Ἡ συμμετοχὴ τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ
στὸ ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τῆς Μαγνησίας
τῶν ἐτῶν 1821 -1830
Σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τὸ ὁποῖο εἶχε καταρτισθεῖ ἀπὸ τὰ πρωταγωνιστικὰ καὶ ἡγετικὰ στελέχη τῆς Μαγνησίας γιὰ τὴν συγκροτημένη κοινὴ καὶ συνολικὴ συμμετοχὴ τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς τους στὸ γενικὸ ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τοῦ ἔτους 1821, οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς Ἁλμυρῦ θὰ ἔπρεπε νὰ ξεσηκωθοῦν ἐνόπλως, συμμετέχοντας στὸν κοινὸ ἀγῶνα τῆς Μαγνησίας ἐναντίον τῶν Τούρκων, στὶς 8 Μαΐου 1821.
Οἱ Τοῦρκοι ὅμως τοῦ Ἁλμυροῦ πληροφορήθηκαν ἐγκαίρως, ἄγνωστο μὲ ποιὸν τρόπο, τὰ σχετικὰ μὲ τὸ ἑτοιμαζόμενο κίνημα ἐναντίον τους καὶ τὴν προγραμματισμένη συμμετοχὴ τῶν ἀγωνιστῶν τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ στὸ ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τῆς Μαγνησίας καὶ ἀντέδρασαν ἄμεσα καὶ ἀποτελεσματικά.
Στὶς παραμονὲς τῆς ἀναμενόμενης ἐξέγερσης τῆς 8ης Μαΐου, μὲ αἰφνιδιαστικὲς καὶ ἀστραπιαῖες κινήσεις, αἰχμαλώτισαν ὅλες τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τοὺς ἔκλεισαν στὸν πύργο τοῦ Μεμὲτ Κουτσιούκου, ἀπειλῶντας νὰ τοὺς κάψουν ὅλους ζωντανοὺς ἤ νὰ τοὺς σκοτώσουν σὲ περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία οἱ Ἁλμυριῶτες ἀγωνιστὲς θὰ ἐκτελοῦσαν τὴν προσυμφωνημένη δέσμευσή τους καὶ θὰ ἔπαιρναν μέρος στὸ κοινὸ ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τῆς Μαγνησίας τὸ ὁποῖο ἤδη βρισκόταν σὲ ἐξέλιξη στὴν περιοχὴ τοῦ Βόλου καὶ τοῦ Πηλίου.
Ἡ ἀναπάντεχη αὐτὴ ἐξέλιξη, ἡ ὁποία δὲν εἶχε προβλεφθεῖ καὶ ἦταν βέβαιο ὅτι ἡ ἀπειλὴ θὰ πραγματοποιοῦνταν ἀπὸ τοὺς φανατισμένους Τούρκους τοῦ Ἁλμυροῦ,, διότι ἦταν πολὺ εὔκολο, ἀνάγκασε τοὺς Ἁλμυριῶτες πρωτοστάτες καὶ ἀγωνιστὲς τοῦ κινήματος νὰ ματαιώσουν τὴν δική τους ὁμαδικὴ καὶ ὀργανωμένη καθολικὴ τοπικὴ συμμετοχὴ στὸ ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τῆς Μαγνησίας.
Σὲ σύσκεψη ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε στὸ Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς γιὰ τὸν σχεδιασμὸ τῶν μελλοντικῶν ἐνεργειῶν τῶν Ἁλμυριωτῶν ἀγωνιστῶν, ὅταν πληροφορήθηκαν τὴν αἰχμαλωσία τῶν γυναικόπαιδων, ἀποφασίστηκε νὰ ματαιωθεῖ τὸ ξεκίνημα τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνα στὴν δική τους περιοχή, τοὐλάχιστον κατὰ τὴν συγκεκριμένη ἡμέρα τῆς 8ης Μαΐου ἡ ὁποία εἶχε προκαθορισθεῖ γιὰ τὴν ἐπίσημη ἔναρξη τοῦ ἀγῶνα.
Οἱ ὁπλαρχηγοὶ τοῦ Ἁλμυροῦ, τῆς Βρύναινας, τῶν Κοκκωτών, τοῦ Πλατάνου, τῶν Κωφῶν, ἀκυρώνοντας πλέον τὴν ἰδιαίτερη μαζικὴ τοπικὴ αὐτόνομη συμμετοχὴ τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ στὸ ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τῆς Μαγνησίας, τὸ ὁποῖο βρισκόταν ἤδη σὲ ἐξέλιξη στὴν περιοχὴ τοῦ Βόλου καὶ τοῦ Πηλίου, ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴν Ὄρθρη καὶ σκορπίστηκαν στὸ Πήλιο μὲ σκοπὸ νὰ συνεργασθοῦν ἀτομικῶς πλέον ο καθένας μὲ τοὺς ἐκεῖ ἀγωνιστὲς συνεχίζοντας μαζί τους τὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγῶνα.
Στὸν ἀγῶνα τοῦ Πηλίου καὶ ἰδιαιτέρως στὴν περιοχὴ τῶν Τρικέρων, ἔλαβαν ἐνεργὸ μέρος καὶ μάλιστα διακρίθηκαν ἀρκετοὶ Ἁλμυριῶτες ἀγωνιστὲς κυρίως ὑπὸ τὸν Ἰωάννη Βελέντζα.
Ὁ Κωνσταντῖνος Σακελλίωνος, μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τοὺς Κοκκωτούς, ἦταν ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐκλέχτηκε καὶ στάλθηκε στὴν Πελοπόννησο ἐκ μέρους ὅλων τῶν ἐπαναστατῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν συγκεντρωθεῖ στὸ Τρίκερι, ὡς ἀντιπρόσωπος τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Μαγνησίας, προκειμένου νὰ λάβει μέρος στὴν γενικὴ συνέλευση μὲ τοὺς ἄλλους Θεσσαλοὺς καὶ Στερεοελλαδίτες ἀντιπροσώπους γιὰ νὰ συντάξουν κοινὴ προκήρυξη γιὰ τὴν σύγκληση τοπικῆς Συνέλευσης.
Ὁ Ἁλμυριώτης καπετάνιος Ἰωάννης Βελέντζας, πρωταγωνιστικὸς παράγοντας καὶ βασικὸς ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ὀργάνωση τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, μετὰ τὴν ἀπρόσμενη ματαίωση τῆς συμμετοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, κατέφυγε στὸ στρατόπεδο στὸ Τρίκερι μὲ πενῆντα παλικάρια καὶ ἀγωνίστηκε στὴν ἐκεῖ περιοχὴ ἐναντίον τῶν κατακτητῶν μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀρχηγοὺς καὶ καπεταναίους, τὸν Καρατάσο, τὸν Γαρέφη, τὸν Μπασδέκη, τὸν Κοντονίκο καὶ τοὺς λοιποὺς τοῦ Πηλίου.
Ὡστόσο ὁ Ἄνθιμος Γαζῆς, ὁ ὁποῖος πρωτοστατοῦσε στὸν σχεδιασμὸ καὶ στὴν ἐνεργοποίηση τοῦ γενικοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος τῆς Μαγνησίας, ὄντας βέβαιος γιὰ τὴν πιστὴ τήρηση καὶ ἐφαρμογὴ τῶν ἀποφασισμένων σχεδίων καὶ ἐνεργειῶν, ἀγνοῶντας τὴν ἀπρόσμενη καὶ αἰφνιδιαστικὴ ματαίωση τῆς προγραμματισμένης ἔναρξης κατὰ τὴν 8η Μαΐου τῆς συμμετοχῆς τῶν Ἁλμυριωτῶν στὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγῶνα, ἔστειλε ἐπιστολή, τὴν ἑπόμενη ἀκριβῶς ἡμέρα, στὶς 9 Μαΐου 1821, πρὸς τοὺς «εὐγενεστάτους ἄρχοντας Ὕδρας», «ἀπὸ τὸ στρατόπεδον Γόλου» ἀναφέροντας γιὰ τὰ γεγονότα στὴν Μαγνησία:
«Εἰς τὰς 7 τοῦ παρόντος ἐκινήθημεν κατὰ τῶν τυράννων καὶ μέρος ἐξ αὐτῶν αἰχμαλωτίσθησαν εἰς τὸ κάστρον τοῦ Γόλου (Βόλου), τοὺς ὁποίους πολιορκοῦμεν καὶ διὰ ξηρᾶς καὶ θαλάσσης καὶ ἐλπίζομεν σήμερον ἤ αὔριον νὰ τοὺς κυριεύσωμεν.
Ὁ λαός μας ἐκινήθη μὲ μεγάλον ἐνθουσιασμόν, ἐξεστράτευσε σήμερον τὸ στράτευμά μας ἔξω εἰς τὰ πεδία τῆς Θεσσαλίας. Οἱ τῆς Ὄσσας ἐγκάτοικοι καὶ τοῦ Ὀλύμπου κινοῦνται καὶ αὐτοὶ σήμερον, τὰ μέρη τοῦ Ἁρμυροῦ ἐκινήθησαν χτές, στράτευμα ἐξεκινήσαμεν διὰ νὰ βοηθήση τὸ στράτευμα τῶν Βοιωτῶν καὶ Ὀπουντίων καὶ νὰ πολιορκήση τὸ Ζητοῦνι».
Ἡ εἴδηση ὅτι οἱ Ἁλμυριῶτες τελικῶς δὲν ξεσηκώθηκαν στὰ μέρη τους ἐναντίον τῶν Τούρκων, ὅπως ὅλοι περίμεναν ὥστε νὰ εἶναι πολυμέτωπος ὁ ἀγῶνας, κλόνισε τὸ ἠθικὸ ὅσων πολιορκοῦσαν τὸ κάστρο τοῦ Βόλου.
Στὸ ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ προβλεπόταν καὶ ἡ συμμετοχὴ καὶ ἡ ὑποστήριξή του ἐκ μέρους τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ τῶν μοναχῶν τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, στὸ ὁποῖο μάλιστα εἶχαν πραγματοποιηθεῖ ὅλες οἱ προηγηθεῖσες ἀπαραίτητες συσκέψεις καὶ εἶχαν ἑτοιμασθεῖ τὰ σχέδια καὶ οἱ λεπτομέρειες τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνα.
Ἔτσι, μετὰ τὴν ἀναγκαστικὴ ματαίωση τῆς συμμετοχῆς τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ στὸ γενικὸ ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τῆς Μαγνησίας, οἱ μοναχοὶ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ἀφοῦ ἔκρυψαν γιὰ ἀσφάλεια τὰ πολυτιμότερα ἱερὰ κειμήλια και τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς στὴν λεγόμενη, μέχρι καὶ σήμερα, «Σπηλιὰ τῆς Παναγίας», παίρνοντας μαζί τους 3.000 γιδοπρόβατα καὶ 150 βόδια ἀπὸ τὰ κοπάδια τοῦ Μοναστηριοῦ, διεκπεραιώθηκαν στὸ Τρίκερι γιὰ νὰ συμμετάσχουν στὸ ἐκεῖ ἀπελευθερωτικὸ κίνημα βοηθῶντας σ’ αὐτὸ καὶ αὐτοί, ὅπου καὶ ὅπως μποροῦσαν.
Ὅταν τελείωσαν οἱ μάχες καὶ τελικῶς σταμάτησε κάθε ἀπελευθερωτικὴ κίνηση στὴν Μαγνησία οἱ μοναχοὶ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἐπέστρεψαν στὸ Μοναστῆρι τους ἔχοντας μόνο 70 γιδοπρόβατα καὶ ἕνα βόδι. Ὅλα τὰ ἄλλα ζῶα εἶχαν χρησιμοποιηθεῖ γιὰ τὴν διατροφὴ τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος τοῦ Πηλίου.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀπουσίας τῶν μοναχῶν στὸ Τρίκερι, κατὰ τὸν ἀγῶνα τοῦ 1821, τὸ μοναστῆρι καὶ ἡ περιουσία ἔμεινε στὸ ἔλεος κάθε περαστικοῦ. Πολλοὶ ἅρπαζαν καὶ λεηλατοῦσαν ἐκμεταλλευόμενοι τὴν ἀνώμαλη κατάσταση καὶ τὴν ἀπουσία τῶν μοναχῶν. Τὸ Μοναστῆρι εἶχε καταντήσει «εἰς ἐλεεινὸν χάλι καὶ περισανιζέτι», δηλαδή. λεηλατημένο, βρώμικο, καταστραμμένο, παρατημένο, ἐρειπωμένο.
Κάποιοι γνωστοποίησαν τὸ γεγονὸς στὸν «Σερασκέρη τῆς Ρούμελης», ἔν ὅψει καὶ τῆς κατάπαυσης του ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος τῆς Μαγνησίας, καὶ αὐτὸς ἔστειλε ἕνα «μπουγιουρτλοῦ» προκειμένου νὰ προστατευθεῖ τὸ Μοναστῆρι ἀπὸ τὶς ἀρπαγὲς καὶ λεηλασίες «τόσον ἀπὸ κιαφίρηδες ἄπιστους ἀποστάτας τῆς βασιλείας, καθ’ ὅσον καὶ ἀπὸ τὰ πηγαινοερχόμενα ἀσκέρια καὶ διαβάτας».
Ὑπῆρχαν ἀσκέρια Ἑλλήνων ἀγωνιστῶν τὰ ὁποῖα πηγαινοέρχονταν στὰ ὀρεινὰ μέρη τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ καὶ ἅρπαζαν ἀπὸ τὸ Μοναστῆρι γιὰ νὰ ἐπιζήσουν. Μὲ τὸ «μπουγιουρτλοῦ» τοῦ Σερασκέρη τῆς Ρούμελης ζητοῦνταν ἀπὸ τοὺς τοπικοὺς ἄρχοντες τοῦ Ἁλμυροῦ νὰ ἀπαγορεύσουν τὴν ἀρπαγὴ καὶ τὴν λεηλασία τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ ἀπὸ τοὺς Σπαχῆδες «οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν νὰ ζητοῦν καὶ νὰ περνοῦν ἀπὸ τὸ ρηθὲν Μοναστῆρι, παρὰ μόνον, ὁποῦ εἶναι ἀποφασισμένον ρητῶς εἰς τὸ Ἱερὸν αὐτοκρατορικὸν Χατ- Χουμαγιούν, τὸ ὁποῖον κρατοῦν οἱ καλόγεροι τοῦ ρηθέντος μοναστηρίου εἰς χείρας των»:
«Πρὸς ἐσὲ φαζλετλοῦ Ναΐπ – ἐφέντη, Βοεβόδα, καὶ λοιποὶ ζαπιτάδες τοῦ Καζᾶ Ζητουνίου καὶ φαζλετλοῦ Ναΐπ – ἐφέντη καὶ ἀγιάνη καὶ λοιποὶ γέροντες τοῦ Ἁρμυροῦ. Ἐπειδὴ καὶ τὸ μοναστῆρι τὸ κείμενο αὐτοῦ εἰς τὰ μέρη σας, τὸ ὀνομαζόμενον Ξενιά, εἰς αὐτάς ὅλας τας ἀπερασμένας περιστάσεις καὶ εἰς τὴν σήμερον ἀκόμη ἐδοκίμασε καὶ δοκιμάζει πολλὰ βάρη καὶ ζημίας, καθὼς εἶναι γνωστόν, τόσον ἀπὸ τοὺς κιαφίρηδες ἀποστάτας τῆς Βασιλείας, καθ’ ὅσον καὶ ἀπὸ τὰ πηγαινοερχόμενα ἀσκέρια καὶ διαβάτας καὶ κατήντησεν εἰς ἐλεεινὸν χάλι καὶ περισανιγέτι, καὶ ἐπειδὴ κατὰ χρέος καὶ ἡμεῖς ἐξακολουθοῦμεν τὰς ἀλλεπαλλήλους προσταγὰς τοῦ κραταιοτάτου Σευκετλοῦ Βασιλέως μας εἰς τὸ νὰ περιθάλπωμεν καὶ νὰ κάμωμεν τεκλῆφι καὶ ἰστιμαλέτι τους πιστοὺς καὶ εὐπειθεῖς ραγιάδες τῆς κραταιᾶς Βασιλείας καὶ νὰ τοὺς προφυλάττωμεν ἀπὸ κάθε ἐναντίον, διὰ ταῦτο καὶ ἡμεῖς διὰ τοῦ παρόντος ἡμετέρου ὑψηλοῦ Μπουριουρτλοῦ προστάζομεν ὅλους κοινῶς ἐσᾶς τοὺς ἀνωτέρω εἰρημένους χακίμηδες, Βοεβοδάδες, ἀγιάνιδες καὶ ὅλους τους σερκεδέδες τῶν ἀσκεριῶν καὶ λοιπῶν ὁποῦ τὸ ἀνωτέρω μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς νὰ εἶναι ἀπείρακτον καὶ ἀνενόχλητον τόσον ἀπὸ κονάκια καὶ ἄλλα βάρη καὶ τεκλήφια, καθ’ ὅσον καὶ ἀπὸ τζελέπηδες, μορτζῆδες, σουμπασάδες καὶ κάθε λογῆς σεϊμένηδες. Πρὸς τούτοις δε καὶ ἀπὸ Σπαχῆδες οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν νὰ ζητοῦν καὶ νὰ περνοῦν ἀπὸ τὸ ρηθέν μοναστῆρι, παρὰ ἐκεῖνο μόνο, ὁποῦ εἶναι ἀποφασισμένον ρητῶς εἰς τὸ Ἱερόν αὐτοκρατορικὸν Χατ – Χουμαγιούν, τὸ ὁποῖον κρατοῦν οἱ καλόγεροι τοῦ ρηθέντος μοναστηριοῦ εἰς χείρας των. Αὐτὰς ὅλας τὰς ἀνωτέρω προσταγάς μας προσέχετε καλῶς νὰ τὰς διαφυλάττητε ἀπαρασάλευτα καὶ διαφορετικὰ νὰ μην κάμητε ὅτι ριζὰν εἰς τὰ τοιαῦτα κατ’ οὐδένα τρόπον δὲν ἔχομεν. . .(λείπει μία λέξη).
Ἐξεδόθη τὸ παρὸν ημέτερον Βουγιουρτλοῦ δι’ ἀπὸ τὸ Ντιβάνι τοῦ Ρούμελης Σερασκέρ τη 8. . . . .ἐν ἔτει 1235 [1] γράφεις ἐν μηνὶ Φεβρουαρίου 27.»[2]
Σύμφωνα μὲ μία τοπικὴ παράδοση, βεβαιωμένη καὶ ἀπὸ ἱστορικὰ τεκμήρια, στὸ Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, τὸ ὁποῖο κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 καὶ μέχρι τὸ ἔτος 1840 εἶχε πάνω ἀπὸ 100 μοναχούς, κατὰ τὸ ἔτος 1821 φιλοξενήθηκε ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες καὶ εἶχε συνεργασία μὲ τοὺς μοναχοὺς γιὰ τὴν συμμετοχή τους στὴν ἐπανάσταση, ὁ Ἀθανάσιος Διάκος.
Ἡ σύσκεψη ἔγινε στὸ Κάτω Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, τὸ ὁποῖο βρισκόταν -καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ βρίσκεται – στὴν τοποθεσία «Ράχοβο. Για τὸ λόγο αὐτὸ οἱ μοναχοὶ τῆς Κάτω Ξενιᾶς ὀνομάζονταν «Ραχωβίτες», ἐνῶ τῆς Άνω Ξενιᾶς «Ξενιῶτες».Ἔτσι ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Ἀθανασίου Διάκου, τὴν ὁποία παρουσιάζουμε, ἀπευθύνεται στοὺς «Ραχωβίτες» μοαχούς.
Μὲ τὸν Ἀθανάσιο Διάκο συνέφαγε καὶ συνεργάστηκε ὁ ἱερομόναχος τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος πέθανε σὲ ηλικία 118 χρόνων τὸ 1908 καὶ διηγοῦνταν τὸ περιστατικὸ στοὺς ἄλλους μοναχούς. Τὸ κοσμικὀ του ὄνομα ἦταν Γεώργιος Ἀδὰμ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Σούρπη,
Στο ἀρχεῖο τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς σωζόταν μία σχετικὴ ἐπιστολὴ τοῦ Ἀθανασίου Διάκου πρὸς τοὺς «Ραχωβίτες» μοναχοὺς γιὰ τὴν συνεργασία αὐτή. Ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς ἀπὸ τὸ Κάτω Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς στάλθηκαν στὸ Διάκο 200 ἄτομα καὶ πολεμοφόδια καὶ τρόφιμα:
«Αἰδεσιμώτατε ἅγιε πρωτόπαπα καὶ παπᾶ δημήτρι ἐὐλαβῶς προσκυνῶ, καὶ ἀγαπητοὶ μου γεωργάκη σηδερᾶ καὶ γιάννη ἀλεξανδρῆ, Σᾶς φανερόνω λαμβάνοντας τὸ παρόν μου ἀμέσως νὰ σηκοθῆτε νὰ μαζόξετε ὅλους τοὺς ῥαγιάδες νὰ μοῦ τοὺς ξημερόσετε τρίτη πουρνὸ εἰς Λυκούρασιν[3] ὁποῦ θὰ ἔλθετε ὅλοι :200: διακόσι ὀνομάτοι καὶ τῆς ὥρας μαζὺ μὲ τὰ ἅρματά σας νὰ πάρετε καὶ :10: φορτώματα ψωμὶ καὶ κρασὶ καὶ ἐλιὲς καὶ ὅλον τὸν τζημπχανὲν[4] ὁποῦ ἔχετε μπαρούτην καὶ κουρσούμια[5] καὶ νὰ μοῦ φέρετε καὶ :6: ἕξη ἄλογα καλὰ μεζηλιάρικα[6] καὶ ἔτζη νὰ μοῦ ἀκολουθήσετε ἐξ ἀποστάσεως. ὑγιαίνετε.
ὁ ἀγαπητός σας ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ
(Τ.Σ.)[7]
1821 μαρτίου 28 κάπερνα».[8]
Τὴν ἀποστολὴ αὐτὴ τῶν διακοσίων (200) πολεμιστῶν καὶ ὅλων τῶν ἄλλων πολεμοφοδίων καὶ τροφίμων τὰ ὁποῖα ζητοῦσε ὁ Ἀθανάσος Διάκος νὰ τοῦ στείλουν ὅπως ἦταν προσυμφωνημένο βεβαιώνει καὶ ὁ Ἄνθμος Γαζῆς, στὴν ἐπιστολή του της 9ης Μαΐου 1821 πρὸς τοὺς «εὐγενεστάτους ἄρχοντας Ὕδρας», «ἀπὸ τὸ στρατόπεδον Γόλου», στὴν ὁποία, ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε σὲ προηγούμενες σελίδες, γράφει: «στράτευμα ἐξεκινήσαμεν διὰ νὰ βοηθήση τὸ στράτευμα τῶν Βοιωτῶν καὶ Ὀπουντίων καὶ νὰ πολιορκήση τὸ Ζητοῦνι».
Πέραν ἀπὸ αὐτὴ τὴν συμμετοχὴ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς στὸν ἀγῶνα ἡ βοήθειά του ἦταν μεγάλη στὴν ἐτοιμασία καὶ τροφοδοσία τῶν ἀποσπασμάτων τῶν κλεφτῶν. Οι καλόγεροι ἔδιναν τρόφιμα ἀπὸ τὶς ἀποθῆκες τοῦ μοναστηριοῦ γιὰ τὴν διατροφὴ τῶν κλεφτῶν. Στο νότιο μέρος τοῦ περιβόλου τοῦ Πάνω Μοναστηριοῦ ὑπῆρχε κρυφὴ εἴσοδος ἀπὸ τὴν ὁποία ἔμπαιναν οἱ κλέφτες συνεννοημένοι ἐκ τῶν προτέρων μὲ τοὺς καλόγερους καὶ ἔπαιρναν τὰ τρόφιμα. Γύρω ἀπὸ τὸ μοναστῆρι, πρὸς τὸ νοτιοδυτικὸ μέρος, ὑπῆρχαν οἱ λεγόμενες «χαβοῦζες», ὑπόγειες σπηλιές, σκαμμένες σὲ κατάλληλα μέρη, στὰ ὁποῖα κυκλοφοροῦσε κρύο νερὸ πηγών, τὸ ὁποῖο δημιουργοῦσε καὶ διατηροῦσε ἀρκετὴ δροσιὰ μέχρι ψῦχος, ὥστε νὰ λειτουργοῦν ὡς ἕνα εἶδος ψυγείων. Οἱ «χαβοῦζες» αὐτὲς ὑπῆρχαν μέχρι καὶ τὰ τελευταῖα μεταπολεμικὰ τοῦ 1940 χρόνια σὲ χρήση. Στὶς «χαβοῦζες» διατηροῦνταν τρόφιμα, τὰ ὁποῖα ἦταν ἀσφαλισμένα καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ τὰ βρίσκουν ὅσοι δὲν γνώριζαν. Ἀπὸ αὐτὰ χορηγοῦνταν στοὺς κλέφτες γιὰ τὴ διατροφή τους.
Μετὰ τὴν ἀποτυχία καὶ τὴν διακοπὴ τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος στὴν Μαγνησία οἱ ὁπλαρχηγοί της ἀναγκάστηκαν νὰ ὑπογράψουν συνθήκη εἰρήνης μὲ τὸν Κιουταχή. Ὁ Κιουταχὴς πρότεινε εἰρηνευτικὴ συμφωνία στοὺς ἐπαναστάτες στὶς 11 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1823 τὴν ὁποία οἱ ὁπλαρχηγοὶ δέχτηκαν. Σύμφωνα μὲ τοὺς ὅρους τῆς συνθήκης αὐτῆς:
- Οἱ Τοῦρκοι στρατιῶτες θὰ ἀπομακρύνονταν ἀπὸ τὰ χωριὰ τῆς Μαγνησίας.
- Θὰ ἀποδίδονταν στοὺς καπεταναίους Καρατάσο καὶ Γάτσο τὰ αἰχμαλωτισμένα μέλη τῶν οἰκογενειῶν τους,
- Τὸ Τρίκερι θὰ βρισκόταν ὑπὸ τὴν προστασία τῶν Τούρκων καὶ
- Στοὺς καπεταναίους τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος, ὑπὸ τὸν ὅρο ὅτι θὰ προσκυνοῦσαν στοὺς Τούρκους, θὰ παραχωροῦνταν:
α. Τὸ ἀρματολίκι τῆς Εὔβοιας στὸν καπετὰνιο Καρατάσο,
β. Τὸ ἀρματολίκι τοῦ Πηλίου στὸν καπετὰνιο Μπασδέκη,
γ. Τὸ ἀρματολίκι τῆς Ἀγιᾶς στὸν καπετὰνιο Λιάκο καὶ
δ. Τὸ ἀρματολίκι τοῦ Ἁλμυροῦ στὸν καπετάνιο Ἰωάννη Βελέντζα.
Ὁ ἀγῶνας τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ συνεχίστηκε καὶ στὰ ἑπόμενα χρόνια σὲ ἄλλες περιοχὲς μέχρις ὅτου χαράχτηκαν τὰ σύνορα τοῦ πρώτου ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ κράτους τὰ ὁποῖα χώρισαν τὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ σὲ δύο μέρη, τὸ ἑλληνικὸ καὶ τὸ τουρκικό, ἀφήνοντας τον Ἁλμυρὸ στὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια.
Σύμφωνα μὲ τὸ Πρωτόκολλο τοῦ Λονδίνου τῆς 10/22 Μαρτίου 1829 ἡ συνοριακὴ γραμμὴ ἄρχιζε «Ἀπὸ τὸ στόμιον τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου, φθάνουσα εἰς τὴν κορυφογραμμήν τῆς Ὄρθρης, ἐκτείνεται κατ’ εὐθείαν μέχρι τῆς κορυφῆς τῆς πρὸς ἀνατολὰς τῶν Ἀγράφων, ἐν ᾗ ἐστὶ τὸ σημεῖον ἑνώσεως μετὰ τῆς Πίνδου, κατέρχεται εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ Ἀχελώου, πρὸς τὸ μεσημβρινὸν μέρος τοῦ Λεοντίτου, τὸ ὁποῖον μένει εἰς τὴν Τουρκίαν, εἶτα διέρχεται ἀπὸ τὴν σειράν τοῦ Μακρυνόρους, περιλαμβάνει τὸ ὁμώνυμον στενόν, ἀπὸ τῆς πεδιάδος τῆς Ἄρτης ἀρχόμενον, καὶ καταλήγει διὰ τοῦ Ὰμβρακικοῦ εἰς τὴν θάλασσαν».
Τὰ πρῶτα σύνορα, γιὰ τὰ τοπικὰ δεδομένα τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, ἀκολουθοῦσαν τὴν κορυφογραμμὴ τῆς Ὄρθρης καὶ φτάνοντας στὴν θέση «Βράχος τοῦ Βελέντζα» ἀκολουθοῦσαν τὴν κοίτη τοῦ σουρπιώτικου χειμάρρου «Σαλαμπριάς», ὁ ὁποῖος περνάει ἀνάμεσα στὴ Σούρπη καὶ στὴν Ἁγία Τριάδα, καὶ ἔφταναν στὸ Στόμιο.
Ἔτσι μετὰ τὴν δημιουργία τοῦ πρώτου ἑλληνικοῦ κράτους, στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια περιῆλθαν καὶ ἀνῆκαν ἡ Μιντζἐλα, ἡ Σούρπη, τὸ Πτελεό, οἱ Ἅγιοι Θεόδωροι, ἡ Γάβριανη, ἡ Χαμάκω καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης καὶ στὴν τουρκική: ἡ Ἁγία Τριάδα (τότε Καλύβια), τὰ Κελέρια, τὸ Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς (Πάνω καὶ Κάτω), ὁ Δρυμῶνας, ὁ Ἁλμυρός, ὁ Πλάτανος, τὸ Μπακλαλί, τὸ Καραντζάνταλι, τὸ Γεντζελί, τὸ Γερεκλί, τὸ Ἰντζέκι (Νεοχωράκι), τὸ Κιονασκλί, τὸ Κιλελέρ (Ἀνθότοπος), τὸ Χασουμπλί, τὸ Μπασίτ, τὸ Κελεμενὶ (Νεράιδα), ἡ Δαουτζά, τὸ Χαϊδαρλί, τὸ Καρανταναλί, τὸ Τουρκομουσλί, τὸ Ἀϊδίνι, τὸ Ἄκετσι, τὸ Καραμπάσι, τὸ Κουρφάλι, οἱ Κωφοί, οἱ Κοκκωτοὶ, ἡ Βρύναινα, ἡ Γοῦρα.
Ἔτσι γιὰ ἕνα τμῆμα τῆς Περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ τελείωσε η περίοδος τῆς Τουρκοκρατίας κατὰ τὸ ἔτος ο 1830 ἐνῶ τὸ ὑπόλοιπο τμῆμα της συνέχισε νὰ παραμένει τουρκοκρατούμενο μέχρι τὶς 17 Αὐγούστου 1881.
[1] Τὸ ἔτος 1235 τῆς τουρκικῆς χρονολογίας ἀντιστοιχεῖ μὲ τὸ χρονικό διάστημα 20 Ὀκτωβρίου 1819 μέχρι 8 Ὀκτωβρίου 1820 τῆς χριστιανικῆς χρονολογίας.
[2] Δηλαδή 27 Φεβρουαρίου 1822.
[3] Λυκούραση. Είναι ἕνα μοναστήρι στὸν Παρνασό. Ἡ Λυκούραση ἦταν τὸ κέντρο τῶν δραστηριοτήτων τοῦ Αθανασίου Διάκου.
[4] Τζημχανὲς ἤ τζεμπιχανὲς (λέξη τουρκική) σημαίνει τρόφιμα, φαγώσιμα.
[5] κουρσούμια στὴν εποχή μας λέγονται οἱ σιδερένιες μπίλιες τῶν ρουλεμὰν. Εδώ σημαίνει μολύβδινα σφαιρίδια, χοντρά σκάγια.
[6] Μεζηλιάρικα άλογα = γερά καὶ γρήγορα άλογα.
[7] Ἡ προσωπική σφραγίδα τοῦ Διάκου ἦταν ωοειδὴς. Στο πάνω μέρος της ἔχει διπλό σταυρό καὶ αριστερά τὸ γράμμα Α καὶ δεξιά τὸ Θ. Στὴ μέση τῆς σφραγίδας είναι δικέφαλος αετὸς καὶ αριστερά τὸ Δ καὶ δεξιά τὸ Κ. Τα γράμματα αυτά (πρέπει νὰ) σημαίνουν ΑΘ(ανάσιος) Δ(ιά)Κ(ος). Στα πόδια τοῦ αετοῦ είναι γραμμένο: (έτος) 1818.
[8] Κάπερνα λεγόταν τότε ἡ Χαιρώνεια.