Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος:
Η μεταλαβιά του γερο – Παναγιώτη
Ο γερο Παναγιώτης ζούσε στους Κωφούς. Ήταν γύρω στα 1802. Το σπίτι του ένα ψηλό διώροφο, το είχε πάνω από τον «Παζαρά». Από εκεί μπορούσε ν’ αγναντεύει όλα τριγύρω.
Σ’ όλα καλός ήταν ο γερο Παναγιώτης. Νοικοκύρης, δουλευτής, καλός οικογενειάρχης. Ένα μόνο ήταν το ελάττωμά του. Του άρεσε να κλέβει μικρά ζώα. Το είχε σε κακό να αγοράσει κρέας για την οικογένειά του. Ήταν εκείνη η εποχή που η κλεψιά θεωρούνταν απαραίτητη ικανότητα και μεγάλο προσόν. Η μεγαλύτερη προσβλητική κουβέντα για έναν νέο άντρα ήταν: «Είναι ανάξιος για γαμπρός μου, δεν μπορεί να κλέψει ούτε μία γίδα».
Έτσι πότε κάποιο κατσίκι, πότε κάποιο αρνάκι από κάποιο γειτονικό μαντρί ή σπίτι ήταν εκείνα με τα οποία βόλευε τις ανάγκες φαμίλιας του σε κρέας της αλλά και αποδείκνυε και την αξιάδα του.
Το ίδιο έκαναν όλοι οι Κουφιώτες τότε, αλλά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Στην ανάγκη ο γερο Παναγιώτης έκλεβε και καμιά κότα κι ας είχε και δικές του. Αυτό ήταν μια πράξη όχι τόσο τιμητική. Μια κότα ήταν πολύ μικρό κατόρθωμα για έναν κλέφτη περιωπής που δεν ήθελε να μειώσει τον εαυτό του. Οι άλλοι Κωφιώτες ποτέ δεν καταδέχονταν να κλέψουν κότα. Ήταν ξεφτελισμός και ντροπή. Ο καλός κλέφτης ικανοποιούνταν κλέβοντας και κατορθώνοντας να μην τον πάρουν χαμπάρι. Καμάρωνε και χάιδευε ικανοποιημένος τη χορτάτη κοιλιά του αν το περιεχόμενό της ήταν κλεμμένο.
Ο παπα Στάθης Καλτσέτας, παπάς στους Κωφούς χρόνια και χρόνια, ήξερε όλα τα μυστικά των χωριανών του. Ήξερε και το χούι του γερο Παναγιώτη. Το ήξεραν και οι άλλοι χωριανοί.
Συμπαθούσε το γερο Παναγιώτη ο παπα Στάθης. Ήταν καλός χριστιανός. Εκκλησιαζόταν ταχτικά. Ήξερε και το ελάττωμα του γερο Παναγιώτη. Ήξερε ακόμα πως ήταν λίγο αγαθός αλλά και θεοφοβούμενος.
Αυτός έκλεβε από μόδα κι όχι από πεποίθηση όπως οι άλλοι. Ήθελε να δείξει στον εαυτό του αλλά και στους άλλους ότι είχε κι αυτός τις ίδιες ικανότητες όπως όλοι. Δεν υστερούσε σε τίποτε από κανένα.
Το μόνο για το οποίο ξεχώριζε ήταν ότι αυτός, σε αντίθεση με τους άλλους Κουφιώτες, ένιωθε τύψεις για τις πράξεις του και φοβόταν τη θεία τιμωρία. Η ανάγκη όμως να φαίνεται και αυτός ικανός, όπως οι άλλοι ήταν μεγαλύτερη. Του ήταν δύσκολο να αποτελεί εξαίρεση.
Ήταν και πολύ «θεοφοβούμενος». Φοβόταν για τις πράξεις του αυτές. Μόνο αυτός. Οι άλλοι δεν θεωρούσαν αμαρτία την κλεψιά. Ήταν δείγμα αξιοσύνης, επίδειξη ικανότητας.
Ο γερο Παναγιώτης όταν πήγαινε στην εκκλησία έπρεπε να χαιρετήσει μία μία με τη σειρά όλες τις εικόνες του τέμπλου και όλων των άλλων εικονοστασίων. Ακόμα και τις τοιχογραφίες, πίσω από τα στασίδια χαιρετούσε κάνοντας σε κάθε μία το σταυρό του. Φοβόταν μην παρεξηγηθεί και τον τιμωρήσει κάποιος άγιος, αν τον προσπεράσει.
Φοβόταν μάλιστα να κοιτάξει τις εικόνες των αγίων κατευθείαν στα μάτια τους. Του φαινόταν ότι τον κοίταζαν αυστηρά και τον μάλωναν για τις κλεψιές. Πίστευε ότι τον κοίταζαν και του έλεγαν: Καλά όλοι οι άλλοι, αλλά και συ γέρο Παναγιώτη; Κι εσύ να κλέβεις; Κάποιες φορές μάλιστα νόμιζε πως ανοιγόκλειναν το στόμα τους και τον μάλωναν φωναχτά. Γι’ αυτό απόφευγε να κοιτάζει τους αγίους στα μάτια. Πίστευε ότι έτσι έδειχνε την μετάνοιά του και οι άγιοι τον κατανοούσαν και τον συγχωρούσαν.
Η αλήθεια ήταν ότι γερο Παναγιώτης έκλεβε από μίμηση. Δεν ήθελε να υστερεί απέναντι στους συγχωριανούς του. Μόνο που εκείνοι έκλεβαν χωρίς τύψεις. Μετά από κάθε κλεψιά πήγαιναν στο καφενείο κοιτάζοντας γύρω τους αυτάρεσκα για το κατόρθωμά τους. Κοίταζαν μάλιστα περιφρονητικά το θύμα τους. Το θύμα της κλεψιάς γνώριζε και τον κλέφτη και την πράξη του. Δεν διαμαρτυρόταν. Απλά σκεπτόταν με ποιο τρόπο θα έπαιρνε ικανοποίηση όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ο γέρο Παναγιώτης δεν καμάρωνε για τις κλεψιές του.
Ο παπα Στάθης Καλτσέτας γνώριζε αυτή του τη συμπεριφορά και σκέφτηκε να τον κάνει να διορθώσει, αυτός τουλάχιστον, το ελάττωμά του. Για τους άλλους δεν σκεφτόταν κάτι τέτοιο. Ήταν αδιόρθωτα πεπεισμένοι κλέφτες. Ήταν σαν να τους ζητούσε να μην είναι άντρες.
Ήταν μέρες Μεγάλης Σαρακοστής. Ο γερο Παναγιώτης, κάποια μέρα, θα πήγαινε να μεταλάβει. Ο παπα Στάθης πήρε την απόφαση. Θα εκμεταλλευόταν το φόβο του για τα θεία και θα τον διόρθωνε. Θα τον ανάγκαζε να κόψει αυτό του το ελάττωμα.
Σαν μπήκαν οι Κουφιώτες στη γραμμή να μεταλάβουν μπήκε κι ο γερο Παναγιώτης στη σειρά του. Πλησίαζαν ένας ένας άνοιγαν το στόμα τους και ο παπάς τους μεταλάβαινε. Έφτασε και η σειρά του γερο Παναγιώτη.
-Κάθησε στο τέλος, του είπε ο παπα Στάθης. Σε θέλω για κάτι. Ο γερο Παναγιώτης υπάκουσε κι έπιασε ένα στασίδι περιμένοντας να αδειάσει ή εκκλησία και να είναι μόνος.
Άδειασε ἠ εκκλησία. Έμεινε ο γέρο Παναγιώτης κι ο παπα Στάθης.
-Έλα τώρα, του έκανε νόημα.
Βούτηξε το κουταλάκι στο άγιο ποτήρι ο παπάς και ετοιμάστηκε να τον μεταλάβει. Ο γερο Παναγιώτης είχε ανοίξει με αγωνία και φόβο το στόμα του μη τυχόν και γίνει κανένα θαύμα. Πάντα φοβόταν ότι το γνώριζαν οι άγιοι το ελάττωμά του. Τον είχε τρομάξει περισσότερο και το επίκαιρο κήρυγμα του παπα Στάθη που όταν μιλούσε τον κοίταζε συνέχεια στα μάτια, όπως όλοι οι άγιοι στο εικονοστάσι.
Ο παπα Στάθης σταμάτησε μετέωρο το κουταλάκι ανάμεσα στο άγιο ποτήρι και το ανοιγμένο στόμα του γερο Παναγιώτη που είχε μάλιστα τεντώσει το λαιμό του για να πλησιάσει στον παπά. Κοίταξε τάχα περίεργα μέσα στο κουταλάκι ο παπάς σαν κάτι φοβερό να έβλεπε. Ύστερα κοίταξε τον γερο Παναγιώτη στα μάτια. Ο γερο Παναγιώτης άρχισε να ιδρώνει.
– Να σε μεταλάβω; να μη σε μεταλάβω; Μονολογούσε ο παπά Στάθης κρατώντας μετέωρο το κουταλάκι μπροστά στο ανοιχτό στόμα του γέρο Παναγιώτη.
– Τι βλέπω δω μέσα; αναρωτιόνταν ο παπα Στάθης φωναχτά μπροστά στον έντρομο γερο Παναγιώτη που στο μεταξύ είχε κλείσει το στόμα του. Άιντε, ας σε μεταλάβω.
Άνοιξε πάλι το στόμα του κατακίτρινος από το φόβο του ο γέροντας. Κι ήθελε ν’ ανοίξει η γη και να τον καταπιεί. Κίνησε να τον μεταλάβει ο παπάς, Μα πάλι σταμάτησε.
– Να σε μεταλάβω; Να μη σε μεταλάβω; Τι κατσίκια είναι αυτά που βλέπω εδώ μέσα; και κοίταζε προσεκτικά το περιεχόμενο της αγίας λαβίδας.
Λίγο έλειψε να λιποθυμήσει ο γερο Παναγιώτης κι έκλεισε το στόμα του.
– Άιντε, ας σε μεταλάβω. Άνοιξε πάλι το στόμα του ο γέροντας. Πάλι σταμάτησε ο παπάς κρατώντας μετέωρο το κουταλάκι με τη μεταλαβιά μπροστά στο ανοιγμένο στόμα του γερο Παναγιώτη.
– Μα τι είναι τούτα εδώ που βλέπω, αρνάκια και κατσικάκια και κότες ζωντανές, μονολογούσε ο παπάς. Πώς να σε μεταλάβω τέτοια που βλέπω δω μέσα;
Έκανε να κοιτάξει στο κουταλάκι ο γερο Παναγιώτης να δει κι αυτός τα κατσικάκια αλλά ο παπάς το τράβηξε κοντά του.
Κοίταξε πάλι μέσα και χαμογέλασε. Μου φαίνεται ότι έφυγαν όλα τώρα. Ούτε αρνιά, ούτε κατσίκια, ούτε κότες βλέπω. Άντε να σε μεταλάβω.
Έχαψε τη μεταλαβιά ο γέροντας κι έσκυψε το κεφάλι του. Ύστερα γρήγορα γρήγορα μπούκωσε το στόμα του με το αντίδωρο από τον δίσκο δίπλα του κι έτρεξε να εξαφανισθεί στο σπίτι του.
Οι τύψεις του για όσα είχε κλέψει πετάχτηκαν από μέσα του και τον ενοχλούσαν. Ζωντανές απειλητικές Ερινύες τον κυνηγούσαν μέρα νύχτα. Δεν μπορούσε να ησυχάσει. Πώς να επανορθώσει όσα είχε κλέψει; Έπρεπε να πληρώσει όλους, όσους είχε κλέψει. Με ποιο τρόπο όμως; Μήπως θυμόταν με ακρίβεια τι και από ποιον είχε κλέψει; Και δεν ήταν μόνο αυτό. Μήπως είχε και τα χρήματα που του χρειάζονταν;
Ύστερα από εφτά μήνες κατέβηκε στη Σούρπη αποφασισμένος να βρει χρήματα. Μαζί του πήρε και τον γιο του Θανάση να υπογράψει ως μάρτυρας. Στη Σούρπη ζούσε ο Κωνσταντής Μπαχλεβαντζής, που είχε αρκετά χρήματα. Του ζήτησε και πήρε δάνειο 100 γρόσια.
Το χρεωστικό που υπόγραψε ο γερο – Παναγιώτης απ’ τους Κωφούς σήμερα βρίσκεται στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Δημητσάνας: «Διὰ τῆς παρούσης μου ὁμολογίας καὶ καθολικῆς ἐμμαρτύρου ἀποδείξεως ὁμολογῶ καὶ φανερώνω ἐγὼ ὁ γερο-Παναγιώτης ἀπὸ χωρίον Κουφούς ὅτι πὼς ἐδανείστηκα ἀπὸ τὸν Κωνσταντὴ Μπαχλεβαντζὴ διὰ χρείαν τῆς ἀνάγκης μου τὸν ἀριθμὸν γρόσια 100 ἤγουν ἑκατόν, τὰ ὁποῖα ἄσπρα τα ἔλαβα μὲ τὸν διάφορόν τους τὰ δέκα ἕνδεκα καὶ μισὸ ὅσος καιρός περάσει νὰ τρέχουν μὲ τὸ διάφορον, ὅθεν διὰ βεβαίωσιν ἀληθείας δίδω τὴν ὁμολογίαν μου εἰς χεῖρας τοῦ ἄνωθεν εἰρημένου Κωνσταντὴ κατέμπροσθεν τῶν μαρτύρων καὶ ἔστω εἰς ἔνδειξιν καὶ ἀσφάλειαν.
1802 Ἰουλίου δύω 2
Κἀγώ ὁ Ἀθανάσιος υἱὸς τοῦ γερο-Παναγιώτη ὑπόσχομαι τὰ ἄνωθεν».