ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΙΧΟΠΟΥΛΟΣ, Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ ΤΩΝ ΓΕΩΡΓΩΝ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ

Νικόλαος-Μιχόπουλος-337x400Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

 

Νικόλαος Αθαν. Μιχόπουλος,

δάσκαλος, ο μεγάλος ευεργέτης των γεωργών του Αλμυρού

 

Στις 28 Σεπτεμβρίου του 1878, στην αναστατωμένη από τον τότε τελευταίο επαναστατικό αγώνα, λίγο πριν την απόκτηση της πολυπόθητης λευτεριάς από τους Τούρκους, επαρχία Αλμυρού, γεννήθηκε στο χωριό του Αλμυρού Κοκκωτοί, από φτωχούς αγρότες γονείς ο Νικόλαος Αθανασίου Μιχόπουλος, ο άνθρωπος που επρόκειτο να δώσει στους συμπατριώτες του την πραγματική και ουσιαστική απελευθέρωση και να γλιτώσει τους γεωργούς της ιδιαίτερης πατρίδας του από την εκμετάλλευση των μεγαλοκτηματιών και τσιφλικάδων της εποχής εκείνης. Αυτός ήταν που έδωσε στους αγρότες του Αλμυρού την πραγματική λευτεριά. Ο Νικόλαος Μιχόπουλος, είναι ένας από τους μεγάλους πρωτοπόρους της περιοχής του Αλμυρού, ο άνθρωπος που πρόσφερε στην πατρίδα του πολύ περισσότερα από όσο οι αγωνιστές εναντίον του τούρκου κατακτητή. Πρόσφερε στους αγρότες της περιοχής του, δηλαδή στη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της περιοχής Αλμυρού, την ουσιαστική τους απελευθέρωση από την πραγματική «δουλεία» κάτω από την οποία ζούσαν.

Πολύ νωρίς, αμέσως μετά την απελευθέρωση του Αλμυρού στα 1881, άφησε μαζί με τους γονείς του το χωριό του και εγκαταστάθηκε στον Αλμυρό. Εκεί έζησε ο ίδιος πολύ έντονα την ταλαιπωρία και τα βάσανα του γεωργικού κόσμου, ζώντας κοντά στους αγρότες γονείς του και βοηθώντας τους στις αγροτικές τους δουλειές ενώ παράλληλα φοιτούσε στο σχολείο. Ο ίδιος έλεγε με καμάρι για την καταγωγή του ότι ήταν «γέννημα, θρέμμα γεωργού και καπνοπαραγωγού εργάτη»,

Τα κείμενα που άφησε ο ίδιος μάς δίνουν, περισσότερο από κάθε άλλη περιγραφή,  σαφέστατη εικόνα για την κατάσταση των γεωργών την εποχή εκείνη στην περιφέρεια Αλμυρού και ταυτόχρονα μας προσδιορίζουν και ορίζουν με ενάργεια εκείνο τον ιδεολογικό κόσμο που στάθηκε η αιτία να πυροδοτήσει το εσωτερικό είναι του και να τον γεμίσει δύναμη για τους μετέπειτα  μεγάλους κοινωνικούς αγώνες του:

«Η κατάστασις των γεωργών υπό πάσαν άποψιν ήτο αξιοθρήνητος. Η αμάθεια εξ ενός και η εκ ταύτης πηγάζουσα εμμονή των γεωργών εις την μοιρολατρείαν και εξ ετέρου η ευρεία και ασυνείδητος εκμετάλλευσις αυτών εκ μέρους μικρομεσιτών και τοκιστών, κατέπνιγε παν αίσθημα ανθρωπισμού, και ο δυστυχής γεωργός ειργάζετο νυχθημερόν μόνον και μόνον διά να παχύνη με τον ιδρώτα του τους δήθεν προστάτας του και ευεργέτας, άνευ άλλου σκοπού, άνευ ουδενός ετέρου ιδανικού».

 Σε άλλο του κείμενο, χρησιμοποιώντας λαϊκότερη μορφή γλώσσας για επικοινωνιακούς λόγους, σημειώνει : Οι γεωργοί στον καιρό του αλωνισμού σακατεύονται, σκοτώνονται και αυτοί και όλο το σπίτι τους και αυτά τα ζώα τους ακόμη. Τους πεθαίνει η ζέστη, τους λιώνει ο ιδρώτας που χύνουνε σαν ποτάμι και τους τελειώνουν οι άχνες και το χώμα που ρουφούν ένα-δυο  μήνες. Δεν φτάνει ότι ο γεωργός δουλεύει χρονικώς σαν σκλάβος, έρχονται τα αλώνια και εκείνα τον αποτελειώνουν. Κατά την εποχή εκείνη τον δέρνει η αναφαγιά, η απλυσιά, η αμπαλωσιά, η αϋπνία και κάθε άλλη κακομοιριά. Στη γυναίκα του γεωργού πέφτουν όλες οι δουλειές μαζί. Νύχτα – νύχτα άμα σκάσει η Πούλια, πρέπει να σηκωθεί να τρέξει στ’ αλώνι να βοηθήσει τον άντρα της στο στρώσιμο των δεματιών. Αν δεν έχει αλώνι, θα έχει λαμνί. Την ημέρα αυτή πρέπει να τρέξει πάλι όσο μπορεί πρωί στο χωράφι για να σκαλίσει το μποστάνι, το καλαμπόκι ή να μαζέψει καπνά και αμέσως το καταμεσήμερο στο αλώνι ν’ αρπάξει το καρπολόι να λιχνίσει ή τη σκούπα για να χαλίσει,. . . Και από όλα τα βάσανα που τραβούν οι γεωργοί στον καιρό του αλωνισμού αδυνατίζουν … και κατά τον δεκαπενταύγουστο τους πιάνουν οι θέρμες και τους τσακίζουν τα κόκκαλα … πληρώνουν ένα σωρό λεπτά στους γιατρούς, στα ρητσινόλαδα, τα κινίνα …. Μετά τα αλώνια … όλοι κατακίτρινοι και μαντηλωμένοι … για το γιατρό».

Και ποια είναι η ωφέλεια από όλα αυτά: Μας το λέει το ίδιο κείμενο στη συνέχεια:

«….μηδέν, τίποτε. Μόλις ξεμπερδέψουν από τα αλώνια, θα κρατήσουν για ψωμί, θα δώσουν τον αντίσπορο ή το τρίτο ή το μισό στον αφέντη, θα πάρει ο παπάς το δίκιο του, ο αγροφύλακας, ο γύφτος, θα πάρουν και οι αλωνιάδες το μερίδι τους, αν ο γεωργός αλωνίζει με ξένα ζώα. Αν του περσέψει και λίγο πράγμα, το πουλάει και αυτό και το δίνει στο γιατρό και στα γιατρικά. Έτσι ο γεωργός είτε μικροϊδιοκτήτης είναι είτε κολλήγος, απομένει τις περισσότερες χρονιές με το καρπολόι και το δικούλι στον ώμο και κουνώντας το κεφάλι του, λέει τότε μέσα του «δούλευε, κακόμοιρε, δουλειά να μη σου λείπει».

Τα ζούσε έντονα και καθημερινά αυτά ο Νικόλαος Μιχόπουλος ο ίδιος με τους γονείς του και τους άλλους Αλμυριώτες. Αυτά τον συγκλονίζουν και θεμελιώνουν μέσα του την μεγάλη απόφασή του να αφιερώσει τον εαυτό του ώστε να βοηθήσει να ξεφύγουν όλοι μαζί από αυτή την κατάσταση. Καταλάβαινε και διακήρυττε με όλη του τη δύναμη ότι μόνο όλοι μαζί ενωμένοι θα μπορέσουν να κάνουν κάτι. Αγανακτούσε και επαναστατούσε η ψυχή του όταν έβλεπε τον πατέρα τους και τους φίλους του να κλαίνε γιατί οι ακρίδες τους έτρωγαν τα καπνά τους. Τον έπνιγε η αγανάκτηση όταν ζητούσαν από το κράτος λίγο πετρέλαιο για την καταπολέμηση των ακρίδων και αυτό αρνούνταν. «Να κυνηγήσετε τις ακρίδες με κλαριά δέντρων» τους έλεγαν. Και περνούσαν μέρες ολόκληρες αυτός και οι γονείς του μαζί με εκατοντάδες άλλους άντρες, γυναίκες και παιδιά κρατώντας κλαδιά δέντρων στα χέρια τους να προσπαθούν να απομακρύνουν τα σμήνη των ακρίδων από τα χωράφια τους. Να πάνε πού; Στο διπλανό χωράφι και από εκεί στο παραδίπλα και στο παραδίπλα ως το τέλος του κάμπου, όσο έβλεπε το μάτι τους, για να φτάσουν στη Σούρπη ή στο Κουρφάλι και από εκεί να τα κυνηγήσουν οι άλλοι. Κι ήταν και η πίστη των αγραμμάτων τότε ΄γεωργών ότι δεν πρέπει να δηλητηριάζουμε πλάσματα που στέλνει ο Θεός. Θα τα διώξει ο Θεός αν τον παρακαλέσουμε: «Οι αρμόδιοι κάλεσαν τον εν Πλατάνω ευρισκόμενον ιερομόναχον Μονής Φλαμουρίου μετά των λειψάνων του Αγίου Συμεών προς τέλεσιν αγιασμών».

Κάτω από τέτοιες συνθήκες μεγάλωσε ο Νικόλαος Μιχόπουλος. Οι γονείς του, όπως και όλοι οι γονείς εκείνη την εποχή, τον συμβούλευαν να μάθει γράμματα για να γλιτώσει από τα βάσανα τα δικά τους. Κι έμαθε γράμματα ο Νικόλαος Μιχόπουλος. Έγινε δάσκαλος. Μπορούσε να τα παρατήσει όλα και να γλιτώσει από τα βάσανα των γονιών του. Όμως στα 1900 τον βλέπουμε να διδάσκει στο Δημοτικό Σχολείο του Αλμυρού και ταυτόχρονα να είναι γεωργός και καλλιεργητής καπνού με κύριο σκοπό αυτής της δεύτερης δραστηριότητάς του να προσπαθήσει να βελτιώσει όσο μπορεί περισσότερο τη ζωή των γεωργών, να τους ενώσει σε μία δύναμη για να μπορέσουν έτσι όλοι μαζί να αντιμετωπίσουν τα μεγάλα προβλήματα που είχαν.

Το μεγάλο ευτύχημα ήταν ότι τότε είχε ιδρυθεί στο Αϊδίνι η Κασσαβέτειος και Τριανταφυλλίδειος Γεωργική Σχολή. Στην προσπάθειά του έχει πολύτιμο βοηθό και συμπαραστάτη τον γεωπόνο της σχολής αυτής. Αγωνίζεται μαζί του να πείσει τους γεωργούς της περιοχής Αλμυρού να βελτιώσουν τους τρόπους καλλιέργειας. Προσπαθεί να τους πείσει ότι τον δαυλίτη δεν τον στέλνει ο Θεός και ότι δεν είναι αμαρτία να τον καταπολεμούμε απολυμαίνοντας τον σπόρο. Δεν πηγαίνουν κόντρα στο θέλημα του Θεού όταν καταπολεμούν τα άλλα πλάσματα που καταστρέφουν τη σοδειά τους. Τα κηρύγματά του αυτά ηχούν λίγο περίεργα και το ακόμα χειρότερο ήταν ότι κάποιους ενοχλούν. Ενοχλούσαν ακόμα και κάποιους παπάδες που κήρυτταν ότι για να προστατεύονται τα άλογά τους από τους λύκους αρκούσε αυτοί να  ευλογούν τα καπίστρια τους. Κάποιοι «μεγάλοι», μεγαλοκτηματίες, τσιφλικάδες και τοκογλύφοι που είχαν αρχίσει να αντιλαμβάνονται ότι με την εφαρμογή των κηρυγμάτων του υπάρχει κίνδυνος να ορθοποδήσουν οι γεωργοί και να μην εξαρτώνται απόλυτα πια, όπως μέχρι τώρα, από αυτούς, τον καταπολεμούν με κάθε τρόπο. Τον βγάζουν άθεο και συνεργάτη του Σατανά. Αρκετοί είναι εκείνοι που πείθονται και τον αποφεύγουν.

Ο Νικόλαος Μιχόπουλος αγωνίζεται ακάματος, κόντρα σε όλα αυτά. Είναι βέβαιος για την ορθότητα των ιδεών του.  Προσπαθεί να πείσει τους γεωργούς ότι υπάρχει τρόπος να βελτιώσουν τη ζωή τους μόνοι τους και να μην εξαρτώνται από τους άλλους οι οποίοι τους εκμεταλλεύονται με κάθε τρόπο. Πρέπει να πετύχουν τα όνειρά του. Βοηθό του έχει τον γεωπόνο της Κασσαβέτειας και Τριανταφυλλίδειας Γεωργικής Σχολής Αϊδινίου Δημήτριο Γρηγοριάδη με τον οποίο έδωσαν τα χέρια συνεργασίας.

Επειδή με τον πόλεμο που δεχόταν δεν γινόταν εύκολα  αποδεκτός από τους άλλους γεωργούς που απόφευγαν να τον ακούσουν άρχισε από την οικογένειά του. «Από της επομένης ήρχισε το κήρυγμα και η κατήχησις από του πατρός μου πρώτον και των συγγενών μου και των γνωρίμων κατόπιν. Εγκατέλειψα το καφενείον εις το οποίον εσύχναζον, παρήτησα τους ιδιαιτέρους μου φίλους και αγαπητούς συναδέλφους και μετά το σχολείον διηρχόμην τας ώρας μου εν μέσω γεωργών, αναπτύσσων προς αυτούς ζητήματα αφορώντα την εργασίαν των και τον μέλλοντα να ιδρύσωμεν συνεταιρισμόν».

Από πολύ καιρό προσπαθούσε να συγκεντρώσει τους γεωργούς του Αλμυρού στο σχολείο για να συζητήσουν εκεί τα προβλήματά τους. Δούλευε για την επιτυχία των σκοπών του ασταμάτητα και ακούραστα. ήταν ο ιεραπόστολος νέων ιδεών. «Η προπαγάνδα υπέρ της ιδέας ταύτης βαθμηδόν και κατ’ ολίγον ηυξάνετο», γράφει σ’ ένα από τα κείμενα που μας άφησε, «και την 2αν μ. μ. της Κυριακής της 12ης Νοεμβρίου 1900, ο κώδων του κεντρικού ναού της πόλεως εκάλει τους κατηχηθέντας γεωργούς εις το σχολείον».

Από τις πολλές εκατοντάδες όμως των γεωργών που είχαν κατηχηθεί στις ιδέες του ήρθαν μόνο σαράντα οκτώ. Οι άλλοι φοβήθηκαν την αντίδραση και τον πόλεμο που δέχονταν από κάποιους. Υπήρχαν κάποιοι που τους παρακολουθούσαν και σημείωναν ποιοι θα ήταν αυτοί που θα ακολουθούσαν τα κηρύγματα του «άθεου δασκάλου». Ο Μιχόπουλος, ακλόνητος στην πίστη του, σωστός ιεραπόστολος και φωτισμένος δάσκαλος, είχε πυροδοτηθεί από το μεγάλο του όνειρο και δεν λύγιζε πλέον με τίποτε. Καθόταν όρθιος στην πόρτα του σχολείου  και  καλούσε και ενθάρρυνε τους διστακτικούς γεωργούς που κάθονταν έξω να μπουν στην αίθουσα να ακούσουν. «Ο δε Γρηγοριάδης ευρίσκετο εν τω μέσω αναπτύσσων προς αυτούς του συνεταιρισμού τα πλεονεκτήματα και τα αγαθά».

Κι όπως όλοι οι αγώνες που γίνονται με πύρωμα της ψυχής έχουν πάντοτε αποτελέσματα, έτσι έγινε και με το κήρυγμα του Μιχόπουλου. Αποτέλεσμα αυτής της συγκέντρωσης ήταν να ιδρυθεί στον Αλμυρό το πρώτο στην Ελλάδα «Μετοχικόν Γεωργικόν Ταμείον Αλληλοβοηθείας».

Ήταν η πρώτη αρχή. Οι μεγάλες όμως δυσκολίες τώρα άρχιζαν. Τώρα που το όνειρο άρχιζε να γίνεται πραγματικότητα. «Το πιο βαθύ σκοτάδι είναι λίγο πριν ξημερώσει» Ο πόλεμος εναντίον του από τους τοκογλύφους που δάνειζαν τους γεωργούς και ύστερα τους έπαιρναν τη σοδειά τους έγινε σκληρότερος. Φοβέριζαν τους γεωργούς, οι οποίο μέχρι τότε δανείζονταν μόνο από αυτούς,  ότι όταν βρεθούν στην ανάγκη θα βρουν τις πόρτες τους κλειστές. Τα αποτελέσματα της εκστρατείας τους αυτής δεν άργησαν να φανούν. Τον Ιούλιο του 1901, σύμφωνα με το καταστατικό που είχε ψηφισθεί, έπρεπε να κατατεθούν οι μερίδες των συνεταίρων σε σιτάρι για να γίνει έτσι δυνατό να αρχίσουν οι δουλειές του «Ταμείου» τους, να βοηθηθούν με δάνεια όσοι από αυτούς είχαν ανάγκη και να γλιτώσουν από τους τοκογλύφους. Νοικιάστηκε μια αποθήκη, ειδοποιήθηκαν τα μέλη και ο δάσκαλος Νικόλαος Μιχόπουλος, αφήνοντας τους συναδέλφους του στο καφενείο, περίμενε όρθιος στην πόρτα της αποθήκης. Την πρώτη Κυριακή, που είχαν συμφωνήσει, από τους 48 ήρθαν κουβαλώντας το μερίδιό τους μόνο 4-5.  Οι υπόλοιποι αρνήθηκαν. Ο Μιχόπουλος περίμενε στην ίδια θέση και την επόμενη και τη μεθεπόμενη Κυριακή. Όσοι είχαν υπογράψει αρνούνταν να τηρήσουν όσα είχαν υποσχεθεί. Κάποιοι που παρακολουθούσαν και τον πολεμούσαν άρχισαν να γελούν και να κοροϊδεύουν.

Το όνειρο του Μιχόπουλου κινδύνευε να ναυαγήσει. Ο ίδιος όμως είχε πλέον πάρει τη μεγάλη απόφαση να πετύχει οπωσδήποτε. Ένιωθε μέσα του κάτι να τον σπρώχνει ακαταμάχητα. Επιμένει πεισματικά. «Την άλλη Κυριακή παραλαμβάνω κάρρον και δύο εκ των μελών του Συμβουλίου και ευθύς αμέσως μετά την θείαν λειτουργίαν ρίπτομαι εις όσας επρόφθασα γεωργικάς οικίας εκλιπαρών την κατάθεσίν των. Το τι ηκούσαμεν την ημέραν εκείνην ως και τας λοιπάς Κυριακάς δεν περιγράφεται…Αλλά η καλή αρχή έγινε….. Κατ’ αυτόν τον τρόπον συνελέξαμεν το πρώτον έτος παρά 35 γεωργών (οι 13 δεν στάθηκαν στο λόγο τους με χίλιες προφάσεις) σίτον αξίας 969,20 δρχ. (όλα αυτά με τιμή σίτου 25 – 30 λεπτά την οκάν) αι οποίαι απετέλεσαν το πρώτον μετοχικόν κεφάλαιον….. Το 1902 δια της αυτής μεθόδου συνελέξαμεν σίτον αξίας 1910,10 δρχ. και το μετοχικόν κεφάλαιον ανήλθεν εν συνόλω εις δρχ. 2880,10…. Τα μέλη ηυξήθησαν εις 48. Δάνεια εχορηγήσαμεν σε 9 μέλη δρχ. 765»

Αμέσως με τα πρώτα χρήματα βάζει σε εφαρμογή τα σχέδιά του. Έπρεπε να πειστούν όλοι ότι τα όνειρά τους γίνονται πραγματικότητα. «Κατά το αυτό έτος ηγοράσαμεν αντί 600 δρχ. σιτοκαθαριστήριον και εδιδάξαμεν τον καθαρισμόν του σπόρου και την απολύμανσιν αυτού δι’ εμβαπτίσεως εις διάλυσιν θειϊκού χαλκού, πράγματα τα οποία τότε ήταν απολύτως άγνωστα ουχί μόνον εις τους γεωργούς αλλά και εις εμέ τον ίδιον. Εννοείται ότι η διδασκαλία εξηκολούθησε και κατά τα επόμενα έτη, διότι δεν ήτο εύκολον να πιστεύσωσιν ευθύς αμέσως οι γεωργοί ότι ο θειϊκός χαλκός έχει την δύναμιν να καταστρέφει τον δαυλίτην, τον οποίον δίδει ο θεός. Επί τέλους διά πειραμάτων εδέησε να εννοήσωσιν ότι ο θεός έδωκε φάρμακα διά τας διαφόρους ασθενείας των φυτών όπως έδωκε ταύτα και διά τας ασθενείας των ανθρώπων…»

Όσοι τον πολεμούσαν, βλέποντας ότι με την πρόοδο που επιτελούνταν κινδύνευαν να χάσουν το παιχνίδι, έγιναν σκληρότεροι. Και πάλι καταφεύγουμε στα κείμενα του Μιχόπουλου: «Έτος 1906. Από του έτους τούτου ήρχισεν αναφανδόν πλέον και αγριωτέρα η εκ μέρους της αντιδράσεως επίθεσις,». Ο Μιχόπουλος όμως ήταν πλέον αδύνατο να πολεμηθεί. Γίνεται πραγματικός επαναστάτης. Ανεβαίνει στον εξώστη του κεντρικού ξενοδοχείου του Αλμυρού και «φωτισμένος πλέον απόστολος» κηρύττει δημόσια και καταγγέλλει τους πολέμιους, γνωρίζοντας ότι μπορεί και να κινδυνεύσει. «Μοιραίως», μας λέει, «θα επήρχετο η διάλυσις του Συλλόγου, την οποίαν διακαώς επόθη η αντίδρασις, αν τότε, αψηφών την θέσιν μου ως δημοδιδασκάλου δεν αντέτασσον γενναίαν άμυναν ομιλών και καυτηριάζων την αντίδρασιν ουχί πλέον εν τω στενώ κύκλω των μελών, αλλά δημοσία από των εξωστών του σχολείου και του κεντρικού ξενοδοχείου της πόλεως ….. τοιουτοτρόπως κατώρθωσα να συγκρατήσω 24 μέλη και ν’ αυξήσω κατά 783 δρχ, το μετοχικόν κεφάλαιον….»

«Ήτο φυσικό μια τέτοια καινοτομία», γράφει ο Μιχόπουλος, «μια καινοτομία που θα χτυπούσε κατακέφαλα συμφέροντα και άγνωστη έως τότε στα χρονικά της χώρας μας, να προκαλέση σφοδρά αντίδραση και λυσσασμένο πόλεμο από εμπόρους, τοκογλύφους, μεσίτας , ιδιοκτήτας γεωργικών μηχανημάτων, πολιτευομένους».

Έπρεπε να ενισχυθούν όσοι τολμούσαν ακόμα να παραμένουν μέλη στο  Έπρεπε κάτι να κάνει και το επίσημο κράτος. Και έγινε. «Ο Σωκράτης Ιασεμίδης υπεστήριξε δι’ αναφοράς του προς το τότε προϊστάμενον Υπουργείον, όπως επιτραπή δωρεάν η επίβασις των επιβητόρων του Δημοσίου εις τας φορβάδας των μελών του Συλλόγου και διά της ενεργείας ταύτης ενεκαρδίασεν τα μέλη, διότι επίστευσαν, και πολύ δικαίως, ότι η πολιτεία ήρχισε να ενδιαφέρηται διά τα γεωργικά σωματεία»

Το «Μετοχικόν Γεωργικόν Ταμείον Αλληλοβοηθείας» Αλμυρού, άρχισε να ισχυροποιείται και να γίνεται υπολογίσιμος παρεμβατικός παράγοντας. «Κατά το αυτό έτος 1908 … προέβημεν εις την συμπλήρωσιν του πρώτου καταστατικού …. ωρίσθη όπως εκ των κατ΄ έτος καθαρών κερδών τα μεν ¾  κατανέμονται εις τα μέλη… το δε ¼  προστίθεται εις το αποθεματικόν κεφάλαιον…»

Ήταν καιρός να μπουν σε εφαρμογή και τα μεγάλα σχέδια του Μιχόπουλου, που σε κάποιους φάνταζαν όνειρα απραγματοποίητα. Καλύτερα από κάθε άλλο μιλούν τα λόγια του Μιχόπουλου. «Την 9 Δεκεμβρίου του έτους 1901 εγένετο εν γενική των μελών συνελεύσει η πρώτη υπό του αειμνήστου Γρηγοριάδου ομιλία περί αγοράς αλωνιστικής μηχανής και δι’ αριθμών επί του μαυροπίνακος του σχολείου κατεδεικνύοντο αι ωφέλειαι αυτής. Αλλά τότε οι ημέτεροι γεωργοί αγρόν είχον αγοράσει.

Έκτοτε πολλαί εγένοντο απόπειραι και επιθέσεις, αλλά πάσαι γενναίως απεκρούοντο υπό των γεωργών, προτιμώντων να σπαταλώσι αφειδώς διά τον αλωνισμόν χρόνον, χρήμα και υγείαν. Επί τέλους απεφάσισα να ρίξω τον περί όλων κύβον.

Την 19 Δεκεμβρίου εκάλεσα προς τον σκοπόν τούτον την συνέλευσιν εν τω γραφείω του συλλόγου, μετά πολύωρον δε συζήτησιν και σφοδράν λογομαχίαν κατωρθώθη να υπογραφή υπό της πλειονότητος των μελών πρακτικόν περί αγοράς μιας μεγάλης αυτοκινήτου αλωνιστικής μηχανής, και να δοθή υπόσχεσις εκ μέρους των μελών περί καταβολής εντός ορισθέντος χρονικού διαστήματος μέρους των προς τον σύλλογον χρεών, ίνα συμπληρώσωμεν ούτω το διά την πρώτην δόσιν της μηχανής απαιτούμενον ποσόν.

Ο Μιχόπουλος, χωρίς καμιά ασφάλεια βεβαιότητα, ρίχνεται πλέον, ρισκάροντας τα πάντα, στις μεγάλες αποφάσεις. Αποφάσισε να φέρει μόνος του αυτός, ασίγαστα πλέον οιστρηλατημένος, αλωνιστική μηχανή από το Λονδίνο στον Αλμυρό:  Έκλεισα την συμφωνίαν, είχον ετοιμάσει τα πάντα πλην του χρήματος, διότι ουδείς εκ των οφειλετών κατέθεσέ τι απέναντι του χρέους του, ως είχε προσυμφωνηθή.

Τρομερά με κατέλαβε τότε αγωνία διότι και πάλιν ευρισκόμην προ αποτυχίας ενός των ονείρων μου, της παραγγελίας αλωνιστικής μηχανής, από της οποίας εξήρτησα την ζωήν ή την διάλυσιν του Συλλόγου.

Διά την καταβολήν της πρώτης δόσεως της μηχανής μετά των ναύλων από Λονδίνου μέχρι Βόλου εχρειάζοντο 6.800 περίπου δραχμαί και εις το ταμείον μας ευρίσκοντο δραχμαί εις μετρητά μόνον περί τας 1.500. Έπρεπε λοιπόν, κατ’ ανάγκην να συνάψωμεν δάνειον προσωπικόν, αφ’ ου το ενταύθα Υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης δεν ηδύνατο να παραχωρήση το δάνειον προς τον Σύλλογον.

Το πράγμα προφανώς ήτο δύσκολον, αλλά και η φιλοτιμία μου δεν μοί επέτρεπε πλέον να σταυρώσω τας χείρας μου και να υποχωρήσω.

Την 6 Φεβρουαρίου του 1911 ευρισκόμην και πάλιν εν των μέσω της Γενικής Συνελεύσεως ορμητικώτερος και μάλλον αισιόδοξος ζητών παρά των μελών υπογραφάς προς σύναψιν προσωπικού δανείου διά την παραγγελίαν της μηχανής.

Ο λόγος μου ενεποίησε βαθυτάτην εντύπωσιν. Η δήλωσίς μου του να υπογράψω πρώτος εγώ το προς την Τράπεζαν χρεωστικόν συμβόλαιον έθιξε την φιλοτιμίαν των και παρ’  όλας τας διαμαρτυρίας των ολίγων ευτυχώς αντιφρονούντων, 20 εκ των μελών εδήλωσαν μετ’ ενθουσιασμού, ότι είναι πρόθυμοι να με βοηθήσωσιν διά των υπογραφών των προς σύναψιν προσωπικού δανείου 4.000 δρχ. διά την παραγγελίαν της μηχανής, με εξουσιοδότησαν να δώσω σημείωσιν προς την Διεύθυνσιν της Τραπέζης διά την σύνταξιν του συμβολαίου, και ωρκίσθησαν, ότι την επομένην ουδείς θα μετέβαινεν εις την εργασίαν του, προ της υπογραφής του δανειστικού συμβολαίου.

Και πράγματι την επομένη ημέραν, περί την 11 π. μ. ώραν έρχονται οι υποσχεθέντες εις το σχολείον και εκείθεν εν σώματι μεταβαίνομεν εις το κατάστημα της Τραπέζης, υπογράφομεν το δανειστικόν συμβόλαιον και παραλαμβάνω το χρήμα.

Ποίαν εντύπωσιν ενεποίησεν εις την κοινωνίαν ολόκληρον το περίεργον τούτο φαινόμενον της εν σώματι μεταβάσεώς μας εις την Τράπεζαν δεν ευρίσκω την στιγμήν ταύτην τας καταλλήλους λέξεις διά να την παραστήσω, τούτο μόνον λέγω, ότι η μηχανή παρηγγέλθη, το δε όνειρόν μου επραγματοποιήθη, ο πόθος μου εξεπληρώθη και την 31 Μαΐου 1911 η μηχανή βαδίζουσα διά της κεντρικής πλατείας προς τον τόπον του αλωνισμού εκάλει δαιμονιωδώς συρίζουσα εις πανδαισίαν, ούτως ειπείν, πάντας τους γεωργούς νηστεύσαντας και μη…..».

Ο Νικόλαος Μιχόπουλος ήταν εκείνος που έδωσε και το όνομα στην πρώτη αυτή αλωνιστική μηχανή. Την ονόμασε «Ομόνοια», συμβολικό και ελπιδοφόρο για όλους όνομα. Δεν ήταν δυνατόν παρά αφού επήλθε, έστω και κατ’ αυτόν τρόπο η πολυπόθητη «ομόνοια» να έλθει και η «πρόοδος». Πράγματι ύστερα από λίγο μια δεύτερη αλωνιστική μηχανή διέσχιζε και πάλι δαιμονιωδώς τους δρόμους του Αλμυρού. Αυτή η δεύτερη αλωνιστική μηχανή ήταν η «Πρόοδος». Έτσι οι δυο πρώτες αλωνιστικές μηχανές η «Ομόνοια» και η «Πρόοδος» των γεωργών του Αλμυρού αδελφωμένες έδωσαν την ώθηση για την ουσιαστική ανάπτυξη της περιοχής. Ήταν και οι δύο παιδιά του «δάσκαλου»  Νικόλαου Μιχόπουλου.

Το όνομα του Μιχόπουλου άρχισε πλέον να γίνεται γνωστό πανελλήνια. Το «θαύμα» του Αλμυρού έγινε παντού γνωστό. Η εφημερίδα «Ακρόπολις» στις  13 Μαΐου  1913, έγραψε, ανάμεσα σε άλλα, και τούτα: «Το θαύμα έγινε. Ν. Μιχόπουλος, Γερ. Μολφέτας, Δ. Μαργέτης, Σακελλαρίου, Σωκράτης Ιασεμίδης. Όσοι πονάτε διά τον τόπον αυτόν και το μέλλον της παρούσης και των μελλουσών γενεών κρατήστε καλά εις την μνήμην σας τα ονόματα αυτά. Θα σημειωθούν εις την ιστορίαν της Ελλάδος πολύ επισημότερον από τα ονόματα πολλών Υπουργών, Πρωθυπουργών, και των λεγομένων επιφανών….. Ο πρώτος, Νικόλαος Μιχόπουλος, ο και παλληκαριώτερος όλων διά το ζήτημά μας, είναι απλούς δημοδιδάσκαλος. Ένας δημοδιδάσκαλος αξίζων προκειμένου περί της πραγματικής προόδου, χιλίους Βενιζέλους και κάμποσους Βαλαωρίτηδες ….. Ο μεγαλουργήσας κυρίως προκειμένου περί έργων είναι ο δημοδιδάσκαλος κ. Νικόλαος Μιχόπουλος. Ίσως να είναι ο προωρισμένος να γίνη ο Έλλην Ραϊφάιζεν, εάν δεν σπεύση να τον κρεουργήση το Υπουργείον Παιδείας, ως αναμιγνυόμενον είς αλλότρια ….. Μία λαμπρά αρχή έγινεν εις τον Αλμυρόν. Η κατάκτησις είναι μεγάλη διότι απεστομώθησαν οι αντιδραστικοί, οι δογματολόγοι, οι κενολογούντες διά να  δικαιολογήσουν την ουτιδανήν απραξίαν των….. Η αρχή θέλει συνέχειαν και το φως θα βγη από ανθρώπους της τάξεως του Νικολάου Μιχοπούλου, χωρίς ψηλά, «ημίψηλα, κολάρα…».

Στον Αλμυρό ο Νικόλαος Μιχόπουλος είχε στήσει οριστικά πλέον το έργο του. Τον Συνεταιρισμό του Αλμυρού τον πήραν πλέον άλλοι στα χέρια τους που, εμπνευσμένοι από το μεγάλο δάσκαλο αλλά και από το όραμα ενός καλύτερου κόσμου που το έβλεπαν να γίνεται πραγματικότητα, υπόσχονταν σταθερή την πρόοδό του. Τώρα ο Νικόλαος Μιχόπουλος έπρεπε να αξιοποιηθεί και σε μεγαλύτερα πόστα, τα οποία ούτε ποτέ του μπορούσε να φανταστεί το μικρό Αλμυριωτόπουλο, όταν ο πατέρας του το έπαιρνε μαζί του για να κυνηγήσουν με κλαδιά τις ακρίδες που έτρωγαν τα καπνά τους.

Τον Μάιο του 1913 ο τότε γενικός γραμματέας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας Αλέξανδρος Μυλωνάς πήγε στον Αλμυρό. Μετά την επιθεώρηση των εργασιών του Συνεταιρισμού Αλμυρού ο Μυλωνάς ανακοίνωσε στον Νικόλαο Μιχόπουλο ότι το κράτος «αποφασίσαν να εισαγάγη τον θεσμόν των συνεταιρισμών διά νόμου, είχε ανάγκην ενός ανθρώπου καταλλήλου διά την προπαγάνδαν κλπ. και ως τοιούτον εύρισκε κατά την εποχήν εκείνην μόνον αυτόν». Ο Νικόλαος Μιχόπουλος «μετά τινας αμφιταλαντεύσεις και δισταγμούς απεδέχθη την πρότασιν και την 5ην Σεπτεμβρίου του 1913 προεσελαμβάνετο διά συμβάσεως μεταξύ Κράτους και αυτού ως ειδικός επί των συνεταιρισμών υπάλληλος».

Το ανέβασμα του Μιχόπουλου και η αναγνώριση του έργου του αλλά και των ικανοτήτων του ήταν πλέον σταθερό. Το 1919 ο Νικόλαος διορίστηκε Επιθεωρητής Γεωργικών Συνεταιρισμών Ελλάδος

Έτσι κάπως φτάνουμε στις 23 Ιανουαρίου 1933 και «η περισσότερο εξέχουσα προσωπικότητα του Ελληνικού Συνεργατισμού, ο «δάσκαλος», με όλη τη λαμπρή σημασία της λέξεως,   ο Νικόλαος Αθανασίου Μιχόπουλος», σε ηλικία μόλις 55 ετών, άφησε τούτη τη ζωή.

Τα όσα ακούστηκαν στην κηδεία του τον δικαίωσαν απόλυτα. «Ο Μιχόπουλος και όταν ήταν δάσκαλος δεν πίστευε πως το έργο του δασκάλου τελειώνει μέσα στο σχολείο. Εθεώρησε τον εαυτό του υποχρεωμένο να βοηθήσει και τον πτωχό λαό. Ίδρυσε για το σκοπό αυτό τον Συνεταιρισμό Αλμυρού, χωρίς να έχη ούτε μέσα, ούτε ανάλογη δύναμη, ούτε γνώσεις, παρά μόνο πίστη, ενθουσιασμό και αγάπη για το λαό….».

«…. Συνήθως οι άνθρωποι εις κάθε χώραν, όσο μεγάλα και ωραία έργα εάν ευτυχήσουν να δημιουργήσουν εις την ζωήν των, έχουν ν’ ασχοληθούν και διά τους προκατόχους των και διά τους προγόνους των εις τα έργα αυτά.

Ο Νικόλαος Μιχόπουλος είχε το σπάνιον προνόμιον να μην έχη προκατόχους εις το έργον του. Εχρησίμευσε αυτός ούτος ως ο πρωταρχικός πρόγονος των συνεταιριστών της νεωτέρας Ελλάδος….Αλλά το έργον του δημοδιδασκάλου, όσον ευγενές και ανθρωπιστικόν και αν είναι, δεν ήτο δυνατόν  να ικανοποιήση μίαν ψυχήν ως η του Νικολάου Μιχοπούλου, οργώσαν προς γενικωτέραν εξανθρωπιστικήν προσπάθειαν. ….».

«Και Συ μαζί με τόσους άλλους μας εγκαταλείπεις πρόωρα σεμνέ αγωνιστή και απόστολε …Η είδηση του αιφνιδίου και απροσδόκητου θανάτου σου, που συγκλόνισε βαθειά όλους μας,  βύθισε σε λύπη ανείπωτη τα δημιουργήματά σου, τους συνεταιρισμούς των πτωχών και απλοϊκών ανθρώπων του βουνού και του κάμπου, που χρωστούν κατά πολύ σε σένα την ύπαρξή τους. Αυτοί με στέλνουν εδώ και μένα τώρα, τη στιγμή του οριστικού αποχωρισμού σου από τη ζωή, να σου πω ακόμα μια φορά πως ποτέ δεν θα ξεχάσουν ότι γι’ αυτούς, συμπονώντας τη δυστυχία σου, έδωσες ολόκληρη τη ζωή σου, την ψυχή σου, τη δράση σου. Θα σ’ ευγνωμονούν, θα σε θαυμάζουν, θα σε τιμούν και προ πάντων θα σ’ αγαπούν και θα σε κρατήσουν αιώνια και στοργικά μέσα στην ψυχή τους…..

Το μικρό φως που άναψε ο ενθουσιασμός σου και ο πόνος σου για τους αγρότες στον Αλμυρό με την ίδρυση του Μετοχικού Γεωργικού Συλλόγου, το μετέδωσες ο ίδιος από χώρα σε χώρα, από τόπο σε τόπο, από κάμπο σε βουνό κι από βουνό σε θάλασσα, παίρνοντας το χέρι στο ραβδί του αποστόλου και στον ώμο το δισάκι του στρατοκόπου και ακούραστα περιτρέχοντας την Ελλάδα από άκρη σ’ άκρη, για να μεταδώσης το νέο φως, τη νέα ιδέα, για τη σωτηρία της βασανισμένης και πονεμένης φτωχολογιάς….»

Σήμερα . 88 χρόνια μετά το θάνατό του, πολύ λίγοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν την τεράστια προσφορά του Νικόλαου Μιχόπουλου. Στην κεντρική πλατεία του Αλμυρού, ωστόσο, παραμένει η προτομή του για να θυμίζει σ’ όσους θέλουν να ψάχνουν τις αρχές της προόδου τούτου του τόπου ότι ο Νικόλαος Μιχόπουλος, ήταν ένας «ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ» που ακόμα και τώρα διδάσκουν και εμπνέουν, έστω και λίγους, με το παράδειγμά τους.