Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος δεύτερο)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Δύο παράλληλες ἱστορίες

Διευκρινιστικὴ σημείωση: Ἡ παροῦσα ἐργασία εἶναι ἡ συνέχεια της προηγούμενης ἐργασίας με τίτλο «Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας».

                                                          Β.Κ..

 

Εἰσαγωγικὰ

Ὅπως ἀναφέρουμε καὶ σὲ ἄλλες σελίδες τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς εἶναι πολὺ δύσκολη, σχεδὸν ἀδύνατη, ἡ ταυτόχρονη παρακολούθηση  τῶν διαφόρων παράλληλων πορειῶν ἑνὸς μοναστηριοῦ καὶ μάλιστα ἑνὸς μοναστηριοῦ μὲ μία ὑπερχιλιόχρονη ὕπαρξη καὶ δραστηριότητα, ὅπως εἶναι τὸ «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας», ποὺ ἀργότερα πῆρε καὶ τὴν ὀνομασία «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς».

Στὴν ἱστορία τοῦ «Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας», ἤ τοῦ «Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς», πέραν ἀπὸ τὶς ἄλλες παράλληλες πορεῖες, τὶς πολλές, δηλαδή, καὶ ποικίλες ἐκφάνσεις τῶν δραστηριοτήτων τοῦ Μοναστηριοῦ, ὁ ἐρευνητὴς διαπιστώνει ὅτι συνυπάρχουν καὶ συνυφαίνονται δύο ξεχωριστές, διαφορετικὲς καὶ ἀνεξάρτητες μεταξύ τους,  ἱστορίες ἤ προϊστορίες. Οἱ δύο αὐτὲς προϊστορίες ἀπὸ ἕνα χρονικὸ σημεῖο καὶ μετὰ ἑνώνονται, συμπλέκονται, ἑνοποιοῦνται  καὶ συμπορεύονται, γιὰ νὰ διαχωρισθοῦν κάποτε καὶ πάλι καὶ νὰ συνεχίσουν ἡ κάθε μία τὴ δική της ἰδιαίτερη πορεία.

Πρόκειται ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος γιὰ τὴν ἰδιαίτερη ἱστορία τοῦ «Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας» καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος γιὰ τὴν ἐπίσης ἰδιαίτερη ἱστορία τῆς ὀνοματοδότρας εἰκόνας τοῦ Μοναστηριοῦ, τῆς «Εἰκόνας τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Ἡ κάθε μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς δύο ξεχωριστὲς ἱστορίες ἔχει ἕνα ἰδιαίτερο δικό της παρελθόν πρίν, στὴν πορεία τοῦ χρόνου, συναντηθοῦν, συνενωθοῦν  καὶ συμπορευθοῦν.

Ἄν καὶ πρόκειται γιὰ δύο διαφορετικὲς ἱστορίες,  στὴν κοινὴ λαϊκὴ ἀντίληψη τουλάχιστον, συνταυτίζονται γιατὶ σὲ κάποιο σημεῖο τοῦ χρόνου, ἑνώνονται καὶ συγχωνεύονται. Εἶναι τὸ σημεῖο τοῦ χρόνου κατὰ τὸ ὁποῖο ἡ «Εἰκόνα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς» γίνεται κτῆμα τοῦ «Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας».

Ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ καὶ μετὰ  οἱ δύο χωριστὲς μέχρι τότε ἱστορίες ἑνώνονται καὶ συμπορεύονται ἀποτελῶντας μία κοινὴ ἱστορία. Ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ καὶ πέρα ἀρχίζει  ἡ ἱστορία τοῦ «Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς» ἀφοῦ ἡ ἄφιξη στὸ «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας» τῆς «Εἰκόνας τῆς Παναγίας Ξενιᾶς» εἶχε τελικὸ ἀποτέλεσμα τὴν σταδιακὴ ἀντικατάσταση τοῦ μέχρι τότε ὀνόματος τοῦ «Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας» σὲ «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς».

Κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς σύγχρονης ἐποχῆς, κατὰ τὰ ὁποῖα ὑπάρχουν πλέον δύο χωριστὰ καὶ ἀνεξάρτητα μεταξύ τους μοναστήρια, τὸ «Μοναστήρι τῆς Ἄνω Ξενιᾶς» καὶ τὸ «Μοναστήρι τῆς Κάτω Ξενιᾶς», τὰ ὁποῖα προῆλθαν ἀπὸ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ Μοναστήρι, ἡ μία ἑνιαία ἱστορία διαχωρίζεται καὶ πάλι σὲ δύο, ἡ κάθε μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀρχίζει καὶ διανύει τὴ δική της ἰδιαίτερη πορεία.

Ἡ ἀρχὴ αὐτὴ τῶν δύο καὶ πάλι ξεχωριστῶν ἱστοριῶν εἶναι συγκεχυμένη καὶ ἀσαφής. Ἄν καὶ ἔχει περάσει ἀρκετὸς χρόνος ἀπὸ τὸν οὐσιαστικὸ διαχωρισμό τους δύσκολα ἀκόμη διαπιστώνεται ὅτι ἄρχισαν  καὶ πάλι δύο ξεχωριστὲς πορεῖες μοναστηριῶν. Ἡ βασικὴ αἰτία τοῦ γεγονότος αὐτοῦ εἶναι τὸ ὅτι καὶ τὰ δύο ἰδιαίτερα καὶ ἀνεξάρτητα πλέον μοναστήρια ἐξακολουθοῦν νὰ διατηροῦν κατ’ οὐσίαν τὸ ἴδιο ὄνομα καὶ ἔτσι ταυτεπωνυμοῦνται. Λέγονται καὶ τὰ δύο «Μοναστήρια Παναγίας Ξενιᾶς».

Γιὰ τὴν ἰδιαίτερη ταυτοποίηση τοῦ καθενὸς ἀπὸ αὐτὰ καθίσταται ἀναγκαία ἡ προσθήκη, στὸ κοινὸ αὐτὸ τμῆμα τῆς ὀνομασίας τους, τῶν διευκρινιστικῶν προσδιορισμῶν, «Ἄνω» καὶ «Κάτω». Ἀκόμη καὶ οἱ ἀντικειμενικὰ ὀρθότερες καὶ προσδιοριστικὰ σαφέστερες ὀνομασίες τους «Ἀνδρώα Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» καὶ «Γυναικεία Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς», δὲν δικαιολογοῦνται ἀφοῦ δὲν ἀποδίδουν καὶ δὲν προσδιορίζουν τὴν ὑπάρχουσα νέα πραγματικότητα.

Οἱ ὀνομασίες αὐτὲς ὀφείλονται στὴν ὀνοματοδότρα «Εἰκόνα» τῆς Παναγίας ποὺ ὀνομάζεται «Παναγία Ξενιὰ» Ἡ εἰκόνα αὐτή, ὡστόσο, ποὺ χρησίμευσε καὶ χρησιμεύει ὡς ὀνοματοδότρα εἰκόνα καὶ τῶν δύο Μοναστηριῶν, ἡ «Εἰκόνα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς», εἶναι μία καὶ μόνη. Βρίσκεται σήμερα στὸ «Κάτω Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς», στὴ «Γυναικεία Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς». Ὡς ἕνα εἶδος ἀναπλήρωσης τῆς ἀπουσίας τῆς ὀνοματοδότρας αὐτῆς εἰκόνας καὶ ὡς ἕνα εἶδος κάλυψης τοῦ «κενοῦ» στὸ «Πάνω Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς», στὴν  «Ἀνδρώα Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς»,  ὑπάρχει ἀντίγραφο τῆς «Εἰκόνας τῆς Παναγίας Ξενιᾶς». Καὶ αὐτὸ παρόλο ποὺ στὸ Μοναστήρι αὐτὸ ὑπάρχει ἡ δική του ἰδιαίτερη ἐφέστια εἰκόνα, ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», ἡ εἰκόνα τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας», ἡ ὁποία ἦταν καὶ ἡ πρώτη καὶ ἀρχικὴ ὀνοματοδότρα εἰκόνα τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ ἡ ὁποία πρέπει νὰ ἐξακολουθήσει νὰ εἶναι. Καὶ εἶναι καὶ αὐτὴ μία εἰκόνα ἡ ὁποία μὲ θαυμαστὸ ἐπίσης τρόπο παρουσιάστηκε στὸ Μοναστήρι.

Κατὰ τὴν ἄποψή μας οἱ, οὕτως ἤ ἄλλως, δύο ξεχωριστὲς ἱστορίες ποὺ ἄρχισαν πλέον νὰ δημιουργοῦνται πρέπει καὶ δικαιοῦνται νὰ ἔχει ἡ κάθε μία τὸ ἰδιαίτερό της ὄνομα. Τὴν ἄποψή μας αὐτὴ θὰ ἀκολουθήσουμε.

Ἡ μία ἱστορία εἶναι ἡ «Ἱστορία τῆς Μονῆς τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας». Στὴν πραγματικότητα ἡ ἱστορία αὐτὴ εἶναι ἡ συνέχιση τῆς ἱστορίας τοῦ πρώτου καὶ ἀρχικοῦ Μοναστηριοῦ, ἐκείνου ποὺ ὑπῆρχε στὴν ἴδια θέση πρὶν ἀκόμα ἔρθει σ’ αὐτὸ ἡ «Εἰκόνα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς».

Ἡ ἄλλη ἱστορία εἶναι ἡ «Ἱστορία τῆς Μονῆς τῆς Παναγίας Ξενιᾶς». Στὴν πραγματικότητα, καὶ πάλι, ἡ ἱστορία αὐτὴ εἶναι ἡ συνέχιση τῆς ἱστορίας τοῦ δεύτερου συστατικοῦ στοιχείου τοῦ κοινοῦ μέρους τῆς ἱστορίας ποὺ προαναφέραμε, ἡ συνέχιση τῆς «Ἱστορίας τῆς Εἰκόνας τῆς Παναγίας Ξενιᾶς».

 

Α΄. Ἡ ἱστορία

τῆς Μονῆς τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας»

 

Ἡ ἵδρυση

καὶ ἡ πρώτη ὕπαρξη τοῦ Μοναστηριοῦ

Εἰσαγωγικὰ

Γιὰ τὸ πρόβλημα τῆς ἀρχικῆς ὕπαρξης, τῆς πρώτης ἀρχῆς, τῆς ἵδρυσης τοῦ «Mοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας»,[1] δὲν ἔχουμε στὴ διάθεσή μας, σήμερα τουλάχιστον, σαφεῖς, ἐπιβεβαιωμένες, ἀκριβεῖς καὶ ἀδιάσειστες πληροφορίες οὔτε καὶ δεδομένα καὶ ἀναμφισβήτητα ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα τῆς ὅποιας, μιᾶς καὶ μόνης, ὑπάρχουσας ἀλήθειας.

Μὴν ἔχοντας, λοιπόν, στὴ διάθεσή μας ἐπίσημα καὶ ἀναμφισβήτητου κύρους ἐπίσημα ἔγγραφα ἤ ἄλλα ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα γιὰ τὴν ἵδρυση τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας, θὰ στηριχθοῦμε σὲ ἄλλες σχετικὲς πηγὲς καὶ πληροφορίες, προσπαθῶντας μέσα ἀπὸ αὐτὲς νὰ δώσουμε μία ἀπάντηση στὸ θέμα ἵδρυσης τοῦ «Mοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας», ἐπειδή ἐκτιμοῦμε ὅτι ἕνα βασικὸ ἀρχικὸ κεφάλαιο στὴν ἐργασία μας αὐτὴ πρέπει, ὅσο λίγα στοιχεῖα καὶ ἄν διαθέτουμε,  νὰ εἶναι ἡ χρονολογία ἵδρυσης τοῦ Μοναστηριοῦ αὐτοῦ.

Ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα γιὰ τὴν ἵδρυσή του ἀσφαλῶς κάποτε ὑπῆρχαν ἀλλὰ ἔχουν χαθεῖ καὶ πλέον δὲν διαθέτουμε. Μία ἔνδειξη ὅτι ἔχουν χαθεῖ – καὶ φοβοῦμαι,  ἄν καὶ συναισθηματικὰ παρορμώμενος δὲν θέλω νὰ τὸ πιστέψω – ὁριστικὰ  πολύτιμα στοιχεῖα γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς εἶναι καὶ τὸ παρακάτω γεγονός.

Οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας, σὲ παλιότερες ἐποχές, ἀλλὰ καὶ οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀργότερα, προσπαθοῦσαν μὲ δικούς τους τρόπους καὶ μεθόδους νὰ ἀντιμετωπίσουν καὶ τὸ πρόβλημα τῆς συντήρησης καὶ τῆς ἀσφαλοῦς καὶ μακροχρόνιας διατήρησης τῶν ἐκκλησιαστικῶν τους καὶ μοναστηριακῶν βιβλίων, αὐτῶν ποὺ χρησιμοποιοῦσαν στὶς συνήθεις καθημερινὲς δικές τους ἐσωτερικὲς λατρευτικὲς ἀνάγκες ἀλλὰ καὶ στὶς πανηγυρικὲς καὶ ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις τοῦ Μοναστηριοῦ.

Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ ἔδεναν μόνοι τους τὰ ἄδετα βιβλία τῆς  βιβλιοθήκης τοῦ Μοναστηριοῦ τους ἀλλὰ καὶ τὰ λειτουργικὰ τῆς καθημερινῆς χρήσης βιβλία τους, προσθέτοντας σ’ αὐτὰ χοντρὰ ἐξώφυλλα ἤ ἐνίσχυαν τὰ ὑπάρχοντα ἐξώφυλλα τῶν δεμένων βιβλίων κολλῶντας πάνω τους, κυρίως ἐσωτερικά, διάφορα χαρτιὰ ποὺ τὰ θεωροῦσαν ἄχρηστα.

Τὰ χαρτιὰ αὐτὰ μερικὲς φορὲς ἦταν δυνατὸν νὰ εἶναι πολὺ παλαιά, ἀκόμη καὶ ἐπίσημα ἔγγραφα ἀλληλογραφίας, ἤ καὶ ὁποιοδήποτε ἄλλο χαρτὶ πού, κατὰ τὴν ἀντίληψη τῶν μοναχῶν, δὲν ἦταν ἀπαραίτητο στὴν κύρια καὶ οὐσιαστικὴ καθημερινότητά τους, στὴ δική τους κύρια καὶ βασικὴ  ἀποστολὴ ὡς μοναχῶν, δηλαδὴ στὶς λατρευτικές τους ὑποχρεώσεις καὶ ἀνάγκες.

Κάτω ἀπὸ τέτοιες συνθῆκες, σὲ λειτουργικὰ καὶ λοιπὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία τοῦ Μοναστηριοῦ, εἶχαν ἐπικολληθεῖ καὶ πολύτιμα ἐπίσημα ἔγγραφα ἤ χειρόγραφα μὲ ἱστορικὰ στοιχεῖα τοῦ Μοναστηριοῦ.

Ἐρευνῶντας, γιὰ τοὺς δικούς του σκοπούς, κάποια βιβλία τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» («Παναγίας Ξενιᾶς»), στὶς 3 Ἰουνίου τοῦ 1896, ὁ  «ὁσιολογιώτατος ἐν μοναχοῖς ἀββᾶς Χαρίτων», παρατήρησε ἕνα χειρόγραφο σημείωμα σ’ ἕνα χαρτί, τὸ ὁποῖο ἦταν  ἐπικολλημένο στὴν ἐσωτερικὴ πλευρᾶ τοῦ ἐξώφυλλου ἑνὸς ἐκκλησιαστικοῦ   βιβλίου τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Μοναστηριοῦ.

Ὁ μοναχὸς Χαρίτων συνεργαζόταν στενὰ καὶ βοηθοῦσε τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο γενικὰ στὶς ἱστορικὲς ἔρευνὲς του καὶ εἰδικότερα κυρίως στὶς ἐρευνές του γιὰ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Ὁ μοναχὸς Χαρίτων, «ὅς οὐκ ὀλίγα συνετέλεσεν εἰς τὰς κατὰ τὴν Μονὴν Ξενιᾶς ἀναδιφήσεις ἡμῶν», ὅπως γράφει γι’ αὐτόν ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, θεωρῶντας ἐνδιαφέρον τὸ περιεχόμενο τοῦ σημειώματος αὐτοῦ καὶ γνωρίζοντας τὸ μεγάλο ἐνδιαφέρον τοῦ Γιαννόπουλου γιὰ τέτοια σημειώματα, τὸ ἀποκόλλησε, μὲ ὅση προσοχὴ μποροῦσε, ὥστε νὰ μὴν τὸ καταστρέψει, καὶ τὸ ἔστειλε στὸν Γιαννόπουλο, πιθανολογῶντας ὅτι μπορεῖ τὸ περιεχόμενό του νὰ εἶναι πολύτιμο στὸν μεγάλο ἐκεῖνο ἐρευνητή.

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος ἀντέγραψε τὸ περιεχόμενο τοῦ σημειώματος, ὅπως καὶ ὅσο τοῦ ἐπέτρεπε ἡ κακὴ κατάσταση τοῦ ἀποκολλημένου χαρτιοῦ, καί, κάνοντας ἐπὶ τοῦ κειμένου αὐτοῦ τὰ σχετικὰ δικά του σχόλια, τὸ δημοσίευσε μὲ τίτλο «ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΞΕΝΙΑΣ» στὸ «Δελτίο τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος».[2]

Τὸ σημείωμα αὐτό, σύμφωνα μὲ τὴν ἀντιγραφὴ ποὺ παρουσίασε ὁ Γιαννόπουλος, ἔγραφε:[3]

«Σημειώνου τὸ ἀρχαῖον ἔτος τοῦ Μοναστηρίου Ξενιᾶς. Ἰδοὺ τὸ ἀρχαῖον ἔτος ὁποῦ ἐκτίσθη τὸ ἱερὸν μοναστήριον.  Ἐκτίσθη ἐν ἔτει ΧΛΖ΄. Λοιπὸν ἕως τὰ χίλια λείπουν ΤΞΖ΄ καὶ πάλιν  τὰ ΤΞΖ΄ καὶ τὰ ΩΝΣΤ΄ ὁποῦ εἴμεθα τώρα, δηλαδὴ ὁποῦ ἀνακοινοῦμεν τὴν χρονολογίαν, εἶναι λοιπὸν τὸ ἱερὸν μοναστήριον τῆς κυρίας ἡμῶν Ξενίας Θεοτόκου ἀπετότε ἕως τοῦ νῦν ἔτη ΑCΙΘ΄, κτισμένον, εἶναι τὰ ἀρχαῖα αὐτοῦ θέμελα, ἔχον μεγάλην ἔκτασιν, παρὰ ἐν καιρῷ ὁ ἐν ἀποστάταις τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν θρησκείας ὀνομαζόμενοι παπισταὶ καὶ κοινῶς ῥωμαῖοι πολέμους φρικτοὺς ἐνεργοῦσι κατὰ τῶν εὐσεβῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἐρημώνει πόλεις, κώμας, χώρας καὶ τὰ ἱερὰ μοναστήρια, ὡς φαίνεται εἰς τὰ ἀρχαῖα τοῦ ἁγιωνύμου ὄρους.

Στρατοπεδεύσας διὰ ξηρᾶς καὶ θαλάσσης ἐκ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἔφθασαν οἱ στόλοι καὶ ὁ στρατὸς εἰς τὸν λιμένα τῆς Δημητριάδος  ὁστὶ σήμερον Βῶλος κατάκτησαν ἐκεῖ τὸ περίφημον φρούριον τὸ κτισθὲν ὑπὸ τοῦ βασιλέως Δημητρίου καὶ ὀνομασθεῖσα Δημητριάς. Ἔσυραν λοιπὸν οἱ στόλοι τὰς ἀγκύρας των καὶ κατέπλεον κατὰ τὰ δυτικὰ μέρη. Ἦν [φρούρ]ιον περίφημον ὀνομαζόμενον Κεφάλαιον  ἦν δὲ καὶ πόλις [Κεφάλαι]ον, τώρα δὲ ὀνομάζεται (βαρβαρισθεῖσα) Κεφάλωσης, ὁστὶ …….ηεργεια, πυρπολυθείσης δὲ οἱ πόλεις καὶ τὸ φρούριον  …… ὁ στρατὸς εἰς ὅλα τὰ μέρη κατὰ τὸ ἀρκτικὸν μέρος ….. ἕως δύο ὥρας εἶναι τὸ ἱερὸν μοναστήριον.»

 

  1. Ἐνδείξεις γιὰ τὴν πρώτη ἀρχὴ τοῦ «Μοναστηριοῦ»

Ἐξετάζοντας προσεκτικὰ τὸ παραπάνω κείμενο γίνεται φανερὸ  ὅτι, γιὰ τὴν σαφέστερη κατανόηση καὶ τὴν ἐξαγωγὴ κάποιων χρήσιμων συμπερασμάτων, αὐτὸ πρέπει νὰ χωρισθεῖ σὲ δύο βασικὰ τμήματα, τὰ ὁποῖα χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὸ ἐντελῶς διαφορετικὸ περιεχόμενό του τὸ καθένα.

Τὸ πρῶτο τμῆμα, τὸ ὁποῖο ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὸ θέμα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ στὸ σημεῖο αὐτό, τὴ χρονολογία ἵδρυσης τοῦ Μοναστηριοῦ, εἶναι τὸ ἑξῆς:  «Σημειώνου τὸ ἀρχαῖον ἔτος τοῦ Μοναστηρίου Ξενιᾶς. Ἰδοὺ τὸ ἀρχαῖον ἔτος ὁποῦ ἐκτίσθη τὸ ἱερὸν μοναστήριον.  Ἐκτίσθη ἔν ἔτει ΧΛΖ΄. Λοιπὸν ἕως τὰ χίλια λείπουν ΤΞΓ΄[4] καὶ πάλιν  τὰ ΤΞΓ΄[5] καὶ τὰ ΩΝΣΤ΄ ὁποῦ εἴμεθα τώρα, δηλαδὴ ὁποῦ ἀνακοινοῦμεν τὴν χρονολογίαν, εἶναι λοιπὸν τὸ ἱερὸν μοναστήριον τῆς κυρίας ἡμῶν Ξενίας Θεοτόκου ἀπετότε ἕως τοῦ νῦν ἔτη ΑCΙΘ΄, κτισμένον εἶναι τὰ ἀρχαῖα αὐτοῦ θέμελα, ἔχον μεγάλην ἔκτασιν…».

Αὐτὸς ποὺ  ἔγραψε τὸ σημείωμα, προφανῶς κάποιος καλόγερος τοῦ Μοναστηριοῦ, καὶ τὸ ἔγραψε, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὸ περιεχόμενό του, στὰ  1856 ((Α)ΩΝΣΤ΄),  λέει τὰ ἑξῆς μὲ ἁπλούστερα λόγια: «Τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς χτίστηκε  στὰ 637 μ. Χ. (ΧΛΖ΄). Ἑπομένως μέχρι τὸ 1000  εἶναι 363 χρόνια (1000 – 637 = 363). Τὰ 363 μέχρι τὸ 1000 καὶ τὰ 856 ἀπὸ τὸ 1000 μέχρι σήμερα (1856), ποὺ γράφομε τὸ παρὸν σημείωμα, γίνονται 1219 (ΑCΙΘ΄) χρόνια (363 + 856 =1219)».

Στὰ 1856, λοιπόν, σύμφωνα μὲ τοὺς ὑπολογισμοὺς τοῦ γραφέως τοῦ σημειώματος αὐτοῦ καὶ τὰ ὅσα στοιχεῖα εἶχε ὑπόψη του καὶ στὰ ὁποῖα στηριζόταν καὶ ἔγραφε ὅσα ἔγραφε,  τὸ Μοναστήρι τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» εἶχε ζωὴ 1219 χρόνων.

Στὸ δεύτερο τμῆμα τοῦ χειρόγραφου αὐτοῦ σημειώματος: «παρὰ ἐν καιρῷ ὁ ἐν ἀποστάταις τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν θρησκείας ὀνομαζόμενοι παπισταὶ καὶ κοινῶς ῥωμαῖοι πολέμους φρικτοὺς ἐνεργοῦσι κατὰ τῶν εὐσεβῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἐρημώνει πόλεις, κώμας, χώρας καὶ τὰ ἱερὰ μοναστήρια, ὡς φαίνεται εἰς τὰ ἀρχαῖα[6] τοῦ ἁγιωνύμου ὄρους. Στρατοπεδεύσας διὰ ξηρᾶς καὶ θαλάσσης ἐκ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἔφθασαν οἱ στόλοι καὶ ὁ στρατὸς εἰς τὸν λιμένα τῆς Δημητριάδος, ὁστὶ σήμερον Βῶλος κατάκτησαν ἐκεῖ τὸ περίφημον φρούριον τὸ κτισθὲν ὑπὸ τοῦ βασιλέως Δημητρίου καὶ ὀνομασθεῖσα Δημητριάς. Ἔσυραν λοιπὸν οἱ στόλοι τὰς ἀγκύρας των καὶ κατέπλεον κατὰ τὰ δυτικὰ μέρη. Ἦν [φρούρ]ιον περίφημον ὀνομαζόμενον Κεφάλαιον, ἦν δὲ καὶ πόλις [Κεφάλαι]ον, τώρα δὲ ὀνομάζεται (βαρβαρισθεῖσα) Κεφάλωσης, ὁστὶ …….ηεργεια, πυρπολυθείσης δὲ οἱ πόλεις καὶ τὸ φρούριον …… ὁ στρατὸς εἰς ὅλα τὰ μέρη κατὰ τὸ ἀρκτικὸν μέρος ….. ἕως δύο ὥρας εἶναι τὸ ἱερὸν μοναστήριον», ὁ σημειωματογράφος μᾶς παραθέτει κάποιες πολὺ ἀσαφεῖς καὶ συγκεχυμένες πληροφορίες γιὰ γεγονότα, ποὺ συνέβησαν πολὺ μετὰ τὴν ἵδρυση τοῦ Μοναστηριοῦ, καὶ ἐντελῶς ἄσχετα μὲ τὸ ἀναφερόμενο ἔτος ἵδρυσης τοῦ μοναστηριοῦ, θέμα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ στὸ σημεῖο αὐτό. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ δὲν τὸ σχολιάζουμε στὴ θέση αὐτή.

Ἡ παραπάνω ἄποψη, ὡστόσο, τοῦ ἄγνωστου καταγραφέα καλόγερου τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, γιὰ μιὰ τόσο πολὺ παλιὰ χρονολογία γιὰ τὴν ἵδρυση τοῦ μοναστηριοῦ τους, 637 μ.Χ., τὴν ὁποία ὁ ἄγνωστός μας μοναχὸς σημειωματογράφος, ἀποθανάτισε στὸ χειρόγραφό του, φαίνεται ὅτι ἦταν καὶ ἡ ἐπισήμως ἀποδεκτὴ χρονολογία τῆς ἵδρυσής του ἤ τῆς πρώτης ἀρχῆς τοῦ Μοναστηριοῦ, καὶ ἀπὸ τὴν διοίκηση τοῦ Μοναστηριοῦ.

Αὐτὸ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ ἕνα ἄλλο γεγονός. Ἔξω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι – καὶ ἀναφερόμαστε πάντοτε στὸ «Πάνω» «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς», τὸ Μοναστήρι τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» ἤ τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας», ἀκριβῶς πάνω ἀπὸ τὴ βόρεια θύρα του, ἡ ὁποία, ὅπως καὶ σήμερα, ἀποτελοῦσε καὶ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὴν κύρια εἴσοδο τοῦ Μοναστηριοῦ, ὅπως μᾶς βεβαιώνει καὶ πάλι ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, ὑπῆρχε χαραγμένη σὲ μάρμαρο ἡ χρονολογία 647 μ. Χ.[7]

Παρατηροῦμε ὅτι μεταξὺ τῆς χρονολογίας ποὺ ἀναφέρει ὁ καλόγερος στὸ σημείωμά του (637) καὶ τῆς χαραγμένης στὸ μαρμάρινο ὑπέρθυρο τοῦ Μοναστηριοῦ (647) ὑπάρχει μία διαφορά  δέκα ἐτῶν.  Ἡ διαφορὰ αὐτὴ δὲν θὰ μᾶς ἀπασχολήσει στὸ σημεῖο αὐτό, θεωρῶντας ὅτι οἱ δύο αὐτὲς χρονολογίες, ποὺ φαίνεται νὰ διαφέρουν κατὰ δέκα ἔτη, στὴν πραγματικότητα ταυτίζονται καὶ φανερώνουν μία καὶ τὴν αὐτὴ χρονολογία, ὅπως θὰ ἰδοῦμε στὴ συνέχεια.[8]

Δὲν γνωρίζουμε καὶ δὲν μποροῦμε μὲ βεβαιότητα νὰ ὑποστηρίξουμε καὶ νὰ ἀποδείξουμε ἐὰν ἡ μία πληροφορία (χρονολογία) – καὶ ποιὰ –  εἶναι «κακὴ» ἀντιγραφὴ τῆς ἄλλης ἤ λανθασμένη παραποίηση. Ἐκεῖνο ποὺ προσωπικὰ θεωροῦμε βέβαιο, ὡστόσο, εἶναι ὅτι δὲν εἶναι ἡ μία ἀντιγραφὴ τῆς ἄλλης καὶ ὅτι καὶ οἱ δύο χρονολογίες στηρίζονται σὲ κάποια ἄλλη, ἄγνωστη σὲ μᾶς, ἀρχαιότερη πηγή. Ἐκεῖνο ποὺ διαφαίνεται ἐπίσης καθαρὰ εἶναι ὅτι καὶ οἱ δύο πληροφοριοδότες μας, ὁ σημειωματογράφος καλόγερος  καὶ ὁ ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ἀναγραφὴ (τὴν χάραξη στὸ μάρμαρο τῆς εἰσόδου)  τῆς χρονολογίας στὴν κυρία εἴσοδο τοῦ Μοναστηριοῦ, δὲν φαίνεται νὰ ἔχουν κάποια ἀμφιβολία  γιὰ τὴν ὀρθότητα τῆς πληροφορίας ποὺ μᾶς παρέχουν, ἐὰν ἔγινε σωστὴ ἀντιγραφὴ τοῦ περιεχομένου τοῦ σημειώματος ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο. Ἐκεῖνο ποὺ ἔχει σημασία εἶναι ὅτι καὶ οἱ δύο αὐτὲς ἀναγραφὲς δίνουν μία χρονολογία στὰ μέσα τοῦ ἕβδομου αἰῶνα μ. Χ, γιὰ τὴν ἵδρυση τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας».

Ὁ σημειωματογράφος θεωρεῖ δεδομένη τὴν χρονολογία ποὺ ἀναφέρει. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἐπιχειρηματολογεῖ νὰ πείσει τὸν ἀναγνώστη γιὰ τὴν ἀκρίβεια τῆς παρεχόμενης πληροφορίας του. Δὲν θεωρεῖ σκόπιμο καὶ ἀπαραίτητο νὰ ἀναγράψει τὶς πηγὲς στὶς ὁποῖες στηρίχτηκε γιατὶ ὅταν ἔγραφε ὅσα ἔγραφε δὲν ἐνδιαφερόταν νὰ πείσει τοὺς ἀναγνῶστες του. Κύριος σκοπὸς τοῦ σημειώματός του, ἐξ ἄλλου, ὅπως διαφαίνεται ἀπὸ τὸ ὅλο περιεχόμενό του καὶ τὴ δομὴ τῆς γραφῆς,  δὲν ἦταν νὰ μᾶς πληροφορήσει τὸ πότε ἱδρύθηκε τὸ Μοναστήρι. Ἄν ἀναφέρει τὴν πληροφορία αὐτὴ τὴν ἀναφέρει ὡς μία παράλληλη, ἔνθετη, δευτερεύουσα καὶ ἔμμεση πληροφορία, γιὰ νὰ καταλήξει στὴν τελικὴ πληροφορία ποὺ ἔθελε νἀ δώσει. Ὁ καταγραφέας θεωροῦσε ὅτι ἡ χρονολογία ἵδρυσης τοῦ Μοναστηριοῦ ἦταν δεδομένη. Ἦταν βέβαιος ὅτι τὸ γνώριζαν ὅλοι καὶ δὲν ὑπῆρχε καμία ἀμφιβολία γιὰ τὸ ἔτος ἵδρυσης τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἕναν ἄλλο ἁπλὸ λογαριασμὸ ἤθελε κάνει μὲ τὸ σημειώμά του αὐτὸ προκειμένου νὰ ἐξηγήσει στὸν ἀναγνώστη του πόσων ἐτῶν ζωὴ εἶχε τὸ Μοναστήρι κατὰ τὸ 1856, ὅταν ἔγραφε τὸ σημείωμά του. Αὐτὴ ἦταν ἡ βασικὴ καὶ κύρια πληροφορία ποὺ ἤθελε νὰ δώσει. Γιὰ τὸν ὑπολογισμὸ αὐτὸν τοῦ χρειάζονταν δύο μόνο στοιχεῖα, τὸ ἔτος ἵδρυσης τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ ἡ χρονολογία στὴν ὁποία ὁποία ζοῦσε ὁ ἴδιος καὶ κατὰ τὴν ὁποία ἔγραφε τὸ σημείωμα. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ στοιχεῖα ποὺ τοῦ χρειάζονταν ἦταν ἐξ ἴσου γνωστὰ καὶ δὲν ἐπιδέχονταν καμία ἀμφιβολία. Ἄν ὁ σημειωματογράφος καλόγερος ἦταν λακωνικὸς στὴν ἔκφραση θὰ ἔγραφε: «Τὸ Μοναστήρι ἱδρύθηκε τὸ 637. Σήμερα ἔχομε 1856. Ἄρα τὸ Μοναστήρι εἶναι σήμερα 1856 – 637 = 1219 χρόνων».

Βέβαιος, ἀσφαλῶς, γιὰ τὴν χρονολογία ἵδρυσης τοῦ Μοναστηριοῦ πρέπει νὰ ἦταν καὶ ὁ ὑπεύθυνος γιὰ τὴν χάραξή της στὴν εἴσοδο τοῦ Μοναστηριοῦ ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τοῦ ἀνέθεσαν νὰ χαράξει τὴν χρονολογία αὐτὴ στὸ μάρμαρο τοῦ ὑπέρθυρου τῆς κεντρικῆς εἰσόδου τοῦ Μοναστηριοῦ.

Βέβαιοι προσωπικὰ καὶ οἱ δύο γιὰ τὴν ἄποψή τους μᾶς λένε ὅτι ἡ ἵδρυση τοῦ μοναστηριοῦ τους ἔγινε τὸ 647 ὁ ἕνας καὶ τὸ 637 ὁ ἄλλος.

Ἄν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν δέκα ἐτῶν μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν χρονολογιῶν, τῆς χαραγμένης στὸ μάρμαρο τῆς εἰσόδου 647 καὶ τῆς γραμμένης στὸ σημείωμα 637 (ΧΛΖ΄), δὲν ἔχει κάποια ἰδιαίτερη σημασία ὡς πρὸς τὴν δηλούμενη ἀρχαιότητα τοῦ Μοναστηριοῦ, θὰ τὴν σχολιάσουμε γιὰ νὰ βγοῦν κάποια χρήσιμα συμπεράσματα, ἐνισχυτικὰ τῆς ἀληθινότητας καὶ τῆς αὐθεντικότητάς τους, παρ’ ὅλη τὴ «φαινομενικὴ» μεταξύ τους διαφορά.

Γνωρίζουμε ὅτι ἡ χαραγμένη στὸ μάρμαρο τοῦ ὑπέρθυρου τῆς κεντρικῆς εἰσόδου τοῦ Μοναστηριοῦ χρονολογία, 647 (μ.Χ.), βρισκόταν χαραγμένη ἐκεῖ πρὶν ὁ σημειωματογράφος μᾶς ἀφήσει τὴν δική του πληροφορία, πρὶν δηλαδὴ τὸ 1856. Ἑπομένως ἡ ἀναγραφὴ στὸ χειρόγραφο σημείωμα τοῦ καλόγερου εἶναι νεότερη καὶ εἶναι πιθανόν νὰ στηρίζεται μὲν ἁπλὰ καὶ μόνο στὴν γενικὴ παραδοχὴ ὅλων, ὅπως αὐτὴ ἦταν ἀπεικονιζόταν χαραγμένη στὸ μάρμαρο τοῦ ὑπέρθυρου τῆς κύριας εἰσόδου τοῦ Μοναστηριοῦ ἀλλὰ νὰ ὑπάρχει κάποια λανθασμένη ἀντιγραφή.

Τὸ ὅτι ἡ χάραξη τῆς χρονολογίας ἵδρυσης τοῦ Μοναστηριοῦ ὑπῆρχε πρὶν γράψει ὁ σημειωματογράφος καλόγερος τὸ σημείωμά του ἐξάγεται ἀπὸ τὰ παρακάτω.

Στὸν Φάκελο «Μοναστηριακὰ, Φ-626» τῶν Γενικῶν Ἀρχείων τοῦ Κράτους,[9] τὸ περιεχόμενο τοῦ ὁποίου φακέλου ἀναφέρεται ἀποκλειστικὰ σὲ ζητήματα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, καὶ τὸ ὁποῖο παρουσιάζουμε σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐργασίας μας, ὑπάρχει μεταξὺ ἄλλων ἐγγράφων, τὸ ὑπ’ ἀριθ. 13 ἔγγραφο, μὲ ἡμερομηνία 28 Αὐγούστου 1835, εἴκοσι ἕνα (21), δηλαδή, χρόνια πρὶν γραφεῖ τὸ παραπάνω καλογερικὸ σημείωμα.

Τὸ ἔγγραφο αὐτὸ εἶναι μία βεβαίωση τὴν ὁποία ὑπογράφουν οἱ δημογέροντες καὶ οἱ πρόκριτοι τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ, στὴν ὁποία βεβαίωση, μεταξὺ ἄλλων,  βεβαιώνουν, πάλι ἔμμεσα, γιὰ τὴν χαραγμένη στὸ μάρμαρο τοῦ ὑπέρθυρου τῆς εἰσόδου τοῦ Μοναστηριοῦ χρονολογία ἵδρυσής του: 647 μ. Χ.

Τὸ ἔγγραφο θεωρεῖται ἐπίσημο καὶ μὴ ἀμφισβητήσιμου κύρους ἀφοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς πολλοὺς προκρίτους καὶ δημογέροντες τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, ποὺ τὸ ὑπογράφουν, τὸ περιεχόμενό του ἐπικυρώνεται μὲ ἕξι ὑπογραφὲς καὶ σφραγίδες τουρκικῶν ἀρχῶν τοῦ Ἁλμυροῦ. Βεβαιώνεται ἡ ἀλήθειά του «ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν καὶ μεχκεμὲν[10] τῆς πόλεως Ἁρμυροῦ»  καὶ τὸ ἐπιβεβαιώνει ὑπογράφοντας καὶ σφραγίζοντάς το καὶ «ὁ Βόϊβοδας  ἁρμυροῦ δερβίς σελέμης».

Γράφει τὸ ἔγγραφο αὐτό, μεταξὺ τῶν ἄλλων, γιὰ τὸ συγκεκριμένο θέμα: «Οἱ ὑποφαινόμενοι δημογέροντες καὶ πρόκριτοι τῆς πόλεως Ἁρμυροῦ καὶ Πλατάνου, τῶν κωμοπόλεων Κοκοτῆς,[11] Κωφῶν καὶ Βρύνινας[12] πιστοποιοῦμεν ἐν συνειδείσει καὶ διαβεβαιοῦμεν ὅτι τὸ Μοναστήριον τῆς Παναγίας Κισσιότισας τὸ καὶ Ξενιᾶς καλούμενον εἶναι Ἀρχαῖον κατὰ τὸ 647 ἤτοι ἑξακοσιοστὸν τεσσαρακοστὸν ἕβδομον ἔτος ἀπὸ Χριστοῦ γεννήσεως κτισμένον ὡς τὸ μάρμαρον δηλοῖ, σταυροπηγιακὸν καὶ κατὰ τοῦτον ἀμέσως ἐξήρτηται τοῦ Πατριαρχικοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως…».

Ἡ συνέχεια τοῦ περιεχομένου τοῦ παραπάνω ἐγγράφου, ἄσχετη μὲ τὸ συγκεκριμένο θέμα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ στὴ θέση αὐτή, παρουσιάζεται σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐργασίας μας.

Ἡ ὑπογραφὴ τοῦ παραπάνω ἐγγράφου κατὰ τὸ 1835 προϋποθέτει, βεβαίως, ὅτι ἡ χρονολογία τοῦ ὑπέρθυρου εἶχε χαραχθεῖ ἐκεῖ κάποια χρόνια πρὶν. Ἡ χαραγμένη στὸ ἀνώφλι τῆς εἰσόδου τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς χρονολογία, 647, ἐξακολουθοῦσε νὰ βρίσκεται ἐκεῖ καὶ ἀργότερα, κατὰ τὸ 1910, τοὐλάχιστον. Μᾶς τὸ βεβαιώνει αὐτὸ ἕνα δημοσίευμα τοῦ τότε δικαστικοῦ κλητῆρα τοῦ Ἁλμυροῦ Εὐσταθίου Παπακωνσταντίνου Καλτσέτα στὴν ἐφημερίδα «ΠΡΩΙΑ» τῆς 8ης Ἰουνίου 1910. Στὸ δημοσίευμα αὐτό, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων, ἀναφέρεται καὶ τὸ ἑξῆς:

«….Ἄνωθεν τῆς  ἀρκτικῆς θύρας τοῦ κτηρίου τῆς Μονῆς σημειοῦται δι’  ἀκίδος ὡς ἔτος οἰκοδομήσεως αὐτοῦ τὸ 647 μ. Χ.».

 

Πρὶν ἀσχοληθοῦμε ἐκτενέστερα μὲ τὸ θέμα τῆς ἀρχικῆς χρονολογίας ἵδρυσης τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (Παναγίας Ξενιᾶς), θεωροῦμε σκόπιμο νὰ ἐπισημάνουμε καὶ πάλι ὅτι, κατὰ τὴν ἄποψή μας, ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τῆς διαφορᾶς μεταξὺ τῶν δύο χρονολογιῶν, 637, τοῦ καλογερικοῦ σημειώματος, καὶ τῆς χαραγμένης στὴν βόρεια εἴσοδο    τοῦ Μοναστηριοῦ 647,  δὲν ὑπάρχει ἰδιαίτερο πρόβλημα.

Ἡ διαφορὰ μπορεῖ, κατὰ τὴν ἄποψή μας, νὰ ὀφείλεται καὶ νὰ μπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ ἀπὸ τὸ ὅτι  ἡ μὲν χρονολογία τοῦ χρονικοῦ σημειώματος εἶναι γραμμένη μὲ ἑλληνικοὺς χαρακτῆρες, δηλαδὴ μὲ γράμματα τῆς ἑλληνικῆς ἀλφαβήτου, ΧΛΖ (=637), ἡ δὲ ἐγχάρακτη σὲ μάρμαρο, στὸ ἀνώφλι τῆς κυρίας εἰσόδου τοῦ Μοναστηριοῦ, μὲ ἀραβικοὺς ἀριθμούς,  μὲ ἀριθμητικὰ σύμβολα: 647.

Ἐὰν τὸ καλογερικὸ χρονικὸ σημείωμα ἀντὶ ΧΛΖ (637), ἔγραφε ΧΜΖ (647), δὲν θὰ ὑπῆρχε οὐσιαστικὰ καὶ τυπικὰ κανένα πρόβλημα. Ἐξάλλου τὸ ὅτι τὸ χειρόγραφο σημείωμα ἀφαιρέθηκε ἀπὸ ἐξώφυλλο βιβλίου, στὸ ὁποῖο ἦταν κολλημένο, μπορεῖ νὰ συνετέλεσε ὥστε ἡ κάποια φθορὰ ποὺ ὁπωσδήποτε αὐτὸ ὑπέστη κατὰ τὴν ἀποκόλλησή του νὰ ἀλλοίωσε τὸ ὑπάρχον Μ σὲ μία μορφὴ ποὺ νὰ μποροῦσε νὰ ἐκληφθεῖ ὡς Λ. Ἔτσι μπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ  μία (ἴσως) ἐσφαλμένη ἀντιγραφή τοῦ  Μ ὡς Λ. Ἀλλὰ καὶ μία ἄγνοια καὶ σύγχυση ἐκ μέρους τοῦ καταγραφέα μοναχοῦ τῆς πραγματικῆς ἀριθμητικῆς ἀντιστοιχίας τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων Λ (=30) καὶ Μ (=40) θεωρεῖται πιθανή.

Μὲ τὶς σκέψεις αὐτὲς ὁδηγημένοι θεωροῦμε ὡς σωστὴ καὶ πιστευτὴ τὴν καθολικὰ ἀποδεκτὴ ἀπὸ τοὺς καλογέρους τοῦ μοναστηριοῦ, τὴν χρονολογία 647 μ.Χ., ἡ ὁποία ἦταν χαραγμένη στὸ ἀνώφλι τῆς βόρειας θύρας, δηλαδὴ τῆς κυρίας εἰσόδου τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Ἄνω Ξενιᾶς, πρόσθετη ἐπιβεβαίωση τῆς ὁποίας θεωροῦμε καὶ τὴ μαρτυρία τῆς  παραποιημένης ἤ λανθασμένης καλογερικῆς «ἐνθύμησης».

Ὡστόσο, παρὰ τὴν κατηγορηματικότητα τῆς γραπτῆς αὐτῆς μαρτυρίας καὶ τὴν σαφέστατα διαφαινόμενη βεβαιότητα τῶν μοναχῶν γιὰ τὴν ἀλήθειά της, ὅλοι σχεδὸν οἱ μέχρι τώρα συγγραφεῖς καὶ ἐρευνητές, οἱ ὁποῖοι ἀσχολήθηκαν μὲ τὴν ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ἀπορρίπτουν ὡς  χρονολογία ἵδρυσής του τὸ ἔτος 637 μ. Χ. ἤ 647 μ. Χ., υἱοθετῶντας, χωρὶς ἰδιαίτερη καὶ σχολαστικὴ κριτικὴ προσωπικὴ καὶ σοβαρὴ ἐνασχόληση μὲ τὸ θέμα, τὴν εὔκολη ἄποψη καὶ ἐπικρατοῦσα ἀντίληψη ὅτι κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, τὸ 647 μ. Χ., στὰ μέσα δηλαδὴ τοῦ ἑβδόμου αἰῶνα μ.Χ.,  «δὲν ὑπῆρχαν μοναστήρια στὴ Θεσσαλία».

Κανένας ὅμως ἀπὸ ὅσους ἀπορρίπτουν τὴν σαφῆ παραπάνω χρονολογία δὲν ἀσχολήθηκε καὶ δὲν ἐρεύνησε ποιοὶ ἦταν ἐκεῖνοι οἱ λόγοι ποὺ ὁδήγησαν στὸν τόσο ἀκριβῆ ἀριθμητικὸ καθορισμό της καὶ τὴν ἀναγραφή της; Ἔτσι αὐθαίρετα κάποιος ἤ κάποιοι ἀποφάσισαν καὶ καθόρισαν μία τόσο σαφῶς καὶ ἀκριβῶς καθορισμένη χρονολογία; Ἔτσι πρόχειρα ἀπορρίπτεται μιὰ τόσο σαφὴς καὶ κατηγορηματικὴ πληροφορία, μὶα σαφῶς καθορισμένη χρονολογία, ἐπειδὴ διατυπώθηκε ἡ γενικόλογη καὶ δογματικῶς αὐθεντίζουσα ἄποψη ὅτι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν ὑπῆρχαν μοναστήρια  στὴν Ἑλλάδα ἤ στὴν Θεσσαλία;  Κατὰ τὴν ἄποψή μας δὲν εἶναι εὔκολο νὰ γίνει δεκτὸ κάτι τέτοιο.

Γράφει ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος γιὰ τὸ θέμα τῆς παραπάνω χρονολογίας ἵδρυσης τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, δογματικὰ καὶ κατηγορηματικά:

«Ἡ χρονολογία αὔτη εἶναι ἐσφαλμένη καθ’ ἡμᾶς. Ἀνάγομεν δὲ τὴν ἵδρυσιν τῆς Μονῆς μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ δεκάτου ἤ ἑνδεκάτου αἰῶνος μ. Χ. Πρὸ τῆς ἐποχῆς δὲ ταύτης οὐδὲν μοναστήριον ὑπῆρχεν ἐν Θεσσαλίᾳ. Ἐὰν ἡ περίπυστος διὰ τὴν ἐν αὐτῇ βυζαντιακὴν καλλιτεχνίαν, τὰ σῳζόμενα μουσεῖα καὶ τὴν πολιὰν αὑτῆς ἀρχαιότηττα Μονὴ τοῦ Δαφνίου δὲν ἀνέρχεται πέραν τοῦ Ι΄ αἰῶνος, πῶς ἡ Μονὴ τῆς Ξενιᾶς θὰ ἦτο ἀρχαιοτέρα ταύτης;».[13]

Προσωπικὰ βρίσκω ἐντελῶς ἀνίσχυρο, ὡς ἀποδεικτικὸ στοιχεῖο, τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ τοῦ Νικόλαου Γιαννόπουλου ὅτι ἐπειδὴ «ἡ περίπυστος διὰ τὴν ἐν αὐτῇ βυζαντιακὴν καλλιτεχνίαν, τὰ σῳζόμενα μουσεῖα καὶ τὴν πολιὰν αὑτῆς ἀρχαιότηττα Μονὴ τοῦ Δαφνίου δὲν ἀνέρχεται πέραν τοῦ Ι΄ αἰῶνος» δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπῆρχε ἕνα ἄλλο «μοναστήρι», ποὺ νὰ εἶχε δημιουργηθεῖ σὲ παλιότερη ἀπὸ αὐτὸ ἐποχή, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν ἦταν τόσο «περίπυστο» ὅσο ἡ «Μονὴ τοῦ Δαφνίου», ἀλλὰ ἦταν ἄσημο καὶ ταπεινό.

Ὡστόσο ὁ ἴδιος ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, σὲ ἄλλο, κατοπινό, δημοσίευμά του, ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸν ἑαυτό του ὡς πρὸς τὴν παραπάνω ἄποψή του. Στὸ περιοδικὸ «ΙΕΡΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ»,[14] σὲ ἄρθρο του μὲ τίτλο «Ἡ Μονὴ Ξενιᾶς», γράφει, μεταξὺ ἄλλων, γιὰ τὸ ἴδιο θέμα τῆς χρονολογίας τοῦ Μοναστηριοῦ αὐτοῦ:

«Ἡ μονὴ αὔτη[15] εἶναι κτίσμα βυζαντινόν, ὡς ἀποδεικνύεται ἐκ τῆς βορείου πλευρᾶς  τοῦ ναοῦ, σῳζομένης εἰς ὕψος 1 – 2 μέτρων διὰ λιθοδομίας ἐναλλὰξ λίθων ὀρθογωνίων καὶ πλίνθων ὀπτῶν μετὰ συμβολικῶν γραμμάτων διὰ πλίνθων καὶ ἄλλων κεραμικῶν κοσμημάτων, ἅτινα ἀπαντῶνται ὁμοίως καὶ ἐν ἄλλοις ναοῖς βυζαντιακῶν μονῶν (καὶ ἅτινα) ὁ μὲν μακαρίτης Γ. Λαμπάκης ἐξέλαβεν ὡς μονογράμματα, ὁ δὲ κ. Ἀνδρέας Ξυγγόπουλος ἐσχάτως ἐν τῇ Ἀρχαιολογικῇ Ἐφημερίδι ἀπέδειξεν ὡς κοσμήματα εἰλημμένα ἐκ κουφικῶν ἐπιγραφῶν.[16]

Πλὴν τοῦ τμήματος τούτου τῆς βορείου πλευρᾶς τοῦ ναοῦ καὶ τεμάχιά τινα γλυπτῶν θωρακίων μετὰ διπλῶν σταυρῶν ὑπὸ ἁψιδώματα μαρτυροῦσιν ὅτι τὸ κτίσμα τοῦτο ἦτο βυζαντινόν, σῳζόμενον κατὰ τὸν Ι΄ μέχρι τοῦ ΙΒ΄αἰῶνος.

Εἴπομεν ἀνωτέρω ὅτι τεμάχιά τινα θωρακίων μετὰ σταυρῶν διπλῶν ὑπὸ ἁψιδώματα μαρτυροῦσι τὴν ὕπαρξιν τῆς μονῆς ἀπὸ τοῦ Ι΄ μέχρι τοῦ ΙΒ’ αἰῶνος. Ἀλλ’ ἕτερα τεμάχια ἐντετειχισμένα ἐν τῷ τοίχῳ τοῦ ναοῦ, μετὰ τὴν καταστροφὴν τοῦ πρώτου, ἀρχομένου τοῦ  ΙΣΤ΄ αἰῶνος, ὡς καὶ τὸ θύρωμα τοῦ ναοῦ, ἡ βάσις τῆς Ἁγίας Τραπέζης καὶ ἕν κιονόκρανον Θεοδοσιακὸν, ἐρριμένον ἔν τινι κελλίῳ, ὡς καὶ οἱ μονόλιθοι μέγιστοι κίονες οἱ ὑποστηρίζοντες ἄλλοτε τὸν θόλον τοῦ ναοῦ, νῦν δὲ τὴν στέγην, ταῦτα  τἀρχιτεκτονικὰ μέλη ἀνήκουσι προφανῶς εἰς ἀρχαιοτέρους χρόνους, ἀπὸ τοῦ Ζ΄- Ι΄ αἰῶνος, ὅτε ἡ μονὴ θὰ ὑπῆρχε προφανῶς».

Τὸ παραπάνω «ἡ χρονολογία αὔτη (Δηλαδή, 647 μ. Χ., μέσα ἑβδόμου αἰῶνος) εἶναι ἐσφαλμένη καθ’ ἡμᾶς. Ἀνάγομεν δὲ τὴν ἵδρυσιν τῆς Μονῆς μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ δεκάτου ἤ ἑνδεκάτου αἰῶνος μ. Χ. Πρὸ τῆς ἐποχῆς δὲ ταύτης οὐδὲν μοναστήριον ὑπῆρχεν ἐν Θεσσαλίᾳ», τοῦ Νικόλαου Γιαννόπουλου, γραμμένο στὰ 1892 καὶ τὸ «ταῦτα  τἀρχιτεκτονικὰ μέλη ἀνήκουσι προφανῶς εἰς ἀρχαιοτέρους χρόνους, ἀπὸ τοῦ Ζ΄- Ι΄ αἰῶνος, ὅτε ἡ μονὴ θὰ ὑπῆρχε προφανῶς», γραμμένο στὰ 1916, εἴκοσι τέσσερα χρόνια ἀργότερα, πάλι ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο, ἔρχονται σαφῶς σὲ πλήρη ἀντίθεση μεταξύ τους. Θεωροῦμε δὲ βέβαιο ὄτι ἠ κατοπινότερη ἄποψη τοῦ Γιαννόπουλου (Ζ’-Ι΄ αἰῶνος) εἶναι διόρθωση τῆς ἀρχικῆς του ἄποψης, ἔστω κι ἄν αὐτὸ δὲν δηλώνεται ἀπὸ τὸν ἴδιο.

Θεωρῶ, ὡστόσο, χρήσιμο νὰ σημειώσω ὅτι ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος δὲν ἔλαβε ποτέ του γνώση τῆς ὕπαρξης καὶ τοῦ περιεχομένου τοῦ παραπάνω ἀναφερόμενου ἐγγράφου τοῦ φακέλου «Μοναστηριακὰ, Φ-626» τῶν Γενικῶν Ἀρχείων τοῦ Κράτους.

Ὁ Κωνσταντῖνος Θ. Γιαννακόπουλος, ἐκπαιδευτικὸς καταγόμενος ἀπὸ τὴ Βρύναινα, υἱοθετῶντας καὶ αὐτὸς καί, μᾶλλον, ἀκολουθῶντας τὴν παραπάνω πρώτη ἀρχικὴ ἄποψη τοῦ Γιαννόπουλου, τοῦ ὁποίου οἱ ἀπόψεις γιὰ τέτοια θέματα πολὺ δύσκολα ἀπορρίπτονταν στὴν ἐποχή του, ἀποκλείει τὴν  δυνατότητα νὰ εἶναι ὀρθὴ ἡ χρονολογία 647 μ.Χ., ποὺ ἦταν χαραγμένη στὴ βόρεια θύρα τοῦ «πάνω» Μοναστηριοῦ, ἡ ὁποία ἦταν καὶ ἡ κύρια εἴσοδός του. Ἔτσι γράφει:

«Τὸ ἔτος 647 ἀποκλείεται νὰ ἱδρύθηκε ἡ Μονὴ (βασιλεία τοῦ Ἡρακλείου), γιατὶ εἶναι διαπιστωμένο, πὼς στὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ πολὺ ἀργότερα δὲν ὑπῆρχε κανένα μοναστήρι στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο».

 Ὡστόσο, θέλοντας ὁ ἴδιος νὰ δώσει κάποια ἐξήγηση στὴν ὑπάρχουσα χαραγμένη στὸ ὑπέρθυρο χρονολογία 647, γράφει στὴ συνέχεια: 

«Τὸ πιθανώτερο εἶναι νὰ ὑπῆρχε τότε ἐκεῖ (τὸ 647),  σύμφωνα μὲ κάποια παράδοση, χτισμένος στὴ θέση ἀρχαιοελληνικοῦ ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος ἕνας ναΐσκος χριστιανικός, ποὺ τὴν θέση του τὴν πῆρε ἀργότερα ἡ Μονή.»[17]

Ὁ ἀρχιμανδρίτης, Χερουβεὶμ Βελέτζας, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε ὡς μοναχὸς στὴν Ἄνω Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς, γράφει γιὰ τὸ ἔτος ἵδρυσης τοῦ Μοναστηριοῦ, 647 μ. Χ., χωρὶς ἰδιαίτερη προσωπικὴ κριτικὴ ἐνασχόληση καὶ αὐτὸς μὲ τὸ θέμα, καταφεύγοντας στὶς ἐπικρατοῦσες γενικὲς ἀπόψεις «ἱστορικῶν καὶ εἰδικῶν μελετητῶν»:

«Κατὰ κανόνα οἱ ἱστορικοὶ καὶ οἱ εἰδικοὶ μελετητὲς δὲν τοποθετοῦν  ἵδρυση μοναστηριῶν στὸν ἑλληνικὸ χῶρο πρὶν  ἀπὸ τὸν 10ο αἰ. Ἀπὸ αὐτὴ τη σκέψη ὁδηγούμενος ὁ Γιαννόπουλος τοποθετεῖ τὴν ἵδρυση τῆς Μονῆς στὶς ἀρχὲς τοῦ 10ου ἤ 11ου αἰ.»[18]

Ὁ Εὐστάθιος Παπακωνσταντίνου Καλτσέτας στὸ παραπάνω δημοσίευμά του στὴν ἐφημερίδα «ΠΡΩΙΑ», στὶς 8 Ἰουνίου 1910, γράφει γιὰ τὴ χρονολογία 647 μ.Χ., υἱοθετῶντας μὶα ἄλλη πρακτικὴ καὶ πολὺ αὐθαίρετη ἄποψη, δίνοντας μιὰ πολὺ εὔκολη -μᾶλλον ἀπρόσεκτη καὶ ἐπιπόλαια – λύση τοῦ προβλήματος:

« …ἀλλὰ εἶναι ἀπίθανον ἡ χρονολογία αὔτη νὰ μὴν εἶναι ἐσφαλμένη ἀφοῦ εἶναι γνωστὸ ὅτι πρὸ  τοῦ 10ου αἰῶνος οὐδὲν μοναστήριον ἀναφαίνεται ἐν Θεσσαλίᾳ. Κατὰ τὴν ἐμὴν γνώμην – τὴν ὁποίαν ἐπιφέρω ἐν παρόδῳ ἀφοῦ παρενέπεσε πρὸ τῆς  γραφίδος μου τὸ ξένον τοῦτο πρὸς τὰς ἀσχολίας μου θέμα καὶ ἡ ὁποία ὁμολογῶ δὲν δύναται νὰ ἔχῃ τὸ κύρος τοῦ προέδρου τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυρού περὶ οὗ ἐσχάτως καὶ  Γερμανοὶ ἀρχαιολόγοι ἠσχολήθησαν – ἐκ τῆς χρονολογίας 647 ἐλλείπει μία χιλιὰς καὶ ἡ πιθανωτέρα ἐποχὴ τῆς κτίσεως τῆς Μονῆς ἐστὶ  1647 μ. Χ. Καθόλου εἶναι ἱστορικῶς βεβαιωμένον ὅτι ἐπὶ τῆς βασιλείας Σουλτὰν Σελὴμ τοῦ Α΄, πατριαρχεύοντος ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἱερεμίου τοῦ Α΄, περὶ τὰ  1517 – 1520 μ. Χ., ἐξεδόθη φιρμάνιον, διὰ τοῦ ὁποίου οἱ ναοὶ  μετεποιοῦντο εἰς τζαμία καὶ ἐκηρύττετο ἐπισήμως ὁ διωγμὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ἔκτοτε ἡ χριστιανικὴ λατρεία τοῦ Θείου ὑπεχώρει ἐκ τῶν  δουλευουσῶν ὑπὸ τὸ φακιόλιον τοῦ Μωάμεθ πόλεων καὶ κωμῶν καὶ χωρίων εἰς τὰ φυσικῶς ἀπρόσιτα καὶ ἀδούλωτα ὄρη, ἔνθα ἀνεγείροντο εὐκτήριοι οἶκοι μικροὶ καὶ  βαθμηδὸν μεγάλοι μεμονωμένοι ἤ μετὰ κελλίων προσλαμβάνοντες τὸν τύπον μοναστηρίων. Πιθανῶς λοιπὸν κατὰ αὐτὴν τὴν ἐποχὴν τῆς ἰσχύος τοῦ φιρμανίου τούτου τοῦ ἀντιστρατευομένου ὅμως πρὸς τὸν Ἀχτιναμών τοῦ Ὤμαρ χάτταπ καὶ πρὸς τὸ χάττι τοῦ πορθητοῦ Μωάμεθ, ἐν ᾧ ρητῶς ἀναγράφεται ἡ προνομία «νὰ μὴ μεταβάλλωνται οἱ ναοὶ εἰς τζαμία», εὐσεβεῖς ἄνδρες κληρικοὶ ἤ λαϊκοὶ προσέφυγον ἐκ χαμηλοτέρου εὐκτηρίου οἴκου εἰς τὰς βήσσας ταύτας τῆς Ὄθρυος, τὰς ὁποίας, διατηρουμένων τότε παρθένων τῶν δασῶν τῆς ὑλομανοῦς Ὄθρυος, οὔτε ποῦς οὔτε ὀφθαλμὸς βέβηλος ἠδύνατο νὰ μιάνῃ, καὶ  ᾧδε ἵδρυσαν τὴν μονὴν καὶ ἐναπέθηκαν κειμήλια τῆς χριστιανικῆς λατρείας».

Ὁ Εὐστάθιος Καλτσέτας ἔγραψε τὰ παραπάνω μὴν ἔχοντας ὑπ’ ὄψη του οὔτε τὸ καλογερικὸ σημείωμα οὔτε τὸ σχετικὸ δημοσίευμα τοῦ Γιαννόπουλου στὸν «ΙΕΡΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ» οὔτε τὸ παραπάνω σχετικὸ ἔγγραφο τῶν Γενικῶν Ἀρχείων τοῦ Κράτους. Εἶναι, ὡστόσο, ἐντελῶς ἀδικαιολόγητη καὶ δημιουργεῖ προβληματισμοὺς γιὰ ὅσους γνωρίζουν τὴν σοβαρότητα τῶν διατυπούμενων ἀπόψεων του Εὐσταθίου Καλτσέτα ἡ τοποθέτησή του αὐτή, ἀφοῦ εἶναι βέβαιο ὅτι ὁ ἴδιος γνώριζε πολύ καλὰ ὅτι ὑπῆρχε ἡ προσφορά, κατὰ τὸ 1522, στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Παναγίας. Ἐκτὸς ἐὰν ἐννοοῦσε ὅτι στὰ 1647 χτίστηκε τὸ κτίριο τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, ἄν καὶ ἡ φράση του «πρὸ  τοῦ 10ου αἰῶνος οὐδὲν μοναστήριον ἀναφαίνεται ἐν Θεσσαλίᾳ» ἀναιρεῖ μία τέτοια ὑπόθεση.

Ὡστόσο, παρ’ ὅλο τὴν τόσο σαφῶς διατυπούμενη ἄποψή του, ὁ ἴδιος ἐρευνητὴς  Εὐστάθιος Καλτσέτας σὲ ἄλλο κατοπινότερο δημοσίευμά του, διατυπώνει πολὺ διαφορετικὴ ἄποψη ἀνατρεπτικὴ τῆς πρώτης:  «Τούτων οὕτως ἐχόντων, ρίπτω ᾧδε τὴν ὑποψίαν μου μήπως τὸ Μοναστήριον τοῦτο «Κισσιώτισσα» προϋπῆρχε τοῦ Η΄ αἰῶνος πρὸ τοῦ Σχίσματος; Μήπως τὸ ἔτος 647 μ.Χ., τῆς ἐντοιχίστου προπυλαίας πλακός, εἶναι ἀκριβῶς χρόνος οἰκοδομήσεως τῆς Μονῆς; Ἤ μᾶλλον μήπως κατὰ τὸ 647 μ.Χ., ἔτος ἀνευρεθείσης Εἰκόνος Κοίμησις, ᾠκοδομήθη ᾧδε προσκυνητάριον ἤ Ναΐσκος ὑπὸ τῶν περιοίκων ἤ ὑπὸ τοῦ εὑρέτου; Μήπως ἔκτοτε ὁ εὑρέτης ἤ ἄλλος τις ἤ ὁμάς τις ὡς ἀναχωρηταὶ ἐγκαθίδρυσαν ἐνθάδε περὶ τὸ Ναΐδριον στεγασθὲν ἐν καλύβαις, σπηλαίοις, οἰκίσκοις, κελλίοις; Βαθμιαίως δὲ προσερχομένων καὶ ἄλλων κατηρτίσθη τὸ περικαλλὲς Μοναστήριον τῆς Παναγίας Κισσιωτίσσης;».

Βρίσκω πολὺ ἐνδιαφέρουσα τὴν ἄποψη αὐτὴ του Καλτσέτα ὅτι τὸ 647 εἶναι τὸ ἔτος κατὰ τὸ ὁποῖο βρέθηκε ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας. Πολὺ δικαιολογημένα, σὲ μία τέτοια περίπτωση, οἱ Μοναχοὶ τοῦ Μοναστηριοῦ θὰ θεωροῦσαν τὸ ἔτος αὐτὸ ὡς ἔτος ἵδρυσής του.

Ἡ Δέσποινα Δ. Κωστούλα, κάνοντας ἔμμεση ἀναφορὰ γιὰ τὸ ἴδιο θέμα, γράφει: «Ἡ ἀξιολόγηση τῶν γλυπτῶν αὐτῶν καὶ ἄλλων, ποὺ δὲν θεωρήθηκε σκόπιμο νὰ ἀναφερθοῦν ἐδῶ, ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ ναὸς καὶ κατὰ συνέπεια ἡ μονὴ[19] θὰ πρέπει νὰ ἱδρύθηκαν τὸ 12ο -13ο αἰ. (1100-1200) στὴ θέση ἴσως κάποιου παλαιοχριστιανικοῦ ναοῦ (συγκροτημένες μονὲς δὲν ὑπῆρχαν στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο νωρίτερα), ἀπὸ τὸν ὁποῖο χρησιμοποιήθηκαν ἀρχιτεκτονικὰ μέλη».[20]

Κατὰ τὴν προσωπική μας, ὡστόσο, ἐκτίμηση δὲν πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὡς αὐθαίρετη ἡ καταγραφὴ μιᾶς τέτοιας τόσο σαφῶς καθορισμένης χρονολογίας. Ὁ καταγραφέας τοῦ σημειώματος εἶναι κατηγορηματικός: «ἐκτίσθη ἐν ἔτει ΧΛΖ΄».

Πρέπει νὰ ἐκτιμηθεῖ σοβαρὰ τὸ ὅτι ὁ σημειωματογράφος καλόγερος δὲν γράφει κάτι γενικόλογο, κάτι στὸ περίπου. Δὲν λέει κατὰ τὸν ἕβδομο, π.χ., αἰῶνα ἤ στὰ μέσα περίπου τοῦ ἑβδόμου αἰῶνα. Ἡ ἀναφορά στὸ σημείωμα ἀλλὰ καὶ ἡ χάραξη στὴν εἴσοδο τοῦ Μοναστηριοῦ μιᾶς τόσο σαφῶς διατυπωμένης συγκεκριμένης χρονολογίας, αὐτὴ καθ’ αὑτὴ ἡ λεπτομερὴς ἀναγραφή, ὑποδηλώνει κατὰ τὴν ἄποψή μου, τὴν βεβαιότητα τοῦ καταγραφέα. Ὁ κύριος σκοπὸς, ἐξάλλου, τοῦ σημειωματογράφου, ὅπως ἀναφέραμε, δὲν ἦταν νὰ φανερώσει ἤ νὰ δηλώσει τὸ ἔτος ἵδρυσης τοῦ μοναστηριοῦ, ἀλλὰ νὰ ὑπολογίσει πόσων ἐτῶν ἦταν τὸ μοναστήρι στὸ ὁποῖο ἐγκαταβιοῦσε  αὐτὸς κατὰ τὸ ἔτος 1856 μ.Χ. Εἶναι βέβαιο ὅτι σ’ αὐτὸ ἀποβλέπουν ὅλοι οἱ λίγο ἁπλοϊκοὶ καὶ πρακτικοὶ λογαριασμοί του: «τόσα χρόνια ἀπὸ τὴν ἵδρυση μέχρι τὸ 1000 καὶ τόσα ἀπὸ τὸ χίλια μέχρι σήμερα μᾶς κάνουν τόσα». Γιὰ τὴν πρώτη ἀρχή του, γιὰ τὸ ἔτος ἵδρυσής του, δὲν ἀμφιβάλλει, τὴ θεωρεῖ δεδομένη καὶ ἀδιαπραγμάτευτο γεγονός.

Αὐτὴ ἡ βεβαιότητά γιὰ τὴν χρονολογία ἵδρυσης τοῦ Μοναστηριοῦ τόσο τοῦ σημειωματογράφου ὅσο καὶ ἐκείνων ποὺ χάραξαν τὴν χρονολογία στὴν εἴσοδο τοῦ μοναστηριοῦ, ὑποδηλώνει, κατὰ τὴν ἄποψή μας, ὅτι εἶχαν κάποιες σαφεῖς καὶ συγκεκριμένες ἀποδείξεις στὶς ὁποῖες στήριζαν ὅσα ἔλεγαν. Ὑπῆρχαν κάποια ἔγγραφα ἤ κάποια χρονικὰ σημειώματα, κάποια, μὲ ἄλλα λόγια, ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα ἀπὸ παλιότερες ἐποχὲς κατὰ τὶς ὁποῖες ἐποχὲς αὐτὰ τὰ ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα ὑπῆρχαν καὶ τὰ ὁποῖα μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου  χάθηκαν.

Δὲν εἶναι, ἐξάλλου, ἡ πρώτη ἔνδειξη αὐτὴ τοῦ σημειωματογράφου καλόγερου γραμμένη στὰ  1856. Στὰ 1835, εἴκοσι ἕνα χρόνια πρίν, ἡ χρονολογία ἦταν χαραγμένη σὲ μάρμαρο. Μᾶς τὸ βεβαίωσαν ἐνυπογράφως, ὅπως εἴδαμε παραπάνω, οἱ δημογέροντες τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ καὶ τὸ ἐπικύρωσαν καὶ ὅλες οἱ τοπικὲς τουρκικὲς ἀρχὲς μὲ σφραγίδες καὶ ὑπογραφές.  Μᾶς εἶναι ἄγνωστο πόσα χρόνια νωρίτερα εἶχε γίνει ἡ χάραξη τῆς χρονολογίας αὐτῆς.

Κατὰ τὴν προσωπική μου ἄποψη, προκειμένου νὰ δώσουμε κάποια ἀπάντηση γιὰ τὸν χρόνο ἵδρυσης τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀλλά καὶ γιὰ τὴν σημασία τοῦ σημειώματος αὐτοῦ, γιὰ τὴν χαραγμένη χρονολογία καὶ τὴν ἑρμηνεία ὅσων ἀναφέρονται στὴν καλογερικὴ «ἐνθύμηση», πρέπει νὰ ἑστιάσουμε τὴν προσοχή μας στὴ φράση τοῦ σημειώματος «κτισμένον εἶναι τὰ ἀρχαῖα αὐτοῦ θέμελα, ἔχον μεγάλην ἔκτασιν». Εἶναι τὸ κλειδί καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ προβλήματος.

Στὰ παλιὰ θεμέλια, λοιπόν, στὰ παλιὰ ὑπολείμματα κάποιων κτισμάτων, τὰ ὁποῖα βρέθηκαν κατὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ «Πάνω» Μοναστηριοῦ καὶ πάνω στὰ ὁποῖα χτίστηκε αὐτὸ τὸ «Πάνω Μοναστήρι», ἀναφέρεται ὁ σημειωματογράφος θεωρῶντας ὡς πρώτη ἀρχὴ τοῦ Μοναστηριοῦ τὸ ἔτος 647 μ. Χ. Ἀναφέροντας ὡς ἔτος ἵδρυσης τοῦ Μοναστηριοῦ  τὸ 647  ἐννοεῖ σαφῶς κατὰ τὸ 647 «κτισμένον εἶναι τὰ ἀρχαῖα αὐτοῦ θέμελα».

Ὁ καταγραφέας τοῦ σημειώματος, μνημονεύοντας τὸ ἔτος 637 μ. Χ. (ποὺ εἶναι στὴν πραγματικότητα 647 μ.Χ.) ἀναφέρεται σὲ κάποια κτίσματα, κάποια ὑπόλοιπα παλαιῶν θεμελίων ἄλλου ἤ ἄλλων κτιρίων («ἔχον μεγάλην ἔκτασιν»), ποὺ βρέθηκαν κατὰ τὴν ἀνασκαφὴ τῶν θεμελίων τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Ἔτσι ἴσως πρέπει νὰ θεωρήσουμε σωστὴ καὶ ἀρκετὰ διαισθητικὴ τῆς ὑποκρυπτόμενης στὸ καλογερικὸ σημείωμα ἀλήθειας, τὴν ὑπόθεση τοῦ Κωνσταντίνου Γιαννακόπουλου: «τὸ πιθανώτερο εἶναι νὰ ὑπῆρχε τότε ἐκεῖ (τὸ 647),  σύμφωνα μὲ κάποια παράδοση, χτισμένος στὴ θέση ἀρχαιοελληνικοῦ ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος, ἕνας ναΐσκος χριστιανικὸς, ποὺ τὴν θέση του τὴν πῆρε ἀργότερα ἡ Μονή». Πολὺ πιστευτὴ φαίνεται καὶ ἡ ἄποψη τοῦ Καλτσέτα ὅτι τὸ  647 βρέθηκε ἡ Εἰκόνα τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας καὶ γιὰ τὴ στέγασή της χτίστηκε μικρὸς ναός, ποὺ εἶναι καὶ ἡ πρώτη ἀρχὴ τοῦ Μοναστηριοῦ.

Σαφέστερος, ὡς πρὸς τὸ σημεῖο αὐτὸ, εἶναι καὶ πάλι ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, στὸ παραπάνω του ἄρθρο «Ἡ Μονὴ Ξενιᾶς», στὸ περιοδικὸ «ΙΕΡΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ» . Γράφει σχετικὰ:

«Ἐν τῇ μονογραφίᾳ ἡμῶν περὶ τῆς μονῆς ταύτης[21] ἐξηνέγκαμεν τὴν ὑπόθεσιν ὅτι ἐπὶ τῆς θέσεως ταύτης θὰ ὑπῆρχεν ἀρχαῖος ἑλληνικὸς ναός, δεδομένου ὅτι οἱ μονόλιθοι κίονες δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ κομισθῶσι κατὰ τοὺς βυζαντιακοὺς χρόνους ἀλλαχόθεν ἕνεκα τοῦ δυσβάτου τοῦ μέρους τοσούτῳ μᾶλλον, ὅσῳ ἐγγὺς τῆς μονῆς πρὸς ἀνατολὰς καὶ εἰς ἀπόστασιν ἡμισείας τὸ πολὺ ὥρας κεῖνται ἐρείπια ἀδήλου ἑλληνικῆς πόλεως, ἥν ὁ Stächlin ἐθεώρησεν ὡς τὸ Φθιωτικὸν Δίον, ἤ τὸν Φθιωτικὸν Ὀρχομενὸν, πόλεις, ἅς συνῲκισεν ὁ Κάσσανδρος εἰς τὰς Φθιώτιδας Θήβας», μετὰ τὴν ὑπὸ τοῦ Φιλίππου τοῦ Ε΄ τῷ 217  π. Χ. καταστροφὴν αὐτῶν».

Κλείνοντας τὸ μέρος αὐτὸ καταλήγουμε στὸ συμπέρασμα ὅτι ὅλες οἱ ἀντιρρήσεις ποὺ διατυπώθηκαν ἀπὸ τοὺς προηγούμενους ἐρευνητὲς καὶ ἀναφέρθηκαν παραπάνω δικαιολογοῦνται ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι ἐξέλαβαν τὴν χρονολογία 647 ὡς χρονολογία ἵδρυσης τοῦ Μοναστηριοῦ, ἐκλαμβάνοντας ὅμως τὴν ἔννοια «μοναστήρι», ὅπως τὴν ἐννοοῦμε σήμερα, δηλαδή μία ἱεραρχικὰ ὀργανωμένη, πειθαρχημένη σὲ ἐσωτερικοὺς κανονισμούς, μοναστικὴ κοινότητα.

Ἔτσι μπορεῖ ὅλοι νὰ ἔχουν δίκαιο. Οἱ καταγραφεῖς τῆς σαφῶς καθορισμένης αὐτῆς χρονολογίας μπορεῖ νὰ μὴν ἀναφέρονταν σὲ ἕνα κανονικὸ μοναστήρι, ὅπως τὸ ἐννοοῦμε σήμερα, ἀλλὰ ἁπλά στὴν πρώτη ἀρχὴ αὐτοῦ ποὺ ἀργότερα διαμορφώθηκε καὶ ὀργανώθηκε σὲ Μοναστήρι, ὅπως ἐννοοῦμε τὴ λέξη αὐτὴ στὴν ἐποχή μας λέγοντας «Μοναστήρι».

 

  1. Ἀπώλειες ἀποδεικτικῶν στοιχείων

Σὲ παλαιότερες ἐποχὲς ἀκούγονταν πολλοὶ θρύλοι καὶ παραδόσεις γιὰ μυστικὲς κρύπτες τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, στὶς ὁποῖες οἱ καλόγεροι ἔκρυβαν πολύτιμα ἀντικείμενα ἀλλὰ καὶ κιβώτια μὲ ἔγγραφα τῶν ὁποίων τὸ περιεχόμενο δὲν ἔπρεπε νὰ γίνεται γνωστὸ παρὰ μόνο σὲ λίγους μυημένους, ἤ ἴσως ἦταν πολὺ μεγάλης ἀξίας, μοναδικὰ κειμήλια καὶ ἀποκαλυπτικὰ ἔγγραφα. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔγγραφα ἤ ἱερὰ κειμήλια  στὴν ἐποχή μας ἔχουν χαθεῖ ὁριστικά. Τίποτε ὅμως δὲν ἀποκλείει ἀνάμεσα στὰ στοιχεῖα αὐτὰ νὰ ὑπῆρχε καὶ κάποια ἀπόδειξη γιὰ τὸ πρόβλημα τῆς πρώτης ἀρχῆς τοῦ Μοναστηριοῦ.

Στὴ θέση αὐτὴ θεωροῦμε σκόπιμο νὰ παραθέσουμε ἕνα δημοσίευμα τῆς ἐφημερίδας τοῦ Βόλου «Θεσσαλία» τῆς 18ης  Ἰουλίου 1901, σχετικὸ μὲ τὸ θέμα αὐτό μὲ τίτλο  «Ἀνακάλυψις ἀρχαίων κειμηλίων ἐν τῇ Μονῇ Ξενιᾶς. Ποῦ ἦσαν κρυμμένα. Πῶς ἀνεκαλύφθησαν» :

«Ἐγράψαμεν ἤδη πρό τινος χρόνου ὅτι ἐγένετο ἐκλογὴ νέου ἡγουμένου ἐν τῇ Μονῇ Ξενιᾶς. Κατὰ νόμον, μετὰ τὴν ἐκλογήν, μετέβη ἐκεῖ ἁρμοδία ἐπιτροπὴ παρουσίᾳ τῆς ὁποίας ὁ τέως ἡγούμενος θὰ παρέδιδε τὴν περιουσίαν τῆς Μονῆς εἰς τὸν νέον τοιοῦτον.

Ἡ παράδοσις ἐγένετο καθ’ ὅλους τοὺς τύπους καὶ ὅταν προσεκλήθησαν οἱ καλόγηροι νὰ ὑπογράψουν τὸ πρωτόκολλον τῆς παραδόσεως ἠρωτήθησαν ὑπὸ τῶν ὑπαλλήλων ἄν ὑπάρχουν καὶ ἄλλα πράγματα ἐν τῇ μονῇ ἐκτὸς τῶν ἐν τῷ πρωτοκόλλῳ ἀναφερομένων.

Οὗτοι κατ’ ἀρχὰς ἀπέφυγον νὰ δώσουν σαφῆ ἀπάντησιν καὶ τέλος κατέθεσαν ὅτι ὑπάρχουσιν ἔν τινι κρύπτῃ τῆς μονῆς δύο κιβώτια ἐσφραγισμένα ἅτινα περιεῖχον ἀρχαῖα κειμήλια.

Οἱ ὑπάλληλοι ἐρευνήσαντες ἀνεῦρον πράγματι τὰ κιβώτια ἐσφραγισμένα, ὅτε δὲ τὰ ἤνοιξαν εὗρον ἐντὸς αὐτῶν χειρόγραφα εὐαγγέλια ἐπὶ μεμβράνης, σταυροὺς πολυτίμους καὶ μὲ τίμιον ξῦλον, ἄμφια, ἅγια λείψανα καὶ ἄλλα διάφορα ἅτινα λεπτομερῶς κατεγράφησαν.

Σημειωτέον ὅμως ὅτι εἰς τὸ ἕτερον τῶν κιβωτίων ἀνευρέθη σημείωσις ἀναγράφουσα τὰ ἐν αὐτῷ εἴδη καὶ χρονολογημένη ἀπὸ τὰ 1863 ἐνῶ εἰς τὸ ἄλλο δὲν ὑπῆρχε τοιαύτη. Τὸ περίεργον εἶναι ὅτι ἀπὸ τόσων ἐτῶν τώρα ὁσάκις ἐγίνετο ἡ παράδοσις ἑνὸς ἡγουμένου εἰς ἕτερον, τὰ κιβώτια ταῦτα δὲν παρεδίδοντο δι’ ἐπισήμου πράξεως ἀλλὰ κρυφίως, διότι κατὰ παράδοσιν ἐπικρατοῦσαν ἐν τῇ Μονῇ, δὲν ἔπρεπε νὰ παραδοθοῦν ταῦτα εἰς τὰς Ἀρχάς» .

Ἄν καὶ τὸ δημοσίευμα αὐτὸ δὲν εἶναι πλήρως ἀποκαλυπτικὸ τοῦ περιεχομένου τῶν δύο κιβωτίων ἀφήνεται ὅμως νὰ ὑφέρπει ἡ ὑποψία ὅτι στὸ ἀπομονωμένο Πάνω Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας, ὑπῆρχαν πολλὰ πολύτιμα ἱστορικὰ στοιχεῖα τὰ ὁποῖα, μὲ τὴν ἀπώλεια τῶν κιβωτίων αὐτῶν, χάθηκαν καὶ αὐτὰ ὁριστικά. Μεταξὺ αὐτῶν τίποτε δὲν ἀποκλείει νὰ ὑπῆρχε καὶ κάποιο ποὺ θὰ ἀποσαφήνιζε τὸ πρόβλημα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ.  Γεγονὸς ἐπίσης εἶναι ὅτι οὔτε ἡ σημείωσις ἡ «ἀναγράφουσα τὰ ἐν αὐτῷ εἴδη καὶ χρονολογημένη ἀπὸ τὰ 1863» οὔτε ἡ κατάσταση στὴν ὁποία «κατεγράφησαν λεπτομερῶς» ὅσα βρέθηκαν στὰ «ἐσφραγισμένα κιβώτια» ὑπάρχουν σήμερα.

 

  1. Σχετικὲς χρονολογικὲς ἐνδείξεις γλυπτῶν μνημείων

Στὸν αὔλειο χῶρο τοῦ σημερινοῦ κτίσματος τῆς «Ἄνω Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς» βρίσκονται μέχρι καὶ σήμερα πολλὰ γλυπτὰ ἀρχιτεκτονικὰ μέλη, τὰ ὁποῖα προέρχονται ἀπὸ ἄλλα ἀρχαιότερα κτίσματα ποὺ ὑπῆρχαν στὸν ἴδιο χῶρο σὲ προηγούμενες ἐποχές. Σὲ παλιότερα χρόνια ὑπῆρχαν στὸν ἴδιο χῶρο περισσότερα τέτοια γλυπτά. Θεωροῦμε βέβαιο ὅτι ἄν γινόταν κάποτε μία συστηματικὴ ἀνασκαφὴ τοῦ χώρου θὰ βρίσκονταν καὶ ἄλλα παρόμοια γλυπτά.

Ἀπὸ τὴν ἐξέταση τῶν εὑρεθέντων αὐτῶν γλυπτῶν γίνεται εὔκολα κατανοητὸ καὶ σὲ ἐκείνους ἀκόμη ποὺ ἁπλῶς ἔχουν μόνο κάποιες σχετικὲς γνώσεις, ὅτι τὰ γλυπτὰ αὐτὰ ἀνήκουν χρονολογικὰ σὲ ἄλλες ἐποχές, διαφορετικὲς ἀπὸ αὐτὴν τοῦ ὅλου  σημερινοῦ κτίσματος τοῦ Πάνω Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς.

Ἔχουν ὅμως διατυπωθεῖ καὶ ἀπὸ κάποιους εἰδικοὺς σχετικὲς ἀπόψεις τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ γνωρίσουμε.

Ἡ ἀρχαιολόγος κ. Αἰκατερίνη Σμπυράκη – Καλαντζῆ μελέτησε ἰδιαίτερα τὰ γλυπτὰ αὐτὰ μνημεῖα. Ἡ σχετικὴ ἐργασία ποὺ συνέταξε γιὰ τὰ γλυπτὰ αὐτὰ καὶ τὰ σχετικὰ συμπεράσματα καὶ πορίσματά της παρουσιάστηκαν στὸ «Διεθνὲς Συνέδριο γιὰ τὴν ἀρχαία Θεσσαλία», τὸ ὁποῖο πραγματοποιήθηκε γιὰ νὰ τιμηθεῖ ἡ μνήμη τοῦ Δημήτρη Ρ. Θεοχάρη, στὸ Βόλο τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1987, καὶ δημοσιεύθηκε στὰ Πρακτικὰ τοῦ Συνεδρίου αὐτοῦ[22]  μὲ τὸν ἰδιαίτερο τίτλο «Συλλογὴ γλυπτῶν τῆς Ἄνω Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς», στὶς σελίδες  464 – 472 τοῦ τόμου τῶν Πρακτικῶν τοῦ Συνεδρίου.

Ἀπὸ τὴν ἐργασία αὐτὴ θὰ παρουσιάσουμε στὴ συνέχεια μερικὰ χαρακτηριστικὰ ἀποσπάσματα, τὰ ὁποῖα θὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ ὁδηγηθοῦμε σὲ κάποια χρήσιμα συμπεράσματα γιὰ τὸ θέμα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ στὸ σημεῖο αὐτό.

Ἕνα ἀπὸ τὰ γλυπτὰ αὐτὰ ἦταν ἕνα κιονόκρανο, ποὺ ἀνῆκε στὴν κατηγορία «Κορινθιακὰ τύπου V ἤ λύρας» (στὰ Πρακτικά, πίνακας 103α). Ἦταν ἕνα κιονόκρανο, κατὰ τὴν περιγραφὴ τῆς κ. Σμπυράκη – Καλαντζῆ,  «μὲ φύλλα μαλακῆς ἄκανθας πού, καθὼς ἐκφύονται ἀπὸ τὴ βάση του, πλαταίνουν καὶ ἁπλώνονται γιὰ νὰ καλύψουν τὸν κάλαθο. Ἡ δεύτερη καὶ τρίτη ζώνη φύλλων λείπουν, οἱ ἕλικες ἔχουν ἁπλοποιηθεῖ σὲ δύο λεπτὲς ταινίες ποὺ ἑλίσσονται κάτω ἀπὸ τὶς γωνίες τοῦ ἄβακα, ποὺ στηρίζεται στὰ φύλλα τῆς ἄνω στεφάνης…».

Παραλείποντας τὸ ὑπόλοιπο κείμενο τῆς περιγραφῆς τοῦ κιονόκρανου αὐτοῦ ἀλλὰ καὶ ὅσα θεμελιώνουν καὶ τεκμηριώνουν θεωρητικὰ τὴν ἄποψη τῆς ἐρευνήτριας, παρουσιάζουμε τὸ σχετικὸ συμπέρασμά της, ποὺ τὸ θεωροῦμε χρήσιμο γιὰ τὸ σκοπὸ τῆς ἐργασίας μας στὸ κεφάλαιο αὐτό:

«Ὁ τύπος αὐτὸς ἦταν πολὺ διαδεδομένος στὸ θέμα τοῦ Ἰλλυρικοῦ κατὰ τὸ α΄ μισὸ τοῦ 6ου αἰῶνα. Αὐτὸ ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὴν πληθώρα τῶν συγγενῶν ἤ παράλληλων μνημείων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ξεχωρίζουμε τὰ δύο κιονόκρανα   ἀπὸ τὴν βασιλικὴ Α΄ Νέας Ἀγχιάλου (Φθιωτίδων Θηβῶν), καὶ τὸ κιονόκρανο ἀπὸ τὴν βασιλικὴ τοῦ Ἀρχιερέως Πέτρου, ἐπίσης στὴ Νέα Ἀγχίαλο, μὲ πολύβολα φύλλα,  στοιχεῖα ποὺ συναντοῦμε καὶ στὸ κιονόκρανο τῆς Μονῆς Ξενιᾶς καὶ μᾶς πείθουν γιὰ τὴν κοινὴ προέλευση τῶν γλυπτῶν αὐτῶν ἀπὸ τὸ ἴδιο ἐργαστήριο γλυπτικῆς, πιθανότατα τῆς Νέας Ἀγχιάλου».

Στὸν αὔλειο χῶρο τοῦ ἴδιου Μοναστηριοῦ βρισκόταν καὶ ἕνα ἄλλο κιονόκρανο (Πρακτικά, πίνακας 103, β). Ἦταν ἕνα «δίζωνο κιονόκρανο μὲ πλεκτὸ διάτρητο κάνιστρο…».

«Ὁ τύπος αὐτός», σημειώνει ἡ κ. Αἰκατερίνη Σμπυράκη – Καλαντζῆ, «ἦταν πολὺ διαδεδομένος στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ στὶς χῶρες τῆς ἀνατολικῆς λεκάνης τῆς Μεσογείου, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ὅπου ἀναφέρονται τρία μόνο γνωστὰ παραδείγματα. Σ’ αὐτὰ προστίθεται τώρα τὸ κιονόκρανο τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, τοῦ ὁποίου ἡ ἀδρὴ ἐπεξεργασία νομίζουμε ὅτι συνηγορεῖ σὲ μιὰ χρονολόγησή του στὸν 7ο – 8ο αἰῶνα».

Δύο ἄλλα κιονόκρανα τοῦ τύπου «κολουροπυραμιδοειδῆ τεκτονικὰ κιονόκρανα» παρουσιάζονται στὴν ἴδια ἐργασία, τὸ ὑπ’ ἀριθ. 4 καὶ τὸ ὑπ’ ἀριθ. 21.  Τὸ ὑπ’ ἀριθ.  4  «(σὲ δεύτερη χρήση στὸ νοτιοδυτικὸ κίονα τοῦ κυρίως ναοῦ) ἀνήκει στὴν κατηγορία τῶν «ἀκατέργαστων» ἀρχιτεκτονικῶν μελῶν». Χρονολογεῖται στὰ τέλη τοῦ 6ου αἰῶνα. Τὸ  ὑπ’ ἀριθ.  21, τοῦ ὁποίου «ἔχει διασωθεῖ μόνο ἡ βάση καὶ τὰ 2/3 τοῦ κορμοῦ του, ἐνῶ λείπει τὸ ἄνω τμῆμα τοῦ κορμοῦ καὶ ὁ ἄβακας», χρονολογεῖται στὸν 10ο αἰῶνα.

«Τὸ κιονόκρανο ὑπ’ ἀριθ. 5», τὸ ὁποῖο ἀνήκει στὴν κατηγορία «καλαθοειδῆ κιονόκρανα», χρονολογεῖται ἐπίσης στὸν 10ο αἰῶνα.

Τὸ ὑπ’ ἀριθ.  6 κιονόκρανο, ποὺ ἦταν ἕνα «δίζωνο κιονόκρανο μὲ πτηνὰ» καὶ ἦταν «διακοσμημένο στὶς δύο γωνίες μὲ ἀετὸ ποὺ ἔχει ἁπλωμένες τὶς φτεροῦγες του μέχρι τὸ μέσον τῆς κάθε πλευρᾶς καὶ στὶς διαγωνίως ἀπέναντι γωνίες μὲ φύλλα ἄκανθας», «μπορεῖ νὰ χρονολογηθεῖ», κατὰ τὴν κ. Σμπυράκη – Καλαντζῆ, «στὸ β΄ μισὸ τοῦ 8ου καὶ στὸ α΄ μισὸ τοῦ 9ου αἰῶνα.»

Σ’ ἕνα ζεῦγος μικρῶν «κιονοκράνων τραπεζῶν, ἀριθ. 7», τὸ ὁποῖο «συνδέεται στὸ ἄνω μέρος του μὲ τμῆμα γείσου, ἀπὸ τὸ ὁποῖο σώζονται μόνον οἱ χονδροειδεῖς ὀδόντες ποὺ κοσμοῦνται μὲ πεντάφυλλα ἀνθέμια … ἡ τεχνικὴ ποὺ χρησιμοποιήθηκε εἶναι ἡ ἡμιδιάτρητη, ποὺ θεωρεῖται ἐκφυλλισμένη τῆς παλαιοχριστιανικῆς διάτρητης τεχνικῆς, ἡ ὁποία γνώρισε τεράστια διάδοση κατὰ τὴν Θεοδοσιανὴ καὶ Ἰουστινιάνεια ἐποχή». Ἐπειδὴ «ἕνα παρόμοιο γλυπτὸ, τὸ γεῖσο ἀπὸ τὴ βασιλικὴ Γ΄ Νέας  Ἀγχιάλου, χρονολογήθηκε στὸν 7ο αἰῶνα, μποροῦμε, ἴσως, ν’ ἀποδώσουμε καὶ τὸ γλυπτὸ αὐτὸ στὴν ἴδια χρονολογία. »

Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ παραπάνω κιονόκρανα, στὸ χῶρο τῆς Ἄνω Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ἐντοπίστηκαν καὶ τρία «ἐπιθήματα», τὰ ὑπ’ ἀριθ. 9, 10 καὶ 11. Τὰ ὑπ’ ἀριθ. 9 καὶ 10  χρονολογοῦνται στὸν 6ο αἰῶνα, ἐνῶ γιὰ τὸ ὑπ’ ἀριθ. 11, μὲ βάση τὸ ὅτι αὐτὸ «ἔχει διακόσμηση ἀπὸ περιελισσόμενες ταινίες ποὺ ξεκινοῦν ἀπὸ κόμβο καὶ ἀναπτύσσονται ἐλεύθερα, γεμίζοντας ὅλη τὴν ἐπιφάνεια τοῦ ἀναγλύφου» καὶ τὸ ὅτι «ἡ τεχνικὴ ποὺ χρησιμοποιήθηκε εἶναι ἡ ἐπιπεδόγλυφη (champlevé)» «ὁδηγούμαστε σὲ μιὰ χρονολόγηση τοῦ γλυπτοῦ στὸν 11ο αἰῶνα».

Μεταξὺ τῶν γλυπτῶν ὑπολειμμάτων κτισμάτων παλαιότερων ἐποχῶν στὴν Ἄνω Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς περιλαμβάνεται καὶ ἕνας «κοσμήτης (ἀριθ. 8), ποὺ διακοσμεῖται μὲ σειρὰ φύλλων ἄκανθας». Στὸν κοσμήτη αὐτὸν «ὑπάρχει ἔντονη κίνηση καὶ ζωὴ ποὺ φέρνει στὸ νοῦ ἀνάλογα ἔργα πολὺ καλῶν ἐργαστηρίων, ὅπως τῆς Νέας Ἀγχιάλου καὶ τῆς Κορίνθου, χρονολογούμενα στὸν 6ο αἰῶνα. Ἡ ἔντονη φωτοσκίαση σ’ αὐτὸ τὸ γλυπτὸ εἶναι ἀξιοσημείωτη καὶ εἶναι στοιχεῖο ἐνισχυτικὸ τῆς χρονολόγησής του στὸν 6ο αἰῶνα».

Ἡ κ. Σμπυράκη – Καλαντζῆ, στὴν ἐργασία της «Συλλογὴ γλυπτῶν τῆς Ἄνω Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς», ἐκτὸς ἀπὸ τὰ παραπάνω, μεταξύ τῶν ἄλλων γλυπτῶν, παρουσιάζει καὶ τέσσερα ἐπιστύλια (ἀριθ. 22, 23, 24 καὶ 25), ποὺ ὅλα «χρονολογοῦνται στὸν 11ο αἰῶνα».

Ἕνα ἄλλο ἀκόμη γλυπτὸ ἀπομεινάρι, στὸ Πάνω Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, εἶναι ἕνα «σωζόμενο τμῆμα γείσου» (ἀριθ. 26), τὸ ὁποῖο  «φέρει φυτικὸ διάκοσμο (κληματίδα μὲ σχηματοποιημένα φύλλα ἀμπέλου, μὲ ἑπτὰ γλωσσίδια τὸ καθένα καὶ καρδιόσχημο βλαστό), ἀποδοσμένο μὲ τὴν ἐπιπεδόγλυφη τεχνικὴ».  «Ἀπὸ τὰ τεχνοτροπικὰ στοιχεῖα του καὶ τὴ χρήση τῆς συγκεκριμένης τεχνικῆς», καταλήγει ἡ κ. Καλαντζῆ: «νομίζω ὅτι θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ ἀποδώσουμε στὰ τέλη τοῦ 11ου – ἀρχές 12ου αἰῶνα».

Στὴ συλλογὴ αὐτὴ τῶν γλυπτῶν τῆς Μονῆς Ξενιᾶς περιλαμβάνονται καὶ τρία «θωράκια (ἀριθ. 12, 13 καὶ 27)», «τὸ καθένα μοναδικὸ καὶ χαρακτηριστικὸ γιὰ τὸ εἶδος του», τὰ ὁποῖα «σώζονται ἀκέραια, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἀριθ. 27, ἀπὸ  τὸ ὁποῖο λείπει μόνο τὸ κάτω τμῆμα του, χωρίς ὅμως αὐτὸ νὰ ἀφαιρεῖ κάτι ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν ἀξία του» καὶ «ἀντιπροσωπεύουν τρεῖς διαφορετικοὺς τύπους καὶ τρεῖς διαφορετικὲς ἐποχές».

Τὸ ὑπ’ ἀριθ. 12, «σὲ ἄριστη διατήρηση», «ἔχει διακοσμητικὸ θέμα ποὺ ἦταν δημοφιλέστατο: παραλληλόγραμμο πλαίσιο ἀπὸ τριπλῆ ταινία ποὺ περιβάλλει ἕναν κεντρικὸ κύκλο μὲ τὸ μονόγραμμα τοῦ Χριστοῦ (Χριστόγραμμα) καὶ δύο τόξα, ἑκατέρωθεν τοῦ κύκλου, ποὺ ὑπερκαλύπτονται ἀπὸ ἕνα μακρὺ (λατινικό) σταυρό μὲ διαπλατυσμένα τὰ ἄκρα τῶν κεραιῶν του….». Συμπληρώνοντας ἡ κ. Καλαντζῆ – Σμπυράκη τὴν περιγραφὴ τοῦ θωράκιου καταλήγει: «τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτὰ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν χρονολόγησή του κατὰ τὸν 10ο αἰῶνα».

Τὸ ὑπ’  ἀριθ. 13 θωράκιο «ἀνήκει στὴ μεγάλη σειρὰ τῶν θωρακίων μὲ ρόμβο ἐγγεγραμμένο σὲ ὀρθογώνιο πλαίσιο, καὶ μάλιστα στὴν παραλλαγὴ μὲ αὔλακες καὶ ἐξέχουσες ταινίες ἐπιπεδικές. Σώζεται κι αὐτὸ σὲ ἄριστη κατάσταση καὶ ἡ τεχνική του εἶναι ὅμοια μὲ τοῦ ὑπ’ ἀριθ. 12».

«Παρ’ ὅλο ὅτι τὸ θέμα αὐτὸ εἶναι κοινὸ στὴ βυζαντινὴ τέχνη τοῦ 6ου αἰώνα, νομίζουμε ὅτι ἡ χρονολόγησή του στὶς ἀρχὲς τοῦ 10ου αἰῶνα δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια».

«Τὸ τρίτο θωράκιο, τὸ ὑπ’ ἀριθ. 27, διακοσμεῖται μὲ ἀνάγλυφες ταινίες ποὺ καθὼς περιελίσσονται σπειροειδῶς, σχηματίζουν ποικίλα γεωμετρικὰ σχήματα: ὀρθογώνια, ρόμβους, κόμβους καὶ ἕναν κεντρικὸ κύκλο ποὺ περικλείει ρόδακα. Ὁ συνδυασμὸς αὐτῶν τῶν γεωμετρικῶν καὶ φυτικῶν μοτίβων, ἡ θέληση νὰ καλυφθοῦν τὰ διαθέσιμα κενὰ μεταξὺ τῶν μοτίβων καὶ οἱ σπειροειδεῖς περιελίξεις, τυπικὲς γιὰ τὰ τέμπλα τοῦ 11ου καὶ 12ου αἰῶνα, μᾶς ὁδηγοῦν σὲ μιὰ χρονολόγησή του στὸν 11ο αἰῶνα».

Μεταξὺ τῶν γλυπτῶν ποὺ ἐντοπίστηκαν στὸν αὔλειο χῶρο τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς, ἀπὸ τὴν  κ. Καλαντζῆ – Σμπυράκη, ἦταν καὶ «δύο τμήματα ἀράβδωτων κιονίσκων τέμπλων ἀπὸ  λευκὸ μάρμαρο καὶ ἕνα κιονόκρανο κιονίσκου ἐπίσης ἀπὸ λευκὸ μάρμαρο». Ἡ χρονολόγησή τους ὁρίζεται «στὰ τέλη τοῦ 9ου ἤ στὸν 10ο αἰῶνα».

Ἕνας «πεσσίσκος» ποὺ «φέρει τὴν πολὺ διαδεδομένη διακόσμηση μὲ τὶς κάθετες ἔγγλυφες καὶ ἀνάγλυφες παράλληλες αὔλακες» «μπορεῖ νὰ χρονολογηθεῖ στὸν 6ο αἰῶνα».

Ὅλα τὰ παραπάνω γλυπτὰ μνημεῖα  ἐντοπίστηκαν στὸ χῶρο τοῦ Πάνω Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, μελετήθηκαν καὶ χρονολογήθηκαν, ὅπως σημειώνεται παραπάνω. Λογικὸ εἶναι νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ὅλα εἶναι ἀπομεινάρια παλαιότερων κτιριακῶν ἐγκαταστάσεων στὸν χῶρο αὐτὸν καὶ ὅτι θὰ ὑπῆρχαν ἤ καὶ ὑπάρχουν θαμμένα ἀκόμα και ἄλλα παρόμοια, χωρὶς νὰ ἔχουν μέχρι τώρα ἀνακαλυφθεῖ.

Θεωροῦμε ἐπίσης δεδομένο ὅτι ὅλα αὐτὰ δὲν κουβαλήθηκαν στὸ χῶρο τοῦ Μοναστηριοῦ ἀπὸ κάπου ἀλλοῦ ἀποσπασματικὰ ὡς τεμάχια ξεχωριστὰ γιὰ νὰ ἐνσωματωθοῦν στὸ κτίριό του ὡς σπόλια. Ἡ περιοχὴ εἶναι πολὺ δυσπρόσιτη καὶ ἀπομακρυσμένη γιὰ νὰ εἶναι εὔκολη ἡ μεταφορά τους ἀπὸ μακριὰ στὸ χῶρο αὐτό. Ἐξάλλου, πέραν ἀπὸ τὰ ἀναφερόμενα παραπάνω γλυπτὰ στὸ ναὸ ὑπάρχουν τέσσερις μονόλιθοι κίονες, τῶν ὁποίων ἡ μεταφορὰ ἐκεῖ καὶ μάλιστα ἐκεῖνα τὰ χρόνια ἦταν ὁπωσδήποτε ἀκατόρθωτη.

Εἶναι, λοιπόν, γλυπτὰ ποὺ ἀνῆκαν σὲ κτίρια τὰ ὁποῖα κάποτε βρίσκονταν ἐκεῖ. Τὰ ἀρχαιότερα ἀπὸ αὐτὰ χρονολογήθηκαν στὸν 6ο αἰῶνα, δηλαδὴ στὴν ἐποχὴ ποὺ εἶναι ἀρχαιότερη ἤ συμπίπτει μὲ τὴ χρονολογία ἵδρυσης τοῦ Μοναστηριοῦ, αὐτὴ ποὺ ἀναφέρεται τὸ χρονικὸ σημείωμα τοῦ καλόγερου καὶ τὴ χρονολογία  τὴ χαραγμένη στὸ ὑπέρθυρο τῆς βόρειας εἰσόδου τοῦ Μοναστηριοῦ.

Τὸ ὅτι, τοὐλάχιστον μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ γλυπτὰ φαίνεται νὰ ἀνήκουν στὸ ἴδιο ἐργαστήριο γλυπτικῆς, πιθανότατα αὐτὸ τῆς γειτονικῆς Νέας Ἀγχιάλου, εἶναι ἕνα ἀκόμη ἐνισχυτικὸ στοιχεῖο τῆς ἄποψής μας ὅτι τὰ παραπάνω γλυπτὰ κατασκευάστηκαν στὸν χῶρο ὅπου βρέθηκαν καὶ ὅπου βρίσκονται ἀκόμη, ἀπὸ τεχνίτες τοῦ  ἴδιου ἐργαστηρίου.

Ἑπομένως στὸ χῶρο τοῦ σημερινοῦ Πάνω Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, τοῦ «Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας»,  ὑπῆρχε κατὰ τὸν 6ο αἰῶνα κάποιο κτίσμα χριστιανικῆς λατρείας, ἕνας χριστιανικὸς ναός, μερικὰ ὑπολείμματα τοῦ ὁποίου βρίσκονται ἀκόμα στὸν ἴδιο χῶρο. Ἡ ὕπαρξη ναοῦ, καὶ μάλιστα πολυτελοῦς καὶ μαρμαρόκτιστου ὑποδηλώνει ἀσφαλῶς ὕπαρξη ἐκεῖ ἱερέων καὶ γενικῶς κληρικῶν, ὑπεύθυνων γιὰ τὴ διοίκησή του καὶ τὴ λειτουργικὴ διακονία.

Ὅλα αὐτὰ θεωροῦνται ἡ πρώτη ἀρχὴ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας. Τὰ ἐλάχιστα, ὡστόσο, μαρμάρινα καλλιτεχνικὰ ὑπολείμματα τῆς πρώτης αὐτῆς «ἀρχῆς» τὰ ὁποῖα  διασώθηκαν μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ ὑποθέσουμε ὅτι αὐτὴ ἡ  «πρώτη ἀρχὴ», τοῦ 647 μ. Χ. μπορεῖ νὰ ἦταν καὶ «περίπυστος διὰ τὴν ἐν αὐτῇ βυζαντιακὴν καλλιτεχνίαν … καὶ τὴν πολιὰν αὑτῆς ἀρχαιότηττα».

Ἐξάλλου  στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ μάλιστα στὴν ἴδια περίπου περιοχὴ τῆς Ὄρθρης ἔχουν ἐντοπισθεῖ καὶ σὲ ἄλλα μέρη γλυπτὰ μαρμάρινα ὑπολείμματα ποὺ μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν ὡς ἐνδείξεις ὕπαρξης χριστιανικῶν ναῶν ἤ χριστιανικῶν λατρευτικῶν κτιρίων κατὰ τὴν ἴδια περίπου ἐποχή.

Στὸ βιβλίο  μας «Τὸ Χρονικὸ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Ἁλμυροῦ» καὶ στὸ κεφάλαιο «Ναοὶ καὶ ἐκκλησιαστικὰ μνημεῖα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ πρὶν ἀπὸ Ἅγιο Νικόλαο», παρουσιάζουμε  ἀρκετὰ σχετικὰ στοιχεῖα  μὲ τὸ θέμα ποὺ ἐξετάζουμε στὴ θέση αὐτή. Ἐκτιμῶντας ὅτι ἕνα τμῆμα τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ πρέπει νὰ παρουσιασθεῖ καὶ στὴ θέση αὐτὴ τὸ παραθέτουμε αὐτολεξεί:[23]

«Στὴν περιοχὴ τοῦ ἀκατοίκητου σήμερα χωριοῦ τοῦ Ἁλμυροῦ Καραντζάνταλι[24]  βρέθηκε  ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς» καὶ ἀποτέθηκε στὸ Μουσεῖο τοῦ Ἁλμυροῦ μιὰ πολὺ ἐνδιαφέρουσα χριστιανικὴ ἐπιγραφὴ: «Ζι η πίστης των χριστιανων» (Δηλαδὴ ὀρθογραφημένα: Ζῆ ἡ πίστις τῶν Χριστιανῶν). Ἡ ἐπιγραφὴ ἦταν χαραγμένη  μὲ κεφαλαῖα γράμματα σὲ μάρμαρο, τὸ ὁποῖο, σύμφωνα μὲ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο, ὁ ὁποῖος τὸ περισυνέλεξε καὶ τὸ ἐξέτασε, ἀνῆκε σὲ «ἡμικιόνιο μεσοθυρίου χριστιανικοῦ ναοῦ».

Τὸ μάρμαρο εἶχε διαστάσεις 0,45 Χ 0,25 Χ 0,17 μ. Βρέθηκε στὴν περιοχὴ στὴν ὁποία, σύμφωνα μὲ ἀρκετοὺς ἐρευνητές, πρέπει νὰ βρισκόταν ὁ περίφημος κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ἀρχαιοελληνικὸς ναὸς τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς. Στὴν περιοχὴ αὐτὴ βρέθηκαν καὶ ἄλλα χριστιανικὰ γλυπτὰ ποὺ μαρτυροῦν τὴν ὕπαρξη βυζαντινοῦ χριστιανικοῦ ναοῦ. Φαίνεται ὅτι στὴ θέση τοῦ ἀρχαίου ἀρχαιοελληνικοῦ ναοῦ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς χτίστηκε ἀργότερα χριστιανικὸς ναός.[25]

Ὁ Ἀθανάσιος Σπυριδάκης, ἑλληνοδιδάσκαλος στὸν Ἁλμυρὸ καὶ ἱδρυτικὸ μέλος τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς», σχολιάζοντας καὶ ἑρμηνεύοντας τὸ οὐσιαστικὸ μήνυμα τῆς ἐπιγραφῆς «Ζῆ ἡ πίστις τῶν Χριστιανῶν» τοποθετεῖ χρονολογικὰ τὴν ἐπιγραφὴ γύρω στὸ 842 μ. Χ.. Διαβλέπει στὸ μήνυμα τῆς ἐπιγραφῆς ἕναν ἐνθουσιασμὸ καὶ πανηγυρισμὸ νίκης. Ἔτσι ἐκτιμᾶ ὅτι χρονολογεῖται στὴν ἐποχὴ τῆς  ἀναστήλωσης τῶν εἰκόνων ἀπὸ τὴν αὐτοκράτειρα Θεοδώρα. Τότε θριάμβευσε, κατὰ κάποιο τρόπο, ἡ ἐπικρατοῦσα ἔκτοτε ὀρθόδοξη ἄποψη τοῦ Χριστιανισμοῦ γιὰ τὸ ζήτημα τῶν εἰκόνων. Αὐτὸ ἤθελαν νὰ ἐπισημάνουν, πίστευε ὁ Ἀθανάσιος Σπυριδάκης, ἐκεῖνοι ποὺ χάραξαν τὸ «Ζῆ ἡ πίστις τῶν Χριστιανῶν».

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, ὡστόσο, διαφωνῶντας μὲ τὸν Ἀθανάσιο Σπυριδάκη, τοποθετεῖ τὴν ἐπιγραφὴ σὲ παλιότερη ἐποχή, κάπου στὸν 6ο -7ο αἰῶνα μ. Χ. Ὁ Γιαννόπουλος, σχολιάζοντας καὶ προσπαθῶντας νὰ μαντεύσει τὸ οὐσιαστικὸ μήνυμα ποὺ ἤθελε νὰ ἐκφράσει  ἡ ἐπιγραφή, δὲν διαβλέπει σ’ αὐτὴ τὸν πανηγυρισμὸ  τῶν εἰκονολατρῶν χριστιανῶν ἐναντίον  τῶν εἰκονομάχων χριστιανῶν, τὸν ὁποῖο διαβλέπει ὁ Ἀθανάσιος Σπυριδάκης, ἀλλὰ τὴν γενικότερη ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐπὶ τῆς Εἰδωλολατρείας. Πίστευε, δηλαδὴ, ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, ὅτι οἱ Χριστιανοὶ τῆς περιοχῆς τοῦ Καραντζάνταγλι τοῦ Ἁλμυροῦ γκρεμίζοντας τὸν ἀρχαιοελληνικὸ ναὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς ἤ κάποιον ἄλλον τέτοιο ναό, καὶ χτίζοντας στὴ θέση του χριστιανικὸ ναό, γιόρτασαν τὴ νίκη τους αὐτὴ ἐναντίον τῶν εἰδωλολατρῶν ἐπιβεβαιώνοντάς την μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Ζῆ ἡ πίστις τῶν Χριστιανῶν». Ἄν ἴσχυε, ἰσχυρίζεται ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, ἡ γνώμη τοῦ Ἀθανασίου Σπυριδάκη, θὰ ἔπρεπε ἡ ἐπιγραφὴ νὰ λέει κάτι σὰν τὸ «ζῆ ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων», ἀφοῦ καὶ σήμερα τὴν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων τὴν ἑορτάζουμε ὡς «Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας».

Δὲν ἐπιθυμοῦμε νὰ καταθέσουμε στὴ θέση αὐτὴ δικά μας ἐπιχειρήματα ὑπὲρ τῆς μίας ἤ τῆς ἄλλης ἄποψης. Βρίσκουμε ὅμως περισσότερο λογικὴ τὴν ἄποψη τοῦ Νικόλαου Γιαννόπουλου, ἀφοῦ τὴν ταυτότητα τοῦ χριστιανοῦ τὴν εἶχαν καὶ οἱ «εἰκονολάτρες» καὶ οἱ «εἰκονομάχοι» καὶ ἑπομένως τὸ «Ζῆ ἡ πίστις τῶν Χριστιανῶν» στὴν κυριολεξία του δὲν μποροῦσε νὰ ἐκφράζει οὔτε τὴ μία οὔτε τὴν ἄλλη ὁμάδα.

Ἐνισχύεται, λοιπόν, καὶ ἀπὸ τὸ παραπάνω ἡ ἄποψη, ὅτι δὲν ἀποκλείεται νὰ ὑπῆρχε κατὰ τὸν 6ο ἤ 7ο αἰῶνα χριστιανικὸς ναὸς στὴ θέση τοῦ σημερινοῦ πάνω Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Ὡστόσο, καὶ ἐὰν ἀκόμα ἡ ἄποψη τοῦ Ἀθανασίου Σπυριδάκη εἶναι ἡ πιὸ ἀποδεκτή, δὲν ἀποκλείει τὴν ὕπαρξη  χριστιανικοῦ ναοῦ στὴν ἴδια θέση κατὰ τὸν 6ο ἤ 7ο  αἰῶνα.».

 

  1. Οἱ ἀπόψεις τοῦ Ν. Γιαννοπούλου

γιὰ τὴ χρονολόγηση τῆς Μονῆς Ξενιᾶς

Σημαντικὴ ἦταν ἡ συμβολὴ στὴν προσπάθεια χρονολόγησης τῶν κτισμάτων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ἐκ μέρους τοῦ Νικολάου Γιαννοπούλου. Θεωρῶντας χρήσιμη τὴ συμβολή του αὐτὴ θὰ συμπληρώσουμε τὸ μέρος τοῦτο μὲ κάποιες πληροφορίες ποὺ δίνει ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος γιὰ τὸ θέμα στὸ κεφάλαιο «Βυζαντινὰ γλυπτά» τῆς ἐργασίας του «Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς ἐν Θεσσαλίᾳ», ἔστω καὶ ἄν αὐτὲς οἱ πληροφορίες ἀναφέρονται κυρίως στὴν Κάτω Μονὴ. Ἐξ ἄλλου, ὡς νεότερα δημοσιεύματα, ἀνατρέπουν καὶ ἀποκαθιστοῦν παλαιότερες ἀντίθετες ἀπόψεις του. Νομίζουμε ὅτι οἱ νεότερες αὐτὲς ἀπόψεις τοῦ Γιαννόπουλου βοηθοῦν στὴ δημιουργία τῶν κατάλληλων ὑποδομῶν γιὰ τὴν κατανόηση τῆς συλλογιστικῆς ποὺ ἀκολουθοῦμε.

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος ἐξέτασε προσεκτικὰ ὅλα τὰ ἐνσωματωμένα κομμάτια ἀρχιτεκτονικῶν γλυπτῶν στοὺς τοίχους τῶν δύο ναῶν, τῆς «Ἄνω» καὶ «Κάτω» Μονῆς. Ἦταν κομμάτια παλαιότερων κτισμάτων τὰ ὁποῖα ἐντοιχίστηκαν στὰ νεότερα κτίσματα. Τὴν ἐποχὴ ποὺ τὰ ἐξέταζε ἀντιμετώπιζε πολλὲς δυσκολίες γιὰ τὴν σωστὴ καὶ ἀντικειμενικὴ περιγραφή τους. Δὲν μποροῦσε νὰ εἶχε πάντοτε φωτογράφο μαζί του καὶ ἔτσι δὲν διευκολυνόταν γιὰ μιὰ καλύτερη ἐξέταση. Ἀναγκαζόταν νὰ σχεδιάζει ὅσα ἔβλεπε ἤ καὶ ἁπλῶς νὰ τὰ περιγράφει.

Στὴν παραπάνω ἐργασία του γράφει γιὰ τὰ γλυπτὰ ποὺ εἶχαν ἐνσωματωθεῖ στοὺς ναοὺς τοῦ Μοναστηριοῦ:[26]

«Ὡς εἴπομεν ἀνωτέρω εἰς ἀμφοτέρας τὰς Μονὰς Ξενιᾶς[27] εἶναι ἐντετοιχισμένα τεμάχια θωρακίων καὶ ἄλλων ἀρχιτεκτονικῶν γλυπτῶν Βυζαντινῶν, ἐκ τῶν ὁποίων θὰ ἠδύνατό τις νὰ χρονολογήσῃ τὴν πρώτην οἰκοδομὴν τῶν μνημείων τούτων.

Ἰδίως ἐν τῇ Ἄνω Μονῇ ἄξιον λόγου, πλὴν τῶν ἄλλων γλυπτῶν, εἶναι τὸ μαρμάρινον θύρωμα τῆς μεσαίας πύλης τοῦ ἔσω νάρθηκος τοῦ ναοῦ τῆς Μονῆς ταύτης, ἔχον μεγίστην ὁμοιότητα μὲ τὸ θύρωμα τῆς μεσαίας πύλης τοῦ νάρθηκος τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ μὲ τὸ θύρωμα τῆς μεσαίας πύλης τοῦ νάρθηκος τοῦ ἐν Ἐφέσῳ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ὅν ἀνέσκαψεν ὁ κ. Σωτηρίου, καὶ ὡς ἀποκαταστάθη αὕτη ὑπ’ αὐτοῦ (Γ. Σωτηρίου, Ἀνασκαφαὶ τοῦ Βυζαντινοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ἐν Ἐφέσῳ, Ἀρχαιολογικὸν Δελτίον, τόμ. 7ος , 1921-22, σελ. 94-95, εἰκ. 5-6). Ἀλλ’ ἐλλείψει φωτογράφου δὲν ἠδυνήθημεν νὰ λάβωμεν φωτογραφίας τῶν ἀρχιτεκτονικῶν γλυπτῶν τῆς Ἄνω Μονῆς».

Γιὰ τὴν Ἄνω Μονὴ δὲν ἀναφέρει τίποτε περισσότερο ὁ Γιαννόπουλος. Ἔχει γράψει ὅμως ἄλλοτε ὅτι ὁ ναὸς τῆς Ἄνω Μονῆς εἶναι ἀρχαιότερος τοῦ ναοῦ τῆς Κάτω Μονῆς. Τοῦ ἀρκοῦν φαίνεται γιὰ τὴν χρονολόγηση τῆς Ἄνω Μονῆς, προκειμένου νὰ συνεχίσει μὲ τὴν παρουσίαση τῶν «ἐντετοιχισμένων ἀρχιτεκτονικῶν γλυπτῶν» τοῦ ναοῦ τῆς Κάτω Μονῆς, ὅτι τὸ «ἄξιον λόγου μαρμάρινον θύρωμα τῆς μεσαίας πύλης τοῦ ἔσω νάρθηκος τοῦ ναοῦ τῆς Μονῆς ταύτης» παρουσιάζει «μεγίστην ὁμοιότητα μὲ τὸ θύρωμα τῆς μεσαίας πύλης τοῦ νάρθηκος τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ μὲ τὸ θύρωμα τῆς μεσαίας πύλης τοῦ νάρθηκος τοῦ ἐν Ἐφέσῳ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου». Ἔτσι, παραλείποντας ὅλα τὰ ἄλλα, «πλὴν τῶν ἄλλων γλυπτῶν», ἀρχίζει τὴν περιγραφὴ τῶν γλυπτῶν τῆς Κάτω Μονῆς:

«Ὡς πρὸς τὴν Κάτω Μονὴν Ξενιᾶς καὶ ἐν τῷ ναῷ τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἔξωθεν εἶναι ἐκτισμένα διάφορα ἀρχιτεκτονικὰ γλυπτά. Ταῦτα πρὸ πολλῶν ἐτῶν (τῷ 1905)  εἴχομεν σχεδιάσει, ἀλλὰ δὲν παραθέσαμεν εἰς τὴν ἐν τῷ Δελτίῳ τῆς Ἱστορικῆς Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας (τόμ. Δ΄, 1905, σελ. 653-692) δημοσιευθεῖσαν  πραγματείαν ἡμῶν περὶ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς.

Πρὸς χρονολόγησιν λοιπὸν τοῦ ἀρχικοῦ Βυζαντινοῦ ναοῦ καὶ τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου παραθέτομεν ἐνταῦθα τὰ σχεδιάσματα μερικῶν γλυπτῶν.

Α΄. Εἰκ. 1. Ἐπιπεδόγλυφον θωράκιον ἐπίμηκες λίθου κυανοφαίου, ἐντετοιχισμένον ὄπισθεν τῆς μεσαίας κόγχης (ἀψῖδος) τοῦ ναοῦ Ἁγίου Νικολάου, μετὰ διπλοῦ σταυροῦ  καὶ ἀγκυροειδοῦς συμπλέγματος ἑλικοειδῶς ἐκ φυλλωμάτων.

Β΄. Εἰκ. 2. Τὸ ἄνω μέρος τεμαχίου ὁμοίου θωρακίου μετὰ διπλοῦ σταυροῦ καὶ κάτωθι ἀγκυροειδῶν φυλλωμάτων. Ὡς γνωστὸν οἱ διπλοῖ σταυροὶ ἀναφαίνονται ἐν τῇ Βυζαντινῇ τέχνῃ ἀπὸ τοῦ Θ΄ μ. Χ. αἰῶνος (800-900 μ.Χ.) καὶ φθάνουσι μέχρι τοῦ ΙΓ΄ αἰῶνος (1200 -1300 μ. Χ.). Δυνάμεθα λοιπὸν νὰ παραδεχθῶμεν τὴν ἵδρυσιν τῆς Μονῆς κατὰ τὸν ΙΑ΄ ἤ ΙΒ΄ αἰῶνα. Ὅμοια θωράκια μετὰ διπλῶν σταυρῶν ἔχομεν καὶ ἐν Ἐπισκοπῇ τοῦ Ἄνω Βόλου (N.J. Giannopoulos, Les Constructions Byzantines de Démétrias, ἐν τῷ  Bulletin de Corespondanshe XLIV, 1920, 202, A, B, fig.11 καὶ σ. 196, fig. 8).

Γ΄. Εἰκ. 3. Θωράκιον ὀρθογώνιον λίθου κυανοφαίου ἐντετοιχισμένον ὄπισθεν τῆς μεσαίας κόγχης τοῦ ναοῦ κοσμούμενον ἄνω ἐκ δύο ζωνῶν γεωμετρικῶν τριγώνων ἐφαπτομένων καὶ κάτω ἐκ συριακῶν τροχῶν μετὰ κόμβων. Ἕτερα τεμάχια κοσμούμενα ἐκ συριακῶν τροχῶν εἶναι ἐντετοιχισμένα εἰς τὸ ἄνω μέρος τῆς μεσημβρινῆς πλευρᾶς τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ δὲν ἐσχεδιαγραφήσαμεν  διὰ τὸ ὕψος. Ἤδη δὲ, ὑψωθέντος τοῦ ἐξωτερικοῦ νάρθηκος κατὰ τὰς νεωτάτας ἐπισκευάς, ἐκαλύφθησαν ταῦτα ὑπὸ τῆς στέγης αὐτοῦ. Οἱ συριακοὶ τροχοὶ συνδεδεμένοι μετὰ κόμβων εἶναι προσφιλὲς θὲμα τῆς παλαιοχριστιανικῆς καὶ Βυζαντινῆς γλυπτικῆς τέχνης καὶ φθάνουσι μέχρι τοῦ ΙΕ΄ αἰῶνος. Ἀπαντῶσι δὲ πολλαχοῦ ἐν τοῖς Βυζαντινοῖς ναοῖς τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.

Δ΄. Εἰκ. 4. Χώρισμα διλόβου παραθύρου μετὰ κόμβων λευκοῦ μαρμάρου ἀποκεκρουμένου δεξιὰ καὶ κάτω, εὑρεθὲν πρὸ ἐτῶν εἰς ἀνασκαφὰς θεμελίων τῆς δυτικῆς θύρας τῆς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου. Τὸ χώρισμα τοῦ διλόβου παραθύρου δύναται νὰ χρονολογηθῇ κατὰ τὸν ΙΒ΄- ΙΓ΄ αἰῶνα. Κατὰ τὰς τελευταίας δὲ ὑπὸ τοῦ Σεβσμιωτάτου Δημητριάδος Γερμανοῦ γενομένας ἀνακαινίσεις, ἀνευρέθη μεταξὺ δύο ἄλλων τεμαχίων καὶ ἡ μία πλευρὰ μαρμαρίνου θυρώματος τῆς πύλης τοῦ ναοῦ μετὰ κόμβων ἐν τῷ μέσῳ, ἥτις ἐνταῦθα δὲν ἀπεικονίζεται.

Ε΄. Εἰκ. 5. Ἐπίθημα κιονοκράνου χωρίσματος διλόβου παραθύρου εἰς δύο τεμάχια. Τὸ τεμάχιον Α΄ εἶναι προσθίας ὄψεως μετὰ σταυροῦ. Τὸ δὲ τεμάχιον Β΄ εἶναι τῆς ὀπισθίας ὄψεως, ἔχον ἔγγλυφον λογχοειδὲς κόσμημα.

ΣΤ΄. Εἰκ. 6. Τρία τεμάχια γλυπτῶν εὑρεθέντα κατὰ τὰς τελευταίας ἐπισκευὰς ὑπὸ τοῦ Σεβασμιωτάτου Δημητριάδος Γερμανοῦ, Α΄, Β΄, Γ΄. Τὸ μὲν Α΄ (ἄνω) εἶναι ἐπίθημα κιονοκράνου κιονίσκου ἤ χωρίσματος διλόβου παραθύρου, ἀποκεκρουμένου ὄπισθεν. Φέρει ἐπὶ τῆς στενῆς πλευρᾶς τῆς ἐκκρεμάσεως (λοξοτμήτου) διακόσμησιν ἐκ σπειρῶν ἑλικοειδῶν συνδεδεμένων διὰ κόμβου. Τὸ Β΄ (μέσον)  εἶναι τεμάχιον διαζώματος μετὰ φύλλων ἀκάνθου, ὧν συνάπτονται τὰ ὀξέα ἄκρα. Τὸ Γ΄ (κάτω) εἶναι τεμάχιον ἐπιστυλίου μετὰ τριῶν κομβίων ἐν ἀναγλύφῳ φερόντων διακοσμήσεις . Ὡς πρὸς τὸ τρίτον τεμάχιον (Γ΄) μετὰ τριῶν κομβίων ἐπιστυλίου ἔχομεν ὅμοιον τοῦ ἐγκαρσίου θυρώματος τῆς πύλης τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς καὶ μαρμαρίνου Βυζαντινοῦ εἰκονοστασίου ἐντετοιχισμένου ἐπὶ τῆς ἐξωτερικῆς πλευρᾶς τοῦ μύακος (κόγχης) ἠρειπωμένου παρεκκλησίου παρὰ τὴν Ἐπισκοπὴν Ἄνω Βόλου μετὰ δύο κομβίων κεκοσμημένων κατὰ τὰς δύο γωνίας.

Δεξιὰ τῆς δυτικῆς θύρας τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἐπὶ τῆς δυτικῆς πλευρᾶς εἶναι ἐντετοιχισμένον ἐπιστύλιον μαρμάρινον μετὰ λοξοτμήτου μακρᾶς πλευρᾶς ἐχούσης πλούσιον γλυπτὸν φυτικὸν διάκοσμον, τὸ ὁποῖον θὰ ἦτο πιθανῶς ἄνωθεν τοῦ μαρμαρίνου θυρώματος τῆς πύλης τοῦ ναοῦ. Ἀλλὰ καὶ τοῦτο, ὡς καὶ πάντα τὰ ἐντετοιχισμένα (ἐκαλύφθησαν) διὰ παχέος στρώματος ἀσβέστου διαλελυμένης, ὥστε δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ φωτογραφηθῶσι, οὔτε νὰ ἰχνογραφηθῶσιν

Κλείνοντας ἐδῶ τὴν περιγραφὴ τῶν ἐνσωματωμένων ἀρχιτεκτονικῶν γλυπτῶν στοὺς τοίχους τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Κάτω Μονῆς ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, καταλήγει λέγοντας γιὰ τὴν Κάτω Μονὴ καὶ τὸν καθεδρικὸ ναό της, τοῦ Ἁγίου Νικολάου:

«Ἐκ τῶν ἀνωτέρω παρατεθέντων τεμαχίων γλυπτῶν συνάγομεν τὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ ναὸς καὶ ἡ Μονὴ ἀρχικῶς θὰ ἱδρύθησαν κατὰ τὸν ΙΒ΄-ΙΓ΄ αἰῶνα, καὶ ὅτι ὁ ναὸς εἶχε πλούσιον γλυπτικὸν καὶ ἀρχιτεκτονικὸν διάκοσμον καλλίστης Βυζαντινῆς τέχνης».

Γίνεται ὅμως εὔκολα φανερὸ ὅτι καταλήγοντας στὸ συμπέρασμα αὐτὸ ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος δὲν ἀξιολόγησε ὅλες τὶς πιθανὲς χρονολογικὲς δυνατότητες στὶς ὁποῖες μποροῦσαν νὰ ὁδηγήσουν τὰ «ἐντετοιχισμένα» στοὺς τοίχους τοῦ ναοῦ «ἀρχιτεκτονικὰ γλυπτά».

Ἔτσι, ἐνῶ, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος, «οἱ διπλοῖ σταυροὶ ἀναφαίνονται ἐν τῇ Βυζαντινῇ τέχνῃ ἀπὸ τοῦ Θ΄ μ. Χ. αἰῶνος (800 – 900 μ.Χ.) καὶ φθάνουσι μέχρι τοῦ ΙΓ΄ αἰῶνος (1200 – 1300 μ. Χ.)», καὶ ἑπομένως τὰ χρονικὰ περιθώρια στὰ ὁποῖα παραπέμπουν τὰ γλυπτὰ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Κάτω Μονῆς Ξενιᾶς ἐκτείνονται ἀπὸ τὸ 800 μέχρι τὸ 1300 μ.Χ., ἀπὸ ὅλο αὐτὸ τὸ χρονικὸ διάστημα τῶν πεντακοσίων ἐτῶν ἐπιλέγει τὰ ἔσχατα μόνο ὅρια τῶν δύο αἰώνων αὐτοῦ: «Δυνάμεθα λοιπὸν νὰ παραδεχθῶμεν τὴν ἵδρυσιν τῆς Μονῆς κατὰ τὸν ΙΑ΄ ἤ ΙΒ΄ αἰῶνα».

Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ παλαιοχριστιανικὴ ἐποχὴ ἀρχίζει ἀπὸ 300 μ.Χ. περίπου καὶ τελειώνει στὸν ἕβδομο αἰῶνα. Ἐνῶ ὅμως, ὅπως λέει πάλι ὁ ἴδιος ὁ Γιαννόπουλος, «οἱ συριακοὶ τροχοὶ συνδεδεμένοι μετὰ κόμβων εἶναι προσφιλὲς θὲμα τῆς παλαιοχριστιανικῆς καὶ Βυζαντινῆς γλυπτικῆς τέχνης καὶ φθάνουσι μέχρι τοῦ ΙΕ΄ αἰῶνος», καταλήγοντας στὸ παραπάνω συμπέρασμά του, ἀπὸ ὅλο αὐτὸ τὸ τεράστιο χρονικὸ διάστημα τῶν δώδεκα περίπου αἰώνων ἐπιλέγει καὶ πάλι τὰ τελευταῖα του μόνο ὅρια. Καὶ αὐτὸ παρόλο ὅτι  οἱ συριακοὶ τροχοὶ «ἀπαντῶσι πολλαχοῦ ἐν τοῖς Βυζαντινοῖς ναοῖς τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας».

Ἔτσι, γιὰ νὰ ἀναφέρουμε ἕνα μόνο παράδειγμα, συριακοὶ τροχοὶ παρατηροῦνται καὶ στὸν ἐξωτερικὸ διάκοσμο τῆς «Παναγίας Βλαχέρνας» τοῦ χωριοῦ Βλαχέρνα τοῦ Νομοῦ Ἄρτας. Ὁ ναὸς αὐτὸς ἱδρύθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 10ου αἰῶνα καὶ πιθανὸν οἱ συριακοὶ τροχοὶ νὰ προέρχονται καὶ ἀπό ἀκόμα παλαιότερο ναό.

Εἶναι, λοιπόν, φανερὸ ὅτι τὰ «ἐντετοιχισμένα ἀρχιτεκτονικὰ γλυπτὰ» στοὺς τοίχους τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Κάτω Μονῆς Ξενιᾶς φανερώνουν ὅτι αὐτὰ ἀνήκουν σὲ πολὺ παλαιότερο χριστιανικὸ ναὸ ποὺ ὑπῆρχε στὴ θέση τοῦ σημερινοῦ ναοῦ, ὁ ὁποῖος ἴσως χτίστηκε τὸν ΙΑ΄ ἤ ΙΒ΄ αἰῶνα.

 

  1. Συμπέρασμα

Μὴν ἐπιθυμῶντας προσωπικὰ νὰ ἐπιμείνουμε περισσότερο στὸ θέμα αὐτὸ καταλήγουμε στὸ συμπέρασμα ὅτι στὴ θέση τοῦ Πάνω Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς βρισκόταν κατὰ τὸν 6ο ἤ τὸν 7ο αἰῶνα κάποιος χριστιανικὸς ναὸς, ἀρχιτεκτονικὰ λείψανα τοῦ ὁποίου ὑπάρχουν ἀκόμη ἐκεῖ καὶ πιθανὸν νὰ ὑπάρχουν καὶ ἄλλα χωμένα στὸ ἐκεῖ ὑπέδαφος.

Αὐτὸν τὸν ναὸ οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἀρχικά, καὶ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ἀργότερα, θεωροῦσαν ὡς τὴν πρώτη ἀρχὴ τοῦ Μοναστηριοῦ τους.

Ἑπομένως θεωροῦμε  βέβαιο ὅτι ἡ χαραγμένη στὸ ὑπέρθυρο τῆς βόρειας εἰσόδου τοῦ (Πάνω) Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς (Παναγίας Κισσιώτισσας) χρονολογία 647 (μ.Χ.) δὲν ἦταν μιὰ αὐθαίρετη ἄποψη. Στὴν ἐποχὴ τοὐλάχιστον στὴν ὁποία παραπέμπει ἡ ἐπιγραφὴ ἦταν δυνατὸν νὰ ὑπῆρχε ἐκεῖ χριστιανικὸς ναὸς καὶ μάλιστα ἀξιόλογος, ἀφοῦ ἡ ὕπαρξη σημαντικῶν σκαλιστῶν μαρμάρινων ἀρχιτεκτονικῶν στοιχείων σ’ αὐτὸν τὸν ναὸ ἀποκλείει ὁ ναὸς αὐτὸς νὰ ἦταν ἕνα φτωχικὸ κατασκεύασμα.

Ἀπομένει κάποια ἀπάντηση, ἤ κάποια ἄποψή μας, ὡς πρὸς τὴν μὲ τόση σαφήνεια καὶ μὲ τόση ἀκρίβεια διατυπωμένη πολὺ συγκεκριμένη χρονολογία: 647 μ.Χ.. Τὸ 637, ὡστόσο,  τοῦ καλογερικοῦ σημειώματος προσωπικὰ τὸ θεωροῦμε ὡς λανθασμένη ἀντιγραφὴ ἤ ἐσφαλμένη ἀντίληψη τῆς χαραγμένης χρονολογίας 647.

Δὲν γνωρίζουμε τίποτε γιὰ τὸ ποῦ στηρίζονταν καὶ ἔγραψαν τὸ τόσο συγκεκριμένο 647. Εἴμαστε ὅμως βέβαιοι ὅτι, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι μὲ τόση ἀκρίβεια καὶ σαφήνεια διατυπωμένο, τὸ στήριζαν κάπου συγκεκριμένα, σὲ κάποια πηγή, ἄγνωστη σήμερα, τὴν ὁποία οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ ἐκείνης τῆς ἐποχῆς εἶχαν ἀσφαλῶς ὑπ’ ὄψη τους.  Πιθανόν, ἐὰν τὸ 647 ἦταν τὸ ἔτος εὕρεσης τῆς εἰκόνας τῆς  Παναγίας Κισσιώτισσας, αὐτὸ νὰ δηλωνόταν μὲ ἄλλο σχετικὸ τρόπο, ὅπως μὲ κάποιο χρονικὸ σημείωμα.

Παραλείποντας, λοιπόν, ἄλλες παρεμβλητέες λεπτομέρειες καὶ περισσότερες ἐξηγήσεις καὶ ὑποθέσεις, ἐπειδὴ τὶς θεωροῦμε ἀνώφελες, μένουμε στὸ γεγονός ὅτι οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας εἶχαν μία βέβαιη πληροφορία γιὰ τὴν ἀκριβῆ χρονολογία ἵδρυσης τοῦ μοναστηριοῦ τους, τὸ ἔτος 647 μ. Χ., τὴν ὁποία βέβαιη πληροφορία ἐμεῖς σήμερα ἀγνοοῦμε.

Τίποτε πρόσθετο δὲν διαθέτουμε σήμερα γιὰ νὰ τὴν ἐπιβεβαιώσουμε ἤ νὰ τὴν τροποποιήσουμε. Ἔχουμε ὅμως τὴν ἄποψη ὅτι δὲν χάραξαν ἀνεύθυνα τὴν χρονολογία αὐτὴ στὴν εἴσοδο τοῦ μοναστηριοῦ τους. Εἶχαν κάποια πληροφορία. Αὐτὴ μπορεῖ νὰ ἦταν κάποιο πατριαρχικὸ σιγγίλιο ἤ αὐτοκρατορικὸ διάταγμα ἤ καὶ ἔγγραφο κάποιου ἄλλου ἄρχοντα. Μόνο ἕνα τέτοιο ἔγγραφο ἦταν δυνατὸν νὰ ἔχει ἀκριβὴ καὶ σαφῶς δηλωμένη χρονολογία, ὅπως τὸ 647 μ. Χ. Πιθανὸν αὐτὸ νὰ ἦταν κάποια ἐπιγραφὴ ἤ κάτι ἄλλο. Ἔτσι τὸ ἔτος 647 ὡς ἔτος ἵδρυσης τοῦ Μοναστηριοῦ τὸ θεωροῦμε δεδομένο καὶ τὸ δεχόμαστε ἀναντίρρητα.

Ἀπομένει ἀκόμη, πρὶν καταθέσουμε τὴ  δική μας ἄποψη, καὶ ἡ γενικόλογη ἀρνητικὴ τοποθέτηση ὅτι στὴν Ἑλλάδα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν ὑπῆρχαν μοναστήρια καὶ ἑπομένως ἀποκλείεται νὰ ὑπῆρχε μοναστήρι στὴ θέση αὐτὴ κατὰ τὸ 647 μ. Χ..

Χωρὶς προσωπικὰ νὰ νιώθω ὅτι εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ δεχθῶ ὡς ἀπολύτως ὀρθὴ τὴν ἄποψη αὐτὴ ἀλλὰ καὶ χωρὶς νὰ διστάζω μήπως κατηγορηθῶ ἀπὸ κάποιους «εἰδικούς» καὶ «ἁρμόδιους» ποὺ διεκδικοῦν ἤ καὶ τοὺς τὸν χαρίζουν μερικοὶ τὸν τίτλο τῆς «αὐθεντίας» στὸ θέμα, διατυπώνω τὸ ἐρώτημα: ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει καθορίσει μὲ σαφήνεια ἀπὸ τὴν πρώτη ἀκόμη στιγμὴ τὶ ἀκριβῶς ἐννοοῦμε ὅταν λέμε «μοναστήρι» ἤ ἐννοούσαμε κάποτε ὅταν λέγαμε τὴ λέξη αὐτὴ ἤ ἐννοοῦσαν οἱ καλόγεροι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας;

Ὑπάρχει ἄραγε κάποιος θεσμὸς μὲ σαφῆ,  σταθερὴ καὶ ἀναλλοίωτη στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων ἔννοια τῆς ὀνομασίας του; Ποιὸς ἐμποδίζει ἤ ποιὸς θὰ ἐμπόδιζε στὰ 647 μ. Χ. κάποιους χριστιανοὺς μὲ κάποιους ἱερεῖς ἐπὶ κεφαλῆς τους νὰ διαλέξουν νὰ ζήσουν σ’  ἕνα χῶρο γύρω ἀπὸ μιὰ ἐκκλησία; Ποιὸς θὰ ἐμπόδιζε στὰ 647 μ. Χ. κάποιους ἀφοσιωμένους  χριστιανοὺς κληρικοὺς νὰ καταλάβουν κάποιον ἀρχαιοελληνικὸ ναό, νὰ τὸν μετατρέψουν σὲ χριστιανικὸ καὶ ζῶντας γύρω ἀπὸ αὐτὸν νὰ λατρεύουν ἐκεῖ τὸν δικό τους Θεό;

Καὶ ποιὸς θὰ ἐμπόδιζε τοὺς συνεχιστὲς ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων αὐτῆς τῆς πρώτης ἐπιλογῆς, ἄν ἀποφάσιζαν, τιμῶντας αὐτοὺς τοὺς πρώτους ἱδρυτὲς τοῦ κοινοβίου τους, καὶ ζῶντας πιὸ ὀργανωμένα νὰ θεωρήσουν καὶ νὰ ἀναγράψουν στὴν πόρτα τοῦ «μοναστηριοῦ» τους, ὡς ἔτος ἵδρυσής του, τὸ ἔτος 647;

Θὰ ἐνδιαφέρονταν ἄραγε καὶ θὰ ζητοῦσουν τὴν ἄδεια κάποιων ποὺ «ἀποφάσισαν» ὅτι στὴν Ἑλλάδα τὴν  ἐποχὴ ἐκείνη  δὲν ὑπῆρχαν μοναστήρια νὰ ὀνομάσουν αὐτὴ τὴν πρώτη τους «ἀρχὴ» «Μοναστήρι»;

Ἡ πρώτη ἀρχὴ, λοιπόν, τοῦ «Μοναστηριοῦ» αὐτοῦ, ἡ ὁποία διαμορφώθηκε ὅπως διαγράφηκε παραπάνω, καὶ τὸ ὁποῖο  ἀργότερα ὀνομάστηκε «Μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» καὶ  ἔγινε γνωστὸ ὡς  «Παναγία Κισσώτισσα», ἀργότερα μετονομάστηκε σὲ «Παναγία Ξενιὰ» καὶ ἀκόμη ἀργότερα, πολὺ πρόσφατα, τοῦ προσδόθηκε ἀναγκαστικὰ ὁ διευκρινιστικὸς προσδιορισμός «Ἄνω» γιὰ νὰ πάρει τὴν ὀνομασία «Ἄνω Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» καὶ γιὰ περισσότερη σαφήνεια «Ἱερὰ Ἀνδρώα Κοινοβιακὴ Μονὴ Ἄνω Ξενιᾶς», ἀνάγεται στὰ 647 μ. Χ.

 

 

[1] Πρόκειται γιὰ τὸ γνωστὸ στοὺς περισσότερους ὡς «Μοναστήρι τῆς Ἄνω Ξενιᾶς».

[2] Δ΄ τόμος, σελ. 690 -691, Ἀθήνησιν 1896.

[3] Σύμφωνα μὲ τὴ μορφὴ ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ «Δελτίο τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος».

[4] Στὸ κείμενο ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ «Δελτίο τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς
Ἑλλάδος
», ἀναγράφεται, ἀπό λάθος προφανῶς τῶν τυπογράφων,  ΤΞΖ (=367), ὅπως τὸ παρουσιάζουμε πιὸ πάνω. Στὰ αὐτόγραφα χειρόγραφα κατάλοιπα ὅμως τοῦ Νικόλαου Γιαννόπουλου, τὰ ὁποῖα  ἔχω στὴ διάθεσή μου, ὑπάρχει ἡ σωστὴ γραφὴ  ΤΞΓ (=363), τὴν ὁποία  καὶ χρησιμοποιοῦμε ἐδῶ γιὰ τὴ σωστότερη ἀπόδοση τοῦ κειμένου καὶ τὸν ἀντικειμενικότερο σχολιασμό του.

[5] Βλ. προηγούμενη ὑποσημείωση. Τὸ ΤΞΖ΄ (367), ἐξ ἄλλου, τοῦ τυπωμένου κειμένου δὲν ἀνταποκρίνεται στοὺς ἀριθμητικοὺς λογαριασμοὺς ποὺ ἀκολουθοῦν.

[6] Προφανῶς ὁ ἐνθυμησιογράφος ἐννοοῦσε «ἀρχεῖα».

[7] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίο τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 655.

[8] Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος δὲν ἀσχολήθηκε μὲ τὴ διαφορὰ αὐτὴ τῶν  δέκα ἐτῶν μᾶλλον γιατὶ πίστευε ὅτι καμία ἀπὸ αὐτὲς τὶς χρονολογίες δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν πραγματικότητα.

[9] Στοιχεῖα Φακέλου (Διαδίκτυο): Ἀρχεῖο Μοναστηριακῶν (1833-1886) [1691-1939· Φάκελος #626 [1835-1851]. Μονὲς ἐπαρχίας Ἁλμυροῦ. Θεοτόκου (Κοίμησις) ἤ Παναγία Κισσιώτισσα ἠ μονὴ Ξενιᾶς – Δῆμος Πλατάνου.

[10] Μεχκεμές = δικαστήριο, δικαστικὴ ἀρχή.

[11] Κοκκωτῶν.

[12] Βρύναινας.

[13] Δελτίον Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, Ἀθῆναι 1892, Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ Ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, σελ. 655.

[14] «Ἐκκλησιαστικὸν  Περιοδικὸν τοῦ Ὁμωνύμου Συλλόγου, προεδρευομένου ὑπὸ τῆς Α. Σ. τοῦ Μητροπολίτου Ἀθηνῶν καὶ Προέδρου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ»,  Ἔτος ΙΒ (Κ) Περιόδου Β΄, Ἐν Ἀθῆναις 1 Δεκεμβρίου 1916, άριθ. 278, σελ. 10 -12.

[15] Λέγοντας αὐτὰ ἀναφέρεται πάντοτε στὴν Ἄνω Μονὴ Ξενιᾶς μὲ τὴν ὁποία ἀκριβῶς σχετίζεται ἡ ἀμφισβητούμενη χρονολογία.

[16] Κουφικὲς ἐπιγραφὲς εἶναι οἱ ἐπιγραφὲς γραμμένες μὲ γωνιώδη καλλιγραφικὰ γράμματα ὅπως αὐτὰ ποὺ χρησιμοποιήθηκαν ἀπὸ τοὺς πρώτους μουσουλμάνους ἀντιγραφεῖς τοῦ Κορανίου.

[17] Κωνσταντῖνος Θ. Γιαννακόπουλος, «Ἡ Παναγία Ξενιὰ καὶ οἱ δύο ἱερὲς μονὲς της», σελ. 6.

[18] Ἀρχιμ. Χερβουβεὶμ Βελέτζας, «Τὸ Μοναστήρι τῆς Ἄνω Ξενιᾶς», Ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Ἄνω Ξενιᾶς, σελ. 70

[19] Ἀναφέρεται στὸ Κάτω Μοναστήρι.

[20] «Ἔκφραση Ἱερᾶς Μονῆς Κάτω Ξενιᾶς», ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Κάτω Ξενιᾶς, αϡπΓ΄, σελ. 19-20.

[21] Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος ἐννοεῖ τὴν ἐργασία του «Περιγραφὴ  τῆς ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ τοῦ Ἁλμυροῦ διακειμένης  Ἱερᾶς καὶ Ἱστορικῆς Βασιλικῆς καὶ Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Ξενιᾶς, ὑπὸ τοπογραφικήν, ἱστορικὴν καὶ διοικητικὴν ἔποψιν», στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος», Δ’ τόμος, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 653 -724.

[22] Ἀθήνα 1992.

[23] Ἔκδοση Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου Ἁγίου Νικολάου Ἁλμυροῦ, Ἁλμυρὸς 2005, σελ. 22-32.

[24] Τὸ Καραντζάνταλι ἤ Καραντζάνταγλι, ἀκατοίκητο σήμερα χωριὸ τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (Ἄνω Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς).

[25] Ἀρκετὰ μαρμάρινα ὑπολείμματα, παλαιοχριστιανικοῦ ναοῦ κατὰ μεγάλη πιθανότητα, βρίσκονται ἀκόμα καὶ σήμερα, ἐνσωματωμένα ὡς σπόλια, στὸ ἐρειπωμένο ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Νέου (τοῦ Βουνένης) στὸ Καραντζάνταγλι τοῦ Ἁλμυροῦ. Ἐνδιαφέρουσες σχετικὲς πληροφορίες ὑπάρχουν στὸ Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς», Β΄ Ἐκδοτικὴ Περίοδος, τεῦχος 15, Ἀλμυρὸς 2011, σελ. 181 -231: Reinder Reinders, Christina Williamson, Wob Jansen, Paulien de Roever, Ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου (Βουνένης) στὸ Καραντζάνταγλι τοῦ Ἁλμυροῦ.

[26] «Θεσσαλικὰ Χρονικά», τόμος 4ος, Ἀθῆναι 1934, σελ. 70-74.

[27] Ὁ Γιαννόπουλος ἐδῶ χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «Μονὴ» συμβατικὰ ἐννοῶντας ὡς «δύο μονάς» τὸ πάνω καὶ τὸ κάτω κτιριακὸ συγκρότημα τοῦ ἴδιου Μοναστηριοῦ.