετατράπηκε σὲ γυναικεῖο.

Θεωρῶντας  ὅλες τὶς παραπάνω παρατυπίες καὶ παραλείψεις δευτερεύουσας σημασίας καὶ ἀδιάφορες γιὰ τὸν οὐσιαστικὸ καὶ κύριο σκοπὸ τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς ἀλλὰ χρήσιμες γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ καταγραφές, καταλήγουμε ὅτι τελικὰ ἀπὸ τὶς 30 Ὀκτωβρίου 1970 άρχίζουν νὰ ὑπάρχουν δύο μοναστήρια, ἕνα ἀνδρικὸ καὶ ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι μὲ βασικὸ στοιχεῖο στὴν ὀνομασία τους τὸ στοιχεῖο «Παναγία Ξενιά», τὰ ὁποῖα προῆλθαν ἀπὸ τὸ ἕνα καὶ μόνο ἀρχικὰ Μοναστήρι, τὸ Μοναστήρι τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» ἤ Μοναστἠρι τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας», τὸ καὶ «Παναγίας Ξενιᾶς» ἐπονομαζόμενον.

 

  1. Ὁ διαχωρισμὸς τῶν Δύο Μοναστηριῶν Παναγίας Ξενιᾶς

καὶ τὰ προβλήματα ποὺ προκύπτουν

Ἕνα ἀπὸ τὰ προβλήματα ποὺ δημιουργήθηκαν ἀπὸ ὅλες τὶς παραπάνω ἀλλεπάλληλες, κανονικὲς ἤ ἀμφιλεγόμενες, διαδικασίες μετατροπῆς καὶ ἀναμετροπῆς, ἵδρυσης καὶ ἀλλαγῆς ὀνομασίας, ἦταν τὸ πρόβλημα τῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ. Σὲ ποιὸ ἀπὸ τὰ δύο μοναστήρια τὰ ὁποῖα τελικὰ δημιουργήθηκαν, μὲ τὸν τρόπο ποὺ δημιουργήθηκαν ὅπως παραπάνω ἀναφέρθηκε,  ἀνῆκε ἡ τεράστια περιουσία ποὺ ὑπῆρχε στὸ ἕνα καὶ μόνο ἀρχικὰ Μοναστήρι;

Μὴν θέλοντας νὰ τοποθετηροῦμε ὡς πρὸς τὸ πρόβλημα αὐτό, ἀναφέρουμε ὅτι ἡ περιουσία τελικὰ περιῆλθε στὴ Γυναικεία Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς. Ἔτσι ἡ «Ἄνω» Μονὴ, ἡ Ἀνδρώα Μονὴ Ξενιᾶς, ἔμεινε χωρὶς κανένα περιουσιακὸ στοιχεῖο καὶ ἀντιμετώπιζε προβλήματα ἐπιβίωσης.

Στὶς 30 Νοεμβρίου 1970 ἔγινε ἡ πρώτη ἀρχή, ὅπως ἐμμέσως ὑποδηλώνεται ἀπὸ τὸ παρακάτω ἔγγραφο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ μέχρι τότε ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ἀρχιμανδρίτης Καλλίνικος Μεταξογένης παρέδωσε τὰ καθήκοντα τοῦ ἡγουμένου  «καθὼς καὶ ἅπασαν τὴν διαχείρισιν τῆς τε  κινητῆς καὶ ἀκινήτου περιουσίας αὐτῆς, τὸ ταμεῖον, τὰ διαχειριστικὰ βιβλία, τὴν ἀλληλογραφίαν, ὡς καὶ τὰ ἐν ταῖς ἀποθήκαις ταύτης εὑρισκόμενα, δημητριακοὺς καρπούς, ἔλαιον, τρόφιμα, γεωργικὰ ἐργαλεῖα» εἰς τὴν ἡγουμένην μοναχή Νυμφοδώρα Πατρινάκου:

«ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ

ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΞΕΝΙΑΣ

ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ

                                    Ἐν Ἱερᾷ Μονῇ Ξενιᾶς τῇ 30 Νοεμβρίου 1970

Πρὸς τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Δημητριάδος κ. κ. Ἠλίαν, Βόλον

 

Εἰς ἐκτέλεσιν τοῦ ὑπ’ ἀριθ. 3918 καὶ ἀπὸ 16.11.1970 διορισμοῦ μου, εὐσεβάστως γνωρίζω τῇ Ὑμετέρᾳ Σεπτῇ μοι Σεβασμιότητι ὅτι ἀνέλαβον ἀπὸ τῆς 18 Νοεμβρίου ἐ. ἔ. τὰ ἀνατιθέντα μοι καθήκοντα τῆς Ἡγουμένης τῆς Σεβασμίας Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς καθὼς καὶ ἅπασαν τὴν διαχείρισιν τῆς τε  κινητῆς καὶ ἀκινήτου περιουσίας αὐτῆς, τὸ ταμεῖον, τὰ διαχειριστικὰ βιβλία, τὴν ἀλληλογραφίαν, ὡς καὶ τὰ ἐν ταῖς ἀποθήκαις ταύτης εὑρισκόμενα, δημητριακοὺς καρπούς, ἔλαιον, τρόφιμα, γεωργικὰ ἐργαλεῖα, παρέλαβον παρὰ τοῦ προηγουμένου πανοσιωτάτου ἀρχιμανδρίτου Καλλινίκου Μεταξογένη, διὰ δύο πρακτικῶν πρωτοκόλλων παραλαβῆς.

Μετὰ βαθυτάτου σεβασμοῦ

Εὐπειθεστάτη

Ἡ Ἡγουμένη

(Τ.Σ.Υ.)

Νυμφοδώρα Πατρινάκου».

 

Ἡ προσεκτικὴ ἀνάγνωση τοῦ παραπάνω ἐγγράφου ὑποδηλώνει ὅτι ὁ τίτλος «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς», ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς ἀλλεπάλληλες μετατροπὲς ποὺ προηγήθηκαν, ἀνῆκε πλέον σὲ μία καὶ μόνη Μονή. Στὸν τίτλο της δὲν προστίθεται κάποιο διευκρινιστικὸ πρόθεμα, ὅπως «Ἀνδρώα» ἤ «Γυναικεία», «Ἄνω» ἤ «Κάτω», διότι προφανῶς δὲν ἦταν ἀπαραίτητα.  Ἀγνοήθηκαν ὅλες οἱ ὀνομασίες ποὺ εἶχαν ἀναφερθεῖ στὰ σχετικὴ φύλλα τῆς Ἐφημερίδας τῆς Κυβερνήσεως.

Τὸ Βασιλικὸ Διάταγμα 686 τῆς 14ης  Ὀκτωβρίου 1970, (ΦΕΚ 232/30-10-1970, τεῦχος Α΄), μὲ τὸ ὁποῖο ἡ «Ἀνδρώα Ἱερὰ Μονὴ Ξενίας» μετατράπηκε σὲ «γυναικεία τοιαύτη», παρουσιάζεται ὡς νὰ ἀκυρώνει ὅλες τὶς προηγούμενες σχετικὲς ἀποφάσεις τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων, ποὺ εἶχαν προηγηθεῖ, ὅπως ἡ ὑπ’ ἀριθ. 26914/18-5-1959 (ΦΕΚ  182/28-5-1959, τεῦχος Β΄), μὲ τὴν ὁποία  ἡ ἀνδρώα «Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ξενιᾶς» μετατράπηκε σὲ γυναικεία, ἤ ἡ ὑπ’ ἀριθ. 103815/108128/19-10-1963 (ΦΕΚ  493/2-11-1963, τεῦχος Β΄) μὲ τὴν ὁποία ἡ γυναικεία «Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς», ἄν καὶ δὲν κάνει καμία μνήμη σ’ αὐτές.

Δὲν ἀναφέρεται ἀκόμη στὸ Βασιλικὸ αὐτὸ Διάταγμα οὔτε ἡ ὑπ’ ἀριθ. 45855/5-5-1962 ἀπόφαση τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων (ΦΕΚ  174/18-5-1962, τεῦχος Β΄) μὲ τὴν ὁποία ἀποφασίστηκε ἡ ἵδρυση τῆς «Ἀνδρώας Ἄνω Ἱερᾶς Μονῆς Ζωοδόχου Πηγῆς Ξενιᾶς».

Ὁ ἀρχιμανδρίτης Καλλίνικος Μεταξογένης, ὁ ὁποῖος παρέδωσε στὴν νέα ἡγουμένη μοναχὴ Νυμφοδώρα Πατρινάκου, εἶναι ὁ ἡγούμενος τῆς «Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς», καὶ μάλιστα ἀναφέρεται ὡς «προηγούμενος» ἀφοῦ ὡς «ἡγουμένη» εἶχε ἀναλάβει ἤδη ἡ μοναχὴ Νυμφοδώρα Πατρινάκου ἀπὸ τὶς 18 Νοεμβρίου 1970 καὶ ἡ παράδοση γινόταν στὶς 30 Νοεμβρίου 1970.

Ἀπὸ ὅλα τὰ παραπάνω διαφαίνεται μία σύγχυση ποὺ δύσκολα μπορεῖ νὰ διευκρινισθεῖ, ἀπὸ νομικῆς ἀπόψεως, ἀφοῦ σὲ ὅλες τὶς μετατροπὲς ποτὲ δὲν χρησιμοποιεῖται μία καὶ μόνο σαφῶς διατυπωμένη ὀνομασία, ἀφοῦ πρόκειται γιὰ ἕνα καὶ ταὸ αὐτὸ μοναστήρι, ἀλλὰ πολλὲς καὶ διαφορετικὲς ὀνομασίες: «Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Ξενιᾶς», «Ἀνδρώα Ἄνω Ἱερὰ Μονὴ Ζωοδόχου Πηγῆς Ξενιᾶς», «Ἀνδρώα Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς», «Γυναικεία Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς», «Ἱερὰ Μονὴ Ξενίας»,    «Ἀνδρώα Ἱερὰ Μονὴ Ξενίας»,   «Γυναικεία Ἱερὰ Μονὴ Ξενίας».

 

  1. Ἀρχικὲς σχέσεις μεταξὺ τῶν δύο Μοναστηριῶν

Στὸ μεταξὺ ὁ μοναχὸς Τίτος Ἀβραδόπουλος εἶχε ἐθελοντικὰ μεταβεῖ ἤδη καὶ ἐγκαταβίωνε, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε  ζητήσει τὴν ἄδεια τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου,  στὴν «Ἄνω Μονὴ» ἀποφασισμένος νὰ περισώσει ὅ,τι μποροῦσε, μὲ τὶς ἀτομικὲς του δυνάμεις καὶ τὴ βοήθεια τῆς Παναγίας, ἀπὸ τὰ ἐκεῖ κτίρια ποὺ ἐρήμωναν καὶ καταστρέφονταν.

Στὴν ἐγκαταλειμμένη «Ἄνω Μονὴ», ἐγκαταστημένος αὐτόβουλα ζοῦσε μέχρι τότε ἕνας γέροντας λαϊκὸς, προσπαθῶντας νὰ συντηρήσει ὅ,τι μποροῦσε.

Ἡ  ἐγκατάσταση ἐκεῖ τοῦ μοναχοῦ Τίτου Ἀβραδόπουλου δημιουργοῦσε προβλήματα ἐπιβίωσής του. Τὸ ὑπάρχον ἀκόμα ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς ἀνδρώας Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς, γνωρίζοντας ὅτι πολὺ σύντομα θὰ καταργηθεῖ, προσπαθοῦσε νὰ ἐξασφαλίσει κάποια μέσα γιὰ τὴν μελλοντικὴ ἐπιβίωσή του, ἡ ὁποία, ὅπως προδιαγραφόταν, θα ἔπρεπε νὰ συνεχισθεῖ στὴν «Ἄνω Μονή».

Ἔτσι στὶς 18 Σεπτεμβρίου 1970, μὲ τὴν ὑπ’ ἀριθ. 45/18-9-1970 πράξη τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου, τοῦ ὁποίου ἡγούμενος ἦταν ὁ ἀρχιμανδρίτης Καλλίνικος Μεταξογένης καὶ μέλη οἱ ἀρχιμανδρίτες Εὐσέβιος Παπανάτσιος καὶ Τιμόθεος Σκαρλἀτος, ἀποφάσισε τὴν  «προσφορὰ κατὰ μῆνα, ὡς βοήθημα, μηνιαῖον ἐπίδομα, εἰς τὸν διάκονον καὶ ἀδελφὸν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς Τίτον Ἀβραδόπουλον, καὶ κατόπιν αἰτήσεώς του, δεδομένου ὅτι μέχρι τοῦδε τυγχάνει ἄμισθος καὶ μὴ ἔχων πόρους ζωῆς, τοῦ ποσοῦ τῶν χιλίων (1.000) δραχμῶν».

Τὴν ἴδια ἡμέρα,  18 Σεπτεμβρίου 1970, ἡ «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» μὲ τὴν ὑπ’ ἀριθ. 46/18-91970 πράξη τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου της πρόσφερε στὴν «Ἄνω Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς» ποσότητα πεντακοσίων (500) χιλιογράμμων σίτου ἐκ τῶν ἐναποθηκευμένων ἐν Ἱερᾷ Μονῇ Ξενιᾶς».

Τὴν ἴδια, ἐπίσης, ἡμέρα, 18 Σεπτεμβρίου 1970, ἡ «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς», μὲ τὴν ὑπ’ ἀριθ. 48/18-9-1970 πράξη τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου της, ἀποφάσισε τὴν παράδοση «εἰς χεῖρας τοῦ διακόνου καὶ ἀδελφοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς, Τίτου Ἀβραδοπούλου τοῦ ποσοῦ τῶν δώδεκα χιλιάδων ἑκατὸν ἑξήκοντα ὀκτὼ (12.168) δραχμῶν δι’ ἐξόφλησιν τῶν μέχρι τοῦδε χρεῶν τῆς Ἄνω Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς, ἧς ὑπεύθυνος τυγχάνει».

Μετὰ τὴν ὁριστικὴ ἐγκατάσταση στὴν «Κάτω Μονὴ» τῆς γυναικείας ἀδελφότητος μοναχῶν καὶ τὴν ἔναρξη τῆς λειτουργίας τῆς γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς, οἱ μέχρι τότε ἄνδρες μοναχοὶ, «ἑκόντες – ἄκοντες», ἀποσύρθηκαν στὴν «Ἄνω Μονὴ» καὶ ἄρχισε νὰ λειτουργεῖ καὶ ἡ Μονὴ αὐτὴ μὲ τὴν ὀνομασία «Ἄνω Ἀνδρώα Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς», ἔστω καὶ ἄν ἡ ἐπίσημη ἱδρυτική της ἦταν ὀνομασία ἦταν «Ἀνδρώα Ἄνω Ἱερὰ Μονὴ Ζωοδόχου Πηγῆς Ξενιᾶς» (174 Φ.Ε.Κ./18-5-1962, τεῦχος Β΄), μιὰ ὀνομασία, ἡ ὁποία οὐδέποτε χρησιμοποιήθηκε.

Τελικὸ ἀποτέλεσμα ὅλης αὐτῆς τῆς διαδικασίας ἦταν στὰ 1970 νὰ γίνει πραγματικότητα αὐτὸ  ποὺ ἀπὸ πολλὰ χρόνια πρὶν ἐπιδιωκόταν ἀπὸ μερικοὺς καὶ τὸ ὁποῖο, μὲ πρόκληση ἔκδοσης ἀλλεπάλληλων ἐπιτιμητικῶν πατριαρχικῶν σιγγιλίων, κάποιοι ἄλλοι προσπαθοῦσαν νὰ ἀποτρέψουν.

Τὸ «Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου», ποὺ πάντοτε ἦταν καὶ λειτουργοῦσε ὡς μετόχι τοῦ ἑνὸς  καὶ μόνου ὑπάρχοντος κανονικοῦ μοναστηριοῦ, τοῦ «Μοναστηριοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου»,  ὄχι μόνο μεταβλήθηκε  σὲ κανονικὸ Μοναστήρι ἀλλὰ ἔγινε κύριο καὶ κάτοχο ὅλης τῆς περιουσίας τοῦ «Μοναστηριοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», τῶν τίτλων του, τῶν ἱερῶν κειμηλίων του καὶ γενικῶς φάνηκε νὰ εἶναι  ἡ συνέχεια καὶ ἡ διάδοχος κατάστασις.

Θὰ μποροῦσε, φυσικά, ἡ ἐντύπωση αὐτὴ νὰ εἶναι ἡ μόνη πραγματικότητα, καὶ αὐτὴ νὰ εἶναι ἡ συνέχεια τῆς ἱστορίας, ἐὰν ἔπαυε νὰ ὑπάρχει τὸ πραγματικὸ «Μοναστήρι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» μὲ τὴν ὑπερχιλιόχρονη ἱστορία του. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἔπαυσε νὰ ὑπάρχει. Ὑπῆρχε ὡς ζωντανὴ πραγματικότητα. Ἔτσι στὴν πραγματικότητα δὲν ἀποφεύχθηκε ἐκεῖνο ποὺ ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γαβριήλ, στὰ 1704, θεωροῦσε ὡς ἀνεπίτρεπτο κατάντημα:

«κατέλιπον τὸ πρότερον αὑτῶν ἐνδιαίτημα, τὸ πρωτότυπον δηλαδὴ βασιλικὸν καὶ σταυροπηγιακὸν καταγώγιον, ὥστε καὶ τὰ κτήματα καὶ ἀφιερώματα τούτου μεταγαγόντες ὑπέταξαν ἀντεστραμμένως τῷ μετοχίῳ αὐτοῦ, ἤτοι τῷ Ἁγίῳ Νικολάῳ, τὸν πόδα, ὡς εἰπεῖν, ἐν τάξει κεφαλῆς θέμενοι, τὴν δὲ κεφαλὴν ὑποτάξαντες, ἤ μᾶλλον εἰπεῖν παρεωραμένην ἀφέντες καὶ κινδυνεύειν εἰς ἀφανισμὸν καταντῆσαι τὸ καθολικὸν αὐτὸ σεβάσμιον Μοναστήριον τῆς Ξενιᾶς….».

 

Ἔγιναν βεβαίως ὅλα αὐτὰ ἐπειδὴ θεωρήθηκε ἀναγκαία ἡ ἵδρυση στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ μιᾶς γυναικείας Μονῆς. Θὰ μποροῦσαν ὅμως ὅλα αὐτὰ νὰ εἶχαν ἀποφευχθεῖ μὲ ἕναν πολὺ ἁπλὸ καὶ εὔκολο τρόπο. Ἀντὶ νὰ γίνουν ὅλα τὰ παραπάνω, νὰ μετατραπεῖ, δηλαδή,  ἡ μία ὑπερχιλιόχρονη μονή, ἀπὸ «ἀνδρώα» σὲ «γυναικεία», νὰ «ἱδρυθεῖ», στὴ συνέχεια, μία ἄλλη ἀνδρώα, νὰ ξαναμετατραπεῖ ἡ «γυναικεία» σὲ «ἀνδρώα» καὶ πάλι ἡ «ἀνδρώα» σὲ «γυναικεία», θὰ μποροῦσε, ἐφ’ ὅσον κρινόταν ὁπωσδήποτε ἀναγκαία καὶ ἐπιτακτικὴ ἡ ἵδρυση μιᾶς γυναικείας μονῆς στὴν ἴδια περιοχή, νὰ ἱδρυθεῖ ἀπὸ τὴν πρώτη ἀρχή, μία νέα γυναικεία μονή.

Καὶ ἄν ἡ ἐπίλυση τοῦ προβλήματος τῆς στέγασης τῆς νέας γυναικείας αὐτῆς μονῆς δὲν μποροῦσε νὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ κάποιον ἄλλο τρόπο ἦταν δυνατόν τὸ ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς ὑπάρχουσας «Μονῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» νὰ παραχωρήσει τὸ μετόχι της τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὴν ἀδελφότητα τῶν γυναικῶν μοναχῶν ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ συγκροτήσουν τὴ νέα αὐτὴ Μονὴ. Ἔτσι δὲν θὰ ὑπῆρξε κανένα πρόβλημα.

Δὲν ἔγινε ὅμως αὐτὸ μὲ ἀποτέλεσμα ἕνα πάμπλουτο μὲ ὑπερχιλιόχρονη ἱστορία μοναστήρι, ἕνα Μοναστήρι «μάνα μοναστηριῶν», ἕνα  μοναστήρι ποὺ κράτησε ἀλώβητη τὴν χριστιανικότητα καὶ τὴν ἑλληνικότητα καὶ στήριξε καὶ τὴν οὐσιαστικὴ ἐπιβίωση μιᾶς ὁλόκληρης ἐπαρχίας στὴ διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, νὰ φτάσει στὸ σημεῖο νὰ  παίρνει ἐλεημοσύνη ἀπὸ «τὸ παιδί του» γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ὑπάρξει.

Στὶς 12 Σεπτεμβρίου 1973 τὸ ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς «Ἄνω Ἀνδρώας Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς», ἀντιμετωπίζοντας τὴ νέα κατάσταση, ζήτησε νὰ ἐπιστρέψουν στὴν ἕδρα τους μερικὰ τοὐλάχιστον ἀπὸ τὰ πάμπολλα ἱερὰ λείψανα ποὺ κάποτε αὐτό εἶχε στὴν ἀποκλειστικὴ κατοχή του:

«ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ

ΑΝΩ ΑΝΔΡΩΑ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΞΕΝΙΑΣ

Ἀριθμὸς πράξεως 2

Ἐν Ἄνω Ἱερᾷ Μονῇ Ξενιᾶς, σήμερον τὴν 12ην Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1973, …. τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον …  συνελθὸν εἰς συνεδρίασιν καὶ ἀκοῦσαν εἰσήγησιν τοῦ Ἡγουμένου εἰπόντος, ὅτι κατὰ τὸ παρελθὸν ἡ Ἄνω Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς ἦτο πλουσία εἰς Ἱερὰ Λείψανα καὶ ὅτι νῦν αὕτη στερεῖται παντελῶς τοιούτων, διότι ταῦτα μετεφέρθησαν διὰ λόγους πρακτικοὺς (ἀσφαλείας κ. ἄ.) ἐκ τῆς Ἄνω Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς εἰς τὸ τότε μετόχιόν της, τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τὸ ὁποῖον κατέστη, κατελθόντων τῶν μοναχῶν εἰς αὐτό, ἡ κυρίως Μονὴ μὲ τὴν ἐπωνυμίαν «Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς», ἥτις νῦν λειτουργεῖ ὡς γυναικεία,

ἀποφαίνεται:

Ψηφίζει ὅπως παρακαλέσῃ τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος κ. κ. Ἠλίαν, εἰς τὴν βοήθειαν καὶ τὸ ἀμέριστον ἐνδιαφέρον τοῦ ὁποίου ὀφείλεται ἡ ἀνακαίνισις – ἀνέγερσις τῆς Ἀνδρώας Ἄνω Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς, ὅπως εἰσηγηθῇ καὶ δώσῃ ἐντολὴν, ἵνα ἐπανέλθῃ ἐκ τῶν φυλασσομένων εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Ξενιᾶς Ἱερῶν Λειψάνων τὸ ἥμισυ τούτων εἰς τὴν Ἄνω Ἱερὰν Μονὴν Ξενιᾶς, εἰς ἥν καὶ ἀνῆκον».

 

Παράλληλα τὸ ἡγουμενοσυμβούλιο, μὴν διαθέτοντας πλέον δικά του περιουσιακὰ στοιχεῖα καὶ ἔσοδα, προσπαθεῖ νὰ βρεῖ τρόπους νὰ ξαναζωντανέψει. Τὸ παρακάτω ἔγγραφο εἶναι δηλωτικὸ αὐτῆς τῆς προσπάθειας:

 

«ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ

ΑΝΩ ΑΝΔΡΩΑ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΞΕΝΙΑΣ

Ἀριθμὸς πράξεως 3

Ἐν Ἄνω Ἱερᾷ Μονῇ Ξενιᾶς, σήμερον τὴν 12ην Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1973, …. τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον …  συνελθὸν εἰς συνεδρίασιν καὶ ἀκοῦσαν εἰσήγησιν τοῦ Ἡγουμένου περὶ συνάψεως δανείου ἔκ τινος πηγῆς διὰ τὴν συνέχισιν τῶν ἐργασιῶν ἀνακαινίσεως – ἀνεγέρσεως τῆς Ἄνω Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς,

ἀποφαίνεται:

Ψηφίζει ὅπως παρακαλέσῃ τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος κ. κ. Ἠλίαν, ὅστις τὰ μέγιστα ἐνδιαφέρεται, μεριμνᾶ καὶ συντελεῖ εἰς τὴν ἀνακαίνισιν – ἀνέγερσιν τῆς Ἄνω Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς, ἵνα ἐγκρίνῃ τὴν ἀπόφασιν ταύτην περὶ συνάψεως δανείου τινος καὶ ἵνα βοηθήσῃ καὶ ὑποδείξῃ τρόπον συνάψεως δανείου …».

 

Στὴν ἐγκαταλειμμένη Ἄνω Μονὴ Ξενιᾶς ἀπὸ τὶς ἀρχὲς ἀκόμα τῆς δεκαετίας τοῦ 1960 εἶχε μεταβεῖ καὶ ἐγκαταβίωνε σ’ αὐτήν, ὅπως προαναφέρθηκε, ἀποφασισμένος ἐκεῖ νὰ λατρεύει στὸ ἑξῆς τὸ Θεό, ὁ μοναχὸς Τίτος Ἀβραδόπουλος. Ἦταν διάκονος ἄμισθος. Γιὰ τὴν ἐπιβίωσή του εἶχε ἀποφασισθεῖ καὶ τοῦ δινόταν ἀπὸ τὴν γυναικεία Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς μηνιαῖο ἐπίδομα χιλίων (1.000) δραχμῶν συνεχίζοντας νά ἐφαρμόζει τὴν ὑπ’ ἀριθμ. 45/18-9-1970 πράξη τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου τῆς ἐν ἐνεργείᾳ ἀκόμη τότε «Ἀνδρώας Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς».

Τὸ ἐπίδομα αὐτὸ ἔπαυσε νὰ τοῦ χορηγεῖται ἀπὸ τὴν γυναικεία Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς, ἀπὸ τὸ τέλος Ἰουλίου τοῦ 1974, σὲ μία ἐποχὴ ποὺ τὸ ἴδιο τὸ Μοναστήρι, ὅπως καταγράφεται στὸ κεφάλαιο γιὰ τὴν κοινωνικὴ προσφορά του, ἔδινε περισσότερο ἀπὸ 1.000.000 (ἕνα ἑκατομμύριο) δραχμὲς γιὰ διαφόρους ἄλλους κοινωνικοὺς σκοποὺς καὶ περισσότερο ἀπὸ 7.000 (ἑπτὰ χιλιάδες) κιλὰ λαδιοῦ. Ἦταν μία ἀπόφαση ποὺ ὁδηγοῦσε στὸν ὁριστικὸ διαχωρισμὸ τῶν δύο μοναστηριῶν καὶ στὴν ἀνεξαρτοποίησή τους.

Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς «Ἄνω Ἀνδρώας Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς», παρ’ ὅλα τὰ οἰκονομικὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετώπιζε, ἀνἐλαβε τὸ ἴδιο τὴν δαπάνη τῆς μισθοδοσίας τοῦ ἄμισθου διακόνου μοναχοῦ Τίτου Ἀβραδόπουλου ἀλλὰ καὶ τὴν ἀσφάλισή του:

«ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ

ΑΝΩ ΑΝΔΡΩΑ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΞΕΝΙΑΣ

Ἀριθμὸς πράξεως 11

Ἐν Ἄνω Ἱερᾷ Μονῇ Ξενιᾶς, σήμερον τὴν 1ην Noεμβρίου τοῦ ἔτους 1974, …. συνελθὸν εἰς συνεδρίασιν τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον … συγκείμενον ἐκ τῶν 1) ἀρχιμανδρίτου Καλλινίκου Μεταξογένη, ἡγουμένου, 2) ἀρχιμανδρίτου Τιμοθέου Σκαρλάτου καὶ 3) διακόνου Τίτου Ἀβραδοπούλου, μελῶν   καὶ ἀκοῦσαν εἰσήγησιν τοῦ Ἡγουμένου …

ἀποφαίνεται:

Ψηφίζει ὅπως α) συνεχίσῃ νὰ δίδῃ ἡ Ἄνω Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς εἰς τὸν ἄμισθον διάκονον π. Τίτον Ἀβραδόπουλον, ἀδελφὸν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καὶ μέλος Ἡγουμενικοῦ Συμβουλίου τὸ διακοπὲν ἀπὸ τέλους Ἰουλίου ἐ. ἔ. χορηγούμενον κατὰ μῆνα ἐπίδομα τῶν χιλίων (1.000) δραχμῶν ἐκ τῆς Γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς β) νὰ δίδῃ κατὰ μῆνα, ἐπί πλέον, τὸ ποσὸν τῶν τριακοσίων (300) δραχμῶν δι’ ἀσφάλιστρά του.»

Στὸν ἴδιο χῶρο τῶν σχέσεων τῶν δύο μοναστηριῶν καὶ τῆς ἐνίσχυσης καὶ ἀποκατάστασης τοῦ «Πάνω Μοναστηριοῦ» ἐντάσσονται καὶ τὰ παρακάτω ἔγγραφα:

«ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ

ΤΟ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ

ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΞΕΝΙΑΣ

Πρᾶξις 3η

Ἐν Ἱερᾷ Μονῇ Ξενιᾶς, σήμερον τὴν 16ην Ἀπριλίου  ἔτους 1977, …. τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς, συγκείμενον ἐκ  τῶν ἐξῆς μελῶν  1) Νυμφοδώρας Πατρινάκου, Ἡγουμένης, 2) Χριστοφόρας Αὐγερίου καὶ 3) Σαλώμης Γελαδάκη, μελῶν, συνελθὸν εἰς συνεδρίασιν ….

ἀποφαίνεται

Ψηφίζει ὅπως προσφέρῃ δωρεὰν τὸν ἑλκυστῆρα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μεθ’ ὅλων τῶν ἐξαρτημάτων του διὰ τὰς ἀνάγκας τῆς Ἄνω Ἱερᾶς Μονῆς…».

 

«ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ

ΑΝΩ ΑΝΔΡΩΑ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΞΕΝΙΑΣ

Ἀριθ. Πράξεως 11

Σήμερον τὴν 9ην τοῦ μηνὸς Αὐγούστου, ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος Τετάρτην τοῦ 1978 ἔτους περὶ ὥραν 11 π. μ. ἐν τῷ Γραφείῳ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς συνῆλθεν τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς συγκείμενον ἐκ τῶν 1) ἀρχιμανδρίτου Καλλινίκου Μεταξογένη, ἡγουμένου, 2) διακόνου Δανιὴλ Πουρτσουκλῆ καὶ 3) διακόνου Τίτου Ἀβραδοπούλου, συμβούλων, καὶ ἀκοῦσαν εἰσήγησιν τοῦ ἡγουμένου ὅπως παρακληθῇ ὁ Σεβασμιώτατος μητροπολίτης ἡμῶν κ. κ. Χριστόδουλος καὶ ἀγαθυνόμενος ἐγκρίνει τὴν παραχώρησιν ἐκ τῆς Γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς ἱερῶν τινῶν λειψάνων ὡς πνευματικὴν παρακαταθήκην καὶ εὐλογίαν, μοναχικοὺς μανδύας, τὰς «παρρησίας» τῶν πατέρων, ὡς, εἰ δυνατόν, καὶ τὴν εἰκόνα «ἀντίγραφον» τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, τῆς Θεοτόκου βρεφοκρατούσης, ἥτις εὑρίσκεται ἀνηρτημένη ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, δεξιᾷ τῷ εἰσερχομένῳ ἐκ τῆς νοτίας πύλης, ἵνα τεθῇ αὕτη πρὸς τιμητικὴν προσκύνησιν καὶ πνευματικὸν θησαυρισμὸν εἰς τὸ καθολικὸν τῆς ἡμετέρας Ἱερᾶς Μονῆς, ἐντὸς προσκυνηταρίου ὑπάρχοντος εἰς τὴν Ἄνω Ἱερὰν Μονὴν Ξενιᾶς,

ἀποφαίνεται

ψηφίζει, ὅπως αἰτὴσῃ τὴν ἔγκρισιν τοῦ Σεβασμιωτάτου διὰ τὴν παραχώρησιν τῶν ὡς ἄνω ὑπὸ τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου τῆς Γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς εἰς τὴν Ἄνω Ἱερὰν Μονὴν Ξενιᾶς.

Ἐφ’ ᾧ συνετάγη ἡ παροῦσα καὶ ὐπογράφεται.

ΤΟ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ

Ὁ Ἡγούμενος                                                         Τὰ μέλη

Ἀρχιμανδρίτης Καλλίνικος Μεταξογένης      Διάκονος Δανιὴλ Πουρτσουκλῆς

                                                                    Διάκονος Τίτος Ἀβραδόπουλος».

 

 

«ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ

ΤΟ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ

ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΞΕΝΙΑΣ

Πρᾶξις 6η

Ἐν Ἱερᾷ Μονῇ Ξενιᾶς, τῇ 27 Αὐγούστου 1979 ….. τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον …. συνελθὸν εἰς συνεδρίασιν … ψηφίζει ὅπως προσφέρῃ δωρεὰν εἰς τὴν Ἄνω Ἱερὰν Μονὴν Ξενιᾶς τριακόσια (300) χιλιόγραμμα ἀποκήρου ἐκ τῶν εὑρισκομένων εἰς τὰς ἀποθήκας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς…».

 

«ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ

Ἐν Βόλῳ τῇ 21 Δεκεμβρίου 1981

Ἀπόφασις

Ἡμεῖς ὁ Μητροπολίτης Δημητριάδος

Ἔχοντες ὑπ’ ὄψιν τὰς ἀνάγκας τῆς ἐκ τῶν σεισμῶν τοῦ Ἰουλίου 1980 ὑποστάσης βαρείας βλάβας Ἄνω Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς καὶ τὰς δυσκολίας, τὰς ὁποίας αὕτη ἀντιμετωπίζει διὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῶν ζημιῶν καὶ τὴν ἀνακατασκευὴν τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς καὶ ἐν γένει ἀποκατάστασιν τῶν ζημιῶν,

Ἀποφασίζομεν

Ἐγκρίνομεν τὴν ἐκ τῶν συλλεγέντων κατὰ τὴν περιοδείαν τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ποσῶν διάθεσιν ὑπὲρ τῆς Ἄνω Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς τῶν ἑξῆς ποσῶν:

1) Δραχμῶν  500.000 

2) Δραχμῶν  308.000 

3) Δραχμῶν  200.000 

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

(Ὑπογραφή).»

 

 

«ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ

Ἐν Βόλῳ τῇ 30 Νοεμβρίου 1982

Ἀπόφασις

Ἡμεῖς ὁ Μητροπολίτης Δημητριάδος

Ἔχοντες ὑπ’ ὄψιν τὰς πολλὰς ἀνάγκας τῆς ἐκ τῶν σεισμῶν τοῦ Ἰουλίου 1980 ὑποστάσης βαρείας βλάβας Ἄνω Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς καὶ τὰς δυσκολίας, τὰς ὁποίας αὕτη ἀντιμετωπίζει διὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῶν ζημιῶν καὶ τὴν ἀνακατασκευὴν τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς, ἐλλείψει οἰκονομικῶν πόρων

Ἀποφασίζομεν

Ἐγκρίνομεν τὴν ἐκ τῶν συλλεγέντων ποσῶν ἀπὸ τὴν περιοδείαν τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Παναγίας Ξενιᾶς διάθεσιν ὑπὲρ τῆς Ἄνω Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς τῶν ἑξῆς ποσῶν:

1) Δραχμὰς  300.000  (τριακόσιες χιλιάδες)

2) Δραχμὰς  200.000  (διακόσιες χιλιάδες)

3) Δραχμὰς  200.000  (διακόσιες χιλιάδες).

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

(Ὑπογραφή)» .

 

«ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Η ΙΕΡΑ CΥΝΟΔΟC.

ΤΗC  ΕΚΚΛHCΙΑC ΤΗC  ΕΛΛΑΔΟC

Ἀριθ. Πρωτ. 1461

         Διεκπ. 1277               ΑΘΗΝῌCΙ Τῌ 11 Ἰουνίου 1973

Πρὸς

Τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην

Δημητριάδος κ. Ἠλίαν

Σεβασμιώτατε ἐν Χριστῷ ἀδελφέ,

Ἀναφεφόμενοι εἰς τὸ κοινοποιηθὲν ἡμῖν ἔγγραφον 874/13-3-1973 τοῦ Ο.Δ.Δ.Ε.Π., περὶ τῆς δωρεὰν παραχωρήσεως τῶν κάτωθι ἀγροτεμαχίων ἐκ τῆς διατηρητέας περιουσίας τῆς Γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς, πρὸς τὴν Ἀνδρώαν τοιαύτην, ἐπὶ τῷ σκοπῷ συντηρήσεως τῶν ἐν αὐτῇ ἐγκαταβιούντων Μοναχῶν:

α) Τοῦ ὑπ’ ἀριθ. 7 καὶ μέρους τοῦ ὑπ’ ἀριθ. 6 ἀγροτεμαχίων κειμένων ἐν θέσει «Νηὲς» περιοχῆς Βόλου, συνολικοῦ ἐμβαδοῦ 119.600 τ.μ.

β) Δύο (2) ἀγροτεμαχίων κειμένων ἐν τῆ θέσει «Πουρνάρα» συνολικοῦ ἐμβαδοῦ 55.832 τ. μ.

γ) Τοῦ ἐν θέσει «Κονταρόλακα» ἀγροτεμαχίου, ἐμβαδοῦ 33.050 τ. μ. καὶ

δ) Τοῦ ἐν τῇ θέσει «Κερασιὰ» ἐμβαδοῦ 20.024 τ. μ.

Συνοδικῇ ἀποφάσει, γνωρίζομεν ὑμῖν ὅτι ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος, κατὰ τὴν συνεδρίαν Αὐτῆς τῆς 4-6-1973, λαβοῦσα ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἡ πρόσθεν παραχώρησις ἐνεκρίθη ὑπὸ τοῦ Κεντρικοῦ Συμβουλίου του ΟΔΔΕΠ, ἐνεργοῦντος ὡς Μ.Σ.Ε. ἐπὶ τῶν Οἰκονομικῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Προβλημάτων, κατὰ τὴν συνεδρίαν αὐτοῦ τῆς 28-2-1973, ἤχθη εἰς τὴν ἀπόφασιν, ὅπως ἐγκρίνῃ τὴν τοιαύτην δωρεὰν παραχώρησιν, συμφώνως τῷ ἄρθρῳ 46, παράγραφοι 3 καὶ  4 τοῦ Νομοθετικοῦ Διατάγματος 126/1969 «Περὶ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος».

Τὰ παραπάνω παραχωρήθηκαν μὲ τὴν συμβολαιογραφικὴ πράξη ὑπ’ ἀριθ. 2301/5-3-1974 τῆς συμβολαιογράφου Βόλου Μαρίας Ντάσιου – Μπάστα

 

  1. Ἡ σύγχρονη ἐκκρεμὴς πραγματικότητα

καὶ ἡ ἀναγκαιότητα μιᾶς τελικῆς, ὁριστικῆς καὶ ὀρθῆς  λύσης

Ἔπειτα ἀπὸ τὶς παραπάνω ἀλλεπάλληλες τροποποιητικὲς καὶ ἀνατροποποιητικὲς ἀποφάσεις καὶ ἀνεξαρτήτως τοῦ ἐὰν κάποιες ἀπὸ αὐτὲς ἀναιρέθηκαν, ἀδρανοποιήθηκαν ἤ καταργήθηκαν μὲ νεότερες τροποποιητικὲς ἀποφάσεις ἤ καὶ ἐντολὲς καὶ πρωτοβουλίες ἤ ἁπλὰ ἀγνοήθηκαν, ἡ σημερινὴ πραγματικότητα εἶναι μία καὶ μόνη.

Ὑπάρχουν πλέον δύο ξεχωριστὲς καὶ ἀνεξάρτητες μεταξύ τους μονές. Καὶ οἱ δύο αὐτὲς μονὲς ἔχουν ὡς βασικὸ συστατικὸ στοιχεῖο ἐνσωματωμένο στὴν ἐπωνυμία τους τὸ «Παναγία Ξενιά» ἤ καὶ ἁπλῶς τὸ «Ξενιά».

Γιὰ νὰ εἶναι δυνατὸς ὁ διαχωρισμὸς μεταξὺ τῶν δύο ταυτώνυμων αὐτῶν μοναστηριῶν καὶ ὁ διευκρινιστικὸς προσδιορισμὸς τους  χρησιμοποιοῦνται, ἀναγκαστικά στὶς ἐπωνυμίες τους, ὡς ἐπιπρόσθετα στοιχεῖα  τά, κατὰ παράδοση καὶ ἀπὸ πάμπολλα χρόνια χρησιμοποιούμενα, τοπικὰ ἐπιρρήματα «Ἄνω» ἤ «Πάνω» ἤ «Ἐπάνω» γιὰ τὸ ἕνα καὶ «Κάτω» γιὰ τὸ ἄλλο.

Εἶναι ὅμως ἡ πρώτη φορὰ κατὰ τὴν ὁποία, τὰ προσδιοριστικὰ τοπικὰ αὐτὰ ἐπιρρήματα, στὸ μακραίωνο χρονικὸ διάστημα, κατὰ τὸ ὁποῖο χρησιμοποιοῦνταν γιὰ τὸν ἴδιο σκοπό, ἀνταποκρίνονται στὴν πραγματικότητα. Προσδιορίζουν, κυριολεκτικὰ δύο  πραγματικὰ ἰδιαίτερα καὶ ἀνεξάρτητα μεταξύ τους Μοναστήρια, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ ἕνα βρίσκεται ψηλότερα, «Ἄνω», καὶ τὸ ἄλλο χαμηλότερα «Κάτω», ὅπως συνηθίζεται μὲ πολλὰ ταυτώνυμα χωριὰ σ’ ὅλη τὴν Ἑλλάδα.

Μέχρι τώρα οἱ ὅροι «Ἄνω Ξενιὰ» καὶ «Κάτω Ξενιὰ», «Πάνω Μοναστἠρι» καὶ «Κάτω Μοναστήρι», «Ἄνω Μονὴ» καὶ «Κάτω Μονὴ» καὶ ἄλλοι πιὸ ἀναλυτικοὶ ὅροι, χρησιμοποιοῦνταν καταχρηστικὰ ἀφοῦ δὲν ἐπρόκειτο γιὰ δύο ἰδιαίτερα καὶ ἀνεξάρτητα μεταξύ τους Μοναστήρια ἀλλὰ γιὰ δύο ἰδιαίτερα κτιριακὰ συγκροτήματα κελιῶν καὶ ναῶν, ἀπομακρυσμένα μεταξύ τους,  ποὺ ἀνῆκαν ὅμως σὲ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ Μοναστήρι.

Ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ ἰδιαίτερα καὶ ἀνεξάρτητα στὴν ἐποχή μας μοναστήρια τὸ ἕνα, τὸ «Πάνω»,  εἶναι ἀνδρικὸ καὶ τὸ ἄλλο, τὸ «Κάτω», εἶναι γυναικεῖο.  Τὰ προσδιοριστικὰ αὐτὰ χαρακτηριστικά, ἀνδρικὸ καὶ γυναικεῖο, χρησιμοποιοῦνται, ὅπου χρησιμοποιοῦνται, ὄχι ὡς ἀπαραίτητα καὶ ἀναγκαῖα στοιχεῖα τῆς ἐπωνυμίας τῶν Μοναστηριῶν, ἀλλὰ ἁπλὰ ὡς διευκρινιστικὰ πληροφοριακὰ στοιχεῖα. Ἡ ἐπωνυμία ἑνὸς Μοναστηριοῦ δὲν χρειάζεται νὰ ἔχει ἐνσματωμένο τον διευκρινιστικὸ ὅρο ἀνδρικὸγυναικεῖο.

Στὴ συγκεκριμένη ὅπως περίπτωση οἱ διευκρινιστικοὶ αὐτοὶ ὅροι  γίνονται  ἀναγκαῖοι ἐπωνυμικοὶ προσδιορισμοὶ ἐπειδὴ τὰ δύο Μοναστήρια ἔχουν τὴν ἴδια βασικὴ ἐπωνυμία.  Οἱ προσδιοριστικοὶ χαρακτηρισμοὶ «Ἄνω» καὶ «Κάτω» ἤ «Ἀνδρικὸ» καὶ «Γυναικεῖο», ἐνῶ δὲν εἶναι ἀπαραίτητο καὶ ἀναγκαῖο νὰ χρησιμοποιοῦνται γιὰ ἕνα  ὁποιοδήποτε ἄλλο Μοναστήρι, ἐπειδὴ δὲν χρειάζονται, ἐδῶ καθίστανται «ὑποχρεωτικοὶ ἐπωνυμικοὶ προσδιοριστικοὶ χαρακτηρισμοὶ» ἐπειδὴ καὶ οἱ δύο Μονὲς ἔχουν τὴν κοινὴ ἐπωνυμία «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς».

Αὐτὸ ὑποχρεώνει οἱ ἐπωνυμίες τῶν δύο ταυτονύμων αὐτῶν μονῶν νὰ γίνονται «Ἄνω Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» καὶ «Κάτω Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» ἤ «Ἀνδρώα  Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» καὶ «Γυναικεία Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» ἤ, πλεοναστικὰ καὶ περισσότερο διευκρινιστικά, «Ἀνδρώα Ἄνω Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» καὶ «Γυναικεία Κάτω Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς».

Οἱ ὀνομασίες αὐτὲς τῶν  δύο Μοναστηριῶν, ὅπως εἶναι φανερό, ὀφείλονται στὴν εἰκόνα τῆς βρεφοκρατούσας Παναγίας, στὴν ὁποία προσδόθηκε ἡ προσωνυμία «Παναγία Ξενιά».

Ἡ φήμη ποὺ συνόδευε  πάντοτε τὴν εἰκόνα αὐτὴ ἀπὸ τὴν πρώτη ἐμφάνισή της, ὁ θαυμαστὸς τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἔφθασε στὰ μέρη μας, οἱ μεγάλες εὐεργεσίες ποὺ προσέφερε στὸ λαό, τὰ θαύματα ποὺ ἀποδίδονταν σ’ αὐτή, ἔκαναν τὴν εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» λαοφίλητη καὶ πολυσέβαστο ἱερὸ προσκύνημα σὲ τόσο πολὺ μεγάλο βαθμό, ὥστε τὸ ὄνομά της, σὲ κάθε ἱερὸ χῶρο στὸν ὁποῖο ἐγκαθιστόταν, ἐπικρατοῦσε ἐπισκιάζοντας κάθε ἄλλο προηγούμενο ὄνομα.

Αὐτὸ ἔγινε στὸ πρῶτο Μοναστήρι, στὸ ὁποῖο ἔφτασε ἡ «ἁγία» εἰκόνα, στὸ «Μοναστήρι τῆς Λάκα Παναγιᾶς, τὸ ὁποῖο μετονομάστηκε σὲ «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς». Εἶναι ἡ Πρώτη «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς».

Τὸ ἴδιο ἔγινε μὲ τὸ δεύτερο μοναστἠρι, τὸ διάδοχο αὐτοῦ τοῦ πρώτου, στὸ ὁποῖο μετακόμισαν οἱ καλόγεροι τοῦ «Μοναστηριοῦ τῆς Λάκα Παναγιᾶς» μετὰ τὴν ἐγκατάλειψή του. Εἶναι τὸ «Μοναστήρι τοῦ Κουκλιᾶ». Καὶ αὐτὸ ὀνομάστηκε «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς». Εἶναι ἡ Δεύτερη «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς». Αὐτή, μάλιστα, ἡ μονὴ φαίνεται νὰ πῆρε ἀπὸ τὴν πρώτη της ἀρχὴ ἀκόμα τὸ ὄνομα αὐτό.

Τρίτο μοναστήρι τὸ ὁποῖο πῆρε καὶ αὐτὸ τὴν ἐπωνυμία «Παναγίας Ξενιᾶς» εἶναι τὸ «Μοναστήρι Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», στὸ ὁποῖο παράλληλα ὁ λαὸς εἶχε προσδώσει καὶ τὴν προσωνυμία «Μοναστήρι Παναγίας Κισσιώτισσας». Εἶναι αὐτὸ ποὺ ὡς σήμερα ἀκόμα εἶναι γνωστό ὡς «Ἄνω Ξενιά» καὶ τοῦ ὁποίου τόσο ἡ ἐπίσημη ὀνομασία, «Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», ὅσο καὶ ἡ προσωνυμία του, «Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας», μὲ τὸ πέρασμα τῶν χρόνων ἀποσιωπήθηκαν γιὰ νὰ ἐπικρατήσει καὶ γι’ αὐτὸ ἡ ὀνομασία «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς». Εἶναι ἡ Τρίτη «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς», ἡ ὁποία κράτησε τὴν ὀνομασία αὐτή, παραλληλα μὲ τὴν ἀρχικὴ δική της, γιὰ πεντακόσια περίπου χρόνια.

Ἀργότερα, γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἀναφέρονται ἀναλυτικὰ σὲ ἄλλες σελίδες τῆς ἐργασίας αὐτῆς, ἡ ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ αὐτοῦ μεταφέρθηκε στὸ μετόχι του, τὸ «Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου», πού  λεγόταν καὶ «Μοναστήρι Ἁγίου Νικολάου». Εἶναι ἡ γνωστὴ σὲ ὅλους παλιὰ «Κάτω Μονὴ Ξενιᾶς».

Μαζὶ βεβαίως μεταφέρθηκε ἐκεῖ καὶ ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» καὶ τόσο ἡ κυριολεκτικὴ ὀνομασία του, «Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου», ὅσο καὶ ἡ συμβατική, «Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου», ἔπαψαν νὰ χρησιμοποιοῦνται καὶ κυριάρχησε καὶ  γι’ αὐτὸ ἡ ὀνομασία «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς». Εἶναι ἡ Τέταρτη «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς». Εἶναι τὸ κτίσμα αὐτὸ τοῦ ὁποίου τὰ ἐρειπωμένα σήμερα κτίριά του, στοὺς κατοίκους τουλάχιστον  τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ ποὺ ἔχουν κάποια ἡλικία καὶ διατηροῦν τὶς μνῆμες τους, εἶναι γνωστὰ ὡς τὸ «παλιό κάτω Μοναστήρι (τῆς Παναγίας Ξενιᾶς)», μετὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ «νέου κάτω Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς», στὴ θέση «Καστράκι».

Ἕνα ἀπὸ τὰ καταστρεπτικὰ ἀποτελέσματα τῶν σεισμῶν τοῦ 1980 ἦταν καὶ ἡ καταστροφὴ τῶν κτιρίων καὶ τῆς Τέταρτης αὐτῆς «Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς». Ἐπειδὴ τὸ ἔδαφος στὸ ὁποῖο ἦταν κτισμένο τὸ μοναστήρι αὐτὸ θεωρήθηκε ἀπὸ τὶς ἁρμόδιες ὑπηρεσίες ἀκατάλληλο καὶ ἐπικίνδυνο, ἀποφασίστηκε, ἀντὶ τῆς ἐπισκευῆς του ἡ ἀνέγερση νέου, σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ αὐτὸ, στὴ θέση «Καστράκι» ἤ «Καστρούλι».

Στὸ νέο αὐτὸ μοναστήρι μεταφέρθηκε φυσικὰ καὶ ἡ εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» καὶ τὸ μοναστήρι διατήρησε τὴν ὀνομασία του, «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς», χωρὶς, ὡστόσο, νὰ μπορεῖ καὶ πάλι νὰ ἀποχωρισθεῖ τὸν χαρακτηριστικὸ προσδιοριστικὸ ὅρο «Κάτω», ἀφοῦ ὑπάρχει καὶ ἡ ὁμώμυμη «Ἄνω» Μονή. Τὸ μοναστήρι αὐτὸ εἶναι ἡ πέμπτη  κατὰ σειρὰ Μονή, ποὺ παίρνει τὴν ὀνομασία «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς». Εἶναι ἡ Πέμπτη «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς».

Ὅλες οἱ παραπάνω ὀνομασίες ἤ μετονομασίες τῶν Μονῶν ἐπιβλήθηκαν καὶ δικαιολογοῦνταν ἀπὸ τὴν παρουσία σ’ αὐτὲς  τῆς Εἰκόνας τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς».

Θεωρῶντας ὅτι μόνο ἡ ὕπαρξη σ’ ἕνα Μοναστήρι μιᾶς «ἐπώνυμης εἰκόνας» παρέχει σ’ αὐτὸ  τὸ δικαίωμα χρησιμοποίησης ταυτώνυμης προσδιοριστικῆς ὀνομασίας, νομίζουμε ὅτι εἶναι πλέον καιρὸς ἡ ὀνομασία «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» νὰ ἀποδίδεται σὲ ἕνα καὶ μόνο μοναστήρι, χωρὶς αὐτὴ  οὔτε νὰ ἀμφισβητεῖται  ἀπὸ κανένα ἤ νὰ «διεκδικεῖται» ἀπὸ κάποιο ἄλλο, ὥστε νὰ μὴν χρειάζεται κάποιος πρόσθετος προσδιοριστικὸς ἤ διευκρινιστικὸς ὅρος, ὅπως «Ἄνω» ἤ «Κάτω», «Παλαιὰ» ἤ «Νέα», «Ἀνδρώα» ἤ «Γυναικεία».

Στὴν προκειμένη περίπτωση ἡ ὀνομασία αὐτὴ πρέπει, ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο, νὰ ἀποδοθεῖ στὸ τελευταῖο Μοναστήρι ποὺ πῆρε τὴν ὀνομασία αὐτή, πέμπτο κατὰ σειρά, αὐτὸ ποὺ εἶναι χτισμένο στὴ θέση «Καστράκι» ἤ «Καστρούλι».

Εἶναι τὸ Μοναστήρι στὸ ὁποῖο βρίσκεται καὶ φυλάσσεται ἡ ὀνοματοδότρα εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς, ἡ μόνη δικαιωματικὰ «πάροχος» τῆς ὀνομασίας «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς». Εἶναι τὸ Μοναστήρι στὸ ὁποῖο ἀνεγέρθηκε εἰδικὴ ἐκκλησία γιὰ τὴν Παναγία Ξενιὰ καὶ εἶναι τὸ Μοναστήρι ποὺ χτίστηκε ἐξ ἀρχῆς καὶ στεγάζεται σὲ δικά του κτίρια, χωρίς νὰ ἔχει ἄλλη προηγούμενη ὀνομασία.

Τὸ γνωστὸ ὡς «Πάνω Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς», ἡ «Ἀνδρώα Ἄνω Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς», ἀφοῦ πλέον ἡ ὀνοματοδότρα εἰκόνα «Παναγία Ξενιὰ» δὲν στεγάζεται σ’ αὐτό, δὲν συντρέχει λόγος νὰ διατηρεῖ τὴν ὀνομασία αὐτή. Καιρὸς εἶναι νὰ ἐπαναποκτήσει τὴν πρώτη δική του ἐπίσημη ἱστορικὴ ὀνομασία «Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου». Εἶναι ἡ ὀνομασία τὴν ὁποία εἶχε πρὶν ἀκόμη φτάσει ἐκεῖ  ἡ «Παναγία Ξενιά».

Καιρὸς εἶναι ἀκόμη νὰ ξανακουστεῖ καὶ ἡ τόσο λαοφιλὴς τιμημένη προσωνυμία της «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας».

Ἡ «Παναγία Κισσιώτισσα» ἦταν ἡ ἀρχόντισσα «κυρὰ» στὸν τόπο της, χρόνια καὶ χρόνια θρονιασμένη στὸ δικό της «Κάστρο». Στὸ «Κάστρο» της αὐτὸ ἦρθε νὰ τὴν προσκυνήσει ὁ βυζαντινὸς αὐτοκράτορας Βασίλειος Β΄ στὰ 1019. Στὸ «Κάστρο» της αὐτὸ, ὕστερα ἀπὸ χρόνια, ὑποδέχτηκε καὶ «ἐδεξιώθη» τὴ φευγάτη ἀπὸ τὸν τόπο της «Παναγία Ξενιά». Ἡ Παναγία Κισσιώτισσα ἦταν ἡ «Πυργοδέσποινα» τοῦ παλιοῦ αὐτοῦ «Ἀρχοντικοῦ, στὸ ὁποῖο κατέφυγε ἡ «Παναγία Ξενιὰ», «φιλοξενήθηκε» ἀρχοντικὰ καὶ συγκυρίαρχα παίρνοντας τὴν τιμητικὴ θέση τῆς «συναρχόντισσας» καὶ «συνοικοδέσποινας» γιὰ πέντε περίπου αἰῶνες.

Ἤδη ἡ «Παναγία Ξενιὰ», «προικισμένη» ἀρχοντικὰ καὶ πλουσιοπάροχα ἀπὸ τὴν «οἰκοδέσποινά» της, ἔχει τὸ δικό της «ἀρχοντικό», τὸ δικό της ἐπώνυμο Μοναστήρι. Καιρὸς ἡ «πολιὰ» ἀρχόντισσα, ἡ «Παναγία Κισσιώτισσα», μένοντας μόνη καὶ πάλι «βιγλάτορας» τῆς θρησκείας, τῆς ἱστορίας καὶ τῆς παράδοσης τῆς περιοχῆς, ψηλὰ στὶς δικές της ἀπόμερες βουνοπλαγιὲς τῆς Ὄρθρης, νὰ συνεχίσει τὴν δική της ξεχωριστὴ ἱστορία μὲ τὸ ἰδιαίτερο τόσο καιρὸ ξεχασμένο ἱστορικὸ δικό της ὄνομα.

Τὸ ὑπερχιλιόχρονο «Ἀρχοντικό» Της, τὸ «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας», ποὺ «ἐκτίσθη ἐν ἔτει 647» καὶ «ἔχον μεγάλην ἔκτασιν», καὶ «ATΞE΄ (1365)  ἔτη» «κτισμένον, εἶναι τὰ ἀρχαῖα αὐτοῦ θέμελα», εἶναι καιρὸς νὰ συνεχίσει τὴν δική του καὶ πάλι ἱστορία.

[1] Φ.Ε.Κ. 493, τεῦχος Β΄, 2 Νοεμβρίου 1963.

[2] Φ.Ε.Κ.  232, τεῦχος Α΄, 30 Ὀκτωβρίου 1970.