ΣΧΕΣΕΙΣ ΝΤΟΠΙΩΝ ΑΛΜΥΡΙΩΤΩΝ ΚΑΙ ΞΕΝΩΝ ΠΑΡΟΙΚΩΝ ΤΩΝ ΔΥΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΛΜΥΡΩΝ

Σχέσεις   μεταξὺ  παροίκων καὶ ἐγχωρίων Ἁλμυριωτῶν

Παρὰ τὴν φαινομενικὴ δυναμικὴ κυριαρχία καὶ ἐξουσιαστικῆς μορφῆς παρουσία  τῶν ξένων παροίκων στὴν πόλη τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τὴν  φαινομενικὴ ἀφάνεια καὶ ἀπουσία  τῶν ντόπιων κατοίκων τοῦ Ἁλμυροῦ, ἡ παρουσία  τῶν   γνησίων Ἁλμυριωτῶν, τοὐλάχιστον μερικῶν ἀπὸ αὐτούς, στὴν οἰκονομικὴ ζωὴ καὶ δραστηριότητα τῆς πόλης δὲν  ἦταν ἀσήμαντη.

Ἡ δυνατότητα τῆς οἰκονομικῆς ἀνάπτυξης τοῦ Ἁλμυροῦ  ἐξ ἄλλου εἶχε θεμελιωθεῖ πρὶν ἀκόμη ἐγκατασταθοῦν σ’ αὐτόν οἱ Βενετοί, οἱ Γενουάτες καὶ οἱ Πισάτες. Ἡ μετακίνηση  τοῦ κέντρου βάρους τῆς οἰκονομικῆς δραστηριότητας τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν  στὴν πόλη τοῦ Ἁλμυροῦ ἦταν μία περαιτέρω δυναμικὴ ὤθηση στὴν προϋπάρχουσα ἐν ἐξελίξει ἀναπτυξιακὴ πορεία τοῦ Ἁλμυροῦ.

Μετὰ τὴν καταστροφὴ καὶ τὴν ἐγκατάλειψη τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν οἱ περισσότερο δραστηριοποιημένοι ἐπαγγελματικῶς καὶ ἐπιχειρηματικῶς κάτοικοι τῆς πόλης αὐτῆς, οἱ ἐπιχειρηματίες καὶ οἱ ἰσχυρότεροι ἀπὸ οἰκονομικὴ ἄποψη, μετέφεραν τὶς δραστηριότητές τους καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὸν Ἁλμυρό, ὅπου πλέον ὑπῆρχαν καὶ δημιουργοῦνταν συνεχῶς καὶ νέα πεδία δράσης γιὰ τὰ δραστήρια καὶ τὰ προοδευτικὰ  πνεύματα.

Ἀπὸ τὸν 9ο ἀκόμη αἰῶνα ὁ Ἁλμυρὸς ἦταν ἕδρα ἐπισκοπῆς κατέχοντας τὴν 23η θέση   μεταξὺ   τῶν ἐπισκοπῶν τῆς  Μητρόπολης τῆς Λάρισας. Πολὺ πρὶν φτάσουν οἱ ξένοι ἐμπορικοὶ πράκτορες καὶ ἐγκατασταθοῦν οἱ ὀργανωμένες εὐρωπαϊκὲς ναυτεμπορικὲς ἐπιχειρήσεις τους, εἶχαν δημιουργηθεῖ στὸν Ἁλμυρὸ οἱ προοπτικὲς ἀνάπτυξης τοῦ τόπου.

Στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, τὴν ἐποχή κατὰ τὴν ὁποία ἄρχισε ἡ ἐγκατάσταση  τῶν ξένων παροίκων καὶ  τῶν ἐπιχειρήσεών τους στὸ λιμάνι τοῦ Ἁλμυροῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σημαντικὸ Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας, τὸ ὁποῖο ἦταν λίγο ἀπομακρυσμένο, ὑπῆρχαν τρία ὀρθόδοξα μοναστήρια, τῆς Ἁγίας Τριάδας στὴν περιοχὴ τῆς σημερινῆς Σούρπης, τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Νέου  στὴν περιοχὴ τοῦ σημερινοῦ Μπακλαλιοῦ καὶ ἕνα ἄλλο, ἀγνώστου, μέχρι σήμερα, ἁγίου,  στὴ θέση «Τσουρνάτη Βρύση».

Στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ ἦταν ἐγκαταστημένες ἀπὸ πρὶν βυζαντινὲς ἀρχοντικὲς οἰκογένειες οἱ ὁποῖες κατεῖχαν καὶ ἐκμεταλλεύονταν  μεγάλες γεωργικὲς ἐκτάσεις. Οἱ ἀρχοντικὲς αὐτὲς οἰκογένειες τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἀπολάμβαναν ἰδιαίτερης εὐνοϊκῆς φορολογικῆς μεταχείρησης, πρὶν ἀκόμη ἐγκατασταθοῦν σ’ αὐτὴν οἱ Βενετοί, οἱ Γενουάτες καὶ οἱ Πισάτες ἔμποροι. Δὲν ἔλειπαν ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ οἱ  πολυμελεῖς τάξεις  τῶν «Χρυσοβουλάτων» καὶ  τῶν «Ἐκσκουσάτων» οἱ ὁποῖοι κυριαρχοῦσαν στὴν ὑπόλοιπη Θεσσαλία.

Οἱ ἀρχοντικὲς οἰκογένειες τῶν «Σιμισαράτων», τῶν «Λεβαχάτων», τῶν «Ταρωνάτων», ἀλλὰ καὶ τὸ «Ἀρχοντοχώρι» στὴν περιοχή τοῦ Ἀϊδινίου, μὲ μεγάλες ἰδιόκτητες ἐκτάσεις γῆς, δὲν  πρέπει νὰ   εἶναι τὸ μόνο παράδειγμα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ.

Τὰ παραγόμενα προϊόντα στὴν περιοχὴ δὲν  ἦταν μόνο γεωργοκτηνοτροφικῆς μορφῆς. Ὁ περίφημος «πτελατικὸς οἶνος», περιζήτητος στὰ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, δὲν  ἄρχισε νὰ   παράγεται αἰφνιδιαστικῶς ὅταν  ἤ ἐπειδὴ ἔφτασαν στὴν περιοχὴ οἱ «φραγκικὲς» ἐμπορικὲς ἀντιπροσωπεῖες καὶ ἐπιχειρήσεις. Παραγόταν ἀπὸ πολὺ πρὶν καὶ ἦταν προϊὸν μακρόχρονης παράδοσης καὶ ἐξειδικευμένης παραγωγῆς. Ἡ περιοχὴ τοῦ Πτελεοῦ ἦταν ὀνομαστὴ  πρὶν τὴν κατάκτησή της ἀπὸ τοὺς Φράγκους, γιὰ τὰ ἀμπέλια της καὶ τὰ κρασιὰ της, τὰ ὁποῖα  πουλοῦνταν μέχρι καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη.

Ὁ «πτελεατικὸς οἶνος» ἦταν περιζήτητος στὸ ἐμπόριο τοῦ Αἰγαίου πρὶν  ἀπὸ τοὺς χρόνους τῆς Φραγκοκρατίας, τοὐλάχιστον ἀπὸ τὸ 1192 μ.Χ. μέχρι καὶ τὸ τέλος τοῦ 15ου αἰῶνα.  Πολὺ χαρακτηριστικὴ καὶ ἀρκετὰ δηλωτικὴ    τοῦ γεγονότος αὐτοῦ εἶναι ἡ φράση τοῦ Νικήτα Χωνιάτη «ἐκ τοῦ πλουσίου εἰς ἀμπελῶνας καὶ παρὰ τὸν εἴσπλουν τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου κειμένου Πτελεοῦ ἐστέλλοντο εἰς Ἀθήνας κατὰ τοὺς πρὸ τῆς φραγκοκρατίας χρόνους φορτία οἴνου».

Στὸν Ἁλμυρὸ ἦταν ἀναπτυγμένη ἀκόμη ἡ βιοτεχνία λινῶν ὑφασμάτων. Καὶ αὐτὴ δὲν  ἀναπτύχθηκε μετὰ τὴν ἄφιξη  τῶν ξένων παροίκων οὔτε βεβαίως ἐξ αἰτίας τῆς δημιουργίας  καὶ τῆς ἐγκατάστασης στὸν Ἁλμυρὸ τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐμπορικῶν τους ἐπιχειρήσεων. Ἦταν μία ἐξειδικευμένη ἐγχώρια παραγωγὴ  ἀναπτυγμένη ἀπὸ πρὶν στὸν Ἁλμυρό. Καὶ ἀσφαλῶς γιὰ νὰ   ἐξελιχθεῖ σὲ  ἐξειδικευμένη παραγωγὴ σημαίνει ὅτι  προϋπῆρχε μακροχρόνια ἐξελικτικὴ παράδοση.

Ὅλη αὐτὴ ἡ ἐνυπάρχουσα δυναμικὴ κατάσταση καὶ ἀναπτυξιακὴ πορεία στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ μαζὶ μὲ τὰ ὑπόλοιπα, μοναδικὰ στὸ εἶδος τους, προσόντα τῆς περιοχῆς, ὅπως ἀναφέρθηκαν παραπάνω, ἦταν ἕνας ἐπὶ πλέον ἑλκυστικὸς παραγόντας γιὰ τὴν ἐγκατάσταση σ’ αὐτὸν  τῶν ναυτικῶν καὶ ἐμπορικῶν ἐπιχειρήσεων  τῶν ξένων παροίκων.  Αὐτὸ δηλώνει ὅτι  ἡ σχετικὴ ἀνάπτυξη τοῦ  παραλιακοῦ Ἁλμυροῦ τῆς Βυζαντινὴς Ἐποχῆς εἶχε ἀρχίσει πρὶν τὴν ἐγκατάσταση  τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐμπορικῶν ἐπιχειρήσεων καὶ ὅτι ὑπῆρχαν οἱ ἀναγκαῖες προϋποθέσεις καὶ οἱ δυνατότητες περαιτέρω ἀνἀπτυξης. Ἡ προϋπάρχουσα αὐτὴ κατάσταση ἦταν ἕνας ἐπὶ πλέον ἑλκυστικὸς παράγοντας γιὰ τὴν προσέλκυση καὶ ἐγκατάσταση στὸν Ἁλμυρὸ τῶν μεγάλων εὐρωπαϊκῶν ναυτεμπορικῶν δυνάμεων.

Τὸ «ἁλμυρωτικὸν λίνειον ὕφασμα» ἦταν περιζήτητο καὶ ἡ φήμη του ἁπλωνόταν σ’ ὅλη τὴν Ἑλλάδα. Ἐνδεικτικὸ παράδειγμα τοῦ πόσον  περίφημο καὶ περιζήτητο ἦταν τὸ «ἁλμυρωτικὸν λίνειον ὕφασμα»  εἶναι  ἡ πληροφορία ὅτι ὁ  ἐπίσκοπος Ναυπάκτου Ἰωάννης Ἀπόκαυκος, ἀπὸ τὴν  τόσο μακρινὴ ἕδρα του, τὴν Ναύπακτο, ζήτησε μὲ ἐπιστολή του ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Λαρίσης Καλοσπίτη νὰ μεσολαβήσει καὶ νὰ φροντίσει νὰ τοῦ στείλει «ἁλμυριωτικὸν λίνειον ὕφασμα» γιὰ τὰ ἄμφιά του. Καὶ ὁ Καλοσπίτης, μὲ τὴ σειρά του ζήτησε τὴν μεσολάβηση τοῦ γνωστοῦ του ἐπισκόπου τοῦ Γαρδικίου Φθιώτιδος. Πράγματι ὁ ἐπίσκοπος Γαρδικίου ἐπισκέφθηκε τὸν Ἰωάννη Ἀπόκαυκο καὶ τοῦ προσκόμισε «ἁλμυριωτικὸν λίνειον ὕφασμα».[1]

Τὴν παραπάνω πληροφορία ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ  Ν. Α. Βέης γράφοντας: «Ἰδιαιτέρας προσοχῆς ἀξία εἶναι ἐπιστολὴ τοῦ Ἀπόκαυκου πρὸς τὸν Καλοσπίτην, γραφεῖσα κατὰ τὰ τέλη  1223 ἤ 1224, ἐν ᾗ γίνεται μνεία «ἁλμυριωτικοῦ λινείου ὑφάσματος». Εἶναι δὲ ἡ μνεία αὕτη ἀξιοσημείωτος διὰ τὴν ἱστορίαν τῆς ἐν Ἁλμυροῖς τῆς Θεσσαλίας κατὰ τοὺς μέσους αἰῶνας ἀκμαζούσης ὑφ’ Ἑλλήνων, Ἑσπερίων καὶ Ἰουδαίων διενεργουμένης βιομηχανίας καὶ ἐμπορίας μάλιστα ὑφασμάτων».[2]

Ἡ  ἐξειδικευμένη αὐτὴ παραγωγὴ τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ προοπτικὴ τῆς περαιτέρω ἀνάπτυξής της λειτούργησε, ὅπως ἦταν φυσικό, ὡς ἕνα ἐπὶ πλέον κίνητρο γιὰ τὴν προσέλκυση ξένων παροίκων καὶ ἐμπόρων.

Οἱ ναυτικὲς καὶ ἐμπορικὲς ἐπιχειρήσεις οἱ ὁποῖες ἐγκαταστάθηκαν στὸν Ἁλμυρὸ βοήθησαν νὰ   ἀναδειχθεῖ καὶ νὰ   ἀναπτυχθεῖ περαιτέρω ἡ  ὑπάρχουσα «ἐν δυνάμει» στὴν περιοχὴ αὐτὴ οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη καὶ συνετέλεσαν στὴν εὐρύτερη καὶ  μεγαλύτερη ἐπέκτασή της.

Εὐνοϊκότατη χρονικὴ σύμπτωση στὴν ἀνάπτυξη τοῦ Ἁλμυροῦ ἦταν, χωρίς ἀμφιβολία, ἡ παρακμὴ καὶ ἡ έγκατάλειψη   τῶν μέχρι τότε ἀκμαζουσῶν Φθιωτίδων Θηβῶν.

Στὸν Ἁλμυρὸ ὑπῆρχε ἐπίσης ἀναπτυγμένη, πρὶν ἀκόμη αὐτὸς ἐποικισθεῖ ἀπὸ ξένους, ἡ ἁλιεία τῆς πορφύρας. Ἦταν μία ἄλλη ἐξειδικευμένη παραγωγὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, ἡ ὁποία ἀπὸ τὴ φύση της ἐνεῖχε τὴν δυναμικὴ τῆς περαιτέρω ἀνάπτυξης καὶ ἀνάδειξής της. Συνδεόταν ἀπ’ εὐθείας μὲ τὴν ἀρχοντικὴ καὶ αὐτοκρατορικὴ βυζαντινὴ πολυτέλεια.

Οἱ πορφύρες δὲν  ἦταν φυσικὰ προϊὸν τὸ ὁποῖο  προοριζόταν γιὰ ὅλους. Δὲν ἦταν προϊὸν τὸ ὁποῖο μποροῦσαν νὰ   τὸ προμηθευτοῦν εὔκολα ὅλοι. «Πορφυρογέννητοι» μποροῦσαν νὰ   εἶναι μόνο λίγοι. Οἱ Ἁλμυριῶτες τῆς Βυζαντινῆς Ἐποχῆς ἦταν ἐξειδικευμένοι ἁλιεῖς τῆς πορφύρας. Ἁλμυριῶτες ἦταν ἐπίσης  καὶ οἱ ἄλλοι εἰδικευμένοι τεχνίτες οἱ ὁποῖοι ἦταν ἀπαραίτητοι γιὰ τὴν περαιτέρω ἐπεξεργασία καὶ τὴν χρησιμοποίησή της στὴ βαφὴ ὑφασμάτων.

Τὸ περιζήτητο «ἁλμυριωτικὸν λίνειον ὕφασμα», βαμμένο μὲ «πορφύρα», ἡ ὁποία ἐπίσης ἁλιευόταν ἀπὸ εἰδικευμένους ἁλιεῖς τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἐπεξεργαζόταν  ἀπὸ εἰδικευμένους τεχνίτες, ἦταν ἕνας ἀκόμη παράγοντας τῆς «ἐν δυνάμει» ἀναπτυξιακῆς προοπτικῆς τοῦ τόπου αὐτοῦ.  Ἦταν ἕνας ἀκόμη παράγοντας προσέλκυσης  ξένων δυναμικῶν ναυτεμπορικῶν ἐπιχειρήσεων.

Ὡς μία ἔνδειξη τῆς ἀναγνώρισης τῆς σημαντικότητας τοῦ ρόλου καὶ τῆς προσφορᾶς  τῶν ἁλιέων τῆς πορφύρας μπορεῖ νὰ   θεωρηθεῖ ἡ ἀπαλλαγή τους ἀπὸ κάποιες φορολογικὲς ἐπιβαρύνσεις. Ὁ Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος ἀναφέρει σχετικὰ «ἐν ἀρχαῖς τῆς δεκάτης ἑκατονταετηρίδος οἱ πλώιμοι[3] ἐξῃρέθησαν τῆς ὑποχρεώσεως τοῦ νὰ συντελέσωσιν εἴς τινα ἐπὶ τὴν Ἰταλίαν στρατείαν. Παρεκτὸς δὲ τῶν πλωίμων ἀπηλλάγησαν ὡσαύτως κατὰ τὴν περίστασιν ταύτην πάσης εἰσφορᾶς οἱ κογχυλευταί, ὅ ἐστὶν οἱ ἁλιεύοντες τὰ πορφυροῦχα κογχύλια».[4]

Ὅλη αὐτή ἡ ἀναδυόμενη ἐγχώρια  τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ  ἀναπτυξιακὴ πορεία, μὲ σαφεῖς προοπτικὲς περαιτέρω ἐξέλιξής της, ἦταν ἰσχυρὸς καὶ προκλητικὸς πόλος ἕλξης προοδευτικῶν καιροσκόπων ἐπιχειρηματιῶν.

Ἡ βασικὴ ὑποδομὴ ἐκείνου τὸ ὁποῖο σὲ σύντομο διάστημα ἀνέδειξε τὸν Ἁλμυρὸ ἀπὸ ἕνα μικρό, ἀσήμαντο, ἄγνωστο πόλισμα σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα ἐμπορικὰ κέντρα τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἦταν ἐγχώρια. Ἡ περαιτέρω  ἀνάπτυξη καὶ ἡ εὐρύτερη διάδοσή της ὀφειλόταν στὴν  ἀλλοδαπὴ ἐπέμβαση ἡ ὁποία διέδιδε καὶ διοχέτευε τὸν παραγόμενο πλοῦτο.

Λίγοι,  ὡστόσο,  ἦταν οἱ Ἁλμυριῶτες οἱ ὁποῖοι ἔζησαν μέσα στὸν πλοῦτο καὶ στὴν ἄνεση ὁ ὁποῖος παραγόταν σ’ αὐτὸν    καὶ οἱ ὁποῖοι συμμετεῖχαν ἐνεργῶς στὸν ὅλο αὐτὸν ἀναπτυξιακὸ ὀργασμό. Ἦταν ὅσοι εἶχαν τὴ δύναμη καὶ τὰ μέσα νὰ   διαφεντεύουν, νὰ   καθοδηγοῦν καὶ νὰ   ἐλέγχουν τὴν ὑπάρχουσα ἐγχώρια ὑποδομὴ καὶ μὲ τὴν κοινωνική τους θέση καὶ τὶς διασυνδέσεις μὲ τὴν ἐξουσία τοῦ Βυζαντίου καὶ τοὺς ποικίλης μορφῆς βυζαντινοὺς ἄρχοντες οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ,   νὰ   μεσολαβοῦν, νὰ συνηγοροῦν  καὶ νὰ   ἐκμαιεύουν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη εὐνοϊκὲς καὶ προνομιακὲς παροχὲς στοὺς  ξένους εἰσβολεῖς καὶ τοὺς συνεργάτες τους.

Ἐνισχυτικὸ καὶ ἐπιβεβαιωτικὸ  τῆς κατάστασης αὐτῆς ἡ ὁποία ἐπικρατοῦσε στὸν  Βυζαντινὸ  Ἁλμυρὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ «Λογοθέτης τοῦ Δρόμου» τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, δηλαδὴ κάτι περίπου ὅπως ὁ σημερινός ὑπουργὸς ἐμπορίου, ἐξωτερικῶν καὶ συγκοινωνιῶν, Βασίλειος Μετρητόπουλος ἦταν εγκαταστημένος γιᾶ πολύ καιρὸ στὸν Ἁλμυρὸ καὶ ἦταν, περίπου, καὶ ὁ  Διοικητής τῆς Περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ.

Μία τέτοια ἀπόσπαση εὐνοϊκῆς καὶ προνομιακῆς παροχῆς μπορεῖ νὰ ἦταν καὶ «ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ πάσης εἰσφορᾶς καὶ τῶν κογχυλευτῶν τοῦ Ἁλμυροῦ». Ἄν ἡ ἀπαλλαγὴ αὐτὴ σήμαινε ὅτι ὑπῆρχε καὶ κάποια ἰδιαίτερη οἰκονομικὴ εὐμάρεια τῶν κογχυλευτῶν τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ μποροῦμε, «παιδαριωδῶς ἀκκιζόμενοι», νὰ φαντασθοῦμε καὶ κάποια «πορφυρογέννητα» Ἁλμυριωτόπουλα, ἔστω καὶ ἄν ἦταν σὲ «μπισίκια» κοιμισμένα.

Τὸ ἐμπόριο τοῦ Αἰγαίου καὶ τῆς Μεσογείου, ἀπὸ καὶ πρὸς τὸ λιμάνι τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ, βρισκόταν, σχεδὸν ἀποκλειστικῶς, στὰ χέρια Βενετῶν, Πισατῶν καὶ Γενουατῶν. Στὰ χέρια  τῶν Ἑβραίων βρισκόταν κυρίως ἡ πρακτόρευση  τῶν κάθε λογῆς προϊόντων.

Οἱ λοιπὲς ἀπαραίτητες ἐργασίες, οἱ ὁποῖες κατὰ τὸ πλεῖστον ἀπαιτοῦσαν ἐργατικὰ χέρια, ὅπως ἡ διὰ ξηρᾶς μεταφορὰ  τῶν παντὸς εἴδους προϊόντων ἀπὸ τὸ λιμάνι πρὸς τὸ ἐσωτερικὸ τῆς Θεσσαλίας καὶ ἀπὸ αὐτὸ πρὸς τὸ λιμάνι, ἡ φόρτωση καὶ ἡ ἐκφόρτωση τῶν ἐμπορευμάτων, ἡ παραγωγή  τῶν προϊόντων, ἡ ξύλευση  τῶν ἀπέραντων δρυμώνων τῆς ἁλμυριώτικης πεδιάδας καὶ τῆς Ὄρθρης, ἡ ἐκμετάλλευση  τῶν παντὸς εἴδους καταστημάτων παροχῆς ὑπηρεσιῶν, καφενείων, ταβερνῶν, χανιῶν, κέντρων διασκέδασης καὶ θεαμάτων, ἡ συσκευασία, ἡ ἀποθήκευση, ἡ φύλαξη, ἡ ταξινόμηση καὶ γενικῶς ἡ κάθε εἴδους χειρονακτικὴ καὶ ἐργατικὴ ὑπηρεσία βρισκόταν κυρίως στὰ χέρια  τῶν ντόπιων κατοίκων τοῦ Ἁλμυροῦ.

Οἱ χειρονακτικὲς αὐτὲς ἐργασίες οἱ ὁποῖες ἦταν στὰ χέρια  τῶν ντόπιων κατοίκων ἦταν ἐκεῖνες,  ὡστόσο, οἱ ὁποῖες στήριζαν τὴν ζωὴ καὶ τὴν ὅλη δραστηριότητα τῆς περιοχῆς καὶ ἀποτελοῦσαν τὸν κύριο καὶ ἀφανὴ ὄγκο τῆς συνολικῆς δραστηριότητας τῆς πολυθόρυβης καὶ κοσμοπολίτικης ζωῆς τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ.

Οἱ σχέσεις παροίκων καὶ ντόπιων κατοίκων στὴν περιοχὴ τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ, ὅπως καθορίστηκαν ἀπὸ τὶς ἐπικρατοῦσες συνθῆκες καὶ περιγράφηκαν, δὲν  ἦταν οὔτε φιλικὲς οὔτε ἐχθρικές. Διαμορφώθηκαν ἀναγκαστικῶς, ἀναλόγως  πρὸς τὴν πολιτικὴ καὶ οἰκονομική, τοὐλάχιστον, διάσταση τοῦ θέματος.

Δὲν μποροῦσε νὰ   γίνει διαφορετικά. Στὶς μεγαλουπόλεις, οἱ ὁποῖες εὐκαιριακῶς ἀναδύονται καὶ ἀπὸ προηγούμενη  ἀνυπαρξία τους ἀναπτύσσονται μὲ γοργοὺς ἀνεξέλεγκτους ρυθμούς, κάποιοι, οἱ λίγοι, ζοῦν σ’ ἕνα περιβάλλον ἀφάνταστου πλούτου καὶ ἐπίδειξης, νεοπλουτίστικης κομπορρημοσύνης καὶ συμπεριφορᾶς, καὶ κάποιοι ἄλλοι, οἱ πολλοί, ἀπολαμβάνουν καὶ χαίρονται μία ζωή ἥρεμη, ἁπλῆ καὶ ἄνετη, ξένη πρὸς τὴν τριγύρω τους θορυβώδικη ἐπιδεικτικὴ ἀτμόσφαιρα.

[1] Κοσμᾶς Λαμπρόπουλος, Ἰωάννης Ἀπόκαυκος. Συμβολὴ στὴν ἔρευνα τοῦ βίου καὶ τοῦ συγγραφικοῦ ἔργου του, Ἱστορικὲς Ἐκδόσεις Στ. Λ. Βασιλόπουλος, σελ. 136-137.

[2] Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν, τόμος 2 (1925), σελ. 122 -148, Ν. Α. Βέης, Λέων –Μανουὴλ Μακρὸς – Καλοσπίτης –  Χρυσοβέργης, σελ. 134.

[3] Πλώιμοι σημαίνει ναυτικοί.

[4] Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τόμος Γ΄, Ἀθῆναι 1867, σελ. 393.