ΤΟ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ 1854 ΣΤΟΝ ΑΛΜΥΡΟ. ΜΕΡΟΣ Β”.

               Παρ’ ὅλο, λοιπόν, τὸ γενικὸ ἀντίθετο κλῖμα καὶ τὶς ἐχθρικὲς διαθέσεις  τῶν ξένων δυνάμεων, στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα ἐπικρατοῦσε γενικὸς ἐνθουσιασμός.   Ἒτσι ἡ κυβέρνηση τοῦ Κουντουριώτου, μὴν μπορῶντας νὰ παραβλέψει τὴν πίεση αὐτὴ ὁλόκληρου τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ  γιὰ νὰ συμπαρασταθεῖ στὸ ἀπελευθερωτικὸ αὐτὸ κίνημα χορήγησε ἀμνηστία  σὲ πολλοὺς καταδικασμένους «ληστές», σύμφωνα μὲ τὸν χαρακτηρισμὸ ὁ ὁποῖος εἶχε δοθεῖ στοὺς ἀγωνιστὲς τῶν προηγούμενων ἀπελευθερωτικῶν κινημάτων, μεταξὺ τῶν ὁποίων αὐτὴ τὴν φορὰ καὶ στοὺς Ἰωάννη καὶ Ἀχιλλέα Βελέντζα.

           Ὁ διευθυντὴς τῶν φυλακῶν τῆς Χαλκίδας, Νικόλαος Λεωτσάκος, μὲ δική του πρωτοβουλία, ἄφησε ἐλεύθερους πολλοὺς κρατούμενους προκειμένου αὐτοὶ νὰ πάρουν μέρος στὸ νέο ἀπελευθερωτικὸ κίνημα. Καὶ δὲν περιορίστηκε  μόνο σ’ αὐτό. Πῆρε καὶ ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸ ὁπλοστάσιο τῆς φυλακῆς τὰ ἀπαραίτητα ὅπλα καὶ ὅπλισε 250 φυλακισμένους, τοὺς ὁποίους διοργάνωσε σὲ ἔνοπλη ἀπελευθερωτικὴ ὁμάδα τῆς ὁποίας ἀνέλαβε τὴν ἀρχηγία.

                 Ὑπῆρχαν, ὡστόσο, μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων, παρὰ τὸν γενικὸ αὐτὸν ἀκράτητο πανελλήνιο λαϊκὸ ἐνθουσιασμό,  καὶ κάποιοι οἱ ὁποῖοι σκέπτονταν ψύχραιμα καὶ ἐκτιμοῦσαν ὅτι ἡ ἐποχὴ καὶ οἱ περιστάσεις δὲν ἦταν κατάλληλες γιὰ ἔνοπλες ἐξεγέρσεις καὶ ἀπελευθερωτικὰ κινήματα.

                 Σημαντικο ὶ πολιτικοὶ ἡγέτες, ὅπως ὁ Ἀλ. Μαυροκορδᾶτος καὶ ὁ Σπ. Τρικούπης, οἱ ὁποῖοι ἀνῆκαν στὴν πολιτικὴ παράταξη της τότε   λεγόμενης «Ρεδιγκότας», ἐκτιμοῦσαν καὶ δὲν δίσταζαν νὰ τὸ  διακηρύττουν καὶ νὰ τὸ ὑποστηρίζουν, παρὰ τὴν γενικῶς ἐπικρατοῦσα ἀντίθετη  ἄποψη τοῦ λαοῦ, ὅτι ἔπρεπε προηγουμένως νὰ γίνει σωστὴ ἀναδιοργάνωση τοῦ νεοδημιουργημένου καὶ ἀνέτοιμου ἀκόμα, γιὰ τέτοιου εἴδους ἔνοπλες ἐξεγέρσεις,  Ἑλληνικοῦ Κράτους καὶ κατόπιν νὰ ἐπιχειρηθεῖ ἡ  ποθητὴ σὲ ὅλους ἐπέκταση τῶν συνόρων του.

             Ἐνάντια στὴν πολιτικὴ αὐτὴ τῆς «Ρεδιγκότας» ἄλλοι Ἕλληνες πολιτικοὶ ἡγέτες, σημαντικοὶ καὶ αὐτοἰ, ὅπως ὁ Ἰωάννης Κωλέτης, οἱ ὁποῖοι ἀνῆκαν στὴν ἀντιθέτων ἀπόψεων πολιτικὴ παράταξη τῆς  «Φουστανέλας» ἤ «Μοσχομάγκας», ἡ ὁποία, ὡστόσο, εἶχε τὴν συντριπτικῶς μεγαλύτερη  ἀπήχηση στὸν λαό, ζητοῦσαν τὴν ἐπιχείρηση γιὰ τὴν ἄμεση ἐπέκταση τῶν ὁρίων τῆς Ἑλλάδας.

                  Ἡ πολιτικὴ αὐτὴ παράταξη εἶχε καὶ ὑπερομματικὸ  χαρακτῆρα καὶ εἶχε ὀπαδοὺς οἱ ὁποῖοι ἀνῆκαν καὶ στὰ τρία πολιτικὰ κόμματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τὸ (Φιλο)Γαλλικό, τὸ (Φιλο)Αγγλικὸ καὶ τὸ (Φιλο)Ρωσικό, οἱ ὁποῖοι συμφωνοῦσαν στὴν πολιτικὴ αὐτὴ ἰδεολογία καὶ  προσανατολισμό, ἀνεξαρτήτως τῶν ἄλλων διαφορετικῶν τους ἰδεῶν καὶ παραδοχῶν.

                  Στὸ κλῖμα αὐτὸ τοῦ γενικοῦ λαϊκοῦ ἐνθουσιασμοῦ  ὁπλαρχηγοί,   οἱ ὁποῖοι  εἶχαν λάβει μέρος στὸν προηγούμενο ἀγῶνα τῶν ἐτῶν 1821  -1830, ἀπὸ ὅλην τὴν  ἐλεύθερη Ἑλλάδα συγκροτοῦσαν αὐτοπροαιρέτως  νέες ὁμάδες πολεμιστῶν καὶ ἑτοιμάζονταν νὰ εἰσέλθουν στὴν σκλαβωμένη ἑλληνικὴ περιοχή, ἀποφασισμένοι ν’ ἀγωνισθοῦν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή της.

               Κύριος σταθμὸς συγκέντρωσής τους ἦταν ἡ Λαμία. Ἀπὸ τοὺς πρώτους ἔφθασε στὴν Λαμία, στὶς ἀρχὲς τοῦ Φεβρουαρίου τοῦ 1854, ὁ ἀρματολὸς τῶν  Γρεβενῶν   Ζιάκας μὲ 200 πολεμιστὲς στὴν ὁμάδα του. Στὴν Λαμία συγκεντρώθηκαν, μὲ τοὺς δικούς του ὁ καθένας πολεμιστές, μὲ ἀτομική τους  πάντοτε πρωτοβουλία, διάφοροι ἄλλοι οπλαρχηγοί, ὅπως οἱ Γ. Τζαχείλας, Δ. Ψαροδῆμος, Ι. Διαμαντῆς, Εὐαγ. Καραβάγγος, Καραγεώργης, Ζήσης Σωτηρίου καὶ πολλοὶ ἄλλοι.

             Ὁ Κυριάκος, πρώην καθαρὰ ἀρχιληστὴς στὴν περιοχὴ Ἁλμυροῦ, δήλωσε καὶ αὐτὸς τὴν συμμετοχή του στὸ ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τοῦ ἔτους 1854. Ἕτοιμοι γιὰ συμμετοχὴ ἦταν καὶ ὅλοι οἱ ἀμνηστευθέντες «ἀντάρτες» τοῦ προηγουμένου ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος τοῦ Ἰωάννου Βελέντζα τῶν  ἐτῶν 1848 -1850.

            Ἡ ἀθρόα αὐτὴ συγκέντρωση πάσης μορφῆς ἀγωνιστῶν, ἐθελοντῶν ἰδεολόγων, ληστῶν, ληστοφυγόδικων, φυλακισμένων δραπετῶν καὶ ἀποφυλακισθέντων, ἀποστατῶν τῶν τακτικῶν ἑλληνικῶν στρατευμάτων, γενικεύθηκε μετὰ τὴν  1 Μαρτίου 1854, ὅταν εἰσῆλθε στὴν σκλαβωμένη Θεσσαλία ὁ Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, ὁ προσωπικὸς ὑπασπιστὴς τοῦ Ὄθωνα. ἀφοῦ  προηγουμένως, γιὰ νὰ  προστατέψει τὸν βασιλιά ἀπὸ τὴν κατηγορία γιὰ βασιλικὲς εὐθύνες, παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν θέση τοῦ βασιλικοῦ ὑπασπιστῆ, ἀσφαλῶς καὶ μὲ σιωπηρὴ βασιλικὴ συγκατάθεση καὶ ἐντολή.

              Ἡ ὅλη αὐτὴ γενικὴ κινητοποίηση τῶν Ἑλλήνων ἔγινε, ὅπως ἦταν φυσικὸ καὶ ἀναμενόμενο, ἀντιληπτὴ ἀπὸ πολὺ νωρὶς ἀπὸ τοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι καὶ  ἔλαβαν προληπτικὰ μέτρα. Ἐνίσχυσαν  τὶς παραμεθόριες στρατιωτικές τους δυνάμεις, ὅσο αὐτὸ ἦταν δυνατὸν γιατὶ μεγάλο μέρος τοῦ στρατοῦ των χρησιμοποιοῦνταν στὸν  Ρωσοτουρκικὸ Πόλεμο, τὸν λεγόμενο «Κριμαϊκό».

             Στὰ προληπτικὰ αὐτὰ μέτρα συμπεριλήφθηκε καὶ ἡ ἐνίσχυση τῶν τριῶν στρατιωτικῶν μονάδων, οἱ ὁποῖες βρίσκονταν στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ,  συγκεντρωμένες σὲ τρεῖς θέσεις, στὴν πόλη τοῦ Αλμυρού, στὸν Πλάτανο καὶ στὸ Κάτω Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς,  μὲ 1500 νέους ὀθωμανοὺς στρατιῶτες.

               Γιὰ τὸν ἴδιο σκοπό, τὴν ἀποτελεσματικότερη ἀντιμετώπιση τοῦ ἑτοιμαζόμενου νέου ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος, οἱ Τοῦρκοι  τοῦ Ἁλμυροῦ ἐπανέλαβαν ὅ,τι εἶχαν κάνει καὶ κατὰ τὸ ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τοῦ ἔτους 1821.

              Στὸν Ἁλμυρὸ διαχείμαζαν 100 περίπου οἰκογένειες ἀρχιτσελιγκάδων βλαχοποιμένων, γιατὶ ἀκόμα ἦταν χειμερινὴ περίοδος. Οἱ Τοῦρκοι αἰχμαλώτισαν τὶς 100 αὐτὲς οἰκογένειες ἐκβιάζοντας ἔτσι τοὺς ἀγωνιστὲς τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ.

            Χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ   κινήματος τοῦ ἔτους 1854 ἦταν μὲν ἡ ἀθρόα καὶ ἐνθουσιώδης συγκέντρωση πολλῶν ὁμάδων πολεμιστῶν  ἀλλὰ ἔλειπε μία κεντρικὴ διοίκηση ὅλων αὐτῶν τῶν ἀσύνδετων ὁμάδων γιὰ τὸν καθορισμὸ μίας ἑνιαίας  κατεύθυνσης καὶ τὸν συντονισμὸ τοῦ συνόλου τῶν ἐνεργειῶν τῶν ποικίλων αὐτῶν ὁμάδων ὑπὸ  ἕναν ἀρχηγό.

           Συνέπεια τῆς ἔλλειψης  αὐτῆς κεντρικοῦ συντονιστικοῦ ὀργάνου  ἦταν ἠ πραγματοποίηση αὐθόρμητων καὶ  μεμονωμένων δραστηριότητες καὶ ἀσυντόνιστων ἐνέργειῶν μὲ καλὰ καὶ ἐνθαρυντικὰ κάποια ἤ καὶ μὲ ὀλέθρια καὶ καταστρεπτικὰ ἄλλα ἀποτελέσματα, κατὰ περίπτωση, ἀλλὰ ἀνώφελα καὶ ἀναποτελεσματικὰ γιὰ τὴν τελικὴ ἐπιτυχία τοῦ ὅλου ἐγχειρήματος.

          Στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, π. χ., πρὶν ἀκόμη ληφθεῖ  κάποια κεντρικὴ ἀπόφαση γιὰ συντονισμένες ἐνέργειες, ἡ Γοῦρα κυριεύτηκε, σχεδὸν ἀμαχητί, στὶς 17 Φεβρουαρίου 1854, ἀπὸ αὐτόνομους καὶ ἀνεξάρτητους ἐγχώριους πολεμιστές, οἱ οποῖοι, μετὰ τὴν κατάληψη αὐτὴ καὶ τὴν ἀνάληψη τῆς τοπικῆς ἐξουσίας, ἐξέδωσαν δική τους ἐπαναστατικὴ προκήρυξη καὶ ὕψωσαν τὴν σημαία τῆς ἐλευθερίας.

             Γινόταν φανερό, ἀπὸ τὴν  πρώτη ἀρχή, ὅτι διαγραφόταν ἄμεσος  κίνδυνος αὐτὴ  ἡ  ἔλλειψη κεντρικῆς διοίκησης καὶ ὑπηρεσίας ἀνεφοδιασμοῦ καὶ τροφοδοσίας νὰ μετατρέψει καὶ αὐτὸν τὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγῶνα σὲ σύνολο ληστρικῶν ἐπιδρομῶν καὶ σὲ ἀνεξέλεγκτες λεηλασίες μὲ ἀποτέλεσμα τὴν μετατροπὴ  τοῦ ἀρχικοῦ ἐνθουσιασμοῦ  καὶ τῆς συμπαράστασης τοῦ λαοῦ σὲ ἀπογοἠτευση καὶ ἀγανάκτηση.

          Τὶς ἐλείψεις καὶ τὶς ἀδυναμίες αὐτὲς  προσπάθησαν νὰ καλύψουν κάποιοι ἀπὸ  τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν ὁμάδων οἱ ὁποῖες συγκεντρώθηκαν στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ,κυρίως  μὲ τὴν πρωτοβουλία τοῦ Ἠλία Παπαηλιόπουλου, γραμματέα τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου καὶ ἐπίσημου ἀντιπροσώπου τῆς Ἑλληνικῆς  Κυβερνήσεως. Ὁ Ἠλίας Παπαηλιόπουλος εὶχε προηγουμένως   παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴν   θέση τοῦ γραμματέα τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου, τὴν ὁποία κατεῖχε,  ἀκριβῶς γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό, ἔπειτα, ὅπως θεωρεῖται βέβαιο,  ἀπὸ  σιωπηρὴ συγκατάθεση καὶ σύμφωνη ἀπόφαση  τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου ἀλλὰ καὶ ὕστερα ἀπὸ πρόταση τοῦ Ὄθωνα, τοῦ ὁποίου ὁ  ’Ηλίας Παπαηλιόπουλος ἦταν καὶ ὁ  προσωπικὸς  ἀποσταλμένος. Ἔπρεπε, ἔστω καὶ τυπικῶς, νὰ μὴν ὑπάρχει ἐπίσημη σύνδεση   τῶν ἐνεργειῶν αὐτῶν μὲ τὴν Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση καὶ μὲ τὸν Βασιλιὰ τῆς Ἑλλάδας, ἡ ὁποία ἀπαγορευόταν ἀπὸ τὶς ὑπάρχουσες συμβάσεις καὶ ὑποχρεώσεις ἔναντιτῶν «Εὐεργετίδων καὶ Προστατίδων   Μεγάλων  Εὐρωπαϊκῶν Δυνάμεων».

            Στὶς 10 Μαρτίου 1854, ἔπειτα ἀπὸ τὴν πρωτοβουλία αὐτὴ τοῦ Ἠλία Παπαηλιόπουλου καὶ συμφωνία ὅλων,  συγκεντρώθηκαν στὴν τοποθεσία Κελέρια, τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ, σὲ πολὺ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ Κάτω Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς,  42 καπεταναῖοι, ἀρχηγοὶ ὁμάδων πολεμιστῶν.

               Ὡστόσο, παρὰ τὴν πρώτη αὐτὴ συμφωνία, σὲ ὅλους γινόταν φανερὸ ὅτι ὑπῆρχε κίνδυνος, ἕνεκα τῆς  παντοειδοῦς προελεύσεως καὶ ποικίλης μορφῆς τῶν ἀποσπασμάτων τῶν πολεμιστῶν, τῆς πολυαρχίας  καὶ τῆς ἀπουσίας ἑνὸς γενικῶς ἀναγνωρισμένου γενικοῦ ἀρχηγοῦ, οἱ στρατιωτικὲς ἐπιχειρήσεις τους  να μετατραποῦν σὲ μεμονωμένες  ληστρικὲς καὶ ἀσυντόνιστες  ἐπιδρομές, ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἀποτελεσματικότερη καὶ γενικότερη κεντρικὴ  ἐξουσία καὶ μέριμνα γιὰ τὸν συντονισμὸ τῶν περαιτέρω ἐνεργειῶν  καὶ γιὰ τὴν ἐπείγουσα καὶ ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη   ἐξασφάλισης τῆς τροφοδοσίας καὶ τοῦ μονίμου, σταθεροῦ καὶ ἐπαρκοῦς ἀνεφοδιασμοῦ τους σὲ πολεμικὸ ὑλικό.

            Ἐὰν ἡ φροντίδα καὶ ἡ ἐπιμελητεία γιὰ τὴν διοίκηση, τὴν  συντήρηση καὶ τὸν ἐφοδιασμὸ τόσων πολεμιστῶν δὲν γινόταν ἀπὸ  κάποια ὑπεύθυνη κεντρικὴ ὑπηρεσία ἀναγνωρισμένη ἀπὸ ὅλους ἀλλὰ ἀφηνόταν στὴν ἐλεύθερη ἐπιλογὴ καὶ προσωπικὴ φροντίδα  τοῦ καθένα καπετάνιου ἦταν βέβαιο καὶ ἀναμενόμενο ὅτι θὰ ἐξασφαλιζόταν μὲ ἁρπαγὲς καὶ ληστρικὲς ἐπιδρομές. Ἔτσι ὑπῆρχε σοβαρότατος κίνδυνος νὰ προκληθεῖ δυσαρέσκεια τοῦ λαοῦ καὶ  δημιουργία ἐχθρικοῦ κλίματος μεταξὺ τῶν κατοίκων τῶν σκλαβωμένων χωριῶν ἔναντι τῶν ἐλευθερωτῶν τους, ἀντὶ  τῆς ἀπαραίτητης συμπάθειας καὶ συνεργασίας.

              Γιὰ τὴν ἀποφυγὴ ἑνὸς τέτοιου κινδύνου οἱ  42 ἀρχηγοί, οἱ ὁποῖοι  εἶχαν συγκεντρωθεῖ στὰ Κελέρια, συμφώνησαν καὶ ὑπόγραψαν  ἕνα κοινὸ  συμφωνητικό, τὸ κείμενο τοῦ ὁποίου  παρουσιάζουμε στὴν συνέχεια καὶ  ὅπως διαφαίνεται ἀπὸ τὸ ὅλο ὕφος καὶ τὴν μορφή, γράφηκε ἀπὸ τὸν Ἠλία Παπαηλιόπουλο:

            «Σήμερον τὴν δεκάτην Μαρτίου τοῦ χιλιοστοῦ ὀκτακοσιοστοῦ πεντηκοστοῦ τετάρτου ἔτους, ἡμέραν Τετάρτην ἐν Κελερίοις οἱ κάτωθεν ὑποφαινόμενοι σωματάρχαι μετὰ τῶν ὑπ’ αὐτοὺς σωμάτων ἀπὸ τὰ ὑπὲρ τῆς ἀνακτήσεως τῆς ἐλευθερίας τῶν ὑπὸ τὴν τουρκικὴν τυραννίαν ὁμογενῶν μας πατριωτικὰ αἰσθήματα κινούμενοι καὶ εἰς τὴν φωνὴν τῆς ὅλης πατρίδος καὶ τῶν ὁμογενῶν ὑπείκοντες, ἔχοντες δὲ ἀμετάτρεπτον ἀπόφασιν διὰ παντὸς πρὸς τὸν εὐγενῆ τοῦτον σκοπὸν μέσου καὶ διὰ τῆς ζωῆς μας νὰ συμμεθέξωμεν εἰς τὸν ὑπὲρ ἐλευθερίας ἱερὸν ἀγῶνα τῶν ὑπὸ ζυγὸν ὁμογενῶν καὶ ἀτόμων ἐν γένει κατὰ μόνης τῆς τουρκικῆς δυναστείας, συνήλθομεν εἰς ἕν καὶ συσκεφθέντες ἀπεφασίσαμεν τὰ ἑξῆς:

             Α) ’Επειδὴ εἰς τὸν προκείμενον ἱερὸν σκοπὸν εἶναι ἀναπόσπαστος ἡ τήρησις τῆς τάξεως καὶ εὐταξίας, συναισθανόμενοι τὴν ἀνάγκην τοῦ κύρους καὶ τῆς τηρήσεως αὐτῆς θέλομεν ἀπαγορεύσῃ καὶ ἀπαγορεύομεν ἀπὸ ὅλους τοὺς ὑφ’ ἡμᾶς στρατευομένους νὰ μὴν προσβάλωσι τὴν ἀτομικὴν περιουσίαν οὐδενός. Πᾶς ἀφαιρῶν εἴτε βλάπτων ἰδιωτικὴν περιουσίαν, θέλει τιμωρεῖσθαι ἀπὸ τὸν σωματάρχην του. Ὑποσχόμεθα δὲ ἅπαντες οἱ ὑποφαινόμενοι νὰ ἀποζημιώνωμεν ἕκαστος ἐξ ἰδίων τὸν ἰδιοκτήτην ἤ τὸν παθόντα ἀπὸ τοὺς ὑπ’  αὐτὸν στρατιώτας.

          Β) Διὰ τὴν προμήθειαν τῶν ἀναγκαίων τροφίμων καὶ ἐφοδίων τοῦ στρατοῦ θέλει συσταθῆ φροντιστήριος ἐπιτροπὴ ἥτις ἐπιφορτίζεται νὰ προμηθεύσῃ καὶ διανείμῃ τὰ τρόφιμα, συσκεπτομένη μετὰ τῶν σωματαρχῶν, ἀναλόγως τοῦ ἀριθμοῦ τῶν σωμάτων (τοῦ σώματος) ἑκάστου. Πάντα τὰ τρόφιμα θέλουσι δίδεσθαι κατ’ ἀναλογίαν εἰς τὰ σώματα καὶ οὐδεὶς σωματάρχης ἤ στρατιώτης δύναται νὰ προμηθεύεται ἀφ’ ἑαυτοῦ καὶ μόνος τρόφιμα.

            Γ) Ἡ ἐν Τουρκικῇ Χώρᾳ δημόσιος περιουσία, οἷον ἀποθήκη γεννημάτων καὶ τὰ λοιπὰ ἀνήκουσι καὶ θεωροῦνται ὡς δημόσιος περιουσία τῆς νέας τάξεως τῶν πρα­γμάτων, τὴν ὁποίαν ἡ προκειμένη ἱερὰ ἐπανάστασις προτίθεται. Ἑπομένως ὅλα ταῦτα θέλουν παραδίδεσθαι ὑπὸ τῶν σωμάτων εἰς τὴν φροντιστήριον ἐπιτροπὴν διὰ νὰ χρησιμεύσουν εἰς τὸν στρατόν. Τὰ αὐτὰ θέλουν ἐφαρμοσθῇ καὶ ἐπὶ τῶν  δημοσίων  χρημάτων.

              Δ) Ἕκαστος σωματάρχης διὰ τὴν πειθαρχίαν τοῦ σώματός του καὶ διὰ τὴν ἐκτέλεσίν της  συμφώνως πρὸς τὸν σκοπόν θέλει διοργανώσῃ τὸ σῶμα του καὶ θέλει ὁρκίσῃ αὐτὸ μὲ τὸν ἀκόλουθον ὅρκον τὸν ὁποῖον ἡμεῖς θέλομεν ὁμώσει ὁμοῦ ἅπαντες:

              «Ὁρκιζόμεθα εἰς τὴν Ἁγίαν Ὁμοούσιον καὶ Ἀδιαίρετον Τριάδα καὶ εἰς τὸ ἱερόν ὄνομα τῆς Πατρίδος, ὅτι ἀναλαμβάνομεν τὰ ὅπλα διὰ νὰ ἀνακτήσωμεν τὰ θρησκευτικὰ καὶ πολιτικὰ δικαιώματα τῶν Ἑλλήνων κατὰ τῆς τουρκικῆς τυραννίας, νὰ συναγωνισθῶμεν ὑπὲρ αὐτῶν, νὰ φυλάξωμεν πίστιν εἰς τὴν Γενικὴν Πατρίδα τὴν Ἑλλάδα, ὑπακοήν εἰς τοὺς ἀνωτέρους μας. Ὁρκιζόμεθα πρὸς τούτοις νὰ ὑπερασπισθῶμεν τὴν σημαίαν μας μέχρι τῆς τελευταίας ρανίδος τοῦ αἵματός μας».

               Ε) Ἐπειδὴ ὁ σκοπὸς τοῦ προκειμένου ἀγῶνος εἶναι μόνον ἡ ἀνάκτησις τῶν θρησκευτικῶν καὶ πολιτικῶν δικαιωμάτων, κηρύττομεν ἐνώπιον πάντων ὅτι ὁ προκείμενος ἀγὼν καὶ ἡ ἐπανάστασίς μας διευθύνεται κατὰ τῆς τουρκικῆς τυραννίας (ἐξουσίας), ἥτις ἀδίκως κατέκτησεν τὴν ἱερὰν γῆν τῶν προγόνων μας καὶ ἀφήρεσαν τὰ δικαιώματά μας καὶ  ὑπὲρ μιᾶς ἑλληνικῆς ἑνότητος, κηρύττομεν ἑπομένως ὅτι δὲν ἔχομεν πόλεμον κατ’ οὐδενὸς ἀτόμου τὸ ὁποῖον ἤθελεν συμμερισθῇ τὸν πολιτικὸν τοῦτον ἀγῶνα μας. Τὸν τοιοῦτον καὶ Τοῦρκος καὶ ὁποιοσδήποτε ἄν εἶναι θέλομεν θεωρήσῃ συναγωνιστήν μας, θέλομεν   σεβασθῇ τὰς προσωπικάς του ἐλευθερίας, τὰ θρησκευτικά του καὶ τὴν περιουσίαν του, προστατεύοντες αὐτά.

                 Τὴν ἐκτέλεσιν τῶν ἐν τῷ παρόντι ὑποσχόμεθα καὶ ἐγγυώμεθα ἅπαντες.

Γ. Ζαχίλας, Δῆμος Α. Λάζου, Κώνστας Νικολάου, Μέλιος Γ. Συρόπουλος, Ἀθ. Βλαχάβας, ’Ιωάν. Δ.’Ολύμπιος, Ἀ. Λεβέντης, Γούλας  Μετζιώτης, Ἀναστ. Μετζιώτης, Δ. Τζαρροδῆμος, Ἀθαν. Λιάκου Βαλῆς, Δημήτριος Παπαγεωργίου, Ζήσης Σωτηρίου, Δ. Λιακόπουλος, Κωνστ. Στουρνάρας, Κωνστ. Γωγούσης, I. Ν. Κατσικάπης, Στέργιος Κωσταδήμου, Μ. Μαννίκας, Α. Δεδούσης, Γιάννης Ζαρκαδούλας, Ν. Πανουριᾶς, Παπακώστας Τζαμάλας, Κ. Μπασδέκης, Α. Κοντοσόπουλος, Καραγηώργους ’Ιωάννης, Τόλιος Λ. Λάζου, Στ. Κοντός, Α. Παπαδόπουλος, Δ. Ἐλασσῶνας, Θ. I. Βελέντζας, Ἐπαμ. Δ. Λιακόπουλος, ’Ιωάννης Γ. Συρόπουλος, Η. Γ. Παπαηλιόπουλος, Ν. I. Ζιάκας, Α. Ζαγγανᾶς, Ἀθανάσιος Στέφος, Γ. Ἀποστὀλης, Ἰωάννης Μουστάκας,  Ἀθ. Α. Κάρμας, Α. Κουτζούμπας, I. Ζουλαναῖος».

                 Τὴν ἐποχὴ αὐτή, στὸ τέλος τοῦ πρώτου δεκαημέρου τοῦ Μαρτίου 1854, εἶχαν ἤδη εἰσέλθει στὴν σκλαβωμένη Θεσσαλία 6.000 περίπου ἐθελοντές, ἕτοιμοι ν’ ἀρχίσουν τὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγῶνα, ἀπὸ τοὺς ὁποίους οἱ μισοὶ περίπου βρίσκονταν στὴν περιοχὴ τοῦ Αλμυροῦ.

             Γενικῶς ἀναγνωρισμένος ἀρχηγὸς μεταξὺ τῶν 42 καπεταναίων οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν τὸν παραπάνω ὅρκο στὰ Κελέρια δὲν ὑπῆρχε. Ὡς βασικὸ κριτήριο γιὰ τὴν ἀναγνώριση καὶ τὴν ἀνάληψη κάποιου κυρίαρχου καὶ ἀρχηγικοῦ ρόλου θεωροῦνταν καὶ διεκδικοῦνταν ἀπὸ τὸν καθένα ἡ ἀριθμητικὴ δύναμη τῆς ὁμάδας του.

               Ὁ Παπακώστας Τζαμάλας, ὡστόσο, ἦταν μία προσωπικότητα ἡ ὁποία ἐνέπνεε τὸν μεγαλύτερο σεβασμὸ καὶ τὴν γενικότερη ἀναγνώριση μεταξὺ τῶν 42 αὐτῶν καπεταναίων. Εἶχε φτάσει στὴν περιοχὴ Ἁλμυροῦ, προερχόμενος ἀπὸ τὴν  Λαμία, περνῶντας ἀπὸ τὸ Πτελεὸ καὶ τὴν Σούρπη, καὶ στὶς 9 Μαρτίου βρισκόταν στὴν Κεφάλωση, ἀκριβῶς στὴν θέση, στὴν ὁποία εἶχε συμφωνηθεῖ ἀρχικῶς νὰ συγκεντρωθοῦν ὅλοι οἱ  καπεταναῖοι, ὅσοι θὰ πραγματοποιούσαν τὶς ἐπιχειρήσεις τους στὴν περιοχὴ Ἁλμυροῦ. Ἐκεῖ σὲ κοινὴ σύσκεψη, ὅπως εἶχε προσυμφωνηθεῖ, θὰ κατένειμαν τὶς δραστηριότητες καὶ τὶς ἰδιαίτερες τοῦ καθενὸς ἐνέργειες πρὶν ἐπιτεθοῦν, ὅπως εἶχε προαποφασισθεῖ,  κατὰ τοῦ Πλατάνου.

             Ἡ συμφωνία αὐτή, ὡστόσο,  δὲν τηρήθηκε ἀπὸ ὅλους. Κάποιοι ἀρχηγοί, οἱ ὁποῖοι εἶχαν φθάσει στὴν ἴδια θέση νωρίτερα, βιάστηκαν καὶ βάδισαν μόνοι τους ἐναντίον τοῦ Πλατάνου. Γιὰ τὴν διόρθωση τῶν λαθῶν καὶ τῶν παρεκτροπῶν αὐτῶν καὶ τὴν ἀποφυγὴ περαιτέρω λήψεων ἀτομικῶν πρωτοβουλιῶν ἔγινε ἡ συνάντηση τῆς 10ης Μαρτίου 1854 στὰ Κελέρια, ὅπως  ἀναφέρθηκε πιὸ πάνω.

             Γίνεται φανερὸ ὅτι δὲν εἶχε ἀναγνωρισθεῖ γενικὸς ἀρχηγὸς στὸν ὁποῖο νὰ  πειθαρχοῦν ὅλοι. Ἦταν ἀκόμα φανερὸ ὅτι ἦταν πολὺ δύσκολη ἡ ἐπίτευξη  γενικῆς συμφωνίας ὅλων γιὰ τὴν ἀναγνώριση κάποιου ὡς γενικοῦ ἀρχηγοῦ. Κάποιοι ἀρχηγοὶ ἦταν ἀποσταλμένοι, ἔστω μυστικῶς, ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση στὴν ὁποία  ἔδιναν ἀναφορές, ὅπως ὁ Παπακώστας Τζαμάλας καὶ ὁ Ἠλίας Παπαηλιόπουλος γιὰ τὴν περιοχὴ Ἁλμυροῦ, καὶ κάποιοι ἄλλοι δροῦσαν ὡς ἀνεξάρτητοι μὲ  δικές τους πρωτοβουλίες καὶ ἀποφάσεις.

               Ἡ δυσκολία αὐτὴ τῆς οὐσιαστικῆς ἀσυμφωνίας ἐξακολούθησε νὰ κυριαρχεῖ σ’ ὁλόκληρη τὴν διάρκεια τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ αὐτοῦ κινήματος, παρὰ τὸν ὅρκο ὁ ὁποῖος εἶχε δοθεῖ ἀπὸ ὅλους  στὶς 10 Μαρτίου στὰ Κελέρια καὶ αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος, ἴσως ὁ οὐσιαστικότερος, τῆς τελικῆς ἀποτυχίας τοῦ κινήματος αὐτοῦ.

             Ὁ Παπακώστας Τζαμάλας, σὲ μία ἐπιστολή του, ὑπὸ μορφὴ ἀναφορᾶς ,πρὸς τὸν  Σκαρλάτο Σοῦτσο, Ὑπουργὸ τῶν Στρατιωτικῶν τῆς Ἑλλάδας,  ἔγραψε, ἀναφερόμενος στὴν πρώτη παραβίαση τῶν συμφωνηθέντων γιὰ την ἀρχικὴ συγκέντρωση ὅλων στὴν Κεφάλωση:

             «Γνωστὸν Σᾶς εἶναι πότε ἀναχωρήσαμεν ἐκ Λαμίας, διελθόντες τοὺς δήμους Στυλίδος, Κρεμαστῆς Λαρίσσης καὶ Πτελεοῦ, φθάσαντες τελευταῖον ἐντὸς τῆς ὀθωμανικῆς χώρας καὶ διαμείναντες κατὰ τὴν θέσιν Κελέρια, μετόχιον τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,  μέχρι τῆς  11ης τρέχοντος.

             Ἐκ τῶν Κελερίων, ἀναχωρήσαμεν τὴν 11ην τρέχοντος μηνὸς μὲ τὴν ἀπόφασιν να προχωρήσωμεν μέχρι τῶν  θέσεων Κεφάλου λεγομένης, διὰ νὰ ἐπιληφθῶμεν ἐκεῖ περὶ τοῦ σχεδίου νὰ προσβάλωμεν τὸν Πλάτανον. Ἐν τούτοις τὰ προηγούμενα σώματα, ἀντὶ νὰ σταματήσωσιν εἰς τὴν Κεφάλωσιν, διευθύνθησαν κατ’ εὐθείαν πρὸς τὸν Πλάτανον, τὸ ἕν κατόπιν τοῦ ἄλλου, προσβάλλοντα αὐτοὺς ἐξ ὅλων τῶν  πέριξ θέσεων».

              Μετὰ τὴν συγκέντρωση καὶ τὴν ἔνορκο συμφωνία τῶν Κελερίων, τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, 11 Μαρτίου,  ὁ Παπακώστας Τζαμάλας, μὲ μία ἀξιόλογη δύναμη δύο χιλιάδων περίπου ἀνδρῶν, ξεκίνησε γιὰ τὸν Πλάτανο, τὸν ὁποῖο φρουροῦσαν διακόσιοι περίπου Τουρκαλβανοί. Πολὺ εὔκολα κυρίευσε τὸ μισὸ χωριὸ καὶ  περιόρισε τοὺς Τουρκαλβανοὺς ἀποκλεισμένους σὲ μερικὰ μόνο σπίτια.

            Ἡ μάχη συνεχίστηκε ὅλη τὴν νύχτα τῆς 11ης Μαρτίου μέχρι στὶς 3 τὸ ἀπόγευμα τῆς 12ης. Τότε οἱ ἀποκλεισμένοι στὰ σπίτια τοῦ Πλατάνου Τουρκαλβανοί, μὴν ἔχοντας ἄλλη ἐπιλογή, ζήτησαν νὰ τοὺς ἐπιτραπεῖ νὰ φύγουν καὶ νὰ ὑπογραφεῖ συνθήκης εἰρήνης. Ἡ πρόταση τῶν ἀποκλεισμένων ἔγινε δεκτή, ἄν καὶ ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἐξόντωσή τους ἦταν θέμα ὀλίγου χρόνου.

        Ὁ Παπακώστας Τζαμάλας  πῆρε τὴν πρωτοβουλία νὰ γίνει δεκτὴ ἡ πρόταση συνθήκης καὶ ν’ ἀρχίσουν οἱ σχετικές διαπραγματεύσεις. Ἐξηγῶντας τοὺς λόγους οἱ ὁποῖοι τὸν ὁδήγησαν στὴν φαινομενικῶς ἀλλὰ καὶ οὐσιαστικῶς ἀδικαιολόγητη αὐτὴ ἀπόφαση, ἔγραψε στὴν σχετικὴ ἀναφορά του πρὸς τὸν ὑπουργὸ τῶν στρατιωτικῶν Σκαρλάτο Σοῦτσο:

             «Ἐπειδὴ ὅμως ἠθέλαμεν ἀπασχολεῖσθαι ἐνταῦθα καὶ δύο καὶ τρεῖς ἡμέρας εἰσέτι, καὶ διὰ νὰ κυριεύσωμεν τὰς ὀχυρωτάτας αὐτῶν οἰκίας ἄνευ πυροβόλων ἠθέλαμεν χάσει πολλούς, ἐπειδὴ ὁ Ἀλήαγας ὑπεσχέθη ὅτι διὰ τῆς ἐπιρροῆς του ἐπὶ τοῦ θείου του  Ἀμπάζαγα ἐν Λαρίσσῃ καὶ ἑπομένως διὰ τῶν ἐν Θεσσαλία Λαλιωτῶν, ἔχοντα πολλήν δύναμιν καὶ ἐπιρροήν εἰς τοὺς κατοίκους, θέλει κατωρθώσῃ ὥστε οἱ Λαλιῶται νὰ συμμερισθῶσι τὸν ἀγῶνα μας καὶ   δι’ αὐτῶν νὰ δυνηθῶμεν νὰ καθέξωμεν διαφόρους πόλεις καὶ τὸ φρούριον ἀμαχητί, ὁ δὲ Μέτσος Μελισσόβας, ὅτι παραλαμβάνων τοὺς ὑπ’  αὐτοὺς Ἀλβανοὺς θέλει φύγῃ πρὸς τὴν Λάρισσαν, διὰ νὰ δείξωμεν μάλιστα γενναιοψυχίαν πρὸς ἀνθρώπους καὶ ἐχθροὺς ἀποκλεισμένους καὶ αἰχμαλώτους σχεδὸν ὄντας,  ἐπειδὴ διὰ τὴν συνθήκην συνομολογῆτο συγχρόνως νὰ ἀφεθῶσιν ἐλεύθεροι οἱ ἐν Ἁρμυρῷ κρατούμενοι ἀρχιποιμένες (Τσελιγκάδες) τῶν Ἀρβανιτοβλάχων καὶ νὰ ἐλευθερωθῶσιν οὕτω ὑπὲρ τὰς 100 οἰκογενείας καὶ πλέον τῶν  500 πολεμιστῶν ἐκ τῶν σκηνητῶν, τούτων, ἐδέχθημεν τάς προτάσεις καὶ ἐσυνθηκολογήσαμεν οὕτως:

                Ἀφίσαμεν τοὺς Ἀλβανοὺς τοῦ Ἀλήαγα καὶ μετὰ τοῦ ἀνηψιοῦ του ἐλευθέρους καὶ μὲ τὰ ὅπλα των, ὑποσχεθέντων τοῦ Ἀλήαγα τὰ ἀνωτέρω, ἀπελύσαμεν δὲ κατόπιν καὶ τοὺς τοῦ Μέτσου Μελισσόβα ἐπίσης μὲ τὰ ὅπλα των  κρατήσαντες τὸν ἀνεψιόν του ἐνέχειρον, ὑποσχεθέντες εἰς αὐτόν νὰ ἐλευθερώσωμεν αὐτὸν ἀφοῦ ἀφεθῶσι ἐλεύθεροι αἱ χίλιαι οἰκογένειαι τῶν Ἀρβανιτοβλάχων, καὶ ἀφοῦ ὁ Μέτσος Μελισσόβας μετὰ τῶν ὑπ’ αὐτὸν Ἀλβανῶν ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὸν Ἁλμυρόν διὰ τὴν Λάρισσαν».

             Γιὰ τὸ ἴδιο θέμα ἔχουμε πληροφορίες καὶ ἀπὸ μία ἐπιστολὴ τοῦ Ἠλία Παπαηλιόπουλου πρὸς τὸν πατέρα του:

              «Ἐκ τοῦ Πλατάνου Ἁρμυροῦ τὴν 15 Μαρτίου 1854

Προχθὲς ἦλθον ἐνταῦθα οἱ Καπεταναῖοι Πανουριᾶς, Παπακώστας καὶ λοιποὶ μετὰ 2.500 στρατιωτῶν. Ηὕραμεν 240 Ἀλβανοὺς τοῦ Μέτσου Μελισσόβα καὶ Ἀλήαγα, οἵτινες ἀντιστάθησαν, ἐπολέμησαν, ἐπολιορκίθησαν, ἐφονεύθησαν τινες καὶ προχθὲς ἐπαραδόθησαν.

             Χθὲς τοὺς ἀπελύσαμεν μὲ συνθήκην ν’ ἀπολύσουν καὶ οἱ ἐν Ἁρμυρῷ Τοῦρκοι τὰς 1.500 οἰκογενείας βλαχοποιμένων, οἱ δε ἀνωτέρω Ἀλβανοὶ νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν Θεσσαλίαν καὶ ἤδη ἡ κωμόπολις τοῦ Πλατάνου εἶναι ὑπὸ τὰ ὅπλα μας. Ἑτοιμασία γίνεται διὰ τὸν Ἁρμυρὸν νὰ ἐπιπέσωσιν καὶ τὸν καταστρέψωσι, ἄν οἱ ἐκεῖ Τοῦρκοι δὲν προσκυνήσωσι, διότι μας ἔκαμαν προτάσεις τοιαύτας μὴν ἔχοντες ἄλλην δύναμιν, εἰμὴ 400 τακτικοὺς ὁπλίτας καὶ ὀλίγους Ἀλβανοὺς. ’Ελπίζω πολὺ νὰ κατορθώσῃ τὸ σῶμα τοῦτο».

          Ἀναγκαῖο θεωροῦμε νὰ διευκρινίσουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ ὅτι ἡ  διαφορὰ, ἡ ὁποία παρατηρεῖται ἀνωτέρω μεταξὺ τῶν δύο διαφορετικῶν ἀριθμῶν τῶν παραχειμαζουσῶν αίχμαλωτισμένων οἰκογενειῶν τῶν βλαχοποιμένων τοῦ Ἁλμυροῦ, μεταξὺ τοὺ Παπακώστα Τζαμάλα, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει 100 οἰκογένειες, καὶ τοῦ Ἠλία Παπαηλιόπουλου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει 1.500 οἰκογένειες, δ[εν εἶναι πραγματικὴ ἀλλὰ φαινομενικὴ  καὶ ὀφείλεται στὸ ὅτι ὁ πρῶτος ἀναφέροντας «οἰκογένειες» ἐννοεῖ τὶς μεγάλες οἰκογένειες, τὸ σύνολο τῶν οἰκογενειῶν τῶν «ἀρχιποιμένων», δηλαδὴ τῶν «ἀρχιτσελιγκάδων» καὶ ὁ δεύτερος τὸ γενικὸ σύνολο τῶν μεμοωμένων ἁπλῶν οἰκογενειῶν.

              Εἶναι δὲ γνωστὸ ὅτι κάθε «τσελιγκάτο» ἀποτελοῦνταν ἀπὸ πολλὲς οἰκογένειες, συγγενικὲς μεταξύ τους,  μὲ γενικὸ ἀρχηγὸ τὸν «ἀρχιτσέλιγκα». Στὴν περιοχὴ λοιπὸν τοῦ Ἁλμυροῦ διαχείμαζαν ἑκατὸ (100) σύνολα οἰκογενειῶν, ἑκατό (100) τσελιγκάτα,  τὰ ὁποῖα, περιλαμβάνοντας τὸ καθένα, κατὰ μέσον ὅρο, δεκαπέντε (15)  ἀπλὲς καὶ συνηθισμένες οἰκογένειες, ἀριθμοῦσαν συνολικῶς  χίλιες πεντακόσιες (1.500) οἰκογένειες.

              Ἀπὸ ἕνα τόσο σύνολο οἰκογενειῶν τὸ ὁποῖο θὰ ἐλευθερωνόταν ἦταν δυνατὸν νὰ προκύψουν οἱ πεντακόσιοι (500) πολεμιστὲς γιὰ τὴν ἐνίσχυση τῶν ἑλληνικῶν στρατευμάτων, τοὺς ὁποίους ἀναφέρει ὁ Παπακώστας Τζαμάλας. Καὶ αὐτὸς ἦταν ὁ   ἕνας  σημαντικὸς   λόγος,  ὁ ὁποῖος ὁδήγησε τοὺς  πολιορκητές  του Πλατάνου νὰ ἀφήσουν ἐλεύθερους τοὺς Τούρκους οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀποκλεισθεῖ σ’ αὐτόν, ἄν καὶ δὲν ὑπῆρχε καμία ἐλπίδα σωτηρίας των.

              Ἡ συμβιβαστικὴ λύση στὸ θέμα τοῦ Πλατάνου  ἀπέβλεπε κυρίως στὸ νὰ ἐπισπευθεῖ ἡ σχεδιαζόμενη  ἐπίθεση κατὰ τοῦ Ἁλμυροῦ. Ὡστόσο καὶ μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Πλατάνου περνοῦσαν οἱ ἡμέρες καὶ ἡ ἐπίθεση κατὰ τοῦ Ἁλμυροῦ δὲν γινόταν.

Ὁ Παπακώστας Τζαμάλας, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι ἐκπροσωποῦσε τὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση καὶ ἐκτελοῦσε καὶ μυστικὲς κυβερνητικὲς ὁδηγίες, εἶχε ἀρχίσει διαπραγματεύσεις γιὰ τὴν εἰρηνικὴ παράδοση τοῦ Ἁλμυροῦ, παρὰ τὶς ἀντίθετες ἀπόψεις τῶν ἄλλων ὁπλαρχηγῶν  οἱ ὁποῖοι  ζητοῦσαν τὴν ἄμεση κατάληψή του  μὲ ἐπίθεση κατ’ αὐτοῦ. Στὸ  διάστημα αὐτὸ οἱ Ἕλληνες εἶχαν ἤδη ἀνακηρύξει  τὸν Πλάτανο ἐλεύθερη πόλη, εἶχαν διορίσει νέα δημογεροντία σ’ αύτόν καὶ εἶχαν ὑψώσει ἐκεῖ τὴν ἑλληνικὴ σημαία.

              Οἱ Τοῦρκοι ὅμως τοῦ Ἁλμυροῦ εἶχαν διαφορετικὰ σχέδια. Οἱ διαπραγματεύσεις τους μὲ τὸν  Παπακώστα Τζαμάλα γιὰ  παράδοση τοῦ Ἁλμυρού ἦταν πρόσχημα προκειμένου νὰ ἔχουν  χρόνο γιὰ καλύτερη προετοιμασία τους. Ἕτσι τὸ πρωὶ τῆς 23 Μαρτίου, διακόπτοντας κάθε διαπραγμάτευση, ξεκίνησαν ἰσχυρὰ καὶ πολυάριθμα τουρκικὰ στρατεύματα ἀπὸ  τὸν Ἁλμυρό σκοπεύοντας νὰ κυριεύσουν καὶ πάλι τὸν  Πλάτανο ὁ ὁποῖος  βρισκόταν στὰ χέρια τῶν Ἑλλήνων.

                Τρία τάγματα τουρκικοῦ στρατοῦ, μὲ 1700 – 1800 στρατιῶτες, καὶ 400 – 500 Ἀλβανούς, ξεκίνησαν μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου ἀπὸ τὸν Ἁλμυρό. Τὰ ἐπαναστατικὰ σώματα τῶν Ἑλλήνων ὁπλαρχηγῶν οἱ ὁποῖοι  προηγουμένως ἐπιθυμοῦσαν τὴν ἐπίθεση  δὲν ἀντιστάθηκαν στὴν ἔξοδο αὐτὴ τῶν τουρκικῶν στρατευμάτων.

              Οἱ Ἕλληνες ὑπερασπιστὲς τοῦ Πλατάνου, 2.000 περίπου, ὀχυρώθηκαν στὸ ὕψωμα τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Μία ὥρα κατόπιν ἔφθασαν στὸν Πλάτανο γιὰ ἐνίσχυση τῶν ὑπερασπιστῶν του  400 Μακεδόνες ἀπὸ τὸ Καραντζάνταλι. Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐνίσχυση οἱ ὑπερασπιστὲς τοῦ Πλατάνου ἐγκατέλειψαν τὶς ἀμυντικὲς θέσεις τὶς ὁποῖες εἶχαν καταλάβει καὶ ἀπὸ ἀμυνόμενοι ἔγιναν ἐπιτιθέμενοι. Ἐπιτέθηκαν ὁρμητικῶς ἐναντίον τῶν ἐπιτιθέμενων Τούρκων, οἱ ὁποῖοι ἄρχισαν νὰ ὑποχωροῦν. Σὲ λίγο ἡ ὑποχώρηση τῶν Τούρκων μετατράπηκε σὲ ἄτακτο φυγὴ καὶ  οἱ Ἕλληνες τοὺς κυνηγοῦσαν ἐνθουσιωδῶς ἀλαλάζοντας ἀλλὰ ἀσύντακτοι καὶ διασκορπισμένοι.

               Οἱ Τοῦρκοι κινηγημένοι καὶ πανικόλητοι, ἀφήνοντας πίσω τους ἀρκετοὺς νεκροὺς καὶ ὅπλα ἔφτασαν ὀπισθοχωρῶντας μέχρι τὸν Ἁλμυρὸ καὶ ὀχυρώθηκαν στὸν στρατῶνα τους στὴν δεξιὰ ὄχθη τοῦ Ξηριᾶ.

             Λεπτομερέστερες καὶ αὐθεντικὲς πληροφορίες γιὰ τὴν δεύτερη αὐτὴ μάχη τοῦ Πλατάνου παίρνουμε ἀπὸ μία ἐπιστολὴ τοῦ Ἠλία Παπαηλιόπουλου πρὸς τὸν πατέρα του Γεώργιο Παπαηλιόπουλο, ἡ ὁποία γράφηκε λίγες μέρες μετὰ τὴν μάχη αὐτή:

               «Ἐκ Πλατάνου τὴν 3 Ἀπριλίου 1854

.              Περὶ τῆς  μάχης τῆς  23 Μαρτίου. Οἱ ἐλθόντες καθ’ ἡμῶν Τοῦρκοι ἦσαν περίπου τῶν  2.500 μὲ δύο κανόνια. Ὁ πόλεμος ἐξηκολούθησεν ἀπὸ τὰς 7 τὸ πρωὶ ἕως τὰς 3 μ.μ. Ἔπειτα ἔπεσαν οἱ δικοί μας ἐπάνω των, τοὺς ἐτσάκισαν καὶ τοὺς ἐπῆγαν κυνηγῶντας ἀπ’ ἔξω εἰς τὰ σπίτια τοῦ Ἁρμυροῦ. Φονευμένοι καὶ πληγωμένοι περὶ τοὺς διακοσίους, ἀπὸ δὲ τοὺς ἰδικούς μας πολλὰ ὀλίγοι».

           Παραθέτουμε  μερικὲς ἀκόμη πρόσθετες πληροφορίες γιὰ τὰ γεγονότα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν γιατὶ ἀποσαφηνίζουν πληρέστερα  τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους  ἐνῶ  τόσο   κοντὰ φαινόταν νὰ βρίσκεται ἡ  κατάληψη καὶ ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἑπομένως ὅλης τῆς περιοχῆς   του, τελικῶς ὑπῆρξε πλήρης ἀποτυχία.

              Μὲ τὴν ἀπόφαση νὰ ἀφήσουν τοὺς πολιορκημένους στὸν  Πλάτανο Τουρκαλβανούς, κατὰ τὴν πρώτη ἐκεῖ μάχη, νὰ φύγουν, ἄν καὶ δὲν ὑπῆρχε ἄλλη διέξοδος γι’ αὐτούς παρὰ ἡ ἄνευ ὅρων παράδοσή τους, εἶχαν  συμφωνήσει ὁ Παπακώστας Τζαμάλας καὶ ὁ Ηλίας Παπαηλιόπουλος οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦσαν   τὶς σχετικὲς κυβερνητικές ἐντολές.

             Εἶχαν ὅμως, ἀπὸ μέρες πρίν, προκύψει διαφορὲς καὶ διαφωνίες μεταξὺ τῶν διαφόρων ἀρχηγῶν τῶν ὁμάδων τῶν ἀγωνιστῶν,  ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε.  Οἱ ντόπιοι ὁπλαρχηγοὶ καὶ ἀγωνιστὲς τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ διαφωνοῦσαν μὲ τὶς διαλλακτικὲς ἀπόψεις καὶ συμβιβαστικὲς ἐνέργειες τοῦ Παπακώστα Τζαμάλα. Στὰ πλαίσια τῶν διαφορῶν αὐτῶν, συνεχίζοντας νὰ ἀντιδροῦν, οἱ ἀδελφοὶ Θρασύβουλος καὶ Ἀχιλλέας Βελέντζας δὲν  εἶχαν λάβει μέρος ἀπὸ την  ἀρχὴ στὴν δεύτερη μάχη τοῦ Πλατάνου.  Ἐπιτέθηκαν ὅμως καὶ αὐτοὶ  ἐναντίον τῶν ἀτάκτως ὑποχωρούντων Τούρκων στὸ τέλος τῆς μάχης ὅταν οἱ Τοῦρκοι ὀπισθοχωρῶντας πανικόβλητοι ἔμπαιναν στὸν Ἁλμυρό.

            Σὲ ὅλους φαινόταν καθαρὰ ὅτι δὲν ὑπῆρχε ὁμοφωνία, συνεννόηση καὶ συντονισμός τῶν μεμονωμένων ἐνεργειῶν τῶν διαφόρων ἀρχηγῶν. Ὅλοι θεωροῦσαν βέβαιο ὅτι ἐὰν  δὲν ὑπῆρχε ἡ διάσταση καὶ ἡ διάσπαση αὐτὴ τῶν  ἀπόψεων καὶ ἐνεργειῶν, μεταξὺ τῶν ἑλλήνων ὁπλαρχητῶν, καὶ ὑπῆρχε ὁμοφωνία θὰ ἦταν δυνατή, μετὰ τὴν κατάληψη τοῦ Πλατάνου καὶ ἡ  κατάληψη τοῦ Ἁλμυροῦ.