Ὁ Λαφύστιος Δίας ὡς θεὸς τῆς βροχῆς

Ὁ Λαφύστιος Δίας ὡς θεὸς τῆς βροχῆς

Ὁ «Λαφύστιος Δίας»  ἦταν ἕνας πανάρχαιος τοπικὸς  θεὸς τῆς σημερινῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, ἡ ὁποία  στὴν ἀρχαιότητα ὀνομαζόταν «Ἀχαΐα Φθιῶτις». Εἰδικότερες ἀναφορὲς ὑπάρχουν γιὰ τὴν λατρεἰα τοῦ Λαφύστιου Δία στὴν   περιοχὴ   τῆς μυθικῆς καὶ κλασικῆς Ἅλου, τῆς Ἅλου ἡ ὁποία βρισκόταν στὴν Πλατανιώτικη Μαγοῦλα,  ἐνῶ δὲν ὑπάρχουν παρόμοιες ἀναφορὲς γιὰ λατρεία του στὴν Ἑλληνιστικὴ Ἅλο, τὴν κατοπινὴ  Ἅλο, ἡ ὁποία βρισκόταν στὴν θέση τῆς σημερινῆς Κεφάλωσης τοῦ Πλατάνου.

Ὁ  «Λαφύστιος Δίας» τῆς μυθικῆς καὶ τῆς κλασικῆς Ἅλου, μὲ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων καὶ τὴν συνακόλουθη ἐξέλιξη τῆς ἀνθρώπινης διανόησης γιὰ τὴν θεϊκὴ ὑπόσταση,  μεταμορφώθηκε σὲ «Μειλίχιο Δία».

Ὁ «Λαφύστιος Δίας» ἦταν ἕνας αὐστηρὸς καὶ δυσεξιλέωτος θεὸς τοῦ Κάτω Κόσμου. Τὸ «Λαφύστιο Ἱερὸ» τῆς κλασικῆς Ἅλου ἦταν ἕνα πανάρχαιο ἱερό. Αὐτὸ ὑποδεικνύεται  καὶ ἀπὸ τὸ  γεγονὸς ὅτι, ὅπως μαρτυρεῖται  ἀπὸ πολλὲς πηγές, σ’ αὐτὸ γίνονταν ἀνθρωποθυσίες, ὅπως ἡ θυσία  ἤ μᾶλλον ἡ ἀπόπειρα  τῆς θυσίας τοῦ Φρίξου καὶ τῆς Ἕλλης. Καὶ οἱ ἀνθρωποθυσίες, ὅπως εἶναι γνωστό, ἔχουν ἀσφαλῶς πανάρχαιες ρίζες. Ἀπόπειρα ἀνθρωποθυσίας ἔγινε, στὸ χῶρο  τῆς Ἅλου καὶ στὸ Λαφύστιο Ἱερό, καὶ ἀργότερα, ὅταν ἀποπειράθηκαν νὰ θυσιάσουν τὸν ἴδιο τὸν Ἀθάμαντα, ὅταν αὐτὸς προσπάθησε νὰ ξαναπάρει τὸν θρόνο του.

Ἀλλὰ καὶ στὰ ἑπόμενα χρόνια, κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν ὅσων διαδέχτηκαν τὸν Ἀθάμαντα στὸ θρόνο τῆς  Ἅλου, ὅσων  ἐγκαταστάθηκαν μετὰ τὸν Ἀθάμαντα στὸ «Πρυτανεῖον» τῆς  Ἅλου, γιὰ τὸ  ὁποῖο οἱ «Ἁλεῖς» χρησιμοποιοῦσαν τὴν ἰδιαίτερη ὀνομασία «Λήιτον», ἐξακολουθοῦσαν νὰ πραγματοποιοῦνται ἀνθρωποθυσίες.

Μία γραπτὴ μαρτυρία  καὶ ἀπόδειξη ὅτι  στὴν Ἅλο γίνονταν ἀνθρωποθυσίες ὑπάρχει καταχωρημένη  στὸν διάλογο τοῦ Πλάτωνα «Μίνως» ἤ «Περὶ νόμου, πολιτικός». Στὸν διάλογο αὐτὸν παρουσιάζεται ὁ συνομιλητὴς τοῦ Πλάτωνα «Ἑταῖρος» νὰ θεωρεῖ    δεδομένο ὅτι καὶ οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀθάμαντα, οἱ «Ἀθάμαντος ἔκγονοι», ἄν καὶ ἦταν Ἕλληνες, πραγματοποιοῦσαν ἀνθρωποθυσίες.

Παραθέτουμε τὸ σχετικὸ ἀπόσπασμα, 315, b-c, τοῦ διαλόγου  «Μίνως» ἤ «Περὶ νόμου, πολιτικός» τοῦ Πλάτωνος:

Ἑταῖρος: «Ἀλλὰ τοῦτό γε, ὦ Σώκρατες, οὐ χαλεπὸν γνῶναι, ὅτι οὔτε οἱ αὐτοὶ ἀεὶ τοῖς αὐτοῖς νόμοις χρῶνται ἄλλοι τε ἄλλοις, ἐπεὶ αὐτίκα ἡμῖν οὐ νόμος ἐστὶν ἀνθρώπους θύειν ἀλλ’ ἀνόσιον, Καρχηδόνιοι δὲ θύουσιν ὡς ὅσιον ὄν καὶ νόμιμον αὐτοῖς, καὶ ταῦτα ἔνιοι αὐτῶν καὶ τοὺς αὑτῶν υἱεῖς τῷ Κρόνῳ, ὡς ἴσως καὶ σὺ ἀκήκοας, καὶ μὴ ὅτι βάρβαροι ἄνθρωποι ἡμῶν ἄλλοις νόμοις χρῶνται, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐν τῇ Λυκαίᾳ οὗτοι καὶ οἱ τοῦ Ἀθάμαντος ἔκγονοι οἵας θυσίας θύουσιν Ἕλληνες ὄντες».

Στὸ παραπάνω ἀπόσπασμα τονίζεται ὅτι τὸ  φαινόμενο τῆς ἀνθρωποθυσίας δὲν ἦταν μία συνήθεια τὴν ὁποία ἐπίτρεπαν μόνο οἱ νόμοι τῶν βαρβάρων λαῶν, τῶν «βαρβάρων ἀνθρώπων», ὅπως πίστευαν μερικοί, ἀλλά, σὲ κάποιες περιοχές, καὶ οἱ νόμοι τῶν Ἑλλήνων ἐπίτρεπαν, ἄν δὲν ἐπέβαλλαν, τὶς  ἀνθρωποθυσίες: «καὶ μὴ ὅτι βάρβαροι ἄνθρωποι ἡμῶν ἄλλοις νόμοις χρῶνται, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐν τῇ Λυκαίᾳ οὗτοι καὶ οἱ τοῦ Ἀθάμαντος ἔκγονοι οἵας θυσίας θύουσιν Ἕλληνες ὄντες».

Τὸ Λαφύστιο Ἱερὸ ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ ἀνήκει στὴν   περιοχὴ  τῆς κλασικῆς Ἅλου καὶ νὰ ἀναφέρεται μέχρι καὶ τὸν 5ο π. Χ. αἰῶνα ἀκόμη καὶ  ἐνέπνεε τὸν φόβο καὶ τὸν σεβασμὸ σ’ ὅσους πλησίαζαν σ’ αὐτό, εἴτε αὐτοὶ  ἦταν ντόπιοι κάτοικοι, εἴτε ξένοι, ὅπως, π.χ., στὸν βασιλιὰ τῶν Περσῶν Ξέρξη, ὅπως μαρτυρεῖται  ἀπὸ τὸν Ἡρόδοτο.

Ὁ Ἡρόδοτος ἀναφέρει ἀκόμα ὅτι καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Ξέρξη ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑπάρχει ἡ παράδοση γιὰ τὶς  ἀνθρωποθυσίες οἱ ὁποῖες  γίνονταν στὸ Λαφύστιο Ἱερὸ τῆς  Ἅλου.

Ἁναφέρεται σχετικὰ στὸν Ἡρόδοτο στὸ ἀπόσπασμα  VII, 197, 1-4:

«Ἐς Ἄλον δὲ τῆς Ἀχαιίης ἀπικομένῳ Ξέρξῃ οἱ κατηγεμόνες τῆς ὁδοῦ, βουλόμενοι τὸ πᾶν ἐξηγέεσθαι, ἔλεγόν οἱ ἐπιχώριον λόγον, τὰ περὶ τὸ ἱρὸν τοῦ Λαφυστίου Διός, ὡς Ἀθάμας ὁ Αἰόλου ἐμηχανήσατο Φρίξῳ μόρον σὺν Ἰνοῖ βουλεύσας, μετέπειτα δὲ ὡς ἐκ θεοπροπίου Ἀχαιοὶ προτιθεῖσι τοῖσι ἐκείνου ἀπογόνοισι ἀέθλους τοιούσδε· ὃς ἂν ᾖ τοῦ γένεος τούτου πρεσβύτατος, τούτῳ ἐπιτάξαντες ἔργεσθαι τοῦ ληίτου αὐτοὶ φυλακὰς ἔχουσι. Λήιτον δὲ καλέουσι τὸ πρυτανήιον οἱ Ἀχαιοί. Ἤν δὲ ἐσέλθῃ, οὐκ ἔστι ὅκως ἔξεισι πρὶν ἢ θύσεσθαι μέλλῃ· ὥς τ᾽ ἔτι πρὸς τοῦτοισι πολλοὶ ἤδη τούτων τῶν μελλόντων θύσεσθαι δείσαντες οἴχοντο ἀποδράντες ἐς ἄλλην χώρην, χρόνου δὲ προϊόντος ὀπίσω κατελθόντες ἢν ἁλίσκωνται ἐστέλλοντο ἐς τὸ πρυτανήιον· ὡς θύεταί τε ἐξηγέοντο στέμμασι πᾶς πυκασθεὶς καὶ ὡς σὺν πομπῇ ἐξαχθείς. Ταῦτα δὲ πάσχουσι οἱ Κυτισσώρου τοῦ Φρίξου παιδὸς ἀπόγονοι, διότι καθαρμὸν τῆς χώρης ποιευμένων Ἀχαιῶν ἐκ θεοπροπίου Ἀθάμαντα τὸν Αἰόλου καὶ μελλόντων μιν θύειν ἀπικόμενος οὗτος ὁ Κυτίσσωρος ἐξ Αἴης τῆς Κολχίδος ἐρρύσατο, ποιήσας δὲ τοῦτο τοῖσι ἐπιγενομένοισι ἐξ ἑωυτοῦ μῆνιν τοῦ θεοῦ ἐνέβαλε. Ξέρξης δὲ ταῦτα ἀκούσας ὡς κατὰ τὸ ἄλσος ἐγίνετο, αὐτός τε ἔργετο αὐτοῦ καὶ τῇ στρατιῇ πάσῃ παρήγγειλε, τῶν τε Ἀθάμαντος ἀπογόνων τὴν οἰκίην ὁμοίως καὶ τὸ τέμενος ἐσέβετο».

Στὸ παραπάνω ἀπόσπασμα δηλώνεται καθαρὰ ὅτι:

«Ὅταν ὁ Ξέρξης ἔφθασε στὴν  Ἅλο τῆς Ἀχαΐας, οἱ ὁδηγοί, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἔδειχναν τὸν δρόμο, θέλοντας νὰ ἐξηγήσουν σ’ αὐτόν ὅλα   ὅσα συναντοῦσαν στὸ δρόμο τους μὲ λεπτομέρειες, τοῦ διηγήθηκαν μία ἱστορία  τοῦ τόπου σχετικὴ μὲ τὸ  ἱερὸ τοῦ Λαφύστιου Δία.

Τὸν πληροφόρησαν, δηλαδή, ὅτι ὁ Ἀθάμαντας, ὁ γιὸς τοῦ Αἴολου, ἀφοῦ συμφώνησε μὲ τὴν Ἰνώ, μηχανεύτηκε νὰ θανατώσει τὸν Φρίξο καὶ ὅτι ὕστερα, κατὰ θεία προσταγή, οἱ Ἀχαιοὶ  (οἱ κάτοικοι τῆς  Ἅλου) ἔβαλαν  στοὺς ἀπόγονους ἐκείνου (Ἀθάμαντα) τοὺς ἑξῆς ἄθλους (δοκιμασίες):

«Στὸν πιὸ ἡλικιωμένο τῆς οἰκογένειας ἀπαγορευόταν νὰ μπεῖ στὸ Πρυτανεῖο, τοῦ ὁποίου τὴν εἴσοδο φύλαγαν προσεκτικὰ (ὀνόμαζαν δε οἱ Ἀχαιοὶ  τὸ  Πρυτανεῖο τους Λήιτον) καὶ ἐάν ἔμπαινε κάποιος σ’ αὐτὸ δὲν ὑπῆρχε πλέον  καμία   δυνατότητα  νὰ  βγεῖ  πρὶν  θανατωθεῖ».

Πρόσθεταν ἀκόμη  οἱ πληροφορητὲς τοῦ Ξέρξη  ὅτι  πολλοί, κινδυνεύοντας ἤδη νὰ συλληφθοῦν καὶ νὰ θανατωθοῦν, δηλαδὴ νὰ «θυσιασθοῦν», εἶχαν καταληφθεῖ     ἀπὸ φόβο καὶ γιὰ νὰ γλιτώσουν εἶχαν καταφύγει σ’ ἄλλη χώρα. Μὲ τὸ  πέρασμα τοῦ καιροῦ  ὅμως ὅταν ἐπιστρέψουν πίσω, ἄν συλληφθοῦν ὅτι μπῆκαν στὸ πρυτανεῖο πάλι ὁ νόμος τηρεῖται.

Ἐπιπλέον περιέγραψαν στὸν Ξέρξη, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι  τὸν ἐνημέρωναν,  ὅτι ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον θυσίαζαν, ὁδηγοῦνταν στὸ βωμό, σκεπασμένος ὁλόκληρος μὲ κορδέλλες καὶ μὲ μεγάλη πομπή.

Σ’ αὐτὴ   τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου, δηλαδὴ τῆς «θυσίας», καταδικάστηκαν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Κυτίσσωρου, τοῦ γιοῦ τοῦ Φρίξου, διότι ὅταν οἱ Ἀχαιοί, σύμφωνα μὲ ἕνα χρησμό, ἔκαναν καθαρμὸ τῆς πόλης καὶ ἔμελλαν νὰ θυσιάσουν τὸν Ἀθάμαντα, ἔφθασε ὁ Κυτίσσωρος  ἀπὸ τὴν Αἴα τῆς Κολχίδας καὶ τὸν ἔσωσε. Κάνοντας ὅμως αὐτὸ ὁ Κυτίσσωρος, ἀποτρέποντας δηλαδὴ τὴν θυσία στὸν Θεό, ἔκανε νὰ πέσει ἡ ὀργὴ τῶν θεῶν σ’ αὐτόν καὶ τοὺς ἀπογόνους του.

Ὁ Ξέρξης ὁ ὁποῖος  ἄκουσε αὐτά, ὅταν πλησίασε στὸ ἄλσος καὶ ὁ ἴδιος ἀπόφυγε νὰ μπεῖ σ’ αὐτὸ  καὶ σ’ ὅλο τὸ  στρατὸ παράγγειλε τὰ ἴδια καὶ σεβάστηκε ἐπίσης τὸ  ἱερὸ καὶ τὸ σπίτι τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἀθάμαντα».

Στὸ ἡροδότειο αὐτὸ ἀπόσπασμα διατυπώνονται, ἐμμέσως μὲν ἀλλὰ μὲ ἀρκετὴ καθαρότητα καὶ σαφήνεια, κάποιες ἀπόψεις οἱ ὁποῖες  φαίνεται νὰ ὑποδηλώνουν ἱστορικὰ γεγονότα τῆς περιοχῆς, τὰ ὁποῖα  δὲν συμφωνοῦν μὲ τὶς  κοινὰ ἀποδεκτὲς καὶ εὐρέως γνωστὲς σχετικὲς μυθολογικὲς ἐκδοχές.

Ἡ Ἰνώ, ἡ δεύτερη σύζυγος τοῦ Ἀθάμαντα, μητριὰ τοῦ Φρίξου καὶ τῆς Ἕλλης, δὲν μηχανεύτηκε μόνη της, ὅπως ἀναφέρεται στὸν σχετικὸ μύθο μὲ τὸ  καβούρδισμα τῶν σπόρων, τὴν ἐξόντωση τοῦ Φρίξου, ξεγελῶντας τὸν Ἀθάμαντα.

Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτὴ τὴν μυθολογικὴ ἐκδοχή, ἐδῶ δηλώνεται  ὅτι ἡ Ἰνὼ σὲ συνεργασία μὲ τὸν Ἀθάμαντα καὶ ὄχι μόνη της  ἀποπειράθηκε νὰ ἀπομακρύνει ἤ νὰ ἐξοντώσει τὸν Φρίξο, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι  εἶχε ἀποπειραθεῖ    νὰ πάρει τὸν θρόνο τῆς Ἅλου  ἀπὸ τὸν πατέρα του: «ὡς Ἀθάμας ὁ Αἰόλου ἐμηχανήσατο Φρίξῳ μόρον σὺν Ἰνοῖ βουλεύσας».

Γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὰ παραπάνω ὅτι ὁ ἱστορικὸς πυρήνας ὁ ὁποῖος ὑποκρύπτεται κάτω  ἀπὸ τὸν σχετικὸ μύθο  συνδέεται μὲ τὴν διεκδίκηση τοῦ βασιλικοῦ θρόνου τῆς Ἅλου καὶ τὴν σχετικὴ ἀντιπαλότητα ἡ ὁποία, ὅπως ἦταν φυσικό, ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν διαφόρων βασιλικῶν δυναστειῶν.

Αὐτὸ ἐξάγεται, πάλι ἐμμέσως ἀλλὰ σαφῶς,  ὡς συμπέρασμα ἀπὸ  τὴν περικοπὴ:

«Ὅς ἂν ᾖ τοῦ γένεος τούτου πρεσβύτατος, τούτῳ ἐπιτάξαντες ἔργεσθαι τοῦ ληίτου αὐτοὶ φυλακὰς ἔχουσι. Λήιτον δὲ καλέουσι τὸ πρυτανήιον οἱ Ἀχαιοί. Ἤν δὲ ἐσέλθῃ, οὐκ ἔστι ὅκως ἔξεισι πρὶν ἢ θύσεσθαι μέλλῃ· ὥς τ᾽ ἔτι πρὸς τούτοισι πολλοὶ ἤδη τουτων τῶν μελλόντων θύσεσθαι δείσαντες οἴχοντο ἀποδράντες ἐς ἄλλην χώρην, χρόνου δὲ προϊόντος ὀπίσω κατελθόντες ἢν ἁλίσκωνται ἐστέλλοντο ἐς τὸ πρυτανήιον».

Τὰ παραπάνω πρέπει νὰ θεσμοθετήθηκαν ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Ἅλου μετὰ τὴν ὁριστικὴ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν Ἅλο τῆς βασιλικῆς δυναστείας τοῦ Ἀθάμαντα. Ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸν ἕνα ἤ μὲ τὸν ἄλλο τρόπο, οἱ ὁποῖοι τρόποι ὑποκρύπτονται στὶς διάφορες μυθολογικές ἐκδοχὲς περὶ τοῦ Φρίξου, τῆς Ἰνοῦς καὶ τοῦ Ἀθἀμαντα, κατόρθωσαν τελικὰ νὰ ἀπομακρύνουν  ἀπὸ τὴν  Ἅλο τὴν μέχρι τότε κυρίαρχη βασιλικὴ δυναστεία τοῦ Ἀθάμαντα καὶ νὰ καταλάβουν αὐτοὶ  τὴν ἐξουσία, θεσμοθέτησαν νὰ ἀποκλείεται  ἡ εἴσοδος στὸν μεγαλύτερο τῆς γενιᾶς τοῦ Ἀθάμαντα, στὸν «πρεσβύτατο τοῦ γένεος τούτου», στὸ «Πρυτανεῖον τῆς Ἅλου», στὸ «Λήιτον».

Μὲ ἄλλα λόγια ἀπαγορευόταν στὸν ἑκάστοτε διάδοχο τοῦ θρόνου τῆς Ἅλου ὁ  ὁποῖος προερχόταν ἀπὸ τὴν γενιὰ τοῦ Ἀθάμαντα νὰ ἀναλάβει τὴν ἐξουσία τῆς πόλης.

Ἀποκλειόταν ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῆς Ἅλου εἰδικὰ ὁ  «πρεσβύτατος τοῦ γένεος τούτου». Ἀποκλειόταν, δηλαδή, ὁ μεγαλύτερος τῆς δυναστείας τοῦ Ἀθάμαντα, αὐτὸς ὁ ὁποῖος  θὰ ἦταν, ὡς πρωτότοκος, ὁ νόμιμος κληρονόμος.

Ἡ τυχὸν ἀπόπειρα  κάποιου ἀντιπροσώπου τῆς βασιλικῆς δυναστείας τοῦ Ἀθάμαντα νὰ καταλάβει τὴν ἐξουσία, ἡ ἀπόπειρα δηλαδὴ νὰ εἰσέλθει στὸ «Λήιτον», θεωροῦνταν ἀσέβεια πρὸς τὸ  θεσμοθετημένα ἱερὰ καὶ ὅσια τοῦ λαοῦ, καὶ τιμωροῦνταν μὲ θάνατο (ἀνθρωποθυσία): «ἢν δὲ ἐσέλθῃ, οὐκ ἔστι ὅκως ἔξεισι πρὶν ἢ θύσεσθαι μέλλῃ», δηλαδή, ἐὰν τυχόν κάποιος  ἀπὸ τὴ γεννιὰ τοῦ Ἀθάμαντα ἀποπειρούνταν νὰ μπεῖ στὸ «Κυβερνεῖο» δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ βγεῖ  ἀπὸ ἐκεῖ    ζωντανός. Θὰ θυσιαζόταν    ὁπωσδήποτε. Ἦταν, δηλαδή, θεσμοθετημένη,  προβλεπόταν ἀπὸ τὸν νόμο, ἡ καταδίκη σὲ θάνατο ὅοιουδήποτε ἀποπειρόταν νὰ καταλάβει πραξικοπηματικῶς τὴν ἐξουσία τῆς Ἅλου.

Κάτω  ἀπὸ αὐτήν τὴν ἐχθρικὴ ἀτμόσφαιρα, γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὸν κίνδυνο νὰ θανατωθοῦν τὰ μέλη τῆς βασιλικῆς δυναστείας τοῦ Ἀθάμαντα διέφυγαν πρὸς ἄλλα μέρη καὶ ὁ μὲν Φρίξος  κατέφυγε στὴν Κολχίδα ζητῶντας προστασία  ἀπὸ τὸν Αἰήτη, ὁ δὲ Ἀθάμαντας στὸν Ὀρχομενὸ ζητῶντας προστασία  ἀπὸ τὸν Ἀνδρέα.

Κάτω ἀπὸ αὐτὸ τὸ σκεπτικὸ πρέπει νὰ ἰδωθεῖ καὶ ὀ προβληματισμὸς ὁ ὁποῖος προβλήθηκε σὲ ἄλλες σελίδες τῆς παρούσας ἐργασίας, τὸν σχετικὸ μὲ τὴν  διεκδίκηση τοῦ «χρυσόμαλλου δέρατος».

Τὸ «χρυσόμαλλο δέρας», μὲ ἄλλα λόγια τὸ σύμβολο τῆς ἐξουσίας τῆς Ἅλου, τὸ ὁποῖο, μὲ τὴν βοήθεια τῆς μητέρας του Νεφέλης, φυγάδευσε ὁ Φρίξος στὴν Κολχίδα, δὲν ἀποπειράθηκε νὰ τὸ φέρει πίσω κάποιος ἀπὸ  τὴν βασιλικὴ δυναστεία τοῦ Ἀθάμαντα, ἀλλὰ ὁ Ἰάσονας.

Θὰ παραθέσουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ καὶ κάποιες ἄλλες σκέψεις οἱ ὁποῖες μπορεῖ νὰ δημιουργηθοῦν στὴν προσπάθεια κάποιων νὰ βροῦν πιθανὰ ἰστορικὰ δεδομένα, τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ ὑποκρύπτονται στοὺς σχετικοὺς μύθους.

Ὁ Αἴσονας, στὸν ὁποῖο παραδόθηκε, ἀπὸ τὸν Ἰάσονα μετὰ τὴν ἐπιστροφή του ἀπὸ τὴν Κολχίδα, τὸ «χρυσόμαλλο δέρας», τὸ σύμβολο τῆς ἐξουσίας τῆς Ἅλου, εἶχε πολὺ κακὸ τέλος: σφάχτηκε ἀπὸ τὶς ἴδιες του τὶς θυγατέρες.

Οὔτε καὶ ὁ Ἰάσονας, ὁ ὁποῖος  ἔφερε πίσω τὸ «σύμβολο τῆς ἐξουσίας τῆς Ἅλου», μπόρεσε να μπεῖ στὸ «Λήιτον».

Ἔπρεπε, μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια,  νὰ ἔρθει ὁ Πηλέας καὶ ὁ γιός του Ἀχιλλέας γιὰ νὰ βασιλεύσει στὴν περιοχὴ καὶ στὴν Ἅλο, νὰ μπεῖ καὶ στὸ «Λήιτον», χωρὶς τὸν κίνδυνο νὰ θυσιασθεῖ, ὅπως ἀφήνεται νὰ ἐννοηθεῖ ἀπὸ τοὺς στίχους  Β , 681 – 685 τῆς Ἰλιάδας τοῦ Ὁμήρου:

«Νῦν αὖ τούς, ὅσσοι τὸ Πελασγικὸν Ἄργος ἔναιον,   οἵ  τ᾿   Ἄλον οἵ τ᾿  Ἀλόπην οἵ τε Τρηχῖνα νέμοντο, οἵ τ᾿  εἶχον Φθίην ἠδ᾿ Ἑλλάδα καλλιγύναικα, Μυρμιδόνες δ᾿  ἐκαλεῦντο καὶ Ἕλληνες καὶ Ἀχαιοί, τῶν δ᾿  αὖ πεντήκοντα νεῶν ἦν ἀρχὸς Ἀχιλλεύς.»

Ἐπιστρέφοντας στὴν κανονικὴ ροὴ τῆς παρούσας ἐργασίας ἀναφέρουμε ὅτι οἱ ἀνθρωποθυσίες στὸ Λαφύστιο Ἱερὸ τῆς  Ἅλου, ὅπως διαφαίνεται τοὐλάχιστον  ἀπὸ τὴν ἐκδοχὴ τοῦ μύθου τῆς θυσίας τοῦ Φρίξου, γίνονταν γιὰ τὴν πρόκληση βροχῆς.

Οἱ μαγικὲς τελετουργίες γιὰ πρόκληση βροχῆς οἱ ὁποῖες  ἀναφέρεται ὅτι γίνονταν στὴν  Ἅλο ἐντοπίζονται καὶ στὴν Αἴγινα. Θεωρεῖται δὲ λογικὸ συμπέρασμα ὅτι οἱ τελετουργίες αὐτὲς  γιὰ πρόκληση βροχῆς μεταφέρθηκαν  στὴν Αἴγινα ἀπὸ τὴν Ἀχαΐα Φθιώτιδα.

Ὁ Αἰακός, τὸν ὁποῖο κάποιοι μύθοι παρουσιάζουν νὰ βασιλεύει στὴν Αἴγινα, μεταφέρθηκε ἐκεῖ     ἀπὸ τὴν Ἀχαΐα Φθιώτιδα. Ἐνδείξεις αὐτῆς τῆς μεταφορᾶς εἶναι τὸ  ὅτι ὁ Πηλέας, ὁ γιὸς τοῦ Αἰακοῦ, ζοῦσε στὴν Ἀχαΐα Φθιώτιδα καὶ ἀκόμη τὸ  ὅτι οἱ Μυρμιδόνες, οἱ ὁποῖοι σὲ κάποιες μυθολογικὲς ἀναφορὲς μνημονεύονται ὡς κάτοικοι τῆς Αἴγινας, ἦταν  ντόπιοι κάτοικοι τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας.

Ὁ Νικόλαος Παπαχατζῆς, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀσχοληθεῖ    ἀρκετὰ μὲ τὸ  θέμα αὐτό,  γράφει σχετικῶς:

«Πατέρας τοῦ Πηλέα ἦταν ἕνας ἐπίσης τοπικὸς τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας, θεὸς τοῦ Κάτω Κόσμου, ὁ Αἰακός. Αἰακὸς σημαίνει ὕπαρξη μελαγχολικὴ ἡ ὁποία  στέλνει στοὺς ἀνθρώπους τὰ «αἰακτὰ πήματα»[1] (κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Αἰσχύλου), δηλαδὴ τὸν θάνατο καὶ παρόμοιες μεγάλες συμφορὲς ποὺ προκαλοῦν οἰμωγὲς ἤ ὀδυρμούς.

Ὁ Αἰακὸς αὐτὸς δὲν εἶχε μεγάλη φήμη ἔξω ἀπὸ τὴν Φθιώτιδα Ἀχαΐα. Οἱ ποιητὲς καὶ οἱ μυθογράφοι ἔκαναν πανελλήνια γνωστὸν τὸν Αἰακὸ τῆς Αἴγινας ποὺ ἦταν ἡ ἴδια μυθικὴ μορφή, μεταφερμένη στὴν Αἴγινα ἀπὸ μετανάστες Ἀχαιοὺς ἀπὸ τὴ Θεσσαλία, μαζὶ μὲ τὸν  «πατέρα Δία ἑλλάνιον», δηλ. τὸν καταγόμενο ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα τοῦ Ἀχιλλέα. Ἡ μεταφορὰ ἔγινε σὲ μία ἐποχή, ὁπότε εἶχε ἤδη ἐγκατασταθεῖ ὁ Ζεὺς Ἀκραῖος στὴν κορυφὴ τοῦ Πηλίου. Στὴν κορυφὴ τοῦ ψηλότερου βουνοῦ τῆς  Αἴγινας ἵδρυσαν πρῶτοι «βωμὸν Ζηνὸς ἑλλανίου» (τοῦ γνωστοῦ στὰ ἱστορικὰ χρόνια «Πανελληνίου Διὸς») οἱ μετανάστες ἀπὸ τὴν Φθιώτιδα Ἀχαΐα. Στὸ μεταξὺ ὁ Αἰακὸς τῆς Μαγνησίας, ὁ πατέρας τοῦ Πηλέα, ἐπισκιάστηκε, καὶ ὁ  Πηλέας ἔγινε γιὸς τοῦ Αἰακοῦ τῆς Αἴγινας».[2] Ἔτσι ἀποκαθίσταται καὶ ἡ ἀλήθεια: ὁ Πηλέας καὶ ὁ Ἀχιλλέας, οἱ ὁποῖοι τελικῶς κυριάρχησαν καὶ στὸν θρόνο τῆς Ἅλου,  δὲν ἦταν ξένοι ἀλλὰ κατάγονταν ἀπὸ τὴν περιοχή της.

Ὁ Θεόφραστος, ἀναφέροντας διάφορες προμηνυτήριες φράσεις καιρικῶν φαινομένων,  λέει: «Ἐὰν ἐν Αἰγίνῃ ἐπὶ τοῦ Διὸς τοῦ  Ἑλλανίου νεφέλη καθίζηται, ὡς τὰ πολλὰ ὕδωρ γίνεται», ποὺ σημαίνει:  «ἐὰν  στὴν Αἴγινα στὸ λόφο πού βρίσκεται τὸ ἱερὸ τοῦ Ἑλλανίου Δία συννεφιάσει συνήθως πέφτει βροχή».

Στὴν   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ, εἰδικῶς στὴ θέση ὅπου, σύμφωνα μὲ μία  ἀπὸ τὶς διατυπωθεῖσες ἀπόψεις,   πιστεύεται ὅτι βρισκόταν τὸ  Λαφύστιο Ἱερὸ τῆς  Ἅλου, ὑπάρχει σήμερα τὸ  βουνὸ  Χλιμός. Γιὰ τὸ  βουνὸ αὐτὸ στὴν   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ ἀκούγεται  ἡ προμηνυτήρια καιρικοῦ φαινομένου φράση: «Ἀντάρα στὸ Χλιμό, βροχὴ στὸν Ἁλμυρό».

Θεωροῦμε βέβαιο ὅτι ἡ χαρακτηριστικὴ αὐτὴ   τοπικὴ προμηνυτήρια φράση εἶναι σύγχρονη ἔκφραση κάποιας ἀρχαιοελληνικῆς φράσης τῆς  Ἅλου, ἡ ὁποία, μεταφερμένη στὴν Αἴγινα, ἔγινε: «Ἐὰν ἐν Αἰγίνῃ ἐπὶ τοῦ Διὸς τοῦ  Ἑλλανίου νεφέλη καθίζηται, ὡς τὰ πολλὰ ὕδωρ γίνεται».[3]

Παραδόσεις γιὰ μαγικὲς ἱερουργίες στὶς  ὁποῖες χρησιμοποιοῦσαν τομάρια κριαριῶν μὲ σκοπὸ νὰ προκαλέσουν βροχὴ ἀναφέρεται ὅτι γίνονταν καὶ στὸ Πήλιο, στὴν κορυφὴ τοῦ ὁποίου ὑπῆρχε Ἱερὸ τοῦ Ἀκραίου Δία.

«Ὁ ἱερέας τοῦ Ἀκραίου Δία, ποὺ εἶχε τὴν ἕδρα του στὴ Δημητριάδα, ὀργάνωνε μία πομπὴ ἀπὸ τὴν Δημητριάδα πρὸς τὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ (ἴσως κάθε καλοκαίρι), τὴν ἐποχὴ τοῦ μεγάλου καύσωνα («κατὰ τὸ ἀκμαιότατον καῦμα»). Στὴν πομπὴ μετεῖχαν «οἱ ἐπιφανέστατοι τῶν πολιτῶν καὶ ταῖς ἡλικίαις ἀκμάζοντες, ἐπιλεχθέντες ὑπὸ τοῦ ἱερέως, ἐνεζωσμένοι κῴδια τρίποκα καινά». Ἐπειδὴ δηλ. ἡ  ἀνάβαση στὴν κορυφὴ τοῦ  βουνοῦ ἦταν κοπιαστική, ἀφοῦ ἀπαιτοῦνταν μισῆς μέρας συνεχὴς ἀνηφορικὴ πορεία, ὁ ἱερέας διάλεγε νέους στὴν ἀκμὴ τῆς ἡλικίας τους, οἱ ὁποῖοι ἀνέβαιναν πρὸς τὸ ἱερὸ ζωσμένοι μὲ δορὲς κριῶν πρόσφατα θυσιασμένων. Ὁ ἱερέας διάλεγε νέους ἐπιφανῶν οἰκογενειῶν γιὰ νὰ θυσιαστοῦν στὸ  Δία Ἀκραῖο, καὶ ἑπομένως παλαιότερα στὸν Πηλέα, τὸν ἀρχικὸ  κύριο τοῦ Ἱεροῦ».[4]

[1] Τὸ «αἰακτός» εἶναι ἐπίθετο ποὺ  παράγεται ἀπὸ το ρήμα «αἰάζω», τὸ ὁποῖο σημαίνει θρηνῶ ἀλλὰ καὶ φωνάζω «αἰαῖ, αἰαῖ» (ἀλίμονο). «Αἰακτὸς» σημαίνει ἄξιος κλαυθμοῦ, ἄξιος ὀδυρμοῦ καὶ θρήνου. «Πῆμα» σημαίνει πόνος, δυστυχία, συμφορά, θλίψη. «Πήματα ἐπὶ πήμασι» = συμφορὲς πάνω σε συμφορές.

[2] Ἀρχαιολογικὴ Εφημερίδα, 1984, σελ. 130-150. «Μύθοι και ἀρχαιότετες λατρεῖες στὴ θεσσαλικὴ Μαγνησία», σελ. 139.

[3] Θεόφραστος, «Περὶ σημείων, ὑδάτων καὶ πνευμάτων καὶ χειμώνων καὶ εὐδιῶν» , Ι, 24

[4] Ἀρχαιολογικὴ Εφημερίδα, 1984, ὅ. π. , σελ. 141