Γράφει η ΕΛΕΝΗ Χ. ΔΗΜΑΚΟΥ – μέλος του Δ.Σ. της Φ.Ε.Α. ΟΘΡΥΣ
Την τραγωδία «Βάκχες» του Ευριπίδη, σε μετάφραση Γιώργου Χειμωνά και σκηνοθεσία Θάνου Παπακωνσταντίνου, παρακολουθήσαμε στις 3 Αυγούστου, όλοι όσοι βρεθήκαμε στο υπέροχο Θέατρο της Επιδαύρου, στο πλαίσιο της καλοκαιρινής πολιτιστικής δράσης που διοργανώνει η Φιλάρχαιος Εταιρεία Αλμυρού «Όθρυς». Η εμπειρία άφησε τους χιλιάδες θεατές με ποικίλα συναισθήματα. Θα προσπαθήσω, με τη ματιά του απλού θεατή, να πω κάτι από τις εντυπώσεις που μου άφησε η παράσταση, αλλά και από μια γενικότερη προσέγγιση που έχω στην τέχνη.
Οι «Βάκχες» είναι ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του θεάτρου. Ο Ευριπίδης το έγραψε το 406 π.Χ., προς το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, όταν η ιστορία εξελισσόταν δραματικά για την Αθήνα. Ο τραγικός ποιητής είχε καταφύγει στην αυλή των Μακεδόνων. Εκεί ήλθε σε επαφή με τη δημοφιλή στη βόρεια Ελλάδα διονυσιακή λατρεία, τον παραλογισμό της οποίας επρόκειτο να φέρει στη σκηνή με τις «Βάκχες». Η λατρεία του Διόνυσου περιλάμβανε μύηση στη βακχεία, που γινόταν μέσω τελετουργικών χορών, και ήταν, σύμφωνα με τον σημαντικό Ιρλανδό μελετητή Ε.R.Dodds, ένα είδος θρησκευτικής εκστατικής εμπειρίας (μαιναδισμός), που μεταμορφώνει τον άνθρωπο. Ο Ευριπίδης θεωρείτο «αιρετικός» τραγικός, εξαιτίας της ρεαλιστικής ματιάς του. «Ήταν στρυφνός, οι φίλοι του ήταν λίγοι», θα έγραφε γι’ αυτόν ο Γιώργος Σεφέρης στο ποίημά του «Ευριπίδης, ο Αθηναίος». Ο κορυφαίος τραγικός εστίαζε σε αποκλεισμένα και περιθωριοποιημένα πρόσωπα, όπως συνέβη με τις «Βάκχες». Ο Διόνυσος ήταν ο «άλλος», ο απόλυτος «ξένος» στις Θήβες.
Στις «Βάκχες», ο Διόνυσος (ή Βάκχος, ή Βρόμιος), ο γνωστός χαρωπός θεός του κρασιού και του θεάτρου μας παρουσιάζει το αρχέγονο πρόσωπό του, το πιο σκοτεινό. Είναι ήδη στη σκηνή όταν οι τελευταίοι θεατές εισέρχονται στο κοίλον. Τα φώτα σβήνουν, ο Διόνυσος μας αποκαλύπτεται και μας εξιστορεί τις περιπέτειές του μέχρι να έρθει στη Θήβα. Ο Χορός, οι βάρβαρες γυναίκες που τον ακολουθούν, εμφανίζονται καλυμμένες με πολύχρωμα πέπλα, για να αποκαλυφθούν σύντομα, ημίγυμνες με βαμμένα, επίσης πολύχρωμα, σώματα. Χρωματιστά υφάσματα κάλυπταν και την τεράστια πύλη-σκηνικό. Το «άλλο», το διαφορετικό, έτσι όπως θέλησε να το αναδείξει σκηνικά ο Παπακωνσταντίνου, είναι ήδη επί σκηνής.
Το όριο των παρεμβάσεων ενός σκηνοθέτη στις τραγωδίες είναι ένα θέμα που αναδεικνύεται συχνά. Οι αλλαγές ενοχλούν. Όμως, η τέχνη είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Και το θέατρο είναι πάνω απ’ όλα μια τέχνη ζωντανή. Αρκεί, οι όποιες καινοτομίες να σέβονται το αρχαίο κείμενο, τον χώρο και τον θεατή. Ίσως αυτό εννοούσε ο Γ. Χειμωνάς όταν έγραφε: «Η Τέχνη πρέπει πάντα να είναι καθαρή, αφού δεν μπορεί ποτέ να είναι σαφής».
Το ζητούμενο μιας «καθαρής τέχνης», νομίζω ότι τηρήθηκε αρκετά από τον Παπακωνσταντίνου. Δεν παρέκκλινε από το κλασικό κείμενο. Ο τραγικός λόγος ακούστηκε, πετυχαίνοντας στο μέγιστο βαθμό τη συγκέντρωση της συγκίνησης των θεατών γύρω από τα δρώμενα. Μου άρεσε η εικαστική πολυχρωμία με την οποία ο σκηνοθέτης θέλησε να αποτυπώσει το «άλλο», προκειμένου να γίνει ελκυστικό. Η έλευση του νέου θεού στην πόλη δείχθηκε μέσα από μια εκθαμβωτική πολυχρωμία. Ως μαιτρ του θεάτρου, ο Διόνυσος στήνει ένα θέατρο μέσα στο θέατρο, ένα σαιξπηρικό «θέατρο εν θεάτρω». Επιστρατεύει την πολυχρωμία των κοστουμιών, τον εκστατικό χορό, τη μουσική και το τραγούδι, προκειμένου τα ντύσει τα θεοφάνειά του. Μια πολύχρωμη βακχεία σε αντίθεση με τη μαύρη μονοχρωμία του Πενθέα, του υπηρέτη της λογικής, της εξουσίας, του κράτους. Η νέα θρησκεία για να επιβληθεί καταφεύγει στη βία. Μια βία συλλογική, επίκαιρη. Οι «Βάκχες» του Παπακωνσταντίνου νομίζω ότι αυτό το παρόν αποτύπωναν και ταυτόχρονα έδειχναν και το μέλλον: ένα μέλλον πολύχρωμο, βίαιο, ορμητικό, αναιδές. Ο Διόνυσος εκδικείται τον Πενθέα, τον αλλάζει, τον εξευτελίζει. Ο σύγχρονος άνθρωπος αλλάζει, μεταμορφώνεται. Ο πολιτισμός μας αλλάζει. Ο βασισμένος στην εκλογίκευση δυτικός πολιτισμός. Η βακχεία χειραφετήθηκε και έγινε πολιτισμός. Αυτή είναι και η θέση του Φρόυντ: Το πέρασμα του ανθρώπου στην κατάσταση του πολιτισμού έγινε βίαια αφού προϋπέθετε παραίτηση από τις πρωτόγονες ορμές του. Όταν ο πολιτισμός είναι σε κρίση, η λογική εγκαταλείπεται και επανέρχεται η βία, η εχθρότητα προς τον «άλλον» που τον περιορίζει, αυτόν που του επιβάλει τον πολιτισμό με την εξουσία του. Βρισκόμαστε άραγε ως ανθρωπότητα σε μια τέτοια διαδικασία; Θα μπορούσαμε να διαβάσουμε και έτσι το διαμελισμένο σώμα του Πενθέα.
Δεν τηρήθηκε, όμως, αρκετά η ενδεδειγμένη «ασάφεια της τέχνης». Μου αρέσει να βλέπω τα κλασικά κείμενα πολυδιάστατα, όπως όλα τα έργα τέχνης. Ο καθένας να μπορεί να συνομιλεί μαζί τους και να δίνει τις δικές του ερμηνείες σύμφωνα με τις εμπειρίες του κόσμου του. Η τέχνη ευαισθητοποιεί ποικιλότροπα για κρίσιμα ζητήματα, όχι όμως μονοδιάστατα. Όταν την περιορίζεις, περιορίζεις την αξία της, τη μικραίνεις. Ο Διόνυσος είναι και ο θεός της ετερότητας, του «άλλου», του διαφορετικού», ένα άλλο μείζον θέμα της εποχής μας. Η περίφημη «συμπερίληψη». Η ετερότητα που δυσκολευόμαστε να αποδεχτούμε. Όμως, η πολυχρωμία μόνη της ήταν αρκετή για να συμπεριλάβει το queer, δίχως τα δηλωτικά της γυναικείας φύσης ψηλοτάκουνα παπούτσια του Διόνυσου.
Ο Χορός πολύχρωμος και προκλητικός, μέσα από τον λόγο και τον εκστατικό χορό που συνοδευόταν από μουσική και τραγούδι, απαιτούσε από τις συμμετέχουσες σωματική και φωνητική προσπάθεια, όχι όμως διονυσιασμό. Οι ερμηνείες νομίζω ότι υπήρξαν υποτονικές. Ο απαιτητικός ρόλος του Διόνυσου -Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, ως το πρόσωπο που κινεί τον μύθο δεν είχε ζωηράδα. Δεν είδαμε τον Διόνυσο ως «θηλυπρεπή» έφηβο κατά τον Ευριπίδη, ως μια ζωντανή, σφύζουσα από φυσική ενέργεια και εκρηκτική προσωπικότητα που καταφθάνει ασυγκράτητος στη Θήβα για να αποκαλυφθεί ως θεός. Από τις άλλες ερμηνείες μου άρεσε αυτή της Αγαύης – Αλεξία Καλτσίκη. Δυνατή, καθαρή εκφορά του τραγικού θρηνητικού λόγου, πρόσφερε θεατρική απόλαυση.
Οι «Βάκχες» είναι πολλά πράγματα. Στο αργολικό θέατρο παρακολουθήσαμε μια αρχετυπική τραγωδία βίαιη, σκοτεινή, ωμή και αιματηρή που έφτασε το τραγικό στοιχείο ως το αποκορύφωμά του. Την άφατη τραγικότητα της ηρωίδας του Ευριπίδη, αυτή που θα συμπύκνωνε και ο Μάνος Χατζιδάκις στον στίχο του: «Είμαι της Αγαύης γιος»!