Η Πασχαλιά του 1897 στον Αλμυρό

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος:

Η Πασχαλιά του 1897 στον Αλμυρό*

Ξημέρωνε Πασχαλιά του 1897. Στον Αλμυρό ο φόβος των Τούρκων που αναμένονταν να φτάσουν είχε αναγκάσει τους Αλμυριώτες να εγκαταλείψουν την πόλη. Οι περισσότεροι είχαν καταφύγει στη Μιτζέλα, κάποιοι άλλοι στη Σούρπη και μερικοί είχαν φτάσει στην Εύβοια, όπου υπήρχε κάποιος συγγενής ή φίλος.

Όλοι είχαν φύγει μας βεβαιώνει ο Ιωάννης Γιαννόπουλος που ήταν από τους ελάχιστους που είχαν παραμείνει στον Αλμυρό. «Οι πολίται έφυγον πλην εμού του Ιωάννου Γιαννοπούλου, Μήτζου Καρέλη, Ν. Γαρδίκη, Γεωργίου Αθανασίου, Αδελφών Κυλεπούρη, Μήτρου Σταμουλομήτρου, Ιω. Αναστασίου, Γεωργίου Παπαϊωάννου, μυλωθρού, Δημ. Δημουλά, Δημ, Τσούτσα, Ιω. Κομνοπούλου, Χριστοδούλου Νίκου Βεζύρη, και αδελφού Στούγκα, Γεωργίου Αλβανού Ασβεστά, Μαστροδήμου Μώκα, Δημητρίου Καραψιάδου, Κωνσταντίνου Πολιάδου, Τέγαινας Πολυμεροπούλου και Θωμά Κόττα και 10 οικογενειών οθωμανών, Βαρβαρής Βλαχοστέργαινας και της μητέρας των Αργυροπούλων και οικογενείας Οικονομίδου», γράφει στο ημερολόγιό του που σώθηκε μέχρι τις ημέρες μας.

Ήταν και μερικοί άλλοι που ζήτησαν προστασία και καταφύγιο στον πύργο του Μεμέτ Κουτσιούκ. Ο Μεμέτ Κουτσιούκ ζούσε στον Αλμυρό ακόμη. Δεν είχε φύγει το 1881. Διατηρούσε καλές σχέσεις με τους χριστιανούς του Αλμυρού. Πολλοί δούλευαν στα κτήματά του. Τρύπωσαν λοιπόν στο ισόγειο του πύργου του με την άδεια του τούρκου προύχοντα ελπίζοντας στην προστασία του.

Το Μεγάλο Σάββατο ήταν ωστόσο μερικοί ακόμα που δεν είχαν εγκαταλείψει την πόλη. Ήταν όμως έτοιμοι και αποφασισμένοι να φύγουν και αυτοί. Ανάμεσά τους και ο Θανάσης Μπούρας, με τη γυναίκα του την Πηνελιώ και τον πατέρα του το γερο Στάθη Μπούρα.

Είχαν φύγει ακόμα και οι ιερείς. Κανένας δεν υπήρχε να κάνει την Ανάσταση. Ο Χριστός θα έμεινε σταυρωμένος. Αυτός ήταν ο μεγάλος καημός του Θανάση Μπούρα. Κι είχε μια περίεργη αλλά βαθιά πίστη. Αν δεν έλεγε ο παπάς το «Χριστός ανέστη», δεν ανασταινόταν ο Χριστός. Θα έμενε σταυρωμένος πάνω στο σταυρό, μέσα στον Άγιο Νικόλαο. Είχε πάει τη μεγάλη Παρασκευή και Τον είδε που τον είχε κρεμάσει ο παπα-Κλέαρχος κι έφυγε κι αυτός το μεγάλο Σάββατο το πρωί.

Τον είδε ο Θανάσης Μπούρας τον Χριστό σταυρωμένο με το αγκάθινο στεφάνι στο κεφάλι του, λυπημένο με το αίμα να στάζει από τα αγκάθια και δεν μπορούσε να ησυχάσει. Καλά να φύγουν όλοι, να γλιτώσουν, αλλά τον Χριστό; Να τον αφήσουν σταυρωμένο; Ερχόταν δεν ερχόταν το Πάσχα, αν δεν ακουγόταν το «Χριστός Ανέστη», δεν θα ανασταινόταν ο Χριστός. Ήταν πίστη αυτή του Θανάση Μπούρα. Δεν μπορούσε να ησυχάσει. Κάτι έπρεπε να γίνει. Αν ανασταινόταν θα έφευγε κι Αυτός και θα γλίτωνε από τους Τουρκαλάδες. Αλλιώς θα Τον έπιαναν πάνω στο σταυρό οι άπιστοι. Πώς να φύγει από τον Αλμυρό ο Μπούρας λοιπόν; Του ήταν αδύνατο. Έπρεπε να αναστήσει αυτός το Χριστό, να Τον ελευθερώσει, να μην πέσει στα χέρια των άπιστων. Θα ανάσταινε το Χριστό κι ύστερα θα έφευγε κι αυτός για τη Μιτζέλα.

Βαθιά χαράματα της Κυριακής, ανήμερα του Πάσχα, 13 Απριλίου 1897, σηκώθηκε, πήρε το λαδοφάναρό του και τράβηξε για τον Άγιο Νικόλαο. Έφτασε, πήρε κάτω από την πλάκα όπου γνώριζε ότι έκρυβαν το κλειδί και άνοιξε την πόρτα. Άναψε τα καντήλια. Φάνηκε το πρόσωπο του Χριστού λυπημένο, ματωμένο, με τις σταγόνες αίμα να στάζουν. Κοίταξε τον Χριστό στα μάτια. Τον κοίταζε στο πρόσωπο και ο Χριστός. Κοιτάχτηκαν και οι δύο στο πρόσωπο και συνεννοήθηκαν. Του φάνηκε πως ο Χριστός αυτόν περίμενε όλη τη νύχτα. Να τον αναστήσει. Σαν να είχε αργήσει κι όλας. Από τα μεσάνυχτα περίμενε. Κανονικά έπρεπε τέτοια ώρα να είχε αναστηθεί. Ήταν εκεί όλο το μεγάλο Σάββατο, χωρίς να Τον αποκαθηλώσουν, κι όλη τη νύχτα του Μεγάλου Σάββατου πάνω στο σταυρό. Ο Θανάσης Μπούρας ένιωσε το βλέμμα του Χριστού παραπονεμένο. Εμένα εδώ θα με αφήσετε, του έλεγε;

Έσκυψε το κεφάλι ο Θανάσης Μπούρας. Ντρεπόταν πολύ. Ντρεπόταν για τους παπάδες, ντρεπόταν για τους ψαλτάδες, ντρεπόταν αυτός μόνος για όλους τους άλλους.

Μπήκε βιαστικά στο ιερό, πήρε από το μπαούλο ένα σεντόνι, έβγαλε το Χριστό από το σταυρό, Τον τύλιξε καλά, όπως έβλεπε να κάνει ο παπάς τόσα χρόνια, και ξεκίνησε να Τον πάει μέσα στο Ιερό. Σταμάτησε για λίγο. Κάτι έλεγε ο παπάς σε τέτοιες ώρες, αλλά δεν θυμόταν καλά τα λόγια. Δεν ήξερε τίποτε. Κάτι έπρεπε να πει. Θυμήθηκε μια φράση που την έλεγε συχνά ο παπα-Κλέαρχος και τη μουρμούρισε χωρίς να την καταλαβαίνει: «Εκύκλωσάν με αι του βίου ζάλαι», Χριστέ μου, «εκύκλωσάν με αι του βίου ζάλαι». Μπήκε στο Ιερό, Τον απόθεσε πίσω από την Αγία Τράπεζα και βγήκε έξω.

Τώρα θα έκανε και την ανάσταση. Μπήκε μόνος του με την χοντρή πατατούκα του μπροστά στην Ωραία Πύλη, άναψε μια λαμπάδα κι άρχισε να ψέλνει δυνατά, γεμάτος ενθουσιασμό νίκης «Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».

Ζούσε στον κόσμο του εκείνες τις στιγμές ο Θανάσης Μπούρας. Είχε αναστηθεί και ο ίδιος. Ούτε τους Τούρκους φοβόταν, ούτε καν τους σκεπτόταν. Είχε ξεχάσει και την Πηνελιώ του και τα δυο του μικρά παιδιά και τον γέρο πατέρα του που τον περίμεναν να φύγουν.

Τότε άνοιξε η πόρτα της εκκλησίας. Μπήκε μέσα παραξενεμένος κι ένας άλλος Αλμυριώτης. Είχε ιδεί φως να βγαίνει από τα παράθυρα της εκκλησιάς, παραξενεύτηκε και πήγε να ιδεί. Έμεινε εκεί κοντά, δίπλα στον Άγιο Νικόλαο. Είχε σηκωθεί πρωί κι αυτός γιατί θα έφευγε. Ήταν ο γέρο Λιάνος. Είδε το Θανάση Μπούρα να ανεβοκατεβάζει τη λαμπάδα και να ψέλνει το «Χριστός Ανέστη» και παραξενεύτηκε. Γρήγορα όμως συνήλθε. Άναψε και αυτός μια λαμπάδα μπήκε μπροστά στον Θανάση Μπούρα και οι δυο του μαζί ξανάρχισαν «Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».

Πετούσαν οι ψυχές των δύο Αλμυριωτών. Άπλωσε το χέρι ο γέρο Λιάνος και τύλιξε την πλάτη του Θανάση Μπούρα. Αγκαλιασμένοι οι δυο τους άρχισαν για τρίτη φορά το «Χριστός Ανέστη». Έβγαλε φτερούγες τώρα ο Θανάσης Μπούρας. Πού να σκεφτεί Τούρκους, πού να σκεφτεί οικογένεια. Είχε μαζί του τον αναστημένο Χριστό. Ποιον είχε ανάγκη τώρα; Όλοι ήταν πέρα, μακριά. Δεν φοβόταν τίποτε. Βγήκε έξω τρέχοντας, ένθεος, «σαλός διά Χριστόν». Άρχισε να χτυπά το σήμαντρο που ήταν κρεμασμένο σ’ ένα πλατάνι στην αυλή της εκκλησίας. Ήταν ένα χτύπημα τρελό χαρούμενο, γρήγορο, πανηγυρικό, νικητήριο. Ήταν αναστάσιμο.

Σε λίγο έφτασε και η γριά Τέγαινα Πολυμερόπλαινα. Είχε ξεκινήσει από ώρα σκοπεύοντας ν’ ανάψει τα καντήλια της εκκλησίας. Ακούγοντας το σήμαντρο φοβήθηκε. Ήξερε ότι δεν ήταν παπάς στον Αλμυρό. Μπαίνοντας στην εκκλησία είδε τους δυο άντρες αγκαλιασμένους να ψέλνουν το Χριστός Ανέστη. Άρχισε να κάνει το σταυρό της.

Ύστερα από λίγο έφτασε κι ο Μήτσιος Καρδέλης. Τον έφερε το χτύπημα του σήμαντρου. Τώρα ήταν που δεν έλεγε να σταματήσει τους ψαλμούς ο Θανάσης Μπούρας. Ο γέρο – Λιάνος ήξερε και μερικούς άλλους ψαλμούς. Ήταν πιο μορφωμένος αυτός. Άρχισε να τους λέει. «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν». Κι ύστερα όλοι μαζί πια «Χριστός ανάστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος». Τους είχε παρασύρει όλους ο ενθουσιασμός.

Θυμήθηκε ο Θανάσης Μπούρας και κάτι άλλο που έπρεπε να γίνει. Έσβησε φυσώντας δυνατά τα κεριά όλων, πήρε μια μεγάλη λαμπάδα αυτός, την άναψε από το καντήλι στην άγια τράπεζα και στάθηκε μπροστά στην Ωραία Πύλη. «Δεύτε λάβετε φως», είπε και σταμάτησε. Δεν ήξερε παρακάτω.

-Αυτό γίνεται πιο πριν, πήγε να πει ο γέρο Λιάνος.

-Δεύτε λάβετε φως, ξαναείπε ο Θανάσης Μπούρας. Κι όλοι υπάκουσαν. Άναψαν και πάλι τα κεριά τους. Η Τέγιανα Πολυμερόπλαινα μάλιστα, σαστισμένη, ζώντας μ’ όλο της το είναι την πρωτόγνωρη ανάσταση, παίρνοντας φως από τη λαμπάδα του Θανάση Μπούρα, έσκυψε και του φίλησε το χέρι.

Είπαν, ξαναείπαν οι τέσσερις Αλμυριώτες το Χριστός Ανέστη, χόρτασαν ανάσταση, ένιωσαν ως τα βάθη του είναι τους τον αναστημένο Χριστό μέσα τους, ένιωσαν παντοδύναμοι, χαιρετήθηκαν κι έφυγαν ήρεμοι και ήσυχοι για τα σπίτια τους. Είχαν κάνει το χρέος τους. Είχαν αναστήσει το Χριστό τους και τούτη τη δύσκολη χρονιά.

Ο Θανάσης Μπούρας όμως δεν έλεγε να ησυχάσει. Δεν μπορούσε να προσγειωθεί στην έξω σκληρή πραγματικότητα. Ζούσε έντονα τον ενθουσιασμό του. Είχε αφήσει πολύ μακριά τον Θανάση Μπούρα τον κυκλωμένο από του βίου τις ζάλες. Τώρα ένιωθε ιεραπόστολος, Διάκος, Παπαφλέσσας, Κολοκοτρώνης. Όλοι οι ήρωες ζούσαν μέσα του.

Άναψε το λαδοφάναρό του και με βήματα μεγάλα ξεκίνησε. Στην άλλη άκρη του Αλμυρού ήταν ο πύργος του Μεμέτ εφέντη Κιουτσιούκ. Εκεί ήταν μαζεμένοι, μουδιασμένοι «διά τον φόβον. . .των Τούρκων» πολλοί χριστιανοί. Θα πήγαινε να τους πει ότι αναστήθηκε ο Χριστός. Ήταν κάτι πολύ παράτολμο αυτό που πήγαινε να κάνει. Ήταν τρελό. Θα πήγαινε στη φωλιά του λύκου. Μόνο ένας «ένθεος» θα μπορούσε να το κάνει. Τέτοιος όμως ήταν εκείνες τις στιγμές ο Θανάσης Μπούρας. Και το έκανε.

Μπήκε μέσα στον πύργο ορμητικά. Οι κλεισμένοι εκεί σάστισαν μόλις τον είδαν. Πάγωσαν από το φόβο τους όταν με το άνοιγμα της πόρτας άρχισε να ψέλνει μ’ όλη τη δύναμη της φωνής του ανεβοκατεβάζοντας την αναμμένη λαμπάδα του «Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».

Όλοι αυτοί ήταν μαζεμένοι στο ισόγειο του πύργου. Δίπλα ήταν τα άλογα του Μεμέτ. Στο πάνω πάτωμα κοιμόταν ο ίδιος ο Μεμέτ Κιουτσιούκ, ο τούρκος ιδιοκτήτης του πύργου. Από τη φασαρία ξύπνησε κι αυτός. Όλοι πάγωσαν όταν τον είδαν στο κεφαλόσκαλο αγριεμένο. Περίμεναν φοβισμένοι την αντίδρασή του. Να περιμένουν από στιγμή σε στιγμή τους τούρκους στρατιώτες να μπουν στην πόλη, αυτοί να ζητούν προστασία και καταφύγιο σε τούρκικο σπίτι και να τολμούν να ψέλνουν μέσα σ’ αυτό το «Χριστός Ανέστη»! Ήταν μια μεγάλη τρέλα. (εικ. 5α)

Σάστισε ο Μεμέτ Κιουτσιούκ. Τούτο που αντίκρυζε ήταν αναπάντεχο. Αγρίεψε. Πάγωσαν όλοι. Ο Θανάσης Μπούρας βρισκόταν ακόμα στον κόσμο του, στην ατμόσφαιρα του «Χριστός Ανεστη». Ύψωσε το λαδοφάναρό του και φώναξε δυνατά «Χριστός ανάστη», Μεμέτ εφέντη, «Χριστός ανέστη».

-Και στο κονάκι μου, ωρέ θεοπάλαβε Μπούρα, ήρθες να το πεις;

– «Χριστός ανέστη», ξαναείπε ο θεοπάλαβος Μπούρας, «σαλός» πραγματικά «διά Θεόν». Άντε, χριστιανοί, όλοι μαζί, να το πούμε το «Χριστός Ανέστη», συνέχισε.

Χαμογέλασε ο Μεμέτ Κουτσιούκ. Χαμογέλασαν κι οι φοβισμένοι ραγιάδες. Πήραν θάρρος κι άρχισαν να ψέλνουν «Χριστός Ανέστη». Και ψηλά στο κεφαλόσκαλο όρθιος ο Μεμέτ Κουτσιούκ, ντυμένος στη πατατούκα του από γαλάζιο κεντημένο καμπουχά είχε σηκώσει τα χέρια του αμήχανος. Το ξαναείπαν και άλλη φορά το «Χριστός ανέστη». Την τρίτη φορά άρχισε να κουνάει τα χέρια του και ο Μεμέτ Κιουτσιούκ σαν να κανονάριζε τους χριστιανούς του Αλμυρού που ανάσταιναν το Χριστό τους. Χαιρόταν κι αυτός. Είχε συμβιβαστεί με την ένθεη πραγματικότητα. Ο Χριστός είχε αναστηθεί. Κι ήταν στον Αλμυρό. Κι ήταν Πασχαλιά του 1897.

*«Η Πασχαλιά του 1897 στον Αλμυρό» περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου «Αλμυριώτικοι Ιστοριόμυθοι», που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες, σε έκδοση της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού.