Ἡ Ἰτωνία Ἀθηνᾶ τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ

Ἡ θεότητα τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς

Ἡ θεϊκὴ ὑπόσταση τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς

                    Μία  ἀπὸ τὶς  σημαντικὲς θεότητες, ἡ ὁποία  λατρευόταν στὴν Ἀχαΐα Φθιώτιδα, δηλαδὴ στὴ σημερινὴ εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, ἀλλὰ καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴν Θεσσαλία καὶ ὄχι μόνο, ἦταν ἡ Ἰτωνία Ἀθηνᾶ.

                    Ἡ θεὰ «Ἰτωνία Ἀθηνᾶ» εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς θεοκρασίας μεταξὺ τῆς πανάρχαιας προολυμπιακῆς θεότητας «Ἰτωνία» καὶ τῆς νεότερης, τῆς ὀλυμπιακῆς, θεότητας τῆς «Ἀθηνᾶς». Στὴ θεοκρασία αὐτὴ   ὑπερίσχυσαν τὰ στοιχεῖα τῆς προλυμπιακῆς θεότητας «Ἰτωνίας» καὶ σχεδόν ἐπικαλύφθηκαν οἱ ἰδιότητες τῆς ὀλυμπιακῆς θεότητας «Ἀθηνᾶς».

                    Τὰ βασικὰ στοιχεῖα τῆς θεϊκῆς ὑπόστασης τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς  εἶναι κυρίως τὰ στοιχεῖα τοῦ πρώτου θεϊκοῦ συσταστικοῦ της, τῆς θεϊκῆς ὀντότητας «Ἰτωνία». Στὴν θεοκρασία «Ἰτωνίας» καὶ «Ἀθηνᾶς» κυριάρχησαν καὶ ἐπιβλήθηκαν κυρίως οἱ καθαρὲς ἰδιότητες τῆς Ἰτωνίας καὶ σ’ αὐτὲς ἀφομοιώθηκαν οἱ γνωστὲς αὐθεντικὲς ἰδιότητες τῆς Ἀθηνᾶς.

                      Τὰ νεότερα συστατικὰ στοιχεῖα τῆς  θεϊκῆς ὑπόστασης τῆς Ἀθηνᾶς, ὡς θεᾶς τῆς σοφίας καὶ τοῦ πνεύματος, τῆς Ἀθηνᾶς ἡ ὁποία γεννήθηκε  ἀπὸ τὸ  κεφάλι τοῦ Δία, δὲν ἐνυπάρχουν καὶ δὲν συναντῶνται στὴν θεϊκὴ ὑπόσταση τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς.

                     Τὸ «Ἰτωνία», ὡστόσο, εἶναι ἕνα  ἀπὸ τὰ πολλὰ προσωνύμια τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς. Στὴν Θεσσαλία ἡ  θεὰ Ἀθηνᾶ λατρευόταν κυρίως ὡς «Ἰτωνὶς Ἀθηνᾶ» ἤ ὡς «Ἰτωνία Ἀθηνᾶ». Μὲ τὶς  ἴδιες προσωνυμίες,  «Ἰτωνὶς» καὶ «Ἰτωνία», λατρευόταν ἡ Ἀθηνᾶ καὶ στὴν Βοιωτία, στὴν Ἀθήνα ἀλλὰ καὶ στὴν Ἀμοργό.

                    Ὡστόσο ἡ ἀρχικὴ κοιτίδα τῆς λατρείας τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς  βρίσκεται  στὴν Θεσσαλία, τὴν πανάρχαια αὐτὴ   ἑστία τῆς Ἑλληνικῆς Μυθολογίας, καὶ ἰδιαίτερα στὴν Ἀχαΐα Φθιώτιδα καὶ στὴν πόλη Ἴτωνο, ἡ ὁποία βρισκόταν δυτικῶς τοῦ σημερινοῦ Ἁλμυροῦ, στὴν σημερινὴ   περιοχὴ τοῦ  Καραντζάνταλι.

                      Ἡ ἄποψη  ὅτι ἡ πρωταρχικὴ ἑστία τῆς λατρείας τῆς Ἰτωνίας βρισκόταν στὴν πόλη Ἴτωνος τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας ἐνισχύεται καὶ  ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὸ  γεγονὸς ὅτι ἡ πόλη Ἴτωνος, ἱδρύθηκε  ἀπὸ τὸν Ἴτωνο, τὸν γιὸ  τοῦ Ἀμφικτύονα καὶ ἐγγονὸ τοῦ Δευκαλίωνα καὶ τῆς Πύρρας. Εἶναι δὲ γνωστὸ ὅτι ὁ Δευκαλίωνας βασίλευσε στὴν Ἀχαΐα Φθιώτιδα καὶ ὄτι ἡ κιβωτός, μετὰ τὸν κατακλυσμὸ σταμάτησε πάνω στὴν Ὄρθρη. Ἡ πόλη Ἴτωνος  τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας ἀναγνωρίζεται ὡς μία  ἀπὸ τὶς  τρεῖς ἀρχαιότερες πόλεις τῆς Ἑλλάδας.

                    Ἡ θεὰ Ἰτωνία σὲ κάποιους μύθους ἀναφέρεται ὡς  κόρη τοῦ Ἴτωνος καὶ σὲ κάποιους ἄλλους ὡς κόρη τοῦ ᾋδη. Ἡ διπλῆ παράλληλη καὶ ταυτόχρονη αὐτὴ   ἀναφορὰ τῆς Ἰτωνίας, ὡς κόρης τοῦ Ἴτωνος καὶ ὡς κόρης τοῦ ᾋδη, ἐνισχύει καὶ ἐπιβεβαιώνει, κατὰ κάποιο τρόπο, τὴν χθόνια καὶ ὑποχθόνια ὑπόστασὴ της.

                    Ἡ Ἰτωνία, ὡς ἰδιαίτερη θεΐκὴ ὀντότητα, πρὶν συγκερασθεῖ    μὲ τὴν ὀλυμπιακὴ θεότητα τῆς Ἀθηνᾶς  γιὰ νὰ  συναποτελέσουν οἱ δύο θεότητες μία, τὴν Ἰτωνία Ἀθηνᾶ, ἦταν μία τοπικὴ προολυμπιακὴ θεότητα τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας. Ἦταν καὶ αὐτή, ὅπως ὅλες σχεδὸν οἱ προολυμπιακὲς θεότητες τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας καὶ τῆς «Φθίας», τῆς χώρας τῶν «φθιμένων»,  τῆς χώρας, δηλαδή, τῶν πεθαμένων, μία χθόνια ἤ ὑποχθόνια θεότητα.

                    Στὸν διάλογο «Πλάτωνος Κρίτων» ὁ Σωκράτης παρουσιάζεται νὰ λέει στὸν Κρίτωνα ὅτι εἶδε στὸν ὕπνο του μία γυναίκα νὰ τοῦ ἀναγγέλει τὸν θάνατὸ του και τὴν μετάβασὴ του στὴ Φθία:

                       «Ἐδόκει τίς με γυνὴ προσελθοῦσα, καλὴ καὶ εὐειδής, λευκὰ ἱμάτια ἔχουσα, καλέσαι καὶ εἰπεῖν· «Ὤ Σώκρατες, ἤματί κεν τριτάτῳ Φθίην ἐρίβωλον ἵκοιο»».

                  Ἡ Ἰτωνία,  ὅπως οἱ περισσότερες χθόνιες θεότητες  ἔτσι καὶ αὐτὴ  ἐξελίχτηκε σὲ πολεμικὴ θεότητα, ἀφοῦ οἱ θεότητες τοῦ πολέμου  ἦταν    ἐκεῖνες οἱ ὁποῖες  τροφοδοτοῦσαν μὲ τὶς  πράξεις τους μὲ νεκροὺς τὸν Άδη.

Κατὰ τὸν Νικόλαο Παπαχατζῆ, ἡ Ἰτωνία ἦταν ἀρχικῶς ὑποχθόνια θεότητα, ἡ ὁποία λατρευόταν στὴν Θεσσαλία πρὶν τὴν ἔλευση τῶν Θεσσαλῶν σ’ αὐτή. Ἡ ὑποχθόνια ὑπόσταση τῆς Ἰτωνίας ὑποστηρίζεται  καὶ  ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ τοῦ Στράβωνος ὅτι στὸ ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς, στὴν Κορώνεια τῆς Βοιωτίας, τὸ  ὁποῖο ἱδρύθηκε  ἀπὸ Θεσσαλοὺς οἱ ὁποῖοι  μετανάστευσαν καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Βοιωτία, μαζί μὲ τὴν Ἰτωνία Ἀθηνᾶ λατρευόταν καὶ ὁ ᾋδης.

                      Γράφει σχετικῶς ὁ Στράβων, στὴν παράγρφο 9, 2, 29: «συγκαθίδρυται δὲ τῇ Ἀθηνᾷ ὁ ᾋδης κατὰ τινα, ὥς φασι, μυστικὴν αἰτίαν».

                     Ὁ Νικόλαος Παπαχατζῆς, συνεπίκουρος πρὸς τὰ παραπάνω, λέει γιὰ τὴν χθόνια ὑπόσταση τῆς Ἰτωνίας: «Ἡ Ἰτωνία ἦταν ἡ  σημαντικότερη προθεσσαλική θεά, πάρεδρος ἀρχικῶς τοῦ θεοῦ τοῦ Κάτω Κόσμου, ἡ ὁποία στὰ ἱστορικὰ χρόνια  ἐξελίχθηκε σὲ  πολεμικὴ θεά».

                    Η Ἰτωνία, κατὰ μία ἐκδοχή, θεωροῦνταν, ὅπως προαναφέρθηκε, κόρη τοῦ ᾋδη καὶ κατὰ μία ἄλλη κόρη τοῦ Ἴτωνου, τοῦ γιοῦ τοῦ Ἀμφικτύονα.

                      Κάποιες ἄλλες ἀπόψεις ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς Θεσσαλίας, τῆς πρωταρχικῆς κοιτίδας τῆς λατρείας τοῦ θεοῦ  Ἴτωνου καὶ τῆς θεᾶς Ἰτωνίας, ταυτίζοντας τοὺς προολυμπιακοὺς θεοὺς «Ἴτωνο» καὶ «Ἰτωνία», θεωροῦσαν τὴν Ἰτωνία ὡς τὴν θηλυκὴ ἔκφραση τοῦ Ἴτωνου.

                         Σὲ κάποιους διαφορετικοὺς μύθους ὁ Ἴτωνος παρουσιάζεται ὡς παιδαγωγὸς τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς καὶ σὲ ἄλλους ὡς πατέρας της. Ὡστόσο, ὁποιαδήποτε ἐκδοχὴ τῆς σχέσης Ἴτωνος καὶ Ἀθηνᾶς  καὶ ἄν ἰσχύει, εἴτε ἡ σχέση «παιδαγωγὸς – παιδαγωγούμενη» εἴτε ἡ σχέση  «πατέρας – κόρη», ὑποδεικνύεται, σὲ κάθε περίπτωση, ὅτι ὁ Ἴτωνος καὶ ἡ Ἰτωνία ἦταν θεότητες ἀρχαιότερες τῆς Ἀθηνᾶς. Ἦταν «πρότεροι θεοί», προολυμπιακὲς θεὀτητες, οἱ ὁποῖες λατρεύονταν στὴν Ἀχαΐα Φθιώτιδα πρὶν ἐπικρατήσουν οἱ Ὀλύμπιοι Θεοί.

                           Ὡς παιδαγωγοὶ  τῆς Ἀθηνᾶς  ἀναφέρονται ἀκόμη ἡ «Ἀφέλεια» καὶ ἡ «Αἰδώς».  Ἀπὸ τὸν Ἴτωνο ἡ Ἀθηνᾶ πῆρε τὴν προσωνυμία Ἰτωνία καὶ ἔγινε «Ἰτωνία Ἀθηνᾶ». «Ἰτωνία Ἀθηνᾶ» σημαίνει ὁρμητική, ἐπιθετική,  νικηφόρα Ἀθηνᾶ.

                     Μὲ τὴν Ἀθηνᾶ συνδέεται καὶ μία ἄλλη θεϊκὴ ὀντότητα, ἡ Ἰοδάμα. Ἡ Ἰοδάμα ἀναφέρεται ἄλλες φορές, σὲ σχετικοὺς μύθους, ὡς ἀδελφὴ τῆς Ἀθηνᾶς, κόρη καὶ αὐτὴ τοῦ Ἴτωνος, καὶ ἄλλες φορές, σὲ διαφορετικοὺς μύθους, ὡς ἱέρεια ἡ ὁποία ὑπηρετοῦσε στὸ ναὸ τῆς Ἀθηνᾶς.

                    Οἱ μυθολογικὲς ἐκδοχὲς στὶς ὁποῖες  ἡ  Ἀθηνᾶ καὶ ἡ Ἰοδάμα παρουσιάζονται ὡς ἀδελφές, κόρες τοῦ Ἴτωνος, ἀναφέρουν ὅτι, ὕστερα  ἀπὸ ἕναν καυγὰ τῶν δύο ἀδελφῶν, ἡ Ἀθηνᾶ σκότωσε τὴν Ἰοδάμα.

                       Ὁ Ἴτωνος  εἶχε δύο κόρες, τὴν Ἀθηνᾶ καὶ τὴν Ἰοδάμα, λέει ὁ σχετικὸς μύθος, οἱ ὁποῖες κάποια στιγμὴ μάλωσαν καὶ ἡ Ἀθηνᾶ σκότωσε τὴν ἀδελφὴ της Ἰοδάμα.

                       Στὸ «Μέγα Ἐτυμολογικὸ Λεξικὸ» ἀναφέρεται: «Φησὶ δὲ ὁ γενεαλόγος Σιμωνίδης Ἰτώνου θυγατέρας γενέσθαι δύο, Ἀθηνᾶν καὶ Ἰοδάμαν ἅς ἐξηλωκυίας τὴν ὁπλομαχικὴν εἰς ἔριν τὴν εἰς ἀλλήλας χωρῆσαι, ἀναιρεθῆναι τε τὴν Ἰοδάμαν ὑπὸ τῆς Ἀθηνᾶς».

Ὁ θάνατος τῆς Ἰοδάμας, ἐξ αἰτίας τῆς Ἀθηνᾶς, ἀλλὰ μὲ διαφορετικὸ τρόπο, ἀναφέρεται καὶ στὶς  μυθολογικὲς ἐκδοχὲς οἱ ὁποῖες παρουσιάζουν  τὴν Ἰοδάμα, ὄχι ὡς ἀδελφή, ἀλλὰ ὡς ἱέρεια σὲ ναὸ τῆς Ἀθηνᾶς  ὁ ὁποῖος βρισκόταν στὴν Βοιωτία.

                    Ἡ δεύτερη αὐτὴ ἐκδοχὴ ἀναφέρεται  ἀπὸ τὸν Παυσανία  στὴν παράγραφο 9,  34, 2  τῶν «Βοιωτιῶν», ὅπου ἀναγράφεται:

 «Ἀναφέρεται καὶ τὸ  ἑξῆς: ἡ Ἰοδάμα, ἡ ὁποία  ἦταν ἱέρεια τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς, μπῆκε νύχτα στὸ ναὸ καὶ μπροστὰ της παρουσιάστηκε ἡ  Ἀθηνᾶ, φορῶντας τὸν χιτῶνα τῆς Μέδουσας μὲ τὸ  κεφάλι.  Ἡ Ἰοδάμα, μόλις εἶδε αὐτό, ἀπολιθώθηκε. Γι’ αὐτὸ κάθε μέρα μία  γυναίκα ἀνάβοντας φωτιὰ στὸ βωμὸ τῆς Ἰοδάμας φωνάζει τρεῖς φορὲς στὴν γλώσσα τῶν Βοιωτῶν: «ἡ Ἰοδάμα ζεῖ καὶ ζητᾶ φωτιά».

                   Σὲ κάθε περίπτωση, ὡστόσο, εἴτε ἡ Ἰοδάμα ἦταν ἀδελφὴ τῆς Ἀθηνᾶς, εἴτε ἦταν ἱέρεια στὸ ναὸ της, ἡ ἐξόντωσὴ της ὑποδεικνύει ὅτι στὴν περίπτωση τῆς θεοκρασίας «Ἀθηνᾶς – Ἰοδάμας» τελικῶς κυριάρχησε ἡ Ἀθηνᾶ καὶ ἀφομοιώθηκαν μέσα της τὰ ὅποια θεϊκὰ στοιχεῖα ὑπῆρχαν στὴν Ἰοδάμα», ἀκόμα καὶ ὡς ὀνοματικὰ κατάλοιπα. Ἔγινε δηλαδὴ τὸ  ἐντελῶς ἀντίθετο  ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὁποῖο  ἔγινε στὴν θεοκρασία «Ἰτωνίας –Ἀθηνᾶς» στὴν ὁποία κυριάρχησαν τὰ θεϊκὰ στοιχεῖα τῆς Ἰτωνίας καὶ ἐξαφανίστηκαν τὰ στοιχεῖα τῆς Ἀθηνᾶς  ἀναγνωριζόμενα μόνο ὡς ὀνοματικὰ κατάλοιπα.

                     Οἱ Θεσσαλοὶ  εἶχαν ἀφιερώσει ἕνα μήνα τοῦ ἡμερολογίου τους στὸν θεὸ Ἴτωνο, τὸν μήνα Ἰτώνιο.  Ἡ ὕπαρξη μήνα Ἰτώνιου εἶναι βεβαιωμένη  ἀπὸ ἐπιγραφὲς στὶς  πόλεις  Λάρισα, Γόννοι, Φαλάννα, Φθιώτιδες Θῆβες, Θαυμακοί, Μελιταία, Πύρασος, Κιέριον, Μητρόπολη.

                    Οἱ Θεσσαλοὶ  ἀπεικόνιζαν τὴν Ἰτωνία Ἀθηνᾶ στὰ νομίσματὰ τους καὶ ὀργάνωναν εἰδικοὺς ἀγῶνες, τὰ Ἰτώνια, γιὰ νὰ τιμοῦν αὐτὴν καὶ τὸν προκάτοχὸ της  «πρότερο»  θεὸ  Ἴτωνο.

                  Στὸ «Δώτιον  Πεδίον» τῆς  Θεσσαλίας πραγματοποιοῦνταν εἰδικοὶ ἀγῶνες πρὸς τιμὴν τῆς θεᾶς Ἰτωνίας, τὰ «Ἰτώνια». Γιὰ τὴν πρόσκλη         ση τῶν ἀθλητῶν στὰ Ἰτώνια στέλνονταν ἀπὸ τοὺς διοργανωτὲς εἰδικοὶ  θεωροὶ  σὲ ἄλλες πόλεις, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ Καλλίμαχος, στοὺς στίχους 73 -76 τοῦ «Ὕμνος εἰς Δήμητρα»,    γράφοντας:

                   «Ἐπειδὴ ντρέπονταν οἱ γονεῖς, πρόβαλλαν προφάσεις. Ἦρθαν οἱ Ὀρμενίδες, γιὰ νὰ τὸν προσκαλέσουν στοὺς ἀγῶνες τῆς Ἰτωνιάδας Ἀθηνᾶς, ἀλλὰ ἡ μητέρα τοῦ ἀρνήθηκε (λέγοντας): «Δεν εἶναι μέσα, πῆγε χθὲς στὴν Κραννώνα νὰ εἰσπράξει κάποιο χρέος ἑκατὸ βοδιῶν».

                        Ἡ Ἰτωνία Ἀθηνᾶ ἀπεικονιζόταν  σὲ νομίσματα  ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Πύρρου καὶ τῶν διαδόχων του ἀλλὰ καὶ σὲ νομίσματα τῆς Θεσσαλικῆς Συμμαχίας (κοντὰ στὸ 150 π.Χ.), πάνοπλη καὶ σὲ κάποια  ἀπὸ αὐτά, ἕτοιμη νὰ πετάξει τὸ  δόρυ της.

                      Ὁ Παυσανίας ἀναφέρει ὅτι τὸ σύνθημα τῶν Θεσσαλῶν στὴ μάχη μὲ τοὺς Φωκεῖς κατὰ τὸν τρίτο Ἱερὸ Πόλεμο, στὰ  μέσα 4ου αἰῶνα π.Χ., ἦταν τὸ  ὄνομα τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς: «τὸ γὰρ σύνθημα κατὰ τὰ αὐτὰ ὑπὸ τῶν στρατηγούντων ἐδίδοτο ἐν ταῖς μάχαις Θεσσαλοῖς μὲν Ἀθηνᾶς Ἰτωνίας».

 Τὸ ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς  τῆς   περιοχῆς Ἁλμυροῦ

                   Ἕνα  ἀπὸ τὰ ἱερὰ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς,  τὰ ὁποῖα ὑπῆρχαν στὴν Θεσσαλία, βρισκόταν στὴν   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ, στὴν   περιοχὴ  τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας τῆς ἀρχαιότητας. Τὸ ἱερὸ αὐτὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς  εἶναι τὸ  σημαντικότερο ἀλλὰ καὶ τὸ  ἀρχαιότερο  ἀπὸ ὅλα  τὰ ἄλλα ὁμώνυμα ἱερά.

                Ἡ ἰδιαιτερότητα, ἡ σημαντικότητα καὶ ἡ πρωταρχικότητα τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ  στὴν   περιοχὴ  τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας ὑποδεικνύεται καὶ συνίσταται στὸ ὅτι αὐτὸ βρισκόταν στὴ μία καὶ μόνη ὑπάρχουσα ὁμώνυμη πόλη, τὴν Ἴτωνο.

                Τὸ γεγονὸς αὐτὀ, τῆς συνύπαρξης καὶ τῆς ταυτωνυμίας πόλης καὶ ἱεροῦ, γεγονὸς τὸ ὁποῖο  δὲν ἰσχύει γιὰ κανένα ἄλλο ἱερὸ τῆς θεᾶς αὐτῆς, ὑποδεικνύει τὴν μεγάλη ἀρχαιότητα τῆς πόλης καὶ τοῦ ἱεροῦ ὅπως καὶ ὅτι ἡ πόλη αὐτὴ καὶ τὸ  ἱερὸ της ὑπῆρξαν ἡ  ἀρχικὴ κοιτίδα τῆς λατρείας τῆς θεότητας αὐτῆς.

                Ἡ ὕπαρξη ἱεροῦ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς στὴν πόλη Ἴτωνο τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας ὑποδεικνύει ἀναμφισβήτητα τὴν πρωταρχικότητα καὶ αὐθεντικότητα τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ ἔναντι τῶν ὀμωνύμων ἱερῶν ἄλλων πόλεων καὶ μερῶν.

                Ἱδρυτὴς καὶ ἐπώνυμος ἥρωας τῆς πόλης Ἰτώνου τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας καὶ τοῦ Ἱεροῦ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς, τὸ  ὁποῖο  βρισκόταν σ’ αὐτήν, ἦταν ὁ Ἴτωνος, ὁ γιὸς τῆς Χθονοπάτρας καὶ τοῦ Ἀμφικτύονα, τοῦ γιοῦ τοῦ Δευκαλίωνα.

                Ἡ ἀναφορὰ ὅτι ἡ ἵδρυση τῆς πόλης Ἴτωνος τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας ὀφείλεται στὸν ἐγγονὸ  τοῦ Δευκαλίωνα Ἴτωνο ἐνισχύει τὴν γνωστὴ πληροφορία ὅτι ἡ Ἴτωνος ἦταν μία  ἀπὸ τὶς  τρεῖς ἀρχαιότερες πόλεις τῆς Ἑλλάδας.

                 Ἐξ ἄλλου ὁ Δευκαλίωνας συνδέεται ἀναπόσπαστα μὲ τὴν Ἀχαΐα Φθιώτιδα, ἀφοῦ σ’ αὐτήν βασίλευσε. Στὸ βασικό, μοναδικὸ καὶ κυρίαρχο αὐτὸ βουνὸ τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας,  στὴν Ὄρθρη σταμάτησε ἡ κιβωτὸς μετὰ  τὸν κατακλυσμό. Πάνω στὴν Ὄρθρη βρισκόταν ὁ τάφος τοῦ Ἕλληνα, τοῦ γιοῦ τοῦ Δευκαλίωνα.

                 Βρισκόταν δε ἡ πόλη Ἴτωνος, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ Στράβων, ἑξήντα στάδια μακριὰ  ἀπὸ τὴν  Ἅλο, ἡ ὁποία   Ἅλος  βρισκόταν ἑκατὸ στάδια μακριὰ  ἀπὸ τὶς  Φθιώτιδες Θῆβες.

               Θέλοντας μάλιστα προφανῶς νὰ γίνει σαφέστερος ὁ Στράβων καὶ νὰ διευκρινίσει ὅτι ἀναφέρεται στὴν  Ἅλο τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας, τὴν  Ἅλο, δηλαδή, τῆς σημερινῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, καὶ ὄχι σὲ κάποια ἄλλη  Ἅλο, ὅπως τὴν  Ἅλο ἡ ὁποία  φαίνεται νὰ ὑπῆρχε καὶ στὴν Λοκρίδα, σπεύδει νὰ προτάξει, ρητῶς καὶ κατηγορηματικῶς, γιὰ ὅσους  εἶχαν ἀπορίες ἤ διαφορετικὲς ἀπόψεις:

                     «Περὶ Ἅλου δὲ καὶ Ἀλόπης διαποροῦσι μὴ οὐ τούτους λέγει τοὺς τόπους οἳ νῦν ἐν τῷ Φθιωτικῷ τέλει φέρονται, ἀλλὰ τοὺς ἐν Λοκροῖς, μέχρι δεῦρο ἐπικρατοῦντος τοῦ Ἀχιλλέως, ὥσπερ καὶ μέχρι Τραχῖνος καὶ τῆς Οἰταίας, ἔστι γὰρ καὶ Ἅλος καὶ Ἁλιοῦς ἐν τῇ παραλίᾳ τῶν Λοκρῶν, καθάπερ καὶ Ἀλόπη. Οἱ δὲ τὸν Ἁλιοῦντα ἀντὶ Ἀλόπης τιθέασι καὶ γράφουσιν οὕτως οἵ θ’ Ἅλον οἵ θ’ Ἁλιοῦνθ’ οἵ τε Τρηχῖν’ ἐνέμοντο».

                Μετὰ τὴν εἰσαγωγικὴ αὐτὴ διευκρίνιση ὁ Στράβων συνεχίζει παρέχοντας καὶ ἄλλες συγκεκριμένες  καὶ ἀποσαφηνιστικὲς πληροφορίες βεβαιώνοντας ὅτι ἀναφέρεται στὴν Ἅλο τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, τὴν Ἅλο τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας, στὴν παράγραφο 9. 5. 8 τῶν «Γεωγραφικῶν» του:

                    «Ὁ δὲ Φθιωτικὸς Ἅλος ὑπὸ τῷ πέρατι κεῖται τῆς Ὄρθρυος ὄρους πρὸς ἄρκτον κειμένου τῇ Φθιώτιδι, ὁμόρου δὲ τῷ Τυφρηστῷ καὶ τοῖς Δόλοψιν, κἀνθένδε παρατείνοντος εἰς τὰ πλησίον τοῦ Μαλιακοῦ Κόλπου. Ἀπέχει δὲ Ἰτώνου περὶ ἑξήκοντα σταδίους ὁ Ἅλος ἢ ἡ Ἅλος· λέγεται γὰρ ἀμφοτέρως.

                   ᾬκισε δὲ ὁ Ἀθάμας τὴν Ἅλον, ἀφανισθεῖσαν [δὲ] συνῴ[κισαν Φαρσάλιοι] χρόνοις ὕστερον. Ὑπέρκειται δὲ τοῦ Κροκίου πεδίου· ῥεῖ δὲ ποταμὸς Ἄμφρυσος πρὸς τῷ [τείχει]. Ὑπὸ δὲ τῷ Κροκίῳ Θῆβαι εἰσὶν αἱ Φθιώτιδες, καὶ ἡ Ἅλος δὲ Φθιῶτις καλεῖται καὶ Ἀχαϊκή, συνάπτουσα τοῖς Μαλιεῦσιν, ὥσπερ καὶ οἱ τῆς Ὄρθρυος πρόποδες.

                  Καθάπερ δὲ ἡ Φυλάκη ἡ ὑπὸ Πρωτεσιλάῳ τῆς Φθιώτιδός ἐστι τῆς προσχώρου τοῖς Μαλιεῦσιν, οὕτω καὶ ἡ Ἅλος· διέχει δὲ Θηβῶν περὶ ἑκατὸν σταδίους, ἐν μέσῳ δ’ ἐστὶ Φαρσάλου καὶ Φθιωτῶν· Φίλιππος μέντοι Φαρσαλίοις προσένειμεν ἀφελόμενος τῶν Φθιωτῶν. Οὕτω δὲ συμβαίνει τοὺς ὅρους καὶ τὰς συντάξεις τῶν τε ἐθνῶν καὶ τῶν τόπων ἀλλάττεσθαι ἀεί, καθάπερ εἴπομεν. Οὕτω καὶ Σοφοκλῆς τὴν Τραχῖνα Φθιῶτιν εἴρηκεν, Ἀρτεμίδωρος δὲ τὴν Ἅλον ἐν τῇ παραλίᾳ τίθησι, ἔξω μὲν τοῦ Μαλιακοῦ Κόλπου κειμένην, Φθιῶτιν δέ. προϊὼν γὰρ ἐνθένδε ὡς ἐπὶ τὸν Πηνειὸν μετὰ τὸν Ἀντρῶνα τίθησι Πτελεόν, εἶτα τὸν Ἅλον ἀπὸ τοῦ Πτελεοῦ διέχοντα ἑκατὸν καὶ δέκα σταδίους».

                  Οἱ παραπάνω διαβεβαιώσεις καὶ σαφεῖς γεωγραφικὲς καὶ ἱστορικὲς πληροφορίες ὅτι ἡ συγκεκριμένη   Ἅλος  1. «ὑπὸ τῷ πέρατι κεῖται τῆς Ὄρθρυος ὄρους πρὸς ἄρκτον κειμένου τῇ Φθιώτιδι», 2. «ᾤκισε δὲ ὁ Ἀθάμας τὴν Ἅλον, ἀφανισθεῖσαν [δὲ] συνῴ[κισαν Φαρσάλιοι] χρόνοις ὕστερον», 3. «ὑπέρκειται δὲ τοῦ Κροκίου πεδίου», 4. «ῥεῖ δὲ ποταμὸς Ἄμφρυσος πρὸς τῷ [τείχει]», 5. «διέχει δὲ Θηβῶν περὶ ἑκατὸν σταδίους», 6. «ἐν μέσῳ δ’ ἐστὶ Φαρσάλου καὶ Φθιωτῶν», καὶ 7. «Φίλιππος μέντοι Φαρσαλίοις προσένειμεν ἀφελόμενος τῶν Φθιωτῶν», δὲν ἀφήνουν τὴν παραμικρότερη ἀμφιβολία ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν Ἅλο τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ.

                    Οἱ παραπάνω σαφεῖς πληροφορίες γιὰ τὴν ἀκριβῆ θέση τῆς Ἅλου παρέχουν ἐμμέσως βεβαιώσεις καὶ γιὰ τὴν ὕπαρξη τῆς πόλης Ἰτώνου καὶ τοῦ Ἱεροῦ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς  στὴν πόλη αὐτὴ   ἐὰν συνδυασθοῦν μὲ κάποιες ἄλλες πληροφορίες τὶς ὁποῖες  μᾶς δίνει πάλι ὁ Στράβων:

  1. «ἀπέχει δὲ Ἰτώνου περὶ ἑξήκοντα σταδίους ὁ Ἅλος ἢ ἡ Ἅλος»
  2. «ὑπέρκεινται δὲ Πυράσου μὲν αἱ Θῆβαι, τῶν Θηβῶν δὲ ἐν τῇ μεσογαίᾳ τὸ Κρόκιον πεδίον πρὸς τῷ καταλήγοντι τῆς Ὄρθρυος, δι’ οὗ ὁ Ἄμφρυσος ῥεῖ. Τούτου δ’ ὑπέρκειται ὁ Ἴτωνος, ὅπου τὸ τῆς Ἰτωνίας ἱερόν».

                     Τὰ παραπάνω στοιχεῖα σὲ συνδυασμὸ μὲ  ὅσα ἱστορικὰ στοιχεῖα ἀναφέρθηκαν γιὰ τὸ  Ἱερὸ τοῦ Λαφύστιου Δία μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ ἐπαναλάβουμε τὸ  συμπέρασμα:

               Τὸ «Ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς» τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ βρισκόταν, σύμφωνα μὲ τὰ δεδομένα τοῦ Στράβωνα, δίπλα στὸν Κουάριο Ποταμό. Κουάριος Ποταμὸς λεγόταν κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ὁ σημερινὸς ποταμὸς Ξηριάς τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ. Ἡ   περιοχὴ τοῦ  Καραντζάνταλι, ἡ περιοχή, δηλαδή, τῆς ἀρχαίας Ἰτώνου, βρίσκεται δίπλα στὴν κοίτη τοῦ Ξηριᾶ, τοῦ Κουάριου Ποταμοῦ τῆς ἀρχαιότητας.

                 Τὸ Ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς  τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, τὸ  ὁποῖο βρισκόταν στὴν   περιοχὴ τοῦ  Καραντζάνταλι καὶ τῶν Ζερελίων, ἦταν ἕνα πολὺ σημαντικὸ ἱερὸ γιὰ τὴν εὕρεση τοῦ ὁποίου πραγματοποιήθηκαν στὴν   περιοχὴ  αὐτὴ πολλὲς ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες, χωρὶς ὅμως θετικὰ ἀποτελέσματα.

                  Ὡστόσο, παρὰ τὸ  ὅτι δὲν ἔχουν ἐντοπισθεῖ    κάποια ἴχνη οὔτε τοῦ Ἱεροῦ οὔτε τῆς πόλης Ἴτωνος, εἶναι βέβαιο ὅτι τόσο ἡ πόλη ὅσο καὶ τὸ  ἱερὸ βρίσκονταν στὴ συγκεκριμένη   περιοχὴ  στὴν ὁποία ὑπῆρξαν καὶ ἀναπτύχθηκαν δύο νεολιθικοὶ  οἰκισμοὶ  τὸ  «Καραντζάνταλι», κατὰ τὴν Ἀρχαιότερη Νεολιθικὴ Ἐποχὴ, καὶ στὴνν συνέχεια τὰ «Ζερέλια» κατὰ τὴν Μέση, τὴν Νεότερη καὶ τὴν Τελικὴ Νεολιθικὴ καὶ  στοὺς κατοπινοὺς χρόνους.

                       Ἡ βεβαιότητα γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Ἱεροῦ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς  στὴν συγκεκριμένη αὐτὴ   θέση θεμελιώνεται  ἀπὸ τὰ παρακάτω σαφέστατα ἀποσπάσματα τοῦ Στράβωνα.

                       Λέει ὁ Στράβων στὴν παράγραφο 9, 5, 14 τῶν «Γεωγραφικῶν»: «Ἡ μὲν οὖν Φυλάκη ἐγγὺς Θηβῶν ἐστι τῶν Φθιωτίδων, αἵπερ εἰσὶ καὶ αὐταὶ ὑπὸ τῷ Πρωτεσιλάῳ· καὶ Ἅλος δὲ καὶ Λάρισα ἡ Κρεμαστὴ καὶ τὸ Δημήτριον ὑπ’ ἐκείνῳ, πᾶσαι πρὸς ἕω τῆς Ὄρθρυος. Τὸ δὲ Δημήτριον Δήμητρος εἴρηκε τέμενος καὶ ἐκάλεσε Πύρασον. Ἦν δὲ πόλις εὐλίμενος ἡ Πύρασος ἐν δυσὶ σταδίοις, ἔχουσα Δήμητρος ἄλσος καὶ ἱερὸν ἅγιον, διέχουσα Θηβῶν σταδίους εἴκοσι· ὑπέρκεινται δὲ Πυράσου μὲν αἱ Θῆβαι. τῶν Θηβῶν δὲ ἐν τῇ μεσογαίᾳ τὸ Κρόκιον πεδίον πρὸς τῷ καταλήγοντι τῆς Ὄρθρυος, δι’ οὗ ὁ Ἄμφρυσος ῥεῖ. Τούτου δ’ ὑπέρκειται ὁ Ἴτωνος͵ ὅπου τὸ τῆς Ἰτωνίας ἱερόν, ἀφ’ οὗ καὶ τὸ ἐν τῇ Βοιωτίᾳ͵ καὶ ὁ Κουάριος ποταμός …»

                      Ἀπὸ τὸ  ἀπόσπασμα αὐτό, ἑρμηνεύοντἀς το καὶ ταυτόχρονα σχολιάζοντάς το, πληροφορούμαστε γιὰ μερικὰ γεγονότα καὶ τόπους οἱ ὁποῖοι  ἐπιβεβαιώνονται καὶ  ἀπὸ τὴν σημερινὴ γεωγραφικὴ πραγματικότητα.

                  Ἡ Φυλάκη, δηλαδὴ τὸ  σημερινὸ χωριὸ τοῦ Ἁλμυροῦ Φυλάκη ἤ, σὲ παλιότερη ὀνομασία, Κιτίκι,  βρίσκεται κοντὰ στὶς  σημερινὲς ἀλλὰ καὶ στὶς  ἀρχαῖες Φθιώτιδες Θῆβες, δηλαδὴ κοντὰ στὶς  σημερινὲς Μικροθῆβες ἤ Ἄκετσι. Οἱ ἀναφερόμενες  ἀπὸ τὸν Στράβωνα πληροφορίες  γιὰ τὶς  ἀποστάσεις μεταξὺ τῶν διαφόρων μερῶν ἰσχύουν καὶ μὲ τὰ σημερινὰ δεδομένα.

                     Ἀπὸ τὸν Στράβωνα πληροφορούμαστε ἀκόμα ὅτι οἱ πόλεις «Φθιώτιδες Θῆβες»,  «Ἅλος», «Λάρισα Κρεμαστὴ» (σημερινὴ Πελασγία) καὶ «Πύρασος» (σημερινὴ Νέα Ἀγχίαλος), στὴν ὁποία βρισκόταν ἕνα ἱερὸ ἀφιερωμένο στὴ θεὰ Δήμητρα, τὸ  «Δημήτριον», καὶ οἱ ὁποῖες  ἀνῆκαν στὸ Βασίλειο τοῦ Πρωτεσιλάου, βρίσκονταν ἀνατολικὰ τῆς Ὄρθρης. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ ἐπιβεβαιώνεται καὶ  ἀπὸ τὴν τωρινὴ πραγματικότητα.

                   Ἡ Ἴτωνος ἦταν ὀνομαστὴ γιὰ τὰ πρόβατα τὰ ὁποῖα  ἔτρεφε. «Μητέρα μήλων» τὴν ὀνομάζει ὁ Ὅμηρος, δηλαδὴ μητέρα προβάτων, προβατομάνα.  Βρισκόταν στὴ δεξιὰ ὄχθη τοῦ Κουάριου Ποταμοῦ, τοῦ σημερινοῦ Ποταμοῦ Ξηριᾶ, κοντὰ  στὴν   περιοχὴ  Καραντζάνταλι.

Ἀφιερώματα στὸ Ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς

                   Τὸ Ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς  τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας ἦταν ἕνα σημαντικότατο ἱερό. Ἐνέπνεε σεβασμὸ καὶ ἱερότητα καὶ ἀποτελοῦσε τόπο προβεβλημένου καῖ καθολικοῦ προσκυνήματος.

                  Τὸ Ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς  τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας ἀναγνωριζόταν πανελληνίως ὡς ἡ πρωταρχικὴ καὶ πανάρχαια κοιτίδα τῆς λατρείας τῆς Ἰτωνίας  ἀπὸ τὴν ὁποία κοιτίδα ἡ λατρεία τῆς προολυμπιακῆς αὐτῆς «πρότερης» θεᾶς ἐξακτινώθηκε καὶ διαδόθηκε καὶ σὲ ἄλλα μέρη, ὅπως τὸ  ὁμώνυμο ἱερὸ τῆς Βοιωτίας, γιὰ νὰ ἀναφέρουμε μόνο αὐτὸ τὸ ὁμώνυμο ἱερό, γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ ὁποίου, ὅπως ἔχει ἤδη ἀναφερθεῖ,  ὑπάρχει σαφὴς μαρτυρία, καταγραμμένη στὴν παράγραφο 9,  2, 29 τῶν «Γεωγραφικῶν» τοῦ Στράβωνος.

                   Ἀκόμα καὶ κάποια πανάρχαια στοιχεῖα τῆς λατρείας τῆς Ἀθηνᾶς, τὰ ὁποῖα  διακρίνονται ἐνυπάρχοντα στὴν λατρεία τῆς πρωταρχικῆς θεσσαλικῆς θεότητας τῆς Ἰτωνίας, ἀναγνωρίζονται ὡς στοιχεῖα τῆς  ἀρχαιότερης μορφῆς λατρείας τῆς θεᾶς αὐτῆς στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο.

                        Ἐξ ἄλλου ἡ, κατὰ γενικὴ παραδοχὴ  καὶ ἀναγνώριση, πρωταρχικότητα καὶ αὐθεντικότητα τῶν θεσσαλικῶν μυθολογικῶν καταβολῶν τῆς Ἑλληνικῆς Μυθολογίας, δημιουργεῖ    εὐνοϊκὴ ἀτμόσφαιρα γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τῆς ἄποψης αὐτῆς.

                      Τὴν γενικὴ αὐτὴ ἀναγνώριση τῆς σημαντικότητας καὶ τῆς ἱερότητας καὶ τοῦ σεβασμοῦ τὸν ὁποῖο  ἐνέπνεε τὸ  Ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς  τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ μαρτυροῦν καὶ ἐπιβεβαιώνουν τὰ πολλὰ καὶ σημαντικότατα ἀφιερώματα τὰ ὁποῖα  προσφέρθηκαν σ’ αὐτὸ  ἀπὸ πρόσωπα πανελλήνιας ἀκτινοβολίας.

                  Ὁ Πύρρος, γιὰ νὰ τιμήσει τὴν Ἰτωνία Ἀθηνᾶ, μετὰ τὴν νίκη του ἐναντίον τοῦ Ἀντίγονου Γονατά, τὸ ἔτος 274 π. Χ., ἀφιέρωσε στὸ ἱερό της τὸ ὁποῖο  βρισκόταν στὴν περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ λαμπρὰ λάφυρα, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ Πλούταρχος:

 «Ὁ Πύρρος, μέσα στὶς  τόσο μεγάλες ἐπιτυχίες του, κρίνοντας ὅτι ἔχει διαπράξει  μέγιστο κατόρθωμα,  γιὰ δόξα του στὴ σχετικὴ μὲ τοὺς Γαλάτες νίκη του, τὰ πιὸ ὡραῖα καὶ πιὸ λαμπρὰ  ἀπὸ τὰ γαλατικὰ λάφυρα ἀφιέρωσε στὸ ναὸ τῆς Ἰτωνίδας Ἀθηνᾶς  καὶ ἐπέγραψε τοῦτο τὸ  ἐλεγειακὸ ποίημα:  «Τοὺς θυρεοὺς ὁ Μολοσσὸς Πύρρος στὴν Ἰτωνίδα Ἀθηνᾶ δῶρο κρέμασε, λάφυρα ἀπ’ τοὺς γενναίους Γαλάτες, σαρώνοντας ὅλο τὸν  στρατὸ τοῦ Ἀντιγόνου. Μὰ ν’ ἀπορεῖς δὲν εἶναι  πολεμιστὲς καὶ τώρα καὶ παλιὰ ἦταν τὰ τέκνα τοῦ Αἰακοῦ».

Ἕνα τρανὸ δεῖγμα τοῦ πλούτου ὁ ὁποῖος εἶχε συγκεντρωθεῖ στὸ συγκεκριμένο αὐτὸ Ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς  ἦταν καὶ ἕνα περίφημο σύμπλεγμα δώδεκα χάλκινων ἀγελάδων, ἔργο τοῦ καλλιτέχνη Φράδμονα, ἀφιερωμένο, μαζί μὲ ἄλλα σπουδαῖα ἀφιερώματα, στὴ θεά. Ἔχει διασωθεῖ    μόνο ἡ ἀφιερωτήρια ἐπιγραφή:

 «Θεσσαλικὲς εἶναι τοῦτες οἱ ἀγελάδες. καὶ στὰ πρόθυρα στέκουν τῆς Ἰτωνιάδας Ἀθηνᾶς  ὄμορφο δῶρο. Δώδεκα, ὅλες χάλκινες, ἔργο τοῦ Φράδμονα κι ὅλες τους λάφυρα  ἀπὸ σκυλεμένους Ἰλλυριούς.»

Στὸ Ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς  τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας ὁ βασιλιὰς τῆς Μακεδονίας Περσέας ἔστησε μαρμάρινες πλάκες στὶς  ὁποῖες ἀναγράφονταν τὰ ὀνόματα τῶν φυγάδων καὶ τῶν ἐξόριστων Μακεδόνων καὶ μία ἀνακοίνωση μὲ τὴν ὁποία  καλοῦσε τοὺς ἐξόριστους αὐτοὺς καὶ τοὺς φυγάδες νὰ ἐπιστρέψουν στὶς  πατρίδες τους βεβαιώνοντάς τους ὅτι ἐκεῖ    θὰ ἦταν ἀσφαλεῖς καὶ ὅτι θὰ τοὺς ξαναδινόταν ἡ περιουσία τους ἡ ὁποία  εἶχε δημευθεῖ:

«Ὅτι Περσεὺς ἀνανεωσάμενος τὴν φιλίαν τὴν πρὸς Ρωμαίους εὐθέως ἑλληνοκοπεῖν ἐπεβάλλετο, κατακαλῶν εἰς τὴν Μακεδονίαν καὶ τοὺς τὰ χρέα φεύγοντας καὶ τοὺς πρὸς καταδίκας ἐκπεπτωκότας καὶ τοὺς ἐπὶ βασιλικοῖς ἐγκλήμασι παρακεχωρηκότας. Καὶ τούτων ἐξετίθει προγραφὰς εἴς τε Δῆλον καὶ Δελφοὺς καὶ τὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς ἱερόν, διδοὺς οὐ μόνον τὴν ἀσφάλειαν τοῖς καταπορευομένοις, ἀλλὰ καὶ τῶν ὑπαρχόντων κομιδὴν, ἀφ᾿  ὧν ἕκαστος ἔφυγε».

Βεβαίως καὶ στὶς  τρεῖς παραπάνω περιπτώσεις ὁ  Περσέας  ἔστησε  μαρμάρινη ἐπιγραφὴ καλῶντας τοὺς ἐξόριστους καὶ τοὺς φυγάδες νὰ ἐπιστρέψουν στὶς πατρίδες τους ἐλεύθερα. Οἱ ἐπιγραφὲς μὲ τὸ κάλεσμα στήθηκαν σὲ ἱεροὺς τόπους πανελλήνιας ἀκτινοβολίας, στὴ Δῆλοα, στοῦς Δελφοὺς καἰ,  ρητῶς καὶ κατηγορηματικῶς δηλώνεται ὅτι ἡ τρίτη προσκλητήρια ἀναφορὰ στήθηκε  στὸ Ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς.  Δεν  δηλώνεται ὅμως σὲ ποιὸ ἱερὸ  τῆς θεᾶς αὐτῆς στήθηκε. Οὔτε ὑπάρχει κάποια ἔνδειξη ἡ ὁποία  νὰ διευκολύνει τὴν ἀπάντηση, προφανῶς διότι ἡ σημαντικότητα αὐτοῦ τοῦ Ἱεροῦ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς δὲν χρειζόταν διευκρίνιση.

Θεωροῦμε ὅμως βέβαιο ὅτι τὸ  ἱερὸ αὐτὸ ἦταν τὸ  Ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς  τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας, τὸ ὁποῖο  βρισκόταν στὴν   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ, γιὰ τοὺς λόγους οἱ ὁποῖοι  ἀναφέρθηκαν παραπάνω, τῆς μεγάλης του ἀκτινοβολίας καὶ τῆς ἀρχαιότητας καὶ πρωταρχικότητάς του.

Ἡ ἐπιλογὴ τοῦ Ἱεροῦ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς, στὸ Καραντζάνταλι τοῦ Ἁλμυροῦ, ἰδιαιτέρως γιὰ τὸ  στήσιμο τῆς πρόσκλησης τοῦ Περσέα, μπορεῖ    ἐπιπλέον νὰ ὑποστηριχθεῖ    καὶ  ἀπὸ τὴν μνημόνευση τῶν ἄλλων ἱερῶν στὰ ὁποῖα στήθηκε ἡ πρόσκληση αὐτή, τῆς Δήλου καὶ τῶν Δελφῶν.

Ὅταν σ’ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα ἐπιλέγονται τρία σημεῖα γιὰ τὸ  στήσιμο τῆς προσκλητήριας αὐτῆς ἀνακοίνωσης δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ ἐπιλεγεῖ, μετὰ τοὺς Δελφούς, τὸ  ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς  τῆς Βοιωτίας τὸ ὁποῖο  ἦταν τόσο κοντά.

Δὲν χρειαζόταν δεύτερη ἀνάρτηση τόσο πλησίον. Μὲ τὴν  ἐπιλογὴ τοῦ ἱεροῦ τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, πέραν τῆς σημαντικότητάς του, γινόταν καὶ καλύτερη χωρικὴ κατανομὴ καὶ εὐρύτερα ἡ γνωστοποίηση. Ἐξ ἄλλου εἶναι γνωστὸ ὅτι τέτοιες σημαντικὲς ἐπιγραφὲς καὶ ἀνακοινώσεις πανελλήνιας προβολῆς στήνονταν σὲ σημαντικὰ ἱερὰ μὲ εὐρύτερα ἀναγνωρισμένη τὴν ἱερότητὰ τους καὶ τὸν σεβασμὸ τὸν ὁποῖο  ἐνέπνεαν.