Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (17 συνέχεια)

Ο ΤΡΩΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
1. Μνηστήρες της Ωραίας Ελένης
από την Αχαΐα Φθιώτιδα
Πολύ σημαντική ήταν η συμμετοχή ηρώων από την περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας και στη μεγάλη εκστρατεία των Ελλήνων προς την Ασία, τον Τρωικό Πόλεμο, πέρα από την μεγαλύτερη και ενδοξότερη συμμετοχή, αυτήν του ένδοξου βασιλιά των Μυρμιδόνων και του μεγαλύτερου ήρωα των Ελλήνων, του Αχιλλέα.
Πώς θα μπορούσε εξάλλου να μην είναι σημαντική η συμμετοχή ενός τόπου, όπως αυτός της Αχαΐας Φθιώτιδας, αφού, πριν από χρόνια, τρεις υποψήφιοι μνηστήρες είχαν ξεκινήσει από τούτα τα μέρη, με δώρα πολλά και πλούσια, να ζητήσουν να πάρουν γυναίκα τους την Ωραία Ελένη. Κι είναι γνωστό ότι όλοι οι υποψήφιοι μνηστήρες της ωραίας Ελένης είχαν δεθεί με όρκο μεταξύ τους ότι, ανεξάρτητα από το ποιον θα διάλεγε η πολυξάκουστη νύφη, όλοι θα βοηθούσαν τον μελλοντικό άντρα της αν ποτέ κινδύνευε. Επομένως και αυτοί που ξεκίνησαν από τούτα τα μέρη να ζητήσουν την Ωραία Ελένη είχαν δεθεί με τον ίδιο όρκο και έπρεπε τώρα να λάβουν μέρος στον πόλεμο.
Και μόνο από την ξακουστή Φυλάκη είχαν ξεκινήσει δυο υποψήφιοι μνηστήρες, ο Πρωτεσίλαος και ο Ποδάρκης.
Ο Ησίοδος, στα «Αποσπάσματα Ηοιών», μας λέει για το θέμα αυτό και μας το βεβαιώνει στο Hesiodi Carmina, Αποσπάσματα 94 , IV, 34 – 39, έκδ. Lipsiae MCMII (1902), σελ. 158:
«Ἐκ Φυλάκης δ᾿ ἐμνῶντο δύ᾿ ἀνέρες ἔξοχ᾿ ἄριστοι, υἱὸς τ᾿ Ἰφίκλοιο Ποδάρκης Φυλακίδαο ἠΰς Ἀκτορίδης ὑπερήνωρ Πρωτεσίλαος• ἄμφω δ᾿ ἀγγελίην Λακεδαιμονάδε προΐαλλον Τυνδαρέου π<ρός> δῶμα δαΐφρονος Οἰβαλίδαο, πολλὰ δ᾿ ἔδνεα δίδον, μέγα γὰρ κλέος ἔσκε γυναικός».
Δηλ. «Τη ζητούσαν κι από τη Φυλάκη δυο άντρες ξεχωριστά παλικάρια, ο Ποδάρκης ο γιος του Ίφικλου του γιου του Φύλακου κι ο δυνατός Πρωτεσίλαος, ο περήφανος γιος του Άκτορα• κι οι δυο τους έστειλαν παραγγελιά στη Σπάρτη, στο ανάκτορο του συνετού Τυνδάρεου, του γιου του Οιβάλου και πρόσφεραν πολλά δώρα, γιατί το άκουσμα της γυναίκας ήταν μεγάλο».
Στο παραπάνω απόσπασμα ο Πρωτεσίλαος και ο Ποδάρκης παρουσιάζονται να είναι παιδιά διαφορετικών πατέρων. Σύμφωνα όμως με άλλες πηγές οι δύο ήρωες ήταν αδέλφια, παιδιά και οι δύο του Ίφικλου. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Όμηρο, στον Τρωικό Πόλεμο, τον Πρωτεσίλαο, μετά τον θάνατό του, τον διαδέχτηκε, ως αρχηγός του στρατού του, ο Ποδάρκης.
Υποψήφιος μνηστήρας της Ωραίας Ελένης από τα ίδια μέρη ήταν και ο Πάτροκλος, ο αδελφικός φίλος του Αχιλλέα. Ο Πάτροκλος ζούσε εκείνη την εποχή στη Φθία, στην αυλή του Πηλέα, μαζί με τον Αχιλλέα. Τον είχε φέρει εδώ ο πατέρας του, ο Μενοίτιος, διότι, όταν ο Πάτροκλος βρισκόταν στην πατρίδα του, είχε σκοτώσει, άθελά του βέβαια, την ώρα που έπαιζαν, ένα φίλο του, τον Κλησώνυμο ή Κλεισώνυμο ή Λύσανδρο ή Αιάνη. Ήρθε λοιπόν στην αυλή του Πηλέα, για να βρει άσυλο και καταφύγιο.
Ο Πηλέας, μάλιστα, όπως συνηθιζόταν στις περιπτώσεις αυτές, τον εξάγνισε από τον φόνο που είχε κάνει. Ενώ λοιπόν βρισκόταν στην αυλή του Πηλέα, και μάλιστα κυνηγημένος, δεν έχασε την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε να παντρευτεί την ξακουστή Ελένη κι έστειλε κι αυτός αντιπροσώπους του να την ζητήσουν για χάρη του σε γάμο. Έτσι και αυτός ήταν δεμένος με όρκο να λάβει μέρος στον Τρωικό Πόλεμο και επομένως έπρεπε να πάει.
Μαζί μ’ αυτούς όλους πήγε στην Τροία και ο δοξασμένος Αχιλλέας, ο γιος του Πηλέα και της θεάς Θέτιδας. Ο Αχιλλέας, όπως από κάποιες μυθολογικές εκδοχές φαίνεται, δεν ήταν υποψήφιος μνηστήρας της ωραίας Ελένης.
Λένε μερικοί ότι ήταν τότε μικρός ακόμα για γάμο. Διαφορετικά – λένε αυτοί – δεν θα ήταν δυνατόν να τον ξεπεράσει κανένας από τους άλλους μνηστήρες. Ποιος σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσε να συγκριθεί μαζί του! Ο σχετικός μύθος, σε περίπτωση που υπήρχε συμμετοχή του Αχιλλέα στους μνηστήες της Ωραίας Ελένης, δεν θα έδινε περιθώρια σύγκρισης. Ωστόσο υπάρχει στη μυθολογία και η άποψη που λέει ότι ήταν δυνατόν να ήταν και ο Αχιλλέας, ένας από τους υποψήφιους μνηστήρες. Δεν έχει τόση σημασία το ότι δεν συμπεριλαμβάνεται τ’ όνομά του στον κατάλογο των μνηστήρων:
«καί ὅτι μέν τῶν Ἑλένης μνηστήρων Ἀχιλλεὺς οὐκ ἔστιν ἐν Καταλόγῳ γυναικῶν, μηδέν τοῦτο ἔστω τεκμήριον οὐκ αἰτῆσαι Ἑλένην αὐτόν» βεβαιώνεται στα Hesiodι Carmina, Αποσπάσματα, 96 (119), Pausanias III 24, 10 (7), έκδ. Lipsiae, MCMII (1902), σελ. 1.
Εδώ θα πρέπει να θυμίσουμε ότι υπήρχαν πολλά κατορθώματα του Αχιλλέα που στην πραγματικότητα έλαβαν χώρα στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τα οποία μεταφέρθηκαν από τον Όμηρο στις περιοχές γύρω από την Τροία. Αυτό σημαίνει ότι ήταν δυνατό ο Αχιλλέας να ήταν αρκετά μεγάλος όταν έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο. Εξάλλου το γεγονός ότι στον ίδιο πόλεμο, διάρκειας μόλις δέκα χρόνων, ο γιος του, ο Νεοπτόλεμος, που ο Αχιλλέας τον άφησε μωρό στη Σκύρο, μεγαλώνει τόσο πολύ ώστε προφταίνει και παίρνει μέρος σ’ αυτόν και μάλιστα παίρνει γυναίκα την ξακουστή Ανδρομάχη, την γυναίκα του Έκτορα κι αργότερα την κόρη του Μενέλαου και της Ωραίας Ελένης, την Ερμιόνη δημιουργεί πολλά ερμηνευτικά προβλήματα και αμφιβολίες. Πώς είναι δυνατόν ο νεογέννητος γιος του Αχιλλέα Νεοπτόλεμος να μεγαλώνει μέσα σε δέκα χρόνια τόσο και να πηγαίνει να πάρει μέρος στον Τρωικό Πόλεμο μετά τον θάνατο του πατέρα του!

2. Λίγα για τον Αχιλλέα
Είναι πολύ γνωστές σ’ όλους οι διάφορες εκδοχές της μυθολογίας για τις προφητείες που υπήρχαν, για την ανάγκη να πάρει οπωσδήποτε μέρος στον πόλεμο αυτό ο Αχιλλέας, γιατί διαφορετικά δεν ήταν δυνατόν να κυριεύσουν οι Έλληνες την Τροία.
Είναι γνωστά ακόμη όσα λέγονταν για την προσπάθεια της μητέρας του να τον κάνει αθάνατο, για το ότι ήταν τρωτός μόνο στη φτέρνα και στη συνέχεια για το κρύψιμό του ανάμεσα στις κόρες του Λυκομήδη, για τον τρόπο με τον οποίο τον ανακάλυψε ο πονηρός Οδυσσέας και για την όλη του δραστηριότητα στον πόλεμο της Τροίας και γι’ αυτό δεν θ’ αναφερθούν εδώ.
Έχουμε τη γνώμη ότι αυτά, και πολλά άλλα που αφορούν τον Αχιλλέα και το ρόλο του στον Τρωικό Πόλεμο, παρ” όλο ότι αναφέρονται στον μεγαλύτερο και ενδοξότερο τοπικό ήρωα ακριβώς της περιοχής της οποίας εξετάζουμε τη μυθολογία, δεν έχουν θέση στην εργασία τούτη. Θα ήταν κοινοτοπίες περιττές γιατί αυτά είναι πολύ γνωστά σ’ όλους. Θα παραλειφθούν λοιπόν, αν και αποτελούν τα σημαντικότερα κεφάλαια της μυθολογίας της περιοχής αυτής.
Αυτοί οι μύθοι είναι πασίγνωστοι και δεν έχουν καλυφθεί, όπως τόσα και τόσα άλλα μυθολογικά δημιουργήματα της περιοχής αυτής που καλύφθηκαν από τη λησμοσύνη, εξαιτίας της ασημαντότητάς της, ακριβώς επειδή τα έκανε ευρύτερα γνωστά η σημαντικότητα του ήρωα και η αναμφισβήτητη μεγάλη προβολή τους από τα διασωθέντα έπη του Ομήρου.
Εκείνη την εποχή το κράτος του Αχιλλέα στην Φθιώτιδα Αχαΐα ήταν ένα από τα σημαντικότερα κράτη. Απόδειξη ότι έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο με πενήντα καράβια, έναν από τους μεγαλύτερους στόλους που βρέθηκαν στην Τροία. Και τα πενήντα αυτά καράβια ήταν μόνο του Αχιλλέα. Από την Αχαΐα Φθιώτιδα έλαβαν μέρος και ο Πρωτεσίλαος αλλά και άλλοι αρχηγοί και βασιλιάδες.
Δεν έχουν επομένως οι μυθολογικές αυτές αναφορές ανάγκη ανάσυρσής τους στην επιφάνεια, όπως επιχειρείται μ’ άλλους μύθους στην εργασία αυτή. Εξάλλου η σημαντικότητα του ήρωα Αχιλλέα αποδεικνύεται και μόνο από την προφητεία ότι ήταν αδύνατη η άλωση της Τροίας χωρίς τη συμμετοχή του Αχιλλέα.
Η «προφητεία» αυτή, πέρα από το προσωπικό αναντικατάστατο του ήρωα Αχιλλέα, σημαίνει ότι και το βασίλειό του την εποχή εκείνη ήταν από τα σημαντικότερα ελληνικά κράτη και επομένως η δύναμή και η συμμετοχή του στο εκστρατευτικό ελληνικό σώμα θεωρούνταν απαραίτητη για τη νίκη.
Επιβεβαιώνεται έτσι και η άποψή μας ότι η σημαντικότητα ενός τόπου ήταν εκείνη που έπαιξε τον κύριο λόγο στο να διατηρηθούν στη μνήμη και να γίνουν γνωστοί οι μύθοι του. Οι μύθοι της περιοχής αυτής στον καιρό του Τρωικού Πολέμου, στα χρόνια δηλαδή εκείνα κατά τα οποία η Αχαΐα Φθιώτιδα ήταν μία σημαντική σε δύναμη περιοχή, έγιναν γνωστοί και διαδόθηκαν.
Αντίθετα, στις άλλες εποχές, κατά τις οποίες η δύναμή της εξασθένισε ή και χάθηκε, εξαφανίστηκαν και χάθηκαν και οι μύθοι της. Είναι η εξαίρεση, μέσα στο σύνολο των μύθων της περιοχής, που έρχεται ακριβώς να επιβεβαιώσει την άποψή μας ότι επέζησαν οι μύθοι δυνατών και πλουσίων βασιλείων.
Δεν θα εκθέσουμε ακόμη εδώ τα πολλά προβλήματα που δημιουργούνται και τις πολλές ενδιαφέρουσες αλλά και αντικρουόμενες απόψεις που υπάρχουν για τη σαφή έκταση και τα ακριβή όρια του βασιλείου του Αχιλλέα, ούτε για την πρωτεύουσά του, για τα προβλήματα των ορίων μεταξύ του βασιλείου του Αχιλλέα και των γειτονικών βασιλείων του Πρωτεσίλαου, του Φιλοκτήτη κ.τ.λ., γιατί και αυτά, κατά τη γνώμη μας, ξεφεύγουν από τα όρια και τους σκοπούς τούτης της εργασίας. Είναι θέματα καθαρά ιστορικά και ως τέτοια δεν ανήκουν στους σκοπούς της εργασίας αυτής. Μας αρκεί, για το σκοπό της εργασίας μας αυτής, η αναφορά και η γενική συμφωνία όλων ότι, ανεξάρτητα από τις όποιες διαφορετικές απόψεις υπάρχουν για την πρωτεύουσα του βασιλείου του Αχιλλέα και την έκταση που αυτό καταλάμβανε, οπωσδήποτε ένα μέρος τουλάχιστο της Αχαΐας Φθιώτιδας και του ορεινού όγκου της Όθρης ανήκε στο βασίλειο του Αχιλλέα, του μεγαλύτερου ήρωα του Τρωικού Πολέμου. Μας αρκεί το γεγονός ότι στα μυθολογικά ακούσματα με τα οποία τρέφονταν και διαμόρφωναν την φυλετική τους ταυτότητα οι άνθρωποι τούτης της περιοχής, περιλαμβάνονταν και οι διάφορες μυθολογικές εκδοχές για τον Πηλέα, τον Αχιλλέα και τον Νεοπτόλεμο.
Ωστόσο θεωρούμε σωστό να επισημάνουμε απλώς και μόνο ότι το γεγονός ότι πόλεις της ίδιας περιοχής, όπως ο Πτελεός, ο Αντρώνας, η Πύρασος και κυρίως η Ίτων, ανήκαν στο βασίλειο του Πρωτεσίλαου, ενώ η Άλος, στο μέσον της ίδιας περιοχής, ανήκε στον Αχιλλέα, δημιουργεί πολλά προβλήματα στον καθορισμό των ορίων των δύο κρατών.
Τα προβλήματα που δημιουργούνται στην περίπτωση αυτή από τις συγχεόμενες και αλληλοκαλυπτόμενες επικράτειες των δύο αυτών γειτονικών βασιλείων, και εφόσον η ομηρική Άλος είναι η αυτή με την Άλο των κλασικών χρόνων (στην Πλατανιώτικη Μαγούλα), μπορούσαν ίσως να λυθούν, κατά τη γνώμη μας, με την παραδοχή της ύπαρξης μιας σχέσης ομοσπονδιακής ή συνομοσπονδιακής μεταξύ των δύο γειτονικών αυτών βασιλείων.
Κάτω από μια λογική και ισόρροπη κατανομή των συμφερόντων και αμοιβαίων διευκολύνσεων μεταξύ των δύο αυτών μερών της ομοσπονδιακής ή συνομοσπονδιακής συνύπαρξής τους έπρεπε και τα δύο μέρη να έχουν λιμάνια και τις σχετικές διευκολύνσεις αλλά ταυτόχρονα και εκτεταμένες πεδιάδες για τις καλλιέργειες.
Με αυτή την λογική εξεταζόμενο το πρόβλημα της σύγχυσης και αλληλοκάλυψης των δύο επικρατειών εξηγείται πώς ήταν δυνατό ο μεν Πρωτεσίλαος να βασιλεύει στην Ίτωνα, δυτικά του Αλμυρού, στην Πύρασο βορειοανατολικά του Αλμυρού και να έχει παράλληλα και τα λιμάνια του Πτελεού και του Αντρώνα, νότια του Αλμυρού, ο δε Αχιλλέας να βασιλεύει σε μια περιοχή, από τα Φάρσαλα μέχρι το λιμάνι του Αλμυρού, την τότε Άλο, και να φτάνει μέχρι και τις εκβολές του Σπερχειού. Εκτός και αν η ομηρική Άλος βρισκόταν έξω από την περιοχή Αλμυρού, στην οποία βρισκόταν μόνο η Άλος των κλασικών και των ελληνιστικών χρόνων.
Βεβαίως και οι σχέσεις του Αχιλλέα με τον Σπερχειό ποταμό, όπως φανερώνονται από το γεγονός της προσφοράς των μαλλιών του ήρωα στον ποταμό, και από τις αναφορές που μνημονεύουν τον ποταμό Σπερχειό ως σύζυγο της αδερφής του Αχιλλέα αλλά κι από την ύπαρξη της ονομασίας Ελλάς στην ίδια περιοχή και από άλλα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία που μπορεί να βρει κάποιος σε πολλές σχετικές εργασίες, όπως π. χ. «Το πρόβλημα της ομηρικής Φθίας», του Παναγιώτη Μακρυγιάννη – Ματαπά, Εκδόσεις Ρίζες, Αθήνα 1979, οδηγούν ίσως στη σκέψη ότι η πρωτεύουσα των Μυρμιδόνων δεν πρέπει να βρισκόταν πολύ μακριά από τον Σπερχειό ποταμό.
Όλα αυτά τα προβλήματα ασφαλώς δεν ανήκουν στην καθαρή μυθολογία και επομένως δεν μπορούν να εξετασθούν στην εργασία αυτή.

3. Ο στρατός του Αχιλλέα
Ο Αχιλλέας έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο με πενήντα καράβια. Ο Όμηρος λέει για τα καράβια και τους πολεμιστές που ακολουθούσαν τον Αχιλλέα:
«Νῦν αὖ τούς, ὅσσοι τό Πελασγικόν Ἄργος ἔναιον, οἵ τ᾿ Ἄλον οἵ τ᾿ Ἀλόπην οἵ τε Τρηχῖνα νέμοντο, οἵ τ᾿ εἶχον Φθίην ἠδ᾿ Ἑλλάδα καλλιγύναικα, Μυρμιδόνες δ᾿ ἐκαλεῦντο καὶ Ἕλληνες καὶ Ἀχαιοί, τῶν δ᾿ αὖ πεντήκοντα νεῶν ἦν ἀρχὸς Ἀχιλλεύς» (Ιλιάδα, Β , 681 – 685).
Πέντε τάγματα είχε ο στρατός του Αχιλλέα. Το καθένα είχε τον αρχηγό του.
Στο πρώτο τάγμα αρχηγός ήταν ο Μενέσθιος, που ήταν ανεψιός του Αχιλλέα, αφού ήταν γιος της αδελφής του Πολυδώρας και του ποταμού Σπερχειού. Ο Σπερχειός, κατά μία μυθολογική εκδοχή, ήταν γιος του Περιήρη, του γιου του Αίολου και εγγονού του Έλληνα και της νύμφης Οθρηίδας.
Στο δεύτερο τάγμα αρχηγός ήταν ο Εύδωρος, που ήταν καρπός του έρωτα του θεού Ερμή και της Πολυμήλας ή Πολυμήλης, κόρης του Φύλαντα. Ο Εύδωρος μεγάλωσε, λέει ο μύθος, στην αυλή του παππού του Φύλαντα, ο οποίος ήταν βασιλιάς της θεσπρωτικής – ή για κάποιους άλλους της θεσσαλικής – πόλης Εφύρας.
Αλλά, ενώ για τον ίδιο τον Εύδωρο όλοι συμφωνούσαν ότι ήταν γιος της Πολυμήλας και του Ερμή, για τη μητέρα του, την Πολυμήλα, κυκλοφορούσαν πολλές διαφορετικές απόψεις. Κάποιοι μύθοι της περιοχής ήθελαν την Πολυμήλα ή Πολυμήλη να είναι, όπως είπαμε, κόρη του Φύλαντα.
Η Πολυμήλα μετά την περιπέτειά της αυτή με τον Ερμή, παντρεύτηκε τον Εχεκλή. Κάποιοι άλλοι όμως μύθοι την ήθελαν να είναι κόρη του Άκτορα και αυτοί έλεγαν ότι η Πολυμήλα παντρεύτηκε τον Πηλέα, τον πατέρα του Αχιλλέα, προτού ο Πηλέας παντρευτεί τη θεά Θέτιδα.
Άλλοι πάλι τα έλεγαν εντελώς διαφορετικά. Η Πολυμήλα δεν ήταν κόρη ούτε του Φύλαντα ούτε του Άκτορα αλλά ήταν κόρη του Πηλέα. Η Πολυμήλα λοιπόν, σύμφωνα με αυτούς, ήταν αδερφή του Αχιλλέα και επομένως ο Εύδωρος ήταν κι αυτός ανεψιός του Αχιλλέα, αφού ήταν γιος της αδερφής του, όπως ήταν και ο διοικητής του πρώτου τάγματος, ο Μενέσθιος.
Η Πολυμήλα, έλεγαν άλλοι παραμυθάδες, αργότερα έγινε γυναίκα του Μενοίτιου και μητέρα του Πάτροκλου, του άλλου ήρωα του Τρωικού Πολέμου και αδελφικού φίλου του Αχιλλέα. Έτσι, σύμφωνα με την άποψη αυτή ο Πάτροκλος ήταν και αυτός ανεψιός του Αχιλλέα. Υπάρχει όμως και άλλη γνώμη, την οποία έλεγαν άλλοι παραμυθάδες της περιοχής για τον Πάτροκλο. Σύμφωνα με την άποψη αυτή οι δύο ήρωες, Αχιλλέας και Πάτροκλος, ήταν πρώτα εξαδέλφια, γιατί οι πατεράδες τους, έλεγαν, ήταν αδέλφια:
Στα Hesiodi Carmina, Αποσπάσματα 84 (104) και Eustathius Hom. 112, 44 sq., LIPSIAE, IN AEDIBUS B. C. TEUBNERI, MCMII (1902), σελ. 153), διαβάζουμε «ἰστέον δέ ὅτι τὸν Πάτροκλον ἡ παλαιά ἱστορία καί συγγενῆ τῷ Ἀχιλλεῖ παραδίδωσι λέγουσα, ὅτι Ἡσίοδός φησι Μενοίτιον, τόν Πατρόκλου πατέρα, Πηλέως εἶναι ἀδελφόν, ὡς εἶναι αὐτανεψίους οὕτως ἀμφοτέρους ἀλλήλοις».
Για όλες αυτές τις παραπάνω μυθολογικές εκδοχές για τις σχέσεις της Πολυμήλας του Πάτροκλου και του Αχιλλέα υπάρχουν πολλοί και ωραίοι μύθοι. Θα ήταν όμως πολύ κουραστική και έξω από τους σκοπούς μας η αναφορά τους.
Στο τρίτο τάγμα του στρατού τού Αχιλλέα ήταν αρχηγός ο Πείσανδρος, που ξεχώριζε ανάμεσα στους Μυρμιδόνες για την παλικαριά του μετά τον Αχιλλέα και τον Πάτροκλο.
Στο τέταρτο τάγμα αρχηγός ήταν ο Φοίνικας, που ο Πηλέας τον έστειλε κοντά στο γιο του, τον Αχιλλέα, για να τον συμβουλεύει.
Στο πέμπτο τάγμα του στρατού του Αχιλλέα ήταν αρχηγός ο Αλκιμέδοντας, ο γιος του Λαέρτη. Ο Λαέρτης αυτός ήταν άλλος, δεν είχε καμιά σχέση με τον ομώνυμό του πατέρα τού Οδυσσέα.
Στη Ραψωδία Π της Ιλιάδας στίχ. 168-197, Ομήρου Ιλιάδα, μετάφραση Ν. Καζαντζάκη και Ι. Θ. Κακριδή, Έκδοση Ο.Ε.Σ.Β., 1992, τεύχος δεύτερο, σελ. 83 -84, περιγράφονται τα παραπάνω ως εξής:
«Είχε ο Αχιλλέας πενήντα γρήγορα καράβια που κυβέρνα, ο λατρευτός του Δία, σαν έφτασε στην Τροία, και στο καθένα, πενήντα παλικάρια εκάθουνταν πα στο κουπί συντρόφοι και πέντε κεφαλή τους έβαλε ρηγάρχες μπιστεμένους να κυβερνούν, κι αυτός βασίλευε περίσια πάνω απ’ όλους.
Στον πρώτο λόχο ο λαμπροθώρακος Μενέσθιος κυβερνούσε, του Σπερχειού, του ουρανογέννητου του ποταμού βλαστάρι• μια κόρη του Πηλέα τον γέννησε πανώρια, η Πολυδώρα, θνητή, που με θεό κοιμήθηκε, το Σπερχειό το γαύρο, μα γιος του Βώρου νοματίζονταν κι αγγόνι του Περήρη, τι αυτός την πήρε απ’ τον πατέρα της με μυριοπλούσια δώρα.
Στον άλλο λόχο ο γαύρος Εύδωρος αφέντευε, μιας κόρης, της Πολυμήλας, κλεφτογέννημα, που στο χορό ήταν πρώτη, του Φύλα η θυγατέρα τι άρεσε του Αργοφονιά, ως την είδε που στο χορό ετραγούδα κάποτε με άλλες μαζί κοπέλες στη χάρη της χουγιάχτρας Άρτεμης της χρυσοδοξαρούσας.
Ευτύς στο ανώγι ανέβηκε κι έσμιξε κρυφά μαζί της τότε ο πονηρός Ερμής, τρισεύγενο υγιό χαρίζοντάς της, τον Εύδωρο, καλό στο τρέξιμο καλό και στο κοντάρι. Κι η θεά Λεχούσα αφού η βαρύπονη της έβγαλε το γιο της όξω στο φως, και του ήλιου αντίκρισε την άγια λάμψη, εκείνην ο γαύρος Εχεκλής, ο ατρόμητος του Άχτορου υγιός, την πήρε γυναίκα, μύρια δώρα δίνοντας, στο αρχοντικό του μέσα.
Και το μωρό το χαϊδανάσταινε με αγάπη ο γερο Φύλας, και πάντα γνοιαστικά το φρόντιζε, σαν να ‘ταν γιος δικός του. Στον τρίτο λόχο ο γιος του Μαίμαλου μπήκε αρχηγός, ο γαύρος ο Πείσαντρος, που στο κοντάρεμα ξεχώριζε απ’ τους άλλους, μετά απ’ του Αχιλλέα το σύντροφο, στους Μυρμιδόνες μέσα.
Κι ο γερο αλογολάτης Φοίνικας τον τέταρτο οδηγούσε κι ο ψυχωμένος Αλκιμέδοντας, του Λαέρτη ο γιος, τον πέμπτο».

4. Ο Φοίνικας και η Φθία
Ο Όμηρος παρουσιάζει στην Ιλιάδα τον Φοίνικα να εκτελεί τα καθήκοντα τού συμβουλάτορα τού Αχιλλέα την στιγμή που προσπαθεί να πείσει τον θυμωμένο Αχιλλέα να λάβει μέρος στη μάχη εναντίον των Τρώων. Μέσα από τους στίχους αυτούς του Ομήρου παίρνουμε πολλές και ενδιαφέρουσες πληροφορίες (Ομήρου Ιλιάδα, Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη – Ι. Θ. Κακριδή, Ι΄, στ. 432 – 501, Οργ, Εκδ. Διδακτ. Βιβλίων, Αθήνα 1992).
«Τέλος εστράφη κι είπε ο Φοίνικας, ο γερο αλογολάτης με δακρυσμένα μάτια τι έτρεμε μην πάθουν τα καράβια:
«Το γυρισμό στο νου σου αν έβαλες, τρανέ Αχιλλέα στ’ αλήθεια, κι ουδέ λογιάζεις πια τα γρήγορα καράβια να γλιτώσεις απ’ την κακιά φωτιά, τι η μάνητα το λογισμό σου πνίγει, πώς τότε πια, παιδί μου, θα ‘μενα μακριά σου εδώ μονάχος;
Μαζί σου εδώ ο Πηλέας δε μ’ έστειλεν, ο γερο αλογολάτης, από τη Φθία, στον Αγαμέμνονα καθώς σε προβοδούσε; κι ήσουν παιδί, κι ουδέ από πόλεμο νογούσες μανιασμένο κι ουδέ από σύναξη, που ξέχωρη τιμή στον άντρα δίνει.
Γι’ αυτό μαζί σου εκείνος μ’ έστειλε, για να σε δασκαλεύω, να μάθεις να μιλάς στη μάζωξη, να πολεμάς στη μάχη. Γι’ αυτό, παιδί μου, εγώ δε θά ‘θελα να χωριστώ από σένα, κι ο θεός ακόμα αν μου έλεγε να ξύσει απ’ το κορμί μου τα γερατιά, και νιος σα άλλοτε να γίνω, σαν τότε που την Ελλάδα εγώ απαράτησα την ωριογυναικούσα, να λείψω απ’ την οργή του κύρη μου, του Αμύντορα, ζητώντας.
Για κάποια σκλάβα ομορφοπλέξουδη μου ‘χε βαριά θυμώσει της είχε αγάπη και το ταίρι του δε λόγιαζε καθόλου, τη μάνα μου, κι αυτή στα γόνατά μου πρόσπεφτε, την κόρη εγώ να κοιμηθώ πρωτύτερα, να σιχαθεί το γέρο.
Κι έγινε η χάρη της, μα ο κύρης μου σε λίγο το απεικάστη κι επάνω μου κατάρες σώριασε βαριές, κι ανακαλιόταν τις άγριες Ερινύες, στα γόνατα να μη χορέψει αγγόνι, που να ’χει γεννηθεί απ’ το σπέρμα μου. Κι ευτύς την κάταρά του του Κάτω Κόσμου ο Δίας την άκουσε κι η ανήλεη Περσεφόνη.
Με κοφτερό χαλκό μελέτησα να τον σκοτώσω τότε, μα κάποιος μου ’σβησε τη μάνητα θεός, θυμίζοντάς μου του κόσμου τις βρισιές, το σούσουρο μες στους ανθρώπους γύρω, πατροφονιά να με φωνάζουνε μες στους Αργίτες όλοι.
Μα κι η καρδιά μου δεν το δέχουνταν καθόλου να χολιάζει μαζί μου, ο κύρης, και στο σπίτι μας εγώ να μπαινοβγαίνω κι ήταν πολλοί δικοί κι αξάδελφοι, που μ’ είχαν ζώσει τότε, με παρακάλια δοκιμάζοντας να με κρατήσουν σπίτι στεφανοκέρατα, στριφτόζαλα πλήθος εσφάζαν βόδια κι αρνιά παχιά, κι απάνω στου Ήφαιστου τη φλόγα τεντωμένοι καψαλιζόνταν χοίροι, που ’πλεχαν μες στο πολύ τους ξίγκι και το κρασί κρουνός επίνουνταν απ’ τα σταμνιά του γέρου.
Νύχτες εννιά κοιμόνταν γύρω μου και με φυλάγαν όλοι με τη σειρά τους, και δεν έσβηναν ποτέ οι φωτιές, που ανάβαν μες στη στοά τής γυροτοίχιστης αυλής η μια στημένη κι η άλλη στον πρόδρομο, κατάμπροστα στις πόρτες του αντρωνίτη.
Μα ως έφτασε η νύχτα η δέκατη και πήρε το σκοτάδι τότε συντρίβοντας της κάμαρας τις στεριωμένες πόρτες όξω πετάχτηκα και πήδηξα με μιας τον αυλοφράχτη, δίχως καθόλου οι φυλακάτορες κι οι σκλάβες να με νιώσουν.
Και πήρα δρόμο την πλατύχωρη διαβαίνοντας Ελλάδα ως πια στη Φθία την παχιοχώματη, την αρνομάνα, φτάνω, στου βασιλιά Πηλέα κι ολόκαρδα με καλοδέχτη εκείνος, και τόση αγάπη τότε μου ’δειξε, σαν που αγαπάει πατέρας, που ’χει και βιος, το μοσκανάθρεφτο μικρό μοναχογιό του• και πλούσιο μ’ έκανε και μου “δωκε πολλούς για ν’ αφεντεύω και ζούσα βασιλιάς στους Δόλοπες, στης Φθίας την άκρη άκρη.
Κι έτσι μεγάλο εγώ σε ανάστησα, θεόμορφε Αχιλλέα, και σ’ αγαπούσα τι δεν ήθελες εσύ κανέναν άλλον, για στο τραπέζι σύντας πήγαινες για κι έτρωγες μονάχος, έπρεπε εγώ στα γόνατα μαθές να σε κρατώ, να κόβω το κρέας να τρως, μετά στα χείλια σου την κούπα να ζυγώνω.
Συχνά στο στήθος μου κατάβρεξες το ρούχο με το στόμα, παιδί όπως ήσουν και με παίδευες και το κρασί ξερνούσες, Έτσι πολλά για σένα τράβηξα, πολλούς επήρα μόχτους τι δεν ξεχνούσα πως οι αθάνατοι δεν ήταν να μου δώσουν δικό μου γιο, γι’ αυτό και μου ’γινες, θεόμορφε Αχιλλέα, παιδί μου εσύ, που θα με γλίτωνες απ’ το κακό μια μέρα.
Την πέρφανη ψυχή σου μέρωσε τώρα, Αχιλλέα, δεν πρέπει να ’χεις καρδιά σκληρή. Κι οι αθάνατοι τη γνώμη τους αλλάζουν, που μας περνούνε και στη δύναμη και στη τιμή και σ’ όλα.
Με καλοπρόσδεχτα ταξίματα και με θυσίες, με κνίσα, και με σπονδές, γυρίζουν άνθρωποι και τη δική τους γνώμη παρακαλώντας τους αν έσφαλε κι αν έφταιξε κανένας».
Ο Όμηρος βέβαια μπορεί να μας τα λέει έτσι ίσως για να ωραιοποιήσει την πραγματικότητα ή ίσως γιατί ακολούθησε την μία απ’ όσες εκδοχές κυκλοφορούσαν στην περιοχή για την υπόθεση αυτή. Στην περιοχή όμως της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας κυκλοφορούσαν μερικοί μύθοι διαφορετικοί. Λέγαν ότι ο Αμύντορας, τύφλωσε με τα ίδια του τα χέρια τον γιο του Φοίνικα και ότι τον έδιωξε από το παλάτι του ο ίδιος και δεν έφυγε μόνος του ο Φοίνικας, όπως ισχυρίζεται ο Όμηρος. Λέγανε ακόμα ότι όταν έφυγε ο Φοίνικας, από την πατρίδα του την Ελλάδα, τυφλωμένος από τον πατέρα του, πήγε στον Κένταυρο Χείρωνα, ο οποίος τον θεράπευσε. Ο Κένταυρος Χείρωνας. κατόπιν, αφού θεράπευσε τον Φοίνικα, του ανέθεσε την ανατροφή του Αχιλλέα.
Η υπηρέτρια, η οποία, σύμφωνα μ’ όσα μας λέει ο Όμηρος στην Ιλιάδα, είχε ξεμυαλίσει τον πατέρα τού Φοίνικα, τον Αμύντορα, και έτσι αυτός παραμελούσε την γυναίκα του εξαιτίας της, λεγόταν, σύμφωνα με μία εκδοχή, Φθία ή Κλυτία. Η μητέρα του Φοίνικα και γυναίκα του Αμύντορα, έβαλε, λέει, τον γιο της Φοίνικα να τα φτιάξει με τη Φθία ή Κλυτία και έτσι ν’ απομακρυνθεί ο άντρας της από αυτήν.
Αυτά έλεγαν οι μύθοι της περιοχής. Μερικοί όμως αργότερα είπαν διαφορετικά τα πράγματα. Μην τα ακούτε αυτά έλεγαν. Καμία υπηρέτρια δεν θέλησε να πάρει ο Φοίνικας από τον πατέρα του. Η όμορφη Φθία δεν ήταν κάποια υπηρέτρια που ο γιος ήθελε να την πάρει από τον πατέρα του. Αυτά είναι παραμύθια. Εκείνο που ήθελε να πάρει ο γιος από τον πατέρα του δεν ήταν η υπηρέτρια αλλά αυτό το ίδιο το βασίλειο. Η Φθία δεν ήταν υπηρέτρια. Ήταν αυτό το ίδιο το βασίλειο στο οποίο βασίλευε ο Αμύντορας και το οποίο λεγόταν Φθία. Ο Φοίνικας, με την υποστήριξή της μητέρας του, επαναστάτησε κατά του πατέρα του με σκοπό να τον διώξει από τον θρόνο και να γίνει αυτός βασιλιάς της. Η προσπάθεια αυτή όμως δεν είχε επιτυχή αποτελέσματα και ο Φοίνικας κυνηγημένος, και κινδυνεύοντας να χάσει την ζωή του, αναγκάστηκε να ζητήσει άσυλο κοντά στον Πηλέα. Φαίνεται δε ότι και ο Πηλέας είχε κάποια ανάμιξη στην όλη υπόθεση και γι’ αυτό έδωσε προστασία στον επαναστάτη. Γειτονικό βασίλειο ήταν το βασίλειο του Αμύντορα και είναι πολύ φυσικό να υποθέσουμε ότι θα το καλόβλεπε ο Πηλέας. Έπρεπε λοιπόν να βρει ανθρώπους να υποστηρίξουν αυτές του τις βλέψεις και βρήκε τον Φοίνικα που δέχτηκε ν’ ακολουθήσει τα σχέδια του Πηλέα. Γι’ αυτό και ο Πηλέας για ανταμοιβή της συνεργασίας του Φοίνικα σ’ αυτά του τα επεκτατικά σχέδια, τον έκανε πλούσιο και τον όρισε βασιλιά στους Δόλοπες που ζούσαν στην «άκρη άκρη» της Φθίας. (Ιλιάδα, στ. 478 – 484).
Ο Φοίνικας έζησε και μετά το θάνατο του Αχιλλέα και έγινε σύμβουλος και του Νεοπτόλεμου, του γιου του Αχιλλέα, τον οποίο και ακολούθησε στην επιστροφή του. Δεν πρόφθασε όμως ο ίδιος να γυρίσει και πάλι στην πατρίδα του γιατί πέθανε στο δρόμο του γυρισμού.

5. Ποιοι ήταν οι Μυρμιδόνες
Οι Μυρμιδόνες του Αχιλλέα ήταν λαός που, κατά μία μυθολογική εκδοχή, κατάγονταν από την Αίγινα. Η Αίγινα ήταν κόρη του ποταμού Ασωπού. Ο Δίας την άρπαξε και την έφερε στο νησί Οινώνη που από τότε πήρε το όνομα της κοπέλας και ονομάστηκε Αίγινα. Εκεί η νύμφη Αίγινα έγινε από τον Δία μητέρα του Αιακού. Επειδή δε ο τόπος εκεί ήταν έρημος από κατοίκους ή επειδή, όπως έλεγαν άλλοι, ο λαός του νησιού είχε καταστραφεί, ο Αιακός παρακάλεσε τον πατέρα του Δία να κάνει κάτι ώστε να υπάρχουν άνθρωποι στο νησί. Ο Δίας άκουσε την παράκληση του γιου του και μεταμόρφωσε τα μυρμήγκια του νησιού σε ανθρώπους.
Ο Απολλόδωρος (3, 12, 6, 6). γράφει γι’ αυτό το θέμα: «Αἴγιναν δέ εἰσκομίσας εἰς τήν τότε Οἰνώνην λεγομένην νῆσον, νῦν δέ Αἴγιναν ἀπ᾿ ἐκείνης κληθεῖσαν, μίγνυται, καἰ τεκνοῖ παῖδα ἐξ αὐτῆς Αἰακόν, τούτῳ Ζεὺς ὄντι μόνῳ ἐν τῇ νήσῳ τούς μύρμηκας ἀνθρώπους ἐποίησε»
Έτσι, σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, οι Μυρμιδόνες έγιναν από τα μυρμήγκια και γι’ αυτό ονομάστηκαν έτσι. Οι Μυρμιδόνες αυτοί είναι εκείνοι οι οποίοι αργότερα ήρθαν στη Φθία, με αρχηγό τους τον Πηλέα.
Ο μύθος όμως αυτός είναι κατοπινό δημιούργημα με σκοπό να βρεθεί κάποια αιτιολογία του ονόματος των Μυρμιδόνων. Οι Μυρμιδόνες φαίνεται να είναι αυτόχθονας λαός της περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας (Στράβωνας IX , 5, 9). Ήταν λαός καθαρά γεωργικός που ασχολούνταν ολημερίς με τη γεωργία. Πάλευαν χωμένοι μέσα στη γη σκάβοντας σ’ αυτήν όπως τα μυρμήγκια. Έπεσε όμως μεγάλη πείνα στη χώρα τους και οι άνθρωποι έσκαβαν τη γη και ζούσαν εκεί μέσα. Πάνω από τα λιθάρια αυτών των σκαμμένων κατοικιών τους τοποθετούσαν το χώμα που έβγαζαν. για να το καλλιεργούν, όπως βγάζουν έξω από τη φωλιά τους τα μυρμήγκια το χώμα. Γι’ αυτό ονομάστηκαν Μυρμιδόνες. Έτσι λέει μία άλλη μυθολογική εκδοχή για την προέλευση του ονόματος των Μυρμιδόνων.
Ένα απόσπασμα του Στράβωνα μας δίνει κάποιες σχετικές με το θέμα πληροφορίες:
«Μυρμιδόνας δέ κληθῆναί φασιν οὐχ ὡς ὁ μῦθος τούς Αἰγινήτας, ὅτι λοιμοῦ μεγάλου συμπεσόντος οἱ μύρμηκες ἄνθρωποι γένοιντο κατ᾿ εὐχήν Αἰακοῦ, ἀλλ᾿ ὅτι μυρμήκων τρόπον ὀρύττοντες τήν γῆν ἐπιφέροιεν ἐπί τάς πέτρας ὥστ᾿ ἔχειν γεωργεῖν, ἐν δέ τοῖς ὀρύγμασιν οἰκεῖν φειδόμενοι πλίνθων».
Δηλαδή: «Λένε ότι οι Αιγινήτες ονομάστηκαν Μυρμιδόνες όχι, όπως λέει ο μύθος, ότι έπεσε μεγάλη πείνα και με ευχή του Αιακού τα μυρμήγκια έγιναν άνθρωποι, αλλά διότι σκάβοντας τη γη όπως τα μυρμήγκια, έφερναν πάνω στις πέτρες λίγο χώμα για να το καλλιεργούν, κατοικούσαν δε μέσα σε ορύγματα γιατί έκαναν οικονομία στις πλίθες» (Στράβωνας VIII, 6, 16).
Ακουγόταν ακόμα και μία μυθολογική εκδοχή εντελώς αντίθετη από την γνωστή σε όλους. Δεν μεταμορφώθηκαν τα μυρμήγκια σε ανθρώπους επειδή παρακάλεσε ο Αιακός τον Δία να δημιουργήσει ανθρώπους για να μην είναι μόνος. Αντίθετα οι άνθρωποι μεταμορφώθηκαν σε μυρμήγκια, ύστερα από προσευχή του Αιακού.
Είχε πέσει μεγάλη πείνα στη χώρα, λέει αυτή η μυθολογική εκδοχή. Τόσο μεγάλη ήταν η πείνα που οι κάτοικοι δεν μπορούσαν να ζήσουν ως άνθρωποι, γιατί έχουν πολλές ανάγκες.
Ο Αιακός σκέφτηκε ότι αν οι υπήκοοί του ήταν μυρμήγκια θα ήταν ευκολότερο να ζήσουν. Παρακάλεσε λοιπόν ο Αιακός τον Δία και αυτός μεταμόρφωσε τους ανθρώπους του βασιλείου του σε μυρμήγκια για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Έτσι δικαιολογούσε το όνομά τους μία άλλη μυθολογική εκδοχή.
Ωστόσο υπάρχει και μία άλλη διαφορετική εκδοχή. Ονομάστηκαν Μυρμιδόνες απλά γιατί αρχηγός τους και πρόγονός τους ήταν ο Μυρμιδόνας.
Μυρμηδόνες (με ήτα) στη δωρική διάλεκτο σημαίνει μυρμήγκια. Μυρμηδών (με ήτα) σημαίνει μυρμηγκοφωλιά, Μύρμος σημαίνει μυρμήγκι και κατά τον Ησύχιο φόβος. Το Μυρμιδόνες (με γιώτα) φαίνεται ότι παράγεται από το «μύρμος» δηλ. φόβος και σημαίνει αυτοί που προκαλούν φόβο, τρόμο. Οι Μυρμιδόνες (με γιώτα) αποκαλούνταν «μεγαλήτορες, φιλοπτόλεμοι, κραδίην και θυμόν έχοντες, εγχεσίμωροι, ταχύπωλοι».
Επώνυμος ήρωας των Μυρμιδόνων ήταν, λοιπόν, κατά μία μυθολογική εκδοχή, ο Μυρμιδόνας, που ήταν γιος του Διολήθη και εγγονός του Περιήρη. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο Μυρμιδόνας ήταν γιος του Δία και της Ευρυμέδουσας. Ο Μυρμιδόνας ήταν πατέρας του Άκτορα και του Αντίφου. Κατά μία μυθολογική εκδοχή ήταν ακόμα πατέρας της Ευπολεμίας, της μητέρας του αργοναύτη Αιθαλίδη.

6. Ο Πρωτεσίλαος
Ένας άλλος μεγάλος βασιλιάς της ίδιας περιοχής, ο Πρωτεσίλαος, που είχε στρατό από τη Φυλάκη, την Πύρασο, την Ίτωνα, την Αντρώνα και το Πτελεό, ξεκίνησε επίσης από τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας για την Τροία. Ήταν κι αυτός δεμένος με όρκο να βοηθήσει τον άντρα της Ωραίας Ελένης, αφού κάποτε την είχε ζητήσει κι αυτός σε γάμο.
Στον Όμηρο, Ιλιάδα, Β, 695 – 699, διαβάζουμε για τον στρατό του Πρωτεσίλαου:
«Οἵ δ᾿ εἶχον Φυλάκην καὶ Πύρασον ἀνθεμόεντα, Δήμητρος τέμενος, Ἴτωνά τε μητέρα μήλων, ἀγχίαλον τ᾿ Ἀντρῶνα ἠδὲ Πτελεὸν λεχεποίην, τῶν αὖ Πρωτεσίλαος Ἀρήιος ἡγεμόνευεν ζωὸς ἐών».
Δηλαδή: (Πήγαν στην Τροία) «Όσοι κατοικούσαν τη Φυλάκη και τη λουλουδένια Πύρασο, της Δήμητρας τον αφιερωμένο τόπο, και την Ίτωνα τη μάνα των προβάτων και την Αντρώνα, κοντά στο περιγιάλι, και την Πτελεό με το πολύ χορτάρι πούκανε για στρώμα κρεβατιού, αυτών αρχηγός ήταν ο Πρωτεσίλαος ο πολεμικός όσο καιρό ήταν ζωντανός».
Για τον Πρωτεσίλαο, τον βασιλιά της Φυλάκης, πολλοί μύθοι κυκλοφορούσαν στην πατρίδα του. Για χρόνια πολλά μ’ όσα ακούγονταν για τον ηρωικό βασιλιά Πρωτεσίλαο μεγάλωναν τα παιδιά και περνούσαν τις νύχτες τους οι μεγάλοι.
Ήταν εκείνος που σκοτώθηκε πρώτος στην Τροία πριν ακόμη αρχίσει ο πόλεμος, γιατί ήταν ο πρώτος που θέλησε να κατεβεί από τα καράβια, αν και γνώριζε, από μία προφητεία που υπήρχε, ότι ο πρώτος που θα αποβιβαζόταν θα σκοτωνόταν αμέσως. Μετά από αυτόν κατέβηκε ο μεγαλύτερος ήρωας ο Αχιλλέας. Έτσι έλεγαν και καμάρωναν για το βασιλιά τους στη Φυλάκη.
Άλλοι όμως πίστευαν ότι τα πράγματα έγιναν διαφορετικά. Ο Πρωτεσίλαος, έλεγαν αυτοί, δεν ήθελε να αποβιβαστεί πρώτος γιατί ήξερε τον σχετικό χρησμό. Τον ξεγέλασε όμως ο πονηρός βασιλιάς της Ιθάκης Οδυσσέας, που γνώριζε πολύ καλά τι ακριβώς έλεγε ο χρησμός.
Έριξε λοιπόν ο Οδυσσέας την ασπίδα του στο τρωικό έδαφος και μετά πήδησε ο ίδιος πρώτος από όλους αλλά στάθηκε επάνω στην ασπίδα. Έτσι δεν πάτησε το χώμα της Τροίας και δεν σκοτώθηκε, γιατί στην πραγματικότητα δεν «πάτησε χώμα» στην Τροία. Αντίθετα σκοτώθηκε ο Πρωτεσίλαος που ξεγελασμένος από τον Οδυσσέα πήδηξε, νομίζοντας τάχα ότι ήταν δεύτερος. Στην πραγματικότητα όμως ήταν ο πρώτος που πάτησε στο έδαφος της Τροίας κι έτσι σκοτώθηκε.
Στη Φυλάκη είχε μείνει μόνη η γυναίκα του Πρωτεσίλαου, η Λαοδάμεια, νιόπαντρη μόλις μιας μέρας νύφη. Ο Πρωτεσίλαος αναγκάστηκε να φύγει την αμέσως επόμενη μέρα του γάμου του. Δεν είχε προλάβει ακόμη να τελειώσει ούτε το σπίτι του που είχε αρχίσει να το χτίζει (Ομήρου Ιλιάδα, Β 701). Το μαύρο μήνυμα του χαμού του άντρα της δεν άργησε να το μάθει η Λαοδάμεια. Άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα, να χτυπιέται και να μαδιέται. Με τίποτε δεν μπορούσε να παρηγορηθεί.
Υπάρχει και μία άλλη εκδοχή που λέει ότι η γυναίκα του Πρωτεσίλαου λεγόταν Πολυδώρα και ήταν κόρη του Μελεάγρου του γιου του Οινέα, την οποία αναφέρει ο Παυσανίας στα Μεσσηνιακά (2,7): «Ὁ δέ τά ἔπη ποιήσας τά Κύπρια Πρωτεσιλάου τούτου τήν γυναίκα Πολυδώραν μέν το ὄνομα, θυγατέρα δὲ Μελεάγρου φησίν εἶναι τοῦ Οἰνέως».
Ακουγόταν και μία μυθολογική εκδοχή πως αυτή η Πολυδώρα ήταν κόρη του Πηλέα. Άλλος πάλι μύθος ήθελε την Πολυδώρα να είναι κόρη του Περιήρη. Πολλά ακούγονταν ακόμη για την Πολυδώρα τα οποία την καθιστούν ένα πρόσωπο που δημιουργεί πολλά ερμηνευτικά προβλήματα. Τα παραλείπουμε όλα αυτά γιατί είναι λεπτομέρειες που θεωρούμε ότι απομακρύνονται από τον σκοπό αυτής της εργασίας. Εδώ μας ενδιαφέρει μόνο ό,τι ήταν μυθολογικά ακούσματα των ανθρώπων της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Πολλά έλεγαν στη Φυλάκη, στο βασίλειο του Πρωτεσίλαου, και για τη θλίψη της Λαοδάμειας. Στην μεγάλη της απελπισία και την απόγνωση που την έδερνε, έφτιαξε ένα κέρινο ομοίωμα του άντρα της και μ’ αυτό στην αγκαλιά της περνούσε μέρες και νύχτες. Το ίδιο απαρηγόρητος όμως ήταν και ο Πρωτεσίλαος στον Κάτω Κόσμο.
Οι θεοί του Άδη, έλεγαν οι άνθρωποι του βασιλείου, από το πολύ κλάμα και τους στεναγμούς του Πρωτεσίλαου, τον λυπήθηκαν και του επέτρεψαν να πάει για μια μέρα στον Επάνω Κόσμο να συναντήσει τη γυναίκα του. Οι υποχθόνιοι θεοί τού έδειξαν την εύνοια να πάει για μια μέρα στη γυναίκα του, όχι απλά σαν σκιά αλλά μ’ όλη του την σωματική ακμή, αναφέρεται στα Σχόλια στον ρήτορα Αριστειδη, στη σελ. 671, σα να μην είχε πεθάνει (Λουκιανού, Νεκρικοί Διάλογοι, 23. 3).
Άλλοι έλεγαν ότι η άδεια αυτή του δόθηκε μόνο για τρεις ώρες (Υγίνου Fabulae 103). Πολύ γρήγορα όμως πέρασε για τους δυο αγαπημένους συζύγους ο χρόνος της άδειας της μιας μέρας ή των τριών ωρών. Όταν έφτασε η ώρα να φύγει ο Πρωτεσίλαος, η Λαοδάμεια μην αντέχοντας ένα καινούργιο χωρισμό, αυτοκτόνησε για ν’ ακολουθήσει στον Άδη τον άντρα της και να είναι έτσι για πάντα μαζί του.
Άλλοι βέβαια δεν τα πίστευαν αυτά και έλεγαν ότι άλλη είναι η αλήθεια. Ο πατέρας της, έλεγαν αυτοί, προσπαθούσε να την παρηγορήσει και την μάλωνε που κοιμόταν μ’ ένα κέρινο ομοίωμα του άντρα της. Πήρε μάλιστα το ομοίωμα και το έκαψε και γι’ αυτό το λόγο αυτοκτόνησε η Λαοδάμεια, γράφει ο Απολλόδωρος (Έπίτομα, 3, 30).
Άλλοι πάλι τα έλεγαν διαφορετικά. Δεν έκαψε ο πατέρας της το κέρινο ομοίωμα του Πρωτεσίλαου. Αυτό το κέρινο ομοίωμα του άντρα της κρατούσε στην αγκαλιά της και μ’ αυτό συνομιλούσε, όταν ο Ερμής της έφερε κοντά της τον Πρωτεσίλαο.
Άλλοι μύθοι έλεγαν ωστόσο ότι η Λαοδάμεια αυτοπυρπολήθηκε μαζί με το κέρινο ομοίωμα του Πρωτεσίλαου, (Υγίνου Fabulae 104) και άλλοι ότι πέθανε στην αγκαλιά του άντρα της. (Σχόλια στον Αινεία του Βιργιλίου 6. 447).
Νεότερες παραδόσεις έλεγαν εντελώς διαφορετικά τα γεγονότα. Δεν σκοτώθηκε, έλεγαν, ο Πρωτεσίλαος στην Τροία. Αυτό είναι ένα μεγάλο ψέμα. Είναι ψέματα που τα είπε με μεγάλη μαστοριά ο Όμηρος και έτσι τα πίστεψαν όλοι.
Ο Πρωτεσίλαος έζησε, έλεγαν αυτές οι μυθολογικές εκδοχές, μέχρι που τελείωσε ο πόλεμος και ξεκίνησε κι αυτός με τους συντρόφους του, όπως όλοι οι άλλοι αρχηγοί μετά το τέλος του πολέμου, να επιστρέψει στην πατρίδα του. Μάλιστα, στο καράβι του ο Πρωτεσίλαος, ανάμεσα σ’ άλλες πολλές Τρωαδίτισσες αιχμάλωτες, τις οποίες είχε πάρει από την Τροία και τις κουβαλούσε σκλάβες μαζί του, βρισκόταν και μία αδελφή του Πρίαμου, η Αιθίλλα.
Στο δρόμο όμως της επιστροφής σταμάτησαν κάπου και αποβιβάστηκαν να πάρουν νερό. Τότε η Αιθίλλα, που έμεινε στα καράβια μόνη με τις άλλες Τρωαδίτισσες γυναίκες, έβαλε φωτιά στα πλοία του Πρωτεσίλαου. Έτσι ο Πρωτεσίλαος, μην μπορώντας πια να φύγει, αναγκάστηκε να εγκατασταθεί σ’ εκείνο το μέρος, όπου έχτισε μια πόλη. Η πόλη αυτή είναι η Σκιώνη της Χαλκιδικής.
Άλλοι πάλι μύθοι έλεγαν άλλα, λίγο διαφορετικά. Πραγματικά η Αιθίλλα έκαψε τα πλοία του Πρωτεσίλαου. Αυτό όμως δεν έγινε στη Χαλκιδική, αλλά στη νότιο Ιταλία, στις εκβολές του ποταμού Ναύσιθου, όπου είχαν παρασυρθεί τα πλοία του βασιλιά της Φυλάκης και του Πτελεού. Εκεί έκτισε πόλη και εγκαταστάθηκε μόνιμα ο Πρωτεσίλαος. Ο Ναύσιθος ποταμός είναι γνωστός και με το όνομα Νέαιθος. Ναύσιθος ειναι ο σημερινός ποταμός Νέτο της Καλαβρίας. Το Νέαιθος παράγεται από το νέας (= νήας, πλοία) και το αίθω (=πυρπολώ, καίω).
Έχουμε την εντύπωση ότι όλες αυτές οι απόψεις, οι οποίες είναι σαφέστατα και πέρα από κάθε αμφιβολία, νεότερες, σκόπιμες και «κατά παραγγελία» ή «ποιητικῇ ἀδείᾳ» δημιουργίες, εξηγούνται από τις προσπάθειες που γίνονταν ν’ αποκτήσουν οι διάφορες πόλεις επώνυμο ήρωα ιδρυτή και ιστορικό παρελθόν.
Πολλά ακόμη παραμύθια κυκλοφορούσαν για το μεγάλο βασιλιά της Φυλάκης, τον Πρωτεσίλαο. Είχε, έλεγαν, ένα τεράστιο σώμα. Ήταν ολόκληρος γίγαντας, δέκα πήχεις ψηλός και θα μεγάλωνε ακόμη περισσότερο, δεν ξέρουμε πού θα έφτανε, γιατί το μεγάλωμά του δεν είχε σταματημό, αν δεν σκοτωνόταν τόσο νωρίς. Ήταν μόλις είκοσι χρόνων παλικάρι. Έλεγαν ακόμη ότι δεν ονομαζόταν από την αρχή Πρωτεσίλαος αλλά το πραγματικό του όνομα ήταν Ιόλαος. Πρωτεσίλαος ονομάστηκε μετά το θάνατό του επειδή πρώτος αυτός σκοτώθηκε για χάρη του Αχαϊκού στρατού, για χάρη του λαού του.
Πολλά είναι τα επίθετα με τα οποία χαρακτηριζόταν ο Πρωτεσίλαος: «Ἀρήιος», «Ἀπεινός», «Ἠύς», «Θεσσαλός», «Μεγάθυμος», «Γραικῶν ἄριστος», «Ποιμνίων ἀλάστωρ».

7. Ο Ποδάρκης
Μετά το θάνατο του Πρωτεσίλαου, αρχηγός στο στρατό του έγινε ο Ποδάρκης, πάλι από τη Φυλάκη, που για άλλους ήταν αδερφός του, για άλλους όμως όχι. Είναι ο δεύτερος αρχηγός στρατού στον Τρωικό Πόλεμο που έχει να παρουσιάσει η Φυλάκη της Αχαΐας Φθιώτιδας:
«Οὐδέ μέν οὐδ᾿ ἄναρχοι ἔσαν, πόθεόν γε μέν ἀρχόν• ἀλλά σφέας κόσμησε Ποδάρκης, ὄζος Ἄρηος, ᾿Ίφικλου υἱὸς πολυμήλου Φυλακίδαο, αὐτοκασίγνητος μεγαθύμου Πρωτεσιλάου ὁπλότερος γενεῇ’ ὁ δ᾿ ἅμα πρότερος καὶ ἀρείων ἥρως Πρωτεσίλαος Ἀρήιος’ οὐδέ τι λαοὶ δεύονθ᾿ ἡγεμόνος, πόθεόν γε μὲν ἐσθλὸν ἐόντα• τῷ δ᾿ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο» (Ιλιάδα, Β, 703 – 710).
Δηλαδή: «Ούτε αυτοί όμως έμειναν δίχως αρχηγό, αλλά βέβαια ποθούσαν τον αρχηγό τους. Αυτούς παρέταξε ο Ποδάρκης, το βλαστάρι του Άρεως, ο γιος του Ίφικλου του γιου του Φύλακου με τα πολλά πρόβατα, αδερφός από ίδια μάνα και πατέρα του μεγαλόκαρδου Πρωτεσίλαου, από εκείνον όμως νεότερος στην ηλικία. Εκείνος ο πολεμικός Πρωτεσίλαος ο ήρωας και μεγαλύτερος ήταν και πιο παλικάρι. Και οι μεν πολεμιστές δεν είχαν έλλειψη αρχηγού, όμως η καρδιά τους τον γύρευε, γιατί ήταν ευγενικός. Μαζί μ’ αυτόν ακολουθούσαν σαράντα σκούρα καράβια».

8. Ο Μέδοντας
Στον Τρωικό Πόλεμο έλαβε μέρος, ως αρχηγός στρατού, κι ένας ακόμα από τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας. Ήταν ο Μέδοντας. Αυτός έγινε αρχηγός του στρατού του Φιλοκτήτη, που είχε μείνει χωρίς αρχηγό, όταν οι Έλληνες παράτησαν τον Φιλοκτήτη στη Λήμνο, πληγωμένο από τα φαρμακερά βέλη του Ηρακλή ή από «ὓδρα» (νεροφίδα). Αργότερα οι μάντεις είπαν ότι για να νικήσουν οι Έλληνες, πρέπει να έρθει στην Τροία ο Φιλοκτήτης. Τότε πήγαν οι Έλληνες κι έφεραν τον Φιλοκτήτη στην Τροία. Εκεί γιατρεύτηκε από τον Μαχάονα, πολέμησε και γύρισε νικητής κι αυτός στην πατρίδα του.
Ο Μέδοντας, λοιπόν, που ανέλαβε αρχηγός του στρατού του Φιλοκτήτη, ζούσε κι αυτός στη Φυλάκη, αν και δεν ήταν αυτή η δική του πατρίδα. Αυτός καταγόταν από την Λοκρίδα. Εκεί όμως είχε διαπράξει φόνο. Είχε σκοτώσει ένα συγγενή της μητριάς του, της Εριώπιδας. Για να γλιτώσει λοιπόν την καταδίκη του από το φόνο αυτό ήρθε και βρήκε καταφύγιο στη Φυλάκη. Ζώντας στη Φυλάκη ξεκίνησε για την Τροία και έτσι έγινε αρχηγός του στρατού του Φιλοκτήτη, όσο καιρό αυτός βρισκόταν στη Λήμνο.
Στην Ιλιάδα του Ομήρου διαβάζουμε πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία για τον Φιλοκτήτη, τον λαό του και τα καράβια που είχε μαζί του αλλά και για τον Μέδοντα που αντικατέστησε τον Φιλοκτήτη και για τον λόγο για τον οποίο ο Μέδοντας βρισκόταν στη Φυλάκη όταν ξεκίνησε ο Τρωικός Πόλεμος:
« Οἳ δ᾿ ἄρα Μηθώνην καί Θαυμακίην ἐνέμοντο καὶ Μελίβοιαν ἔχον καὶ Ὀλιζῶνα τρηχεῖαν, τῶν δὲ Φιλοκτήτης ἦρχεν, τόξων εὖ εἰδώς, ἑπτὰ νεῶν• ἐρέται ἐν ἑκάστῃ πεντήκοντα ἐμβέβασαν, τόξων εὖ εἰδότες ἶφι μάχεσθαι. Ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἐν νήσῳ κεῖτο κρατέρ’ ἄλγεα πάσχων, Λήμνῳ ἐν ἠγαθέῃ, ὅθι μιν λίπον υἷες Ἀχαιῶν ἕλκει μοχθίζοντα κακῷ ὀλόφρονος ὕδρου• ἔνθ᾿ ὅ γε κεῖτ᾿ ἀχέων’ τάχα δὲ μνήσεσθαι ἔμελλον Ἀργεῖοι παρά νηυσί Φιλοκτήταο ἄνακτος. οὐδὲ μὲν οὐδ᾿ οἱ ἄναρχοι ἔσαν, πόθεόν γε μὲν ἀρχόν• ἀλλὰ Μέδων κόσμησεν, Ὀιλῆος νόθος υἱός, τὸν ῥ᾿ ἔτεκεν ῾Ρήνη ῾ὑπ᾿ ᾿Οιλῆι πτολιπόρθῳ» (Ιλιάδα, Β΄, 716 – 728).
Δηλαδή: «Όσοι καρπούνταν τη Μηθώνη και τη Θαυμακία και κατοικούσαν την Μελίβοια και την βραχώδη Ολιζώνα, αυτοί αρχηγό είχαν το Φιλοκτήτη με επτά καράβια, που ήξερε καλά από τόξα. Στο κάθε καράβι επιβιβάστηκαν πενήντα άντρες κωπηλάτες, που γνώριζαν με τόξα να πολεμούν δυνατά. Αλλά αυτός μεν ο Φιλοκτήτης υποφέροντας πόνους φοβερούς έμενε στη Λήμνο, το πανίερο νησί, όπου τον αφήκαν οι γιοι των Αχαιών να βασανίζεται από κακιά πληγή κακού νεροφιδιού. Αυτός λοιπόν έμενε εκεί στενάζοντας. Γρήγορα όμως ήταν γραφτό το βασιλιά το Φιλοκτήτη οι Αργείοι κοντά στα καράβια να τον θυμηθούν. Βέβαια ούτε αυτοί ήταν δίχως αρχηγό, όμως η καρδιά τους γύρευε τον αρχηγό τους. Τους παράταξε ο Μέδοντας, που ήταν νόθος γιος του Οϊλέα και τον γέννησε η Ρήνη από τον Οϊλέα, τον αφανιστή των πόλεων».
Για το λόγο που βρέθηκε στη Φυλάκη ο Μέδοντας, μακριά από την πατρίδα του την Λοκρίδα, μας κάνει πάλι λόγο ο Όμηρος:
« πρὸ Φθίων δέ Μέδων τε μενεπτόλεμός τε Ποδάρκης ἦ τοι ὅ μέν νόθος υἱὸς Ὀιλῆος θείοιο ἔσκε, Μέδων, Αἴαντος ἀδελφεός• αὐτὰρ ἔναιεν ἐν Φυλάκῃ γαίης ἄπο πατρίδος, ἄνδρα κατακτάς, γνωστὸν μητρυιῆς Ἐριώπιδος, ἢν ἔχ᾿ Ὀϊλεύς (Ιλιάδα, Ν , 693 – 697).
Δηλαδή: «Και μπροστά στους Φθίους ήταν ο Μέδοντας και ο γενναίος Ποδάρκης. Ο Μέδοντας ήταν νόθο παιδί του θεϊκού Οϊλέα, αδερφός του Αίαντα, μα ζούσε στη Φυλάκη αλάργα απ’ την πατρική του γη, γιατί ξέκανε τον αδερφό της μητριάς του Εριώπιδας, που ταίρι του είχε ο Οϊλέας».
Ωστόσο υπάρχει και μία άλλη διαφορετική μυθολογική εκδοχή για τον Μέδοντα. Δεν ήταν ο Μέδοντας, γιος της Ρήνης. Ήταν γιος της Αλκιμάχης από παράνομη σχέση της με τον Οϊλέα. Η Αλκιμάχη, ήταν κόρη του Αιακού και της Ενδηίδας. Ήταν επομένως ο Μέδοντας αδερφός του Τελαμώνα και του Πηλέα. Μερικοί άλλοι έλεγαν ότι η Αλκιμάχη ήταν κόρη του Φύλακου και μητέρα του Αίαντα του Λοκρού.
Όποια μυθολογική εκδοχή απ’ όλες αυτές κι αν είναι η αληθινή το γεγονός που επισημαίνουμε είναι ότι ο Μέδοντας βρισκόταν στη Φυλάκη της Αχαΐας Φθιώτιδας και από αυτή ξεκίνησε για την Τροία.
Έτσι παρουσιάζεται το μοναδικό θαρρώ φαινόμενο σε πανελλήνια κλίμακα από ένα και μόνο χωριό της Αχαΐας Φθιώτιδας, την Φυλάκη, να έχουμε τρεις αρχηγούς στρατού στον Τρωικό Πόλεμο, τον Πρωτεσίλαο, τον Ποδάρκη και τον Μέδοντα.
Δεν θα ήταν δυνατόν ένα τόσο σημαντικό γεγονός, μία μικρή δηλαδή πόλη, η Φυλάκη της Αχαΐας Φθιώτιδας, να παρατάσσει τρεις αρχηγούς στρατού στον Τρωικό Πόλεμο και αυτό να μην είχε αποτελέσει κυρίαρχο θέμα της ελληνικής μυθολογίας και να μην είχε γίνει αντικείμενο της αρχαιοελληνικής γραμματειακής παραγωγής. Ίσως κάποια σχετικά έργα χάθηκαν ή τα γεγονότα και κάποιοι σχετικοί μύθοι που τα μνημόνευαν παρασιωπήθηκαν ή έστω ξεχάστηκαν για τους λόγους που χάθηκαν και οι άλλοι τοπικοί μύθοι και οι οποίοι λόγοι αναπτύχθηκαν πιο πάνω. Είναι μάλλον αδύνατο ένα τέτοιο γεγονός να έχει παραλειφθεί από τον υπέροχο μυθοπλάστη ελληνικό λαό στη σχετική δημιουργία του.

9. Ο πρίγκιπας Νεοπτόλεμος
Σ’ αυτούς που από τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο πρέπει βεβαίως να συμπεριλάβουμε και τον γιο του Αχιλλέα, τον Νεοπτόλεμο. Πριν φθάσει στην Τροία ο Νεοπτόλεμος ονομαζόταν Πύρρος. Επειδή ήρθε στην Τροία μετά το θάνατο του πατέρα του και πολέμησε νέος στον πόλεμο, ονομάστηκε Νεοπτόλεμος.
«Τοῦ δε Ἀχιλλέως τῷ παιδί Ὅμηρος μέν Νεοπτόλεμον ὄνομα ἐν ἁπάση οἷ τίθεται τῇ ποιήσει τά δε Κύπρια ἔπη φησίν ὑπό Λυκομήδους μέν Πύρρον, Νεοπτόλεμον δε ὄνομα ὑπὸ Φοίνικος αὐτῷ τεθῆναι ὅτι ὡς Ἀχιλλεύς ἡλικίᾳ ὅτι νέος πολεμεῖν ἤρξατο». (Παυσανίας, Φωκικά, 26, 4)
Δηλαδή: Το γιο του Αχιλλέα ο Όμηρος τον ονομάζει παντού Νεοπτόλεμο. Τα Κύπρια έπη όμως λένε πως από το Λυκομήδη είχε ονομαστεί Πύρρος και πως ο Φοίνικας τον ονόμασε Νεοπτόλεμο, γιατί, όπως ο Αχιλλέας νέος ακόμα είχε αρχίσει κι αυτός να πολεμά. Ήταν δηλαδή «νέος (καινούργιος) στον πόλεμο», λέει μία ερμηνευτική προσπάθεια του ονόματός του.
Τα όσα αναφέρονται για τον Αχιλλέα και την συμμετοχή του στα γεγονότα του Τρωικού Πολέμου, ως ευρύτατα γνωστά, τα παραλείπουμε. Θα ασχοληθούμε μόνο με τον Νεοπτόλεμο και κυρίως όχι με την συμμετοχή του στα πολεμικά γεγονότα στην Τροία αλλά μ’ όσα έγιναν στην ιδιαίτερη πατρίδα του ή, για να κυριολεκτήσουμε, στη Φθία και την Αχαΐα Φθιώτιδα, γιατί αυτά κυρίως είναι αντικείμενα που ανήκουν στους σκοπούς τούτης της εργασίας.
Ο Νεοπτόλεμος, όταν γύρισε από την Τροία σε τούτα τα μέρη, έφερε μαζί του, ως το πιο πολύτιμο λάφυρο σε ανθρώπινο υλικό, την γυναίκα του Έκτορα, την περήφανη Ανδρομάχη. Του δόθηκε ως «εξαίρετον γέρας». Στα μέρη τούτα ήρθε ακόμη και μια άλλη ξακουστή γυναίκα, η πανέμορφη «σαν την χρυσή Αφροδίτη» Ερμιόνη, η κόρη της Ωραίας Ελένης και του Μενέλαου. Αυτή ήρθε στο παλάτι του Νεοπτόλεμου ως επίσημη γυναίκα του.
Στο γάμο του Νεοπτόλεμου και της Ερμιόνης, που έγινε στη Σπάρτη, παραβρέθηκε και ο Τηλέμαχος, ο γιος του Οδυσσέα που βρέθηκε εκεί ψάχνοντας να μάθει νέα για τον πατέρα του. Ο πατέρας της Ερμιόνης, ο ξακουστός βασιλιάς της Σπάρτης Μενέλαος, όταν ακόμα βρισκόταν στην Τροία, είχε υποσχεθεί στον Νεοπτόλεμο να του δώσει γυναίκα την κόρη του.
Ωστόσο όμως ο παππούς της Ερμιόνης, ο Τυνδάρεος, και ενώ ακόμη έλειπε ο πατέρας της στην Τροία, πρόλαβε και την πάντρεψε με τον Ορέστη. Έτσι ο Μενέλαος, έχοντας υποσχεθεί να την δώσει γυναίκα στον γιο του Αχιλλέα, όταν γύρισε στη Σπάρτη, αναγκάστηκε και πήρε την Ερμιόνη από τον Ορέστη και την πάντρεψε με τον Νεοπτόλεμο.
Σύμφωνα μ’ όσα διαδόθηκαν μέχρι τις μέρες μας, μέσω κυρίως των έργων του Πίνδαρου, τον Νεοπτόλεμο επιστρέφοντας από την Τροία και ενώ πήγαινε για την Σκύρο, όπου τον περίμενε η μητέρα του, μία φοβερή τρικυμία τον έριξε στην Θεσπρωτία, απέναντι από τους Παξούς, στην πόλη Εφύρα. Εκεί, κατά μία μυθολογική εκδοχή (Πίνδαρος, Παιάνες 6, 105 κ.εξ., Νέμεα 7, 36 κ. εξ.), βασίλεψε στους Μολοσσούς.
Ακουγόταν και μία άλλη εκδοχή. Η Θέτιδα συμβούλεψε τον Νεοπτόλεμο να κάψει τα καράβια του και να επιστρέψει στην πατρίδα του οδικώς, γιατί, αν ακολουθούσε το θαλασσινό δρόμο, θα είχε πολύ μεγάλες περιπέτειες.
Ο μάντης Έλενος, λέει μια άλλη μυθολογική εκδοχή, του έδωσε μια άλλη περίεργη συμβουλή. Του είπε ότι πρέπει να σταματήσει στο δρόμο της επιστροφής και να εγκατασταθεί μόνιμα στο μέρος στο οποίο θα συναντούσε ανθρώπους να κατοικούσαν σε σπίτια που θα είχαν «σιδερένια θεμέλια, ξύλινους τοίχους και μάλλινη σκεπή».
Βαδίζοντας οδικώς ο Νεοπτόλεμος, αφού πρώτα πέρασε με καράβια τον Ελλήσποντο, έφτασε κοντά στην Παμβώτιδα λίμνη. Εκεί είδε κάποιους τσοπάνους να έχουν στηρίξει όρθια στο έδαφος τα ξύλινα κοντάρια τους και από πάνω να έχουν κάνει στέγη με τις κάπες τους για να προφυλαχτούν. Τα κοντάρια ήταν μπηγμένα στο χώμα με τις σιδερένιες αιχμές τους.
Ο Νεοπτόλεμος, βλέποντας αυτό κατάλαβε ότι αυτοί οι άνθρωποι εκεί ζούσαν σε «σπίτια» που είχαν «σιδερένια θεμέλια», δηλαδή τις σιδερένιες αιχμές των κονταριών τους, «ξύλινους τοίχους» τα κατακόρυφα μπηγμένα ξύλινα κοντάρια, και «μάλλινη σκεπή», αφού για σκεπή από πάνω είχαν τις μάλλινες κάπες τους. Θεωρώντας όλα αυτά σύμφωνα με τα λόγια του Έλενου, ο Νεοπτόλεμος εγκαταστάθηκε εκεί (Ερατοσθένης, FGrHist 241 F 42 Παυσανίας 1, 11, 1).
Οι άνθρωποι όμως σε τούτη την περιοχή, την πατρίδα του Νεοπτόλεμου, άκουγαν και άλλες εκδοχές του μύθου για τον ξακουστό πρίγκιπά τους. Για πολλά χρόνια αργότερα, διηγούνταν ότι ο Νεοπτόλεμος ήρθε και εγκαταστάθηκε στην πατρίδα του πατέρα του και του παππού του.
Ο Νεοπτόλεμος, αφού παντρεύτηκε την Ερμιόνη, όταν γύρισε στην πατρίδα του, ξεκίνησε πόλεμο εναντίον του Άκαστου, του βασιλιά της Ιωλκού, γιατί ο Άκαστος, τον καιρό που ο πατέρας του και αυτός έλειπαν στην Τροία, είχε αρπάξει το βασίλειο του Πηλέα, του παππού του. Ο Πηλέας μετά την αρπαγή του βασιλείου του από τον Άκαστο πέθανε. Άλλοι πάλι έλεγαν ότι έγιναν διαφορετικά τα γεγονότα. Όταν γύρισε ο Νεοπτόλεμος από την Τροία, πρόλαβε ζωντανό τον παππού του, τον γερο Πηλέα, και από σεβασμό τον άφησε να είναι βασιλιάς στη Φθία, ενώ ο ίδιος πήγε και βασίλεψε στο Θετίδειο, το χωριό που ονομάστηκε έτσι από τη γιαγιά του , την θεά Θέτιδα.
Ακούγονταν και άλλες διαφορετικές απόψεις: Τα δυο παιδιά του Άκαστου, του βασιλιά της Ιωλκού, ο Άρχανδρος και ο Αρχιτέλης, ήταν εκείνα που είχαν διώξει τον Πηλέα από το βασίλειό του. Μετά από αυτό ο Πηλέας βρήκε καταφύγιο στην Ίκο, το σημερινό νησί Σκόπελος (Χιλιοδρόμια), όπου φιλοξενήθηκε από τον βασιλιά Μόλωνα.
Και άλλα ακόμη έλεγαν για τον Νεοπτόλεμο σε τούτα τα μέρη. Σαν γύρισε από την Τροία, θέλησε να εκδικηθεί τον θεό Απόλλωνα, που είχε σκοτώσει τον πατέρα του, τον ξακουστό Αχιλλέα. Ξεκίνησε λοιπόν να πάει στους Δελφούς. Ο Ορέστης όμως, ο οποίος ήταν αρραβωνιασμένος, με την Ερμιόνη πριν αυτή παντρευτεί τον Νεοπτόλεμο, ήρθε στο παλάτι του Νεοπτόλεμου να πάρει την Ερμιόνη και να εκδικηθεί για την προσβολή που του έγινε. Δεν βρήκε εκεί τον Νεοπτόλεμο, γιατί αυτός είχε φύγει για τους Δελφούς. Έτσι ο Ορέστης εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία, και πήρε την Ερμιόνη από το παλάτι του Νεοπτόλεμου. Δεν αρκέστηκε όμως μόνο σ’ αυτό. Έφτασε κι αυτός στους Δελφούς και εκεί συνάντησε και σκότωσε τον Νεοπτόλεμο. Μετά τον θάνατο του Νεοπτόλεμου, η Θέτιδα, έστειλε την Ανδρομάχη και τον Μολοσσό, το γιο που αυτή είχε αποκτήσει με τον Νεοπτόλεμο, στην Ήπειρο. Εκεί ο γιος αυτός του Νεοπτόλεμου, ο Μολοσσός, βασίλεψε στους ανθρώπους που απ’ αυτόν ονομάστηκαν Μολοσσοί.
Ακούγονταν και άλλες εκδοχές του μύθου. Δεν ήταν ο Ορέστης αυτός που σκότωσε τον Νεοπτόλεμο στους Δελφούς. Τον Νεοπτόλεμο τον σκότωσε εκεί ένας ιερέας των Δελφών, ο Μαχαιρέας.
«Δείκνυται δ” ἐν τῷ τεμένει τάφος Νεοπτολέμου κατὰ χρησμὸν γενόμενος, Μαχαιρέως ἀνελόντος αὐτόν, ὡς μέν μύθος, δίκας αἰτοῦντα τὸν θεόν τοῦ πατρώου φόνου, ὡς δἐ τό εἰκός, ἐπιθέμενον τῷ ἱερῷ» (Στράβ. Θ 3, 9).
Ο Μαχαιρέας ήταν ένας ιερέας στους Δελφούς. Ήταν αυτός που κρατούσε στα χέρια του την «ιερή δελφική μάχαιρα». Μ’ αυτή θυσίαζε τα ζώα που προσφέρονταν στον Απόλλωνα. Όσοι πρόσφεραν κάποιο ζώο για θυσία στο ιερό των Δελφών έπρεπε, σύμφωνα με την συνήθεια που υπήρχε, να προσφέρουν ένα μέρος του σφαχτού, «το ιερό μερίδιο», όπως το ονόμαζαν, για τους ιερείς του ναού.
Ο Μαχαιρέας όμως, στην περίπτωση του Νεοπτόλεμου, δεν αρκέστηκε μόνο σ’ αυτό το μερίδιο. Ζήτησε από τον Νεοπτόλεμο, εκτός από «το ιερό μερίδιο» του κρέατος του ζώου, και ένα επί πλέον μερίδιο για το μαχαίρι που χρησιμοποποιήθηκε για τη σφαγή του ζώου, «το μερίδιο της ιερής δελφικής μάχαιρας».
Ο Νεοπτόλεμος αρνήθηκε να προσφέρει μέρος του σφαχτού και για την ιερή μάχαιρα. Διαμαρτυρήθηκε μάλιστα στους ιερείς γι’ αυτή τους την απαίτηση και στον καυγά που ακολούθησε ο Μαχαιρέας σκότωσε τον Νεοπτόλεμο (Πίνδαρος, Εις Νεμεονίκας 7, 42. Σχόλια στον Πίνδαρο).
Εδώ όμως, κάποιοι παραμυθάδες της περιοχής, έλεγαν και άλλα, διαφορετικά από αυτά, παραμύθια. Δεν ήρθε ο Νεοπτόλεμος, έλεγαν αυτοί, αμέσως μετά τον Τρωικό Πόλεμο στην πατρίδα του.
Η γιαγιά του, η Θέτιδα, που σαν θεά που ήταν ήξερε πόσα βάσανα περιμένουν τους Έλληνες βασιλιάδες κατά το γυρισμό τους στις πατρίδες τους από την Τροία, για την ασέβεια που είχαν δείξει στους θεούς, συμβούλεψε τον εγγονό της να μην γυρίσει αμέσως, αλλά να περιμένει μέχρι να περάσει ο θυμός των θεών, ξεσπώντας πάνω στους άλλους ήρωες, και ύστερα να ξεκινήσει και αυτός. Αυτό έκανε ο Νεοπτόλεμος, Μας τα βεβαιώνει όλα αυτά και ο Απολλόδωρος (6, 12 κ. εξ. 7, 40 κ. εξ.).
Οι δυο ξακουστές γυναίκες, Ανδρομάχη και Ερμιόνη, η πρώτη από τη μακρινή Τροία (που μπορεί όμως, όπως αναφέρουμε σε άλλες σελίδες, να ήταν από τις Φθιώτιδες Θήβες, τις Υποπλάκιες Θήβες του Ομήρου και η άλλη από την μακρινή επίσης Σπάρτη, που ανταμώθηκαν στο παλάτι του Νεοπτόλεμου, ήρθαν, όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, σε μεγάλες προστριβές μεταξύ τους.
Η μία ήταν η επίσημη γυναίκα και η άλλη η ερωμένη. Δεν μπορούσε παρά να ζηλεύονται και να μισούνται μεταξύ τους. Το μίσος αυτό γινόταν μεγαλύτερο και από ένα άλλο γεγονός. Η Ερμιόνη, η κανονική γυναίκα του Νεοπτόλεμου, που ήταν και Ελληνίδα βασιλοπούλα, δεν μπορούσε ν’ αποκτήσει παιδιά κι αυτό την έκανε να ζηλεύει πάρα πολύ την Ανδρομάχη. Φοβόταν μήπως η Ανδρομάχη τής πάρει τη θέση της και γίνει κανονική βασίλισσα, γιατί η Ανδρομάχη είχε ήδη αποκτήσει παιδί με τον Νεοπτόλεμο, τον Μολοσσό, τον επώνυμο ήρωα της χώρας των Μολοσσών στην Ήπειρο.
Σύμφωνα μάλιστα με τον Παυσανία, η Ανδρομάχη είχε χαρίσει και άλλους δυο γιους στον Νεοπτόλεμο, τον Πίελο και τον Πέργαμο, ιδρυτή της ομώνυμης πόλης στην Ασία: «καί οἱ παῖς μὲν Ἑρμιόνης ἐγένετο οὐδείς, ἐξ Ἀνδρομάχης δὲ Μολοσσὸς καὶ Πίελος καὶ νεώτατος ὁ Πέργαμος» (Παυσανίας, Αττικά, 11, 1).
Ακουγόταν όμως και μία άλλη εκδοχή σύμφωνα με την οποία παιδιά του Νεοπτόλεμου και της Ανδρομάχης ήταν ο Πύρρος, ο Μολοσσός, ο Αιακίδης και η Τρωάδα.
Ο Μολοσσός μαζί με την μητέρα του Ανδρομάχη, σύμφωνα με όσα μας λέει ο Ευριπίδης στο έργο του «Ανδρομάχη», κατέφυγαν τελικά, διωγμένοι από την Ερμιόνη, τη νόμιμη γυναίκα του Νεοπτόλεμου, στην Ήπειρο, όπου ο Μολοσσός διαδέχτηκε στο θρόνο τον Έλενο και έγινε βασιλιάς των Μολοσσών.
Για να υποστηρίξει την κόρη του Ερμιόνη, που κινδύνευε να χάσει το θρόνο της αλλά και τον άντρα της, ήρθε, στα παλάτια του Νεοπτόλεμου, από τη μακρινή Σπάρτη, σύμφωνα με τον Ευριπίδη, και ο ίδιος ο μεγάλος βασιλιάς της Σπάρτης, ο ξακουστός Μενέλαος. Ο Ευριπίδης στο έργο του «Ανδρομάχη» μας παρουσιάζει την Ανδρομάχη να λέει στον πρόλογο του έργου
«ἜΕνθ᾿ οἶκον ἔσχε τόνδε παῖς Ἀχιλλέως, Πηλέα δ᾿ ἀνάσσειν γῆς ἐᾷ Φαρσαλίας, ζῶντος γέροντος σκῆπτρον οὐ θέλων λαβεῖν. Κἀγὼ δόμοις τοῖσδ᾿ ἄρσεν ἐντίκτω κόρον, πλαθεῖσ᾿ Ἀχιλλέως παιδί, δεσπότῃ δ᾿ ἐμῷ».
Δηλαδή: «Εδώ έχει το σπίτι του και κάθεται ο γιος του Αχιλλέα. Βασιλιά στα Φάρσαλα άφησε τον Πηλέα, γιατί όσο ζει ο γέρος δεν θέλει να του πάρει το σκήπτρο. Κι εγώ μέσα σ’ αυτά τα σπίτια γέννησα αγόρι με τον αφέντη μου και γιο του Αχιλλέα».
Στο ίδιο έργο του ο Ευριπίδης βάζει την Ανδρομάχη να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους την εχθρευόταν η Ερμιόνη:
«Λέγει γάρ ὥς νιν φαρμάκοις κεκρυμμένοις τίθημ᾿ ἂπαιδα καὶ πόσει μισουμένην, αὐτὴ δὲ ναίειν οἶκον ἀντ᾿ αὐτῆς θέλω τόνδ᾿, ἐκβαλοῦσα λέκτρα τἀκείνης βίᾳ».
Δηλαδή: «Λέει (η Ερμιόνη) πως τάχα εγώ με κρυφά βοτάνια δεν την αφήνω ν’ αποχτήσει παιδί και την κάνω μισητή στον άντρα της και πως μέσα σε τούτο το σπίτι θέλω να κατοικώ εγώ αντί γι’ αυτήν και το νυφικό της το κλινάρι στανικά να το πετάξω».
Στο ίδιο έργο η Ερμιόνη απευθύνεται κάποια στιγμή στην Ανδρομάχη, με μεγάλη κακία και μίσος, και της λέει:
«Σὺ δ᾿ οὖσα δούλη καί δορίκτητος γυνή δόμους κατασχεῖν ἐκβαλοῦσ᾿ ἡμᾶς θέλεις τούσδε, στυγοῦμαι δ᾿ ἀνδρί φαρμάκοισι σοῖς, νηδύς δ᾿ ἀκύμων διά σέ μοι διάλλυται• δεινή γὰρ ἠπειρῶτις ἐς τά τοιάδε ψυχή γυναικῶν• ὧν ἐπισχύσω σ᾿ ἐγώ, κοὐδέν σ᾿ ὀνήσει δῶμα Νηρῇδος τόδε, οὐ βωμός οὐδέ ναός, ἀλλά κατθανῇ».
Δηλαδή: «Κι εσύ σκλάβα, μια γυναίκα κονταροπαρμένη, θέλεις να με διώξεις εμένα από το σπίτι και να γενείς εσύ κυρά εδώ μέσα και με τα μάγια τα δικά σου με σιχαίνεται ο άντρας μου κι είσαι συ η αφορμή που άκαρπη χάνεται η κοιλιά μου. Φοβερή σε κάτι τέτοια είναι η ψυχή των γυναικών απ’ την Ασία. Μα εγώ απ’ αυτά τα έργα σου θα σε σταματήσω. Και καθόλου δε θα σ’ ωφελήσει μήτε ετούτο το παλάτι της Νηρηίδας μήτε ο βωμός της μήτε κι ο ναός της. Θα πεθάνεις.»
Τελικά η Ερμιόνη, όπως είπαμε παραπάνω, κατάφερε και έδιωξε από τη Φθία την Ανδρομάχη μαζί με το γιο της Μολοσσό στην Ήπειρο. Εκεί ο Μολοσσός έγινε βασιλιάς της χώρας και διαδέχθηκε στο θρόνο τον Έλενο.

10. Η Ανδρομάχη ήταν πριγκίπισσα
των Φθιωτίδων Θηβών;
Για την Ανδρομάχη και τις σχέσεις της με τον Νεοπτόλεμο και τον πατέρα τού Νεοπτόλεμου, τον Αχιλλέα, υπάρχουν και άλλα στοιχεία, πολύ ενδιαφέροντα, και αμφιλεγόμενα ίσως, αλλά που πρέπει ν’ αναφερθούν μια και ασχολούμαστε με τη Μυθολογία της περιοχής Αλμυρού και της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Η Ανδρομάχη ήταν κόρη του Ηετίωνα, ο οποίος, σύμφωνα μ’ όσα μας λέει ο Όμηρος στην Ιλιάδα του, ήταν βασιλιάς στις Υποπλάκιες Θήβες της Κιλικίας. Υποπλάκιες Θήβες σημαίνει, κατά τους ειδικούς ερευνητές, πόλη με το όνομα Θήβες που βρισκόταν στους πρόποδες κάποιου βουνού που λεγόταν Πλάκον ή Πλάκος. Ήταν δηλαδή οι Θήβες «υπό το(ν) Πλάκον».
Όπως όμως μας βεβαιώνει ο Στράβωνας, κατά εποχή του, στην Κιλικία και στην γύρω από αυτήν περιοχή δεν υπήρχε, ούτε πόλη Θήβες ούτε όρος Πλάκον. Η ανυπαρξία αυτή, ακόμα και ως ονομασίας ή και ως ανάμνησης της πόλης Θήβες και του όρους Πλάκον, από την εποχή ακόμα του Στράβωνα, δημιούργησε στους ερευνητές πολλά προβλήματα.
Ο Leake, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα αυτό, μετά από συλλογισμούς, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι Υποπλάκιες Θήβες είναι οι Φθιωτικές Θήβες της περιοχής Αλμυρού.
Μπορεί ίσως να ηχεί παράξενα και να δημιουργεί πολλά προβλήματα αυτή η άποψη, όταν μάλιστα η εκδοχή αυτή μνημονεύεται σε μια εργασία όπως ετούτη, εργασία η οποία, ακροβατώντας μεταξύ της παθιασμένης πατριδολατρείας και της αναζήτησης της αλήθειας, μνημονεύοντας τέτοιες απόψεις, κινδυνεύει να χαρακτηρισθεί ίσως μεροληπτική, αλλά η ίδια υπόθεση έχει απασχολήσει και άλλους οι οποίοι οπωσδήποτε δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ότι διακατέχονται από μεροληπτικές πατριδολατρικές έμμονες ιδέες – κατηγορία που μπορεί ίσως ν’ αποδοθεί στον υπογράφοντα αυτή την εργασία – και οι οποίοι επίσης καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα
Την άποψη ότι οι Υποπλάκιες Θήβες του Ομήρου δεν είναι άλλες παρά οι Φθιώτιδες Θήβες του Αλμυρού την υποστήριζε και ο αρχαιολόγος Αρβανιτόπουλος που διενήργησε στην περιοχή αυτή ανασκαφές.
Σχετικές πληροφορίες υπάρχουν στο περιοδικό Πινακοθήκη, (Περιοδικό που εκδιδόταν στην Αθήνα), έτος ΚΒ, Τεύχος 262 -263 -264 (Δεκέμβριος 1922 – Ιανουάριος -Φεβρουάριος 1923), Τιμ. Αμπελάς, Το λουτρόν της Αφροδίτης, σελ. 53.
O Staehlin στο βιβλίο του «Das Hypoplakische Theben. Eine Sagenverschiebung bei Homer» (Η Υποπλακίη Θήβη. Μία μετατόπιση θρύλων στον Όμηρο (Μόναχο , 1907) υποστηρίζει επίσης ότι η Υποπλακίη Θήβη είναι οι Φθιωτικές Θήβες, δηλαδή η αρχαία πόλη κοντά στις σημερινές Μικροθήβες του Αλμυρού.
Ο Ηετίωνας, ο βασιλιάς των Υποπλακίων Θηβών, ήταν βασιλιάς των Φθιωτίδων Θηβών. Τον μύθο αυτόν για την καταστροφή των Φθιωτίδων Θηβών από τον Αχιλλέα και τον φόνο τού βασιλιά τους Ηετίωνα τον μετέφεραν στην Κιλικία μετανάστες στην εκεί περιοχή, προφανώς από την Αχαΐα Φθιώτιδα.
Ο Όμηρος, που άκουσε εκεί τον μεταφερμένο από τούτα τα μέρη μύθο ή έστω κάποιο σχετικό άσμα να συνοδεύει την φήμη για τον πρώτο των Ελλήνων ηρώων, τον μεγάλο Αχιλλέα, τον ενέπλεξε στα κατορθώματα του Αχιλλέα που πραγματοποιήθηκαν στις περιοχές γύρω από την Τροία, μεταθέτοντας εκεί και τις Φθιωτικές Θήβες ως Υποπλάκιες, αν και εκεί δεν υπήρχε, σύμφωνα τουλάχιστον με τον Στράβωνα, από την εποχή του ακόμα, ούτε πόλη Θήβαι ούτε όρος Πλάκος.
Προβλήματα βεβαίως δημιουργεί και η μη ύπαρξη και στην περιοχή των Φθιωτίδων Θηβών όρους με όνομα Πλάκος. Το θέμα αντιμετώπισαν πολλοί. Ο Νικόλαος Γιαννόπουλος, ανάμεσα στον τεράστιο όγκο των εργασιών του, ασχολήθηκε και με το θέμα αυτό. Στην περιοδική έκδοση «Επτανησιακή Επιθεώρησις» Έτος Γ”, τεύχος 4, (Αύγουστος 1924), σελ. 55 -56, δημοσίευσε ειδικό άρθρο με το θέμα αυτό στο οποίο γράφει τα παρακάτω:
«Τὴν ὑπόθεσιν τοῦ Λὴκ ἀνενέωσεν ἐσχάτως ὁ Γερμανός Staehlin ἐκδούς μονογραφίαν ἰδίαν περί τῆς Ὑποπλακίης Θήβης (Das HypoplaKische Theben, eine Sagenverschiebung bei Homer, Munchen, 1907). Οὗτος θεωρεῖ τὰς Φθιώτιδας Θήβας (Ἄκετσι) ὡς τήν Ὑποπλακίην Θήβην τοῦ Ἡετίωνος, τήν ὁποίαν ἐκυρίευσε καί κατέστρεψεν ὁ Ἀχιλλεύς ὁρμώμενος ἐκ Φθίης, δηλαδή τῆς Φαρσάλου. Ὁ Ὅμηρος παρέλαβεν τήν παράδοσιν ταύτην ἐκ τῶν μεταναστευσάντων εἰς Ίωνίαν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας Ἑλλήνων μετά τήν δωρικήν εἰσβολὴν, ἀλλά μετήγαγεν αὐτήν εἰς τήν Κιλικίαν, ἔνθα ἔθηκε τήν Ὑποπλακίην Θήβην καἰ το Βασίλειον τοῦ Ἠετίωνος, ὅπερ δῆθεν κατέστρεψεν ὁ Ἀχιλλεύς διότι ἐν Ἰλιάδος Ζ, 414 ἡ σύζυγος τοῦ ῞Εκτορος Ἀνδρομάχη λέγει:
«ἦ τοι γὰρ πατέρ᾿ ἁμόν ἀπέκτανε δῖος Ἀχιλλεύς, ἐκ δέ πόλιν πέρσεν Κιλίκων ἐύ ναιετόωσαν, Θήβην ὑψίπυλον• κατά δ᾿ ἔκτανεν Ἠετίωνα».
Καί ἀλλαχοῦ ὡς ἐν Ἰλιάδι . Τ, 291 καἰ ἑξῆς, Α, 366 καί ἑξῆς καἰ Β, 688 καἰ ἑξῆς. Ὁ Στράβων σχολιάζων τούς στίχους τούτους (Ζ, 414 καί ἑξῆς): «μητέρα δ᾿ ἥ βασίλευεν ὑπό Πλάκῳ ὑληέσσῃ», δέν εὑρίσκει ἐν Κιλικίᾳ Θήβας οὔτε ὄρος Πλᾶκον ὑλῆεν• διό καί λέγει: «Ἀνάγκη δέ καί τό ὄρος Πλᾶκος εἶναι πλησίον».
Ἀλλ᾿ ἡ παράδοσις ἤ τό ᾆσμα, ὅπερ ἤκουσεν ὁ ῝Ομηρος ἐγένετο ἐν Θεσσαλίᾳ, ὁ Ἠετίων ἐβασίλευσεν ἐν Φθιώτισι Θήβαις• ὁ Ἀχιλλεύς ἐξεπόρθησε καί κατέστρεψε τήν πόλιν φονεύσας καί τόν Ἠετίωνα καί μετενεγκών εἰς Φθίαν ἄπειρα λάφυρα.
Ὁ Στράβων ἐνόμιζεν ὅτι Πλᾶκος ἦτο ὄρος καί ἠ Θήβη ἔκειτο ὑπό τό ὄρος (Ὑποπλακίη), ἀλλά παρ᾿ Ὁμήρῳ Πλᾶκος = πεδιάς διό καί Ὑποπλακίη Θήβη ἤ Ὑποπλάκιαι Θῆβαι εἶναι αἱ Φθιώτιδες Θῆβαι, διότι ἐάν ἀποβλέψῃ τις ἐκ τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου πρός τήν πεδιάδα Ἁλμυροῦ βλέπει τὸ Ἄκετσι και τά ἐρείπια τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν νά ὑπόκεινται τρόπον τινά τῆς πεδιάδος• ἀλλά καἰ ἡ γνώμη τοῦ κ. Ἀρβανιτοπούλου (Ἀρβανιτόπουλος, Πρακτικά Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας 1908, σελ. 94-198) ὅτι Πλᾶκος ἐννοεῖται τό ὀροπέδιον το ἀπό τοῦ Ἄκετσι μέχρι Περσουφλί καί ἑξῆς, τό ὁποῖον ἔτι καί νῦν εἶναι δασῶδες (ὑλῆεν) δὲν σφάλλεται. Ἀλλά καὶ αὐτή ἡ πεδιάς τοῦ Ἁλμυροῦ ἐάν ἀφεθῇ ἐπί τινα ἔτη ἀκαλλιέργητος καί ἄνευ νομῆς ζώων εὐκόλως ἀναδασοῦται, διότι τό χῶμα εἶναι ὀρεινόν. Καί μέ ὅλην τήν ἐντατικήν καλλιέργειαν τῶν χρόνων ἡμῶν καί τήν ἐνδελεχῆ ὑλοτομίαν ἱκανά δάση ἔχει ἡ πεδιάς τοῦ Ἁλμυροῦ.
Συνεπῶς τό Πλᾶκος ὑλῆεν ἐφαρμόζεται καλῶς ἐπί τοῦ Κροκίου Πεδίου και ἐπὶ τοῦ ὀροπεδίου Ἄκετσι – Περσουφλί. Ὀρθῶς λοιπόν καί ὁ Staehlin καί ὁ Ἀρβανιτόπουλος ὥρισαν τάς θέσεις τῶν Ὑποπλακίων Θηβῶν, διότι καἰ ἡμεῖς ὡς ἐντόπιοι γνωρίζομεν καλῶς τάς ἰδιότητας τοῦ ἐδάφους τῆς χώρας μας. Καί ἡμεῖς ἀπὀ τοῦ ἀτμοπλοίου πολλάκις παρετηρήσαμεν τό κρόκιον πεδίον καὶ εἴδομεν ὅτι το ἀπό τοῦ Ἁλμυροῦ, Ἀϊδινίου και Ἄκετσι καί πρός δυσμάς τμῆμα αὐτοῦ ὄντως ὑπέρκειται τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν.
Τοῦτο δέ καί αὐτός ὁ Στράβων ἀσυναισθήτως βεβαιοῖ ἐν τοῖς Φθιωτικοῖς αὐτοῦ, λέγων: «ὑπέρκειται μέν τό Κρόκιον Πεδίον, ὑπόκεινται δέ Θῆβαι (αἱ Φθιώτιδες.)»
Αλλά και ο κορυφαίος φιλόλογος, μεγάλος ελληνιστής και σπουδαίος μελετητής του Ομήρου, περίφημος καθηγητής, γερμανός βαρώνος Fr Hiller Von Gartringen, σύζυγος της κόρης του περίφημου Βιλαμόβιτς, επαινώντας, σ΄ ένα ειδικό ελεγείο που συνέθεσε ειδικά για τον σκοπό αυτό, και το οποίο φυλάσσεται στα κατάλοιπα του Γιαννόπουλου, το «Δελτίο» της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού, γράφει τα εξής :
«Δελτίον ἦλθε σοφὸν, τὸ μάλ’ ἐνδυκέως ἐτέλεσσεν Ὄθρυος ὃς φθίην σύλλογος ἀμφὶς ἔχει, ῎Οθρυος, ὃς καὶ ῎Αλον καὶ Πύρασον αἰπὺ τε Θηβῶν ἄστυ Ὑποπλακίων Ἀμφανέας τε νέμει.» Το ελεγείο δημοσιεύθηκε στο 1ο τεύχος της δεύτερης περιόδου του «Δελτίου» της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού «Όθρυς» (Αλμυρός 1997, σελ. 88).
Στο ελεγείο αυτό, όπως φαίνεται από τους παραπάνω τέσσερις πρώτους στίχους του, ο σοφός γερμανός καθηγητής, περιγράφοντας κατά κάποιο τρόπο την περιοχή για την μελέτη της ιστορίας της οποίας ενδιαφερόταν η Φιλάρχαιος Εταιρεία Αλμυρού «Όθρυς», συμπεριλαμβάνει σ’ αυτή την περιοχή και τις Υποπλάκιες Θήβες, συμφωνώντας προφανώς με τους άλλους ερευνητές.
Αυτά λένε όσοι ασχολήθηκαν με το θέμα επιστημονικά. Έτσι δεν απομένει σε μας παρά να επισημάνουμε για μια ακόμη φορά την σπουδαιότητα των μύθων της περιοχής και την αρχαιότητά τους. Μιλήσαμε πολλές φορές λέγοντας ότι οι μύθοι των περιοχών οι οποίες δεν έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην όλη ιστορία της πατρίδας μας πρέπει να προσεχθούν περισσότερο, γιατί πρέπει να είναι αυθεντικότεροι. Το παραπάνω παράδειγμα, έστω και με όσες και όποιες αμφιβολίες και αμφισβητήσεις μπορεί να διατυπωθούν, δικαιώνει την άποψή μας για μια ακόμη φορά.
Για το ίδιο θέμα μπορεί όποιος ενδιαφέρεται να ιδεί στο ΔΕΛΤΙΟ ΤΗΣ ΦΙΛΑΡΧΑΙΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΑΛΜΥΡΟΥ «ΟΘΡΥΣ», Περίοδος β, τεύχος 1, σελ. 86 – 92, Ιωάννης Ρ. Πανέρης, Εγκωμιαστικό Ελεγείο του H. v. Gartringen για την Εταιρεία μας. Η διαρκής ακτινοβολία της και η λειτουργική αυτογεφύρωσή της, (Υποσημείωση 12).
Θα πρέπει, νομίζουμε, να προσθέσουμε στο σημείο αυτό ότι η Κιλικία παλαιότερα λεγόταν Υπαχαΐα, όνομα το οποίο ίσως δηλώνει κάποια σχέση (εξάρτησης; εποίκισης;) με την Αχαΐα (Φθιώτιδα).
Αυτή η υποδηλούμενη σχέση είναι ενισχυτική της άποψης ότι ο μύθος του Ηετίωνα και της Ανδρομάχης των (Φθιωτίδων) Θηβών είναι δυνατόν να ήταν γνωστή στον Όμηρο και να ενσωματώθηκε στο έπος του μεταφερμένη από την (Φθιώτιδα) Αχαΐα στην (Υπ)Αχαΐα.
Η περιοχή λοιπόν εκείνη λεγόταν Υπαχαΐα. Η ονομασία Κιλικία της ίδιας περιοχής είναι κατοπινή. Δηλαδή αργότερα όταν έφτασε εκεί ο Κίλικας, ένας από τους γιους του Αγήνορα, ψάχνοντας για την αδερφή του, την Ευρώπη, και εγκαταστάθηκε σ’ αυτήν, την ονόμασε Κιλικία: «Οὗτοι (οι Κίλικες) τό παλαιόν Ὑπαχαιοί ἐκαλέοντο, ἐπί δέ Κίλικος τοῦ ᾿Αγήνορος. . .ἔσχον τὴν ἐπωνυμίαν (Κίλικες)» (Ηρόδοτος Ζ, 91).
Βεβαίως είναι γνωστές στους μυθολόγους και άλλες μεταφορές μύθων. Π. χ. ο μύθος της Ομφάλης που αναφέρεται στη Λυδία, όπως αναφέρουμε σ’ άλλο σημείο της εργασίας μας αυτής, έχει μεταφερθεί εκεί από την Θεσσαλία ή έστω, σύμφωνα με άλλους, από την Ήπειρο.
Μεταφερμένος θεωρείται και ο μύθος του Βαλλερεφόντη. Εξάλλου είναι πολλοί οι μύθοι που υπήρχαν πριν από την εποχή του Ομήρου και των οποίων έχει χαθεί αυτή η προομηρική τους μορφή εξαιτίας της ωραιοποιημένης ποιητικής μορφής με την οποία τους παρουσίασε ο Όμηρος. Πολλοί είναι οι μύθοι που έφτασαν μέχρι την σημερινή εποχή, όχι με την αρχική τους μορφή αλλά με τον όμορφο ποιητικό μανδύα που τους φόρεσε ο Όμηρος.
Να υπήρχαν άραγε κάποτε στην περιοχή του Αλμυρού μύθοι που έλεγαν ότι η Ανδρομάχη ήταν μια πριγκιποπούλα που ζούσε στην περιοχή του χωριού των σημερινών Μικροθηβών, κόρη του βασιλιά Ηετίωνα, που τον νίκησε και κατέστρεψε το βασίλειό του ο Αχιλλέας και να ξεχάστηκαν εντελώς όπως τόσοι και τόσοι άλλοι μύθοι; Μήπως έτσι εξηγείται καλύτερα και το γεγονός ότι η Ανδρομάχη, ανάμεσα σε τόσους και τόσους άλλους σπουδαίους πολέμαρχους και βασιλιάδες στον Τρωικό Πόλεμο, γίνεται γυναίκα του Νεοπτόλεμου, του νεαρότατου πρίγκιπα που «κατά σύμπτωση» είναι πρίγκιπας του γειτονικού «των Υποπλακίων (Φθιωτικών) Θηβών» βασιλείου; Μήπως όλα αυτά ξεχάστηκαν επειδή ο Όμηρος τα ανακάτεψε με τ’ άλλα κατορθώματα των ηρώων του στον Τρωικό Πόλεμο και η μεγάλη διάδοση των ομηρικών επών σκέπασε οριστικά και τελεσίδικα τους αληθινούς μεν αλλά ανυποστήρικτους προϋπάρχοντες μύθους μιας ασήμαντης περιοχής;
Μιλούμε βέβαια κάνοντας υποθέσεις που ίσως κάποτε στο μέλλον φωτισθούν περισσότερο. Παραμύθια για βασιλόπουλα που κάνουν πολλά κατορθώματα πριν πάρουν γυναίκα τους μια όμορφη και ξακουστή βασιλοπούλα υπάρχουν, και αναφέρονται σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, πολλά. Να είναι κάποιο από αυτά μακρινός απόηχος του παραπάνω μύθου; Είναι μια πολύ γοητευτική υπόθεση την οποία κάποιοι μπορούν να την χαρακτηρίσουν επιπόλαιη, μη επιστημονική και πολύ απλοϊκή. Πειράζει όμως τάχα τόσο πολύ να μην την απορρίπτουν με πολλή ευκολία κάποιοι; Μήπως δεν έχουμε και άλλους μύθους που μετατοπίστηκαν σε άλλες περιοχές από τούτον τον τόπο;
Και κάτι άλλο σχετικό για δημιουργία περισσότερου προβληματισμού ή για να μειωθούν, έστω ν’ αμβλυνθούν, οι όποιες διαφωνίες και αμφισβητήσεις μπορεί να διατυπωθούν και το οποίο εμείς το βρίσκουμε πολύ σημαντικό και νομίζουμε ότι ενισχύει τις απόψεις που υποστηρίζουμε.
Σύμφωνα με ένα μύθο, ο Πέργαμος, ο τρίτος γιος του Νεοπτόλεμου και της Ανδρομάχης (οι άλλοι δύο ήταν ο Μολοσσός και ο Πίελος), όταν πέθανε ο Έλενος, ο οποίος είχε παντρευτεί την Ανδρομάχη μετά τον γάμο της με τον Νεοπτόλεμο, πήρε τη μητέρα του και αποίκους και ήρθε στη Μικρά Ασία όπου έχτισε μία πόλη που την ονόμασε Πέργαμο. Η πόλη Πέργαμος λεγόταν και Ανδρομάχη από το όνομα της μητέρας του ιδρυτή της.
Έτσι δεν αποκλείεται ο Όμηρος, βρίσκοντας να υπάρχει στις μνήμες των ανθρώπων στην Μικρά Ασία η Ανδρομάχη και οι μύθοι γύρω από αυτήν, να την τοποθέτησε εκεί. Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι οι Περγαμηνοί τιμούσαν ιδιαίτερα την Ανδρομάχη.
«Ἑλένου δέ ὡς ἐτελεύτα Μολοσσῷ τῷ Πύρρου παραδόντος τήν ἀρχήν, Κεστρῖνος μέν σύν τοῖς ἐθέλουσιν Ἠπειρωτῶν τήν ὑπέρ Θύαμιν ποταμόν χώραν ἔσχε, Πέργαμος δὲ διαβάς ἐς τήν Ἀσίαν Ἄρειον δυναστεύοντα ἐν τῇ Τευθρανίᾳ κτείνει μονομαχήσαντά οἱ περί τῆς ἀρχῆς καἰ τῇ πόλει τό ὄνομα ἔδωκε τό νῦν ἀφ” αὑτοῦ και Ἀνδρομάχης – ἠκολούθει γάρ οἱ) καί νῦν ἐστιν ἡρῶον ἐν τῇ πόλει».
(Αφού παρέδωσε την εξουσία ο Έλενος στον Μολοσσό, τον γιο του Πύρρου, όταν πέθαινε, ο μεν Κεστρίνος με Ηπειρώτες εθελοντές, κατέλαβε την χώρα πέρα από τον Θύαμη ποταμό, και ο Πέργαμος πέρασε στην Ασία, και, σε μονομαχία για την εξουσία, σκότωσε τον Άρειο, τον ηγεμόνα της Τευθρανίας, και έδωσε ο Πέργαμος στην πόλη το τωρινό της όνομα από τον εαυτό του για την Ανδρομάχη, η οποία τον είχε ακολουθήσει, και τώρα υπάρχει ηρώο στην πόλη). (Παυσανίας, Ι, 11, 2.)

11. Ο αργοναύτης Θέστορας. . .σύντροφος του Οδυσσέα
Βεβαίως οι μύθοι οι σχετικοί και με τους άλλους ήρωες του Τρωικού Πολέμου όχι μόνο, όπως ήταν φυσικό, δεν ήταν άγνωστοι στην περιοχή, αλλά αποτελούσαν και θέματα διακόσμησης αγγείων και άλλων παραστάσεων.
Όπως μας βεβαιώνει ο αρχαιολόγος Αρβανιτόπουλος, (Αρχαιολογική Εφημερίδα 1910, στήλες 82 -94, Μεγαρικοί σκύφοι Φθιωτίδων Θηβῶν) που διενήργησε ανασκαφές στο χώρο των Φθιωτίδων Θηβών, βρήκε εκεί τεμάχια πήλινων σκύφων με παραστάσεις από τη μυθολογία του Τρωικού Πολέμου.
Σε μερικά τεμάχια των σκύφων αυτών παριστανόταν ο γνωστός μύθος της μεταμόρφωσης από την Κίρκη των συντρόφων του Οδυσσέα σε χοίρους. Το ενδιαφέρον μάλιστα με τους σκύφους των Φθιωτίδων Θηβών είναι ότι σ’ αυτούς αναφέρονται και ονόματα συντρόφων που δεν μας είναι γνωστά από άλλες πηγές. Έτσι στις απεικονίσεις των σκύφων των Φθιωτίδων Θηβών, που έφερε στο φως ο Αρβανιτόπουλος αναφέρονται και τα ονόματα Θέστωρ, Θεόφρων και Μάντιχος.
Μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι τα άγνωστα αυτά, από άλλες πηγές, ονόματα προέρχονται από τοπικές εκδοχές του πανελλήνια γνωστού μύθου που ξεχάστηκαν; Ενδιαφέρον παρουσιάζει ακόμη η απεικόνιση του γνωστού μύθου στο σκύφο των Φθιωτίδων Θηβών για το ότι παρατηρείται μια μικρή διαφοροποίηση από τα κοινώς παραδεκτά. Δεν μεταμορφώνονται όλοι οι σύντροφοι του Οδυσσέα σε χοίρους αλλά κάποιοι και σ’ άλλες μορφές ζώων.
Έτσι ο «Θεόφρων» του σκύφου των Φθιωτίδων Θηβών μεταμορφώνεται σε αλεκτρυώνα (πετεινός), ενώ ο «Μάντιχος» σε κριάρι. Τον Θέστορα, θέλοντας ο καλλιτέχνης προφανώς να επικεντρώσει το θέμα του και την προσοχή του θεατή σ’ αυτόν, τον παρουσιάζει ακριβώς κατά τη διαδικασία της μεταμόρφωσης. Έτσι εικονίζει το κεφάλι του μόνο να έχει μεταμορφωθεί σε κεφάλι κάπρου ενώ οι άκρες των χεριών του σε οπλές. Το υπόλοιπο σώμα του είναι ακόμα ανθρώπινο. Ο τεχνίτης δηλαδή που απεικόνιζε τον μύθο στο σκύφο των Φθιωτίδων Θηβών στάθηκε, θέλοντας να κάνει κεντρικό ήρωα τον «Θέστορα», ακριβώς στη στιγμή που αυτός βρισκόταν στη διαδικασία της μεταμόρφωσής του. Μήπως λοιπόν υπήρχε κάποιος τοπικός μύθος που ήθελε τους συντρόφους του Οδυσσέα να μεταμορφώνονται όχι μόνο σε χοίρους, αλλά και σε άλλα ζώα; Μήπως είναι απλά αυτή η απεικόνιση ελεύθερη καλλιτεχνική δημιουργία; Γιατί ο λαϊκός καλλιτέχνης παριστάνει τον Θέστορα ακριβώς στη διαδικασία της μεταμορφώσεώς του ;
Αυτά είναι ερωτήματα των οποίων η απάντηση ξεφεύγει από τους σκοπούς της εργασίας μας αυτής. Θα επιμείνουμε όμως σε κάποια δική μας άποψη.
Για τον μάντη Θέστορα, τον αργοναύτη και πατέρα του Κάλχα είναι γνωστός ένας πολύ όμορφος μύθος που τον είδαμε στο κεφάλαιο της Αργοναυτικής Εκστρατείας.
Εμείς και στη θέση αυτή ωστόσο διατυπώνουμε την άποψη ότι ο «άγνωστος» Θέστορας του σκύφου των Φθιωτίδων Θηβών μπορεί να είναι ο γνωστός μάντης Θέστορας, ο θετός γιος του Ίδμονα, αυτός που γεννήθηκε στις όχθες του Άμφρυσου ποταμού από την Αντιάνειρα και τον Απόλλωνα. Μπορεί δηλαδή να είναι ο Θέστορας αυτός ο πατέρας του μεγάλου και ονομαστού μάντη Κάλχα. Πέραν από όσα άλλα έχουμε αναφέρει για το θέμα αυτό, προσωπικά μας εντυπωσιάζει το γεγονός ότι ο καλλιτέχνης, παριστάνει ειδικώς τον Θέστορα ακριβώς στη διαδικασία της μεταμόρφωσης.
Έτσι δεν είναι παράλογο να πούμε ότι ο λαϊκός καλλιτέχνης προσπαθεί να επικεντρώσει την προσοχή του παρατηρητή στον Θέστορα. Μήπως λοιπόν στην πραγματικότητα ο «άγνωστος» από άλλες πηγές Θέστορας ήταν κάποιος που ήταν «πολύ γνωστός» στην περιοχή στην οποία θα κυκλοφορούσε ο σκύφος, στην περιοχή των Φθιωτίδων Θηβών και γι’ αυτό ο λαϊκός καλλιτέχνης τον παρουσιάζει κεντρικό πρόσωπο στην παράστασή του;
Στο σημείο αυτό και για ενίσχυση της άποψής μας ότι πολλοί μύθοι της περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας, της σημερινής δηλαδή ευρύτερης περιοχής του Αλμυρού, όπως αυτός του Ηετίωνα και της κόρης του Ανδρομάχης, έχουν μετατοπιστεί και είναι γνωστοί ως μύθοι άλλων περιοχών, θ’ αναφέρουμε λίγα ακόμη στοιχεία για τις μετατοπίσεις μύθων που έγιναν από την Αχαΐα Φθιώτιδα, που τα παίρνουμε από το δημοσίευμα του Νίκου Παπαχατζή «Μύθοι και αρχαιότερες λατρείες της θεσσαλικής Μαγνησίας» (Αρχαιολογική Εφημερίδα 1984, σελ. 130 -156).
«Η παλιά όμως εικασία πως ο Κύκνος στην αρχική μορφή του μύθου θανατωνόταν από τοπικό ήρωα είναι βάσιμη. Ο Αχιλλέας, κατά τους σωζόμενους μύθους, είχε σκοτώσει ένα Κύκνο, γιο του Ποσειδώνα, που ήταν φοβερότερος από τον εδώ εμφανιζόμενο (εννοεί τον Κύκνο που σκότωσε ο Ηρακλής στις Παγασές ή στην Ίτωνα) ως γιο του Άρη, γιατί είχε από τον Ποσειδώνα το χάρισμα να μένει άτρωτος από μεταλλικά όπλα, όπως χάλκινες αιχμές δοράτων και ξίφη. Ήταν σύμμαχος των Τρώων και είχε εγκατασταθεί στην ακτή, όπου θα αποβιβάζονταν οι Αχαιοί. Οι Τρώες, έχοντας εμπιστοσύνη στον Κύκνο, παρατάχθηκαν στην παραλία και έφραξαν το δρόμο προς την πόλη. Όταν ο Πρωτεσίλαος, που πρώτος αποβιβάστηκε, σκοτώθηκε, πήδηξε έξω ο Αχιλλέας με τους άνδρες του και όρμησε κατά του Κύκνου. Είδε πως τα όπλα δεν έφερναν αποτέλεσμα και τον χτύπησε με βράχο στο κεφάλι. Εκείνος σωριάστηκε στο έδαφος και ο Αχιλλέας έσπευσε να τον πνίξει με τα δερμάτινα λουριά του κράνους, όπως διεξοδικά περιγράφει τη σκηνή ο Οβίδιος. (Μεταμορφώσεις 12, 7–140 στον Απολλόδωρο Επιτ. 3, 31).
Μετά το θάνατο του Κύκνου οι Τρώες κλείστηκαν φοβισμένοι στα τείχη και οι Έλληνες μπόρεσαν να αποβιβαστούν ανενόχλητοι.
Για τον Κύκνο αυτόν, τον γιο του Ποσειδώνα, έγινε η υπόθεση πως είχε σκοτωθεί από τον Αχιλλέα στη Μαγνησία πριν από την τρωική εκστρατεία και πως οι μύθοι του Τρωικού Πολέμου μετέφεραν το περιστατικό εντελώς στην αρχή του πολέμου, πριν ακόμη πατήσουν όλοι οι Έλληνες το τρωικό έδαφος.
Ο C. Robert (Heldensage 2, 80 . εξ.) παρατηρεί πως ο Αχιλλέας έφτασε στην Τροία με τη φήμη μεγάλου ήρωα, ώστε να θεωρείται από την αρχή ως η γενναιότερη μορφή των Αχαιών στον πόλεμο κατά των Τρώων. Πιστεύει πως υπήρχαν στην Ελλάδα κατορθώματά του που του είχαν εξασφαλίσει αυτή τη φήμη. Τα σχετικά με τα κατορθώματα αυτά έπη χάθηκαν, και για τον Αχιλλέα των προτρωικών χρόνων είναι γνωστό μόνο πως ως βρέφος ανατράφηκε από τον Χείρωνα με το «μεδούλι από τα κόκαλα των θηραμάτων και με εντόσθια λεονταριών και αγριογούρουνων» Απολλόδωρος, 3, 12, 6.και έπειτα πως κυνηγούσε αγρίμια στο Πήλιο, μέχρις ότου πήρε μέρος στη εκστρατεία της Τροίας, όπου σκοτώθηκε. Δέχεται ο Robert την παλαιότερη εικασία πως μερικά από τα κατορθώματα του Αχιλλέα στην Μαγνησία ή την άλλη Ελλάδα μεταφέρθηκαν στα πεδία των μαχών της Τροίας και εμφανίστηκαν ως επιτυχίες του εκεί. Ένα από αυτά πρέπει να ήταν ο φόνος του Κύκνου. Μερικοί πιστεύουν πως και ο φόνος του Έκτορα ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία των κατορθωμάτων του, αφού υπάρχουν ενδείξεις πως ο Έκτορας ήταν αρχικά Θηβαίος ήρωας. Όταν σκοτώθηκε, οι Θηβαίοι του έκαναν τον τάφο πολύ κοντά στην Καδμεία παρά την Οιδιποδία κρήνη, όπου τον είδε ο Παυσανίας.»