Αλμυρός
2024
ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού «ΟΘΡΥΣ»
Η Φιλάρχαιος Εταιρεία Αλμυρού «ΟΘΡΥΣ», το αρχαιότερο επιστημονικό ίδρυμα της Θεσσαλίας, ιδρύθηκε επίσημα στις 28 Απριλίου 1896 από μια ομάδα 12 πνευματικών ανθρώπων του Αλμυρού. Ανθρώπων πρωτοπόρων πραγματικά, αφού επρόκειτο για τα πρώτα χρόνια του ελεύθερου βίου μιας φτωχής αγροτικής κωμόπολης, μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό κράτος το 1881. Σύμφωνα με το εγκεκριμένο από τον Βασιλιά Γεώργιο Α΄ καταστατικό της, σκοπός της ήταν «να περισυναγάγη και διαφυλάξη τα εν τη επαρχία Αλμυρού ή αλλαχού ευρισκόμενα έτι λείψανα της τε αρχαίας Ελληνικής εποχής και της Βυζαντιακής ως και των κάτω χρόνων, ων η διάσωσις και μελέτη συμβάλλουσιν εις την διασάφησιν της πατρώας ημών ιστορίας και τέχνης».
Οι άνθρωποι που πλαισίωσαν την «Όθρυ» σ’ εκείνα τα πρώτα της βήματα, προχώρησαν αμέσως στις αναγκαίες δράσεις διάσωσης και προστασίας καταλοίπων ιστορικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Δράσεις που επρόκειτο να γίνουν με την αίσθηση του επείγοντος, αφού οι διάσπαρτες αρχαιότητες κινδύνευαν να χαθούν από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Αγάλματα, επιγραφές, αγγεία, κοσμήματα, χειρόγραφα και βιβλία συναθροίζονταν στο μουσείο της. Σε μια εποχή που η κρατική Αρχαιολογική Υπηρεσία δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί στην περιοχή, οι δραστηριότητες της εταιρείας στη διάσωση των διασκορπισμένων σε ολόκληρη τη Θεσσαλία αρχαιοτήτων προκαλούσαν τον θαυμασμό και τον έπαινο πολλών σημαντικών πνευματικών ανθρώπων της εποχής, Ελλήνων και ξένων.
Βασικό ιδρυτικό στέλεχος και κύριος εμπνευστής της εταιρείας υπήρξε ο ενθουσιώδης και ακάματος μελετητής της θεσσαλικής γης Νικόλαος Ι. Γιαννόπουλος, αυτοδίδακτος αρχαιολόγος, για το έργο και την προσφορά του οποίου έχουν γραφτεί πολλά. Ουσιαστικά η αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή της Θεσσαλίας αρχίζει με την ευεργετική δραστηριότητα του Γιαννόπουλου γύρω από την περισυλλογή και διαφύλαξη των διάσπαρτων αρχαιοτήτων. Η ισχυρή του θέληση να διασώσει την πολιτιστική κληρονομιά ήταν αυτή που τον οδήγησε πρώτα στην ίδρυση της «Όθρυος» και, ακολούθως, στην επίτευξη με μεγάλο ζήλο των στόχων της, ανάμεσα στους οποίους ήταν και η δημιουργία του Αρχαιολογικού Μουσείου Αλμυρού. Από το 1918 ως το τέλος της ζωής του (1945) υπηρέτησε την Αρχαιολογική Υπηρεσία της Θεσσαλίας, ως Επιμελητής Αρχαιοτήτων, με καθήκοντα που αφορούσαν όλη τη Θεσσαλία, έτσι ώστε να περιλαμβάνεται ανάμεσα στους σημαντικότερους Έλληνες αρχαιολόγους της εποχής, με πολύ μεγάλο δημοσιευμένο έργο.
Η πλούσια συλλογική δράση του ιστορικού αυτού σωματείου καταγραφόταν λεπτομερώς στο Δελτίον της εν Αλμυρώ Φιλαρχαίου Εταιρείας της ΟΘΡΥΟΣ, ένα ειδικό αρχαιολογικό περιοδικό, η έκδοση του οποίου αποτέλεσε μια εξαιρετικά τολμηρή δραστηριότητα για τα δεδομένα της εποχής. Το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε το 1899 και ακολούθησαν άλλα έξι τεύχη ως το 1911. Αυτά τα επτά συνολικά τεύχη, ωστόσο, αρκούν για να αντιληφθούμε το μέγεθος του έργου που επιτέλεσε η «Όθρυς» σ’ εκείνη την πρώτη παραγωγική της περίοδο. Στο «Δελτίο» δημοσιεύονταν αναλυτικά τα της ιδρύσεως της εταιρείας, τα πεπραγμένα της, αναλυτικοί κατάλογοι των προσκτημάτων της και εκθέσεις ανασκαφών και αρχαιολογικών εκδρομών που επιχειρούσαν τα μέλη της. Δημοσιεύονταν επίσης μελέτες τοπογραφικές, ιστορικές και άλλα συναφή κείμενα των εταίρων, αλλά και πολλών ξένων επιστημόνων που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή.
Το 1902 και στον απόηχο του κλίματος εθνικής υπερηφάνειας που δημιούργησαν το 1896 οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας, η «Όθρυς» διοργανώνει αθλητικούς αγώνες στον Αλμυρό, τα «Κρόκια», από το αρχαίο όνομα της πεδιάδας του Αλμυρού, το «Κρόκιον πεδίον». Ακολουθώντας το τελετουργικό των Ολυμπιακών Αγώνων, απαγγελλόταν ο «όρκος των Κροκίων» και οι νικητές των αγώνων ονομάζονταν «Κροκιονίκαι». Τα «Κρόκια» τελούνταν με λαμπρότητα για πολλά χρόνια στον Αλμυρό.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Αλμυρού
Η πρώην Ιστορική Βιβλιοθήκη της Φ.Ε.Α. Όθρυς που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αλμυρού
Κορυφαίο, όμως, έργο και επιστέγασμα των προσπαθειών της «Όθρυος» και του Νικόλαου Γιαννόπουλου προσωπικά, ήταν η ανέγερση του Αρχαιολογικού Μουσείου του Αλμυρού. Ενός αρχαιολογικού μουσείου που ιδρύθηκε όχι από το επίσημο ελληνικό κράτος, αλλά χάρη στο ζήλο ενός επαρχιακού σωματείου, μιας μικρής και άσημης αγροτικής κωμόπολης. Η ανέγερση του Μουσείου άρχισε το 1910 με δαπάνες κυρίως του Δήμου και των κατοίκων του Αλμυρού και ολοκληρώθηκε το 1930. Τα αρχαιολογικά ευρήματα που είχαν συγκεντρωθεί προερχόμενα κυρίως από την επαρχία Αλμυρού αλλά και από την υπόλοιπη Θεσσαλία, τα οποία η εταιρεία είχε αποκτήσει με περισυλλογές, δωρεές και αγορές, βρήκαν επιτέλους τη ασφαλή τους θέση στο Μουσείο, όπως και η πολύτιμη Βιβλιοθήκη της με πολλά ιστορικά τεκμήρια που φώτιζαν την ιστορία της περιοχής. Όμως, οι εκτεταμένες καταστροφές που προξένησαν στο κτίριο ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι σεισμοί της περιόδου 1955-1957, η ευθύνη αποκατάστασης και τα τεράστια έξοδα συντήρησης του Μουσείου οδήγησαν το Δ.Σ. της «Όθρυος» στην παραχώρηση του Μουσείου της στο ελληνικό Κράτος. Η επανέκθεση των αρχαιοτήτων που οργανώθηκε σ’ αυτό το 1976 υπό την επίβλεψη του Καθηγητή του Α.Π.Θ. Γ. Χουρμουζιάδη, επρόκειτο να καταστραφεί και πάλι από νέο σεισμό το 1980. Ο χαρακτηρισμός, όμως, του μνημειώδους νεοκλασικού κτιρίου ως «έργου τέχνης» από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεότερων Μνημείων, κίνησε ξανά τις διαδικασίες επισκευής του. Έκτοτε, το «Γιαννοπούλειο Αρχαιολογικό Μουσείο Αλμυρού», όπως ονομάζεται πλέον προς τιμήν του ιδρυτού του, λειτουργεί με σύγχρονες προδιαγραφές, προβάλλοντας τις αρχαιότητες της περιοχής μας, και όχι μόνο, ως έργα τέχνης, αλλά και ως αναπόσπαστα στοιχεία του πολιτισμού των ανθρώπων που κατοίκησαν διαχρονικά την περιοχή του Αλμυρού.
Αναμφίβολα, είναι πολύ σημαντικό το έργο που επιτέλεσε η «Όθρυς» εκείνη την πρώτη, πολύ γόνιμη περίοδο της δράσης της. Με τη λειτουργία της ενέπνευσε στους κατοίκους της περιοχής μας το σεβασμό και την εκτίμηση προς την αρχαία, μεσαιωνική και νεότερη κληρονομιά και την ιστορία γενικότερα. Με εξαίρεση κάποιες περιόδους αδράνειας στα ταραγμένα χρόνια των πολεμικών περιπετειών που έζησε ο τόπος μας, το ιστορικό αυτό σωματείο επαναδραστηριοποιήθηκε δυναμικά τα τελευταία 30 χρόνια στο πλαίσιο ενός νέου, προσαρμοσμένου στις σύγχρονες συνθήκες, καταστατικού, με κύριο σκοπό τη μελέτη, διάσωση και καταγραφή της ιστορίας της ευρύτερης περιοχής Αλμυρού, τη διαφύλαξη του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος και την καλλιέργεια με σύγχρονους όρους των πολιτιστικών αξιών στους κατοίκους της περιοχής μας.
Η σημαντική παράδοση της έκδοσης του «Δελτίου της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού της Όθρυος» συνεχίζεται, επίσης, στο πλαίσιο μιας δεύτερης εκδοτικής περιόδου. Από το 1997 εκδίδει συστηματικά κάθε χρόνο ένα τεύχος (αριθμώντας μέχρι σήμερα 26 τεύχη) με ιστορικά, αρχαιολογικά και λαογραφικά θέματα που αφορούν την περιοχή του Αλμυρού και ευρύτερα τη Θεσσαλία.
Πέρα από την έκδοση του «Δελτίου», το σωματείο μας έχει συνεισφέρει σημαντικά στην πραγματοποίηση πέντε Επιστημονικών Συνεδρίων Αλμυριώτικων Σπουδών από κοινού με τον Δήμο Αλμυρού. Την ευθύνη και επιμέλεια των εκδόσεων των Πρακτικών των Συνεδρίων (Αχαιοφθιωτικά Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄ & Ε΄) , όπως και του ετήσιου «Δελτίου», έχει ο δραστήριος Βίκτωρ Κοντονάτσιος, πρόεδρος του Δ.Σ. της «Όθρυος» στο σύνολο σχεδόν της δεύτερης περιόδου της δράσης της. Πρόκειται για μια τιτάνια εκδοτική προσπάθεια στην οποία επιδόθηκε η Φιλάρχαιος μετά την ανασύστασή της, με χιλιάδες σελίδες δημοσιευμένων εργασιών.
Κοντά στο επιστημονικό της έργο, η «Όθρυς» αναπτύσσει και πολλές άλλες δραστηριότητες πολιτισμού, όπως επισκέψεις και ξεναγήσεις σε χώρους ιστορικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, παρακολούθηση παραστάσεων σε αρχαία θέατρα, ενδιαφέρουσες ημερίδες, διαλέξεις και ομιλίες που προωθούν τους σκοπούς της Εταιρείας και αναδεικνύουν τον τόπο μας. Αξίζει να αναφέρουμε την αγαστή συνεργασία της Εταιρείας μας με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μαγνησίας σε θέματα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, αλλά και τον Δήμο Αλμυρού προκειμένου να υποκινηθούν και αναδειχθούν θέματα ιστορίας και πολιτισμού της περιοχής Αλμυρού. Επίσης, εκτός από την Ιστορική Βιβλιοθήκη της Φιλαρχαίου Εταιρείας της «Όθρυος», η οποία βρίσκεται στο Μουσείο του Αλμυρού μετά την παραχώρηση του τελευταίου στο Υπουργείο Πολιτισμού, με όλα τα παλαίτυπα κ.ά σημαντικά βιβλία, παλιά χειρόγραφα και αρχειακό υλικό, που διέσωσε και διαφύλαξε το σωματείο μας από την αρχή της δράσης του, αξίζει να αναφέρουμε και τη διαρκώς εμπλουτιζόμενη σύγχρονη, αξιόλογη Βιβλιοθήκη της, συμπεριλαμβανομένου του Αρχείου της «Όθρυος», η οποία βρήκε, επίσης, τη μόνιμη και ασφαλή της θέση στο ιδιόκτητο κτίριο, το Πανταζοπούλειο & Κουτσοπίνειο Οίκημα που απέκτησε η Εταιρεία μας, χάρη στη γενναιόδωρη ευεργεσία της κ. Αποστολίας Πανταζοπούλου-Κουτσοπίνα.
Η Φιλάρχαιος Εταιρεία Αλμυρού «Όθρυς» εξακολουθεί, με όλους αυτούς τους τρόπους, να αναδεικνύει την τοπική ιστορία και να πλουτίζει πολιτιστικά την περιοχή του Αλμυρού για 130 σχεδόν χρόνια. Μια σημαντική και μακρόχρονη προσφορά, για την οποία είχε και τη μεγάλη τιμή να βραβευτεί από το Ανώτατο Πνευματικό Ίδρυμα της χώρας, την Ακαδημία Αθηνών στις 20 Δεκεμβρίου 2013.
Ιστορία & Τοπία του Πολιτισμού
της περιοχής Αλμυρού
Χάρτης της Αχαΐας Φθιώτιδας
Η ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού συμπίπτει με την περιοχή που στην αρχαιότητα συναντάμε με το όνομα «Φθιώτις», «Αχαΐα Φθιώτις» και «Φθία». Οι απαρχές των ιστορικών αφηγήσεων για την περιοχή ακουμπούν τον πυρήνα των μύθων γύρω από την καταγωγή των Ελλήνων, την Αργοναυτική Εκστρατεία, τον Τρωικό Πόλεμο. Εδώ γεννήθηκε ο Έλληνας, γιος του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, πρόγονος των Ελλήνων. Από εδώ ξεκίνησε για την Τροία ο ενδοξότερος Ομηρικός ήρωας Αχιλλέας, όπως και ο Πρωτεσίλαος. Η Άλος ήταν πόλη της «Αχαΐας Φθιώτιδας» και ο Αθάμας ο πρώτος βασιλιάς και μυθικός ιδρυτής της. Ο Ηρόδοτος αναφέρεται στην τύχη των επιγόνων του, ενώ στα νομίσματα της κλασικής και της ελληνιστικής Άλου απεικονίζονται τα παιδιά του, Φρίξος και Έλλη, πάνω στο χρυσό κριάρι στο ταξίδι τους προς τη μακρινή Κολχίδα, ένα ταξίδι προπομπό της Αργοναυτικής εκστρατείας του Ιάσονα.
Ανασκαφικό νόμισμα της Άλου
Η περιοχή του Αλμυρού κατοικήθηκε διαχρονικά από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι σήμερα και αυτό οφείλεται κυρίως στο τοπίο. Η γόνιμη πεδιάδα του Αλμυρού, το αρχαίο «Κρόκιον πεδίον», αγκαλιάζεται προστατευτικά από τα ΝΔ από την οροσειρά της Όθρης, ενώ στα ανατολικά ορίζεται από την ακτογραμμή του Παγασητικού, στον οποίο καταλήγουν και τα ποτάμια που τη διασχίζουν. Η αρχαιολογική έρευνα έχει αποδείξει την πυκνή κατοίκηση της περιοχής κατά τη Νεολιθική εποχή. Συγκεκριμένα έχουν εντοπιστεί 18 νεολιθικοί οικισμοί. Γενικά, στην πεδιάδα του Αλμυρού εύκολα μπορεί κανείς να εντοπίσει χαμηλούς γήλοφους (μαγούλες) που καλύπτουν αρχαία λείψανα, και δείχνουν θέσεις προϊστορικών οικισμών. Ανάμεσα σ’ αυτούς η σημαντική «Μαγούλα Ζερέλια» δίπλα στον, επίσης, πολύ σημαντικό υδροβιότοπο, τις δίδυμες λίμνες των Ζερελίων, στα νοτιοδυτικά του Αλμυρού. Η «Μαγούλα Ζερέλια» ερευνήθηκε το 1908 από τους Βρετανούς Wace και Thompson, σε μια προσπάθεια εντοπισμού του ιερού της Ιτωνίας Αθηνάς, ενώ στις πρόσφατες ανασκαφές που έγιναν από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και τη ΙΓ΄ ΕΠΚΑ Μαγνησίας τεκμηριώθηκε η νεολιθική κατοίκησή της.
Οι λίμνες Ζερέλια. Στην αριστερή φωτογραφία διακρίνεται η «Μαγούλα Ζερέλια»
Καθοριστικό ήταν το τοπίο και για την Άλο, παραθαλάσσια πόλη, από τους σημαντικότερους οικισμούς των ιστορικών χρόνων στην πεδιάδα του Αλμυρού, αφού βρισκόταν επάνω στον στρατηγικής σημασίας δρόμο-πέρασμα που ένωνε τη βόρεια και τη νότια Ελλάδα. Με συνεχή κατοίκηση από τα γεωμετρικά και αρχαϊκά χρόνια, η κλασική Άλος δέσποζε στο Αθαμάντιο πεδίο, όπως ονομαζόταν η πεδιάδα γύρω της, από τον θρυλικό ιδρυτή της Αθάμαντα. Μείζων πόλη της Αχαΐας Φθιώτιδας η Άλος, με σημαντικό λιμάνι, αναφέρεται στον ομηρικό κατάλογο των νηών των Αχαιών που εκστράτευσαν κατά της Τροίας, ενώ η περιοχή της αποτέλεσε χώρο ανασύνταξης του περσικού στρατού κατά τους περσικούς πολέμους. Την περίοδο της επέκτασης του Μακεδονικού Βασιλείου καταστράφηκε μετά από πολιορκία του Μακεδόνα στρατηγού Παρμενίωνα το 346 π.Χ. Η θέση της εντοπίζεται στη θέση «Μαγούλα Πλατανιώτικη» και ερευνήθηκε για πρώτη φορά το 1908 από τον Ολλανδό αρχαιολόγο Vollgraff. Τα τελευταία χρόνια πραγματοποιούνται ανασκαφές σ’ αυτή, στο πλαίσιο ενός κοινού ερευνητικού προγράμματος του Ολλανδικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μαγνησίας με τη συμμετοχή των Πανεπιστημίων Θεσσαλίας, Groningen και Amsterdam.
Συνέχεια ή και παράλληλα με την κλασική Άλο έχουμε τη σύντομη κατοίκηση λίγο νοτιότερα της ελληνιστικής Άλου, οχυρής πόλης στη θέση «Κεφάλωση» του Αλμυρού. Ιδρύθηκε στα τέλη του 4ου αι. π.Χ., από τους Μακεδόνες, πιθανόν από τον Μακεδόνα στρατηγό Κάσσανδρο, στην προσπάθεια να προασπιστούν στρατηγικά μακεδονικά, κυρίως αμυντικά, συμφέροντα στη νότια Ελλάδα και στην περίπτωση της Άλου να ελεγχθεί ένα νευραλγικό οδικό πέρασμα ανάμεσα στη βόρεια και νότια Ελλάδα. Πέρα από την αμυντική λειτουργία της καλά οχυρωμένης πόλης της ελληνιστικής Άλου, σημαντική ήταν και η εμπορική της, αν κρίνουμε από τον εντυπωσιακό νομισματικό θησαυρό που βρέθηκε στη ΝΑ πύλη του τείχους της. Η πόλη εγκαταλείφθηκε αιφνίδια πιθανόν ύστερα από σεισμό λίγο μετά το 265 π.Χ. Οι έρευνες σ’ αυτή, που άρχισαν το 1976 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, έχουν ταυτιστεί με τον Καθηγητή Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του Groningen, Reinder Reinders. Η μακροχρόνια δράση του απέδωσε έναν επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο, εμβληματικό για την περιοχή μας.
Η άλλη σημαντική πόλη της Αχαΐας Φθιώτιδας στο βόρειο άκρο της, κοντά στο σημερινό χωριό Μικροθήβες (Άκιτσι), ήταν οι Φθιώτιδες Θήβες. Η αρχαιότερη κατοίκησή της ανάγεται στη Μέση Νεολιθική Εποχή. Χτισμένη σε πλαγιά του φυσικού λόφου «Κάστρο», η αρχαία πόλη με σωζόμενα ερείπια του πολεοδομικού της ιστού, τα τείχη, τα ιερά, την αγορά της και κοντά σ’ αυτή το αρχαίο θέατρο των Φθιωτίδων Θηβών. Θεμελιωμένο στα ρωμαϊκά χρόνια με χωρητικότητα 2.500 θεατών, το θέατρο είναι κατασκευασμένο από παραλληλεπίπεδους ηφαιστειακούς λίθους. Είναι χτισμένο σε πλαγιά φυσικού βουνού, με θέα προς τον Παγασητικό κόλπο, το Κρόκιο πεδίο, και στο βάθος την Όθρυ, το μυθικό βουνό των Τιτάνων, σε μια θέση ιδανική για θέατρο, με πολύ καλή ακουστική. Οι εργασίες αποκατάστασης και ανάδειξης του αρχαίου θεάτρου βρίσκονται σε πολύ καλό σημείο, με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μαγνησίας να πραγματοποιεί τις σχετικές εργασίες αναστήλωσης του μνημείου. Ένα μνημείο, αναπόσπαστα συνδεδεμένο με το άμεσο φυσικό περιβάλλον, και το οποίο αποτελεί, πλέον, μέρος του δικτύου της Πολιτιστικής Διαδρομής Θεσσαλίας.
Το αρχαίο θέατρο Φθιωτίδων Θηβών Ερείπια των παλαιοχριστιανικών Φθιωτίδων Θηβών
Η σημερινή Νέα Αγχίαλος, στη θέση όπου το ελληνικό κράτος εγκατέστησε το 1907 πρόσφυγες από την Αγχίαλο της Βουλγαρίας πάνω σε ερείπια, των οποίων τη σημασία διέγνωσε πρώτος ο Νικόλαος Γιαννόπουλος. Πρόκειται για τα ερείπια της ευλίμενου, κατά τον Στράβωνα, Πυράσου, από τους αρχαιότερους νεολιθικούς οικισμούς της Μαγνησίας. Στα χρόνια ακμής των Φθιωτίδων Θηβών αποτέλεσε επίνειό τους, ενώ μετά την παρακμή τους, αναπτύχθηκε εδώ μια πλούσια και σημαντική πόλη, ιδιαίτερα στα πρωτοχριστιανικά και πρώιμα βυζαντινά χρόνια, οι Χριστιανικές, όπως προσδιορίζονται, (Φθιώτιδες) Θήβες, αφού αναδείχθηκε σε κέντρο διάδοσης του Χριστιανισμού στη γύρω περιοχή. Οι ανασκαφές, που άρχισαν εδώ συστηματικά το 1924 και συνεχίζονται ως τις μέρες μας, έφεραν στο φως λαμπρά βυζαντινά μνημεία, ανάμεσα στα οποία ναούς ρυθμού βασιλικής, εκκλησιαστικά και ιδιωτικά κτίρια, πλακόστρωτους δρόμους, σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης, λουτρά, παλαίστρα, γυμνάσιο, νεκροταφεία και πλούσια ψηφιδωτά.
Τον ύστερο Μεσαίωνα ακμάζει, σε προνομιακή θέση για την εποχή, ο μεσαιωνικός Αλμυρός, μια πολύ σημαντική παραθαλάσσια πόλη, με παροικίες Βενετών, Πιζάνων, Γενουατών, μετά από εμπορικές διευκολύνσεις που παρείχαν σ’ αυτούς οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες, αλλά και μια ισχυρή εβραϊκή κοινότητα. Όλοι αυτοί με τις ναυτικές και εμπορικές τους επιχειρήσεις συναλλάσσονταν στο λιμάνι του Αλμυρού, το τρίτο κατά σειρά δραστήριο εμπορικό λιμάνι του ύστερου Βυζαντίου, μετά την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη, ενώ στους χάρτες της εποχής ο Παγασητικός κόλπος αναγράφεται ως «κόλπος του Αλμυρού» (Golfo de Armiro). Η εμπορική ακμή και η ναυτική ανάπτυξη του μεσαιωνικού Αλμυρού τερματίστηκε με την ολοκληρωτική καταστροφή που επέφερε στην περιοχή η μάχη που έγινε το 1311 ανάμεσα σε Καταλανούς και Φράγκους. Λίγα χρόνια αργότερα θα σβήσει οριστικά με την τουρκική κατάκτηση.
Από όλη την περιοχή του Αλμυρού, ο Πτελεός (Φτελιό) ήταν αυτός που καθυστέρησε να υποταχθεί στους Τούρκους. Η ιστορία του Πτελεού φθάνει πίσω στα Ομηρικά χρόνια, αφού και αυτός αναφέρεται στον κατάλογο των πόλεων που έστειλαν πλοία στην Τροία. Στα μεσαιωνικά χρόνια η περιοχή του Πτελεού αποτέλεσε βενετική κτήση για 300 χρόνια περίπου, αφού το λιμάνι του είχε παραχωρηθεί στους Βενετούς από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες πριν από το 1204, με διαρκώς ανανεούμενες ευνοϊκές συμβάσεις. Η Βενετική κτήση και η εμπορική εκμετάλλευση του λιμανιού του Πτελεού από τους Ιταλούς ναυτεμπόρους διατηρήθηκε μέχρι το 1470, με καταβολή χρηματικών ποσών από τους Βενετούς στους Τούρκους. Ο μεσαιωνικός οχυρωμένος οικισμός του, το Κάστρο του Πτελεού, με τον «Βενετικό πύργο» και τον «Αλατόπυργο» αποτελούν σήμερα μνημεία του 13ου αιώνα, για τα οποία γίνονται προσπάθειες ιστορικής τους ανάδειξης και επανασύνδεσης με τη σύγχρονη κοινωνικοοικονομική και πολιτιστική ζωή.
Το Κάστρο του Πτελεού
Πολλά ήταν και τα βυζαντινά μοναστήρια στην περιοχή του Αλμυρού. Ωστόσο, τα μόνα που άντεξαν στη φθορά του χρόνου δίδοντάς μας σαφή τεκμήρια του βυζαντινού παρελθόντος της περιοχής του Αλμυρού είναι οι Μονές της Άνω και της παλαιάς Κάτω Μονής Παναγίας Ξενιάς, στις καταπράσινες και ήρεμες βουνοπλαγιές της Όθρυος. Η ίδρυση της Άνω Μονής Παναγίας Ξενιάς (Παναγίας Κισσιώτισσας) ανάγεται στο έτος 647 μ.Χ., και επέζησε για αιώνες, στην απομονωμένη και ασφαλή του περιοχή, μέχρι τις μέρες μας. Η λειτουργία της ως θρησκευτικό κέντρο στην περιοχή μας διαδέχτηκε εκείνη των Χριστιανικών Φθιωτίδων Θηβών. Οι Μονές της Ξενιάς κράτησαν ζωντανή μέσα στους αιώνες την ορθόδοξη μοναστική παράδοση στην ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας αποτέλεσαν καταφύγιο θρησκευτικό και στήριγμα οικονομικό για τον ντόπιο πληθυσμό, ενώ συνεισέφεραν ενεργά και στους απελευθερωτικούς αγώνες.
Τα ιστορικά μοναστήρια της Άνω και της παλαιάς Κάτω Μονής Παναγίας Ξενιάς
Μετά την τουρκική κατάκτηση της περιοχής ο Αλμυρός παρακμάζει. Με τον ερχομό των Οθωμανών στην πεδιάδα του Αλμυρού, οι κάτοικοι αποσύρονται στα γύρω ορεινά χωριά, μερικά από τα οποία, όπως ο Πλάτανος, η Βρύναινα, οι Κωφοί, οι Κοκκωτοί, η Γούρα, αναδεικνύονται σε «κεφαλοχώρια». Εδώ, λίγος άνεμος ελευθερίας επέτρεπε στους κατοίκους κάποια οικονομική δραστηριότητα και τη χριστιανική λατρεία σε εκκλησίες, σε αντίθεση με τον τουρκοκρατούμενο Αλμυρό όπου το χριστιανικό στοιχείο είχε ελαττωθεί σημαντικά. Στην πόλη υπήρχαν δέκα τουρκικά τζαμιά, τα πέντε με μιναρέ, και έπρεπε να περιμένει ως το 1802 για να έχει, μετά από πολλή προσπάθεια την πρώτη του εκκλησία, τον Άγιο Νικόλαο, ο οποίος κτίσθηκε σε 40 ημέρες.
Ο Αλμυρός το 1886, σε σχεδίασμα του Ν. Ι. Γιαννόπουλου (Φωτ. Αρχείο Φ.Ε.Α. ΟΘΡΥΣ)
Το 1881 με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, ξεκινά ο ελεύθερος βίος της περιοχής Αλμυρού (17 Αυγούστου 1881). Ο Αλμυρός στη νεότερη ιστορία του γνώρισε στιγμές σημαντικής προόδου, αλλά και στασιμότητας, ιδιαίτερα στα δύσκολα χρόνια των πολέμων, ακολουθώντας και τη γενικότερη ελληνική ιστορία. Ξεκίνησε ως μια φτωχή αγροτική επαρχία που βγήκε μέσα από ένα υπόδουλο καθεστώς και προσπάθησε να βρει το βηματισμό της μέσα από έναν αργό μετασχηματισμό. Κυρίως οι αγώνες για τη βελτίωση της ζωής των αγροτών, που αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού της περιοχής, ήταν αυτές που κυριάρχησαν στην κοινωνικοοικονομική ζωή. Παρά τη διαμορφωμένη αγροτική συνθήκη των μεγαλοϊδιοκτησιών, οι μικρογεωργοί της περιοχής οδηγήθηκαν στην ανάγκη συνεργασίας τους και στην ανάπτυξη της συνεταιριστικής ιδέας από πολύ νωρίς στον τόπο μας, χάρη στις προσπάθειες του γεωπόνου-διευθυντή της Κασσαβέτειας Γεωργικής Σχολής Δημητρίου Γρηγοριάδη και του δάσκαλου Νικόλαου Μιχόπουλου. Το «Μετοχικόν Γεωργικόν Ταμείον Αλληλοβοηθείας» που ιδρύθηκε το 1900 ήταν ο πρώτος Συνεταιρισμός στην Ελλάδα. Μια άλλη σημαντική περίπτωση συλλογικής προσπάθειας, που έκανε την Επαρχία Αλμυρού να ξεχωρίσει, είναι η δράση των μελών της ιδρυθείσας το 1896 Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού «Όθρυς», γύρω από τη συλλογή και καταγραφή καταλοίπων του παρελθόντος.
Το αλμυριώτικο τοπίο από τις υπώρειες της Όθρυος
Αναμφίβολα, τα ίχνη του πολιτισμού των ανθρώπων, που κατοίκησαν διαχρονικά την περιοχή Αλμυρού, μπορούμε να τα συναντήσουμε σε πολλές γωνιές της. Τα βρίσκουν οι αρχαιολόγοι σε επάλληλα στρώματα, τα μελετούν οι ιστορικοί αναλύοντας τις πηγές. Όλα δείχνουν τη δυνατή θέληση των ανθρώπων, οι οποίοι παρά τις συμφορές που βίωναν, επέλεγαν να παραμείνουν στον τόπο τους, κτίζοντας διαρκώς πάνω στα ερείπια. Ιστορικοί τόποι, αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία, ιστορικά και θρησκευτικά· κάποια γνωστά και άλλα λιγότερο γνωστά, που όλα, όμως, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον ρου της τοπικής μας ιστορίας, αποτελούν στοιχεία της φυσικής και πολιτιστικής μας κληρονομιάς και απομένει σε εμάς να τα αναδείξουμε και να εντάξουμε στη σύγχρονη κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ζωή μας. Σ’ αυτή, ακριβώς, την κατεύθυνση θα συνεχίσει να δραστηριοποιείται και η Φιλάρχαιος Εταιρεία Αλμυρού «Όθρυς», με το διαρκές ενδιαφέρον της για την ενσωμάτωση, με σύγχρονους όρους, της πολιτιστικής μας κληρονομιάς στην καθημερινή ζωή των Αλμυριωτών.
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ Φ.Ε.Α. «ΟΘΡΥΣ»
Κείμενα & επιμέλεια εντύπου : Ελένη Δημάκου & Βασίλης Φυτιλής