ΤΟ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 1844
Ἀπελευθερωτικὸ κίνημα πραγματοποιήθηκε στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τρία μόλις χρόνια κατόπιν, κατὰ τὸ ἔτος 1844. Ἄν καὶ δὲν εἶναι γνωστὲς ὀνοματικὰ πολλὲς ἰδιαίτερες πληροφορίες γιὰ τοὺς πρωταγωνιστὲς τοῦ κινήματος αὐτοῦ καὶ τὶς ἐνέργειές τους, θεωροῦμε βέβαιο ὅτι δὲν ἔλειπε ἀπὸ αὐτό, ἄν, κρυπτόμενος πάντοτε, δὲν πρωταγωνιστοῦσε καὶ πάλι ὁ Ἰωάννης Βελέντζας.
Εἶναι ἐπίσης βέβαιο ὅτι καὶ αὐτὸ τὸ κίνημα, ὅπως ὅλα τὰ ἀπελευθερωτικὰ κινήματα μετὰ ἐκεῖνο τῶν ἐτῶν 1821 -1830, ἔγινε χωρὶς τήν, φανερὴ τοὐλάχιστον, ὑποστήριξη ἐκ μέρους τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Ἡ ὑποστήριξη τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ αὐτοῦ κινήματος ἐξ ἄλλου ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει, οὕτως ἤ ἄλλως, διότι αὐτό, ὅπως διαφαίνεται ἀπὸ τὶς ἐλάχιστες πληροφορίες οἱ ὁποῖες εἶναι γνωστές, ἦταν περιορισμένο τοπικῶς, τοὐλάχιστον κατὰ τὴν ἔναρξή του, ἀποκλειστικῶς καὶ μόνο στὴν περιοχἠ τοῦ Ἁλμυροῦ.
Ὑπάρχουν, ὡστόσο, κάποιες ἔμμεσες τοπικὲς καὶ ἀσφαλεῖς μαρτυρίες ἐπιβεβαιωτικὲς τῆς πραγματοποίησης τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ αὐτοῦ κινήματος, οἱ ὁποῖες συνδέονται ἄμεσα μὲ τὴν περιοχὴ Ἁλμυροῦ, οἱ ὁποῖες πρέπει νὰ ἀναφερθοῦν σὲ τούτη τὴν ἐργασία.
Στὸν Ἁλμυρό, ἀμέσως μετὰ τὴν δημιουργία τοῦ πρώτου ἐλεύθερου Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἱδρύθηκε ἰδιαίτερη Ἐπισκοπὴ στὴν ὁποία τοποθετήθηκε ὡς ἐπίσκοπος ὁ Ἰωακείμ. Στὰ προηγούμενα χρόνια ὁ Ἰωακείμ ἦταν ἐπίσκοπος «Ζητουνίου καὶ Ἁλμυροῦ» ἔχοντας ἕδρα του τὴν Λαμία στὴν ἐπισκοπὴ τοῦ ὁποίου ὑπαγόταν καὶ ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ.
Ὅταν, μὲ τὸν καθορισμὸ τῶν πρώτων ἑλληνοτουρκικῶν συνόρων, ἕνα τμῆμα τῆς ἐπισκοπικῆς περιφέρειας τοῦ Ἰωακείμ, αὐτὸ τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ, παρέμεινε στὴν Τουρκικὴ Ἐπικράτεια, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ὑπόλοιπη περιοχὴ ἡ ὁποία περῆλθε στὴν Ἑλληνική, ὁ σεπτὸς Ἱεράρχης Ἰωακείμ, δὲν ἔμεινε ἐπίσκοπος στὸ ἐλευθερωμένο τμῆμα της, τὸ ὁποῖο ἦταν καὶ τὸ κατὰ πολὺ μεγαλύτερο. Ἔγινε ἐπίσκοπος τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ, στὴν ὁποία ἱδρύθηκε κατὰ τὸ 1832 ἰδιαίτερη ἐπισκοπὴ μὲ τὴν ὀνομασία «Ἐπισκοπὴ Ἁλμυροῦ καὶ Κοκοσίου».
Δώδεκα χρόνια μετὰ τὴν τοποθέτηση τοῦ Ἰωακείμ, κατὰ τὸ ἔτος 1844, οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς Ἁλμυρού, παρὰ τὶς δύσκολες συνθῆκες οἱ ὁποῖες ἐπικρατοῦσαν καὶ τὶς γενικὲς ἀρνητικὲς καὶ ἐχθρικὲς διαθέσεις ὅλων, ξένων καὶ Ἑλλήνων, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ὅπως ἔγινε φανερὸ ἀπὸ ὅσα ἀναφέρθηκαν παραπάνω, ξεσηκώθηκαν σὲ ἕνα νέο ἀπελευθερωτιὸ κίνημα κατὰ τῶν κατακτητῶν.
Οἱ Τοῦρκοι τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, τούτη τὴν φορά, γιὰ τὴν εὐκολότερη καταστολὴ τοῦ κινήματος αὐτοῦ, τὸ ὁποῖο ἦταν ἐπικεντρωμένο καὶ περιορισμένο εἰδικῶς στὴν περιοχή τους, σκέφτηκαν νὰ ὑποχρεώσουν καὶ νὰ ἔχουν συμπαραστάτη καὶ βοηθὸ καὶ τὴν τοπικὴ ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία ἀλλὰ καὶ ἰδίως τὸ Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, τὸ ὁποῖο εἶχε λάβει ἐνεργὸ ρόλο κατὰ τὸ κίνημα τῶν ἐτῶν 1821-1830.
Γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ τους αὐτοῦ ὑποχρέωσαν τὸν ἐπίσκοπο τοῦ Ἁλμυροῦ Ἰωακείμ, τὸν ὁποῖο μποροῦσαν νὰ ἔχουν ὁποτεδήποτε ἤθελαν αἰχμάλωτό τους , ἀφοῦ ἡ ἕδρα του ἦταν ὁ Πλάτανος, νὰ καταδικάσει τὸ τοπικὸ ἀπελευθερωτικὸ αὐτὸ κίνημα καὶ μάλιστα νὰ ἀφορίσει, γράφοντας εἰδικὸ γιὰ τὴν περίπτωση αὐτὴ «ἀφοριστικὸ» κείμενο, τοὺς πρωτεργάτες του.
Ὑποχρέωσαν ἀκόμα τὸν Ἰωακεὶμ νὰ στείλει τὸν «ἀφορισμὸ» αὐτὸν στοὺς δημογέροντες ὅλων τῶν χωριῶν τῆς περιοχῆς του μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ διαβαστεῖ στοὺς ἱεροὺς ναοὺς γιὰ νὰ λάβουν γνώση ὅλοι. Γιὰ νὰ φανεῖ μάλιστα ὅτι στὸ κίνημα αὐτὸ ἦταν ἀντίθετο καὶ τὸ Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καὶ ὅτι καὶ αὐτὸ συμφωνοῦσε στὸν ἀφορισμὸ ὑποχρέωσαν τὸν Ἰωακεὶμ νὰ ἀφήσει τὴν ἕδρα του, ποὺ ἦταν ὁ Πλάτανος, καὶ νὰ μεταβεῖ στὸ Μοναστῆρι καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ στείλει τὸν «ἀφορισμό».
Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ μυστικὴ καὶ οὐσιαστικὴ ἕδρα ὅλων τῶν ἀπελευθερωτικῶν κινημάτων στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ ἦταν τὸ Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Καὶ αὐτὸ τὸ γνώριζαν ἀσφαλῶς καὶ οἱ Τοῦρκοι. Ἔπρεπε, λοιπόν, νὰ φανεῖ καὶ στὸν λαὸ ἀλλὰ καὶ στοὺς πρωταγωνιστὲς τοῦ κινήματος ὅτι οἱ ἀπελευθερωτικὲς αὐτὲς ἐνέργειές τους δὲν ἔχουν τὴν εὐλογία τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ φανεῖ ἐὰν ἡ καταδίκη του γινόταν καὶ ἐκπορευόταν ἀπὸ τὸ Μοναστῆρι της.
Δὲν διασώθηκε τὸ κείμενο τοῦ ἀφορισμοῦ. Διασώθηκε μόνο ἕνα ἀπὸ τὰ διαβιβαστικὰ ἔγγραφα τοῦ «ἀφοριστικοῦ» τὸ ὁποῖο ἀπευθυνόταν πρὸς τὸν κοτζάμπαση τῶν Κωφῶν καὶ ἀποτελεῖ ἀσφαλὲς ἀποδεικτικὸ στοιχεῖο τῆς ἀποστολῆς τοῦ ἀφορισμοῦ. Εἶναι φανερὸ ὅτι παρόμοια διαβιβαστικὰ ἔγγραφα τοῦ ἀφοριστικοῦ κειμένου στάλθηκαν καὶ στὰ ἄλλα χωριά. Παραθέτουμε τὸ κείμενο τοῦ διαβιβαστικοῦ ἐγγράφου τοῦ ἀφορισμοῦ :
«Κύριε Νικόλα Κοτζάμπαση τοῦ χωρίου Κωφούς, εὐχόμεθά σε πατρικῶς. Κατὰ τὴν προσταγὴν τοῦ Δερβέναγα Ρακὴπ ἐφέντη Βάσιαρη ἐκάμαμεν ἀφοριστικὰ δι’ ὅλα τὰ χωρία, ὡς εἶναι γνωστόν σας, ἐκ τῶν ὁποίων στέλνομεν ἕν καὶ διὰ τὸ χωρίον σας. Λοιπὸν νὰ προστάξετε διὰ νὰ διαβαστῇ εἰς τὴν ἐκκλησίαν αὐτὰς τὰς τρεῖς ἡμέρας óποὺ εἶναι ἑορταί. Ἔτσι κάμετε διότι ἰδοὺ πλέον τὶ προσταγὴ μᾶςἔκαμαν.
Ἐκ τῆς Μονῆς τῆς Παναγίας Ξενιᾶς τῇ 15 Ἰανουαρίου 1844
Ὁ Κοκουσίου καὶ Ἁλμυροῦ
Ἰωακεὶμ
Εὐχέτης σου».
Ὁ ἐπίσκοπος Ἰωακείμ εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἱεράρχης στὴν ἐποχὴ τοῦ ὁποίου ἔγινε ἡ ἀνέγερση τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους στὸ Ἀϊδίνι κατὰ τὸ ἔτος 1831 καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου στὸ Κρόκιο κατὰ τὸ ἔτος 1843.
Τὴν ἴδια χρονιά, 1844, κατὰ τὴν ὁποία ὑποχρεώθηκε νὰ ὑπογράψει τὸ ἀφοριστικὸ ἔγγραφο ὁ ἐπίσκοπος Ἁλμυροῦ Ἰωακείμ ἄφησε τὸν μάταιο τοῦτο κόσμο καὶ θάφτηκε στὸ προαύλιο τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Ἁλμυροῦ, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιοῦνταν τότε καὶ ὡς νεκροταφεῖο. Μέχρι καὶ τοὺς σεισμοὺς τοῦ ἔτους 1980 ὁ τάφος του βρισκόταν στὸ προαύλιο τοῦ Ναοῦ. Στὸ μάρμαρο τοῦ τάφου του ἦταν χαραγμένα τοῦτα τὰ γεμάτα πόνο καὶ σημασία ἁπλὰ λόγια:
«Ὑπὸ τὸ μάρμαρο τοῦτο κεῖται ὁ γέρων Ἰωακεὶμ Ζητουνίου ἀπὸ Μεγάλα Βραγγιανὰ τῶν Ἀγράφων, τελευτήσας κατὰ τὴν γ΄ Μαΐου 1844, τὸ ὅλον ἀρχιερατεύσας εἰς τὸ μεῖναν τῆς ἐπαρχίας του μέρος ἐνταῦθα Ἁλμυρὸν καὶ Κοκόσι χρόνους δώδεκα».
Στὸ πάνω μέρος του τάφου ἦταν χαραγμένος ἕνας ἁπλὸς σταυρὸς στὸ μέσον ἑνὸς δάφνινου στεφανιοῦ καὶ δίπλα μία ἀρχιερατικὴ ράβδος.