ΟΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΠΡΙΝ ΤΟ 1821
Τὸ ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τοῦ ἔτους 1799
Κατὰ τὸ ἔτος 1799 ξέσπασε στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ ἕνα ἀκόμα ἀπελευθερωτικὸ κίνημα. Στὸ κίνημα αὐτὸ οἱ ἀπελευθερωτικὲς προσπάθειες καὶ ἀγῶνες στρέφονταν ἐναντίον τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ, ὁ ὁποῖος ἐκείνη τὴν ἐποχὴ κυριαρχοῦσε στὴν περιοχὴ Ἁλμυροῦ.
Ὁ Γιουσοὺφ Ἀράπης, σταλμένος ἀπὸ τὸν Ἀλῆ Πασᾶ, ἦρθε στὰ μέρη τοῦ Ἁλμυροῦ, κυρίως στὰ ὀρεινὰ χωριὰ τῆς Ὄρθρης μὲ σκοπὸ νὰ καταστείλει τὶς ἀπελευθερωτικὲς δραστηριότητες τῶν κλεφτῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπαναστατήσει, ἀλλὰ καὶ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν ληστρικῶν μπουλουκιῶν τὰ ὁποῖα καταλήστευαν τὴν περιοχή.
Στὴν προσπάθεια καταστολῆς τοῦ κινήματος αὐτοῦ ὁ Γιουσοὺφ Ἀράπης διέπραξε ὄργια κατὰ τῶν κατοίκων τῶν ὀρεινῶν χωριῶν τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ καὶ ἰδίως στοῦς κατοίκους τῶν Κωφῶν καὶ τῆς Γούρας, διότι, κατὰ τὴν ἄποψή του, ὑποστήριζαν τὶς ἀπελευθερωτικὲς προσπάθειες τῶν κλεφτῶν, τὶς ὁποῖες ὁ Ἀλῆ Πασᾶς θεωροῦσε ὅτι στρέφονταν ἐναντίον του καὶ ἐναντίον τῆς τάξης, τὴν ὁποία αὐτὸς προσπαθοῦσε νὰ ἐπιβάλει στὴν περιοχή τῆς κυριαρχίας του.
Χαρακτηριστικὸ καὶ πολὺ κατατοπιστικὸ εἶναι ἕνα χρονικὸ σημείωμα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται ἀκριβῶς στὰ συγκεκριμένα αὐτὰ γεγονότα καὶ τὸ ὁποῖο διασώθηκε ὡς τὴν ἐποχή μας, δημοσιευμένο στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἓταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Β΄, σελ. 155.
«Ἔτος αψϟθ΄ (=1799). Λῄσταρχός τις τουρκαλβανὸς Ἰμπραήμης (Μπράχος Κερίζης κοινότερον) λεγόμενος, μεθ’ ἑτέρων ὁμοίων, πολλοὺς περὶ αὑτοὺς συνεγείραντες κακούργους, καὶ ὑπὲρ τοὺς τετρακοσίους ἀριθμούμενοι, ἐξ ὧν τριτημόριον ἦσαν Ἕλληνες, ἐπέτρεχον ληιζόμενοι τοὺς κατὰ τὴν Θεσσαλίαν καὶ Φθιώτιδα ἀγρούς τε καὶ κώμας (ἐννοεῖ τὴν ἐπαρχίαν Ἁλμυροῦ), καὶ τὰ μὲν τούτων πυρπολοῦντες, τὰ δὲ ἁρπαγῆς ποιούμενοι.
Ὁ δὲ τῶν Ἰωαννίνων σατράπης, Ἀλῆ – Πασιᾶς, ὁ Τεπελένιος, ὤν ἐμπεπιστευμένος τὴν ἀσφάλειαν τῶν λεγομένων Δερβενίων, (= διαβάσεις, περάσματα, ἀσφαλεῖς δίοδοι μεταξὺ ὀρεινῶν δυσπρόσιτων ὄγκων) εἰδοποιηθεὶς τὰ κατ’ αὐτοὺς καὶ ἰδίαν αὑτοῦ περιφρόνησιν θεωρῶν, ὅσα παρ’ ἐκείνων κατὰ τῶν ὑπηκόων ἐπράττοντο, ἀποστείλας μετὰ πολυαρίθμου στρατιᾶς τὸν Χασνατάρην (=ταμίαν) αὑτοῦ Ἰσοὺφ – ἄραβον (δηλαδὴ τὸν Γιουσοὺφ Ἀράπη), καί, πολέμου γενομένου ἐν τῇ Θεσσαλίᾳ, κατὰ τὰ χωρία τοῦ Ἁλμυροῦ, ὅπου συνεκεντρώθησαν, πολλοὺς μὲν ἐφόνευσε, πολλοὺς δὲ ἐζώγρησεν· ἀλλὰ καὶ ἐκ τῶν διασῳθέντων τότε οὐκ ὀλίγοι μετὰ ταῦτα συνελήφθησαν προδοθέντες».
Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, συμπληρώνοντας τὶς πληροφορίες τοῦ χρονικοῦ αὐτοῦ σημειώματος, στηριγμένος καὶ σὲ ἄλλες πηγὲς ἀλλὰ καὶ σὲ ζωντανὲς τοπικὲς προφορικὲς παραδόσεις καὶ διηγήσεις, οἱ ὁποῖες ἀκούγονταν μἐχρι καὶ τὴν ἐποχή του καὶ τὶς ἀφογκράστηκε, ἄφησε στὰ γραπτὰ κατάλοιπά του τὰ ἑξῆς σχετικά:
«Οὗτος, (ὁ Γιουσοὺφ Ἀράπης) διέπραξε κατὰ τὸ ἔτος 1799 ὄργια κατὰ τῶν δυστυχῶν κατοίκων τῶν ἐπὶ τῆς Ὄθρυος ὀρεινῶν χωρίων καὶ ἰδίως τῶν Κωφῶν καὶ τῆς Γούρας, στρεβλώσας αὐτούς, ἐξορύξας ὀφθαλμούς, ἀποκόψας χεῖρας, πόδας, ὦτα, γλώσσας καὶ ῥίνας καὶ κατεάξας ὀστᾶ, ἄλλους μὲν ἠνάγκασε νὰ ἀποθάνωσι διὰ μαρτυρίου, ἄλλους δὲ ἀφῆκεν ἀναπήρους διὰ βίου».
Στὰ βουνὰ τῆς Ὄρθρης, τὴν ἐποχὴ τῶν κατασταλτικῶν αὐτῶν ἐνεργειῶν τοῦ φοβεροῦ Γιουσοὺφ Ἀράπη, ἀγωνιζόταν, μεταξῦ ἄλλων, καὶ ὁ καπετὰν Ζαχαράκης, ἀρχηγὸς κλέφτικου μπουλουκιοῦ, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἀναδείχτηκε πρωτοπαλίκαρο τοῦ ὁπλαρχηγοῦ τῆς Ὑπάτης Κοντογιάννη.
Χαρακτηριστικὸ εἶναι ἕνα σχετικὸ τοπικὸ δημοτικὸ τραγοῦδι τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ, τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται ὀνομαστικῶς στὸν Ζαχαράκη καὶ στὸν Γιουσοὺφ Ἀράπη, τὸν ὁποῖον μνημονεύει ὡς Σούφη:
«Θέλετε δέντρα ἀνθίσετε, θέλετε μαραθεῖτε,
στὸν ἴσκιο σας δὲν κάθομαι, μήτε καὶ στὴ δροσιά σας.
Μόν’ καρτερῶ τὴν ἄνοιξη, τ’ ὄμορφο καλοκαίρι,
νὰ μπουμπουκιάσει τὸ κλαρί, ν’ ἀνθίσει τὸ ροδάμι
ν’ ἀνοίξει ὁ γάβρος κι ἡ ὀξιά, νὰ ἰσκιώσουν τὰ λημέρια,
νὰ βγοῦν οἱ βλάχοι στὰ βουνά, νὰ βγοῦν κι οἱ βλαχοποῦλες.
Νὰ ζώσω τὸ σπαθάκι μου, νὰ πάρω τὸ ντουφέκι,
νὰ πάρω δίπλα τὰ βουνά, δίπλα τὰ καταράχια,
νὰ βγῶ στῆς Γούρας τὰ βουνά, στὰ κλέφτικα λημέρια
νὰ βγῶ ψηλὰ ἀπ’ τὸν Ἁλμυρό, ψηλὰ στὴν Παλιοβοῦνα
καὶ νὰ σφυρίξω κλέφτικα, νὰ μάσω τὰ μπουλούκια.
νὰ μάσω τὰ κλεφτόπουλα, ποὺ εἶναι σκορπισμένα
– Μπουλούκια ὁποῦθε βρίσκεστε ὅλα νὰ μαζωχτεῖτε
νὰ πᾶμε νὰ πατήσουμε αὐτὰ τὰ Τουρκοχώρια
νὰ κλάψουν μάνες γιὰ παιδιά, γυναῖκες γιὰ τοὺς ἄντρες,
τὶ βγῆκε ὁ Σούφης τὸ σκυλὶ καὶ κυνηγάει τοὺς κλέφτες.
Σέρνει τσεκούρια στ’ ἄλογα, τσεκούρια στὰ μουλάρια
γιὰ νὰ τσακίζει γόνατα, γιὰ νὰ τσακίζει χέρια.
Κι ὅσοι κλέφτες τ’ ἀκούσανε πᾶνε νὰ προσκυνήσουν
κι ὁ Ζαχαράκης μοναχὰ δὲν πάει νὰ προσκυνήσει.
Ράχη σὲ ράχη περπατεῖ, λημέρι σὲ λημέρι.
– «Ἐγὼ ραγιὰς δὲν γίνομαι, Τούρκους δὲν προσκυνάω.
Ἐλᾶτε, παλικάρια μου, ὅλοι νὰ συναχτεῖτε
Τὶ ἔχω νὰ κάνω πόλεμο μ’ αὐτὸν τὸν Ἰσοὺφ Ἀράπη.
Νὰ δείξουμε τὴ λεβεντιὰ καὶ τὴν παλικαριά μας.
Νὰ ἰδεῖ ντουφέκια κλέφτικα, τὰ βόλια μας νὰ πέφτουν
Νὰ μὴν περνᾶ νὰ τυραννᾶ ἀδύνατους ραγιάδες».
Γιὰ τὸν Γιουσοὺφ Ἀράπη ὀνομαστικῶς καὶ γιὰ τὶς ἐκκαθαριστικὲς ἐπιδρομὲς καὶ ἐπιχειρήσεις του στὰ μέρη τῆς Ὄρθρης καὶ τῆς Γούρας μιλάει καὶ ἕνα ἄλλο τοπικὸ δημοτικὸ τραγοῦδι τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ. Εἶναι ἕνα ἄλλο σαφὲς ἀποδεικτικὸ στοιχεῖο τοῦ τοπικοῦ αὐτοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος:
«Κλαῖνε τῆς Γούρας τὰ βουνά, παρηγοριὰ δὲν ἔχουν.
– Τὶ ἔχουν τῆς Γούρας τὰ βουνὰ καὶ στέκουν βουρκωμένα;
Μὴν ἄνεμος τὰ πολεμάει, μήνα βροχὴ τὰ δέρνει;
– Οὔδ’ ἄνεμος τὰ πολεμάει κι οὔδε βροχὴ τὰ δέρνει.
Εἶν’ ἀπ’ τὰ δάκρυα τῶν κλεφτῶν κι ἀπὸ τὰ μοιριολόγια.
Σήντας διαβαίνει Γιουσοὺφ Ἀγὰς κι αὐτὸς Γιουσοὺφ Ἀράπης
πιάνει τσακίζει κόκκαλα, πιάνει τσακίζει χέρια.
Δὲν κλαῖνε γιὰ τὸ ψήλωμα, δὲν κλαῖνε γιὰ τὰ χιόνια.
Ἡ κλεφτουριὰ τ’ ἀρνήθηκε καὶ ροβολάει στοὺς κάμπους».