Τὸ «Πρωτεσιλάειο Ἱερὸ» καὶ ὁ Πρωτεσίλαος

                                                         Τὸ Πρωτεσιλάειο Ἱερὸ καὶ ὁ Πρωτεσίλαος

          Ἕνα ἄλλο ἱερὸ στὴν   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ, περίφημο καὶ αὐτὸ καὶ πολὺ σεβαστὸ καὶ εὐρύτερα γνωστό, ἦταν τὸ  «Πρωτεσιλάειο Ἱερό» τῆς Φυλάκης. Τὸ «Πρωτεσιλάειο Ἱερὸ»  ἦταν ἱερὸ ἀφιερωμένο καὶ αὐτὸ σ’ ἕναν «πρότερο» θεό, τὸν προολυμπιακὸ θεὸ Πρωτεσίλαο.

                Τὸ ἱερὸ τοῦ Πρωτεσιλάου τῆς Φυλάκης, τὸ  «Πρωτεσιλάειο Ἱερό», ἦταν ἕνα θρησκευτικὸ κέντρο, στὸ ὁποῖο συγκεντρώνονταν οἱ περίοικοι γιὰ νὰ προσκυνήσουν καὶ νὰ λατρεύσουν τὸν Πρωτεσίλαο, ἀλλὰ καὶ νὰ λάβουν μέρος, κυρίως οἱ νεότεροι,  στοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνες οἱ ὁποῖοι  γίνονταν κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἐορτασμοῦ καὶ τῆς πανηγυρικῆς καὶ λατρευτικῆς αὐτῆς λαΐκῆς σύναξης. Οἱ ἀγῶνες αὐτοὶ ἦταν γυμνικοὶ  ἀγῶνες  καὶ οἱ ἀθλητές, πρὶν λάβουν μέρος  στοὺς ἀγῶνες, ἐπισκέπτονταν καὶ προσκυνοῦσαν στὸ Πρωτεσιλάειο Ἱερὸ ζητῶντας τὴν βοήθεια τοῦ θεοῦ Πρωτεσίλαου.

                  Οἱ προσκυνητὲς καὶ οἱ πανηγυριστὲς καὶ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τῆς Φυλάκης οἱ ὁποῖοι συγκεντρώνονταν στὸ ἱερὸ αὐτὸ πίστευαν ὅτι ὁ Πρωτεσίλαος  εἶχε τὴν  δύναμη νὰ γιατρεύει τὶς  ἀρρώστιες, ἀλλὰ καὶ νὰ βοηθάει τοὺς ἀθλητὲς κατὰ τὴν συμμετοχή τους στοῦς ἀγῶνες..

              Ἀπήχηση τῆς πανάρχαιας λατρείας τοῦ Πρωτεσιλάου στὴ  περιοχὴ  τῆς Φυλάκης ἀντανακλᾶ καὶ  ἡ ἀπεικόνιση τοῦ ἥρωα σὲ νομίσματα τῆς περιοχῆς αὐτῆς.

                 Γιὰ τὸν Πρωτεσίλαο καὶ τὴ λατρεία του στὴ Φυλάκη συντέθηκε καὶ τὸ  παρακάτω ἐπίγραμμα τοῦ Πινδάρου: «Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δ’ ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι».

                  Οἱ εἰδικοὶ  μυθολόγοι πιστεύουν  ὅτι ὁ Πρωτεσίλαος ἦταν ἀρχαία θεσσαλικὴ θεότητα προλυμπιακῆς καὶ τιτανικῆς ὑπόστασης, ἡ ὁποία, μετὰ τὰ Ὁμηρικὰ Έπη ἤ μᾶλλον ἐξ αἰτίας τῶν Ὁμηρικῶν Ἐπῶν, ὑποβιβάστηκε σὲ ἥρωα, ἕναν τοπικὸ βασιλιὰ ὁ ὁποῖος  ἔλαβε μέρος στὸν Τρωικὸ Πόλεμο.

                 Ὁ Ὅμηρος ἀναφέρει σχετικῶς στὴν Ἰλιάδα,  Β΄ 695 -699:  «Οἳ δ” εἶχον Φυλάκην καὶ Πύρασον ἀνθεμόεντα Δήμητρος τέμενος, Ἴτωνὰ τε μητέρα μήλων, ἀγχίαλόν τ” Ἀντρῶνα ἰδὲ Πτελεὸν λεχεποίην, τῶν αὖ Πρωτεσίλαος ἀρήϊος ἡγεμόνευε ζωὸς ἐῶν· τότε δ” ἤδη ἔχεν κάτα γαῖα μέλαινα».

                Αὐτό, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν τελικὴ ἐπικράτηση τῶν ὀλυμπιακῶν θεοτήτων  σὲ βάρος τῆς τιτανικῆς δυναστείας,  εἶχε ὡς συνέπεια νὰ χάσει ὁ Πρωτεσίλαος τὴν πρότερη θεϊκή του ἰδιότητα καὶ νὰ μειωθεῖ    ἡ παλαιότερη ἀκτινοβολία καὶ ἀναγνωρισιμότητά του.

                   Ἐπειδὴ ὅμως οἱ λαϊκὲς θρησκευτικὲς ἀντιλήψεις καὶ πίστεις  ποτὲ δὲν ξεριζώνονται ὁλοκληρωτικῶς  ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ ἀλλὰ παραμένουν, ἔστω καὶ μεταμορφωμένες καὶ μετασχηματισμένες ὡς λαϊκὴ θρησκεία, ὁ «πρότερος» θεὸς Πρωτεσίλαος ἐνσωματώθηκε καὶ ταυτίστηκε ἐν μέρει μὲ τὸν Θεὸ Διόνυσο καὶ τὴν θεὰ Δήμητρα καὶ ἀποδόθηκαν καὶ στὸν μεταποιημένο αὐτόν Πρωτεσίλαο ἰδιότητες τῶν θεῶν αὐτῶν.

                 Ἔτσι ὁ μετουσιωμένος Πρωτεσίλαος  θεωροῦνταν καὶ αὐτὸς προστάτης τῆς ἀμπελοκαλλιέργειας καὶ γενικότερα τῆς γεωργίας. Εἶναι καὶ ἡ περίπτωση αὐτὴ   τοῦ προολυμπιακοῦ θεοῦ Πρωτεσίλαου, ὅπως καὶ πολλὲς ἄλλες παρόμοιες, μία κλασικὴ περίπτωση θεοκρασίας κατὰ τὴν ὁποία μία προολυμπιακὴ θεότητα ἀπορροφήθηκε  ἀπὸ τὴν ἰσχυρότερη καὶ νεότερη θεότητα τοῦ Διόνυσου ἤ καὶ τῆς Δήμητρας.

                Στὸν τάφο τοῦ Πρωτεσιλάου, ὁ ὁποῖος βρισκόταν στὸν Ἐλαιοῦντα τῆς Θράκης,  ἦταν φυτρωμένες φτελιές.  Ἡ φτελιὰ θεωροῦνταν τὸ  ἱερὸ δέντρο τοῦ Πρωτεσιλάου.

                Ὁ Πτελεὸς τοῦ Ἁλμυροῦ ὀφείλει τὴν ὀνομασία του στὸ δέντρο «Πτελεὰ» (Φτελιὰ), ὅπως εἶναι γενικῶς δεκτό, ὄχι ὅμως γιατὶ στὴν   περιοχή  του ὑπῆρχαν πολλὲς φτελιές, ὅπως πολὺ εὔκολα καὶ πρόχειρα ἑρμήνευσαν κάποιοι τὴν προέλευση τῆς ὀνομασίας Πτελεός,  ἀλλὰ γιατί ἡ «πτελεὰ» (φτελιὰ) ἦταν τὸ  ἱερὸ δέντρο τοῦ θεοῦ Πρωτεσιλάου, σὲ συνδυασμὸ ἴσως  καὶ μὲ κάποιες θεραπευτικὲς ἰδιότητες τοῦ δέντρου αὐτοῦ.

                 Ἐξ ἄλλου δὲν ἀνταποκρίνεται καὶ στὴν ὑπάρχουσα σημερινὴ πραγματικότητα ἡ ἄποψη αὐτή. Οὔτε ἡ σημερινὴ κατάσταση οὔτε ἀπὸ τὴν τοπικὴ παράδοση βεβαιώνεται κάποια πληθωρικὴ ὕπαρξη πολλῶν δένδρων τοῦ εἴδους αὐτοῦ στὴν περιοχή, ἔτσι ὥστε  νὰ μπορεῖ    νὰ ὑποστηρίζεται μία τέτοια  ἐτυμολογικὴ ἄποψη. Ἡ πρώτη σφραγίδα τοῦ Πτελεοῦ  εἶχε ὡς ἔμβλημα «Πτελέαν» καὶ «παρ’ αὐτήν ἄντρον».

                    Γιὰ τὸν Πρωτεσίλαο  εἶχε γραφεῖ     ἀπὸ τὸν Ἀντίφιλο τὸν Βυζάντιο τὸ  παρακάτω ἐπίγραμμα:

              «Θεσσαλὲ Πρωτεσίλαε, σὲ μὲν πολὺς ἄδεται αἰὼν Τροίᾳ ὀφειλομένου πτώματος ἀρξάμενον σῶμα δέ τοι πτελέῃσι συνηρεφὲς ἀμφικομεῦσι Νύμφαι ἀπεχθομένης Ἰλίου ἀντιπέρας δένδρεα δυσμήνιτα καί, ἤνποτε τεῖχος ἴδωσι  Τρώιον, αὐαλέαν φυλλοχοοῦντι κόμην ὅσος ἐν ἡρώεσσι τοτ’ ἦν χόλος, οὗ μέρος ἀκμήν ἐχθρόν ἐν ἀψύχοις σώζεται ἀκρεμόσιν».

                  Δηλαδή: «Πρωτεσίλαε Θεσσαλέ, θὰ σ’ ἀνυμνοῦν οἱ αἰῶνες, πρόμαχε, πρῶτο θῦμα ἐσὺ τοῦ πολέμου τῆς Τροίας. Τὸ μνῆμα σου ἰσκιώνουν οἱ φτελιὲς καὶ τὸ  ζώνουν οἱ νύμφες, ἀπέναντι στὶς  μισητὲς ἀκτὲς τοῦ Ἰλίου. Βαρύθυμα τὰ δέντρα τῆς Τροίας θροοῦν βλέποντας τὰ τείχη καὶ ρίχνουν τὰ χλωμά τους φύλλα μὲ ὀδύνη. Μεγάλος θυμὸς συντάραξε τοὺς ἥρωες  ἀφοῦ ἀκόμα δὲν ἔλειψε  ἀπὸ τὰ ἀκρόκλαδα τῶν δέντρων» .

                Τὸν Πρωτεσίλαο τὸν τιμοῦσαν καὶ  στὸν Ἐλαιοῦντα τῆς Θράκης, ὅπου πιστευόταν ὅτι  βρισκόταν ὁ τάφος του καὶ ὅπου οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς εἶχαν χτίσει Πρωτεσιλάειο Ἱερό. Στὸν Ἐλαιοῦντα  λάτρευαν τὸν Πρωτεσίλαο ὡς προστάτη τῆς δεντροκομίας,  τῆς μελισσοκομίας καὶ τῆς ἀμπελουργίας. Οἱ περίοικοι κάτοικοι στὸν τάφο τοῦ Πρωτεσιλάου πρόσφεραν σταφύλια καὶ ἄλλους καρποὺς καὶ τὴν ἄνοιξη πρόσφεραν γάλα.

                  Στὸν τάφο του φύτρωναν φτελιές. Οἱ φτελιὲς τοῦ Πρωτεσιλάειου Ἱεροῦ τοῦ Ἐλαιοῦντα θεωροῦνταν  ἀθάνατες. Μεγάλωναν τόσο πολὺ  ὥστε   ἔφταναν στὸ σημεῖο οἱ κορυφὲς τους νὰ ἀντικρίζουν τὴν Τροία.  Ὅταν ὅμως ἔφταναν σ’ αὐτὸ τὸ  ὕψος νὰ ἀντικρίσουν τὴν Τροία οἱ φτελιὲς αὐτὲς ξηραίνονταν. Ἔτσι  θύμιζαν τὸν θάνατο τοῦ Πρωτεσιλάου ὁ ὁποῖος πέθανε μόλις πάτησε τὸ πόδι του στὴν Τρία. Ἀπὸ τὶς  ρίζες τους ὅμως φύτρωναν νέα παραβλάσταρα ποὺ  πάλι μεγάλωνων μέχρι οἱ κορυφἐς τους νὰ ἀντικρίσουν καὶ τὴν Τροία.

                 Τὸ Πρωτεσιλάειο τοῦ Ἐλαιοῦντα βρισκόταν σ’ ἕνα ψηλὸ λόφο  ἀπὸ τὸν ὁποῖο φαινόταν ἡ Τροία.  Τὸ ἱερὸ αὐτὸ συλήθηκε  ἀπὸ τὸν πέρση Ἀρταΰκτη τὸ  480 π.Χ. Δύο χρόνια ἀργότερα, τὸ  478 π.Χ. ὁ Ἀρταΰκτης τιμωρήθηκε σκληρὰ  ἀπὸ τὸν Ἀθηναῖο στρατηγὸ Ξάνθιππο. Καταδικάστηκε νὰ σταυρωθεῖ    ζωντανὸς ἀφοῦ προηγουμένως εἶδε μπροστὰ του τὸν γιό του νὰ πεθαίνει  ἀπὸ ἀνελέητο λιθοβολισμό.

                 Ἀναφέρεται ὅτι ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ὅταν ξεκίνησε γιὰ τὴν ἐκστρατεία του ἐναντίον τῶν Περσῶν σταμάτησε καὶ προσκύνησε στὸν τάφο τοῦ Πρωτεσιλάου, ὅπως  ἀναφέρει ὁ Ἀρριανὸς  στὴν «Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασιν», παράγραφος 1,  115: «ἐκεῖθεν δὲ διὰ τῆς Παιτικῆς ἐπὶ τὸν Μέλανα ποταμὸν ἔρχεται. διαβὰς δὲ καὶ τὸν Μέλανα ἐς Σηστὸν ἀφικνεῖται ἐν εἴκοσι ταῖς πάσαις ἡμέραις ἀπὸ τῆς οἴκοθεν ἐξορμήσεως. ἐλθὼν δὲ ἐς Ἐλαιοῦντα θύει Πρωτεσιλάῳ ἐπὶ τῷ τάφῳ τοῦ Πρωτεσιλάου, ὅτι καὶ Πρωτεσίλαος πρῶτος ἐδόκει ἐκβῆναι ἐς τὴν Ἀσίαν τῶν Ἑλλήνων τῶν ἅμα Ἀγαμέμνονι ἐς Ἴλιον στρατευσάντων. καὶ ὁ νοῦς τῆς θυσίας ἦν ἐπιτυχεστέραν οἷ γενέσθαι ἢ Πρωτεσιλάῳ τὴν ἀπόβασιν».