Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
Σχετικό και επιβεβαιωτικό της καταγωγής των Ελλήνων από τον Έλληνα, το γιο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, είναι και το παρακάτω χαρα-κτηριστικό απόσπασμα της αρχαιοελληνικής γραμματείας που μας βεβαιώνει ότι από τον Έλληνα, τον φιλοπόλεμο βασιλιά, γεννήθηκαν ο Δώρος, ο επώνυμος ήρωας των Δωριέων, ο Ξούθος, από τον οποίον αργότερα γεννήθηκαν ο Ίωνας, ο επώνυμος ήρωας των Ιώνων και ο Αχαιός, ο επώνυ-μος ήρωας των Αχαιών, και ο Αίολος, ο καβαλάρης πολεμιστής, ο επώνυμος ήρωας των Αιολέων, από τον οποίον και κατάγονταν οι βασιλιάδες που απένειμαν το δίκαιο ο Αθάμαντας, ο Σίσυφος, ο Σαλμωνέας και ο Περιήρης:
«῞Ελληνος δὲ ἐγένοντο φιλοπτολέμου βασιλῆος
Δῶρός τε Ξοῦθός τε καὶ Αἴολος ἱππιοχάρμης.
Αἰολίδαι δ’ ἐγένοντο θεμιστοπόλοι βασιλῆες
Κρηθεὺς ἠδ’ ᾿Αθάμας καὶ Σίσυφος αἰολόμητις
Σαλμωνεὺς τ’ ἄδικος καὶ ὑπέρθυμος Περιήρης».
Δηλαδή:
«Από τον Έλληνα, φιλοπόλεμο βασιλιά, έγιναν (γεννήθηκαν)
και ο Δώρος και ο Ξούθος και ο έφιππος μαχόμενος Αίολος.
Παιδιά του Αίολου ήταν οι δικαστές βασιλιάδες
Κρηθέας και Αθάμαντας και ο ποικιλόβουλος Σίσυφος
και ο άδικος Σαλμωνέας και ο ανδρείος Περιήρης»
Μητέρα πραγματική του Ίωνα και του Αχαιού, από τον Ξούθο, ήταν, κατά μία εκδοχή, που είδαμε πιο πάνω, η Κρέουσα, η κόρη του Ερεχθέα και της Πραξιθέας. Ωστόσο ο Ευριπίδης, στην τραγωδία του «Ίων», αμφισβητώντας την παραπάνω εκδοχή για τους δικούς του ασφαλώς λόγους, λέει ότι ο Ξούθος δεν μπορούσε να κάνει παιδιά και ότι η Κρέουσα ενώθηκε με τη βία με το θεό Απόλλωνα σε μια σπηλιά κάτω από την Ακρόπολη και έτσι γεννήθηκε ο Ίωνας. Για να δικαιολογήσει δε το πώς ο Ίωνας ήταν παιδί του Ξούθου λέει ότι πήγαν στο μαντείο των Δελφών και ο Ξούθος, έπειτα από το χρησμό που έλαβε εκεί, αναγνώρισε τον Ίωνα για δικό του παιδί, όπως είδαμε να περιγράφεται με λεπτομέρειες παραπάνω.
Είναι μία από τις πολλές χαρακτηριστικές περιπτώσεις κατά τις οποίες – όπως προαναφέραμε – διάφοροι άρχοντες και βασιλιάδες, προκειμένου ν’ αυξήσουν το κύρος τους απέναντι στους υπηκόους τους και ν’ αποτρέψουν επικίνδυνες αμφισβητήσεις τους, παράγγειλαν σε τραγωδοποιούς να δημιουργήσουν έργα στα οποία θα παρουσίαζαν τον φυσικό τους πατέρα ανίκανο να τεκνοποιήσει και να σκηνοθετήσουν, σε αντικατάστασή του, θεϊκή επίσκεψη στη μητέρα τους.
Σε απόσπασμα του Ησιόδου διαβάζουμε ότι οι απόγονοι του Δευκαλίωνα βασίλευαν στη Θεσσαλία:
«Οἱ ἀπὸ Δευκαλίωνος τὸ γένος ἔχοντες ἐβασίλευον Θεσσαλίας, ὥς φησιν ῾Εκαταῖος καὶ ῾Ησίοδος».
O Έλληνας, ο γιος του Δευκαλίωνα (ή του Δία), ίδρυσε στην περιοχή στην οποία αποβιβάστηκαν οι γονείς του, την επώνυμή του πόλη και πρω-τεύουσa του βασιλείου του «Ελλάδα». Αυτή όμως, είτε ήταν πόλη, όπως πιστεύουν μερικοί, είτε ήταν χώρα, όπως νομίζουν άλλοι (θέμα που δεν το αντιμετωπίζουμε στη θέση αυτή) βρισκόταν, πέρα από κάθε αμφιβολία και άσχετα με μικροδιαφορές των ειδικών ως προς την ακριβή θέση της, στην Αχαΐα Φθιώτιδα. Γιατί και αν ακόμη ο ισχυρισμός των κατοίκων της Μελι-ταίας, που είδαμε πιο πάνω, δεν αληθεύει, υπάρχουν και οι Φαρσάλιοι, της ίδιας πάντοτε περιοχής, που ισχυρίζονταν ότι η Ελλάδα ήταν στην περιοχή τους.
Το σχετικό απόσπασμα του Στράβωνα μας δίνει και άλλες χρήσιμες σχετικές πληροφορίες:
«Αὐτὰ δὲ λεχθέντα περὶ τῶν ὑπ’ <Ἀχιλλεῖ> ἐν ἀντιλογίᾳ ἐστί. Τὸ τε γὰρ Ἄργος τὸ Πελασγικὸν <οἱ μὲν> καὶ πόλιν δέχονται Θετταλικὴν περὶ Λάρισαν ἱδρυμένην ποτὲ νῦν δ’ οὐκέτι οὖσαν’ οἱ δ’ οὐ πόλιν ἀλλὰ τὸ τῶν Θετταλῶν πεδίον οὕτως ὀνοματικῶς λεγόμενον, θεμένου τοὔνομα Ἄβαντος ἐξ Ἄργους δεῦρ’ ἀποικίσαντος. Φθίαν τε οἱ μὲν τὴν αὐτὴν εἶναι τῇ Ἑλλάδι καὶ Ἀχαΐᾳ, ταύτας δ’ εἶναι διατεμνομένης τῆς συμπάσης Θετταλίας θάττερον μέρος τὸ νότιον, οἱ δὲ διαιροῦσιν. Ἕοικε δ’ ὁ ποιητὴς δύο ποιεῖν τήν τε Φθίαν καὶ τὴν Ἑλλάδα, ὅταν οὕτως φῇ «οἱ τ‘ εἶχον Φθίην ἠδ’ Ἑλλάδα», ὡς δυοῖν οὐσῶν’ καὶ ὅταν οὕτως «φεῦ<γον> ἔπειτ’ άπάνευθε δι’ Ἑλλάδος εύρυχόροιο, Φθίην δ’ ἐξικόμην», καὶ ὅτι πολλαὶ <Ἀχαιίδε>ς εἰσὶν ἀν’ Ἑλλάδα τε Φθίην τε». Ὁ μὲν οὖν ποιητὴς δύο ποιεῖ, πότερον δὲ πόλεις ἥ χώρας ὑποδηλοῖ. Οἱ δ’ ὕστερον τὴν Ἑλλάδα οἱ μὲν εἰπόντες χώραν διατε-τάσθαι φαςὶν εἰς τὰς Θήβας τὰς Φθιώτιδας ἀπὸ Παλαιοφαρσάλου (ἐν δὲ τῇ χώρᾳ ταύτῃ καὶ τὸ Θετίδειον ἔστι πλησίον τῶν Φαρσάλων ἀμφοῖν τῆς τε παλαιᾶς καὶ τῆς νέας, κἀκ τοῦ Θετιδείου τεκμαιρόμενοι τῆς ὑπὸ τῷ Ἀχιλλεῖ μέρος εἶναι καὶ τήνδε τὴν χώραν), οἱ δὲ εἰπόντες πόλιν Φαρσάλιοι μὲν δει-κνύουσιν ἀπὸ ἑξήκοντα σταδίων τῆς ἑαυτῶν πόλεως κατεσκαμμένην πόλιν ἣν πεπιστεύκασιν εἶναι τὴν Ἑλλάδα».
Δηλαδή:
«Αυτά που είπε ο Όμηρος για τις χώρες που ήταν υπό την κυριαρχία του Αχιλλέα δημιουργούν πολλές αντιλογίες. Το «Άργος το Πελασγικόν», που σύμφωνα με μερικούς δηλώνει πόλη θεσσαλική κοντά στη Λάρισα η οποία δεν υπάρχει τώρα και σύμφωνα με άλλους θα μπορούσε να είναι απλή ονομασία πόλης αλλά θα ήταν γενική ονομασία της θεσσαλικής πεδιάδας που υπενθύμιζε την εγκατάσταση εδώ των Αργείων αποίκων υπό την αρχηγία του Άβαντα. Η ίδια διαφωνία υπάρχει και για τη Φθία, διότι, ενώ άλλοι την ταυτίζουν με την Ελλάδα και την Αχαΐα και υποστηρίζουν ότι με τις τρεις αυτές ονομασίες ο ποιητής φανερώνει μία από τις μεγάλες υποδιαιρέσεις της Θεσσαλίας, δηλαδή το μισό προς τον νότο, άλλοι βλ-πουν εδώ τρία ονόματα και τρεις χώρες. Πράγματι ο ποιητής φαίνεται ότι θέλει να διακρίνει την Φθία από την Ελλάδα όταν λέει: «εκείνοι επίσης από τη Φθία και την Ελλάδα όπου υπάρχουν ωραίες γυναίκες» σα να επρόκειτο για δύο διαφορετικές περιοχές. Και αλλού λέει: «έφυγα τότε μακριά και δια-σχίζοντας τις απέραντες εκτάσεις έφθασα ύστερα από λίγο στη Φθία» και αλλού ακόμη «οι γυναίκες των Αχαιών δε λείπουν στην Ελλάδα ούτε στη Φθία.»
Καίτοι δε ο ποιητής χρησιμοποιεί δύο ονομασίες, δε δηλώνει εάν με αυτές εννοεί πόλεις ή χώρες. Μεταξύ των νεοτέρων άλλοι μεν υποστηρί-ζουν ότι η ονομασία Ελλάδα ήταν ονομασία χώρας και φανέρωνε όλη την περιοχή που απλώνεται από Παλιοφάρσαλα μέχρι τις Φθιώτιδες Θήβες. Επειδή δε στο μέρος αυτό μεταξύ Παλιοφαρσάλων και Νεοφαρσάλων υπάρχει ονομασία Θετίδειον, συμπέραναν από μόνο αυτή την ονομασία ότι όλη η περιοχή αυτή αποτελούσε μέρος της χώρας της εξουσίας του Αχιλ-λέα. Άλλοι αντίθετα υποστηρίζουν ότι η αρχαία Ελλάδα ήταν πόλη, ενώ οι κάτοικοι των Φαρσάλων δείχνουν σε απόσταση εξήντα σταδίων από την πόλη τους πόλη ερειπωμένη την οποία δε διστάζουν να ταυτίσουν με την Ελλάδα».
Σύμφωνα με μία εκδοχή του μύθου που ακουγόταν στα μέρη της Αχα-ΐας Φθιώτιδας ιδρυτής της πόλης Φθία ήταν ο Φθως, ο γιος του Αχαιού και δισέγγονος του Έλληνα, και ιδρυτής της πόλης Ελλάς, ο Έλληνας, ο γιος του Δευκαλίωνα. Από την άποψη αυτή, εάν υποθέσουμε πως αρχαιότερος γενεαλογικά ιδρυτής μιας πόλης σημαίνει και αρχαιότερη πόλη, θα πρέπει τότε να θεωρηθεί ότι η Φθία ήταν πολύ νεότερη πόλη σε σχέση με την Ελλάδα.
Ως προς το ζήτημα αυτό, εάν δηλαδή η Ελλάδα και η Φθία ήταν πόλεις ή χώρες, νομίζουμε ως σωστότερη την άποψη – χωρίς να θέλουμε να υπεισέλθουμε στο σχετικό πρόβλημα με κατάθεση δικής μας άποψης – ότι πρέπει να συνέβαιναν και τα δύο. Υπήρχε πόλη που λεγόταν Ελλάδα και η οποία ήταν «πρωτεύουσα» μιας χώρας που επίσης λεγόταν Ελλάδα, όπως υπήρχε και πόλη που λεγόταν Φθία και ήταν «πρωτεύουσα» μιας χώρας που λεγόταν Φθία. Πάντως, ανεξάρτητα από τα προβλήματα και τις διαφορετικές απόψεις που διατυπώνονται, όλοι συμφωνούν ότι οι δύο αυτές πόλεις και περιοχές ήταν γύρω από τον ορεινό όγκο της Όρθρης. Και αυτό είναι εκείνο που στην περίπτωσή μας ενδιαφέρει, αφού στόχος μας δεν είναι η εξέταση και προπαντός η λύση των ιστορικών προβλημάτων αλλά η επι-σήμανση της σπουδαιότητας των μυθολογικών αναφορών της περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο ο Δευκαλίωνας ήταν βασιλιάς «τῶν περὶ τὴν Φθίαν τόπων»
Για τον Έλληνα μας μιλάει και ο Θουκυδίδης, που τον παρουσιάζει μάλιστα όχι πρόσωπο της μυθολογίας αλλά ως φυσικό υπαρκτό πρό-σωπο, το οποίο αγωνίστηκε προκειμένου να επιβληθεί και ότι πρώτοι οι υπήκοοι του Αχιλλέα της Αχαΐας Φθιώτιδας είχαν το όνομα Έλληνες και από αυτούς μετά το πήραν και όλοι οι άλλοι:
«Ἕλληνος δὲ καὶ τῶν παίδων αὐτοῦ ἐν τῇ Φθιώτιδι ἰσχυσάντων, καὶ ἐπαγομένων αὐτοὺς ἐπ’ ὠφελείᾳ ἐς τάς ἄλλας πόλεις, καθ’ ἑκάστους μὲν ἤδη τῇ ὁμιλίᾳ μᾶλλον καλεῖσθαι Ἕλληνας, οὐ μέντοι πολλοῦ γε χρόνου ἐδύνατο καὶ ἅπασιν ἐκνικῆσαι. Τεκμηριοῖ δὲ μάλιστα Ὅμηρος’ πολλῷ γὰρ ὕστερον ἔτι καὶ τῶν Τρωικῶν γενόμενος οὐδαμοῦ <οὕτω> τοὺς ξύμπαντας ὠνόμασεν οὐδ’ ἄλλους ἤ τοὔς μετ’ Άχιλλέως έκ τῆς Φθιώτιδος, οἳπερ καὶ πρῶτοι Ἕλληνες ἦσαν».
Δηλαδή:
«Όταν δε ο Έλληνας και τα παιδιά του απόκτησαν μεγάλη δύναμη στη Φθιώτιδα και οι άνθρωποι τους καλούσαν σε άλλες πόλεις για βοήθεια, καθένας χωριστά μεν στην αρχή, από την συναναστροφή τους (με τον Έλ-ληνα και τους δικούς του) ονομάζονταν Έλληνες, αλλά δεν μπορούσε να γίνει αυτό με όλους πριν περάσει αρκετός χρόνος. Το τεκμηριώνει αυτό ι-διαιτέρως ο Όμηρος, διότι επειδή έζησε πολύ αργότερα από τον Τρωικό Πόλεμο πουθενά δεν ονόμασε έτσι όλους αλλά μόνο τους συντρόφους του Αχιλλέα από τη Φθιώτιδα, οι οποίοι ήταν οι πρώτοι Έλληνες».
Και ο Θουκυδίδης λοιπόν, όπως βλέπουμε, με τις μαρτυρίες του, έρ-χεται να ενισχύσει την ίδια άποψη.