Ἡ θεότητα τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς
Ἡ θεϊκὴ ὑπόσταση τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς
Μία ἀπὸ τὶς σημαντικὲς θεότητες, ἡ ὁποία λατρευόταν στὴν Ἀχαΐα Φθιώτιδα, δηλαδὴ στὴ σημερινὴ εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, ἀλλὰ καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴν Θεσσαλία καὶ ὄχι μόνο, ἦταν ἡ Ἰτωνία Ἀθηνᾶ.
Ἡ θεὰ «Ἰτωνία Ἀθηνᾶ» εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς θεοκρασίας μεταξὺ τῆς πανάρχαιας προολυμπιακῆς θεότητας «Ἰτωνία» καὶ τῆς νεότερης, τῆς ὀλυμπιακῆς, θεότητας τῆς «Ἀθηνᾶς». Στὴ θεοκρασία αὐτὴ ὑπερίσχυσαν τὰ στοιχεῖα τῆς προλυμπιακῆς θεότητας «Ἰτωνίας» καὶ σχεδόν ἐπικαλύφθηκαν οἱ ἰδιότητες τῆς ὀλυμπιακῆς θεότητας «Ἀθηνᾶς».
Τὰ βασικὰ στοιχεῖα τῆς θεϊκῆς ὑπόστασης τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς εἶναι κυρίως τὰ στοιχεῖα τοῦ πρώτου θεϊκοῦ συσταστικοῦ της, τῆς θεϊκῆς ὀντότητας «Ἰτωνία». Στὴν θεοκρασία «Ἰτωνίας» καὶ «Ἀθηνᾶς» κυριάρχησαν καὶ ἐπιβλήθηκαν κυρίως οἱ καθαρὲς ἰδιότητες τῆς Ἰτωνίας καὶ σ’ αὐτὲς ἀφομοιώθηκαν οἱ γνωστὲς αὐθεντικὲς ἰδιότητες τῆς Ἀθηνᾶς.
Τὰ νεότερα συστατικὰ στοιχεῖα τῆς θεϊκῆς ὑπόστασης τῆς Ἀθηνᾶς, ὡς θεᾶς τῆς σοφίας καὶ τοῦ πνεύματος, τῆς Ἀθηνᾶς ἡ ὁποία γεννήθηκε ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ Δία, δὲν ἐνυπάρχουν καὶ δὲν συναντῶνται στὴν θεϊκὴ ὑπόσταση τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς.
Τὸ «Ἰτωνία», ὡστόσο, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ προσωνύμια τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς.[1] Στὴν Θεσσαλία ἡ θεὰ Ἀθηνᾶ λατρευόταν κυρίως ὡς «Ἰτωνὶς Ἀθηνᾶ» ἤ ὡς «Ἰτωνία Ἀθηνᾶ». Μὲ τὶς ἴδιες προσωνυμίες, «Ἰτωνὶς» καὶ «Ἰτωνία», λατρευόταν ἡ Ἀθηνᾶ καὶ στὴν Βοιωτία, στὴν Ἀθήνα ἀλλὰ καὶ στὴν Ἀμοργό.
Ὡστόσο ἡ ἀρχικὴ κοιτίδα τῆς λατρείας τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς βρίσκεται στὴν Θεσσαλία, τὴν πανάρχαια αὐτὴ ἑστία τῆς Ἑλληνικῆς Μυθολογίας, καὶ ἰδιαίτερα στὴν Ἀχαΐα Φθιώτιδα καὶ στὴν πόλη Ἴτωνο, ἡ ὁποία βρισκόταν δυτικῶς τοῦ σημερινοῦ Ἁλμυροῦ, στὴν σημερινὴ περιοχὴ τοῦ Καραντζάνταλι.
Ἡ ἄποψη ὅτι ἡ πρωταρχικὴ ἑστία τῆς λατρείας τῆς Ἰτωνίας βρισκόταν στὴν πόλη Ἴτωνος τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας ἐνισχύεται καὶ ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ πόλη Ἴτωνος, ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν Ἴτωνο, τὸν γιὸ τοῦ Ἀμφικτύονα καὶ ἐγγονὸ τοῦ Δευκαλίωνα καὶ τῆς Πύρρας. Εἶναι δὲ γνωστὸ ὅτι ὁ Δευκαλίωνας βασίλευσε στὴν Ἀχαΐα Φθιώτιδα καὶ ὄτι ἡ κιβωτός, μετὰ τὸν κατακλυσμὸ σταμάτησε πάνω στὴν Ὄρθρη. Ἡ πόλη Ἴτωνος τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας ἀναγνωρίζεται ὡς μία ἀπὸ τὶς τρεῖς ἀρχαιότερες πόλεις τῆς Ἑλλάδας.
Ἡ θεὰ Ἰτωνία σὲ κάποιους μύθους ἀναφέρεται ὡς κόρη τοῦ Ἴτωνος καὶ σὲ κάποιους ἄλλους ὡς κόρη τοῦ ᾋδη. Ἡ διπλῆ παράλληλη καὶ ταυτόχρονη αὐτὴ ἀναφορὰ τῆς Ἰτωνίας, ὡς κόρης τοῦ Ἴτωνος καὶ ὡς κόρης τοῦ ᾋδη, ἐνισχύει καὶ ἐπιβεβαιώνει, κατὰ κάποιο τρόπο, τὴν χθόνια καὶ ὑποχθόνια ὑπόστασὴ της.
Ἡ Ἰτωνία, ὡς ἰδιαίτερη θεΐκὴ ὀντότητα, πρὶν συγκερασθεῖ μὲ τὴν ὀλυμπιακὴ θεότητα τῆς Ἀθηνᾶς γιὰ νὰ συναποτελέσουν οἱ δύο θεότητες μία, τὴν Ἰτωνία Ἀθηνᾶ, ἦταν μία τοπικὴ προολυμπιακὴ θεότητα τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας. Ἦταν καὶ αὐτή, ὅπως ὅλες σχεδὸν οἱ προολυμπιακὲς θεότητες τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας καὶ τῆς «Φθίας», τῆς χώρας τῶν «φθιμένων», τῆς χώρας, δηλαδή, τῶν πεθαμένων, μία χθόνια ἤ ὑποχθόνια θεότητα.
Στὸν διάλογο «Πλάτωνος Κρίτων» ὁ Σωκράτης παρουσιάζεται νὰ λέει στὸν Κρίτωνα ὅτι εἶδε στὸν ὕπνο του μία γυναίκα νὰ τοῦ ἀναγγέλει τὸν θάνατὸ του και τὴν μετάβασὴ του στὴ Φθία:
«Ἐδόκει τίς με γυνὴ προσελθοῦσα, καλὴ καὶ εὐειδής, λευκὰ ἱμάτια ἔχουσα, καλέσαι καὶ εἰπεῖν· «Ὤ Σώκρατες, ἤματί κεν τριτάτῳ Φθίην ἐρίβωλον ἵκοιο»».
Ἡ Ἰτωνία, ὅπως οἱ περισσότερες χθόνιες θεότητες ἔτσι καὶ αὐτὴ ἐξελίχτηκε σὲ πολεμικὴ θεότητα, ἀφοῦ οἱ θεότητες τοῦ πολέμου ἦταν ἐκεῖνες οἱ ὁποῖες τροφοδοτοῦσαν μὲ τὶς πράξεις τους μὲ νεκροὺς τὸν Άδη.
Κατὰ τὸν Νικόλαο Παπαχατζῆ, ἡ Ἰτωνία ἦταν ἀρχικῶς ὑποχθόνια θεότητα, ἡ ὁποία λατρευόταν στὴν Θεσσαλία πρὶν τὴν ἔλευση τῶν Θεσσαλῶν σ’ αὐτή. Ἡ ὑποχθόνια ὑπόσταση τῆς Ἰτωνίας ὑποστηρίζεται καὶ ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ τοῦ Στράβωνος ὅτι στὸ ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς, στὴν Κορώνεια τῆς Βοιωτίας, τὸ ὁποῖο ἱδρύθηκε ἀπὸ Θεσσαλοὺς οἱ ὁποῖοι μετανάστευσαν καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Βοιωτία, μαζί μὲ τὴν Ἰτωνία Ἀθηνᾶ λατρευόταν καὶ ὁ ᾋδης.
Γράφει σχετικῶς ὁ Στράβων, στὴν παράγρφο 9, 2, 29: «συγκαθίδρυται δὲ τῇ Ἀθηνᾷ ὁ ᾋδης κατὰ τινα, ὥς φασι, μυστικὴν αἰτίαν».
Ὁ Νικόλαος Παπαχατζῆς, συνεπίκουρος πρὸς τὰ παραπάνω, λέει γιὰ τὴν χθόνια ὑπόσταση τῆς Ἰτωνίας: «Ἡ Ἰτωνία ἦταν ἡ σημαντικότερη προθεσσαλική θεά, πάρεδρος ἀρχικῶς τοῦ θεοῦ τοῦ Κάτω Κόσμου, ἡ ὁποία στὰ ἱστορικὰ χρόνια ἐξελίχθηκε σὲ πολεμικὴ θεά».
Η Ἰτωνία, κατὰ μία ἐκδοχή, θεωροῦνταν, ὅπως προαναφέρθηκε, κόρη τοῦ ᾋδη καὶ κατὰ μία ἄλλη κόρη τοῦ Ἴτωνου, τοῦ γιοῦ τοῦ Ἀμφικτύονα.
Κάποιες ἄλλες ἀπόψεις ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς Θεσσαλίας, τῆς πρωταρχικῆς κοιτίδας τῆς λατρείας τοῦ θεοῦ Ἴτωνου καὶ τῆς θεᾶς Ἰτωνίας, ταυτίζοντας τοὺς προολυμπιακοὺς θεοὺς «Ἴτωνο» καὶ «Ἰτωνία», θεωροῦσαν τὴν Ἰτωνία ὡς τὴν θηλυκὴ ἔκφραση τοῦ Ἴτωνου.
Σὲ κάποιους διαφορετικοὺς μύθους ὁ Ἴτωνος παρουσιάζεται ὡς παιδαγωγὸς τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς καὶ σὲ ἄλλους ὡς πατέρας της. Ὡστόσο, ὁποιαδήποτε ἐκδοχὴ τῆς σχέσης Ἴτωνος καὶ Ἀθηνᾶς καὶ ἄν ἰσχύει, εἴτε ἡ σχέση «παιδαγωγὸς – παιδαγωγούμενη» εἴτε ἡ σχέση «πατέρας – κόρη», ὑποδεικνύεται, σὲ κάθε περίπτωση, ὅτι ὁ Ἴτωνος καὶ ἡ Ἰτωνία ἦταν θεότητες ἀρχαιότερες τῆς Ἀθηνᾶς. Ἦταν «πρότεροι θεοί», προολυμπιακὲς θεὀτητες, οἱ ὁποῖες λατρεύονταν στὴν Ἀχαΐα Φθιώτιδα πρὶν ἐπικρατήσουν οἱ Ὀλύμπιοι Θεοί.
Ὡς παιδαγωγοὶ τῆς Ἀθηνᾶς ἀναφέρονται ἀκόμη ἡ «Ἀφέλεια» καὶ ἡ «Αἰδώς». Ἀπὸ τὸν Ἴτωνο ἡ Ἀθηνᾶ πῆρε τὴν προσωνυμία Ἰτωνία καὶ ἔγινε «Ἰτωνία Ἀθηνᾶ». «Ἰτωνία Ἀθηνᾶ» σημαίνει ὁρμητική, ἐπιθετική, νικηφόρα Ἀθηνᾶ.
Μὲ τὴν Ἀθηνᾶ συνδέεται καὶ μία ἄλλη θεϊκὴ ὀντότητα, ἡ Ἰοδάμα. Ἡ Ἰοδάμα ἀναφέρεται ἄλλες φορές, σὲ σχετικοὺς μύθους, ὡς ἀδελφὴ τῆς Ἀθηνᾶς, κόρη καὶ αὐτὴ τοῦ Ἴτωνος, καὶ ἄλλες φορές, σὲ διαφορετικοὺς μύθους, ὡς ἱέρεια ἡ ὁποία ὑπηρετοῦσε στὸ ναὸ τῆς Ἀθηνᾶς.
Οἱ μυθολογικὲς ἐκδοχὲς στὶς ὁποῖες ἡ Ἀθηνᾶ καὶ ἡ Ἰοδάμα παρουσιάζονται ὡς ἀδελφές, κόρες τοῦ Ἴτωνος, ἀναφέρουν ὅτι, ὕστερα ἀπὸ ἕναν καυγὰ τῶν δύο ἀδελφῶν, ἡ Ἀθηνᾶ σκότωσε τὴν Ἰοδάμα.
Ὁ Ἴτωνος εἶχε δύο κόρες, τὴν Ἀθηνᾶ καὶ τὴν Ἰοδάμα, λέει ὁ σχετικὸς μύθος, οἱ ὁποῖες κάποια στιγμὴ μάλωσαν καὶ ἡ Ἀθηνᾶ σκότωσε τὴν ἀδελφὴ της Ἰοδάμα.
Στὸ «Μέγα Ἐτυμολογικὸ Λεξικὸ» ἀναφέρεται: «Φησὶ δὲ ὁ γενεαλόγος Σιμωνίδης Ἰτώνου θυγατέρας γενέσθαι δύο, Ἀθηνᾶν καὶ Ἰοδάμαν ἅς ἐξηλωκυίας τὴν ὁπλομαχικὴν εἰς ἔριν τὴν εἰς ἀλλήλας χωρῆσαι, ἀναιρεθῆναι τε τὴν Ἰοδάμαν ὑπὸ τῆς Ἀθηνᾶς».
Ὁ θάνατος τῆς Ἰοδάμας, ἐξ αἰτίας τῆς Ἀθηνᾶς, ἀλλὰ μὲ διαφορετικὸ τρόπο, ἀναφέρεται καὶ στὶς μυθολογικὲς ἐκδοχὲς οἱ ὁποῖες παρουσιάζουν τὴν Ἰοδάμα, ὄχι ὡς ἀδελφή, ἀλλὰ ὡς ἱέρεια σὲ ναὸ τῆς Ἀθηνᾶς ὁ ὁποῖος βρισκόταν στὴν Βοιωτία.
Ἡ δεύτερη αὐτὴ ἐκδοχὴ ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Παυσανία στὴν παράγραφο 9, 34, 2 τῶν «Βοιωτιῶν», ὅπου ἀναγράφεται:
«Λέγεται δὲ καὶ τοιόνδε, Ἰοδάμαν ἱερωμένην τῇ θεῷ νύκτωρ ἐς τὸ τέμενος ἐσελθεῖν καὶ αὐτῇ τὴν Ἀθηνᾶν φανῆναι, τῷ χιτῶνι δὲ τῆς θεοῦ τὴν Μεδούσης ἐπεῖναι τῆς Γοργόνος κεφαλήν. Ἰοδάμαν δέ, ὡς εἶδε, γενέσθαι λίθον. Καὶ διὰ τοῦτο ἐπιτιθεῖσα γυνὴ πῦρ ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν ἐπὶ τῆς Ἰοδάμας τὸν βωμὸν ἐς τρὶς ἐπιλέγει τῇ Βοιωτῶν φωνῇ Ἰοδάμαν ζῆν καὶ αἰτεῖν πῦρ».
Δηλαδή: «Ἀναφέρεται καὶ τὸ ἑξῆς: ἡ Ἰοδάμα, ἡ ὁποία ἦταν ἱέρεια τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς, μπῆκε νύχτα στὸ ναὸ καὶ μπροστὰ της παρουσιάστηκε ἡ Ἀθηνᾶ, φορῶντας τὸν χιτῶνα τῆς Μέδουσας μὲ τὸ κεφάλι. Ἡ Ἰοδάμα, μόλις εἶδε αὐτό, ἀπολιθώθηκε. Γι’ αὐτὸ κάθε μέρα μία γυναίκα ἀνάβοντας φωτιὰ στὸ βωμὸ τῆς Ἰοδάμας φωνάζει τρεῖς φορὲς στὴν γλώσσα τῶν Βοιωτῶν: «ἡ Ἰοδάμα ζεῖ καὶ ζητᾶ φωτιά».
Σὲ κάθε περίπτωση, ὡστόσο, εἴτε ἡ Ἰοδάμα ἦταν ἀδελφὴ τῆς Ἀθηνᾶς, εἴτε ἦταν ἱέρεια στὸ ναὸ της, ἡ ἐξόντωσὴ της ὑποδεικνύει ὅτι στὴν περίπτωση τῆς θεοκρασίας «Ἀθηνᾶς – Ἰοδάμας» τελικῶς κυριάρχησε ἡ Ἀθηνᾶ καὶ ἀφομοιώθηκαν μέσα της τὰ ὅποια θεϊκὰ στοιχεῖα ὑπῆρχαν στὴν Ἰοδάμα», ἀκόμα καὶ ὡς ὀνοματικὰ κατάλοιπα. Ἔγινε δηλαδὴ τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἔγινε στὴν θεοκρασία «Ἰτωνίας –Ἀθηνᾶς» στὴν ὁποία κυριάρχησαν τὰ θεϊκὰ στοιχεῖα τῆς Ἰτωνίας καὶ ἐξαφανίστηκαν τὰ στοιχεῖα τῆς Ἀθηνᾶς ἀναγνωριζόμενα μόνο ὡς ὀνοματικὰ κατάλοιπα.
Οἱ Θεσσαλοὶ εἶχαν ἀφιερώσει ἕνα μήνα τοῦ ἡμερολογίου τους στὸν θεὸ Ἴτωνο, τὸν μήνα Ἰτώνιο. Ἡ ὕπαρξη μήνα Ἰτώνιου εἶναι βεβαιωμένη ἀπὸ ἐπιγραφὲς στὶς πόλεις Λάρισα, Γόννοι, Φαλάννα, Φθιώτιδες Θῆβες, Θαυμακοί, Μελιταία, Πύρασος, Κιέριον, Μητρόπολη.
Οἱ Θεσσαλοὶ ἀπεικόνιζαν τὴν Ἰτωνία Ἀθηνὰ στὰ νομίσματὰ τους καὶ ὀργάνωναν εἰδικοὺς ἀγῶνες, τὰ Ἰτώνια, γιὰ νὰ τιμοῦν αὐτὴν καὶ τὸν προκάτοχὸ της «πρότερο» θεὸ Ἴτωνο.
Στὸ «Δώτιον Πεδίον» τῆς Θεσσαλίας πραγματοποιοῦνταν εἰδικοὶ ἀγῶνες πρὸς τιμὴν τῆς θεᾶς Ἰτωνίας, τὰ «Ἰτώνια». Γιὰ τὴν πρόσκληση τῶν ἀθλητῶν στὰ Ἰτώνια στέλνονταν ἀπὸ τοῦς διοργανωτὲς εἰδικοὶ θεωροὶ σὲ ἄλλες πόλεις, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ Καλλίμαχος, στοὺς στίχους 73 -76 τοῦ «Ὕμνος εἰς Δήμητρα», γράφοντας:
«Αἰδόμενοι γονέες· προχανὰ δ᾿ εὑρίσκετο πᾶσα, ἦλθον Ἰτωνιάδος νῦν Ἀθαναίας ἐπ᾿ ἄεθλα Ὀρμενίδαι καλέοντες· ἀπ᾿ ὧν ἠρνήσατο μάτηρ «οὐκ ἔνδον, χθιζὸς γὰρ ἐπὶ Κραννώνα βέβηκε τέλθος ἀπαιτησῶν ἑκατὸν βόας»».
Δηλαδή: «Ἐπειδὴ ντρέπονταν οἱ γονεῖς, πρόβαλλαν προφάσεις. Ἦρθαν οἱ Ὀρμενίδες, γιὰ νὰ τὸν προσκαλέσουν στοὺς ἀγῶνες τῆς Ἰτωνιάδας Ἀθηνᾶς, ἀλλὰ ἡ μητέρα τοῦ ἀρνήθηκε (λέγοντας): «Δεν εἶναι μέσα, πῆγε χθὲς στὴν Κραννώνα νὰ εἰσπράξει κάποιο χρέος ἑκατὸ βοδιῶν»..[2]
Ἡ Ἰτωνία Ἀθηνᾶ ἀπεικονιζόταν σὲ νομίσματα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Πύρρου καὶ τῶν διαδόχων του ἀλλὰ καὶ σὲ νομίσματα τῆς Θεσσαλικῆς Συμμαχίας (κοντὰ στὸ 150 π.Χ.), πάνοπλη καὶ σὲ κάποια ἀπὸ αὐτά, ἕτοιμη νὰ πετάξει τὸ δόρυ της.
Ὁ Παυσανίας ἀναφέρει ὅτι τὸ σύνθημα τῶν Θεσσαλῶν στὴ μάχη μὲ τοὺς Φωκεῖς κατὰ τὸν τρίτο Ἱερὸ Πόλεμο, στὰ μέσα 4ου αἰῶνα π.Χ., ἦταν τὸ ὄνομα τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς: «τὸ γὰρ σύνθημα κατὰ τὰ αὐτὰ ὑπὸ τῶν στρατηγούντων ἐδίδοτο ἐν ταῖς μάχαις Θεσσαλοῖς μὲν Ἀθηνᾶς Ἰτωνίας».[3]
[1] Παραθέτουμε προσωνύμια τῆς Ἀθηνᾶς ποὺ χρησιμοποιοῦνταν σὲ διάφορα μέρη τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου: Ἀβροχίτων, Ἄγαμος, Ἀγαυή, Ἀγελαΐς, Ἀγήνωρ, Ἀγλαότιμος, Ἀγοραία, Ἀγροκύδοιμος, Ἀθηναία, Ἀγέραστος, Ἀδάμαστος, Ἀέρια, Ἀηδὼν, Αἰαντίς, Αἰδοίη, Αἰθυία, Αἰολόμορφος, Ἀκαλανθίς, Ἀκάματος, Ἀκρήδεμνος, Ἀκρία, Ἀλέα, Ἀλαλκομενηΐς, Ἀλήτις, Ἀλιφηραία, Ἀλκήεσσα, Ἀλκιμάχη, Ἀλόχευτος, Ἀμάτωρ, Ἀμβουλία, Ἀνεμώλιος, Ἀνεμώτις, Ἀντιάνειρα, Ἀντροδίαιτος, Ἀνύμφευτος, Ἀξιόποινος, Ἀπατουρία, Ἀπειρώδις, Ἀποργής, Ἀρακυνθιάς, Ἀργεία, Ἀρεία, Ἀριστόβουλη, Ἀσία, Ἀσίδηρος, Ἀσσησία, Ἀτάρβητος, Ἀτρυτώνη, Ἀτθίς, Αὐτόγονος, Ἄχραντος, Βαρύκτυπος, Βασιλεία, Βλοσυρώπις, Βουδεία, Γιγαντοφόντις, Γλαύκη, Γλαυκώπις, Γοργολόφα, Γοργοφόνος, Γοργὼν, Γοργώπις, Δαΐφρων, Δεινή, Διογένης, Δολόμητις, Δορυθαρσής, Ἐρεκύδοιμος, Ἐνδαρθυία, Ἐργάνη, Ἐργοπόνος, Ἐρυθρίς, Ἐρυσίπτολις, Εὐπλόκαμος, Εὐρύστερνος, Ζωστηρία, Ἠλεία, Ἠΰκομος, Θοῦρις, Θρασεία, Ἰθωμία, Ἰθωμιάς, Ἵππεια, Ἱππεία, Ἱππολαίτις, Ἱπποσόος, Ἱστοτέλεια, Ἱστοπόνος, Ἰτωνία, Ἰτωνίς, Καθαρή, Καλλίδιφρος, Κελεύθεια, Κισσαία, Κορία, Κορησία, Κορυφασία, Κραθίς, Κραναία, Κυαναιγίς, Κυδωνία, Κυπαρισσία, Λαοσόος, Λαρισσαία, Λαφρία, Λαφύρα, Ληϊδίη, Ληΐτις, Λιμνάς, Λημνία, Λιβυστίς, Λινδία, Μάγαρσις, Μαγνησία, Μάκαιρα, Μεγάθυμος, Μεγαλῶνυμος, Μενέδουπος, Μενέχαρμος, Μελαναιγίς, Μηχανίτης, Μινωΐς, Μισόνυμφος, Μουνογενής, Νεδουσία, Νίκη, Νικηφόρος, Ξένη, Ογκαίη, Ομβριμόθυμος, Ὀξυδερκής, Ὁπλοχαρίς, Ὁρμάστειρα, Ὀφθαλμίτις, Παιωνία, Παλλάς, Παρθένος, Παρεία, Περίφρων, Περσέπτολις, Πολεμηδόκος, Πολεμοκλόνος, Πολεματόκος, Πολιάς, Πολυλίστη, Πολύολβος, Πολιοῦχος, Πολύβουλος, Πολύμητις, Πότνια, Προμαχόρμα, Προνοία, Πτολίπορθος, Πυλαία, Πυλαίμαχος, Πυλαίτις, Παλληνίς, Σοφή, Σάλπιγξ, Σουνιάς, Συκυωνία, Σκιράς, Σίγα, Σαΐτις, Σεμνή, Ταλαεργός, Τανύκνημις, Τελχινία, Τιθρῶνη, Τολμήεσσα, Τριτογένεια, Τριτωνίς, Υγιεία, Φέρασπις, Φθισίμβροτος, Φιλένθεος, Φιλέριθος, Φιλόμολπος, Φοβεσοστράτη, Φόλοιστρος, Φοινίκη, Φυγόδεμνος, Φυγόλεκτρος, Χαλινίτις, Χαλκίοικος.
[2] Τὸ παρατιθέμενο ἀπόσπασμα ἀναφέρεται στοὺς γονεῖς τοῦ Ἐρυσίχθονα. Ὁ Ἐρυσίχθονας εἶχε καταδικασθεῖ ἀπὸ τὴν θεὰ Δήμητρα γιὰ μία ἀσεβὴ πράξη του στὸ μαρτύριο της διαρκοῦς και ἀθεράπευτης πείνας καὶ δίψας και γι’ αὐτὸ ντρέπονταν οἱ γονεῖς του νὰ τὸν παρουσιάσουν. Περισσότερες πληροφορίες στό: Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος, Ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ στὴν Ἀρχαία Μυθολογία, Έκδοση Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς», Ἁλμυρός, 2010, σελ. 235-249.
[3] Παυσανίας, Φωκικὰ Λοκρῶν Ὀζόλων, 1, 10.