ΜΕΡΟΣ Β΄
ΤΟ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΕΤΩΝ 1821 – 1830
Εἰσαγωγικὸ σημείωμα
Ἡ εὔφορη πεδινὴ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, σὲ ὁλόκληρη τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, κατοικοῦνταν ἀπὸ πολλοὺς Τούρκους μόνιμα ἐγκαταστημένους σ’ αὐτὴν καὶ ἀπὸ ἰσχυρὲς τουρκικὲς στρατιωτικὲς δυνάμεις. Οἱ Ἕλληνες κάτοικοι τῶν πεδινῶν χωριῶν, σὲ μεγάλο ποσοστὀ τους, εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ καὶ ἐγκατασταθεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀκόμα τῆς Τουρκοκρατίας στὰ χωριὰ τῆς Ὄρθρης γιὰ ἐξασφάλιση ἀσφαλέστερου περιβάλλοντος καὶ κάπως ἠρεμότερης καὶ ἐλεύθερης ζωῆς. Ἔτσι ἠ πεδινὴ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ ὅταν κατακτήθηκε ἦταν ἀραιοκατοικημένη
Ἀντιθέτως στὰ ὀρεινὰ μέρη τῆς περιοχῆς, στὰ χωριὰ τῆς Ὅρθρης, δὲν ὑπῆρχαν πολλοὶ Τοῦρκοι μονίμως ἐγκαταστημένοι. Οἱ Τοῦρκοι, μετὰ τὴν κατάκτηση τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, ἔφεραν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἀσίας ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους ἐγκατάστησαν στὴν ἀραιοκατοικημένη της πεδιάδα, ἱδρύοντας νέα χωριά, γνωστὰ ὡς «κονιαροχώρια», προκειμένου νὰ ἀναπληρώσουν τὰ κενὰ τὰ ὁποῖα δημιουργήθηκαν μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση τῶν Ἑλλήνων κατοίκων γιὰ νὰ ζοῦν καλλιεργῶντας καὶ ἐκμεταλλευόμενοι τὶς μεγάλες καὶ εὔφορες πεδινὲς ἐκτάσεις.
Ἡ κυρίως πόλη τοῦ Ἁλμυροῦ ἦταν, σ’ ὁλόκληρη τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, ἕδρα ἰσχυρῶν τουρκικῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων.
Οἱ δύο αὐτὲς πραγματικότητες στὸ πεδινὸ τμῆμα τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, ἡ ἀραιὴ κατοίκηση ἐκ μέρους τῶν Ἑλλήνων καὶ ἡ ὕπαρξη ἰσχυρῶν καὶ μεγάλων στρατιωτικῶν τουρκικῶν δυνάμεων, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀνυπαρξία μεγάλων καὶ ἀπομονωμένων αὐτοδύναμων χωριῶν στὴν Ὄρθρη, ἄν ἐξαιρεθεῖ ἡ Γοῦρα, ἀπομακρυσμένων ἀπὸ τὸν Ἁλμυρό, ἀποτελοῦσαν ἰσχυρὸ ἀνασταλτικὸ καὶ ἀποτρεπτικὸ παράγοντα γιὰ τὴν ὕπαρξη καὶ διατήρηση ἀξιόλογων αὐτοδύναμων ὁμάδων κλεφτῶν καὶ ἀρματολῶν. Ἔλειπε ἔτσι μία βασικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν ἀνάπτυξη ἑνὸς δυναμικοῦ τοπικοῦ αὐτόνομου ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος μὲ δυνατότητες ἐπιτυχοῦς ἀποτελέσματος.
Ἀπὸ τὰ ὀρεινὰ μέρη τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ μόνο ἡ περιοχὴ τῆς Γούρας ἀποτελοῦσε ἐξαίρεση σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση. Ἡ περιοχὴ τῆς Γούρας ἦταν πάντοτε κέντρο κλεφτῶν ἀλλὰ καὶ ἀρματολῶν. Ἡ ἀπομονωμένη, ἀπομακρυσμένη ἀπὸ ἀστικὰ κέντρα καὶ δυσπρόσιτη θέση της καὶ κυρίως ἡ ἐκτεταμένη γύρω της ὀρεινὴ περιοχὴ εὐνοοῦσε τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν ἀνάπτυξη κλεφταρματολικῆς μορφῆς ἀπελευθερωτικῶν ἐνεργειῶν καὶ δραστηριοτήτων.
Ὁ κεντρικὸς οἰκισμὸς τῆς Γούρας μαζὶ μὲ τοὺς ἀρκετοὺς περιφερειακούς της μικρότερους οἰκισμούς, ἦταν τὸ μεγαλύτερο σὲ πληθυσμὸ χωριὸ τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ καὶ, ὡς ἐκ τούτου, εἶχε μία ζηλευτὴ αὐτόνομη καὶ αὐτοδύναμη οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη μὲ δυναμικὴ οἰκοτεχνία καὶ βιοτεχνία καὶ ἀναπτυγμένο ἐξαγωγικὸ ἐμπόριο τῶν προϊόντων της.
Οἰ εἰδικὲς αὐτὲς εὐνοϊκὲς οἰκονομικὲς συνθῆκες τῆς περιοχῆς τῆς Γούρας, ἐντελῶς διαφορετικὲς ἀπὸ τὶς συνθῆκες οἱ ὁποῖες ἐπικρατοῦσαν στὰ ἄλλα χωριὰ τῆς Ὄρθρης, εἶχαν ὡς συνέπεια καὶ τὴν ἐγκατάσταση σ’ αὐτὴν λίγων Τούρκων, ὡς μονίμων κατοίκων της.
Μονίμως ἐγκαταστημένες τουρκικὲς οἰκογένειες κοινωνικῶς ὀργανωμένες, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἁλμυρό, ὑπῆρχαν στὸ Ἰντζέκ, στὸ Κελεμενί, στὸ Κιλελέρ, καὶ στὸ Μπακλαλὶ καὶ στὸ Ἄκετσι, στὰ ὁποῖα εἶχαν κτίσει καὶ τζαμιά. Καθαρῶς τουρκικὸ χωριὸ στὴν περιοχὴ Ἁλμυροῦ ἦταν τὸ Μπακλαλί καὶ τὸ Ὀκιοὺζ Γκιολί, ἕνα χωριὸ δίπλα στὶς λίμνες τῶν Ζερελίων.
Ὡστόσο, παρ’ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐνδογενεῖς ἀπρόσφορες γιὰ τὴν ἀνάπτυξη αὐτόνομων τοπικῶν ἀπελευθερωτικῶν κινημάτων στὴν ὑπόλοιπη, ἐκτὸς τῆς Γούρας, περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, οἱ κάτοικοι καὶ τῆς ὑπόλοιπης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ δὲν στάθηκαν ἀμέτοχοι στὰ ἀπελευθερωτικὰ κινήματα τῆς πατρίδας. Ἔπαιρναν μέρος στὰ ἑκάστοτε ἑλληνικὰ ἀπελευθερωτικὰ κινήματα ἄλλων περιοχῶν.
Πολλοὶ ἦταν οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ οἱ ὁποῖοι ἔφευγαν ἀπὸ τὰ ἀπρόσφορα γιὰ ἀπελευθερωτικὰ κινήματα δικά τους μέρη προκειμένου νὰ συμμετέχουν στοὺς ἀγῶνες ἄλλων περιοχῶν. Ἡ ἀπομάκρυνση αὐτὴ καὶ ἡ καταφυγὴ σὲ ἄλλα μέρη ἀγωνιστῶν τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ πῆρε μεγάλες διαστάσεις ἰδιαιτέρως μετὰ τὴν κατάπαυση καὶ τὴν ἀποτυχία τοῦ τοπικοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος τοῦ 1821 τῆς Μαγνησίας.
Ὡστόσο τὰ γνωστὰ ὀνόματα ἀγωνιστῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ, οἱ ὁποῖοι πῆραν μέρος σὲ ἀπελευθερωτικὰ κινήματα ἄλλων μερῶν, εἶναι πολὺ λίγα. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι καὶ παραμένουν ἄγνωστοι διότι, μετὰ τὸ τέλος τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνα τῶν ἐτῶν 1821 – 1830 καὶ τὴν δημιουργία τοῦ πρώτου ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ κράτους, αὐτοὶ δὲν ἐπέστρεψαν στὴν πατρίδα τους γιατὶ ἡ ἐπιστροφή τους σ’ αὐτὴ ἐνεῖχε κινδύνους, ἐπειδὶ κατεχόταν ἀπὸ Τούρκους.
Ἡ περιοχὴ τῆς καταγωγῆς καὶ μόνιμης κατοικίας τους, ἡ ὁποία ἦταν τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, μετὰ τὴν δημιουργία τοῦ πρώτου ἑλληνικοῦ κράτους, δὲν συμπεριλήφθηκε στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια, παραμένοντας ὑπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό. Αὐτὸ εἶχε ὡς συνέπεια ἠ ἐπιστροφή τους στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα τους καὶ ἡ μόνιμη ἐγκατάστασή τους καὶ ἡ διαμονὴ σ’ αὐτὴ νὰ εἶναι πλέον ἀπρόσφορη, πολὺ δύσκολη ἀλλὰ καὶ ἐπικίνδυνη. Ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπίσουν τὴν ἄκρως ἐχθρικὴ διάθεση ἐκ μέρους τῶν κατακτητῶν Τούρκων. Ἔτσι οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς, ἄν ὄχι ὅλοι, ἀναγκάστηκαν νὰ μὴν ἐπιστρέψουν στὶς πατρίδες τους καὶ νὰ γίνουν δημότες ἄλλων δήμων, δήμων τῆς ἐλεύθερης πλέον Ἑλλάδας, στοὺς ὁποίους ἐγκαταστάθηκαν καὶ πολιτογραφήθηκαν.
Ἐξαίρεση στὴν κατάσταση αὐτὴ ἀποτέλεσαν οἱ ἀγωνιστὲς οἱ ὁποῖοι ἦταν κάτοικοι τῶν δύο Δήμων τοῦ ἐλευθερωθέντος τμήματος τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ, οἱ ὁποῖοι ἱδρύθηκαν στὴν ἐλεύθερη πλέον Ἑλλάδα καὶ ἐντάχθηκαν στὸν Νομὸ Φθιώτιδας. Ἦταν οἱ ἀγωνιστὲς μὲ καταγωγὴ καὶ μόνιμη κατοικία τὴν περιοχὴ τοῦ Δήμου Πτελεατῶν, στὸν ὁποῖο εἶχε ἐνταχθεῖ καὶ ὁ ἀρχικῶς ἱδρυθεὶς Δῆμος Σούρπης, καὶ τοῦ Δήμου Νέας Μιντζέλας.
Οἱ ἀγωνιστές, δημότες τῶν δύο αὐτῶν Δήμων, ὡς ἐλεύθεροι πλέον Ἕλληνες πολίτες πλέον, εἶχαν τὴν εὐκαιρία καὶ τὴν δυνατότητα ὄχι μόνο νὰ ἐγκατασταθοῦν στὶς ἰδιαίτερες πατρίδες τους καὶ νὰ ἀπολαύσουν τὴν ἐλεύθερη ζωὴ ἀλλὰ καὶ νὰ τιμηθοῦν ἀναλόγως τῶν ὑπηρεσιῶν τους ἀπὸ τὴν πατρίδα καὶ νὰ ζητήσουν μὲ αἴτησή τους νὰ τοὺς ἀπονεμηθοῦν οἱ εἰδικὲς τιμητικὲς διακρίσεις καὶ οἱ ἄλλου εἴδους παροχὲς, ἀπολαυὲς καὶ διευκολύνσεις οἱ ὁποῖες δόθηκαν ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Πολιτεία στοὺς ἀγωνιστὲς τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνα τῶν ἐτῶν 1821 -1830. Ἔτσι αὐτοὶ ἔγιναν γνωστοὶ καὶ τιμήθηκαν καὶ κατονομάζονται στὴν τοπικὴ ἱστορία τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας τους.
Μετὰ τὴν δημιουργία τοῦ πρώτου ἑλληνικοῦ κράτους στὴν ἐλευθερωμένη περιοχὴ τῆς Γάβριανης, τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, τῆς Χαμάκως, τοῦ Ἁγίου ἸΊωάννου τῆ; Βρύναινας, τοῦ Πτελεοῦ, τῆς Σούρπης καὶ τῆς Ἀμαλιάπολης (Μιντζέλας) ἐγκαταστάθηκαν καὶ ἀγωνιστὲς ἀπὸ ἄλλα χωριὰ τοῦ σκλαβωμένου τμήματος τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἤ καὶ ἀπὸ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδας, τὰ ὁποῖα δὲν εἶχαν ἐλευθερωθεῖ.
Ἀναφέρουμε μία μόνο ἐνδεικτικὴ περίπτωση, ὀνοματικῶς γνωστή. Ὁ Πανάγος (Παναγιώτης) Ἀθανασίου μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὸν Πλάτανο, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἐγκαταστάθηκε στὴν Χαμάκω τοῦ Δήμου Πτελεατῶν. Ἔγινε γνωστὴ ἡ μεταδημότευσή του αὐτὴ διότι γιὰ νὰ τοῦ ἀποδοθεῖ τὸ «ἀριστεῖον τοῦ ἀγῶνα», τὸ ὁποῖο ἀπονεμόταν στοὺς ἀγωνιστὲς τοῦ 1821, ἀπευθύνθηκε πρὸς τὴν «Δημαρχίαν Πτελεατῶν», γνωστοποιῶντας τὰ ἀτομικά στοιχεῖα του:
«Ὁδηγηθεὶς ὁ ὑποφαινόμενος ἀπὸ τὴν ὑπ’ ἀριθ. 204 ἐγκύκλιον διαταγὴν τῆς ἐπὶ τῶν Στρατιωτικῶν Β. Γραμματείας τῆς Ἐπικρατείας, μηνολογημένην τὴν 1/13 Μαρτίου 1839, ἥτις διατάττει τὰ τῶν μὴ λαβόντων εἰσέτι τὰ ἀριστεῖα των, σπεύδω διὰ τῆς παρούσης μου, ὅστις ὀνομάζομαι Πανάγος Ἀθανασίου, εἶμαι εἰς ἡλικίαν 37 ἐτῶν, ἐγεννήθην εἰς Πλάτανον τοῦ Ἁλμυροῦ, κατοικῶ ἤδη εἰς τὸ χωρίον Χαμάκου τῆς ἐπαρχίας Φθιώτιδος, εἰς τὸν Δῆμον Πτελεατῶν, διεύθυνον τὰ πιστοποιητικὰ τῶν διαφόρων ὁπλαρχηγῶν μου περὶ τῶν πρὸς τὴν πατρίδα ἐκδουλεύσεών μου εἰς τὸ ἐπαρχεῖον Λοκρίδος κατὰ τὸ 1834 ἔτος, ὅπου τότε κατοικοῦσα εἰς τὴν αὐτὴν ἐπαρχίαν εἰς τὸ χωρίον Μηλιδῶνι.
Ὅθεν δυνάμει τῆς ἄνω μνησθείσης διαταγῆς καταχωρημένην ἤδη εἰς τὸν 16 ἀριθμὸν φύλλον τῆς ἐφημερίδος τοῦ «Ἑλληνικού Ταχυδρόμου» τὴν 9 Μαρτίου 1839, καὶ παρακαλῶ τὴν Δημαρχίαν νὰ διευθύνῃ τὴν περὶ οὗ ὁ λόγος ἀναφοράν μου ὅπου δεῖ, διὰ νὰ μοῦ σταλθῇ τὸ ἀνῆκον ἀριστεῖον μου, καὶ ὑποσημειοῦμαι εὐσεβάστως.
Τὴν Αην Ἀπριλίου 1839, ἐν Ἀταλάντῃ
Πανάγος Ἀθανασίου, ὁ τότε στρατιώτης
Ὅτι ἴσον ἀπαράλλακτον τῷ πρωτοτύπῳ
Τὴν 18 Ἀπριλίου 1839, ἐν Πτελεῷ
Ὁ Δήμαρχος Πτελεατῶν
(Τ.Σ.) Ἰωάννης Σχινᾶς».