Μετονομασία Αρχαιολογικού Μουσείου Αλμυρού σε «ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΕΙΟ»

Κυριακή 19, Ιούνιος 2011 – 18:59 Συγγραφέας: ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΟΛΑΚΗΣ

Συντελέσθηκε το απόγευμα της Τετάρτης 18 Μαΐου η μετονομασία του αρχαιολογικού μουσείου του Αλμυρού σε «Γιαννοπούλειο», ως φόρος τιμής στον μεγάλο πνευματικό άνδρα και ενθουσιώδη «ερασιτέχνη» αρχαιολόγο της Μαγνησίας, τον ακάματο σκαπανέα της έρευνας και καταγραφής των λειψάνων του αρχαιοελληνικού πολιτισμού στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας.

Με την ονοματοθεσία αυτή στο μουσείο του Αλμυρού, ως λίκνου της πνευματικής δραστηριότητας και επίτευγμα της πρωτοπόρας εργασίας των μελών της περίφημης «Φιλαρχαίου Εταιρίας» της πρώτης περιόδου (1896 – 1960) ανάμεσα στους πρωτοστάτες της οποίας ήταν ο Γιαννόπουλος, ξεπληρώθηκε από τους αρμόδιους φορείς ένα χρέος. Όχι για λόγους προσωπολατρείας, αλλά με διάθεση τιμητική απέναντι στην προσφορά και την παρακαταθήκη την οποία άφησε ο Γιαννόπουλος με το έργο του, ικανή να προκαλέσει μια διαχρονική έκφραση σεβασμού στον ίδιο.

Η προσθήκη της ονομασίας «Γιαννοπούλειο» στο μουσείο ήταν ένας από τους όρους οι οποίοι τέθηκαν στις 4-12-1960, όταν η τοπική αρχαιολογική συλλογή, κάτοχος και ιδιοκτήτης της οποία ήταν η Φιλάρχαιος Εταιρία του Αλμυρού, γνωστή και με τον διακριτικό της τίτλο «Όθρυς», μεταβιβάστηκε στην τότε αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία. Έπρεπε ωστόσο να διανυθεί μισός αιώνας, προκειμένου να εκπληρωθεί η αίρεση αυτή, υλοποιώντας την πρόσφατη απόφαση της ΙΓ΄ Εφορείας προϊστορικών και κλασσικών Αρχαιοτήτων, η οποία από κοινού με την Φιλάρχαιο Εταιρία του Αλμυρού συνδιοργάνωσαν την σεμνή πλην αξιόλογη αυτή εκδήλωση, η οποία εντάχθηκε στα πλαίσια του εορτασμού της Διεθνούς Ημέρας Μουσείων και της συμπλήρωσης των 100 χρόνων από την ίδρυση του Μουσείου.

Στο χώρο της εκδήλωσης αναρτήθηκαν ενημερωτικές πινακίδες για τα εκατόχρονα του Μουσείου με την επιμέλεια της κ. Θάλειας Μακρή – Σκοτινιώτη (αρχιτέκτονα της ΙΓ΄ ΕΚΠΑ). Το εορταστικό πρόγραμμα, το οποίο παρακολούθησαν αρκετές δεκάδες προσκεκλημένων πλαισίωσαν με τους χαιρετισμούς τους ο δήμαρχος Αλμυρού Βαγγέλης Χατζηκυριάκος, οι αρχαιολόγοι Αργυρούλα Δούλγερη – Ιντζσίλογλου, Ζωή Μαλακασιώτη και Γεώργιος Χουρμουζιάδης, οι οποίοι κατέθεσαν ενδιαφέροντα στοιχεία γύρω από την ιστορική διαδρομή του μουσείου αλλά και το ερευνητικό έργο του Γιαννόπουλου. Παράλληλα η κ. Ζωή Μαλακασιώτη παρουσίασε στους επισκέπτες τις τρεις αίθουσες του Μουσείου, ενώ ο πρόεδρος της Φιλαρχαίου κ. Βίκτωρας  Κοντονάτσιος, παρουσίασε με τη σειρά του την ανεκτίμητη συλλογή της Εταιρείας, αποτελούμενη από παλαίτυπα και χειρόγραφα βιβλία, ανάμεσα στα οποία και κάποια προσωπικά ημερολόγια του Ν. Γιαννόπουλου, πραγματοποιώντας και σχετική αναφορά στον χαιρετισμό τον οποίο απηύθυνε στους παρευρισκόμενους. Η βιβλιοθήκη, αποτελούμενη από τα βιβλία και αρχειακό υλικό το οποίο περισώθηκε μετά τις καταστροφές τις οποίες υπέστη από την εισβολή των Τούρκων το έτος 1897 και τους σεισμούς του 1980, ανήκει πλέον, ουσία και τύποις, μετά την ευγενή παραχώρηση της Εταιρείας προς την αρμόδια αρχαιολογική Υπηρεσία, στο Μουσείο του Αλμυρού όπου και στεγάζεται, σε ιδιαίτερη αίθουσα. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Φιλάρχαιος Εταιρεία διατηρούσε το δικαίωμα της εισόδου στο χώρο της βιβλιοθήκης, έχοντας μάλιστα συσταθεί υπέρ της ειδική δουλεία για την είσοδο σ’ αυτόν, παρ’ ότι στο μεταξύ το δικαίωμά της αυτό είχε περιέλεθει σε αδράνεια.

Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν αρκετές δεκάδες προσκεκλημένων, ανάμεσα στους οποίους ο παλαίμαχος Ολλανδός αρχαιολόγος Ρ. Ρέηντερς, γνωστός για τις αρχαιολογικές του ανακαλύψεις στην αρχαία Άλο.

Η αξιέπαινη καθ’ όλα αυτή πρωτοβουλία, αποτέλεσε μια ακόμη ένδειξη ευγνωμοσύνης του Αλμυρού προς τον Ν. Γιαννόπουλο, τον πρωτοπόρο αυτόν πνευματικό άνδρα, για τον οποίο πολλά έχουν γραφεί και ειπωθεί, θα  πρέπει όμως να σημειωθούν τα ακόλουθα. Ο Γιαννόπουλος, μολονότι δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις γυμνασιακές του σπουδές, τις οποίες άλλωστε πραγματοποίησε σε προχωρημένη ηλικία, απολάμβανε την καθολική αναγνώριση, κυρίως για τις αρχαιολογικές του έρευνες, ακόμα και από τους αρχαιολόγους του εξωτερικού. Ανέπτυξε πλούσιο συγγραφικό έργο (Φθιωτικά, οι δύο Αλμυροί κ.α.) ενώ πραγματοποίησε πληθώρα διατριβών οι οποίες δημοσιεύθηκαν σε εξειδικευμένα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος έντυπα της Ελλάδας (Αρχαιολογική Εφημερίς, Αρχαιολογικό Δελτίο), κάποια μάλιστα καταχωρήθηκαν και σε ξένα περιοδικά, καθώς η φήμη του είχε ξεπεράσει τα σύνορα της χώρας. Επιπλέον πλουσιότατη ποικίλης θεματολογίας ήταν η αρθρογραφία του στον τύπο της εποχής, κατατάσσοντάς τον ανάμεσα στους πολυγραφότους της ίδιας περιόδου, ενώ σώζεται μέρος της επιστολογραφίας του, καθώς ο ίδιος διατηρούσε με επιμέλεια σχετικό αρχείο. Ο Δημήτρης Σαράτσης τον αποκάλεσε «φαινόμενο σπανιώτατο στο πνευνατικό στερέωμα του τόπου μας», συγκρίνοντας το έργο του μ’ εκείνο των περίφημων αρχαιολόγων Τσούντα και Καβαδία, ενώ παρατηρούσε ότι «η έλλειψη Πανεπιστημιακού διπλώματος αποτέλεσε την αιτία να μη γίνει Έφορος Αρχαιοτήτων, ούτε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, που το άξιζε τόσο πολύ». Στα αξιοσημείωτα στοιχεία που αφορούν τον ίδιο, συμπεριλαμβάνεται το γεγονός ότι υπήρξε αυτοδίδακτος γνώστης της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας, τις οποίες χρησιμοποιούσε στην αλληλογραφία του με επιστήμονες του εξωτερικού. Δεν δίσταζε εξ άλλου να πραγματοποιεί και παρεμβάσεις σε διάφορα ζητήματα κοινωνικού, ακόμα και πολιτικού ενδιαφέροντος της εποχής του, οι απόψεις του οποίου γίνονταν δεκτές με σεβασμό και γέμιζαν τα πρωτοσέλιδα των τοπικών εφημερίδων.

Ν’ αναφερθεί τέλος ότι το κτίριο στο οποίο στεγάζεται το Μουσείο του Αλμυρού – στη σημερινή του ανακαινισμένη μορφή – πρωτεργάτης της ίδρυσης του οποίου υπήρξε προσωπικά ο ίδιος ο Γιαννόπουλος, αποτελεί ένα πραγματικό καύχημα για την πόλη. Η οικοδομή είναι μεγαλόπρεπη και πολυτελής – σπανίζει βέβαια η παρουσία ανάλογων κτιρίων σε πόλεις αντίστοιχου μεγέθους, είναι αντάξια των αρχαιολογικών εκθεμάτων τα οποία φιλοξενεί. Ας σημειωθεί δε, ότι η ολοκλήρωσή της επιτεύχθηκε σε μια περίοδο κατά την οποία τα οικονομικά του κράτους βρίσκονταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση σε σχέση με σήμερα, γεγονός το οποίο γεννάει βέβαια εύλογο προβληματισμό. Καταλέγεται αναμφίβολα ανάμεσα στους σημαντικότερους χώρους επίσκεψης της περιοχής και συντηρείται με κάθε επιμέλεια από το προσωπικό και τους αρμόδιους φορείς.

(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Θεσσαλία», στο φ. της Κυριακής 22-5-2011)