ΑΡΧΑΙΡΕΣΙΕΣ ΦΙΛΑΡΧΑΙΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΑΛΜΥΡΟΥ

ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΥΠΟΥ
ΦΙΛΑΡΧΑΙΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΛΜΥΡΟΥ «ΟΘΡΥΣ»
ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ – ΑΡΧΑΙΡΕΣΙΕΣ
Την Κυριακή, 14 Νοεμβρίου 2021, στις 12 το μεσημέρι, πραγματοποιήθηκε η Γενική Εκλογο-απολογιστική Συνέλευση των μελών της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού «ΟΘΡΥΣ».
Ανακοινώθηκαν και εγκρίθηκαν ομοφώνως ο απολογισμός των πεπραγμένων, ο οικονομικός απολογισμός του απερχομένου Διοικητικού Συμβουλίου και η έκθεση της Εξελεγκτικής Επιτροπής για τη διετία 2020-2021.
Ακολούθησαν οι αρχαιρεσίες για την ανάδειξη του νέου Δ. Σ.
Για το Διοικητικό Συμβούλιο εξελέγησαν, με αλφαβητική σειρά, ως Τακτικά Μέλη, οι:
Αγγελούδη Χάιδω, Κοντογεωργάκη Χρυσούλα, Κοντονάτσιος Βίκτωρ, Λασκαρίδης Γεώργιος, Μαρδάκη Χρύσα, Τρικαλινός Χρήστος, Φυτιλής Βασίλειος
Αναπληρωματικά Μέλη εξελέγησαν οι: Ούτα Μαρία, Σπανός Τριαντάφυλλος.
Για την Εξελεγκτική Επιτροπή εξελέγησαν οι: Ζωγράφος Χαράλαμπος, Κούργιας Νικόλαος, Σταυροθεόδωρος Δημήτριος.
Το Σάββατο, 20 Νοεμβρίου 2021, στις 5 μμ, συνήλθαν τα νέα εκλεγέντα μέλη και ομοφώνως συγκροτήθηκαν σε σώμα ως εξής:
Επιμελητής του ΔΕΛΤΙΟΥ και όλων των εκδόσεων: Βίκτωρ Κοντονάτσιος
Πρόεδρος : Χρυσούλα Κοντογεωργάκη
Αντιπρόεδρος: Βασίλειος Φυτιλής
Γραμματέας: Βίκτωρ Κοντονάτσιος
Ταμίας: Γεώργιος Λασκαρίδης
Μέλη: Χάιδω Αγγελούδη, Χρύσα Μαρδάκη, Χρήστος Τρικαλινός.
Το νεοσυγκροτηθέν Δ. Σ. προέβη σε προγραμματισμό δράσεων για την επόμενη διετία, αφού ακούστηκαν οι προτάσεις όλων των μελών. Οι αποφάσεις θα ανακοινωθούν σύντομα με νεότερο δημοσίευμα.

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (Συνέχεια 18η)

ΛΑΤΡΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΑΧΑΪΑ ΦΘΙΩΤΙΔΑ

                   Ασφαλώς σε μια περιοχή με τόσους μύθους και παραδόσεις είναι αναμενόμενο ότι θα υπήρχαν πολλά ιερά και βωμοί θεών. Πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά εξάλλου, αφού σύμφωνα με το μύθο του κατακλυσμού, όταν ο Δευκαλίωνας βγήκε από την κιβωτό έχτισε δώδεκα βωμούς αφιερωμένους στους Δώδεκα Θεούς. Ο Απολλώνιος Ρόδιος, (3, 1087 κ. εξ) αναφέρει: («Ὁ Δευκαλίων) πρῶτος ἐποίησε πόλεις καί ἐδείματο νηούς ἀθανάτοις, πρῶτος δέ καί ἀνθρώπων ἐβασίλευσεν».
Σύμφωνα με κάποιον άλλο μύθο ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα, μόλις βγήκαν από την κιβωτό, θυσίασαν στον Φύξιο Δία, τον Δία που βοηθάει όσους ανθρώπους αγαπάει να (απο)«φύγουν» κάποιο κίνδυνο. Στον ίδιο Δία, τον «Φύξιο» θυσίασε και ο Φρίξος, που ήταν από τούτα τα μέρη, και δι«έφυγε» τον κίνδυνο καταφεύγοντας στην Κολχίδα, γράφει πάλι ο Απολλώνιος Ρόδιος, (2, 1148).
Ο Παυσανίας στα Αττικά (91, 24-2) αναφέρει ότι στην Ακρόπολη των Αθηνών υπήρχε εικόνα η οποία παρίστανε τους μηρούς του κριού που θυσιάστηκε στον Λαφύστιο Δία.
Τόσες προολυμπιακές θεότητες που λατρεύτηκαν στην περιοχή αυτή δεν είναι δυνατό παρά να είχαν ιερά και βωμούς, έστω και σε πρωτόγονη μορφή. Βεβαίως είναι πολύ δύσκολο να επισημανθούν ίχνη τους. Εκτός από το ιερό της Ασπαλίδας Άρτεμης, ίχνη, τέτοια που να αναγνωρίζονται ως σαφή υπολείμματα λατρευτικών βωμών προολυμπιακών θεοτήτων δεν έχουν επισημανθεί.
Ο Νικόλαος Παπαχατζής, στην εργασία του «Η μαγική δύναμη της θρησκείας στα νεολιθικά χρόνια», η οποία δημοσιεύθηκε στην Αρχαιολογική Εφημερίδα 1983, σελ. 35 -43, αναφέρει: «Ο μελετητής της θρησκείας πρέπει να μη λησμονεί πως προϊστορικές κοινότητες με χαμηλής στάθμης θρησκευτική ζωή δεν είχαν τις γνωστές από τα ιστορικά χρόνια λατρευτικές ανάγκες και δεν χρειάζονταν όχι μόνο ναούς και ιερατεία, αλλ’ ούτε καν υπαίθρια ιερά ή άλλου είδους χώρους λατρείας.

Οι «θρησκευτικές» ανάγκες (που δεν ήταν και λίγες) καλύπτονταν με πλήθος τελετών ή με επωδές και με στοιχειώδεις μαγικές ιερουργίες ασκούμενες μέσα στις οικογένειες και από τα ίδια τα μέλη των οικογενειών.
»Αυτονόητο είναι πως το είδος αυτό της ευλάβειας, αν και οι καταβολές του δεν είναι θρησκευτικές, αλλά γνήσιες μαγικές, πρέπει να μελετάται ως θρησκεία, γιατί ήταν η μόνη για την εποχή γνωστή μορφή θρησκευτικότητας.
»…Η μεγαλύτερη δυσκολία για τη μελέτη της νεολιθικής θρησκείας (πάντα με βάση ανασκαφικά δεδομένα) είναι πως οι μαγικές ιερουργίες δεν άφησαν ίχνη».
Επιγραφές όμως που βρέθηκαν αφιερωμένες σ’ όλους σχεδόν του Ολύμπιους θεούς επιβεβαιώνουν την ύπαρξη πολλών λατρευτικών χώρων τους στην περιοχή,
Θα σταθούμε σε μερικά μόνο από αυτά τα ιερά, τα οποία έγιναν πολύ γνωστά και για τα οποία υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες.

1. Το ιερό του Λαφύστιου Δία

Το πιο γνωστό και ξακουστό ιερό στην περιοχή, οποιαδήποτε μορφή κι αν είχε αυτό, ήταν το ιερό το αφιερωμένο στο Λαφύστιο Δία. Είναι το ιερό που στάθηκε το υπόδειγμα σύμφωνα με το οποίο χτίστηκε το ομώνυμο Λαφύστιο ιερό στη Βοιωτία.
Αν και ακούγεται και η άποψη ότι το Λαφύστιο ιερό οφείλει το όνομά του στο βουνό Λαφύστιο της Βοιωτίας πάνω στο οποίο υπήρχε ομώνυμο ιερό του Λαφύστιου Δία, είναι βέβαιο ότι η λατρεία του Λαφύστιου Δία ανήκει στην Άλο της Αχαΐας Φθιώτιδας Αυτό μας βεβαιώνει ο Σουηδός θρησκειολόγος Martin Nilsson στο βιβλίο του «Ἑλληνική Λαϊκὴ Θρησκεία» (Αθήνα 1966, Μετάφραση Ι. Θ. Κακριδή, σελ. 5) .
Η άποψη ότι το ιερό ονομάστηκε Λαφύστιο επειδή αυτό βρισκόταν πάνω στο βουνό που λεγόταν Λαφύστιο είναι εντελώς εσφαλμένη και απαράδεκτη. Κατά τη γνώμη μας προϋπήρχε το ιερό του Λαφύστιου Δία στην Άλο και αργότερα χτίστηκε το ομώνυμο ιερό στη Βοιωτία, όταν έφυγαν οι Βοιωτοί από την Αχαΐα Φθιώτιδα και πήγαν εκεί. Από αυτό το δεύτερο Λαφύστιο ιερό στη Βοιωτία ονομάστηκε Λαφύστιο και το βουνό πάνω στο οποίο βρισκόταν το ιερό. Λαφύστιος σημαίνει λαίμαργος, αχόρταγος.

Το επίθετο λαφύστιος (λαίμαργος, αχόρταγος) ταιριάζει ασφαλώς και έχει θέση ως προσδιοριστικό για ένα καταχθόνιο θεό που, πάντοτε αχόρταγος, απαιτεί ανθρώπινες θυσίες και καταπίνει λαίμαργα τους ανθρώπους. Δεν έχουν καμία θέση τέτοια επίθετα για ένα βουνό. Εάν σήμερα ένας λόφος λέγεται «Αϊ – Λιας» λέγεται έτσι επειδή εκεί υπάρχει (ή υπήρχε) εκκλησία του προφήτη Ηλία. Το βουνό λοιπόν πήρε το όνομά του από το ιερό και όχι αντιστρόφως.
Η άποψή μας αυτή, ότι ο Αθάμαντας, παρά την επικρατούσα και ευρύτερα γνωστή αντίθετη μυθολογική εκδοχή, βασίλευε πρώτα στην Άλο και μετά πήγε στη Βοιωτία, επιβεβαιώνεται από το παρακάτω χαρακτηριστικό και αποκαλυπτικό κείμενο του Παυσανία. Είναι αξιοπερίεργο γιατί στο σαφέστατο αυτό απόσπασμα δεν δόθηκε από τους μελετητές η προσοχή που έπρεπε:
«Περί δέ τῶν ἀρχαίων τοιαῦτ᾿ ἦν ὁπόσα καί μνημονεύουσιν. Ἀνδρέα πρῶτον ἐνταῦθα Πηνειοῦ παῖδα τοῦ ποταμοῦ λέγουσιν ἐποικῆσαι, καί ἀπό τούτου τήν γῆν Ἀνδρηίδα ὀνομασθῆναι. Παραγενομένου δέ ἐς αὐτόν Ἀθάμαντος, ἀπένειμε τῆς αὑτοῦ τῷ Ἀθάμαντι τήν τε περί τό Λαφύστιον χώραν καί τήν νῦν Κορώνειαν καί Ἁλιαρτίαν. Ἀθάμας δὲ ἅτε οὐδένα οἱ παίδων τῶν ἀρσένων λελεῖφθαι νομίζων, τά μέν γάρ ἐς Λέαρχόν τε καί Μελικέρτην ἐτόλμησεν αὐτός, Λεύκωνι δέ ὑπό νόσου τελευτῆσαι συνέβη, Φρῖξον δέ ἄρα οὐκ ἠπίστατο ἤ αὐτόν παριόντα ἤ γένος ὑπολειπόμενον Φρίξου, τούτων ἕνεκα ἐποιήσατο Ἀλίαρτον καί Κόρωνον τούς Θερσάνδρου τοῦ Σισύφου. Σισύφου γάρ ἀδελφός ἦν Ἀθάμας. Ὕστερον δέ ἀναστραφέντος ἐκ Κόλχων οἱ μέν αὐτοῦ Φρίξου φασίν, οἱ δὲ Πρέσβωνος, γεγονέναι δέ Φρίξῳ τόν Πρέσβωνα ἐκ τῆς Αἰήτου θυγατρός, οὕτω συγχωροῦσιν οἱ Θερσάνδρου παῖδες οἶκον μέν τόν Ἀθάμαντος Ἀθάμαντι καί τοῖς ἀπό ἐκείνου προσήκειν, αὐτοί δέ, μοῖραν γάρ δίδωσί σφίσιν Ἀθάμας τῆς γῆς, Ἁλιάρτου καί Κορωνείας ἐγένοντο οἰκισταί», αναφέρει ο Παυσανίας στα Βοιωτικά (34,6-8).
Το απόσπασμα αυτό σε απλή γλώσσα λέει τα εξής:
«Για την αρχαία ιστορία της πόλης (Ορχομενός) λένε ότι στο μέρος αυτό πρώτος ήρθε ο Ανδρέας, ο γιος του Πηνειού ποταμού, και από αυτόν η χώρα ονομάστηκε Ανδρηίδα. Όταν δε ήρθε προς αυτόν ο Αθάμαντας, ο Ανδρέας του έδωσε την χώρα γύρω από το Λαφύστιο, τη σημερινή δηλαδή Κορώνεια και τη χώρα της Αλιάρτου. Ο Αθάμαντας, επειδή νόμιζε ότι δεν του είχε μείνει κανένα από τα αρσενικά παιδιά, διότι τον Λέαρχο και τον Μελικέρτη είχε σκοτώσει ο ίδιος, ο δε Λεύκωνας συνέβη να πεθάνει από αρρώστια, και για το Φρίξο, κατά πως φαίνεται, δεν ήξερε αν αυτός σώθηκε ή αν υπολείπονταν απόγονοί του, για τους λόγους αυτούς υιοθέτησε τον Αλίαρτο και τον Κόρωνο, τα παιδιά του Θέρσανδρου, του γιου του Σίσυφου. Διότι ο Αθάμαντας ήταν αδελφός του Σίσυφου. Ύστερα, όταν γύρισε από την Κολχίδα, άλλοι μεν λένε ο ίδιος ο Φρίξος άλλοι δε ο Πρέσβωνας – γεννήθηκε δε ο Πρέσβωνας στον Φρίξο από την κόρη του Αιήτη – τότε τα παιδιά του Θέρσανδρου παραδέχτηκαν ότι ο οίκος του Αθάμαντα ανήκε στον Αθάμαντα και στους απόγονους του, αυτοί δε, επειδή ο Αθάμαντας τους είχε δώσει μέρος της χώρας, έγιναν οικιστές της Αλιάρτου και της Κορωνείας».
Από το παραπάνω απόσπασμα διαφαίνονται σαφέστατα τα εξής:
Όταν έφτασε ο Αθάμαντας στον Ορχομενό και του έδωσε ο Ανδρέας την περιοχή γύρω από το Λαφύστιο, είχε προηγηθεί τόσο η θυσία του Φρίξου και της Έλλης όσο και ο φόνος του Λέαρχου και του Μελικέρτη. Αυτό σημαίνει πως και τα δύο αυτά γεγονότα είχαν συμβεί πριν ακόμα ο Αθάμαντας έρθει στον Ορχομενό.

Προηγουμένως πρέπει να βρισκόταν στην Άλο. Γι αυτό λέει ο Παυσανίας ότι όταν βρέθηκε στον Ορχομενό ο Αθάμαντας, νομίζοντας ότι πια δεν είχε διάδοχο, αφού τα παιδιά του τα θεωρούσε χαμένα ή πεθαμένα, έδωσε την Αλίαρτο και την Κορώνεια στα δυο ανήψια του, τον Αλίαρτο και τον Κορωνό, τα παιδιά του αδελφού του Σίσυφου, που τα υιοθέτησε. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι ο μύθος της θυσίας του Φρίξου και της Έλλης δεν είναι μύθος του Ορχομενού, όπως γενικώς πιστεύεται, αλλά της Άλου. Για άλλη μια φορά ένας μύθος της «ασήμαντης» και ανήμπορης να υπερασπιστεί τον εαυτό της Αχαΐας Φθιώτιδας μεταφέρθηκε και υιοθετήθηκε από άλλους σημαντικούς τόπους που μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο.
Ύστερα από χρόνια ο Αθάμαντας, που δεν είχε πάψει ποτέ του να επιθυμεί την επιστροφή του στο παλιό του βασίλειο φεύγει από τον Ορχομενό και επιστρέφει στην Άλο. Εκεί προσπαθεί να μπει και πάλι στο πρυτανείο της παλιάς του πατρίδας, δηλαδή προσπαθεί να ξαναπάρει την εξουσία. Αποτυγχάνει όμως η προσπάθειά του αυτή, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Ο θάνατος του επιβλήθηκε γιατί ήταν, λέει ο μύθος, μιασμένος από τον φόνο των γιων του. Τον φόνο των παιδιών του τον γνώριζαν οι κάτοικοι της Άλου και γι’ αυτό τον θεωρούσαν μιασμένο. Γνώριζαν τον φόνο γιατί προφανώς είχε λάβει χώρα στον τόπο τους.                                      Αντίθετα στην Βοιωτία, επειδή προφανώς τους ήταν άγνωστος ο φόνος των παιδιών του, όχι μόνο δεν τον διώχνουν αλλά του παραχωρούν και τόπο γύρω από το Λαφύστιο. Είναι συχνό το φαινόμενο στην ελληνική μυθολογία ένας φονιάς να διώχνεται ως μιασμένος από την πατρίδα του και να πηγαίνει σ’ άλλο μέρος όπου εξαγνίζεται και του παραχωρούν άσυλο και μέρος για να ζήσει.
Την τελευταία όμως στιγμή και ενώ οι κάτοικοι της Άλου ετοιμάζονταν να θυσιάσουν τον Αθάμαντα στο Λαφύστιο ιερό, έρχεται από την Κολχίδα ο εγγονός του Αθάμαντα, ο Κυτίσσωρος – άλλος ταξιδεμένος σε ξένη χώρα αυτός – και τον σώζει από τον θάνατο. Φαίνεται ότι και ο Κυτίσσωρος βρισκόταν στην Κολχίδα ύστερα από μία δική του αποτυχημένη απόπειρα κατάληψης του θρόνου ή βρισκόταν γεννημένος εκεί από τα χρόνια που ο πατέρας του Φρίξος εξορίστηκε ή κατάφυγε στην Κολχίδα.

Ολόκληρη δηλαδή η βασιλική δυναστεία, ο παππούς Αθάμαντας, ο γιος Φρίξος και ο εγγονός Κυτίσσωρος, (που, σύμφωνα με το παραπάνω απόσπασμα μπορεί να λεγόταν και Πρέσβωνας) αποτυχημένοι όλοι πραξικοπηματίες, εκπρόσωποι του ίδιου, βασιλικού οίκου συνεργάζονται τώρα για την ανακατάληψη της χαμένης εξουσίας της Άλου. Θέλουν με κάθε τρόπο να μπουν στο «Λήιτον», στο πρυτανείον, να καταλάβουν δηλαδή την εξουσία. Οι τωρινοί άρχοντες όμως της Άλου, αυτοί που είχαν διώξει τους Αθαμαντίδες και είχαν τώρα την εξουσία, είχαν φροντίσει ώστε και από τους νόμους της πολιτείας ακόνη, προβλεπόταν θάνατος για όποιον έκανε τέτοια απόπειρα.
Το γεγονός αυτό της συνεργασίας τους και της διαρκούς επιμονής τους να πάρουν στα χέρια τους την εξουσία, εξόργισε τους κατοίκους της Άλου και οδηγήθηκαν έτσι στην απόφαση – για να γλιτώσουν μια για πάντα απ’ όλους τους επίμονους διεκδικητές του θρόνο – να ψηφίσουν σχετικό νόμο τον οποίον, για να του προσδώσουν περισσότερο κύρος, τον περιβάλλουν και με θεϊκή εντολή. Θεσμοθετούν δηλαδή, κάτω πιθανώς και από την επήρεια και επιβολή του βασιλικού οίκου ο οποίος στο μεταξύ είχε διαδεχτεί τους Αθαμαντίδες, ότι είναι επιβεβλημένη από τους θεούς υποχρέωσή τους να θυσιάζουν – δηλαδή να σκοτώνουν αλλά με τη δικαιολογία του νόμου και την ευλογία ή την εντολή του θεού – κάθε άνθρωπο που βεβήλωνε τον τόπο τους με το να μπαίνει στο ιερό τους. Αποφάσισαν να καταδικάζεται δηλαδή σε θάνατο καθένας που θα προσπαθήσει να καταλύσει την νόμιμη εξουσία. Η εξουσία είχε την έδρα της στο Πρυτανείο, στο «Λήιτον». Με άλλα λόγια θεωρούσαν θέλημα των θεών να καταδικάζουν σε θάνατο καθένα επίδοξο καινούργιο «δικτάτορα». Έτσι στη συγκεκριμένη περίπτωση, για να εξιλεωθούν από την οργή των θεών που έπεσε επάνω τους, καταδικάζουν τον Κυτίσσωρο και κάθε πρεσβύτερο από τους απόγονους του, δηλαδή κάθε διάδοχο, να μην έχουν δικαίωμα να μπουν στο πρυτανείο, δηλαδή να μην έχουν δικαίωμα ανόδου στο θρόνο.
Η εξουσία όμως είναι πάντοτε γλυκιά και η απόκτησή της επιτρέπει και δικαιολογεί κάθε ριψοκίνδυνη απόπειρα, κάθε απόπειρα εισόδου στο πρυτανείο της πόλης της Άλου, που ταυτόχρονα είναι και το ιερό του Λαφύστιου Δία, του Δία δηλαδή του αχόρταγου για θυσίες. Έτσι οι ταξιδεμένοι άρχοντες σε άλλους τόπους, δηλαδή οι εξόριστοι αποτυχημένοι πραξικοπηματίες που μετά την αποτυχία του πραξικοπήματός τους για την κατάληψη της εξουσίας, κατέφευγαν στο εξωτερικό για να γλιτώσουν, αφού ετοίμαζαν εκεί τη νέα απόπειρά τους, προσπαθούσαν να καταλάβουν το «Λήιτον» της Άλου, έστω κι αν κινδύνευαν με τον τρόπο αυτό να χάσουν τη ζωή τους.
Θα πρέπει ακόμα να παρατηρήσουμε ότι όλα αυτά τα γεγονότα διεκδίκησης εξουσίας μεταξύ κυρίαρχων πατεράδων, επαναστατημένων γιων και εξοργισμένων εγγονών που γυρίζουν να πάρουν την εξουσία την οποία διεκδικούν, είναι συνηθισμένα γεγονότα στην ελληνική αρχαία ιστορία, τουλάχιστον σε τούτη την περιοχή. Το ίδιο ακριβώς έγινε και με τον Νεοπτόλεμο που ήρθε από την Τροία -ουσιαστικά από τα ίδια μέρη δηλαδή- και προσπάθησε ν’ αποκαταστήσει στον θρόνο τον δικό του παππού, τον γέροντα Πηλέα.
Επίσης πρέπει ακόμη να επισημανθεί το γεγονός ότι το Λαφύστιο ιερό της Άλου και το Πρυτανείο (Λήιτον) της πόλης, δηλαδή το Ιερόν και το Διοικητήριο ταυτίζονται. Στην περίπτωση λοιπόν αυτή ιερείς και κυβερνήτες είναι τα αυτά πρόσωπα. Και το είδος αυτό της διακυβέρνησης ενός τόπου, κατά την οποία την εξουσία την ασκούν οι εκπρόσωποι της θρησκείας, ασφαλώς είναι μία από τις πολύ παλιότερες μορφές εξουσίας. Ο ίδιος συνδυασμός εξουσιών παρατηρείται και στον γειτονικό βασιλικό οίκο των Φερών.
Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι τόσο στην εκστρατεία του Φρίξου όσο και στην εκστρατεία του Ιάσονα, που ονομάστηκε Αργοναυτική και που και οι δυο τους ξεκίνησαν από τούτα τα μέρη προς τις ακτές της Μικράς Ασίας αλλά και στην τρίτη ναυτική εκστρατεία των Ελλήνων προς τα ίδια μέρη, που είναι γνωστή ως Τρωικός Πόλεμος, παρουσιάζονται πολύ ενδιαφέροντα κοινά σημεία.
Και στις τρεις εκστρατείες (Φρίξου, Αργοναυτική, Τρωικός Πόλεμος) παρουσιάζεται πάντοτε ένα παλικάρι (Κυτίσσωρος, Ιάσονας, Νεοπτόλεμος) που ξεκινάει πάντοτε από τούτα τα μέρη, τα παράλια Παγασητικού κόλπου της Αχαΐας Φθιώτιδας, προς την ίδια πάντοτε ξενιτιά, τις βορειοδυτικές ακτές της Μικράς Ασίας και τα παράλια του Εύξεινου πόντου. Από εκεί, αφού πραγματοποιήσει διάφορα ένδοξα κατορθώματα τα οποία τον γεμίζουν από δόξα αλλά ταυτόχρονα αποκτά και πολλά πλούτη, που σημαίνουν και πολλή δύναμη και επομένως τον κάνουν άξιο να διεκδικήσει αξιώματα και αποκατάσταση, γυρίζει και πάλι πίσω στην πατρίδα του στην οποία βρίσκει ένα δικό του άνθρωπο (Αθάμαντας, Αίσονας, Πηλέας), πάντοτε συγγενή του (παππούς, πατέρας, παππούς) ο οποίος κινδυνεύει να χάσει τη ζωή του ή να του έχουν πάρει το βασίλειό του ή να κινδυνεύει να του το πάρουν ή και να περιφρονείται και να απειλείται, τον οποίο δικό του άνθρωπο, τον σώζει και τον αποκαθιστά στα κυριαρχικά του δικαιώματα και στην παλιά του δόξα τιμωρώντας εκείνους που στη διάρκεια της απουσίας του εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και αδίκησαν.

2. Ο Λαφύστιος Δίας ως θεός της βροχής

Ο Λαφύστιος της Άλου της Αχαΐας Φθιώτιδας ήταν ο πιο αυστηρός και ο πιο δυσεξιλέωτος θεός του Κάτω Κόσμου. Ήταν ο θεός που κατάπινε λαίμαργα, χωρίς ποτέ του να χορταίνει, τους ανθρώπους. Το ιερό του εξακολουθούσε να υπάρχει στην Άλο μέχρι και στον 5ο π. Χ. αιώνα ακόμη, ενέπνεε τον φόβο σ’ όσους πλησίαζαν εκεί και ήταν άβατο στους κοινούς ανθρώπους
Στο Λαφύστιο ιερό γίνονταν ανθρωποθυσίες, όπως διαφαίνεται από τον σχετικό μύθο της θυσίας του Φρίξου για την αποφυγή των συνεπειών της ξηρασίας και της συνακόλουθης ακαρπίας της γης. Και ο Πλάτωνας αναφέρει ότι και κατά την εποχή του γίνονταν ανθρωποθυσίες στην Άλο.
Ατμοσφαιρικά φαινόμενα που προμηνούσαν μελλοντική βροχή, παρατηρούνταν και ερμηνεύονταν από τους αρχαίους, ιδίως σε τόπους όπου υπήρχαν ιερά μέσα στα οποία επικαλούνταν την βοήθεια για τον ερχομό της πολυπόθητης βροχής από τους εκεί θεούς. Ο Θεόφραστος στο «Περί σημείων», (Ι, 24) λέει: «Ἐάν ἐν Αἰγίνῃ ἐπί τοῦ Διὸς τοῦ Ἑλληνίου νεφέλη καθίζηται, ὡς τά πολλά ὕδωρ γίνεται.»
Ωστόσο στο σημείο αυτό θα πρέπει να δούμε κάποια στοιχεία που υποδεικνύουν ότι οι μαγικές τελετουργίες για την πρόκληση της βροχής που εντοπίζονται στην Αίγινα παρατηρούνται και στο χώρο της Αχαΐας Φθιώτιδας, από όπου μεταφέρθηκαν εκεί.
Ο Αιακός, που φέρεται να βασιλεύει στην Αίγινα, μεταφέρθηκε εκεί από την Αχαΐα Φθιώτιδα. Ενδείξεις μπορούν να θεωρηθούν το ότι ο γιος του Πηλέας ζει στην Αχαΐα Φθιώτιδα και το ότι οι Μυρμιδόνες, τους οποίους οι υπάρχουσες γνωστές μυθολογικές εκδοχές τους θέλουν κατοίκους της Αίγινας, όπως αναφέρεται σε άλλες σελίδες της εργασίας αυτής, είναι ντόπιοι κάτοικοι της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Ο Νικόλαος Παπαχατζής στην εργασία του «Μύθοι και αρχαιότερες λατρείες της θεσσαλικής Μαγνησίας, η οποία δημοσιεύθηκε στην Αρχαιολογική Εφημερίδα του 1984, σελ. 139, λέει για το θέμα αυτό:
«Πατέρας του Πηλέα ήταν ένας επίσης τοπικός θεός του Κάτω Κόσμου, ο Αιακός. Το όνομά του σημαίνει ύπαρξη μελαγχολική που στέλνει στους ανθρώπους τα «αἰακτὰ πήματα» (κατά την έκφραση του Αισχύλου), δηλαδή το θάνατο και παρόμοιες μεγάλες συμφορές που προκαλούν οιμωγές ή οδυρμούς (από το ρήμα αἰάζειν που σημαίνει θρηνεῖν) Αιακός αυτός δεν είχε μεγάλη φήμη έξω από τη Μαγνησία και τη Φθιώτιδα Αχαΐα. Οι ποιητές και οι μυθογράφοι έκαναν πανελλήνια γνωστόν τον Αιακό της Αίγινας που ήταν η ίδια μυθική μορφή, μεταφερμένη στην Αίγινα από μετανάστες Αχαιούς από τη Θεσσαλία, μαζί με τον «πατέρα Δία ἑλλάνιον» (όπως τον λέει ο Πίνδαρος Νεμ. 5, 10 κπ.), δηλ. τον καταγόμενο από την Ελλάδα του Αχιλλέα ( Ιλ. Ι 395). Η μεταφορά έγινε σε μια εποχή, οπότε είχε ήδη εγκατασταθεί ο Ζευς ακραίος στην κορυφή του Πηλίου. Στην κορυφή του ψηλότερου βουνού της Αίγινας ίδρυσαν πρώτοι «βωμόν Ζηνός ἑλλανίου» (του γνωστού στα ιστορικά χρόνια «πανελληνίου Διός») οι μετανάστες από την Φθιώτιδα Αχαΐα. Στο μεταξύ ο Αιακός της Μαγνησίας, ο πατέρας του Πηλέα, επισκιάστηκε, και ο Πηλέας έγινε γιος του Αιακού της Αίγινας.»
Παραδόσεις για μαγικές ιερουργίες στις οποίες χρησιμοποιούσαν τομάρια κριαριών με σκοπό να προκαλέσουν βροχή αναφέρεται ότι γίνονταν και στο Πήλιο, στην κορυφή του οποίου υπήρχε ιερό του Ακραίου Δία.
«Η Paula Philippson, Thessalische Mythologie, 148 σχετίζει με τις παραδιδόμενες ανθρωποθυσίες για τον Πηλέα και μια πληροφορία του Ηρακλείδη, αποδιδόμενη στο γεωγράφο Δικαίαρχο του 4ου π. Χ. αι. (Geographi minores του Muller, 1, 107).
Η πληροφορία αναφέρει στην κορυφή του Πηλίου «σπήλαιον Χαιρώνειον καί ἱερόν Διός ἀκραίου». Ο ιερέας του ακραίου Δία, που είχε την έδρα του στη Δημητριάδα, οργάνωνε μια πομπή από τη Δημητριάδα προς την κορυφή του βουνού (ίσως κάθε καλοκαίρι), την εποχή του μεγάλου καύσωνα («κατὰ τὸ ἀκμαιότατον καῦμα»). Στην πομπή μετείχαν «οἱ ἐπιφανέστατοι τῶν πολιτῶν καί ταῖς ἡλικίαις ἀκμάζοντες, ἐπιλεχθέντες ὑπό τοῦ ἱερέως, ἐνεζωσμένοι κῴδια τρίποκα καινά».
Επειδή δηλ. η ανάβαση στην κορυφή του βουνού ήταν κοπιαστική (απαιτούνταν μισής μέρας συνεχής ανηφορική πορεία), ο ιερέας διάλεγε νέους στην ακμή της ηλικίας τους, οι οποίοι ανέβαιναν προς το ιερό ζωσμένοι με δορές κριών πρόσφατα θυσιασμένων. Η Philippson πιστεύει πως ο ιερέας διάλεγε νέους επιφανών οικογενειών για να θυσιαστούν στο Δία ακραίο, και επομένως παλαιότερα στον Πηλέα, τον αρχικό κύριο του ιερού».
Κοντά στη θέση όπου πρέπει να βρισκόταν το Λαφύστιο ιερό της Άλου, στο οποίο έγινε η θυσία ή η απόπειρα θυσίας του Φρίξου για την πρόκληση της βροχής, βρίσκεται σήμερα το βουνό Χλωμός ή Χλιμός, παρακλάδι των ανατολικών εσχατιών της Όθρης.
Για τα βουνό αυτό ακούγεται μέχρι και σήμερα η προμηνυτήρια φράση για την πρόβλεψη του τοπικού καιρού: «Αντάρα στο Χλιμό, βροχή στον Αλμυρό». Κατά τη γνώμη μας δεν είναι πολύ ριψοκινδυνευμένο εάν υποθέσουμε ότι η φράση αυτή δεν είναι πολύ άσχετη με την παραπάνω φράση «Ἐάν ἐν Αἰγίνῃ ἐπί τοῦ Διὸς τοῦ Ἑλληνίου νεφέλη καθίζηται, ὡς τά πολλά ὕδωρ γίνεται» και με το θέμα που εξετάζουμε και την αναζήτηση εκεί κοντά του Λαφύστιου ιερού.

3. Το πέρασμα του Ξέρξη από το Λαφύστιο ιερό

Η φήμη του Λαφύστιου ιερού και ο μεγάλος σεβασμός και φόβος που ενέπνεε στους ανθρώπους κατά τους αρχαίους χρόνους, όπως και το αυστηρά απαραβίαστο του ιερού του, το άβατό του, εξακολουθούσαν να υπάρχουν και να είναι σεβαστά και κατά την εποχή των περσικών πολέμων.
Ο Ξέρξης, περνώντας από την Θεσσαλία προς τις Θερμοπύλες, έφθασε στην Άλο, έμαθε για το Λαφύστιο ιερό και τα όσα πίστευαν γι’ αυτό οι περίοικοι και έδωσε διαταγή σ’ όλους να σεβαστούν πιστά τα όσα ίσχυαν και να μην παραβιάσει κανένας το ιερό. Ο Ηρόδοτος, περιγράφοντας την εκστρατεία του Ξέρξη και τη διέλευση του στρατού του και του στόλου του από τη Θεσσαλία στο σχετικό απόσπασμα, λέει τα παρακάτω χαρακτηριστικά, αλλά και εντυπωσιακά, που δημιουργούν ερμηνευτικά προβλήματα:
«Ἐς Ἄλον δέ τῆς Ἀχαιΐης ἀπικομένῳ Ξέρξῃ οἱ κατηγεμόνες τῆς ὁδοῦ βουλόμενοι τό πᾶν ἐξηγέεσθαι ἒλεγόν οἱ ἐπιχώριον λόγον, τά περί ἱρόν τοῦ Λαφυστίου Διός, ὡς Ἀθάμας ὁ Αἰόλου ἐμηχανήσατο Φρίξῳ μόρον σύν Ἰνοῖ βουλεύσας, μετέπειτα δέ ὡς ἐκ θεοπροπίου Ἀχαιοί προτιθεῖσι τοῖσι ἐκείνου ἀπογόνοισι ἀέθλους τοιούσδε, ὃς ἅν ᾖ τοῦ γένεος τούτου πρεσβύτατος, τούτῳ ἐπιτάξαντες ἔργεσθαι τοῦ ληίτου αὐτοί φυλακάς ἔχουσι (λήιτον δε καλέουσι τό πρυτανήιον οἱ Ἀχαιοὶ), ἤν δέ ἐσέλθῃ, οὐκ ἔστι ὅκως ἔξεισι πρίν ἤ θύσεσθαι μέλλῃ. ὣς τ’ ἔτι πρός τούτοισι πολλοί ἤδη τῶν μελλόντων τούτων θύσεσθαι δείσαντες οἴχοντο ἀποδράντες ἐς ἄλλην χώρην, χρόνου δέ προϊόντος ὀπίσω κατελθόντες ἤν ἁλίσκωνται ἐσελθόντες ἐς τό πρυτανήιον, ὡς θύεταί τε ἐξήγοντο στέμμασι πᾶς πυκασθεὶς καί ὡς σύν πομπῇ ἐξαχθείς. ταῦτα δὲ πάσχουσι οἱ Κυτισσώρου τοῦ Φρίξου παιδός ἀπόγονοι, διότι καθαρμόν τῆς χώρης ποιευμένων Ἀχαιῶν ἐκ θεοπροπίου Ἀθάμαντα τόν Αἰόλου καί μελλόντων μιν θύειν ἀπικόμενος οὗτος ὁ Κυτίσσωρος ἐξ Αἴης τῆς Κολχίδος ἐρρύσατο, ποιήσας δέ τοῦτο τοῖσι ἐπιγενομένοισι ἐξ ἑωυτοῦ μῆνιν τοῦ θεοῦ ἐνέβαλε. Ξέρξης δέ ταῦτα ἀκούσας ὡς κατά τὸ ἄλσος ἐγένετο, αὐτός τε ἔργετο αὐτοῦ καί τῇ στρατιᾷ πάσῃ παρήγγειλε, τῶν τε Ἀθάμαντος ἀπογόνων τήν οἰκίην ὁμοίως καί τό τέμενος ἐσέβετο.», αναφέρει ο Ηρόδοτος ( VII, 197).
                                     Δηλαδή: «Όταν ο Ξέρξης έφθασε στην Άλο της Αχαΐας, οι οδηγοί, οι οποίοι του έδειχναν το δρόμο, θέλοντας να εξηγήσουν σ’ αυτόν τα πάντα, του διηγήθηκαν μία ιστορία του τόπου σχετική με το ιερό του Λαφύστιου Δία. Ότι δηλαδή ο Αθάμαντας, ο γιος του Αίολου, αφού συμφώνησε με την Ινώ, μηχανεύτηκε να θανατώσει τον Φρίξο και ότι ύστερα κατά θεία προσταγή οι Αχαιοί (κάτοικοι της Άλου) έβαλαν στους απόγονους εκείνου (Αθάμαντα) τους εξής άθλους (δοκιμασίες): Στον πιο ηλικιωμένο της οικογένειας απαγορεύουν να μπει στο πρυτανείο, του οποίου την είσοδο φύλαγαν προσεκτικά (ονομάζουν δε οι Αχαιοί το πρυτανείο λήιτον) και εάν μπει δεν υπάρχει πλέον καμία δυνατότητα να βγει πριν θανατωθεί. Πρόσθεταν ακόμη ότι πολλοί κινδυνεύοντας ήδη να θυσιαστούν, είχαν καταληφθεί από φόβο και είχαν καταφύγει σ’ άλλη χώρα, με τον καιρό όμως όταν επιστρέψουν πίσω, αν συλληφθούν ότι μπήκαν στο πρυτανείο (πάλι ο νόμος τηρείται). Επιπλέον περιέγραψαν πώς εκείνος, τον οποίον θυσίαζαν, οδηγούνταν στο βωμό, σκεπασμένος ολόκληρος με ταινίες και με μεγάλη πομπή. Σ’ αυτή την ποινή καταδικάστηκαν οι απόγονοι του Κυτίσσωρου, του γιου του Φρίξου, διότι όταν οι Αχαιοί, σύμφωνα με ένα χρησμό, έκαναν καθαρμό της πόλης και έμελλαν να θυσιάσουν τον Αθάμαντα, έφθασε ο Κυτίσσωρος από την Αία της Κολχίδας και τον έσωσε. Κάνοντας όμως τούτο έκανε να πέσει η οργή των θεών σ’ αυτόν και τους απόγονους του. Ο Ξέρξης που άκουσε αυτά, όταν πλησίασε στο άλσος και ο ίδιος απόφυγε να μπει σ’ αυτό και σ’ όλο το στρατό παράγγειλε τα ίδια και σεβάστηκε επίσης το ιερό και την οικία των απογόνων του Αθάμαντα».
                     Το παραπάνω σχετικό με το Λαφύστιο ιερό και το πρυτανείο (Λήιτον) της Άλου απόσπασμα του Ηρόδοτου δημιουργεί, σε όσους ασχολούνται με τη μελέτη των αρχαίων κειμένων και την ερμηνεία τους, πολλά ερωτηματικά για την πλήρη κατανόησή του.
                     Γιατί οι απόγονοι του Αθάμαντα επίμεναν να μπουν στο πρυτανείο, αφού γνώριζαν ότι οπωσδήποτε θα θανατωθούν; Τι ήταν εκείνο που τους ωθούσε σε κάτι που είχε ως συνέπεια το θάνατό τους; Και, αφού μπορούσαν να είναι ασφαλείς αποφεύγοντας απλά και μόνο να μπαίνουν στο απαγορευμένο γι’ αυτούς ιερό, γιατί κάποιοι επίμεναν σ’ αυτή την προσπάθεια να μπουν με κάθε τρόπο στο ιερό; Και πάλι οι άλλοι αφού, όταν αποφάσιζαν να ξενιτευτούν, ακριβώς για να αποφύγουν αυτό τον κίνδυνο, είχαν εξασφαλίσει στην ξενιτιά την ησυχία τους και την ασφάλειά τους, τι ήταν εκείνο που τους έσπρωχνε, να θέλουν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, και να θέλουν σώνει και καλά ν’ αποπειραθούν να μπουν στο πρυτανείο διακινδυνεύοντας να συλληφθούν και να θανατωθούν;
                                      Μήπως κάτω από την επιμονή τους αυτή να μπουν οπωσδήποτε στο πρυτανείο κρύβεται απλά κάποια προσπάθεια κατάληψης της εξουσίας της πόλης; Εάν υποθέσουμε ότι μετά το φόνο ή την απόπειρα φόνου του Φρίξου από τον Αθάμαντα, ο Αθάμαντας θεωρήθηκε μιασμένος και γι’ αυτό του απαγορεύτηκε στο εξής η ανάληψη εκ μέρους του της εξουσίας, μήπως, με το παραπάνω σκεπτικό, μπορεί να δικαιολογηθεί τόσο η επιμονή των Αθαμαντιδών να μπουν με κάθε τρόπο στο πρυτανείο, δηλαδή να καταλάβουν την εξουσία, όσο και η αντίσταση σ’ αυτήν την προσπάθεια, αντίσταση που την πρόβαλλε κάποια άλλη αρχοντική δυναστεία που τους πήρε την εξουσία; Μήπως λοιπόν υποκρύπτεται στην όλη υπόθεση, απλά και μόνο, μια διαμάχη για την εξουσία της πόλης μεταξύ δυο αντίπαλων οικογενειακών δυναστειών;
                         Αν δεχτούμε ως ορθές τις καταφατικές απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα – που κατά την εκτίμησή μας, πρέπει να τις δεχτούμε – εξηγούνται και άλλα ερωτηματικά που υπάρχουν στην όλη υπόθεση για τον Αθάμαντα, τον Ορχομενό, την Άλο και για το ακριβές μέρος όπου έγινε η θυσία του Φρίξου και της Έλλης.
                           Έτσι τα γεγονότα, αν προσπαθήσουμε, μέσα από τον ασαφή και προβληματικό αυτόν μύθο, να δώσουμε κάποια εξήγηση και να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα, είναι δυνατό να εξελίχθηκαν ως εξής:
                             Ο Αθάμαντας ήταν ο άρχοντας που ίδρυσε την Άλο και στην οποία βασίλευε ο ίδιος μέχρι την ώρα που αποπειράθηκε να εξοντώσει το Φρίξο. Βεβαίως η απόπειρα εξόντωσης του γιου του Φρίξου μπορεί να εξηγηθεί άνετα εάν υποθέσουμε ότι ο Φρίξος, με συνεργάτη την μητριά του Ινώ, αποπειράθηκε να πάρει το θρόνο από τον πατέρα του Αθάμαντα. Αποτυγχάνει λοιπόν ο Φρίξος στην απόπειρά του να πάρει τον θρόνο της Άλου και καταφεύγει στην Κολχίδα. Ωστόσο ο Αθάμαντας έφυγε κι αυτός από την Άλο – ή μάλλον διώχτηκε – γιατί σκότωσε τ’ άλλα παιδιά του, τον Λέαρχο και τον Μελικέρτη, και θεωρήθηκε μιασμένος.
                     Έτσι ολόκληρη η οικογενειακή δυναστεία του Αθάμαντα βρέθηκε εκτός εξουσίας. Ο Φρίξος έφυγε στην Κολχίδα, ο Λέαρχος και ο Μελικέρτης σκοτώθηκαν, ο ίδιος ο Αθάμαντας ζήτησε καταφύγιο στην Βοιωτία όπου του έδωσαν ένα μέρος να μείνει και εκεί αυτός ίδρυσε άλλο ιερό στο Λαφύστιο Δία, ομώνυμο με το αχαϊκό, το βοιωτικό Λαφύστιο ιερό από το οποίο δεύτερο αυτό ιερό ονομάστηκε και το βουνό της Βοιωτίας, Λαφύστιο, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω (Παυσανίας, Βοιωτικά, 34, 6-8).
                   Τι πιο φυσικό λοιπόν για μια βασιλική δυναστεία ξερριζωμένη ολοκληρωτικά από την εξουσία να προσπαθεί να επανέλθει με κάθε τρόπο σ’ αυτήν διακινδυνεύοντας φυσικά και την ζωή τους, να προσπαθεί δηλαδή να ξαναμπεί στο πρυτανείον της Άλου, το «Λήιτον» και τι πιο φυσικό από τους άρχοντες που τους είχαν αντικαταστήσει να τους εμποδίζουν και να αντιστέκονται σε κάτι τέτοιο, ψηφίζοντας νόμο που προέβλεπε τον θάνατο για όποιον προσπαθούσε να μπει στο «Λήιτον», δηλαδή για όποιον προσπαθεί να καταλάβει την εξουσία;
                              Οι σκέψεις αυτές, αν δεν λύνουν ίσως ικανοποιητικά όλα τα ερμηνευτικά προβλήματα που παρουσιάζει το απόσπασμα του Ηρόδοτου, παρέχουν μια διαφορετική άποψη, αρκετά ικανοποιητική, χωρίς να αφήνουν, πολύ σοβαρά τουλάχιστον, ερμηνευτικά κενά.

4. Ο χρυσόμαλλος . . . .θησαυρός του Αθάμαντα

Σύμφωνα με μία άλλη μυθολογική εκδοχή Διόδωρος, 4, 47, 5.ο Φρίξος ταξίδεψε στην Κολχίδα όχι καβάλα στο κριάρι (κριός) αλλά συνοδευόμενος από τον παιδαγωγό του και συμβουλάτορά του στην εναντίον του πατέρα του συνωμοσία, που τον έλεγαν Κριό.
Στην Κολχίδα ο Αιήτης σκότωσε τον Κριό, γιατί προσπαθούσε να διαφυλάξει τον μαθητή και προστατευόμενό του Φρίξο του από τις ερωτικές διαθέσεις του Αιήτη.
Υπάρχουν και άλλες πιο ενδιαφέρουσες και σοβαρές εκδοχές για τον μύθο αυτό.
Ο Κριός ήταν ο θησαυροφύλακας και ο ταμίας του Αθάμαντα, λέει μία άλλη εκδοχή. Ο Κριός λοιπόν μαζί με τον Φρίξο πήραν τον θησαυρό του Αθάμαντα και έφυγαν μακριά. Το «χρυσόμαλλο κριάρι» που μετέφερε τον Φρίξο στην Κολχίδα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ο βασιλικός θησαυρός που έκανε «χρυσόμαλλο» τον βοηθό και συνεργάτη του Φρίξου, τον Κριό. Τον φυγαδευμένο αυτόν θησαυρό του Αθάμαντα είχε στόχο η κατοπινή Αργοναυτική Εκστρατεία του Ιάσονα.
Ο θησαυροφύλακας και συμβουλάτορας του Φρίξου Κριός δεν πήγε μόνος αυτός μαζί με τον Φρίξο και τον βασιλικό θησαυρό του Αθάμαντα στην Κολχίδα. Μαζί τους είχαν πάει και αρκετοί Αχαιοί Φθιώτες με άλλα πλοία.
«Ἀργώ» ονομαζόταν η ναυαρχίδα του Φρίξου και με τη λέξη «Ἀργώ» υπονοείται όλος ο στόλος των Αχαιών Φθιωτών στην πρώτη αυτή μεγάλη ναυτική εκστρατεία των Ελλήνων προς τα μικρασιατικά παράλια.
Φαίνεται δε ότι στην πρώτη αυτή ναυτική εκστρατεία με αρχηγό τον Φρίξο, εκτός από τους Φθιώτες, έλαβαν μέρος και άνθρωποι από την υπόλοιπη Ελλάδα. Ο Αθανάσιος Σταγειρίτης, στην «Ωγυγία» του ισχυρίζεται ότι έλαβαν μέρος και πλοία Λακώνων και ότι κατά την εκστρατεία αυτή οι Αχαιοί Φθιώτες έμειναν εκεί και έχτισαν πόλη που την ονόμασαν Φθία.
Η ναυτική εκστρατεία με αρχηγό τον Φρίξο είναι η πρώτη μεγάλη ναυτική εκστρατεία των Ελλήνων προς τις ακτές του Εύξεινου Πόντου. Ήταν η πρώτη, θα λέγαμε, – αν δεν ήταν πολύ ενοχλητική μία τέτοια αναταραχή στάσιμων νερών – «αργοναυτική εκστρατεία», αφού η ναυαρχίδα του Φρίξου λεγόταν Αργώ. Στα αποσπάσματα, εξάλλου, των Ηοιών του Ησιόδου διαβάζουμε ότι οι Μυρμιδόνες ήταν εκείνοι που πρώτοι συναρμολόγησαν καράβια και χρησιμοποίησαν για τα ναυτικά τους ταξίδια πανιά. «Οι δη τοι πρώτοι ζεύξαν νήας αμφιελίσσας, πρώτοι δ” ιστί” έθεν νηός πτερά ποντοπόροιο». (Πρώτοι λοιπόν αυτοί (οι Μυρμηδόνες) συναρμολόγησαν καράβια γοργοκίνητα και πρώτοι έβαλαν πανιά που μοιάζουν με φτερά στο πελαγίσιο πλοίο) (Ησιόδου, Αποσπάσματα Ηοιών 32 (76), στ. 6 -7.).
Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης στο σημείο αυτό μας λέει και άλλα ενδιαφέροντα.
Γαμπρός του Αιήτη ήταν ο βασιλιάς των Σκυθών. Τον καιρό που ο Φρίξος με τον παιδαγωγό του Κριό έφτασε στην αυλή του Αιήτη, του βασιλιά των Κόλχων, βρισκόταν εκεί και ο γαμπρός του. Ο βασιλιάς των Σκυθών ερωτεύθηκε τον Φρίξο και ο Αιήτης τού τον παρέδωσε. Ο γαμπρός του Αιήτη αγάπησε σαν πραγματικό του παιδί τον Φρίξο και για το λόγο αυτό του παρέδωσε την βασιλεία. Τον παιδαγωγό όμως του Φρίξου τον θυσίασε στους θεούς και, αφού τον έγδαρε, έβαλε αρχικά το δέρμα του στο καράβι, όπως συνηθιζόταν στη χώρα εκείνη, κατά το έθιμο της «ξενοφονίας» που επικρατούσε.
Μετά από αυτά δόθηκε χρησμός στον Αιήτη που του έλεγε ότι θα πεθάνει όταν ξένοι που θα καταπλεύσουν στη χώρα του πάρουν το δέρμα του Κριού. Ο Αιήτης, για ν’ αποφύγει την εκπλήρωση του χρησμού έβαλε το δέρμα του Κριού σ’ ένα τέμενος, περιτοίχισε το τέμενος μέσα στο οποίο είχε τοποθετήσει τον δέρμα του Κριού και εγκατέστησε φρουρά. Για ν’ αναγκάσει δε τους φρουρούς να φροντίζουν με μεγάλη επιμέλεια τη φύλαξη, επιχρύσωσε το δέρμα ώστε να φαίνεται πολύτιμο:
«Ἔνιοι δέ φασι τόν βασιλέα τῶν Σκυθῶν, ὄντα γαμβρόν Αἰήτου, παρά τοῖς Κόλχοις ἐπιδημῆσαι καθ’ ὃν καιρόν ἁλῶναι συνέβη τόν Φρῖξον μετά τοῦ παιδαγωγοῦ, ἐρωτικῶς δέ σχόντα τοῦ παιδός λαβεῖν αὐτόν ἐν δωρεᾷ παρ’ Αἰήτου, καί καθάπερ υἱόν γνήσιον ἀγαπήσαντα καταλιπεῖν αὐτῷ τήν βασιλείαν. Τόν δέ παιδαγωγόν ὀνομαζόμενον Κριὸν τυθῆναι τοῖς θεοῖς, καί τοῦ σώματος ἐκδαρέντος προσηλωθῆναι τῷ νεῷ τό δέρμα κατά τι νόμιμον, μετά δέ ταῦτα Αἰήτῃ γενομένου χρησμοῦ, καθ’ ὃν ἐσημαίνετο τελευτήσειν ὅταν ξένοι καταπλεύσαντες τό τοῦ κριοῦ δέρας ἀπενέγκωσι, τόν βασιλέα φασί τειχίσαι τό τέμενος καί φρουράν ἐγκαταστῆσαι, πρός τούτοις δέ χρυσῶσαι τό δέρας, ἵνα διά τήν ἐπιφάνειαν ὑπό τῶν στρατιωτῶν ἐπιμελεστάτης ἀξιωθῇ φυλακῆς» (Διόδωρος Σικελιώτης, 4, 47, 5).
Ο Αθάμαντας, αντιδρώντας στις προσπάθειες του Φρίξου να πάρει το θρόνο προσπάθησε να τον σκοτώσει, αλλά απότυχε. Μετά την αποτυχημένη αυτή απόπειρά του, ο Αθάμαντας φεύγει σε ξένη χώρα – τη Βοιωτία – για να γλιτώσει. Εκεί, θέλοντας ν’ ανασυστήσει κάποιο όμοιο με το πρώτο του βασίλειο, ιδρύει νέο Λαφύστιο ιερό, ομώνυμο με αυτό της Άλου. Με τον τρόπο αυτό με την ταυτόχρονη εγκατάσταση του Αθάμαντα στη Βοιωτία μεταφέρεται εκεί και η σχετική παράδοση της θυσίας του Φρίξου και της Έλλης. Έγινε δηλαδή μετατόπιση του μύθου και έτσι επικράτησε η άποψη ότι η θυσία του Φρίξου και της Έλλης έγινε στον Ορχομενό. Έχουμε και στην περίπτωση αυτή πάλι μεταφορά μύθου.
Μεταξύ της Αργοναυτικής Εκστρατείας του Ιάσονα και του ταξιδιού – στην πραγματικότητα μεγάλης επίσης ναυτικής εκστρατείας – του Φρίξου υπάρχει, εκτός από το κοινό σημείο του περίφημου χρυσόμαλλου δέρατος, και ένα άλλο συνδετικό σημείο: κατασκευαστής της «Αργώς» (του Ιάσονα) ήταν ο γιος του Φρίξου Άργος.
Είναι γνωστό ότι ο μάντης Φινέας ήταν εκείνος που έδειξε τον δρόμο στους Αργοναύτες και ότι ήταν τυφλός. Ποια ήταν η αιτία όμως της τύφλωσής του; Τυφλώθηκε, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, γιατί είχε δείξει τον δρόμο προς την Κολχίδα, τον ίδιο πάντοτε δρόμο που έδειξε και στους Αργοναύτες αργότερα, και στον Φρίξο όταν και αυτός ταξίδευε προς εκείνα τα μέρη: «πεπηρῶσθαι δέ Φινέα φησίν Ἡσίοδος ἐν μεγάλαις Ἠοίαις, ὅτι Φρίξῳ τήν ὁδόν ἐμήνυσεν» (Hesiodi Carmina, αποσπάσματα, Κατάλογος Ηοίαι 58 (72), έκδοση Lipsiae MCMII (1902). Ησίοδος, Αποσπόσματα , 157).
Άλλοι πάλι έλεγαν ότι ο Φινέας τυφλώθηκε όχι επειδή με τις οδηγίες ή τις προφητείες του βοήθησε τον ίδιο τον Φρίξο να φτάσει στην Κολχίδα αλλά επειδή έδειξε το δρόμο στους γιους του Φρίξου για να διαφύγουν από εκεί και να σωθούν επιστρέφοντας στην πατρίδα τους.

5. Κι άλλα παραμύθια για τον Αθάμαντα

Τον Αθάμαντα και όλη του την οικογένεια, όπως έλεγαν άλλοι μύθοι, τους μισούσε πολύ η θεά Ήρα και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τους κάνει κακό. Το μίσος αυτό της Ήρας οφειλόταν στο ότι ο Αθάμαντας και η γυναίκα του είχαν δεχτεί ν’ αναθρέψουν αυτοί τον θεό Διόνυσο, τον οποίο αυτή μισούσε πολύ, γιατί ήταν νόθος γιος του άντρα της, του Δία. Για να μη γίνεται μάλιστα αντιληπτός ο Διόνυσος στο παλάτι του Αθάμαντα, τον ανάτρεφαν ντυμένο, λέει η σχετική μυθολογική εκδοχή, σαν να ήταν κορίτσι.
Η Ήρα, ως θεά που προστάτευε το γάμο, μισούσε τον Αθάμαντα, έλεγαν άλλοι μύθοι, γιατί αυτός είχε παρατήσει την κανονική γυναίκα του, τη Νεφέλη, και παντρεύτηκε την Ινώ. Έβαλε λοιπόν μανία στο μυαλό του Αθάμαντα και της Ινώς και αυτοί, μην ξέροντας τι κάνουν, σκότωσαν τα παιδιά τους Λέαρχο και Μελικέρτη.
Στον Απολλόδωρο διαβάζουμε σχετικά: «ὃ δέ κομίζει πρός Ἰνώ καί Ἀθάμαντα, καί πείθει τρέφειν ὡς κόρην, ἀγανακτήσασα δέ Ἥρα μανίαν αὐτοῖς ἐνέβαλε, καί Ἀθάμας μέν τόν πρεσβύτερον παῖδα Λέαρχον ὡς ἔλαφον θηρεύσας ἀπέκτεινεν, Ἰνώ δέ τόν Μελικέρτην εἰς πεπυρωμένον λέβητα ῥίψασα, εἶτα βαστάσασα μετά νεκροῦ τοῦ παιδὸς ἥλατο κατά βυθῶν» (Διόδωρος Σικελιώτης, 3, 4, 3, 5).
Ακούγονταν ακόμη και άλλες εκδοχές στα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας για τον Αθάμαντα.
Σύμφωνα με τον περίφημο γραμματικό Αρίσταρχο, ο Σοφοκλής, στο δεύτερο έργο του με τίτλο «Αθάμας», που δε σώθηκε, έλεγε ότι αιτία της ακαρπίας της γης δεν ήταν το καβούρδισμα του σπόρου από τις γυναίκες της Άλου.
Η Νεφέλη, που ήταν θεά των βροχών (νέφος – Νεφέλη) έπιασε τον άντρα της Αθάμαντα ν’ απιστεί και γι’ αυτό θύμωσε και για τιμωρία κράτησε τα σύννεφα και δεν επέτρεπε να πέσει βροχή. Έτσι πλέον η γη δεν κάρπιζε και η πείνα άρχισε να βασανίζει τους κατοίκους της περιοχής. Οι άνθρωποι και τα παιδιά τους πεινούσαν και πέθαιναν. Για να εκδικηθούν την Νεφέλη οι κάτοικοι της Άλου για το κακό που τους έκανε, έπιασαν να θυσιάσουν τα παιδιά της. Έτσι μόνο θα καταλάβαινε η Νεφέλη τι σημαίνει να βλέπεις τα παιδιά σου να πεθαίνουν. Θα έπρεπε να δει και τα δικά της παιδιά να πεθαίνουν.
Άλλοι τα έλεγαν διαφορετικά

. Όταν ο Αθάμαντας έμαθε από την υπηρέτρια τη συνομωσία της Ινώς, την έπιασε και την παρέδωσε στον Φρίξο να την τιμωρήσει αυτός όπως έπρεπε. Ο Φρίξος έπιασε την Ινώ και ετοιμαζόταν να την σκοτώσει. Ο Διόνυσος όμως, από ευγνωμοσύνη προς την Ινώ, τη γυναίκα η οποία τον είχε αναθρέψει, επενέβη την τελευταία στιγμή και την γλίτωσε από το κακό που την περίμενε. Ύστερα καταδίωξε τον Φρίξο και την Έλλη. να τους πιάσει και να τους τιμωρήσει όπως τους ταίριαζε. Κυνηγημένοι λοιπόν από τον Διόνυσο, για ν’ αποφύγουν την εκδίκησή του, κατέφυγαν στην Κολχίδα ο Φρίξος και η αδελφή του και όχι για άλλο λόγο.
Ακουγόταν όμως και άλλη εκδοχή του μύθου. Δεύτερη γυναίκα του Αθάμαντα, και επομένως μητριά του Φρίξου, ήταν η Δημοδίκη. Αυτή ερωτεύθηκε τον Φρίξο και, επειδή αυτός αρνήθηκε να υποκύψει στις άνομες και ανήθικες προτάσεις της μητριάς του, αυτή τον κατηγόρησε στον Αθάμαντα ότι την παρενοχλούσε σεξουαλικά και έτσι ο Αθάμαντας φρόντισε να τον απομακρύνει. Πρόκειται ακριβώς για το ίδιο μοτίβο του γνωστού μύθου του Ιωσήφ και της γυναίκας του Πετεφρή.
Μία άλλη παραλλαγή αυτού του μύθου θέλει η Δημοδίκη να είναι γυναίκα όχι του Αθάμαντα αλλά του Κρηθέα, του αδελφού του Αθάμαντα και θείου του Φρίξου. Η Δημοδίκη, θεία του Φρίξου, ερωτεύθηκε τον ανεψιό της Φρίξο και του ζήτησε να συνάψουν σχέσεις. Αυτός όμως και στην περίπτωση αυτή αρνήθηκε να υποκύψει σε ανήθικες προτάσεις και η Δημοδίκη αντιστρέφοντας τα γεγονότα, για να προλάβει, κατηγόρησε στον άντρα της τον Φρίξο ότι την παρενοχλούσε. Ο Κρηθέας θυμωμένος πολύ με τον ανεψιό του ζήτησε από τον Αθάμαντα και το πέτυχε ν’ απομακρύνει τον Φρίξο. Αυτός ήταν ο λόγος που ο Φρίξος έφυγε για την Κολχίδα.
Όλοι αυτοί οι μύθοι ακούγονταν στην περιοχή Αλμυρού και την ευρύτερη περιοχή της τότε Αχαΐας Φθιώτιδας. Ακούγονταν όμως και άλλα πολλά, αυτά που είναι και τα περισσότερο και ευρύτερα γνωστά.

6. Ο Αθάμαντας σύζυγος και πατέρας θεών

                Η Ινώ, η γυναίκα του Αθάμαντα, και ο Μελικέρτης, ο γιος του, λατρεύονταν στην περιοχή τούτη αλλά και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας ως θεοί με τα ονόματα Λευκοθέα και Παλαίμονας. Αυτοί προστάτευαν τους ναυτικούς που κινδύνευαν. Πρόχειρο παράδειγμα είναι ο Οδυσσέας που κινδυνεύοντας να πνιγεί όταν έφτανε στην Ιθάκη, σώθηκε από τη Λευκοθέα. Για τη λατρεία της Λευκοθέας και του Παλαίμονα στην περιοχή τούτη υπάρχουν οι σχετικές ενδείξεις που αναφέρονται σε άλλες σελίδες αυτής της εργασίας.
Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό από τους ειδικούς μυθολόγους επιστήμονες ότι όλοι αυτοί, Νηρέας, Παλαίμονας, Θέτιδα, Λευκοθέα είναι προολυμπιακές θεότητες, οι οποίες όπως και τόσες άλλες θεότητες της περιοχής, υποκύπτοντας στην πανελλήνια ακτινοβολία και επικράτηση των καινούργιων θεών, των Ολύμπιων, υποβιβάστηκαν σε ήρωες ή έγιναν κατώτερες θεϊκές υποστάσεις. Η συρροή της λατρείας τόσων προολυμπιακών, χθόνιων και υποχθόνιων θεοτήτων στην περιοχή αυτή δείχνει ασφαλώς την παλαιότητα των μυθολογικών και λατρευτικών καταβολών της
Στον Απολλόδωρο υπάρχει ένα σχετικό απόσπασμα για την Ινώ και τον Μελικέρτη που έγιναν Λευκοθέα και Παλαίμονας: «καὶ Λευκοθέα μὲν αὐτὴ καλεῖται, Παλαίμων δὲ ὁ παῖς, οὕτως ὀνομασθέντες ὑπὸ τῶν πλεόντων’ τοῖς χειμαζομένοις γὰρ βοηθοῦσι.»

7. Και άλλα για το Λαφύστιο ιερό

                  Στο ιερό του Λαφύστιου Δία της Άλου γίνονταν ανθρωποθυσίες. Εξάλλου και το επίθετο «λαφύστιος» σημαίνει λαίμαργος, αχόρταγος., αυτός που καταβροχθίζει. Από κάποια τέτοια ανθρωποθυσία στο Λαφύστιο Δία ξέφυγε ο Φρίξος και η Έλλη, καταφεύγοντας στην Κολχίδα, όπου από ευχαρίστηση για τη σωτηρία του «δια της φυγής» θυσίασε στον Φύξιο Δία. Το περίεργο και άξιο προσοχής και ερευνητικής εξέτασης στην περίπτωση αυτή είναι ότι κατά τον Διόδωρο τον Σικελιώτη4, 47, 5. ανθρωποθυσίες γίνονταν και στην Κολχίδα, εκεί δηλαδή όπου κατέφυγε ο Φρίξος. Γι’ αυτό και ο Αιήτης σκότωσε θυσιάζοντας στους θεούς τον Κριό, δηλαδή, κατά μία εκδοχή, τον παιδαγωγό του Φρίξου, ο οποίος έφερε τον Φρίξο στην Κολχίδα
Αλλά και στη δεύτερη ναυτική εκστρατεία προς τα ίδια μέρη, την Αργοναυτική, έγιναν απόπειρες ανθρωποθυσίας. Οι άνθρωποι του Αιήτη έπιασαν τον Ιάσονα και τον έφεραν να τον θυσιάσει η Μήδεια.
Το γεγονός της διατήρησης του καθεστώτος των ανθρωποθυσιών σε ιερά θεών παραπέμπει με ασφάλεια σε πολύ παλιές εποχές. Το στάδιο εκείνο στην πορεία της εξέλιξης της ανθρώπινης διανόησης στην Ελλάδα, σύμφωνα με το οποίο οι ανθρωποθυσίες έπρεπε να αντικατασταθούν με θυσίες ζώων και το οποίο εκδηλώνεται με τους μύθους της αντικατάστασης, ύστερα από θεϊκή πρωτοβουλία, της Ιφιγένειας και της Ασπαλίδας με κάποιο ζώο, ασφαλώς είναι μεταγενέστερο του σταδίου των ανθρωποθυσιών στο Λαφύστιο ιερό. Αντικατάσταση όμως ανθρωποθυσίας με ζωοθυσία, όπως έγινε στην Αυλίδα με την αντικατάσταση της Ιφιγένειας, δεν μνημονεύεται για το Λαφύστιο ιερό.
Στο Μουσείο του Αλμυρού υπήρχε χάλκινο αγαλματίδιο ύψους 0,125 μ. το οποίο πιστεύεται ότι παριστάνει τον Λαφύστιο Δία. Βρέθηκε στα ερείπια της Άλου από κάποιο γεωργό που καλλιεργούσε τα χωράφια του στη θέση εκείνη. Παριστάνει γενειοφόρο άντρα του οποίου η κεφαλή ομοιάζει καταπληκτικά με αυτή του Λαφύστιου Δία των νομισμάτων της Άλου. Η όλη στάση του κορμού και η θέση των δύο χεριών δείχνει ότι στο δεξιό του χέρι κρατούσε κεραυνό και στο αριστερό κάτι άλλο που μπορούσε να ήταν σκήπτρο ή αετός. Η χρονολογία κατασκευής του, κατά τον Νικόλαο Γιαννόπουλο, πρέπει να είναι το 700 π. Χ.
Η Άλος των κλασικών χρόνων, σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες και τις απόψεις του Ολλανδού αρχαιολόγου Reinder Reinders, πρέπει να βρισκόταν στη θέση «Πλατανιώτικη Μαγούλα», ανατολικά της Νέας Άλου των ελληνιστικών χρόνων.
Η Άλος της «Πλατανιώτικης Μαγούλας» είναι εκείνη που, σύμφωνα με την παράδοση, έχτισε ο Αθάμαντας Αυτό σημαίνει ότι και το Λαφύστιο ιερό κάπου εκεί κοντά πρέπει ν’ αναζητηθεί. Υπάρχει η άποψη ότι το Λαφύστιο ιερό πρέπει να βρισκόταν πάνω στο λόφο «Καστράκι», δίπλα στο σημερινό νέο κτίριο του κάτω μοναστηριού της Παναγίας Ξενιάς Τα τελευταία ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών ενισχύουν, κατά την προσωπική γνώμη μας, την άποψη αυτή, που έχει διατυπωθεί πριν από πολλά χρόνια και από τον Νικόλαο Γιαννόπουλο (ΔΕΛΤΙΟ ΤΗΣ ΦΙΛΑΡΧΑΙΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΑΛΜΥΡΟΥ «ΟΘΡΥΣ», περίοδος Β”, τεύχος 1, Αλμυρός 1997, Ανθή Μπάτζιου – Ευσταθίου, Καστράκι Αλμυρού Στρωματογραφικῄ έρευνα στο λόφο της νέας Μονής Κάτω Ξενιάς, σελ. 69 -85).
Προφορικές παραδόσεις γερόντων που ακούγονταν πριν από χρόνια στο γειτονικό χωριό Βρύναινα όχι μόνο βεβαίωναν κάτι τέτοιο αλλά έδειχναν και το ακριβές σημείο των ανθρωποθυσιών στον λαίμαργο Λαφύστιο.

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (17 συνέχεια)

Ο ΤΡΩΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
1. Μνηστήρες της Ωραίας Ελένης
από την Αχαΐα Φθιώτιδα
Πολύ σημαντική ήταν η συμμετοχή ηρώων από την περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας και στη μεγάλη εκστρατεία των Ελλήνων προς την Ασία, τον Τρωικό Πόλεμο, πέρα από την μεγαλύτερη και ενδοξότερη συμμετοχή, αυτήν του ένδοξου βασιλιά των Μυρμιδόνων και του μεγαλύτερου ήρωα των Ελλήνων, του Αχιλλέα.
Πώς θα μπορούσε εξάλλου να μην είναι σημαντική η συμμετοχή ενός τόπου, όπως αυτός της Αχαΐας Φθιώτιδας, αφού, πριν από χρόνια, τρεις υποψήφιοι μνηστήρες είχαν ξεκινήσει από τούτα τα μέρη, με δώρα πολλά και πλούσια, να ζητήσουν να πάρουν γυναίκα τους την Ωραία Ελένη. Κι είναι γνωστό ότι όλοι οι υποψήφιοι μνηστήρες της ωραίας Ελένης είχαν δεθεί με όρκο μεταξύ τους ότι, ανεξάρτητα από το ποιον θα διάλεγε η πολυξάκουστη νύφη, όλοι θα βοηθούσαν τον μελλοντικό άντρα της αν ποτέ κινδύνευε. Επομένως και αυτοί που ξεκίνησαν από τούτα τα μέρη να ζητήσουν την Ωραία Ελένη είχαν δεθεί με τον ίδιο όρκο και έπρεπε τώρα να λάβουν μέρος στον πόλεμο.
Και μόνο από την ξακουστή Φυλάκη είχαν ξεκινήσει δυο υποψήφιοι μνηστήρες, ο Πρωτεσίλαος και ο Ποδάρκης.
Ο Ησίοδος, στα «Αποσπάσματα Ηοιών», μας λέει για το θέμα αυτό και μας το βεβαιώνει στο Hesiodi Carmina, Αποσπάσματα 94 , IV, 34 – 39, έκδ. Lipsiae MCMII (1902), σελ. 158:
«Ἐκ Φυλάκης δ᾿ ἐμνῶντο δύ᾿ ἀνέρες ἔξοχ᾿ ἄριστοι, υἱὸς τ᾿ Ἰφίκλοιο Ποδάρκης Φυλακίδαο ἠΰς Ἀκτορίδης ὑπερήνωρ Πρωτεσίλαος• ἄμφω δ᾿ ἀγγελίην Λακεδαιμονάδε προΐαλλον Τυνδαρέου π<ρός> δῶμα δαΐφρονος Οἰβαλίδαο, πολλὰ δ᾿ ἔδνεα δίδον, μέγα γὰρ κλέος ἔσκε γυναικός».
Δηλ. «Τη ζητούσαν κι από τη Φυλάκη δυο άντρες ξεχωριστά παλικάρια, ο Ποδάρκης ο γιος του Ίφικλου του γιου του Φύλακου κι ο δυνατός Πρωτεσίλαος, ο περήφανος γιος του Άκτορα• κι οι δυο τους έστειλαν παραγγελιά στη Σπάρτη, στο ανάκτορο του συνετού Τυνδάρεου, του γιου του Οιβάλου και πρόσφεραν πολλά δώρα, γιατί το άκουσμα της γυναίκας ήταν μεγάλο».
Στο παραπάνω απόσπασμα ο Πρωτεσίλαος και ο Ποδάρκης παρουσιάζονται να είναι παιδιά διαφορετικών πατέρων. Σύμφωνα όμως με άλλες πηγές οι δύο ήρωες ήταν αδέλφια, παιδιά και οι δύο του Ίφικλου. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Όμηρο, στον Τρωικό Πόλεμο, τον Πρωτεσίλαο, μετά τον θάνατό του, τον διαδέχτηκε, ως αρχηγός του στρατού του, ο Ποδάρκης.
Υποψήφιος μνηστήρας της Ωραίας Ελένης από τα ίδια μέρη ήταν και ο Πάτροκλος, ο αδελφικός φίλος του Αχιλλέα. Ο Πάτροκλος ζούσε εκείνη την εποχή στη Φθία, στην αυλή του Πηλέα, μαζί με τον Αχιλλέα. Τον είχε φέρει εδώ ο πατέρας του, ο Μενοίτιος, διότι, όταν ο Πάτροκλος βρισκόταν στην πατρίδα του, είχε σκοτώσει, άθελά του βέβαια, την ώρα που έπαιζαν, ένα φίλο του, τον Κλησώνυμο ή Κλεισώνυμο ή Λύσανδρο ή Αιάνη. Ήρθε λοιπόν στην αυλή του Πηλέα, για να βρει άσυλο και καταφύγιο.
Ο Πηλέας, μάλιστα, όπως συνηθιζόταν στις περιπτώσεις αυτές, τον εξάγνισε από τον φόνο που είχε κάνει. Ενώ λοιπόν βρισκόταν στην αυλή του Πηλέα, και μάλιστα κυνηγημένος, δεν έχασε την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε να παντρευτεί την ξακουστή Ελένη κι έστειλε κι αυτός αντιπροσώπους του να την ζητήσουν για χάρη του σε γάμο. Έτσι και αυτός ήταν δεμένος με όρκο να λάβει μέρος στον Τρωικό Πόλεμο και επομένως έπρεπε να πάει.
Μαζί μ’ αυτούς όλους πήγε στην Τροία και ο δοξασμένος Αχιλλέας, ο γιος του Πηλέα και της θεάς Θέτιδας. Ο Αχιλλέας, όπως από κάποιες μυθολογικές εκδοχές φαίνεται, δεν ήταν υποψήφιος μνηστήρας της ωραίας Ελένης.
Λένε μερικοί ότι ήταν τότε μικρός ακόμα για γάμο. Διαφορετικά – λένε αυτοί – δεν θα ήταν δυνατόν να τον ξεπεράσει κανένας από τους άλλους μνηστήρες. Ποιος σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσε να συγκριθεί μαζί του! Ο σχετικός μύθος, σε περίπτωση που υπήρχε συμμετοχή του Αχιλλέα στους μνηστήες της Ωραίας Ελένης, δεν θα έδινε περιθώρια σύγκρισης. Ωστόσο υπάρχει στη μυθολογία και η άποψη που λέει ότι ήταν δυνατόν να ήταν και ο Αχιλλέας, ένας από τους υποψήφιους μνηστήρες. Δεν έχει τόση σημασία το ότι δεν συμπεριλαμβάνεται τ’ όνομά του στον κατάλογο των μνηστήρων:
«καί ὅτι μέν τῶν Ἑλένης μνηστήρων Ἀχιλλεὺς οὐκ ἔστιν ἐν Καταλόγῳ γυναικῶν, μηδέν τοῦτο ἔστω τεκμήριον οὐκ αἰτῆσαι Ἑλένην αὐτόν» βεβαιώνεται στα Hesiodι Carmina, Αποσπάσματα, 96 (119), Pausanias III 24, 10 (7), έκδ. Lipsiae, MCMII (1902), σελ. 1.
Εδώ θα πρέπει να θυμίσουμε ότι υπήρχαν πολλά κατορθώματα του Αχιλλέα που στην πραγματικότητα έλαβαν χώρα στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τα οποία μεταφέρθηκαν από τον Όμηρο στις περιοχές γύρω από την Τροία. Αυτό σημαίνει ότι ήταν δυνατό ο Αχιλλέας να ήταν αρκετά μεγάλος όταν έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο. Εξάλλου το γεγονός ότι στον ίδιο πόλεμο, διάρκειας μόλις δέκα χρόνων, ο γιος του, ο Νεοπτόλεμος, που ο Αχιλλέας τον άφησε μωρό στη Σκύρο, μεγαλώνει τόσο πολύ ώστε προφταίνει και παίρνει μέρος σ’ αυτόν και μάλιστα παίρνει γυναίκα την ξακουστή Ανδρομάχη, την γυναίκα του Έκτορα κι αργότερα την κόρη του Μενέλαου και της Ωραίας Ελένης, την Ερμιόνη δημιουργεί πολλά ερμηνευτικά προβλήματα και αμφιβολίες. Πώς είναι δυνατόν ο νεογέννητος γιος του Αχιλλέα Νεοπτόλεμος να μεγαλώνει μέσα σε δέκα χρόνια τόσο και να πηγαίνει να πάρει μέρος στον Τρωικό Πόλεμο μετά τον θάνατο του πατέρα του!

2. Λίγα για τον Αχιλλέα
Είναι πολύ γνωστές σ’ όλους οι διάφορες εκδοχές της μυθολογίας για τις προφητείες που υπήρχαν, για την ανάγκη να πάρει οπωσδήποτε μέρος στον πόλεμο αυτό ο Αχιλλέας, γιατί διαφορετικά δεν ήταν δυνατόν να κυριεύσουν οι Έλληνες την Τροία.
Είναι γνωστά ακόμη όσα λέγονταν για την προσπάθεια της μητέρας του να τον κάνει αθάνατο, για το ότι ήταν τρωτός μόνο στη φτέρνα και στη συνέχεια για το κρύψιμό του ανάμεσα στις κόρες του Λυκομήδη, για τον τρόπο με τον οποίο τον ανακάλυψε ο πονηρός Οδυσσέας και για την όλη του δραστηριότητα στον πόλεμο της Τροίας και γι’ αυτό δεν θ’ αναφερθούν εδώ.
Έχουμε τη γνώμη ότι αυτά, και πολλά άλλα που αφορούν τον Αχιλλέα και το ρόλο του στον Τρωικό Πόλεμο, παρ” όλο ότι αναφέρονται στον μεγαλύτερο και ενδοξότερο τοπικό ήρωα ακριβώς της περιοχής της οποίας εξετάζουμε τη μυθολογία, δεν έχουν θέση στην εργασία τούτη. Θα ήταν κοινοτοπίες περιττές γιατί αυτά είναι πολύ γνωστά σ’ όλους. Θα παραλειφθούν λοιπόν, αν και αποτελούν τα σημαντικότερα κεφάλαια της μυθολογίας της περιοχής αυτής.
Αυτοί οι μύθοι είναι πασίγνωστοι και δεν έχουν καλυφθεί, όπως τόσα και τόσα άλλα μυθολογικά δημιουργήματα της περιοχής αυτής που καλύφθηκαν από τη λησμοσύνη, εξαιτίας της ασημαντότητάς της, ακριβώς επειδή τα έκανε ευρύτερα γνωστά η σημαντικότητα του ήρωα και η αναμφισβήτητη μεγάλη προβολή τους από τα διασωθέντα έπη του Ομήρου.
Εκείνη την εποχή το κράτος του Αχιλλέα στην Φθιώτιδα Αχαΐα ήταν ένα από τα σημαντικότερα κράτη. Απόδειξη ότι έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο με πενήντα καράβια, έναν από τους μεγαλύτερους στόλους που βρέθηκαν στην Τροία. Και τα πενήντα αυτά καράβια ήταν μόνο του Αχιλλέα. Από την Αχαΐα Φθιώτιδα έλαβαν μέρος και ο Πρωτεσίλαος αλλά και άλλοι αρχηγοί και βασιλιάδες.
Δεν έχουν επομένως οι μυθολογικές αυτές αναφορές ανάγκη ανάσυρσής τους στην επιφάνεια, όπως επιχειρείται μ’ άλλους μύθους στην εργασία αυτή. Εξάλλου η σημαντικότητα του ήρωα Αχιλλέα αποδεικνύεται και μόνο από την προφητεία ότι ήταν αδύνατη η άλωση της Τροίας χωρίς τη συμμετοχή του Αχιλλέα.
Η «προφητεία» αυτή, πέρα από το προσωπικό αναντικατάστατο του ήρωα Αχιλλέα, σημαίνει ότι και το βασίλειό του την εποχή εκείνη ήταν από τα σημαντικότερα ελληνικά κράτη και επομένως η δύναμή και η συμμετοχή του στο εκστρατευτικό ελληνικό σώμα θεωρούνταν απαραίτητη για τη νίκη.
Επιβεβαιώνεται έτσι και η άποψή μας ότι η σημαντικότητα ενός τόπου ήταν εκείνη που έπαιξε τον κύριο λόγο στο να διατηρηθούν στη μνήμη και να γίνουν γνωστοί οι μύθοι του. Οι μύθοι της περιοχής αυτής στον καιρό του Τρωικού Πολέμου, στα χρόνια δηλαδή εκείνα κατά τα οποία η Αχαΐα Φθιώτιδα ήταν μία σημαντική σε δύναμη περιοχή, έγιναν γνωστοί και διαδόθηκαν.
Αντίθετα, στις άλλες εποχές, κατά τις οποίες η δύναμή της εξασθένισε ή και χάθηκε, εξαφανίστηκαν και χάθηκαν και οι μύθοι της. Είναι η εξαίρεση, μέσα στο σύνολο των μύθων της περιοχής, που έρχεται ακριβώς να επιβεβαιώσει την άποψή μας ότι επέζησαν οι μύθοι δυνατών και πλουσίων βασιλείων.
Δεν θα εκθέσουμε ακόμη εδώ τα πολλά προβλήματα που δημιουργούνται και τις πολλές ενδιαφέρουσες αλλά και αντικρουόμενες απόψεις που υπάρχουν για τη σαφή έκταση και τα ακριβή όρια του βασιλείου του Αχιλλέα, ούτε για την πρωτεύουσά του, για τα προβλήματα των ορίων μεταξύ του βασιλείου του Αχιλλέα και των γειτονικών βασιλείων του Πρωτεσίλαου, του Φιλοκτήτη κ.τ.λ., γιατί και αυτά, κατά τη γνώμη μας, ξεφεύγουν από τα όρια και τους σκοπούς τούτης της εργασίας. Είναι θέματα καθαρά ιστορικά και ως τέτοια δεν ανήκουν στους σκοπούς της εργασίας αυτής. Μας αρκεί, για το σκοπό της εργασίας μας αυτής, η αναφορά και η γενική συμφωνία όλων ότι, ανεξάρτητα από τις όποιες διαφορετικές απόψεις υπάρχουν για την πρωτεύουσα του βασιλείου του Αχιλλέα και την έκταση που αυτό καταλάμβανε, οπωσδήποτε ένα μέρος τουλάχιστο της Αχαΐας Φθιώτιδας και του ορεινού όγκου της Όθρης ανήκε στο βασίλειο του Αχιλλέα, του μεγαλύτερου ήρωα του Τρωικού Πολέμου. Μας αρκεί το γεγονός ότι στα μυθολογικά ακούσματα με τα οποία τρέφονταν και διαμόρφωναν την φυλετική τους ταυτότητα οι άνθρωποι τούτης της περιοχής, περιλαμβάνονταν και οι διάφορες μυθολογικές εκδοχές για τον Πηλέα, τον Αχιλλέα και τον Νεοπτόλεμο.
Ωστόσο θεωρούμε σωστό να επισημάνουμε απλώς και μόνο ότι το γεγονός ότι πόλεις της ίδιας περιοχής, όπως ο Πτελεός, ο Αντρώνας, η Πύρασος και κυρίως η Ίτων, ανήκαν στο βασίλειο του Πρωτεσίλαου, ενώ η Άλος, στο μέσον της ίδιας περιοχής, ανήκε στον Αχιλλέα, δημιουργεί πολλά προβλήματα στον καθορισμό των ορίων των δύο κρατών.
Τα προβλήματα που δημιουργούνται στην περίπτωση αυτή από τις συγχεόμενες και αλληλοκαλυπτόμενες επικράτειες των δύο αυτών γειτονικών βασιλείων, και εφόσον η ομηρική Άλος είναι η αυτή με την Άλο των κλασικών χρόνων (στην Πλατανιώτικη Μαγούλα), μπορούσαν ίσως να λυθούν, κατά τη γνώμη μας, με την παραδοχή της ύπαρξης μιας σχέσης ομοσπονδιακής ή συνομοσπονδιακής μεταξύ των δύο γειτονικών αυτών βασιλείων.
Κάτω από μια λογική και ισόρροπη κατανομή των συμφερόντων και αμοιβαίων διευκολύνσεων μεταξύ των δύο αυτών μερών της ομοσπονδιακής ή συνομοσπονδιακής συνύπαρξής τους έπρεπε και τα δύο μέρη να έχουν λιμάνια και τις σχετικές διευκολύνσεις αλλά ταυτόχρονα και εκτεταμένες πεδιάδες για τις καλλιέργειες.
Με αυτή την λογική εξεταζόμενο το πρόβλημα της σύγχυσης και αλληλοκάλυψης των δύο επικρατειών εξηγείται πώς ήταν δυνατό ο μεν Πρωτεσίλαος να βασιλεύει στην Ίτωνα, δυτικά του Αλμυρού, στην Πύρασο βορειοανατολικά του Αλμυρού και να έχει παράλληλα και τα λιμάνια του Πτελεού και του Αντρώνα, νότια του Αλμυρού, ο δε Αχιλλέας να βασιλεύει σε μια περιοχή, από τα Φάρσαλα μέχρι το λιμάνι του Αλμυρού, την τότε Άλο, και να φτάνει μέχρι και τις εκβολές του Σπερχειού. Εκτός και αν η ομηρική Άλος βρισκόταν έξω από την περιοχή Αλμυρού, στην οποία βρισκόταν μόνο η Άλος των κλασικών και των ελληνιστικών χρόνων.
Βεβαίως και οι σχέσεις του Αχιλλέα με τον Σπερχειό ποταμό, όπως φανερώνονται από το γεγονός της προσφοράς των μαλλιών του ήρωα στον ποταμό, και από τις αναφορές που μνημονεύουν τον ποταμό Σπερχειό ως σύζυγο της αδερφής του Αχιλλέα αλλά κι από την ύπαρξη της ονομασίας Ελλάς στην ίδια περιοχή και από άλλα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία που μπορεί να βρει κάποιος σε πολλές σχετικές εργασίες, όπως π. χ. «Το πρόβλημα της ομηρικής Φθίας», του Παναγιώτη Μακρυγιάννη – Ματαπά, Εκδόσεις Ρίζες, Αθήνα 1979, οδηγούν ίσως στη σκέψη ότι η πρωτεύουσα των Μυρμιδόνων δεν πρέπει να βρισκόταν πολύ μακριά από τον Σπερχειό ποταμό.
Όλα αυτά τα προβλήματα ασφαλώς δεν ανήκουν στην καθαρή μυθολογία και επομένως δεν μπορούν να εξετασθούν στην εργασία αυτή.

3. Ο στρατός του Αχιλλέα
Ο Αχιλλέας έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο με πενήντα καράβια. Ο Όμηρος λέει για τα καράβια και τους πολεμιστές που ακολουθούσαν τον Αχιλλέα:
«Νῦν αὖ τούς, ὅσσοι τό Πελασγικόν Ἄργος ἔναιον, οἵ τ᾿ Ἄλον οἵ τ᾿ Ἀλόπην οἵ τε Τρηχῖνα νέμοντο, οἵ τ᾿ εἶχον Φθίην ἠδ᾿ Ἑλλάδα καλλιγύναικα, Μυρμιδόνες δ᾿ ἐκαλεῦντο καὶ Ἕλληνες καὶ Ἀχαιοί, τῶν δ᾿ αὖ πεντήκοντα νεῶν ἦν ἀρχὸς Ἀχιλλεύς» (Ιλιάδα, Β , 681 – 685).
Πέντε τάγματα είχε ο στρατός του Αχιλλέα. Το καθένα είχε τον αρχηγό του.
Στο πρώτο τάγμα αρχηγός ήταν ο Μενέσθιος, που ήταν ανεψιός του Αχιλλέα, αφού ήταν γιος της αδελφής του Πολυδώρας και του ποταμού Σπερχειού. Ο Σπερχειός, κατά μία μυθολογική εκδοχή, ήταν γιος του Περιήρη, του γιου του Αίολου και εγγονού του Έλληνα και της νύμφης Οθρηίδας.
Στο δεύτερο τάγμα αρχηγός ήταν ο Εύδωρος, που ήταν καρπός του έρωτα του θεού Ερμή και της Πολυμήλας ή Πολυμήλης, κόρης του Φύλαντα. Ο Εύδωρος μεγάλωσε, λέει ο μύθος, στην αυλή του παππού του Φύλαντα, ο οποίος ήταν βασιλιάς της θεσπρωτικής – ή για κάποιους άλλους της θεσσαλικής – πόλης Εφύρας.
Αλλά, ενώ για τον ίδιο τον Εύδωρο όλοι συμφωνούσαν ότι ήταν γιος της Πολυμήλας και του Ερμή, για τη μητέρα του, την Πολυμήλα, κυκλοφορούσαν πολλές διαφορετικές απόψεις. Κάποιοι μύθοι της περιοχής ήθελαν την Πολυμήλα ή Πολυμήλη να είναι, όπως είπαμε, κόρη του Φύλαντα.
Η Πολυμήλα μετά την περιπέτειά της αυτή με τον Ερμή, παντρεύτηκε τον Εχεκλή. Κάποιοι άλλοι όμως μύθοι την ήθελαν να είναι κόρη του Άκτορα και αυτοί έλεγαν ότι η Πολυμήλα παντρεύτηκε τον Πηλέα, τον πατέρα του Αχιλλέα, προτού ο Πηλέας παντρευτεί τη θεά Θέτιδα.
Άλλοι πάλι τα έλεγαν εντελώς διαφορετικά. Η Πολυμήλα δεν ήταν κόρη ούτε του Φύλαντα ούτε του Άκτορα αλλά ήταν κόρη του Πηλέα. Η Πολυμήλα λοιπόν, σύμφωνα με αυτούς, ήταν αδερφή του Αχιλλέα και επομένως ο Εύδωρος ήταν κι αυτός ανεψιός του Αχιλλέα, αφού ήταν γιος της αδερφής του, όπως ήταν και ο διοικητής του πρώτου τάγματος, ο Μενέσθιος.
Η Πολυμήλα, έλεγαν άλλοι παραμυθάδες, αργότερα έγινε γυναίκα του Μενοίτιου και μητέρα του Πάτροκλου, του άλλου ήρωα του Τρωικού Πολέμου και αδελφικού φίλου του Αχιλλέα. Έτσι, σύμφωνα με την άποψη αυτή ο Πάτροκλος ήταν και αυτός ανεψιός του Αχιλλέα. Υπάρχει όμως και άλλη γνώμη, την οποία έλεγαν άλλοι παραμυθάδες της περιοχής για τον Πάτροκλο. Σύμφωνα με την άποψη αυτή οι δύο ήρωες, Αχιλλέας και Πάτροκλος, ήταν πρώτα εξαδέλφια, γιατί οι πατεράδες τους, έλεγαν, ήταν αδέλφια:
Στα Hesiodi Carmina, Αποσπάσματα 84 (104) και Eustathius Hom. 112, 44 sq., LIPSIAE, IN AEDIBUS B. C. TEUBNERI, MCMII (1902), σελ. 153), διαβάζουμε «ἰστέον δέ ὅτι τὸν Πάτροκλον ἡ παλαιά ἱστορία καί συγγενῆ τῷ Ἀχιλλεῖ παραδίδωσι λέγουσα, ὅτι Ἡσίοδός φησι Μενοίτιον, τόν Πατρόκλου πατέρα, Πηλέως εἶναι ἀδελφόν, ὡς εἶναι αὐτανεψίους οὕτως ἀμφοτέρους ἀλλήλοις».
Για όλες αυτές τις παραπάνω μυθολογικές εκδοχές για τις σχέσεις της Πολυμήλας του Πάτροκλου και του Αχιλλέα υπάρχουν πολλοί και ωραίοι μύθοι. Θα ήταν όμως πολύ κουραστική και έξω από τους σκοπούς μας η αναφορά τους.
Στο τρίτο τάγμα του στρατού τού Αχιλλέα ήταν αρχηγός ο Πείσανδρος, που ξεχώριζε ανάμεσα στους Μυρμιδόνες για την παλικαριά του μετά τον Αχιλλέα και τον Πάτροκλο.
Στο τέταρτο τάγμα αρχηγός ήταν ο Φοίνικας, που ο Πηλέας τον έστειλε κοντά στο γιο του, τον Αχιλλέα, για να τον συμβουλεύει.
Στο πέμπτο τάγμα του στρατού του Αχιλλέα ήταν αρχηγός ο Αλκιμέδοντας, ο γιος του Λαέρτη. Ο Λαέρτης αυτός ήταν άλλος, δεν είχε καμιά σχέση με τον ομώνυμό του πατέρα τού Οδυσσέα.
Στη Ραψωδία Π της Ιλιάδας στίχ. 168-197, Ομήρου Ιλιάδα, μετάφραση Ν. Καζαντζάκη και Ι. Θ. Κακριδή, Έκδοση Ο.Ε.Σ.Β., 1992, τεύχος δεύτερο, σελ. 83 -84, περιγράφονται τα παραπάνω ως εξής:
«Είχε ο Αχιλλέας πενήντα γρήγορα καράβια που κυβέρνα, ο λατρευτός του Δία, σαν έφτασε στην Τροία, και στο καθένα, πενήντα παλικάρια εκάθουνταν πα στο κουπί συντρόφοι και πέντε κεφαλή τους έβαλε ρηγάρχες μπιστεμένους να κυβερνούν, κι αυτός βασίλευε περίσια πάνω απ’ όλους.
Στον πρώτο λόχο ο λαμπροθώρακος Μενέσθιος κυβερνούσε, του Σπερχειού, του ουρανογέννητου του ποταμού βλαστάρι• μια κόρη του Πηλέα τον γέννησε πανώρια, η Πολυδώρα, θνητή, που με θεό κοιμήθηκε, το Σπερχειό το γαύρο, μα γιος του Βώρου νοματίζονταν κι αγγόνι του Περήρη, τι αυτός την πήρε απ’ τον πατέρα της με μυριοπλούσια δώρα.
Στον άλλο λόχο ο γαύρος Εύδωρος αφέντευε, μιας κόρης, της Πολυμήλας, κλεφτογέννημα, που στο χορό ήταν πρώτη, του Φύλα η θυγατέρα τι άρεσε του Αργοφονιά, ως την είδε που στο χορό ετραγούδα κάποτε με άλλες μαζί κοπέλες στη χάρη της χουγιάχτρας Άρτεμης της χρυσοδοξαρούσας.
Ευτύς στο ανώγι ανέβηκε κι έσμιξε κρυφά μαζί της τότε ο πονηρός Ερμής, τρισεύγενο υγιό χαρίζοντάς της, τον Εύδωρο, καλό στο τρέξιμο καλό και στο κοντάρι. Κι η θεά Λεχούσα αφού η βαρύπονη της έβγαλε το γιο της όξω στο φως, και του ήλιου αντίκρισε την άγια λάμψη, εκείνην ο γαύρος Εχεκλής, ο ατρόμητος του Άχτορου υγιός, την πήρε γυναίκα, μύρια δώρα δίνοντας, στο αρχοντικό του μέσα.
Και το μωρό το χαϊδανάσταινε με αγάπη ο γερο Φύλας, και πάντα γνοιαστικά το φρόντιζε, σαν να ‘ταν γιος δικός του. Στον τρίτο λόχο ο γιος του Μαίμαλου μπήκε αρχηγός, ο γαύρος ο Πείσαντρος, που στο κοντάρεμα ξεχώριζε απ’ τους άλλους, μετά απ’ του Αχιλλέα το σύντροφο, στους Μυρμιδόνες μέσα.
Κι ο γερο αλογολάτης Φοίνικας τον τέταρτο οδηγούσε κι ο ψυχωμένος Αλκιμέδοντας, του Λαέρτη ο γιος, τον πέμπτο».

4. Ο Φοίνικας και η Φθία
Ο Όμηρος παρουσιάζει στην Ιλιάδα τον Φοίνικα να εκτελεί τα καθήκοντα τού συμβουλάτορα τού Αχιλλέα την στιγμή που προσπαθεί να πείσει τον θυμωμένο Αχιλλέα να λάβει μέρος στη μάχη εναντίον των Τρώων. Μέσα από τους στίχους αυτούς του Ομήρου παίρνουμε πολλές και ενδιαφέρουσες πληροφορίες (Ομήρου Ιλιάδα, Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη – Ι. Θ. Κακριδή, Ι΄, στ. 432 – 501, Οργ, Εκδ. Διδακτ. Βιβλίων, Αθήνα 1992).
«Τέλος εστράφη κι είπε ο Φοίνικας, ο γερο αλογολάτης με δακρυσμένα μάτια τι έτρεμε μην πάθουν τα καράβια:
«Το γυρισμό στο νου σου αν έβαλες, τρανέ Αχιλλέα στ’ αλήθεια, κι ουδέ λογιάζεις πια τα γρήγορα καράβια να γλιτώσεις απ’ την κακιά φωτιά, τι η μάνητα το λογισμό σου πνίγει, πώς τότε πια, παιδί μου, θα ‘μενα μακριά σου εδώ μονάχος;
Μαζί σου εδώ ο Πηλέας δε μ’ έστειλεν, ο γερο αλογολάτης, από τη Φθία, στον Αγαμέμνονα καθώς σε προβοδούσε; κι ήσουν παιδί, κι ουδέ από πόλεμο νογούσες μανιασμένο κι ουδέ από σύναξη, που ξέχωρη τιμή στον άντρα δίνει.
Γι’ αυτό μαζί σου εκείνος μ’ έστειλε, για να σε δασκαλεύω, να μάθεις να μιλάς στη μάζωξη, να πολεμάς στη μάχη. Γι’ αυτό, παιδί μου, εγώ δε θά ‘θελα να χωριστώ από σένα, κι ο θεός ακόμα αν μου έλεγε να ξύσει απ’ το κορμί μου τα γερατιά, και νιος σα άλλοτε να γίνω, σαν τότε που την Ελλάδα εγώ απαράτησα την ωριογυναικούσα, να λείψω απ’ την οργή του κύρη μου, του Αμύντορα, ζητώντας.
Για κάποια σκλάβα ομορφοπλέξουδη μου ‘χε βαριά θυμώσει της είχε αγάπη και το ταίρι του δε λόγιαζε καθόλου, τη μάνα μου, κι αυτή στα γόνατά μου πρόσπεφτε, την κόρη εγώ να κοιμηθώ πρωτύτερα, να σιχαθεί το γέρο.
Κι έγινε η χάρη της, μα ο κύρης μου σε λίγο το απεικάστη κι επάνω μου κατάρες σώριασε βαριές, κι ανακαλιόταν τις άγριες Ερινύες, στα γόνατα να μη χορέψει αγγόνι, που να ’χει γεννηθεί απ’ το σπέρμα μου. Κι ευτύς την κάταρά του του Κάτω Κόσμου ο Δίας την άκουσε κι η ανήλεη Περσεφόνη.
Με κοφτερό χαλκό μελέτησα να τον σκοτώσω τότε, μα κάποιος μου ’σβησε τη μάνητα θεός, θυμίζοντάς μου του κόσμου τις βρισιές, το σούσουρο μες στους ανθρώπους γύρω, πατροφονιά να με φωνάζουνε μες στους Αργίτες όλοι.
Μα κι η καρδιά μου δεν το δέχουνταν καθόλου να χολιάζει μαζί μου, ο κύρης, και στο σπίτι μας εγώ να μπαινοβγαίνω κι ήταν πολλοί δικοί κι αξάδελφοι, που μ’ είχαν ζώσει τότε, με παρακάλια δοκιμάζοντας να με κρατήσουν σπίτι στεφανοκέρατα, στριφτόζαλα πλήθος εσφάζαν βόδια κι αρνιά παχιά, κι απάνω στου Ήφαιστου τη φλόγα τεντωμένοι καψαλιζόνταν χοίροι, που ’πλεχαν μες στο πολύ τους ξίγκι και το κρασί κρουνός επίνουνταν απ’ τα σταμνιά του γέρου.
Νύχτες εννιά κοιμόνταν γύρω μου και με φυλάγαν όλοι με τη σειρά τους, και δεν έσβηναν ποτέ οι φωτιές, που ανάβαν μες στη στοά τής γυροτοίχιστης αυλής η μια στημένη κι η άλλη στον πρόδρομο, κατάμπροστα στις πόρτες του αντρωνίτη.
Μα ως έφτασε η νύχτα η δέκατη και πήρε το σκοτάδι τότε συντρίβοντας της κάμαρας τις στεριωμένες πόρτες όξω πετάχτηκα και πήδηξα με μιας τον αυλοφράχτη, δίχως καθόλου οι φυλακάτορες κι οι σκλάβες να με νιώσουν.
Και πήρα δρόμο την πλατύχωρη διαβαίνοντας Ελλάδα ως πια στη Φθία την παχιοχώματη, την αρνομάνα, φτάνω, στου βασιλιά Πηλέα κι ολόκαρδα με καλοδέχτη εκείνος, και τόση αγάπη τότε μου ’δειξε, σαν που αγαπάει πατέρας, που ’χει και βιος, το μοσκανάθρεφτο μικρό μοναχογιό του• και πλούσιο μ’ έκανε και μου “δωκε πολλούς για ν’ αφεντεύω και ζούσα βασιλιάς στους Δόλοπες, στης Φθίας την άκρη άκρη.
Κι έτσι μεγάλο εγώ σε ανάστησα, θεόμορφε Αχιλλέα, και σ’ αγαπούσα τι δεν ήθελες εσύ κανέναν άλλον, για στο τραπέζι σύντας πήγαινες για κι έτρωγες μονάχος, έπρεπε εγώ στα γόνατα μαθές να σε κρατώ, να κόβω το κρέας να τρως, μετά στα χείλια σου την κούπα να ζυγώνω.
Συχνά στο στήθος μου κατάβρεξες το ρούχο με το στόμα, παιδί όπως ήσουν και με παίδευες και το κρασί ξερνούσες, Έτσι πολλά για σένα τράβηξα, πολλούς επήρα μόχτους τι δεν ξεχνούσα πως οι αθάνατοι δεν ήταν να μου δώσουν δικό μου γιο, γι’ αυτό και μου ’γινες, θεόμορφε Αχιλλέα, παιδί μου εσύ, που θα με γλίτωνες απ’ το κακό μια μέρα.
Την πέρφανη ψυχή σου μέρωσε τώρα, Αχιλλέα, δεν πρέπει να ’χεις καρδιά σκληρή. Κι οι αθάνατοι τη γνώμη τους αλλάζουν, που μας περνούνε και στη δύναμη και στη τιμή και σ’ όλα.
Με καλοπρόσδεχτα ταξίματα και με θυσίες, με κνίσα, και με σπονδές, γυρίζουν άνθρωποι και τη δική τους γνώμη παρακαλώντας τους αν έσφαλε κι αν έφταιξε κανένας».
Ο Όμηρος βέβαια μπορεί να μας τα λέει έτσι ίσως για να ωραιοποιήσει την πραγματικότητα ή ίσως γιατί ακολούθησε την μία απ’ όσες εκδοχές κυκλοφορούσαν στην περιοχή για την υπόθεση αυτή. Στην περιοχή όμως της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας κυκλοφορούσαν μερικοί μύθοι διαφορετικοί. Λέγαν ότι ο Αμύντορας, τύφλωσε με τα ίδια του τα χέρια τον γιο του Φοίνικα και ότι τον έδιωξε από το παλάτι του ο ίδιος και δεν έφυγε μόνος του ο Φοίνικας, όπως ισχυρίζεται ο Όμηρος. Λέγανε ακόμα ότι όταν έφυγε ο Φοίνικας, από την πατρίδα του την Ελλάδα, τυφλωμένος από τον πατέρα του, πήγε στον Κένταυρο Χείρωνα, ο οποίος τον θεράπευσε. Ο Κένταυρος Χείρωνας. κατόπιν, αφού θεράπευσε τον Φοίνικα, του ανέθεσε την ανατροφή του Αχιλλέα.
Η υπηρέτρια, η οποία, σύμφωνα μ’ όσα μας λέει ο Όμηρος στην Ιλιάδα, είχε ξεμυαλίσει τον πατέρα τού Φοίνικα, τον Αμύντορα, και έτσι αυτός παραμελούσε την γυναίκα του εξαιτίας της, λεγόταν, σύμφωνα με μία εκδοχή, Φθία ή Κλυτία. Η μητέρα του Φοίνικα και γυναίκα του Αμύντορα, έβαλε, λέει, τον γιο της Φοίνικα να τα φτιάξει με τη Φθία ή Κλυτία και έτσι ν’ απομακρυνθεί ο άντρας της από αυτήν.
Αυτά έλεγαν οι μύθοι της περιοχής. Μερικοί όμως αργότερα είπαν διαφορετικά τα πράγματα. Μην τα ακούτε αυτά έλεγαν. Καμία υπηρέτρια δεν θέλησε να πάρει ο Φοίνικας από τον πατέρα του. Η όμορφη Φθία δεν ήταν κάποια υπηρέτρια που ο γιος ήθελε να την πάρει από τον πατέρα του. Αυτά είναι παραμύθια. Εκείνο που ήθελε να πάρει ο γιος από τον πατέρα του δεν ήταν η υπηρέτρια αλλά αυτό το ίδιο το βασίλειο. Η Φθία δεν ήταν υπηρέτρια. Ήταν αυτό το ίδιο το βασίλειο στο οποίο βασίλευε ο Αμύντορας και το οποίο λεγόταν Φθία. Ο Φοίνικας, με την υποστήριξή της μητέρας του, επαναστάτησε κατά του πατέρα του με σκοπό να τον διώξει από τον θρόνο και να γίνει αυτός βασιλιάς της. Η προσπάθεια αυτή όμως δεν είχε επιτυχή αποτελέσματα και ο Φοίνικας κυνηγημένος, και κινδυνεύοντας να χάσει την ζωή του, αναγκάστηκε να ζητήσει άσυλο κοντά στον Πηλέα. Φαίνεται δε ότι και ο Πηλέας είχε κάποια ανάμιξη στην όλη υπόθεση και γι’ αυτό έδωσε προστασία στον επαναστάτη. Γειτονικό βασίλειο ήταν το βασίλειο του Αμύντορα και είναι πολύ φυσικό να υποθέσουμε ότι θα το καλόβλεπε ο Πηλέας. Έπρεπε λοιπόν να βρει ανθρώπους να υποστηρίξουν αυτές του τις βλέψεις και βρήκε τον Φοίνικα που δέχτηκε ν’ ακολουθήσει τα σχέδια του Πηλέα. Γι’ αυτό και ο Πηλέας για ανταμοιβή της συνεργασίας του Φοίνικα σ’ αυτά του τα επεκτατικά σχέδια, τον έκανε πλούσιο και τον όρισε βασιλιά στους Δόλοπες που ζούσαν στην «άκρη άκρη» της Φθίας. (Ιλιάδα, στ. 478 – 484).
Ο Φοίνικας έζησε και μετά το θάνατο του Αχιλλέα και έγινε σύμβουλος και του Νεοπτόλεμου, του γιου του Αχιλλέα, τον οποίο και ακολούθησε στην επιστροφή του. Δεν πρόφθασε όμως ο ίδιος να γυρίσει και πάλι στην πατρίδα του γιατί πέθανε στο δρόμο του γυρισμού.

5. Ποιοι ήταν οι Μυρμιδόνες
Οι Μυρμιδόνες του Αχιλλέα ήταν λαός που, κατά μία μυθολογική εκδοχή, κατάγονταν από την Αίγινα. Η Αίγινα ήταν κόρη του ποταμού Ασωπού. Ο Δίας την άρπαξε και την έφερε στο νησί Οινώνη που από τότε πήρε το όνομα της κοπέλας και ονομάστηκε Αίγινα. Εκεί η νύμφη Αίγινα έγινε από τον Δία μητέρα του Αιακού. Επειδή δε ο τόπος εκεί ήταν έρημος από κατοίκους ή επειδή, όπως έλεγαν άλλοι, ο λαός του νησιού είχε καταστραφεί, ο Αιακός παρακάλεσε τον πατέρα του Δία να κάνει κάτι ώστε να υπάρχουν άνθρωποι στο νησί. Ο Δίας άκουσε την παράκληση του γιου του και μεταμόρφωσε τα μυρμήγκια του νησιού σε ανθρώπους.
Ο Απολλόδωρος (3, 12, 6, 6). γράφει γι’ αυτό το θέμα: «Αἴγιναν δέ εἰσκομίσας εἰς τήν τότε Οἰνώνην λεγομένην νῆσον, νῦν δέ Αἴγιναν ἀπ᾿ ἐκείνης κληθεῖσαν, μίγνυται, καἰ τεκνοῖ παῖδα ἐξ αὐτῆς Αἰακόν, τούτῳ Ζεὺς ὄντι μόνῳ ἐν τῇ νήσῳ τούς μύρμηκας ἀνθρώπους ἐποίησε»
Έτσι, σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, οι Μυρμιδόνες έγιναν από τα μυρμήγκια και γι’ αυτό ονομάστηκαν έτσι. Οι Μυρμιδόνες αυτοί είναι εκείνοι οι οποίοι αργότερα ήρθαν στη Φθία, με αρχηγό τους τον Πηλέα.
Ο μύθος όμως αυτός είναι κατοπινό δημιούργημα με σκοπό να βρεθεί κάποια αιτιολογία του ονόματος των Μυρμιδόνων. Οι Μυρμιδόνες φαίνεται να είναι αυτόχθονας λαός της περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας (Στράβωνας IX , 5, 9). Ήταν λαός καθαρά γεωργικός που ασχολούνταν ολημερίς με τη γεωργία. Πάλευαν χωμένοι μέσα στη γη σκάβοντας σ’ αυτήν όπως τα μυρμήγκια. Έπεσε όμως μεγάλη πείνα στη χώρα τους και οι άνθρωποι έσκαβαν τη γη και ζούσαν εκεί μέσα. Πάνω από τα λιθάρια αυτών των σκαμμένων κατοικιών τους τοποθετούσαν το χώμα που έβγαζαν. για να το καλλιεργούν, όπως βγάζουν έξω από τη φωλιά τους τα μυρμήγκια το χώμα. Γι’ αυτό ονομάστηκαν Μυρμιδόνες. Έτσι λέει μία άλλη μυθολογική εκδοχή για την προέλευση του ονόματος των Μυρμιδόνων.
Ένα απόσπασμα του Στράβωνα μας δίνει κάποιες σχετικές με το θέμα πληροφορίες:
«Μυρμιδόνας δέ κληθῆναί φασιν οὐχ ὡς ὁ μῦθος τούς Αἰγινήτας, ὅτι λοιμοῦ μεγάλου συμπεσόντος οἱ μύρμηκες ἄνθρωποι γένοιντο κατ᾿ εὐχήν Αἰακοῦ, ἀλλ᾿ ὅτι μυρμήκων τρόπον ὀρύττοντες τήν γῆν ἐπιφέροιεν ἐπί τάς πέτρας ὥστ᾿ ἔχειν γεωργεῖν, ἐν δέ τοῖς ὀρύγμασιν οἰκεῖν φειδόμενοι πλίνθων».
Δηλαδή: «Λένε ότι οι Αιγινήτες ονομάστηκαν Μυρμιδόνες όχι, όπως λέει ο μύθος, ότι έπεσε μεγάλη πείνα και με ευχή του Αιακού τα μυρμήγκια έγιναν άνθρωποι, αλλά διότι σκάβοντας τη γη όπως τα μυρμήγκια, έφερναν πάνω στις πέτρες λίγο χώμα για να το καλλιεργούν, κατοικούσαν δε μέσα σε ορύγματα γιατί έκαναν οικονομία στις πλίθες» (Στράβωνας VIII, 6, 16).
Ακουγόταν ακόμα και μία μυθολογική εκδοχή εντελώς αντίθετη από την γνωστή σε όλους. Δεν μεταμορφώθηκαν τα μυρμήγκια σε ανθρώπους επειδή παρακάλεσε ο Αιακός τον Δία να δημιουργήσει ανθρώπους για να μην είναι μόνος. Αντίθετα οι άνθρωποι μεταμορφώθηκαν σε μυρμήγκια, ύστερα από προσευχή του Αιακού.
Είχε πέσει μεγάλη πείνα στη χώρα, λέει αυτή η μυθολογική εκδοχή. Τόσο μεγάλη ήταν η πείνα που οι κάτοικοι δεν μπορούσαν να ζήσουν ως άνθρωποι, γιατί έχουν πολλές ανάγκες.
Ο Αιακός σκέφτηκε ότι αν οι υπήκοοί του ήταν μυρμήγκια θα ήταν ευκολότερο να ζήσουν. Παρακάλεσε λοιπόν ο Αιακός τον Δία και αυτός μεταμόρφωσε τους ανθρώπους του βασιλείου του σε μυρμήγκια για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Έτσι δικαιολογούσε το όνομά τους μία άλλη μυθολογική εκδοχή.
Ωστόσο υπάρχει και μία άλλη διαφορετική εκδοχή. Ονομάστηκαν Μυρμιδόνες απλά γιατί αρχηγός τους και πρόγονός τους ήταν ο Μυρμιδόνας.
Μυρμηδόνες (με ήτα) στη δωρική διάλεκτο σημαίνει μυρμήγκια. Μυρμηδών (με ήτα) σημαίνει μυρμηγκοφωλιά, Μύρμος σημαίνει μυρμήγκι και κατά τον Ησύχιο φόβος. Το Μυρμιδόνες (με γιώτα) φαίνεται ότι παράγεται από το «μύρμος» δηλ. φόβος και σημαίνει αυτοί που προκαλούν φόβο, τρόμο. Οι Μυρμιδόνες (με γιώτα) αποκαλούνταν «μεγαλήτορες, φιλοπτόλεμοι, κραδίην και θυμόν έχοντες, εγχεσίμωροι, ταχύπωλοι».
Επώνυμος ήρωας των Μυρμιδόνων ήταν, λοιπόν, κατά μία μυθολογική εκδοχή, ο Μυρμιδόνας, που ήταν γιος του Διολήθη και εγγονός του Περιήρη. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο Μυρμιδόνας ήταν γιος του Δία και της Ευρυμέδουσας. Ο Μυρμιδόνας ήταν πατέρας του Άκτορα και του Αντίφου. Κατά μία μυθολογική εκδοχή ήταν ακόμα πατέρας της Ευπολεμίας, της μητέρας του αργοναύτη Αιθαλίδη.

6. Ο Πρωτεσίλαος
Ένας άλλος μεγάλος βασιλιάς της ίδιας περιοχής, ο Πρωτεσίλαος, που είχε στρατό από τη Φυλάκη, την Πύρασο, την Ίτωνα, την Αντρώνα και το Πτελεό, ξεκίνησε επίσης από τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας για την Τροία. Ήταν κι αυτός δεμένος με όρκο να βοηθήσει τον άντρα της Ωραίας Ελένης, αφού κάποτε την είχε ζητήσει κι αυτός σε γάμο.
Στον Όμηρο, Ιλιάδα, Β, 695 – 699, διαβάζουμε για τον στρατό του Πρωτεσίλαου:
«Οἵ δ᾿ εἶχον Φυλάκην καὶ Πύρασον ἀνθεμόεντα, Δήμητρος τέμενος, Ἴτωνά τε μητέρα μήλων, ἀγχίαλον τ᾿ Ἀντρῶνα ἠδὲ Πτελεὸν λεχεποίην, τῶν αὖ Πρωτεσίλαος Ἀρήιος ἡγεμόνευεν ζωὸς ἐών».
Δηλαδή: (Πήγαν στην Τροία) «Όσοι κατοικούσαν τη Φυλάκη και τη λουλουδένια Πύρασο, της Δήμητρας τον αφιερωμένο τόπο, και την Ίτωνα τη μάνα των προβάτων και την Αντρώνα, κοντά στο περιγιάλι, και την Πτελεό με το πολύ χορτάρι πούκανε για στρώμα κρεβατιού, αυτών αρχηγός ήταν ο Πρωτεσίλαος ο πολεμικός όσο καιρό ήταν ζωντανός».
Για τον Πρωτεσίλαο, τον βασιλιά της Φυλάκης, πολλοί μύθοι κυκλοφορούσαν στην πατρίδα του. Για χρόνια πολλά μ’ όσα ακούγονταν για τον ηρωικό βασιλιά Πρωτεσίλαο μεγάλωναν τα παιδιά και περνούσαν τις νύχτες τους οι μεγάλοι.
Ήταν εκείνος που σκοτώθηκε πρώτος στην Τροία πριν ακόμη αρχίσει ο πόλεμος, γιατί ήταν ο πρώτος που θέλησε να κατεβεί από τα καράβια, αν και γνώριζε, από μία προφητεία που υπήρχε, ότι ο πρώτος που θα αποβιβαζόταν θα σκοτωνόταν αμέσως. Μετά από αυτόν κατέβηκε ο μεγαλύτερος ήρωας ο Αχιλλέας. Έτσι έλεγαν και καμάρωναν για το βασιλιά τους στη Φυλάκη.
Άλλοι όμως πίστευαν ότι τα πράγματα έγιναν διαφορετικά. Ο Πρωτεσίλαος, έλεγαν αυτοί, δεν ήθελε να αποβιβαστεί πρώτος γιατί ήξερε τον σχετικό χρησμό. Τον ξεγέλασε όμως ο πονηρός βασιλιάς της Ιθάκης Οδυσσέας, που γνώριζε πολύ καλά τι ακριβώς έλεγε ο χρησμός.
Έριξε λοιπόν ο Οδυσσέας την ασπίδα του στο τρωικό έδαφος και μετά πήδησε ο ίδιος πρώτος από όλους αλλά στάθηκε επάνω στην ασπίδα. Έτσι δεν πάτησε το χώμα της Τροίας και δεν σκοτώθηκε, γιατί στην πραγματικότητα δεν «πάτησε χώμα» στην Τροία. Αντίθετα σκοτώθηκε ο Πρωτεσίλαος που ξεγελασμένος από τον Οδυσσέα πήδηξε, νομίζοντας τάχα ότι ήταν δεύτερος. Στην πραγματικότητα όμως ήταν ο πρώτος που πάτησε στο έδαφος της Τροίας κι έτσι σκοτώθηκε.
Στη Φυλάκη είχε μείνει μόνη η γυναίκα του Πρωτεσίλαου, η Λαοδάμεια, νιόπαντρη μόλις μιας μέρας νύφη. Ο Πρωτεσίλαος αναγκάστηκε να φύγει την αμέσως επόμενη μέρα του γάμου του. Δεν είχε προλάβει ακόμη να τελειώσει ούτε το σπίτι του που είχε αρχίσει να το χτίζει (Ομήρου Ιλιάδα, Β 701). Το μαύρο μήνυμα του χαμού του άντρα της δεν άργησε να το μάθει η Λαοδάμεια. Άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα, να χτυπιέται και να μαδιέται. Με τίποτε δεν μπορούσε να παρηγορηθεί.
Υπάρχει και μία άλλη εκδοχή που λέει ότι η γυναίκα του Πρωτεσίλαου λεγόταν Πολυδώρα και ήταν κόρη του Μελεάγρου του γιου του Οινέα, την οποία αναφέρει ο Παυσανίας στα Μεσσηνιακά (2,7): «Ὁ δέ τά ἔπη ποιήσας τά Κύπρια Πρωτεσιλάου τούτου τήν γυναίκα Πολυδώραν μέν το ὄνομα, θυγατέρα δὲ Μελεάγρου φησίν εἶναι τοῦ Οἰνέως».
Ακουγόταν και μία μυθολογική εκδοχή πως αυτή η Πολυδώρα ήταν κόρη του Πηλέα. Άλλος πάλι μύθος ήθελε την Πολυδώρα να είναι κόρη του Περιήρη. Πολλά ακούγονταν ακόμη για την Πολυδώρα τα οποία την καθιστούν ένα πρόσωπο που δημιουργεί πολλά ερμηνευτικά προβλήματα. Τα παραλείπουμε όλα αυτά γιατί είναι λεπτομέρειες που θεωρούμε ότι απομακρύνονται από τον σκοπό αυτής της εργασίας. Εδώ μας ενδιαφέρει μόνο ό,τι ήταν μυθολογικά ακούσματα των ανθρώπων της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Πολλά έλεγαν στη Φυλάκη, στο βασίλειο του Πρωτεσίλαου, και για τη θλίψη της Λαοδάμειας. Στην μεγάλη της απελπισία και την απόγνωση που την έδερνε, έφτιαξε ένα κέρινο ομοίωμα του άντρα της και μ’ αυτό στην αγκαλιά της περνούσε μέρες και νύχτες. Το ίδιο απαρηγόρητος όμως ήταν και ο Πρωτεσίλαος στον Κάτω Κόσμο.
Οι θεοί του Άδη, έλεγαν οι άνθρωποι του βασιλείου, από το πολύ κλάμα και τους στεναγμούς του Πρωτεσίλαου, τον λυπήθηκαν και του επέτρεψαν να πάει για μια μέρα στον Επάνω Κόσμο να συναντήσει τη γυναίκα του. Οι υποχθόνιοι θεοί τού έδειξαν την εύνοια να πάει για μια μέρα στη γυναίκα του, όχι απλά σαν σκιά αλλά μ’ όλη του την σωματική ακμή, αναφέρεται στα Σχόλια στον ρήτορα Αριστειδη, στη σελ. 671, σα να μην είχε πεθάνει (Λουκιανού, Νεκρικοί Διάλογοι, 23. 3).
Άλλοι έλεγαν ότι η άδεια αυτή του δόθηκε μόνο για τρεις ώρες (Υγίνου Fabulae 103). Πολύ γρήγορα όμως πέρασε για τους δυο αγαπημένους συζύγους ο χρόνος της άδειας της μιας μέρας ή των τριών ωρών. Όταν έφτασε η ώρα να φύγει ο Πρωτεσίλαος, η Λαοδάμεια μην αντέχοντας ένα καινούργιο χωρισμό, αυτοκτόνησε για ν’ ακολουθήσει στον Άδη τον άντρα της και να είναι έτσι για πάντα μαζί του.
Άλλοι βέβαια δεν τα πίστευαν αυτά και έλεγαν ότι άλλη είναι η αλήθεια. Ο πατέρας της, έλεγαν αυτοί, προσπαθούσε να την παρηγορήσει και την μάλωνε που κοιμόταν μ’ ένα κέρινο ομοίωμα του άντρα της. Πήρε μάλιστα το ομοίωμα και το έκαψε και γι’ αυτό το λόγο αυτοκτόνησε η Λαοδάμεια, γράφει ο Απολλόδωρος (Έπίτομα, 3, 30).
Άλλοι πάλι τα έλεγαν διαφορετικά. Δεν έκαψε ο πατέρας της το κέρινο ομοίωμα του Πρωτεσίλαου. Αυτό το κέρινο ομοίωμα του άντρα της κρατούσε στην αγκαλιά της και μ’ αυτό συνομιλούσε, όταν ο Ερμής της έφερε κοντά της τον Πρωτεσίλαο.
Άλλοι μύθοι έλεγαν ωστόσο ότι η Λαοδάμεια αυτοπυρπολήθηκε μαζί με το κέρινο ομοίωμα του Πρωτεσίλαου, (Υγίνου Fabulae 104) και άλλοι ότι πέθανε στην αγκαλιά του άντρα της. (Σχόλια στον Αινεία του Βιργιλίου 6. 447).
Νεότερες παραδόσεις έλεγαν εντελώς διαφορετικά τα γεγονότα. Δεν σκοτώθηκε, έλεγαν, ο Πρωτεσίλαος στην Τροία. Αυτό είναι ένα μεγάλο ψέμα. Είναι ψέματα που τα είπε με μεγάλη μαστοριά ο Όμηρος και έτσι τα πίστεψαν όλοι.
Ο Πρωτεσίλαος έζησε, έλεγαν αυτές οι μυθολογικές εκδοχές, μέχρι που τελείωσε ο πόλεμος και ξεκίνησε κι αυτός με τους συντρόφους του, όπως όλοι οι άλλοι αρχηγοί μετά το τέλος του πολέμου, να επιστρέψει στην πατρίδα του. Μάλιστα, στο καράβι του ο Πρωτεσίλαος, ανάμεσα σ’ άλλες πολλές Τρωαδίτισσες αιχμάλωτες, τις οποίες είχε πάρει από την Τροία και τις κουβαλούσε σκλάβες μαζί του, βρισκόταν και μία αδελφή του Πρίαμου, η Αιθίλλα.
Στο δρόμο όμως της επιστροφής σταμάτησαν κάπου και αποβιβάστηκαν να πάρουν νερό. Τότε η Αιθίλλα, που έμεινε στα καράβια μόνη με τις άλλες Τρωαδίτισσες γυναίκες, έβαλε φωτιά στα πλοία του Πρωτεσίλαου. Έτσι ο Πρωτεσίλαος, μην μπορώντας πια να φύγει, αναγκάστηκε να εγκατασταθεί σ’ εκείνο το μέρος, όπου έχτισε μια πόλη. Η πόλη αυτή είναι η Σκιώνη της Χαλκιδικής.
Άλλοι πάλι μύθοι έλεγαν άλλα, λίγο διαφορετικά. Πραγματικά η Αιθίλλα έκαψε τα πλοία του Πρωτεσίλαου. Αυτό όμως δεν έγινε στη Χαλκιδική, αλλά στη νότιο Ιταλία, στις εκβολές του ποταμού Ναύσιθου, όπου είχαν παρασυρθεί τα πλοία του βασιλιά της Φυλάκης και του Πτελεού. Εκεί έκτισε πόλη και εγκαταστάθηκε μόνιμα ο Πρωτεσίλαος. Ο Ναύσιθος ποταμός είναι γνωστός και με το όνομα Νέαιθος. Ναύσιθος ειναι ο σημερινός ποταμός Νέτο της Καλαβρίας. Το Νέαιθος παράγεται από το νέας (= νήας, πλοία) και το αίθω (=πυρπολώ, καίω).
Έχουμε την εντύπωση ότι όλες αυτές οι απόψεις, οι οποίες είναι σαφέστατα και πέρα από κάθε αμφιβολία, νεότερες, σκόπιμες και «κατά παραγγελία» ή «ποιητικῇ ἀδείᾳ» δημιουργίες, εξηγούνται από τις προσπάθειες που γίνονταν ν’ αποκτήσουν οι διάφορες πόλεις επώνυμο ήρωα ιδρυτή και ιστορικό παρελθόν.
Πολλά ακόμη παραμύθια κυκλοφορούσαν για το μεγάλο βασιλιά της Φυλάκης, τον Πρωτεσίλαο. Είχε, έλεγαν, ένα τεράστιο σώμα. Ήταν ολόκληρος γίγαντας, δέκα πήχεις ψηλός και θα μεγάλωνε ακόμη περισσότερο, δεν ξέρουμε πού θα έφτανε, γιατί το μεγάλωμά του δεν είχε σταματημό, αν δεν σκοτωνόταν τόσο νωρίς. Ήταν μόλις είκοσι χρόνων παλικάρι. Έλεγαν ακόμη ότι δεν ονομαζόταν από την αρχή Πρωτεσίλαος αλλά το πραγματικό του όνομα ήταν Ιόλαος. Πρωτεσίλαος ονομάστηκε μετά το θάνατό του επειδή πρώτος αυτός σκοτώθηκε για χάρη του Αχαϊκού στρατού, για χάρη του λαού του.
Πολλά είναι τα επίθετα με τα οποία χαρακτηριζόταν ο Πρωτεσίλαος: «Ἀρήιος», «Ἀπεινός», «Ἠύς», «Θεσσαλός», «Μεγάθυμος», «Γραικῶν ἄριστος», «Ποιμνίων ἀλάστωρ».

7. Ο Ποδάρκης
Μετά το θάνατο του Πρωτεσίλαου, αρχηγός στο στρατό του έγινε ο Ποδάρκης, πάλι από τη Φυλάκη, που για άλλους ήταν αδερφός του, για άλλους όμως όχι. Είναι ο δεύτερος αρχηγός στρατού στον Τρωικό Πόλεμο που έχει να παρουσιάσει η Φυλάκη της Αχαΐας Φθιώτιδας:
«Οὐδέ μέν οὐδ᾿ ἄναρχοι ἔσαν, πόθεόν γε μέν ἀρχόν• ἀλλά σφέας κόσμησε Ποδάρκης, ὄζος Ἄρηος, ᾿Ίφικλου υἱὸς πολυμήλου Φυλακίδαο, αὐτοκασίγνητος μεγαθύμου Πρωτεσιλάου ὁπλότερος γενεῇ’ ὁ δ᾿ ἅμα πρότερος καὶ ἀρείων ἥρως Πρωτεσίλαος Ἀρήιος’ οὐδέ τι λαοὶ δεύονθ᾿ ἡγεμόνος, πόθεόν γε μὲν ἐσθλὸν ἐόντα• τῷ δ᾿ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο» (Ιλιάδα, Β, 703 – 710).
Δηλαδή: «Ούτε αυτοί όμως έμειναν δίχως αρχηγό, αλλά βέβαια ποθούσαν τον αρχηγό τους. Αυτούς παρέταξε ο Ποδάρκης, το βλαστάρι του Άρεως, ο γιος του Ίφικλου του γιου του Φύλακου με τα πολλά πρόβατα, αδερφός από ίδια μάνα και πατέρα του μεγαλόκαρδου Πρωτεσίλαου, από εκείνον όμως νεότερος στην ηλικία. Εκείνος ο πολεμικός Πρωτεσίλαος ο ήρωας και μεγαλύτερος ήταν και πιο παλικάρι. Και οι μεν πολεμιστές δεν είχαν έλλειψη αρχηγού, όμως η καρδιά τους τον γύρευε, γιατί ήταν ευγενικός. Μαζί μ’ αυτόν ακολουθούσαν σαράντα σκούρα καράβια».

8. Ο Μέδοντας
Στον Τρωικό Πόλεμο έλαβε μέρος, ως αρχηγός στρατού, κι ένας ακόμα από τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας. Ήταν ο Μέδοντας. Αυτός έγινε αρχηγός του στρατού του Φιλοκτήτη, που είχε μείνει χωρίς αρχηγό, όταν οι Έλληνες παράτησαν τον Φιλοκτήτη στη Λήμνο, πληγωμένο από τα φαρμακερά βέλη του Ηρακλή ή από «ὓδρα» (νεροφίδα). Αργότερα οι μάντεις είπαν ότι για να νικήσουν οι Έλληνες, πρέπει να έρθει στην Τροία ο Φιλοκτήτης. Τότε πήγαν οι Έλληνες κι έφεραν τον Φιλοκτήτη στην Τροία. Εκεί γιατρεύτηκε από τον Μαχάονα, πολέμησε και γύρισε νικητής κι αυτός στην πατρίδα του.
Ο Μέδοντας, λοιπόν, που ανέλαβε αρχηγός του στρατού του Φιλοκτήτη, ζούσε κι αυτός στη Φυλάκη, αν και δεν ήταν αυτή η δική του πατρίδα. Αυτός καταγόταν από την Λοκρίδα. Εκεί όμως είχε διαπράξει φόνο. Είχε σκοτώσει ένα συγγενή της μητριάς του, της Εριώπιδας. Για να γλιτώσει λοιπόν την καταδίκη του από το φόνο αυτό ήρθε και βρήκε καταφύγιο στη Φυλάκη. Ζώντας στη Φυλάκη ξεκίνησε για την Τροία και έτσι έγινε αρχηγός του στρατού του Φιλοκτήτη, όσο καιρό αυτός βρισκόταν στη Λήμνο.
Στην Ιλιάδα του Ομήρου διαβάζουμε πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία για τον Φιλοκτήτη, τον λαό του και τα καράβια που είχε μαζί του αλλά και για τον Μέδοντα που αντικατέστησε τον Φιλοκτήτη και για τον λόγο για τον οποίο ο Μέδοντας βρισκόταν στη Φυλάκη όταν ξεκίνησε ο Τρωικός Πόλεμος:
« Οἳ δ᾿ ἄρα Μηθώνην καί Θαυμακίην ἐνέμοντο καὶ Μελίβοιαν ἔχον καὶ Ὀλιζῶνα τρηχεῖαν, τῶν δὲ Φιλοκτήτης ἦρχεν, τόξων εὖ εἰδώς, ἑπτὰ νεῶν• ἐρέται ἐν ἑκάστῃ πεντήκοντα ἐμβέβασαν, τόξων εὖ εἰδότες ἶφι μάχεσθαι. Ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἐν νήσῳ κεῖτο κρατέρ’ ἄλγεα πάσχων, Λήμνῳ ἐν ἠγαθέῃ, ὅθι μιν λίπον υἷες Ἀχαιῶν ἕλκει μοχθίζοντα κακῷ ὀλόφρονος ὕδρου• ἔνθ᾿ ὅ γε κεῖτ᾿ ἀχέων’ τάχα δὲ μνήσεσθαι ἔμελλον Ἀργεῖοι παρά νηυσί Φιλοκτήταο ἄνακτος. οὐδὲ μὲν οὐδ᾿ οἱ ἄναρχοι ἔσαν, πόθεόν γε μὲν ἀρχόν• ἀλλὰ Μέδων κόσμησεν, Ὀιλῆος νόθος υἱός, τὸν ῥ᾿ ἔτεκεν ῾Ρήνη ῾ὑπ᾿ ᾿Οιλῆι πτολιπόρθῳ» (Ιλιάδα, Β΄, 716 – 728).
Δηλαδή: «Όσοι καρπούνταν τη Μηθώνη και τη Θαυμακία και κατοικούσαν την Μελίβοια και την βραχώδη Ολιζώνα, αυτοί αρχηγό είχαν το Φιλοκτήτη με επτά καράβια, που ήξερε καλά από τόξα. Στο κάθε καράβι επιβιβάστηκαν πενήντα άντρες κωπηλάτες, που γνώριζαν με τόξα να πολεμούν δυνατά. Αλλά αυτός μεν ο Φιλοκτήτης υποφέροντας πόνους φοβερούς έμενε στη Λήμνο, το πανίερο νησί, όπου τον αφήκαν οι γιοι των Αχαιών να βασανίζεται από κακιά πληγή κακού νεροφιδιού. Αυτός λοιπόν έμενε εκεί στενάζοντας. Γρήγορα όμως ήταν γραφτό το βασιλιά το Φιλοκτήτη οι Αργείοι κοντά στα καράβια να τον θυμηθούν. Βέβαια ούτε αυτοί ήταν δίχως αρχηγό, όμως η καρδιά τους γύρευε τον αρχηγό τους. Τους παράταξε ο Μέδοντας, που ήταν νόθος γιος του Οϊλέα και τον γέννησε η Ρήνη από τον Οϊλέα, τον αφανιστή των πόλεων».
Για το λόγο που βρέθηκε στη Φυλάκη ο Μέδοντας, μακριά από την πατρίδα του την Λοκρίδα, μας κάνει πάλι λόγο ο Όμηρος:
« πρὸ Φθίων δέ Μέδων τε μενεπτόλεμός τε Ποδάρκης ἦ τοι ὅ μέν νόθος υἱὸς Ὀιλῆος θείοιο ἔσκε, Μέδων, Αἴαντος ἀδελφεός• αὐτὰρ ἔναιεν ἐν Φυλάκῃ γαίης ἄπο πατρίδος, ἄνδρα κατακτάς, γνωστὸν μητρυιῆς Ἐριώπιδος, ἢν ἔχ᾿ Ὀϊλεύς (Ιλιάδα, Ν , 693 – 697).
Δηλαδή: «Και μπροστά στους Φθίους ήταν ο Μέδοντας και ο γενναίος Ποδάρκης. Ο Μέδοντας ήταν νόθο παιδί του θεϊκού Οϊλέα, αδερφός του Αίαντα, μα ζούσε στη Φυλάκη αλάργα απ’ την πατρική του γη, γιατί ξέκανε τον αδερφό της μητριάς του Εριώπιδας, που ταίρι του είχε ο Οϊλέας».
Ωστόσο υπάρχει και μία άλλη διαφορετική μυθολογική εκδοχή για τον Μέδοντα. Δεν ήταν ο Μέδοντας, γιος της Ρήνης. Ήταν γιος της Αλκιμάχης από παράνομη σχέση της με τον Οϊλέα. Η Αλκιμάχη, ήταν κόρη του Αιακού και της Ενδηίδας. Ήταν επομένως ο Μέδοντας αδερφός του Τελαμώνα και του Πηλέα. Μερικοί άλλοι έλεγαν ότι η Αλκιμάχη ήταν κόρη του Φύλακου και μητέρα του Αίαντα του Λοκρού.
Όποια μυθολογική εκδοχή απ’ όλες αυτές κι αν είναι η αληθινή το γεγονός που επισημαίνουμε είναι ότι ο Μέδοντας βρισκόταν στη Φυλάκη της Αχαΐας Φθιώτιδας και από αυτή ξεκίνησε για την Τροία.
Έτσι παρουσιάζεται το μοναδικό θαρρώ φαινόμενο σε πανελλήνια κλίμακα από ένα και μόνο χωριό της Αχαΐας Φθιώτιδας, την Φυλάκη, να έχουμε τρεις αρχηγούς στρατού στον Τρωικό Πόλεμο, τον Πρωτεσίλαο, τον Ποδάρκη και τον Μέδοντα.
Δεν θα ήταν δυνατόν ένα τόσο σημαντικό γεγονός, μία μικρή δηλαδή πόλη, η Φυλάκη της Αχαΐας Φθιώτιδας, να παρατάσσει τρεις αρχηγούς στρατού στον Τρωικό Πόλεμο και αυτό να μην είχε αποτελέσει κυρίαρχο θέμα της ελληνικής μυθολογίας και να μην είχε γίνει αντικείμενο της αρχαιοελληνικής γραμματειακής παραγωγής. Ίσως κάποια σχετικά έργα χάθηκαν ή τα γεγονότα και κάποιοι σχετικοί μύθοι που τα μνημόνευαν παρασιωπήθηκαν ή έστω ξεχάστηκαν για τους λόγους που χάθηκαν και οι άλλοι τοπικοί μύθοι και οι οποίοι λόγοι αναπτύχθηκαν πιο πάνω. Είναι μάλλον αδύνατο ένα τέτοιο γεγονός να έχει παραλειφθεί από τον υπέροχο μυθοπλάστη ελληνικό λαό στη σχετική δημιουργία του.

9. Ο πρίγκιπας Νεοπτόλεμος
Σ’ αυτούς που από τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο πρέπει βεβαίως να συμπεριλάβουμε και τον γιο του Αχιλλέα, τον Νεοπτόλεμο. Πριν φθάσει στην Τροία ο Νεοπτόλεμος ονομαζόταν Πύρρος. Επειδή ήρθε στην Τροία μετά το θάνατο του πατέρα του και πολέμησε νέος στον πόλεμο, ονομάστηκε Νεοπτόλεμος.
«Τοῦ δε Ἀχιλλέως τῷ παιδί Ὅμηρος μέν Νεοπτόλεμον ὄνομα ἐν ἁπάση οἷ τίθεται τῇ ποιήσει τά δε Κύπρια ἔπη φησίν ὑπό Λυκομήδους μέν Πύρρον, Νεοπτόλεμον δε ὄνομα ὑπὸ Φοίνικος αὐτῷ τεθῆναι ὅτι ὡς Ἀχιλλεύς ἡλικίᾳ ὅτι νέος πολεμεῖν ἤρξατο». (Παυσανίας, Φωκικά, 26, 4)
Δηλαδή: Το γιο του Αχιλλέα ο Όμηρος τον ονομάζει παντού Νεοπτόλεμο. Τα Κύπρια έπη όμως λένε πως από το Λυκομήδη είχε ονομαστεί Πύρρος και πως ο Φοίνικας τον ονόμασε Νεοπτόλεμο, γιατί, όπως ο Αχιλλέας νέος ακόμα είχε αρχίσει κι αυτός να πολεμά. Ήταν δηλαδή «νέος (καινούργιος) στον πόλεμο», λέει μία ερμηνευτική προσπάθεια του ονόματός του.
Τα όσα αναφέρονται για τον Αχιλλέα και την συμμετοχή του στα γεγονότα του Τρωικού Πολέμου, ως ευρύτατα γνωστά, τα παραλείπουμε. Θα ασχοληθούμε μόνο με τον Νεοπτόλεμο και κυρίως όχι με την συμμετοχή του στα πολεμικά γεγονότα στην Τροία αλλά μ’ όσα έγιναν στην ιδιαίτερη πατρίδα του ή, για να κυριολεκτήσουμε, στη Φθία και την Αχαΐα Φθιώτιδα, γιατί αυτά κυρίως είναι αντικείμενα που ανήκουν στους σκοπούς τούτης της εργασίας.
Ο Νεοπτόλεμος, όταν γύρισε από την Τροία σε τούτα τα μέρη, έφερε μαζί του, ως το πιο πολύτιμο λάφυρο σε ανθρώπινο υλικό, την γυναίκα του Έκτορα, την περήφανη Ανδρομάχη. Του δόθηκε ως «εξαίρετον γέρας». Στα μέρη τούτα ήρθε ακόμη και μια άλλη ξακουστή γυναίκα, η πανέμορφη «σαν την χρυσή Αφροδίτη» Ερμιόνη, η κόρη της Ωραίας Ελένης και του Μενέλαου. Αυτή ήρθε στο παλάτι του Νεοπτόλεμου ως επίσημη γυναίκα του.
Στο γάμο του Νεοπτόλεμου και της Ερμιόνης, που έγινε στη Σπάρτη, παραβρέθηκε και ο Τηλέμαχος, ο γιος του Οδυσσέα που βρέθηκε εκεί ψάχνοντας να μάθει νέα για τον πατέρα του. Ο πατέρας της Ερμιόνης, ο ξακουστός βασιλιάς της Σπάρτης Μενέλαος, όταν ακόμα βρισκόταν στην Τροία, είχε υποσχεθεί στον Νεοπτόλεμο να του δώσει γυναίκα την κόρη του.
Ωστόσο όμως ο παππούς της Ερμιόνης, ο Τυνδάρεος, και ενώ ακόμη έλειπε ο πατέρας της στην Τροία, πρόλαβε και την πάντρεψε με τον Ορέστη. Έτσι ο Μενέλαος, έχοντας υποσχεθεί να την δώσει γυναίκα στον γιο του Αχιλλέα, όταν γύρισε στη Σπάρτη, αναγκάστηκε και πήρε την Ερμιόνη από τον Ορέστη και την πάντρεψε με τον Νεοπτόλεμο.
Σύμφωνα μ’ όσα διαδόθηκαν μέχρι τις μέρες μας, μέσω κυρίως των έργων του Πίνδαρου, τον Νεοπτόλεμο επιστρέφοντας από την Τροία και ενώ πήγαινε για την Σκύρο, όπου τον περίμενε η μητέρα του, μία φοβερή τρικυμία τον έριξε στην Θεσπρωτία, απέναντι από τους Παξούς, στην πόλη Εφύρα. Εκεί, κατά μία μυθολογική εκδοχή (Πίνδαρος, Παιάνες 6, 105 κ.εξ., Νέμεα 7, 36 κ. εξ.), βασίλεψε στους Μολοσσούς.
Ακουγόταν και μία άλλη εκδοχή. Η Θέτιδα συμβούλεψε τον Νεοπτόλεμο να κάψει τα καράβια του και να επιστρέψει στην πατρίδα του οδικώς, γιατί, αν ακολουθούσε το θαλασσινό δρόμο, θα είχε πολύ μεγάλες περιπέτειες.
Ο μάντης Έλενος, λέει μια άλλη μυθολογική εκδοχή, του έδωσε μια άλλη περίεργη συμβουλή. Του είπε ότι πρέπει να σταματήσει στο δρόμο της επιστροφής και να εγκατασταθεί μόνιμα στο μέρος στο οποίο θα συναντούσε ανθρώπους να κατοικούσαν σε σπίτια που θα είχαν «σιδερένια θεμέλια, ξύλινους τοίχους και μάλλινη σκεπή».
Βαδίζοντας οδικώς ο Νεοπτόλεμος, αφού πρώτα πέρασε με καράβια τον Ελλήσποντο, έφτασε κοντά στην Παμβώτιδα λίμνη. Εκεί είδε κάποιους τσοπάνους να έχουν στηρίξει όρθια στο έδαφος τα ξύλινα κοντάρια τους και από πάνω να έχουν κάνει στέγη με τις κάπες τους για να προφυλαχτούν. Τα κοντάρια ήταν μπηγμένα στο χώμα με τις σιδερένιες αιχμές τους.
Ο Νεοπτόλεμος, βλέποντας αυτό κατάλαβε ότι αυτοί οι άνθρωποι εκεί ζούσαν σε «σπίτια» που είχαν «σιδερένια θεμέλια», δηλαδή τις σιδερένιες αιχμές των κονταριών τους, «ξύλινους τοίχους» τα κατακόρυφα μπηγμένα ξύλινα κοντάρια, και «μάλλινη σκεπή», αφού για σκεπή από πάνω είχαν τις μάλλινες κάπες τους. Θεωρώντας όλα αυτά σύμφωνα με τα λόγια του Έλενου, ο Νεοπτόλεμος εγκαταστάθηκε εκεί (Ερατοσθένης, FGrHist 241 F 42 Παυσανίας 1, 11, 1).
Οι άνθρωποι όμως σε τούτη την περιοχή, την πατρίδα του Νεοπτόλεμου, άκουγαν και άλλες εκδοχές του μύθου για τον ξακουστό πρίγκιπά τους. Για πολλά χρόνια αργότερα, διηγούνταν ότι ο Νεοπτόλεμος ήρθε και εγκαταστάθηκε στην πατρίδα του πατέρα του και του παππού του.
Ο Νεοπτόλεμος, αφού παντρεύτηκε την Ερμιόνη, όταν γύρισε στην πατρίδα του, ξεκίνησε πόλεμο εναντίον του Άκαστου, του βασιλιά της Ιωλκού, γιατί ο Άκαστος, τον καιρό που ο πατέρας του και αυτός έλειπαν στην Τροία, είχε αρπάξει το βασίλειο του Πηλέα, του παππού του. Ο Πηλέας μετά την αρπαγή του βασιλείου του από τον Άκαστο πέθανε. Άλλοι πάλι έλεγαν ότι έγιναν διαφορετικά τα γεγονότα. Όταν γύρισε ο Νεοπτόλεμος από την Τροία, πρόλαβε ζωντανό τον παππού του, τον γερο Πηλέα, και από σεβασμό τον άφησε να είναι βασιλιάς στη Φθία, ενώ ο ίδιος πήγε και βασίλεψε στο Θετίδειο, το χωριό που ονομάστηκε έτσι από τη γιαγιά του , την θεά Θέτιδα.
Ακούγονταν και άλλες διαφορετικές απόψεις: Τα δυο παιδιά του Άκαστου, του βασιλιά της Ιωλκού, ο Άρχανδρος και ο Αρχιτέλης, ήταν εκείνα που είχαν διώξει τον Πηλέα από το βασίλειό του. Μετά από αυτό ο Πηλέας βρήκε καταφύγιο στην Ίκο, το σημερινό νησί Σκόπελος (Χιλιοδρόμια), όπου φιλοξενήθηκε από τον βασιλιά Μόλωνα.
Και άλλα ακόμη έλεγαν για τον Νεοπτόλεμο σε τούτα τα μέρη. Σαν γύρισε από την Τροία, θέλησε να εκδικηθεί τον θεό Απόλλωνα, που είχε σκοτώσει τον πατέρα του, τον ξακουστό Αχιλλέα. Ξεκίνησε λοιπόν να πάει στους Δελφούς. Ο Ορέστης όμως, ο οποίος ήταν αρραβωνιασμένος, με την Ερμιόνη πριν αυτή παντρευτεί τον Νεοπτόλεμο, ήρθε στο παλάτι του Νεοπτόλεμου να πάρει την Ερμιόνη και να εκδικηθεί για την προσβολή που του έγινε. Δεν βρήκε εκεί τον Νεοπτόλεμο, γιατί αυτός είχε φύγει για τους Δελφούς. Έτσι ο Ορέστης εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία, και πήρε την Ερμιόνη από το παλάτι του Νεοπτόλεμου. Δεν αρκέστηκε όμως μόνο σ’ αυτό. Έφτασε κι αυτός στους Δελφούς και εκεί συνάντησε και σκότωσε τον Νεοπτόλεμο. Μετά τον θάνατο του Νεοπτόλεμου, η Θέτιδα, έστειλε την Ανδρομάχη και τον Μολοσσό, το γιο που αυτή είχε αποκτήσει με τον Νεοπτόλεμο, στην Ήπειρο. Εκεί ο γιος αυτός του Νεοπτόλεμου, ο Μολοσσός, βασίλεψε στους ανθρώπους που απ’ αυτόν ονομάστηκαν Μολοσσοί.
Ακούγονταν και άλλες εκδοχές του μύθου. Δεν ήταν ο Ορέστης αυτός που σκότωσε τον Νεοπτόλεμο στους Δελφούς. Τον Νεοπτόλεμο τον σκότωσε εκεί ένας ιερέας των Δελφών, ο Μαχαιρέας.
«Δείκνυται δ” ἐν τῷ τεμένει τάφος Νεοπτολέμου κατὰ χρησμὸν γενόμενος, Μαχαιρέως ἀνελόντος αὐτόν, ὡς μέν μύθος, δίκας αἰτοῦντα τὸν θεόν τοῦ πατρώου φόνου, ὡς δἐ τό εἰκός, ἐπιθέμενον τῷ ἱερῷ» (Στράβ. Θ 3, 9).
Ο Μαχαιρέας ήταν ένας ιερέας στους Δελφούς. Ήταν αυτός που κρατούσε στα χέρια του την «ιερή δελφική μάχαιρα». Μ’ αυτή θυσίαζε τα ζώα που προσφέρονταν στον Απόλλωνα. Όσοι πρόσφεραν κάποιο ζώο για θυσία στο ιερό των Δελφών έπρεπε, σύμφωνα με την συνήθεια που υπήρχε, να προσφέρουν ένα μέρος του σφαχτού, «το ιερό μερίδιο», όπως το ονόμαζαν, για τους ιερείς του ναού.
Ο Μαχαιρέας όμως, στην περίπτωση του Νεοπτόλεμου, δεν αρκέστηκε μόνο σ’ αυτό το μερίδιο. Ζήτησε από τον Νεοπτόλεμο, εκτός από «το ιερό μερίδιο» του κρέατος του ζώου, και ένα επί πλέον μερίδιο για το μαχαίρι που χρησιμοποποιήθηκε για τη σφαγή του ζώου, «το μερίδιο της ιερής δελφικής μάχαιρας».
Ο Νεοπτόλεμος αρνήθηκε να προσφέρει μέρος του σφαχτού και για την ιερή μάχαιρα. Διαμαρτυρήθηκε μάλιστα στους ιερείς γι’ αυτή τους την απαίτηση και στον καυγά που ακολούθησε ο Μαχαιρέας σκότωσε τον Νεοπτόλεμο (Πίνδαρος, Εις Νεμεονίκας 7, 42. Σχόλια στον Πίνδαρο).
Εδώ όμως, κάποιοι παραμυθάδες της περιοχής, έλεγαν και άλλα, διαφορετικά από αυτά, παραμύθια. Δεν ήρθε ο Νεοπτόλεμος, έλεγαν αυτοί, αμέσως μετά τον Τρωικό Πόλεμο στην πατρίδα του.
Η γιαγιά του, η Θέτιδα, που σαν θεά που ήταν ήξερε πόσα βάσανα περιμένουν τους Έλληνες βασιλιάδες κατά το γυρισμό τους στις πατρίδες τους από την Τροία, για την ασέβεια που είχαν δείξει στους θεούς, συμβούλεψε τον εγγονό της να μην γυρίσει αμέσως, αλλά να περιμένει μέχρι να περάσει ο θυμός των θεών, ξεσπώντας πάνω στους άλλους ήρωες, και ύστερα να ξεκινήσει και αυτός. Αυτό έκανε ο Νεοπτόλεμος, Μας τα βεβαιώνει όλα αυτά και ο Απολλόδωρος (6, 12 κ. εξ. 7, 40 κ. εξ.).
Οι δυο ξακουστές γυναίκες, Ανδρομάχη και Ερμιόνη, η πρώτη από τη μακρινή Τροία (που μπορεί όμως, όπως αναφέρουμε σε άλλες σελίδες, να ήταν από τις Φθιώτιδες Θήβες, τις Υποπλάκιες Θήβες του Ομήρου και η άλλη από την μακρινή επίσης Σπάρτη, που ανταμώθηκαν στο παλάτι του Νεοπτόλεμου, ήρθαν, όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, σε μεγάλες προστριβές μεταξύ τους.
Η μία ήταν η επίσημη γυναίκα και η άλλη η ερωμένη. Δεν μπορούσε παρά να ζηλεύονται και να μισούνται μεταξύ τους. Το μίσος αυτό γινόταν μεγαλύτερο και από ένα άλλο γεγονός. Η Ερμιόνη, η κανονική γυναίκα του Νεοπτόλεμου, που ήταν και Ελληνίδα βασιλοπούλα, δεν μπορούσε ν’ αποκτήσει παιδιά κι αυτό την έκανε να ζηλεύει πάρα πολύ την Ανδρομάχη. Φοβόταν μήπως η Ανδρομάχη τής πάρει τη θέση της και γίνει κανονική βασίλισσα, γιατί η Ανδρομάχη είχε ήδη αποκτήσει παιδί με τον Νεοπτόλεμο, τον Μολοσσό, τον επώνυμο ήρωα της χώρας των Μολοσσών στην Ήπειρο.
Σύμφωνα μάλιστα με τον Παυσανία, η Ανδρομάχη είχε χαρίσει και άλλους δυο γιους στον Νεοπτόλεμο, τον Πίελο και τον Πέργαμο, ιδρυτή της ομώνυμης πόλης στην Ασία: «καί οἱ παῖς μὲν Ἑρμιόνης ἐγένετο οὐδείς, ἐξ Ἀνδρομάχης δὲ Μολοσσὸς καὶ Πίελος καὶ νεώτατος ὁ Πέργαμος» (Παυσανίας, Αττικά, 11, 1).
Ακουγόταν όμως και μία άλλη εκδοχή σύμφωνα με την οποία παιδιά του Νεοπτόλεμου και της Ανδρομάχης ήταν ο Πύρρος, ο Μολοσσός, ο Αιακίδης και η Τρωάδα.
Ο Μολοσσός μαζί με την μητέρα του Ανδρομάχη, σύμφωνα με όσα μας λέει ο Ευριπίδης στο έργο του «Ανδρομάχη», κατέφυγαν τελικά, διωγμένοι από την Ερμιόνη, τη νόμιμη γυναίκα του Νεοπτόλεμου, στην Ήπειρο, όπου ο Μολοσσός διαδέχτηκε στο θρόνο τον Έλενο και έγινε βασιλιάς των Μολοσσών.
Για να υποστηρίξει την κόρη του Ερμιόνη, που κινδύνευε να χάσει το θρόνο της αλλά και τον άντρα της, ήρθε, στα παλάτια του Νεοπτόλεμου, από τη μακρινή Σπάρτη, σύμφωνα με τον Ευριπίδη, και ο ίδιος ο μεγάλος βασιλιάς της Σπάρτης, ο ξακουστός Μενέλαος. Ο Ευριπίδης στο έργο του «Ανδρομάχη» μας παρουσιάζει την Ανδρομάχη να λέει στον πρόλογο του έργου
«ἜΕνθ᾿ οἶκον ἔσχε τόνδε παῖς Ἀχιλλέως, Πηλέα δ᾿ ἀνάσσειν γῆς ἐᾷ Φαρσαλίας, ζῶντος γέροντος σκῆπτρον οὐ θέλων λαβεῖν. Κἀγὼ δόμοις τοῖσδ᾿ ἄρσεν ἐντίκτω κόρον, πλαθεῖσ᾿ Ἀχιλλέως παιδί, δεσπότῃ δ᾿ ἐμῷ».
Δηλαδή: «Εδώ έχει το σπίτι του και κάθεται ο γιος του Αχιλλέα. Βασιλιά στα Φάρσαλα άφησε τον Πηλέα, γιατί όσο ζει ο γέρος δεν θέλει να του πάρει το σκήπτρο. Κι εγώ μέσα σ’ αυτά τα σπίτια γέννησα αγόρι με τον αφέντη μου και γιο του Αχιλλέα».
Στο ίδιο έργο του ο Ευριπίδης βάζει την Ανδρομάχη να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους την εχθρευόταν η Ερμιόνη:
«Λέγει γάρ ὥς νιν φαρμάκοις κεκρυμμένοις τίθημ᾿ ἂπαιδα καὶ πόσει μισουμένην, αὐτὴ δὲ ναίειν οἶκον ἀντ᾿ αὐτῆς θέλω τόνδ᾿, ἐκβαλοῦσα λέκτρα τἀκείνης βίᾳ».
Δηλαδή: «Λέει (η Ερμιόνη) πως τάχα εγώ με κρυφά βοτάνια δεν την αφήνω ν’ αποχτήσει παιδί και την κάνω μισητή στον άντρα της και πως μέσα σε τούτο το σπίτι θέλω να κατοικώ εγώ αντί γι’ αυτήν και το νυφικό της το κλινάρι στανικά να το πετάξω».
Στο ίδιο έργο η Ερμιόνη απευθύνεται κάποια στιγμή στην Ανδρομάχη, με μεγάλη κακία και μίσος, και της λέει:
«Σὺ δ᾿ οὖσα δούλη καί δορίκτητος γυνή δόμους κατασχεῖν ἐκβαλοῦσ᾿ ἡμᾶς θέλεις τούσδε, στυγοῦμαι δ᾿ ἀνδρί φαρμάκοισι σοῖς, νηδύς δ᾿ ἀκύμων διά σέ μοι διάλλυται• δεινή γὰρ ἠπειρῶτις ἐς τά τοιάδε ψυχή γυναικῶν• ὧν ἐπισχύσω σ᾿ ἐγώ, κοὐδέν σ᾿ ὀνήσει δῶμα Νηρῇδος τόδε, οὐ βωμός οὐδέ ναός, ἀλλά κατθανῇ».
Δηλαδή: «Κι εσύ σκλάβα, μια γυναίκα κονταροπαρμένη, θέλεις να με διώξεις εμένα από το σπίτι και να γενείς εσύ κυρά εδώ μέσα και με τα μάγια τα δικά σου με σιχαίνεται ο άντρας μου κι είσαι συ η αφορμή που άκαρπη χάνεται η κοιλιά μου. Φοβερή σε κάτι τέτοια είναι η ψυχή των γυναικών απ’ την Ασία. Μα εγώ απ’ αυτά τα έργα σου θα σε σταματήσω. Και καθόλου δε θα σ’ ωφελήσει μήτε ετούτο το παλάτι της Νηρηίδας μήτε ο βωμός της μήτε κι ο ναός της. Θα πεθάνεις.»
Τελικά η Ερμιόνη, όπως είπαμε παραπάνω, κατάφερε και έδιωξε από τη Φθία την Ανδρομάχη μαζί με το γιο της Μολοσσό στην Ήπειρο. Εκεί ο Μολοσσός έγινε βασιλιάς της χώρας και διαδέχθηκε στο θρόνο τον Έλενο.

10. Η Ανδρομάχη ήταν πριγκίπισσα
των Φθιωτίδων Θηβών;
Για την Ανδρομάχη και τις σχέσεις της με τον Νεοπτόλεμο και τον πατέρα τού Νεοπτόλεμου, τον Αχιλλέα, υπάρχουν και άλλα στοιχεία, πολύ ενδιαφέροντα, και αμφιλεγόμενα ίσως, αλλά που πρέπει ν’ αναφερθούν μια και ασχολούμαστε με τη Μυθολογία της περιοχής Αλμυρού και της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Η Ανδρομάχη ήταν κόρη του Ηετίωνα, ο οποίος, σύμφωνα μ’ όσα μας λέει ο Όμηρος στην Ιλιάδα του, ήταν βασιλιάς στις Υποπλάκιες Θήβες της Κιλικίας. Υποπλάκιες Θήβες σημαίνει, κατά τους ειδικούς ερευνητές, πόλη με το όνομα Θήβες που βρισκόταν στους πρόποδες κάποιου βουνού που λεγόταν Πλάκον ή Πλάκος. Ήταν δηλαδή οι Θήβες «υπό το(ν) Πλάκον».
Όπως όμως μας βεβαιώνει ο Στράβωνας, κατά εποχή του, στην Κιλικία και στην γύρω από αυτήν περιοχή δεν υπήρχε, ούτε πόλη Θήβες ούτε όρος Πλάκον. Η ανυπαρξία αυτή, ακόμα και ως ονομασίας ή και ως ανάμνησης της πόλης Θήβες και του όρους Πλάκον, από την εποχή ακόμα του Στράβωνα, δημιούργησε στους ερευνητές πολλά προβλήματα.
Ο Leake, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα αυτό, μετά από συλλογισμούς, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι Υποπλάκιες Θήβες είναι οι Φθιωτικές Θήβες της περιοχής Αλμυρού.
Μπορεί ίσως να ηχεί παράξενα και να δημιουργεί πολλά προβλήματα αυτή η άποψη, όταν μάλιστα η εκδοχή αυτή μνημονεύεται σε μια εργασία όπως ετούτη, εργασία η οποία, ακροβατώντας μεταξύ της παθιασμένης πατριδολατρείας και της αναζήτησης της αλήθειας, μνημονεύοντας τέτοιες απόψεις, κινδυνεύει να χαρακτηρισθεί ίσως μεροληπτική, αλλά η ίδια υπόθεση έχει απασχολήσει και άλλους οι οποίοι οπωσδήποτε δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ότι διακατέχονται από μεροληπτικές πατριδολατρικές έμμονες ιδέες – κατηγορία που μπορεί ίσως ν’ αποδοθεί στον υπογράφοντα αυτή την εργασία – και οι οποίοι επίσης καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα
Την άποψη ότι οι Υποπλάκιες Θήβες του Ομήρου δεν είναι άλλες παρά οι Φθιώτιδες Θήβες του Αλμυρού την υποστήριζε και ο αρχαιολόγος Αρβανιτόπουλος που διενήργησε στην περιοχή αυτή ανασκαφές.
Σχετικές πληροφορίες υπάρχουν στο περιοδικό Πινακοθήκη, (Περιοδικό που εκδιδόταν στην Αθήνα), έτος ΚΒ, Τεύχος 262 -263 -264 (Δεκέμβριος 1922 – Ιανουάριος -Φεβρουάριος 1923), Τιμ. Αμπελάς, Το λουτρόν της Αφροδίτης, σελ. 53.
O Staehlin στο βιβλίο του «Das Hypoplakische Theben. Eine Sagenverschiebung bei Homer» (Η Υποπλακίη Θήβη. Μία μετατόπιση θρύλων στον Όμηρο (Μόναχο , 1907) υποστηρίζει επίσης ότι η Υποπλακίη Θήβη είναι οι Φθιωτικές Θήβες, δηλαδή η αρχαία πόλη κοντά στις σημερινές Μικροθήβες του Αλμυρού.
Ο Ηετίωνας, ο βασιλιάς των Υποπλακίων Θηβών, ήταν βασιλιάς των Φθιωτίδων Θηβών. Τον μύθο αυτόν για την καταστροφή των Φθιωτίδων Θηβών από τον Αχιλλέα και τον φόνο τού βασιλιά τους Ηετίωνα τον μετέφεραν στην Κιλικία μετανάστες στην εκεί περιοχή, προφανώς από την Αχαΐα Φθιώτιδα.
Ο Όμηρος, που άκουσε εκεί τον μεταφερμένο από τούτα τα μέρη μύθο ή έστω κάποιο σχετικό άσμα να συνοδεύει την φήμη για τον πρώτο των Ελλήνων ηρώων, τον μεγάλο Αχιλλέα, τον ενέπλεξε στα κατορθώματα του Αχιλλέα που πραγματοποιήθηκαν στις περιοχές γύρω από την Τροία, μεταθέτοντας εκεί και τις Φθιωτικές Θήβες ως Υποπλάκιες, αν και εκεί δεν υπήρχε, σύμφωνα τουλάχιστον με τον Στράβωνα, από την εποχή του ακόμα, ούτε πόλη Θήβαι ούτε όρος Πλάκος.
Προβλήματα βεβαίως δημιουργεί και η μη ύπαρξη και στην περιοχή των Φθιωτίδων Θηβών όρους με όνομα Πλάκος. Το θέμα αντιμετώπισαν πολλοί. Ο Νικόλαος Γιαννόπουλος, ανάμεσα στον τεράστιο όγκο των εργασιών του, ασχολήθηκε και με το θέμα αυτό. Στην περιοδική έκδοση «Επτανησιακή Επιθεώρησις» Έτος Γ”, τεύχος 4, (Αύγουστος 1924), σελ. 55 -56, δημοσίευσε ειδικό άρθρο με το θέμα αυτό στο οποίο γράφει τα παρακάτω:
«Τὴν ὑπόθεσιν τοῦ Λὴκ ἀνενέωσεν ἐσχάτως ὁ Γερμανός Staehlin ἐκδούς μονογραφίαν ἰδίαν περί τῆς Ὑποπλακίης Θήβης (Das HypoplaKische Theben, eine Sagenverschiebung bei Homer, Munchen, 1907). Οὗτος θεωρεῖ τὰς Φθιώτιδας Θήβας (Ἄκετσι) ὡς τήν Ὑποπλακίην Θήβην τοῦ Ἡετίωνος, τήν ὁποίαν ἐκυρίευσε καί κατέστρεψεν ὁ Ἀχιλλεύς ὁρμώμενος ἐκ Φθίης, δηλαδή τῆς Φαρσάλου. Ὁ Ὅμηρος παρέλαβεν τήν παράδοσιν ταύτην ἐκ τῶν μεταναστευσάντων εἰς Ίωνίαν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας Ἑλλήνων μετά τήν δωρικήν εἰσβολὴν, ἀλλά μετήγαγεν αὐτήν εἰς τήν Κιλικίαν, ἔνθα ἔθηκε τήν Ὑποπλακίην Θήβην καἰ το Βασίλειον τοῦ Ἠετίωνος, ὅπερ δῆθεν κατέστρεψεν ὁ Ἀχιλλεύς διότι ἐν Ἰλιάδος Ζ, 414 ἡ σύζυγος τοῦ ῞Εκτορος Ἀνδρομάχη λέγει:
«ἦ τοι γὰρ πατέρ᾿ ἁμόν ἀπέκτανε δῖος Ἀχιλλεύς, ἐκ δέ πόλιν πέρσεν Κιλίκων ἐύ ναιετόωσαν, Θήβην ὑψίπυλον• κατά δ᾿ ἔκτανεν Ἠετίωνα».
Καί ἀλλαχοῦ ὡς ἐν Ἰλιάδι . Τ, 291 καἰ ἑξῆς, Α, 366 καί ἑξῆς καἰ Β, 688 καἰ ἑξῆς. Ὁ Στράβων σχολιάζων τούς στίχους τούτους (Ζ, 414 καί ἑξῆς): «μητέρα δ᾿ ἥ βασίλευεν ὑπό Πλάκῳ ὑληέσσῃ», δέν εὑρίσκει ἐν Κιλικίᾳ Θήβας οὔτε ὄρος Πλᾶκον ὑλῆεν• διό καί λέγει: «Ἀνάγκη δέ καί τό ὄρος Πλᾶκος εἶναι πλησίον».
Ἀλλ᾿ ἡ παράδοσις ἤ τό ᾆσμα, ὅπερ ἤκουσεν ὁ ῝Ομηρος ἐγένετο ἐν Θεσσαλίᾳ, ὁ Ἠετίων ἐβασίλευσεν ἐν Φθιώτισι Θήβαις• ὁ Ἀχιλλεύς ἐξεπόρθησε καί κατέστρεψε τήν πόλιν φονεύσας καί τόν Ἠετίωνα καί μετενεγκών εἰς Φθίαν ἄπειρα λάφυρα.
Ὁ Στράβων ἐνόμιζεν ὅτι Πλᾶκος ἦτο ὄρος καί ἠ Θήβη ἔκειτο ὑπό τό ὄρος (Ὑποπλακίη), ἀλλά παρ᾿ Ὁμήρῳ Πλᾶκος = πεδιάς διό καί Ὑποπλακίη Θήβη ἤ Ὑποπλάκιαι Θῆβαι εἶναι αἱ Φθιώτιδες Θῆβαι, διότι ἐάν ἀποβλέψῃ τις ἐκ τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου πρός τήν πεδιάδα Ἁλμυροῦ βλέπει τὸ Ἄκετσι και τά ἐρείπια τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν νά ὑπόκεινται τρόπον τινά τῆς πεδιάδος• ἀλλά καἰ ἡ γνώμη τοῦ κ. Ἀρβανιτοπούλου (Ἀρβανιτόπουλος, Πρακτικά Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας 1908, σελ. 94-198) ὅτι Πλᾶκος ἐννοεῖται τό ὀροπέδιον το ἀπό τοῦ Ἄκετσι μέχρι Περσουφλί καί ἑξῆς, τό ὁποῖον ἔτι καί νῦν εἶναι δασῶδες (ὑλῆεν) δὲν σφάλλεται. Ἀλλά καὶ αὐτή ἡ πεδιάς τοῦ Ἁλμυροῦ ἐάν ἀφεθῇ ἐπί τινα ἔτη ἀκαλλιέργητος καί ἄνευ νομῆς ζώων εὐκόλως ἀναδασοῦται, διότι τό χῶμα εἶναι ὀρεινόν. Καί μέ ὅλην τήν ἐντατικήν καλλιέργειαν τῶν χρόνων ἡμῶν καί τήν ἐνδελεχῆ ὑλοτομίαν ἱκανά δάση ἔχει ἡ πεδιάς τοῦ Ἁλμυροῦ.
Συνεπῶς τό Πλᾶκος ὑλῆεν ἐφαρμόζεται καλῶς ἐπί τοῦ Κροκίου Πεδίου και ἐπὶ τοῦ ὀροπεδίου Ἄκετσι – Περσουφλί. Ὀρθῶς λοιπόν καί ὁ Staehlin καί ὁ Ἀρβανιτόπουλος ὥρισαν τάς θέσεις τῶν Ὑποπλακίων Θηβῶν, διότι καἰ ἡμεῖς ὡς ἐντόπιοι γνωρίζομεν καλῶς τάς ἰδιότητας τοῦ ἐδάφους τῆς χώρας μας. Καί ἡμεῖς ἀπὀ τοῦ ἀτμοπλοίου πολλάκις παρετηρήσαμεν τό κρόκιον πεδίον καὶ εἴδομεν ὅτι το ἀπό τοῦ Ἁλμυροῦ, Ἀϊδινίου και Ἄκετσι καί πρός δυσμάς τμῆμα αὐτοῦ ὄντως ὑπέρκειται τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν.
Τοῦτο δέ καί αὐτός ὁ Στράβων ἀσυναισθήτως βεβαιοῖ ἐν τοῖς Φθιωτικοῖς αὐτοῦ, λέγων: «ὑπέρκειται μέν τό Κρόκιον Πεδίον, ὑπόκεινται δέ Θῆβαι (αἱ Φθιώτιδες.)»
Αλλά και ο κορυφαίος φιλόλογος, μεγάλος ελληνιστής και σπουδαίος μελετητής του Ομήρου, περίφημος καθηγητής, γερμανός βαρώνος Fr Hiller Von Gartringen, σύζυγος της κόρης του περίφημου Βιλαμόβιτς, επαινώντας, σ΄ ένα ειδικό ελεγείο που συνέθεσε ειδικά για τον σκοπό αυτό, και το οποίο φυλάσσεται στα κατάλοιπα του Γιαννόπουλου, το «Δελτίο» της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού, γράφει τα εξής :
«Δελτίον ἦλθε σοφὸν, τὸ μάλ’ ἐνδυκέως ἐτέλεσσεν Ὄθρυος ὃς φθίην σύλλογος ἀμφὶς ἔχει, ῎Οθρυος, ὃς καὶ ῎Αλον καὶ Πύρασον αἰπὺ τε Θηβῶν ἄστυ Ὑποπλακίων Ἀμφανέας τε νέμει.» Το ελεγείο δημοσιεύθηκε στο 1ο τεύχος της δεύτερης περιόδου του «Δελτίου» της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού «Όθρυς» (Αλμυρός 1997, σελ. 88).
Στο ελεγείο αυτό, όπως φαίνεται από τους παραπάνω τέσσερις πρώτους στίχους του, ο σοφός γερμανός καθηγητής, περιγράφοντας κατά κάποιο τρόπο την περιοχή για την μελέτη της ιστορίας της οποίας ενδιαφερόταν η Φιλάρχαιος Εταιρεία Αλμυρού «Όθρυς», συμπεριλαμβάνει σ’ αυτή την περιοχή και τις Υποπλάκιες Θήβες, συμφωνώντας προφανώς με τους άλλους ερευνητές.
Αυτά λένε όσοι ασχολήθηκαν με το θέμα επιστημονικά. Έτσι δεν απομένει σε μας παρά να επισημάνουμε για μια ακόμη φορά την σπουδαιότητα των μύθων της περιοχής και την αρχαιότητά τους. Μιλήσαμε πολλές φορές λέγοντας ότι οι μύθοι των περιοχών οι οποίες δεν έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην όλη ιστορία της πατρίδας μας πρέπει να προσεχθούν περισσότερο, γιατί πρέπει να είναι αυθεντικότεροι. Το παραπάνω παράδειγμα, έστω και με όσες και όποιες αμφιβολίες και αμφισβητήσεις μπορεί να διατυπωθούν, δικαιώνει την άποψή μας για μια ακόμη φορά.
Για το ίδιο θέμα μπορεί όποιος ενδιαφέρεται να ιδεί στο ΔΕΛΤΙΟ ΤΗΣ ΦΙΛΑΡΧΑΙΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΑΛΜΥΡΟΥ «ΟΘΡΥΣ», Περίοδος β, τεύχος 1, σελ. 86 – 92, Ιωάννης Ρ. Πανέρης, Εγκωμιαστικό Ελεγείο του H. v. Gartringen για την Εταιρεία μας. Η διαρκής ακτινοβολία της και η λειτουργική αυτογεφύρωσή της, (Υποσημείωση 12).
Θα πρέπει, νομίζουμε, να προσθέσουμε στο σημείο αυτό ότι η Κιλικία παλαιότερα λεγόταν Υπαχαΐα, όνομα το οποίο ίσως δηλώνει κάποια σχέση (εξάρτησης; εποίκισης;) με την Αχαΐα (Φθιώτιδα).
Αυτή η υποδηλούμενη σχέση είναι ενισχυτική της άποψης ότι ο μύθος του Ηετίωνα και της Ανδρομάχης των (Φθιωτίδων) Θηβών είναι δυνατόν να ήταν γνωστή στον Όμηρο και να ενσωματώθηκε στο έπος του μεταφερμένη από την (Φθιώτιδα) Αχαΐα στην (Υπ)Αχαΐα.
Η περιοχή λοιπόν εκείνη λεγόταν Υπαχαΐα. Η ονομασία Κιλικία της ίδιας περιοχής είναι κατοπινή. Δηλαδή αργότερα όταν έφτασε εκεί ο Κίλικας, ένας από τους γιους του Αγήνορα, ψάχνοντας για την αδερφή του, την Ευρώπη, και εγκαταστάθηκε σ’ αυτήν, την ονόμασε Κιλικία: «Οὗτοι (οι Κίλικες) τό παλαιόν Ὑπαχαιοί ἐκαλέοντο, ἐπί δέ Κίλικος τοῦ ᾿Αγήνορος. . .ἔσχον τὴν ἐπωνυμίαν (Κίλικες)» (Ηρόδοτος Ζ, 91).
Βεβαίως είναι γνωστές στους μυθολόγους και άλλες μεταφορές μύθων. Π. χ. ο μύθος της Ομφάλης που αναφέρεται στη Λυδία, όπως αναφέρουμε σ’ άλλο σημείο της εργασίας μας αυτής, έχει μεταφερθεί εκεί από την Θεσσαλία ή έστω, σύμφωνα με άλλους, από την Ήπειρο.
Μεταφερμένος θεωρείται και ο μύθος του Βαλλερεφόντη. Εξάλλου είναι πολλοί οι μύθοι που υπήρχαν πριν από την εποχή του Ομήρου και των οποίων έχει χαθεί αυτή η προομηρική τους μορφή εξαιτίας της ωραιοποιημένης ποιητικής μορφής με την οποία τους παρουσίασε ο Όμηρος. Πολλοί είναι οι μύθοι που έφτασαν μέχρι την σημερινή εποχή, όχι με την αρχική τους μορφή αλλά με τον όμορφο ποιητικό μανδύα που τους φόρεσε ο Όμηρος.
Να υπήρχαν άραγε κάποτε στην περιοχή του Αλμυρού μύθοι που έλεγαν ότι η Ανδρομάχη ήταν μια πριγκιποπούλα που ζούσε στην περιοχή του χωριού των σημερινών Μικροθηβών, κόρη του βασιλιά Ηετίωνα, που τον νίκησε και κατέστρεψε το βασίλειό του ο Αχιλλέας και να ξεχάστηκαν εντελώς όπως τόσοι και τόσοι άλλοι μύθοι; Μήπως έτσι εξηγείται καλύτερα και το γεγονός ότι η Ανδρομάχη, ανάμεσα σε τόσους και τόσους άλλους σπουδαίους πολέμαρχους και βασιλιάδες στον Τρωικό Πόλεμο, γίνεται γυναίκα του Νεοπτόλεμου, του νεαρότατου πρίγκιπα που «κατά σύμπτωση» είναι πρίγκιπας του γειτονικού «των Υποπλακίων (Φθιωτικών) Θηβών» βασιλείου; Μήπως όλα αυτά ξεχάστηκαν επειδή ο Όμηρος τα ανακάτεψε με τ’ άλλα κατορθώματα των ηρώων του στον Τρωικό Πόλεμο και η μεγάλη διάδοση των ομηρικών επών σκέπασε οριστικά και τελεσίδικα τους αληθινούς μεν αλλά ανυποστήρικτους προϋπάρχοντες μύθους μιας ασήμαντης περιοχής;
Μιλούμε βέβαια κάνοντας υποθέσεις που ίσως κάποτε στο μέλλον φωτισθούν περισσότερο. Παραμύθια για βασιλόπουλα που κάνουν πολλά κατορθώματα πριν πάρουν γυναίκα τους μια όμορφη και ξακουστή βασιλοπούλα υπάρχουν, και αναφέρονται σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, πολλά. Να είναι κάποιο από αυτά μακρινός απόηχος του παραπάνω μύθου; Είναι μια πολύ γοητευτική υπόθεση την οποία κάποιοι μπορούν να την χαρακτηρίσουν επιπόλαιη, μη επιστημονική και πολύ απλοϊκή. Πειράζει όμως τάχα τόσο πολύ να μην την απορρίπτουν με πολλή ευκολία κάποιοι; Μήπως δεν έχουμε και άλλους μύθους που μετατοπίστηκαν σε άλλες περιοχές από τούτον τον τόπο;
Και κάτι άλλο σχετικό για δημιουργία περισσότερου προβληματισμού ή για να μειωθούν, έστω ν’ αμβλυνθούν, οι όποιες διαφωνίες και αμφισβητήσεις μπορεί να διατυπωθούν και το οποίο εμείς το βρίσκουμε πολύ σημαντικό και νομίζουμε ότι ενισχύει τις απόψεις που υποστηρίζουμε.
Σύμφωνα με ένα μύθο, ο Πέργαμος, ο τρίτος γιος του Νεοπτόλεμου και της Ανδρομάχης (οι άλλοι δύο ήταν ο Μολοσσός και ο Πίελος), όταν πέθανε ο Έλενος, ο οποίος είχε παντρευτεί την Ανδρομάχη μετά τον γάμο της με τον Νεοπτόλεμο, πήρε τη μητέρα του και αποίκους και ήρθε στη Μικρά Ασία όπου έχτισε μία πόλη που την ονόμασε Πέργαμο. Η πόλη Πέργαμος λεγόταν και Ανδρομάχη από το όνομα της μητέρας του ιδρυτή της.
Έτσι δεν αποκλείεται ο Όμηρος, βρίσκοντας να υπάρχει στις μνήμες των ανθρώπων στην Μικρά Ασία η Ανδρομάχη και οι μύθοι γύρω από αυτήν, να την τοποθέτησε εκεί. Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι οι Περγαμηνοί τιμούσαν ιδιαίτερα την Ανδρομάχη.
«Ἑλένου δέ ὡς ἐτελεύτα Μολοσσῷ τῷ Πύρρου παραδόντος τήν ἀρχήν, Κεστρῖνος μέν σύν τοῖς ἐθέλουσιν Ἠπειρωτῶν τήν ὑπέρ Θύαμιν ποταμόν χώραν ἔσχε, Πέργαμος δὲ διαβάς ἐς τήν Ἀσίαν Ἄρειον δυναστεύοντα ἐν τῇ Τευθρανίᾳ κτείνει μονομαχήσαντά οἱ περί τῆς ἀρχῆς καἰ τῇ πόλει τό ὄνομα ἔδωκε τό νῦν ἀφ” αὑτοῦ και Ἀνδρομάχης – ἠκολούθει γάρ οἱ) καί νῦν ἐστιν ἡρῶον ἐν τῇ πόλει».
(Αφού παρέδωσε την εξουσία ο Έλενος στον Μολοσσό, τον γιο του Πύρρου, όταν πέθαινε, ο μεν Κεστρίνος με Ηπειρώτες εθελοντές, κατέλαβε την χώρα πέρα από τον Θύαμη ποταμό, και ο Πέργαμος πέρασε στην Ασία, και, σε μονομαχία για την εξουσία, σκότωσε τον Άρειο, τον ηγεμόνα της Τευθρανίας, και έδωσε ο Πέργαμος στην πόλη το τωρινό της όνομα από τον εαυτό του για την Ανδρομάχη, η οποία τον είχε ακολουθήσει, και τώρα υπάρχει ηρώο στην πόλη). (Παυσανίας, Ι, 11, 2.)

11. Ο αργοναύτης Θέστορας. . .σύντροφος του Οδυσσέα
Βεβαίως οι μύθοι οι σχετικοί και με τους άλλους ήρωες του Τρωικού Πολέμου όχι μόνο, όπως ήταν φυσικό, δεν ήταν άγνωστοι στην περιοχή, αλλά αποτελούσαν και θέματα διακόσμησης αγγείων και άλλων παραστάσεων.
Όπως μας βεβαιώνει ο αρχαιολόγος Αρβανιτόπουλος, (Αρχαιολογική Εφημερίδα 1910, στήλες 82 -94, Μεγαρικοί σκύφοι Φθιωτίδων Θηβῶν) που διενήργησε ανασκαφές στο χώρο των Φθιωτίδων Θηβών, βρήκε εκεί τεμάχια πήλινων σκύφων με παραστάσεις από τη μυθολογία του Τρωικού Πολέμου.
Σε μερικά τεμάχια των σκύφων αυτών παριστανόταν ο γνωστός μύθος της μεταμόρφωσης από την Κίρκη των συντρόφων του Οδυσσέα σε χοίρους. Το ενδιαφέρον μάλιστα με τους σκύφους των Φθιωτίδων Θηβών είναι ότι σ’ αυτούς αναφέρονται και ονόματα συντρόφων που δεν μας είναι γνωστά από άλλες πηγές. Έτσι στις απεικονίσεις των σκύφων των Φθιωτίδων Θηβών, που έφερε στο φως ο Αρβανιτόπουλος αναφέρονται και τα ονόματα Θέστωρ, Θεόφρων και Μάντιχος.
Μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι τα άγνωστα αυτά, από άλλες πηγές, ονόματα προέρχονται από τοπικές εκδοχές του πανελλήνια γνωστού μύθου που ξεχάστηκαν; Ενδιαφέρον παρουσιάζει ακόμη η απεικόνιση του γνωστού μύθου στο σκύφο των Φθιωτίδων Θηβών για το ότι παρατηρείται μια μικρή διαφοροποίηση από τα κοινώς παραδεκτά. Δεν μεταμορφώνονται όλοι οι σύντροφοι του Οδυσσέα σε χοίρους αλλά κάποιοι και σ’ άλλες μορφές ζώων.
Έτσι ο «Θεόφρων» του σκύφου των Φθιωτίδων Θηβών μεταμορφώνεται σε αλεκτρυώνα (πετεινός), ενώ ο «Μάντιχος» σε κριάρι. Τον Θέστορα, θέλοντας ο καλλιτέχνης προφανώς να επικεντρώσει το θέμα του και την προσοχή του θεατή σ’ αυτόν, τον παρουσιάζει ακριβώς κατά τη διαδικασία της μεταμόρφωσης. Έτσι εικονίζει το κεφάλι του μόνο να έχει μεταμορφωθεί σε κεφάλι κάπρου ενώ οι άκρες των χεριών του σε οπλές. Το υπόλοιπο σώμα του είναι ακόμα ανθρώπινο. Ο τεχνίτης δηλαδή που απεικόνιζε τον μύθο στο σκύφο των Φθιωτίδων Θηβών στάθηκε, θέλοντας να κάνει κεντρικό ήρωα τον «Θέστορα», ακριβώς στη στιγμή που αυτός βρισκόταν στη διαδικασία της μεταμόρφωσής του. Μήπως λοιπόν υπήρχε κάποιος τοπικός μύθος που ήθελε τους συντρόφους του Οδυσσέα να μεταμορφώνονται όχι μόνο σε χοίρους, αλλά και σε άλλα ζώα; Μήπως είναι απλά αυτή η απεικόνιση ελεύθερη καλλιτεχνική δημιουργία; Γιατί ο λαϊκός καλλιτέχνης παριστάνει τον Θέστορα ακριβώς στη διαδικασία της μεταμορφώσεώς του ;
Αυτά είναι ερωτήματα των οποίων η απάντηση ξεφεύγει από τους σκοπούς της εργασίας μας αυτής. Θα επιμείνουμε όμως σε κάποια δική μας άποψη.
Για τον μάντη Θέστορα, τον αργοναύτη και πατέρα του Κάλχα είναι γνωστός ένας πολύ όμορφος μύθος που τον είδαμε στο κεφάλαιο της Αργοναυτικής Εκστρατείας.
Εμείς και στη θέση αυτή ωστόσο διατυπώνουμε την άποψη ότι ο «άγνωστος» Θέστορας του σκύφου των Φθιωτίδων Θηβών μπορεί να είναι ο γνωστός μάντης Θέστορας, ο θετός γιος του Ίδμονα, αυτός που γεννήθηκε στις όχθες του Άμφρυσου ποταμού από την Αντιάνειρα και τον Απόλλωνα. Μπορεί δηλαδή να είναι ο Θέστορας αυτός ο πατέρας του μεγάλου και ονομαστού μάντη Κάλχα. Πέραν από όσα άλλα έχουμε αναφέρει για το θέμα αυτό, προσωπικά μας εντυπωσιάζει το γεγονός ότι ο καλλιτέχνης, παριστάνει ειδικώς τον Θέστορα ακριβώς στη διαδικασία της μεταμόρφωσης.
Έτσι δεν είναι παράλογο να πούμε ότι ο λαϊκός καλλιτέχνης προσπαθεί να επικεντρώσει την προσοχή του παρατηρητή στον Θέστορα. Μήπως λοιπόν στην πραγματικότητα ο «άγνωστος» από άλλες πηγές Θέστορας ήταν κάποιος που ήταν «πολύ γνωστός» στην περιοχή στην οποία θα κυκλοφορούσε ο σκύφος, στην περιοχή των Φθιωτίδων Θηβών και γι’ αυτό ο λαϊκός καλλιτέχνης τον παρουσιάζει κεντρικό πρόσωπο στην παράστασή του;
Στο σημείο αυτό και για ενίσχυση της άποψής μας ότι πολλοί μύθοι της περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας, της σημερινής δηλαδή ευρύτερης περιοχής του Αλμυρού, όπως αυτός του Ηετίωνα και της κόρης του Ανδρομάχης, έχουν μετατοπιστεί και είναι γνωστοί ως μύθοι άλλων περιοχών, θ’ αναφέρουμε λίγα ακόμη στοιχεία για τις μετατοπίσεις μύθων που έγιναν από την Αχαΐα Φθιώτιδα, που τα παίρνουμε από το δημοσίευμα του Νίκου Παπαχατζή «Μύθοι και αρχαιότερες λατρείες της θεσσαλικής Μαγνησίας» (Αρχαιολογική Εφημερίδα 1984, σελ. 130 -156).
«Η παλιά όμως εικασία πως ο Κύκνος στην αρχική μορφή του μύθου θανατωνόταν από τοπικό ήρωα είναι βάσιμη. Ο Αχιλλέας, κατά τους σωζόμενους μύθους, είχε σκοτώσει ένα Κύκνο, γιο του Ποσειδώνα, που ήταν φοβερότερος από τον εδώ εμφανιζόμενο (εννοεί τον Κύκνο που σκότωσε ο Ηρακλής στις Παγασές ή στην Ίτωνα) ως γιο του Άρη, γιατί είχε από τον Ποσειδώνα το χάρισμα να μένει άτρωτος από μεταλλικά όπλα, όπως χάλκινες αιχμές δοράτων και ξίφη. Ήταν σύμμαχος των Τρώων και είχε εγκατασταθεί στην ακτή, όπου θα αποβιβάζονταν οι Αχαιοί. Οι Τρώες, έχοντας εμπιστοσύνη στον Κύκνο, παρατάχθηκαν στην παραλία και έφραξαν το δρόμο προς την πόλη. Όταν ο Πρωτεσίλαος, που πρώτος αποβιβάστηκε, σκοτώθηκε, πήδηξε έξω ο Αχιλλέας με τους άνδρες του και όρμησε κατά του Κύκνου. Είδε πως τα όπλα δεν έφερναν αποτέλεσμα και τον χτύπησε με βράχο στο κεφάλι. Εκείνος σωριάστηκε στο έδαφος και ο Αχιλλέας έσπευσε να τον πνίξει με τα δερμάτινα λουριά του κράνους, όπως διεξοδικά περιγράφει τη σκηνή ο Οβίδιος. (Μεταμορφώσεις 12, 7–140 στον Απολλόδωρο Επιτ. 3, 31).
Μετά το θάνατο του Κύκνου οι Τρώες κλείστηκαν φοβισμένοι στα τείχη και οι Έλληνες μπόρεσαν να αποβιβαστούν ανενόχλητοι.
Για τον Κύκνο αυτόν, τον γιο του Ποσειδώνα, έγινε η υπόθεση πως είχε σκοτωθεί από τον Αχιλλέα στη Μαγνησία πριν από την τρωική εκστρατεία και πως οι μύθοι του Τρωικού Πολέμου μετέφεραν το περιστατικό εντελώς στην αρχή του πολέμου, πριν ακόμη πατήσουν όλοι οι Έλληνες το τρωικό έδαφος.
Ο C. Robert (Heldensage 2, 80 . εξ.) παρατηρεί πως ο Αχιλλέας έφτασε στην Τροία με τη φήμη μεγάλου ήρωα, ώστε να θεωρείται από την αρχή ως η γενναιότερη μορφή των Αχαιών στον πόλεμο κατά των Τρώων. Πιστεύει πως υπήρχαν στην Ελλάδα κατορθώματά του που του είχαν εξασφαλίσει αυτή τη φήμη. Τα σχετικά με τα κατορθώματα αυτά έπη χάθηκαν, και για τον Αχιλλέα των προτρωικών χρόνων είναι γνωστό μόνο πως ως βρέφος ανατράφηκε από τον Χείρωνα με το «μεδούλι από τα κόκαλα των θηραμάτων και με εντόσθια λεονταριών και αγριογούρουνων» Απολλόδωρος, 3, 12, 6.και έπειτα πως κυνηγούσε αγρίμια στο Πήλιο, μέχρις ότου πήρε μέρος στη εκστρατεία της Τροίας, όπου σκοτώθηκε. Δέχεται ο Robert την παλαιότερη εικασία πως μερικά από τα κατορθώματα του Αχιλλέα στην Μαγνησία ή την άλλη Ελλάδα μεταφέρθηκαν στα πεδία των μαχών της Τροίας και εμφανίστηκαν ως επιτυχίες του εκεί. Ένα από αυτά πρέπει να ήταν ο φόνος του Κύκνου. Μερικοί πιστεύουν πως και ο φόνος του Έκτορα ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία των κατορθωμάτων του, αφού υπάρχουν ενδείξεις πως ο Έκτορας ήταν αρχικά Θηβαίος ήρωας. Όταν σκοτώθηκε, οι Θηβαίοι του έκαναν τον τάφο πολύ κοντά στην Καδμεία παρά την Οιδιποδία κρήνη, όπου τον είδε ο Παυσανίας.»

ΤΟ 24ο ΔΕΛΤΙΟ ΤΗΣ ΦΙΛΑΡΧΑΙΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ ΣΕ ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ – ΣΗΜΕΙΑ ΠΩΛΗΣΗΣ ΤΟΥ

246481428_621433105662375_3528217906043091133_nΤο 24ο δελτίο της Φιλαρχαίου, παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία σε ζωντανή μετάδοση, σεβόμενοι την υγεία των θεατών. Προβλήθηκε από το magnesia news. Οι ομιλητές (Δωροθέα Κολυνδρίνη, Γιάννης Θεοδώρου, Χαράλαμπος Παπαρρίζος, Βίκτωρ Κοντοντάτσιος, Τριαντάφυλλος Σπανός) έδωσαν το στίγμα τους κι ενθουσίασαν, καθώς παρουσίασαν τους απελευθερωτικούς αγώνες της περιοχής του Αλμυρού, με ζωντάνια, ευστοχία και ο καθένας πρόσφερε σπουδαίες διδαχές. Μπορείτε να παρακολουθήσετε την εκδήλωση διαδικτυακά, οποιαδήποτε στιγμή. Το βιβλίο – Δελτίο ένα ακόμη πόνημα του Βίκτωρα Κοντονάτσιου (πρόεδρος της Φιλαρχαίου), είναι μία ακριβής και πλήρης κατάθεση γνώσεων της ιστορικής πραγματικότητας, επισφραγίζοντας τη σπουδαιότητα των απελευθερωτικών αγώνων των Αλμυριωτών, αλλά και αποτελώντας ένα άκρως χρήσιμο βιβλίο – ένα απόκτημα – μια παρακαταθήκη των επόμενων γενεών. Μπορείτε να το παραλάβετε μετά από επικοινωνία με τη Φιλάρχαιο. Επίσης στα βιβλιοπωλεία «Σοφία Βούλγαρη» στον Αλμυρό, «ΠΛΑΣΤΕΛΙΝΗ» στο Βόλο στην τιμή των 10 ευρώ.

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (Συνέχεια 16)

Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΗΡΩΩΝ ΤΗΣ ΑΧΑΪΑΣ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΕΣ
Η ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
1. Ο αργοναύτης Αιθαλίδης

                                 Στην Αχαΐα Φθιώτιδα, εκτός από την Οθρηίδα, ζούσαν και πολλές άλλες νύμφες. Μία από αυτές ήταν η Ευπολέμεια. Κάποιοι στην περιοχή έλεγαν ότι η Ευπολέμεια ή Ευπολεμίη δεν ήταν νύμφη αλλά απλά ήταν μία από τις κόρες του τοπικού ήρωα Μυρμιδόνα, του επώνυμου ήρωα των Μυρμιδόνων και γιου του Δία και της Ευρυμέδουσας. Άλλοι πάλι μύθοι ήθελαν τον Μυρμιδόνα να είναι γιος του Διολήθη και εγγονός του Περιήρη.
Η σύγχυση αυτή για το αν η Ευπολέμεια ήταν βασιλοπούλα ή νύμφη παρατηρείται και σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Δεν πρέπει να προξενεί εντυπώσεις. Στην εποχή της δημιουργίας των μύθων οι βασιλοπούλες, οι νύμφες και οι κατώτερες θεές, όπως και οι ήρωες, οι βασιλιάδες και οι κατώτεροι θεοί, συχνά μπερδεύονταν και ταυτίζονταν μεταξύ τους. Η προσπάθεια των βασιλιάδων και των αρχόντων για την κατοχύρωση και την ενίσχυση των μοναρχικών τους δικαιωμάτων μπορούσε να είχε καλύτερα αποτελέσματα εάν, μαζί με άλλες προϋποθέσεις, συνυπήρχε και η βεβαιότητα της θεϊκής τους καταγωγής. Έτσι κατασκεύαζαν μύθους που μπέρδευαν ανθρώπους και θεούς, νύμφες και βασιλοπούλες.
Ό,τι όμως κι αν πίστευαν για την Ευπολέμεια, όσες διαφορές κι αν είχαν, σ’ ένα συμφωνούσαν όλοι στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας, στο ότι η Ευπολέμεια περνούσε τις ώρες της παίζοντας στις όχθες και στα γάργαρα νερά του περίφημου στην αρχαιότητα Άμφρυσου ποταμού, αυτού που σήμερα είναι γνωστός με το όνομα Κεφάλωση. Στις πανέμορφες όχθες του Άμφρυσου ποταμού ζούσαν και έπαιζαν μαζί, αρμονικά δεμένες στη λαϊκή αντίληψη, βασιλοπούλες και νύμφες. Εκεί κοντά, όπως ήταν φυσικό, σεργιάνιζαν και βασιλόπουλα και θεοί.
Εκεί, όπως έλεγαν οι παλαιοί μύθοι της περιοχής, είδε κάποια μέρα ο θεός Ερμής την Ευπολέμεια, λιμπίστηκε την ομορφάδα της και την έκανε δική του. Και, επειδή τα αγκαλιάσματα των θεών ποτέ δε μένουν χωρίς αποτέλεσμα, – «οὐκ ἀποφώλιαι εὐναί ἀθανάτων», όπως λέει ο Όμηρος – ύστερα από καιρό η Ευπολέμεια έγινε μητέρα. Γέννησε τον Αιθαλίδη, σύμφωνα με όσα μαθαίνουμε από τα «Ορφικά» και τον Απολλώνιο.
Ο Αιθαλίδης γεννήθηκε κοντά στην πόλη Άλο, δίπλα δηλαδή στον Άμφρυσο ποταμό. Άλλοι πάλι έλεγαν ότι η Ευπολέμεια πήγε και τον γέννησε κοντά σε μια άλλη πόλη, λίγο πιο πέρα, την Αλόπη, αυτή η οποία, κατά τον Στράβωνα (9, 432) λεγόταν από μερικούς συγγραφείς και Αλιούς.
Τόσο η Άλος όσο και η Αλόπη ήταν πόλεις της Αχαΐας Φθιώτιδας Και οι δύο πόλεις βρίσκονταν στους πρόποδες της ΌΘρης: «Αἰθαλίδην, ὃν ἔτικτε περικλυτή Εὐπολέμεια, Μυρμιδόνος θυγάτηρ, Ἀλόπῃ ἐνί πετρηέσσῃ» (Ορφέας, Αργοναυτικά, στ. 134 -135, Lipsiae 1905), μας λέει ο Ορφέας στα «Αργοναυτικά» του:                            Δηλαδή: «Τον Αιθαλίδη, τον οποίο γέννησε η δοξασμένη Ευπολέμεια, η θυγατέρα του Μυρμιδόνα στην πετρώδη Αλόπη».
Είναι αξιοσημείωτο να τονισθεί εδώ, γι’ αυτή τη σύγχυση ως προς το ποια από τις δύο πόλεις, η Άλος ή η Αλόπη, είναι ο τόπος όπου γεννήθηκε ο Αιθαλίδης, ότι και οι δύο αυτές πόλεις φέρονται να χτίστηκαν, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, από τον Αθάμαντα. Έχουν και οι δύο μία παρόμοια ιστορία: και οι δύο πήραν τα ονόματά τους – που εξάλλου δε διαφέρουν και πολύ από ετυμολογική άποψη – από ομώνυμες και πιστές υπηρέτριες του Αθάμαντα. Οι δύο υπηρέτριες που ακολούθησαν τον Αθάμαντα, μετά το διωγμό του, η Άλος και η Αλόπη, τιμήθηκαν από αυτόν με το δίνοντας τ’ όνομά τους στις αντίστοιχες πόλεις, λένε οι σχετικές μυθολογικές αναφορές.
Η διπλή αυτή εκδοχή του ενός και ίδιου στην πραγματικότητα μύθου, κατά την οποία δύο πόλεις με ονομασίες ετυμολογικά ομόρριζες (Άλος – Αλόπη) και πολύ γειτονικές, οφείλουν τα ονόματά τους στην ίδια διαδικασία, στα ονόματα δηλαδή πιστών υπηρετριών που ακολούθησαν τον ίδιο βασιλιά, τον Αθάμαντα, είναι ενισχυτική του κύρους του μύθου.
Ο Αιθαλίδης λοιπόν αυτός, ο γιος του Ερμή και της Ευπολέμειας, έλαβε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία που έγινε με αρχηγό τον Ιάσονα. Ήταν μάλιστα ο επίσημος κήρυκας πάνω στην Αργώ. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά αφού ο Αιθαλίδης ήταν γιος του θεού Ερμή. Οι μύθοι μάλιστα της Αχαΐας Φθιώτιδας έλεγαν ότι τόσο πολύ είχε αγαπήσει ο Ερμής τον γιο της αγαπημένης του Ευπολέμειας, της νύμφης του Άμφρυσου, ώστε, για χάρη του, σ’ όλη την διάρκεια της Αργοναυτικής Εκστρατείας, δέχτηκε να στερηθεί ο ίδιος το «κηρύκειό» του και να το παραδώσει στον Αιθαλίδη να το έχει μαζί του στο δοξασμένο ταξίδι.
Ο ίδιος θεός Ερμής χάρισε ακόμη στον γιο του μια πολύ καταπληκτική μνήμη από την οποία δεν ξέφευγε τίποτε. Του χάρισε ακόμη και μία ιδιότυπη αθανασία, επειδή δεν μπορούσε να τον κάνει οριστικά αθάνατο. Μετά το θάνατό του δηλαδή, ο Αιθαλίδης είχε από τον πατέρα του το χάρισμα να μπορεί να ζει μία μέρα στον Κάτω Κόσμο και μία στον Επάνω. Γι’ αυτό και ο Αιθαλίδης ονομαζόταν «κῆρυξ ἑτερήμερος».
Όταν οι Αργοναύτες έφτασαν στη Λήμνο, οι Λήμνιες γυναίκες δεν τους επέτρεπαν να αποβιβαστούν στο νησί τους. Ο Αιθαλίδης τότε ήταν εκείνος που μεσολάβησε και έγινε δεκτό το αίτημα των Αργοναυτών και οι Αργοναύτες αποβιβάστηκαν στο νησί.
Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι το νησί Λήμνος ήταν εκείνο στο οποίο είχε εγκαταστήσει το εργαστήριο του ο θεός της φωτιάς και της αιθάλης (καπνού), ο Ήφαιστος.

Το νησί αυτό, εκτός από το όνομα Λήμνος, είχε και το όνομα Αιθάλη (καπνιά). Έτσι φαίνεται να μην είναι άσχετο το ότι ο Αιθαλίδης, που το όνομά του σημαίνει «γιος της Αιθάλης» (γιος της καπνιάς), ήταν εκείνος που μπορούσε να μεσολαβήσει στο νησί της Αιθάλης, της οποίας το όνομα φαίνεται να έχει σχέση εξάρτησης από τον ήρωά μας. Αιθαλία ήταν επίσης μία άλλη ονομασία τόσο της Λέσβου όσο και της Χίου (Πολύβιος, στον Στέφανο Βυζάντιο).
Θα πρέπει – και ίσως μάλιστα με έμφαση – να επισημάνουμε κάτι άλλο πολύ βασικό για την σημαντικότητα, με την οποία περιβαλλόταν στην αρχαιότητα, το όνομα του ήρωα Αιθαλίδη, του αργοναύτη από την Άλο.
Όπως μας λέει ο Διογένης Λαέρτιος (8, 4), ο σοφός Πυθαγόρας, ο οποίος ήταν θερμός υποστηρικτής της θεωρίας της μετενσάρκωσης, πίστευε ότι σε μία από τις προηγούμενες ζωές του είχε ζήσει με τη μορφή του Αιθαλίδη. Το ισχυρίζονταν αυτό και οι μαθητές του Πυθαγόρα. Αυτοί μάλιστα απαριθμούσαν όλα τα πρόσωπα στα οποία είχε κατοικήσει η ψυχή του Αιθαλίδη πριν φτάσει στον Πυθαγόρα. Πρώτα μπήκε στο σώμα του Εύφορβου, ύστερα στου Ερμότιμου, που καταγόταν από τις Κλαζομενές, ύστερα στου Πύρρου, ενός ταπεινού βοσκού του νησιού Δήλος, και τέλος στου Πυθαγόρα.
Ο Ερμότιμος είχε τη δύναμη να κάνει την ψυχή του να εγκαταλείπει το σώμα του για πολύ καιρό. Στα διαστήματα αυτά, κι ενώ το σώμα του κειτόταν σαν νεκρό, περιπλανιόταν σε χώρες μακρινές και πειραματιζόταν σε πράγματα απόκρυφα. Σε μια τέτοια κατάσταση βρήκαν οι εχθροί το σώμα του και το έκαψαν. Οι δυνατότητες αυτές του Ερμότιμου είναι μια άλλη μορφή της ιδιότυπης αθανασίας που χάρισε ο Απόλλωνας στον Αιθαλίδη.
Όλες αυτές οι αλλεπάλληλες μετεμψυχώσεις του Αιθαλίδη εξηγούνταν από την ιδιότυπη εκείνη αθανασία που του χάρισε ο πατέρας του να μπορεί να ζει πότε στον Επάνω και πότε στον Κάτω Κόσμο. Εκτός από αυτό, ο Αιθαλίδης, χάρη στην τεράστια μνήμη που είχε – πολύτιμο χάρισμα κι αυτό του θεϊκού πατέρα του – μπορούσε, σε κάθε μία από αυτές τις αλλεπάλληλες ζωές που έζησε, να θυμάται τις προηγούμενες. Και αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος που δικαιολογούσε πώς ο Πυθαγόρας μπορούσε και γνώριζε όλα όσα είχε ζήσει ως Αιθαλίδης. Θυμόταν την ζωή του ως Αιθαλίδης, ως Εύφορβος, ως Ερμότιμος και ως Πύρρος. Ζώντας ο Πυθαγόρας με την ψυχή του Αιθαλίδη μέσα του, θυμόταν, χάρη στην καταπληκτική μνήμη που είχε αυτή η ψυχή, το ότι σε μία από τις προηγούμενες ζωές του είχε ζήσει την ζωή του ήρωα Αιθαλίδη σ’ όλες της τις λεπτομέρειες.

2. Οι αργοναύτες Εχίονας, Εύρυτος και Ίδμονας

                        Μια άλλη, ξακουστή επίσης, νύμφη που ζούσε στην ίδια περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας, ήταν η Αντιάνειρα. Ο Ερμής τίμησε με τον έρωτά του και την Αντιάνειρα και την έκανε μητέρα δυο αγοριών, του Εχίονα και του Εύρυτου ή Έρυτου. Και τα δυο αυτά παιδιά του Ερμή έλαβαν μέρος ως αργοναύτες στην Αργοναυτική Εκστρατεία. Ως παιδιά δε του Ερμή, όπως αναφέρουν οι σχετικοί μύθοι, ήταν και αυτά κήρυκες.
Οι δυο γιοι του Ερμή και της νύμφης Αντιάνειρας, ο Εύρυτος και ο Εχίονας, αναφέρονται ακόμα ανάμεσα σ’ εκείνους τους ήρωες που έλαβαν μέρος και στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου. Για τον Εύρυτο έλεγαν ακόμα ότι έλαβε μέρος και στους αγώνες που διοργάνωσε ο Άκαστος για να τιμήσει τη μνήμη του Πελία και μάλιστα ότι βγήκε νικητής.
Κάποιος άλλος μύθος, που μας τον παρουσιάζει ο Αθανάσιος Σταγειρίτης στην «Ωγυγία» του, τα έλεγε διαφορετικά. Ναι, πατέρας των δυο Αργοναυτών, του Εύρυτου και του Εχίονα, ήταν μεν ο Ερμής, αλλά μητέρα τους δεν ήταν η Αντιάνειρα. Ήταν η νύμφη Λαοθόη, μία άλλη ξακουστή νύμφη, πάλι από την ίδια περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Η Αντιάνειρα, στα «Ορφικά», στα οποία παρουσιάζεται ως κόρη του Φέρητα, του ιδρυτή των Φερών, φέρεται να είναι μητέρα ενός ακόμη ήρωα της Αργοναυτικής Εκστρατείας, του Ίδμονα. Αυτός όμως ήταν γιος, όχι του Ερμή αλλά ενός άλλου θεού, του Απόλλωνα. Ο Απόλλωνας, που εκείνο τον καιρό, τιμωρημένος από τον Δία, υπηρετούσε ως τσοπάνος στο βασιλιά των Φερών Άδμητο, ξελόγιασε την Αντιάνειρα και πλάγιασε μαζί της στις δροσερές όχθες του ιερού ποταμού Άμφρυσου. Εκεί έβοσκε ο Απόλλωνας τα κοπάδια του Άδμητου, εκεί πήγαινε να παίξει και η Φερητιάδα Αντιάνειρα και εκεί οι δυο νέοι αντάμωσαν και αγαπήθηκαν:
«δή τότ’ Ἄβαντος παῖς νόθος ἤλυθε καρτερός Ἴδμων,
τόν ῥ’ ὑποκυσσαμένη τέκεν Ἀπόλλωνι ἄνακτι
Ἀμφρύσου παρά χεῦμα Φερετιάς Ἀντιάνειρα.
τῷ καί μαντοσύνην ἔπορεν καί θέσφατον ὀμφήν
Φοῖβος, ἵν᾿ ἀνθρώποισιν ἀρηρότα μυθίζοιτο». (Απολλώνιος Ρόδιος, Αργοναυτικά, 1, 139 κ. εξ. Orphica, Procli Hymni, Musaei, Carmen de Hero et Leandro, Callimachi Hymni et Epigrammata, Ορφέας Αργοναυτικά, στίχ. 188 -192, Lipsiae 1905. σελ 11 – 12).
Δηλ.: «τότε λοιπόν ήρθε ο νόθος γιος του Άβαντα ο ισχυρός Ίδμονας τον οποίο, αφού έμεινε έγκυος από τον άνακτα Απόλλωνα, τον γέννησε δίπλα στο ρείθρο του Άμφρυσου η Φερητιάδα Αντιάνειρα, σ’ αυτόν (Ίδμονα) και μαντευτικότητα έδωσε και φωνή για τα πεπρωμένα ο Φοίβος (Απόλλωνας) για να λέει στους ανθρώπους τα αρμόζοντα».
Θνητός και θετός πατέρας του Ίδμονα ήταν ο Άβαντας. Αθάνατος και φυσικός πατέρας του ήταν ο Απόλλωνας. Έτσι γίνονταν τότε με τα βασιλόπουλα. Γεννιόνταν αφού πλάγιαζε με τη μάνα τους κάποιος θεός και ύστερα, παίρνοντας θεϊκή εντολή, τα υιοθετούσαν και τα προστάτευαν, μέχρι να μεγαλώσουν, οι θνητοί γονείς τους. Τέτοια παραγγελία έπαιρναν από το θεό. Και τέτοιες θεϊκές παραγγελίες όλοι τις εκτελούν χωρίς αντιρρήσεις.
Ο Ίδμονας, ο γιος του Απόλλωνα και της Αντιάνειρας, ήταν ένας σπουδαίος μάντης. Ο πατέρας του, ο μεγάλος Απόλλωνας, του χάρισε την ικανότητα να μαντεύει και να λέει στους ανθρώπους εκείνα που έπρεπε να κάνουν. Έλαβε κι αυτός μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία και κατά την διάρκειά της ο Ίδμονας ήταν εκείνος που ερμήνευε τους διάφορους οιωνούς.
Σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, όχι ευρύτερα γνωστή, ο Αιήτης δεν ζήτησε αποκλειστικά και μόνο από τον Ιάσονα να κάνει τα μεγάλα κατορθώματα και να ζέψει τους δυο ταύρους και να σπείρει τα δόντια των δράκων. Αρκούσε να κάνει τα κατορθώματα αυτά ένας οποιοσδήποτε από τους αργοναύτες. Όλοι οι αργοναύτες φάνηκαν πρόθυμοι ν’ αναλάβουν ο καθένας τους να πραγματοποιήσουν μόνος του τα μεγάλα αυτά κατορθώματα. Ο Ίδμονας όμως, που είχε την σοφία δοσμένη από τον πατέρα του να λέει πάντοτε το σωστό, είπε ότι αυτό πρέπει να το αναλάβει ο Ιάσονας (Σχόλια στον Απολλώνιο τον Ρόδιο 3, 515-521 και 523-524).

Έτσι μόνο θα τιμούνταν όσο έπρεπε ως αρχηγός τους και έτσι μόνο θα του αναγνωριζόταν το κατόρθωμα ως δικό του για να μπορέσει να διεκδικήσει τον θρόνο της Ιωλκού, όταν θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους.
Θνητός πατέρας του Ίδμονα, όπως είδαμε και όπως ισχυρίζονται ο Απολλώνιος ο Ρόδιος αλλά και ο Ηρόδοτος, ήταν ο Άβαντας. Ο Άβαντας ήταν γιος του Μελάμποδα. Ήταν λοιπόν ο Ίδμονας εγγονός του μάντη Μελάμποδα και γι’ αυτό ήταν μάντης, αφού ανήκε στη μεγάλη γενιά των ξακουστών μάντηδων, των Μελαμποδιδών. Πώς λοιπόν να μην ήταν σπουδαίος μάντης αφού τόσο ο φυσικός πατέρας του, ο θεός Απόλλωνας, όσο και ο θετός του, ο Άβαντας, αλλά και ο παππούς του, ο Μελάμποδας, ήταν μάντηδες; Γι’ αυτό, όπως θα δούμε πιο κάτω, ο Ίδμονας, φέρεται να είναι ο παππούς του ξακουστού μεγάλου μάντη Κάλχα.
Ως μάντης ο Ίδμονας γνώριζε πολύ καλά, γιατί το είχε καταλάβει από το πέταγμα των πουλιών πριν ακόμα ξεκινήσουν, ότι στην Αργοναυτική Εκστρατεία θα σκοτωνόταν και ο ίδιος (Απολλόδωρος 2, 815 κ. εξ.). Παρ” όλα αυτά όμως, έλαβε μέρος σ’ αυτήν και πραγματικά, όπως είχε μαντέψει, σκοτώθηκε από το χτύπημα ενός κάπρου στη χώρα των Μαριανδυνών.
Δεν συμφωνούσαν όλοι όμως μ’ αυτή την εκδοχή. Ακούγονταν και άλλοι διαφορετικοί μύθοι. Σύμφωνα με τον Σενέκα (Μήδεια 651 κ.εξ.) ο Ίδμονας πέθανε από δάγκωμα φιδιού, ενώ σύμφωνα με τον Βαλέριο Φλάκκο αιτία του θανάτου του ήταν κάποια αρρώστια που του παρουσιάστηκε.
Οι αργοναύτες έστησαν πάνω στο τάφο του Ίδμονα ένα κομμάτι ξύλο από την Αργώ, γιατί έτσι τους συμβούλεψε ο Ορφέας. Το ξύλο αυτό της Αργώς, αργότερα έβγαλε ρίζες και βλάστησε και έγινε μια μεγάλη αγριελιά, που φανέρωνε έτσι σ’ όλους τον τάφο του μεγάλου μάντη.
Ο Ίδμονας ταυτίστηκε από τους Μαριανδυνούς, στη χώρα των οποίων βρισκόταν ο τάφος του, με τον δικό τους τοπικό ήρωα τον Αγαμήστορα. Αργότερα, όταν πέρασαν τα χρόνια και ήρθε η λησμονιά να σκεπάσει τις διαφορές και να μπερδέψει τις διαφορετικές απόψεις, πολλοί μπέρδευαν τα ονόματα. Άλλοι έλεγαν ότι ο τάφος που βρισκόταν στη χώρα των Μαριανδυνών ήταν του Αγαμήστορα και άλλοι ότι ήταν του Ίδμονα. Στην Ηράκλεια του Πόντου υπήρχε ο τάφος ενός ήρωα με το όνομα Αγαμήστορας. Αργότερα έλεγαν ότι ο ήρωας, που ήταν θαμμένος εκεί, ήταν ο προφήτης της Αργώς Ίδμονας (Ηρόδωρος FGrHist 31 F51, Προμαθίδας FGrHist 430 F3, Απολλώνιος Ρόδιος 2, 849 κ.ε. και Σχόλια 2, 844 – 847a και 2, 848 – 850. Πρβ. και Κόιντο Σμυρναίο 6, 464 (Βιβλιογραφία αναφερόμενη στην Ελληνική Μυθολογία, Εκδοτικής Αθηνών, τόμ. 4ος, σελ. 156).
Είναι και αυτή μία ακόμη περίπτωση σύγχυσης και ταύτισης ηρώων που οφείλεται στις προσπάθειες οικειοποίησης ξένων μύθων. Οι Μεγαρείς και οι Βοιωτοί, οι οποίοι πολύ αργότερα θέλησαν να χτίσουν εκεί μια πόλη, όταν ρώτησαν το μαντείο των Δελφών σχετικά, πήραν την απάντηση ότι έπρεπε να λατρεύουν τον θαμμένο εκεί ήρωα ως προστάτη τους.
Σύμφωνα όμως με τα «Ναυπάκτια Έπη» ο Ίδμονας δεν σκοτώθηκε στη χώρα των Μαριανδυνών αλλά έφτασε κι αυτός ζωντανός στην Κολχίδα μαζί με τους άλλους Αργοναύτες και έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαφυγή των Αργοναυτών από το παλάτι του Αιήτη. Αυτός ήταν εκείνος που, μόνος απ’ όλους, έμεινε ξάγρυπνος, το βράδυ της παραμονής της ημέρας που επρόκειτο να φύγουν οι Αργοναύτες από τη χώρα του Αιήτη με το χρυσόμαλλο δέρας, ενώ όλοι οι άλλοι μεθυσμένοι, σύμφωνα με το σχέδιο εξόντωσής τους που είχε καταστρώσει ο Αιήτης, έπεσαν σε βαθύ ύπνο.

Έτσι, όταν η Αφροδίτη που ήθελε να βοηθήσει τους Αργοναύτες άναψε ερωτικό πόθο στον Αιήτη για την γυναίκα του, προκειμένου να δώσει την ευκαιρία στους Αργοναύτες να ξεφύγουν, ο Ίδμονας φρόντισε και τους ξύπνησε όλους και έφυγαν. Έτσι έλεγαν και καμάρωναν για την προσφορά του δικού τους Αργοναύτη, του Ίδμονα, οι άνθρωποι που ζούσαν κοντά στον Άμφρυσο ποταμό, τη σημερινή Κεφάλωση, έξω από τον Πλάτανο του Αλμυρού, όπου είχε γεννηθεί ο μεγάλος αυτός ήρωας και μάντης.

3. Η κόρη του Ίδμονα Αράχνη

                        Πολλά άλλα ενδιαφέροντα έλεγαν ακόμη τα παραμύθια της Αχαΐας Φθιώτιδας για τον ξακουστό αργοναύτη και μάντη Ίδμονα.
Μερικοί έλεγαν ότι ναι μεν πατέρας του ήταν ο Απόλλωνας, αλλά μητέρα του δεν ήταν η Αντιάνειρα. Ήταν η νύμφη Κυρήνη, η οποία ήταν μητέρα και του Αρισταίου.

Επομένως, κατά την εκδοχή αυτή, ο Ίδμονας και Αρισταίος ήταν αδελφοί.
Άλλοι πάλι έλεγαν ότι μητέρα του Ίδμονα ήταν η Αστερία, η κόρη του Λαπίθη Κόρωνου ή Κορωνού. Άλλοι μύθοι ήθελαν μητέρα του Ίδμονα να είναι η Αγλαΐα, που κι αυτή, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, ήταν θυγατέρα του Φέρητα. Έτσι ισχυρίζεται ο Αθανάσιος Σταγειρίτης στην «Ωγυγία» του. Σ’ όλες όμως τις μυθολογικές εκδοχές φυσικός πατέρας του φερόταν, χωρίς καμία εξαίρεση, πάντοτε, ο Απόλλωνας.
Κόρη του μάντη Ίδμονα ήταν η Αράχνη, μια πανέμορφη κοπέλα που ήταν μεγάλη τεχνίτισσα στον αργαλειό και περηφανευόταν για τα θαυμαστά χειροτεχνήματά της. Τόσο πολύ περήφανη ήταν γι’ αυτή της την τέχνη, ώστε ισχυριζόταν ότι ξεπερνούσε στην υφαντική και αυτή ακόμα την θεά Αθηνά. Τολμούσε ακόμη στα υφαντά της να παριστάνει τους έρωτες των θεών. Μάλιστα κάποια φορά δεν δίστασε να καλέσει την ίδια την Αθηνά σε αγώνα υφαντικής. Ο διαγωνισμός έγινε.

Της Αθηνάς το έργο ήταν ένα πραγματικό αριστούργημα. Αριστούργημα όμως ήταν και της Αράχνης. Η θεά Αθηνά οργίστηκε γι’ αυτή την αυθάδεια της Αράχνης, οργίστηκε τόσο πολύ τους κομπασμούς της Αράχνης ώστε, για να την τιμωρήσει, την μεταμόρφωσε στο έντομο αράχνη.
Βεβαίως για την Αράχνη και το σχετικό επεισόδιο του διαγωνισμού της με την Αθηνά υπάρχουν και άλλες μυθολογικές εκδοχές, οι οποίες μάλιστα είναι οι επικρατέστερες και οι πλέον γνωστές. Οι εκδοχές αυτές μεταθέτουν τον μύθο της Αράχνης στη Μικρά Ασία. Εμείς ωστόσο αναφέρουμε αυτή που συνδέεται με την Αχαΐα Φθιώτιδα. Είναι μία μυθολογική εκδοχή, η οποία σχεδόν δεν είναι καθόλου γνωστή. Ωστόσο αυτή για μας φαίνεται να είναι η εγκυρότερη και η αυθεντικότερη. Είναι κι ο μύθος της Αράχνης ένας μύθος, που όπως και πολλοί άλλοι, μεταφέρθηκε από τούτα τα μέρη στη Μικρά Ασία μαζί με τους μετανάστες οι οποίοι από την Αχαΐα Φθιώτιδα πήγαν σ’ εκείνα τα μέρη. Αφού όλες οι υπάρχουσες μυθολογικές εκδοχές, χωρίς εξαίρεση, παρουσιάζουν τον Ίδμονα να γεννιέται στις όχθες του Άμφρυσου ποταμού της Αχαΐας Φθιώτιδας πώς μπορούσε ο αρχικός και ο γνήσιος μύθος για την κόρη του Αράχνη να αναφέρεται στη Μικρά Ασία;

4. Ο αργοναύτης Θέστορας

                   Γιος του μάντη Ίδμονα ήταν ο Θέστορας, μάντης σπουδαίος κι αυτός. Ο μάντης Θέστορας έλαβε κι αυτός μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία. Ο Θέστορας ήταν ο πατέρας του περίφημου μάντη Κάλχα. Ο Όμηρος ονομάζει Θεστορίδη τον μεγάλο μάντη του Τρωικού Πολέμου Κάλχα, δηλαδή γιο του Θέστορα. Ο ονομαστός λοιπόν μάντης Κάλχας ήταν εγγονός του Ίδμονα, του γιου του Απόλλωνα, αυτού που γεννήθηκε στις όχθες του Άμφρυσου ποταμού από μητέρα την Αντιάνειρα, κόρη του Φέρητα και πατέρα τον Απόλλωνα.
Ο αργοναύτης λοιπόν Θέστορας, ο γιος του Ίδμονα και πατέρας του μεγάλου μάντη Κάλχα, καταγόταν και αυτός από τούτα τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Υπάρχουν μάλιστα και αρχαιολογικά δεδομένα και ευρήματα τα οποία, κοιταγμένα και ερμηνευμένα με το δικό μας «ερασιτεχνικό» κοίταγμα και σύμφωνα με την προσωπική μας, τολμηρή ίσως, εκτίμηση, ενισχύουν αυτή μας την εκδοχή.
Ας δούμε πού στηρίζουμε αυτή μας την άποψη.
Σε κομμάτια πήλινου σκύφου, που βρέθηκε σε αρχαιολογικές ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στο χώρο των Φθιωτίδων Θηβών, απεικονίζεται ο γνωστός ομηρικός μύθος κατά τον οποίο η Κίρκη μεταμορφώνει τους συντρόφους του Οδυσσέα σε γουρούνια. Σ’ ένα από τα κομμάτια αυτά, ανάμεσα σ’ άλλα ονόματα συντρόφων του Οδυσσέα, αναφέρεται και το εντελώς άγνωστο από άλλες πηγές Θέστωρ, μαζί με τα ονόματα Θεόφρων και Μάντιχος.
Έχουμε τη γνώμη ότι πρόκειται για τον τοπικό αργοναύτη Θέστορα, το γιο του Ίδμονα και πατέρα του Κάλχα. Ο λαϊκός κατασκευαστής του σκύφου των Φθιωτίδων Θηβών, κάτω από την ισχυρή επιρροή, που ασφαλώς ασκούσε στην περιοχή του αφενός μεν το πολύ γνωστό όνομα του Θέστορα, ως πατέρα του ξακουστού Κάλχα και αφετέρου η ελκυστική ιστορία που ακουγόταν για τον ίδιο τον Θέστορα και την οποία αναφέρουμε αμέσως πιο κάτω, έχοντας στη μνήμη του συγκεχυμένες τις ιστορίες των δύο εκστρατειών, του Τρωικού Πολέμου και της Αργοναυτικής Εκστρατείας, δεν δυσκολεύτηκε να παραστήσει τον τοπικό αργοναύτη Θέστορα ως σύντροφο του Οδυσσέα.
Η γοητευτική ιστορία – μύθος που ακουγόταν για τον μάντη Θέστορα, είναι η εξής:
«Ο Θέστορας, εκτός από τον ξακουστό και πασίγνωστο γιο του, τον μεγάλο μάντη Κάλχα, είχε και δυο κόρες, την Λευκίππη και την Θεονόη.
Πειρατές κάποτε άρπαξαν την Θεονόη και την πούλησαν στον βασιλιά της Καρίας Ίκαρο. Ύστερα από αυτό ο Θέστορας μπήκε σ’ ένα καράβι και ξεκίνησε να ψάξει παντού να βρει την κόρη του, χωρίς βεβαίως να ξέρει που βρισκόταν αυτή. Το πλοίο όμως του Θέστορα ναυάγησε και κατά τύχη αυτός βγήκε ναυαγός στην Καρία, όπου τον έπιασαν και τον έκλεισαν στις φυλακές του βασιλιά Ίκαρου. Έτσι κλεισμένος στη φυλακή του βασιλιά της Καρίας, δίπλα, χωρίς να το γνωρίζει, στην κόρη του Θεονόη, ο Θέστορας έζησε εκεί πολύ καιρό.
Η Λευκίππη, που είχε μείνει μόνη στο σπίτι της για πάρα πολύ καιρό, δεν μάθαινε νέα ούτε για την αδελφή της ούτε για τον πατέρα της.
Απελπισμένη έπειτα από τον διπλό αυτό χαμό των δικών της ξεκίνησε κι αυτή μ’ ένα καράβι να ψάξει να τους βρει. Προηγουμένως όμως ζήτησε την συμβουλή του Μαντείου των Δελφών. Το Μαντείο την συμβούλεψε να μεταμορφωθεί σε ιερέα του Απόλλωνα και έτσι μεταμορφωμένη ν’ αρχίσει να ψάχνει για τους δικούς της.
Ντυμένη, λοιπόν, ως ιερέας του Απόλλωνα η Λευκίππη άρχισε να ψάχνει ταξιδεύοντας από τόπο σε τόπο. Κάποτε έφτασε και στην Καρία και πήγε στο παλάτι του βασιλιά Ίκαρου. Η Λευκίππη με την αμφίεση που είχε φαινόταν ως ένας πραγματικός πανέμορφος ιερέας. Κανένας δεν μπορούσε να φαντασθεί ότι ο όμορφος αυτός ιερέας του Απόλλωνα ήταν μία γυναίκα. Η Θεονόη, δηλαδή η αδελφή της, που ζούσε στο παλάτι του βασιλιά της Καρίας, βλέποντας μπροστά της ένα πανέμορφο ιερέα ένιωσε μια ακατανίκητη έλξη γι’ αυτόν κι αμέσως του πρότεινε να συνάψουν ερωτικές σχέσεις. Η Λευκίππη (ως ιερέας), χωρίς να έχει γνωρίσει την αδελφή της Θεονόη, αρνήθηκε φυσικά τις προτάσεις της. Η Θεονόη για εκδίκηση έδωσε διαταγή και φυλάκισαν τον ιερέα. Τον οδήγησε μάλιστα η ίδια στο κελί του Θέστορα.                                           Έτσι ο Θέστορας και οι δύο κόρες του, όλοι μαζί, βρέθηκαν και οι τρεις τους στο ίδιο κελί της φυλακής, στη μακρινή Καρία, χωρίς ν’ αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο.
Η Θεονόη, χωρίς να ξέρει ότι μπροστά της βρισκόταν ο πατέρας της και η αδελφή της, έδωσε ένα σπαθί στον Θέστορα και τον διέταξε να σκοτώσει τον ιερέα, να σκοτώσει δηλαδή την κόρη του Λευκίππη.
Ο Θέστορας κρατώντας το σπαθί στο χέρι του, απελπισμένος από την συμφορά που τον βρήκε, ετοιμάστηκε να καρφώσει το ξίφος στο δικό του στήθος ενώ συγχρόνως φώναξε: Έχω χάσει τα δυο κορίτσια μου, ας μην γίνω τώρα και φονιάς.
Η Λευκίππη (ντυμένη πάντοτε ως ιερέας του Απόλλωνα), ακούγοντας τα παράξενα αυτά τα λόγια, πρόσεξε καλύτερα κι αμέσως γνώρισε τον πατέρα της. Φωνάζοντάς τον δυνατά τον σταμάτησε από την αυτοκτονία την τελευταία στιγμή.
Σε λίγες στιγμές όλοι είχαν γνωριστεί και, πατέρας και κόρες, είχαν πέσει ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ο Ίκαρος όταν έμαθε την τόσο συγκινητική ιστορία τους ελευθέρωσε όλους και τους έστειλε πίσω στην πατρίδα τους» (Στεφάνου Κομμητά, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ, εκδ. ΕΚΑΤΗ, 1996, σελ. 219).

Η περίεργη και τόσο ωραία αυτή ιστορία του Θέστορα, του πατέρα του μάντη Κάλχα, και των δυο κοριτσιών του, δεν ήταν δυνατόν παρά να ήταν πολύ διαδεδομένη και να μεταδιδόταν από στόμα σε στόμα. Έτσι, νομίζω, δεν ήταν καθόλου δύσκολο στον λαϊκό κατασκευαστή του σκύφου των Φθιωτίδων Θηβών, έχοντας στη μνήμη του ζωντανό το όνομα Θέστορας και την ιστορία του, και ο οποίος ασφαλώς γνώριζε ή και δεν γνώριζε ότι ο Θέστορας ήταν αργοναύτης, να τον κάνει και σύντροφο του Οδυσσέα που μετείχε στις περιπέτειές του. Ασφαλώς στον απλό λαό, όπως συμβαίνει ακόμα και σήμερα, οι ήρωες και οι περιπέτειές τους σε διάφορα επεισόδια που απέχουν χρονικά μεταξύ τους πολύ συχνά συγχέονται.

5. Ο αργοναύτης Ίφικλος

                        Από την ίδια ακόμη περιοχή, την περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας, έλαβε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία και ο Ίφικλος, γιος του Φύλακου, ο γνωστός για τα ξακουστά κοπάδια των βοδιών του, από τη Φυλάκη. Ο Ίφικλος ήταν εκείνος που μαζί με τον Τελαμώνα, όταν οι Αργοναύτες, κατά την επιστροφή τους από την Κολχίδα, αποβιβάστηκαν στην παραλία της Τροίας, πήγαν στο βασιλιά Λαομέδοντα να του ζητήσουν όσα τους είχε κάποια άλλη φορά υποσχεθεί,
Τι είχε γίνει; Πηγαίνοντας για την Κολχίδα οι Αργοναύτες αποβιβάστηκαν για να ξεκουραστούν στο Σίγειο της Τροίας. Εκεί βρήκαν τους κατοίκους πολύ αναστατωμένους. Ένα θηρίο που έβγαινε από τη θάλασσα κατάστρεφε τις καλλιέργειες και έτρωγε όποιον συναντούσε μπροστά του, είτε άνθρωπος ήταν αυτός είτε ζώο. Ο βασιλιάς της Τροίας Λαομέδοντας, απελπισμένος από το μεγάλο κακό που βρήκε το λαό του, και μην γνωρίζοντας τι να κάνει, για να τον απαλλάξει από το φοβερό κακό, ρώτησε το Μαντείο των Δελφών. Το Μαντείο του απάντησε ότι έπρεπε να δώσουν στο θηρίο, ύστερα από κλήρωση που θα έκαναν, ένα κορίτσι.

Ο κλήρος έπεσε στην κόρη του ίδιου του βασιλιά Λαομέδοντα, την Ησιόνη. Όταν λοιπόν έφτασαν εκεί οι Αργοναύτες ήταν ακριβώς η ώρα που έπρεπε να παραδώσουν την κόρη στο θηρίο. Ο Ηρακλής με τους άλλους Αργοναύτες, όταν τα έμαθε αυτά, αποφάσισε να σκοτώσει το θηρίο και να ελευθερώσει την Ησιόνη.
Σ’ αντάλλαγμα για την ευεργεσία του αυτή προς τον Λαομέδοντα, θα έπαιρνε τ’ ανίκητα άλογα του βασιλιά της Τροίας. Έτσι και έγινε. Η Ησιόνη, η οποία γλίτωσε τη ζωή της χάρη στον Ηρακλή, αποφάσισε, από ευγνωμοσύνη προς τον ευεργέτη της, να τον ακολουθήσει. Ο Ηρακλής δέχτηκε αλλά την άφησε προσωρινά να μείνει κοντά στον πατέρα της όπως και τ’ ανίκητα άλογα, μεχρισότου θα γύριζε από την εκστρατεία.
Στην επιστροφή από την Αργοναυτική Εκστρατεία ο Ηρακλής έστειλε τον Ίφικλο και τον Τελαμώνα στον Λαομέδοντα να πάρουν την Ησιόνη και τ’ άλογα, όπως του είχαν υποσχεθεί. Ο Λαομέδοντας όμως αρνήθηκε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Έπιασε μάλιστα και φυλάκισε τους δυο απεσταλμένους του Ηρακλή:
«Ἐνταῦθα δ᾿ Ἡρακλέους πέμψαντος εἰς τήν πόλιν ῎Ιφικλόν τε τόν ἀδελφόν καί Τελαμῶνα τούς τε ἵππους καί τήν Ἡσιόνην ἀπαιτήσοντας, λέγεται τόν Λαομέδοντα τούς μέν πρεσβευτάς εἰς φυλακήν ἀποθέσθαι, τοῖς δέ ἄλλοις Ἀργοναύταις δι᾿ ἐνέδρας βουλεῦσαι θάνατον» (Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκης Ιστορικής Βίβλος Τετάρτη, 49. 3).
Την απόφαση του Λαομέδοντα να μην παραδώσει την Ησιόνη και τα περίφημα άλογά του την υποστήριζαν και όλα τα παιδιά του εκτός από ένα, τον Πρίαμο. Αυτός μάλιστα, στην προσπάθειά του να φανεί δίκαιος και να βοηθήσει τον Ίφικλο και τον Τελαμώνα, κατόρθωσε κι εφοδίασε τους δυο φυλακισμένους με ξίφη.
Ο Λαομέδοντας δεν αρκέστηκε μόνο στην άρνησή του. Ξεκίνησε για την παραλία, όπου είχαν αράξει οι υπόλοιποι Αργοναύτες περιμένοντας τον Ίφικλο και τον Τελαμώνα, σκοπεύοντας να καταστρέψει την Αργώ. Έφτασε εκεί και έγινε μεγάλη μάχη μεταξύ των Τρώων και των Αργοναυτών. Ο Λαομέδοντας νικήθηκε. Οι Αργοναύτες, για να ευχαριστήσουν τον Πρίαμο για την βοήθεια που τους έδωσε αλλά και για να βραβεύσουν την τιμιότητά του, τον έκαναν βασιλιά στην Τροία και έκλεισαν ειρήνη μαζί του. Έτσι έγινε βασιλιάς στην Τροία ο Πρίαμος. Είναι αυτός που τον συναντάμε εκεί αργότερα, κατά τον Τρωικό Πόλεμο.
Μερικοί τα έλεγαν διαφορετικά. Όταν νικήθηκε και σκοτώθηκε ο Λαομέδοντας, ο Ηρακλής έδωσε την Ησιόνη, ως βραβείο, στον Τελαμώνα και συγχρόνως της έδωσε το δικαίωμα να εξαγοράσει ένα από τα αδέλφια της που όλα είχαν καταδικαστεί σε θάνατο. Αυτή προτίμησε τον πιο μικρό απ’ όλους, τον Ποδάρκη. Ο Ηρακλής πράγματι, όπως είχε υποσχεθεί στην Ησιόνη, χάρισε την ζωή στον Ποδάρκη και από τότε ήταν που ο Ποδάρκης ονομάστηκε Πρίαμος, που θα πει εξαγορασμένος, γιατί η λέξη Πρίαμος παράγεται από το ρήμα πρίαμαι που σημαίνει αγοράζω.

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (15 συνέχεια)

Η ΟΡΘΡΗΙΔΑ
ΜΗΤΕΡΑ ΚΑΙ ΠΡΟΓΟΝΟΣ ΠΟΛΛΩΝ ΗΡΩΩΝ

                    Η νύμφη Ορθρηίδα, όπως λένε πάλι οι μύθοι της περιοχής της Όρθρης, γέννησε, εκτός από τον Μελιτέα και έναν ακόμη θεϊκό γιο. Αυτός ήταν γιος του Απόλλωνα και λεγόταν Φάγρος Ήταν και αυτός βοσκός, όπως και τόσες άλλες θεότητες της Όρθρης. Ήταν εκείνος που συμμάζεψε και περιποιήθηκε τον Μελιτέα.
Ασφαλώς πρόκειται κι εδώ για μία άλλη ακόμη προολυμπιακή θεότητα, η οποία λατρευόταν στην περιοχή και η οποία υποκύπτοντας στη λάμψη του Απόλλωνα, όπως και τόσες άλλες τοπικές θεότητες, εξαφανίστηκε, χωρίς ν’ αφήσει ούτε κάποιον έστω σχετικό μύθο. Δεν γνωρίζουμε τίποτε άλλο για τον παλιό αυτό θεό Φάγρο παρά μόνο ότι ήταν γιος του Απόλλωνα και της Ορθρηίδας και παιδαγωγός (άρα ακόμη πιο παλιός θεός) του Μελιτέα.
Δυο προολυμπιακές λοιπόν θεότητες, ο Μελιτέας και ο Φάγρος, αδέλφια μεταξύ τους, είναι παιδιά της νύμφης Ορθρηίδας.
Ο συνδυασμός αυτός της συνύπαρξης και συλλατρείας μιας παλαιάς θεότητας και μιας καινούργιας και η τακτοποίηση της λαϊκής αντίστασης και των αντιρρήσεών της με την εφεύρεση της πολύ βολικής για την περίσταση σχέσης παιδαγωγού (παλαιού θεού) και παιδαγωγούμενου (νέου θεού), όπως αυτή του Φάγρου και του Μελιτέα, συναντάται και και στην περίπτωση της Ιτωνίας Αθηνάς, όπου ο παλαιός θεός Ίτωνος, γίνεται ο παιδαγωγός του νέου θεού, της παιδαγωγούμενης Αθηνάς, και συλλατρεύονται με το όνομα Ιτωνία Αθηνά.
Βλέπουμε λοιπόν την νύμφη Ορθρηίδα της Όρθρης να είναι μητέρα θεών και πάμπολλων ηρώων της Ελλάδας, αφού είναι μητέρα τόσο των κατοίκων της Ελλάδας με πατέρα τους τον Έλληνα όσο και θεοτήτων και μάλιστα σαφώς προολυμπιακών, άρα πανάρχαιων.
Ένας μικρός ενδεικτικός κατάλογος μεγάλων ηρώων που κατάγονται από τη νύμφη της Όρθρης Ορθρηίδα μπορεί ν’ αποδείξει την αλήθεια των παραπάνω.
Ο Δώρος, ο Αίολος, ο Αχαιός και ο Ίωνας, γενάρχες των τεσσάρων ελληνικών φυλών έχουν μητέρα την Οθρηίδα:
«Τοῖς δέ παισίν ἐμέρισε τήν χώραν, καί Ξοῦθος μέν λαβών τήν Πελοπόννησον ἐκ Κρεούσης τῆς Ἐρεχθέως Ἀχαιόν ἐγέννησε καί Ἴωνα, ἀφ’ ὧν Ἀχαιοί καί Ἴωνες καλοῦνται, Δῶρος δέ τήν πέραν χώραν Πελοποννήσου λαβών τούς κατοίκους ἀφ’ ἑαυτοῦ Δωριεῖς ἐκάλεσεν, Αἴολος δέ βασιλεύων τῶν περί τὴν Θεσσαλίαν τόπων τούς ἐνοικούντας Αἰολεῖς προσηγόρευσε». (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 7, 3).
Από τον Αίολο κατάγονται: ο Κρηθέας, που ήταν πατέρας του Αίσονα, του Φέρητα, του Πελία, του Νηλέα, ο Σίσυφος, ο Περιήρης, ο Αθάμας, που ήταν πατέρας του Λέαρχου, του Μελικέρτη, του Φρίξου και της Έλλης, ο Δηιόνας, ο Μάγνητας, η Μελανίππη.
Από την ίδια αυτή προγιαγιά, την Ορθρηίδα, κατάγονται ακόμη ο Ιάσονας, ο Αμυθάονας, ο Άδμητος, η Άλκηστη, ο Μελάμποδας, ο Βίαντας, ο Εύμηλος, ο Άκαστος, η Αστυδάμεια, η Πεισιδίκη, ο Άργος, ο Κυτίσσωρος, η Πολυδώρα, ο Αχιλλέας, ο Τριόπας, ο Ερυσίχθονας, ο Νεοπτόλεμος, η Τυρώ, ο Κόδρος, ο βασιλιάς των Αθηναίων, και μια πληθώρα άλλων ηρώων, ιδρυτών και βασιλιάδων πόλεων.
Θα ήταν άσκοπη μια λεπτομερής αναφορά όλων των απογόνων της Ορθρηίδας στη θέση αυτή. Αρκεί, νομίζουμε, η υπόμνηση ότι ήταν μητέρα των τεσσάρων επώνυμων ηρώων των αρχηγών των ελληνικών φύλων, Αίολου (Αιολείς), Αχαιού (Αχαιοί), Ίωνα (Ίωνες) και Δώρου (Δωριείς).

ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΗΣ ΟΡΘΡΗΙΔΑΣ
ΕΠΩΝΥΜΟΙ ΙΔΡΥΤΕΣ ΚΑΙ ΗΡΩΕΣ ΠΟΛΕΩΝ ΚΑΙ ΧΩΡΩΝ

              Θα παραθέσουμε στη θέση αυτή έναν κατάλογο πόλεων, βουνών, ποταμών και χωρών οι οποίες οφείλουν την ονομασία του σε απόγονους της νύμφης Ορθρηίδας. Ομολογούμε ότι o κατάλογος αυτός δεν είναι πλήρης. Δεν είναι αυτός εξάλλου ο κύριος σκοπός μας, πέραν του ότι αυτό είναι πολύ δύσκολο. Παραδεχόμαστε ακόμη ότι οι μυθολογικές αναφορές στις οποίες στηριχτήκαμε για την κατάρτιση του καταλόγου δεν είναι οι μοναδικές για κάθε μία από τις περιπτώσεις. Για μερικές ονομασίες υπάρχουν και άλλες εκδοχές, διαφορετικές από αυτές που παρουσιάζουμε.
Ωστόσο δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε το γεγονός ότι εξετάζοντας κάποιος προσεκτικά το σύνολο των εκδοχών των μύθων που συνδέονται με την Αχαΐα Φθιώτιδα, διαπιστώνει μία συνοχή και μία συνέπεια, μία ενιαία και λογική διαπλοκή. Όλες οι ονομασίες που αναφέρουμε στη συνέχεια παρουσιάζουν το γενικό χαρακτηριστικό ότι ανάγονται σ’ ένα και αρχικό ζευγάρι ανθρώπων, το μόνο που υπάρχει, επιζεί και τεκνοποιεί μετά την καταστροφή του κόσμου από τον κατακλυσμό επί της εποχής του Δευκαλίωνα, το ζευγάρι δηλαδή του Έλληνα, του γιου του Δευκαλίωνα, και της νύμφης της Όρθρης, της Ορθρηίδας.
Υπάρχουν, όπως αναφέρθηκε, και μυθολογικές εκδοχές που αναφέρονται στην προέλευση της ονομασίας μερικών πόλεων, διαφορετικές από αυτές που μνημονεύονται παρακάτω. Αυτές όμως οι διαφορετικές εκδοχές, είναι αποσπασματικές και μεμονωμένες αναφορές. Δεν παρουσιάζουν μεταξύ τους την συνολική συνοχή που παρατηρείται στον παρακάτω κατάλογο. Για κανένα άλλο ζευγάρι, εκτός αυτού του Έλληνα και της νύμφης Ορθρηίδας, δεν παρατηρείται αυτή η συγκεντρωτική αναγωγή της προέλευσης της ονομασίας τόσων πόλεων και χωρών, που αναφέρουμε στη συνέχεια.
Θεωρούμε τις μυθολογικές αυτές αναφορές τις γνησιότερες και αυθεντικότερες. γιατί πιστεύουμε, όπως έχουμε τονίσει σε άλλο σημείο, ότι οι κάτοικοι όλων των τόπων θα ήθελαν και θα επιδίωκαν οι μύθοι τους για την πρώτη αρχή και ονομασία της πόλης τους ή της χώρας τους να μνημονεύουν ως ιδρυτή και επώνυμο ήρωα κάποιον απόγονο του πρώτου ζευγαριού. Μόνο αυτό τους συνέφερε γιατί έτσι θα οδηγούνταν στην αρχαιότερη δυνατή προέλευση της χώρας τους ή της πόλης τους. Για το λόγο αυτό οι άλλες εκδοχές πρέπει να θεωρηθούν νεότερες επίνοιες.
Ο παρακάτω αλφαβητικός κατάλογος ονομασιών χωρών, πόλεων, ποταμών, βουνών και πεδιάδων που οφείλουν την ονομασία τους σε απόγονους του Έλληνα, γιου του Δευκαλίωνα, και της νύμφης της Όρθρης Ορθρηίδας, σταματά συμβατικά στον αριθμό εκατό για μια συμβολική στρογγυλοποίηση. Μπορούσε να συνεχίσει και μ’ άλλες περιπτώσεις. Ακόμα και στις σελίδες της εργασίας αυτής πιθανόν ο αναγνώστης να εντοπίσει και κάποιες άλλες περιπτώσεις
    1. Αγάθυρνον ή Αγάθυρσον ή Αγάθυρνα: Αρχαία πόλη στη βόρειο Σικελία. Οφείλει την ονομασία της στον Αγάθυρνο, τον γιο της Κυανής και του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας. (Διόδωρος Σικελιώτης, 5, 8).
2. Αγαμήδη: Ονομασία ενός αρχαίου οικισμού και μιας κρήνης στη Λέσβο. Ονομάστηκε έτσι από την Αγαμήδη, την κόρη του Μακαρέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας. (Πλίνιος, Naturalis historia, 5.139).
  3. Αθαμαντία ή Αθαμανία: Χώρα που οφείλει την ονομασία της στον Αθάμαντα, τον γιο του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
   4. Αθαμάντιον πεδίον: Πεδιάδα της περιφέρειας Αλμυρού αλλά και ομώνυμη πεδιάδα της Βοιωτίας. Οφείλουν την ονομασία τους στον Αθάμαντα, τον γιο του Αίολου του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας. Βεβαίως οι Αθαμάνες παρουσιάζονται ότι ζούσαν στις νότιες εσχατιές της Πίνδου, αλλά η αρχική τους κοιτίδα ήταν η Αχαΐα της Φθίας, «το πεδίον Φθίης αθαμάντιον». (Παυσανίας 9, 24, 1 και Απολώνιος Ρόδιος, Αργοναυτικά, 2, 516)
5. Αιγικορείς: Μία από τις τέσσερις ιωνικές φυλές. Οφείλει το όνομά της στον Αιγικορέα ή Αιγικόρη, τον γιο του Ίωνα, του γιου Ξούθου, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας. (Ηρόδοτος, 5, 66).
6 Αίγινα: Νησί του Σαρωνικού. Οφείλει την ονομασία του στην Αίγινα την κόρη του Ασωπού ποταμού, του γιου της Πηρώς, της κόρης του Νηλέα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας. (Διόδωρος, 4, 72, 5).
7. Αιολείς. Μία από τις τέσσερες φυλές των Ελλήνων. Οφείλει την ονομασία της στον Αίολο, τον γιο του Έλληνα και της Ορθρηίδας. (Απολλόδωρος, 1, 7, 3).
8. Αιτωλία: Περιοχή του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Οφείλει την ονομασία της στον Αιτωλό, τον γιο του Ενδυμίωνα, του γιου της Καλύκης, της κόρης του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας. (Απολλόδωρος, 1, 7, 6).
 9, Αλίαρτος: Πόλη του νομού Βοιωτίας. Οφείλει την ονομασία της στον Αλίαρτο, τον γιο του Θέρσανδρου, του γιου του Σίσυφου, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας. (Παυσανίας, 9, 34, 5).
10. Αλκμεονίδες (ή Αλκμαιονίδες): Φυλή Αθηναίων. Αλκμεονίδες (Αλκμαιονίδες) Αθηναίοι. Οφείλει την ονομασία της στον Αλκμέονα (ή Αλκμαίονα), τον γιο του Θρασυμήδη, του γιου του Αντίλοχου, του γιου του Νέστορα, του γιου του Νηλέα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας. (Παυσανίας , 2, 18, 9).
11. Άλμος ή Άλμωνες ή Όλμωνες: Πόλη της Βοιωτίας. Οφείλει την ονομασία της στον Άλμο, τον γιο του Σίσυφου, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας. (Παυσανίας, 2, 4, 3. και 9, 24, 3).
12. Αμαθία: Αρχαία πόλη της Μακεδονίας. Οφείλει την ονομασία της στον Άμαθο, τον γιο του Μακεδόνα, του γιου του Αίολου του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας. (Ελλάνικος, F Gr. Hist. 4. απ. 74).
13. Αμυθαονία: Μέρος της Ήλιδας. Οφείλει την ονομασία της στον Αμυθάονα, τον γιο του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας. (Απολλόδωρος, 1, 9, 11, Οδύσσεια λ, 235, 258, Διόδωρος 4, 68, Σχόλια Ομήρου Οδύσσεια, μ. 69, Σχόλια Απολλώνιου Ρόδιου 1, 121, 143).
14. Άμφισσα: Πόλη του νομού Φωκίδας. Οφείλει την ονομασία της στην Άμφισσα, την κόρη του Μακαρέα ή Μάκαρα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας. (Παυσανίας Χ, 38, 4).
15. Άντισσα: Παραλιακή πόλη στη Β.Δ. Λέσβο. Οφείλει την ονομασία της στην Άντισσα, την κόρη του Μακαρέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας. Σε παλιότερες εποχές Άντισσα καλούνταν και ένα νησάκι απέναντι στη Λέσβο, η οποία Λέσβος πρώτα λεγόταν Ίσσα (Άντισσα δηλ. απέναντι στην Ίσσα). «Τῆς δέ Λέσβου καλουμένης πρότερον ῎Ισσης καί τήν νῆσσον Ἄντισσαν καλεῖσθαι συνέβη. Νῦν δέ τῆς Λέσβου πόλις ἐστίν.» (Μυρτίλος παρά Στράβωνι).
16. Αργαδείς: Μία από τις τέσσερις ιωνικές φυλές των Αθηναίων. Οφείλει την ονομασία της στον Αργάδη, τον γιο του Ίωνα, του γιου του Ξούθου, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας. (Ηρόδοτος, 5, 66).
17. Αρήνη: Αρχαία πόλη της Μεσσηνίας. Οφείλει την ονομασία της στην Αρήνη, την κόρη του Περιήρη, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας. (Παυσανίας, 4, 2, 4).
18. Αρίσβη ή Αρίσβα: Πόλη της Λέσβου. Οφείλει την ονομασία της στην Αρίσβη, την κόρη του Μακαρέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
Στην Αρίσβα ζούσε ο περίφημος για την φιλοξενία που παρείχε στους περαστικούς από το σπίτι του, Άξυλος. Ο Άξυλος ήταν γιος της Αρίσβας και του Τεύθραντα. Είχε χτίσει το σπίτι του πολύ κοντά στο δρόμο για να μπορούν εύκολα να μπαίνουν και να βρίσκουν φιλοξενία οι περαστικοί. Έτσι καθιερώθηκε η φράση για την καλή φιλοξενία «Αξύλου φιλοξενία».
19. Άρνη: Πανάρχαια θεσσαλική πόλη. Αλλά και στη Βοιωτία υπήρχε πόλη Άρνη. Είναι αυτή που, σύμφωνα με μερικούς, αργότερα ονομάστηκε Χαιρώνεια, άποψη που δεν φαίνεται ωστόσο να γίνεται αποδεκτή από πολλούς. Κάποιοι άλλοι ταυτίζουν την βοιωτική Άρνη με την πόλη Γλας.
Η Άρνη οφείλει την ονομασία της στην Άρνη, την κόρη του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας: «Λεβαδέων δὲ ἔχονται Χαιρωνιεῖς. Ἐκαλεῖτο δὲ ἡ πόλις καὶ τούτοις Ἄρνη τὸ ἀρχαῖον’ Θυγατέρα δὲ εἶναι λέγουσιν Αἰόλου τὴν Ἄρνην, ἀπὸ δὲ ταύτης κληθῆναι καὶ ἑτέραν ἐν Θεσσαλίᾳ πόλιν» (Με τη Λεβαδειά γειτονεύει η Χαιρώνεια που παλιά λεγόταν και αυτή Άρνη. Η Άρνη λένε πως ήταν κόρη του Αίολου, από την οποία είχε πάρει το όνομά της και μια άλλη πόλη στη Θεσσαλία.) (Παυσανίας, IX, 40, 5).
Δεν φαίνεται να αληθεύει η άποψη ότι Άρνη είναι παλιά ονομασία της Χαιρώνειας. Ο ισχυρισμός αυτός ήταν προσπάθεια των κατοίκων της Χαιρώνειας να αναζητήσουν τίτλους αρχαιότητας που τον υιοθέτησε ακούγοντάς τον ο Παυσανίας. Δεν αληθεύει επίσης ότι από την βοιωτική Άρνη ονομάστηκε έτσι η θεσσαλική. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η βοιωτική Άρνη ονομάστηκε έτσι από αποίκους που ήρθαν από τη Θεσσαλία.
Η Άρνη, σύμφωνα με ένα μύθο, έγινε, από τον Ποσειδώνα, μητέρα του Αίολου και του Βοιωτού. (Διόδωρος, 4, 67, 2). Πιστεύεται ότι η Άρνη ήταν πανάρχαια θεά του Κάτω Κόσμου.
20. Ασωπία: Αρχαία πόλη της Βοιωτίας. Οφείλει την ονομασία της στην Ασωπία ή Ασωπίδα, την κόρη του Ασωπού ποταμού, του γιου της Πηρώς, της κόρης του Νηλέα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
21. Αχαιοί: Μία από τις τέσσερις φυλές των Ελλήνων. Οφείλει την ονομασία της στον Αχαιό, τον γιο του Ξούθου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
22. Αχελώος, (ο ποταμός): Οφείλει το όνομά του, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, στον Αχελώο, τον γιο της Περιμήδης, της κόρης του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
Οι Σειρήνες θεωρούνταν κόρες του Αχελώου και από αυτόν ονομάζονταν Αχελωίδες. (Παυσανίας, 9, 34, 3). Ακόμη ο Αχελώος θεωρούνατν πατέρας πολλών νυμφών. (Πλάτων, Φαίδρος, 263 D).
23. Αώιον: Βουνό στην Κύπρο. Οφείλει την ονομασία του στον Άωο, τον πρώτο βασιλιά της Κύπρου, που ήταν γιος της Ηούς και του Κέφαλου, του γιου του Δηιόνα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
24. Αώος: Ποταμός στην Κύπρο. Οφείλει την ονομασία του στον Άωο, τον πρώτο βασιλιά της Κύπρου, τον γιο της Ηούς και του Κέφαλου, του γιου Δηιόνα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
25. Βίαντας: Ποτάμι στη Μεσσηνία. Οφείλει την ονομασία του στον Βίαντα, τον γιο του Αμυθάονα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου τού Έλληνα και της Ορθρηίδας: «Προελθόντων δέ οὐ πολύ Βίας ἐκδίδωσιν ἐς θάλασσαν ποταμός γενέσθαι δέ αὐτῷ λέγουσι τό ὄνομα ἀπό Βίαντος τοῦ Ἀμυθάονος». (Παυσανίας, IV, 34, 4)
26. Βοιωτία: Περιοχή στο νομό Βοιωτίας. Οφείλει την ονομασία της στον Βοιωτό, τον γιο της Μελανίππης, της κόρης του Αίολου, του γιου του Ξούθου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας. Πατέρας του Βοιωτού ήταν, κατά μία άλλη εκδοχή, ο Ίτωνος ο γιος του Αμφικτύονα που ήταν γιος του Δευκαλίωνα: «Βοιωτοί δέ τό μέν πᾶν ἔθνος ἀπό Βοιωτοῦ τό ὄνομα ἔσχηκεν, ὅν Ἰτώνου παῖδα καὶ νύμφης Μελανίππης, Ἴτωνον δὲ Ἀμφικτίωνος εἶναι λέγουσι». (Παυσανίας, Θ” 1).
27. Βούρα: Αρχαία πόλη της Αχαΐας. Οφείλει την ονομασία της στη Βούρα, την κόρη του Ίωνα, του γιου του Ξούθου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας. (Παυσανίας, VII, 25, 8).
28. Γελέοντες: Μία από τις τέσσερις ιωνικές φυλές των Αθηναίων. Οφείλει την ονομασία της στον Γελέοντα, τον γιο του Ίωνα, του γιου του Ξούθου, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας. (Ηρόδοτος, 5, 66).
29. Δυμάνες: Μία από τις τρεις φυλές των Δωριέων της Σπάρτης. Οφείλει την ονομασία της στον Δύμα ή Δυμάνα, τον γιο του Αιγιμιού, του γιου του Δώρου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
30. Δύμη: Πόλη της αρχαίας Ελλάδας, της οποίας η θέση προσδιορίζεται στη νότια ακτή του Πατραϊκού κόλπου. Οφείλει την ονομασία της στον Δύμα ή Δυμάνα, τον γιο του Αιγιμιού, του γιου του Δώρου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
31. Δωρίδα: Περιοχή στη Θεσσαλία, αυτή που αργότερα ονομάστηκε Εστιαιώτιδα ή Ιστιαιώτιδα. Οφείλει την ονομασία της στον Δώρο, τον γιο του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
32. Δωρίδα: Περιοχή στο νομό Βοιωτίας. Οφείλει την ονομασία της στον Δώρο, τον γιο του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
33. Δωριείς: Μία από τις τέσσερις φυλές των Ελλήνων. Οφείλει την ονομασία της στον Δώρο, τον γιο του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
34. Ελλοπία: Ονομασία μιας περιοχής της βόρειας Εύβοιας και κατά μία άποψη ονομασία και ολόκληρης της Εύβοιας. Η ονομασία οφείλεται στον Έλλοπα, τον γιο του Ίωνα, του γιου του Ξούθου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
35. Επειοί: Προϊστορικός λαός της Πελοποννήσου. Οφείλει την ονομασία του στον Επειό, τον γιο του Ενδυμίωνα, του γιου της Καλύκης, της κόρης του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
36. Ερεσός ή Έρεσος: Αρχαία πόλη της Λέσβου. Οφείλει την ονομασία της στον Eρεσό ή Έρεσο, τον γιο του Μακαρέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
37. Ερυθρές: Πόλη της Βοιωτίας. Οφείλει την ονομασία της στον Ερύθρα, τον γιο του Λεύκωνα, του γιου του Αθάμαντα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
38. Εύηνος: Ποταμός της Αιτωλίας. Λατρευόταν στην περιοχή και ως θεός. Οφείλει την ονομασία του στον Εύηνο (Απολλόδωρος, 1, 7, 8) τον γιο της Δημονίκης, της κόρης του Αγήνορα, του γιου του Πλευρώνα, του γιου του Αιτωλού, του γιου του Ενδυμίωνα, του γιου της Καλύκης, της κόρης του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
39. Εύβοια: Το γνωστό νησί Εύβοια. Οφείλει την ονομασία της στην Εύβοια, την κόρη του Ασωπού ποταμού, του γιου της Πηρώς, της κόρης του Νηλέα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
40. Ηλεία: Περιοχή της Πελοποννήσου. Οφείλει την ονομασία της στον Ηλείο, τον γιο της Ευρυκύδης, της κόρης του Ενδυμίωνα, του γιου της Καλύκης, της κόρης του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
41. Θεσπιές: Παλαιότατη πόλη της Βοιωτίας. Οφείλει την ονομασία της στη Θεσπία, την κόρη του Ασωπού ποταμού: «Θυγατέρα δέ εἶναι Θέσπιαν λέγουσιν Ἀσωποῦ και ἀπό ταύτης κληθῆναι τήν πόλιν». (Παυσανίας, ΙΧ, 26, 6), του γιου της Πηρώς, της κόρης του Νηλέα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
42. Θήβη: Ονομασία της Καδμείας, της ακρόπολης των Θηβών. Οφείλει την ονομασία της στη Θήβη, την κόρη του Ασωπού ποταμού, του γιου της Πηρώς, της κόρης του Νηλέα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
43. Θίσβη: Αρχαία πόλη στην Βοιωτία. Οφείλει την ονομασία της στην Θίσβη, την κόρη του Ασωπού ποταμού , του γιου της Πηρώς, της κόρης Νηλέα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
44. Ίσσα: Παλιότερη ονομασία του νησιού Λέσβος. Η ονομασία αυτή οφείλεται στην Ίσσα, την κόρη του Μακαρέα, του γιου Αίολου του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
45. Ιωνία και Ίωνες: Χώρα και μία από τις τέσσερις φυλές των Ελλήνων. Οφείλουν την ονομασία τους στον Ίωνα, τον γιο του Ξούθου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας. «Ἰωνίαν δὲ ἀπὸ Ἴωνος τοῦ Ξούθου.» (Στράβων Θ, 1, 18).
46. Καλυδώνα: Πόλη της Αιτωλίας. Οφείλει την ονομασία της στον Καλυδώνα, τον γιο του Αιτωλού, του γιου του Ενδυμίωνα, του γιου της Καλύκης, της κόρης του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
47. Κέρκυρα: Το γνωστό νησί στο Ιόνιο πέλαγος. Οφείλει την ονομασία της στην Κέρκυρα, την κόρη του Ασωπού ποταμού, του γιου της Πηρώς, της κόρης του Νηλέα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
48. Κεφαλονιά: Το γνωστό νησί της Κεφαλονιάς. Οφείλει την ονομασία του, κατά μία από τις υπάρχουσες μυθολογικές εκδοχές, στον Κέφαλο, τον γιο του Δηιόνα ή Δηιονέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
Ο Κέφαλος έφτασε στο νησί της Κεφαλονιάς κυνηγημένος από την Αθήνα ύστερα από τον ακούσιο φόνο της γυναίκας του, της Πρόκριδας.
49 Κλεωνές: Αρχαιότατη πόλη στην Αργολίδα. Οφείλει την ονομασία της στην Κλεώνη, την κόρη του Ασωπού ποταμού, του γιου της Πηρώς, της κόρης του Νηλέα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας:
«Ἐκ Κορίνθου δ” ἐς Ἄργος Κλεωναί πόλις ἐστίν οὐ μεγάλη. Παῖδα δέ εἶναι Πέλοπος Κλεώνην λέγουσιν, οἱ δὲ τῷ παρὰ Σικυώνα ρέοντι Ἀσωπῷ θυγατέρα ἐπὶ ταῖς ἄλλαις Κλεώνην γενέσθαι τό δ” οὖν ὄνομα ὑπό τοῦ ἑτέρου τούτων έτέθη τῇ πόλει». (=Στο δρόμο από την Κόρινθο προς το Άργος υπάρχει η μικρή πόλη Κλεωναί. Λένε πως υπήρχε κόρη του Πέλοπα Κλεώνη και άλλοι πως Κλεώνη ήταν μια από τις κόρες του ποταμού Ασωπού που ρέει κοντά στη Σικυώνα. Οπωσδήποτε η πόλη πήρε το όνομά της από ένα από τα πρόσωπα αυτά). (Παυσανίας, 2, 15, 1).
50. Κορώνεια: Πόλη της Φθιώτιδας Αχαΐας. Οφείλει την ονομασία της στον Κόρωνο (Παυσανίας, 9. 34. 5), τον γιο του Θέρσανδρου, του γιου του Σίσυφου, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
Σύμφωνα με άλλη μυθολογική εκδοχή η ονομασία οφείλεται στη νύμφη Κορωνίδα, την κόρη του Φλεγύα, του γιου της Χρύσης, της κόρης του Άλμου, του γιου του Σίσυφου, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
51 Κορώνεια: Περιοχή και πόλη στη Βοιωτία. Η πόλη ήταν αποικία της Κορώνειας της Φθιώτιδας Αχαΐας. Και αυτή οφείλει την ονομασία της στους ίδιους οικιστές όπως και η Κορώνεια της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Κατά τον Παυσανία η ονομασία της οφείλεται στον ιδρυτή της Κορωναίο, θετό γιο του Αθάμαντα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας, που ήρθε στη Βοιωτία από τη Θεσσαλία.
52. Κύτωρον ή Κύτωρος: Παραλιακή πόλη της Παφλαγονίας, αποικία της Σινώπης. Σήμερα ονομάζεται Κύδνος. Οφείλει την ονομασία της στον Κύτωρο ή Κυτίσωρο ή Κυτισόδωρο, τον γιο του Φρίξου, του γιου του Αθάμαντα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας. (Στράβων 12, 3, 10. Στέφανος Βυζάντιος στη λ. Κύτωρος 361, 40 κ. εξ.).
53. Κως: Το γνωστό νησί. Οφείλει την ονομασία της στη νύμφη Κω, την κόρη του Μέροπα, του γιου του Τριόπα, του γιου της Κανάκης, της κόρης του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
Οι Αλευάδες της Θεσσαλίας πίστευαν ότι ο πρόγονός τους Αλεύας ήταν γιος του Θεσσαλού Ηρακλείδη από την Κω.
54. Λεύκτρα: Πόλη της Βοιωτίας. Οφείλει την ονομασία της στον Λεύκιππο, τον γιο του Περιήρη, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας. (Παυσανίας, 3, 26, 4).
55. Λευκωνία: Παλαιότερη ονομασία της λίμνης Κωπαϊδας. Οφείλει την δεύτερη αυτή ονομασία της στον Λεύκωνα, τον γιο του Αθάμαντα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
56. Μαγνησία: Τμήμα, κατά την αρχαιότητα, του σημερινού νομού Μαγνησίας. Οφείλει την ονομασία της στον Μάγνητα, τον γιο του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
57. Μακαρία: Παλαιότερη ονομασία της Λέσβου. Οφείλει την ονομασία της στον Μάκαρα ή Μακαρέα, τον γιο του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας. (Αθήναιος, 111, 115, Ύμνος στον Απόλλωνα, Ιλιάδα Ω 544).
58. Μαραθώνας: Πεδιάδα στον νομό Αττικής. Οφείλει την ονομασία του στον Μαραθώνα, τον γιο του Εποπέα, του γιου της Κανάκης, της κόρης του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
59. Μήθυμνα: Πόλη της Λέσβου. Οφείλει την ονομασία της στη Μήθυμνα, την κόρη του Μάκαρα ή Μακαρέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
60. Μινύες: Ονομασία ξακουστού λαού που ζούσε στη Βοιωτία, στην Ιωλκό, στη Λήμνο και διάφορα άλλα μέρη. Οφείλει την ονομασία του στον Μινύα, τον γιο του Χρύση, του γιου της Χρυσογένειας, της κόρης του Άλμου, του γιου του Σίσυφου, του γιου το Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
61. Μολοσσοί: Αρχαίος λαός που έζησε στην Ήπειρο. Οφείλει την ονομασία του στον Μολοσσό, τον γιο του Νεοπτόλεμου, του γιου του Αχιλλέα, του γιου του Πηλέα, του γιου του Αιακού, του γιου της Αίγινας, της κόρης του Ασωπού, του γιου της Πηρώς, της κόρης του Νηλέα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
62. Μύρινα: Πόλη της Λήμνου. Οφείλει την ονομασία της στην Μύρινα, την γυναίκα του μυθικού βασιλιά του νησιού Θόαντα και κόρη του βασιλιά της Ιωλκού Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
Στη Μύρινα αποβιβάστηκαν οι Αργοναύτες κατά το ταξίδι τους προς την Κολχίδα. (Απολλώνιος Ρόδιος, Αργοναυτικά, 1, 609 -639). Από το λιμάνι της Μύρινας, ο γιος του Ιάσονα και της Υψιπύλης, Εύηνος, έστελνε τα φορτία του κρασιού στους Αχαιούς που πολιορκούσαν την Τροία. (Όμηρος, Ιλιάδα, Η, 467 -475).
63. Μυρμιδόνες: Ο γνωστός λαός και στρατός του Αχιλλέα. Οφείλει την ονομασία του στον Μυρμιδόνα, τον γιο του Διολήθη, του γιου του Περιήρη του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
64. Μυτιλήνη: Πόλη της Λέσβου. Οφείλει την ονομασία της στη Μυτιλήνη, την κόρη του Μάκαρα ή Μακαρέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
65. Νεμέα: Περιοχή και πόλη στην Πελοπόννησο. Οφείλει την ονομασία της στη Νεμέα, την κόρη του Ασωπού ποταμού, του γιου της Πηρώς, της κόρης του Νηλέα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας: «τό δέ ὄνομα λέγουσι τῇ χώρᾳ Νεμέαν δοῦναι, θυγατέρα Ἀσωποῦ καί ταύτην». (=Στη χώρα το όνομα λένε πως το έδωσε η Νεμέα που ήταν και αυτή κόρη του Ασωπού) (Παυσανίας, ΙΙ, 15, 3.)
66. Νήλεια ή Νηλεία: Αρχαιότατη πόλη στα παράλια του Παγασητικού κόλπου. Οφείλει, το όνομά της στον Νηλέα, τον γιο του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
67. Ογχηστός: Παλαιότατη πόλη της Βοιωτίας. Οφείλει την ονομασία της στον Ογχηστό, τον γιο του Βοιωτού, του γιου της Άρνης, της κόρης του Αίολου, του γιου του Ιππότη, του γιου του Μίμαντα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
68. Οδομαντική ή Οδομαντίδα: Χώρα στην περιοχή δυτικά του Νέστου, στην περιοχή του κάτω ρου του ποταμού Στρυμόνα. Οφείλει την ονομασία της στον Οδόμαντα, τον γιο του Παίονα, του γιου του Ενδυμίωνα, του γιου της Καλύκης, της κόρης του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
Από τον ίδιο ήρωα ονομάστηκε και ο λαός που την κατοικούσε Οδόμαντες ή Οδόμαντοι.
69. Οινόη: Δήμος στην αρχαία Αττική. Οφείλει την ονομασία του στον Οινέα, τον γιο του Παρθάονα, του γιου του Αγήνορα, του γιου του Πλευρώνα, του γιου του Αιτωλού, του γιου του Ενδυμίωνα, του γιου της Καλύκης, της κόρης του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
70. Ολμειός: Ποταμός που πήγαζε από τον Ελικώνα και χυνόταν στην Κωπαΐδα. Οφείλει την ονομασία του στον Ολμειό, τον γιο του Σίσυφου, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
71. Όπλητες: Μία από τις τέσσερις ιωνικές φυλές των Αθηναίων. Οφείλει την ονομασία της στον Όπλητα, τον γιο του Ίωνα, του γιου του Ξούθου, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας. (Ηρόδοτος, 5, 66).
72. Ορμένιον ή Ορμίνιον: Πόλη της Μαγνησίας. Οφείλει την ονομασία της στον Όρμενο ή Άρμενο Στράβων, 9, 438., τον γιο του Κέρκαφου, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Οθρηίδας.
Άλλη εκδοχή θέλει τον Όρμενο γιο του Κρηθέα του γιου επίσης του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Οθρηίδας: «Ἐκτίσθαι γάρ ὑπό Ὀρμένου τό χωρίον τοῦτο (Ὀρμένιον) τοῦ Κρηθέως τοῦ Αἰόλου». (Στράβων, Θ, 5, 18).
73. Ορχομενός: Πόλη της Βοιωτίας. Οφείλει την ονομασία της στον Ορχομενό, τον γιο του Μινύα, του γιου του Χρύση, του γιου της Χρυσογένειας, της κόρης του Άλμου, του γιου του Σίσυφου, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
74. Παίονες: Λαός που ζούσε στη βόρεια Μακεδονία. Οφείλει την ονομασία του στον Παίονα, τον γιο του Ενδυμίωνα, του γιου της Καλύκης, της κόρης, του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
Από τ’ όνομα του ίδιου ήρωα ονομάστηκε και η χώρα τους στη βόρεια Μακεδονία Παιονία.
75. Παιονία: Περιοχή Αττικής (διαφορετική από την Παιονία της Μακεδονίας) από την οποία πήρε την ονομασία της η φυλή Παιονίδα της Αθήνας και οι Παιονίδες Αθηναίοι. Οφείλει την ονομασία της στον Παίονα, τον γιο του Αντίλοχου, του γιου του Νέστορα, του γιου του Νηλέα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
76. Πάμφυλοι: Μία από τις τρεις φυλές των Δωριέων της Σπάρτης. Οφείλει την ονομασία της στον Πάμφυλο, τον γιο του Αιγιμιού, του γιου του Δώρου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
77. Πειρήνη: Ονομαστή κρήνη της αρχαίας Κορίνθου. Οφείλει την ονομασία της στην Πειρήνη, την κόρη του Ασωπού ποταμού, του γιου της Πηρώς, της κόρης του Νηλέα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
78. Πέργαμος: Αρχαία πόλη στη Μικρά Ασία. Οφείλει την ονομασία της στον Πέργαμο, τον γιο του Νεοπτόλεμου, του γιου του Αχιλλέα, του γιου του Πηλέα, του γιου του Αιακού, του γιου της Αίγινας, της κόρης του Ασωπού, του γιου της Πηρώς, της κόρης του Νηλέα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
79. Πιερία: Περιοχή στο νομό Πιερίας. Οφείλει την ονομασία της στον Πίερο, τον γιο του Μάγνητα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
80. Πίσα: Αρχαία πόλη και περιοχή στην κοιλάδα της Ολυμπίας. Οφείλει το όνομά της στον Πίσο, τον γιο του Περιήρη, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας: «Τείχους δέ ἤ ἄλλου κατασκευάσματος ἐλείπετο οὐδέν ἔτι, ἄμπελοι δε ἦσαν διά τοῦ χωρίου πεφυτευμέναι παντός, ἔνθα ἡ Πίσα ὠκεῖτο. Οικιστήν μέν δή γενέσθαι τῇ πόλει Πίσον τόν Περιήρους φασί τοῦ Αἰόλου». (Παυσανίας, VI, 22, 1 – 2).
81. Πλαταιές: Πόλη της Βοιωτίας. Οφείλει την ονομασία της στην Πλάταια, την κόρη του Ασωπού ποταμού, του γιου της Πηρώς, της κόρης του Νηλέα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας: «ὄνομα δὲ σφίσιν ἀπὸ Πλαταίας, ἥν θυγατέρα εἶναι Ἀσωποῦ τοῦ ποταμοῦ νομίζουσιν». (Παυσανίας Θ, 1, 1).
82. Πτώον: Λόφος στην Αττική με υψόμετρο 724 μέτρα. Σήμερα είναι γνωστός ως το «βουνό της Αγίας Πελαγίας» ή «Πελαγία» από το ομώνυμο μοναστήρι που βρίσκεται κοντά στην κορυφή του. Οφείλει την ονομασία του στον Πτώο, τον γιο του Αθάμαντα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
Στον λόφο Πτώον υπήρχε ιερό του Πτώου Απόλλωνα: «Εἶναι δὲ Ἀθάμαντος καὶ Θεμιστοῦς παῖδα τὸν Πτῶον, ἀφ” οὗ τῷ τε Ἀπόλλωνι ἐπίκλησις καὶ τῷ ὄρει τὸ ὄνομα ἐγένετο» (=Ο δε Πτώος ήταν γιος του Αθάμαντα και της Θεμιστώς και από αυτήν δόθηκε το όνομα στον Απόλλωνα και το βουνό). (Παυσανίας, ΙΧ, 23, 6.).
83. Πύρρα: Πόλη αρχαία στη Λέσβο. Οφείλει την ονομασία της στην Πύρρα, την κόρη του Μάκαρα ή Μακαρέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
84. Σαλαμίνα: Νησί του νομού Αττικής. Οφείλει την ονομασία της στη Σαλαμίνα, την κόρη του Ασωπού ποταμού, του γιου της Πηρώς, της κόρης του Νηλέα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας: «Πρῶτον δέ τῇ νήσῳ τὸ ὄνομα θέσθαι τούτο Κυχρέα ἀπό τῆς μητρός Σαλαμίνος τοῦ Ἀσωποῦ» (=Το όνομα αυτό το έδωσε πρώτος στο νησί ο Κυχρέας από τη μητέρα του Σαλαμίνα, την κόρη του Ασωπού) (Παυσανίας, 1, 35, 2).
Η Σαλαμίνα, σύμφωνα μ’ άλλη μυθολογική εκδοχή, υπήρξε και γυναίκα του Ποσειδώνα.
85. Σαλμωνία: Πόλη κοντά στον Αλφειό ποταμό. Οφείλει την ονομασία της στον Σαλμωνέα, τον γιο του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
86. Σικυώνα: Πόλη στην Πελοπόννησο. Οφείλει την ονομασία της στον Σικυώνα, τον γιο του Μαραθώνα, του γιου του Εποπέα, του γιου της Κανάκης, της κόρης του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
87. Σπερχειός: Ο γνωστός Σπερχειός ποταμός. Οφείλει την ονομασία του στον Σπερχειό, τον γιο του Περιήρη, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
88. Σχοίνος: Πόλη της Βοιωτίας. Οφείλει την ονομασία της στον Σχοινέα, τον γιο του Αθάμαντα (από την τρίτη γυναίκα του, την Θεμιστώ), του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
89. Σχοινούντας: Πόλη της Αρκαδίας. Οφείλει την ονομασία της στον Σχοινέα, τον γιο του Αθάμαντα (από την τρίτη γυναίκα του, την Θεμιστώ), του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
90. Τανάγρα: Πόλη της Βοιωτίας. Οφείλει την ονομασία της στην Τανάγρα, την κόρη του Ασωπού ποταμού, του γιου της Πηρώς, της κόρης του Νηλέα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
Σύμφωνα με άλλες απόψεις η Τανάγρα ήταν κόρη του Αίολου του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
Και στις δύο όμως μυθολογικές εκδοχές (κόρη του Ασωπού ή κόρη του Αίολου) αναφέρεται και ως σύζυγος του Ποίμανδρου.
Την κόρη του Ασωπού (ή του Αίολου) Τανάγρα την έλεγαν, κατά τον Παυσανία, και Γραία, (από σύντμηση της λέξης Τανάγρα) επειδή είχε ζήσει πάρα πολλά χρόνια. Μεταγενέστεροι την ονόμαζαν και Ταναγραία. Γραία έλεγαν στη συνέχεια και την πόλη Τανάγρα. (Παυσανίας, 9 , 20, 1 – 2).
91. Υλλείς: Μία από τις τρεις φυλές των Δωριέων της Σπάρτης. Οφείλει την ονομασία της στον Ύλλο τον θετό γιο του Αιγιμιού του γιου του Δώρου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
92. Φαίακες: Λαός της Κέρκυρας. Οφείλει την ονομασία του στον Φαίακα, τον γιο της Κέρκυρας, της κόρης του Ασωπού ποταμού, του γιου της Πηρώς, της κόρης του Νηλέα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
93. Φερές: Αρχαία πόλη στο νομό Μαγνησίας, πολύ κοντά στο σημερινό Βελεστίνο. Οφείλει την ονομασία της στον Φέρητα, τον γιο του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
94. Φλεγύα: Αρχαία πόλη της Βοιωτίας. Οφείλει την ονομασία της στον Φλεγύα, τον γιο του θεού Άρη και της Χρύσης, της κόρης του Άλμου, του γιου του Σίσυφου, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
95. Φυλάκη: Αρχαία πόλη στην σημερινή επαρχία Αλμυρού του νομού Μαγνησίας. Οφείλει την ονομασία της στον Φύλακο, τον γιο του Δηιόνα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
96. Φωκείς: Οι κάτοικοι της Φωκίδας. Οφείλουν την ονομασία τους στον Φώκο, τον γιο του Αιακού, του γιου της Αίγινας, της κόρης του Ασωπού, του γιου της Πηρώς, της κόρης του Νηλέα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
Υπάρχει ωστόσο και η εκδοχή ότι η ονομασία οφείλεται στον Φώκο τον γιο του Ορνυτίωνα, του γιου του Σίσυφου, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
97. Φωκίδα: Περιοχή του νομού Φωκίδας. Οφείλει την ονομασία της στον Φώκο, τον γιο του Ορνυτίωνα, του γιου του Σίσυφου, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας: «Γῆς δέ τῆς Φωκίδος, ὅσον μέν περί Τιθορέαν καί Δελφούς ἐστιν, ἐκ παλαιοτάτου φανερόν τό ὄνομα τοῦτο εἰληφυῖα ἀπὸ ἀνδρός Κορινθίου Φώκου τοῦ Ὀρνυτίωνος». (=Το μέρος της φωκικής γης, όσο βρίσκεται γύρω στην Τιθορέα και στους Δελφούς, είναι φανερό πως σε πολύ παλιούς καιρούς πήρε το όνομα αυτό από κάποιον κορίνθιο Φώκο, γιο του Ορνυτίωνα) ( Παυσανίας, Χ, 1, 1)..
Υπάρχει ωστόσο και η εκδοχή ότι η ονομασία οφείλεται στον Φώκο, τον γιο του Αιακού, του γιου του της Αίγινας, της κόρης του Ασωπού, του γιου της Πηρώς, της κόρης του Νηλέα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
98. Χαλκίδα: Πόλη της Εύβοιας. Οφείλει την ονομασία της στην Χαλκίδα, την κόρη του Ασωπού ποταμού, του γιου της Πηρώς, της κόρης του Νηλέα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
99. Ωερόη: Ποτάμι, κατά την αρχαιότητα, στη Βοιωτία. Οφείλει την ονομασία του στην Ωερόη, την κόρη το Ασωπού ποταμού, του γιου της Πηρώς, της κόρης του Νηλέα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
Το σημερινό όνομα του ποταμού είναι Λιβαδίστρα.
100. Ωρωπός: Πόλη της Βοιωτίας. Οφείλει την ονομασία της στον Ωρωπό ποταμό, που είναι άλλη ονομασία του Ασωπού ποταμού, του γιου της Πηρώς, της κόρης του Νηλέα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Ωρωπός παλαιότερα λεγόταν και Γραία, η περιοχή γύρω από την πόλη λεγόταν Γραική και οι κάτοικοι της πόλης λέγονταν «Γραῆς».

Με τον παραπάνω συμβατικό αριθμό των εκατό αναφορών δεν εξαντλείται ο κατάλογος των ονομασιών που οφείλονται, σύμφωνα με κάποιες μυθολογικές εκδοχές, στους απόγονους του ζευγαριού του Έλληνα και της Ορθρηίδας. Σταματάμε στον συμβολικό αριθμό εκατό. Ασφαλώς, όπως προαναφέραμε, υπάρχουν και άλλες διαφορετικές εκδοχές για την προέλευση των αναφερθεισών ονομασιών. Χρησιμοποιήσαμε εκείνες που ενισχύουν τις απόψεις μας αλλά και τον σκοπό αυτής της εργασίας. Δεν θα ήταν δυνατό ν’ αναφερθούν για κάθε μία ονομασία όλες οι υπόλοιπες υπάρχουσες εκδοχές και φυσικά είναι αδύνατο να γίνουν οι απαραίτητες συγκρίσεις για να βρεθεί η αυθεντικότερη και γνησιότερη ή μάλλον η αρχαιότερη. Εξάλλου δεν είναι αυτός ο σκοπός αυτής της εργασίας. Αρκούμαστε λοιπόν στα όσα υποστηρίξαμε για την αρχαιότητα και παρθενικότητα των μύθων της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Ακόμη, ο μύθος του ζευγαριού του Έλληνα και της Ορθρηίδας είναι αρχικός μύθος. Δεν υπάρχει άλλος πριν από αυτόν. Παιδιά του πρώτου αυτού ζευγαριού είναι και οι τέσσερις επώνυμοι ήρωες των τεσσάρων κύριων ελληνικών φυλών (Αιολείς, Δωριείς, Ίωνες, Αχαιοί). Σ’ όλες τις παραπάνω αναφορές υπάρχει συνεχής αναγωγή στο πρώτο ζευγάρι. Για το λόγο αυτό πιστεύουμε ότι οι άλλες υπάρχουσες μυθολογικές αναφορές για την ίδρυση πόλεων και καταγωγή των κατοίκων τους είναι αποσπασματικές.
Πιστεύουμε ακόμη ότι και για πολλές άλλες πόλεις, και χώρες, για τις οποίες δεν αναφέρεται παραπάνω ότι οφείλουν την ονομασία τους σε κάποιο απόγονο του Έλληνα και της Ορθρηίδας, θα υπήρχαν μύθοι που θα οδηγούσαν την πρώτη τους ίδρυση σε απόγονους του πρώτου αυτού ζευγαριού. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού οπωσδήποτε όλοι, κατά την εκτίμησή μας, θα ήθελαν να έλκουν την καταγωγή τους από τους πρώτους ανθρώπους. Ο μύθος του Έλληνα που ζευγαρώνεται με την Ορθρηίδα είναι αρχικός μύθος, χωρίς διαφορετικές εκδοχές. Οι μύθοι αυτοί πρέπει να χάθηκαν, ίσως διότι επικράτησαν τάσεις απεξαρτοποίησης και δημιουργίας αυτόχθονων τοπικών ηρώων, που δεν θα ήθελαν την καταγωγή τους από την «απολίτιστη και καθυστερημένη Αχαΐα Φθιώτιδα».
Παρ” όλα αυτά η νύμφη Ορθρηίδα όχι μόνο εξαφανίστηκε από την μνήμη και ξεχάστηκαν οι σχετικοί με αυτήν μύθοι, αλλά στην πορεία του χρόνου, επειδή δεν υπήρχε αντίσταση και σοβαρή ενασχόληση μαζί της, από κάποιους μυθολόγους και κατασκευαστές μύθων, μετατράπηκε και το όνομά της. Το ίσως λίγο δυσκολοπρόφερτο Ορθρηίδα πέρασε στο ευκολότερο και περισσότερο γνωστό σε σχετικά συγγράμματα Ορσηίδα, ονομασία που βοήθησε, και όταν ακόμη μνημονευόταν, στο να μην προσδιορίζεται εύκολα ο τόπος της καταγωγής της.

ΑΛΛΕΣ ΝΥΜΦΕΣ ΤΗΣ ΟΡΘΡΗΣ. ΝΥΜΦΑΙΟ ΙΕΡΟ
Στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας, εκτός από την παραπάνω αναφερόμενη επώνυμη νύμφη Ορθρηίδα, λατρεύονταν και πολλές άλλες νύμφες. Μερικές από αυτές υπήρξαν μητέρες ηρώων της περιοχής που έλαβαν μέρος στις ελληνικές εκστρατείες, την Αργοναυτική Εκστρατεία και τον Τρωικό Πόλεμο. Μερικές άλλες ήταν μητέρες οικιστών πόλεων ή ήταν και οι ίδιες επώνυμες ηρωίδες πόλεων.
Επώνυμες νύμφες που μνημονεύονται σε άλλες σελίδες αυτής της εργασίας, εκτός της Ορθρηίδας, είναι η Αντιάνειρα, η Άρνη, η Αρσινόη, η Διοπάτρη, η Ειδοθέα, η Ευδώρα, η Ευπολέμεια, η Θήβη, η Κλέεια, η Κυρήνη, η Κορωνίδα, η Κως, η Λαοθόη, η Λευκοθέα, η Μελανίππη, η Μελία, η Μελίτη, η Νικίππη, η Όρθη, η Ορσηίδα, η Πολυάνειρα, η Πολυμήλα, η Πολυδώρα, η Υπέρεια, η Φαισύλη, η Φαώ (ή Φαιώ), η Φεραία, η Φθία.
Θ’ αναφέρουμε στη θέση αυτή λίγα στοιχεία για τις νύμφες αυτές, απλώς ενδεικτικά, χωρίς ασφαλώς να εξαντλείται το θέμα, πέραν εκείνων που μνημονεύονται σποραδικά σε άλλα κεφάλαια , για αποφυγή επαναλήψεων.
Σύμφωνα μ’ ένα μύθο που ακουγόταν στην περιοχή αυτή, η πόλη Μελιταία δεν ονομάστηκε έτσι από τον τύραννο Μελιτέα, το γιο της Οθρηίδας, όπως αναφέρουμε σε άλλες σελίδες αυτής της εργασίας, αλλά από την νύμφη Μελίτη. Για το λόγο αυτό στην Μελιταία, υπήρχε ιδιαίτερο ιερό αφιερωμένο στη νύμφη Μελίτη.
Οι κάτοικοι των Φερών και της γύρω περιοχής τιμούσαν ιδιαίτερα την νύμφη Υπέρεια και γι’ αυτό στα νομίσματά τους απεικονιζόταν η νύμφη ν’ αντλεί νερό από την ομώνυμη πηγή.
Οι κάτοικοι των Φερών λάτρευαν ακόμη και την νύμφη Φεραία, η οποία πιστευόταν ότι ήταν μητέρα της πανάρχαιας θεάς Εκάτης.
Η Ειδοθέα, νύμφη της Όρθρης και αυτή, ήταν η αγαπημένη του Εύσειρου, του γιου του Ποσειδώνα. Αποτέλεσμα του έρωτα αυτού ήταν η γέννηση του Κέραμβου ή Τέραμβου, του αγαπημένου όλων των νυμφών της Όρθρης.
Η νύμφη Κυρήνη, η αγαπημένη του θεού Απόλλωνα και μητέρα του Αρισταίου, γέννησε, πάλι από τον ίδιο πατέρα, εκτός από τον Αρισταίο και τον Ίδμονα, που θα τον δούμε σε άλλες σελίδες, και τον Αστέριο.
Η Λαοθόη, σε κάποια μορφή ενός μύθου, είναι μητέρα, από το θεό Ερμή, των αργοναυτών Ευρύτου και Εχίωνα.
Η Μελανίππη γέννησε, από τον Ιτωνό, σύμφωνα με ένα μύθο που ακουγόταν πάνω στην Όρθρη, τον Βοιωτό. Ο μύθος αυτός παρουσιάζοντας τον Ιτωνό ή Ίτωνο, τον ιδρυτή της ομώνυμης πόλης και ομώνυμου ιερού της Αχαΐας Φθιώτιδας, ως πατέρα του Βοιωτού, επώνυμου ήρωα των Βοιωτών, επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι Βοιωτοί ξεκίνησαν από τούτα τα μέρη.
Ονομαστή νύμφη της ευρύτερης περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας ήταν η Κόρωνις ή Κορωνίδα. Ήταν η επώνυμη νύμφη της πόλης της Αχαΐας Φθιώτιδας Κορώνεια που ήταν η μητρόπολη της ομώνυμης πόλης Κορώνειας της Βοιωτίας. Η νύμφη Κόρωνις ή Κορωνίδα ήταν κόρη του βασιλιά της Θεσσαλίας Φλεγύα, του γιου του θεού Άρη και της Χρύσης, της κόρης του Άλμου, του γιου του Σίσυφου, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας.
Η Κόρωνις ή Κορωνίδα τιμήθηκε με τον έρωτα του θεού Απόλλωνα και έτσι έγινε μητέρα του θεού Ασκληπιού: «οἱ μέν Ἀρσινόης, οἱ δέ Κορωνίδος φασίν αὐτόν (Ἀσκληπιόν) εἷναι». Πατρίδα της Κορωνίδας ήταν, σύμφωνα με τον Πίνδαρο, Πυθ. 3, 60.η Λακέρεια. Η Κορωνίδα είχε άλλες τέσσερις αδελφές που ήταν όλες νύμφες. Αυτές ήταν η Φαισύλη, η Κλέεια, η Φαώ και η Ευδώρα. Οι πέντε κόρες του Φλεγύα ονομάζονταν όλες μαζί Υάδες: «Νύμφαι Χαρίτεσσιν ὁμοῖαι, Φαισύλη ἠδέ Κορωνίς ἐϋστέφανος τε , Φαιώ θ’ ἰμερόεσσα ἰδ᾿ Εὐδώρη τανύπεπλος, ἃς Ὑάδας καλέουσιν ἐπί χθονί φῦλ᾿ ἀνθρώπων» «Ζεύς δὲ ἀστέρας αὐτάς πεποίηκε, τάς καλουμένας Ὑάδας». (Hesiodo Carmina, Lipsiae 1902, σελ. 188 (Ησιόδου αποσπάσματα 180 (14) ).
Τρανή και αναμφισβήτητη απόδειξη της λατρείας των νυμφών στην περιοχή του Αλμυρού είναι ένα θαυμάσιο «Νυμφαίον» που ανασκάφθηκε τελευταία, Νοέμβριος 1996.με τη συνεργασία της ΙΓ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (Βόλος) και της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας – Σπηλαιολογίας, στη θέση Κρούνια του Αχιλλείου, χωριού της επαρχίας Αλμυρού. Το άντρο των νυμφών βρίσκεται πάνω στο βουνό Τραγοβούνι, που χωρίζει το νομό Μαγνησίας από το νομό Φθιώτιδας, και έχει όλα τα γνωστά χαρακτηριστικά των Νυμφαίων.
Μία είσοδος λαξευμένη στην κατακόρυφη και επίπεδη πλευρά ενός βράχου οδηγεί στο εσωτερικό ενός περίπου κυκλικού σπηλαίου. Στην εξωτερική επιφάνεια του πετρώδους εδάφους επάνω από το σπήλαιο βρέθηκαν σκαλισμένες στο βράχο δεξαμενές για τη συγκέντρωση νερού. Οι δεξαμενές συγκοινωνούν και υπάρχει κάποιο σύστημα ελεγχόμενης εκροής των νερών. Στο πλάτωμα, μπροστά από την είσοδο του σπηλαίου και προς τη δεξιά πλευρά της, βρέθηκε σκαλισμένο επίσης σε βράχο βαθύ πηγάδι, όπου πρέπει να συγκεντρώνονταν τα νερά που έρχονταν από τις δεξαμενές ή ίσως είχε κάποια άλλη αποστολή. Όστρακα πολλά και οστά ζώων, δείγματα προφανώς αφιερωμάτων και θυσιών, βρέθηκαν γύρω από το Νυμφαίο. Πολύ πιθανό το σπήλαιο να ήταν αφιερωμένο στη θεά Δήμητρα, η οποία ήταν προστάτιδα της πολύ κοντινής στο σπήλαιο πόλης της Αντρώνας, του βασιλείου του Πρωτεσίλαου.
Το Νυμφαίο αυτό, στα «Κρούνια» του Αχιλλείου, είναι, από ό,τι γνωρίζω, το μοναδικό λατρευτικό σπήλαιο νυμφών που βρέθηκε στο νομό Μαγνησίας, τουλάχιστον.
Να θυμίσουμε εδώ ότι λίγο ψηλότερα από το Νυμφαίο αυτό βρίσκεται ο κρατήρας του νεκρού τώρα ηφαιστείου που έχει το όνομα «Ὑπερίων», που ήταν ένας από τους Τιτάνες, ότι οι Τιτάνες είχαν κατά την Τιτανομαχία έδρα τους την Όθρη, ανατολικότερο παρακλάδι της οποίας είναι το Τραγοβούνι, όπου βρέθηκε το Νυμφαίο, ότι οι Τιτάνες θεωρούνταν άνδρες των νυμφών και ότι η τοποθεσία του Νυμφαίου λέγεται «Κρούνια», όνομα που οδηγεί τη σκέψη μας στον αρχηγό των Τιτάνων Κρόνο.

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΔΡΟΜΗ ΦΙΛΑΡΧΑΙΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΑΛΜΥΡΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ – ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ:
«ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΔΡΟΜΗ» ΣΤΗ ΜΕΛΙΤΑΙΑ

                    Η Φιλάρχαιος Εταιρεία Αλμυρού «ΟΘΡΥΣ» οργανώνει «αρχαιολογική εκδρομή», ακολουθώντας το παράδειγμα του ιδρυτού της Νικόλαου Γιαννόπουλου, στην Αρχαία Μελιταία, μία από τις σπουδαιότερες πόλεις της Αχαΐας Φθιώτιδος.
Η εκδρομή θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή, 3 Οκτωβρίου 2021.
Επειδή η επίσκεψη με λεωφορείο είναι δύσκολη λόγω συνθηκών, θα πάμε με δικά μας αυτοκίνητα. Όσοι μπορούμε θα κανονίσουμε να πάρουμε και κάποιους δικούς μας για να διευκολύνουμε την μετάβαση όλων.
Η αναχώρηση θα γίνει στις 10:30 το πρωί από το Αρχαιολογικό Μουσείο Αλμυρού, όπου θα συγκεντρωθούμε και θα ξεκινήσουμε όλοι μαζί.
Θα διασχίσουμε ένα όμορφο τμήμα του βουνού μας, της Όθρυος, θα περάσουμε την Ανάβρα (Γούρα) και θα φθάσουμε στη Φιλιαδώνα (Χιλιαδού), όπου θα μας περιμένουν αρχαιολόγοι της περιοχής για να μας οδηγήσουν στη Μελιταία.
Θα επισκεφθούμε και θα ξεναγηθούμε αρχικά στον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Μελιταίας, μιάς από τις σημαντικότερες πόλεις της Αχαΐας Φθιώτιδος στους βόρειους πρόποδες της Όθρυος και κοντά στον μυθικό ποταμό Ενιπέα. Η θέση της ήταν ιδιαιτέρως σημαντική και στρατηγική, αφού ήλεγχε την κύρια οδική αρτηρία που ένωνε την Θεσσαλία με τη Στερεά Ελλάδα.
Η ξενάγηση θα συνεχισθεί στην Μονή της Αγίας Τριάδος, μεγάλης ιστορικής σημασίας, που κτίσθηκε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας με υλικά από το τείχος της Μελιταίας.
Εν συνεχεία θα επιστρέψουμε στη Φιλιαδώνα, όπου (αν και όσοι το επιθυμούμε) θα μείνουμε για φαγητό.
Επιστρέφοντας για Αλμυρό, μετά τη Γούρα, θα σταματήσουμε να δούμε τα κάστρα στο Τσουρνάτι και στη Γριντιά.
Όσοι επιθυμούν να συμμετάσχουν παρακαλούνται να επικοινωνήσουν στα τηλέφωνα :
2421070660, 6973388946- κ. Τσουρνάβα Λ., 2422024082, 6973801227-κ. Κοντογεωργάκη Χ., ή σε οποιοδήποτε άλλο μέλος του Δ.Σ.
και να ενημερώσουν για την πρόθεσή τους, ούτως ώστε να γνωρίζουμε τα άτομα που θα περιμένουμε το πρωί για αναχώρηση.

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (14η συνέχεια)

Ο ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ ΣΤΙΑ ΠΛΑΓΙΕΣ ΤΗΣ ΟΡΘΡΗΣ ΞΕΠΛΑΝΕΥΕΙ ΝΥΜΦΡΕΣ ΟΡΘΡΗΙΔΕ 

     Αλλά και ο ίδιος ο Ποσειδώνας είχε τις δραστηριότητές του στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας. Η πανέμορφη Τυρώ ζούσε μακριά από τον πατέρα της, τον Σαλμωνέα, κοντά στο θείο της Κρηθέα, τον ιδρυτή της Ιωλκού.

                   ΅Η Τυρώ αγάπησε με πάθος τον ποταμό Ενιπέα και περνούσε τις ώρες της στις όχθες του, προσπαθώντας με χίλια δυο καμώματα και νάζια να τον κάνει να την προσέξει και να την αγαπήσει κι αυτός. Ο Ενιπέας όμως, αδιάφορος για τον μεγάλο έρωτα του κοριτσιού, κυλούσε ήσυχα τα νερά του στις πλαγιές της Όρθρης.
Ο πονηρός θεός Ποσειδώνας, έλεγαν οι σχετικοί μύθοι, βλέποντας τον απελπισμένο έρωτα της Τυρώς και την ταυτόχρονη αδιαφορία του αγαπημένου της Ενιπέα, σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί το γεγονός. Πήρε λοιπόν ο ίδιος, σαν θεός που ήταν κι όλα τα μπορούσε, την μορφή του ποταμού Ενιπέα, παρουσιάστηκε μπροστά της κι έτσι ενώθηκε με την Τυρώ.
Από την ένωση αυτή γεννήθηκαν δυο παιδιά δίδυμα, ο Πελίας και ο Νηλέας. Το ένα από αυτά, ο Νηλέας, βασίλεψε στην Πύλο κι ήταν ο πατέρας της Πηρώς. Ήταν εκείνος, που όπως είδαμε, ζητούσε να του φέρουν από τη Φυλάκη τα βόδια του Ίφικλου προκειμένου να συγκατατεθεί στο γάμο της κόρης του Πηρώς.
Το άλλο παιδί του Ποσειδώνα και της Τυρώς, ο Πελίας, βασίλεψε στην Ιωλκό κι ήταν ο πατέρας του Ιάσονα, του αρχηγού της Αργοναυτικής Εκστρατείας.
Ο Απολλόδωρος (Βιβλιοθήκη, 1, 9, 8, 1), μιλώντας για την Τυρώ, λέει τα εξής:
«Τυρώ δέ ἡ Σαλμωνέως θυγάτηρ καί Ἀλκιδίκης παρά Κρηθεῖ τῷ Σαλμωνέως ἀδελφῷ τρεφομένη ἔρωτα ἴσχει Ἐνιπέως τοῦ ποταμοῦ, καί συνεχῶς ἐπί τά τούτου ῥεῖθρα φοιτῶσα τούτοις ἐπωδύρετο. Ποσειδῶν δέ εἰκασθείς Ἐνιπεῖ συγκατεκλίθη αὐτῇ• ἣ δέ γεννήσασα κρύφα διδύμους παῖδας ἐκτίθησιν».
Δηλαδή (σ’ ελεύθερη απόδοση): Η Τυρώ λοιπόν, η κόρη του Σαλμωνέα και της Αλκιδίκης, (εγγονή του Αίολου, του γιου του Έλληνα, ζούσε κοντά στο θείο της, τον αδερφό του πατέρα της, τον Κρηθέα, (τον ιδρυτή της Ιωλκού). Η Τυρώ ερωτεύθηκε τον ποταμό Ενιπέα και σύχναζε στις όχθες του κλαίγοντας για τη μεγάλη αδιαφορία του αγαπημένου της. Ο Ποσειδώνας, παίρνοντας την μορφή του Ενιπέα, κοιμήθηκε μαζί της. Αποτέλεσμα ήταν να γεννηθούν από την Τυρώ δίδυμα αγόρια, τα οποία όμως αυτή τα εγκατέλειψε.
Ο Όμηρος, παρουσιάζοντας τον Οδυσσέα να διηγείται όσα είδε στον Κάτω Κόσμο, λέει αναφερόμενος στην Τυρώ:
«῎Ενθ’ ᾗ τοι πρώτην Τυρώ ἴδον εὐπατέρειαν,
ἥ φάτο Σαλμωνῆος ἀμύμονος ἔκγονος εἶναι,
φῆ δέ Κρηθῆος γυνή ἔμμεναι Αἰολίδαο
ἥ ποταμοῦ ἠράσατ’, Ἐνιπῆος θείοιο,
ὃς πολύ κάλλιστος ποταμῶν ἐπί γαῖαν ἴησιν.
καί ῥ’ ἐπ’ Ἐνιπῆος πωλέσκετο καλά ῥέεθρα.
Τῷ δ’ ἄρα εἰσάμενος γαιήοχος ἐννοσίγαιος
ἐν προχοῇς ποταμοῦ παρελέξατο δινήεντος,
πορφύρεον δ’ ἄρα κῦμα περιστάθη, οὔρεϊ ἶσον,
κυρτωθέν, κρύψεν δέ θεόν θνητήν τε γυναῖκα.
<Λῦσε δέ παρθενίην ζώνην, κατά δ’ ὕπνον ἔχευεν.>
Αὐτάρ ἐπεί ῥ’ ἐτέλεσε θεός φιλοτήσια ἔργα,
ἔν τ’ ἄρα οἱ φῦ χειρί ἔπος τ’ ἔφατ’ ἔκ τ’ ὀνόμαζεν.
«Χαῖρε, γύναι, φιλότητι, περιπλομένου δ’ ἐνιαυτοῦ
τέξεις ἀγλαά τέκνα, ἐπεί οὐκ ἀποφώλιαι εὐναί
ἀθανάτων. σύ δέ τούς κομέειν ἀτιταλέμεναί τε.
Νῦν δ’ ἔρχεν πρός δῶμα, καί ἴσχεο μηδ’ ἀνομήνῃς.
αὐτάρ ἐγώ τοι εἰμί Ποσειδάων ἐνοσίχθων».
῞Ως εἰπών ὑπό πόντον ἐδύσατο κυμαίνοντα.
Ἡ δ’ ὑποκυσαμένη Πελίην τέκε καί Νηλήα,
τώ κρατερώ θεράποντε Διός μεγάλοιο γενάσθην
ἀμφοτέρω. Πελίης μέν ἐν εὐρυχώρῳ Ἰαωλκῷ
ναῖε πολύρρηνος, ὁ δ’ ἄρ’ ἐν Πύλῳ ἠμαθόεντι.
Τούς δ’ ἑτέρους Κρηθῆι τέκεν βασίλεια γυναικῶν,
Αἴσονά τε τ’ ἠδὲ Φέρητ᾿ Ἀμυθάονά θ’ ἱππιοχάρμην» (Ὅμηρος Ὀδύσσεια, λ, 225-249).
Δηλαδή: «Εκεί λοιπόν είδα την αρχοντογεννημένη Τυρώ, που έλεγε πως ήταν κόρη του ευγενικού Σαλμωνέα και γυναίκα του Κρηθέα του γιου του Αίολου. Αυτή πόθησε τον θεϊκό ποταμό Ενιπέα, που είναι ο ομορφότερος από τους ποταμούς που τρέχουνε πάνω στη γη, και σύχναζε στα όμορφα νερά του.
Όμοιος μ’ αυτόν, λοιπόν, ο κοσμοσείστης Ποσειδώνας πλάγιασε δίπλα της στο μέρος που χύνεται ο ορμητικός ποταμός. Και τους περικύκλωσε ένα κύμα σκοτεινό, σαν βουνό μεγάλο, που κυρτώθηκε σκεπάζοντας το θεό και τη θνητή γυναίκα. Και της έβγαλε την παρθενική ζώνη και την αποκοίμισε. Κι όταν ο θεός τέλειωσε τα ερωτικά παιχνίδια, της έπιασε σφιχτά το χέρι και είπε προσφωνώντας την:
«Νάχεις χαρά, γυναίκα, για το αγκάλιασμα. Στο πέρασμα του χρόνου θα γεννήσεις έξοχα παιδιά, γιατί τα θεϊκά αγκαλιάσματα δεν είναι χωρίς αποτέλεσμα. Και συ να τα μεγαλώσεις με μεγάλη περιποίηση. Μα τώρα πήγαινε στο σπίτι σου και συγκρατήσου, μη μαρτυρήσεις τίποτε. Λοιπόν εγώ είμαι ο κοσμοσείστης Ποσειδώνας».
Έτσι μίλησε και χώθηκε μέσα στη φουσκωμένη θάλασσα. Και η Τυρώ που έμεινε έγκυος γέννησε τον Πελία και τον Νηλέα, που και οι δυο τους έγιναν υπηρέτες δυνατοί του μεγάλου Δία. Ο Πελίας με τα πολλά του κοπάδια κατοικούσε στην απλόχωρη Ιωλκό, ο άλλος πάλι στην Πύλο με την όμορφη αμμουδιά. Τους άλλους, η βασίλισσα μες στις γυναίκες, τους γέννησε απ’ τον Κρηθέα, δηλαδή τον Αίσονα και τον Φέρητα και τον Αμυθάονα τον αρματομάχο».
Αξίζει να δούμε το ίδιο κομμάτι σε μετάφραση του Αργύρη Εφταλιώτη:
«Και πρώτη εκεί ’δα την Τυρώ την καλογεννημένη,
που έλεγε γένος του λαμπρού πως είταν Σαλμωνέα
και πως την είχε ταίρι του Αίολου ο γιος Κρηθέας.
Τον Ενιπέα αγάπησε τον ποταμό το θείο,
που είταν απ΄ όλους πιο όμορφος τους ποταμούς του κόσμου,
και στους πανώριους όχτους του συνήθαε να πλανιέται.
Μ’ εκείνον μοιάζοντας της γης ο σαλευτής και ζώστης
σιμά της στου αφροκύλιστου του ποταμού το στόμα
πλάγιασε• κύμα σκοτεινό τους έζωσε σαν όρος
γερτό, να κρύψει το θεό και τη θνητή γυναίκα.
Εκεί ο θεός της έλυσε της παρθενιάς τη ζώνη,
την κοίμισε, και του έρωτα σαν τέλεσε το έργο,
το χέρι της γλυκόσφιξε, και φώναξέ την κι είπε:
«Χαίρου που εγώ σ’ αγκάλιασα, κι άμα γυρίσει ο χρόνος
θάχεις πανόμορφα παιδιά, τι των θεών η αγάπη
δεν πάει του κάκου• νοιάζου τα και μοσχανάθρεφέ τα.
Πήγαινε τώρα σύχαζε, και μην το ξεστομίσεις’
μα ο Ποσειδώνας, ξέρε το, έγώ ’μαι ο κοσμοσείστης».
Αυτά είπε, και στη θάλασσα βουτάει την κυματούσα.
Κ’ εκείνη γέννησε τους δυο, Πελία και Νηλέα,
που ήρωες βγήκανε πιστοί του Δία του μεγάλου.
Στην Ιωλκό βασίλεψεν ο θεόπλουτος Πελίας,
στην Πύλο την αμμουδερή ο ήρωας Νηλέας.
Κι ακόμα η ρήγισσα Τυρώ γέννησε του Κρηθέα,
τον Αίσονα, τον αμαξά Αμυθάονα, το Φέρη».

Ἡ Τυρώ, όταν γέννησε τα δυο παιδιά του Ποσειδώνα, φοβήθηκε την οργή του πατέρα της και τα παράτησε μόνα τους. Τα βρήκε όμως ο αλογοβοσκός του Σαλμωνέα, τα περιμάζεψε και, μαζί με την γυναίκα του, τα μεγάλωσε στο σπίτι του.
Πολλά χρόνια αργότερα ο άντρας της Τυρώς, ο Κρηθέας, έμαθε τα νεανικά καμώματα της γυναίκας του. Για να την εκδικηθεί, σύμφωνα με μια μυθολογική εκδοχή, πήρε άλλη γυναίκα, την Σιδηρώ, η οποία προηγουμένως ήταν υπηρέτριά του. Η Σιδηρώ φρόντιζε με κάθε τρόπο να βασανίζει την Τυρώ. Την έδιωξε μάλιστα από το παλάτι της. Όταν πέθανε ο Κρηθέας, η Σιδηρώ φανέρωσε στα δυο προγόνια της, τον Πελία και τον Νηλέα, ποιοι ήταν οι πραγματικοί γονείς τους και τα δυο παιδιά ξεκίνησαν να βρουν τη μητέρα τους.
Όταν την βρήκαν ήταν σε άθλια κατάσταση. Έμαθαν τα όσα είχε τραβήξει η πραγματική τους μητέρα από την Σιδηρώ και γύρισαν να πάρουν εκδίκηση. Η Σιδηρώ, που κατάλαβε τι την περίμενε, έτρεξε να βρει άσυλο στο ναό της Ήρας, πιστεύοντας ότι εκεί μέσα στον ιερό χώρο, όπως συνηθιζόταν σε τέτοιες περιπτώσεις, θα ήταν ασφαλής. Παρ” όλα αυτά ο Πελίας, αδιαφορώντας για την οργή της Ήρας, σκότωσε τη Σιδηρώ. Για την φοβερή αυτή πράξη του ο Πελίας αργότερα τιμωρήθηκε πολύ σκληρά. Τον έσφαξαν τα ίδια τα κορίτσια του, όταν ήταν πια γέρος, γιατί εκείνα πίστεψαν τα λόγια της μάγισσας Μήδειας, της γυναίκας του Ιάσονα, που τις ξεγέλασε κάνοντάς τις να πιστέψουν ότι μπορούσε να τον κάνει πάλι νέο.
Ο Ενιπέας, που θα τον δούμε και σ’ άλλους μύθους, ήταν κι αυτός, απ’ όσα μπορεί να συμπεράνει κάποιος, πανάρχαιος ποτάμιος θεός ή ήρωας της Θεσσαλίας. Θεός λοιπόν και αυτός της Αχαΐας Φθιώτιδας λατρευόταν μαζί με άλλους πανάρχαιους θεούς στις πλαγιές και στις ρεματιές της Όρθρης. Η Μήδεια στις όχθες του Ενιπέα ποταμού μάζεψε τα βότανα με τα οποία έδωσε τη νιότη στο γερασμένο κριάρι, για να πείσει έτσι και να ξεγελάσει τις κόρες του Πελία να της εμπιστευθούν το ξανάνιωμα του γέρου πατέρα τους, με σκοπό να τον σκοτώσει. Υπονοείται έτσι με τον μύθο αυτό ότι ο Ενιπέας, παλαιός θεός της μαγείας δίδαξε στη Μήδεια τη χρήση των μαγικών βοτάνων.
Στο μύθο αυτόν με την αντικατάσταση, στον έρωτα της Τυρώς, του θεού Ενιπέα από τον Ποσειδώνα, υποδηλώνεται η σταδιακή εγκατάλειψη της λατρείας του παλιού θεού Ενιπέα και η μεταμόρφωσή σ’ ένα εντελώς δευτερεύον πρόσωπο. Σύμφωνα με τις γνώμες των ειδικών μυθολόγων, ο σχετικός μύθος πήρε τη μορφή αυτή στα πρωτοϊστορικά χρόνια, όταν οι Ολύμπιοι θεοί επικάθονταν και αντικαθιστούσαν τις τοπικές θεότητες και παραδόσεις των Πρωτοελλήνων.
Η πανελλήνια γενική αναγνώριση και επικράτηση του ολυμπιακού δωδεκάθεου είχε ως αποτέλεσμα ν’ αντικατασταθούν τελικά όλες οι προϋπάρχουσες τοπικές προολυμπιακές θεότητες και να ενσωματωθούν στη νέα μορφή της θρησκείας.

Η ΠΗΡΩ ΠΡΟΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ

                Η Πηρώ, η πανέμορφη κόρη του Νηλέα και εγγονή της επίσης πανέμορφης Τυρώς, τράβηξε και αυτή, όπως και η γιαγιά της, την προσοχή του Ποσειδώνα. Πολλά έλεγαν οι άνθρωποι που ζούσαν γύρω από την κοιλάδα του Ενιπέα για τις σχέσεις του Ποσειδώνα και της Πηρώς. Σίγουρα πρόκειται για πανάρχαιες προολυμπιακές θεότητες από εκείνες που, μετά την πανελλήνια επικράτηση των θεών του Ολύμπου, υποβιβάστηκαν σε ήρωες και ηρωίδες για την εξυπηρέτηση των νέων λατρευτικών αναγκών, ώσπου τελικά έγιναν απλά ποτάμια και νεράιδες των σύγχρονων παραμυθιών.
Σύμφωνα, λοιπόν, με μία από τις υπάρχουσες μυθολογικές εκδοχές για την καταγωγή του Ασωπού ποταμού, αυτός ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Πηρώς. Ο Ασωπός ποταμός, ο γιος της Πηρώς, σύμφωνα με την παραπάνω εκδοχή, απόκτησε δυο γιους και είκοσι θυγατέρες ενώ κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη οι θυαγατέρες του Ασωπού ήταν δώδεκα.
Όλα τα ονόματα των θυγατέρων του Ασωπού και εγγονών της Πηρώς είναι ονόματα ελληνικών πόλεων και χωρών. Είναι ονόματα που έδωσαν σ’ αυτές οι κάτοικοί τους και τα οποία ασφαλώς υποδηλώνουν την προσπάθειά τους να οδηγήσουν την καταγωγή τους σε θεϊκή ρίζα στο βάθος του χρόνου κάτι που θα εξασφάλιζε η αναγωγή τους στην πρώτη κοιτίδα των Ελλήνων, την Αχαΐα Φθιώτιδα, αφού η Πηρώ ήταν κατευθείαν απόγονος του Έλληνας και της Ορθρηίδας.
Αναφέρουμε τα δεκαοκτώ γνωστά ονόματα θυγατέρων του Ασωπού, όπως τα μνημονεύει ο Στέφανος Κομμητάς στην «Ελληνική Μυθολογία» του, έκδοση «Εκάτη», σελ. 431: Αίγινα, Κέρκυρα, Σαλαμίνα, Πειρήνη, Κλεώνη, Θήβη, Τανάγρα, Θεσπία, Ασωπίδα, Σινώπη, Οινία, Χαλκίδα, Εύβοια, Αρπίνη, Πλάταια, Αντιόπη, Αερόπη και Νεμέα.
Τα ονόματα των δύο άλλων θυγατέρων του Ασωπού, που τα εντοπίσαμε εμείς και αναφέρονται σ’ άλλα σημεία της εργασίας μας αυτής, είναι η Θίσβη και η Ωερόη.
Την πρωτοθυγατέρα του Ασωπού και εγγονή της Πηρώς, την όμορφη Αίγινα την λιμπίστηκε ο Δίας και την άρπαξε προκειμένου να την κάνει δική του. Για να χαρεί τον έρωτά της, την έφερε στο ακατοίκητο μέχρι τότε νησί Οινώνη. Μετά από αυτό και για να τιμηθεί η αγαπημένη του Δία, το νησί μετονομάστηκε σε Αίγινα. Από αυτή την ένωση του Δία και της Αίγινας γεννήθηκε ο Αιακός.
Μόνος του όμως ο Αιακός πάνω στο νησί στενοχωριόταν πολύ. Γι’ αυτό ο Δίας μεταμόρφωσε τα μυρμήγκια μιας μυρμηγκοφωλιάς που ήταν στο νησί σε ανθρώπους:
«…πατὴρ δ’ ἀνδρῶν τε θεῶν τε, ὅσσοι ἔσαν μύρμηκες ἐπηράτου ἔνδοθι νήσου, τοὺς ἄνδρας ποίησε βαθυζώνους τε γυναῖκας».
Δηλαδή: «….τότε ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων, όλα τα μυρμήγκια που ζούσαν πάνω στο μαγευτικό νησί, τα έκαμε άντρες και κομψές γυναίκες». (Ἡσιόδου, Ἀποσπάσματα Ἠοιῶν, 32 (76) ).
Έτσι, σύμφωνα μ’ αυτή την εκδοχή, έγινε ο λαός των Μυρμιδόνων οι οποίοι ονομάστηκαν έτσι γιατί έγιναν από τα μυρμήγκια μιας μυρμηγκοφωλιάς της Αίγινας.
Υπάρχει όμως και η εκδοχή πως το όνομα Μυρμιδόνες προέρχεται από το «μύρμος», που σημαίνει τρόμος (όπως τώρα περίπου η «Μορμώ», στοιχειό που προκαλεί τρόμο). Οι Μυρμηδόνες ήταν τόσο φοβεροί πολεμιστές ώστε προκαλούσαν τον «μύρμο», δηλαδή τον τρόμο, στους αντιπάλους τους.
Ο Αιακός πήρε γυναίκα του την Ενδηίδα, την κόρη του Χείρωνα, και απόκτησε δυο αγόρια τον Πηλέα και τον Τελαμώνα. Ο Αιακός όμως απόκτησε κι άλλο γιο, τον Φώκο, από την νηρηίδα Ψαμάθη, την όμορφη κόρη του Νηρέα. Τα δυο αδέλφια, ο Πηλέας και ο Τελαμώνας, σκότωσαν τον ετεροθαλή αδερφό τους Φώκο και για το λόγο αυτόν αναγκάστηκαν να φύγουν από το νησί.
Ο Πηλέας ήρθε στη Φθία για να βρει καταφύγιο στην αυλή του βασιλιά της Ευρυτίονα, από τον οποίο και ζήτησε να τον εξαγνίσει. Ο Ευρυτίονας, αφού τον εξάγνισε για τον φόνο του Φώκου, του έδωσε γυναίκα την κόρη του Αντιγόνη και το ένα τρίτο του βασιλείου του για να βασιλέψει σ’ αυτό.
Ο Πηλέας πήρε μέρος στο κυνήγι του Καλυδωνίου κάπρου στο οποίο κατά λάθος σκότωσε τον πεθερό του. Τότε έφυγε και πήγε στην Ιωλκό όπου εξαγνίστηκε για τον νέο αυτό φόνο από τον Άκαστο. Τον καιρό όμως που φιλοξενούνταν στο παλάτι της Ιωλκού τον ερωτεύτηκε η Αστυδάμεια, η γυναίκα του βασιλιά Άκαστου.
Σύμφωνα με μία διαφορετική μυθολογική εκδοχή, η γυναίκα του Άκαστου, η οποία ερωτεύθηκε τον Πηλέα, λεγόταν Ιππολύτη. Ο Πηλέας όμως αρνήθηκε ν’ ανταποκριθεί στον έρωτά της και η Αστυδάμεια (ή η Ιππολύτη, σύμφωνα με την άλλη γνωστή μυθολογική εκδοχή) για εκδίκηση έστειλε συκοφαντικό μήνυμα στην γυναίκα του Πηλέα, την Αντιγόνη, στη Φθία, παραγγέλλοντάς την ότι ο Πηλέας ήταν άπιστος απέναντί της.
Η γυναίκα του Πηλέα, η πιστή και αφοσιωμένη Αντιγόνη, μόλις πήρε το μήνυμα της Αστυδάμειας, στενοχωρήθηκε τόσο πολύ που από τη μεγάλη της πίκρα αυτοκτόνησε. Αλλά δεν αρκέστηκε μόνο σ’ αυτό το κακό που προκάλεσε η Αστυδάμεια. Αφού έστειλε το ψεύτικο μήνυμα στην Αντιγόνη, κατηγόρησε τον Πηλέα στον άντρα της, τον Άκαστο, λέγοντας ότι της επιτέθηκε με ανήθικους σκοπούς.
Ο Άκαστος δεν μπορούσε να σκοτώσει τον Πηλέα, όπως πολύ το επιθυμούσε, γιατί κάτι τέτοιο απαγορευόταν, επειδή ο ίδιος τον είχε εξαγνίσει για φονικό. Φρόντισε λοιπόν να τον εξοντώσει μ’ άλλο τρόπο. Κανόνισε να γίνει ένας διαγωνισμός κυνηγιού στα δάση του Πηλίου στον οποίο έλαβαν μέρος πολλοί ήρωες και μαζί ο Πηλέας.
Στο κυνήγι αυτό ο Άκαστος τα κανόνισε και ο Πηλέας έμεινε μόνος χωρίς όπλα, πιστεύοντας ότι έτσι θα κατασπαρασόταν από τ’ άγρια θηρία. Τον γλίτωσε ευτυχώς την τελευταία στιγμή ο Κένταυρος Χείρωνας φανερώνοντας σ’ αυτόν τα κρυμμένα του όπλα.
Έτσι γλίτωσε ο Πηλέας. Αλλά και ο νεφεληγερέτης Δίας που είδε από ψηλά την αρετή του Πηλέα ν’ αρνηθεί τον άνομο έρωτα που τού πρότεινε η Αστυδάμεια, τον επιβράβευσε. Τότε ήταν που του υποσχέθηκε, μια και στο μεταξύ τόσο άδικα είχε πεθάνει η γυναίκα του Αντιγόνη, να του δώσει γυναίκα μια από τις «χρυσηλάκατες Νηρηίδες» (Νεμεόνικος, Δ, 56, κ. εξ.).
Αργότερα, όταν ο Πηλέας γύρισε στη Φθία, πρώτη δουλειά ήταν να εκδικηθεί την Αστυδάμεια και τον Άκαστο για το κακό που του έκαμαν. Ξεκίνησε από τη Φθία με στρατό για την Ιωλκό, την κυρίευσε και σκότωσε το βασιλικό ζευγάρι του Άκαστου και της γυναίκας του, έχοντας βοηθούς και συμπαραστάτες τους τον Ιάσονα και τους Διόσκουρους.
Αργότερα, έπειτα από πολλές περιπέτειες, ο Πηλέας παντρεύτηκε τη θεά Θέτιδα, την κόρη του ποτάμιου θεού Νηρέα, όπως του είχε υποσχεθεί ο Δίας, που ήταν και παππούς του. Από το γάμο αυτό του Πηλέα και της Θέτιδας γεννήθηκαν έξι γιοι αλλά όλοι τους πέθαναν στην προσπάθεια της μητέρας τους να τους κάνει αθάνατους. Ο έβδομος γιος της είναι ο μεγάλος ήρωας του Τρωικού Πολέμου, ο Αχιλλέας.
Σύμφωνα με μία άλλη μυθολογική εκδοχή, η Θέτιδα, δεν ήταν κόρη του Νηρέα. Ήταν κόρη του Άκτορα, του γιου του Μυρμιδόνα και το πρώτο όνομά της δεν ήταν Θέτιδα αλλά Φιλομήλα.
Ύστερα από πολλά χρόνια τα παιδιά του Άκαστου κατόρθωσαν και νίκησαν τον Πηλέα και τον έδιωξαν από τη Φθία. Κυνηγημένος έφθασε στην Ίκο (σημερινή Αλόννησο) όπου τελικά πέθανε. Μετά το θάνατό του πήγε στη χώρα των Μακάρων όπου συναντήθηκε με το γιο του Αχιλλέα.
Άλλες βέβαια μυθολογικές εκδοχές παρουσιάζουν τον Πηλέα να είναι μεν ζωντανός αλλά περιφρονημένος και κυνηγημένος μέχρι τότε που γύρισε από την Τροία ο εγγονός του Νεοπτόλεμος. Αυτός φρόντισε και τον αποκατέστησε στις παλιές του τιμές.

Ο ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ
ΣΤΗΝ ΑΧΑΪΑ ΦΘΙΩΤΙΔΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΦΘΙΑ
1. Η Ιφιμέδεια και ο Ποσειδώνας – Ενιπέας

                    Υπήρχε και άλλη μια πανέμορφη κόρη στα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας που, όπως έλεγαν οι παραμυθάδες της εποχής εκείνης, ζευγαρώθηκε με το θεό Ποσειδώνα. Και αυτή τη φορά ο πονηρός Ποσειδώνας πήρε πάλι τη μορφή του Ενιπέα ποταμού, που πηγάζει από τις πλαγιές της Όρθρης. Η εκλεκτή του Ποσειδώνα, αυτή τη φορά, ήταν η ξακουστή Ιφιμέδεια, η κόρη του βασιλιά Τριόπα. Η Ιφιμέδεια, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, τον καιρό που επιθυμούσε να ζευγαρώσει με τον Ποσειδώνα, ήταν παντρεμένη με τον Αλωέα. Άλλη μυθολογική εκδοχή όμως δέχεται ότι η Ιφιμέδεια ήταν ανύπαντρη όταν είχε σχέσεις με τον Ποσειδώνα και ότι αργότερα παντρεύτηκε τον Αλωέα.
Η Ιφιμέδεια, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε στην Τυρώ, δεν ήταν ερωτευμένη με τον Ενιπέα αλλά με τον ίδιον τον Ποσειδώνα. Κατέβαινε λοιπόν η ερωτευμένη Ιφιμέδεια στη θάλασσα προσπαθώντας να συγκινήσει τον Ποσειδώνα.
Εκεί έπαιρνε με τις χούφτες της θαλασσινό νερό και το έριχνε στην αγκαλιά της καλώντας απελπισμένα και προκαλώντας με τον τρόπο αυτό τον ίδιο τον θεό της θάλασσας, τον αγαπημένο της Ποσειδώνα, να την αγκαλιάσει. Έτσι μας λέει ο Οβίδιος στις «Μεταμορφώσεις» του (6, 616).
Ο Ποσειδώνας, βλέποντας όλα αυτά τα καμώματα της Ιφιμέδειας, άλλο που δεν ήθελε. Δεν στάθηκε αδιάφορος. Πήρε όμως και πάλι – κι εδώ είναι το αξιοπερίεργο – την μορφή του Ενιπέα ποταμού και ενώθηκε με την κόρη. Και επειδή τα αγκαλιάσματα των θεών, όπως είχε πει ο Ποσειδώνας στην Τυρώ, δεν μένουν χωρίς αποτελέσματα, η Ιφιμέδεια απόκτησε δυο παιδιά δίδυμα, τον Ώτο και τον Εφιάλτη. Είναι περίεργο αλλά τις περισσότερες φορές που ζευγάρωνε ο Ποσειδώνας γεννιούνταν δίδυμα παιδιά.
Ο Απολλόδωρος (Βιβλιοθήκη, 1,7,4,2), συνδυάζοντας τα παραπάνω γεγονότα και με γάμο της Ιφιμέδειας και του Αλωέα, λέει:
«Ἀλωεύς μέν οὖν ἔγημεν ’Ιφιμέδειαν τήν Τρίοπος, ἥτις Ποσειδῶνος ἠράσθη, καί συνεχῶς φοιτῶσα ἐπί τήν θάλασσαν χερσίν ἀρυομένη τά κύματα τοῖς κόλποις ἐνεφόρει, συνελθών δέ αὐτῇ Ποσειδῶν δύο ἐγέννησε παῖδας, Ὦτον καί Ὲφιάλτην, τούς Ἀλωάδας λεγομένους».
Τώρα γιατί και πώς, αφού η Ιφιμέδεια ήθελε να έχει εραστή τον τον Ποσειδώνα, ο Ποσειδώνας προτίμησε και πάλι να πάρει την μορφή του Ενιπέα και να παρουσιαστεί μπροστά της και γιατί η Ιφιμέδεια δέχτηκε ν’ αντικαταστήσει τον αγαπημένο της Ποσειδώνα με τον άγνωστό της Ενιπέα, αυτά είναι από τα πράγματα που στη Μυθολογία λέγονται χωρίς πολλές εξηγήσεις.
Ωστόσο δημιουργούν στους ειδικούς μυθολόγους ερμηνευτικά προβλήματα. Δημιουργείται ένα ερώτημα: Ο Ποσειδώνας, όπως παρουσιάζεται ως εραστής, στους δύο μύθους των δύο περιπτώσεων της Ιφιμέδειας και της Πηρώς εκπροσωπεί άραγε την προολυμπιακή ή την κατοπινή, την ολυμπιακή, θεϊκή του υπόσταση; Μήπως οι δύο μύθοι με τις εναλλαγές που παρουσιάζουν μεταξύ του Ενιπέα και του Ποσειδώνα, απηχούν την εποχή τού αγώνα για την επικράτηση της μίας εκ των δύο θεϊκών δυναστειών; Φαίνεται ότι ο Ποσειδώνας είναι από τις λίγες περιπτώσεις οι οποίες εξακολούθησαν να υπάρχουν και ονοματικά τόσο στην προολυμπιακή θεϊκή δυναστεία, στους «προτέρους θεούς», όπως τους έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, δηλαδή στην εποχή της δυναστείας των Τιτάνων, όσο και στην εποχή των θεών του Ολύμπου.
Όσοι τα έλεγαν έτσι τα πράγματα, ότι δηλαδή η Ιφιμέδεια ήταν τρελά ερωτευμένη με τον Ποσειδώνα, θεωρούσαν ότι ο Ποσειδώνας ήταν προολυμπιακή τιτανική θεότητα.
Κάποιοι όμως μύθοι τα έλεγαν διαφορετικά. Δεν ήταν ποτέ της ερωτευμένη με τον Ποσειδώνα η Ιφιμέδεια. Δεν τον ήθελε. Αν ενώθηκε με τον Ποσειδώνα, αυτό έγινε με τη βία. Έτσι εξηγείται και η εχθρότητα που ένιωθαν, και την φανέρωναν με κάθε τρόπο, όπως αναφέρουμε σ’ άλλες σελίδες της εργασίας αυτής, για τους ολύμπιους θεούς, τα δυο παιδιά της Ιφιμέδειας, οι Αλωάδες. Οι μύθοι αυτοί θεωρούν τον Ποσειδώνα ως μία καθαρά ολυμπιακή θεότητα.
Ωστόσο και στην περίπτωση του μύθου της Ιφιμέδειας, όπου και πάλι μια πανάρχαια θεσσαλική θεότητα, ο Ενιπέας, αντικαθίσταται από τον Ποσειδώνα στη νέα του υπόσταση, εκείνη του ολυμπιακού Δωδεκαθέου, εύκολα διαπιστώνει κανείς την μεταβατική εκείνη περίοδο κατά την οποία οι Πρωτοέλληνες άρχισαν ν’ αποκτούν κάποια αόριστη έστω συνείδηση κοινής καταγωγής και κοινών παραδόσεων. Άρχισε να δημιουργείται η ανάγκη αντικατάστασης των μικρών τοπικών θεοτήτων τους με κοινούς και αναγνωρισμένους από όλους θεούς.

2. Συλλογιστικά παιχνιδίσματα. . .χωρίς αποτέλεσμα

                  Θα μπορούσε κάποιος να διακινδυνεύσει μερικές σκέψεις για τις ομοιότητες ή τις διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των δύο παρόμοιων μύθων της Τυρώς και της Ιφιμέδειας, προκειμένου να βγάλει κάποια συμπεράσματα.
Η Τυρώ και η Ιφιμέδεια ζούσαν και οι δύο στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας. Σχετίζονται με τον πανάρχαιο τοπικό θεό Ενιπέα σε μια εποχή κατά την οποία οι «πρότεροι θεοί», τιτάνιες και γενικά προολυμπιακές θεϊκές οντότητες, και οι «νέοι» θεοί, οι Ολύμπιοι, παλεύουν μέσα στις ανθρώπινες συνειδήσεις για την οριστική επικράτηση.
Και στις δυο περιπτώσεις ο μεγάλος «Εραστής», ο «κερδισμένος», ο μεγάλος «Αγαπημένος» είναι ο Ποσειδώνας, μεταμορφωμένος όμως σε Ενιπέα. Αυτός ουσιαστικά κερδίζει και απολαμβάνει τον έρωτα, δηλαδή την λατρεία, των δύο γυναικών.
Φαίνεται να είναι ο καινούργιος ολυμπιακός θεός. Ο παλιός, ο Ενιπέας, και στις δυο περιπτώσεις, είτε τον λατρεύει η ηρωίδα και προσκυνήτρια και τον επικαλείται, όπως στην περίπτωση της Τυρώς, είτε αυτή δεν τον λατρεύει και δεν αναζητά την αγάπη του, όπως στην περίπτωση της Ιφιμέδειας, έρωτα και λατρεία στην πραγματικότητα δεν απολαμβάνει, έστω κι αν και στις δύο περιπτώσεις οι ερωτευμένες προσκυνήτριες νομίζουν ότι απολαμβάνουν την εύνοιά του. Και οι δύο γυναίκες δεν γνωρίζουν ότι ο πραγματικός Ερωμένος τους δεν είναι ο Ενιπέας, έστω κι αν τον βλέπουν ολοζώντανο μπροστά τους, και ότι αυτός που κρατούν στην αγκαλιά τους έχει μόνο την εικόνα του.
Πραγματικός Εραστής είναι ο Ποσειδώνας που έχει πάρει τη μορφή του Ενιπέα. Ο Ποσειδώνας απολαμβάνει τον έρωτά τους. Αυτός είναι που δέχεται την προσφορά τους, την λατρεία τους. Και στους δύο μύθους ωστόσο γίνεται ολοφάνερη μια πάλη αντικατάστασης της παλιάς θεότητας με μια καινούργια.
Ποιος άραγε από τους δυο μύθους προηγείται χρονικά στην πορεία της εξέλιξης της θρησκευτικής συνείδησης των ανθρώπων της Αχαΐας Φθιώτιδας για τη βαθμιαία αντικατάσταση των προολυμπιακών θεοτήτων με τις ολυμπιακές;
Ποια από τις δυο ερωτευμένες γυναίκες, την Τυρώ και την Ιφιμέδεια, έχει σε μεγαλύτερο βαθμό υιοθετήσει την επερχόμενη αντικατάσταση; Ποια γυναίκα δηλαδή θέλει να λατρέψει τον παλιό θεό και ποια τον καινούργιο; Ποια είναι η «συντηρητική» και ποια η «προοδευτική»; Ποιος μύθος προηγείται χρονικά; Ποιος από τους δυο μύθους δείχνει να γέρνει η πλάστιγγα της θρησκεύουσας συνείδησης προς την παλιά πίστη και ποιος προς την καινούργια;
1. Η Τυρώ αγαπάει και λατρεύει τον Ενιπέα. Αυτόν παρακαλεί ν’ ανταποκριθεί στον έρωτά της. Αυτού την εύνοια θέλει και επικαλείται. Στις όχθες του Ενιπέα τριγυρίζει. Αυτόν πιστεύει ως Θεό. Αυτόν θέλει να λατρέψει. Τον Ποσειδώνα δεν τον επικαλείται. Φαίνεται να τον αγνοεί. Ο Ποσειδώνας, για ν’ απολαύσει τον έρωτά της, δεν τολμάει να παρουσιαστεί με τη δική του μορφή και παίρνει τη μορφή του Ενιπέα. Ο Ενιπέας όμως αδιαφορεί γι’ αυτήν και για τον έρωτά της. Δεν ενδιαφέρεται και δεν δέχεται την λατρεία της. Αρνείται να εισακούσει τις ικεσίες της. Σωπαίνει. Σαν να μην υπάρχει. Κι έρχεται ο Ποσειδώνας να τον αντικαταστήσει, παίρνοντας όμως τη μορφή του Ενιπέα.
Σημαίνει άραγε αυτό ότι ο Ενιπέας έπαψε να υπάρχει στις συνειδήσεις των ανθρώπων ως θεός και επομένως δεν μπορεί να εισακούσει τις δεήσεις των πιστών του; Σημαίνει δηλαδή ότι ο Ενιπέας, ως παλαιός θεός, δεν μπορεί πλέον να ικανοποιήσει τις λατρευτικές ανάγκες των πιστών του; Να θέλει να σημειώσει ο μύθος ότι οι πιστοί, κάτω από παλιά ονόματα θεών, κάλυπταν καινούργιες στην πραγματικότητα θεϊκές υποστάσεις; Θα μπορούσε να λεχθεί ότι η Τυρώ έπαιρνε από τον Ενιπέα ή από την σιωπή του μια απάντηση σαν εκείνη που πήρε, πολλά χρόνια αργότερα, ο Ιουλιανός από την Πυθία, όταν αυτός προσπαθούσε να ξαναφέρει την ειδωλολατρεία, ενώ ήδη είχε επικρατήσει οριστικά η καινούργια θρησκεία, ο χριστιανισμός: «Να πείτε στο βασιλιά ότι ο Απόλλωνας δεν έχει πια μαντική δάφνη ούτε πηγή που να μιλάει».
Οπωσδήποτε ωστόσο πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι πρόκειται για το στάδιο εκείνο κατά το οποίο το αποτέλεσμα της αναζητούμενης και πραγματοποιούμενης θεοκρασίας δεν είχε ακόμα οριστικοποιηθεί.
Η Ιφιμέδεια αντίθετα αγαπάει και λατρεύει τον Ποσειδώνα. Αυτόν παρακαλεί να έρθει σε βοήθειά της. Από αυτόν ζητάει να εισακούσει τις ικεσίες της. Πηγαίνει στη θάλασσα και παίρνει χούφτες θαλασσινό νερό και το ρίχνει στην αγκαλιά της. Και όμως ο Ποσειδώνας, αν και καλείται, προκαλείται και προσκαλείται ο ίδιος προσωπικά, παίρνει και πάλι την μορφή τού μη αγαπώμενου και μη επικαλούμενου Ενιπέα, για να ενωθεί μαζί της. Δεν παρουσιάζεται στην μορφή με την οποία τον επικαλούνται. Να σημαίνει αυτό ότι δεν έχει εδραιωθεί ουσιαστικά ακόμα στη συνείδηση των πιστών η λατρεία των ολυμπιακών θεοτήτων και ότι λατρεύονται ακόμη οι παλιότεροι θεοί; Να θέλει να δείξει ο μύθος ότι μόνο οι παλαιοί θεοί μπορούν να ικανοποιήσουν τις λατρευτικές ανάγκες των πιστών και ότι μάταια προσπαθούν κάποιοι να βρουν παρηγοριά και να στηρίξουν τις ελπίδες τους στους καινούργιους θεούς; Φώναζε η Ιφιμέδεια, έκλαιγε, παρακαλούσε, άρπαζε απελπισμένη με τις χούφτες της θάλασσα, ζητώντας να παρουσιαστεί μπροστά της ο θεός ως θαλάσσιος. Τίποτε όμως. Πραγματικός, ζωντανός, παρουσιάζεται μπροστά της μόνο ο παλιός θεός, ο Ενιπέας. Αυτός φαίνεται μόνο να υπάρχει.
Αν είναι σωστές οι παραπάνω σκέψεις θα πρέπει χρονικά να προηγείται ο μύθος της Ιφιμέδειας και να έπεται της Τυρώς. Η Ιφιμέδεια προσπαθεί να βρει παρηγοριά στον καινούργιο θεό αλλά ουσιαστική ικανοποίηση βρίσκει στη λατρεία του παλαιού. Η Τυρώ λατρεύει τον παλαιό θεό που όμως δεν υπάρχει, δεν παρουσιάζεται μπροστά της, παρ” όλες τις ικεσίες της. Ο Ποσειδώνας και μόνο αυτός υπάρχει στην πραγματικότητα αλλά απλά παίρνει τη μορφή του μη ανταποκρινόμενου, του μη υπάρχοντος Ενιπέα, για να ξεγελαστούν οι άνθρωποι μέχρι να συνειδητοποιήσουν οριστικά την αντικατάσταση των παλιών θεών με τους καινούργιους.
2. Ωστόσο η Ιφιμέδεια λατρεύει και επικαλείται τον Ποσειδώνα, τον νεότερο θεό. Τον αναζητάει μάλιστα στην νεότερη, στη μοντέρνα, την νέα του κατοικία, στη θάλασσα. Αρπάζει με τις χούφτες της την θάλασσα και την ρίχνει στην αγκαλιά της. Και όμως ο Ποσειδώνας δεν της αποκαλύπτεται με την αληθινή του μορφή, αυτή με την οποία τον ζητάει, αλλά μ’ εκείνη του Ενιπέα, του παλαιότερου θεού που πια δεν λατρεύεται. Η Τυρώ αντίθετα δεν αναγνωρίζει τον Ποσειδώνα. Λατρεύει και παρακαλεί τον Ενιπέα, αυτόν που της είναι γνωστός. Δεν πηγαίνει στη θάλασσα. Στις όχθες του ποταμού, στις πηγές του, ζητάει τον αγαπημένο της.

Τον Ποσειδώνα της θάλασσας δεν τον γνωρίζει καθόλου έτσι ώστε αυτός ν’ αναγκαστεί, μεταμορφωμένος και μόνο όταν είχε ικανοποιήσει τις ικεσίες της προσκυνήτριας, να δηλώσει μόνος του την ταυτότητά του και να της ειπεί ότι αυτός που την ικανοποίησε δεν είναι ο Ενιπέας αλλά ο Ποσειδώνας.
Αν σκεφτούμε έτσι, πρέπει να συμπεράνουμε ότι προηγείται χρονικά ο μύθος της Τυρώς και έπεται της Ιφιμέδειας. Ο Ποσειδώνας, ο νέος θεός, είναι αυτός που υπάρχει. Ο Ενιπέας, ο παλαιός θεός, αδιαφορεί, δεν υπάρχει.

Παιχνιδίσματα της σκέψης είναι τα παραπάνω. Ένα μικρό διάλειμμα, έτσι για κάτι διαφορετικό από το πνεύμα της εργασίας μας. Σταματάμε εδώ το παιχνίδισμά μας αυτό. Μπορεί να το συνεχίσει ο αναγνώστης που έχει διάθεση για τέτοια παιχνίδια. Σίγουρα δεν θα βρει κάποια άκρη στους συλλογισμούς του. Θα μπερδευτεί και αυτός, όπως μπερδεύτηκαν η Τυρώ και η Ιφιμέδεια, που δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν αυτόν που αγαπούσαν κι αυτόν που αγκάλιαζαν.
Ο Λουκιανός, στο έργο του Ενάλιοι Διάλογοι (13), βάζει τον Ενιπέα να συνομιλεί με τον Ποσειδώνα για το γεγονός της αποπλάνησης της Τυρώς από τον Ποσειδώνα. Ο Ενιπέας παραπονείται στον Ποσειδώνα ότι του έκλεψε και ξεγέλασε την αγαπημένη του. Ο Ποσειδώνας όμως απαντά ότι δεν φταίει αυτός αλλά ο ίδιος ο Ενιπέας που από περηφάνια δεν καταδεχόταν τον έρωτα του κοριτσιού και δεν ανταποκρινόταν στα παρακάλια του. Έτσι αυτός, που λυπήθηκε και δεν μπορούσε να βλέπει ένα ερωτευμένο κορίτσι να κλαίει, έσπευσε να το παρηγορήσει.
Μία σύνθεση των παραπάνω παιχνιδισμάτων σκέψης και βοήθεια για κάποια πραγματιστική και λογική ερμηνευτική απάντηση ίσως μπορούσε να είναι η άποψη του Kerenyi ««Ενιπέας σήμαινε αυτόν που «αντιβουίζει». Με ένα τέτοιο όνομα μπορούσε να χαρακτηρισθεί κάθε ποταμός που χοχλάκιζε, ακόμα και η ίδια η θάλασσα. Κι ο Ποσειδών το είχε σαν προσωνυμία» (Σχόλια στον Λυκόφρονα, 722 και K. Kerenyi, Η Μυθολογία των Ελλήνων, έκδοση Βιβλιοπωλείου «Εστία», σελ. 321).
Τα παραπάνω τα παραθέτουμε για εκείνους που επιμένουν να μην χαίρονται απλά τα παραμύθια και να ευχαριστούνται από αυτά, αλλά να ψάχνουν σ’ αυτά για κάποιες κρυμμένες αλήθειες.
3. Ένα άλλο κοίταγμα του προβλήματος θα μπορούσε να γίνει μέσα από το αποτέλεσμα του ζευγαρώματος του Ποσειδώνα με τις δύο γυναίκες. Ο Ώτος και ο Εφιάλτης, τα παιδιά της Ιφιμέδειας, φαίνεται να είναι προολυμπιακές θεότητες και άρα προηγούνται χρονικά των παιδιών της Τυρώς, του Νηλέα και του Πελία, Άρα προηγείται ο μύθος της Ιφιμέδειας και έπεται της Τυρώς.
4. Υπάρχει όμως και η άποψη ότι τα δυο παιδιά της Τυρώς, ο Νηλέας και ο Πελίας, που τα ονόματά τους σημαίνουν «Ανελέητος» και «Πελιδνός» αντίστοιχα, είναι στην πραγματικότητα και οι δύο πανάρχαιες χθόνιες θεότητες και ως τέτοιες πιθανόν να προηγήθηκαν του Ώτου και του Εφιάλτη και άρα ο μύθος της Τυρώς να είναι αρχαιότερος του μύθου της Ιφιμέδειας.
Πάλι μπερδευτήκαμε όμως. Ήταν ένα νέο παιχνίδισμα της σκέψης μας αυτό. Έτσι για να δείξουμε από πόσες πολλές μεριές μπορεί να κοιταχτεί το θέμα.

Ας δεχτούμε λοιπόν – για να ησυχάσουμε οριστικά και να γυρίσουμε στο δρόμο που ακολουθούσαμε ως τώρα στην εργασία μας αυτή – ότι δεν βρίσκεται άκρη και καλά θα κάνουμε να τα δεχόμαστε όλα αυτά ως μύθους και τίποτε περισσότερο. Πιστεύω ότι την ίδια σύγχυση με μας θα είχαν και οι αρχαίοι πρόγονοί μας, οι πρόγονοι εκείνοι εννοώ που ζούσαν στην άσημη και απομονωμένη, την περιφρονημένη και «απολίτιστη» γωνιά της Αχαΐας Φθιώτιδας, ο απλός λαός δηλαδή. Γι’ αυτό και δεν τα εξέταζαν τέτοια ζητήματα. Τ’ άκουγαν απλά και τα δέχονταν όπως ακριβώς ακούγονταν, όπως κάνουν οι απλοί άνθρωποι του λαού σ’ όλες τις εποχές και σ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Ήταν τα μυθολογικά τους ακούσματα αυτά. Αυτά τους έτρεφαν και τους διαμόρφωναν στη ζωή τους. Το ίδιο ας κάνουμε κι εμείς και ως τέτοια ας τα χαιρόμαστε.

3. Ώτος και Εφιάλτης, οι Τιτάνες

                           Γυρίζουμε στο μύθο της Ιφιμέδειας. Ο Ώτος και ο Εφιάλτης, τα δυο δίδυμα παιδιά που γεννήθηκαν από την ένωση της Ιφιμέδειας και του Ποσειδώνα, ήταν δυο τεράστιοι στο σώμα τους γίγαντες.
Μεγάλωναν, λένε οι μύθοι, μ’ έναν καταπληκτικό ρυθμό. Κάθε χρόνο μεγάλωναν μία πήχη σε πλάτος και μια οργιά σε ύψος. Έτσι στα εννιά τους χρόνια είχαν εννιά πήχες πλάτος και εννιά οργιές ύψος. Τόσο δυνατοί και μεγάλοι ένιωθαν που σκέφτονταν να πολεμήσουν και να τα βάλουν με τους θεούς του Ολύμπου:
«Οὗτοι κατ’ ἐνιαυτὸν ηὔξανον πλάτος μέν πηχυαῖον μῆκος δέ ὀργυιαῖον• ἐννέα δέ ἐτῶν γενόμενοι, καί τό μέν πλάτος πηχῶν ἔχοντες ἐννέα τό δέ μέγεθος ὀργυιῶν ἐννέα, πρός θεούς μάχεσθαι διενοοῦντο», γράφει ο Απολλόδωρος (Βιβλιοθήκη, 7, 4, 3).
Κάθε μήνα μεγάλωναν εννιά δακτύλους μας, λέει ειδικότερα και λεπτομερέστερα μια άλλη παραλλαγή του μύθου, την οποία αναφέρει ο Υγίνος.
Ο καταπληκτικός αυτός ρυθμός της ανάπτυξης, με τον οποίο μεγάλωναν οι δυο γιοι της Ιφιμέδειας, μας θυμίζει έναν άλλο παρόμοιο μύθο της ίδιας περιοχής που αναφέρεται στον Πρωτεσίλαο. Και γι’ αυτόν, όπως θα δούμε σ’ άλλες σελίδες, λεγόταν πως μεγάλωνε με τον ίδιο ρυθμό. Και θα μεγάλωνε ακόμη περισσότερο και αυτός, αν δεν πέθαινε τόσο νωρίς, μόλις είκοσι ετών, όπως ακριβώς και οι δυο Αλωάδες.
Ο Ώτος και ο Εφιάλτης, όπως διαφαίνεται από την περιγραφή τους και τα κατορθώματά τους, ήταν Τιτάνες που πάλευαν εναντίον των Ολυμπίων θεών και αντιστέκονταν σθεναρά στην επικράτησή τους. Είναι και αυτοί «πρότεροι θεοί», όπως ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες τους προολυμπιακούς θεούς. Ο εντοπισμός της δραστηριότητάς τους στο χώρο της Θεσσαλίας, η γέννησή τους στις όχθες του Ενιπέα ποταμού από θεσσαλή ηρωίδα και οι άλλες ενέργειές τους επιβεβαιώνουν την αρχαιότητα των θεσσαλικών μύθων και την αντίσταση που παρουσιάστηκε από τους ανθρώπους των υποβαθμισμένων πολιτιστικά περιοχών στην εισαγωγή των νέων λατρευτικών συνηθειών.
Εξάλλου υπάρχει στη μυθολογία και η εκδοχή ότι οι Αλωάδες ήταν παιδιά της Γης (Γαίας), όπως οι άλλοι γνωστοί μας Τιτάνες, και ότι η Ιφιμέδεια απλώς είχε αναλάβει το μεγάλωμά τους.
Για το λόγο αυτό κάποιοι άλλοι μύθοι τους κατατάσσουν στους Γίγαντες που έλαβαν μέρος στη Γιγαντομαχία. Βάλθηκαν, έλεγαν οι μύθοι, να φτάσουν πάνω στον Ουρανό. Είχαν ορκιστεί μάλιστα στα νερά της Στύγας, να κάνουν οπωσδήποτε δικές τους, ο Ώτος την Άρτεμη και ο Εφιάλτης την Ήρα. Γι’ αυτό και άρχισαν να σωριάζουν πάνω στον Όλυμπο την Όσσα και από πάνω το Πήλιο (Hygini Fabulae, 25).
Ο Απολλόδωρος λέει για το θέμα αυτό:
«Πρός θεούς μάχεσθαι διενοοῦντο, καί τήν μέν ῎Οσσαν ἐπί τόν Ὄλυμπον ἔθεσαν, ἐπί δέ τήν ῎Οσσαν θέντες τὸ Πήλιον διά τῶν ὀρῶν τούτων ἠπείλουν εἰς οὐρανόν ἀναβήσεσθαι, καί τήν μέν θάλασσαν χώσαντες τοῖς ὄρεσι ποιήσειν ἔλεγον ἤπειρον, τήν δέ γῆν θάλασσαν» (Απολλόδωρος, 1, 7, 4, 3).
Η ερωτευμένη Ιφιμέδεια δεν ήταν κοπέλα, λέει ένας άλλος μύθος. Ήταν παντρεμένη, όπως προαναφέραμε, με τον Αλωέα. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίοι οι δυο γίγαντες, Ώτος και Εφιάλτης, αν και ήταν πραγματικά παιδιά τού Ποσειδώνα, έγιναν γνωστοί ως Αλωάδες, δηλαδή παιδιά του Αλωέα. Έλεγαν μάλιστα ότι ο Αλωέας, ο άντρας της Ιφιμέδειας, ήταν αδερφός του Τριόπα και γιος του Ποσειδώνα και της Κανάκης, της κόρης του Αίολου.

4. Η Ιφιμέδεια, ο Ώτος και ο Εφιάλτης στον Όμηρο

                          Στην Οδύσσεια του Ομήρου, (λ , 311 – 326), υπάρχουν πληροφορίες για την περιπέτεια της Ιφιμέδειας με τον Ποσειδώνα. Παραθέτουμε το κομμάτι αυτό όπως μεταφράστηκε από τον Ζήσιμο Σιδέρη.
«Είδα την Ιφιμέδεια, το ταίρι του Αλωέα,
πόλεγε πως κοιμήθηκε σιμά στον Ποσειδώνα,
και δυο παιδιά τής έφερε λιγόχρονα στον κόσμο,
τον Ώτο τον ισόθεο, τον ξακουστό Εφιάλτη,
που ‘ταν οι πιο ψηλότεροι απ’ όσους θρέφει η πλάση,
κι ύστερα απ’ τον Ωρίωνα, οι πιο όμορφοι στα κάλλη.
Εννιά χρονών σαν έγιναν, πήχες εννιά είχαν πλάτος
κι οργιές εννιά το μάκρος τους που κάνανε είχε φτάσει
και τους θεούς φοβέρισαν πως στα ψηλά ουράνια
τη λύσσα τού συνταραχτή θα στήσουν του πολέμου.
Να βάλουν σοφιστήκανε τον Όλυμπο στην Όσσα,
στερνά το Πήλιο το πυκνό, στον ουρανό να φτάσουν.
Κι αν ζούσαν και μεγάλωναν, θα το ‘χαν κατορθώσει.
Μα ο γιος του Δία, που η Λητώ τον γέννησε η πανώρια,
τους πήρε, πριν το χνούδι τους ανθίσει στα μηλίγγια,
και πριν φυτρώσουν τα πυκνά στα μάγουλά τους γένια».
Οι δυο Αλωάδες, τα δίδυμα παιδιά της Ιφιμέδειας, ήταν λοιπόν – όπως έλεγαν οι σχετικοί μύθοι – πολύ όμορφοι, τόσο που μοναχά ο πανέμορφος Ωρίωνας τους ξεπερνούσε στην ομορφιά. Τα είχαν όμως βάλει και αντιμάχονταν με τους θεούς του Ολύμπου. Ίσως αυτό να είναι ένα ακόμη σημείο στο οποίο μπορούμε να δούμε την διαμάχη των παλιών θεών των Τιτάνων, των «προτέρων θεών» και των Ολυμπίων.
Αξίζει εδώ να δούμε πώς έδωσε σε μετάφραση το κομμάτι αυτό της Οδύσσειας ο Αργύρης Εφταλιώτης:
«Κι είδα την Ιφιμέδεια, γυναίκα του Αλωέα,
που έλεγε πως με το θεό κοιμήθη Ποσειδώνα,
και δυο τού γέννησε παιδιά, μα ζωή πολλή δεν είχαν’
τον Ώτο τον ισόθεο, και το λαμπρό Εφιάλτη,
που απ’ όσους η γης έθρεψε πιο αψηλόκορμοι ήταν,
και που μονάχα ο Ωρίωνας στα κάλλη τους περνούσε’
εννιά χρονών είταν παιδιά, κ’ εννιά είχαν πήχες πλάτος
κι ανέβαινε το μπόγι τους οργιές εννιά του ύψου
και τους αθάνατους αυτοί φοβέριζαν πως θάρθουν
να φέρουνε στον Όλυμπο πολέμου αχό κι αντάρα.
Την Όσσα πά στον Όλυμπο πασκίζανε να στήσουν,
το Πήλιο με τ’ ανεμιστά κλωνιά στην Όσσα απάνω,
ν’ ανέβουνε στον ουρανό. Κι αν ζούσανε να φτάσουν
στα χρόνια της παλληκαριάς, θα κάναν το σκοπό τους.
Μα ο γιος του Δία και της Λητώς της ομορφομαλλούσας
τους χάλασε πριν βγάλουνε σγουρά στα μαγουλά τους
και πριν το χνούδι τ’ ανθερό τους σκιώσει το πηγούνι.»
Ο Ώτος και ο Εφιάλτης, όπως έλεγαν κάποιοι μύθοι, ήταν τόσο πολύ δυνατοί ώστε κάποτε έδεσαν και αυτόν το θεό του πολέμου, τον Άρη και τον έκλεισαν σ’ ένα χάλκινο πιθάρι για δεκατρείς ολόκληρους μήνες. Και θα έμενε εκεί για πάντα, έστω και αν ήταν θεός, άμα δεν τον έσωζε ο Ερμής: «ἔδησαν δέ καί ῎Αρην, τοῦτον μὲν οὖν Ἑρμῆς ἑξέκλεψεν» (Απολλόδωρος, 1, 7, 4, 4).
Μας τα λέει πολύ καλά και ο Όμηρος (Ιλιάδα, Ε, 385 – 391). Σε μετάφραση του Ν. Καζαντζάκη και Ι. Θ. Κακριδή το σχετικό κομμάτι λέει:
«Πολλά τυράννια κι ο Άρης τράβηξε, που μ’ αλυσίδες στέριες
ο Εφιάλτης κι ο Ώτος, οι αντροδύναμοι γιοι του Αλωέα, τον δέσαν,
και μήνες δεκατρείς τον έκλεισαν σε χάλκινο πιθάρι.
Κι ο Άρης της μάχης ο ανεχόρταγος, θα ‘χε χαθεί κει μέσα,
η μητρυγιά τους αν δεν έτρεχε του Ερμή να το μηνύσει,
η όμορφη Ηερίβοια’ τους τον ξέκλεψε τον Άρη εκείνος τότε,
που ’χε αποκάμει πια απ΄ τις άλυσες, βαριά που τον παιδεύαν».

                                                5. Η εξόντωση των Αλωάδων

                         Τα καμώματα αυτά του Ώτου και του Εφιάλτη και η απόπειρά τους να προσπαθήσουν να φτάσουν τους θεούς του Ολύμπου, να αλυσοδέσουν τον Άρη και προπαντός η μεγάλη ασέβειά τους να θέλουν να ζευγαρωθούν με τις θεές Άρτεμη και Ήρα, εξόργισαν τους ολύμπιους θεούς και αυτοί αποφάσισαν να τους εξοντώσουν. Η «ύβρη» τους είχε ξεπεράσει κάθε επιτρεπτό όριο και έπρεπε να τιμωρηθούν σκληρά.
Ο Απόλλωνας, ο γιος του Δία και της Λητώς, ήταν εκείνος που σταμάτησε τα σχέδια των δυο παιδιών της κόρης του Τριόπα, της Ιφιμέδειας. Ο Απόλλωνας, λέει ο μύθος, γνώριζε ότι ήταν γραφτό ο Ώτος και ο Εφιάλτης να μην μπορούν να σκοτωθούν ούτε από θεό ούτε από άνθρωπο. Σκέφτηκε λοιπόν πολύ και βρήκε τη λύση. Αφού ούτε από θεό ούτε από άνθρωπο μπορούσαν να σκοτωθούν, δεν έμεινε παρά μόνο μια λύση: τα δυο αδέλφια να σκοτωθούν μεταξύ τους.
Έβαλε λοιπόν ο Απόλλωνας σε εφαρμογή το σχέδιό του. Η Άρτεμη, που τόσο πολύ την ποθούσε ο Ώτος, πείστηκε από τον Απόλλωνα να ειδοποιήσει τον ερωτευμένο Αλωάδα ότι τάχα τον θέλει κι αυτή και ότι τον περιμένει ν’ ανταμώσουν στη Νάξο. Έτρεξε πρόθυμα ο Ώτος. Μαζί του έτρεξε και ο Εφιάλτης νομίζοντας ότι κι αυτός μπορεί να ανταμώσει εκεί την Ήρα, που τόσο πολύ την επιθυμούσε.
Η Άρτεμη πραγματικά, σύμφωνα με την υπόδειξη του Απόλλωνα, ήταν εκεί. Δεν ήταν όμως η Ήρα. Βλέποντας αυτό ο Εφιάλτης ζήτησε από τον αδερφό του να του επιτρέψει να πάει με την Άρτεμη και αυτός. Ο Ώτος αρνήθηκε και άρχισε μεγάλος καυγάς μεταξύ τους. Τα δυο αδέλφια ήταν έτοιμα να κονταροχτυπηθούν. Την ώρα εκείνη η Άρτεμη, μεταμορφωμένη σε ελαφίνα, πέρασε ανάμεσα στα δυο αδέλφια που ετοιμάζονταν να πετάξουν τα κοντάρια τους. Τα δυο αδέλφια πέταξαν τώρα τα κοντάρια τους στη λαφίνα. Αυτή όμως πέρασε γρήγορα και τα δυο κοντάρια βρήκαν ως στόχο τους το καθένα από έναν αδελφό. Έτσι πέτυχε το σχέδιο του Απόλλωνα και οι δυο Αλωάδες αλληλοσκοτώθηκαν.
Ο Ώτος και ο Εφιάλτης είχαν και μία αδελφή, την Ελάτη. Είχε και αυτή τεράστιο ανάστημα όπως τα αδέλφια της. Όταν έμαθε τον θάνατο των αδερφών της μεταμορφώθηκε από τη μεγάλη της λύπη σε έλατο.
Ο Δίας όμως δεν ήταν ικανοποιημένος από την τιμωρία αυτή των Αλωάδων. Για ακόμη μεγαλύτερη τιμωρία τους οι δυο Αλωάδες καταδικάστηκαν στον Κάτω Κόσμο να είναι μαζί με τους άλλους μεγάλους κολασμένους. Καταδικάστηκαν να είναι δεμένοι οι δυο τους, πλάτη με πλάτη, σ᾿ ένα στύλο και να τους περιζώνουν φίδια που τους δάγκωναν. Ταυτόχρονα μια κουκουβάγια έκρωζε ανατριχιαστικά συνεχώς στα αυτιά τους και τους ξεκούφαινε. Ήταν μάλιστα δεμένοι, λέει ο σχετικός μύθος, σε μέρος κοντά στη Στύγα, στα νερά της οποίας είχαν ορκιστεί ότι θα κάνουν δικές τους την Ήρα και την Άρτεμη.
Θα πρέπει εδώ να παρατηρήσουμε ότι η λέξη Ώτος σημαίνει κουκουβάγια.

6. Μια αλλιώτικη εκδοχή του μύθου, όπως ακουγόταν στην Αχαΐα Φθιώτιδα,
που μπορεί να είναι και η μόνη αληθινή και αυθεντική

                          Έλεγαν κι άλλα οι μύθοι της Αχαΐας Φθιώτιδας για τα δυο παιδιά του Ενιπέα – Ποσειδώνα και της Ιφιμέδειας. Δεν πήγαν στη Νάξο τα δυο παιδιά, έλεγαν αυτοί οι μύθοι, για να συναντήσουν την Άρτεμη και την Ήρα. Δεν είχαν τέτοιο σκοπό ο Ώτος και ο Εφιάλτης πηγαίνοντας στη Νάξο. Πήγαν εκεί να βρουν τη μάνα τους και την αδερφή τους, που είχαν χαθεί.
Ο Ώτος και ο Εφιάλτης είχαν, έλεγαν οι μυθολογικές εκδοχές που ακούγονταν περισσότερο στην Αχαΐα Φθιώτιδα, εκτός από την Ελάτη, μία ακόμα αδελφή, την Παγκράτιδα. Την Παγκράτιδα λοιπόν, την αδελφή τους, και την Ιφιμέδεια, την μητέρα τους, τις είχαν αρπάξει ληστές και τις είχαν φέρει στη Νάξο.
Να πως έγινε αυτή η αρπαγή. Η Ιφιμέδεια με την Παγκράτιδα ήταν πάνω στο βουνό Δρίος της Αχαΐας Φθιώτιδας (Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη, 5, 50, 4 -6). Μαζί με άλλες γυναίκες έπαιρναν μέρος στη διονυσιακή λατρεία που γινόταν πάνω στο βουνό αυτό. Από το βουνό λοιπόν Δρίος, κάποιο παρακλάδι της Όρθρης, άρπαξαν τις δυο γυναίκες , μάνα και κόρη, οι ληστές μαζί με πολλές άλλες «διονυσιάζουσες» γυναίκες και τις είχαν μεταφέρει στη Νάξο όπου υπήρχε μεγάλη έλλειψη γυναικών.
Ο πατέρας τους, ο Αλωέας, όταν είδε να χάνονται η γυναίκα και η κόρη του, έστειλε τα δυο παιδιά του να ψάξουν και να βρουν τη μάνα τους και την αδερφή τους οπωσδήποτε, διαφορετικά να μην γυρίσουν πίσω. Πήγαν πραγματικά, λοιπόν, ο Ώτος και ο Εφιάλτης, στη Νάξο, όπως έλεγαν όλοι, σταλμένοι όμως εκεί από τον πατέρα τους για να φέρουν πίσω τη μάνα τους και την αδερφή τους και όχι για να συναντήσουν την Άρτεμη και την Ήρα, όπως έλεγαν οι άλλοι. Όταν έφτασαν στη Νάξο όχι μόνο πέτυχαν το σκοπό τους και απελευθέρωσαν τη μητέρα τους και την αδελφή τους, αλλά στη συνέχεια κατόρθωσαν και πήραν την εξουσία του νησιού.
Πολύ αργότερα και για άλλο λόγο μάλωσαν μεταξύ τους και σκοτώθηκαν. Ο Πίνδαρος (Πυθιόνικοι 4, 88 -89) γράφει: «ἐν δὲ Νάξῳ φαντί θανεῖν λιπαρᾷ Ἰφιμεδείας παῖδας, ᾮτον καί σέ, τολμάεις Ἐφιάλτα ἄναξ». Ωστόσο, κατά τον Παυσανία, ο τάφος των Αλωάδων βρισκόταν στην πόλη Ανθηδόνα της Βοιωτίας. «Ἐνταῦθά εἰσι μέν τάφοι τῶν Ἰφιμεδείας καί Ἀλωέως παίδω. . .» ( IX, 22, 6)

7. Η συγγενική γενεαλογία των Αλωάδων

                             Στο σημείο αυτό πρέπει ν’ αναφέρουμε κάποια ακόμη στοιχεία για τη γενεαλογία ηρώων σε σχέση με πρόσωπα που εμφανίζονται στην Αχαΐα Φθιώτιδα και που αναφέρονται στην Κανάκη, την κόρη του Αίολου και πεθερά της Ιφιμέδειας. Είναι στοιχεία που παραπέμπουν σε εποικίσεις μερών από ανθρώπους της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Ο πατέρας της Κανάκης, ο Αίολος, ήταν γιος του Έλληνα, του γιου του Δευκαλίωνα. Ο Αίολος λοιπόν, ο γιος του Έλληνα, πήρε γυναίκα του την Ευαρέτη, την κόρη του Δηίμαχου. Από το γάμο τους γεννήθηκαν εφτά γιοι: Ο Κρηθέας, ο Σίσυφος, ο Αθάμαντας, ο Σαλμωνέας, ο Δηιόνας, ο Μάγνητας και ο Περιήρης και πέντε κόρες: η Κανάκη, η Αλκυόνη, η Πεισιδίκη, η Καλύκη και η Περιμήδη.
Γιος επίσης της Κανάκης από τον Ποσειδώνα, εκτός από τον Αλωέα, που είδαμε παραπάνω, ήταν και ο Εποπέας. Γιος του Εποπέα ήταν ο Μαραθώνας, ο οποίος αποίκισε την ομώνυμη περιοχή στην ανατολική παραλία της Αττικής.
Γιος της Καλύκης, της άλλης κόρης του Αίολου, ήταν ο Ενδυμίονας. Ο Ενδυμίονας, ακολουθούμενος από Αιολείς (απόγονους του Αίολου) αποίκισε την Ήλιδα .
Γιος αυτού του Ενδυμίονα, του εγγονού του Αίολου, και της Υπερίμνης, ήταν ο Αιτωλός, που έγινε ο επώνυμος ήρωας και βασιλιάς των Αιτωλών.
Γιος επίσης αυτού του Ενδυμίονα ήταν και ο Παίονας, που έγινε ο επώνυμος ήρωας και πρώτος βασιλιάς των Παιόνων.
Γιος επίσης του Ενδυμίονα αυτού και της Υπερίμνης ήταν και ο Επειός, ο οποίος έγινε γενάρχης των Επειών, που ήταν ένας προϊστορικός λαός της Πελοποννήσου και κατοικούσε στο βορειοδυτικό τμήμα της.
Μία κόρη του ίδιου αυτού Ενδυμίονα ήταν η Ευρυκύδη. Γιος της Ευρυκύδης αυτής και του Ποσειδώνα, ήταν ο Ηλείος, ο οποίος έγινε αργότερα πατέρας του βασιλιά Αυγεία, τους στάβλους του οποίου καθάρισε ο Ηρακλής. Από τον Ηλείο, τον πατέρα του Αυγεία ένα μέρος των Επειών, ονομάστηκαν Ηλείοι.
Οι παραπάνω μύθοι αλλά και άλλοι σχετικοί αποδεικνύουν και ενισχύουν την άποψη ότι η Αχαΐα Φθιώτιδα είναι η αρχική κοιτίδα πολλών ελληνικών φύλων.

Ο ΤΥΡΑΝΝΟΣ ΜΕΛΙΤΕΑΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΑΣΠΑΛΙΔΑ.

                          Την πιο ξακουστή νύμφη της Όθρης, την Οθρηίδα, που, όπως είδαμε την τίμησε με τον έρωτά του ο γιος του Δευκαλίωνα, ο Έλληνας και την έκανε μητέρα και πρόγονο όλων των Ελλήνων, την ερωτεύθηκε και ο ίδιος ο Δίας. Ήρθε λοιπόν μια μέρα και ο Δίας πάνω στην Όθρη, την έδρα των παλιών θεών που ο ίδιος την είχε αντικαταστήσει με τον Όλυμπο, και ενώθηκε με την Οθρηίδα. Από την ένωση αυτή γεννήθηκε ένα αγόρι. Η νύμφη Οθρηίδα φοβήθηκε πολύ την οργή της ζηλιάρας γυναίκας του Δία, της Ήρας και γι’ αυτό παράτησε το νεογέννητο παιδί της μόνο του και έφυγε μακριά κάνοντας πως δεν ξέρει τίποτε.
Τα παιδιά όμως των θεών, και μάλιστα πολύ περισσότερο του Δία, δεν είναι δυνατόν να πάθουν κακό. Ο Δίας έστειλε – έτσι έλεγαν οι άνθρωποι πάνω και γύρω από την Όθρη στους μύθους τους – αμέσως ένα σμήνος μελισσών που με το μέλι τους τάιζαν το βρέφος τις πρώτες μέρες της ζωής του. Αφού πέρασαν οι πρώτες μέρες ο Δίας πάλι φρόντισε για το γιο του. Οδήγησε προς τα εκεί τα βήματα ενός τσοπάνη της Όθρης και έτσι αυτός βρήκε το παρατημένο από τη μάνα του παιδί. Το συμμάζεψε και το πήρε στο σπίτι του να το μεγαλώσει. Επειδή δε, την ώρα που ο τσοπάνος βρήκε το μωρό, είδε να το τρέφουν οι μέλισσες βάφτισε το μωρό Μελιτέα. Τον τσοπάνο αυτόν τον έλεγαν Φάγρο.
Ο Αντωνίνος Λιβεράλης γράφει για το γεγονός αυτό:
«Διός καί νύμφης Ὀρθρηίδος ἐγένετο παῖς Μελιτεύς. Τοῦτον ἡ μήτηρ ἐξέθηκεν εἰς τὴν ὕλην κατά δέος Ἥρας, ὅτι αὐτῇ Ζεύς ἐμίχθη. Ὁ δέ παῖς Διός βουλῇ οὐκ ἠφανίσθη ἀλλ’ ηὔξετο τροφόμενος ὑπό μελισσῶν. Ἐνέτυχε δέ αὐτῷ ποιμαίνων πρόβατα Φάγρος ὁ Ἀπόλλωνος καί Ὀρθρηίδος νύμφης, ἥτις ἔτεκε Μελιτέα τόν ἐν τῇ ὕλῃ παῖδα. Θαυμάσας δέ πρός τόν ὄγκον τοῦ σώματος καί ἔτι πλέον πρός τάς μελίσσας ἀνείλετο καί ἀπήνεγκεν εἰς τά οἰκία καί ἔτρεφεν ἐν πολλῇ σπουδῇ θέμενος αὐτῷ Μελιτέα ὄνομα, διότι ὑπό μελισσῶν ἐτράφη. Ὑπῆλθε <γὰρ> αὐτόν καί χρησμός, ἐν ὧ ποτε θεός εἶπε σώζειν ὁμόγνιον ὄντα τόν ὑπό τῶν μελισσῶν τρεφόμενον. Ὁ δὲ παῖς ἐπεί τάχιστα ἠνδρώθη, ἀνήρ ἐγένετο γενναῖος καί πλείστων ἦρξε περιοίκων καί πόλιν ἔκτισεν ἐν τῇ Φθίᾳ προσαγορεῦσας Μελίτην. Ἐν ταύτῃ τῇ Μελίτῃ τύραννος ἐγένετο βίαιος καί ὑβριστής, ὃν οἱ μὲν ἐγχώριοι ούδ’ ὀνομάζουσιν. ὑπό δε τῶν ξένων Τάρταρος ἐκαλεῖτο. Οὗτος εἴ τις διαβοηθείη παρθένος ἐπί κάλλει τῶν ἐγχωρίων, ἀπῆγεν αὐτήν καί ἐμίγνυτο πρό γάμου κατά βίαν. Τότε δ’ οὖν εἴρητο πρός τούς θέραπας ἀπάγειν Ἀσπαλίδα τήν θυγατέρα τήν Ἀργαίου τῶν οὐκ ἀσήμων. Ἡ δέ παῖς, ὡς ἔκπυστος ὁ λόγος ἐγένετο, πρὶν ἀφικέσθαι τούς ἀπάξοντας ἀνήρτησεν ἑαυτήν. Τῆς δέ πράξεως οὔπω διαβοηθείσης ἀδελφός ὁ τῆς Ἀσπαλίδος Ἀστυγίτης ὤμοσεν, ὅτι πρότερον τίσεται τόν τύραννον ἤ τό σῶμα καθαιρήσει τό τῆς ἀδελφῆς. Ἐνδύς δέ τάχιστα τήν στολήν τῆς Ἀσπαλίδος καί κρύψας παρά τήν εὐώνυμον πλευράν τό ξίφος ἔλαθε πρός τήν ὄψιν ἀντίπαις ὤν. Παρελθών δ’ εἰς τά οἰκία γυμνόν ὄντα καί ἀφύλακτον τόν τύραννον κτείνει. Οἱ δέ Μελιτεῖς τόν μέν Ἀστυγίτην ἐστεφάνουν καὶ μετά παιάνων προέπεμπον, τὸ δὲ σῶμα τοῦ τυράννου κατεπόντισαν εἰς ποταμόν ἐμβάλοντες, ὃν ἔτι νῦν ἐξ ἐκείνου τοῦ χρόνου Τάρταρον καλοῦσι. Τό δέ σῶμα τό τῆς Ἀσπαλίδος ἐξερευνῶντες πάντα τρόπον, ὅπως κηδεύσωσιν ἐπισήμως, οὐκ ήδυνήθησαν εὑρεῖν, ἀλλά τοῦτο μέν ἠφανίσθη κατά θεόν, ἀντί δέ τοῦ σώματος ἐφάνη ξόανον παρά τό τῆς Ἀρτἐμιδος ἐστηκός. Ὀνομάζεται δέ παρά τοῖς ἐγχωρίοις τοῦτο τὸ ξόανον Ἀσπαλίς Ἀμειλίτη Ἑκαέργη, ὧ καθ’ ἕκαστον ἔτος αἱ παρθένοι χίμαρον ἄθορον ἐκρήμνων, ὅτι καί ἡ Ἀσπαλίς παρθένος οὖσα ἑαυτήν ἀπηγχόνισεν».
Όταν ο Μελιτέας μεγάλωσε αρκετά, κατόρθωσε κι έγινε ισχυρός άρχοντας. Έχτισε μάλιστα και μια πόλη στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας, της οποίας έγινε βασιλιάς. Την πόλη αυτή την ονόμασε από το όνομά του Μελιταία. Είναι η πόλη που βρίσκεται ακόμη μέχρι και σήμερα στην ίδια περιοχή, έξω από το Δομοκό. Βρισκόταν στις όχθες του Ενιπέα ποταμού δέκα στάδια μακριά από την αρχαία πόλη Ελλάδα.
Πολλά είναι οι μύθοι που λέγονταν στην περιοχή για τον Μελιτέα και τα κατορθώματά του.
Ο Μελιτέας έγινε ένας σκληρός και απάνθρωπος άρχοντας. Ήταν ο φόβος κι ο τρόμος όλων των κατοίκων της περιοχής. Οι κάτοικοι της Μελιταίας τόσο πολύ τον μισούσαν ώστε, όταν αναφέρονταν σ’ αυτόν, δεν τον αποκαλούσαν με το πραγματικό όνομά του, Μελιτέα, αλλά τον ονόμαζαν Τάρταρο. Με την ονομασία αυτή φανέρωναν την μεγάλη τους επιθυμία και ταυτόχρονα την κατάρα να πάει και να χαθεί στα Τάρταρα. Είναι κι αυτή μια ακόμα μαρτυρία για τη γνωστή στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας τιμωρία των εχθρών με τον καταποντισμό τους στα Τάρταρα.
Ο Μελιτέας, μόλις μάθαινε ότι κάπου στην περιοχή του βασιλείου του υπήρχε κάποιο κορίτσι που ξεχώριζε για την ομορφιά του, έστελνε ανθρώπους δικούς του να το πάρουν και να του το φέρουν στο παλάτι του. Ήθελε να είναι αυτός ο πρώτος που θα χαιρόταν τις χάρες του κοριτσιού πριν προλάβει και το παντρευτεί κάποιος άλλος.
Ένα τέτοιο πανέμορφο κορίτσι που ζούσε στη Μελιταία ήταν και η Ασπαλίδα. Ήταν κόρη ενός από τους άρχοντες της Μελιταίας (ή Μελίτης), του ξακουστού Αργαίου. Όλοι τριγύρω είχαν να λένε για τις χάρες της και όλοι μιλούσαν για τη μεγάλη ομορφιά της. Δεν άργησε φυσικά να το πληροφορηθεί αυτό και ο Μελιτέας. Έστειλε λοιπόν, όπως συνήθιζε, τους δικούς του ανθρώπους ν’ αρπάξουν την Ασπαλίδα από το σπίτι της και να την οδηγήσουν στο παλάτι του.
Η Ασπαλίδα, που γνώριζε πολύ καλά τι την περίμενε όταν θα πήγαινε στο παλάτι, μόλις πληροφορήθηκε ότι ξεκίνησαν οι άνθρωποι του Μελιτέα για το σπίτι της, πήρε τη μεγάλη απόφασή της. Πήρε ένα σχοινί το πέρασε στο λαιμό της και κρεμάστηκε πριν προλάβουν ακόμη να έρθουν να την πάρουν και να την οδηγήσουν στον σκληρό άρχοντα. Προτίμησε έτσι το θάνατο από την μεγάλη ντροπή και ατίμωση που την περίμενε στο παλάτι του Μελιτέα.
Ο αδερφός της κοπέλας, ο Αστυγίτης, αγανακτισμένος εδώ και πολύ καιρό, όπως όλοι οι συμπατριώτες του, εναντίον του τύραννου για τα φερσίματά του, αποφάσισε, ύστερα από αυτό το τελευταίο προσωπικό κακό που τον βρήκε, να εκδικηθεί ο ίδιος προσωπικά και εκ μέρους όλων των κατοίκων της Μελιταίας για όσα είχε καμωμένα ο απάνθρωπος τύραννος. Ορκίστηκε μάλιστα στους θεούς ότι δεν θα κατεβάσει το πτώμα της αδερφής του από το σχοινί της κρεμάλας, αν προηγουμένως δεν τιμωρήσει σκληρά, όπως έπρεπε, τον τύραννο.
Πριν λοιπόν ακόμη φτάσουν στο σπίτι του οι άνθρωποι του Μελιτέα, που έρχονταν να πάρουν το κορίτσι, χωρίς να έχουν ακόμα πληροφορηθεί το θάνατο της Ασπαλίδας, ο Αστυγίτης ντύθηκε με τα ρούχα της αδερφής του και παριστάνοντας την Ασπαλίδα περίμενε τους ανθρώπους του Μελιτέα, έχοντας κρυμμένο στα ρούχα του ένα σπαθί. Έτσι, χωρίς να γίνει αντιληπτός από τους ανθρώπους του σκληρού άρχοντα, οδηγήθηκε στο δωμάτιο του Μελιτέα σαν Ασπαλίδα. Εκεί, στην κατάλληλη στιγμή, όταν έμειναν μόνοι οι δυο τους, ο Αστυγίτης έβγαλε το σπαθί του και σκότωσε τον τύραννο. Έτσι οι κάτοικοι της Μελιταίας απαλλάχτηκαν από την παρουσία στη χώρα τους του σκληρού τυράννου και γλίτωσαν από τα βάσανά τους. Αυτά έλεγαν οι μύθοι σ’ όλη την γύρω περιοχή.
Οι κάτοικοι της Μελιταίας τίμησαν, όπως άρμοζε στην περίπτωση, με πολλές τιμές τον Αστυγίτη, ως τυραννοκτόνο και ελευθερωτή. Το πτώμα του Μελιτέα δεν το έθαψαν, αλλά το πέταξαν σ’ ένα ποτάμι, εκεί κοντά, το οποίο από τότε ονομάστηκε Τάρταρος. Έτσι, έστω και μ’ αυτόν τον τρόπο, ο Μελιτέας πήγε στα Τάρταρα, όπως τόσα και τόσα χρόνια εύχονταν όλοι από μέσα τους με το να τον ονομάζουν Τάρταρο.
Όταν, μετά την εκδίκησή του ο Αστυγίτης, μαζί με τους άλλους κατοίκους της Μελιταίας, σύμφωνα με το τάμα που είχε κάνει, πήγαν να ξεκρεμάσουν το πτώμα της Ασπαλίδας και να του αποδώσουν τις τιμές που έπρεπε, δεν το βρήκαν εκεί, σαν κάποιος να είχε φροντίσει να το πάρει. Στη θέση του πτώματός της βρήκαν μόνο ένα ξόανο, ένα ξύλινο δηλαδή ομοίωμα της ενάρετης κοπέλας. Αργότερα κατάλαβαν και έδωσαν την εξήγηση που έπρεπε, εκείνοι που μπορούσαν να εξηγούν την συμπεριφορά και το θέλημα των θεών σε τέτοιες περιπτώσεις. Την Ασπαλίδα, εξήγησαν, που πέθανε μένοντας παρθένος μέχρι το θάνατό της, την τίμησε όπως ταίριαζε η Άρτεμη, η θεά της αγνότητας και της εκούσιας παρθενίας. Την πήρε κοντά της και στη θέση του πτώματός της άφησε το ξόανο. Αυτό το ξόανο που άφησε η Άρτεμη, το λάτρευαν και το τιμούσαν πολύ στα κατοπινά χρόνια όλοι οι κάτοικοι της γύρω περιοχής μαζί με την ίδια τη θεά Άρτεμη. Το ονόμαζαν Ασπαλίδα ή Αμειλήτη ή Εκαέργη. Εκαέργη είναι ένα από τα λατρευτικά επίθετα της θεάς Άρτεμης.
Έτσι στην Μελιταία οι άνθρωποι λάτρευαν ως θεά την Ασπαλίδα μαζί με την Άρτεμη. Όταν αργότερα έπρεπε να ικανοποιηθεί και να συνταιριαστεί τόσο η λατρεία των παλιών προολυμπιακών θεοτήτων, όπως η Ασπαλίδα, όσο και των καινούργιων καθαρότερων ολυμπιακών θεϊκών οντοτήτων, όπως η Άρτεμη, οι δυο θεές, παλιά και καινούργια, ενώθηκαν σε μία. Έγινε μία ακόμη θεοκρασία.
Οι Μελιταιείς, βολεύοντας όλες τους τις λατρευτικές ανάγκες, των «συντηρητικών» που λάτρευαν την θεά Ασπαλίδα και ήθελαν να διατηρήσουν τη λατρεία της και των «προοδευτικών», που ήθελαν να επιβάλουν τη λατρεία της καινούργιας θεάς της Άρτεμης, λάτρευαν πλέον όλοι μαζί την νέα θεά, αποτέλεσμα θεοκρασίας των δύο αντιπάλων θεοτήτων, την «Ασπαλίδα Άρτεμη».
Με τον τρόπο αυτό, όπως και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, έγινε το αρμονικό δέσιμο της μνήμης και του σεβασμού του παρελθόντος και της ανάγκης του παρόντος. Όπως και σ’ άλλες δηλαδή περιπτώσεις, το όνομα της παλιάς θεάς έγινε και επέζησε για χρόνια ως συνοδευτικό λατρευτικό επίθετο της καινούργιας. Η θεοκρασία των δύο θεοτήτων έγινε βεβαίως και πάλι σε βάρος της παλιάς θεότητας, της τοπικής θεότητας της υποβαθμισμένης πολιτιστικά περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Για τη λατρεία της Ασπαλίδας Άρτεμης συνήθιζαν να θυσιάζουν μία κατσίκα, την οποία δεν την είχε πλησιάσει ακόμη τράγος, για να θυμίζει έτσι την Ασπαλίδα που δεν την είχε πλησιάσει άντρας, μέχρι τη στιγμή που πέθανε.
Με το είδος αυτό της θυσίας δε φαίνεται να συμφωνούσαν όμως όλοι. Έτσι για να βολευτούν και οι αντιρρησίες είχαν και μια άλλη συνήθεια στη λατρεία της Ασπαλίδας Άρτεμης. Αντί για κατσίκα που δεν την είχε πλησιάσει τράγος, κάποιοι άλλοι θυσίαζαν ένα τράγο, υποκατάστατο φυσικά του πολυγαμικού Μελιτέα.
Δεν μας είναι γνωστό ποιο από τα δυο είδη θυσίας προηγήθηκε χρονικά ή αν συνυπήρχαν και για πόσο καιρό τα δύο είδη των θυσιών. Το βέβαιο είναι ότι υπήρχαν διαφορετικές απόψεις με τα επιχειρήματά της η κάθε μία και με τους πιστούς της. Είναι λίγο δύσκολο να εκτιμήσει κάποιος και να συμφωνήσει αν το θυσιαζόμενο ζώο έπρεπε να αντιπροσωπεύει και να μιμείται αναπαριστάνοντας την αυτοθυσία και την προσφορά ή την εκδίκηση και την τιμωρία.
Οι Μελιταιείς πάντως, όλοι μαζί και ανεξάρτητα από τις διαφορετικές τους απόψεις για το είδος του προσφερόμενου ζώου στις θυσίες τους, λάτρευαν με πανηγύρια και τελετές την «Ασπαλίδα Άρτεμη». Είχαν χτίσει, για το σκοπό αυτό και την ικανοποίηση των λατρευτικών τους αναγκών, ιδιαίτερο βωμό προς τιμήν της Ασπαλίδας.
Το ιερό αυτό σωζόταν για αρκετά χρόνια αργότερα και κατά τον Α. Σ. Αρβανιτόπουλο βρισκόταν στο δρόμο από τη Μελιταία προς τη Λαμία, δίπλα στο Σκουριζόρρεμα, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Τα νομίσματα της Μελιταίας, στα ιστορικά πλέον χρόνια, παρίσταναν στη μία πλευρά τους μέλισσα. Αυτό βεβαίως πρέπει να θεωρηθεί, ως ένδειξη ότι οι Μελιταιείς και στα νεότερα χρόνια δέχονταν τον μύθο του Μελιτέα με τις μέλισσες που τον μεγάλωσαν στις πρώτες μέρες της ζωής του καθώς και την ετυμολογία του ονόματος της πόλης τους. Αποδεικνύεται έτσι ότι ο μύθος εξακολουθούσε να τους είναι γνωστός και ιδιαίτερα αγαπητός.
Αλλά και στα πολύ νεότερα, τα πρόσφατα, χρόνια, όταν μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό χρειάστηκε οι δήμοι που ιδρύθηκαν στο νέο ελληνικό κράτος ν’ αποκτήσουν τις δικές τους ξεχωριστές σφραγίδες μ’ ένα ιδιαίτερο και χαρακτηριστικό της ιστορίας τους και της παράδοσης έμβλημα, αποφασίστηκε, προφανώς ύστερα από πρόταση των κοινοτικών αρχόντων του χωριού, η οποία εγκρίθηκε με σχετική γνωμοδότηση του υπεύθυνου για την έγκριση αρχαιολόγου Π. Ευστρατιάδη, η σφραγίδα του Δήμου Μελιταίας να έχει στο μέσον «μέλιτταν ορθήν με τας πτέρυγας αναπεπταμένας». (ΒΔ. της 19 -8 – 1883, Φ. Ε. Κ. 340).
Η αντικατάσταση του σώματος της Ασπαλίδας, που επρόκειτο κατά κάποιο τρόπο να θυσιαστεί, μας θυμίζει το παρόμοιο γεγονός της αρπαγής του σώματος της Ιφιγένειας, στην Αυλίδα, την ώρα που επρόκειτο κι αυτή να θυσιαστεί.
Και οι δύο, Ασπαλίδα και Ιφιγένεια, επρόκειτο να «θυσιαστούν» άδικα. Τα πτώματα και των δύο αρπάχτηκαν από την ίδια θεά για να τιμηθούν. Αυτή η αντικατάσταση της Ασπαλίδας με ξόανο που έστειλε η Άρτεμη και στη συνέχεια η λατρεία όχι πλέον της Ασπαλίδας μόνης αλλά της Ασπαλίδας Άρτεμης και τέλος ο υποβιβασμός της Ασπαλίδας σε λατρευτικό επίθετο της Άρτεμης και αυτή καθαυτή η «εξαφάνιση» του πτώματός της είναι άλλη μια ένδειξη της απορρόφησης των τοπικών παλαιών θεοτήτων από τους πανελλήνιας εμβέλειας Ολύμπιους θεούς και τελικά της «εξαφάνισής» τους από την θρησκευτική συνείδηση των ανθρώπων. Η νεότερη θεά Άρτεμη εξαφάνισε βίαια την παλιότερη Ασπαλίδα.
Στο σημείο αυτό νομίζω ότι πρέπει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής κάτι που είναι πολύ χαρακτηριστικό. Όλες οι παλαιές τοπικές θεότητες της Αχαΐας Φθιώτιδας, όπως ο Αγρέας, ο Αρισταίος, ο Λαφύστιος, η Ιτωνία, η Ασπαλίδα, ο Φάγρος, υποκύπτοντας στη λάμψη και την πανελλήνια ακτινοβολία του Απόλλωνα, του Δία, της Αθηνάς, της Άρτεμης, ενσωματώθηκαν σ’ αυτούς ως λατρευτικά επίθετα παρέμειναν για ένα διάστημα μαζί και στη συνέχεια εξαφανίστηκαν. Όλες δηλαδή οι θεοκρασίες έγιναν σε βάρος των τοπικών θεοτήτων. Η μοίρα των θεών ακολουθεί την μοίρα των ανθρώπων που τους λατρεύουν.                                           Και οι δύο, θεοί και άνθρωποι, υποβαθμισμένων πολιτιστικά και αδύναμων και απόμερων περιοχών, υποκύπτουν πάντοτε στους ισχυροτέρους.
Είναι θαρρώ το γεγονός αυτό μία σαφής ένδειξη, αν όχι απόδειξη, ότι οι τοπικοί αυτοί μύθοι είναι πανάρχαιοι και είναι μύθοι ενός λαού και μιας περιοχής που δεν μπορούσε και για αντικειμενικούς λόγους να τους επιβάλλει και να τους περιβάλλει με πανελλήνια εμβέλεια αλλά και για υποκειμενικούς λόγους που εξηγήσαμε. Γι’ αυτό και οι μύθοι τους ξεχάστηκαν, αλλοιώθηκαν σύμφωνα με τις θελήσεις και τις επιταγές των ισχυρών, αλλά και κάποιοι απ’ αυτούς υιοθετήθηκαν από άλλους λαούς ως δικά τους δημιουργήματα ή και μεταφέρθηκαν σε άλλες δυναμικές περιοχές. Λεηλατήθηκαν όπως οι θησαυροί κατακτημένων χωρών.
Ο Μ. Κοπιδάκης, σχολιάζοντας τη συμπεριφορά του Μελιτέα, λέει : «Η συμπεριφορά του Μελιτέα απέναντι στις κόρες των υπηκόων του θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν τυπική περίπτωση αυθαιρεσίας ενός τύραννου. Το γεγονός όμως ότι η Μελιταία βρίσκεται στη Θεσσαλία, όπου ίσχυε από τα πανάρχαια χρόνια ο θεσμός της δουλοπαροικίας, μάς επιτρέπει να υποθέσουμε ότι ο βιασμός των κοριτσιών από τον τύραννο δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία ιδιότυπη μορφή του «δικαιώματος της πρώτης νύχτας», ενός κανόνα του εθιμικού δικαίου της μεσαιωνικής φεουδαλικής κοινωνίας.
Το έθιμο αυτό εμφανίζεται και στο Βυζάντιο και επιβιώνει σε ορισμένες περιοχές του ελληνισμού ως τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα». (Ελληνική Μυθολογία, Ἐκδοτική Αθηνών», τόμ. 3, σελ. 336).
Το «δικαίωμα της πρώτης νύχτας» που διατηρούσαν οι άρχοντες τέτοιων περιοχών στηριζόταν σε ανάλογη συμπεριφορά των θεών. Είναι πάρα πολλοί στην Ελλάδα οι μύθοι, στους οποίους, αφού οι θεοί (άρχοντες του τόπου) ζευγάρωναν με κάποιο κορίτσι, φρόντιζαν να το παντρέψουν με κάποιο θνητό, για να αποκτήσει το παιδί τους προστάτη και θνητό πατέρα. Ιδιαίτερα για τον μεγάλο θεό, τον βασιλιά θεών και ανθρώπων, τον Δία, οι μύθοι αυτοί πλεονάζουν.
Είναι γνωστό εξάλλου ότι στη Θεσσαλία κάτι σαν το δικαίωμα της πρώτης νύχτας δεν ήταν πολύ ασυνήθιστο ανάμεσα στις αυθαιρεσίες των μεγαλοτσιφλικάδων, ακόμη και στα πρώτα, μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, χρόνια.