Η ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΞΕΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ

Ἡ συγκέντρωση  τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Μαγνησίας  στὸ Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς

καὶ τὸ ὁριστικὸ τέλος τοῦ ἀγῶνα

                 Οἱ περισσότεροι τῶν ὁπλαρχηγῶν τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ, μετὰ τὴν κατάληψη τοῦ Πλατάνου ἀπὸ τοὺς Τούρκους, κατέφυγαν σὲ ἄλλα μέρη. Ὁ Θρασύβουλος Βελέντζας καὶ ὁ ἀνηψιός του Ἰωάννης Βελέντζας, ὁ γιὸς τοῦ Ἀχιλλέα, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καὶ τὶς μεγαλύτερες καὶ ἀξιολογότερες ὁμάδες ἀγωνιστῶν, μετακινήθηκαν πρὸς τὸ Πήλιο καὶ ἔλαβαν μέρος στοὺς ἐκεῖ  ἀγῶνες. Ὁ Ἀχιλλέας Βελέντζας κατέφυγε στὴν περιοχὴ τῆς Σούρπης.

               Μετὰ τὸ τέλος τῶν μαχῶν στὴν περιοχὴ τοῦ Πηλίου, τὴν περιγραφὴ τῶν ὁποίων δὲν περιλαμβάνουμε στὴν παροῦσα ἐργασία, καὶ κυρίως μετὰ τὴν μάχη, τὴν κατάληψη καὶ τὴν καταστροφὴ τῆς Μακρυνίτσας ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀποφασίστηκε ἡ συγκέντρωση ὅλων τῶν Ἑλλήνων πολεμιστῶν τῆς Μαγνησίας στὴν περιοχὴ τῆς Σούρπης τοῦ Ἁλμυροῦ.

             Ἡ διαφυγή, ὡστόσο, τόσων πολεμιστῶν, νικημένων καὶ ἀπογοητευμένων, ἀπὸ τὴν περιοχὴ του Πηλίου, μέσα ἀπὸ τὶς ἐνδιάμεσες τουρκοκρατούμενες πεδινὲς περιοχὲς  τοῦ  Βόλου καὶ τοῦ Ἁλμυροῦ, στὴν περιοχὴ τῆς Σούρπης  ἦταν μία πολὺ  παράτολμος καὶ ἄκρως ριψοκίνδυνη ἀπόπειρα.

              Στὴν σχετικὴ σύσκεψη τῶν ἀρχηγῶν ἐκφράστηκαν φόβοι καὶ ἀντιρρήσεις. Ὡστόσο δὲν βρέθηκε ἄλλη καλύτερη λύση. Ἡ διαφυγὴ πρὸς τὴν Σούρπη ὅλων τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Μαγνησίας κρίθηκε ὡς ἡ μόνη λύση ἡ ὁποία  ὑπῆρχε καὶ ἦταν ἀναγκαία γιὰ μὴν διακοπεῖ ὁριστικῶς ὁ ἀπελευθερωτικὸς ἀγῶνας.  Ἔτσι  ἀποφασίστηκε ἡ τολμηρὴ ἐπιχείρηση.

                   Ἡ γενικὴ ἀρχηγία καὶ ἡ ὅλη διαχείριση τῆς παράτολμης αὐτῆς ἐνέργειας ἀνατέθηκε ὁμοφώνως στὸν  Θρασύβουλο Βελέντζα. Οἱ πολεμιστὲς οἱ  ὁποῖοι  ἔπρεπε νὰ φθάσουν ἀσφαλεῖς καὶ ἑτοιμοπόλεμοι ἀπὸ τὸ  Πήλιο στὴν πεδινὴ Σούρπη, στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς Μαγνησίας,  γιατὶ  ἀρκετοὶ μετὰ  τὴν ἀποτυχία τῆς ἐπιχείρησης  τοῦ Πηλίου,  εἶχαν εγκαταλείψει τὸν ἀγῶνα, ἦταν 1.600 περίπου.

                Ἡ μετακίνηση, ὡστόσο,  τόσων πολεμιστῶν μέσα ἀπὸ τὴν τουρκοκρατούμενη  καὶ  γεμάτη κινδύνους ἐνδιάμεση πεδινὴ  περιοχἠ μεταξὺ Πηλίου καὶ Σούρπης, ἡ ὁποία τελικῶς πραγματοποιήθηκε μὲ ἀρκετὴ ἐπιτυχία καὶ ἐλάχιστες σχετικῶς  ἀπώλειες,  εἶναι ἀσφαλῶς ἕνα μεγάλο κατόρθωμα, ἄξιο  νὰ καταταχθεῖ μεταξὺ τῶν μεγαλύτερων πολεμικῶν ἐπιτυχιῶν τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ αὐτοῦ ἀγῶνα.

               Ἡ περιγραφὴ τῶν ἰδιαίτερων λεπτομερειῶν, τὴν ὁποία στὴν  παροῦσα ἐργασία παραλείπουμε, εἶναι ἄκρως ἐνδιαφέρουσα καὶ θυμίζει τὴν «Κάθοδο τῶν Μυρίων» τοῦ Ξενοφῶντα. Κάποιοι  χάθηκαν μέσα στὰ σκοτάδια τῆς νύχτας κατὰ τὴν περιπετειώδη αὐτὴ   ἐπιχείρηση καὶ περιπλανήθηκαν σὲ ἄγνωστους τόπους. Κάποιοι, μὴν ἀντέχοντας τὶς ταλαιπωρίες, τὴν ἐξάντληση  καὶ τὴν ὑπερβολική κούραση, ἀπελπισμένοι καὶ ἐξαντλημένοι, αὐτοκτόνησαν.

               Ἔπειτα ἀπὸ πολλὲς ταλαιπωρίες  οἱ πρῶτοι ἔφτασαν στὰ Κελέρια, ὅπως εἶχε σχεδιασθεῖ. Στὰ Κελέρια τοὺς περίμενε ὁ Ἀχιλλέας Βελέντζας, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὴν Σούρπη γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ καὶ εἶχε τὴν ἰδιαίτερη προσωπικὴ χαρὰ νὰ δεχτεῖ καὶ τὸν ἀγαπημένο του γιὸ Ἰωάννη.

                Ἀπὸ τὰ Κελέρια ὅλοι μαζὶ κατέφυγαν στὸ Κάτω Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, τὴν σταθερὴ ἑστία, ἀλλὰ καὶ τὸ βασικὸ καὶ σταθερὸ στήριγμα κάθε ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος στὴν περιοχὴ Ἁλμυροῦ. Ἐκεῖ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες κατέφθαναν μεμονωμένοι πολεμιστὲς ἀπὸ τοὺς ἀρχικῶς  1.600, οἱ ὁποῖοι γιὰ  διαφόρους λόγους ὁ καθένας εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν κοινὴ πορεία τῶν συναγωνιστῶν τους καὶ εἶχαν χάσει τὸν δρόμο.

                Τὸ ἠθικὸ ὅλων αὐτῶν ἦταν ἀπελπιστικὰ πεσμένο. Οἱ περισσότερες ἀπὸ τὶς πρὶν συγκροτημένες καὶ πειθαρχημένες ὑπὸ ἕναν ἀρχηγὸ ὁμάδες εἶχαν ἀποσυγκροτηθεῖ. Κάποιοι ἀρχηγοὶ εἶχαν ἐγκαταλείψει τὸν ἀγῶνα καὶ τοὺς ἀγωνιστές τους ἀναζητῶντας τὴν προσωπικὴ σωτηρία καὶ λύση ὅπου καὶ ὅπως ὁ καθένας μποροῦσε. Ἔτσι στὸ Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς,  μεταξὺ αὐτῶν οἱ ὁποῖοι συγκεντρώθηκαν, βρίσκονταν, ὅπως περιγράφουν τὴν κατάσταση  κάοιες ἀναφορές, «πολεμιστὲς χωρὶς ἀρχηγὸ» καὶ «ἀρχηγοὶ χωρὶς πολεμιστές».

                  Πρώτη καὶ κυρίαρχη σκέψη τοῦ Θρασύβουλου Βελέντζα ὁ ὁποῖος ἐξακολουθοῦσε νὰ ἡγεῖται στὴν ὅλη αὐτὴν τὴν  προσπάθεια ἦταν ἡ ἀνύψωση τοῦ πεσμένου ἠθικοῦ καὶ ἡ ἐπαναφορὰ τοῦ ἀρχικοῦ ἐνθουσιασμοῦ γιὰ νὰ εἶναι δυνατὴ ἡ συνέχιση τοῦ ἀγῶνα.

                 Στὶς 24 Μαρτίου ὅλοι ὅσοι ἀπὸ τοὺς 1.600 πολεμιστὲς οἱ ὁποῖοι εἶχαν ξεκινήσει ἀπὸ τὸ Πήλιο καὶ εἶχαν φθάσει στὸ Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς συγκεντρώθηκαν γιὰ μία νέα ἀνασυγκρότηση καὶ ἀναδιοργάνωση  στὴν Βρύναινα. Ἐκεῖ  ὁμοφώνως ὅλοι ἀνακήρυξαν καὶ πάλι γενικὸ ἀρχηγό τους τὸν Θρασύβουλο Βελέντζα, ἐνῶ ὁ  Ζ. Μπασδέκης ἀποσύρθηκε στὴν ἐλεύθερη Σούρπη. Αὐτὸ δηλώνεται ἀπὸ τὸ τοπικὸ δημοτικὸ τραγοῦδι,  τὸ ὁποῖο παρουσιάστηε σὲ προηγούμενες σελίδες:

                «…καὶ κεῖνος μὲ ἰδέα καὶ μὲ καλὸ σκοπό,

                 παίρνει τὰ παλικάρια, περνάει ἀπ’ τὸν Ἁλμυρό.

                 Κι ὁ καπετὰν Μπασδέκης φοβεῖται τρομερὰ

                   καὶ τὰ ταμποῦρλα ἀφήνει καὶ τρέχει στὰ βουνά».

                Τὴν ἄλλη μέρα, 25 Μαρτίου 1878, ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, καὶ   ἐθνικὴ ἑορτὴ, ἀφοῦ θύμιζε τὴν 25 Μαρτίου του 1821 καὶ τὴν Ἁγία Λαύρα, τελέστηκε δοξολογία στὴν Βρύναινα ἀπὸ τὸν ἱερομόναχο καὶ σημαιοφόρο τοῦ «Λόχου τῶν Ἰώνων», Σέργιο Δ. Πετρούλια.

            Ὁ ἀρχηγὸς τοῦ «Λόχου τῶν Ἰώνων», σύμφωνα μὲ κοινὴ ἀπόφαση ὅλων καὶ ἀνάθεση ἐκ μέρους τοῦ γενικοῦ ἀρχηγοῦ Θρασύβουλου Βελέντζα, γιὰ νὰ ἐνισχύσει τὸ πεσμένο ἠθικὸ ὅλων, ἐκφώνησε τὸν παρακάτω λόγο:

«Στρατιῶται τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἐλευθερίας, ἑξῆντα χρόνοι ἀκόμη δὲν ἔκλεισαν ὅπου ἕνα ξημἐρωμα γλυκὸ παρόμοιο μὲ τὴν σημερινὴν ἡμέραν οἱ σκλαβωμένοι καὶ ἁλυσόδετοι γονεῖς μας, ὁρκισθέντες εἰς τὸν τίμιον σταυρὸν καὶ εἰς τὴν ἁγιασμένην σημαίαν τῆς ἐλευθερίας, ἀπεφάσισαν νὰ σπάσουν διὰ παντὸς τὰ σίδερα ὅπου τοὺς ἐκράτουν γονατιστοὺς εἰς τὰ τυραννικὰ τῶν Ἀγαρηνῶν πόδια.

                Ἐλευθερίαν ἤ θάνατον ὡρκίσθησαν μὲ μίαν φωνὴν καὶ τὰ βουνὰ ἐπλημμύρισαν ἀπὸ νέους καὶ γέροντας πολεμιστάς· οἱ χθεσινοὶ δοῦλοι ἔγιναν ἥρωες καὶ ὁ Τοῦρκος, ὁ μαθημένος ἕως τότε νὰ τοὺς τυραννῇ καὶ νὰ τοὺς προστάζη, ἔμαθεν ἐνωρὶς νὰ προσκυνᾶ τὴν ἄκρα τῆς λερῆς των φουστανέλλας.

           Ἐννέα χρόνους τοῦ χιονοσκεπάστου Ὀλύμπου μας τὰ σπήλαια, τοῦ Πίνδου καὶ τοῦ Κισσάβου αἱ κορυφαὶ καὶ τὰ στενὰ ἐφιλοξένησαν τὰ γυναικόπαιδα τῆς ἀρματωλικῆς γενεᾶς τοῦ 1821. Ἐννέα χρόνους εἰς κάθε βῆμα του ὁ Ἀγαρηνὸς ἔβλεπε μίαν ἀστραπὴν καὶ εἰς τὸν κρότον τοῦ καριοφυλιοῦ ἤκουε τὴν φοβερὰν διαμαρτυρίαν τῆς ἐλευθερίας. Πολλὲς φορὲς τὸ χρυσοσελλωμένο τοῦ βέη ἄλογον αἱματωμένον ἔτρεξεν εἰς τοῦ Μεγάλου Κάμπου καὶ τῆς Λαρίσης τὰ χωρία χωρὶς τὸν ὑπερήφανον ἀγᾶ  του.

            Ἦλθον ὅμως πολλὲς φορὲς ἡμέρες στενοχωριῶν καὶ δυστυχημάτων. Πολλὲς φορὲς ἡ φούχτα τῶν ἀνδρείων μας πολεμιστῶν, ὅταν μάλιστα τῆς διχονοίας τὸ μαῦρο φίδι ἐδάγκανε τὰ σωθικά των καὶ τῆς ἀπειθείας ὁ φοβερὸς ἀνεμοστρόβιλος τοὺς κατεσκόρπιζεν, ἠναγκάσθησαν νὰ φύγουν ἀπὸ κορυφῆς εἰς κορυφὴν τὴν πολυάριθμον καὶ ἠνωμένην τοῦ ἐχθροῦ  δύναμιν.

           Εἶναι ἀλήθεια, ἔφυγον πολλὲς φορὲς καὶ τὰ ἀνδρεῖα τοῦ Καραΐσκου, τοῦ Βότσαρη, τοῦ Νικηταρᾶ καὶ τοῦ Ἀνδρούτσου παλληκάρια, ἀλλ’ ἔφυγον διὰ νὰ γυρίσουν φοβερώτερα, καθὼς τὸ κῦμα τῆς θαλάσσης τὸ ἀκούραστο, ὅπου χάνεται μία στιγμὴ διὰ νὰ φανῇ ὑψηλότερο καὶ πλέον ἀφρισμένο.

               Ὁ Τοῦρκος δὲν ἐχαίρετο εἰς τὴν πρόσκαιρον φυγὴν των καὶ ὁ ὕπνος δὲν ἐκλοῦσε τὸ φοβισμένο μάτι του, διότι πολλὲς φορὲς μεσάνυκτα καὶ εἰς τὴν ξηρὰν καὶ εἰς τὴν θάλασσαν ἤκουσε τοῦ χάρου τὴν κραυγὴν εἰς τοῦ ὕπνου του τὸ προσκεφάλι. Ἐκεῖ ἐπάνω τοῦ Κανάρη ἡ φωτιά καὶ τὸ λεπίδι τοῦ Βότσαρη ἐτελείωσαν τὰ βάρβαρα καὶ θηριώδη ὄνειρά του.

                 Τὶ ἤθελαν λοιπὸν οἱ γονεῖς μας ἐκεῖνοι οἱ ἀθάνατοι, γυμνοὶ καὶ πεινασμένοι νὰ ποτίζουν τὴν τότε σκλαβωμένη γῆ ἄφθονα μὲ τὸ αἷμα των, παρὰ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον καὶ ἡμεῖς ζητοῦμεν σήμερον;

                Τὸν ἄρτον τῆς ἐλευθερίας τὸν γλυκύν, διότι τὸ δάκρυ τῆς σκλαβιᾶς πικρόν, πολὺ πικρὸν τὸν ἔχει ζυμωμένον. Μίαν καλύβην εἰρήνης καὶ τιμῆς, διότι καὶ εἰς τοῦ πλουσιωτέρου σκλάβου τὸ παλάτι ἡ τιμὴ δὲν ἠμπορεῖ νὰ κατοικήσῃ μία στιγμὴ οὔτε ἡ εἰρήνη νὰ εὕρῃ ἀνάπαυσιν μίαν ὥραν.

            Αὐτὰ ἐζήτουν ἐκεῖνοι τότε ἐπιμόνως καὶ καρτερικῶς μὲ τὸ φλογερὸν στόμα τοῦ καριοφυλλιοῦ των καὶ μὲ τὴν ἄκρα τῆς αἱματοσταζούσης λεπίδος των καὶ τέλος τἀπήλαυσαν μαρτυρικῶς, ἀλλὰ καὶ τόσον ἐνδόξως.

Καὶ τώρα ἰδέτε ἀντικρὺ εἰς τὰ ριζώματα ἐκεῖ τῆς Σούρπης, ἰδέτε καὶ ἐδῶ, ἰδέτε γύρω τριγύρω ἕως τὰ ὑψηλώματα τῆς φημισμένης Γούρας, ὅπου ἡ χιονισμένη κορυφὴ σὰν ἀσπρομάλλης γέροντας πολεμιστὴς μᾶς ἐνθυμίζει τόσα κατορθώματά των. Ἐκεῖ ὁ ἥλιος γλυκογελᾷ ἀπὸ τὴν μάνα εἰς τὸ ἄφοβο καὶ χαρούμενο παιδὶ καὶ ἀπὸ τὸ παιδὶ εἰς τὴν εὐτυχισμένη μάνα. Τοὺς ἐνθαρρύνει ἡ σημαία τοῦ Χριστοῦ, τοὺς γλυκαίνει ὁ ἄρτος τῆς ἐλευθερίας καὶ εἰς τὸν ἴσκιο τῶν δέντρων τοῦ περιβολιοῦ ἤ εἰς τὴν ἑστία τῆς καλύβης ξεκουρασμένος ὁ εὐτυχὴς καὶ ὑπερήφανος πατέρας διηγεῖται τοῦ 1821 τὰ κατορθώματα καὶ εἰς τῶν μεγάλων καὶ μικρῶν τὰ μέτωπα μεταδίδει τὴν ὑπερηφάνειαν καὶ τὴν εὐτυχίαν.

              Ἐδῶ τῶν ἀνθρώπων τὰ πρόσωπα εἶναι συνεφιασμένα καὶ μελαγχολικὰ καθὼς τὸν οὐρανὸν δὲν ἀφήνει νὰ φωτίσῃ ἡ λαμπρὰ ἀκτῖνα τοῦ ἡλίου. Ἐδῶ τρέχει δειλὸ καὶ δακρυσμένο τὸ παιδὶ νὰ κρυφθῇ εἰς τῆς δακρυσμένης μάνας του τὸν κόρφο καὶ ταπεινὸς γυρνᾶ τὸ βράδυ ὁ πατέρας του καὶ χίλιες φαρμακερὲς ὑποψίες ὁ νοῦς του βάζει!  Τρέμει ἡ πατρικὴ καρδία του μὴ ὁ βασιβοζοῦκος καὶ ὁ Γκέκας ἐπάτησαν τὸ χαμηλὸν κατώφλιον τῆς οἰκογενειακῆς του εὐτυχίας.

                   Ἐκεῖ τὸ γλυκογέλασμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ χαρὰ τῆς ἐλευθερίας, ἐδῶ ἀκόμη τὸ φαρμακερό, τὸ μαῦρο τῆς δουλοσύνης δάκρυ!

Στρατιῶται τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ Χριστοῦ, ὀλίγη γῆ χωρίζει τοὺς σκλάβους ἀπὸ τοὺς ἐλευθέρους, τοὺς δυστυχισμένους ἀπὸ τοὺς εὐτυχισμἐνους ἀδελφούς. Καὶ τάφος μας ἄν μέλλῃ νὰ γίνῃ αὐτὴ ἡ γῆ, δὲν πρέπει νὰ ὀπισθοχωρήσωμεν, ἀλλὰ νὰ ἐξακολουθήσωμεν τὸν ἀγῶνα. Χιλιάδες βλέμματα τὴν στιγμὴν ἐτούτη μᾶς κοιτάζουν. Ἀπὸ ἡμᾶς ἐξαρτᾶται ἡ δόξα ἤ ἡ ἀτιμία, ἠ σκλαβιὰ ἤ ἡ ἐλευθερία πολλῶν Ἑλλήνων.

                 Καθὼς οἱ πατέρες μας ὀλίγοι κατὰ πολλῶν καὶ ἀσθενεῖς κατὰ ἰσχυρῶν ἐπολέμησαν καὶ ἐνίκησαν, παρομοίως καὶ ἡμεῖς πρέπει νὰ πολεμήσωμεν καὶ θέλομεν νικήσει. Ἡ διαθήκη των εἶναι ἱερὰ γραμμένη μὲ τὸ ἅγιόν των αἷμα καὶ πρέπει νὰ τὴν ἐκπληρώσωμεν διὰ τοῦ ἰδικοῦ μας αἵματος. Ἐὰν χθὲς ὑπεχωρήσαμεν εἰς τὸ πλῆθος τῶν ἐχθρῶν, αὔριον θέλομεν προχωρήσει θερίζοντες τὰς πυκνάς των τάξεις· ἀρκεῖ τὸ πάθημα τῆς ἀπειθείας, τῆς διχονοίας καὶ τῆς ἀμελείας νὰ γίνῃ μάθημα ὁμονοίας καὶ ὑπακοῆς.

                   Ἕως τώρα πολλὲς φορὲς σεῖς οἱ ἴδιοι δὲν ἀπεδείξατε ὅτι τῶν Τούρκων τὸ μαχαῖρι νὰ σᾶς φοβίσῃ δὲν ἠμπορεῖ; Καὶ δὲν ἐστήσατε ἀκόμα χθὲς ἐδῶ τριγύρω ἀπὸ τούρκικα κορμιὰ τὰ τρόπαιά σας;  Τὰ τείχη τοῦ Μοναστηρίου αὐτοῦ εἶναι βαμμένα ἀπὸ τὸ χθεσινὸν αἷμα τῶν ἐχθρῶν μας. Γύρω τριγύρω ρίψατε μία ματιὰ καὶ θέλετε ἰδεῖ τὰ ἄταφα κορμιά των. Ὁ Γκέκας βλέπει ὄνειρο τὸ Μοναστῆρι τῆς Ξενιᾶς καὶ ξυπνᾷ ἀκόμα τρομαγμένος. Παρακάτω ἐκεῖ ὁ Πλάτανος καὶ ἡ Ξηρομάντρα τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου δὲν ὁμολογοῦν τὶ δύναται ἡ ἀπόφασις τῶν ὀλίγων γενναίων νὰ κατορθώσῃ;

                 Λοιπὸν διατὶ νὰ μᾶς ἀποθαρρύνῃ ἡ ἀποτυχία τῆς Μακρυνίτσης, ἀφ’ οὗ ἡ τύχη τῶν πολέμων πολλὲς φορὲς εἶναι τοιαύτη; Τώρα μάλιστα ἔχομεν χρέος καὶ πρέπει νὰ τοὺς ἀποδείξωμεν ὅτι τῶν μαχῶν αἱ συμφοραὶ καὶ τῶν πολέμων τὰ δεινοπαθήματα δὲν ἠμποροῦν νὰ καταβάλουν τὸ θάρρος μας μήτε νὰ μεταβάλουν τὴν ἀπόφασίν μας.

Ἀπόφασίς μας εἶναι: Θεσσαλία ἐλευθέρα ἤ θάνατος!

                   Τὰς σημαίας μας σήμερον ἠγίασεν ὀ ἁγιασμὸς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς πρώτης ἑλληνικῆς ἀνεξαρτησίας. Ἄς φἐρωμεν λοιπὸν καὶ πάλιν αὐτὰς δοξασμένας εἰς τὸ μέσον τῶν τυράννων μας καὶ ἄς προσπαθήσωμεν νὰ χαράξωμεν μὲ αὐτὰς καὶ τὸ αἷμα μας τὰ νέα τῆς Θεσσαλίας ὅρια».

                Καὶ ἐνῶ τόσο εὐοίωνη φαινόταν ἡ νέα κατάσταση μετὰ ἀπὸ ἀποτυχίες καὶ γιὰ πρώτη φορὰ μία ἀξιόλογη, γιὰ τὰ ἑλληνικὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, δύναμη     πολεμιστῶν  βρισκόταν ὑπὸ ἕναν ἀρχηγό, πολὺ γρήγορα φάνηκε ὅτι  οὔτε ὁ ἀρχικὸς ἐνθουσιασμὸς οὔτε ἡ ἑνότητα, ὁμοφωνία καὶ ὁμοψυχία τόσων ὁπλαρχηγῶν ὑπῆρχε.

                 Ἡ σκέψη πολλῶν ἁπλῶν ἀγωνιστῶν ἀλλὰ καὶ ἀρχηγῶν,  κυρίως ὅσων εἶχαν ἔλθει ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα, στρεφόταν πρὸς τὴν ἐγκατάλειψη τοῦ ἀγῶνα καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὶς  πατρίδες τους καὶ ὄχι πρὸς μία νέα ἀρχὴ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος.

Πολλοὶ ὁπλαρχηγοὶ. ἐκτὸς τοῦ Θρασύβουλου Βελέντζα, ἀφήνοντας τοὺς πολεμιστές τους ὑπὸ τὸν Βελέντζα, διανυκτέρευαν καὶ διημέρευαν διασκεδάζοντας στὴν ἐλεύθερη Σούρπη. Τὴν στάση τῶν ἀρχηγῶν τους ἀκολουθοῦσαν καὶ οἱ πολεμιστές τους. Ἡ τάση ὅλων ἦταν νὰ διαφύγουν πρὸς τὴν ἐλεύθερη Σούρπη καὶ ὄχι πρὸς τὸν σκλαβωμένο Πλάτανο, ἡ ἐπίθεση ἐναντίον τοῦ ὁποίου καὶ ἡ ἀπελευθέρωσή του ἦταν ὁ   ἄμεσος σκοπὸς τοῦ Βελέντζα.

Ἔτσι μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες ἀπὸ τοὺς 1.600, περίπου,  οἱ ὁποῖοι εἶχαν ξεκινήσει ἀπὸ τὸ Πήλιο ἔμειναν  πιστοὶ στὸν ὁρκο τους καὶ στὸν ἀρχικὸ  σκοπό τους μόνο 300 περίπου πολεμιστές, στὸ μεγαλύτερο ποσοστό τους προερχόμενοι ἀπὸ τὴν περιοχὴ Ἁλμυροῦ, μὲ   ἀρχηγὸ τὸν Θρασύβουλο Βελέντζα.

            Ἡ γενικὴ ἀντίληψη καὶ αὐτῶν οἱ ὁποῖοι εἶχαν παραμείνει, ὡστόσο, ἦταν ὅτι ἔπρεπε νὰ σταματήσει κάθε ἔνοπλη πολεμικὴ ἀπελευθερωτικὴ κίνηση καὶ νὰ ἀνατεθεῖ  ἡ ὑπόθεση τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς Θεσσαλίας στὴν συμβιβαστικὴ λύση ἡ ὁποία θὰ βρισκόταν στὸ Συνέδριο τοῦ Βερολίνου. Οἱ περισσότεροι ἐγκολπίστηκαν τὴν ἄποψη ὅτι ἦταν φρονιμότερο νὰ ἐπαναπαυθοῦν στὶς καθησυχαστικὲς ὑποσχέσεις  καὶ στὴν παρέμβαση τῶν μεγάλων εὐρωπαϊκῶν δυνάμεων. Ἡ διαρκὴς καὶ συστηματικὴ προπαγάντα τῶν  μεγάλων εὐρωπαϊκῶν κρατῶν, τῶν «Προστατίδων καὶ Εὐεργετίδων Δυνάμεων», κατὰ τὸν χαρακτηρισμὸ, τον ὁποῖο χρησιμοποιοῦσε καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση γιὰ τὰ κράτη αὐτὰ, εἶχε δηλητηριάσει τὰ ἁγνὰ αἰσθήματα καὶ τὸν ἀρχικὸ ἐνθουσιασμὸ τῶν περισσοτέρων ἀγωνιστῶν.

                 Σὲ μία τέτοια συμβιβαστικὴ λύση εἶχαν προσαρμοσθεῖ καὶ ἐνεργοῦσαν ποικιλοτρόπως γιὰ τὴν ἐπίτευξή της καὶ οἱ πολιτικοὶ παράγοντες τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ κυρίως ἡ μικτή, ἀπὸ Τούρκους καὶ  Ἕλληνες, δημογεροντία τοῦ Ἁλμυροῦ, ἡ ὁποία εἶχε συγκροτηθεῖ καὶ φαίνεται ὅτι ὁμὀφωνα καὶ  αὐτόβουλα εἶχε ἀναλάβει τὸν ρόλο αὐτὸν ἤ ἴσως μὲ παρέμβαση τῶν διπλωματικῶν ἀντιπροσώπων τῆς Γαλλίας καὶ τῆς Ἀγγλίας οἱ ὁποῖοι ἐξακολουθοῦσαν νὰ ἐνεργοῦν ποικιλοτρόπως πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή.

               Τὴν ἴδια λύση, ἡ ὁποία ἀναμενόταν ὅτι  θὰ δινόταν στὸ Συνέδριο τοῦ Βερολίνου, εἶχε δεχθεῖ,  ἤ ὑποχρεώθηκε νὰ δεχθεῖ γιατὶ δὲν τῆς ἦταν δυνατὴ ἄλλη ἐπιλογὴ  καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση καὶ γι’ αὐτὸ ἀπὸ πολὺ νωρίτερα εἶχε διατάξει νὰ ἐπιστρέψουν τὰ ἑλληνικὰ στρατεύματα στὴν Ἑλλάδα, ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε,  πρὶν σχεδὸν ὁλοκληρωθεῖ ἡ εἴσοδός τους στὴν σκλαβωμένη Θεσσαλία  ἄν καὶ ἤδη εἶχαν  πραγματοποιηθεῖ οἱ  πρῶτες νικηφόρες γιὰ τοὺς Ἕλληνες συγκρούσεις.

               Τὴν κυβερνητικὴ αὐτὴ πολιτικὴ καὶ στάση υἱοθετῶντας ἡ αὐτοανακηρυχθεῖσα ἁρμόδια κοινὴ ἑλληνοτουρκικὴ ἐπιτροπὴ τοῦ Ἁλμυροῦ θέλησε νὰ ἐπιβάλλει στὴν περιοχή της.   Πρώτη της ἐνέργεια ἦταν νὰ πείσει τοὺς κατοίκους τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τῶν ἄλλων σκλαβωμένων χωριῶν του, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ αὐτοῦ  κινήματος, γιὰ νὰ ἀποφύγουν τοὺς τουρκικοὺς διωγμοὺς καὶ γενικῶς τις καταστροφὲς καὶ τὰ λοιπὰ δεινὰ τῶν ἐνόπλων συρράξεων, εἶχαν καταφύγει στὴν Σούρπη, να ἐπιστρέψουν στὸν Ἁλμυρό.

                  Στὴν προσπάθειά τους αὐτή,  καὶ ἐνῶ οἱ πολεμιστὲς οἱ ὁποῖοι εἶχαν φθάσει καὶ συγκεντρωθεῖ στὸ Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἕτοιμοι ν’ ἀναλάβουν νέους ἐλπιδοφόρους ἀγῶνες, οἱ πολιτικοὶ παράγοντες τοῦ Ἁλμυροῦ, Τοῦρκοι καὶ Ἕλληνες, ἔστειλαν πρὸς τὰ ἡγετικὰ στελέχη τῶν Ἁλμυριωτῶν οἱ ὁποῖοι εἶχαν  καταφύγει στὴν Σούρπη, τὴν παρακάτω ἐπιστολή.

                Φαίνεται ὅτι ἡ μεσολαβητικὴ αὐτὴ παρέμβαση ὀφειλόταν καὶ σὲ πίεση τῆς Ἑλληνικῆς Κυβέρνησης καὶ τῶν ἀντιπροσώπων τῆς Ἀγγλικῆς Κυβέρνησης οἱ ὁποῖοι ἐνεργοῦσαν, παρασκηνιακῶς ἀκόμα, πρὸς τὴν ἴδια κατεύθυνση. Οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Ἁλμυροῦ, δύο Τοῦρκοι καὶ δύο Ἔλληνες, οἱ ὁποῖοι ὑπογράφουν τὴν ἐπιστολή, δὲν παρουσιάζονται  ὡς ἐπίσημη κοινοτικὴ ἀρχή καὶ δὲν δηλώνουν ποιοὺς ἐκπροσωποῦν ἤ ποιοὶ βρίσκονται πίσω ἀπὸ τὶς ἐνέργειές τους. Παρουσιάζονται ὡς ἁπλοὶ κάτοικοι τῆς ἐπαρχίας Ἁλμυροῦ καὶ ὄχι  μόνο τῆς πόλης τοῦ Ἁλμυροῦ αὐτοχαρακτηριζόμενοι ὡς «συνεπαρχιῶτες».

                  Ἡ ἐπιστολὴ ἡ ὁποία στάλθηκε ἀπὸ τὸν Ἁλμυρὸ στὴν  Σούρπη, ἔλεγε τὰ ἑξῆς:

                     «Κύριοι Ἀλέξιε Δεσπότη, Κωνσταντῖνε Βλασιώτη, Δημήτριε Βογιοκλῆ, Γιάννη Ἀναγνωστόπουλε, Γεώργιε Πατελοδήμου καὶ Ἀναγνώστη Τσίτσιε,

                                     Εἰς Σούρπην.

                         Ἅπαντες γνωρίζομεν καλῶς ὅτι ἡ φυγή σας ἐντεῦθεν προῆλθεν ἀπὸ βίαν καὶ οὐδέποτε ἐξ οἰκείας προαιρέσεως, Τοῦτο αὐτό γνωρίζουσι καὶ οἱ ἡμέτεροι προϊστάμενοι καὶ λυπούμεθα ἐνδομύχως διὰ τὰ εἰς ὑμᾶς ἐπελθόντα δυστυχήματα. Ἐπειδὴ ὅμως ἤδη πρόκειται περὶ συμφέροντος τῆς πατρίδος, ἐκρίνομεν εὔλογον νὰ σᾶς γράψωμε τὰ ἀκόλουθα:

                    Κατὰ ἀνωτέραν διαταγὴν θὰ συσταθῇ ἐπιτροπὴ μικτὴ διὰ νὰ ἐξετάσῃ ἀκριβῶς ὁποίας ζημίας ὑπέστησαν οἱ κάτοικοι ἀπὸ τοὺς ἀντάρτας, δηλ. πόσα ὀσπήτια ἐκάησαν καὶ ποία ἡ ἀξία αὐτῶν καὶ ἄλλα τοιαῦτα. Ἡ μικτὴ ἐπιτροπή θὰ συνέλθῃ ἐδῶ (στὸν Ἁλμυρὸ) καὶ ἀπὸ τὴν αὔριον θὰ κάμῃ ἔναρξιν τῶν ἐργασιῶν της καὶ προμηνύεται αἴσιον ἀποτέλεσμα διὰ τοὺς παθόντας.

                   Ἀνάγκη ὅθεν ἵνα μὴ ἀπολέσητε τὴν κατάλληλον ταύτην εὐκαιρίαν, δέον νὰ ἔλθητε ἐνταῦθα ὑμεῖς οἱ ἀνωτέρω ὅπως ἐκθέσητε ὅλας τὰς ζημίας ὅσας ὑπέστητε εἰς τὴν ἐπιτροπήν. Καὶ μὴ διστάζετε παντελῶς ὅτι θὰ ὠφεληθῆτε ἀπὸ τὸ Δοβλέτι μας, τὸ ὁποῖον θὰ προσφέρῃ χεῖρα ἀρωγὸν εἰς ἅπαντας τοὺς παθόντας. Δὲν πρέπει νὰ ἀδιαφορήσετε εἰς τὴν πρόσκλησίν μας ταύτην, καθὼς καὶ ἄλλοτε εἰς τὰ Παπακωσταίικα καὶ ἐχάσατε τὰ δικαιώματά σας.

                  Δὲν ἀρνούμεθα ὅτι καὶ ἀκολούθως, ἀφοῦ προσέλθητε εἰς τὴν πατρίδα σας, θὰ σᾶς δοθῇ ἡ δέουσα εὐκολία, ἀλλὰ τότε θὰ χρειασθῶσι κόποι καὶ ἔξοδα, πρὸς ἀποφυγὴν τῶν ὁποίων ἀνάγκη νὰ καταφθάσητε ἤδη χωρὶς νὰ ἔχητε τὴν παραμικρὰν ὑποψίαν ὅτι θὰ πάθητε καθόσον οὐδὲν σφάλμα κάματε καὶ τὸ τοιοῦτον εἶναι γνωστὸν καὶ εἰς τὴν Σεβαστήν Κυβέρνησίν μας. Ἐν πρώτοις καὶ σφάλμα ἄν ἔχετε πάλιν τὸ Δοβλέτι μας γνωρίζετε ὅτι ἔχει μεγάλην εὐσπλαχνίαν καὶ συγχωρεῖ ἄνευ κρίσεων καὶ ἐπικρίσεων τοὺς πταίσαντας, δεχόμενον αὐτοὺς ὡς γνήσια τέκνα εἰς τὰς ἀγκάλας  του.

                  Τὰ τοιαῦτα, ἐπειδὴ ἐγεννήθητε καὶ ἀνετράφητε ἐνταῦθα, γνωρίζετε καλλίτερον ἡμῶν καὶ περιττὸν εἶναι νὰ μακρυγορήσωμεν διὰ τὴν εὐσπλαχνίαν τῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡμεῖς, οἵτινες ἀναδεχόμεθα τὴν εὐθύνην τοῦ νὰ ἔλθητε ἐνταῦθα, εἴμεθα καλῶς πληροφορημένοι ὅτι τὸν ἐλάχιστον κίνδυνον δὲν διατρέχετε. Μ’ ὅλα ταῦτα, ἄν ἔχητε ὑποψίαν μήπως πάθητε καθ’ ὁδόν, γράψατέ μας εἰς ποῖον μέρος νὰ μεταβῶμεν ἡμεῖς, τότε ἀναδεχόμεθα τὸ τοιοῦτον καὶ ἐρχόμεθα μαζῇ.

                    Ἀφοῦ δὲ  μείνετε ἐδῶ τρεῖς ἡμέρας καὶ τελειώσητε τὸ ἔργον δι’ ὅ σᾶς γράφομεν, συναναστραφῆτε καὶ μὲ τοὺς  φίλους σας, τότε ἐπανέρχεσθε διὰ τῆς συνδρομῆς ἡμῶν εἰς τὰ ἴδια ὅπου ὁμιλεῖτε καὶ μὲ τοὺςλοιποὺς χωρικούς σας καὶ τοὺς δίδετε νὰ ἐννοήσουν τὴν καλὴν πρόθεσιν τῆς Σεβαστῆς Κυβερνήσεώς μας. Τοιουτοτρόπως δὲ σκεπτόμενοι ἀποφασίζετε διὰ τὰ περαιτέρω, χωρὶς νὰ σᾶς ἐπιβληθῇ ἡ ἐλαχίστη βία εἰς τὴν ἀπόφασίν σας ἥτις θὰ γίνη εἰς ἕτερον κράτος εἰς ὅ ἤδη καὶ διαμένετε προσωρινῶς.

                 Ἅπαντα ταῦτα, Κύριοι πατριῶται, ἐκρίναμεν εὔλογον νὰ σᾶς τὰ διακοινώσωμεν διὰ τῆς παρούσης μας, ὡς ἀφορῶντα τὴν ὠφέλειάν σας, καὶ ἀναμένομε μὲ τὸ ἴδιον τὴν ἀπάντησίν σας πρὸς γνῶσιν μας.

                         Οἱ συνεπαρχιῶτες σας

                        ΝΑΪΜ  ΕΦΕΝΤΗΣ

                       ΜΕΧΜΕΤ  ΕΦΕΝΤΗΣ

                       Α. Δ. ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

                     ΔΗΜΟΥΛΑΣ  ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

                        Ὑγιαίνετε

                                                       Ἐν Ἁλμυρῷ τῇ  22 Μαρτίου 1878».

                         Ἡ ἀπάντηση ὅσων εἶχαν καταφύγει στὴν Σούρπη στάλθηκε στὸν Ἁλμυρό, στὶς 26 Μαρτίου 1878,  τὴν ἑπόμενη ἀκριβῶς ἡμέρα τῆς δοξολογίας ἡ ὁποία εἶχε τελεσθεῖ  στὴν Βρύναινα:

                            «Ἐν Σούρπῃ τῇ 26 Μαρτίου 1878.

                       Φίλτατοι συμπατριῶται, Ναΐμ Ἐφέντη, Μεχμὲτ Ἐφέντη, Ἀ. Δ. Ἀργυρόπουλε καὶ Δημουλᾶ  Δημητρίου.

                            Ἐλάβομεν τὴν ἀπὸ  22ας τρέχοντος μηνὸς ἐπιστολήν σας καὶ διελθόντες αὐτὴν μετ’ ἐπιστασίας ἔγνωμεν τὰ ἐν αὑτῆ. Ἀπαντῶντες δὲ εἰς τὰ γραφόμενά σας, σᾶς λέγομεν ὅτι ἡμεῖς καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ κάτοικοι τῶν χριστιανικῶν χωρίων τῆς ἐπαρχίας μας, ἀναγκασθέντες ἕνεκα τῶν παντοειδῶν καταθλίψεων καὶ καταπιέσεων τῆς Τουρκικῆς Ἐξουσίας, ἤραμεν τὰ ὅπλα ἐξαιτούμενοι τὴν μετὰ τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος, ἐν ᾗ βασιλεύει ἡ εὐνομία,  ἕνωσίν μας. Καὶ πρὶν ἤ αὗται ἀποφανθῶσι ἐπ’ αὐτῶν συνερχόμεναι ἐν συνεδρίῳ ἀδυνατοῦμεν νὰ θέσωμεν ὑπὸ σκέψιν τὰς συμβουλάς σας καὶ δὲν θέλομεν καταθέσει τὰ ὅπλα πρὶν ἤ  γνωρίσωμεν τὰς ἀποφάσεις τοῦ συνεδρίου περὶ τῆς τύχης μας

                       Κατὰ τῆς ἀνόμου καὶ αὐτογνώμονος Τουρκικῆς Ἐξουσίας διεμαρτυρήθημεν διότι αὕτη οὐδέποτε ἐθεώρησεν ἡμᾶς ὡς ἀνθρώπους ἔχοντας δικαιώματα ἀπαράγραπτα καὶ ἀνθρωπίνην ἀξίαν, ἀλλ’ ὡς κατάκτημα καὶ ὑποζύγια ἐργαζόμενα ὑπὲρ αὐτῆς, κύριον ἔργον ἐχούσης τὴν φορολογίαν ἡμῶν, μέχρι ἐκμυζήσεως τῆς τελευταίας ρανίδος τοῦ αἵματός μας, τοὐτέστι πληρώνοντες τοὺς αὐτοὺς φόρους οὐχὶ ἅπαξ τοῦ ἔτους, ὅπερ πράττουσι οἱ ὑπήκοοοι τῶν ἄλλων ἐθνῶν, ἀλλὰ δὶς καὶ τρὶς ἐκτὸς τῶν ἑκάστοτε ἐπιβαλλομένων ἀναγκαστικῶν εἰσφορῶν.

                    Ἀγαπῶμεν τὴν πατρίδα, ἀγαπῶμεν ὑμᾶς ὡς ἀδελφούς, ἀνεξαρτήτως τῆς θρησκείας ἥν ἕκαστος λατρεύει, ἀλλὰ πρὸς Θεοῦ, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ σκεφθῶμεν περὶ ἀποζημιώσεως ἐξευρεθησομένης ὑπὸ μικτῆς, ὡς λέγετε, ἐπιτροπῆς καὶ ἐπανόδου ὑπὸ τὴν αὐτήν, ἴσως χείρονα, Τουρκικὴν Ἐξουσίαν, ἔχοντες ὑπ’ ὄψιν τὰ πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν δεινοπαθήματά μας; Φρίττομεν ἀναλογιζόμενοι τὴν μάχαιραν τοῦ Γκέκα καὶ Ζεϊμπέκου καὶ μᾶς ἐξαφανίζεται πᾶσα ἰδέα ἐπανόδου.

                      Ἡμεῖς δὲν ἐπάθομεν ἀπὸ τοὺς ἀντάρτας καθ’ ἅ λέγετε, ἐπάθομεν ἀπὸ τοὺς Γκέκιδας καὶ Ζεϊμπέκους. Αὐτοὶ μᾶς ἐλεηλάτησαν, μᾶς ἐκρεούργησαν, μᾶς ἐλήστευσαν, μᾶς ἠτίμασαν, καὶ ἐπὶ τέλους, πρὸς ἐπισφράγισιν ὅλων τῶν κακουργημάτων τούτων, καὶ διὰ νὰ καταστήσωσι τὸ ἔργον τέλειον ἐπυρπόλησαν καὶ τὰς οἰκίας μας, καὶ ταῦτα πάντα ἐξετέλεσαν ὑπὸ τὰς ὄψεις τῶν ἀνωτέρων τῆς τουρκικῆς ἐξουσίας ὑπαλλήλων.

                         Αἱ ἄγριαι δὲ αὐταὶ ὀρδαὶ ἐξακολουθοῦσι ἔτι καὶ νῦν νὰ πυρπολῶσι πᾶν ὅ,τι ἐναπέμεινεν εἰς τὸ χωρίον μας καὶ διαπράττουσι τὰ αἴσχιστα κατὰ χριστιανῶν οὕς ἀτυχῶς ἤθελον συναντήσει ἐγγὺς τοῦ χωρίου μας καὶ πέριξ τοῦ Ἁλμυροῦ.

                        Ἀγαπητοὶ Ὀθωμανοί, διὰ νὰ συζήσωμεν τοῦ λοιποῦ ἐν ἀγάπῃ καὶ ὁμονοίᾳ, πρέπει νὰ τεθῇ ὡς βάσις τὸ σοφὸν λόγιον ὅλων τῶν αἰώνων «Ἰσότης, Φιλότης, καὶ τὸ ἴσον πόλεμον οὐ ποιεῖ». Ἐάν, λοιπόν, τοῦτο κατορθώσῃ ἡ Τουρκικὴ Ἐξουσία (τὸ ὁποῖον εἶναι ἀδύνατον, ὡς ἀντιβαῖνον εἰς τὸ Κοράνιον, τὸ ὁποῖον δὲν ἀνέχεται τὸν Χριστιανὸν ἴσον εἰς τὰ δικαιώματα μὲ τὸν Ἰσλάμην) διὰ νόμων, τῶν αὐτῶν διὰ τοὺς Ὀθωμανοὺς καὶ  Χριστιανούς, τότε ἔσεται ἐφικτὴ καὶ ἡ ἐπάνοδός μας, καὶ ἡ φιλικὴ μεθ’ ὑμῶν συμβίωσις, ἄλλως ἡ ὑπάρχουσα ἰσότης θέλει μᾶς κρατήσει αἰωνίως εἰς πόλεμον, ἀναμιμνησκομένους τὸ τοῦ γείτονός μας Ρήγα Φερραίου Βελεστινλῆ, ᾆσμα:

                         Καλλίτερα μιᾶς ὥρας ἐλεύθερη ζωὴ

                         παρὰ σαράντα χρόνια σκλαβιὰ καὶ  φυλακή.

                    Διότι ὁποία τιμὴ εἰς τὸν χριστιανὸν τοῦ νὰ ἔχῃ πολλὰ  χρήματα, ἄπειρα κτήματα, ὑψηλὰς καὶ λαμπρὰς οἰκίας καὶ ἀφ’ ἑτέρου νὰ θεωρῆται ὡς ἀνδράποδον καὶ τοῦ ἐσχάτου Τούρκου ὑπόχρεον, νὰ ἐκτελῇ καὶ τὰς ἀλογοτέρας ὀρέξεις αὐτοῦ, καὶ νὰ ὑπάρχῃ εἰς τὸν κόσμον οὐχὶ δικαιώματι ὑπάρξεως ἀλλ’  ἐλέῳ (κερὶμ) τουρκικῷ χορηγουμένῳ καὶ τούτῳ κατ’ ἔγκρισιν.

                    Ὅ,τι ὑπογράφετε ἐν τῇ πρὸς ἡμᾶς ἐπιστολῇ  σας, τὸ ἀποκρούετε ἐνδομύχως, διότι ἡ καρδία σας δὲν τὸ  θέλει, τὸ ἐγράψατε ὅμως πεισθέντες καὶ ὑπείκοντες εἰς τὴν βίαν, καθ’ ἧς ἀναλογιζόμενοι τὴν μάχαιραν τῶν αἱμοβόρων θηρίων (Γκέκα, Κιρκασίου καὶ Ζεϊμπέκου) δὲν ἠδύνασθε νὰ ἀντιτάξητε, ὑπ’ ὄψιν ἔχοντες τὴν κρεούργησιν τοῦ Γεωργίου Παπαδοπούλου, καὶ  τόσων ἄλλων θυμάτων ἀτυχῶν.

                              Σᾶς ἀσπαζόμεθα ἐγκαρδίως

                            οἱ φίλοι καὶ συμπατριῶτες σας

                             ΑΝΑΓ. ΤΣΙΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

                             ΓΙΑΝ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

                            Δ. ΒΟΪΚΛΗΣ

                          ΑΛ. ΔΕΣΠΟΤΟΠΟΥΛΟΣ

                          ΚΩΝΣ. Ν. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

                            Κ. Σ. ΒΑΛΑΣΙΩΤΗΣ

                            ΑΛΕΞ. ΠΑΝΤΕΛΗΣ

                               ΔΗΜ. Ι. ΧΑΤΖΗ

                         ΔΗΜΟΣ ΠΑΤΑΛΟΔΗΜΟΣ

                      ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ ΕΥΣΤ. ΔΕΣΠΟΤΟΠΟΥΛΟΣ».

                    Στὴν ὅλη προσπάθεια κατάπαυσης τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος τοῦ ἔτους 1878 πρωταγωνιστικὸς καὶ κυρίαρχος ρόλος ἦταν αὐτὸς τῆς Ἀγγλίας. Οἱ ἀντιπρόσωποί της στὴν Ἑλλάδα κινοῦνταν δραστήρια, φανερὰ καὶ προκλητικὰ σὲ  κάποιες ἐνέργειες ἀλλὰ καὶ  παρασκηνιακὰ σὲ κάποιες ἄλλες, γιὰ τὸν ἴδιο πάντοτε σκοπό.

                    Ἡ πολιτικὴ αὐτὴ  συμπεριφορά της καὶ οἱ σχετικὲς δραστηριότητες ἐνεργοποιοῦνταν περισσότερο καὶ ἐντονότερα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ. Οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ Ἁλμυροῦ  ἦταν οἱ περισσότερο ἀσυμβίβαστοι ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους καὶ οἱ τελευταῖοι οἱ ὁποῖοι ὑποχώρησαν ἀπὸ τοὺς ἀρχικοὺς σκοπούς τους.

                    Ἐκτὸς τοῦ ὅτι οἱ ἐγχώριοι κυρίως ἀρχηγοὶ  τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος ἦταν οἱ  περισσότερο ἀσυμβίβαστοι στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ ὑπῆρχαν καὶ  πολλὲς εἰδικὲς δυσχέρειες γιὰ τὸν ἐπιδιωκόμενο  συμβιβασμὸ.

                  Οἱ Ἄγγλοι ἔσπευσαν διὰ τῶν ἀντιπροσώπων τους νὰ ἐξομαλύνουν τὶς δυσχέρειες αὐτές, ὅπως τὴν διευκόλυνση τῆς ἐπιστροφῆς τῶν προσφύγων στὰ σπίτια τους, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὸν  Πλάτανο καὶ ἀπὸ τὸν Ἁλμυρό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ χωριὰ τῆς Ὄρθρης εἶχαν καταφύγει στὴν Σούρπη, ἡ ὁποία ἐπιστροφὴ παρουσίαζε δυσκολίες, ὅπως διαφάνηκε ἀπὸ τὶς παραπάνω ἐπιστολές. Ἕντονο ἦταν   τὸ πρόβλημα, π. χ.,  τῆς ἐλεύθερης καὶ ἀσφαλοῦς συγκομιδῆς τῶν γεωργικών προϊόντων.

                    Ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση εἰδοποίησε τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν ἐπαναστατῶν τοῦ Ἁλμυροῦ καλῶντας τους νὰ διαπραγματευθοῦν μὲ τοὺς ἀντιπροσώπους τῆς Ἀγγλίας οἱ ὁποῖοι θὰ μετέβαιναν γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸν στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ   συνοδευμένοι καὶ μὲ  τὸν Ἕλληνα κυβερνητικὸ ἀντιπρόσωπο Μανέτα.

                      Οἱ Ἁλμυριῶτες ὁπλαρχηγοὶ συμφώνησαν μὲ τὴν ἐντολὴ τῆς κυβέρνησής τους καὶ ἀνέστειλαν προσωρινῶς κάθε ἐχθροπραξία τους. Ἔτσι στὸ κλῖμα τῆς προσωρινῆς αὐτῆς ἀνακωχῆς οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Ἀγγλικῆς κΚυβέρνησης καὶ οἱ  πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ παράγοντες τοῦ Ἁλμυροῦ συναντήθηκαν στὰ Καλύβια, τὴν σημερινή, δηλαδή, Ἁγία Τριάδα ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Σούρπη.                                 Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς συνάντησης τὸ  πληροφορούμαστε ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς σχετικῆς ἐπιστολῆς, ἡ ὁποία  στάλθηκε ἀπὸ τὸν Ἄγγλο ἀντιπρόσωπο Ἑρρῖκο Λόγουαρδ, στὸν πολιτικὸ ἀρχηγὸ τοῦ   ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, Δημήτριο Οἰκονομίδη, ὁ ὁποῖος εἶχε μεταβεῖ στὴν Σούρπη:

                        «Κύριε Δ. Οἰκονομίδη καὶ λοιποὶ πρόσφυγες,

                                                           Εἰς Σούρπην.

                        Σᾶς εἰδοποιῶ, κατὰ τὴν ἐν Καλυβίοις ὁμιλίαν μας χθές, ἰδοὺ σᾶς ἐξαποστέλλουν ἔγγραφα αἱ στρατιωτικαὶ καὶ πολιτικαὶ ἀρχαί, καθὼς καὶ ἐγὼ σᾶς διαβεβαιῶ, ὅτι ἀπὸ Πλατανόρεμα ἕως κάτωθι Γούρας, Τοῦρκος ὁπλισμένος δὲν θὰ πατήσῃ, καθὼς καὶ οἱ Πλατανιῶτες θὰ θερίσουν τὰ σπαρτά των ἐλεύθεροι χωρὶς νὰ τοὺς πλησιάσῃ κανεὶς Τοῦρκος, συνάζοντες αὐτὰ ὅπου θέλουν καὶ δέκατα δὲν θὰ πληρώσουν. Χρεωστεῖτε ὅμως καὶ σεῖς κατὰ τὴν ὑπόσχεσίν σας, νὰ περιστείλητε τοὺς ἰδικούς σας μὴ βλάψουν κανένα Τοῦρκον.

                                 Ἐν Ἁλμυρῷ τὴν  25 Μαϊου 1878

                                                       Ὑγιαίνετε

                                           ὁ Ἄγγλος ἐπιτετραμένος

                                                     Ἑρρῖκος Λόγγουαρδ».

                                Στὴν συνάντηση στὰ Καλύβια εἶχε πάρει μέρος καὶ ὁ Τούρκος Καϊμακάμης τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ καὶ ἀπευθύνθηκε καὶ αὐτὸς πρὸς τὸν Δημήτριο Οἰκονομίδη βεβαιώνοντας, ὡς ἐκπρόσωπος τῆς κυρίαρχης τουρκικῆς ἐξουσίας, ὅσα συμφωνήθηκαν στὴν συνάντηση τῶν Καλυβίων:

                               «Κύριε Δ. Οἰκονομίδη καὶ λοιποὶ πρόσφυγες τῆς ἐπαρχίας Ἁλμυροῦ,

                                                                                                                  Εἰς Σούρπην.

                           Κατὰ τὴν ὁμιλίαν ὅπου ἐκάμαμεν χθὲς ἐν Καλυβίοις μαζί σας, παρόντος καὶ τοῦ ἐπιτετραμένου τῆς Ἀγγλίας Μουσιοῦ Ἑρρίκου Λουγγουάρδ, σᾶς διαβεβαιώ διὰ ταύτης μου ὅτι ἀπὸ Πλατανόρεμα ἕως Γούρας Τοῦρκος δὲν θὰ πατήσῃ ὁπλισμένος καὶ οἱ Πλατανιῶται θὰ θερίσουν τὰ σπαρτά των, χωρὶς νὰ τοὺς ἐνοχλήσῃ Τοῦρκος καὶ θὰ συνάξουν αὐτὰ εἰς θέσιν Τσιλιμπῆ, καὶ ν’ ἁλωνίσωσι. Τὰς δὲ οἰκογενείας των θὰ τὰς ἔχουν εἰς τὸ Ἑλληνικὸν ἕως νὰ τελειώσῃ τὸ Συνέδριον, καὶ ἀκολούθως θὰ τὰς  μεταφέρουν ὅπου θέλουν.

                            Διαβεβαίωσον τοὺς πρόσφυγας κοινοποιῶν τὸ παρόν μου.

                                                                   Ὑγιαίνετε.

                                    Ὁ Καϊμακάμης τῆς Ἐπαρχίας Ἁλμυρού διὰ τῆς Βασιλικῆς Σφραγίδος».

                               Μετὰ τὴν ἀποστολὴ τῶν παραπάνω ἐπιστολῶν  ὁ ἀντιπρόσωπος τῆς Άγγλίας Ἑρρῖκος Λόγουαρδ  συναντήθηκε στὸν Ἁλμυρὸ μὲ τὸν Δημήτριο Οἰκονομίδη, ὁ ὁποῖος πῆγε στὸν Ἁλμυρὸ  ἀπὸ τὴν Σούρπη, ὡς πρόεδρος τῆς Προσωρινῆς Ἐπαναστατικῆς Κυβέρνησης τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ καὶ ὡς πολιτικὸς ἀρχηγὸς καὶ ὑπεύθυνος τῶν δραστηριοτήτων καὶ τῶν ἐνεργειῶν τῶν ἐπαναστατικῶν σωμάτων.

                         Στὸν Ἁλμυρὸ μεταξὺ τῶν δύο ἀνδρῶν συμφωνήθηκε καὶ ὑπογράφηκε ἡ ἑξῆς  συμφωνία:

                      «Οἵ τε χριστιανοὶ καὶ οἱ Τοῦρκοι ἀφοπλιζόμενοι νὰ μεταβῶσι ἀνενόχλητοι καὶ θερίσωσι τὰ γεννήματά των, καὶ οἱ μὲν χριστιανοὶ θὰ μεταφέρωσι τὰ γεννήματα αὐτῶν εἰς τὰ σύνορα, οἱ δὲ Τοῦρκοι ὅπου θέλουν. Περὶ δὲ τῆς  μελλούσης τύχης των ἀφίενται εἰς τὴν ἀπόφασιν τοῦ συνερχομένου ἐν Βερολίνῳ Συνεδρίου».

                       Μὲ τὴν συμφωνία αὐτὴ ἔληξαν οἱ  διαπραγματεύσεις τῶν πολιτικῶν παραγόντων. Ἔπρεπε, ὡστόσο, νὰ γίνουν πραγματικότητα ὅσα συμφωνήθηκαν ἀπὸ τοὺς πολιτικοὺς παράγοντες καὶ νὰ συμφωνήσουν καὶ τὰ ἔνοπλα τμήματα τὰ ὁποῖα ἐξακολουθοῦσαν νὰ ὑπάρχουν καὶ νὰ δραστηριοποιοῦνται στὴν περιοχὴ Ἁλμυροῦ.

                     Ἕτσι τὸ πρωὶ τῆς 10ης Ἀπριλίου 1878 κατέπλευσε στὸ λιμάνι τοῦ Ἁλμυροῦ τὸ πολεμικὸ ἀγγλικὸ ἀτμόπλοιο «Φάλκον» καὶ ἀποβιβάστηκαν στὴν παραλία, κάτω ἀπὸ ραγδαία βροχή, ὁ Μέρλιν, γενικὸς πρόξενος τῆς Ἀγγλίας στὴν Ἀθήνα, ὁ Μπλώντ,  πρόξενος τῆς Ἀγγλίας στὴν Θεσσαλονίκη μὲ τοὺς γραμματεῖς των καὶ τοὺς διερμηνεῖς καὶ οἱ  ἀξιωματικοὶ τοῦ «Φάλκον».

                   Ἀποστολή τους ἦταν νὰ πείσουν τοὺς ἀγωνιστὲς τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ νὰ καταθέσουν τὰ ὅπλα σταματῶντας τοὺς ἀπελευθερωτικοὺς ἀγῶνες τους. Ἀπὸ τὴν  παραλία τοῦ Ἁλμυροῦ ὅλοι αὐτοὶ  κρατῶντας λευκὴ σημαία καὶ συνοδευόμενοι ἀπὸ μία ὁμάδα 30 ὀθωμανῶν στρατιωτῶν ἔφθασαν στὴν Κεφάλωση τοῦ Ἁλμυροῦ.

                  Ἐκεῖ, ὅπως είχε προσυμφωνηθεὶ,   τοὺς περίμενε καὶ τοὺς ὑποδέχτηκε  ἕνα ἀπόσπασμα τῶν ἐπαναστατικῶν σωμάτων μὲ ἀρχηγοὺς τὸν Ι. Καρτάλη καὶ Ν. Τσάμη, ἀποσταλμένοι ὡς ἀντιπρόσωποι τοῦ γενικοῦ ἀρχηγοῦ Θρασύβουλου Βελέντζα. Οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Βελέντζα, ἀφοῦ ἀπαγόρευσαν τὴν περαιτέρω συνοδεία τῶν 30 ὀθωμανῶν στρατιωτῶν, διατάζοντάς τους  νὰ ἀπομακρυνθοῦν, συνόδευσαν τοὺς ὑπόλοιπους στὰ Κελέρια ὅπου τοὺς περίμενε ὁ Θρασύβουλος Βελέντζας.

                  Στὴν συνάντηση αὐτὴ οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Ἀγγλίας Μέρλιν καὶ Μπλὼντ πρότειναν στοὺς ἐπαναστάτες νὰ σταματήσουν τὶς πολεμικές τους ἐνέργειες καὶ νὰ  διαλύσουν τὰ ἀπελευθερωτικά σώματα  δίνοντάς τους τὴν διαβεβαίωση  ὅτι ἡ Ἀγγλία θὰ λάβει ὑπ’ ὄψη της τοὺς ἀγῶνες, τὰ δίκαια καὶ τὰ δικαιώματα τῶν Ελλήνων καὶ θὰ φροντίσει νὰ ἱκανοποιηθοῦν ὅλα καὶ ζήτησαν ἀπὸ τοὺς ἐπαναστάτες νὰ δώσουν  μία ἀπάντηση στὶς προτάσεις τους.

                   Ἀκολούθησε σύσκεψη τῶν ὁπλαρχηγῶν. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς δήλωσαν ὅτι πιστεύουν στὶς ὑποσχέσεις τῶν Ἄγγλων καὶ πρότειναν νὰ συμφωνήσουν. Ἐντελῶς ἀρνητικὸς καὶ ἀσυμβίβαστος ἦταν ὁ Ἀχιλλέας Βελέντζας λέγοντας ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἔχουν ἐμπιστοσύνη στὶς ὑποσχέσεις τῶν Ἄγγλων γιατὶ καὶ πάλι  θὰ ἐξαπατήσουν τοὺς  Ἕλληνες ὅπως εἶχε γίνει καὶ κατὰ τὸ προηγούμενο απελευθερωτικὸ κίνημα τοῦ 1854.

                  Δήλωσε βέβαιος ὅτι οἱ Μεγάλες Δυνάμεις δὲ θὰ τηροῦσαν τὶς ὑποσχέσεις τους: «Θὰ μᾶς γελάσουν», ἔλεγε.  «Δὲν τοὺς ξέρουμε τοὺς Ἄγγλους; Τώρα θὰ τοὺς  μάθουμε; Μᾶς τὴν ἔφεραν τὸ 1854 καὶ τώρα πᾶνε νὰ μᾶς στήσουν παγίδα. Ἔπειτα, ἀκόμα στ’  Άγραφα πολεμᾶνε. Δὲν εἶναι ντροπή; Δὲν εἶναι ἀτιμία, νὰ τοὺς ἀφήσουμε μόνους;».

                    Τὴν ἄποψη τοῦ Ἀχιλλέα Βελέντζα ὅτι δὲν πρέπει νὰ καταθέσουν τὰ ὅπλα ἀλλὰ νὰ συνεχίσουν τὸν ἀπελευθερωτικό τους ἀγῶνα, ἔστω καὶ μόνοι τους, φαίνεται ὅτι τὴν υἱοθετοῦσαν καὶ ἄλλοι «ἀσυμβίβαστοι». Αὐτὸ  διαφαίνεται ἀπὸ τὸ  γεγονὸς ὅτι τὴν ἴδια ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία οἱ Ἄγγλοι  προσπαθοῦσαν νὰ πείσουν τοὺς ἀγωνιστὲς τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ στὰ Κελέρια  νὰ σταματήσουν τὸς ἀγῶνα τους, στὸν   Δρυμῶνα τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1878 εἶχε ἐγκατασταθεῖ Προσωρινὴ Κυβέρνηση ἀποτελούμενη ἀπὸ τὸν Ἱερώνυμο Κασσαβέτη, τὸν Ἀργύριο Βογιατζῆ, τὸν Ζήση Κιτηλῆ, τὸν Κ. Σακελλαρίδη, τὸν Εὐάγγελο Κ. Σταμούλη καὶ τὸν ἀρχηγὸν τοῦ Πηλίου Ζ. Μπασδέκη.

                  Ἡ τελικὴ  ἀπόφαση τῶν ὁπλαρχηγῶν οἱ ὁποῖοι  συνεδρίαζαν στὰ Κελέρια καὶ ἡ ὁποία ἀνακοινώθηκε ὡς ἀπάντηση στοὺς ἀντιπροσώπους τῆς Ἀγγλίας ἦταν νὰ τοὺς δοθεῖ ὀκταήμερη προθεσμία προκειμένου νὰ συνεννοηθοῦν μὲ ἀντιπροσώπους τῶν ἐπαναστατῶν τῶν Ἀγράφων.

                    Παίρνοντας τὴν ἀπάντηση αὐτὴ οἱ Ἄγγλοι ἀντιπρόσωποι καὶ  οἱ συνοδοί  τους πήγαν, στὶς 19 Ἀπριλίου 1878, καὶ συνάντησαν ἀντιπροσώπους τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος τῶν Ἀγράφων ὑπὸ τὸν γενικὸ ὰρχηγό τους Κ. Ἰσχόμαχο, στοὺς ὁποίους ἔκαναν τὶς ἴδιες προτάσεις δίνοντας τὶς ἴδιες ὑποσχέσεις.

                     Οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν ἀπελευθερωτικῶν σωμάτων τῶν Ἀγράφων πείστηκαν στὶς ὑποσχέσεις τῶν Ἄγγλων γιὰ τὰ καλὰ ἀποτελέσματα τὰ ὁποῖα θὰ εἶχε ἡ μεσολάβησή τους στὸ Συνέδριο τοῦ Βερολίνου  καὶ δέχτηκαν νὰ καταθέσουν τὰ ὅπλα.

                   Ἡ ἀπόφασή τους αὐτὴ ἔγινε γνωστὴ στοὺς ἐπαναστάτες τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ καί, σὲ σύσκεψη μεταξὺ τῶν ἀρχηγῶν, οἱ περισσότεροι συμφώνησαν νὰ καταθέσουν τὰ ὅπλα.  Μάταια ὁ Ἀχιλλέας  Βελέντζας προσπάθησε καὶ  πάλι νὰ τοὺς συγκρατήσει.  Τὰ ἀπελπιστικὰ  νέα ἀπὸ τὰ ἄλλα μέρη τῆς Θεσσαλίας εἶχαν καταλυτικὸ ἀποτέλεσμα.  Ὅλοι εἶχαν καταθέσει τὰ ὅπλα.

                    Οἱ Ἁλμυριῶτες ἀγωνιστές, βλέποντας ὅτι  εἶχαν μείνει μόνοι τους, κατέθεσαν τελικῶς καὶ αὐτοὶ τὰ ὅπλα καὶ διαλύθηκαν στέλνοντας στοὺς Ἄγγλους γραπτὴ τὴν λιτὴ ἀπάντησή τους: «Καταθέτουμε τὰ ὅπλα ἐπὶ τῇ ὑποσχέσει τῆς πραγματοποιήσεως τοῦ σκοποῦ, δι’ ὅν ἐδράξαμεν τὰ ὅπλα καὶ τῇ περὶ τῆς ἀσφαλείας τῶν ἐπαναστατῶν ἐγγυήσει».

                Ἔτσι ἔφθασε στὸ τέλος του καὶ ὁ ἀπελευθερωτικὸς ἀγῶνας τοῦ ἔτους 1878 στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, ἀφοῦ οἱ ἀγωνιστἐς της δέχτηκαν νὰ καταθέσουν καὶ αὐτοὶ τὰ ὅπλα τους,  τελευταῖοι ἀπὸ  ὅλους, ὅταν πλέον εἶχε παύσει κάθε ἀπελευθερωτικὸς ἀγῶνας σ’ ὁλόκληρη τὴν ὑπόλοιπη Θεσσαλία.

                   Ἡ δικαίωση ἦρθε τρία χρόνια μετἀ, τὸ ἔτος  1881  καὶ εἰδικότερα γιὰ τὴν  περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ στὶς 17 Αὐγούστου 1881.

                   Ἡ  ἐλευθερία αὐτὴ τῆς  Θεσσαλίας ἀποκτήθηκε ὕστερα ἀπὸ  μακροχρόνιους ἀγῶνες καὶ θυσίες,  μὲ αἷμα  πολύ,  μὲ δάκρυα καὶ πόνο. Οἱ Τοῦρκοι, προσπαθῶντας νὰ μειώσουν τὴν ἀξία τοῦ μακροχρόνιου αὐτοῦ ἀγῶνα τῶν Θεσσαλῶν, ἰσχυρίζονταν ὅτι αὐτοὶ μόνοι τους παραχώρησαν τὴν ἐλευθερία αὐτὴ στοὺς Θεσσαλούς.

                    Τὰ μεγάλα εὐρωπαϊκὰ κράτη τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ ὅσα ἀναφέρθηκαν σὲ προηγούμενες σελίδες,  πολέμησαν  μὲ κάθε τρόπο καὶ ἐναντιώθηκαν πεισματικῶς στοὺς ἀπελευθερωτικοὺς  ἀγῶνες τῶν Θεσσαλῶν.

Θέλοντας νὰ ἐπιβάλλουν καὶ νὰ κατοχυρώσουν τὸν κυριαρχικό τους ρόλο στὴν Εὐρώπη καὶ νὰ ἐπικυρώσουν τὸν τίτλο τῶν «Προστατίδων καὶ Εὐεργετίδων Δυνάμεων»,   ὁ ὁποῖος τοὺς ἀποδιδόταν, ὁδήγησαν κατὰ τέτοιο τρόπο τὰ γεγονότα ὥστε ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλίας νὰ φαίνεται καὶ νὰ χαρακτηρίζεται   προσφορὰ καὶ δῶρο τῆς συγκατάθεσής τους καὶ δικῆς τους καλῆς θέλησης καὶ τῆς ἀγάπης τους πρὸς τὴν Ἑλλάδα.

                  Ἔτσι στὴν «Ἱστορία» δὲν καθιερώθηκε ὁ ὅρος «Ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλίας» ἀλλὰ «Προσάρτηση τῆς Θεσσαλίας». Χαρακτηριστικὸ εἶναι ἕνα περιστατικό, τὸ ὁποῖο διηγοῦνταν ἀπὸ τὶς προσωπικές του ἀναμνήσεις, ὁ Αλμυριώτης Τάκης Τσιαμανής καὶ τὸ ἀναφέρει ὁ . Γιώργης Τρικαλινὸς στὸ βιβλίο του «ΑΛΜΥΡΟΣ, Στιγμὲς ἀπὸ τὴν ἱστορία του», σελ. 36:

«Τότε, τὸ 1881, ὁ πατέρας μου ἦταν 6 χρονῶν. Στὸ χωριό, στοὺς Κοκκωτούς, ἕδρευε τούρκικο «ταμπούρι», μ’ ἐπικεφαλῆς ἕναν ἀξιωματικὸ – ἀνθυπασπιστή. Ὑπηρετοῦσε στὰ συνοριακὰ φυλάκια, ποὺ ἦταν στὶς  κορυφογραμμές. Τέτοια ἦταν καὶ ἡ «κούλια» στὸ Κοκκωτιανὸ Τσαϊράκι. Ὁ παππούς μου ἦταν πρόεδρος τῆς δημογεροντίας. Μετὰ τὴ  συνθήκη τῆς προσάρτησης τῆς Θεσσαλίας, τὸν ἐπισκέφθηκε στὸ σπίτι του ὁ ἀξιωματικὸς αὐτὸς γιὰ νὰ τοῦ ἀναγγείλει ὅτι φεύγουν. Θέλοντας νὰ δείξει φιλία πῆρε τὸν πατέρα μου, ποὺ ἦταν μικρός, στὰ γόνατά του. Ἦταν καὶ  κουτσὸς ἀπὸ παλιὸ τραῦμα. Μιλοῦσε μὲ σπασμένα ἑλληνικά. Ἀναγγέλλοντας τὴν προσάρτηση τῆς Θεσσαλίας καὶ γιὰ  νὰ  περισώσει τὸ  γόητρο τῆς Ὑψηλῆς  Πύλης εἶπε: «Στὴν Εὐρώπη μαζεύτηκαν ὅλα τὰ βασιλιάδια τοῦ κόσμου καὶ συζητοῦσαν. Ἀνοίγει ἡ πόρτα τῆς αἴθουσας ποὺ συνεδρίαζαν καὶ ὁ  «καζάζης» (θυρωρὸς) εἶπε πὼς θέλει νὰ παρουσιαστεῖ τὸ  ντικό σας Ντιλιγιάν. Τότε τοῦ εἶπαν: «πές του νὰ σταθεῖ στὰ τσαρούχια». Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ στὰ σπίτια ἔμπαιναν ἀφοῦ στὸν   προθάλαμο ἔβγαζαν τὰ τσαρούχια τους. Ὁ πατισὰχ ρώτησε τοὺς ἄλλους: «Τὶ θέλει ὀρὲ αὐτός;». Τοῦ ἀπάντησαν: «Πολυχρονεμένε μᾶς ζητάει τὴ Θεσσαλία. Φτωχοὶ εἶναι   δόστη τους, νὰ φάνε ἕνα κομμάτι ψωμί». Καὶ ὁ  πατισὰχ ἀπάντησε: «Ἄντε μπρέ, ἀφοῦ τὸ  ζητᾶτε καὶ σεῖς,  χαλάλι, ἀς τὸ πάρει τὸ Θεσσαλία».