Οἱ ἀγωνιστὲς οἱ ὁποῖοι εἶχαν συγκεντρωθεῖ στὴν Βρύναινα καὶ ἔλαβαν μέρος στὴν δοξολογία καὶ στὴν κήρυξη τῆς ἔναρξης τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνα, ἀποφάσισαν, σὲ πρώτη φάση, νὰ καταλάβουν τὸ Κάτω Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, τὸ ὁποῖο κατεῖχαν ὀχυρωμένοι σ’ αὐτὸ 50 Ὀθωμανοί. Ἦταν ἡ τουρκικὴ στρατιωτικὴ μονάδα ἡ ὁποία εἶχε ἕδρα τὴν Βρύναινα τὸν προηγούμενο χρόνο 1877, ὅπως ἀνέφερε ὁ Δἠμαρχος Πτελεατῶν Γενναῖος Σκούρας σὲ ἀναφορά του, τὴν ὁποία παρουσιάσαμε σὲ προηγούμενες σελίδες.
Στὴν σύσκεψη τῶν καπεταναίων τῆς Βρύναινας ἀποφασίστηκε ἡ κατάληψη τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ ρίφθηκε ἡ ἰδέα νὰ γίνει ἀκόμα καὶ ἡ ἀνατίναξή του σε περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία ἡ κατάληψή του δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθεῖ διαφορετικά. Ἡ ἰδέα αὐτὴ, ὡστόσο, ἀπορρίφθηκε ἀμέσως. Ὁ πολιτικὸς ἀρχηγὸς τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ Δ. Οἰκονομίδης εἶπε ὅτι ἕνα τέτοιο ἱστορικὸ καὶ θρησκευτικὸ καὶ μνημεῖο, ὅπως τὸ Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ καταστραφεῖ γιὰ 50 Ὀθωμανούς.
Τὴν ἑπόμενη μέρα οἱ ἀγωνιστὲς τῆς Βρύναινας, χωρισμένοι σὲ ὁμάδες, κάθε μία μὲ τὸν ἀρχηγό της, πολιόρκησαν τὸ Μοναστῆρι καταλαμβάνοντας τὶς γύρω ὀχυρές θέσεις.
Στὶς 1 μ. μ. τῆς 17 Ἰανουαρίου 1878 περίπου 300 Γκέγκηδες, προερχόμενοι ἀπὸ τὸν Ἁλμυρό, ἔφθασαν γιὰ ἐνίσχυση τῶν πολιορκημένων Τούρκων, κατόρθωσαν καὶ μπῆκαν στὸ Μοναστῆρι, καὶ ὀχυρώθηκαν καὶ αὐτοὶ στὸ Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Ἔτσι οἱ ὁχυρωμένοι στὸ Μοναστῆρι ἦταν πλέον 350 Τοῦρκοι καὶ ἀπὸ ἀπειλούμενοι πολιορκημένοι ἄρχισαν πλέον καὶ ἀπειλοῦσαν ὅτι θὰ ἐξορμήσουν νὰ καταστρέψουν τὴν Βρύναινα.
Τὴν ἑπόμενη μέρα, 18 Ἰανουαρίου, ἕνα νέο σῶμα Γκέκηδων, 500 – 600 περίπου ἀνδρῶν, ἔφθασε ἀπὸ τὸν Ἁλμυρὸ στὸν χῶρο τοῦ Κάτω Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Οἱ Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι κρατοῦσαν θέσεις γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστῆρι, συγκρούστηκαν μαζί τους γιὰ νὰ ἐμποδίσουν τὴν ἕνωσή τους μὲ τὶς τουρκικὲς δυνάμεις ποὺ βρίσκονταν μέσα στὸ Μοναστῆρι, σὲ πολλὲς μάχες γύρω ἀπὸ αὐτό. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νικηφόρο μὲν γιὰ τοὺς Ἕλληνες ἀλλὰ τελικῶς οἱ Γκέκηδες, ἀφοῦ ἄφησαν περὶ τοὺς 100 νεκροὺς μεταξύ τῶν ὁποίων καὶ ἀρκετοὺς ἀξιωματούχους, κατέφυγαν πανικόβλητοι καὶ κλείστηκαν ὀργισμένοι στὸ Μοναστῆρι.
Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ μανία τους, ὥστε, ἀμέσως μετὰ τὴν εἴσοδό τους, ὁ γιὸς τοῦ Ἀβδουραχμὰν Ἀγᾶ, τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν Γκέγκηδων αὐτῶν, ὅρμησε νὰ σφάξει τὸν ἡγούμενο τοῦ Μοναστηριοῦ Γαβριήλ. Ἐμποδίστηκε τὴν τελευταία στιγμὴ ἀπὸ τὸν Τοῦρκο φρούραρχο τοῦ Μοναστηριοῦ ταγματάρχη Μουσταφὰ Μπίμπας.
Ἔτσι οἱ ὀχυρωμένοι στὸ Μοναστῆρι Τοῦρκοι, μετὰ καὶ τὴν ἐνίσχυση αὐτή, ἦταν περίπου χίλιοι, ἐνῶ οἱ Ἕλληνες ἦταν μόλις τριακόσιοι διότι, στὸ μεταξύ, ὁ δήμαρχος τῆς Σούρπης Γενναῖος Σκούρας, ὁ γιατρὸς Δεσποτόπουλος καὶ ὁ Δῆμος Κωστούλας, μὲ τοὺς δικούς του ὁ καθένας πολεμιστὲς ἐγκατέλειψαν τὸ πεδίο τῆς μάχης καὶ κατέφυγαν στὴν πατρίδα τους, τὴν ἐλεύθερη Σούρπη.
Σὲ σύσκεψη τῶν Ἑλλήνων ὁπλαρχηγῶν ἀποφασίστηκε νὰ λύσουν τὴν πολιορκία τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ νὰ ὀχυρωθοῦν σὲ ἀσφαλέστερη θέση προκειμένου νὰ συγκρουσθοῦν μὲ τοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι, ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο, ἔπειτα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐνίσχυσή τους καὶ τὴν ἀριθμητικὴ ὑπεροχή τους, θὰ πραγματοποιοῦσαν ἔξοδο ἀπὸ τὸ Μοναστῆρι καἰ ἐπίθεση κατὰ τῶν πολιορκητῶν τους.
Οἱ Ἕλληνες ἐγκατέλειψαν τὶς θέσεις τους καὶ κατευθύνθηκαν πρὸς τὴν Βρύναινα σκοπεύοντας νὰ καταφύγουν τελικῶς στοὺς Κοκκωτούς.
Τὸ πρωὶ τῆς ἑπόμενης μέρας, 19 Ἰανουαρίου, καὶ ἐνῶ ἑτοιμάζονταν νὰ μεταβοῦν στοὺς Κοκκωτοὺς εἶδαν νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὴν Σούρπη πρὸς ἐνίσχυσή τους μία ὁμάδα 80 περίπου στρατιωτῶν τοῦ τακτικοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ.
Ποιοὶ ἦταν αὐτοί;
Ὅπως εἶναι γνωστό, λίγο μετὰ τὴν εἴσοδο στὴν Θεσσαλία τῶν τακτικῶν ἑλληνικῶν στρατευμάτων καὶ ἐνῶ ἤδη εἶχαν ἀρχίσει οἱ πρῶτες συγκρούσεις τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ μὲ τοὺς Τούρκους καὶ ὑπῆρξαν οἱ πρῶτες νίκες καὶ εἶχε ἀρχισει ἡ ἀποχώρηση τῶν Τούρκων, στάλθηκε διαταγὴ πρὸς τὸν ἀρχηγὸ τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ Σκαρλάτο Σοῦτσο νὰ ἐπιστρέψουν τὰ ἑλληνικὰ στρατεύματα στὴν Ἑλλάδα.
Ἡ ἀπρόσμενη αὐτὴ διαταγὴ ἀναστάτωσε ὅλους τοὺς καπεταναίους τῶν ἀτάκτων ἑλληνικῶν μπουλουκιῶν ἀλλὰ καὶ πολλοὺς ἀξιωματικοῦς τοῦ τακτικοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ ποὺ διατάσσονταν νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν ἀγῶνα .Πολλοὶ ἀρνήθηκαν νὰ ὑπακούσουν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα. Λιποτάκτησαν καὶ παρέμειναν νὰ ἀγωνιστοῦν μαζὶ μὲ τὰ «ἄτακτα στρατεύματα», ὅπως χαρακτηρίζονταν οἱ ἐλεύθεροι ἐθελοντὲς ἀγωνιστές. Αὐτοὶ χαρακτηρίστηκαν λιποτάκτες.
Αὐτοὶ οἱ «λιποτάκτες», στέλνοντας τὴν ἀπάντησή τους πρὸς τὸν Σκαρλάτο Σοῦτσο, διακήρυξαν μεταξὺ ἄλλων: «Θὰ μείνωμεν, ἵνα κατὰ δύναμιν προστατεύσωμεν τους κατοίκους της Θεσσαλίας κατὰ τῶν ἐξαγριωθεισῶν μουσουλμανικῶν ὀρδῶν, μέχρις οὗ ἐν εὐρωπαϊκῷ συνεδρίῳ διατεθῇ ἡ τύχη τῶν δούλων ἡμῶν ἀδελφῶν. Θέλομεν δὲ εὐπειθῶς προσέλθῃ εἰς τὰς ἡμετέρας ἀρχὰς πρόθυμοι νὰ ὑποστῶμεν οἱανδήποτε ἐπιβληθησομένην ποινήν».
Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀξιωματικοὺς «λιποτάκτες» ἦταν καὶ ὁ Κ. Φιλιώτης, διοικητὴς μιᾶς ὁμάδας στρατιωτῶν τοῦ 2ου λόχου τοῦ 2ου συντάγματος, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀκολούθησαν ἐθελοντικῶς ἀποφασισμένοι νὰ συμπαραταχθοῦν καὶ νὰ ἀγωνισθοῦν στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ. Φτάνοντας στὴν Σούρπη πληροφορήθηκαν ὅσα γίνονταν στὸ Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καὶ ξεκίνησαν νὰ λάβουν μέρος στὸν ἀγῶνα αὐτόν. Αὐτοὶ ἦταν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔρχονταν νὰ ἐνισχύσουν τοὺς ἀγωνιστὲς στὴν περιοχὴ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶ.
Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀπροσδόκητη ἐνίσχυση οἱ ὁπλαρχηγοὶ ἄλλαξαν τὰ σχέδιά τους καὶ ἀντὶ νὰ βαδίσουν πρὸς τοὺς Κοκκωτοὺς ἐπέστρεψαν στὸν χῶρο γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστῆρι ἀποφασισμένοι νὰ ἐπιδιώξουν τὸν ἀρχικό τους σκοπὸ καὶ νὰ ἀναγκάσουν τοὺς Τούρκους νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ Μοναστῆρι.
Στὸ μεταξύ, κατὰ τὸ διάστημα κατὰ τὸ ὁποῖο οἱ Ἕλληνες εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ Μοναστῆρι, οἱ Τοῦρκοι εἶχαν βγεῖ ἀπὸ αὐτὸ ἀποφασισμένοι ἀπὸ πολιορκημένοι καὶ ἀμυνόμενοι νὰ βαδίσουν ἐναντίον των Ἑλλήνων. Βλέποντας ὅμως τοὺς Ἕλληνες νὰ ἔρχονται ἀπὸ τὴν Βρύναινα πρὸς τὸ Μοναστῆρι ὀχυρώθηκαν ἔξω ἀπὸ αὐτὸ προκειμένου νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσουν.
Ἔτσι ἄρχισε ἡ δεύτερη μάχη γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Ἡ μάχη ἦταν πεισματώδης καὶ νικηφόρα τελικῶς γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Οἱ Τοῦρκοι πανικόβλητοι ἐμπρὸς στὴν ὁρμητικὴ ἐπίθεση τῶν Ἑλλήνων ἔσπευσαν νὰ κλειστοῦν καὶ πάλι στὸ Μοναστῆρι ἀφήνοντας πίσω τους δεκάδες νεκρῶν καὶ πετῶντας ὅπλα, ξίφη, μανδύες καὶ ὅ,τι ἄλλο δυσκόλευε τὴν διαφυγή τους.
Ἡ μόνη σκέψη ἡ ὁποία κυριαρχοῦσε πλέον στοὺς πανικόβλητους καὶ κλεισμένους στὸ Μοναστῆρι Τούρκους μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἦταν ἡ ὅσο τὸ δυνατὸν ἀσφαλέστερη καὶ μὲ λιγότερα θύματα διαφυγή τους ἀπὸ τὸ Μοναστῆρι καὶ ἡ ἐπιστροφή τους στὸν Ἁλμυρό.
Σύμφωνα μὲ κατοπινὲς ὁμολογίες τῶν μοναχῶν κάποιοι Τοῦρκοι, τόσο φοβισμένοι ἦταν ὥστε, ἄν καὶ μωαμεθανοί. γονάτιζαν μπροστὰ στὶς εἰκόνες τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καὶ τῶν ἁγίων τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς λυπηθοῦν καὶ νὰ τοὺς γλιτώσουν ἀπὸ τὸν θάνατο.
Τὴν ἡμέρα ἐκείνη καὶ ὅλο τὸ βράδυ ἔπεφτε καταρρακτώδης βροχή. Οἱ ὁμάδες τοῦ Βελέντζα καὶ τοῦ Ζούρκου κατέφυγαν στὸν γειτονικὸ λόφο «Καστράκι», στὴν θέση τοῦ σημερινοῦ γυνακείου Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Οἱ Σουρπιῶτες ὁπλαρχηγοὶ εἶχαν ἤδη ἀπομακρυνθεῖ.
Ἔτσι οἱ Τοῦρκοι στὴν πραγματικότητα δὲν ἦταν πολιορκημένοι καὶ θὰ μποροῦσαν νὰ διαφύγουν ἀσφαλεῖς, ἔστω καὶ ὑπὸ βροχή. Δὲν γνώριζαν ὅμως τὴν κατάσταση ἡ ὁποία ἐπικρατοῦσε ἔξω ἀπὸ τὸ καταφύγιό τους καὶ στὸν παραμικρὸ θόρυβο, σὲ κάθε ἀπόπειρα διαφυγῆς τους, γύριζαν πίσω πανικόβλητοι, ἀναφέρουν κάποιοι καταγραφὶς τῶν ἱστορικῶν αὐτῶν γογονότων. Τέλος, παρὰ τὶς δυσκολίες καὶ τοὺς φόβους τους, μὴν ἔχοντας ἄλλη λύση, ἀποφάσισαν νὰ διαφύγουν παίρνοντας μαζί τους καὶ τοὺς 32 τραυματίες τους, ὅποιες καὶ ὅσες δυσκολίες καὶ ἄν συναντοῦσαν. Κάποιοι στὴν φυγή τους ἀποπειράθηκαν νὰ σφάξουν προηγουμένως τοὺς ὀκτὼ μοναχούς. Τοὺς ἐμπόδισε ὅμως καὶ πάλι ὁ Μουσταφὰ Μπίμπας, ταγματάρχης τοῦ τακτικοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ τοῦ Ἁλμυροῦ, καὶ γιὰ νὰ εἶναι σίγουρος ὅτι θὰ σωθεῖ ὁ ἡγούμενος καὶ οἱ μοναχοὶ παρέμεινε στὸ Μοναστῆρι μέχρι νὰ ἀπομακρυνθοῦν ὅλοι καὶ τότε διέφυγε και αὐτὸς τελευταῖος.
Ἡ διαφυγὴ τῶν Τούρκων ἀπὸ τὸ Μοναστῆρι, παρὰ τὸ ὅτι δὲν συνάντησαν ἔνοπλη ἀντίσταση ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, ἦταν περιπετειώδης καὶ μὲ πολλὲς ἀπώλειες. Γιὰ τὴν διαφυγή τους ἀκολούθησαν δύσβατα καὶ ἐπικίνδυνα μονοπάτια καὶ πολλοὶ χάθηκαν. Περὶ τοὺς δεκαπέντε πνίγηκαν στὰ ὁρμητικὰ νερὰ τοῦ Ξηριᾶ, λίγο πρὶν μποῦν στὸν Ἁλμυρό.
«Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ οἱ ὁπλαχηγοὶ τοῦ Ἁλμυροῦ, μὴν γνωρίζοντας ὅτι οἱ Τοῦρκοι εἶχαν διαφύγει, πλησίαζαν στὸ Μοναστῆρι προσεκτικὰ καὶ διστακτικά. Ξαφνικὰ καὶ ἐνῶ εἶχαν φτάσει ἀνενόχλητοι, πενῆντα περίπου μέτρα πρὶν τὴν κεντρικὴ εἴσοδο τοῦ Μοναστηριοῦ, εἶδαν νὰ ἀνοίγει ἡ πόρτα καὶ νὰ παρουσιάζεται ὁ ἡγούμενος κρατῶντας τὸ Εὐαγγέλιο στὰ χέρια του μὲ τοὺς μοναχοὺς τριγύρω του νὰ τοὺς ὑποδέχονται πανηγυρίζοντας».
Ἔτσι, ὅπως ἡ παραπάνω ἐντὸς εἰσαγωγικῶν παράγραφος, ἀναφέρουν τὰ γεγονότα οὶ συγγραφεῖς οἱ ὁποῖοι ἀσχολήθηκαν μέχρι τώρα μὲ τὸ θέμα αὐτό, συμπληρώνοντας τὰ δημιουργούμενα κενὰ μὲ προσωπικές τους φανταστικὲς συμπληρώσεις καὶ ὡραιοποιημένες, μυθιστορηματικῆς μορφῆς ἀναφορές, ὅπως ὅτι οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ Ἁλμυροῦ, οἱ ὁποῖοι μποροῦσαν νὰ ἀντιληφθοῦν καὶ τοῦ πουλιοῦ ἀκόμη τὸ πέταγμα, δὲν ἀντιλήφθηκαν χίλιους περίπου Τούρκους, κουβαλῶντας καὶ τραυματίες μαζί τους, νὰ φεύγουν ἀπὸ τὸ Μοναστῆρι ἀπαρατήρητοι καὶ ὅτι τὸ πρωὶ ἀγνοῶντας τὶ εἶχε συμβεῖ, μὴν ἔχοντας ἀντιληφθεῖ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸ Μοναστῆρι καὶ τὴν διαφυγή χιλίων στρατιωτῶν, πλησίαζαν διστακτικοὶ καὶ προβληματισμένοι στὸ Μοναστῆρι καὶ ξαφνιάστηκαν βλέποντας τοὺς μοναχοὺς μὲ τὸ Εὐαγγέλιο στὰ χέρια νὰ τοὺς ὑποδέχονται πανηγυρικά καὶ ἄλλα δυσεξήγητα ὅπως ἡ φυγὴ καὶ ἡ «προδοτικὴ» ἐγκατάλειψη τοῦ ἀγῶνα, τὴν κρίσιμη ὥρα τῆς βεβαίας νἰκης, ἐκ μέρους τῶν Σουρπιωτῶν καπεταναίων.
Τὰ παραπάνω εἶναι φαντασιώσεις καὶ ρωμαντικὲς συμπληρώσεις κενῶν. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὅλα ἔγιναν μὲ κοινὴ συμφωνία Ἑλλήνων καὶ Τούρκων. Καὶ ἡ συμφωνία αὐτὴ, Τούρκων πολιορκημένων καὶ ἑλλήνων πολιορκητῶν, ἦταν μία λύση συμφέρουσα καὶ γιὰ τὰ δύο μέρη. Ἐλευθερωνόταν τὸ Μοναστῆρι, ὅπως ἦταν ἡ ἐπιθυμία καὶ ὁ τελικὸς σκοπὸς τῶν Ἑλλήνων καὶ οἱ Τοῦρκοι διέφευγαν στὸν Ἁλμυρό, σῶοι καῖ ἀβλαβεῖς ὅπως ἦταν ἠ βασική τους ἐπιδίωξη.
Ἀναφορὰ στὰ γεγονότα αὐτὰ κάνει καὶ ὁ Ἁλμυριώτης Δημήτριος Ν. Σεφτελῆς, αὐτόπτης μάρτυρας, στὰ ἀπομνημονεύματά του, τὰ ὁποῖα ὑπάρχουν στὸ ἀρχεῖο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ.
Στὰ ἀπομνημονεύματά του αὐτὰ ὀ Δημήτριος Ν. Σεφτελῆς ἐκφράζει ὡς τὴν μόνη πολὺ πιθανὴ καὶ λογικοφανῆ ἄποψη γιὰ τὸ περίεργο καὶ δυσεξήγητο γεγονὸς τῆς διαφυγῆς τῶν Τούρκων ἀπὸ τὸ Μοναστῆρι χωρὶς νὰ γίνουν ἀντιληπτοί, ὅτι οἱ πολιορκητὲς τοῦ Μοναστηριοῦ, γνωρίζοντας τὴν ἀπελπιστικὴ κατάσταση τῶν πολιορκημένων καὶ τὴν ἀμετάκλητη ἀπόφασή τους νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ Μοναστῆρι, ὕστερα ἀπὸ συνεννόηση τοῦ Βελέντζα μὲ τοὺς μοναχούς, ἀπομακρύνθηκαν σκοπίμως γιὰ νὰ διευκολύνουν τὴν διαφυγὴ τῶν Τούρκων καὶ ἔτσι, χωρὶς θυσίες νὰ πετύχουν τὸν κύριο σκοπό τους, τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Μοναστηριοῦ.
Ἔτσι γίνεται κατανοητὸ τὸ πῶς διέφυγαν οἱ Τοῦρκοι χωρὶς νὰ γίνουν ἀντιληπτοὶ ἀπὸ τὶς ὁμάδες τοῦ Βελέντζα καὶ τοῦ Ζούρκου, οἱ ὁποῖες βρίσκονταν τόσο πλησίον, στὸν λόφο «Καστράκι». Δὲν κατέφυγαν στὸ «Καστράκι» γιὰ νὰ προφυλαχτοῦν ἀπὸ τὴν βροχή, ὅπως μᾶλλον ἐπιπολαίως ἀναφέρουν ὅλοι οἱ συγγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ θέμα, δίνοντας προσωπικὴ ἑρμηνεία. Ἀπομακρύνθηκαν σὲ ἀπόσταση ἀσφαλείας ἀπὸ τὸ Μοναστῆρι γιὰ νὰ διαφύγουν ἀνενόχλητοι οἱ Τοῦρκοι, ἔπειτα ἀπὸ εἰδικὴ συμφωνία πολιορκημένων καὶ πολιορκητῶν.
Ἕτσι ἐξηγεῖται καὶ ἡ ἀνεξήγητος καὶ ἀδικαιολόγητους ἀπὸ ἄλλους λόγους ἀπομάκρυνση τῶν Σουρπιωτῶν καπεταναίων ἀπὸ τὸ πεδίο τῆς μάχης κατὰ τὴν πιὸ κρίσιμη στιγμὴ τοῦ ἀγῶνα καὶ ἐνῶ ἦταν βέβαιο τὸ αἴσιο ἀποτέλεσμά του γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Δὲν ὀφειλόταν, λοιπόν, ἡ φυγὴ αὐτὴ οὔτε σὲ προδοσία τοῦ ἀγῶνα, οὔτε σὲ διαφωνία μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων καπεταναίων, ὅπως ἀπερισκέπτως ἔδωσαν τὴν προσωπική τους ἑρμηνεία στὸ γεγονὸς αὐτὸ κάποιοι συγγραφεῖς.
Στὰ ἀπομνημονεύματά του γράφει ὁ Δημήτριος Ν. Σεφτελῆς:
«Ἐκραγείσης τῆς Ἐπαναστάσεως τὸν Ἰανουάριον τοῦ 1878, τὴν 16ην ἰδίου μηνὸς καὶ ἔτους, δηλ. τὴν παραμονὴν τῆς τελουμένης πανηγύρεως Ἁγίου Ἀντωνίου καὶ Ἁγίου Ἀθανασίου, ἤλθομεν μετ’ ἄλλων συμμαθητῶν μου ἐδῶ (Πλάτανον) ἀλλὰ συναφθείσης τῆς μεγάλης μάχης τὴν 18ην ἰδίου μηνὸς εἰς Μονὴν Ξενιᾶς τῶν ἐπαναστατῶν μετὰ τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ καὶ Γκέκηδων, ἔνθα ἐνικήθησαν οἱ Τοῦρκοι καὶ Γκέκηδες καὶ οἱ ὁποῖοι, ὡς ἐκ θαύματος τῆς Παναγίας, ἐσώθησαν ἕνεκεν μεγάλης βροχῆς, ἡ ὁποία ἦτο ἡ σωτηρία τῆς αἱχμαλωσίας αὐτῶν καὶ ἡ σωτηρία τοῦ Μοναστηρίου καὶ τῶν καλογήρων, διότι πολιορκηθέντες εἰς τὸ Μοναστήριον καὶ βλέποντες τὸν ἔσχατον κίνδυνον, ἀποφάσισαν νὰ σφάξωσι τοὺς καλογήρους καὶ νὰ καύσωσι τὸ Μοναστήριον, διότι μετὰ τῶν ἐπαναστατῶν ἦτο καὶ ὁ καλόγηρος Ἀγαθάγγελος, ἀλλ’ ἕνεκεν τῆς βροχῆς ἔφυγον οἱ ἐπαναστάτες εἰς Βρύναιναν ἤ ἴσως κατόπιν συνεννοήσεως τῶν καλογήρων μετὰ τοῦ ἀρχηγοῦ Βελέντζα καὶ τοιουτοτρόπως ἔφυγεν ὁ τουρκικὸς στρατὸς καὶ οἱ Γκέκηδες, οἵτινες ἐκατώκουν τότε εἰς λόχον ἐδῶ, οἱ δὲ λοιποὶ ὡς καὶ ὁ Πασᾶς Ἀπτουραχμάναγας εἰς Ἁλμυρόν, οἱ δὲ ἐπαναστάται ἐνθαρρυνθέντες ἤρχισαν νὰ συνεννοοῦνται μεταξὺ τῶν καλλιτέρων τοῦ χωρίου πότε καὶ πῶς νὰ εἰσέλθωσιν εἰς τὸ χωρίον καὶ δι’ ἀλληλογραφίας ἐζήτουν οἱ πρόκριτοι πληροφορίας παρὰ τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν ἐπαναστατῶν Δ. Οἰκονομίδη καὶ Θρασύβουλου Βελέντζα, ἄν ἡ ἐπανάστασις εἶναι ἐν συναινέσει τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως ἤ ὄχι καὶ πολλὰ ἄλλα, πολλοὶ δὲ μάλιστα ἔφυγαν καὶ ἑνώθησαν μετὰ τῶν ἐπαναστατῶν καὶ οὕτω ἐκηρύχθη πλέον ἡ ἐπανάστασις καὶ ἐγὼ καὶ οἱ συμμαθηταί μου δὲν ξαναμετέβημεν εἰς τὸ Σχολεῖον».
Ὅποια καὶ ἄν εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὡστόσο, τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι ἐλευθερώθηκε τὸ Μοναστῆρι καὶ οἱ Ἕλληνες ὁπλαρχηγοὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν περιοχή του σκοπεύοντας νὰ συνεχίσουν τὶς ἐπιχειρήσεις τους καὶ νὰ ἐλευθερώσουν στὴν συνέχεια τὸν Πλάτανο.
Στὶς 2 Φεβρουαρίου 1878, σὲ σύσκεψη ἡ ὁποία ἔγινε στὰ Κελέρια μεταξὺ τῶν ὁπλαρχηγῶν Θρασυβούλου Βελέντζα, Ἀχιλλέα Βελέντζα, Κυριακίδη, Μήτσα, Νικολαΐδη, Λελούδα, Ζήκου καὶ Ζούρκα ἀποφασίστηκε νὰ ἐπιτεθοῦν καὶ νὰ καταλάβουν τὸν Πλάτανο.
Στὶς 3 Φεβρουαρίου οἱ ὁπλαρχηγοὶ αὐτοί, μὲ τοὺς 650 περίπου συνολικῶς πολεμιστές τους, ἔπιασαν διάφορες θέσεις γύρω ἀπὸ τὸν Πλάτανο σχεδιάζοντας νὰ ἐπιτεθοῦν καὶ νὰ τὸν κυριεύσουν ἀλλὰ συγχρόνως καὶ νὰ ἐμποδίσουν νὰ εἰσέλθουν σ’ αὐτὸν ἐνισχύσεις, οἱ ὁποῖες, ὅπως ἦταν βέβαιο, θὰ ἔρχονταν ἀπὸ τοὺς Τούρκους τοῦ Ἁλμυροῦ.
Ὁ Θρασύβουλος Βελέντζας μὲ τοὺς πολεμιστὲς του προχώρησε καὶ μπῆκε μέσα στὸν Πλάτανο καὶ πολεμῶντας ἀνάγκασε νὰ κλειστοῦν σὲ μερικὰ καλῶς ὀχυρωμένα σπίτια ὅλους τοὺς Τούρκους οἱ ὁποῖοι ὑπῆρχαν σ’ αὐτόν.
Ὕστερα ὅμως ἀπὸ λίγες ὧρες ἔφθασαν ἀπὸ τὸν Ἁλμυρὸ περίπου 2.500 Τοῦρκοι γιὰ ἐνίσχυση τῶν πολιορκημένων συμπολεμιστῶν τους. Οἱ Ἕλληνες, τόσο οἱ πολεμιστὲς τοῦ Βελέντζα, οἱ ὁποῖοι βρίσκονταν ἤδη μέσα στὸν Πλάτανο, ὅσο καὶ τῶν ἄλλων ὁπλαρχηγῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταλάβει διάφορες θέσεις τριγύρω, ἐπιτέθηκαν ἐναντίον τους.
Μετὰ ἀπὸ διάφορες συμπλοκὲς ἕνα μικρὸ τμῆμα τῶν 2.500 Τούρκων κατόρθωσε καὶ μπῆκε στὸν Πλάτανο. Ἀκολούθησε σκληρότερη καὶ πεισματώδης μάχη μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν Πλάτανο κατὰ τὴν ὁποία οἱ Ἕλληνες, ἄν καὶ πολὺ λιγότεροι ἀριθμητικῶς, ἀποδείχτηκαν νικητὲς καὶ οἱ ὑπόλοιποι Τοῦρκοι ἀναγκάστηκαν νὰ ἀποχωρήσουν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν ἄπρακτοι στὸν Ἁλμυρὸ ἀφήνοντας πίσω τους 180 νεκρούς.
Τὴν ἑπόμενη μέρα, 4 Φεβρουαρίου, οἱ Τοῦρκοι ἐπιτέθηκαν καὶ πάλι ἀπὸ τὸν Ἁλμυρὸ ἐναντίον τῶν πολιορκητῶν τοῦ Πλατάνου ἀλλὰ καὶ πάλι ἀπότυχαν ἀφήνοντας καὶ ἄλλους νεκροὺς καὶ ἐπέστρεψαν χωρὶς ἀποτἐλεσμα στὸν Ἁλμυρό.
Οἱ ἀποκλεισμένοι στὰ σπίτια τοῦ Πλατάνου Τοῦρκοι, μὲ ἀρχηγοὺς τὸν Ταρσαμὰν Ἀγὰ καὶ τὸν Μαχμοὺτ Ἀγά, ἔπειτα ἀπὸ τὴν διπλῆ αὐτὴ ἀποτυχία τῆς ἐνίσχυσής τους, τὴν ἑπόμενη μέρα, 5 Φεβρουαρίου 1878, ἡμέρα Παρασκευή, ἐγκατέλειψαν τὶς θέσεις τους καὶ διέφυγαν καὶ αὐτοὶ στὸν Ἁλμυρό.
Ἡ ἀποχώρηση αὐτὴ ἔγινε χωρίς συμπλοκὴ, μᾶλλον καὶ πάλι μὲ σιωπηρὴ συγκατάθεση τῶν Ἑλλήων πολιορκητῶν ἄν ὄχι μὲ εἰδικὴ συμφωνία, ἀφήνοντας πίσω τους μόνο δύο νεκρούς. Ἔτσι ὁ Πλάτανος ἔπεσε στὰ χέρια τῶν Ἑλλήνων οἱ ὁποῖοι ὀχυρώθηκαν σ’ αὐτόν, ἀποφασισμένοι νὰ τὸν κρατήσουν ἐλεύθερο, γιατὶ ἦταν βέβαιο ὅτι οἱ Τοῦρκοι θὰ ἐπιχειροῦσαν ὁπωσδήποτε νὰ τὸν καταλάβουν καὶ πάλι.
Πραγματικῶς στὶς 6 τὸ πρωὶ τῆς 12 Φεβρουαρίου, ἡμέρα Παρασκευή, ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία συνήθως οἱ Τοῦρκοι πραγματοποιοῦσαν τὶς ἐπιθέσεις τους, τουρκικὸς στρατὸς φάνηκε νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸν Ἁλμυρό καὶ νὰ βαδίζει ἐναντίον τοῦ Πλατάνου.
Τὴν συνέχεια, αὐτὴ τὴν φορά, θὰ τὴν παρακολουθήσουμε ὄχι ἀπὸ ἑλληνικὲς πηγὲς ἀλλὰ ἀπὸ ἐπίσημα τουρκικὰ ἔγγραφα.
Ὁ ἀρχηγὸς τῆς στρατιωτικῆς αὐτῆς τουρκικῆς δύναμης Μουχλῆ Πασᾶς κάνοντας τὴν ἀναφορά του γιὰ τὴν συγκεκριμένη αὐτὴ νέα ἐπιχείρηση πρὸς τοὺς προϊσταμένους του στὴν Κωνσταντινούπολη, μετὰ τὴν μάχη, ἀνέφερε μεταξὺ ἄλλων:
«Πρὸς ἀνάκτησιν ἀπὸ τῶν ἐχθρικῶν χειρῶν τοῦ χωρίου Πλατάνου εἴχομεν ἐκτελέσει προηγουμένως τὰς ἀπαιτουμένας ἐποπτεύσεις. Ἐπὶ τούτῳ ἐκ τῆς ὑπὸ τὸν συνταγματάρχην Ἀγιὰχ Βέην στρατιωτικῆς μοίρας, συνισταμένης ἐκ τριῶν ταγμάτων πεζικοῦ καὶ δύο πεδινῶν τηλεβόλων, δύο ἱλῶν ἱππικοῦ καὶ 4.000 ἀνδρῶν ἐπικουρικοῦ στρατοῦ, ἀπεστάλη ἕν τάγμα πεζῶν εἰς τὰ στενὰ τῶν Κοκκωτῶν ὅπως ἀποκόψῃ τῆς ἀπ’ ἐκεῖ ὁδοῦ ὑποχώρησιν τῶν ἐχθρῶν· συνάμα δὲ οἱ Ζεϊβέκοι μετὰ μιᾶς ἵλης ἱππικοῦ ἀπεστάλησαν πρὸς τὰ μέρη Σούρπης ἵνα ἐμποδίσωσι τὴν ἐκεῖθεν ἐπέλευσιν ἐχθρικῆς ἐπικουρίας. Εἶτα ὁ ἐπικουρικὸς στρατὸς ὡρίσθη, ἵν’ ἀπασχολήσῃ τοὺς ἐχθροὺς εἰς τὸ μέτωπον. ἐν ᾧ τέσσερα τάγματα ἐκ τῆς ἀριστερᾶς καὶ δύο ἵλαι ἱππικοῦ μετὰ Ζεϊβέκων ἐκ τῆς δεξιᾶς πτέρυγος ὡρίσθησαν πρὸς ἔφοδον. Οἱ μένοντες Ζεϊβέκοι μεθ’ ἑνός τάγματος καὶ τῶν τηλεβόλων ἐτάχθησαν εἰς τὸ μέτωπον».
Ἀπέναντι τῆς μεγάλης αὐτῆς τουρκικῆς δύναμης οἱ Ἕλληνες ὁπλαρχηγοὶ εἶχαν νὰ παρατάξουν μία συνολικὴ δύναμη 650 μόνο πολεμιστῶν.
Οἱ ὁμάδες τοῦ Ἀχιλλέα Βελέντζα καὶ τοῦ καθηγητοῦ Ν. Νικολαΐδου, μὲ σύνολο 160 ἀνδρῶν, παρατάχθηκαν στὸν λόφο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου καὶ λίγοι σὲ μικρὴ ἀπόσταση πρὸς τὸ χωριὸ Μπακλαλί.
Πίσω ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀντώνιο καὶ ἀνατολικῶς παρατάχθηκαν οἱ πολεμιστὲς τοῦ βουλευτοῦ Γ. Νικολαΐδου, τοῦ Χ. Λελούδα, τοῦ Α. Φιλίππου καὶ τοῦ Γάλλου V. Cyrill μὲ σύνολο 50 ἀνδρῶν.
Στὸ δεξιὸ μέρος τοῦ λόφου τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου παρατάχθηκαν ὁ Α. Μήτσας καὶ οἱ Λυκάκης, Λακκιώτης καὶ Ψαλτήρας, μὲ σύνολο 60 πολεμιστῶν.
Ὁ Ἰωάννης Βελέντζας, γιὸς τοῦ Ἀχιλλέα Βελέντζα, μὲ 30 ἄνδρες, ἄν καὶ ἦταν τραυματισμένος, κατέλαβε τὴν θέση «Πλάκες», πίσω ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀντώνιο.
Δυτικῶς τοῦ Πλατάνου, πρὸς τὸ Μπακλαλί, τοποθετήθηκαν ὁ Α. Ζῆκος, Σ. Λαμπρυνᾶκος καὶ οἱ Σταμάτιος Α, Μήτσας, Σκορδίλης καὶ Ροῦσος μὲ σύνολο 60 ἀνδρῶν.
Ὁ Θρασύβουλος Βελέντζας μὲ τὸν Κυριακίδη καὶ 65 ἄνδρες κατέλαβε τὸ ἀνατολικὸ μέρος τοῦ χωριοῦ.
Τὰ ὑψώματα μπροστὰ ἀπὸ τὸ χωριὸ κατέλαβαν οἱ Πλατανιῶτες ἀρχηγοὶ Καρακώστας, Καρβουνιάρης, Πατελοδῆμος καὶ Ξύδης μὲ σύνολο 50 ἄνδρες.
Τὴν ὅλη αὐτὴ διάταξη τῶν Ἑλλήνων ὁπλαρχηγῶν συμπλήρωναν καὶ ἄλλες μικρότερες ὁμάδες σκορπισμένες σὲ διάφορες θέσεις.
Μὲ αὐτὲς τὶς συνθῆκες ἄρχισε ἡ νέα μάχη τοῦ Πλατάνου. Δὲν θ’ ἀναφέρουμε τὶς ἐπὶ μέρους τοπικὲς συμπλοκὲς καὶ τὶς ἐπιτυχίες καὶ τὰ κατορθώματα ἤ τὶς ἀποτυχίες τοῦ καθένα ὁπλαρχηγοῦ χωριστά.
Οἱ Ἕλληνες ἀγωνίζονταν ἡρωικῶς καὶ νικηφόρως παρὰ τὸ ὅτι ὑστεροῦσαν κατὰ πολὺ ἀριθμητικῶς ἀλλὰ κυρίως σὲ πολεμοφόδια. Καὶ ἦταν αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἔλλειψη τῶν πολεμοφοδίων ἐκείνη ἡ ὁποία τελικῶς ἔδωσε τὴν νίκη στοὺς Τούρκους.
Ἡ μάχη κράτησε μέχρι τὶς 4 μ. μ. Τότε ἐξαντλήθηκαν ἐντελῶς τὰ πολεμοφόδια τῶν Ἑλλήνων καὶ δὲν ὑπῆρχε πλέον καμία δυνατότητα συνέχισης τοῦ ἀγῶνα. Οἱ Ἕλληνες ἀγωνιστὲς κινδύνευαν νὰ αἰχμαλωτισθοῦν ἤ νὰ φονευθοῦν ὅλοι. Ὑποχρεώθηκαν ἔτσι νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν ἀγῶνα καὶ κατόρθωσαν νὰ διαφύγουν σῶοι διασκορπισμένοι ἄλλοι στὰ Κελέρια, ἄλλοι στὴν Βρύναινα καὶ ἄλλοι πρὸς τὰ μέρη τῆς Σούρπης.
Στὴν μάχη αὐτὴ ἔλαβε μέρος καὶ ὁ «Λόχος τῶν Θηβαίων» ἐθελοντῶν ὁ ὁποῖος μόλις εἶχε φθάσει στὸν Πλάτανο κατὰ τὶς 2 μ. μ. Μετὰ τὸ τέλος της ὁ λόχος αὐτὸς κατέφυγε στὸ Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς τραγουδῶντας τὸ αὐτοσχέδιο τραγοῦδι:
«Ἕνα μπαϊράκι ξἐβγαινε ἀπ’ τῆς Ξενιᾶς τὰ μέρη
ἔλαμψε ὁ κάμπος τ’ Ἁλμυρού ταρἀχτηκε τ’ ἀσκέρι».
Οἱ Τοῦρκοι στὴν μάχη αὐτὴ εἶχαν μεγάλες ἀπώλειες. Ἦταν μὲν τελικῶς νίκη τῶν Τούρκων ἀλλὰ ἦταν μία «πύρρειος» νίκη. Ὁ ἀρχηγός τῶν τουρκικῶν δυνάμεων, Μουχλῆ Πασᾶς, θέλοντας ἴσως νὰ μεγαλοποιήσει τὴν νίκη του ἤ νὰ δικαιολογήσει τὶς πολλὲς ἀπώλειες τοῦ στρατοῦ του ἤ ἴσως μὴν μπορῶντας διαφορετικὰ νὰ ἐξηγήσει τὴν μεγάλη δυσκολία τὴν ὁποία ἀντιμετώπισε στὴν νίκη του αὐτή, στὴν σχετικὴ ἀναφορά του, παραποιῶντας τὴν πραγματικότητα, ἀνεβάζει τοὺς Ἕλληνες πολεμιστὲς σε 2.000.
Ἡ νίκη αὐτὴ τῶν Τούρκων καὶ ἡ κατάληψη τοῦ Πλατάνου σήμανε καὶ τὸ προσωρινὸ τέλος καὶ τὸ σταμάτημα τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος τοῦ 1878 στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, ἄν καὶ συνεχίστηκαν διάφορες μικροσυμπλοκὲς μεταξὺ Τούρκων καὶ μεμονωμένων μικροομάδων ἀνέντακτων Ἐλλήνων ἀγωνιστῶν.