Τὸ Λαφύστιο Ἱερὸ στὴν περιοχῆ Ἁλμυροῦ

Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΧΑΪΑ ΦΘΙΩΤΙΔΑ

(ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΛΜΥΡΟΥ)

Α΄.  Λατρευτικὰ Ἱερὰ

Τὸ Ἱερὸ τοῦ Λαφύστιου Δία

Ἱστορικὰ στοιχεῖα

Ξακουστὸ καὶ σεβαστὸ ἱερὸ κατὰ τὴν ἀρχαιότητα στὴν εὐρύτερη   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ, ἀλλὰ καὶ στὸν γενικότερο θεσσαλικὸ χῶρο, ἦταν τὸ  Ἱερὸ τοῦ Λαφύστιου Δία, τὸ  ὁποῖο βρισκόταν κάπου στὴν   περιοχὴ  τῆς  μυθικῆς καὶ κλασικῆς Ἅλου.

Ἡ ἀκριβὴς θέση τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ δὲν εἶναι γνωστὴ στὴν ἐποχὴ μας. Δὲν ἔχουν βρεθεῖ    ἀποδεικτικὰ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα καὶ στοιχεῖα, ἀποδεικτικὰ τῆς ἀκριβοῦς    θέσης του. Ἔτσι μόνο ἁπλὲς καὶ βεβαίως ἐπιστημονικῶς ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀστήρικτες ἀπὸ ἀσφαλῆ  ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα ὑποθέσεις μπορεῖ    νὰ διατυπωθοῦν γιὰ τὸ  θέμα αὐτό, βασισμένες μόνο σὲ ἔμμεσες ἱστορικὲς πληροφορίες.

Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ  θέμα τῆς ἀκριβοῦς θέσης τοῦ ἱεροῦ τοῦ Λαφύστιου Δία, γιὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχουν ἀσφαλεῖς πληροφορίες, διαθέτουμε ἀρκετὰ στοιχεῖα καὶ μυθολογικὲς καὶ ἱστορικὲς ἀναφορὲς γιὰ τὴν φύση καὶ τὴν ὑπόσταση τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ.

Εἶναι βέβαιο, ὡστόσο, ὅτι τὸ  ἱερὸ τοῦ Λαφύστιου Δία τῆς περιοχῆς τῆς μυθικῆς καὶ κλασικῆς Ἅλου τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας ἦταν ἕνα πανάρχαιο ἱερὸ πανθεσσαλικῶς, τοὐλάχιστον, σεβαστὸ καὶ  γνωστό. Ἦταν, ὁπωσδήποτε, ἀρχαιότερο  ἀπὸ τὸ  ὁμώνυμο ἱερὸ τὸ ὁποῖο  βρισκόταν στὴν Βοιωτία, γιὰ τὸ  ὁποῖο ὑπάρχουν ἀναφορές, οἱ ὁποῖες, ἄν δὲν μελετηθοῦν μὲ ἐπισταμένη  καὶ προσεκτικὴ προσέγγιση, ἐμπεριέχουν τὴν δυνατότητα σύγχυσης μὲ τὸ  ἱερὸ τῆς  Ἅλου, ὅπως καὶ συμβαίνει.

Θεωρεῖται   βέβαιο ὅτι ἡ λατρεία τοῦ θεοῦ Δία, στὴν πρωταρχικὴ  καὶ πανάρχαια μορφή της, μὲ τὴν  «λαφύστια» ἰδιότητα  τῆς θεότητάς του, στὴν ὁποία ἐνυπάρχουν χθόνια καὶ ὑποχθόνια λατρευτικὰ στοιχεῖα, τὴν ἰδιότητα τοῦ «Λαφύστιου Δία», ἀρχικὰ ἀνῆκε στὴν   περιοχὴ  τῆς Ἅλου τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας.

Ἀπὸ τὴν   περιοχὴ  αὐτὴ μεταφέρθηκε καὶ στὴν   περιοχὴ  τῆς Βοιωτίας ἤ καὶ σὲ ἄλλα μέρη. Ἐξ  ἄλλου ἡ χθόνια καὶ ἡ ὑποχθόνια ὑπόσταση τῶν θεοτήτων, ἡ ὁποία   ἦταν καὶ ἡ ἀρχικὴ ὑπόσταση ὅλων σχεδόν τῶν θεοτήτων, στὴν σταδιακὴ καὶ βαθμιαία ἐξέλιξη τὴς ἑλληνικῆς ἀντίληψης  περὶ τοῦ «Θείου», ἐντοπίζεται κυρίως στὸν θεσσαλικὸ χῶρο μὲ βασικὴ ἑστία τὴν «Φθία», τῆς ὁποίας καὶ αὐτὴ ἡ ὀνομασία της, ὡς χώρας τῶν «φθιμένων», ἤτοι τῶν    φθαρθέντων, τῶν πεθαμένων, τοῦ Ἄδου, τοῦ «Κάτω Κόσμου», ὑποδηλώνει  αὐτὴν τὴν ταυτότητά της.

Τὸ γεγονὸς αὐτό, τὸ  γεγονὸς τοῦ ἐντοπισμοῦ τῆς πρώτης ἑστίας τῆς λατρείας τοῦ Λαφύστιου Δία στὴν Ἀχαΐα Φθιώτιδα καὶ τῆς κατοπινῆς μεταφορᾶς της στὴ Βοιωτία, διαφαίνεται πολὺ καθαρὰ  ἀπὸ τὴν προσεκτικὴ μελέτη τοῦ παρακάτω ἀποσπάσματος τοῦ Παυσανία.

Ο Ἀθάμαντας, ὁ ὁποῖος σὲ κάποια δημοσιεύματα, χωρίς, ὡστόσο,  στὰ δημοσιεύματα αὐτὰ νὰ γίνεται κάποια παράθεση  τεκμηριωμένων ἀποδεικτικπων στοιχείων,  ἀναφέρεται ὡς βασιλιὰς τοῦ Ὀρχομενοῦ τῆς Βοιωτίας, θεωρεῖται βέβαιο ὅτι ἀρχικῶς  βασίλευσε στὴν  Ἅλο τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας  καὶ κατόπιν  πῆγε στὴ Βοιωτία.

Πρὶν ὁ Ἀθάμαντας μεταβεῖ    στὴν Βοιωτία  εἶχε ἤδη προηγηθεῖ    ἡ ἀπόπειρα τῆς θυσίας τοῦ Φρίξου, ὅπως  εἶχε ἐπίσης προηγηθεῖ    καὶ ἡ φυγὴ τοῦ Φρίξου καὶ τῆς ἀδελφῆς του Ἕλλης στὴν Αἴα τῆς Κολχίδας. Μετὰ τὰ γεγονότα αὐτά, μετὰ τὴν ἀπόπειρα τῆς θυσίας τοῦ Φρίξου καὶ μετὰ τὴν διαφυγή του στὴν Κολχίδα, ὅπως καὶ ἄν ἔγιναν αὐτὰ καὶ γιὰ ὅποιους λόγους καὶ ἄν πραγματοποιήθηκαν, ὁ Ἀθάμαντας κατέφυγε στὸν Ὀρχομενό.

Ὅλα τὰ παραπάνω γεγονότα, μὲ τὴν χρονολογικὴ σειρὰ μὲ τὴν ὁποία  ἀναφέρθηκαν, βεβαιώνονται  ἀπὸ τὸ  παρατιθέμενο ἀπόσπασμα 34, 6 – 8 τῶν «Βοιωτικῶν» τοῦ Παυσανία, ὅπου μὲ σαφήνεια ἀναφέρεται:

«Ἀνδρέα πρῶτον ἐνταῦθα (Ὀρχομενὸς) Πηνειοῦ παῖδα τοῦ ποταμοῦ λέγουσιν ἐποικῆσαι καὶ ἀπὸ τούτου τὴν γῆν Ἀνδρηίδα ὀνομασθῆναι.

Παραγενομένου δὲ ὡς αὐτὸν Ἀθάμαντος, ἀπένειμε τῆς αὑτοῦ τῷ Ἀθάμαντι τήν τε περὶ τὸ Λαφύστιον χώραν καὶ τὴν νῦν Κορώνειαν καὶ Ἁλιαρτίαν.

Ἀθάμας δὲ ἅτε οὐδένα οἱ παίδων τῶν ἀρσένων λελεῖφθαι νομίζων – τὰ μὲν γὰρ ἐς Λέαρχόν τε καὶ Μελικέρτην ἐτόλμησεν αὐτός, Λεύκωνι δὲ ὑπὸ νόσου τελευτῆσαι συνέβη, Φρίξον δὲ ἄρα οὐκ ἠπίστατο ἢ αὐτὸν περιόντα ἢ γένος ὑπολειπόμενον Φρίξου – τούτων ἕνεκα ἐποιήσατο Ἁλίαρτον καὶ Κόρωνον τοῦ Θερσάνδρου τοῦ Σισύφου. Σισύφου γὰρ ἀδελφὸς ἦν ὁ Ἀθάμας.

Ὕστερον δὲ ἀναστρέψαντος ἐκ Κόλχων οἱ μὲν αὐτοῦ Φρίξου φασίν, οἱ δὲ Πρέσβωνος – γεγονέναι δὲ Φρίξῳ τὸν Πρέσβωνα ἐκ τῆς Αἰήτου θυγατρὸς – οὕτω συγχωροῦσιν οἱ Θερσάνδρου παῖδες οἶκον μὲν τὸν Ἀθάμαντος Ἀθάμαντι καὶ τοῖς ἀπὸ ἐκείνου προσήκειν. Αὐτοὶ δὲ – μοῖραν γὰρ δίδωσί σφισιν Ἀθάμας τῆς γῆς – Ἁλιάρτου καὶ Κορωνείας ἐγένοντο οἰκισταί».

Το ἀπόσπασμα αὐτὸ τοῦ Παυσανία μας λέει τὰ ἑξῆς σὲ σύγχρονη γλώσσα καὶ σὲ ἐλεύθερη μετάφραση τὴν ὁποία παραθέτουμε γιὰ τὴν σαφέστερη κατανόηση    καὶ ἐπισήμανση τῶν ἀναφερομένων:

«Για τὴν ἀρχαία ἱστορία  τῆς πόλης (Ὀρχομενός) λένε ὅτι στὸ μέρος αὐτὸ πρῶτος ἦρθε ὁ Ἀνδρέας, ὁ γιὸς τοῦ Πηνειοῦ Ποταμοῦ, καὶ  ἀπὸ αὐτόν ἡ χώρα ὀνομάστηκε Ἀνδρηίδα.

Ὁταν ὁ Ἀθάμαντας ἦρθε πρὸς αὐτόν (τὸν Ἀνδρέα), ὁ Ἀνδρέας τοῦ ἔδωσε  ἀπὸ  ὅσα ὁ ἴδιος κατεῖχε, «ἀπένειμε τῆς αὑτοῦ τῷ Ἀθάμαντι», τὴν χώρα γύρω  ἀπὸ τὸ  Λαφύστιο, τὴν σημερινή, δηλαδή, Κορώνεια καὶ τὴν χώρα τῆς Ἀλιάρτου.

Ὁ Ἀθάμαντας, ἐπειδὴ νόμιζε ὅτι δὲν τοῦ  εἶχε μείνει κανένα  ἀπὸ τὰ ἀρσενικὰ παιδιὰ του, διότι τὸν Λέαρχο καὶ τὸν Μελικέρτη τοὺς  εἶχε σκοτώσει ὁ ἴδιος, ὁ δὲ Λεύκωνας συνέβη νὰ πεθάνει  ἀπὸ ἀρρώστια, καὶ γιὰ τὸν Φρίξο, ὅπως φαίνεται, δὲν γνώριζε ἄν αὐτὸς σώθηκε ἤ ἄν ὑπολείπονταν ἀπόγονοί του, γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς υἱοθέτησε (ὁ Ἀθάμαντας) τὸν Ἀλίαρτο καὶ τὸν Κόρωνο, τὰ παιδιὰ τοῦ Θέρσανδρου, τοῦ γιοῦ τοῦ Σίσυφου. Διότι ὁ Ἀθάμαντας ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Σίσυφου.

Ὕστερα, ὅταν γύρισε  ἀπὸ τὴν Κολχίδα, ἄλλοι μὲν λένε ὁ ἴδιος ὁ Φρίξος ἄλλοι δὲ ὁ Πρέσβωνας – γεννήθηκε δὲ ὁ Πρέσβωνας στὸν Φρίξο  ἀπὸ τὴν κόρη τοῦ Αἰήτη – τότε τὰ παιδιὰ τοῦ Θέρσανδρου παραδέχτηκαν ὅτι ὁ οἶκος τοῦ Ἀθάμαντα ἀνῆκε στὸν Ἀθάμαντα καὶ  στοὺς ἀπογόνους του, αὐτοὶ  δέ, ἐπειδὴ ὁ Ἀθάμαντας τοὺς  εἶχε δώσει μέρος τῆς χώρας, ἔγιναν οἰκιστὲς τῆς Ἀλιάρτου καὶ τῆς Κορωνείας».

Ἀπὸ τὴν προσεκτικὴ μελέτη καὶ ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση  τοῦ  παραπάνω κειμένου πολὺ εὔκολα καὶ πέρα  ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία, διαπιστώνονται, τὰ ἑξῆς:

Ὅταν πῆγε ὁ Ἀθάμαντας στὸν Ὀρχομενὸ  καὶ ζήτησε φιλοξενία καὶ προστασία κοντὰ στὸν Ἀνδρέα, τὸν βασιλιὰ τοῦ Ὀρχομενοῦ, εἶχαν προηγηθεῖ    τόσο ἡ ἀπόπειρα τῆς θυσίας τοῦ Φρίξου καὶ ἡ φυγὴ αὐτοῦ καὶ τῆς Ἕλλης στὴν Κολχίδα ὅσο καὶ ὁ φόνος τοῦ Λέαρχου καὶ τοῦ Μελικέρτη.

Εἶχαν προηγηθεῖ    διότι αὐτὰ εἶχαν συμβεῖ    ὅταν ὁ Ἀθάμαντας βρισκόταν ἀκόμη στὴν   Ἅλο,  ἀπὸ τὴν ὁποία διώχτηκε. Εἶχε    φύγει  ὁ Ἀθάμαντας ἀπὸ τὴν  Ἅλο καὶ  ἔτσι δὲν γνώριζε  ὅσα εἶχαν γίνει μετὰ τὴν ἀναχώρησὴ του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀθάμαντας, ὅταν πῆγε στὴν Βοιωτία, παρουσιάζεται νὰ μὴν γνωρίζει τὴν συνέχεια τῶν γεγονότων. Καὶ ἐπειδὴ νόμιζε ὅτι δὲν ὑπῆρχε κάποιο ἀγόρι του, γιὰ   νὰ εἶναι διάδοχος καὶ κληρονόμος του,  ἀφοῦ τὸν Λέαρχο καὶ τὸν Μελικέρτη  τοὺς  εἶχε σκοτώσει ὁ ἴδιος, καί, κυρίως, δὲν γνώριζε τὴν τύχη τοῦ γιοῦ του Φρίξου καὶ τῶν  τυχὸν ἀπογόνων του, καὶ θεωροῦσε ὅτι δὲν  εἶχε πιὰ διάδοχο τοῦ θρόνου του,  ἀφοῦ τὰ παιδιὰ του ἦταν πεθαμένα ἤ χαμένα, ὅρισε κληρονόμους ὅλων ὅσων τοῦ  εἶχε δώσει ὁ Ἀνδρέας, τὸν Ἀλίαρτο καὶ τὸν Κόρωνο, οἱ ὁποῖοι  ἦταν ἐγγόνια τοῦ ἀδερφοῦ του, τοῦ Σίσυφου, καὶ παιδιὰ τοῦ ἀνεψιοῦ του, τοῦ Θέρσανδρου. Ὁ Ἀνδρέας δέ, ὁ βασιλιὰς τοῦ Ὀρχομενοῦ, εἶχε παραχωρήσει στὸν Ἀθάμαντα τὴν   περιοχὴ   γύρω  ἀπὸ τὸ  Λαφύστιο Ἱερὸ καὶ τὴν Ἀλίαρτο καὶ τὴν Κορώνεια.

Ἔτσι, γνωρίζοντας τὴν πραγματικότητα, ὁ Ἀλίαρτος καὶ ὁ Κόρωνος, τὰ παιδιὰ τοῦ Θέρσανδρυ, ὅταν ἔφτασε στὸν Ὀρχομενό, ὁ πραγματικὸς διάδοχος καὶ νόμιμος κληρονόμος τοῦ Ἀθάμαντα, ὁ γιός του Φρίξος ἤ ὁ ἐγγονός του Πρέσβωνας, γιὸς τοῦ Φρίξου καὶ τῆς κόρης τοῦ Αἰήτη, παραχώρησαν σ’ αὐτοὺς τὴν   περιοχὴ  γύρω  ἀπὸ τὸ  Λαφύστιο Ἱερὸ καὶ αὐτοὶ  κράτησαν μόνο τὴν Ἀλίαρτο καὶ τὴν Κορώνεια ἀντίστοιχα.

Γίνεται, λοιπόν, φανερὸ ὅτι ἡ ἀπόπειρα τῆς θυσίας τοῦ Φρίξου δὲν ἔγινε στὸν Ὀρχομενό. Ὅταν πῆγε ὁ Ἀθάμαντας στὸν Ὀρχομενὸ  εἶχε ἤδη συμβεῖ ἡ ἀπόπειρα θυσίας τοῦ Φρίξου.  Εἶχε πραγματοποιηθεῖ στὴν  Ἅλο τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας  ἀπὸ τὴν ὁποία  εἶχε ἀπομακρυνθεῖ    ὁ Ἀθάμαντας καὶ γι’ αὐτὸ δὲν γνώριζε τὶ  εἶχε ἀπογίνει ὁ Φρίξος. Ἑπομένως καὶ ἡ διαφυγὴ τοῦ Φρίξου καὶ τῆς Ἕλλης πρὸς τὴν Κολχίδα δὲν πραγματοποιήθηκε  ἀπὸ τὸν Ὀρχομενὸ ἀλλὰ  ἀπὸ τὴν   περιοχὴ  τῆς  Ἅλου.

Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλα δεδομένα τὰ ὁποῖα  καταδεικνύουν ὅτι  ἀπὸ τὴν Θεσσαλία μεταφέρθηκαν πρὸς τὴν Βοιωτία καὶ ἄλλα μυθολογικά, ἱστορικὰ ἀλλὰ καὶ ἀντικειμενικὰ πραγματικὰ στοιχεῖα καὶ ὀνομασίες.

Τέτοια δεδομένα διαφαίνονται καὶ στὸ ἀπόσπασμα  9, 2 – 29 τῶν «Γεωγραφικῶν» τοῦ Στράβωνα, το ὁποῖο παραθέτουμε:

«Ἡ μὲν οὖν Κορώνεια ἐγγὺς τοῦ Ἑλικῶνός ἔστιν ἐφ’ ὕψους ἱδρυμένη, κατελάβοντο δ’ αὐτὴν ἐπανιόντες ἐκ τῆς Θετταλικῆς Ἄρνης οἱ Βοιωτοὶ μετὰ τὰ Τρωικά, ὅτε περ καὶ τὸν Ὀρχομενὸν ἔσχον· κρατήσαντες δὲ τῆς Κορωνείας ἐν τῷ πρὸ αὐτῆς πεδίῳ τὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς ἱερὸν ἱδρύσαντο ὁμώνυμον τῷ Θετταλικῷ καὶ τὸν παραρρέοντα ποταμὸν Κουάριον προσηγόρευσαν ὁμοφώνως τῷ ἐκεῖ. Ἀλκαῖος δὲ καλεῖ Κωράλιον λέγων «<ὦ᾿ν>ασσ’ Ἀθανάα πολεμηδόκος, ἃ ποι Κορωνείας ἐπιλαΐῳ  ναύω πάροιθεν ἀμφι<βαίνεις> Κωραλίῳ ποταμῷ παρ’  ὄχθαις. Ἐνταῦθα δὲ καὶ τὰ Παμβοιώτια συνετέλουν.»

Τὸ ἀπόσπασμα αὐτὸ σὲ ἁπλούστερη, εὔκολα κατανοητή, γλωσσικὴ μορφή, γιὰ τὴν ἀποσαφήνιση τῶν   ἀναφερομένων, λέει τὰ ἑξῆς:

«Ἡ μὲν λοιπὸν Κορώνεια εἶναι κτισμένη ἐπάνω σὲ ὕψωμα κοντὰ στὸν Ἐλικῶνα, τὴν κυρίευσαν δέ, ἐρχόμενοι  ἀπὸ τὴ θεσσαλικὴ Ἄρνη, οἱ Βοιωτοί, μετὰ τὸν Τρωικὸ Πόλεμο, ὁπότε κατέλαβαν καὶ τὸν Ὀρχομενό.

Ἔπειτα, ἀφοῦ ἔγιναν κύριοι τῆς Κορώνειας,  ἔκτισαν,  στὴν πεδιάδα ἡ ὁποία  βρίσκεται  μπροστὰ  ἀπὸ αὐτήν, τὸ  Ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς  δίνοντας σ’ αὐτὸ τὸ  ἴδιο ὄνομα μὲ τὸ  ὁμώνυμο θεσσαλικὸ ἱερὸ καὶ ὀνόμασαν τὸν ποταμό, ὁ ὁποῖος  κυλοῦσε τὰ νερά του ἐκεῖ    δίπλα, Κουάριον, ὅπως καὶ τὸν ὁμώνυμο ποταμὸ στὴ Θεσσαλία.

Ὁ Ἀλκαῖος ὀνομάζει τὸν ποταμὸ αὐτὸ Κωράλιο λέγοντας: «Ὤ, βασίλισσα Ἀθηνᾶ, θεὰ τοῦ πολέμου, σύ, ἡ ὁποία  τὸν χτισμένο πάνω σὲ βράχους ναὸ τῆς Κορώνειας, προστατεύεις  μὲ τὴν παρουσία σου στὴν εἴσοδὸ του στὶς  ὄχθες τοῦ Κωράλιου Ποταμοῦ». Στὸ ναὸ αὐτὸν οἱ Βοιωτοὶ  γιόρταζαν τὰ Παμβοιώτια».

Στὸ παραπάνω ἀπόσπασμα δηλώνεται καθαρὰ ὅτι τὸ  θεσσαλικὸ ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς  βρισκόταν στὶς  ὄχθες τοῦ Κουάριου Ποταμοῦ. Κουάριος Ποταμὸς εἶναι ὁ σημερινὸς ποταμὸς Ξηριάς, ὁ ὁποῖος  κυλάει τὰ νερὰ στὴ νότια πλευρὰ τοῦ Ἁλμυροῦ. Ἑπομένως τὸ  Ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς  βρισκόταν στὶς  ὄχθες τοῦ σημερινοῦ Ξηριά, στὴν   περιοχὴ τοῦ  Καραντζάνταλι.

Μαρτυρεῖται, λοιπόν,  ἀπὸ τὸν Στράβωνα στὸ ἀπόσπασμά του αὐτὸ ὅτι καὶ τὸ  Ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς  τῆς Βοιωτίας εἶναι μεταγενέστερο  ἀπὸ τὸ  ὁμώνυμο θεσσαλικὸ ἱερὸ ἀφοῦ  ἀπὸ αὐτὸ πῆρε τὸ  ὄνομά του. Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ μὲ τὸν θεσσαλικὸ Κουάριο Ποταμὸ ὁ ὁποῖος  κυλοῦσε τὰ νερά του δίπλα στὸ θεσσαλικὸ ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς. Οἱ Βοιωτοὶ  ὀνόμασαν καὶ τὸν δικό τους ποταμό, ὁ ὁποῖος  κυλοῦσε τὰ νερά του δίπλα στὸ δικό τους ἱερό, Κουάριο, ὅπως ὀνομαζόταν ὁ θεσσαλικὸς ποταμὸς Κουάριος, ὁ σημερινὸς Ξηριάς τοῦ Ἁλμυροῦ.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ἀναφέρουμε ὅτι ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ «Λαφύστιου Ἱεροῦ» εἶναι σαφέστατο ὅτι προϋπῆρχε τὸ  Ἱερὸ τῆς Ἅλου καὶ κατὰ μίμηση αὐτοῦ ἱδρύθηκε ἀργότερα τὸ  «Λαφύστιο Ἱερό» τῆς Βοιωτίας,  ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ἱεροῦ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς  προϋπῆρχε τὸ  Ἱερὸ τῆς θεσσαλικῆς Ἰτώνου καὶ κατὰ μίμησή του ἱδρύθηκε τὸ  «Ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς» τῆς Βοιωτίας: «Κρατήσαντες δὲ τῆς Κορωνείας (οἰ Βοιωτοὶ) ἐν τῷ πρὸ αὐτῆς πεδίῳ τὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς ἱερὸν ἱδρύσαντο ὁμώνυμον τῷ Θετταλικῷ καὶ τὸν παραρρέοντα ποταμὸν Κουάριον προσηγόρευσαν ὁμοφώνως τῷ ἐκεῖ».

Αὐτὸ βεβαιώνεται  ἀκόμη περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ  ἀπόσπασμα 9, 5, 8  τῶν «Γεωγραφικῶν» τοῦ Στράβωνα, το ὁποῖο παραθέτουμε:

«Ὁ δὲ Φθιωτικὸς Ἅλος ὑπὸ τῷ πέρατι κεῖται τῆς Ὄθρρυος ὄρους πρὸς ἄρκτον κειμένου τῇ Φθιώτιδι, ὁμόρου δὲ τῷ Τυφρηστῷ καὶ τοῖς Δόλοψιν, κἀνθένδε παρατείνοντος εἰς τὰ πλησίον τοῦ Μαλιακοῦ κόλπου.

Ἀπέχει δὲ Ἰτώνου περὶ ἑξήκοντα σταδίους ὁ Ἅλος ἢ ἡ Ἅλος· λέγεται γὰρ ἀμφοτέρως.

ᾬκισε δὲ ὁ Ἀθάμας τὴν Ἅλον, ἀφανισθεῖσαν [δὲ] συνῴ[κισαν Φαρσάλιοι] χρόνοις ὕστερον. Ὑπέρκειται δὲ τοῦ Κροκίου πεδίου· ῥεῖ δὲ ποταμὸς Ἄμφρυσος πρὸς τῷ [τείχει].

Ὑπὸ δὲ τῷ Κροκίῳ Θῆβαι εἰσὶν αἱ Φθιώτιδες, καὶ ἡ Ἅλος δὲ Φθιῶτις καλεῖται καὶ Ἀχαϊκή, συνάπτουσα τοῖς Μαλιεῦσιν, ὥσπερ καὶ οἱ τῆς Ὄρθρυος πρόποδες. Καθάπερ δὲ ἡ Φυλάκη ἡ ὑπὸ Πρωτεσιλάῳ τῆς Φθιώτιδός ἐστι τῆς προσχώρου τοῖς Μαλιεῦσιν, οὕτω καὶ ἡ Ἅλος· διέχει δὲ Θηβῶν περὶ ἑκατὸν σταδίους, ἐν μέσῳ δ’ ἐστὶ Φαρσάλου καὶ Φθιωτῶν».

Ἡ πόλη Ἴτωνος, λοιπόν, ὅπως βεβαιώνει ὁ Στράβων, καὶ ἑπομένως καὶ τὸ  «Ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς», κατὰ μίμηση τοῦ ὁποίου ἱδρύθηκε τὸ  ὁμώνυμο ἱερὸ τῆς Βοιωτίας, βρισκόταν στὴν   περιοχὴ  τῆς Ἅλου τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας, τῆς σημερινῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ. Ἡ πόλη Ἴτωνος καὶ τὸ  ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς  βρισκόταν «ἑξήντα στάδια» μακριὰ  ἀπὸ τὴν  Ἅλο ἤ τὸν  Ἅλο καὶ ἡ   Ἅλος  ἤ ὁ   Ἅλος  ἀπεῖχε  ἀπὸ τὶς  Φθιώτιδες Θῆβες (σημερινὲς  Μικροθήβες ἤ Ἄκετσι) «ἑκατὸ στάδια».

Τὰ παραπάνω στοιχεῖα καὶ οἱ ἀποστάσεις οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ θεωροῦμε, πέρα  ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία, ὅτι ἡ πόλη Ἴτωνος βρισκόταν στὴ σημερινὴ   περιοχὴ τοῦ  Καραντζάνταλι. Ἡ   περιοχὴ  αὐτὴ ἀνταποκρίνεται στὶς  ἀποστάσεις τὶς ὁποῖες  ἀναφέρει ὁ Στράβων.

Πραγματικὰ τὸ Καταντζάνταλι ἀπέχει  ἀπὸ τὴν  Ἅλο, «ἑξήντα στάδια», δηλαδή, σὲ εὐθεία ἀπόσταση, ἕνδεκα, περίπου, χιλιόμετρα, (60 στάδια ἐπὶ 185 (περίπου) μέτρα =11.100 μέτρα).

Ἀλλὰ καὶ ἡ   Ἅλος, καὶ στὶς δύο θέσεις της, τόσο στὴν δεύτερη  θέση  της κατὰ τὴν Ἑλληνιστικὴ Ἐποχἠ, στὴν περιοχὴ  τῆς σημερινῆς Κεφάλωσης, ὅσο  καὶ στὴν πρώτη καὶ ἀρχικὴ θέση της, κατὰ τὴν Κλασικὴ Ἐποχή, στὴν περιοχὴ τῆς σημερινῆς «Πλατανιώτικης Μαγούλας», ἀπέχει  ἀπὸ τὴν   περιοχὴ  τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν σὲ εὐθεία ἀπόσταση, περίπου, 18.500 μέτρα, ἤτοι «ἑκατὸ στάδια», 100 Χ 185 μέτρα.

Τὸ δὲ  ἀπόσπασμα «ἀφανισθεῖσαν [δὲ] (Ἅλον)  συνῴ[κισαν Φαρσάλιοι] χρόνοις ὕστερον»,  τὸ ὁποῖο σημαίνει «ὅταν ἀφανίστηκε, ὅταν καταστράφηκε, (ἡ Ἅλος), ὕστερα ἀπὸ χρόνια, κατοικήθηκε ἀπὸ τοὺς Φαρσαλινούς», φανερώνει τὴν καταστροφὴ τῆς Ἅλου ἀπὸ τὸν Φίλιππο, κατὰ τὸ ἔτος 346 π.Χ., τὴν ἐκδίωξη τῶν κατοίκων της καὶ τὴν παραχώρησή της στους φίλους του Φαρσαλινούς.

Συμπέρασμα: Τὸ «Ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς» βρισκόταν, σύμφωνα μὲ τὰ δεδομένα τοῦ Στράβωνα, δίπλα στὸν Κουάριο Ποταμό. Κουάριος Ποταμὸς λεγόταν κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ὁ σημερινὸς ποταμὸς Ξηριάς τοῦ Ἁλμυροῦ. Ἡ   περιοχὴ τοῦ  Καραντζάνταλι, ἡ   περιοχὴ  τῆς ἀρχαίας Ἰτώνου, βρίσκεται δίπλα στὴν κοίτη τοῦ Ξηριᾶ, τοῦ Κουάριου Ποταμοῦ τῆς ἀρχαιότητας.