Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

             Σχετικό και επιβεβαιωτικό της καταγωγής των Ελλήνων από τον Έλληνα, το γιο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, είναι και το παρακάτω χαρα-κτηριστικό απόσπασμα της αρχαιοελληνικής γραμματείας που μας βεβαιώνει ότι από τον Έλληνα, τον φιλοπόλεμο βασιλιά, γεννήθηκαν ο Δώρος, ο επώνυμος ήρωας των Δωριέων, ο Ξούθος, από τον οποίον αργότερα γεννήθηκαν ο Ίωνας, ο επώνυμος ήρωας των Ιώνων και ο Αχαιός, ο επώνυ-μος ήρωας των Αχαιών, και ο Αίολος, ο καβαλάρης πολεμιστής, ο επώνυμος ήρωας των Αιολέων, από τον οποίον και κατάγονταν οι βασιλιάδες που απένειμαν το δίκαιο ο Αθάμαντας, ο Σίσυφος, ο Σαλμωνέας και ο Περιήρης:

«῞Ελληνος δὲ ἐγένοντο φιλοπτολέμου βασιλῆος
Δῶρός τε Ξοῦθός τε καὶ Αἴολος ἱππιοχάρμης.
Αἰολίδαι δ’ ἐγένοντο θεμιστοπόλοι βασιλῆες
Κρηθεὺς ἠδ’ ᾿Αθάμας καὶ Σίσυφος αἰολόμητις
Σαλμωνεὺς τ’ ἄδικος καὶ ὑπέρθυμος Περιήρης».
Δηλαδή:
«Από τον Έλληνα, φιλοπόλεμο βασιλιά, έγιναν (γεννήθηκαν)
και ο Δώρος και ο Ξούθος και ο έφιππος μαχόμενος Αίολος.
Παιδιά του Αίολου ήταν οι δικαστές βασιλιάδες
Κρηθέας και Αθάμαντας και ο ποικιλόβουλος Σίσυφος
και ο άδικος Σαλμωνέας και ο ανδρείος Περιήρης»

                          Μητέρα πραγματική του Ίωνα και του Αχαιού, από τον Ξούθο, ήταν, κατά μία εκδοχή, που είδαμε πιο πάνω, η Κρέουσα, η κόρη του Ερεχθέα και της Πραξιθέας. Ωστόσο ο Ευριπίδης, στην τραγωδία του «Ίων», αμφισβητώντας την παραπάνω εκδοχή για τους δικούς του ασφαλώς λόγους, λέει ότι ο Ξούθος δεν μπορούσε να κάνει παιδιά και ότι η Κρέουσα ενώθηκε με τη βία με το θεό Απόλλωνα σε μια σπηλιά κάτω από την Ακρόπολη και έτσι γεννήθηκε ο Ίωνας. Για να δικαιολογήσει δε το πώς ο Ίωνας ήταν παιδί του Ξούθου λέει ότι πήγαν στο μαντείο των Δελφών και ο Ξούθος, έπειτα από το χρησμό που έλαβε εκεί, αναγνώρισε τον Ίωνα για δικό του παιδί, όπως είδαμε να περιγράφεται με λεπτομέρειες παραπάνω.
Είναι μία από τις πολλές χαρακτηριστικές περιπτώσεις κατά τις οποίες – όπως προαναφέραμε – διάφοροι άρχοντες και βασιλιάδες, προκειμένου ν’ αυξήσουν το κύρος τους απέναντι στους υπηκόους τους και ν’ αποτρέψουν επικίνδυνες αμφισβητήσεις τους, παράγγειλαν σε τραγωδοποιούς να δημιουργήσουν έργα στα οποία θα παρουσίαζαν τον φυσικό τους πατέρα ανίκανο να τεκνοποιήσει και να σκηνοθετήσουν, σε αντικατάστασή του, θεϊκή επίσκεψη στη μητέρα τους.
                    Σε απόσπασμα του Ησιόδου διαβάζουμε ότι οι απόγονοι του Δευκαλίωνα βασίλευαν στη Θεσσαλία:
«Οἱ ἀπὸ  Δευκαλίωνος τὸ γένος ἔχοντες ἐβασίλευον Θεσσαλίας, ὥς φησιν ῾Εκαταῖος καὶ ῾Ησίοδος».
O Έλληνας, ο γιος του Δευκαλίωνα (ή του Δία), ίδρυσε στην περιοχή στην οποία αποβιβάστηκαν οι γονείς του, την επώνυμή του πόλη και πρω-τεύουσa του βασιλείου του «Ελλάδα». Αυτή όμως, είτε ήταν πόλη, όπως πιστεύουν μερικοί, είτε ήταν χώρα, όπως νομίζουν άλλοι (θέμα που δεν το αντιμετωπίζουμε στη θέση αυτή) βρισκόταν, πέρα από κάθε αμφιβολία και άσχετα με μικροδιαφορές των ειδικών ως προς την ακριβή θέση της, στην Αχαΐα Φθιώτιδα. Γιατί και αν ακόμη ο ισχυρισμός των κατοίκων της Μελι-ταίας, που είδαμε πιο πάνω, δεν αληθεύει, υπάρχουν και οι Φαρσάλιοι, της ίδιας πάντοτε περιοχής, που ισχυρίζονταν ότι η Ελλάδα ήταν στην περιοχή τους.
                       Το σχετικό απόσπασμα του Στράβωνα μας δίνει και άλλες χρήσιμες σχετικές πληροφορίες:
           «Αὐτὰ δὲ λεχθέντα περὶ τῶν ὑπ’ <Ἀχιλλεῖ> ἐν ἀντιλογίᾳ ἐστί. Τὸ τε γὰρ Ἄργος τὸ Πελασγικὸν <οἱ μὲν> καὶ πόλιν δέχονται Θετταλικὴν περὶ Λάρισαν ἱδρυμένην ποτὲ νῦν δ’ οὐκέτι οὖσαν’ οἱ δ’ οὐ πόλιν ἀλλὰ τὸ τῶν Θετταλῶν πεδίον οὕτως ὀνοματικῶς λεγόμενον, θεμένου τοὔνομα Ἄβαντος ἐξ Ἄργους δεῦρ’ ἀποικίσαντος. Φθίαν τε οἱ μὲν τὴν αὐτὴν εἶναι τῇ Ἑλλάδι καὶ Ἀχαΐᾳ, ταύτας δ’ εἶναι διατεμνομένης τῆς συμπάσης Θετταλίας θάττερον μέρος τὸ νότιον, οἱ δὲ διαιροῦσιν. Ἕοικε δ’ ὁ ποιητὴς δύο ποιεῖν τήν τε Φθίαν καὶ τὴν Ἑλλάδα, ὅταν οὕτως φῇ «οἱ τ‘ εἶχον Φθίην ἠδ’ Ἑλλάδα», ὡς δυοῖν οὐσῶν’ καὶ ὅταν οὕτως «φεῦ<γον> ἔπειτ’ άπάνευθε δι’ Ἑλλάδος εύρυχόροιο, Φθίην δ’ ἐξικόμην», καὶ ὅτι πολλαὶ <Ἀχαιίδε>ς εἰσὶν ἀν’ Ἑλλάδα τε Φθίην τε». Ὁ μὲν οὖν ποιητὴς δύο ποιεῖ, πότερον δὲ πόλεις ἥ χώρας ὑποδηλοῖ. Οἱ δ’ ὕστερον τὴν Ἑλλάδα οἱ μὲν εἰπόντες χώραν διατε-τάσθαι φαςὶν εἰς τὰς Θήβας τὰς Φθιώτιδας ἀπὸ Παλαιοφαρσάλου (ἐν δὲ τῇ χώρᾳ ταύτῃ καὶ τὸ Θετίδειον ἔστι πλησίον τῶν Φαρσάλων ἀμφοῖν τῆς τε παλαιᾶς καὶ τῆς νέας, κἀκ τοῦ Θετιδείου τεκμαιρόμενοι τῆς ὑπὸ τῷ Ἀχιλλεῖ μέρος εἶναι καὶ τήνδε τὴν χώραν), οἱ δὲ εἰπόντες πόλιν Φαρσάλιοι μὲν δει-κνύουσιν ἀπὸ ἑξήκοντα σταδίων τῆς ἑαυτῶν πόλεως κατεσκαμμένην πόλιν ἣν πεπιστεύκασιν εἶναι τὴν Ἑλλάδα».
Δηλαδή:
                  «Αυτά που είπε ο Όμηρος για τις χώρες που ήταν υπό την κυριαρχία του Αχιλλέα δημιουργούν πολλές αντιλογίες. Το «Άργος το Πελασγικόν», που σύμφωνα με μερικούς δηλώνει πόλη θεσσαλική κοντά στη Λάρισα η οποία δεν υπάρχει τώρα και σύμφωνα με άλλους θα μπορούσε να είναι απλή ονομασία πόλης αλλά θα ήταν γενική ονομασία της θεσσαλικής πεδιάδας που υπενθύμιζε την εγκατάσταση εδώ των Αργείων αποίκων υπό την αρχηγία του Άβαντα. Η ίδια διαφωνία υπάρχει και για τη Φθία, διότι, ενώ άλλοι την ταυτίζουν με την Ελλάδα και την Αχαΐα και υποστηρίζουν ότι με τις τρεις αυτές ονομασίες ο ποιητής φανερώνει μία από τις μεγάλες υποδιαιρέσεις της Θεσσαλίας, δηλαδή το μισό προς τον νότο, άλλοι βλ-πουν εδώ τρία ονόματα και τρεις χώρες. Πράγματι ο ποιητής φαίνεται ότι θέλει να διακρίνει την Φθία από την Ελλάδα όταν λέει: «εκείνοι επίσης από τη Φθία και την Ελλάδα όπου υπάρχουν ωραίες γυναίκες» σα να επρόκειτο για δύο διαφορετικές περιοχές. Και αλλού λέει: «έφυγα τότε μακριά και δια-σχίζοντας τις απέραντες εκτάσεις έφθασα ύστερα από λίγο στη Φθία» και αλλού ακόμη «οι γυναίκες των Αχαιών δε λείπουν στην Ελλάδα ούτε στη Φθία.»

             Καίτοι δε ο ποιητής χρησιμοποιεί δύο ονομασίες, δε δηλώνει εάν με αυτές εννοεί πόλεις ή χώρες. Μεταξύ των νεοτέρων άλλοι μεν υποστηρί-ζουν ότι η ονομασία Ελλάδα ήταν ονομασία χώρας και φανέρωνε όλη την περιοχή που απλώνεται από Παλιοφάρσαλα μέχρι τις Φθιώτιδες Θήβες. Επειδή δε στο μέρος αυτό μεταξύ Παλιοφαρσάλων και Νεοφαρσάλων υπάρχει ονομασία Θετίδειον, συμπέραναν από μόνο αυτή την ονομασία ότι όλη η περιοχή αυτή αποτελούσε μέρος της χώρας της εξουσίας του Αχιλ-λέα. Άλλοι αντίθετα υποστηρίζουν ότι η αρχαία Ελλάδα ήταν πόλη, ενώ οι κάτοικοι των Φαρσάλων δείχνουν σε απόσταση εξήντα σταδίων από την πόλη τους πόλη ερειπωμένη την οποία δε διστάζουν να ταυτίσουν με την Ελλάδα».
                   Σύμφωνα με μία εκδοχή του μύθου που ακουγόταν στα μέρη της Αχα-ΐας Φθιώτιδας ιδρυτής της πόλης Φθία ήταν ο Φθως, ο γιος του Αχαιού και δισέγγονος του Έλληνα, και ιδρυτής της πόλης Ελλάς, ο Έλληνας, ο γιος του Δευκαλίωνα. Από την άποψη αυτή, εάν υποθέσουμε πως αρχαιότερος γενεαλογικά ιδρυτής μιας πόλης σημαίνει και αρχαιότερη πόλη, θα πρέπει τότε να θεωρηθεί ότι η Φθία ήταν πολύ νεότερη πόλη σε σχέση με την Ελλάδα.
                   Ως προς το ζήτημα αυτό, εάν δηλαδή η Ελλάδα και η Φθία ήταν πόλεις ή χώρες, νομίζουμε ως σωστότερη την άποψη – χωρίς να θέλουμε να υπεισέλθουμε στο σχετικό πρόβλημα με κατάθεση δικής μας άποψης – ότι πρέπει να συνέβαιναν και τα δύο. Υπήρχε πόλη που λεγόταν Ελλάδα και η οποία ήταν «πρωτεύουσα» μιας χώρας που επίσης λεγόταν Ελλάδα, όπως υπήρχε και πόλη που λεγόταν Φθία και ήταν «πρωτεύουσα» μιας χώρας που λεγόταν Φθία. Πάντως, ανεξάρτητα από τα προβλήματα και τις διαφορετικές απόψεις που διατυπώνονται, όλοι συμφωνούν ότι οι δύο αυτές πόλεις και περιοχές ήταν γύρω από τον ορεινό όγκο της Όρθρης. Και αυτό είναι εκείνο που στην περίπτωσή μας ενδιαφέρει, αφού στόχος μας δεν είναι η εξέταση και προπαντός η λύση των ιστορικών προβλημάτων αλλά η επι-σήμανση της σπουδαιότητας των μυθολογικών αναφορών της περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας.
            Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο ο Δευκαλίωνας ήταν βασιλιάς «τῶν περὶ τὴν Φθίαν τόπων»
Για τον Έλληνα μας μιλάει και ο Θουκυδίδης, που τον παρουσιάζει μάλιστα όχι πρόσωπο της μυθολογίας αλλά ως φυσικό υπαρκτό πρό-σωπο, το οποίο αγωνίστηκε προκειμένου να επιβληθεί και ότι πρώτοι οι υπήκοοι του Αχιλλέα της Αχαΐας Φθιώτιδας είχαν το όνομα Έλληνες και από αυτούς μετά το πήραν και όλοι οι άλλοι:
               «Ἕλληνος δὲ καὶ τῶν παίδων αὐτοῦ ἐν τῇ Φθιώτιδι ἰσχυσάντων, καὶ ἐπαγομένων αὐτοὺς ἐπ’ ὠφελείᾳ ἐς   τάς ἄλλας πόλεις, καθ’ ἑκάστους μὲν ἤδη τῇ ὁμιλίᾳ μᾶλλον καλεῖσθαι Ἕλληνας, οὐ μέντοι πολλοῦ γε χρόνου ἐδύνατο καὶ ἅπασιν ἐκνικῆσαι. Τεκμηριοῖ δὲ μάλιστα Ὅμηρος’ πολλῷ γὰρ ὕστερον ἔτι καὶ τῶν Τρωικῶν γενόμενος οὐδαμοῦ <οὕτω> τοὺς ξύμπαντας ὠνόμασεν οὐδ’ ἄλλους ἤ τοὔς μετ’ Άχιλλέως έκ τῆς Φθιώτιδος, οἳπερ καὶ πρῶτοι Ἕλληνες ἦσαν».
Δηλαδή:
                 «Όταν δε ο Έλληνας και τα παιδιά του απόκτησαν μεγάλη δύναμη στη Φθιώτιδα και οι άνθρωποι τους καλούσαν σε άλλες πόλεις για βοήθεια, καθένας χωριστά μεν στην αρχή, από την συναναστροφή τους (με τον Έλ-ληνα και τους δικούς του) ονομάζονταν Έλληνες, αλλά δεν μπορούσε να γίνει αυτό με όλους πριν περάσει αρκετός χρόνος. Το τεκμηριώνει αυτό ι-διαιτέρως ο Όμηρος, διότι επειδή έζησε πολύ αργότερα από τον Τρωικό Πόλεμο πουθενά δεν ονόμασε έτσι όλους αλλά μόνο τους συντρόφους του Αχιλλέα από τη Φθιώτιδα, οι οποίοι ήταν οι πρώτοι Έλληνες».
Και ο Θουκυδίδης λοιπόν, όπως βλέπουμε, με τις μαρτυρίες του, έρ-χεται να ενισχύσει την ίδια άποψη.

Ο ΜΥΘΟΣ ΩΣ ΠΑΝΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΨΥΧΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΦΥΛΕΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ

                                      Ο μύθος ως πανανθρώπινη ψυχική ανάγκη και ιδιαίτερο φυλετικό χαρακτηριστικό<
Ο μύθος, από την πρωτόγονη ακόμα εποχή, ήταν μία από τις βασικές ανάγκες της ψυχής του ανθρώπου και αποτελούσε το πρωταρχικό απαραίτητο σκαλοπάτι στην εξελικτική ανοδική πορεία του της αυτοσυνείδησής του. Ο άοπλος, ανίσχυρος και ισχυρά προβληματισμένος από τον άγνωστο γύρω του κόσμο πρωτόγονος άνθρωπος, για να επιβιώσει μέσα σ’ αυτό το οπωσδήποτε εχθρικό και αφιλόξενο φυσικό περιβάλλον του, έπρεπε καταρχήν να το υποτάξει νοηματικά στις δικές του ερμηνευτικές αντιλήψεις και ικανότητες. Έτσι μόνο θα μπορούσε να νιώσει άνετα, να νιώσει ότι βρίσκεται σε οικείο και φιλικό, σε δικό του και γνωστό, χώρο.
Αυτό ήταν – και τηρούμενων των αναλογιών το ίδιο ισχύει σε κάθε εποχή – μία βασική προϋπόθεση για ν’ αποκτηθεί η απαραίτητη για την επιβίωσή του αίσθηση ασφάλειας. Έτσι μόνο θα ήταν δυνατόν, απαλλαγμένος από το φόβο τού ξένου, άφιλου και άγνωστου, περιβάλλοντος, να επιβιώ-σει και να ισορροπήσει μέσα σ’ αυτό. Έτσι θα ένιωθε ότι βρίσκεται σ’ έναν κόσμο δικό του και έτσι θα μπορούσε ν’ αποκτήσει σαφή και κατανοητή, από τις δικές του αντιληπτικές ικανότητες, γνώση της θέσης και του ρόλου του στον κόσμο που τον περιτριγύριζε.
Η λυτρωτική αυτή επίδραση της περιβαλλοντικής του εξοικείωσης και της γνώσης τού ρόλου τού κάθε ατόμου μέσα στον γύρω του κόσμο, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την αποσαφήνιση και την ερμηνεία, με τη σαφή αντίληψη και την κατανόηση των όσων υπάρχουν και συμβαίνουν τριγύρω του. Η λυτρωτική αυτή επίδραση του «γνωστού και οικείου περιβάλλοντος» είναι στον ίδιο πάντοτε βαθμό ευεργετική και επιδρά το ίδιο πάντοτε αποτελεσματικά και επιτυχημένα, ανεξάρτητα από το αν η ερμηνεία που δίνεται στα φαινόμενα είναι επιστημονική ή φανταστική (μυθολογική), σωστή ή λαθεμένη. Είναι αρκετό μόνο το ότι αυτή η κατανόηση και αποσαφήνιση της υπάρχουσας σχέσης μεταξύ του ατόμου και του περιβάλλοντός του ικανοποιεί και ανακουφίζει προσωπικά τον ίδιο τον προβληματιζόμενο και τις νοητικές του ικανότητες και τον κάνει να νιώθει ότι βρίσκεται σε γνωστό και δικό του χώρο, για όσο καιρό τουλάχιστο τίποτε διαφορετικό δεν έρχεται να διαψεύσει αυτή του την πίστη και να τον αναστατώσει, να διαταράξει την αρμονική του σχέση με τον περιβάλλοντα κόσμο.
Κι εκείνος ο πρωτόγονος και ακατατόπιστος επιστημονικά άνθρωπος που στα βάθη της ζούγκλας της Αφρικής πιστεύει ότι οι διάφορες φάσεις της Σελήνης οφείλονται στο ότι κάποιο μεγάλο άγριο ζώο δαγκώνει κάθε τόσο από ένα κομμάτι της Σελήνης αλλά και ο μορφωμένος και κατατοπισμένος άνθρωπος της εποχής μας που γνωρίζει τη σύγχρονη επιστημονική αλήθεια, έχουν στον ίδιο βαθμό, ο καθένας για τον εαυτό του, ισορροπήσει τη σχέση τους με το φαινόμενο αυτό. Είναι και οι δύο στον ίδιο βαθμό βέβαιοι ότι κατέχουν την αλήθεια για την ερμηνεία του φαινομένου και ησυχάζουν. Είναι στον ίδιο βαθμό λυτρωμένοι και ελεύθεροι. Δεν τους α-πασχολεί το φαινόμενο ως ένα πρόβλημα που χρειάζεται λύση. Έτσι έχουν και οι δύο στον ίδιο βαθμό συμβιβαστεί με το γεγονός, έστω κι αν αυτό ι-σχύει προσωρινά μεχρισότου βρουν κάποια άλλη περισσότερο ικανοποιη-τική εξήγηση. Έχουν και οι δύο βρει την ισορροπία και τη γαλήνη τους. Το περιβάλλον γύρω τους έγινε οικείο και το φαινόμενο κατανοητό. Μπορούν εξίσου ελεύθεροι πια και οι δύο ν’ ασχοληθούν με τ’ άλλα τους προβλήματα και κυρίως μ’ αυτά της καθημερινότητας και της επιβίωσής τους.
Η απορία και ο προβληματισμός που δημιουργείται με την εξαφάνιση του ήλιου στη δύση το βράδυ και την επανεμφάνισή του στην ανατολή το πρωί λύνεται εξίσου λυτρωτικά και για εκείνον που πιστεύει ότι οφείλεται στην περιστροφή της γης και για εκείνον που πιστεύει ότι ο ήλιος ξεκουράζεται και κοιμάται τη νύχτα ταξιδεύοντας με μια βάρκα από τη δύση ως την ανατολή, για να ξυπνήσει ξεκούραστος το πρωί. Και οι δύο ησυχάζουν αναπαυμένοι όπως κοιμούνται ήσυχα τόσο το μικρό παιδί με το παραμύθι της γιαγιάς όσο και ο επιστήμονας που βρήκε τη λύση τού φυσικού φαινομένου που τον απασχολούσε.
Κάθε λαός έχει τη δική του μυθολογία. Έχει αναπτύξει δηλαδή το δικό του τρόπο σκέψης στην αναγκαστική και επιβεβλημένη προσπάθειά του να βρει την πρώτη αρχή του κόσμου και να εξηγήσει και κατανοήσει τις δικές του αναφορές και σχέσεις ως ανθρώπου και το δικό του προσωπικό ρόλο μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο. Κάθε λαός, ως ανθρώπινο σύνολο, αλλά και κά-θε άτομο ξεχωριστά, έχει «επινοήσει» μια «ερμηνεία» του κόσμου που τον περιβάλλει και με την ερμηνεία αυτή, την όποια δική του προσωπική ερμηνεία, έχει βρει την ησυχία του και την προσαρμογή του και μπορεί, απαλλαγμένος από τέτοια προβλήματα, απερίσκεπτος πλέον, να παλέψει για την επιβίωσή του, σε οικείο, γνωστό και κατανοητό πλέον περιβάλλον.
Για το λόγο αυτό η λεπτομερειακή εξέταση και η προσεχτική μελέτη των μυθολογημάτων ενός λαού, η μελέτη δηλαδή του ειδικού και ξεχωριστού τρόπου σκέψης του, μπορεί να οδηγήσει σε άκρως ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις. Η μελέτη αυτού του ξεχωριστού τρόπου σκέψης κάθε λαού προσφέρει πολύ χρήσιμα συμπεράσματα, προκειμένου να κατανοηθεί η ιδιαιτερότητα της δικής του νοοτροπίας και αντίληψης, ως ιδιαίτερου λαού, «το ξεχωριστό» της εθνικής και φιλοσοφικής αντίληψης και της δικής του ιδιαίτερης χαρακτηριστικής νοητικής προσπάθειας για την ερμηνεία τού κόσμου τούτου.
Η μυθολογία κάθε λαού, η οποία αναπτύσσεται με σκοπό να δώσει την εξήγηση της πρώτης αρχής του σύμπαντος και του περιβάλλοντος κόσμου και την ερμηνεία άλλων γεγονότων και φυσικών φαινομένων και να καταστήσει οικείο και κατανοητό το περιβάλλον, είναι ένα ιδιαίτερο δικό του ατομικό χαρακτηριστικό, όπως ιδιαίτερη ατομική και δική του ξεχωριστή είναι και η όλη του συνολική φιλοσοφική τοποθέτηση για τη ζωή και τον κόσμο.
Η προσεχτική εξέταση, η αιτιολογημένη ερμηνεία και η συσχέτιση της όλης φιλοσοφικής τοποθέτησης ενός λαού με τη συνακόλουθη προσπάθεια της μυθολογικής ερμηνείας τού περιβάλλοντος κόσμου μπορεί να οδηγήσει και στην κατανόηση και αποσαφήνιση πολλών άλλων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων τής ιδιαιτερότητάς του και να χρωματίσει την διάκριση και φυλετική του διαφοροποίηση, σε σχέση με τους άλλους γειτονικούς ή μακρινούς λαούς.