ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 2021

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Την Τετάρτη, στις 22.12.2021, και ώρα 18.00΄, στον Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Δημητρίου Αλμυρού, εψάλησαν σε μια κατανυκτική ατμόσφαιρα, ύμνοι για τη Γέννηση του Ιησού Χριστού. Η εκδήλωση, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Χριστός Γεννᾶται Δοξάσατε», διοργανώθηκε από τη Φιλάρχαιο Εταιρεία Αλμυρού, το Ιεραποστολικό Κέντρο του Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου Αλμυρού «ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ», τον Βυζαντινό Χορό του Συνδέσμου Ιεροψαλτών Ι. Μ. Δημητριάδος και Αλμυρού «ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΥΚΟΥΖΕΛΗΣ» και με την αμέριστη στήριξη του Δήμου Αλμυρού.
Την εκδήλωση άνοιξε η εκπρόσωπος του Ι.Κ. του Αγ. Δημητρίου κ. Χριστίνα Μπουρλάκη, η οποία καλωσόρισε τους οργανωτές και τους παρευρισκομένους, τονίζοντας τη σπουδαιότητα της μεγάλης εορτής των Χριστουγέννων. Προλογίζοντας η Πρόεδρος του Δ.Σ. της Φιλαρχαίου Εταιρείας, κα Χρυσούλα Κοντογεωργάκη, μεταξύ των άλλων ανέφερε: «Μετά από περίπου 2 χρόνια απομόνωσης, αυτοσυγκέντρωσης και σιωπής, με πολλές επιφυλάξεις και προφυλάξεις από την πανδημία, κάνουμε ένα προσκλητήριο για να ανασυνταχθούμε. Ξανασυναντούμε, σήμερα, πρόσωπα αγαπημένα στον ιερό και φιλόξενο χώρο του Ναού, στοχεύοντας στη δημιουργία αισιόδοξης διάθεσης, εορταστικής ατμόσφαιρας και ψυχικής ανατάσεως. Αφορμή γι΄ αυτό, στάθηκε η ξεχωριστή ημέρα, η μεγαλύτερη ίσως, της Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης, η γενέθλιος ημέρα του Θεανθρώπου».
Η εκδήλωση , με την υψηλής ιεροψαλτικής τέχνης εκτέλεση και ερμηνεία των ύμνων, μας προσέφερε μοναδικές στιγμές μυσταγωγίας και αγαλλίασης. Οι ιεροψάλτες, μύστες της απαράμιλλης Βυζαντινής Μουσικής, ερμήνευσαν 8 ύμνους. Σύντομα κείμενα, προλόγισμα κάθε ύμνου, σε γλώσσα κατανοητή, συνέγραψαν και διάβασαν με ιδιαίτερο τρόπο η κάθε μια, οι κες Χρύσα Μαρδάκη και Χρυσούλα Κοντογεωργάκη.
Την εκδήλωση τίμησαν : Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνάτιος, ο Δήμαρχος κ. Ευάγγελος Χατζηκυριάκος, ο οποίος απηύθυνε χαιρετισμό, η Αντιπεριφερειάρχης κα Δωροθέα Κολυνδρίνη, που επίσης απηύθυνε σύντομο χαιρετισμό, οι περιφερειακοί Σύμβουλοι κοι Iωάν. Τέας και Γιώργος Κίτσιος, ο πρώην Δήμαρχος κ. Δημήτριος Εσερίδης και ο Πρόεδρος του Κέντρου πρόληψης Μαγνησίας «Πρόταση Ζωής» κ. Ευθύμιος Ζιγγιρίδης.
Αξίζει να αναφερθεί η μεγάλη προσφορά στην ιεροψαλτική, του Βυζαντινού Χορού των Ιεροψαλτών της Ι.Μ. Δημητριάδος και Αλμυρού, με την παρουσία του σε ανάλογες εκδηλώσεις στην πόλη μας και το σπουδαίο έργο που επιτελεί, με τις σημαντικές του διακρίσεις εντός και εκτός της Ελλάδος. Δραστηριοποιείται επίσης, στο παραδοσιακό τραγούδι, έκφραση λαϊκή των δρόμων της Βυζαντινής Μουσικής. Διευθυντές του υπήρξαν οι αείμνηστοι Πρωτοψάλτες, Εμμανουήλ Χατζημάρκου και ο συντοπίτης μας Ιωάννης Μελέτης. Πλέον, τον διευθύνουν εκ περιτροπής ο Άρχων Μουσικοδιδάσκαλος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, κ. Κυριαζής Νικολέρης και οι Πρωτοψάλτες κ.κ. Ιωάννης Σχώρης, Ευστάθιος Δ. Γραμμένος, Δημήτριος Απ. Κατσικλής και Δημήτριος Ανδρ. Χατζηγεωργίου.
Την εκδήλωση έκλεισε, με τον ζεστό και επίκαιρο καταληκτήριο λόγο του, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνάτιος, ο οποίος με ενδιαφέρον και αγάπη αγκαλιάζει και στηρίζει τις πολιτιστικές προσπάθειες στην πόλη μας.
Από το Δ.Σ. της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού

ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ ΣΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗΣ ΑΛΟΥ

 

Ἀρχαιολογικὴ ἐκδρομὴ εἰς Κεφάλωσιν

Εἰς τὰ ἐρείπια τῆς ἀρχαίας φθιωτικῆς πόλεως Ἅλου ἡ ἐν Ἁλμυρῷ Φιλάρχαιος Ἑταιρεία  «Ὄθρυς», εκδραμοῦσα διὰ τῶν μελῶν τοῦ Συμβουλίου αὐτῆς, πλὴν τοῦ κ. Γ. Πλάκα, καὶ τῶν ἑταίρων Γ. Ζάχου, Π. Παπανικολάου, Β. Πίνα, Χρ. Μωραΐτου καὶ Σ. Πλάκα, πρὸς ἐξερεύνησιν τῆς πόλεως ταύτης, ἐν τῷ πρὸς Β. αὐτῆς ἐκτεινομένῳ Ἀθαμαντίῳ Πεδίῳ, περιβαλλομένῳ μεταξὺ τοῦ Ματάζη Ποταμοῦ πρὸς Β. καὶ τοῦ Ἀμφρύσσου πρὸς Μ. ἀνεῦρε τὸ ἀρχαῖον νεκροταφεῖον αὐτῆς.

Τοῦτο διακρίνεται εὐκόλως ἐκ τῶν ὑπὲρ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς ὑψουμένων χειροποιήτων γηλόφων, οἵτινες ὑπὸ τῶν νῦν κατοίκων γνωρίζονται ὑπὸ τὸ ὄνομα μαγοῦλαι. Τούτων τριῶν εἰδῶν μεγέθη ἀπαντῶσι: Εἷς πρώτου μεγέθους, ὀκτὼ ὡς δέκα δευτέρου καὶ εἴκοσι περίπου τρίτου μεγέθους μόλις ἐξέχοντες τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς.

Τὸ σύστημα τοῦτο τῶν τάφων δι’ ἐπιχωματώσεως, δίκην κωνοειδῶν λόφων, καλεῖται ὑπὸ τοῦ Ἑρνέστου Κουρτίου λυδικὸν  ἅτε ὑπὸ τῶν Λυδῶν ἐπινοηθὲν καὶ μετενεχθὲν ἐκ τῆς Ἀσίας εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Ἑλλάδα, ἤτοι τὰ τοῦ Αἰγαίου παράλια κατὰ τοὺς χρόνους τῶν παναρχαίων ἐκείνων μεταναστεύσεων τῶν πελασγικῶν φύλων, κατελήφθησαν τὸ πρῶτον ὑπὸ τῶν Ἀχαιῶν, ἐγκαταστάντα ἐν τῇ Φθιώτιδι, οἵτινες ἐκ τῆς οἰκογενείας τῶν ἐν Σιπύλῳ Τανταλιδῶν ἐκ Λυδίας ἕλκοντες τὴν καταγωγὴν ἐκόμισαν ἐνταῦθα τὴν λυδικὴν τέχνην καὶ τὴν λατρείαν τῆς λυδικῆς θεότητος Μεγάλης Μητρὸς (Ἀρτέμιδος).[1]

Μεταξὺ τῶν ἄλλων Εὐρωπαίων περιηγητῶν ὁ Heugey (Mission en Macedoine, appendice) ἀναφέρει ὅτι πέριξ τῶν θεσσαλικῶν πόλεων Ἅλου, Λαρίσης, Φερῶν, Φαρσάλου, Γόμφων καὶ Μητροπόλεως εὕρηνται ἀρχαῖοι κωνοειδεῖς τύμβοι, ἐντὸς τῶν ὁποίων εὕρηνται σκελετοὶ ἀνθρώπων. Τὸν τύπον τοῦτον ὁ Heugey καλεῖ ἑλληνικόν. (Ν. Ι. Γιαννόπουλος, Φθιωτικά, σελ. 28).

Ἐν Θεσσαλίᾳ ἐπὶ  δύο μόνον προϊστορικῶν τάφων ἐγένετο ἐπιστημονικὴ ἔρευνα, ἐπὶ τοῦ  τάφου τοῦ Διμηνίου τῷ 1894, καὶ ἐπὶ τοῦ  Πιλὰφ – τεπὲ ἐφέτος ὑπὸ τῆς Ἀγγλικῆς Σχολῆς. Ἐν δὲ τῇ ἡμετέρᾳ ἐπαρχίᾳ μόνον ἡ σκαπάνη τοῦ ἀμαθοῦς ἀγρότου ἐν μὲν τῇ Γούρᾳ ἀνέτρεψεν ἄρδην προϊστορικόν τινα τάφον μεταβαλοῦσα αὐτὸν εἰς ἀσβεστοκάμηνον[2]  ἐν δὲ τῇ Ἅλῳ τοὺς μὲν ἐσύλησε τερατωδῶς, τοὺς δὲ καὶ ἄρδην ανέτρεψε.

Ἡ Ἑταιρεία εὑροῦσα εἰς τοιαύτην κατάστασιν τοὺς πλείστους ἐξ αὐτῶν καὶ μὴ δυναμένη ἕνεκα ἐλλείψεως ἐπαρκοῦς ζήλου τῶν στρατιωτικῶν ἀρχῶν νὰ περιστείλῃ τὴν συνεχῶς γιγνομένην σύλησιν τῶν ἀρχαίων μνημείων, ἔγνω ὅπως προβῆ εἰς  δοκιμαστικὰς ἀνασκαφὰς ἐπὶ τοῦ ἑνὀς, τοῦ ὑψίστου πάντων. Καὶ δὴ ἀπὸ τῆς 11 – 16 Μαΐου ἀνώρυξε τάφρον 9 μ. μήκους πλέον τῆς ἀκτῖνος τοῦ κέντρου καὶ 4,5 – 5 μ. βάθους. Εἶδε δὲ ὅτι ὁ τύμβος ἐν διαφόροις στρώμασι παρουσίασεν ἴχνη παρεμφερῆ τοῖς τοῦ Πιλὰφ – τεπέ.

Εἰς βάθος 2 μ. εὑρέθησαν ὀστᾶ  θυσιασθέντων ζώων, εἰς βάθος δὲ 2,5 – 3 μ. εὑρέθησαν ἴχνη πυρᾶς καὶ τέφρας τῶν νεκρῶν. Εἰς βάθος δὲ 4,5 μ. εὑρέθησαν μεταξὺ τῶν ποταμίων λίθων ἐμπεφυρμένα ὀστὰ νεκρῶν, ἄνθρακες, ἴχνη πυρᾶς καὶ συντρίμματα ἀγγείων καλλίστης τέχνης, ἐζωγραφημένων. Εἰς βάθος δὲ 5 μ. σὺν τοῖς συντρίμμασιν ἀγγείων ἀνευρέθησαν καὶ ἴχνη πεπυρακτωμένου χαλκοῦ, οὗ  τεμάχια συνελέγησαν, καὶ 2 λόγχαι σιδηραῖ, ὧν ἡ μία εἰς 4 τεμάχια ἀφαρμοζόμενα ἀποτελεῖται ὁλόκληρος, ἡ δὲ ἄλλη ἡμίσεια.

Τεμάχια ἀγγείων ἐζωγραφημένων, μέρος τέφρας τῶν νεκρῶν καὶ αἱ  δύο λόγχαι καὶ τεμάχια χαλκοῦ συλλεγέντα μετηνέχθησαν εἰς τὸ ἐν Ἁλμυρῷ Μουσεῖον τῆς Ἑταιρείας.

Ἐκ τῶν γενομένων δὲ ἀνασκαφῶν ἡ κριτικὴ τῆς σκαπάνης κατέδειξεν, ὅτι ὁ λόφος οὗτος περιέκλειε τὴν τέφραν τῶν ἐν πολέμῳ πεσόντων ἀνδρείων ὑπερασπιστῶν τῆς πατρίδος Ἁλέων. Οἱ προσφιλεῖς αὐτοῖς οἰκεῖοι καὶ συγγενεῖς κομίσαντες ἐπὶ τοῦ τύμβου τὰς τεφροδόχας καὶ δακρυχόας αύτῶν ἔρριψαν αὐτὰς ἐπὶ τῆς πυρᾶς, ἐφ’ ἧς εἶτα ἐρρίφθησαν κατὰ στρώματα λίθοι ποτάμιοι καὶ χῶμα, καὶ ἀπετελέσθη ἡ σωρός, ἤτοι ὁ τύμβος οὗτος, πολυάνδριον στρατιωτικόν.

Χωρικοί τινες ἐκ Πλατάνου εἶπον ἡμῖν ὅτι οὐχὶ πρὸ πολλῶν ἐτῶν ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ τύμβου τούτου ὑπῆρχον μάρμαρα λευκά, ἅτινα ἔκτοτε ἀφηρέθησαν ὑπὸ τῶν κατοίκων. Κατὰ ταῦτα ὑπῆρχε καὶ ἐνταῦθα τὸ  πάλαι, ὡς ἐν Χαιρωνείᾳ, πολυάνδριον τῶν Ἀλέων, ἐφ’ οὗ  λέων εἰστήκει πιθανώτατα ἄνευ τινὸς ἐπιγραφής, ὅ ὁ παναδαμάτωρ χρόνος τελείως ἠφάνισε.[3]

Παρέστησαν δὲ ἐν ταῖς ἀνασκαφαῖς ἐναλλὰξ οἱ κ. κ. Ε. Βαρβαρέζος, πρόεδρος, Ἀθ. Σπυριδάκις καὶ Μιλ. Χ. Σοπανόπουλος, σύμβουλοι, Π. Παπανικολάου, Β. Πίνας καὶ Γ. Ζάχος ἑταῖροι καὶ οἱ κ. Σ. Πλάκας καὶ Χ. Μωραϊτης.[4]

Ἐν Ἁλμυρῷ τῇ 18 Μαΐου 1899.

Ν. Ι. Γιαννόπουλος

 

 

 

 

[1] Ἴδε Ἑλληνικὴν Ἱστορίαν Ἑρνέστου Κουρτίου, τόμ. Α΄. κεφ.Στ΄, Μετάφρασις στὴν Νεολόγου Ἑβδομαδιαία Ἐπιθεώρησιν, τόμ Α΄, σ. 691. Περὶ δὲ Ἀχαιών μεσαζόντων μεταξὺ Πελασγῶν καὶ Ἑλλήνων ἴδε Gehard, Volksstamm der Achaer, ἔτ. 1893, 419 κλπ. Ἐπὶ τῶν αἰγυπτιακῶν ἀγγείων παρίστανται φέροντες κνημίδας ( Ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοὶ στὸν Ὅμηρο) κατὰ τοὺς  Dr. Rounge (Reccue archeol. 1867, II, σ. 44, 96) καὶ Elles (Aegypten, I, σελ. 154 κ. εξ.). Κατὰ δὲ τὸν W. Playte (Z. F. Aegypt. Sprach 1871, σ. 15 – 16) εἶναι σφάλμα. Ἐκ τῶν Ἀχαιῶν ἐκλήθη καὶ τὸ  νότιον τοῦτο μέρος τῆς Θεσσαλίας Θεσσαλικὴ Ἀχαΐα καὶ οἱ  κάτοικοι  Ἀχαιοὶ Φθιῶται  (ἴδε Νικ. Γιαννόπουλος Φθιωτικά, σελ. 11). Ἡ Ἅλος καλεῖται παρὰ τοῖς ἀρχαίοις Ἀχαϊκή (Ἡρόδοτος  Ζ΄ 197), ἡ  δὲ  Λάρισα Κρεμμαστὴ καὶ τὸ κυριώτατον αὐτῶν φρούριον. Περὶ δὲ τῆς λατρείας τῆς Ἀρτέμιδος ἐνταῦθα περισταμένης ἐπ’ ἀρχαίων νομισμάτων τῶν Ἀχαιῶν ἴδε Gardner, Cataloque of greek Coins, Thesasly etc. ( νόμ. Ἀχαιῶν pl. II, Ν.Γιαννόπουλος  Φθιωτικά, σελ. 13).

[2] Ἴδε Αὐγή Βώλου, ἀριθ,. 27, 26ης Ἰουλίου 1896

[3] Παυσανίου Περιήγησις, Βοιωτικά, βιβλίον Θ΄, κεφ. 40, 10 «προσιόντων δὲ τῇ πόλει  (Χαιρωνείᾳ)  πολυάνδριον Θηβαίων ἐστὶν ἐν τῷ πρὸς Φίλιππον ἀγῶνι ἀποθανόντων. Ἐπιγέγραπται μὲν δὴ ἐπίγραμμα οὐδέν, ἐπίθημα δ’ ἔπεστιν αὐτῷ λέων· φέροι δ’ ἄν ἐς τῶν ἀνδρῶν μάλιστα τὸν θυμόν· ἐπίγραμμα δ’ ἄπεστιν ἐμοὶ δοκεῖ ὅτι οὐκ ἐοικότα τῇ τόλμῃ σφίσι τὰ ἐκ τοῦ δαίμονος ἠκολούθησε».

[4] Ἰδὲ ἐφημ. Θεσσαλία Βώλου, ἀριθ. 515, τῆς 22ας Μαΐου 1899

ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ ΦΙΛΑΡΧΑΙΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΑΛΜΥΡΟΥ

 ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΣΤΟΥΣ ΤΥΜΒΟΥΣ ΤΗΣ ΑΛΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΙΛΑΡΧΑΙΟ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΛΜΥΡΟΤ
Πολλές αρχαιολογικές έρευνες έχουν πραγματοποιηθεί και πραγματοποιούνται ακόμη στη θέση της αρχαίας
και της ελληνιστικής Άλου καί πολλές σχετικές εργασίες έχουν δημοσιευθεί από την Φιλάρχαιο Εταιρεία Αλμυρού
στα 24 εκδοθέντα μέχρι τώρα τεύχη του Δελτίου της και στους εννέα τόμους τῶν Πρακτικών των πέντε οργαωθέντων
μέχρι σήμερα Συνεδρίων Αλμυριώτικων Σπουδών.
                 Ωστόσο η παλαιότερη ἔρευνα στον χώρο της Άλου είχε πραγματοποιηθεί από την Φιλάρχαιο Εταιρεία Αλμυρού
πριν 129 χρόνια. Τα αποτελέσματα της έρευνας εκείνης υποβλήθηκαν στο τότε «Σεβαστόν επί των Εκκλησιαστικών
και της Εθνικής Παιδείας Υπουργείον» του Βασιλείου της Ελλάδος με ειδική έκθεση την οποία υπέγραψε ο τότε
πρόεδρος τῆς Φιλαρχαίου Εταιρείας Ευάγγελος Βαρβαρέζος.
                 Το κείμενο της έκθεσης εκείνης, ανέκδοτο μέχρι σήμερα, βρίσκεται στο αρχαίο της Φιλαρχαίου Εταιρείας
Αλμυρού. Στην έκθεση αυτή παρουσιάζονται πολύ ενδιαφέρουσες, ἀγωωστες μέχρι σήμερα, πληροφορίες.
                        Παρουσιάζουμε το κείμενο της έκθεσης αυτής:
             ΦΙΛΑΡΧΑΙΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
                           «Η ΟΘΡΥΣ» Ἐν Ἁλμυρῷ τῇ 17 Μαΐου 1892
                   ΕΝ ΑΛΜΥΡΩ
Προς τό Σον ἐπί τῶν Ἐκκλησιαστικών καί Ἐθνικῆς Παιδείας Ὑπουργεῖον
                                    (Τμῆμα Ἀρχαιολογικόν)
                                                                                              εἰς Αθήνας

Ἀριθμ. πρωτ. 149
                       Ἔκθεσις δοκιμαστικῶν ἀνασκαφῶν ἐπὶ τοῦ γηλόφου (ἀρχαίου τύμβου) ἐν Ἅλῳ.
               Λαμβάνω τήν τιμήν νά ἀναφέρω ὑμῖν ὅτι τήν 12ην ἱσταμένου ἐκδραμόντα τά μέλη τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου, τῆς ἧς
προΐσταμαι, ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας «Ὄθρυς», εἰς τά ἐρείπια τῆς ἀρχαίας φθιωτικῆς πόλεως Ἅλου, πρός Β. αὐτῆς,
ἐν τῷ πρό αὐτῆς πεδίῳ Ἀθαμαντίῳ, ἐντεῦθεν τοῦ Ἀμφρύσσου, εὗρον ἑπτά γηλόφους χειροποιήτους, ὧν οἱ πλεῖστοι
κατά διαφόρους καιροὺς εἶχον συληθῇ ὑπὸ τῶν χωρικῶν.
              Ἐπί δέ τοῦ πρώτου πρός Δ. κειμένου καί  ὑπερτεροῦντος τούς λοιπούς τῷ μεγέθει, εὗρον ἴχνη προγενεστέρας
ἀνασκαφῆς. Ἐπειδή, ὡς γνωστόν, οἱ γήλοφοι οὗτοι ἀνά τό θεσσαλικόν πεδίον εἶναι τύμβοι συνήθως ἀρχαιότατοι, ὡς ἐκ
τῶν ἐσχάτως γενομένων ἀνασκαφῶν τοῦ Πιλάφ – τεπὲ ἀπεδείχθη, καί ἐπειδή οἱ χωρικοί ἀνέσκαψαν τούς πλείστους, δύο δὲ
τούς βορειοτάτους ἄρδην ἀνέτρεψαν ἀφαιρέσαντες καί τούς λίθους τῶν θόλων αὐτῶν πρός ἀνέγερσιν ἰδιωτικῶν οἰκιῶν,
ἐκρίναμεν καλόν νά κάμωμεν δοκιμαστικάς ἀνασκαφάς ἐπί τοῦ ὑψηλοτέρου γηλόφου, διαρκεσάσας ἀπό τῆς 12 – 15 Μαΐου ἐ. ἔ.
                  Ἐφ’ ὅσον προεχωροῦμεν ἀνευρίσκομεν συσσωρευμένους ποταμίους λίθους μετά χώματος συσσωρευμένου πρός
ἀνύψωσιν τῆς σωροῦ.
                Εἰς βάθος δύο μέτρων πρός Α. ἀνεύρομεν ἴχνη ὀστέων καί ὀδόντας ζώου θυσιασθέντος ἐπί τοῦ τύμβου.
                  Εἰς βάθος τριῶν μέτρων ἀνεύρομεν ἴχνη πυρᾶς καί τέφρας. Εἰς βάθος 4 – 4,5 μέτρων εὕρομεν ἐν στρώματι
ποταμίων ξηρολίθων ἐμπεφυρμένων μετ’ αὐτῶν τέφραν νεκρῶν καί πληθύν συντριμμάτων ἀγγείων ἐζωγραφημένων διαφόρων

εἰδῶν, μεγεθῶν καὶ ποιοτήτων τοῦ 5 – 4 αἰῶνος π. Χ., εἰς δέ τήν βάσιν τά ἴχνη μεγάλης πυρᾶς καί ἄνθρακας. Εἰς κατώτερον
βάθος εὕρομεν χῶμα στερεόν καί ἔδαφος παρθένον.
             Σύστημα ἐκσκαφῆς ἠκολουθήσαμεν τομὴν ἐπιμήκη μεγαλειτέραν τῆς ἀκτῖνος τοῦ κέντρου κατά μῆκος πρός Α.
               Συμπεραίνομεν δέ ὅτι ὁ γήλοφος οὗτος εἶναι πολυάνδριον μαχητῶν Ἁλέων πεσόντων, ἐπί δέ τῆς πυρᾶς
ριφθέντων διαφόρων ἀγγείων ὑπό τῶν οἰκείων αὐτοῖς, δακρυχοῶν καί τεφροδόχων πηλίνων καλπῶν, καί μετά ταῦτα
ἐπιχωσθέντων διά τῶν λίθων καὶ ἐπιχωματώσεων μέχρις ὕψους 5 περίπου μέτρων ἀπό τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς.
             Ἐκός τῶν διαφόρων συντριμμάτων τῶν ἀγγείων, ἅ παρελάβομεν, εὕρομεν ἴχνη χαλκοῦ ὠξυδωμένου καὶ δύο
λόγχας στρατιωτιάς σιδηρᾶς, ὧν ἡ μία τεθλασμένη εἰς 3-4 τεμάχια καὶ ὠξυδωμένη ἀποτελεῖ τό ἀρχικόν σχῆμα
αὐτῆς, ἡ δὲέτέρα τό ἥμισυ.
                                                        Ταῦτα φέρων εἰς γνῶσιν ὑμῶν διατελῶ
                                                                             Εὐπειθέστατος
                                          Ὁ Πρόεδρος τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας «Ὄθρυς»
                                                          ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΑΡΒΑΡΕΖΟΖ

ΑΡΧΑΙΡΕΣΙΕΣ ΦΙΛΑΡΧΑΙΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΑΛΜΥΡΟΥ

ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΥΠΟΥ
ΦΙΛΑΡΧΑΙΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΛΜΥΡΟΥ «ΟΘΡΥΣ»
ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ – ΑΡΧΑΙΡΕΣΙΕΣ
Την Κυριακή, 14 Νοεμβρίου 2021, στις 12 το μεσημέρι, πραγματοποιήθηκε η Γενική Εκλογο-απολογιστική Συνέλευση των μελών της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού «ΟΘΡΥΣ».
Ανακοινώθηκαν και εγκρίθηκαν ομοφώνως ο απολογισμός των πεπραγμένων, ο οικονομικός απολογισμός του απερχομένου Διοικητικού Συμβουλίου και η έκθεση της Εξελεγκτικής Επιτροπής για τη διετία 2020-2021.
Ακολούθησαν οι αρχαιρεσίες για την ανάδειξη του νέου Δ. Σ.
Για το Διοικητικό Συμβούλιο εξελέγησαν, με αλφαβητική σειρά, ως Τακτικά Μέλη, οι:
Αγγελούδη Χάιδω, Κοντογεωργάκη Χρυσούλα, Κοντονάτσιος Βίκτωρ, Λασκαρίδης Γεώργιος, Μαρδάκη Χρύσα, Τρικαλινός Χρήστος, Φυτιλής Βασίλειος
Αναπληρωματικά Μέλη εξελέγησαν οι: Ούτα Μαρία, Σπανός Τριαντάφυλλος.
Για την Εξελεγκτική Επιτροπή εξελέγησαν οι: Ζωγράφος Χαράλαμπος, Κούργιας Νικόλαος, Σταυροθεόδωρος Δημήτριος.
Το Σάββατο, 20 Νοεμβρίου 2021, στις 5 μμ, συνήλθαν τα νέα εκλεγέντα μέλη και ομοφώνως συγκροτήθηκαν σε σώμα ως εξής:
Επιμελητής του ΔΕΛΤΙΟΥ και όλων των εκδόσεων: Βίκτωρ Κοντονάτσιος
Πρόεδρος : Χρυσούλα Κοντογεωργάκη
Αντιπρόεδρος: Βασίλειος Φυτιλής
Γραμματέας: Βίκτωρ Κοντονάτσιος
Ταμίας: Γεώργιος Λασκαρίδης
Μέλη: Χάιδω Αγγελούδη, Χρύσα Μαρδάκη, Χρήστος Τρικαλινός.
Το νεοσυγκροτηθέν Δ. Σ. προέβη σε προγραμματισμό δράσεων για την επόμενη διετία, αφού ακούστηκαν οι προτάσεις όλων των μελών. Οι αποφάσεις θα ανακοινωθούν σύντομα με νεότερο δημοσίευμα.

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (Συνέχεια 18η)

ΛΑΤΡΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΑΧΑΪΑ ΦΘΙΩΤΙΔΑ

                   Ασφαλώς σε μια περιοχή με τόσους μύθους και παραδόσεις είναι αναμενόμενο ότι θα υπήρχαν πολλά ιερά και βωμοί θεών. Πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά εξάλλου, αφού σύμφωνα με το μύθο του κατακλυσμού, όταν ο Δευκαλίωνας βγήκε από την κιβωτό έχτισε δώδεκα βωμούς αφιερωμένους στους Δώδεκα Θεούς. Ο Απολλώνιος Ρόδιος, (3, 1087 κ. εξ) αναφέρει: («Ὁ Δευκαλίων) πρῶτος ἐποίησε πόλεις καί ἐδείματο νηούς ἀθανάτοις, πρῶτος δέ καί ἀνθρώπων ἐβασίλευσεν».
Σύμφωνα με κάποιον άλλο μύθο ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα, μόλις βγήκαν από την κιβωτό, θυσίασαν στον Φύξιο Δία, τον Δία που βοηθάει όσους ανθρώπους αγαπάει να (απο)«φύγουν» κάποιο κίνδυνο. Στον ίδιο Δία, τον «Φύξιο» θυσίασε και ο Φρίξος, που ήταν από τούτα τα μέρη, και δι«έφυγε» τον κίνδυνο καταφεύγοντας στην Κολχίδα, γράφει πάλι ο Απολλώνιος Ρόδιος, (2, 1148).
Ο Παυσανίας στα Αττικά (91, 24-2) αναφέρει ότι στην Ακρόπολη των Αθηνών υπήρχε εικόνα η οποία παρίστανε τους μηρούς του κριού που θυσιάστηκε στον Λαφύστιο Δία.
Τόσες προολυμπιακές θεότητες που λατρεύτηκαν στην περιοχή αυτή δεν είναι δυνατό παρά να είχαν ιερά και βωμούς, έστω και σε πρωτόγονη μορφή. Βεβαίως είναι πολύ δύσκολο να επισημανθούν ίχνη τους. Εκτός από το ιερό της Ασπαλίδας Άρτεμης, ίχνη, τέτοια που να αναγνωρίζονται ως σαφή υπολείμματα λατρευτικών βωμών προολυμπιακών θεοτήτων δεν έχουν επισημανθεί.
Ο Νικόλαος Παπαχατζής, στην εργασία του «Η μαγική δύναμη της θρησκείας στα νεολιθικά χρόνια», η οποία δημοσιεύθηκε στην Αρχαιολογική Εφημερίδα 1983, σελ. 35 -43, αναφέρει: «Ο μελετητής της θρησκείας πρέπει να μη λησμονεί πως προϊστορικές κοινότητες με χαμηλής στάθμης θρησκευτική ζωή δεν είχαν τις γνωστές από τα ιστορικά χρόνια λατρευτικές ανάγκες και δεν χρειάζονταν όχι μόνο ναούς και ιερατεία, αλλ’ ούτε καν υπαίθρια ιερά ή άλλου είδους χώρους λατρείας.

Οι «θρησκευτικές» ανάγκες (που δεν ήταν και λίγες) καλύπτονταν με πλήθος τελετών ή με επωδές και με στοιχειώδεις μαγικές ιερουργίες ασκούμενες μέσα στις οικογένειες και από τα ίδια τα μέλη των οικογενειών.
»Αυτονόητο είναι πως το είδος αυτό της ευλάβειας, αν και οι καταβολές του δεν είναι θρησκευτικές, αλλά γνήσιες μαγικές, πρέπει να μελετάται ως θρησκεία, γιατί ήταν η μόνη για την εποχή γνωστή μορφή θρησκευτικότητας.
»…Η μεγαλύτερη δυσκολία για τη μελέτη της νεολιθικής θρησκείας (πάντα με βάση ανασκαφικά δεδομένα) είναι πως οι μαγικές ιερουργίες δεν άφησαν ίχνη».
Επιγραφές όμως που βρέθηκαν αφιερωμένες σ’ όλους σχεδόν του Ολύμπιους θεούς επιβεβαιώνουν την ύπαρξη πολλών λατρευτικών χώρων τους στην περιοχή,
Θα σταθούμε σε μερικά μόνο από αυτά τα ιερά, τα οποία έγιναν πολύ γνωστά και για τα οποία υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες.

1. Το ιερό του Λαφύστιου Δία

Το πιο γνωστό και ξακουστό ιερό στην περιοχή, οποιαδήποτε μορφή κι αν είχε αυτό, ήταν το ιερό το αφιερωμένο στο Λαφύστιο Δία. Είναι το ιερό που στάθηκε το υπόδειγμα σύμφωνα με το οποίο χτίστηκε το ομώνυμο Λαφύστιο ιερό στη Βοιωτία.
Αν και ακούγεται και η άποψη ότι το Λαφύστιο ιερό οφείλει το όνομά του στο βουνό Λαφύστιο της Βοιωτίας πάνω στο οποίο υπήρχε ομώνυμο ιερό του Λαφύστιου Δία, είναι βέβαιο ότι η λατρεία του Λαφύστιου Δία ανήκει στην Άλο της Αχαΐας Φθιώτιδας Αυτό μας βεβαιώνει ο Σουηδός θρησκειολόγος Martin Nilsson στο βιβλίο του «Ἑλληνική Λαϊκὴ Θρησκεία» (Αθήνα 1966, Μετάφραση Ι. Θ. Κακριδή, σελ. 5) .
Η άποψη ότι το ιερό ονομάστηκε Λαφύστιο επειδή αυτό βρισκόταν πάνω στο βουνό που λεγόταν Λαφύστιο είναι εντελώς εσφαλμένη και απαράδεκτη. Κατά τη γνώμη μας προϋπήρχε το ιερό του Λαφύστιου Δία στην Άλο και αργότερα χτίστηκε το ομώνυμο ιερό στη Βοιωτία, όταν έφυγαν οι Βοιωτοί από την Αχαΐα Φθιώτιδα και πήγαν εκεί. Από αυτό το δεύτερο Λαφύστιο ιερό στη Βοιωτία ονομάστηκε Λαφύστιο και το βουνό πάνω στο οποίο βρισκόταν το ιερό. Λαφύστιος σημαίνει λαίμαργος, αχόρταγος.

Το επίθετο λαφύστιος (λαίμαργος, αχόρταγος) ταιριάζει ασφαλώς και έχει θέση ως προσδιοριστικό για ένα καταχθόνιο θεό που, πάντοτε αχόρταγος, απαιτεί ανθρώπινες θυσίες και καταπίνει λαίμαργα τους ανθρώπους. Δεν έχουν καμία θέση τέτοια επίθετα για ένα βουνό. Εάν σήμερα ένας λόφος λέγεται «Αϊ – Λιας» λέγεται έτσι επειδή εκεί υπάρχει (ή υπήρχε) εκκλησία του προφήτη Ηλία. Το βουνό λοιπόν πήρε το όνομά του από το ιερό και όχι αντιστρόφως.
Η άποψή μας αυτή, ότι ο Αθάμαντας, παρά την επικρατούσα και ευρύτερα γνωστή αντίθετη μυθολογική εκδοχή, βασίλευε πρώτα στην Άλο και μετά πήγε στη Βοιωτία, επιβεβαιώνεται από το παρακάτω χαρακτηριστικό και αποκαλυπτικό κείμενο του Παυσανία. Είναι αξιοπερίεργο γιατί στο σαφέστατο αυτό απόσπασμα δεν δόθηκε από τους μελετητές η προσοχή που έπρεπε:
«Περί δέ τῶν ἀρχαίων τοιαῦτ᾿ ἦν ὁπόσα καί μνημονεύουσιν. Ἀνδρέα πρῶτον ἐνταῦθα Πηνειοῦ παῖδα τοῦ ποταμοῦ λέγουσιν ἐποικῆσαι, καί ἀπό τούτου τήν γῆν Ἀνδρηίδα ὀνομασθῆναι. Παραγενομένου δέ ἐς αὐτόν Ἀθάμαντος, ἀπένειμε τῆς αὑτοῦ τῷ Ἀθάμαντι τήν τε περί τό Λαφύστιον χώραν καί τήν νῦν Κορώνειαν καί Ἁλιαρτίαν. Ἀθάμας δὲ ἅτε οὐδένα οἱ παίδων τῶν ἀρσένων λελεῖφθαι νομίζων, τά μέν γάρ ἐς Λέαρχόν τε καί Μελικέρτην ἐτόλμησεν αὐτός, Λεύκωνι δέ ὑπό νόσου τελευτῆσαι συνέβη, Φρῖξον δέ ἄρα οὐκ ἠπίστατο ἤ αὐτόν παριόντα ἤ γένος ὑπολειπόμενον Φρίξου, τούτων ἕνεκα ἐποιήσατο Ἀλίαρτον καί Κόρωνον τούς Θερσάνδρου τοῦ Σισύφου. Σισύφου γάρ ἀδελφός ἦν Ἀθάμας. Ὕστερον δέ ἀναστραφέντος ἐκ Κόλχων οἱ μέν αὐτοῦ Φρίξου φασίν, οἱ δὲ Πρέσβωνος, γεγονέναι δέ Φρίξῳ τόν Πρέσβωνα ἐκ τῆς Αἰήτου θυγατρός, οὕτω συγχωροῦσιν οἱ Θερσάνδρου παῖδες οἶκον μέν τόν Ἀθάμαντος Ἀθάμαντι καί τοῖς ἀπό ἐκείνου προσήκειν, αὐτοί δέ, μοῖραν γάρ δίδωσί σφίσιν Ἀθάμας τῆς γῆς, Ἁλιάρτου καί Κορωνείας ἐγένοντο οἰκισταί», αναφέρει ο Παυσανίας στα Βοιωτικά (34,6-8).
Το απόσπασμα αυτό σε απλή γλώσσα λέει τα εξής:
«Για την αρχαία ιστορία της πόλης (Ορχομενός) λένε ότι στο μέρος αυτό πρώτος ήρθε ο Ανδρέας, ο γιος του Πηνειού ποταμού, και από αυτόν η χώρα ονομάστηκε Ανδρηίδα. Όταν δε ήρθε προς αυτόν ο Αθάμαντας, ο Ανδρέας του έδωσε την χώρα γύρω από το Λαφύστιο, τη σημερινή δηλαδή Κορώνεια και τη χώρα της Αλιάρτου. Ο Αθάμαντας, επειδή νόμιζε ότι δεν του είχε μείνει κανένα από τα αρσενικά παιδιά, διότι τον Λέαρχο και τον Μελικέρτη είχε σκοτώσει ο ίδιος, ο δε Λεύκωνας συνέβη να πεθάνει από αρρώστια, και για το Φρίξο, κατά πως φαίνεται, δεν ήξερε αν αυτός σώθηκε ή αν υπολείπονταν απόγονοί του, για τους λόγους αυτούς υιοθέτησε τον Αλίαρτο και τον Κόρωνο, τα παιδιά του Θέρσανδρου, του γιου του Σίσυφου. Διότι ο Αθάμαντας ήταν αδελφός του Σίσυφου. Ύστερα, όταν γύρισε από την Κολχίδα, άλλοι μεν λένε ο ίδιος ο Φρίξος άλλοι δε ο Πρέσβωνας – γεννήθηκε δε ο Πρέσβωνας στον Φρίξο από την κόρη του Αιήτη – τότε τα παιδιά του Θέρσανδρου παραδέχτηκαν ότι ο οίκος του Αθάμαντα ανήκε στον Αθάμαντα και στους απόγονους του, αυτοί δε, επειδή ο Αθάμαντας τους είχε δώσει μέρος της χώρας, έγιναν οικιστές της Αλιάρτου και της Κορωνείας».
Από το παραπάνω απόσπασμα διαφαίνονται σαφέστατα τα εξής:
Όταν έφτασε ο Αθάμαντας στον Ορχομενό και του έδωσε ο Ανδρέας την περιοχή γύρω από το Λαφύστιο, είχε προηγηθεί τόσο η θυσία του Φρίξου και της Έλλης όσο και ο φόνος του Λέαρχου και του Μελικέρτη. Αυτό σημαίνει πως και τα δύο αυτά γεγονότα είχαν συμβεί πριν ακόμα ο Αθάμαντας έρθει στον Ορχομενό.

Προηγουμένως πρέπει να βρισκόταν στην Άλο. Γι αυτό λέει ο Παυσανίας ότι όταν βρέθηκε στον Ορχομενό ο Αθάμαντας, νομίζοντας ότι πια δεν είχε διάδοχο, αφού τα παιδιά του τα θεωρούσε χαμένα ή πεθαμένα, έδωσε την Αλίαρτο και την Κορώνεια στα δυο ανήψια του, τον Αλίαρτο και τον Κορωνό, τα παιδιά του αδελφού του Σίσυφου, που τα υιοθέτησε. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι ο μύθος της θυσίας του Φρίξου και της Έλλης δεν είναι μύθος του Ορχομενού, όπως γενικώς πιστεύεται, αλλά της Άλου. Για άλλη μια φορά ένας μύθος της «ασήμαντης» και ανήμπορης να υπερασπιστεί τον εαυτό της Αχαΐας Φθιώτιδας μεταφέρθηκε και υιοθετήθηκε από άλλους σημαντικούς τόπους που μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο.
Ύστερα από χρόνια ο Αθάμαντας, που δεν είχε πάψει ποτέ του να επιθυμεί την επιστροφή του στο παλιό του βασίλειο φεύγει από τον Ορχομενό και επιστρέφει στην Άλο. Εκεί προσπαθεί να μπει και πάλι στο πρυτανείο της παλιάς του πατρίδας, δηλαδή προσπαθεί να ξαναπάρει την εξουσία. Αποτυγχάνει όμως η προσπάθειά του αυτή, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Ο θάνατος του επιβλήθηκε γιατί ήταν, λέει ο μύθος, μιασμένος από τον φόνο των γιων του. Τον φόνο των παιδιών του τον γνώριζαν οι κάτοικοι της Άλου και γι’ αυτό τον θεωρούσαν μιασμένο. Γνώριζαν τον φόνο γιατί προφανώς είχε λάβει χώρα στον τόπο τους.                                      Αντίθετα στην Βοιωτία, επειδή προφανώς τους ήταν άγνωστος ο φόνος των παιδιών του, όχι μόνο δεν τον διώχνουν αλλά του παραχωρούν και τόπο γύρω από το Λαφύστιο. Είναι συχνό το φαινόμενο στην ελληνική μυθολογία ένας φονιάς να διώχνεται ως μιασμένος από την πατρίδα του και να πηγαίνει σ’ άλλο μέρος όπου εξαγνίζεται και του παραχωρούν άσυλο και μέρος για να ζήσει.
Την τελευταία όμως στιγμή και ενώ οι κάτοικοι της Άλου ετοιμάζονταν να θυσιάσουν τον Αθάμαντα στο Λαφύστιο ιερό, έρχεται από την Κολχίδα ο εγγονός του Αθάμαντα, ο Κυτίσσωρος – άλλος ταξιδεμένος σε ξένη χώρα αυτός – και τον σώζει από τον θάνατο. Φαίνεται ότι και ο Κυτίσσωρος βρισκόταν στην Κολχίδα ύστερα από μία δική του αποτυχημένη απόπειρα κατάληψης του θρόνου ή βρισκόταν γεννημένος εκεί από τα χρόνια που ο πατέρας του Φρίξος εξορίστηκε ή κατάφυγε στην Κολχίδα.

Ολόκληρη δηλαδή η βασιλική δυναστεία, ο παππούς Αθάμαντας, ο γιος Φρίξος και ο εγγονός Κυτίσσωρος, (που, σύμφωνα με το παραπάνω απόσπασμα μπορεί να λεγόταν και Πρέσβωνας) αποτυχημένοι όλοι πραξικοπηματίες, εκπρόσωποι του ίδιου, βασιλικού οίκου συνεργάζονται τώρα για την ανακατάληψη της χαμένης εξουσίας της Άλου. Θέλουν με κάθε τρόπο να μπουν στο «Λήιτον», στο πρυτανείον, να καταλάβουν δηλαδή την εξουσία. Οι τωρινοί άρχοντες όμως της Άλου, αυτοί που είχαν διώξει τους Αθαμαντίδες και είχαν τώρα την εξουσία, είχαν φροντίσει ώστε και από τους νόμους της πολιτείας ακόνη, προβλεπόταν θάνατος για όποιον έκανε τέτοια απόπειρα.
Το γεγονός αυτό της συνεργασίας τους και της διαρκούς επιμονής τους να πάρουν στα χέρια τους την εξουσία, εξόργισε τους κατοίκους της Άλου και οδηγήθηκαν έτσι στην απόφαση – για να γλιτώσουν μια για πάντα απ’ όλους τους επίμονους διεκδικητές του θρόνο – να ψηφίσουν σχετικό νόμο τον οποίον, για να του προσδώσουν περισσότερο κύρος, τον περιβάλλουν και με θεϊκή εντολή. Θεσμοθετούν δηλαδή, κάτω πιθανώς και από την επήρεια και επιβολή του βασιλικού οίκου ο οποίος στο μεταξύ είχε διαδεχτεί τους Αθαμαντίδες, ότι είναι επιβεβλημένη από τους θεούς υποχρέωσή τους να θυσιάζουν – δηλαδή να σκοτώνουν αλλά με τη δικαιολογία του νόμου και την ευλογία ή την εντολή του θεού – κάθε άνθρωπο που βεβήλωνε τον τόπο τους με το να μπαίνει στο ιερό τους. Αποφάσισαν να καταδικάζεται δηλαδή σε θάνατο καθένας που θα προσπαθήσει να καταλύσει την νόμιμη εξουσία. Η εξουσία είχε την έδρα της στο Πρυτανείο, στο «Λήιτον». Με άλλα λόγια θεωρούσαν θέλημα των θεών να καταδικάζουν σε θάνατο καθένα επίδοξο καινούργιο «δικτάτορα». Έτσι στη συγκεκριμένη περίπτωση, για να εξιλεωθούν από την οργή των θεών που έπεσε επάνω τους, καταδικάζουν τον Κυτίσσωρο και κάθε πρεσβύτερο από τους απόγονους του, δηλαδή κάθε διάδοχο, να μην έχουν δικαίωμα να μπουν στο πρυτανείο, δηλαδή να μην έχουν δικαίωμα ανόδου στο θρόνο.
Η εξουσία όμως είναι πάντοτε γλυκιά και η απόκτησή της επιτρέπει και δικαιολογεί κάθε ριψοκίνδυνη απόπειρα, κάθε απόπειρα εισόδου στο πρυτανείο της πόλης της Άλου, που ταυτόχρονα είναι και το ιερό του Λαφύστιου Δία, του Δία δηλαδή του αχόρταγου για θυσίες. Έτσι οι ταξιδεμένοι άρχοντες σε άλλους τόπους, δηλαδή οι εξόριστοι αποτυχημένοι πραξικοπηματίες που μετά την αποτυχία του πραξικοπήματός τους για την κατάληψη της εξουσίας, κατέφευγαν στο εξωτερικό για να γλιτώσουν, αφού ετοίμαζαν εκεί τη νέα απόπειρά τους, προσπαθούσαν να καταλάβουν το «Λήιτον» της Άλου, έστω κι αν κινδύνευαν με τον τρόπο αυτό να χάσουν τη ζωή τους.
Θα πρέπει ακόμα να παρατηρήσουμε ότι όλα αυτά τα γεγονότα διεκδίκησης εξουσίας μεταξύ κυρίαρχων πατεράδων, επαναστατημένων γιων και εξοργισμένων εγγονών που γυρίζουν να πάρουν την εξουσία την οποία διεκδικούν, είναι συνηθισμένα γεγονότα στην ελληνική αρχαία ιστορία, τουλάχιστον σε τούτη την περιοχή. Το ίδιο ακριβώς έγινε και με τον Νεοπτόλεμο που ήρθε από την Τροία -ουσιαστικά από τα ίδια μέρη δηλαδή- και προσπάθησε ν’ αποκαταστήσει στον θρόνο τον δικό του παππού, τον γέροντα Πηλέα.
Επίσης πρέπει ακόμη να επισημανθεί το γεγονός ότι το Λαφύστιο ιερό της Άλου και το Πρυτανείο (Λήιτον) της πόλης, δηλαδή το Ιερόν και το Διοικητήριο ταυτίζονται. Στην περίπτωση λοιπόν αυτή ιερείς και κυβερνήτες είναι τα αυτά πρόσωπα. Και το είδος αυτό της διακυβέρνησης ενός τόπου, κατά την οποία την εξουσία την ασκούν οι εκπρόσωποι της θρησκείας, ασφαλώς είναι μία από τις πολύ παλιότερες μορφές εξουσίας. Ο ίδιος συνδυασμός εξουσιών παρατηρείται και στον γειτονικό βασιλικό οίκο των Φερών.
Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι τόσο στην εκστρατεία του Φρίξου όσο και στην εκστρατεία του Ιάσονα, που ονομάστηκε Αργοναυτική και που και οι δυο τους ξεκίνησαν από τούτα τα μέρη προς τις ακτές της Μικράς Ασίας αλλά και στην τρίτη ναυτική εκστρατεία των Ελλήνων προς τα ίδια μέρη, που είναι γνωστή ως Τρωικός Πόλεμος, παρουσιάζονται πολύ ενδιαφέροντα κοινά σημεία.
Και στις τρεις εκστρατείες (Φρίξου, Αργοναυτική, Τρωικός Πόλεμος) παρουσιάζεται πάντοτε ένα παλικάρι (Κυτίσσωρος, Ιάσονας, Νεοπτόλεμος) που ξεκινάει πάντοτε από τούτα τα μέρη, τα παράλια Παγασητικού κόλπου της Αχαΐας Φθιώτιδας, προς την ίδια πάντοτε ξενιτιά, τις βορειοδυτικές ακτές της Μικράς Ασίας και τα παράλια του Εύξεινου πόντου. Από εκεί, αφού πραγματοποιήσει διάφορα ένδοξα κατορθώματα τα οποία τον γεμίζουν από δόξα αλλά ταυτόχρονα αποκτά και πολλά πλούτη, που σημαίνουν και πολλή δύναμη και επομένως τον κάνουν άξιο να διεκδικήσει αξιώματα και αποκατάσταση, γυρίζει και πάλι πίσω στην πατρίδα του στην οποία βρίσκει ένα δικό του άνθρωπο (Αθάμαντας, Αίσονας, Πηλέας), πάντοτε συγγενή του (παππούς, πατέρας, παππούς) ο οποίος κινδυνεύει να χάσει τη ζωή του ή να του έχουν πάρει το βασίλειό του ή να κινδυνεύει να του το πάρουν ή και να περιφρονείται και να απειλείται, τον οποίο δικό του άνθρωπο, τον σώζει και τον αποκαθιστά στα κυριαρχικά του δικαιώματα και στην παλιά του δόξα τιμωρώντας εκείνους που στη διάρκεια της απουσίας του εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και αδίκησαν.

2. Ο Λαφύστιος Δίας ως θεός της βροχής

Ο Λαφύστιος της Άλου της Αχαΐας Φθιώτιδας ήταν ο πιο αυστηρός και ο πιο δυσεξιλέωτος θεός του Κάτω Κόσμου. Ήταν ο θεός που κατάπινε λαίμαργα, χωρίς ποτέ του να χορταίνει, τους ανθρώπους. Το ιερό του εξακολουθούσε να υπάρχει στην Άλο μέχρι και στον 5ο π. Χ. αιώνα ακόμη, ενέπνεε τον φόβο σ’ όσους πλησίαζαν εκεί και ήταν άβατο στους κοινούς ανθρώπους
Στο Λαφύστιο ιερό γίνονταν ανθρωποθυσίες, όπως διαφαίνεται από τον σχετικό μύθο της θυσίας του Φρίξου για την αποφυγή των συνεπειών της ξηρασίας και της συνακόλουθης ακαρπίας της γης. Και ο Πλάτωνας αναφέρει ότι και κατά την εποχή του γίνονταν ανθρωποθυσίες στην Άλο.
Ατμοσφαιρικά φαινόμενα που προμηνούσαν μελλοντική βροχή, παρατηρούνταν και ερμηνεύονταν από τους αρχαίους, ιδίως σε τόπους όπου υπήρχαν ιερά μέσα στα οποία επικαλούνταν την βοήθεια για τον ερχομό της πολυπόθητης βροχής από τους εκεί θεούς. Ο Θεόφραστος στο «Περί σημείων», (Ι, 24) λέει: «Ἐάν ἐν Αἰγίνῃ ἐπί τοῦ Διὸς τοῦ Ἑλληνίου νεφέλη καθίζηται, ὡς τά πολλά ὕδωρ γίνεται.»
Ωστόσο στο σημείο αυτό θα πρέπει να δούμε κάποια στοιχεία που υποδεικνύουν ότι οι μαγικές τελετουργίες για την πρόκληση της βροχής που εντοπίζονται στην Αίγινα παρατηρούνται και στο χώρο της Αχαΐας Φθιώτιδας, από όπου μεταφέρθηκαν εκεί.
Ο Αιακός, που φέρεται να βασιλεύει στην Αίγινα, μεταφέρθηκε εκεί από την Αχαΐα Φθιώτιδα. Ενδείξεις μπορούν να θεωρηθούν το ότι ο γιος του Πηλέας ζει στην Αχαΐα Φθιώτιδα και το ότι οι Μυρμιδόνες, τους οποίους οι υπάρχουσες γνωστές μυθολογικές εκδοχές τους θέλουν κατοίκους της Αίγινας, όπως αναφέρεται σε άλλες σελίδες της εργασίας αυτής, είναι ντόπιοι κάτοικοι της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Ο Νικόλαος Παπαχατζής στην εργασία του «Μύθοι και αρχαιότερες λατρείες της θεσσαλικής Μαγνησίας, η οποία δημοσιεύθηκε στην Αρχαιολογική Εφημερίδα του 1984, σελ. 139, λέει για το θέμα αυτό:
«Πατέρας του Πηλέα ήταν ένας επίσης τοπικός θεός του Κάτω Κόσμου, ο Αιακός. Το όνομά του σημαίνει ύπαρξη μελαγχολική που στέλνει στους ανθρώπους τα «αἰακτὰ πήματα» (κατά την έκφραση του Αισχύλου), δηλαδή το θάνατο και παρόμοιες μεγάλες συμφορές που προκαλούν οιμωγές ή οδυρμούς (από το ρήμα αἰάζειν που σημαίνει θρηνεῖν) Αιακός αυτός δεν είχε μεγάλη φήμη έξω από τη Μαγνησία και τη Φθιώτιδα Αχαΐα. Οι ποιητές και οι μυθογράφοι έκαναν πανελλήνια γνωστόν τον Αιακό της Αίγινας που ήταν η ίδια μυθική μορφή, μεταφερμένη στην Αίγινα από μετανάστες Αχαιούς από τη Θεσσαλία, μαζί με τον «πατέρα Δία ἑλλάνιον» (όπως τον λέει ο Πίνδαρος Νεμ. 5, 10 κπ.), δηλ. τον καταγόμενο από την Ελλάδα του Αχιλλέα ( Ιλ. Ι 395). Η μεταφορά έγινε σε μια εποχή, οπότε είχε ήδη εγκατασταθεί ο Ζευς ακραίος στην κορυφή του Πηλίου. Στην κορυφή του ψηλότερου βουνού της Αίγινας ίδρυσαν πρώτοι «βωμόν Ζηνός ἑλλανίου» (του γνωστού στα ιστορικά χρόνια «πανελληνίου Διός») οι μετανάστες από την Φθιώτιδα Αχαΐα. Στο μεταξύ ο Αιακός της Μαγνησίας, ο πατέρας του Πηλέα, επισκιάστηκε, και ο Πηλέας έγινε γιος του Αιακού της Αίγινας.»
Παραδόσεις για μαγικές ιερουργίες στις οποίες χρησιμοποιούσαν τομάρια κριαριών με σκοπό να προκαλέσουν βροχή αναφέρεται ότι γίνονταν και στο Πήλιο, στην κορυφή του οποίου υπήρχε ιερό του Ακραίου Δία.
«Η Paula Philippson, Thessalische Mythologie, 148 σχετίζει με τις παραδιδόμενες ανθρωποθυσίες για τον Πηλέα και μια πληροφορία του Ηρακλείδη, αποδιδόμενη στο γεωγράφο Δικαίαρχο του 4ου π. Χ. αι. (Geographi minores του Muller, 1, 107).
Η πληροφορία αναφέρει στην κορυφή του Πηλίου «σπήλαιον Χαιρώνειον καί ἱερόν Διός ἀκραίου». Ο ιερέας του ακραίου Δία, που είχε την έδρα του στη Δημητριάδα, οργάνωνε μια πομπή από τη Δημητριάδα προς την κορυφή του βουνού (ίσως κάθε καλοκαίρι), την εποχή του μεγάλου καύσωνα («κατὰ τὸ ἀκμαιότατον καῦμα»). Στην πομπή μετείχαν «οἱ ἐπιφανέστατοι τῶν πολιτῶν καί ταῖς ἡλικίαις ἀκμάζοντες, ἐπιλεχθέντες ὑπό τοῦ ἱερέως, ἐνεζωσμένοι κῴδια τρίποκα καινά».
Επειδή δηλ. η ανάβαση στην κορυφή του βουνού ήταν κοπιαστική (απαιτούνταν μισής μέρας συνεχής ανηφορική πορεία), ο ιερέας διάλεγε νέους στην ακμή της ηλικίας τους, οι οποίοι ανέβαιναν προς το ιερό ζωσμένοι με δορές κριών πρόσφατα θυσιασμένων. Η Philippson πιστεύει πως ο ιερέας διάλεγε νέους επιφανών οικογενειών για να θυσιαστούν στο Δία ακραίο, και επομένως παλαιότερα στον Πηλέα, τον αρχικό κύριο του ιερού».
Κοντά στη θέση όπου πρέπει να βρισκόταν το Λαφύστιο ιερό της Άλου, στο οποίο έγινε η θυσία ή η απόπειρα θυσίας του Φρίξου για την πρόκληση της βροχής, βρίσκεται σήμερα το βουνό Χλωμός ή Χλιμός, παρακλάδι των ανατολικών εσχατιών της Όθρης.
Για τα βουνό αυτό ακούγεται μέχρι και σήμερα η προμηνυτήρια φράση για την πρόβλεψη του τοπικού καιρού: «Αντάρα στο Χλιμό, βροχή στον Αλμυρό». Κατά τη γνώμη μας δεν είναι πολύ ριψοκινδυνευμένο εάν υποθέσουμε ότι η φράση αυτή δεν είναι πολύ άσχετη με την παραπάνω φράση «Ἐάν ἐν Αἰγίνῃ ἐπί τοῦ Διὸς τοῦ Ἑλληνίου νεφέλη καθίζηται, ὡς τά πολλά ὕδωρ γίνεται» και με το θέμα που εξετάζουμε και την αναζήτηση εκεί κοντά του Λαφύστιου ιερού.

3. Το πέρασμα του Ξέρξη από το Λαφύστιο ιερό

Η φήμη του Λαφύστιου ιερού και ο μεγάλος σεβασμός και φόβος που ενέπνεε στους ανθρώπους κατά τους αρχαίους χρόνους, όπως και το αυστηρά απαραβίαστο του ιερού του, το άβατό του, εξακολουθούσαν να υπάρχουν και να είναι σεβαστά και κατά την εποχή των περσικών πολέμων.
Ο Ξέρξης, περνώντας από την Θεσσαλία προς τις Θερμοπύλες, έφθασε στην Άλο, έμαθε για το Λαφύστιο ιερό και τα όσα πίστευαν γι’ αυτό οι περίοικοι και έδωσε διαταγή σ’ όλους να σεβαστούν πιστά τα όσα ίσχυαν και να μην παραβιάσει κανένας το ιερό. Ο Ηρόδοτος, περιγράφοντας την εκστρατεία του Ξέρξη και τη διέλευση του στρατού του και του στόλου του από τη Θεσσαλία στο σχετικό απόσπασμα, λέει τα παρακάτω χαρακτηριστικά, αλλά και εντυπωσιακά, που δημιουργούν ερμηνευτικά προβλήματα:
«Ἐς Ἄλον δέ τῆς Ἀχαιΐης ἀπικομένῳ Ξέρξῃ οἱ κατηγεμόνες τῆς ὁδοῦ βουλόμενοι τό πᾶν ἐξηγέεσθαι ἒλεγόν οἱ ἐπιχώριον λόγον, τά περί ἱρόν τοῦ Λαφυστίου Διός, ὡς Ἀθάμας ὁ Αἰόλου ἐμηχανήσατο Φρίξῳ μόρον σύν Ἰνοῖ βουλεύσας, μετέπειτα δέ ὡς ἐκ θεοπροπίου Ἀχαιοί προτιθεῖσι τοῖσι ἐκείνου ἀπογόνοισι ἀέθλους τοιούσδε, ὃς ἅν ᾖ τοῦ γένεος τούτου πρεσβύτατος, τούτῳ ἐπιτάξαντες ἔργεσθαι τοῦ ληίτου αὐτοί φυλακάς ἔχουσι (λήιτον δε καλέουσι τό πρυτανήιον οἱ Ἀχαιοὶ), ἤν δέ ἐσέλθῃ, οὐκ ἔστι ὅκως ἔξεισι πρίν ἤ θύσεσθαι μέλλῃ. ὣς τ’ ἔτι πρός τούτοισι πολλοί ἤδη τῶν μελλόντων τούτων θύσεσθαι δείσαντες οἴχοντο ἀποδράντες ἐς ἄλλην χώρην, χρόνου δέ προϊόντος ὀπίσω κατελθόντες ἤν ἁλίσκωνται ἐσελθόντες ἐς τό πρυτανήιον, ὡς θύεταί τε ἐξήγοντο στέμμασι πᾶς πυκασθεὶς καί ὡς σύν πομπῇ ἐξαχθείς. ταῦτα δὲ πάσχουσι οἱ Κυτισσώρου τοῦ Φρίξου παιδός ἀπόγονοι, διότι καθαρμόν τῆς χώρης ποιευμένων Ἀχαιῶν ἐκ θεοπροπίου Ἀθάμαντα τόν Αἰόλου καί μελλόντων μιν θύειν ἀπικόμενος οὗτος ὁ Κυτίσσωρος ἐξ Αἴης τῆς Κολχίδος ἐρρύσατο, ποιήσας δέ τοῦτο τοῖσι ἐπιγενομένοισι ἐξ ἑωυτοῦ μῆνιν τοῦ θεοῦ ἐνέβαλε. Ξέρξης δέ ταῦτα ἀκούσας ὡς κατά τὸ ἄλσος ἐγένετο, αὐτός τε ἔργετο αὐτοῦ καί τῇ στρατιᾷ πάσῃ παρήγγειλε, τῶν τε Ἀθάμαντος ἀπογόνων τήν οἰκίην ὁμοίως καί τό τέμενος ἐσέβετο.», αναφέρει ο Ηρόδοτος ( VII, 197).
                                     Δηλαδή: «Όταν ο Ξέρξης έφθασε στην Άλο της Αχαΐας, οι οδηγοί, οι οποίοι του έδειχναν το δρόμο, θέλοντας να εξηγήσουν σ’ αυτόν τα πάντα, του διηγήθηκαν μία ιστορία του τόπου σχετική με το ιερό του Λαφύστιου Δία. Ότι δηλαδή ο Αθάμαντας, ο γιος του Αίολου, αφού συμφώνησε με την Ινώ, μηχανεύτηκε να θανατώσει τον Φρίξο και ότι ύστερα κατά θεία προσταγή οι Αχαιοί (κάτοικοι της Άλου) έβαλαν στους απόγονους εκείνου (Αθάμαντα) τους εξής άθλους (δοκιμασίες): Στον πιο ηλικιωμένο της οικογένειας απαγορεύουν να μπει στο πρυτανείο, του οποίου την είσοδο φύλαγαν προσεκτικά (ονομάζουν δε οι Αχαιοί το πρυτανείο λήιτον) και εάν μπει δεν υπάρχει πλέον καμία δυνατότητα να βγει πριν θανατωθεί. Πρόσθεταν ακόμη ότι πολλοί κινδυνεύοντας ήδη να θυσιαστούν, είχαν καταληφθεί από φόβο και είχαν καταφύγει σ’ άλλη χώρα, με τον καιρό όμως όταν επιστρέψουν πίσω, αν συλληφθούν ότι μπήκαν στο πρυτανείο (πάλι ο νόμος τηρείται). Επιπλέον περιέγραψαν πώς εκείνος, τον οποίον θυσίαζαν, οδηγούνταν στο βωμό, σκεπασμένος ολόκληρος με ταινίες και με μεγάλη πομπή. Σ’ αυτή την ποινή καταδικάστηκαν οι απόγονοι του Κυτίσσωρου, του γιου του Φρίξου, διότι όταν οι Αχαιοί, σύμφωνα με ένα χρησμό, έκαναν καθαρμό της πόλης και έμελλαν να θυσιάσουν τον Αθάμαντα, έφθασε ο Κυτίσσωρος από την Αία της Κολχίδας και τον έσωσε. Κάνοντας όμως τούτο έκανε να πέσει η οργή των θεών σ’ αυτόν και τους απόγονους του. Ο Ξέρξης που άκουσε αυτά, όταν πλησίασε στο άλσος και ο ίδιος απόφυγε να μπει σ’ αυτό και σ’ όλο το στρατό παράγγειλε τα ίδια και σεβάστηκε επίσης το ιερό και την οικία των απογόνων του Αθάμαντα».
                     Το παραπάνω σχετικό με το Λαφύστιο ιερό και το πρυτανείο (Λήιτον) της Άλου απόσπασμα του Ηρόδοτου δημιουργεί, σε όσους ασχολούνται με τη μελέτη των αρχαίων κειμένων και την ερμηνεία τους, πολλά ερωτηματικά για την πλήρη κατανόησή του.
                     Γιατί οι απόγονοι του Αθάμαντα επίμεναν να μπουν στο πρυτανείο, αφού γνώριζαν ότι οπωσδήποτε θα θανατωθούν; Τι ήταν εκείνο που τους ωθούσε σε κάτι που είχε ως συνέπεια το θάνατό τους; Και, αφού μπορούσαν να είναι ασφαλείς αποφεύγοντας απλά και μόνο να μπαίνουν στο απαγορευμένο γι’ αυτούς ιερό, γιατί κάποιοι επίμεναν σ’ αυτή την προσπάθεια να μπουν με κάθε τρόπο στο ιερό; Και πάλι οι άλλοι αφού, όταν αποφάσιζαν να ξενιτευτούν, ακριβώς για να αποφύγουν αυτό τον κίνδυνο, είχαν εξασφαλίσει στην ξενιτιά την ησυχία τους και την ασφάλειά τους, τι ήταν εκείνο που τους έσπρωχνε, να θέλουν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, και να θέλουν σώνει και καλά ν’ αποπειραθούν να μπουν στο πρυτανείο διακινδυνεύοντας να συλληφθούν και να θανατωθούν;
                                      Μήπως κάτω από την επιμονή τους αυτή να μπουν οπωσδήποτε στο πρυτανείο κρύβεται απλά κάποια προσπάθεια κατάληψης της εξουσίας της πόλης; Εάν υποθέσουμε ότι μετά το φόνο ή την απόπειρα φόνου του Φρίξου από τον Αθάμαντα, ο Αθάμαντας θεωρήθηκε μιασμένος και γι’ αυτό του απαγορεύτηκε στο εξής η ανάληψη εκ μέρους του της εξουσίας, μήπως, με το παραπάνω σκεπτικό, μπορεί να δικαιολογηθεί τόσο η επιμονή των Αθαμαντιδών να μπουν με κάθε τρόπο στο πρυτανείο, δηλαδή να καταλάβουν την εξουσία, όσο και η αντίσταση σ’ αυτήν την προσπάθεια, αντίσταση που την πρόβαλλε κάποια άλλη αρχοντική δυναστεία που τους πήρε την εξουσία; Μήπως λοιπόν υποκρύπτεται στην όλη υπόθεση, απλά και μόνο, μια διαμάχη για την εξουσία της πόλης μεταξύ δυο αντίπαλων οικογενειακών δυναστειών;
                         Αν δεχτούμε ως ορθές τις καταφατικές απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα – που κατά την εκτίμησή μας, πρέπει να τις δεχτούμε – εξηγούνται και άλλα ερωτηματικά που υπάρχουν στην όλη υπόθεση για τον Αθάμαντα, τον Ορχομενό, την Άλο και για το ακριβές μέρος όπου έγινε η θυσία του Φρίξου και της Έλλης.
                           Έτσι τα γεγονότα, αν προσπαθήσουμε, μέσα από τον ασαφή και προβληματικό αυτόν μύθο, να δώσουμε κάποια εξήγηση και να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα, είναι δυνατό να εξελίχθηκαν ως εξής:
                             Ο Αθάμαντας ήταν ο άρχοντας που ίδρυσε την Άλο και στην οποία βασίλευε ο ίδιος μέχρι την ώρα που αποπειράθηκε να εξοντώσει το Φρίξο. Βεβαίως η απόπειρα εξόντωσης του γιου του Φρίξου μπορεί να εξηγηθεί άνετα εάν υποθέσουμε ότι ο Φρίξος, με συνεργάτη την μητριά του Ινώ, αποπειράθηκε να πάρει το θρόνο από τον πατέρα του Αθάμαντα. Αποτυγχάνει λοιπόν ο Φρίξος στην απόπειρά του να πάρει τον θρόνο της Άλου και καταφεύγει στην Κολχίδα. Ωστόσο ο Αθάμαντας έφυγε κι αυτός από την Άλο – ή μάλλον διώχτηκε – γιατί σκότωσε τ’ άλλα παιδιά του, τον Λέαρχο και τον Μελικέρτη, και θεωρήθηκε μιασμένος.
                     Έτσι ολόκληρη η οικογενειακή δυναστεία του Αθάμαντα βρέθηκε εκτός εξουσίας. Ο Φρίξος έφυγε στην Κολχίδα, ο Λέαρχος και ο Μελικέρτης σκοτώθηκαν, ο ίδιος ο Αθάμαντας ζήτησε καταφύγιο στην Βοιωτία όπου του έδωσαν ένα μέρος να μείνει και εκεί αυτός ίδρυσε άλλο ιερό στο Λαφύστιο Δία, ομώνυμο με το αχαϊκό, το βοιωτικό Λαφύστιο ιερό από το οποίο δεύτερο αυτό ιερό ονομάστηκε και το βουνό της Βοιωτίας, Λαφύστιο, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω (Παυσανίας, Βοιωτικά, 34, 6-8).
                   Τι πιο φυσικό λοιπόν για μια βασιλική δυναστεία ξερριζωμένη ολοκληρωτικά από την εξουσία να προσπαθεί να επανέλθει με κάθε τρόπο σ’ αυτήν διακινδυνεύοντας φυσικά και την ζωή τους, να προσπαθεί δηλαδή να ξαναμπεί στο πρυτανείον της Άλου, το «Λήιτον» και τι πιο φυσικό από τους άρχοντες που τους είχαν αντικαταστήσει να τους εμποδίζουν και να αντιστέκονται σε κάτι τέτοιο, ψηφίζοντας νόμο που προέβλεπε τον θάνατο για όποιον προσπαθούσε να μπει στο «Λήιτον», δηλαδή για όποιον προσπαθεί να καταλάβει την εξουσία;
                              Οι σκέψεις αυτές, αν δεν λύνουν ίσως ικανοποιητικά όλα τα ερμηνευτικά προβλήματα που παρουσιάζει το απόσπασμα του Ηρόδοτου, παρέχουν μια διαφορετική άποψη, αρκετά ικανοποιητική, χωρίς να αφήνουν, πολύ σοβαρά τουλάχιστον, ερμηνευτικά κενά.

4. Ο χρυσόμαλλος . . . .θησαυρός του Αθάμαντα

Σύμφωνα με μία άλλη μυθολογική εκδοχή Διόδωρος, 4, 47, 5.ο Φρίξος ταξίδεψε στην Κολχίδα όχι καβάλα στο κριάρι (κριός) αλλά συνοδευόμενος από τον παιδαγωγό του και συμβουλάτορά του στην εναντίον του πατέρα του συνωμοσία, που τον έλεγαν Κριό.
Στην Κολχίδα ο Αιήτης σκότωσε τον Κριό, γιατί προσπαθούσε να διαφυλάξει τον μαθητή και προστατευόμενό του Φρίξο του από τις ερωτικές διαθέσεις του Αιήτη.
Υπάρχουν και άλλες πιο ενδιαφέρουσες και σοβαρές εκδοχές για τον μύθο αυτό.
Ο Κριός ήταν ο θησαυροφύλακας και ο ταμίας του Αθάμαντα, λέει μία άλλη εκδοχή. Ο Κριός λοιπόν μαζί με τον Φρίξο πήραν τον θησαυρό του Αθάμαντα και έφυγαν μακριά. Το «χρυσόμαλλο κριάρι» που μετέφερε τον Φρίξο στην Κολχίδα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ο βασιλικός θησαυρός που έκανε «χρυσόμαλλο» τον βοηθό και συνεργάτη του Φρίξου, τον Κριό. Τον φυγαδευμένο αυτόν θησαυρό του Αθάμαντα είχε στόχο η κατοπινή Αργοναυτική Εκστρατεία του Ιάσονα.
Ο θησαυροφύλακας και συμβουλάτορας του Φρίξου Κριός δεν πήγε μόνος αυτός μαζί με τον Φρίξο και τον βασιλικό θησαυρό του Αθάμαντα στην Κολχίδα. Μαζί τους είχαν πάει και αρκετοί Αχαιοί Φθιώτες με άλλα πλοία.
«Ἀργώ» ονομαζόταν η ναυαρχίδα του Φρίξου και με τη λέξη «Ἀργώ» υπονοείται όλος ο στόλος των Αχαιών Φθιωτών στην πρώτη αυτή μεγάλη ναυτική εκστρατεία των Ελλήνων προς τα μικρασιατικά παράλια.
Φαίνεται δε ότι στην πρώτη αυτή ναυτική εκστρατεία με αρχηγό τον Φρίξο, εκτός από τους Φθιώτες, έλαβαν μέρος και άνθρωποι από την υπόλοιπη Ελλάδα. Ο Αθανάσιος Σταγειρίτης, στην «Ωγυγία» του ισχυρίζεται ότι έλαβαν μέρος και πλοία Λακώνων και ότι κατά την εκστρατεία αυτή οι Αχαιοί Φθιώτες έμειναν εκεί και έχτισαν πόλη που την ονόμασαν Φθία.
Η ναυτική εκστρατεία με αρχηγό τον Φρίξο είναι η πρώτη μεγάλη ναυτική εκστρατεία των Ελλήνων προς τις ακτές του Εύξεινου Πόντου. Ήταν η πρώτη, θα λέγαμε, – αν δεν ήταν πολύ ενοχλητική μία τέτοια αναταραχή στάσιμων νερών – «αργοναυτική εκστρατεία», αφού η ναυαρχίδα του Φρίξου λεγόταν Αργώ. Στα αποσπάσματα, εξάλλου, των Ηοιών του Ησιόδου διαβάζουμε ότι οι Μυρμιδόνες ήταν εκείνοι που πρώτοι συναρμολόγησαν καράβια και χρησιμοποίησαν για τα ναυτικά τους ταξίδια πανιά. «Οι δη τοι πρώτοι ζεύξαν νήας αμφιελίσσας, πρώτοι δ” ιστί” έθεν νηός πτερά ποντοπόροιο». (Πρώτοι λοιπόν αυτοί (οι Μυρμηδόνες) συναρμολόγησαν καράβια γοργοκίνητα και πρώτοι έβαλαν πανιά που μοιάζουν με φτερά στο πελαγίσιο πλοίο) (Ησιόδου, Αποσπάσματα Ηοιών 32 (76), στ. 6 -7.).
Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης στο σημείο αυτό μας λέει και άλλα ενδιαφέροντα.
Γαμπρός του Αιήτη ήταν ο βασιλιάς των Σκυθών. Τον καιρό που ο Φρίξος με τον παιδαγωγό του Κριό έφτασε στην αυλή του Αιήτη, του βασιλιά των Κόλχων, βρισκόταν εκεί και ο γαμπρός του. Ο βασιλιάς των Σκυθών ερωτεύθηκε τον Φρίξο και ο Αιήτης τού τον παρέδωσε. Ο γαμπρός του Αιήτη αγάπησε σαν πραγματικό του παιδί τον Φρίξο και για το λόγο αυτό του παρέδωσε την βασιλεία. Τον παιδαγωγό όμως του Φρίξου τον θυσίασε στους θεούς και, αφού τον έγδαρε, έβαλε αρχικά το δέρμα του στο καράβι, όπως συνηθιζόταν στη χώρα εκείνη, κατά το έθιμο της «ξενοφονίας» που επικρατούσε.
Μετά από αυτά δόθηκε χρησμός στον Αιήτη που του έλεγε ότι θα πεθάνει όταν ξένοι που θα καταπλεύσουν στη χώρα του πάρουν το δέρμα του Κριού. Ο Αιήτης, για ν’ αποφύγει την εκπλήρωση του χρησμού έβαλε το δέρμα του Κριού σ’ ένα τέμενος, περιτοίχισε το τέμενος μέσα στο οποίο είχε τοποθετήσει τον δέρμα του Κριού και εγκατέστησε φρουρά. Για ν’ αναγκάσει δε τους φρουρούς να φροντίζουν με μεγάλη επιμέλεια τη φύλαξη, επιχρύσωσε το δέρμα ώστε να φαίνεται πολύτιμο:
«Ἔνιοι δέ φασι τόν βασιλέα τῶν Σκυθῶν, ὄντα γαμβρόν Αἰήτου, παρά τοῖς Κόλχοις ἐπιδημῆσαι καθ’ ὃν καιρόν ἁλῶναι συνέβη τόν Φρῖξον μετά τοῦ παιδαγωγοῦ, ἐρωτικῶς δέ σχόντα τοῦ παιδός λαβεῖν αὐτόν ἐν δωρεᾷ παρ’ Αἰήτου, καί καθάπερ υἱόν γνήσιον ἀγαπήσαντα καταλιπεῖν αὐτῷ τήν βασιλείαν. Τόν δέ παιδαγωγόν ὀνομαζόμενον Κριὸν τυθῆναι τοῖς θεοῖς, καί τοῦ σώματος ἐκδαρέντος προσηλωθῆναι τῷ νεῷ τό δέρμα κατά τι νόμιμον, μετά δέ ταῦτα Αἰήτῃ γενομένου χρησμοῦ, καθ’ ὃν ἐσημαίνετο τελευτήσειν ὅταν ξένοι καταπλεύσαντες τό τοῦ κριοῦ δέρας ἀπενέγκωσι, τόν βασιλέα φασί τειχίσαι τό τέμενος καί φρουράν ἐγκαταστῆσαι, πρός τούτοις δέ χρυσῶσαι τό δέρας, ἵνα διά τήν ἐπιφάνειαν ὑπό τῶν στρατιωτῶν ἐπιμελεστάτης ἀξιωθῇ φυλακῆς» (Διόδωρος Σικελιώτης, 4, 47, 5).
Ο Αθάμαντας, αντιδρώντας στις προσπάθειες του Φρίξου να πάρει το θρόνο προσπάθησε να τον σκοτώσει, αλλά απότυχε. Μετά την αποτυχημένη αυτή απόπειρά του, ο Αθάμαντας φεύγει σε ξένη χώρα – τη Βοιωτία – για να γλιτώσει. Εκεί, θέλοντας ν’ ανασυστήσει κάποιο όμοιο με το πρώτο του βασίλειο, ιδρύει νέο Λαφύστιο ιερό, ομώνυμο με αυτό της Άλου. Με τον τρόπο αυτό με την ταυτόχρονη εγκατάσταση του Αθάμαντα στη Βοιωτία μεταφέρεται εκεί και η σχετική παράδοση της θυσίας του Φρίξου και της Έλλης. Έγινε δηλαδή μετατόπιση του μύθου και έτσι επικράτησε η άποψη ότι η θυσία του Φρίξου και της Έλλης έγινε στον Ορχομενό. Έχουμε και στην περίπτωση αυτή πάλι μεταφορά μύθου.
Μεταξύ της Αργοναυτικής Εκστρατείας του Ιάσονα και του ταξιδιού – στην πραγματικότητα μεγάλης επίσης ναυτικής εκστρατείας – του Φρίξου υπάρχει, εκτός από το κοινό σημείο του περίφημου χρυσόμαλλου δέρατος, και ένα άλλο συνδετικό σημείο: κατασκευαστής της «Αργώς» (του Ιάσονα) ήταν ο γιος του Φρίξου Άργος.
Είναι γνωστό ότι ο μάντης Φινέας ήταν εκείνος που έδειξε τον δρόμο στους Αργοναύτες και ότι ήταν τυφλός. Ποια ήταν η αιτία όμως της τύφλωσής του; Τυφλώθηκε, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, γιατί είχε δείξει τον δρόμο προς την Κολχίδα, τον ίδιο πάντοτε δρόμο που έδειξε και στους Αργοναύτες αργότερα, και στον Φρίξο όταν και αυτός ταξίδευε προς εκείνα τα μέρη: «πεπηρῶσθαι δέ Φινέα φησίν Ἡσίοδος ἐν μεγάλαις Ἠοίαις, ὅτι Φρίξῳ τήν ὁδόν ἐμήνυσεν» (Hesiodi Carmina, αποσπάσματα, Κατάλογος Ηοίαι 58 (72), έκδοση Lipsiae MCMII (1902). Ησίοδος, Αποσπόσματα , 157).
Άλλοι πάλι έλεγαν ότι ο Φινέας τυφλώθηκε όχι επειδή με τις οδηγίες ή τις προφητείες του βοήθησε τον ίδιο τον Φρίξο να φτάσει στην Κολχίδα αλλά επειδή έδειξε το δρόμο στους γιους του Φρίξου για να διαφύγουν από εκεί και να σωθούν επιστρέφοντας στην πατρίδα τους.

5. Κι άλλα παραμύθια για τον Αθάμαντα

Τον Αθάμαντα και όλη του την οικογένεια, όπως έλεγαν άλλοι μύθοι, τους μισούσε πολύ η θεά Ήρα και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τους κάνει κακό. Το μίσος αυτό της Ήρας οφειλόταν στο ότι ο Αθάμαντας και η γυναίκα του είχαν δεχτεί ν’ αναθρέψουν αυτοί τον θεό Διόνυσο, τον οποίο αυτή μισούσε πολύ, γιατί ήταν νόθος γιος του άντρα της, του Δία. Για να μη γίνεται μάλιστα αντιληπτός ο Διόνυσος στο παλάτι του Αθάμαντα, τον ανάτρεφαν ντυμένο, λέει η σχετική μυθολογική εκδοχή, σαν να ήταν κορίτσι.
Η Ήρα, ως θεά που προστάτευε το γάμο, μισούσε τον Αθάμαντα, έλεγαν άλλοι μύθοι, γιατί αυτός είχε παρατήσει την κανονική γυναίκα του, τη Νεφέλη, και παντρεύτηκε την Ινώ. Έβαλε λοιπόν μανία στο μυαλό του Αθάμαντα και της Ινώς και αυτοί, μην ξέροντας τι κάνουν, σκότωσαν τα παιδιά τους Λέαρχο και Μελικέρτη.
Στον Απολλόδωρο διαβάζουμε σχετικά: «ὃ δέ κομίζει πρός Ἰνώ καί Ἀθάμαντα, καί πείθει τρέφειν ὡς κόρην, ἀγανακτήσασα δέ Ἥρα μανίαν αὐτοῖς ἐνέβαλε, καί Ἀθάμας μέν τόν πρεσβύτερον παῖδα Λέαρχον ὡς ἔλαφον θηρεύσας ἀπέκτεινεν, Ἰνώ δέ τόν Μελικέρτην εἰς πεπυρωμένον λέβητα ῥίψασα, εἶτα βαστάσασα μετά νεκροῦ τοῦ παιδὸς ἥλατο κατά βυθῶν» (Διόδωρος Σικελιώτης, 3, 4, 3, 5).
Ακούγονταν ακόμη και άλλες εκδοχές στα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας για τον Αθάμαντα.
Σύμφωνα με τον περίφημο γραμματικό Αρίσταρχο, ο Σοφοκλής, στο δεύτερο έργο του με τίτλο «Αθάμας», που δε σώθηκε, έλεγε ότι αιτία της ακαρπίας της γης δεν ήταν το καβούρδισμα του σπόρου από τις γυναίκες της Άλου.
Η Νεφέλη, που ήταν θεά των βροχών (νέφος – Νεφέλη) έπιασε τον άντρα της Αθάμαντα ν’ απιστεί και γι’ αυτό θύμωσε και για τιμωρία κράτησε τα σύννεφα και δεν επέτρεπε να πέσει βροχή. Έτσι πλέον η γη δεν κάρπιζε και η πείνα άρχισε να βασανίζει τους κατοίκους της περιοχής. Οι άνθρωποι και τα παιδιά τους πεινούσαν και πέθαιναν. Για να εκδικηθούν την Νεφέλη οι κάτοικοι της Άλου για το κακό που τους έκανε, έπιασαν να θυσιάσουν τα παιδιά της. Έτσι μόνο θα καταλάβαινε η Νεφέλη τι σημαίνει να βλέπεις τα παιδιά σου να πεθαίνουν. Θα έπρεπε να δει και τα δικά της παιδιά να πεθαίνουν.
Άλλοι τα έλεγαν διαφορετικά

. Όταν ο Αθάμαντας έμαθε από την υπηρέτρια τη συνομωσία της Ινώς, την έπιασε και την παρέδωσε στον Φρίξο να την τιμωρήσει αυτός όπως έπρεπε. Ο Φρίξος έπιασε την Ινώ και ετοιμαζόταν να την σκοτώσει. Ο Διόνυσος όμως, από ευγνωμοσύνη προς την Ινώ, τη γυναίκα η οποία τον είχε αναθρέψει, επενέβη την τελευταία στιγμή και την γλίτωσε από το κακό που την περίμενε. Ύστερα καταδίωξε τον Φρίξο και την Έλλη. να τους πιάσει και να τους τιμωρήσει όπως τους ταίριαζε. Κυνηγημένοι λοιπόν από τον Διόνυσο, για ν’ αποφύγουν την εκδίκησή του, κατέφυγαν στην Κολχίδα ο Φρίξος και η αδελφή του και όχι για άλλο λόγο.
Ακουγόταν όμως και άλλη εκδοχή του μύθου. Δεύτερη γυναίκα του Αθάμαντα, και επομένως μητριά του Φρίξου, ήταν η Δημοδίκη. Αυτή ερωτεύθηκε τον Φρίξο και, επειδή αυτός αρνήθηκε να υποκύψει στις άνομες και ανήθικες προτάσεις της μητριάς του, αυτή τον κατηγόρησε στον Αθάμαντα ότι την παρενοχλούσε σεξουαλικά και έτσι ο Αθάμαντας φρόντισε να τον απομακρύνει. Πρόκειται ακριβώς για το ίδιο μοτίβο του γνωστού μύθου του Ιωσήφ και της γυναίκας του Πετεφρή.
Μία άλλη παραλλαγή αυτού του μύθου θέλει η Δημοδίκη να είναι γυναίκα όχι του Αθάμαντα αλλά του Κρηθέα, του αδελφού του Αθάμαντα και θείου του Φρίξου. Η Δημοδίκη, θεία του Φρίξου, ερωτεύθηκε τον ανεψιό της Φρίξο και του ζήτησε να συνάψουν σχέσεις. Αυτός όμως και στην περίπτωση αυτή αρνήθηκε να υποκύψει σε ανήθικες προτάσεις και η Δημοδίκη αντιστρέφοντας τα γεγονότα, για να προλάβει, κατηγόρησε στον άντρα της τον Φρίξο ότι την παρενοχλούσε. Ο Κρηθέας θυμωμένος πολύ με τον ανεψιό του ζήτησε από τον Αθάμαντα και το πέτυχε ν’ απομακρύνει τον Φρίξο. Αυτός ήταν ο λόγος που ο Φρίξος έφυγε για την Κολχίδα.
Όλοι αυτοί οι μύθοι ακούγονταν στην περιοχή Αλμυρού και την ευρύτερη περιοχή της τότε Αχαΐας Φθιώτιδας. Ακούγονταν όμως και άλλα πολλά, αυτά που είναι και τα περισσότερο και ευρύτερα γνωστά.

6. Ο Αθάμαντας σύζυγος και πατέρας θεών

                Η Ινώ, η γυναίκα του Αθάμαντα, και ο Μελικέρτης, ο γιος του, λατρεύονταν στην περιοχή τούτη αλλά και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας ως θεοί με τα ονόματα Λευκοθέα και Παλαίμονας. Αυτοί προστάτευαν τους ναυτικούς που κινδύνευαν. Πρόχειρο παράδειγμα είναι ο Οδυσσέας που κινδυνεύοντας να πνιγεί όταν έφτανε στην Ιθάκη, σώθηκε από τη Λευκοθέα. Για τη λατρεία της Λευκοθέας και του Παλαίμονα στην περιοχή τούτη υπάρχουν οι σχετικές ενδείξεις που αναφέρονται σε άλλες σελίδες αυτής της εργασίας.
Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό από τους ειδικούς μυθολόγους επιστήμονες ότι όλοι αυτοί, Νηρέας, Παλαίμονας, Θέτιδα, Λευκοθέα είναι προολυμπιακές θεότητες, οι οποίες όπως και τόσες άλλες θεότητες της περιοχής, υποκύπτοντας στην πανελλήνια ακτινοβολία και επικράτηση των καινούργιων θεών, των Ολύμπιων, υποβιβάστηκαν σε ήρωες ή έγιναν κατώτερες θεϊκές υποστάσεις. Η συρροή της λατρείας τόσων προολυμπιακών, χθόνιων και υποχθόνιων θεοτήτων στην περιοχή αυτή δείχνει ασφαλώς την παλαιότητα των μυθολογικών και λατρευτικών καταβολών της
Στον Απολλόδωρο υπάρχει ένα σχετικό απόσπασμα για την Ινώ και τον Μελικέρτη που έγιναν Λευκοθέα και Παλαίμονας: «καὶ Λευκοθέα μὲν αὐτὴ καλεῖται, Παλαίμων δὲ ὁ παῖς, οὕτως ὀνομασθέντες ὑπὸ τῶν πλεόντων’ τοῖς χειμαζομένοις γὰρ βοηθοῦσι.»

7. Και άλλα για το Λαφύστιο ιερό

                  Στο ιερό του Λαφύστιου Δία της Άλου γίνονταν ανθρωποθυσίες. Εξάλλου και το επίθετο «λαφύστιος» σημαίνει λαίμαργος, αχόρταγος., αυτός που καταβροχθίζει. Από κάποια τέτοια ανθρωποθυσία στο Λαφύστιο Δία ξέφυγε ο Φρίξος και η Έλλη, καταφεύγοντας στην Κολχίδα, όπου από ευχαρίστηση για τη σωτηρία του «δια της φυγής» θυσίασε στον Φύξιο Δία. Το περίεργο και άξιο προσοχής και ερευνητικής εξέτασης στην περίπτωση αυτή είναι ότι κατά τον Διόδωρο τον Σικελιώτη4, 47, 5. ανθρωποθυσίες γίνονταν και στην Κολχίδα, εκεί δηλαδή όπου κατέφυγε ο Φρίξος. Γι’ αυτό και ο Αιήτης σκότωσε θυσιάζοντας στους θεούς τον Κριό, δηλαδή, κατά μία εκδοχή, τον παιδαγωγό του Φρίξου, ο οποίος έφερε τον Φρίξο στην Κολχίδα
Αλλά και στη δεύτερη ναυτική εκστρατεία προς τα ίδια μέρη, την Αργοναυτική, έγιναν απόπειρες ανθρωποθυσίας. Οι άνθρωποι του Αιήτη έπιασαν τον Ιάσονα και τον έφεραν να τον θυσιάσει η Μήδεια.
Το γεγονός της διατήρησης του καθεστώτος των ανθρωποθυσιών σε ιερά θεών παραπέμπει με ασφάλεια σε πολύ παλιές εποχές. Το στάδιο εκείνο στην πορεία της εξέλιξης της ανθρώπινης διανόησης στην Ελλάδα, σύμφωνα με το οποίο οι ανθρωποθυσίες έπρεπε να αντικατασταθούν με θυσίες ζώων και το οποίο εκδηλώνεται με τους μύθους της αντικατάστασης, ύστερα από θεϊκή πρωτοβουλία, της Ιφιγένειας και της Ασπαλίδας με κάποιο ζώο, ασφαλώς είναι μεταγενέστερο του σταδίου των ανθρωποθυσιών στο Λαφύστιο ιερό. Αντικατάσταση όμως ανθρωποθυσίας με ζωοθυσία, όπως έγινε στην Αυλίδα με την αντικατάσταση της Ιφιγένειας, δεν μνημονεύεται για το Λαφύστιο ιερό.
Στο Μουσείο του Αλμυρού υπήρχε χάλκινο αγαλματίδιο ύψους 0,125 μ. το οποίο πιστεύεται ότι παριστάνει τον Λαφύστιο Δία. Βρέθηκε στα ερείπια της Άλου από κάποιο γεωργό που καλλιεργούσε τα χωράφια του στη θέση εκείνη. Παριστάνει γενειοφόρο άντρα του οποίου η κεφαλή ομοιάζει καταπληκτικά με αυτή του Λαφύστιου Δία των νομισμάτων της Άλου. Η όλη στάση του κορμού και η θέση των δύο χεριών δείχνει ότι στο δεξιό του χέρι κρατούσε κεραυνό και στο αριστερό κάτι άλλο που μπορούσε να ήταν σκήπτρο ή αετός. Η χρονολογία κατασκευής του, κατά τον Νικόλαο Γιαννόπουλο, πρέπει να είναι το 700 π. Χ.
Η Άλος των κλασικών χρόνων, σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες και τις απόψεις του Ολλανδού αρχαιολόγου Reinder Reinders, πρέπει να βρισκόταν στη θέση «Πλατανιώτικη Μαγούλα», ανατολικά της Νέας Άλου των ελληνιστικών χρόνων.
Η Άλος της «Πλατανιώτικης Μαγούλας» είναι εκείνη που, σύμφωνα με την παράδοση, έχτισε ο Αθάμαντας Αυτό σημαίνει ότι και το Λαφύστιο ιερό κάπου εκεί κοντά πρέπει ν’ αναζητηθεί. Υπάρχει η άποψη ότι το Λαφύστιο ιερό πρέπει να βρισκόταν πάνω στο λόφο «Καστράκι», δίπλα στο σημερινό νέο κτίριο του κάτω μοναστηριού της Παναγίας Ξενιάς Τα τελευταία ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών ενισχύουν, κατά την προσωπική γνώμη μας, την άποψη αυτή, που έχει διατυπωθεί πριν από πολλά χρόνια και από τον Νικόλαο Γιαννόπουλο (ΔΕΛΤΙΟ ΤΗΣ ΦΙΛΑΡΧΑΙΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΑΛΜΥΡΟΥ «ΟΘΡΥΣ», περίοδος Β”, τεύχος 1, Αλμυρός 1997, Ανθή Μπάτζιου – Ευσταθίου, Καστράκι Αλμυρού Στρωματογραφικῄ έρευνα στο λόφο της νέας Μονής Κάτω Ξενιάς, σελ. 69 -85).
Προφορικές παραδόσεις γερόντων που ακούγονταν πριν από χρόνια στο γειτονικό χωριό Βρύναινα όχι μόνο βεβαίωναν κάτι τέτοιο αλλά έδειχναν και το ακριβές σημείο των ανθρωποθυσιών στον λαίμαργο Λαφύστιο.

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (17 συνέχεια)

Ο ΤΡΩΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
1. Μνηστήρες της Ωραίας Ελένης
από την Αχαΐα Φθιώτιδα
Πολύ σημαντική ήταν η συμμετοχή ηρώων από την περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας και στη μεγάλη εκστρατεία των Ελλήνων προς την Ασία, τον Τρωικό Πόλεμο, πέρα από την μεγαλύτερη και ενδοξότερη συμμετοχή, αυτήν του ένδοξου βασιλιά των Μυρμιδόνων και του μεγαλύτερου ήρωα των Ελλήνων, του Αχιλλέα.
Πώς θα μπορούσε εξάλλου να μην είναι σημαντική η συμμετοχή ενός τόπου, όπως αυτός της Αχαΐας Φθιώτιδας, αφού, πριν από χρόνια, τρεις υποψήφιοι μνηστήρες είχαν ξεκινήσει από τούτα τα μέρη, με δώρα πολλά και πλούσια, να ζητήσουν να πάρουν γυναίκα τους την Ωραία Ελένη. Κι είναι γνωστό ότι όλοι οι υποψήφιοι μνηστήρες της ωραίας Ελένης είχαν δεθεί με όρκο μεταξύ τους ότι, ανεξάρτητα από το ποιον θα διάλεγε η πολυξάκουστη νύφη, όλοι θα βοηθούσαν τον μελλοντικό άντρα της αν ποτέ κινδύνευε. Επομένως και αυτοί που ξεκίνησαν από τούτα τα μέρη να ζητήσουν την Ωραία Ελένη είχαν δεθεί με τον ίδιο όρκο και έπρεπε τώρα να λάβουν μέρος στον πόλεμο.
Και μόνο από την ξακουστή Φυλάκη είχαν ξεκινήσει δυο υποψήφιοι μνηστήρες, ο Πρωτεσίλαος και ο Ποδάρκης.
Ο Ησίοδος, στα «Αποσπάσματα Ηοιών», μας λέει για το θέμα αυτό και μας το βεβαιώνει στο Hesiodi Carmina, Αποσπάσματα 94 , IV, 34 – 39, έκδ. Lipsiae MCMII (1902), σελ. 158:
«Ἐκ Φυλάκης δ᾿ ἐμνῶντο δύ᾿ ἀνέρες ἔξοχ᾿ ἄριστοι, υἱὸς τ᾿ Ἰφίκλοιο Ποδάρκης Φυλακίδαο ἠΰς Ἀκτορίδης ὑπερήνωρ Πρωτεσίλαος• ἄμφω δ᾿ ἀγγελίην Λακεδαιμονάδε προΐαλλον Τυνδαρέου π<ρός> δῶμα δαΐφρονος Οἰβαλίδαο, πολλὰ δ᾿ ἔδνεα δίδον, μέγα γὰρ κλέος ἔσκε γυναικός».
Δηλ. «Τη ζητούσαν κι από τη Φυλάκη δυο άντρες ξεχωριστά παλικάρια, ο Ποδάρκης ο γιος του Ίφικλου του γιου του Φύλακου κι ο δυνατός Πρωτεσίλαος, ο περήφανος γιος του Άκτορα• κι οι δυο τους έστειλαν παραγγελιά στη Σπάρτη, στο ανάκτορο του συνετού Τυνδάρεου, του γιου του Οιβάλου και πρόσφεραν πολλά δώρα, γιατί το άκουσμα της γυναίκας ήταν μεγάλο».
Στο παραπάνω απόσπασμα ο Πρωτεσίλαος και ο Ποδάρκης παρουσιάζονται να είναι παιδιά διαφορετικών πατέρων. Σύμφωνα όμως με άλλες πηγές οι δύο ήρωες ήταν αδέλφια, παιδιά και οι δύο του Ίφικλου. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Όμηρο, στον Τρωικό Πόλεμο, τον Πρωτεσίλαο, μετά τον θάνατό του, τον διαδέχτηκε, ως αρχηγός του στρατού του, ο Ποδάρκης.
Υποψήφιος μνηστήρας της Ωραίας Ελένης από τα ίδια μέρη ήταν και ο Πάτροκλος, ο αδελφικός φίλος του Αχιλλέα. Ο Πάτροκλος ζούσε εκείνη την εποχή στη Φθία, στην αυλή του Πηλέα, μαζί με τον Αχιλλέα. Τον είχε φέρει εδώ ο πατέρας του, ο Μενοίτιος, διότι, όταν ο Πάτροκλος βρισκόταν στην πατρίδα του, είχε σκοτώσει, άθελά του βέβαια, την ώρα που έπαιζαν, ένα φίλο του, τον Κλησώνυμο ή Κλεισώνυμο ή Λύσανδρο ή Αιάνη. Ήρθε λοιπόν στην αυλή του Πηλέα, για να βρει άσυλο και καταφύγιο.
Ο Πηλέας, μάλιστα, όπως συνηθιζόταν στις περιπτώσεις αυτές, τον εξάγνισε από τον φόνο που είχε κάνει. Ενώ λοιπόν βρισκόταν στην αυλή του Πηλέα, και μάλιστα κυνηγημένος, δεν έχασε την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε να παντρευτεί την ξακουστή Ελένη κι έστειλε κι αυτός αντιπροσώπους του να την ζητήσουν για χάρη του σε γάμο. Έτσι και αυτός ήταν δεμένος με όρκο να λάβει μέρος στον Τρωικό Πόλεμο και επομένως έπρεπε να πάει.
Μαζί μ’ αυτούς όλους πήγε στην Τροία και ο δοξασμένος Αχιλλέας, ο γιος του Πηλέα και της θεάς Θέτιδας. Ο Αχιλλέας, όπως από κάποιες μυθολογικές εκδοχές φαίνεται, δεν ήταν υποψήφιος μνηστήρας της ωραίας Ελένης.
Λένε μερικοί ότι ήταν τότε μικρός ακόμα για γάμο. Διαφορετικά – λένε αυτοί – δεν θα ήταν δυνατόν να τον ξεπεράσει κανένας από τους άλλους μνηστήρες. Ποιος σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσε να συγκριθεί μαζί του! Ο σχετικός μύθος, σε περίπτωση που υπήρχε συμμετοχή του Αχιλλέα στους μνηστήες της Ωραίας Ελένης, δεν θα έδινε περιθώρια σύγκρισης. Ωστόσο υπάρχει στη μυθολογία και η άποψη που λέει ότι ήταν δυνατόν να ήταν και ο Αχιλλέας, ένας από τους υποψήφιους μνηστήρες. Δεν έχει τόση σημασία το ότι δεν συμπεριλαμβάνεται τ’ όνομά του στον κατάλογο των μνηστήρων:
«καί ὅτι μέν τῶν Ἑλένης μνηστήρων Ἀχιλλεὺς οὐκ ἔστιν ἐν Καταλόγῳ γυναικῶν, μηδέν τοῦτο ἔστω τεκμήριον οὐκ αἰτῆσαι Ἑλένην αὐτόν» βεβαιώνεται στα Hesiodι Carmina, Αποσπάσματα, 96 (119), Pausanias III 24, 10 (7), έκδ. Lipsiae, MCMII (1902), σελ. 1.
Εδώ θα πρέπει να θυμίσουμε ότι υπήρχαν πολλά κατορθώματα του Αχιλλέα που στην πραγματικότητα έλαβαν χώρα στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τα οποία μεταφέρθηκαν από τον Όμηρο στις περιοχές γύρω από την Τροία. Αυτό σημαίνει ότι ήταν δυνατό ο Αχιλλέας να ήταν αρκετά μεγάλος όταν έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο. Εξάλλου το γεγονός ότι στον ίδιο πόλεμο, διάρκειας μόλις δέκα χρόνων, ο γιος του, ο Νεοπτόλεμος, που ο Αχιλλέας τον άφησε μωρό στη Σκύρο, μεγαλώνει τόσο πολύ ώστε προφταίνει και παίρνει μέρος σ’ αυτόν και μάλιστα παίρνει γυναίκα την ξακουστή Ανδρομάχη, την γυναίκα του Έκτορα κι αργότερα την κόρη του Μενέλαου και της Ωραίας Ελένης, την Ερμιόνη δημιουργεί πολλά ερμηνευτικά προβλήματα και αμφιβολίες. Πώς είναι δυνατόν ο νεογέννητος γιος του Αχιλλέα Νεοπτόλεμος να μεγαλώνει μέσα σε δέκα χρόνια τόσο και να πηγαίνει να πάρει μέρος στον Τρωικό Πόλεμο μετά τον θάνατο του πατέρα του!

2. Λίγα για τον Αχιλλέα
Είναι πολύ γνωστές σ’ όλους οι διάφορες εκδοχές της μυθολογίας για τις προφητείες που υπήρχαν, για την ανάγκη να πάρει οπωσδήποτε μέρος στον πόλεμο αυτό ο Αχιλλέας, γιατί διαφορετικά δεν ήταν δυνατόν να κυριεύσουν οι Έλληνες την Τροία.
Είναι γνωστά ακόμη όσα λέγονταν για την προσπάθεια της μητέρας του να τον κάνει αθάνατο, για το ότι ήταν τρωτός μόνο στη φτέρνα και στη συνέχεια για το κρύψιμό του ανάμεσα στις κόρες του Λυκομήδη, για τον τρόπο με τον οποίο τον ανακάλυψε ο πονηρός Οδυσσέας και για την όλη του δραστηριότητα στον πόλεμο της Τροίας και γι’ αυτό δεν θ’ αναφερθούν εδώ.
Έχουμε τη γνώμη ότι αυτά, και πολλά άλλα που αφορούν τον Αχιλλέα και το ρόλο του στον Τρωικό Πόλεμο, παρ” όλο ότι αναφέρονται στον μεγαλύτερο και ενδοξότερο τοπικό ήρωα ακριβώς της περιοχής της οποίας εξετάζουμε τη μυθολογία, δεν έχουν θέση στην εργασία τούτη. Θα ήταν κοινοτοπίες περιττές γιατί αυτά είναι πολύ γνωστά σ’ όλους. Θα παραλειφθούν λοιπόν, αν και αποτελούν τα σημαντικότερα κεφάλαια της μυθολογίας της περιοχής αυτής.
Αυτοί οι μύθοι είναι πασίγνωστοι και δεν έχουν καλυφθεί, όπως τόσα και τόσα άλλα μυθολογικά δημιουργήματα της περιοχής αυτής που καλύφθηκαν από τη λησμοσύνη, εξαιτίας της ασημαντότητάς της, ακριβώς επειδή τα έκανε ευρύτερα γνωστά η σημαντικότητα του ήρωα και η αναμφισβήτητη μεγάλη προβολή τους από τα διασωθέντα έπη του Ομήρου.
Εκείνη την εποχή το κράτος του Αχιλλέα στην Φθιώτιδα Αχαΐα ήταν ένα από τα σημαντικότερα κράτη. Απόδειξη ότι έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο με πενήντα καράβια, έναν από τους μεγαλύτερους στόλους που βρέθηκαν στην Τροία. Και τα πενήντα αυτά καράβια ήταν μόνο του Αχιλλέα. Από την Αχαΐα Φθιώτιδα έλαβαν μέρος και ο Πρωτεσίλαος αλλά και άλλοι αρχηγοί και βασιλιάδες.
Δεν έχουν επομένως οι μυθολογικές αυτές αναφορές ανάγκη ανάσυρσής τους στην επιφάνεια, όπως επιχειρείται μ’ άλλους μύθους στην εργασία αυτή. Εξάλλου η σημαντικότητα του ήρωα Αχιλλέα αποδεικνύεται και μόνο από την προφητεία ότι ήταν αδύνατη η άλωση της Τροίας χωρίς τη συμμετοχή του Αχιλλέα.
Η «προφητεία» αυτή, πέρα από το προσωπικό αναντικατάστατο του ήρωα Αχιλλέα, σημαίνει ότι και το βασίλειό του την εποχή εκείνη ήταν από τα σημαντικότερα ελληνικά κράτη και επομένως η δύναμή και η συμμετοχή του στο εκστρατευτικό ελληνικό σώμα θεωρούνταν απαραίτητη για τη νίκη.
Επιβεβαιώνεται έτσι και η άποψή μας ότι η σημαντικότητα ενός τόπου ήταν εκείνη που έπαιξε τον κύριο λόγο στο να διατηρηθούν στη μνήμη και να γίνουν γνωστοί οι μύθοι του. Οι μύθοι της περιοχής αυτής στον καιρό του Τρωικού Πολέμου, στα χρόνια δηλαδή εκείνα κατά τα οποία η Αχαΐα Φθιώτιδα ήταν μία σημαντική σε δύναμη περιοχή, έγιναν γνωστοί και διαδόθηκαν.
Αντίθετα, στις άλλες εποχές, κατά τις οποίες η δύναμή της εξασθένισε ή και χάθηκε, εξαφανίστηκαν και χάθηκαν και οι μύθοι της. Είναι η εξαίρεση, μέσα στο σύνολο των μύθων της περιοχής, που έρχεται ακριβώς να επιβεβαιώσει την άποψή μας ότι επέζησαν οι μύθοι δυνατών και πλουσίων βασιλείων.
Δεν θα εκθέσουμε ακόμη εδώ τα πολλά προβλήματα που δημιουργούνται και τις πολλές ενδιαφέρουσες αλλά και αντικρουόμενες απόψεις που υπάρχουν για τη σαφή έκταση και τα ακριβή όρια του βασιλείου του Αχιλλέα, ούτε για την πρωτεύουσά του, για τα προβλήματα των ορίων μεταξύ του βασιλείου του Αχιλλέα και των γειτονικών βασιλείων του Πρωτεσίλαου, του Φιλοκτήτη κ.τ.λ., γιατί και αυτά, κατά τη γνώμη μας, ξεφεύγουν από τα όρια και τους σκοπούς τούτης της εργασίας. Είναι θέματα καθαρά ιστορικά και ως τέτοια δεν ανήκουν στους σκοπούς της εργασίας αυτής. Μας αρκεί, για το σκοπό της εργασίας μας αυτής, η αναφορά και η γενική συμφωνία όλων ότι, ανεξάρτητα από τις όποιες διαφορετικές απόψεις υπάρχουν για την πρωτεύουσα του βασιλείου του Αχιλλέα και την έκταση που αυτό καταλάμβανε, οπωσδήποτε ένα μέρος τουλάχιστο της Αχαΐας Φθιώτιδας και του ορεινού όγκου της Όθρης ανήκε στο βασίλειο του Αχιλλέα, του μεγαλύτερου ήρωα του Τρωικού Πολέμου. Μας αρκεί το γεγονός ότι στα μυθολογικά ακούσματα με τα οποία τρέφονταν και διαμόρφωναν την φυλετική τους ταυτότητα οι άνθρωποι τούτης της περιοχής, περιλαμβάνονταν και οι διάφορες μυθολογικές εκδοχές για τον Πηλέα, τον Αχιλλέα και τον Νεοπτόλεμο.
Ωστόσο θεωρούμε σωστό να επισημάνουμε απλώς και μόνο ότι το γεγονός ότι πόλεις της ίδιας περιοχής, όπως ο Πτελεός, ο Αντρώνας, η Πύρασος και κυρίως η Ίτων, ανήκαν στο βασίλειο του Πρωτεσίλαου, ενώ η Άλος, στο μέσον της ίδιας περιοχής, ανήκε στον Αχιλλέα, δημιουργεί πολλά προβλήματα στον καθορισμό των ορίων των δύο κρατών.
Τα προβλήματα που δημιουργούνται στην περίπτωση αυτή από τις συγχεόμενες και αλληλοκαλυπτόμενες επικράτειες των δύο αυτών γειτονικών βασιλείων, και εφόσον η ομηρική Άλος είναι η αυτή με την Άλο των κλασικών χρόνων (στην Πλατανιώτικη Μαγούλα), μπορούσαν ίσως να λυθούν, κατά τη γνώμη μας, με την παραδοχή της ύπαρξης μιας σχέσης ομοσπονδιακής ή συνομοσπονδιακής μεταξύ των δύο γειτονικών αυτών βασιλείων.
Κάτω από μια λογική και ισόρροπη κατανομή των συμφερόντων και αμοιβαίων διευκολύνσεων μεταξύ των δύο αυτών μερών της ομοσπονδιακής ή συνομοσπονδιακής συνύπαρξής τους έπρεπε και τα δύο μέρη να έχουν λιμάνια και τις σχετικές διευκολύνσεις αλλά ταυτόχρονα και εκτεταμένες πεδιάδες για τις καλλιέργειες.
Με αυτή την λογική εξεταζόμενο το πρόβλημα της σύγχυσης και αλληλοκάλυψης των δύο επικρατειών εξηγείται πώς ήταν δυνατό ο μεν Πρωτεσίλαος να βασιλεύει στην Ίτωνα, δυτικά του Αλμυρού, στην Πύρασο βορειοανατολικά του Αλμυρού και να έχει παράλληλα και τα λιμάνια του Πτελεού και του Αντρώνα, νότια του Αλμυρού, ο δε Αχιλλέας να βασιλεύει σε μια περιοχή, από τα Φάρσαλα μέχρι το λιμάνι του Αλμυρού, την τότε Άλο, και να φτάνει μέχρι και τις εκβολές του Σπερχειού. Εκτός και αν η ομηρική Άλος βρισκόταν έξω από την περιοχή Αλμυρού, στην οποία βρισκόταν μόνο η Άλος των κλασικών και των ελληνιστικών χρόνων.
Βεβαίως και οι σχέσεις του Αχιλλέα με τον Σπερχειό ποταμό, όπως φανερώνονται από το γεγονός της προσφοράς των μαλλιών του ήρωα στον ποταμό, και από τις αναφορές που μνημονεύουν τον ποταμό Σπερχειό ως σύζυγο της αδερφής του Αχιλλέα αλλά κι από την ύπαρξη της ονομασίας Ελλάς στην ίδια περιοχή και από άλλα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία που μπορεί να βρει κάποιος σε πολλές σχετικές εργασίες, όπως π. χ. «Το πρόβλημα της ομηρικής Φθίας», του Παναγιώτη Μακρυγιάννη – Ματαπά, Εκδόσεις Ρίζες, Αθήνα 1979, οδηγούν ίσως στη σκέψη ότι η πρωτεύουσα των Μυρμιδόνων δεν πρέπει να βρισκόταν πολύ μακριά από τον Σπερχειό ποταμό.
Όλα αυτά τα προβλήματα ασφαλώς δεν ανήκουν στην καθαρή μυθολογία και επομένως δεν μπορούν να εξετασθούν στην εργασία αυτή.

3. Ο στρατός του Αχιλλέα
Ο Αχιλλέας έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο με πενήντα καράβια. Ο Όμηρος λέει για τα καράβια και τους πολεμιστές που ακολουθούσαν τον Αχιλλέα:
«Νῦν αὖ τούς, ὅσσοι τό Πελασγικόν Ἄργος ἔναιον, οἵ τ᾿ Ἄλον οἵ τ᾿ Ἀλόπην οἵ τε Τρηχῖνα νέμοντο, οἵ τ᾿ εἶχον Φθίην ἠδ᾿ Ἑλλάδα καλλιγύναικα, Μυρμιδόνες δ᾿ ἐκαλεῦντο καὶ Ἕλληνες καὶ Ἀχαιοί, τῶν δ᾿ αὖ πεντήκοντα νεῶν ἦν ἀρχὸς Ἀχιλλεύς» (Ιλιάδα, Β , 681 – 685).
Πέντε τάγματα είχε ο στρατός του Αχιλλέα. Το καθένα είχε τον αρχηγό του.
Στο πρώτο τάγμα αρχηγός ήταν ο Μενέσθιος, που ήταν ανεψιός του Αχιλλέα, αφού ήταν γιος της αδελφής του Πολυδώρας και του ποταμού Σπερχειού. Ο Σπερχειός, κατά μία μυθολογική εκδοχή, ήταν γιος του Περιήρη, του γιου του Αίολου και εγγονού του Έλληνα και της νύμφης Οθρηίδας.
Στο δεύτερο τάγμα αρχηγός ήταν ο Εύδωρος, που ήταν καρπός του έρωτα του θεού Ερμή και της Πολυμήλας ή Πολυμήλης, κόρης του Φύλαντα. Ο Εύδωρος μεγάλωσε, λέει ο μύθος, στην αυλή του παππού του Φύλαντα, ο οποίος ήταν βασιλιάς της θεσπρωτικής – ή για κάποιους άλλους της θεσσαλικής – πόλης Εφύρας.
Αλλά, ενώ για τον ίδιο τον Εύδωρο όλοι συμφωνούσαν ότι ήταν γιος της Πολυμήλας και του Ερμή, για τη μητέρα του, την Πολυμήλα, κυκλοφορούσαν πολλές διαφορετικές απόψεις. Κάποιοι μύθοι της περιοχής ήθελαν την Πολυμήλα ή Πολυμήλη να είναι, όπως είπαμε, κόρη του Φύλαντα.
Η Πολυμήλα μετά την περιπέτειά της αυτή με τον Ερμή, παντρεύτηκε τον Εχεκλή. Κάποιοι άλλοι όμως μύθοι την ήθελαν να είναι κόρη του Άκτορα και αυτοί έλεγαν ότι η Πολυμήλα παντρεύτηκε τον Πηλέα, τον πατέρα του Αχιλλέα, προτού ο Πηλέας παντρευτεί τη θεά Θέτιδα.
Άλλοι πάλι τα έλεγαν εντελώς διαφορετικά. Η Πολυμήλα δεν ήταν κόρη ούτε του Φύλαντα ούτε του Άκτορα αλλά ήταν κόρη του Πηλέα. Η Πολυμήλα λοιπόν, σύμφωνα με αυτούς, ήταν αδερφή του Αχιλλέα και επομένως ο Εύδωρος ήταν κι αυτός ανεψιός του Αχιλλέα, αφού ήταν γιος της αδερφής του, όπως ήταν και ο διοικητής του πρώτου τάγματος, ο Μενέσθιος.
Η Πολυμήλα, έλεγαν άλλοι παραμυθάδες, αργότερα έγινε γυναίκα του Μενοίτιου και μητέρα του Πάτροκλου, του άλλου ήρωα του Τρωικού Πολέμου και αδελφικού φίλου του Αχιλλέα. Έτσι, σύμφωνα με την άποψη αυτή ο Πάτροκλος ήταν και αυτός ανεψιός του Αχιλλέα. Υπάρχει όμως και άλλη γνώμη, την οποία έλεγαν άλλοι παραμυθάδες της περιοχής για τον Πάτροκλο. Σύμφωνα με την άποψη αυτή οι δύο ήρωες, Αχιλλέας και Πάτροκλος, ήταν πρώτα εξαδέλφια, γιατί οι πατεράδες τους, έλεγαν, ήταν αδέλφια:
Στα Hesiodi Carmina, Αποσπάσματα 84 (104) και Eustathius Hom. 112, 44 sq., LIPSIAE, IN AEDIBUS B. C. TEUBNERI, MCMII (1902), σελ. 153), διαβάζουμε «ἰστέον δέ ὅτι τὸν Πάτροκλον ἡ παλαιά ἱστορία καί συγγενῆ τῷ Ἀχιλλεῖ παραδίδωσι λέγουσα, ὅτι Ἡσίοδός φησι Μενοίτιον, τόν Πατρόκλου πατέρα, Πηλέως εἶναι ἀδελφόν, ὡς εἶναι αὐτανεψίους οὕτως ἀμφοτέρους ἀλλήλοις».
Για όλες αυτές τις παραπάνω μυθολογικές εκδοχές για τις σχέσεις της Πολυμήλας του Πάτροκλου και του Αχιλλέα υπάρχουν πολλοί και ωραίοι μύθοι. Θα ήταν όμως πολύ κουραστική και έξω από τους σκοπούς μας η αναφορά τους.
Στο τρίτο τάγμα του στρατού τού Αχιλλέα ήταν αρχηγός ο Πείσανδρος, που ξεχώριζε ανάμεσα στους Μυρμιδόνες για την παλικαριά του μετά τον Αχιλλέα και τον Πάτροκλο.
Στο τέταρτο τάγμα αρχηγός ήταν ο Φοίνικας, που ο Πηλέας τον έστειλε κοντά στο γιο του, τον Αχιλλέα, για να τον συμβουλεύει.
Στο πέμπτο τάγμα του στρατού του Αχιλλέα ήταν αρχηγός ο Αλκιμέδοντας, ο γιος του Λαέρτη. Ο Λαέρτης αυτός ήταν άλλος, δεν είχε καμιά σχέση με τον ομώνυμό του πατέρα τού Οδυσσέα.
Στη Ραψωδία Π της Ιλιάδας στίχ. 168-197, Ομήρου Ιλιάδα, μετάφραση Ν. Καζαντζάκη και Ι. Θ. Κακριδή, Έκδοση Ο.Ε.Σ.Β., 1992, τεύχος δεύτερο, σελ. 83 -84, περιγράφονται τα παραπάνω ως εξής:
«Είχε ο Αχιλλέας πενήντα γρήγορα καράβια που κυβέρνα, ο λατρευτός του Δία, σαν έφτασε στην Τροία, και στο καθένα, πενήντα παλικάρια εκάθουνταν πα στο κουπί συντρόφοι και πέντε κεφαλή τους έβαλε ρηγάρχες μπιστεμένους να κυβερνούν, κι αυτός βασίλευε περίσια πάνω απ’ όλους.
Στον πρώτο λόχο ο λαμπροθώρακος Μενέσθιος κυβερνούσε, του Σπερχειού, του ουρανογέννητου του ποταμού βλαστάρι• μια κόρη του Πηλέα τον γέννησε πανώρια, η Πολυδώρα, θνητή, που με θεό κοιμήθηκε, το Σπερχειό το γαύρο, μα γιος του Βώρου νοματίζονταν κι αγγόνι του Περήρη, τι αυτός την πήρε απ’ τον πατέρα της με μυριοπλούσια δώρα.
Στον άλλο λόχο ο γαύρος Εύδωρος αφέντευε, μιας κόρης, της Πολυμήλας, κλεφτογέννημα, που στο χορό ήταν πρώτη, του Φύλα η θυγατέρα τι άρεσε του Αργοφονιά, ως την είδε που στο χορό ετραγούδα κάποτε με άλλες μαζί κοπέλες στη χάρη της χουγιάχτρας Άρτεμης της χρυσοδοξαρούσας.
Ευτύς στο ανώγι ανέβηκε κι έσμιξε κρυφά μαζί της τότε ο πονηρός Ερμής, τρισεύγενο υγιό χαρίζοντάς της, τον Εύδωρο, καλό στο τρέξιμο καλό και στο κοντάρι. Κι η θεά Λεχούσα αφού η βαρύπονη της έβγαλε το γιο της όξω στο φως, και του ήλιου αντίκρισε την άγια λάμψη, εκείνην ο γαύρος Εχεκλής, ο ατρόμητος του Άχτορου υγιός, την πήρε γυναίκα, μύρια δώρα δίνοντας, στο αρχοντικό του μέσα.
Και το μωρό το χαϊδανάσταινε με αγάπη ο γερο Φύλας, και πάντα γνοιαστικά το φρόντιζε, σαν να ‘ταν γιος δικός του. Στον τρίτο λόχο ο γιος του Μαίμαλου μπήκε αρχηγός, ο γαύρος ο Πείσαντρος, που στο κοντάρεμα ξεχώριζε απ’ τους άλλους, μετά απ’ του Αχιλλέα το σύντροφο, στους Μυρμιδόνες μέσα.
Κι ο γερο αλογολάτης Φοίνικας τον τέταρτο οδηγούσε κι ο ψυχωμένος Αλκιμέδοντας, του Λαέρτη ο γιος, τον πέμπτο».

4. Ο Φοίνικας και η Φθία
Ο Όμηρος παρουσιάζει στην Ιλιάδα τον Φοίνικα να εκτελεί τα καθήκοντα τού συμβουλάτορα τού Αχιλλέα την στιγμή που προσπαθεί να πείσει τον θυμωμένο Αχιλλέα να λάβει μέρος στη μάχη εναντίον των Τρώων. Μέσα από τους στίχους αυτούς του Ομήρου παίρνουμε πολλές και ενδιαφέρουσες πληροφορίες (Ομήρου Ιλιάδα, Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη – Ι. Θ. Κακριδή, Ι΄, στ. 432 – 501, Οργ, Εκδ. Διδακτ. Βιβλίων, Αθήνα 1992).
«Τέλος εστράφη κι είπε ο Φοίνικας, ο γερο αλογολάτης με δακρυσμένα μάτια τι έτρεμε μην πάθουν τα καράβια:
«Το γυρισμό στο νου σου αν έβαλες, τρανέ Αχιλλέα στ’ αλήθεια, κι ουδέ λογιάζεις πια τα γρήγορα καράβια να γλιτώσεις απ’ την κακιά φωτιά, τι η μάνητα το λογισμό σου πνίγει, πώς τότε πια, παιδί μου, θα ‘μενα μακριά σου εδώ μονάχος;
Μαζί σου εδώ ο Πηλέας δε μ’ έστειλεν, ο γερο αλογολάτης, από τη Φθία, στον Αγαμέμνονα καθώς σε προβοδούσε; κι ήσουν παιδί, κι ουδέ από πόλεμο νογούσες μανιασμένο κι ουδέ από σύναξη, που ξέχωρη τιμή στον άντρα δίνει.
Γι’ αυτό μαζί σου εκείνος μ’ έστειλε, για να σε δασκαλεύω, να μάθεις να μιλάς στη μάζωξη, να πολεμάς στη μάχη. Γι’ αυτό, παιδί μου, εγώ δε θά ‘θελα να χωριστώ από σένα, κι ο θεός ακόμα αν μου έλεγε να ξύσει απ’ το κορμί μου τα γερατιά, και νιος σα άλλοτε να γίνω, σαν τότε που την Ελλάδα εγώ απαράτησα την ωριογυναικούσα, να λείψω απ’ την οργή του κύρη μου, του Αμύντορα, ζητώντας.
Για κάποια σκλάβα ομορφοπλέξουδη μου ‘χε βαριά θυμώσει της είχε αγάπη και το ταίρι του δε λόγιαζε καθόλου, τη μάνα μου, κι αυτή στα γόνατά μου πρόσπεφτε, την κόρη εγώ να κοιμηθώ πρωτύτερα, να σιχαθεί το γέρο.
Κι έγινε η χάρη της, μα ο κύρης μου σε λίγο το απεικάστη κι επάνω μου κατάρες σώριασε βαριές, κι ανακαλιόταν τις άγριες Ερινύες, στα γόνατα να μη χορέψει αγγόνι, που να ’χει γεννηθεί απ’ το σπέρμα μου. Κι ευτύς την κάταρά του του Κάτω Κόσμου ο Δίας την άκουσε κι η ανήλεη Περσεφόνη.
Με κοφτερό χαλκό μελέτησα να τον σκοτώσω τότε, μα κάποιος μου ’σβησε τη μάνητα θεός, θυμίζοντάς μου του κόσμου τις βρισιές, το σούσουρο μες στους ανθρώπους γύρω, πατροφονιά να με φωνάζουνε μες στους Αργίτες όλοι.
Μα κι η καρδιά μου δεν το δέχουνταν καθόλου να χολιάζει μαζί μου, ο κύρης, και στο σπίτι μας εγώ να μπαινοβγαίνω κι ήταν πολλοί δικοί κι αξάδελφοι, που μ’ είχαν ζώσει τότε, με παρακάλια δοκιμάζοντας να με κρατήσουν σπίτι στεφανοκέρατα, στριφτόζαλα πλήθος εσφάζαν βόδια κι αρνιά παχιά, κι απάνω στου Ήφαιστου τη φλόγα τεντωμένοι καψαλιζόνταν χοίροι, που ’πλεχαν μες στο πολύ τους ξίγκι και το κρασί κρουνός επίνουνταν απ’ τα σταμνιά του γέρου.
Νύχτες εννιά κοιμόνταν γύρω μου και με φυλάγαν όλοι με τη σειρά τους, και δεν έσβηναν ποτέ οι φωτιές, που ανάβαν μες στη στοά τής γυροτοίχιστης αυλής η μια στημένη κι η άλλη στον πρόδρομο, κατάμπροστα στις πόρτες του αντρωνίτη.
Μα ως έφτασε η νύχτα η δέκατη και πήρε το σκοτάδι τότε συντρίβοντας της κάμαρας τις στεριωμένες πόρτες όξω πετάχτηκα και πήδηξα με μιας τον αυλοφράχτη, δίχως καθόλου οι φυλακάτορες κι οι σκλάβες να με νιώσουν.
Και πήρα δρόμο την πλατύχωρη διαβαίνοντας Ελλάδα ως πια στη Φθία την παχιοχώματη, την αρνομάνα, φτάνω, στου βασιλιά Πηλέα κι ολόκαρδα με καλοδέχτη εκείνος, και τόση αγάπη τότε μου ’δειξε, σαν που αγαπάει πατέρας, που ’χει και βιος, το μοσκανάθρεφτο μικρό μοναχογιό του• και πλούσιο μ’ έκανε και μου “δωκε πολλούς για ν’ αφεντεύω και ζούσα βασιλιάς στους Δόλοπες, στης Φθίας την άκρη άκρη.
Κι έτσι μεγάλο εγώ σε ανάστησα, θεόμορφε Αχιλλέα, και σ’ αγαπούσα τι δεν ήθελες εσύ κανέναν άλλον, για στο τραπέζι σύντας πήγαινες για κι έτρωγες μονάχος, έπρεπε εγώ στα γόνατα μαθές να σε κρατώ, να κόβω το κρέας να τρως, μετά στα χείλια σου την κούπα να ζυγώνω.
Συχνά στο στήθος μου κατάβρεξες το ρούχο με το στόμα, παιδί όπως ήσουν και με παίδευες και το κρασί ξερνούσες, Έτσι πολλά για σένα τράβηξα, πολλούς επήρα μόχτους τι δεν ξεχνούσα πως οι αθάνατοι δεν ήταν να μου δώσουν δικό μου γιο, γι’ αυτό και μου ’γινες, θεόμορφε Αχιλλέα, παιδί μου εσύ, που θα με γλίτωνες απ’ το κακό μια μέρα.
Την πέρφανη ψυχή σου μέρωσε τώρα, Αχιλλέα, δεν πρέπει να ’χεις καρδιά σκληρή. Κι οι αθάνατοι τη γνώμη τους αλλάζουν, που μας περνούνε και στη δύναμη και στη τιμή και σ’ όλα.
Με καλοπρόσδεχτα ταξίματα και με θυσίες, με κνίσα, και με σπονδές, γυρίζουν άνθρωποι και τη δική τους γνώμη παρακαλώντας τους αν έσφαλε κι αν έφταιξε κανένας».
Ο Όμηρος βέβαια μπορεί να μας τα λέει έτσι ίσως για να ωραιοποιήσει την πραγματικότητα ή ίσως γιατί ακολούθησε την μία απ’ όσες εκδοχές κυκλοφορούσαν στην περιοχή για την υπόθεση αυτή. Στην περιοχή όμως της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας κυκλοφορούσαν μερικοί μύθοι διαφορετικοί. Λέγαν ότι ο Αμύντορας, τύφλωσε με τα ίδια του τα χέρια τον γιο του Φοίνικα και ότι τον έδιωξε από το παλάτι του ο ίδιος και δεν έφυγε μόνος του ο Φοίνικας, όπως ισχυρίζεται ο Όμηρος. Λέγανε ακόμα ότι όταν έφυγε ο Φοίνικας, από την πατρίδα του την Ελλάδα, τυφλωμένος από τον πατέρα του, πήγε στον Κένταυρο Χείρωνα, ο οποίος τον θεράπευσε. Ο Κένταυρος Χείρωνας. κατόπιν, αφού θεράπευσε τον Φοίνικα, του ανέθεσε την ανατροφή του Αχιλλέα.
Η υπηρέτρια, η οποία, σύμφωνα μ’ όσα μας λέει ο Όμηρος στην Ιλιάδα, είχε ξεμυαλίσει τον πατέρα τού Φοίνικα, τον Αμύντορα, και έτσι αυτός παραμελούσε την γυναίκα του εξαιτίας της, λεγόταν, σύμφωνα με μία εκδοχή, Φθία ή Κλυτία. Η μητέρα του Φοίνικα και γυναίκα του Αμύντορα, έβαλε, λέει, τον γιο της Φοίνικα να τα φτιάξει με τη Φθία ή Κλυτία και έτσι ν’ απομακρυνθεί ο άντρας της από αυτήν.
Αυτά έλεγαν οι μύθοι της περιοχής. Μερικοί όμως αργότερα είπαν διαφορετικά τα πράγματα. Μην τα ακούτε αυτά έλεγαν. Καμία υπηρέτρια δεν θέλησε να πάρει ο Φοίνικας από τον πατέρα του. Η όμορφη Φθία δεν ήταν κάποια υπηρέτρια που ο γιος ήθελε να την πάρει από τον πατέρα του. Αυτά είναι παραμύθια. Εκείνο που ήθελε να πάρει ο γιος από τον πατέρα του δεν ήταν η υπηρέτρια αλλά αυτό το ίδιο το βασίλειο. Η Φθία δεν ήταν υπηρέτρια. Ήταν αυτό το ίδιο το βασίλειο στο οποίο βασίλευε ο Αμύντορας και το οποίο λεγόταν Φθία. Ο Φοίνικας, με την υποστήριξή της μητέρας του, επαναστάτησε κατά του πατέρα του με σκοπό να τον διώξει από τον θρόνο και να γίνει αυτός βασιλιάς της. Η προσπάθεια αυτή όμως δεν είχε επιτυχή αποτελέσματα και ο Φοίνικας κυνηγημένος, και κινδυνεύοντας να χάσει την ζωή του, αναγκάστηκε να ζητήσει άσυλο κοντά στον Πηλέα. Φαίνεται δε ότι και ο Πηλέας είχε κάποια ανάμιξη στην όλη υπόθεση και γι’ αυτό έδωσε προστασία στον επαναστάτη. Γειτονικό βασίλειο ήταν το βασίλειο του Αμύντορα και είναι πολύ φυσικό να υποθέσουμε ότι θα το καλόβλεπε ο Πηλέας. Έπρεπε λοιπόν να βρει ανθρώπους να υποστηρίξουν αυτές του τις βλέψεις και βρήκε τον Φοίνικα που δέχτηκε ν’ ακολουθήσει τα σχέδια του Πηλέα. Γι’ αυτό και ο Πηλέας για ανταμοιβή της συνεργασίας του Φοίνικα σ’ αυτά του τα επεκτατικά σχέδια, τον έκανε πλούσιο και τον όρισε βασιλιά στους Δόλοπες που ζούσαν στην «άκρη άκρη» της Φθίας. (Ιλιάδα, στ. 478 – 484).
Ο Φοίνικας έζησε και μετά το θάνατο του Αχιλλέα και έγινε σύμβουλος και του Νεοπτόλεμου, του γιου του Αχιλλέα, τον οποίο και ακολούθησε στην επιστροφή του. Δεν πρόφθασε όμως ο ίδιος να γυρίσει και πάλι στην πατρίδα του γιατί πέθανε στο δρόμο του γυρισμού.

5. Ποιοι ήταν οι Μυρμιδόνες
Οι Μυρμιδόνες του Αχιλλέα ήταν λαός που, κατά μία μυθολογική εκδοχή, κατάγονταν από την Αίγινα. Η Αίγινα ήταν κόρη του ποταμού Ασωπού. Ο Δίας την άρπαξε και την έφερε στο νησί Οινώνη που από τότε πήρε το όνομα της κοπέλας και ονομάστηκε Αίγινα. Εκεί η νύμφη Αίγινα έγινε από τον Δία μητέρα του Αιακού. Επειδή δε ο τόπος εκεί ήταν έρημος από κατοίκους ή επειδή, όπως έλεγαν άλλοι, ο λαός του νησιού είχε καταστραφεί, ο Αιακός παρακάλεσε τον πατέρα του Δία να κάνει κάτι ώστε να υπάρχουν άνθρωποι στο νησί. Ο Δίας άκουσε την παράκληση του γιου του και μεταμόρφωσε τα μυρμήγκια του νησιού σε ανθρώπους.
Ο Απολλόδωρος (3, 12, 6, 6). γράφει γι’ αυτό το θέμα: «Αἴγιναν δέ εἰσκομίσας εἰς τήν τότε Οἰνώνην λεγομένην νῆσον, νῦν δέ Αἴγιναν ἀπ᾿ ἐκείνης κληθεῖσαν, μίγνυται, καἰ τεκνοῖ παῖδα ἐξ αὐτῆς Αἰακόν, τούτῳ Ζεὺς ὄντι μόνῳ ἐν τῇ νήσῳ τούς μύρμηκας ἀνθρώπους ἐποίησε»
Έτσι, σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, οι Μυρμιδόνες έγιναν από τα μυρμήγκια και γι’ αυτό ονομάστηκαν έτσι. Οι Μυρμιδόνες αυτοί είναι εκείνοι οι οποίοι αργότερα ήρθαν στη Φθία, με αρχηγό τους τον Πηλέα.
Ο μύθος όμως αυτός είναι κατοπινό δημιούργημα με σκοπό να βρεθεί κάποια αιτιολογία του ονόματος των Μυρμιδόνων. Οι Μυρμιδόνες φαίνεται να είναι αυτόχθονας λαός της περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας (Στράβωνας IX , 5, 9). Ήταν λαός καθαρά γεωργικός που ασχολούνταν ολημερίς με τη γεωργία. Πάλευαν χωμένοι μέσα στη γη σκάβοντας σ’ αυτήν όπως τα μυρμήγκια. Έπεσε όμως μεγάλη πείνα στη χώρα τους και οι άνθρωποι έσκαβαν τη γη και ζούσαν εκεί μέσα. Πάνω από τα λιθάρια αυτών των σκαμμένων κατοικιών τους τοποθετούσαν το χώμα που έβγαζαν. για να το καλλιεργούν, όπως βγάζουν έξω από τη φωλιά τους τα μυρμήγκια το χώμα. Γι’ αυτό ονομάστηκαν Μυρμιδόνες. Έτσι λέει μία άλλη μυθολογική εκδοχή για την προέλευση του ονόματος των Μυρμιδόνων.
Ένα απόσπασμα του Στράβωνα μας δίνει κάποιες σχετικές με το θέμα πληροφορίες:
«Μυρμιδόνας δέ κληθῆναί φασιν οὐχ ὡς ὁ μῦθος τούς Αἰγινήτας, ὅτι λοιμοῦ μεγάλου συμπεσόντος οἱ μύρμηκες ἄνθρωποι γένοιντο κατ᾿ εὐχήν Αἰακοῦ, ἀλλ᾿ ὅτι μυρμήκων τρόπον ὀρύττοντες τήν γῆν ἐπιφέροιεν ἐπί τάς πέτρας ὥστ᾿ ἔχειν γεωργεῖν, ἐν δέ τοῖς ὀρύγμασιν οἰκεῖν φειδόμενοι πλίνθων».
Δηλαδή: «Λένε ότι οι Αιγινήτες ονομάστηκαν Μυρμιδόνες όχι, όπως λέει ο μύθος, ότι έπεσε μεγάλη πείνα και με ευχή του Αιακού τα μυρμήγκια έγιναν άνθρωποι, αλλά διότι σκάβοντας τη γη όπως τα μυρμήγκια, έφερναν πάνω στις πέτρες λίγο χώμα για να το καλλιεργούν, κατοικούσαν δε μέσα σε ορύγματα γιατί έκαναν οικονομία στις πλίθες» (Στράβωνας VIII, 6, 16).
Ακουγόταν ακόμα και μία μυθολογική εκδοχή εντελώς αντίθετη από την γνωστή σε όλους. Δεν μεταμορφώθηκαν τα μυρμήγκια σε ανθρώπους επειδή παρακάλεσε ο Αιακός τον Δία να δημιουργήσει ανθρώπους για να μην είναι μόνος. Αντίθετα οι άνθρωποι μεταμορφώθηκαν σε μυρμήγκια, ύστερα από προσευχή του Αιακού.
Είχε πέσει μεγάλη πείνα στη χώρα, λέει αυτή η μυθολογική εκδοχή. Τόσο μεγάλη ήταν η πείνα που οι κάτοικοι δεν μπορούσαν να ζήσουν ως άνθρωποι, γιατί έχουν πολλές ανάγκες.
Ο Αιακός σκέφτηκε ότι αν οι υπήκοοί του ήταν μυρμήγκια θα ήταν ευκολότερο να ζήσουν. Παρακάλεσε λοιπόν ο Αιακός τον Δία και αυτός μεταμόρφωσε τους ανθρώπους του βασιλείου του σε μυρμήγκια για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Έτσι δικαιολογούσε το όνομά τους μία άλλη μυθολογική εκδοχή.
Ωστόσο υπάρχει και μία άλλη διαφορετική εκδοχή. Ονομάστηκαν Μυρμιδόνες απλά γιατί αρχηγός τους και πρόγονός τους ήταν ο Μυρμιδόνας.
Μυρμηδόνες (με ήτα) στη δωρική διάλεκτο σημαίνει μυρμήγκια. Μυρμηδών (με ήτα) σημαίνει μυρμηγκοφωλιά, Μύρμος σημαίνει μυρμήγκι και κατά τον Ησύχιο φόβος. Το Μυρμιδόνες (με γιώτα) φαίνεται ότι παράγεται από το «μύρμος» δηλ. φόβος και σημαίνει αυτοί που προκαλούν φόβο, τρόμο. Οι Μυρμιδόνες (με γιώτα) αποκαλούνταν «μεγαλήτορες, φιλοπτόλεμοι, κραδίην και θυμόν έχοντες, εγχεσίμωροι, ταχύπωλοι».
Επώνυμος ήρωας των Μυρμιδόνων ήταν, λοιπόν, κατά μία μυθολογική εκδοχή, ο Μυρμιδόνας, που ήταν γιος του Διολήθη και εγγονός του Περιήρη. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο Μυρμιδόνας ήταν γιος του Δία και της Ευρυμέδουσας. Ο Μυρμιδόνας ήταν πατέρας του Άκτορα και του Αντίφου. Κατά μία μυθολογική εκδοχή ήταν ακόμα πατέρας της Ευπολεμίας, της μητέρας του αργοναύτη Αιθαλίδη.

6. Ο Πρωτεσίλαος
Ένας άλλος μεγάλος βασιλιάς της ίδιας περιοχής, ο Πρωτεσίλαος, που είχε στρατό από τη Φυλάκη, την Πύρασο, την Ίτωνα, την Αντρώνα και το Πτελεό, ξεκίνησε επίσης από τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας για την Τροία. Ήταν κι αυτός δεμένος με όρκο να βοηθήσει τον άντρα της Ωραίας Ελένης, αφού κάποτε την είχε ζητήσει κι αυτός σε γάμο.
Στον Όμηρο, Ιλιάδα, Β, 695 – 699, διαβάζουμε για τον στρατό του Πρωτεσίλαου:
«Οἵ δ᾿ εἶχον Φυλάκην καὶ Πύρασον ἀνθεμόεντα, Δήμητρος τέμενος, Ἴτωνά τε μητέρα μήλων, ἀγχίαλον τ᾿ Ἀντρῶνα ἠδὲ Πτελεὸν λεχεποίην, τῶν αὖ Πρωτεσίλαος Ἀρήιος ἡγεμόνευεν ζωὸς ἐών».
Δηλαδή: (Πήγαν στην Τροία) «Όσοι κατοικούσαν τη Φυλάκη και τη λουλουδένια Πύρασο, της Δήμητρας τον αφιερωμένο τόπο, και την Ίτωνα τη μάνα των προβάτων και την Αντρώνα, κοντά στο περιγιάλι, και την Πτελεό με το πολύ χορτάρι πούκανε για στρώμα κρεβατιού, αυτών αρχηγός ήταν ο Πρωτεσίλαος ο πολεμικός όσο καιρό ήταν ζωντανός».
Για τον Πρωτεσίλαο, τον βασιλιά της Φυλάκης, πολλοί μύθοι κυκλοφορούσαν στην πατρίδα του. Για χρόνια πολλά μ’ όσα ακούγονταν για τον ηρωικό βασιλιά Πρωτεσίλαο μεγάλωναν τα παιδιά και περνούσαν τις νύχτες τους οι μεγάλοι.
Ήταν εκείνος που σκοτώθηκε πρώτος στην Τροία πριν ακόμη αρχίσει ο πόλεμος, γιατί ήταν ο πρώτος που θέλησε να κατεβεί από τα καράβια, αν και γνώριζε, από μία προφητεία που υπήρχε, ότι ο πρώτος που θα αποβιβαζόταν θα σκοτωνόταν αμέσως. Μετά από αυτόν κατέβηκε ο μεγαλύτερος ήρωας ο Αχιλλέας. Έτσι έλεγαν και καμάρωναν για το βασιλιά τους στη Φυλάκη.
Άλλοι όμως πίστευαν ότι τα πράγματα έγιναν διαφορετικά. Ο Πρωτεσίλαος, έλεγαν αυτοί, δεν ήθελε να αποβιβαστεί πρώτος γιατί ήξερε τον σχετικό χρησμό. Τον ξεγέλασε όμως ο πονηρός βασιλιάς της Ιθάκης Οδυσσέας, που γνώριζε πολύ καλά τι ακριβώς έλεγε ο χρησμός.
Έριξε λοιπόν ο Οδυσσέας την ασπίδα του στο τρωικό έδαφος και μετά πήδησε ο ίδιος πρώτος από όλους αλλά στάθηκε επάνω στην ασπίδα. Έτσι δεν πάτησε το χώμα της Τροίας και δεν σκοτώθηκε, γιατί στην πραγματικότητα δεν «πάτησε χώμα» στην Τροία. Αντίθετα σκοτώθηκε ο Πρωτεσίλαος που ξεγελασμένος από τον Οδυσσέα πήδηξε, νομίζοντας τάχα ότι ήταν δεύτερος. Στην πραγματικότητα όμως ήταν ο πρώτος που πάτησε στο έδαφος της Τροίας κι έτσι σκοτώθηκε.
Στη Φυλάκη είχε μείνει μόνη η γυναίκα του Πρωτεσίλαου, η Λαοδάμεια, νιόπαντρη μόλις μιας μέρας νύφη. Ο Πρωτεσίλαος αναγκάστηκε να φύγει την αμέσως επόμενη μέρα του γάμου του. Δεν είχε προλάβει ακόμη να τελειώσει ούτε το σπίτι του που είχε αρχίσει να το χτίζει (Ομήρου Ιλιάδα, Β 701). Το μαύρο μήνυμα του χαμού του άντρα της δεν άργησε να το μάθει η Λαοδάμεια. Άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα, να χτυπιέται και να μαδιέται. Με τίποτε δεν μπορούσε να παρηγορηθεί.
Υπάρχει και μία άλλη εκδοχή που λέει ότι η γυναίκα του Πρωτεσίλαου λεγόταν Πολυδώρα και ήταν κόρη του Μελεάγρου του γιου του Οινέα, την οποία αναφέρει ο Παυσανίας στα Μεσσηνιακά (2,7): «Ὁ δέ τά ἔπη ποιήσας τά Κύπρια Πρωτεσιλάου τούτου τήν γυναίκα Πολυδώραν μέν το ὄνομα, θυγατέρα δὲ Μελεάγρου φησίν εἶναι τοῦ Οἰνέως».
Ακουγόταν και μία μυθολογική εκδοχή πως αυτή η Πολυδώρα ήταν κόρη του Πηλέα. Άλλος πάλι μύθος ήθελε την Πολυδώρα να είναι κόρη του Περιήρη. Πολλά ακούγονταν ακόμη για την Πολυδώρα τα οποία την καθιστούν ένα πρόσωπο που δημιουργεί πολλά ερμηνευτικά προβλήματα. Τα παραλείπουμε όλα αυτά γιατί είναι λεπτομέρειες που θεωρούμε ότι απομακρύνονται από τον σκοπό αυτής της εργασίας. Εδώ μας ενδιαφέρει μόνο ό,τι ήταν μυθολογικά ακούσματα των ανθρώπων της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Πολλά έλεγαν στη Φυλάκη, στο βασίλειο του Πρωτεσίλαου, και για τη θλίψη της Λαοδάμειας. Στην μεγάλη της απελπισία και την απόγνωση που την έδερνε, έφτιαξε ένα κέρινο ομοίωμα του άντρα της και μ’ αυτό στην αγκαλιά της περνούσε μέρες και νύχτες. Το ίδιο απαρηγόρητος όμως ήταν και ο Πρωτεσίλαος στον Κάτω Κόσμο.
Οι θεοί του Άδη, έλεγαν οι άνθρωποι του βασιλείου, από το πολύ κλάμα και τους στεναγμούς του Πρωτεσίλαου, τον λυπήθηκαν και του επέτρεψαν να πάει για μια μέρα στον Επάνω Κόσμο να συναντήσει τη γυναίκα του. Οι υποχθόνιοι θεοί τού έδειξαν την εύνοια να πάει για μια μέρα στη γυναίκα του, όχι απλά σαν σκιά αλλά μ’ όλη του την σωματική ακμή, αναφέρεται στα Σχόλια στον ρήτορα Αριστειδη, στη σελ. 671, σα να μην είχε πεθάνει (Λουκιανού, Νεκρικοί Διάλογοι, 23. 3).
Άλλοι έλεγαν ότι η άδεια αυτή του δόθηκε μόνο για τρεις ώρες (Υγίνου Fabulae 103). Πολύ γρήγορα όμως πέρασε για τους δυο αγαπημένους συζύγους ο χρόνος της άδειας της μιας μέρας ή των τριών ωρών. Όταν έφτασε η ώρα να φύγει ο Πρωτεσίλαος, η Λαοδάμεια μην αντέχοντας ένα καινούργιο χωρισμό, αυτοκτόνησε για ν’ ακολουθήσει στον Άδη τον άντρα της και να είναι έτσι για πάντα μαζί του.
Άλλοι βέβαια δεν τα πίστευαν αυτά και έλεγαν ότι άλλη είναι η αλήθεια. Ο πατέρας της, έλεγαν αυτοί, προσπαθούσε να την παρηγορήσει και την μάλωνε που κοιμόταν μ’ ένα κέρινο ομοίωμα του άντρα της. Πήρε μάλιστα το ομοίωμα και το έκαψε και γι’ αυτό το λόγο αυτοκτόνησε η Λαοδάμεια, γράφει ο Απολλόδωρος (Έπίτομα, 3, 30).
Άλλοι πάλι τα έλεγαν διαφορετικά. Δεν έκαψε ο πατέρας της το κέρινο ομοίωμα του Πρωτεσίλαου. Αυτό το κέρινο ομοίωμα του άντρα της κρατούσε στην αγκαλιά της και μ’ αυτό συνομιλούσε, όταν ο Ερμής της έφερε κοντά της τον Πρωτεσίλαο.
Άλλοι μύθοι έλεγαν ωστόσο ότι η Λαοδάμεια αυτοπυρπολήθηκε μαζί με το κέρινο ομοίωμα του Πρωτεσίλαου, (Υγίνου Fabulae 104) και άλλοι ότι πέθανε στην αγκαλιά του άντρα της. (Σχόλια στον Αινεία του Βιργιλίου 6. 447).
Νεότερες παραδόσεις έλεγαν εντελώς διαφορετικά τα γεγονότα. Δεν σκοτώθηκε, έλεγαν, ο Πρωτεσίλαος στην Τροία. Αυτό είναι ένα μεγάλο ψέμα. Είναι ψέματα που τα είπε με μεγάλη μαστοριά ο Όμηρος και έτσι τα πίστεψαν όλοι.
Ο Πρωτεσίλαος έζησε, έλεγαν αυτές οι μυθολογικές εκδοχές, μέχρι που τελείωσε ο πόλεμος και ξεκίνησε κι αυτός με τους συντρόφους του, όπως όλοι οι άλλοι αρχηγοί μετά το τέλος του πολέμου, να επιστρέψει στην πατρίδα του. Μάλιστα, στο καράβι του ο Πρωτεσίλαος, ανάμεσα σ’ άλλες πολλές Τρωαδίτισσες αιχμάλωτες, τις οποίες είχε πάρει από την Τροία και τις κουβαλούσε σκλάβες μαζί του, βρισκόταν και μία αδελφή του Πρίαμου, η Αιθίλλα.
Στο δρόμο όμως της επιστροφής σταμάτησαν κάπου και αποβιβάστηκαν να πάρουν νερό. Τότε η Αιθίλλα, που έμεινε στα καράβια μόνη με τις άλλες Τρωαδίτισσες γυναίκες, έβαλε φωτιά στα πλοία του Πρωτεσίλαου. Έτσι ο Πρωτεσίλαος, μην μπορώντας πια να φύγει, αναγκάστηκε να εγκατασταθεί σ’ εκείνο το μέρος, όπου έχτισε μια πόλη. Η πόλη αυτή είναι η Σκιώνη της Χαλκιδικής.
Άλλοι πάλι μύθοι έλεγαν άλλα, λίγο διαφορετικά. Πραγματικά η Αιθίλλα έκαψε τα πλοία του Πρωτεσίλαου. Αυτό όμως δεν έγινε στη Χαλκιδική, αλλά στη νότιο Ιταλία, στις εκβολές του ποταμού Ναύσιθου, όπου είχαν παρασυρθεί τα πλοία του βασιλιά της Φυλάκης και του Πτελεού. Εκεί έκτισε πόλη και εγκαταστάθηκε μόνιμα ο Πρωτεσίλαος. Ο Ναύσιθος ποταμός είναι γνωστός και με το όνομα Νέαιθος. Ναύσιθος ειναι ο σημερινός ποταμός Νέτο της Καλαβρίας. Το Νέαιθος παράγεται από το νέας (= νήας, πλοία) και το αίθω (=πυρπολώ, καίω).
Έχουμε την εντύπωση ότι όλες αυτές οι απόψεις, οι οποίες είναι σαφέστατα και πέρα από κάθε αμφιβολία, νεότερες, σκόπιμες και «κατά παραγγελία» ή «ποιητικῇ ἀδείᾳ» δημιουργίες, εξηγούνται από τις προσπάθειες που γίνονταν ν’ αποκτήσουν οι διάφορες πόλεις επώνυμο ήρωα ιδρυτή και ιστορικό παρελθόν.
Πολλά ακόμη παραμύθια κυκλοφορούσαν για το μεγάλο βασιλιά της Φυλάκης, τον Πρωτεσίλαο. Είχε, έλεγαν, ένα τεράστιο σώμα. Ήταν ολόκληρος γίγαντας, δέκα πήχεις ψηλός και θα μεγάλωνε ακόμη περισσότερο, δεν ξέρουμε πού θα έφτανε, γιατί το μεγάλωμά του δεν είχε σταματημό, αν δεν σκοτωνόταν τόσο νωρίς. Ήταν μόλις είκοσι χρόνων παλικάρι. Έλεγαν ακόμη ότι δεν ονομαζόταν από την αρχή Πρωτεσίλαος αλλά το πραγματικό του όνομα ήταν Ιόλαος. Πρωτεσίλαος ονομάστηκε μετά το θάνατό του επειδή πρώτος αυτός σκοτώθηκε για χάρη του Αχαϊκού στρατού, για χάρη του λαού του.
Πολλά είναι τα επίθετα με τα οποία χαρακτηριζόταν ο Πρωτεσίλαος: «Ἀρήιος», «Ἀπεινός», «Ἠύς», «Θεσσαλός», «Μεγάθυμος», «Γραικῶν ἄριστος», «Ποιμνίων ἀλάστωρ».

7. Ο Ποδάρκης
Μετά το θάνατο του Πρωτεσίλαου, αρχηγός στο στρατό του έγινε ο Ποδάρκης, πάλι από τη Φυλάκη, που για άλλους ήταν αδερφός του, για άλλους όμως όχι. Είναι ο δεύτερος αρχηγός στρατού στον Τρωικό Πόλεμο που έχει να παρουσιάσει η Φυλάκη της Αχαΐας Φθιώτιδας:
«Οὐδέ μέν οὐδ᾿ ἄναρχοι ἔσαν, πόθεόν γε μέν ἀρχόν• ἀλλά σφέας κόσμησε Ποδάρκης, ὄζος Ἄρηος, ᾿Ίφικλου υἱὸς πολυμήλου Φυλακίδαο, αὐτοκασίγνητος μεγαθύμου Πρωτεσιλάου ὁπλότερος γενεῇ’ ὁ δ᾿ ἅμα πρότερος καὶ ἀρείων ἥρως Πρωτεσίλαος Ἀρήιος’ οὐδέ τι λαοὶ δεύονθ᾿ ἡγεμόνος, πόθεόν γε μὲν ἐσθλὸν ἐόντα• τῷ δ᾿ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο» (Ιλιάδα, Β, 703 – 710).
Δηλαδή: «Ούτε αυτοί όμως έμειναν δίχως αρχηγό, αλλά βέβαια ποθούσαν τον αρχηγό τους. Αυτούς παρέταξε ο Ποδάρκης, το βλαστάρι του Άρεως, ο γιος του Ίφικλου του γιου του Φύλακου με τα πολλά πρόβατα, αδερφός από ίδια μάνα και πατέρα του μεγαλόκαρδου Πρωτεσίλαου, από εκείνον όμως νεότερος στην ηλικία. Εκείνος ο πολεμικός Πρωτεσίλαος ο ήρωας και μεγαλύτερος ήταν και πιο παλικάρι. Και οι μεν πολεμιστές δεν είχαν έλλειψη αρχηγού, όμως η καρδιά τους τον γύρευε, γιατί ήταν ευγενικός. Μαζί μ’ αυτόν ακολουθούσαν σαράντα σκούρα καράβια».

8. Ο Μέδοντας
Στον Τρωικό Πόλεμο έλαβε μέρος, ως αρχηγός στρατού, κι ένας ακόμα από τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας. Ήταν ο Μέδοντας. Αυτός έγινε αρχηγός του στρατού του Φιλοκτήτη, που είχε μείνει χωρίς αρχηγό, όταν οι Έλληνες παράτησαν τον Φιλοκτήτη στη Λήμνο, πληγωμένο από τα φαρμακερά βέλη του Ηρακλή ή από «ὓδρα» (νεροφίδα). Αργότερα οι μάντεις είπαν ότι για να νικήσουν οι Έλληνες, πρέπει να έρθει στην Τροία ο Φιλοκτήτης. Τότε πήγαν οι Έλληνες κι έφεραν τον Φιλοκτήτη στην Τροία. Εκεί γιατρεύτηκε από τον Μαχάονα, πολέμησε και γύρισε νικητής κι αυτός στην πατρίδα του.
Ο Μέδοντας, λοιπόν, που ανέλαβε αρχηγός του στρατού του Φιλοκτήτη, ζούσε κι αυτός στη Φυλάκη, αν και δεν ήταν αυτή η δική του πατρίδα. Αυτός καταγόταν από την Λοκρίδα. Εκεί όμως είχε διαπράξει φόνο. Είχε σκοτώσει ένα συγγενή της μητριάς του, της Εριώπιδας. Για να γλιτώσει λοιπόν την καταδίκη του από το φόνο αυτό ήρθε και βρήκε καταφύγιο στη Φυλάκη. Ζώντας στη Φυλάκη ξεκίνησε για την Τροία και έτσι έγινε αρχηγός του στρατού του Φιλοκτήτη, όσο καιρό αυτός βρισκόταν στη Λήμνο.
Στην Ιλιάδα του Ομήρου διαβάζουμε πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία για τον Φιλοκτήτη, τον λαό του και τα καράβια που είχε μαζί του αλλά και για τον Μέδοντα που αντικατέστησε τον Φιλοκτήτη και για τον λόγο για τον οποίο ο Μέδοντας βρισκόταν στη Φυλάκη όταν ξεκίνησε ο Τρωικός Πόλεμος:
« Οἳ δ᾿ ἄρα Μηθώνην καί Θαυμακίην ἐνέμοντο καὶ Μελίβοιαν ἔχον καὶ Ὀλιζῶνα τρηχεῖαν, τῶν δὲ Φιλοκτήτης ἦρχεν, τόξων εὖ εἰδώς, ἑπτὰ νεῶν• ἐρέται ἐν ἑκάστῃ πεντήκοντα ἐμβέβασαν, τόξων εὖ εἰδότες ἶφι μάχεσθαι. Ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἐν νήσῳ κεῖτο κρατέρ’ ἄλγεα πάσχων, Λήμνῳ ἐν ἠγαθέῃ, ὅθι μιν λίπον υἷες Ἀχαιῶν ἕλκει μοχθίζοντα κακῷ ὀλόφρονος ὕδρου• ἔνθ᾿ ὅ γε κεῖτ᾿ ἀχέων’ τάχα δὲ μνήσεσθαι ἔμελλον Ἀργεῖοι παρά νηυσί Φιλοκτήταο ἄνακτος. οὐδὲ μὲν οὐδ᾿ οἱ ἄναρχοι ἔσαν, πόθεόν γε μὲν ἀρχόν• ἀλλὰ Μέδων κόσμησεν, Ὀιλῆος νόθος υἱός, τὸν ῥ᾿ ἔτεκεν ῾Ρήνη ῾ὑπ᾿ ᾿Οιλῆι πτολιπόρθῳ» (Ιλιάδα, Β΄, 716 – 728).
Δηλαδή: «Όσοι καρπούνταν τη Μηθώνη και τη Θαυμακία και κατοικούσαν την Μελίβοια και την βραχώδη Ολιζώνα, αυτοί αρχηγό είχαν το Φιλοκτήτη με επτά καράβια, που ήξερε καλά από τόξα. Στο κάθε καράβι επιβιβάστηκαν πενήντα άντρες κωπηλάτες, που γνώριζαν με τόξα να πολεμούν δυνατά. Αλλά αυτός μεν ο Φιλοκτήτης υποφέροντας πόνους φοβερούς έμενε στη Λήμνο, το πανίερο νησί, όπου τον αφήκαν οι γιοι των Αχαιών να βασανίζεται από κακιά πληγή κακού νεροφιδιού. Αυτός λοιπόν έμενε εκεί στενάζοντας. Γρήγορα όμως ήταν γραφτό το βασιλιά το Φιλοκτήτη οι Αργείοι κοντά στα καράβια να τον θυμηθούν. Βέβαια ούτε αυτοί ήταν δίχως αρχηγό, όμως η καρδιά τους γύρευε τον αρχηγό τους. Τους παράταξε ο Μέδοντας, που ήταν νόθος γιος του Οϊλέα και τον γέννησε η Ρήνη από τον Οϊλέα, τον αφανιστή των πόλεων».
Για το λόγο που βρέθηκε στη Φυλάκη ο Μέδοντας, μακριά από την πατρίδα του την Λοκρίδα, μας κάνει πάλι λόγο ο Όμηρος:
« πρὸ Φθίων δέ Μέδων τε μενεπτόλεμός τε Ποδάρκης ἦ τοι ὅ μέν νόθος υἱὸς Ὀιλῆος θείοιο ἔσκε, Μέδων, Αἴαντος ἀδελφεός• αὐτὰρ ἔναιεν ἐν Φυλάκῃ γαίης ἄπο πατρίδος, ἄνδρα κατακτάς, γνωστὸν μητρυιῆς Ἐριώπιδος, ἢν ἔχ᾿ Ὀϊλεύς (Ιλιάδα, Ν , 693 – 697).
Δηλαδή: «Και μπροστά στους Φθίους ήταν ο Μέδοντας και ο γενναίος Ποδάρκης. Ο Μέδοντας ήταν νόθο παιδί του θεϊκού Οϊλέα, αδερφός του Αίαντα, μα ζούσε στη Φυλάκη αλάργα απ’ την πατρική του γη, γιατί ξέκανε τον αδερφό της μητριάς του Εριώπιδας, που ταίρι του είχε ο Οϊλέας».
Ωστόσο υπάρχει και μία άλλη διαφορετική μυθολογική εκδοχή για τον Μέδοντα. Δεν ήταν ο Μέδοντας, γιος της Ρήνης. Ήταν γιος της Αλκιμάχης από παράνομη σχέση της με τον Οϊλέα. Η Αλκιμάχη, ήταν κόρη του Αιακού και της Ενδηίδας. Ήταν επομένως ο Μέδοντας αδερφός του Τελαμώνα και του Πηλέα. Μερικοί άλλοι έλεγαν ότι η Αλκιμάχη ήταν κόρη του Φύλακου και μητέρα του Αίαντα του Λοκρού.
Όποια μυθολογική εκδοχή απ’ όλες αυτές κι αν είναι η αληθινή το γεγονός που επισημαίνουμε είναι ότι ο Μέδοντας βρισκόταν στη Φυλάκη της Αχαΐας Φθιώτιδας και από αυτή ξεκίνησε για την Τροία.
Έτσι παρουσιάζεται το μοναδικό θαρρώ φαινόμενο σε πανελλήνια κλίμακα από ένα και μόνο χωριό της Αχαΐας Φθιώτιδας, την Φυλάκη, να έχουμε τρεις αρχηγούς στρατού στον Τρωικό Πόλεμο, τον Πρωτεσίλαο, τον Ποδάρκη και τον Μέδοντα.
Δεν θα ήταν δυνατόν ένα τόσο σημαντικό γεγονός, μία μικρή δηλαδή πόλη, η Φυλάκη της Αχαΐας Φθιώτιδας, να παρατάσσει τρεις αρχηγούς στρατού στον Τρωικό Πόλεμο και αυτό να μην είχε αποτελέσει κυρίαρχο θέμα της ελληνικής μυθολογίας και να μην είχε γίνει αντικείμενο της αρχαιοελληνικής γραμματειακής παραγωγής. Ίσως κάποια σχετικά έργα χάθηκαν ή τα γεγονότα και κάποιοι σχετικοί μύθοι που τα μνημόνευαν παρασιωπήθηκαν ή έστω ξεχάστηκαν για τους λόγους που χάθηκαν και οι άλλοι τοπικοί μύθοι και οι οποίοι λόγοι αναπτύχθηκαν πιο πάνω. Είναι μάλλον αδύνατο ένα τέτοιο γεγονός να έχει παραλειφθεί από τον υπέροχο μυθοπλάστη ελληνικό λαό στη σχετική δημιουργία του.

9. Ο πρίγκιπας Νεοπτόλεμος
Σ’ αυτούς που από τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο πρέπει βεβαίως να συμπεριλάβουμε και τον γιο του Αχιλλέα, τον Νεοπτόλεμο. Πριν φθάσει στην Τροία ο Νεοπτόλεμος ονομαζόταν Πύρρος. Επειδή ήρθε στην Τροία μετά το θάνατο του πατέρα του και πολέμησε νέος στον πόλεμο, ονομάστηκε Νεοπτόλεμος.
«Τοῦ δε Ἀχιλλέως τῷ παιδί Ὅμηρος μέν Νεοπτόλεμον ὄνομα ἐν ἁπάση οἷ τίθεται τῇ ποιήσει τά δε Κύπρια ἔπη φησίν ὑπό Λυκομήδους μέν Πύρρον, Νεοπτόλεμον δε ὄνομα ὑπὸ Φοίνικος αὐτῷ τεθῆναι ὅτι ὡς Ἀχιλλεύς ἡλικίᾳ ὅτι νέος πολεμεῖν ἤρξατο». (Παυσανίας, Φωκικά, 26, 4)
Δηλαδή: Το γιο του Αχιλλέα ο Όμηρος τον ονομάζει παντού Νεοπτόλεμο. Τα Κύπρια έπη όμως λένε πως από το Λυκομήδη είχε ονομαστεί Πύρρος και πως ο Φοίνικας τον ονόμασε Νεοπτόλεμο, γιατί, όπως ο Αχιλλέας νέος ακόμα είχε αρχίσει κι αυτός να πολεμά. Ήταν δηλαδή «νέος (καινούργιος) στον πόλεμο», λέει μία ερμηνευτική προσπάθεια του ονόματός του.
Τα όσα αναφέρονται για τον Αχιλλέα και την συμμετοχή του στα γεγονότα του Τρωικού Πολέμου, ως ευρύτατα γνωστά, τα παραλείπουμε. Θα ασχοληθούμε μόνο με τον Νεοπτόλεμο και κυρίως όχι με την συμμετοχή του στα πολεμικά γεγονότα στην Τροία αλλά μ’ όσα έγιναν στην ιδιαίτερη πατρίδα του ή, για να κυριολεκτήσουμε, στη Φθία και την Αχαΐα Φθιώτιδα, γιατί αυτά κυρίως είναι αντικείμενα που ανήκουν στους σκοπούς τούτης της εργασίας.
Ο Νεοπτόλεμος, όταν γύρισε από την Τροία σε τούτα τα μέρη, έφερε μαζί του, ως το πιο πολύτιμο λάφυρο σε ανθρώπινο υλικό, την γυναίκα του Έκτορα, την περήφανη Ανδρομάχη. Του δόθηκε ως «εξαίρετον γέρας». Στα μέρη τούτα ήρθε ακόμη και μια άλλη ξακουστή γυναίκα, η πανέμορφη «σαν την χρυσή Αφροδίτη» Ερμιόνη, η κόρη της Ωραίας Ελένης και του Μενέλαου. Αυτή ήρθε στο παλάτι του Νεοπτόλεμου ως επίσημη γυναίκα του.
Στο γάμο του Νεοπτόλεμου και της Ερμιόνης, που έγινε στη Σπάρτη, παραβρέθηκε και ο Τηλέμαχος, ο γιος του Οδυσσέα που βρέθηκε εκεί ψάχνοντας να μάθει νέα για τον πατέρα του. Ο πατέρας της Ερμιόνης, ο ξακουστός βασιλιάς της Σπάρτης Μενέλαος, όταν ακόμα βρισκόταν στην Τροία, είχε υποσχεθεί στον Νεοπτόλεμο να του δώσει γυναίκα την κόρη του.
Ωστόσο όμως ο παππούς της Ερμιόνης, ο Τυνδάρεος, και ενώ ακόμη έλειπε ο πατέρας της στην Τροία, πρόλαβε και την πάντρεψε με τον Ορέστη. Έτσι ο Μενέλαος, έχοντας υποσχεθεί να την δώσει γυναίκα στον γιο του Αχιλλέα, όταν γύρισε στη Σπάρτη, αναγκάστηκε και πήρε την Ερμιόνη από τον Ορέστη και την πάντρεψε με τον Νεοπτόλεμο.
Σύμφωνα μ’ όσα διαδόθηκαν μέχρι τις μέρες μας, μέσω κυρίως των έργων του Πίνδαρου, τον Νεοπτόλεμο επιστρέφοντας από την Τροία και ενώ πήγαινε για την Σκύρο, όπου τον περίμενε η μητέρα του, μία φοβερή τρικυμία τον έριξε στην Θεσπρωτία, απέναντι από τους Παξούς, στην πόλη Εφύρα. Εκεί, κατά μία μυθολογική εκδοχή (Πίνδαρος, Παιάνες 6, 105 κ.εξ., Νέμεα 7, 36 κ. εξ.), βασίλεψε στους Μολοσσούς.
Ακουγόταν και μία άλλη εκδοχή. Η Θέτιδα συμβούλεψε τον Νεοπτόλεμο να κάψει τα καράβια του και να επιστρέψει στην πατρίδα του οδικώς, γιατί, αν ακολουθούσε το θαλασσινό δρόμο, θα είχε πολύ μεγάλες περιπέτειες.
Ο μάντης Έλενος, λέει μια άλλη μυθολογική εκδοχή, του έδωσε μια άλλη περίεργη συμβουλή. Του είπε ότι πρέπει να σταματήσει στο δρόμο της επιστροφής και να εγκατασταθεί μόνιμα στο μέρος στο οποίο θα συναντούσε ανθρώπους να κατοικούσαν σε σπίτια που θα είχαν «σιδερένια θεμέλια, ξύλινους τοίχους και μάλλινη σκεπή».
Βαδίζοντας οδικώς ο Νεοπτόλεμος, αφού πρώτα πέρασε με καράβια τον Ελλήσποντο, έφτασε κοντά στην Παμβώτιδα λίμνη. Εκεί είδε κάποιους τσοπάνους να έχουν στηρίξει όρθια στο έδαφος τα ξύλινα κοντάρια τους και από πάνω να έχουν κάνει στέγη με τις κάπες τους για να προφυλαχτούν. Τα κοντάρια ήταν μπηγμένα στο χώμα με τις σιδερένιες αιχμές τους.
Ο Νεοπτόλεμος, βλέποντας αυτό κατάλαβε ότι αυτοί οι άνθρωποι εκεί ζούσαν σε «σπίτια» που είχαν «σιδερένια θεμέλια», δηλαδή τις σιδερένιες αιχμές των κονταριών τους, «ξύλινους τοίχους» τα κατακόρυφα μπηγμένα ξύλινα κοντάρια, και «μάλλινη σκεπή», αφού για σκεπή από πάνω είχαν τις μάλλινες κάπες τους. Θεωρώντας όλα αυτά σύμφωνα με τα λόγια του Έλενου, ο Νεοπτόλεμος εγκαταστάθηκε εκεί (Ερατοσθένης, FGrHist 241 F 42 Παυσανίας 1, 11, 1).
Οι άνθρωποι όμως σε τούτη την περιοχή, την πατρίδα του Νεοπτόλεμου, άκουγαν και άλλες εκδοχές του μύθου για τον ξακουστό πρίγκιπά τους. Για πολλά χρόνια αργότερα, διηγούνταν ότι ο Νεοπτόλεμος ήρθε και εγκαταστάθηκε στην πατρίδα του πατέρα του και του παππού του.
Ο Νεοπτόλεμος, αφού παντρεύτηκε την Ερμιόνη, όταν γύρισε στην πατρίδα του, ξεκίνησε πόλεμο εναντίον του Άκαστου, του βασιλιά της Ιωλκού, γιατί ο Άκαστος, τον καιρό που ο πατέρας του και αυτός έλειπαν στην Τροία, είχε αρπάξει το βασίλειο του Πηλέα, του παππού του. Ο Πηλέας μετά την αρπαγή του βασιλείου του από τον Άκαστο πέθανε. Άλλοι πάλι έλεγαν ότι έγιναν διαφορετικά τα γεγονότα. Όταν γύρισε ο Νεοπτόλεμος από την Τροία, πρόλαβε ζωντανό τον παππού του, τον γερο Πηλέα, και από σεβασμό τον άφησε να είναι βασιλιάς στη Φθία, ενώ ο ίδιος πήγε και βασίλεψε στο Θετίδειο, το χωριό που ονομάστηκε έτσι από τη γιαγιά του , την θεά Θέτιδα.
Ακούγονταν και άλλες διαφορετικές απόψεις: Τα δυο παιδιά του Άκαστου, του βασιλιά της Ιωλκού, ο Άρχανδρος και ο Αρχιτέλης, ήταν εκείνα που είχαν διώξει τον Πηλέα από το βασίλειό του. Μετά από αυτό ο Πηλέας βρήκε καταφύγιο στην Ίκο, το σημερινό νησί Σκόπελος (Χιλιοδρόμια), όπου φιλοξενήθηκε από τον βασιλιά Μόλωνα.
Και άλλα ακόμη έλεγαν για τον Νεοπτόλεμο σε τούτα τα μέρη. Σαν γύρισε από την Τροία, θέλησε να εκδικηθεί τον θεό Απόλλωνα, που είχε σκοτώσει τον πατέρα του, τον ξακουστό Αχιλλέα. Ξεκίνησε λοιπόν να πάει στους Δελφούς. Ο Ορέστης όμως, ο οποίος ήταν αρραβωνιασμένος, με την Ερμιόνη πριν αυτή παντρευτεί τον Νεοπτόλεμο, ήρθε στο παλάτι του Νεοπτόλεμου να πάρει την Ερμιόνη και να εκδικηθεί για την προσβολή που του έγινε. Δεν βρήκε εκεί τον Νεοπτόλεμο, γιατί αυτός είχε φύγει για τους Δελφούς. Έτσι ο Ορέστης εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία, και πήρε την Ερμιόνη από το παλάτι του Νεοπτόλεμου. Δεν αρκέστηκε όμως μόνο σ’ αυτό. Έφτασε κι αυτός στους Δελφούς και εκεί συνάντησε και σκότωσε τον Νεοπτόλεμο. Μετά τον θάνατο του Νεοπτόλεμου, η Θέτιδα, έστειλε την Ανδρομάχη και τον Μολοσσό, το γιο που αυτή είχε αποκτήσει με τον Νεοπτόλεμο, στην Ήπειρο. Εκεί ο γιος αυτός του Νεοπτόλεμου, ο Μολοσσός, βασίλεψε στους ανθρώπους που απ’ αυτόν ονομάστηκαν Μολοσσοί.
Ακούγονταν και άλλες εκδοχές του μύθου. Δεν ήταν ο Ορέστης αυτός που σκότωσε τον Νεοπτόλεμο στους Δελφούς. Τον Νεοπτόλεμο τον σκότωσε εκεί ένας ιερέας των Δελφών, ο Μαχαιρέας.
«Δείκνυται δ” ἐν τῷ τεμένει τάφος Νεοπτολέμου κατὰ χρησμὸν γενόμενος, Μαχαιρέως ἀνελόντος αὐτόν, ὡς μέν μύθος, δίκας αἰτοῦντα τὸν θεόν τοῦ πατρώου φόνου, ὡς δἐ τό εἰκός, ἐπιθέμενον τῷ ἱερῷ» (Στράβ. Θ 3, 9).
Ο Μαχαιρέας ήταν ένας ιερέας στους Δελφούς. Ήταν αυτός που κρατούσε στα χέρια του την «ιερή δελφική μάχαιρα». Μ’ αυτή θυσίαζε τα ζώα που προσφέρονταν στον Απόλλωνα. Όσοι πρόσφεραν κάποιο ζώο για θυσία στο ιερό των Δελφών έπρεπε, σύμφωνα με την συνήθεια που υπήρχε, να προσφέρουν ένα μέρος του σφαχτού, «το ιερό μερίδιο», όπως το ονόμαζαν, για τους ιερείς του ναού.
Ο Μαχαιρέας όμως, στην περίπτωση του Νεοπτόλεμου, δεν αρκέστηκε μόνο σ’ αυτό το μερίδιο. Ζήτησε από τον Νεοπτόλεμο, εκτός από «το ιερό μερίδιο» του κρέατος του ζώου, και ένα επί πλέον μερίδιο για το μαχαίρι που χρησιμοποποιήθηκε για τη σφαγή του ζώου, «το μερίδιο της ιερής δελφικής μάχαιρας».
Ο Νεοπτόλεμος αρνήθηκε να προσφέρει μέρος του σφαχτού και για την ιερή μάχαιρα. Διαμαρτυρήθηκε μάλιστα στους ιερείς γι’ αυτή τους την απαίτηση και στον καυγά που ακολούθησε ο Μαχαιρέας σκότωσε τον Νεοπτόλεμο (Πίνδαρος, Εις Νεμεονίκας 7, 42. Σχόλια στον Πίνδαρο).
Εδώ όμως, κάποιοι παραμυθάδες της περιοχής, έλεγαν και άλλα, διαφορετικά από αυτά, παραμύθια. Δεν ήρθε ο Νεοπτόλεμος, έλεγαν αυτοί, αμέσως μετά τον Τρωικό Πόλεμο στην πατρίδα του.
Η γιαγιά του, η Θέτιδα, που σαν θεά που ήταν ήξερε πόσα βάσανα περιμένουν τους Έλληνες βασιλιάδες κατά το γυρισμό τους στις πατρίδες τους από την Τροία, για την ασέβεια που είχαν δείξει στους θεούς, συμβούλεψε τον εγγονό της να μην γυρίσει αμέσως, αλλά να περιμένει μέχρι να περάσει ο θυμός των θεών, ξεσπώντας πάνω στους άλλους ήρωες, και ύστερα να ξεκινήσει και αυτός. Αυτό έκανε ο Νεοπτόλεμος, Μας τα βεβαιώνει όλα αυτά και ο Απολλόδωρος (6, 12 κ. εξ. 7, 40 κ. εξ.).
Οι δυο ξακουστές γυναίκες, Ανδρομάχη και Ερμιόνη, η πρώτη από τη μακρινή Τροία (που μπορεί όμως, όπως αναφέρουμε σε άλλες σελίδες, να ήταν από τις Φθιώτιδες Θήβες, τις Υποπλάκιες Θήβες του Ομήρου και η άλλη από την μακρινή επίσης Σπάρτη, που ανταμώθηκαν στο παλάτι του Νεοπτόλεμου, ήρθαν, όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, σε μεγάλες προστριβές μεταξύ τους.
Η μία ήταν η επίσημη γυναίκα και η άλλη η ερωμένη. Δεν μπορούσε παρά να ζηλεύονται και να μισούνται μεταξύ τους. Το μίσος αυτό γινόταν μεγαλύτερο και από ένα άλλο γεγονός. Η Ερμιόνη, η κανονική γυναίκα του Νεοπτόλεμου, που ήταν και Ελληνίδα βασιλοπούλα, δεν μπορούσε ν’ αποκτήσει παιδιά κι αυτό την έκανε να ζηλεύει πάρα πολύ την Ανδρομάχη. Φοβόταν μήπως η Ανδρομάχη τής πάρει τη θέση της και γίνει κανονική βασίλισσα, γιατί η Ανδρομάχη είχε ήδη αποκτήσει παιδί με τον Νεοπτόλεμο, τον Μολοσσό, τον επώνυμο ήρωα της χώρας των Μολοσσών στην Ήπειρο.
Σύμφωνα μάλιστα με τον Παυσανία, η Ανδρομάχη είχε χαρίσει και άλλους δυο γιους στον Νεοπτόλεμο, τον Πίελο και τον Πέργαμο, ιδρυτή της ομώνυμης πόλης στην Ασία: «καί οἱ παῖς μὲν Ἑρμιόνης ἐγένετο οὐδείς, ἐξ Ἀνδρομάχης δὲ Μολοσσὸς καὶ Πίελος καὶ νεώτατος ὁ Πέργαμος» (Παυσανίας, Αττικά, 11, 1).
Ακουγόταν όμως και μία άλλη εκδοχή σύμφωνα με την οποία παιδιά του Νεοπτόλεμου και της Ανδρομάχης ήταν ο Πύρρος, ο Μολοσσός, ο Αιακίδης και η Τρωάδα.
Ο Μολοσσός μαζί με την μητέρα του Ανδρομάχη, σύμφωνα με όσα μας λέει ο Ευριπίδης στο έργο του «Ανδρομάχη», κατέφυγαν τελικά, διωγμένοι από την Ερμιόνη, τη νόμιμη γυναίκα του Νεοπτόλεμου, στην Ήπειρο, όπου ο Μολοσσός διαδέχτηκε στο θρόνο τον Έλενο και έγινε βασιλιάς των Μολοσσών.
Για να υποστηρίξει την κόρη του Ερμιόνη, που κινδύνευε να χάσει το θρόνο της αλλά και τον άντρα της, ήρθε, στα παλάτια του Νεοπτόλεμου, από τη μακρινή Σπάρτη, σύμφωνα με τον Ευριπίδη, και ο ίδιος ο μεγάλος βασιλιάς της Σπάρτης, ο ξακουστός Μενέλαος. Ο Ευριπίδης στο έργο του «Ανδρομάχη» μας παρουσιάζει την Ανδρομάχη να λέει στον πρόλογο του έργου
«ἜΕνθ᾿ οἶκον ἔσχε τόνδε παῖς Ἀχιλλέως, Πηλέα δ᾿ ἀνάσσειν γῆς ἐᾷ Φαρσαλίας, ζῶντος γέροντος σκῆπτρον οὐ θέλων λαβεῖν. Κἀγὼ δόμοις τοῖσδ᾿ ἄρσεν ἐντίκτω κόρον, πλαθεῖσ᾿ Ἀχιλλέως παιδί, δεσπότῃ δ᾿ ἐμῷ».
Δηλαδή: «Εδώ έχει το σπίτι του και κάθεται ο γιος του Αχιλλέα. Βασιλιά στα Φάρσαλα άφησε τον Πηλέα, γιατί όσο ζει ο γέρος δεν θέλει να του πάρει το σκήπτρο. Κι εγώ μέσα σ’ αυτά τα σπίτια γέννησα αγόρι με τον αφέντη μου και γιο του Αχιλλέα».
Στο ίδιο έργο του ο Ευριπίδης βάζει την Ανδρομάχη να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους την εχθρευόταν η Ερμιόνη:
«Λέγει γάρ ὥς νιν φαρμάκοις κεκρυμμένοις τίθημ᾿ ἂπαιδα καὶ πόσει μισουμένην, αὐτὴ δὲ ναίειν οἶκον ἀντ᾿ αὐτῆς θέλω τόνδ᾿, ἐκβαλοῦσα λέκτρα τἀκείνης βίᾳ».
Δηλαδή: «Λέει (η Ερμιόνη) πως τάχα εγώ με κρυφά βοτάνια δεν την αφήνω ν’ αποχτήσει παιδί και την κάνω μισητή στον άντρα της και πως μέσα σε τούτο το σπίτι θέλω να κατοικώ εγώ αντί γι’ αυτήν και το νυφικό της το κλινάρι στανικά να το πετάξω».
Στο ίδιο έργο η Ερμιόνη απευθύνεται κάποια στιγμή στην Ανδρομάχη, με μεγάλη κακία και μίσος, και της λέει:
«Σὺ δ᾿ οὖσα δούλη καί δορίκτητος γυνή δόμους κατασχεῖν ἐκβαλοῦσ᾿ ἡμᾶς θέλεις τούσδε, στυγοῦμαι δ᾿ ἀνδρί φαρμάκοισι σοῖς, νηδύς δ᾿ ἀκύμων διά σέ μοι διάλλυται• δεινή γὰρ ἠπειρῶτις ἐς τά τοιάδε ψυχή γυναικῶν• ὧν ἐπισχύσω σ᾿ ἐγώ, κοὐδέν σ᾿ ὀνήσει δῶμα Νηρῇδος τόδε, οὐ βωμός οὐδέ ναός, ἀλλά κατθανῇ».
Δηλαδή: «Κι εσύ σκλάβα, μια γυναίκα κονταροπαρμένη, θέλεις να με διώξεις εμένα από το σπίτι και να γενείς εσύ κυρά εδώ μέσα και με τα μάγια τα δικά σου με σιχαίνεται ο άντρας μου κι είσαι συ η αφορμή που άκαρπη χάνεται η κοιλιά μου. Φοβερή σε κάτι τέτοια είναι η ψυχή των γυναικών απ’ την Ασία. Μα εγώ απ’ αυτά τα έργα σου θα σε σταματήσω. Και καθόλου δε θα σ’ ωφελήσει μήτε ετούτο το παλάτι της Νηρηίδας μήτε ο βωμός της μήτε κι ο ναός της. Θα πεθάνεις.»
Τελικά η Ερμιόνη, όπως είπαμε παραπάνω, κατάφερε και έδιωξε από τη Φθία την Ανδρομάχη μαζί με το γιο της Μολοσσό στην Ήπειρο. Εκεί ο Μολοσσός έγινε βασιλιάς της χώρας και διαδέχθηκε στο θρόνο τον Έλενο.

10. Η Ανδρομάχη ήταν πριγκίπισσα
των Φθιωτίδων Θηβών;
Για την Ανδρομάχη και τις σχέσεις της με τον Νεοπτόλεμο και τον πατέρα τού Νεοπτόλεμου, τον Αχιλλέα, υπάρχουν και άλλα στοιχεία, πολύ ενδιαφέροντα, και αμφιλεγόμενα ίσως, αλλά που πρέπει ν’ αναφερθούν μια και ασχολούμαστε με τη Μυθολογία της περιοχής Αλμυρού και της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Η Ανδρομάχη ήταν κόρη του Ηετίωνα, ο οποίος, σύμφωνα μ’ όσα μας λέει ο Όμηρος στην Ιλιάδα του, ήταν βασιλιάς στις Υποπλάκιες Θήβες της Κιλικίας. Υποπλάκιες Θήβες σημαίνει, κατά τους ειδικούς ερευνητές, πόλη με το όνομα Θήβες που βρισκόταν στους πρόποδες κάποιου βουνού που λεγόταν Πλάκον ή Πλάκος. Ήταν δηλαδή οι Θήβες «υπό το(ν) Πλάκον».
Όπως όμως μας βεβαιώνει ο Στράβωνας, κατά εποχή του, στην Κιλικία και στην γύρω από αυτήν περιοχή δεν υπήρχε, ούτε πόλη Θήβες ούτε όρος Πλάκον. Η ανυπαρξία αυτή, ακόμα και ως ονομασίας ή και ως ανάμνησης της πόλης Θήβες και του όρους Πλάκον, από την εποχή ακόμα του Στράβωνα, δημιούργησε στους ερευνητές πολλά προβλήματα.
Ο Leake, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα αυτό, μετά από συλλογισμούς, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι Υποπλάκιες Θήβες είναι οι Φθιωτικές Θήβες της περιοχής Αλμυρού.
Μπορεί ίσως να ηχεί παράξενα και να δημιουργεί πολλά προβλήματα αυτή η άποψη, όταν μάλιστα η εκδοχή αυτή μνημονεύεται σε μια εργασία όπως ετούτη, εργασία η οποία, ακροβατώντας μεταξύ της παθιασμένης πατριδολατρείας και της αναζήτησης της αλήθειας, μνημονεύοντας τέτοιες απόψεις, κινδυνεύει να χαρακτηρισθεί ίσως μεροληπτική, αλλά η ίδια υπόθεση έχει απασχολήσει και άλλους οι οποίοι οπωσδήποτε δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ότι διακατέχονται από μεροληπτικές πατριδολατρικές έμμονες ιδέες – κατηγορία που μπορεί ίσως ν’ αποδοθεί στον υπογράφοντα αυτή την εργασία – και οι οποίοι επίσης καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα
Την άποψη ότι οι Υποπλάκιες Θήβες του Ομήρου δεν είναι άλλες παρά οι Φθιώτιδες Θήβες του Αλμυρού την υποστήριζε και ο αρχαιολόγος Αρβανιτόπουλος που διενήργησε στην περιοχή αυτή ανασκαφές.
Σχετικές πληροφορίες υπάρχουν στο περιοδικό Πινακοθήκη, (Περιοδικό που εκδιδόταν στην Αθήνα), έτος ΚΒ, Τεύχος 262 -263 -264 (Δεκέμβριος 1922 – Ιανουάριος -Φεβρουάριος 1923), Τιμ. Αμπελάς, Το λουτρόν της Αφροδίτης, σελ. 53.
O Staehlin στο βιβλίο του «Das Hypoplakische Theben. Eine Sagenverschiebung bei Homer» (Η Υποπλακίη Θήβη. Μία μετατόπιση θρύλων στον Όμηρο (Μόναχο , 1907) υποστηρίζει επίσης ότι η Υποπλακίη Θήβη είναι οι Φθιωτικές Θήβες, δηλαδή η αρχαία πόλη κοντά στις σημερινές Μικροθήβες του Αλμυρού.
Ο Ηετίωνας, ο βασιλιάς των Υποπλακίων Θηβών, ήταν βασιλιάς των Φθιωτίδων Θηβών. Τον μύθο αυτόν για την καταστροφή των Φθιωτίδων Θηβών από τον Αχιλλέα και τον φόνο τού βασιλιά τους Ηετίωνα τον μετέφεραν στην Κιλικία μετανάστες στην εκεί περιοχή, προφανώς από την Αχαΐα Φθιώτιδα.
Ο Όμηρος, που άκουσε εκεί τον μεταφερμένο από τούτα τα μέρη μύθο ή έστω κάποιο σχετικό άσμα να συνοδεύει την φήμη για τον πρώτο των Ελλήνων ηρώων, τον μεγάλο Αχιλλέα, τον ενέπλεξε στα κατορθώματα του Αχιλλέα που πραγματοποιήθηκαν στις περιοχές γύρω από την Τροία, μεταθέτοντας εκεί και τις Φθιωτικές Θήβες ως Υποπλάκιες, αν και εκεί δεν υπήρχε, σύμφωνα τουλάχιστον με τον Στράβωνα, από την εποχή του ακόμα, ούτε πόλη Θήβαι ούτε όρος Πλάκος.
Προβλήματα βεβαίως δημιουργεί και η μη ύπαρξη και στην περιοχή των Φθιωτίδων Θηβών όρους με όνομα Πλάκος. Το θέμα αντιμετώπισαν πολλοί. Ο Νικόλαος Γιαννόπουλος, ανάμεσα στον τεράστιο όγκο των εργασιών του, ασχολήθηκε και με το θέμα αυτό. Στην περιοδική έκδοση «Επτανησιακή Επιθεώρησις» Έτος Γ”, τεύχος 4, (Αύγουστος 1924), σελ. 55 -56, δημοσίευσε ειδικό άρθρο με το θέμα αυτό στο οποίο γράφει τα παρακάτω:
«Τὴν ὑπόθεσιν τοῦ Λὴκ ἀνενέωσεν ἐσχάτως ὁ Γερμανός Staehlin ἐκδούς μονογραφίαν ἰδίαν περί τῆς Ὑποπλακίης Θήβης (Das HypoplaKische Theben, eine Sagenverschiebung bei Homer, Munchen, 1907). Οὗτος θεωρεῖ τὰς Φθιώτιδας Θήβας (Ἄκετσι) ὡς τήν Ὑποπλακίην Θήβην τοῦ Ἡετίωνος, τήν ὁποίαν ἐκυρίευσε καί κατέστρεψεν ὁ Ἀχιλλεύς ὁρμώμενος ἐκ Φθίης, δηλαδή τῆς Φαρσάλου. Ὁ Ὅμηρος παρέλαβεν τήν παράδοσιν ταύτην ἐκ τῶν μεταναστευσάντων εἰς Ίωνίαν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας Ἑλλήνων μετά τήν δωρικήν εἰσβολὴν, ἀλλά μετήγαγεν αὐτήν εἰς τήν Κιλικίαν, ἔνθα ἔθηκε τήν Ὑποπλακίην Θήβην καἰ το Βασίλειον τοῦ Ἠετίωνος, ὅπερ δῆθεν κατέστρεψεν ὁ Ἀχιλλεύς διότι ἐν Ἰλιάδος Ζ, 414 ἡ σύζυγος τοῦ ῞Εκτορος Ἀνδρομάχη λέγει:
«ἦ τοι γὰρ πατέρ᾿ ἁμόν ἀπέκτανε δῖος Ἀχιλλεύς, ἐκ δέ πόλιν πέρσεν Κιλίκων ἐύ ναιετόωσαν, Θήβην ὑψίπυλον• κατά δ᾿ ἔκτανεν Ἠετίωνα».
Καί ἀλλαχοῦ ὡς ἐν Ἰλιάδι . Τ, 291 καἰ ἑξῆς, Α, 366 καί ἑξῆς καἰ Β, 688 καἰ ἑξῆς. Ὁ Στράβων σχολιάζων τούς στίχους τούτους (Ζ, 414 καί ἑξῆς): «μητέρα δ᾿ ἥ βασίλευεν ὑπό Πλάκῳ ὑληέσσῃ», δέν εὑρίσκει ἐν Κιλικίᾳ Θήβας οὔτε ὄρος Πλᾶκον ὑλῆεν• διό καί λέγει: «Ἀνάγκη δέ καί τό ὄρος Πλᾶκος εἶναι πλησίον».
Ἀλλ᾿ ἡ παράδοσις ἤ τό ᾆσμα, ὅπερ ἤκουσεν ὁ ῝Ομηρος ἐγένετο ἐν Θεσσαλίᾳ, ὁ Ἠετίων ἐβασίλευσεν ἐν Φθιώτισι Θήβαις• ὁ Ἀχιλλεύς ἐξεπόρθησε καί κατέστρεψε τήν πόλιν φονεύσας καί τόν Ἠετίωνα καί μετενεγκών εἰς Φθίαν ἄπειρα λάφυρα.
Ὁ Στράβων ἐνόμιζεν ὅτι Πλᾶκος ἦτο ὄρος καί ἠ Θήβη ἔκειτο ὑπό τό ὄρος (Ὑποπλακίη), ἀλλά παρ᾿ Ὁμήρῳ Πλᾶκος = πεδιάς διό καί Ὑποπλακίη Θήβη ἤ Ὑποπλάκιαι Θῆβαι εἶναι αἱ Φθιώτιδες Θῆβαι, διότι ἐάν ἀποβλέψῃ τις ἐκ τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου πρός τήν πεδιάδα Ἁλμυροῦ βλέπει τὸ Ἄκετσι και τά ἐρείπια τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν νά ὑπόκεινται τρόπον τινά τῆς πεδιάδος• ἀλλά καἰ ἡ γνώμη τοῦ κ. Ἀρβανιτοπούλου (Ἀρβανιτόπουλος, Πρακτικά Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας 1908, σελ. 94-198) ὅτι Πλᾶκος ἐννοεῖται τό ὀροπέδιον το ἀπό τοῦ Ἄκετσι μέχρι Περσουφλί καί ἑξῆς, τό ὁποῖον ἔτι καί νῦν εἶναι δασῶδες (ὑλῆεν) δὲν σφάλλεται. Ἀλλά καὶ αὐτή ἡ πεδιάς τοῦ Ἁλμυροῦ ἐάν ἀφεθῇ ἐπί τινα ἔτη ἀκαλλιέργητος καί ἄνευ νομῆς ζώων εὐκόλως ἀναδασοῦται, διότι τό χῶμα εἶναι ὀρεινόν. Καί μέ ὅλην τήν ἐντατικήν καλλιέργειαν τῶν χρόνων ἡμῶν καί τήν ἐνδελεχῆ ὑλοτομίαν ἱκανά δάση ἔχει ἡ πεδιάς τοῦ Ἁλμυροῦ.
Συνεπῶς τό Πλᾶκος ὑλῆεν ἐφαρμόζεται καλῶς ἐπί τοῦ Κροκίου Πεδίου και ἐπὶ τοῦ ὀροπεδίου Ἄκετσι – Περσουφλί. Ὀρθῶς λοιπόν καί ὁ Staehlin καί ὁ Ἀρβανιτόπουλος ὥρισαν τάς θέσεις τῶν Ὑποπλακίων Θηβῶν, διότι καἰ ἡμεῖς ὡς ἐντόπιοι γνωρίζομεν καλῶς τάς ἰδιότητας τοῦ ἐδάφους τῆς χώρας μας. Καί ἡμεῖς ἀπὀ τοῦ ἀτμοπλοίου πολλάκις παρετηρήσαμεν τό κρόκιον πεδίον καὶ εἴδομεν ὅτι το ἀπό τοῦ Ἁλμυροῦ, Ἀϊδινίου και Ἄκετσι καί πρός δυσμάς τμῆμα αὐτοῦ ὄντως ὑπέρκειται τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν.
Τοῦτο δέ καί αὐτός ὁ Στράβων ἀσυναισθήτως βεβαιοῖ ἐν τοῖς Φθιωτικοῖς αὐτοῦ, λέγων: «ὑπέρκειται μέν τό Κρόκιον Πεδίον, ὑπόκεινται δέ Θῆβαι (αἱ Φθιώτιδες.)»
Αλλά και ο κορυφαίος φιλόλογος, μεγάλος ελληνιστής και σπουδαίος μελετητής του Ομήρου, περίφημος καθηγητής, γερμανός βαρώνος Fr Hiller Von Gartringen, σύζυγος της κόρης του περίφημου Βιλαμόβιτς, επαινώντας, σ΄ ένα ειδικό ελεγείο που συνέθεσε ειδικά για τον σκοπό αυτό, και το οποίο φυλάσσεται στα κατάλοιπα του Γιαννόπουλου, το «Δελτίο» της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού, γράφει τα εξής :
«Δελτίον ἦλθε σοφὸν, τὸ μάλ’ ἐνδυκέως ἐτέλεσσεν Ὄθρυος ὃς φθίην σύλλογος ἀμφὶς ἔχει, ῎Οθρυος, ὃς καὶ ῎Αλον καὶ Πύρασον αἰπὺ τε Θηβῶν ἄστυ Ὑποπλακίων Ἀμφανέας τε νέμει.» Το ελεγείο δημοσιεύθηκε στο 1ο τεύχος της δεύτερης περιόδου του «Δελτίου» της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού «Όθρυς» (Αλμυρός 1997, σελ. 88).
Στο ελεγείο αυτό, όπως φαίνεται από τους παραπάνω τέσσερις πρώτους στίχους του, ο σοφός γερμανός καθηγητής, περιγράφοντας κατά κάποιο τρόπο την περιοχή για την μελέτη της ιστορίας της οποίας ενδιαφερόταν η Φιλάρχαιος Εταιρεία Αλμυρού «Όθρυς», συμπεριλαμβάνει σ’ αυτή την περιοχή και τις Υποπλάκιες Θήβες, συμφωνώντας προφανώς με τους άλλους ερευνητές.
Αυτά λένε όσοι ασχολήθηκαν με το θέμα επιστημονικά. Έτσι δεν απομένει σε μας παρά να επισημάνουμε για μια ακόμη φορά την σπουδαιότητα των μύθων της περιοχής και την αρχαιότητά τους. Μιλήσαμε πολλές φορές λέγοντας ότι οι μύθοι των περιοχών οι οποίες δεν έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην όλη ιστορία της πατρίδας μας πρέπει να προσεχθούν περισσότερο, γιατί πρέπει να είναι αυθεντικότεροι. Το παραπάνω παράδειγμα, έστω και με όσες και όποιες αμφιβολίες και αμφισβητήσεις μπορεί να διατυπωθούν, δικαιώνει την άποψή μας για μια ακόμη φορά.
Για το ίδιο θέμα μπορεί όποιος ενδιαφέρεται να ιδεί στο ΔΕΛΤΙΟ ΤΗΣ ΦΙΛΑΡΧΑΙΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΑΛΜΥΡΟΥ «ΟΘΡΥΣ», Περίοδος β, τεύχος 1, σελ. 86 – 92, Ιωάννης Ρ. Πανέρης, Εγκωμιαστικό Ελεγείο του H. v. Gartringen για την Εταιρεία μας. Η διαρκής ακτινοβολία της και η λειτουργική αυτογεφύρωσή της, (Υποσημείωση 12).
Θα πρέπει, νομίζουμε, να προσθέσουμε στο σημείο αυτό ότι η Κιλικία παλαιότερα λεγόταν Υπαχαΐα, όνομα το οποίο ίσως δηλώνει κάποια σχέση (εξάρτησης; εποίκισης;) με την Αχαΐα (Φθιώτιδα).
Αυτή η υποδηλούμενη σχέση είναι ενισχυτική της άποψης ότι ο μύθος του Ηετίωνα και της Ανδρομάχης των (Φθιωτίδων) Θηβών είναι δυνατόν να ήταν γνωστή στον Όμηρο και να ενσωματώθηκε στο έπος του μεταφερμένη από την (Φθιώτιδα) Αχαΐα στην (Υπ)Αχαΐα.
Η περιοχή λοιπόν εκείνη λεγόταν Υπαχαΐα. Η ονομασία Κιλικία της ίδιας περιοχής είναι κατοπινή. Δηλαδή αργότερα όταν έφτασε εκεί ο Κίλικας, ένας από τους γιους του Αγήνορα, ψάχνοντας για την αδερφή του, την Ευρώπη, και εγκαταστάθηκε σ’ αυτήν, την ονόμασε Κιλικία: «Οὗτοι (οι Κίλικες) τό παλαιόν Ὑπαχαιοί ἐκαλέοντο, ἐπί δέ Κίλικος τοῦ ᾿Αγήνορος. . .ἔσχον τὴν ἐπωνυμίαν (Κίλικες)» (Ηρόδοτος Ζ, 91).
Βεβαίως είναι γνωστές στους μυθολόγους και άλλες μεταφορές μύθων. Π. χ. ο μύθος της Ομφάλης που αναφέρεται στη Λυδία, όπως αναφέρουμε σ’ άλλο σημείο της εργασίας μας αυτής, έχει μεταφερθεί εκεί από την Θεσσαλία ή έστω, σύμφωνα με άλλους, από την Ήπειρο.
Μεταφερμένος θεωρείται και ο μύθος του Βαλλερεφόντη. Εξάλλου είναι πολλοί οι μύθοι που υπήρχαν πριν από την εποχή του Ομήρου και των οποίων έχει χαθεί αυτή η προομηρική τους μορφή εξαιτίας της ωραιοποιημένης ποιητικής μορφής με την οποία τους παρουσίασε ο Όμηρος. Πολλοί είναι οι μύθοι που έφτασαν μέχρι την σημερινή εποχή, όχι με την αρχική τους μορφή αλλά με τον όμορφο ποιητικό μανδύα που τους φόρεσε ο Όμηρος.
Να υπήρχαν άραγε κάποτε στην περιοχή του Αλμυρού μύθοι που έλεγαν ότι η Ανδρομάχη ήταν μια πριγκιποπούλα που ζούσε στην περιοχή του χωριού των σημερινών Μικροθηβών, κόρη του βασιλιά Ηετίωνα, που τον νίκησε και κατέστρεψε το βασίλειό του ο Αχιλλέας και να ξεχάστηκαν εντελώς όπως τόσοι και τόσοι άλλοι μύθοι; Μήπως έτσι εξηγείται καλύτερα και το γεγονός ότι η Ανδρομάχη, ανάμεσα σε τόσους και τόσους άλλους σπουδαίους πολέμαρχους και βασιλιάδες στον Τρωικό Πόλεμο, γίνεται γυναίκα του Νεοπτόλεμου, του νεαρότατου πρίγκιπα που «κατά σύμπτωση» είναι πρίγκιπας του γειτονικού «των Υποπλακίων (Φθιωτικών) Θηβών» βασιλείου; Μήπως όλα αυτά ξεχάστηκαν επειδή ο Όμηρος τα ανακάτεψε με τ’ άλλα κατορθώματα των ηρώων του στον Τρωικό Πόλεμο και η μεγάλη διάδοση των ομηρικών επών σκέπασε οριστικά και τελεσίδικα τους αληθινούς μεν αλλά ανυποστήρικτους προϋπάρχοντες μύθους μιας ασήμαντης περιοχής;
Μιλούμε βέβαια κάνοντας υποθέσεις που ίσως κάποτε στο μέλλον φωτισθούν περισσότερο. Παραμύθια για βασιλόπουλα που κάνουν πολλά κατορθώματα πριν πάρουν γυναίκα τους μια όμορφη και ξακουστή βασιλοπούλα υπάρχουν, και αναφέρονται σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, πολλά. Να είναι κάποιο από αυτά μακρινός απόηχος του παραπάνω μύθου; Είναι μια πολύ γοητευτική υπόθεση την οποία κάποιοι μπορούν να την χαρακτηρίσουν επιπόλαιη, μη επιστημονική και πολύ απλοϊκή. Πειράζει όμως τάχα τόσο πολύ να μην την απορρίπτουν με πολλή ευκολία κάποιοι; Μήπως δεν έχουμε και άλλους μύθους που μετατοπίστηκαν σε άλλες περιοχές από τούτον τον τόπο;
Και κάτι άλλο σχετικό για δημιουργία περισσότερου προβληματισμού ή για να μειωθούν, έστω ν’ αμβλυνθούν, οι όποιες διαφωνίες και αμφισβητήσεις μπορεί να διατυπωθούν και το οποίο εμείς το βρίσκουμε πολύ σημαντικό και νομίζουμε ότι ενισχύει τις απόψεις που υποστηρίζουμε.
Σύμφωνα με ένα μύθο, ο Πέργαμος, ο τρίτος γιος του Νεοπτόλεμου και της Ανδρομάχης (οι άλλοι δύο ήταν ο Μολοσσός και ο Πίελος), όταν πέθανε ο Έλενος, ο οποίος είχε παντρευτεί την Ανδρομάχη μετά τον γάμο της με τον Νεοπτόλεμο, πήρε τη μητέρα του και αποίκους και ήρθε στη Μικρά Ασία όπου έχτισε μία πόλη που την ονόμασε Πέργαμο. Η πόλη Πέργαμος λεγόταν και Ανδρομάχη από το όνομα της μητέρας του ιδρυτή της.
Έτσι δεν αποκλείεται ο Όμηρος, βρίσκοντας να υπάρχει στις μνήμες των ανθρώπων στην Μικρά Ασία η Ανδρομάχη και οι μύθοι γύρω από αυτήν, να την τοποθέτησε εκεί. Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι οι Περγαμηνοί τιμούσαν ιδιαίτερα την Ανδρομάχη.
«Ἑλένου δέ ὡς ἐτελεύτα Μολοσσῷ τῷ Πύρρου παραδόντος τήν ἀρχήν, Κεστρῖνος μέν σύν τοῖς ἐθέλουσιν Ἠπειρωτῶν τήν ὑπέρ Θύαμιν ποταμόν χώραν ἔσχε, Πέργαμος δὲ διαβάς ἐς τήν Ἀσίαν Ἄρειον δυναστεύοντα ἐν τῇ Τευθρανίᾳ κτείνει μονομαχήσαντά οἱ περί τῆς ἀρχῆς καἰ τῇ πόλει τό ὄνομα ἔδωκε τό νῦν ἀφ” αὑτοῦ και Ἀνδρομάχης – ἠκολούθει γάρ οἱ) καί νῦν ἐστιν ἡρῶον ἐν τῇ πόλει».
(Αφού παρέδωσε την εξουσία ο Έλενος στον Μολοσσό, τον γιο του Πύρρου, όταν πέθαινε, ο μεν Κεστρίνος με Ηπειρώτες εθελοντές, κατέλαβε την χώρα πέρα από τον Θύαμη ποταμό, και ο Πέργαμος πέρασε στην Ασία, και, σε μονομαχία για την εξουσία, σκότωσε τον Άρειο, τον ηγεμόνα της Τευθρανίας, και έδωσε ο Πέργαμος στην πόλη το τωρινό της όνομα από τον εαυτό του για την Ανδρομάχη, η οποία τον είχε ακολουθήσει, και τώρα υπάρχει ηρώο στην πόλη). (Παυσανίας, Ι, 11, 2.)

11. Ο αργοναύτης Θέστορας. . .σύντροφος του Οδυσσέα
Βεβαίως οι μύθοι οι σχετικοί και με τους άλλους ήρωες του Τρωικού Πολέμου όχι μόνο, όπως ήταν φυσικό, δεν ήταν άγνωστοι στην περιοχή, αλλά αποτελούσαν και θέματα διακόσμησης αγγείων και άλλων παραστάσεων.
Όπως μας βεβαιώνει ο αρχαιολόγος Αρβανιτόπουλος, (Αρχαιολογική Εφημερίδα 1910, στήλες 82 -94, Μεγαρικοί σκύφοι Φθιωτίδων Θηβῶν) που διενήργησε ανασκαφές στο χώρο των Φθιωτίδων Θηβών, βρήκε εκεί τεμάχια πήλινων σκύφων με παραστάσεις από τη μυθολογία του Τρωικού Πολέμου.
Σε μερικά τεμάχια των σκύφων αυτών παριστανόταν ο γνωστός μύθος της μεταμόρφωσης από την Κίρκη των συντρόφων του Οδυσσέα σε χοίρους. Το ενδιαφέρον μάλιστα με τους σκύφους των Φθιωτίδων Θηβών είναι ότι σ’ αυτούς αναφέρονται και ονόματα συντρόφων που δεν μας είναι γνωστά από άλλες πηγές. Έτσι στις απεικονίσεις των σκύφων των Φθιωτίδων Θηβών, που έφερε στο φως ο Αρβανιτόπουλος αναφέρονται και τα ονόματα Θέστωρ, Θεόφρων και Μάντιχος.
Μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι τα άγνωστα αυτά, από άλλες πηγές, ονόματα προέρχονται από τοπικές εκδοχές του πανελλήνια γνωστού μύθου που ξεχάστηκαν; Ενδιαφέρον παρουσιάζει ακόμη η απεικόνιση του γνωστού μύθου στο σκύφο των Φθιωτίδων Θηβών για το ότι παρατηρείται μια μικρή διαφοροποίηση από τα κοινώς παραδεκτά. Δεν μεταμορφώνονται όλοι οι σύντροφοι του Οδυσσέα σε χοίρους αλλά κάποιοι και σ’ άλλες μορφές ζώων.
Έτσι ο «Θεόφρων» του σκύφου των Φθιωτίδων Θηβών μεταμορφώνεται σε αλεκτρυώνα (πετεινός), ενώ ο «Μάντιχος» σε κριάρι. Τον Θέστορα, θέλοντας ο καλλιτέχνης προφανώς να επικεντρώσει το θέμα του και την προσοχή του θεατή σ’ αυτόν, τον παρουσιάζει ακριβώς κατά τη διαδικασία της μεταμόρφωσης. Έτσι εικονίζει το κεφάλι του μόνο να έχει μεταμορφωθεί σε κεφάλι κάπρου ενώ οι άκρες των χεριών του σε οπλές. Το υπόλοιπο σώμα του είναι ακόμα ανθρώπινο. Ο τεχνίτης δηλαδή που απεικόνιζε τον μύθο στο σκύφο των Φθιωτίδων Θηβών στάθηκε, θέλοντας να κάνει κεντρικό ήρωα τον «Θέστορα», ακριβώς στη στιγμή που αυτός βρισκόταν στη διαδικασία της μεταμόρφωσής του. Μήπως λοιπόν υπήρχε κάποιος τοπικός μύθος που ήθελε τους συντρόφους του Οδυσσέα να μεταμορφώνονται όχι μόνο σε χοίρους, αλλά και σε άλλα ζώα; Μήπως είναι απλά αυτή η απεικόνιση ελεύθερη καλλιτεχνική δημιουργία; Γιατί ο λαϊκός καλλιτέχνης παριστάνει τον Θέστορα ακριβώς στη διαδικασία της μεταμορφώσεώς του ;
Αυτά είναι ερωτήματα των οποίων η απάντηση ξεφεύγει από τους σκοπούς της εργασίας μας αυτής. Θα επιμείνουμε όμως σε κάποια δική μας άποψη.
Για τον μάντη Θέστορα, τον αργοναύτη και πατέρα του Κάλχα είναι γνωστός ένας πολύ όμορφος μύθος που τον είδαμε στο κεφάλαιο της Αργοναυτικής Εκστρατείας.
Εμείς και στη θέση αυτή ωστόσο διατυπώνουμε την άποψη ότι ο «άγνωστος» Θέστορας του σκύφου των Φθιωτίδων Θηβών μπορεί να είναι ο γνωστός μάντης Θέστορας, ο θετός γιος του Ίδμονα, αυτός που γεννήθηκε στις όχθες του Άμφρυσου ποταμού από την Αντιάνειρα και τον Απόλλωνα. Μπορεί δηλαδή να είναι ο Θέστορας αυτός ο πατέρας του μεγάλου και ονομαστού μάντη Κάλχα. Πέραν από όσα άλλα έχουμε αναφέρει για το θέμα αυτό, προσωπικά μας εντυπωσιάζει το γεγονός ότι ο καλλιτέχνης, παριστάνει ειδικώς τον Θέστορα ακριβώς στη διαδικασία της μεταμόρφωσης.
Έτσι δεν είναι παράλογο να πούμε ότι ο λαϊκός καλλιτέχνης προσπαθεί να επικεντρώσει την προσοχή του παρατηρητή στον Θέστορα. Μήπως λοιπόν στην πραγματικότητα ο «άγνωστος» από άλλες πηγές Θέστορας ήταν κάποιος που ήταν «πολύ γνωστός» στην περιοχή στην οποία θα κυκλοφορούσε ο σκύφος, στην περιοχή των Φθιωτίδων Θηβών και γι’ αυτό ο λαϊκός καλλιτέχνης τον παρουσιάζει κεντρικό πρόσωπο στην παράστασή του;
Στο σημείο αυτό και για ενίσχυση της άποψής μας ότι πολλοί μύθοι της περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας, της σημερινής δηλαδή ευρύτερης περιοχής του Αλμυρού, όπως αυτός του Ηετίωνα και της κόρης του Ανδρομάχης, έχουν μετατοπιστεί και είναι γνωστοί ως μύθοι άλλων περιοχών, θ’ αναφέρουμε λίγα ακόμη στοιχεία για τις μετατοπίσεις μύθων που έγιναν από την Αχαΐα Φθιώτιδα, που τα παίρνουμε από το δημοσίευμα του Νίκου Παπαχατζή «Μύθοι και αρχαιότερες λατρείες της θεσσαλικής Μαγνησίας» (Αρχαιολογική Εφημερίδα 1984, σελ. 130 -156).
«Η παλιά όμως εικασία πως ο Κύκνος στην αρχική μορφή του μύθου θανατωνόταν από τοπικό ήρωα είναι βάσιμη. Ο Αχιλλέας, κατά τους σωζόμενους μύθους, είχε σκοτώσει ένα Κύκνο, γιο του Ποσειδώνα, που ήταν φοβερότερος από τον εδώ εμφανιζόμενο (εννοεί τον Κύκνο που σκότωσε ο Ηρακλής στις Παγασές ή στην Ίτωνα) ως γιο του Άρη, γιατί είχε από τον Ποσειδώνα το χάρισμα να μένει άτρωτος από μεταλλικά όπλα, όπως χάλκινες αιχμές δοράτων και ξίφη. Ήταν σύμμαχος των Τρώων και είχε εγκατασταθεί στην ακτή, όπου θα αποβιβάζονταν οι Αχαιοί. Οι Τρώες, έχοντας εμπιστοσύνη στον Κύκνο, παρατάχθηκαν στην παραλία και έφραξαν το δρόμο προς την πόλη. Όταν ο Πρωτεσίλαος, που πρώτος αποβιβάστηκε, σκοτώθηκε, πήδηξε έξω ο Αχιλλέας με τους άνδρες του και όρμησε κατά του Κύκνου. Είδε πως τα όπλα δεν έφερναν αποτέλεσμα και τον χτύπησε με βράχο στο κεφάλι. Εκείνος σωριάστηκε στο έδαφος και ο Αχιλλέας έσπευσε να τον πνίξει με τα δερμάτινα λουριά του κράνους, όπως διεξοδικά περιγράφει τη σκηνή ο Οβίδιος. (Μεταμορφώσεις 12, 7–140 στον Απολλόδωρο Επιτ. 3, 31).
Μετά το θάνατο του Κύκνου οι Τρώες κλείστηκαν φοβισμένοι στα τείχη και οι Έλληνες μπόρεσαν να αποβιβαστούν ανενόχλητοι.
Για τον Κύκνο αυτόν, τον γιο του Ποσειδώνα, έγινε η υπόθεση πως είχε σκοτωθεί από τον Αχιλλέα στη Μαγνησία πριν από την τρωική εκστρατεία και πως οι μύθοι του Τρωικού Πολέμου μετέφεραν το περιστατικό εντελώς στην αρχή του πολέμου, πριν ακόμη πατήσουν όλοι οι Έλληνες το τρωικό έδαφος.
Ο C. Robert (Heldensage 2, 80 . εξ.) παρατηρεί πως ο Αχιλλέας έφτασε στην Τροία με τη φήμη μεγάλου ήρωα, ώστε να θεωρείται από την αρχή ως η γενναιότερη μορφή των Αχαιών στον πόλεμο κατά των Τρώων. Πιστεύει πως υπήρχαν στην Ελλάδα κατορθώματά του που του είχαν εξασφαλίσει αυτή τη φήμη. Τα σχετικά με τα κατορθώματα αυτά έπη χάθηκαν, και για τον Αχιλλέα των προτρωικών χρόνων είναι γνωστό μόνο πως ως βρέφος ανατράφηκε από τον Χείρωνα με το «μεδούλι από τα κόκαλα των θηραμάτων και με εντόσθια λεονταριών και αγριογούρουνων» Απολλόδωρος, 3, 12, 6.και έπειτα πως κυνηγούσε αγρίμια στο Πήλιο, μέχρις ότου πήρε μέρος στη εκστρατεία της Τροίας, όπου σκοτώθηκε. Δέχεται ο Robert την παλαιότερη εικασία πως μερικά από τα κατορθώματα του Αχιλλέα στην Μαγνησία ή την άλλη Ελλάδα μεταφέρθηκαν στα πεδία των μαχών της Τροίας και εμφανίστηκαν ως επιτυχίες του εκεί. Ένα από αυτά πρέπει να ήταν ο φόνος του Κύκνου. Μερικοί πιστεύουν πως και ο φόνος του Έκτορα ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία των κατορθωμάτων του, αφού υπάρχουν ενδείξεις πως ο Έκτορας ήταν αρχικά Θηβαίος ήρωας. Όταν σκοτώθηκε, οι Θηβαίοι του έκαναν τον τάφο πολύ κοντά στην Καδμεία παρά την Οιδιποδία κρήνη, όπου τον είδε ο Παυσανίας.»

ΤΟ 24ο ΔΕΛΤΙΟ ΤΗΣ ΦΙΛΑΡΧΑΙΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ ΣΕ ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ – ΣΗΜΕΙΑ ΠΩΛΗΣΗΣ ΤΟΥ

246481428_621433105662375_3528217906043091133_nΤο 24ο δελτίο της Φιλαρχαίου, παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία σε ζωντανή μετάδοση, σεβόμενοι την υγεία των θεατών. Προβλήθηκε από το magnesia news. Οι ομιλητές (Δωροθέα Κολυνδρίνη, Γιάννης Θεοδώρου, Χαράλαμπος Παπαρρίζος, Βίκτωρ Κοντοντάτσιος, Τριαντάφυλλος Σπανός) έδωσαν το στίγμα τους κι ενθουσίασαν, καθώς παρουσίασαν τους απελευθερωτικούς αγώνες της περιοχής του Αλμυρού, με ζωντάνια, ευστοχία και ο καθένας πρόσφερε σπουδαίες διδαχές. Μπορείτε να παρακολουθήσετε την εκδήλωση διαδικτυακά, οποιαδήποτε στιγμή. Το βιβλίο – Δελτίο ένα ακόμη πόνημα του Βίκτωρα Κοντονάτσιου (πρόεδρος της Φιλαρχαίου), είναι μία ακριβής και πλήρης κατάθεση γνώσεων της ιστορικής πραγματικότητας, επισφραγίζοντας τη σπουδαιότητα των απελευθερωτικών αγώνων των Αλμυριωτών, αλλά και αποτελώντας ένα άκρως χρήσιμο βιβλίο – ένα απόκτημα – μια παρακαταθήκη των επόμενων γενεών. Μπορείτε να το παραλάβετε μετά από επικοινωνία με τη Φιλάρχαιο. Επίσης στα βιβλιοπωλεία «Σοφία Βούλγαρη» στον Αλμυρό, «ΠΛΑΣΤΕΛΙΝΗ» στο Βόλο στην τιμή των 10 ευρώ.

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (Συνέχεια 16)

Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΗΡΩΩΝ ΤΗΣ ΑΧΑΪΑΣ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΕΣ
Η ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
1. Ο αργοναύτης Αιθαλίδης

                                 Στην Αχαΐα Φθιώτιδα, εκτός από την Οθρηίδα, ζούσαν και πολλές άλλες νύμφες. Μία από αυτές ήταν η Ευπολέμεια. Κάποιοι στην περιοχή έλεγαν ότι η Ευπολέμεια ή Ευπολεμίη δεν ήταν νύμφη αλλά απλά ήταν μία από τις κόρες του τοπικού ήρωα Μυρμιδόνα, του επώνυμου ήρωα των Μυρμιδόνων και γιου του Δία και της Ευρυμέδουσας. Άλλοι πάλι μύθοι ήθελαν τον Μυρμιδόνα να είναι γιος του Διολήθη και εγγονός του Περιήρη.
Η σύγχυση αυτή για το αν η Ευπολέμεια ήταν βασιλοπούλα ή νύμφη παρατηρείται και σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Δεν πρέπει να προξενεί εντυπώσεις. Στην εποχή της δημιουργίας των μύθων οι βασιλοπούλες, οι νύμφες και οι κατώτερες θεές, όπως και οι ήρωες, οι βασιλιάδες και οι κατώτεροι θεοί, συχνά μπερδεύονταν και ταυτίζονταν μεταξύ τους. Η προσπάθεια των βασιλιάδων και των αρχόντων για την κατοχύρωση και την ενίσχυση των μοναρχικών τους δικαιωμάτων μπορούσε να είχε καλύτερα αποτελέσματα εάν, μαζί με άλλες προϋποθέσεις, συνυπήρχε και η βεβαιότητα της θεϊκής τους καταγωγής. Έτσι κατασκεύαζαν μύθους που μπέρδευαν ανθρώπους και θεούς, νύμφες και βασιλοπούλες.
Ό,τι όμως κι αν πίστευαν για την Ευπολέμεια, όσες διαφορές κι αν είχαν, σ’ ένα συμφωνούσαν όλοι στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας, στο ότι η Ευπολέμεια περνούσε τις ώρες της παίζοντας στις όχθες και στα γάργαρα νερά του περίφημου στην αρχαιότητα Άμφρυσου ποταμού, αυτού που σήμερα είναι γνωστός με το όνομα Κεφάλωση. Στις πανέμορφες όχθες του Άμφρυσου ποταμού ζούσαν και έπαιζαν μαζί, αρμονικά δεμένες στη λαϊκή αντίληψη, βασιλοπούλες και νύμφες. Εκεί κοντά, όπως ήταν φυσικό, σεργιάνιζαν και βασιλόπουλα και θεοί.
Εκεί, όπως έλεγαν οι παλαιοί μύθοι της περιοχής, είδε κάποια μέρα ο θεός Ερμής την Ευπολέμεια, λιμπίστηκε την ομορφάδα της και την έκανε δική του. Και, επειδή τα αγκαλιάσματα των θεών ποτέ δε μένουν χωρίς αποτέλεσμα, – «οὐκ ἀποφώλιαι εὐναί ἀθανάτων», όπως λέει ο Όμηρος – ύστερα από καιρό η Ευπολέμεια έγινε μητέρα. Γέννησε τον Αιθαλίδη, σύμφωνα με όσα μαθαίνουμε από τα «Ορφικά» και τον Απολλώνιο.
Ο Αιθαλίδης γεννήθηκε κοντά στην πόλη Άλο, δίπλα δηλαδή στον Άμφρυσο ποταμό. Άλλοι πάλι έλεγαν ότι η Ευπολέμεια πήγε και τον γέννησε κοντά σε μια άλλη πόλη, λίγο πιο πέρα, την Αλόπη, αυτή η οποία, κατά τον Στράβωνα (9, 432) λεγόταν από μερικούς συγγραφείς και Αλιούς.
Τόσο η Άλος όσο και η Αλόπη ήταν πόλεις της Αχαΐας Φθιώτιδας Και οι δύο πόλεις βρίσκονταν στους πρόποδες της ΌΘρης: «Αἰθαλίδην, ὃν ἔτικτε περικλυτή Εὐπολέμεια, Μυρμιδόνος θυγάτηρ, Ἀλόπῃ ἐνί πετρηέσσῃ» (Ορφέας, Αργοναυτικά, στ. 134 -135, Lipsiae 1905), μας λέει ο Ορφέας στα «Αργοναυτικά» του:                            Δηλαδή: «Τον Αιθαλίδη, τον οποίο γέννησε η δοξασμένη Ευπολέμεια, η θυγατέρα του Μυρμιδόνα στην πετρώδη Αλόπη».
Είναι αξιοσημείωτο να τονισθεί εδώ, γι’ αυτή τη σύγχυση ως προς το ποια από τις δύο πόλεις, η Άλος ή η Αλόπη, είναι ο τόπος όπου γεννήθηκε ο Αιθαλίδης, ότι και οι δύο αυτές πόλεις φέρονται να χτίστηκαν, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, από τον Αθάμαντα. Έχουν και οι δύο μία παρόμοια ιστορία: και οι δύο πήραν τα ονόματά τους – που εξάλλου δε διαφέρουν και πολύ από ετυμολογική άποψη – από ομώνυμες και πιστές υπηρέτριες του Αθάμαντα. Οι δύο υπηρέτριες που ακολούθησαν τον Αθάμαντα, μετά το διωγμό του, η Άλος και η Αλόπη, τιμήθηκαν από αυτόν με το δίνοντας τ’ όνομά τους στις αντίστοιχες πόλεις, λένε οι σχετικές μυθολογικές αναφορές.
Η διπλή αυτή εκδοχή του ενός και ίδιου στην πραγματικότητα μύθου, κατά την οποία δύο πόλεις με ονομασίες ετυμολογικά ομόρριζες (Άλος – Αλόπη) και πολύ γειτονικές, οφείλουν τα ονόματά τους στην ίδια διαδικασία, στα ονόματα δηλαδή πιστών υπηρετριών που ακολούθησαν τον ίδιο βασιλιά, τον Αθάμαντα, είναι ενισχυτική του κύρους του μύθου.
Ο Αιθαλίδης λοιπόν αυτός, ο γιος του Ερμή και της Ευπολέμειας, έλαβε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία που έγινε με αρχηγό τον Ιάσονα. Ήταν μάλιστα ο επίσημος κήρυκας πάνω στην Αργώ. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά αφού ο Αιθαλίδης ήταν γιος του θεού Ερμή. Οι μύθοι μάλιστα της Αχαΐας Φθιώτιδας έλεγαν ότι τόσο πολύ είχε αγαπήσει ο Ερμής τον γιο της αγαπημένης του Ευπολέμειας, της νύμφης του Άμφρυσου, ώστε, για χάρη του, σ’ όλη την διάρκεια της Αργοναυτικής Εκστρατείας, δέχτηκε να στερηθεί ο ίδιος το «κηρύκειό» του και να το παραδώσει στον Αιθαλίδη να το έχει μαζί του στο δοξασμένο ταξίδι.
Ο ίδιος θεός Ερμής χάρισε ακόμη στον γιο του μια πολύ καταπληκτική μνήμη από την οποία δεν ξέφευγε τίποτε. Του χάρισε ακόμη και μία ιδιότυπη αθανασία, επειδή δεν μπορούσε να τον κάνει οριστικά αθάνατο. Μετά το θάνατό του δηλαδή, ο Αιθαλίδης είχε από τον πατέρα του το χάρισμα να μπορεί να ζει μία μέρα στον Κάτω Κόσμο και μία στον Επάνω. Γι’ αυτό και ο Αιθαλίδης ονομαζόταν «κῆρυξ ἑτερήμερος».
Όταν οι Αργοναύτες έφτασαν στη Λήμνο, οι Λήμνιες γυναίκες δεν τους επέτρεπαν να αποβιβαστούν στο νησί τους. Ο Αιθαλίδης τότε ήταν εκείνος που μεσολάβησε και έγινε δεκτό το αίτημα των Αργοναυτών και οι Αργοναύτες αποβιβάστηκαν στο νησί.
Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι το νησί Λήμνος ήταν εκείνο στο οποίο είχε εγκαταστήσει το εργαστήριο του ο θεός της φωτιάς και της αιθάλης (καπνού), ο Ήφαιστος.

Το νησί αυτό, εκτός από το όνομα Λήμνος, είχε και το όνομα Αιθάλη (καπνιά). Έτσι φαίνεται να μην είναι άσχετο το ότι ο Αιθαλίδης, που το όνομά του σημαίνει «γιος της Αιθάλης» (γιος της καπνιάς), ήταν εκείνος που μπορούσε να μεσολαβήσει στο νησί της Αιθάλης, της οποίας το όνομα φαίνεται να έχει σχέση εξάρτησης από τον ήρωά μας. Αιθαλία ήταν επίσης μία άλλη ονομασία τόσο της Λέσβου όσο και της Χίου (Πολύβιος, στον Στέφανο Βυζάντιο).
Θα πρέπει – και ίσως μάλιστα με έμφαση – να επισημάνουμε κάτι άλλο πολύ βασικό για την σημαντικότητα, με την οποία περιβαλλόταν στην αρχαιότητα, το όνομα του ήρωα Αιθαλίδη, του αργοναύτη από την Άλο.
Όπως μας λέει ο Διογένης Λαέρτιος (8, 4), ο σοφός Πυθαγόρας, ο οποίος ήταν θερμός υποστηρικτής της θεωρίας της μετενσάρκωσης, πίστευε ότι σε μία από τις προηγούμενες ζωές του είχε ζήσει με τη μορφή του Αιθαλίδη. Το ισχυρίζονταν αυτό και οι μαθητές του Πυθαγόρα. Αυτοί μάλιστα απαριθμούσαν όλα τα πρόσωπα στα οποία είχε κατοικήσει η ψυχή του Αιθαλίδη πριν φτάσει στον Πυθαγόρα. Πρώτα μπήκε στο σώμα του Εύφορβου, ύστερα στου Ερμότιμου, που καταγόταν από τις Κλαζομενές, ύστερα στου Πύρρου, ενός ταπεινού βοσκού του νησιού Δήλος, και τέλος στου Πυθαγόρα.
Ο Ερμότιμος είχε τη δύναμη να κάνει την ψυχή του να εγκαταλείπει το σώμα του για πολύ καιρό. Στα διαστήματα αυτά, κι ενώ το σώμα του κειτόταν σαν νεκρό, περιπλανιόταν σε χώρες μακρινές και πειραματιζόταν σε πράγματα απόκρυφα. Σε μια τέτοια κατάσταση βρήκαν οι εχθροί το σώμα του και το έκαψαν. Οι δυνατότητες αυτές του Ερμότιμου είναι μια άλλη μορφή της ιδιότυπης αθανασίας που χάρισε ο Απόλλωνας στον Αιθαλίδη.
Όλες αυτές οι αλλεπάλληλες μετεμψυχώσεις του Αιθαλίδη εξηγούνταν από την ιδιότυπη εκείνη αθανασία που του χάρισε ο πατέρας του να μπορεί να ζει πότε στον Επάνω και πότε στον Κάτω Κόσμο. Εκτός από αυτό, ο Αιθαλίδης, χάρη στην τεράστια μνήμη που είχε – πολύτιμο χάρισμα κι αυτό του θεϊκού πατέρα του – μπορούσε, σε κάθε μία από αυτές τις αλλεπάλληλες ζωές που έζησε, να θυμάται τις προηγούμενες. Και αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος που δικαιολογούσε πώς ο Πυθαγόρας μπορούσε και γνώριζε όλα όσα είχε ζήσει ως Αιθαλίδης. Θυμόταν την ζωή του ως Αιθαλίδης, ως Εύφορβος, ως Ερμότιμος και ως Πύρρος. Ζώντας ο Πυθαγόρας με την ψυχή του Αιθαλίδη μέσα του, θυμόταν, χάρη στην καταπληκτική μνήμη που είχε αυτή η ψυχή, το ότι σε μία από τις προηγούμενες ζωές του είχε ζήσει την ζωή του ήρωα Αιθαλίδη σ’ όλες της τις λεπτομέρειες.

2. Οι αργοναύτες Εχίονας, Εύρυτος και Ίδμονας

                        Μια άλλη, ξακουστή επίσης, νύμφη που ζούσε στην ίδια περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας, ήταν η Αντιάνειρα. Ο Ερμής τίμησε με τον έρωτά του και την Αντιάνειρα και την έκανε μητέρα δυο αγοριών, του Εχίονα και του Εύρυτου ή Έρυτου. Και τα δυο αυτά παιδιά του Ερμή έλαβαν μέρος ως αργοναύτες στην Αργοναυτική Εκστρατεία. Ως παιδιά δε του Ερμή, όπως αναφέρουν οι σχετικοί μύθοι, ήταν και αυτά κήρυκες.
Οι δυο γιοι του Ερμή και της νύμφης Αντιάνειρας, ο Εύρυτος και ο Εχίονας, αναφέρονται ακόμα ανάμεσα σ’ εκείνους τους ήρωες που έλαβαν μέρος και στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου. Για τον Εύρυτο έλεγαν ακόμα ότι έλαβε μέρος και στους αγώνες που διοργάνωσε ο Άκαστος για να τιμήσει τη μνήμη του Πελία και μάλιστα ότι βγήκε νικητής.
Κάποιος άλλος μύθος, που μας τον παρουσιάζει ο Αθανάσιος Σταγειρίτης στην «Ωγυγία» του, τα έλεγε διαφορετικά. Ναι, πατέρας των δυο Αργοναυτών, του Εύρυτου και του Εχίονα, ήταν μεν ο Ερμής, αλλά μητέρα τους δεν ήταν η Αντιάνειρα. Ήταν η νύμφη Λαοθόη, μία άλλη ξακουστή νύμφη, πάλι από την ίδια περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Η Αντιάνειρα, στα «Ορφικά», στα οποία παρουσιάζεται ως κόρη του Φέρητα, του ιδρυτή των Φερών, φέρεται να είναι μητέρα ενός ακόμη ήρωα της Αργοναυτικής Εκστρατείας, του Ίδμονα. Αυτός όμως ήταν γιος, όχι του Ερμή αλλά ενός άλλου θεού, του Απόλλωνα. Ο Απόλλωνας, που εκείνο τον καιρό, τιμωρημένος από τον Δία, υπηρετούσε ως τσοπάνος στο βασιλιά των Φερών Άδμητο, ξελόγιασε την Αντιάνειρα και πλάγιασε μαζί της στις δροσερές όχθες του ιερού ποταμού Άμφρυσου. Εκεί έβοσκε ο Απόλλωνας τα κοπάδια του Άδμητου, εκεί πήγαινε να παίξει και η Φερητιάδα Αντιάνειρα και εκεί οι δυο νέοι αντάμωσαν και αγαπήθηκαν:
«δή τότ’ Ἄβαντος παῖς νόθος ἤλυθε καρτερός Ἴδμων,
τόν ῥ’ ὑποκυσσαμένη τέκεν Ἀπόλλωνι ἄνακτι
Ἀμφρύσου παρά χεῦμα Φερετιάς Ἀντιάνειρα.
τῷ καί μαντοσύνην ἔπορεν καί θέσφατον ὀμφήν
Φοῖβος, ἵν᾿ ἀνθρώποισιν ἀρηρότα μυθίζοιτο». (Απολλώνιος Ρόδιος, Αργοναυτικά, 1, 139 κ. εξ. Orphica, Procli Hymni, Musaei, Carmen de Hero et Leandro, Callimachi Hymni et Epigrammata, Ορφέας Αργοναυτικά, στίχ. 188 -192, Lipsiae 1905. σελ 11 – 12).
Δηλ.: «τότε λοιπόν ήρθε ο νόθος γιος του Άβαντα ο ισχυρός Ίδμονας τον οποίο, αφού έμεινε έγκυος από τον άνακτα Απόλλωνα, τον γέννησε δίπλα στο ρείθρο του Άμφρυσου η Φερητιάδα Αντιάνειρα, σ’ αυτόν (Ίδμονα) και μαντευτικότητα έδωσε και φωνή για τα πεπρωμένα ο Φοίβος (Απόλλωνας) για να λέει στους ανθρώπους τα αρμόζοντα».
Θνητός και θετός πατέρας του Ίδμονα ήταν ο Άβαντας. Αθάνατος και φυσικός πατέρας του ήταν ο Απόλλωνας. Έτσι γίνονταν τότε με τα βασιλόπουλα. Γεννιόνταν αφού πλάγιαζε με τη μάνα τους κάποιος θεός και ύστερα, παίρνοντας θεϊκή εντολή, τα υιοθετούσαν και τα προστάτευαν, μέχρι να μεγαλώσουν, οι θνητοί γονείς τους. Τέτοια παραγγελία έπαιρναν από το θεό. Και τέτοιες θεϊκές παραγγελίες όλοι τις εκτελούν χωρίς αντιρρήσεις.
Ο Ίδμονας, ο γιος του Απόλλωνα και της Αντιάνειρας, ήταν ένας σπουδαίος μάντης. Ο πατέρας του, ο μεγάλος Απόλλωνας, του χάρισε την ικανότητα να μαντεύει και να λέει στους ανθρώπους εκείνα που έπρεπε να κάνουν. Έλαβε κι αυτός μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία και κατά την διάρκειά της ο Ίδμονας ήταν εκείνος που ερμήνευε τους διάφορους οιωνούς.
Σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, όχι ευρύτερα γνωστή, ο Αιήτης δεν ζήτησε αποκλειστικά και μόνο από τον Ιάσονα να κάνει τα μεγάλα κατορθώματα και να ζέψει τους δυο ταύρους και να σπείρει τα δόντια των δράκων. Αρκούσε να κάνει τα κατορθώματα αυτά ένας οποιοσδήποτε από τους αργοναύτες. Όλοι οι αργοναύτες φάνηκαν πρόθυμοι ν’ αναλάβουν ο καθένας τους να πραγματοποιήσουν μόνος του τα μεγάλα αυτά κατορθώματα. Ο Ίδμονας όμως, που είχε την σοφία δοσμένη από τον πατέρα του να λέει πάντοτε το σωστό, είπε ότι αυτό πρέπει να το αναλάβει ο Ιάσονας (Σχόλια στον Απολλώνιο τον Ρόδιο 3, 515-521 και 523-524).

Έτσι μόνο θα τιμούνταν όσο έπρεπε ως αρχηγός τους και έτσι μόνο θα του αναγνωριζόταν το κατόρθωμα ως δικό του για να μπορέσει να διεκδικήσει τον θρόνο της Ιωλκού, όταν θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους.
Θνητός πατέρας του Ίδμονα, όπως είδαμε και όπως ισχυρίζονται ο Απολλώνιος ο Ρόδιος αλλά και ο Ηρόδοτος, ήταν ο Άβαντας. Ο Άβαντας ήταν γιος του Μελάμποδα. Ήταν λοιπόν ο Ίδμονας εγγονός του μάντη Μελάμποδα και γι’ αυτό ήταν μάντης, αφού ανήκε στη μεγάλη γενιά των ξακουστών μάντηδων, των Μελαμποδιδών. Πώς λοιπόν να μην ήταν σπουδαίος μάντης αφού τόσο ο φυσικός πατέρας του, ο θεός Απόλλωνας, όσο και ο θετός του, ο Άβαντας, αλλά και ο παππούς του, ο Μελάμποδας, ήταν μάντηδες; Γι’ αυτό, όπως θα δούμε πιο κάτω, ο Ίδμονας, φέρεται να είναι ο παππούς του ξακουστού μεγάλου μάντη Κάλχα.
Ως μάντης ο Ίδμονας γνώριζε πολύ καλά, γιατί το είχε καταλάβει από το πέταγμα των πουλιών πριν ακόμα ξεκινήσουν, ότι στην Αργοναυτική Εκστρατεία θα σκοτωνόταν και ο ίδιος (Απολλόδωρος 2, 815 κ. εξ.). Παρ” όλα αυτά όμως, έλαβε μέρος σ’ αυτήν και πραγματικά, όπως είχε μαντέψει, σκοτώθηκε από το χτύπημα ενός κάπρου στη χώρα των Μαριανδυνών.
Δεν συμφωνούσαν όλοι όμως μ’ αυτή την εκδοχή. Ακούγονταν και άλλοι διαφορετικοί μύθοι. Σύμφωνα με τον Σενέκα (Μήδεια 651 κ.εξ.) ο Ίδμονας πέθανε από δάγκωμα φιδιού, ενώ σύμφωνα με τον Βαλέριο Φλάκκο αιτία του θανάτου του ήταν κάποια αρρώστια που του παρουσιάστηκε.
Οι αργοναύτες έστησαν πάνω στο τάφο του Ίδμονα ένα κομμάτι ξύλο από την Αργώ, γιατί έτσι τους συμβούλεψε ο Ορφέας. Το ξύλο αυτό της Αργώς, αργότερα έβγαλε ρίζες και βλάστησε και έγινε μια μεγάλη αγριελιά, που φανέρωνε έτσι σ’ όλους τον τάφο του μεγάλου μάντη.
Ο Ίδμονας ταυτίστηκε από τους Μαριανδυνούς, στη χώρα των οποίων βρισκόταν ο τάφος του, με τον δικό τους τοπικό ήρωα τον Αγαμήστορα. Αργότερα, όταν πέρασαν τα χρόνια και ήρθε η λησμονιά να σκεπάσει τις διαφορές και να μπερδέψει τις διαφορετικές απόψεις, πολλοί μπέρδευαν τα ονόματα. Άλλοι έλεγαν ότι ο τάφος που βρισκόταν στη χώρα των Μαριανδυνών ήταν του Αγαμήστορα και άλλοι ότι ήταν του Ίδμονα. Στην Ηράκλεια του Πόντου υπήρχε ο τάφος ενός ήρωα με το όνομα Αγαμήστορας. Αργότερα έλεγαν ότι ο ήρωας, που ήταν θαμμένος εκεί, ήταν ο προφήτης της Αργώς Ίδμονας (Ηρόδωρος FGrHist 31 F51, Προμαθίδας FGrHist 430 F3, Απολλώνιος Ρόδιος 2, 849 κ.ε. και Σχόλια 2, 844 – 847a και 2, 848 – 850. Πρβ. και Κόιντο Σμυρναίο 6, 464 (Βιβλιογραφία αναφερόμενη στην Ελληνική Μυθολογία, Εκδοτικής Αθηνών, τόμ. 4ος, σελ. 156).
Είναι και αυτή μία ακόμη περίπτωση σύγχυσης και ταύτισης ηρώων που οφείλεται στις προσπάθειες οικειοποίησης ξένων μύθων. Οι Μεγαρείς και οι Βοιωτοί, οι οποίοι πολύ αργότερα θέλησαν να χτίσουν εκεί μια πόλη, όταν ρώτησαν το μαντείο των Δελφών σχετικά, πήραν την απάντηση ότι έπρεπε να λατρεύουν τον θαμμένο εκεί ήρωα ως προστάτη τους.
Σύμφωνα όμως με τα «Ναυπάκτια Έπη» ο Ίδμονας δεν σκοτώθηκε στη χώρα των Μαριανδυνών αλλά έφτασε κι αυτός ζωντανός στην Κολχίδα μαζί με τους άλλους Αργοναύτες και έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαφυγή των Αργοναυτών από το παλάτι του Αιήτη. Αυτός ήταν εκείνος που, μόνος απ’ όλους, έμεινε ξάγρυπνος, το βράδυ της παραμονής της ημέρας που επρόκειτο να φύγουν οι Αργοναύτες από τη χώρα του Αιήτη με το χρυσόμαλλο δέρας, ενώ όλοι οι άλλοι μεθυσμένοι, σύμφωνα με το σχέδιο εξόντωσής τους που είχε καταστρώσει ο Αιήτης, έπεσαν σε βαθύ ύπνο.

Έτσι, όταν η Αφροδίτη που ήθελε να βοηθήσει τους Αργοναύτες άναψε ερωτικό πόθο στον Αιήτη για την γυναίκα του, προκειμένου να δώσει την ευκαιρία στους Αργοναύτες να ξεφύγουν, ο Ίδμονας φρόντισε και τους ξύπνησε όλους και έφυγαν. Έτσι έλεγαν και καμάρωναν για την προσφορά του δικού τους Αργοναύτη, του Ίδμονα, οι άνθρωποι που ζούσαν κοντά στον Άμφρυσο ποταμό, τη σημερινή Κεφάλωση, έξω από τον Πλάτανο του Αλμυρού, όπου είχε γεννηθεί ο μεγάλος αυτός ήρωας και μάντης.

3. Η κόρη του Ίδμονα Αράχνη

                        Πολλά άλλα ενδιαφέροντα έλεγαν ακόμη τα παραμύθια της Αχαΐας Φθιώτιδας για τον ξακουστό αργοναύτη και μάντη Ίδμονα.
Μερικοί έλεγαν ότι ναι μεν πατέρας του ήταν ο Απόλλωνας, αλλά μητέρα του δεν ήταν η Αντιάνειρα. Ήταν η νύμφη Κυρήνη, η οποία ήταν μητέρα και του Αρισταίου.

Επομένως, κατά την εκδοχή αυτή, ο Ίδμονας και Αρισταίος ήταν αδελφοί.
Άλλοι πάλι έλεγαν ότι μητέρα του Ίδμονα ήταν η Αστερία, η κόρη του Λαπίθη Κόρωνου ή Κορωνού. Άλλοι μύθοι ήθελαν μητέρα του Ίδμονα να είναι η Αγλαΐα, που κι αυτή, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, ήταν θυγατέρα του Φέρητα. Έτσι ισχυρίζεται ο Αθανάσιος Σταγειρίτης στην «Ωγυγία» του. Σ’ όλες όμως τις μυθολογικές εκδοχές φυσικός πατέρας του φερόταν, χωρίς καμία εξαίρεση, πάντοτε, ο Απόλλωνας.
Κόρη του μάντη Ίδμονα ήταν η Αράχνη, μια πανέμορφη κοπέλα που ήταν μεγάλη τεχνίτισσα στον αργαλειό και περηφανευόταν για τα θαυμαστά χειροτεχνήματά της. Τόσο πολύ περήφανη ήταν γι’ αυτή της την τέχνη, ώστε ισχυριζόταν ότι ξεπερνούσε στην υφαντική και αυτή ακόμα την θεά Αθηνά. Τολμούσε ακόμη στα υφαντά της να παριστάνει τους έρωτες των θεών. Μάλιστα κάποια φορά δεν δίστασε να καλέσει την ίδια την Αθηνά σε αγώνα υφαντικής. Ο διαγωνισμός έγινε.

Της Αθηνάς το έργο ήταν ένα πραγματικό αριστούργημα. Αριστούργημα όμως ήταν και της Αράχνης. Η θεά Αθηνά οργίστηκε γι’ αυτή την αυθάδεια της Αράχνης, οργίστηκε τόσο πολύ τους κομπασμούς της Αράχνης ώστε, για να την τιμωρήσει, την μεταμόρφωσε στο έντομο αράχνη.
Βεβαίως για την Αράχνη και το σχετικό επεισόδιο του διαγωνισμού της με την Αθηνά υπάρχουν και άλλες μυθολογικές εκδοχές, οι οποίες μάλιστα είναι οι επικρατέστερες και οι πλέον γνωστές. Οι εκδοχές αυτές μεταθέτουν τον μύθο της Αράχνης στη Μικρά Ασία. Εμείς ωστόσο αναφέρουμε αυτή που συνδέεται με την Αχαΐα Φθιώτιδα. Είναι μία μυθολογική εκδοχή, η οποία σχεδόν δεν είναι καθόλου γνωστή. Ωστόσο αυτή για μας φαίνεται να είναι η εγκυρότερη και η αυθεντικότερη. Είναι κι ο μύθος της Αράχνης ένας μύθος, που όπως και πολλοί άλλοι, μεταφέρθηκε από τούτα τα μέρη στη Μικρά Ασία μαζί με τους μετανάστες οι οποίοι από την Αχαΐα Φθιώτιδα πήγαν σ’ εκείνα τα μέρη. Αφού όλες οι υπάρχουσες μυθολογικές εκδοχές, χωρίς εξαίρεση, παρουσιάζουν τον Ίδμονα να γεννιέται στις όχθες του Άμφρυσου ποταμού της Αχαΐας Φθιώτιδας πώς μπορούσε ο αρχικός και ο γνήσιος μύθος για την κόρη του Αράχνη να αναφέρεται στη Μικρά Ασία;

4. Ο αργοναύτης Θέστορας

                   Γιος του μάντη Ίδμονα ήταν ο Θέστορας, μάντης σπουδαίος κι αυτός. Ο μάντης Θέστορας έλαβε κι αυτός μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία. Ο Θέστορας ήταν ο πατέρας του περίφημου μάντη Κάλχα. Ο Όμηρος ονομάζει Θεστορίδη τον μεγάλο μάντη του Τρωικού Πολέμου Κάλχα, δηλαδή γιο του Θέστορα. Ο ονομαστός λοιπόν μάντης Κάλχας ήταν εγγονός του Ίδμονα, του γιου του Απόλλωνα, αυτού που γεννήθηκε στις όχθες του Άμφρυσου ποταμού από μητέρα την Αντιάνειρα, κόρη του Φέρητα και πατέρα τον Απόλλωνα.
Ο αργοναύτης λοιπόν Θέστορας, ο γιος του Ίδμονα και πατέρας του μεγάλου μάντη Κάλχα, καταγόταν και αυτός από τούτα τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Υπάρχουν μάλιστα και αρχαιολογικά δεδομένα και ευρήματα τα οποία, κοιταγμένα και ερμηνευμένα με το δικό μας «ερασιτεχνικό» κοίταγμα και σύμφωνα με την προσωπική μας, τολμηρή ίσως, εκτίμηση, ενισχύουν αυτή μας την εκδοχή.
Ας δούμε πού στηρίζουμε αυτή μας την άποψη.
Σε κομμάτια πήλινου σκύφου, που βρέθηκε σε αρχαιολογικές ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στο χώρο των Φθιωτίδων Θηβών, απεικονίζεται ο γνωστός ομηρικός μύθος κατά τον οποίο η Κίρκη μεταμορφώνει τους συντρόφους του Οδυσσέα σε γουρούνια. Σ’ ένα από τα κομμάτια αυτά, ανάμεσα σ’ άλλα ονόματα συντρόφων του Οδυσσέα, αναφέρεται και το εντελώς άγνωστο από άλλες πηγές Θέστωρ, μαζί με τα ονόματα Θεόφρων και Μάντιχος.
Έχουμε τη γνώμη ότι πρόκειται για τον τοπικό αργοναύτη Θέστορα, το γιο του Ίδμονα και πατέρα του Κάλχα. Ο λαϊκός κατασκευαστής του σκύφου των Φθιωτίδων Θηβών, κάτω από την ισχυρή επιρροή, που ασφαλώς ασκούσε στην περιοχή του αφενός μεν το πολύ γνωστό όνομα του Θέστορα, ως πατέρα του ξακουστού Κάλχα και αφετέρου η ελκυστική ιστορία που ακουγόταν για τον ίδιο τον Θέστορα και την οποία αναφέρουμε αμέσως πιο κάτω, έχοντας στη μνήμη του συγκεχυμένες τις ιστορίες των δύο εκστρατειών, του Τρωικού Πολέμου και της Αργοναυτικής Εκστρατείας, δεν δυσκολεύτηκε να παραστήσει τον τοπικό αργοναύτη Θέστορα ως σύντροφο του Οδυσσέα.
Η γοητευτική ιστορία – μύθος που ακουγόταν για τον μάντη Θέστορα, είναι η εξής:
«Ο Θέστορας, εκτός από τον ξακουστό και πασίγνωστο γιο του, τον μεγάλο μάντη Κάλχα, είχε και δυο κόρες, την Λευκίππη και την Θεονόη.
Πειρατές κάποτε άρπαξαν την Θεονόη και την πούλησαν στον βασιλιά της Καρίας Ίκαρο. Ύστερα από αυτό ο Θέστορας μπήκε σ’ ένα καράβι και ξεκίνησε να ψάξει παντού να βρει την κόρη του, χωρίς βεβαίως να ξέρει που βρισκόταν αυτή. Το πλοίο όμως του Θέστορα ναυάγησε και κατά τύχη αυτός βγήκε ναυαγός στην Καρία, όπου τον έπιασαν και τον έκλεισαν στις φυλακές του βασιλιά Ίκαρου. Έτσι κλεισμένος στη φυλακή του βασιλιά της Καρίας, δίπλα, χωρίς να το γνωρίζει, στην κόρη του Θεονόη, ο Θέστορας έζησε εκεί πολύ καιρό.
Η Λευκίππη, που είχε μείνει μόνη στο σπίτι της για πάρα πολύ καιρό, δεν μάθαινε νέα ούτε για την αδελφή της ούτε για τον πατέρα της.
Απελπισμένη έπειτα από τον διπλό αυτό χαμό των δικών της ξεκίνησε κι αυτή μ’ ένα καράβι να ψάξει να τους βρει. Προηγουμένως όμως ζήτησε την συμβουλή του Μαντείου των Δελφών. Το Μαντείο την συμβούλεψε να μεταμορφωθεί σε ιερέα του Απόλλωνα και έτσι μεταμορφωμένη ν’ αρχίσει να ψάχνει για τους δικούς της.
Ντυμένη, λοιπόν, ως ιερέας του Απόλλωνα η Λευκίππη άρχισε να ψάχνει ταξιδεύοντας από τόπο σε τόπο. Κάποτε έφτασε και στην Καρία και πήγε στο παλάτι του βασιλιά Ίκαρου. Η Λευκίππη με την αμφίεση που είχε φαινόταν ως ένας πραγματικός πανέμορφος ιερέας. Κανένας δεν μπορούσε να φαντασθεί ότι ο όμορφος αυτός ιερέας του Απόλλωνα ήταν μία γυναίκα. Η Θεονόη, δηλαδή η αδελφή της, που ζούσε στο παλάτι του βασιλιά της Καρίας, βλέποντας μπροστά της ένα πανέμορφο ιερέα ένιωσε μια ακατανίκητη έλξη γι’ αυτόν κι αμέσως του πρότεινε να συνάψουν ερωτικές σχέσεις. Η Λευκίππη (ως ιερέας), χωρίς να έχει γνωρίσει την αδελφή της Θεονόη, αρνήθηκε φυσικά τις προτάσεις της. Η Θεονόη για εκδίκηση έδωσε διαταγή και φυλάκισαν τον ιερέα. Τον οδήγησε μάλιστα η ίδια στο κελί του Θέστορα.                                           Έτσι ο Θέστορας και οι δύο κόρες του, όλοι μαζί, βρέθηκαν και οι τρεις τους στο ίδιο κελί της φυλακής, στη μακρινή Καρία, χωρίς ν’ αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο.
Η Θεονόη, χωρίς να ξέρει ότι μπροστά της βρισκόταν ο πατέρας της και η αδελφή της, έδωσε ένα σπαθί στον Θέστορα και τον διέταξε να σκοτώσει τον ιερέα, να σκοτώσει δηλαδή την κόρη του Λευκίππη.
Ο Θέστορας κρατώντας το σπαθί στο χέρι του, απελπισμένος από την συμφορά που τον βρήκε, ετοιμάστηκε να καρφώσει το ξίφος στο δικό του στήθος ενώ συγχρόνως φώναξε: Έχω χάσει τα δυο κορίτσια μου, ας μην γίνω τώρα και φονιάς.
Η Λευκίππη (ντυμένη πάντοτε ως ιερέας του Απόλλωνα), ακούγοντας τα παράξενα αυτά τα λόγια, πρόσεξε καλύτερα κι αμέσως γνώρισε τον πατέρα της. Φωνάζοντάς τον δυνατά τον σταμάτησε από την αυτοκτονία την τελευταία στιγμή.
Σε λίγες στιγμές όλοι είχαν γνωριστεί και, πατέρας και κόρες, είχαν πέσει ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ο Ίκαρος όταν έμαθε την τόσο συγκινητική ιστορία τους ελευθέρωσε όλους και τους έστειλε πίσω στην πατρίδα τους» (Στεφάνου Κομμητά, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ, εκδ. ΕΚΑΤΗ, 1996, σελ. 219).

Η περίεργη και τόσο ωραία αυτή ιστορία του Θέστορα, του πατέρα του μάντη Κάλχα, και των δυο κοριτσιών του, δεν ήταν δυνατόν παρά να ήταν πολύ διαδεδομένη και να μεταδιδόταν από στόμα σε στόμα. Έτσι, νομίζω, δεν ήταν καθόλου δύσκολο στον λαϊκό κατασκευαστή του σκύφου των Φθιωτίδων Θηβών, έχοντας στη μνήμη του ζωντανό το όνομα Θέστορας και την ιστορία του, και ο οποίος ασφαλώς γνώριζε ή και δεν γνώριζε ότι ο Θέστορας ήταν αργοναύτης, να τον κάνει και σύντροφο του Οδυσσέα που μετείχε στις περιπέτειές του. Ασφαλώς στον απλό λαό, όπως συμβαίνει ακόμα και σήμερα, οι ήρωες και οι περιπέτειές τους σε διάφορα επεισόδια που απέχουν χρονικά μεταξύ τους πολύ συχνά συγχέονται.

5. Ο αργοναύτης Ίφικλος

                        Από την ίδια ακόμη περιοχή, την περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας, έλαβε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία και ο Ίφικλος, γιος του Φύλακου, ο γνωστός για τα ξακουστά κοπάδια των βοδιών του, από τη Φυλάκη. Ο Ίφικλος ήταν εκείνος που μαζί με τον Τελαμώνα, όταν οι Αργοναύτες, κατά την επιστροφή τους από την Κολχίδα, αποβιβάστηκαν στην παραλία της Τροίας, πήγαν στο βασιλιά Λαομέδοντα να του ζητήσουν όσα τους είχε κάποια άλλη φορά υποσχεθεί,
Τι είχε γίνει; Πηγαίνοντας για την Κολχίδα οι Αργοναύτες αποβιβάστηκαν για να ξεκουραστούν στο Σίγειο της Τροίας. Εκεί βρήκαν τους κατοίκους πολύ αναστατωμένους. Ένα θηρίο που έβγαινε από τη θάλασσα κατάστρεφε τις καλλιέργειες και έτρωγε όποιον συναντούσε μπροστά του, είτε άνθρωπος ήταν αυτός είτε ζώο. Ο βασιλιάς της Τροίας Λαομέδοντας, απελπισμένος από το μεγάλο κακό που βρήκε το λαό του, και μην γνωρίζοντας τι να κάνει, για να τον απαλλάξει από το φοβερό κακό, ρώτησε το Μαντείο των Δελφών. Το Μαντείο του απάντησε ότι έπρεπε να δώσουν στο θηρίο, ύστερα από κλήρωση που θα έκαναν, ένα κορίτσι.

Ο κλήρος έπεσε στην κόρη του ίδιου του βασιλιά Λαομέδοντα, την Ησιόνη. Όταν λοιπόν έφτασαν εκεί οι Αργοναύτες ήταν ακριβώς η ώρα που έπρεπε να παραδώσουν την κόρη στο θηρίο. Ο Ηρακλής με τους άλλους Αργοναύτες, όταν τα έμαθε αυτά, αποφάσισε να σκοτώσει το θηρίο και να ελευθερώσει την Ησιόνη.
Σ’ αντάλλαγμα για την ευεργεσία του αυτή προς τον Λαομέδοντα, θα έπαιρνε τ’ ανίκητα άλογα του βασιλιά της Τροίας. Έτσι και έγινε. Η Ησιόνη, η οποία γλίτωσε τη ζωή της χάρη στον Ηρακλή, αποφάσισε, από ευγνωμοσύνη προς τον ευεργέτη της, να τον ακολουθήσει. Ο Ηρακλής δέχτηκε αλλά την άφησε προσωρινά να μείνει κοντά στον πατέρα της όπως και τ’ ανίκητα άλογα, μεχρισότου θα γύριζε από την εκστρατεία.
Στην επιστροφή από την Αργοναυτική Εκστρατεία ο Ηρακλής έστειλε τον Ίφικλο και τον Τελαμώνα στον Λαομέδοντα να πάρουν την Ησιόνη και τ’ άλογα, όπως του είχαν υποσχεθεί. Ο Λαομέδοντας όμως αρνήθηκε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Έπιασε μάλιστα και φυλάκισε τους δυο απεσταλμένους του Ηρακλή:
«Ἐνταῦθα δ᾿ Ἡρακλέους πέμψαντος εἰς τήν πόλιν ῎Ιφικλόν τε τόν ἀδελφόν καί Τελαμῶνα τούς τε ἵππους καί τήν Ἡσιόνην ἀπαιτήσοντας, λέγεται τόν Λαομέδοντα τούς μέν πρεσβευτάς εἰς φυλακήν ἀποθέσθαι, τοῖς δέ ἄλλοις Ἀργοναύταις δι᾿ ἐνέδρας βουλεῦσαι θάνατον» (Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκης Ιστορικής Βίβλος Τετάρτη, 49. 3).
Την απόφαση του Λαομέδοντα να μην παραδώσει την Ησιόνη και τα περίφημα άλογά του την υποστήριζαν και όλα τα παιδιά του εκτός από ένα, τον Πρίαμο. Αυτός μάλιστα, στην προσπάθειά του να φανεί δίκαιος και να βοηθήσει τον Ίφικλο και τον Τελαμώνα, κατόρθωσε κι εφοδίασε τους δυο φυλακισμένους με ξίφη.
Ο Λαομέδοντας δεν αρκέστηκε μόνο στην άρνησή του. Ξεκίνησε για την παραλία, όπου είχαν αράξει οι υπόλοιποι Αργοναύτες περιμένοντας τον Ίφικλο και τον Τελαμώνα, σκοπεύοντας να καταστρέψει την Αργώ. Έφτασε εκεί και έγινε μεγάλη μάχη μεταξύ των Τρώων και των Αργοναυτών. Ο Λαομέδοντας νικήθηκε. Οι Αργοναύτες, για να ευχαριστήσουν τον Πρίαμο για την βοήθεια που τους έδωσε αλλά και για να βραβεύσουν την τιμιότητά του, τον έκαναν βασιλιά στην Τροία και έκλεισαν ειρήνη μαζί του. Έτσι έγινε βασιλιάς στην Τροία ο Πρίαμος. Είναι αυτός που τον συναντάμε εκεί αργότερα, κατά τον Τρωικό Πόλεμο.
Μερικοί τα έλεγαν διαφορετικά. Όταν νικήθηκε και σκοτώθηκε ο Λαομέδοντας, ο Ηρακλής έδωσε την Ησιόνη, ως βραβείο, στον Τελαμώνα και συγχρόνως της έδωσε το δικαίωμα να εξαγοράσει ένα από τα αδέλφια της που όλα είχαν καταδικαστεί σε θάνατο. Αυτή προτίμησε τον πιο μικρό απ’ όλους, τον Ποδάρκη. Ο Ηρακλής πράγματι, όπως είχε υποσχεθεί στην Ησιόνη, χάρισε την ζωή στον Ποδάρκη και από τότε ήταν που ο Ποδάρκης ονομάστηκε Πρίαμος, που θα πει εξαγορασμένος, γιατί η λέξη Πρίαμος παράγεται από το ρήμα πρίαμαι που σημαίνει αγοράζω.