ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΑΛΜΥΡΟΥ

Εἰσαγωγικὸ σημείωμα

Ἡ καταγραφὴ  τῆς τοπικῆς ἱστορίας τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν περίοδο τῆς Βυζαντινῆς Ἐποχῆς εἶναι ἕνα ἰδιαιτέρως δύσκολο ἐπιχείρημα ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι  εἶναι πολὺ σπάνιες, ἕως σχεδὸν ἀνύπαρκτες, εἰδικὲς ἀξιόλογες σχετικὲς ἱστορικὲς πηγὲς ἀλλὰ καὶ προηγούμενες σημαντικὲς σχετικὲς ἐργασίες κάποιων ἄλλων ἐρευνητῶν.

Ἡ σημερινὴ «Περιοχὴ  τοῦ Ἁλμυροῦ», ἡ ὁποία βεβαίως δὲν  εἶχε αὐτὴν  τὴν ὀνομασία κατὰ τὴν Βυζαντινὴ Ἐποχή,  μέσα   στὴν  ἀπέραντη  ἔκταση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἦταν μία ἐντελῶς ἀσήμαντη καὶ περιθωριακὴ ἐπαρχία. Πάρα πολὺ σπανίως τὰ καθαρῶς  τοπικὰ γεγονότα μιᾶς τόσο μικρῆς ἐπαρχιακῆς περιθωριακῆς, γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, περιοχῆς ἦταν ἀσήμαντα, ἤ μᾶλλον δὲν θεωροῦνταν  τόσο σημαντικά, γιὰ μία ἀπέραντη Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία καὶ γιὰ τοὺς ἱστοριογράφους τῆς Βυζαντινῆς Ἐποχῆς, ὥστε νὰ   ἐκτιμῶνται ὡς ἄξια προβολῆς, καταγραφῆς  καὶ εὐρύτερης γνωστοποίησής τους.

Τὰ ὅποια τοπικὰ γεγονότα λάβαιναν χώρα σὲ παρόμοιες ἀπομακρυσμένες καὶ ἀπομονωμένες ἐπαρχίες τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας δὲν γίνονταν γνωστὰ εὐρύτερα ἀλλὰ καὶ δὲν ἦταν εὔκολο νὰ  γίνουν γνωστὰ στοὺς γνωστοὺς καταγραφεῖς τῶν γεγονότων καὶ τῶν ἱστοριῶν ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι, στὴν συντριπτικῶς μεγάλη τους πλειονότητα, ζοῦσαν κυρίως στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ σὲ ἄλλα μεγάλα ἀστικὰ κέντρα.

Ἀλλὰ  καὶ ἄν καὶ ὅταν κάποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ μερικοῦ καὶ ἐπαρχιακοῦ ἐνδιαφέροντος γεγονότα ἔφθαναν καὶ μαθαίνονταν κάποτε στὰ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα, καὶ ἀσφαλῶς αὐτὸ γινόταν ἔπειτα ἀπὸ πολὺ καιρό, αὐτὰ εἶχαν χάσει τὴν ἐπικαιρότητά τους καὶ δὲν  θεωροῦνταν τόσο σημαντικά, σὲ βαθμὸ ποὺ νὰ   προκαλοῦν καὶ νὰ   ἐπικεντρώνουν καὶ τὸ γενικὸ ἐνδιαφέρον, ὥστε νὰ   πρέπει νὰ γίνονται γνωστὰ καὶ σημεῖο γενικότερης ἀναφορᾶς καὶ πληροφόρησης καὶ νὰ καταγραφοῦν καὶ συμπεριληφθοῦν στὴν γενικοῦ ἐνδιαφέροντος γενικὴ ἱστορία τῆς ἀπέραντης Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας.

Ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία  θεωροῦνταν καὶ ἐκλαμβανόταν, κατὰ τὴν θεώρηση  τῶν ἱστοριογράφων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, μᾶλλον ὡς «Αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ  τῶν ἔργων καὶ δραστηριοτήτων τῶν αὐτοκρατόρων της». Ἔτσι ἄξια μνημόνευσης καὶ καταγραφῆς  θεωροῦνταν ὅσα γεγονότα μποροῦσαν νὰ συμπεριληφθοῦν κάτω ἀπὸ ἕναν τέτοιο τίτλο.

Τελικὸ ἀποτέλεσμα ἦταν στὶς ὑπάρχουσες ἱστορικοῦ περιεχομένου καταγραφὲς τῆς  «Βυζαντινῆς Ἱστορίας» νὰ περιλαμβάνονται  κυρίως, ἄν ὄχι ἀποκλειστικῶς, μόνον ὅσα γεγονότα εἶχαν κέντρο ἀναφορᾶς τὴν Κωνσταντινούπολη, τοὺς βυζαντινοὺς αὐκράτορες καὶ τὶς πολεμικές τους, συνήθως, ἐπιχειρήσεις καὶ τὰ πολεμικὰ γεγονότα.

Ἔξω καὶ πέρα ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς κάθε εἴδους δραστηριότητες τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων καὶ πέραν ἀπὸ ὅσα σημαντικὰ γεγονότα  συνέβαιναν σὲ κάποια ἄλλα μεγάλα ἀστικὰ κέντρα, δὲν  φαίνεται νὰ   ὑπῆρξαν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι νὰ   ἀσχολοῦνταν συστηματικῶς μὲ τὴν καταγραφὴ τῆς ἱστορίας καὶ ἰδιαιτέρως μὲ τὴν καταγραφὴ τῆς μερικότερης ἱστορίας τοῦ τόπου τους ἤ νὰ   φρόντιζαν νὰ   καταγράψουν κάποια τοπικὰ γεγονότα.

Καί, ἄν τυχόν, ὐπῆρξαν τέτοιες ἐπαρχιακοῦ τοπικοῦ ἱστορικοῦ ἐνδιαφέροντος  καταγραφές, δὲν φαίνεται νὰ διασώθηκαν, τοὐλάχιστον ὅσον ἀφορᾶ στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ.  Ἔτσι τὰ τοπικὰ γεγονότα τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, πέραν ἀπὸ τὴν κάποια, κατὰ τύχην, καταγραφὴ κάποιων ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἀσφαλῶς ὄχι πάντοτε τῶν σημαντικοτέρων, σὲ  κάποιες πολὺ ἀποσπασματικὲς καὶ σύντομες  «ἐνθυμήσεις» στὰ λευκὰ περιθώρια ἐκκλησιαστικῶν κυρίως  καὶ μοναστηριακῶν βιβλίων, περνοῦσαν ἀπαρατήρητα, παρέμεναν ἀκατάγραφα  καὶ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἔσβηναν ἀπὸ τὴν συνολικὴ μνήμη ὁριστικῶς.

Συνέπεια αὐτοῦ ἦταν τὰ ὅποια τοπικά, «μικρὰ» καὶ «ἀσήμαντα», γιὰ τὸ πολυεθνὲς ἀνθρώπινο δυναμικὸ τῆς ἀπέραντης Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, γεγονότα, συνέβαιναν στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, ὅπως καὶ σὲ κάθε ἄλλη μικρὴ καὶ ἀπομακρυσμένη παρόμοια περιθωρικὴ περιοχή,  νὰ μὴν γίνονται εὐρύτερα γνωστά, κυρίως ὡς πρὸς τὶς ἰδιαίτερες καὶ τοπικὲς λεπτομέρειὲς τους, οἱ ὁποῖες ὡστόσο εἶναι ἐκεῖνες  οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν τὴν ἰδιαιτερότητα καὶ  τὴν πραγματικὴ οὐσία μιᾶς τοπικῆς ἱστορίας.

Μόνο ἕνας γενικὸς καὶ ἀόριστος ἀπόηχος τέτοιων συμβάντων ἔφτανε στοὺς ἐπίσημους καὶ γνωστοὺς καταγραφεῖς τῆς γενικῆς ἱστορίας τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας καὶ μάλιστα ἔπειτα ἀπὸ μεγάλο χρονικὸ διάστημα.

Τελικὸ ἀποτέλεσμα τῆς   κατάστασης  αὐτῆς ἦταν τὰ τοπικὰ γεγονότα τὰ ὁποῖα συνέβαιναν στὴν ἐπαρχία, ἄν καὶ ὅταν ἔφταναν μέχρι τὰ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα καὶ γίνονταν καὶ ἐκεῖ γνωστά, νὰ ἐκτιμοῦνται πλέον ἀπὸ τοὺς ἱστοριογράφους ὡς ἀσήμαντες, ἀδιάφορες καὶ ξένες λεπτομέρειες γιὰ νὰ πρέπει νὰ καταγραφοῦν ὡς ἰδιαίτερα καὶ ἄξια ἐπισήμανσης γεγονότα, καὶ καλύπτονταν συνήθως μέσα στὶς  γενικόλογες περιληπτικῆς μορφῆς ἀναφορὲς γιὰ τὶς μεγαλύτερες περιοχὲς στὶς ὁποῖες αὐτὲς ἀνῆκαν.

Ἕνα, συνταρακτικό, π. χ., γεγονὸς στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, τῶν Φαρσάλων ἤ τοῦ Τυρνάβου, ὅπως ἕνα τοπικὸ ἀπελευθερωτικὸ ἤ ἕνα ἀντιστασιακὸ κίνημα, ἤ καὶ μία λαϊκὴ ἐξέγερση, τὰ ὁποῖα καταπνίγονταν μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο, ἔστω καὶ ἄν εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα σημαντικὲς ἀλλαγὲς γιὰ τὴν καθαρῶς τοπικὴ κοινωνία, ἄν γίνονταν κάποτε  γνωστὰ καὶ ἄν  ἔφταναν ὡς τὰ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα καὶ ἄν ἀκόμη θεωροῦνταν ἄξια καταγραφῆς, ἀναφέρονταν ὡς γενικότερα  γεγονὸτα ἀορίστως τῆς Θεσσαλίας, χωρὶς ἰδιαίτερη  καὶ μερικότερη ἀναφορὰ στὸν ἰδιαίτερο τόπο.

Ἀποτέλεσμα τῆς κατάστασης αὐτῆς ἦταν τὰ ὅποια τοπικὰ γεγονότα ἀφοροῦσαν καὶ ἐντοπίζονταν στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ νὰ συμπεριλαμβάνονται καὶ νὰ ἐντάσσονται στὶς γενικόλογες ἀναφορὲς γιὰ τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν γενικότερη  κατάσταση ἡ ὁποία ἐπικρατοῦσε σ’ αὐτήν, χωρὶς καμία ἰδιαίτερη τοπικὴ ἐπισήμανση καὶ διασαφηνιστικὴ διευκρίνιση, ἡ ὁποία νὰ ἐπισημαίνει  τὸν ἰδιαίτερο τόπο τῆς πραγμὰτωσής τους.

Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ γενικόλογη ἀναφορὰ γινόταν μόνο στὶς περιπτώσεις ἐκεῖνες στὶς ὁποῖες τὰ γεγονότα αὐτὰ σχετίζονταν καὶ θεωροῦνταν ὅτι ἀφοροῦσαν στὴν «Αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως» καὶ μποροῦσαν νὰ ἐνταχθοῦν στὴν γενικὴ «Ἱστορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως» καὶ τῶν εἰδικῶν  ἐνεργειῶν, τῶν ἐπεμβάσεων καὶ τῶν δραστηριοτήτων τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων

Στὶς περισσότερες φορὲς τὰ τοπικὰ αὐτὰ γεγονότα καταγράφονταν καὶ γίνονταν γνωστὰ μόνο ἐὰν συνδέονταν γιὰ τὴν ἀντιπετώπισή τους μὲ σχετικὲς αὐτοκρατορικὲς ἐνέργειες, παρεμβάσεις  καὶ δραστηριότητες.

Ὡστόσο αὐτὰ τὰ καθαρῶς τοπικὰ γεγονότα, τὰ μὴ γενικότερου ἐνδιαφέροντος καὶ μὴ καταγραμμένα, εἶναι ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα συγκροτοῦν, κυρίως, ἄν ὄχι ἀποκλειστικῶς, καὶ ἐνδιαφέρουν καὶ ἀφοροῦν στὴν τοπικὴ ἱστορία.

Πέραν τοῦ γεγονότος ὅτι  σχετικὲς καὶ κυρίως ἀναλυτικὲς καὶ λεπτομερεῖς πληροφορίες  γιὰ αὐτὰ τὰ τοπικὰ γεγονότα δὲν  ἔφταναν καὶ δὲν  ἦταν δυνατὸν  μὲ τὶς συνθῆκες ἐκείνης τῆς  ἐποχῆς νὰ   φτάσουν, μέχρι τὰ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα, στὰ ὁποῖα συνήθως εἶχαν τὴν ἕδρα τους ὅσοι ἀσχολοῦνταν μὲ τὴν καταγραφὴ τῆς ἱστορίας, ὅσες πληροφορίες ἔφταναν καὶ στὴν μορφὴ καὶ στὴν ἔκταση  μὲ  τὴν ὁποία ἔφταναν περνοῦσαν ἐντελῶς ἀπαρατήρητες καὶ ἀκατάγραφες καὶ ἔμεναν ἄγνωστες γιὰ τὸ εὐρὺ κοινό.

Κάποιοι ἄνθρωποι τῶν μικρῶν αὐτῶν τοπικῶν κοινωνιῶν οἱ ὁποῖοι θὰ μποροῦσαν νὰ   καταγράψουν τὰ τοπικὰ γεγονότα δὲν  φαίνεται νὰ   ὑπῆρχαν ἤ, ἄν ὑπῆρξαν, δὲν  φαίνεται νὰ ἀσχολήθηκαν μὲ τὴν ἐπισήμανση καὶ τὴν καταγραφῆ τέτοιων θεμάτων ὅσον ἀφορᾶ τοὐλάχιστον στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, ἡ καταγραφὴ τῆς ἱστορίας τῆς ὁποίας κατὰ  τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους ἀποτελεῖ ἀντικείμενο τῆς παρούσας ἐργασίας.

Ἀλλὰ καὶ ἄν ὑπῆρξε κάποια τέτοια καταγραφὴ κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀπὸ ἀνθρώπους τῆς περιοχῆς, αὐτὴ δὲν  διασώθηκε ἤ, τοὐλάχιστον, μέχρι τώρα, δὲν βρέθηκε. Ἔτσι κάποιες γραπτὲς ἀναφορὲς γιὰ καθαρῶς τοπικὰ γεγονότα διασώθηκαν μόνο σὲ μοναστήρια  ἀπὸ καλογέρους ἤ καὶ λαϊκοὺς καὶ καταγράφηκαν ὡς ἀποσπασματικὲς συνοπτικὲς «ἐνθυμήσεις» στὰ λευκὰ περιθώρια τῶν σελίδων κάποιων ἐκκλησιαστικῶν καὶ μοναστηριακῶν βιβλίων ἤ σὲ σύντομα σημειώματα.

Ἐπειδὴ δέ, κατὰ εὐτυχῆ σύμπτωση ἤ καὶ γιὰ εἰδικοὺς λόγους, γιὰ τὴν εὐρύτερη  περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, ἔχουν διασωθεῖ μερικὲς τέτοιας μορφῆς πληροφορίες, αὐτὲς ἀποτελοῦν καὶ τὶς μόνες αὐθεντικὲς  πηγὲς τῆς  σχετικῆς   τοπικῆς ἱστορίας, τὴν ὁποία ἐπιχειροῦμε νὰ καταγράψουμε στὴν παροῦσα ἐργασία.

Τὸ μεγαλύτερο ποσοστὸ  τῶν κατοίκων τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, σὲ ὁλόκληρη σχεδὸν τὴν διάρκεια τῆς ὑπερχιλιόχρονης Βυζαντινῆς Ἐποχῆς, ζοῦσε κυρίως σὲ μικρές, ἀπομακρυσμένες   μεταξύ  τους, οἰκιστικὲς μονάδες, σὲ μικρὰ ἀπομονωμένα μεταξύ τους χωριά, ἔτσι ὥστε  νὰ   εἶναι δυνατὸν νὰ   ὑπάρχει τριγύρω τους ἀρκετὸς ζωτικὸς χῶρος γιὰ τὴν ἐπιβίωσή τους, ἡ ὁποία ἐπιβίωσή τους στηριζόταν καὶ ἐξασφαλιζόταν κυρίως ἀπὸ τὶς ἀτομικὲς καὶ οἰκογενειακὲς δραστηριότητες στὴν γεωργικὴ καὶ στὴν κτηνοτροφικὴ ἐκμετάλλευση τῆς περιοχῆς.

Γιὰ νὰ ὑπάρχει ἱκανὴ γεωργικὴ ἔκταση, ὥστε νὰ   ἐπαρκεῖ   γιὰ τὴν συντήρηση καὶ ἐπιβίωση ὅλων, δεδομένου ὅτι οἱ βασικὲς ἀσχολίες τοῦ μεγαλύτερου τμήματος τοῦ πληθυσμοῦ ἦταν κυρίως ἡ γεωργία καὶ ἡ κτηνοτροφία, ἔπρεπε νὰ   ὑπάρχει μεγάλη  ἀπόσταση   μεταξὺ   τῶν διαφόρων χωριῶν γιὰ νὰ μποροῦν οἱ κάτοικοί τους νὰ ἐκμεταλλεύονται ἱκανοποιητικὴ γεωργικὴ ἔκταση.

Τὰ περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ τὰ χωριὰ μὲ τὸ σύνολο  τῶν κατοίκων τους, κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς  χρόνους,  δὲν ἦταν αὐτοδιοίκητα καὶ αὐτοδύναμα. Οἱ γεωργικές τους ἐκτάσεις, στὶς περισσότερες περιπτώσεις, παρουσιάζονται νὰ ἀνήκουν σὲ  τοπικοὺς ἄρχοντες οἱ ὁποῖοι ἦταν καὶ οἱ ἰδιοκτῆτες  τῶν μεγαλυτέρων γεωργικῶν ἐκτάσεων τοῦ θεσσαλικοῦ χώρου, οἱ ὁποῖες παραχωροῦνταν σ’ αὐτοὺς μὲ αὐτοκρατορικὲς ἀποφάσεις.

Μικρὲς ἰδιοκτησίες γῆς, οἱ ὁποῖες νὰ μποροῦν νὰ ὑπάρχουν καὶ νὰ λειτουργοῦν ὡς οἰκογενειακὲς ἐπιχειρήσεις αὐτάρκεις καὶ αὐτοδύναμες οἰκονομικῶς, δὲν φαίνεται νὰ ὑπῆρχαν ἀρκετὲς  στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν Βυζαντινὴ Ἐποχή. Ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ  προστατευθεῖ καὶ νὰ διαφυλαχθεῖ  ἡ ἀκεραιότητα καὶ ἡ αὐτοδύναμη ὕπαρξη μίας μικρῆς ἀτομικῆς ἤ οἰκογενειακῆς ἰδιοκτησίας χωρὶς μία κεντρικὴ κρατικὴ ὑποστήριξη.  Καὶ ἐπειδὴ τέτοια κρατικὴ ὑποστήριξη καὶ μέριμνα δὲν ὑπῆρξε κυριαρχοῦσε καὶ βασίλευε ἡ αὐθαιρεσία,  ἡ ἀπληστία καὶ ἡ ἁρπακτικὴ καὶ δεσποτικὴ διάθεση τῶν τοπικῶν ἀρχοντικῶν παραγόντων, ἡ ὁποία ὑποστηριζόταν καὶ ἐνισχυόταν  μὲ χαριστικὲς διατάξεις τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων ἀλλὰ  καὶ μὲ εὐνοϊκὲς παροχὲς σ’ αὐτοὺς μεγάλων γεωργικῶν ἐκτάσεων.

Τὰ περισσότερα χωριά, ἦταν μικρὲς οἰκιστικὲς μονάδες οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦνταν ἀπὸ ταπεινὲς ἰδιωτικὲς κατοικίες, καμωμένες συνήθως μὲ πρόχειρο τρόπο καὶ μὲ εὐτελῆ ὑλικά.

Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὰ σπίτια αὐτὰ ὅπως καὶ ὁλόκληρα τὰ χωριά, μετὰ τήν, γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο,  ἐγκατάλειψή τους καὶ διακοπὴ τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς κατοίκησής τους, συντόμως νὰ ἐξαφανίζονται, χωρὶς νὰ   ἀφήνουν ἰσχυρὰ καὶ σταθερὰ ἀποδεικτικὰ τῆς ὕπαρξής τους οἰκιστικὰ κατάλοιπα, ὅπως ἔχουν ἐξαφανισθεῖ σχεδὸν ὁλοκληρωτικῶς καὶ τὰ ἴχνη τῶν σπιτιῶν τῶν κολλήγων τῶν τσιφλικιῶν τῆς ἐποχῆς τῆς Τουρκοκρατίας καὶ τῶν πρώτων χρόνων τοῦ ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ κράτους.

Ἔτσι σ’ ὁλόκληρη τὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ δὲν   ἔχουν  ἐντοπισθεῖ, βεβαιωθεῖ καὶ ταυτοποιηθεῖ,  αὐθεντικὰ οἰκιστικὰ βυζαντινὰ κατάλοιπα, πέραν ἀπὸ  λίγα κεραμικὰ θραύσματα οἰκιακῶν σκευῶν καὶ αὐτὰ πολὺ φτωχὰ σὲ ἀναγνωρίσιμα καὶ χρονολογήσιμα χαρακτηριστικά, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ ἀξιολογηθοῦν καὶ νὰ δώσουν ἀξιόπιστες συγκεκριμένες καὶ σαφεῖς πληροφορίες.

Τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ἐλάχιστα λείψανα  τῶν μικρῶν αὐτῶν οἰκιστικῶν συνόλων τῆς Βυζαντινῆς Ἐποχῆς, τὰ ὁποῖα διασώθηκαν ὡς τὴν ἐποχή  μας καὶ βρίσκονται στὶς σχετικὲς ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες,  εἶναι κεραμικῆς κυρίως φύσης καὶ αὐτὰ σχεδὸν ἀποκλειστικῶς οἰκιακῆς καὶ μόνο προέλευσης.

Τὰ βυζαντινὰ αὐτὰ κεραμικὰ εὑρήματα, θραύσματα οἰκιακῶν εἰδῶν μαγειρικῆς, εἰδῶν ἀποθήκευσης τροφίμων, χρηστικῶν εἰδῶν, εἰδῶν διακόσμησης καὶ ἄλλα παρόμοια, εἶναι ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα  ἔχουν  ἀπομείνει καὶ ἀνακαλύπτονται στὰ κατάλοιπα τῶν  βυζαντινῶν  οἰκιστικῶν θέσεων τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ.

Τὰ περισσότερα βυζαντινὰ οἰκιακὰ κατάλοιπα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ ἦταν ἀπὸ τὴν φύση τους φθαρτά. Παραμένοντας ἔτσι ἐκτεθειμένα  στὴν φθορὰ τοῦ πανδαμάτορα χρόνου καὶ στὴν διάθεση ὅλων τὰ περισσότερα ἐξαφανίστηκαν χωρὶς νὰ μελετηθοῦν καὶ νὰ ἀξιοποιηθοῦν οἱ πληροφορίες τὶς ὁποῖες θὰ μποροῦσαν νὰ δώσουν.

Ὅσα ἀπὸ αὐτὰ τὰ εὑρήματα διασώθηκαν καὶ ἔχουν  ἀνακαλυφθεῖ καὶ συλλεχθεῖ ἀπὸ τὶς ἀρχαιολογικὲς ὑπηρεσίες ἔχουν  μελετηθεῖ σὲ μικρὸ ἤ μεγάλο βαθμό. Αὐτὰ εἶναι, ὡστόσο, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα   ἀποτελοῦν καὶ τὰ σημαντικότερα ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα τῆς ὕπαρξης  τῶν οἰκισμῶν αὐτῶν. Αὐτὰ εἶναι τὰ μόνα κατάλοιπὰ τους  τὰ ὁποῖα ἔχουν μελετηθεῖ ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς ἐπιστήμονες καὶ αὐτὰ καὶ μόνο εἶναι ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα μποροῦν νὰ προσφέρουν χρήσιμες πληροφορίες, στὸ βαθμὸ βεβαίως μὲ τὸν ὁποῖο αὐτὲς οἱ πληροφορίες μποροῦσαν νὰ εἶναι χρήσιμες, γιὰ τὴν περιγραφὴ τῆς  ζωῆς καὶ τῶν ἀσχολιῶν  τῶν κατοίκων καὶ γενικῶς γιὰ τὴν ἱστορία τῆς περιοχῆς γιὰ τὴν ὁποία ἡ παροῦσα ἐργασία ἐνδιαφέρεται, πέραν βεβαίως ἀπὸ τὶς γενικὲς σχετικὲς πληροφορίες οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν στὴν ζωὴ καὶ ὅλων  τῶν ἄλλων ἁπλῶν ὑπηκόων τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας καὶ συνακολούθως καὶ τῶν κατοίκων τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ.

Ὡστόσο, παρὰ τὴν φαινομενικὴ αὐτὴ ἀνυπαρξία ἤ τὴν σπανιότητα οὐσιαστικῶν σαφῶν τοπικῶν ἱστορικῶν τεκμηρίων, ὑπολειμμάτων ἰδιωτικῶν κατοικιῶν καὶ μικρῶν ἄλλων κατασκευῶν, ἡ ὁποία ἀνυπαρξία, ἄν δὲν εἶναι ἐντελῶς ἀποτρεπτικὴ μιᾶς ἀπόπειρας καταγραφῆς τῆς τοπικῆς ἱστορίας, καθιστᾶ ὁπωσδήποτε τὴν ὑπόθεση αὐτὴ δύσκολο ἐπιχείρημα, θὰ προσπαθήσουμε στὴν παροῦσα ἐργασία, νὰ καταγράψουμε τὴν πορεία αὐτοῦ τοῦ τόπου καὶ τοῦ λαοῦ ὁ ὁποῖος ἔζησε σ’   αὐτὸν, κατὰ τὴν Βυζαντινὴ Ἐποχή, ὑπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες, τὶς προϋποθέσεις καὶ τὶς προοπτικές, στὸν βαθμὸ στὸν ὁποῖο αὐτὸ εἶναι κατορθωτὸ στὶς προσωπικές μας δυνατότητες.

Ὑπάρχουν, ὡστόσο, παρ’ ὅλα αὐτά, στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ  μερικὰ διαφορετικῆς μορφῆς σαφῆ καὶ συγκεκριμένα σταθερὰ σημεῖα ἀναφορᾶς ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, τὰ ὁποῖα ἀναντιρρήτως ἀποτελοῦν ἀποδεικτικὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα καὶ τὰ ὁποῖα μποροῦν, σὲ κάποιο βαθμό, νὰ θεμελιώσουν καὶ νὰ τεκμηριώσουν  τὴν  τοπικὴ ἱστορία. Εἶναι παρόντα καὶ ὁρατὰ καὶ στὴν σημερινὴ ἐποχὴ καὶ  μποροῦν  ν’ ἀξιολογηθοῦν καὶ νὰ   δώσουν ἤ νὰ θεμελιώσουν κάποιες σαφέστερες καὶ συγκεκριμένες πληροφορίες γιὰ τὴν ζωὴ  τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς αὐτῆς κατὰ τὴν Βυζαντινὴ Ἐποχή.

Τὰ ὑπαρκτὰ μέχρι καὶ τὴν σημερινὴ ἀκόμη  ἐποχὴ  ἀποδεικτικὰ αὐτὰ σημάδια βοηθοῦν σὲ ἱκανοποιητικὸ βαθμὸ στὴν τεκμηρίωση κάποιων γενικότερων στοιχείων τῆς ζωῆς  τῶν κατοίκων καὶ τῆς τοπικῆς ἱστορίας ἀλλὰ καὶ στὴν πληρέστερη ἀποσαφήνιση μερικῶν, γνωστῶν ἀπὸ ἄλλες πηγές,  τοπικῶν ἱστορικῶν γεγονότων καὶ δεδομένων.

Αὐτὰ τὰ ὑπαρκτὰ καὶ ὁρατὰ καὶ στὴν σημερινὴ ἀκόμη ἐποχὴ «σημάδια» θὰ ἀποτελέσουν στὴν παροῦσα ἐργασία ἕνα εἶδος «ζωντανοῦ» σταθεροῦ σκελετοῦ καὶ σαφοῦς, συγκεκριμένου καὶ ἀναγνωρίσιμου ἀποδεικτικοῦ στοιχείου τῆς ἱστορίας τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Τὸν σκελετὸ αὐτὸν καὶ τὰ ὑπαρκτὰ αὐτὰ «σημάδια» θὰ προσπαθήσουμε νὰ  τὰ συμπληρώσουμε καὶ  νὰ  τὰ «ντύσουμε», προκειμένου νὰ   «ἀναπαραστήσουμε» καὶ νὰ   ἀνασυστήσουμε, στὸν βαθμὸ στὸν ὁποῖο αὐτὸ εἶναι δυνατόν, τὴν ζωὴ καὶ τὶς δραστηριότητες  τῶν κατοίκων τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ κατὰ τὴ Βυζαντινὴ Ἐποχή. Σ’ αὐτὰ τὰ ὑπαρκτὰ καὶ στὴν ἐποχή μας σταθερὰ καὶ ὁρατὰ σημεῖα θὰ ἀκουμπήσουμε καὶ θὰ στηριχθοῦμε  γιὰ νὰ θεμελιώσουμε,  τεκμηριώσουμε καὶ καταγράψουμε τὴν ἱστορία τούτου τοῦ τόπου κατὰ τὴν Βυζαντινὴ Ἐποχή..

Τέτοια ὑπαρκτὰ καὶ ὁρατὰ μέχρι καὶ τὴν ἐποχή μας μνημεῖα,  σταθερὰ «σημεῖα ἀναφορᾶς» καὶ «ἁπτὰ» ἀποδεικτικὰ δείγματα τῆς ἱστορίας τῆς περιοχῆς κατὰ τὴν βυζαντινὴ περίοδο,  εἶναι, κυρίως, θρησκευτικὰ μνημεῖα καὶ κατάλοιπὰ τους.

Ἀποτελοῦνται, κυρίως, ἀπὸ κτιριακὰ ὑπολείμματα, στὴν πλειονότητὰ τους ἐκκλησιαστικά, καὶ ἀπὸ μοναστηριακὰ βιβλία, χειρόγραφους κώδικες, ἐκκλησιαστικὲς εἰκόνες, βιβλία, ἐκκλησιαστικὰ σκεύη, ἐπιγραφὲς καὶ «ἐνθυμήσεις» καταγραμμένες καὶ διατηρημένες κυρίως σὲ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία, τὰ ὁποῖα, γιὰ τοὺς εἰδικοὺς λόγους τῆς εὐλαβείας, τῆς εὐσεβείας καὶ τοῦ «θεϊκοῦ φόβου» τὸν ὁποῖο ἀποπνέουν, διατηρημένα «μετὰ φόβου Θεοῦ»,  διασώθηκαν.

Τέτοια ὁρατὰ καὶ στὴν ἐποχή μας τεκμήρια τὰ ὁποῖα, γιὰ νὰ περιορισθοῦμε, στὴν θέση αὐτὴ  σὲ ἕνα μόνο, ἀλλὰ πολὺ σαφὲς καὶ πολὺ χαρακτηριστικὸ παράδειγμα, τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ εἶναι τὰ πολυπληθῆ, πολυτελῆ καὶ ἐκτεταμένα παλαιοχριστιανικὰ μνημεῖα   τῶν  «Χριστιανικῶν Φθιωτίδων Θηβῶν», στὸν χῶρο τῆς σημερινῆς  Νέας Ἀγχιάλου. Εἶναι τὰ πλέον σαφῆ καὶ τὰ πλέον γνωστά, τεκμήρια τῆς ζωῆς, τῶν δραστηριοτήτων  καὶ τῆς ἱστορίας τῶν ἀνθρώπων τούτης τῆς περιοχῆς κατὰ τὴν Βυζαντινὴ Ἐποχή.

Στην ἴδια κατηγορία ἀνήκουν καὶ τὰ ἐρείπια τοῦ βυζαντινοῦ μοναστηριοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδας τῆς Σούρπης, τὰ παλαιοχριστιανικὰ βυζαντινὰ λείψανα τὰ ὁποῖα ἐντοπίζονται στὸ Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας καὶ στὸ Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ὁ Βενετικὸς Πύργος τοῦ Πτελεοῦ, τὰ ἐλάχιστα τεκμήρια τοῦ βυζαντινοῦ μοναστηριοῦ τῆς «Λάκα Παναγιᾶς», τὰ ἀπομεινάρια καὶ τὰ ὑπόλοιπα λείψανα ἀλλὰ καὶ τὰ μαρμάρινα εὑρήματα τῆς «Nicopolita», στὴν περιοχὴ τοῦ σημερινοῦ χωριοῦ Ἀχιλλείου τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ κάποια ἄλλα, λιγότερο ὁρατὰ καὶ κυρίως λιγότερο γνωστὰ στὸ εὐρὺ κοινὸ τῆς σημερινῆς ἐποχῆς, σὲ διάφορα μέρη τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, τὰ ὁποῖα θὰ ἀναφερθοῦν στὴ συνέχεια.

Εἷναι ἀναντίρρητο, ὀφθαλμοφανὲς καὶ αὐταπόδεικτο γεγονὸς καὶ  ἀναμφιβόλως γενικῶς ἀποδεκτό,  ὅτι  στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, γύρω ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὑπαρκτὰ καὶ ὁρατὰ καὶ στὴν ἐποχή μας ἀκόμη «ἀποδεικτικὰ σημάδια», δημιουργήθηκε, ἀναπτύχθηκε καὶ δραστηριοποιήθηκε ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς μικρῶν γεωργοκτηνοτροφικῶν, κυρίως,  οἰκιστικῶν συνόλων, μικρῶν χωριῶν, τὰ ὁποῖα συγκροτοῦσαν καὶ συναποτελοῦσαν τὴν τοπικὴ βυζαντινὴ κοινωνία.

Τὰ «βυζαντινὰ» αὐτὰ σημεῖα τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ εἶναι διασκορπισμένα  σ’ ὁλόκληρη τὴν περιοχὴ τῆς ὁποίας τὴν ἱστορία κατὰ τὴν βυζαντινὴ ἐποχὴ ἐπιχειροῦμε   νὰ   καταγράψουμε στὴν παροῦσα ἐργασία.

Ἡ εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, τῆς ὁποίας τὴν ἱστορία, κατὰ τὴν Βυζαντινὴ Ἐποχή, θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ καταγράψουμε σὲ τούτη τὴν ἐργασία, καθορίζεται καὶ περιορίζεται γεωγραφικῶς ἀπὸ  μὲν τὸ μέρος τῆς στεριᾶς μὲ τὴν κορυφογραμμὴ τῆς Ὄρθρης, ἡ ὁποία ἀρχίζει ἀπὸ τὰ ὅρια  τῶν νομῶν Μαγνησίας καὶ Φθιώτιδας καὶ πιὸ συγκεκριμένα μὲ τὴν κορυφογραμμὴ τοῦ Τραγοβουνιοῦ καί, περνῶντας νοτίως, δυσμικῶς καὶ βορείως πίσω ἀπὸ τὰ σημερινὰ χωριὰ Ἀχίλλειο, Χαμάκω, Ἅγιοι Θεόδωροι, Γάβριανη, Ἅγιος Ἰωάννης, Βρύναινα, Κωφοί, Κοκκωτοί, Γούρα, Φυλάκη, φτάνει μέχρι τὴν σερατζιώτικη λοφοσειρὰ ἡ ὁποία βρίσκεται πίσω ἀπὸ τὶς Μικροθῆβες καὶ τὴν Νέα Ἀγχίαλο, ἀπὸ δὲ τὸ μέρος τῆς θάλασσας μὲ τὴν παραλιακὴ ἀκτογραμμὴ ἀκρωτηρίου «Ἀγκίστρι» (Πήρας) – Νέας Ἀγχιάλου – Μικροθηβῶν – Ἀΐδινίου – Κροκίου – Ἁλμυροῦ – Πλατάνου – Ἀμαλιάπολης – Σούρπης – Πτελεοῦ – Ἀχιλλείου – ἀκρωτηρίου «Σταυρὸς» (Ποσείδιον).

Μετὰ τὸν παραπάνω γεωγραφικὸ προσδιορισμὸ τῆς θεωρούμενης,  γιὰ τοὺς  σκοποὺς τῆς παρούσας ἐργασίας, ὡς «Περιοχῆς Ἁλμυροῦ», θεωροῦμε ἀναγκαῖο νὰ προβοῦμε καὶ στὸν χρονικὸ προσδιορισμὸ τῆς «Βυζαντινῆς Ἐποχῆς», ὅπως ἐκτιμοῦμε ὅτι πρέπει  νὰ καθορίσουμε  αὐτὴν ἐκπληρώνοντας τὶς ἐπιδιώξεις μας.

«Βυζαντινὴ Ἐποχή», εἰδικῶς γιὰ τοὺς σκοποὺς καὶ τὸν προορισμὸ τῆς παρούσας ἐργασίας, θεωροῦμε   καὶ ὀνομάζουμε τὴν χρονικὴ περίοδο ἡ ὁποία ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία  παρουσιάστηκε καὶ ἑδραιώθηκε στὸν τόπο αὐτὸν ἡ θρησκεία τοῦ «Ναζωραίου» μέχρι τὴν ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἀποκαθηλώθηκε ὁ «Χριστιανικὸς Σταυρὸς» καὶ γκρεμίστηκαν οἱ χριστιανικὲς ἐκκλησίες καὶ στὴ θέση τους ὑψώθηκε ἡ «Ἡμισέληνος» καὶ τὰ τζαμιὰ μὲ τοὺς μιναρέδες.

Ὡστόσο ὁ παραπάνω, αὐθαίρετος κατὰ κάποιον τρόπο, καθορισμὸς τόσο τῆς ἀρχῆς ὅσο καὶ τοῦ  τέλους τῆς «Βυζαντινῆς Ἐποχῆς», δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀκριβὴς καὶ συγκεκριμένος ἡμερολογιακῶς  χρονικὸς προσδιορισμός.

Ἡ ἐμφάνιση καὶ κυρίως ἡ ἑδραίωση τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία, καὶ εἰδικότερα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ δὲν εἶναι ἀκριβῶς προσδιορισμένη χρονικῶς καὶ διαφέρει ἀπὸ περιοχὴ σὲ περιοχή. Δύσκολος εἶναι καὶ ὁ ἀκριβὴς οὐσιαστικὸς χρονικὸς προσδιορισμὸς τοῦ τέλους   τῆς «Βυζαντινῆς Ἑποχῆς», ἐὰν τὴν διαχωρίσουμε ἀπὸ τὴν κυρίως  «Βυζαντινὴ  Αὐτοκρατορία», τῆς ὁποίας ὡς οὐσιαστικὸ καὶ ὁριστικὸ τέλος μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἡ 29η Μαΐου 1453.

Κατόπιν αὐτῶν τῶν προκαταρκτικῶν   σκέψεων καταλήγουμε ὅτι ὡς ἀρχὴ τῆς «Βυζαντινῆς Ἐποχῆς», εἰδικῶς γιὰ τὴν «Περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ» καὶ γιὰ τοὺς σκοποὺς τῆς παρούσας ἐργασίας, θεωροῦμε τὴν ἐποχὴ  περὶ τὸ  ἔτος 300 μ. Χ., ὡς τέλος δέ, παρὰ τὴν ὕπαρξη τῆς σαφοῦς, ἀναγνωρισμένης  καὶ συγκεκριμένης χρονολογίας τοῦ τυπικοῦ ἀλλὰ καὶ οὐσιαστικοῦ καὶ ὁριστικοῦ τέλους τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, τῆς 29ης Μαΐου 1453, ἐκλαμβάνουμε τὴν 14η Ἰουλίου 1470, ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ἔπεσε στὰ χέρια τῶν Τούρκων τὸ Πτελεὸ τοῦ Ἁλμυροῦ, τὸ μοναδικὸ μέρος τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου στὸ ὁποῖο ἐξακολουθοῦσαν ἀκόμα νὰ ὑψώνονται οἰ σημαῖες ἔχοντας ὡς χαρακτηριστικὸ σύμβολο τὸν χριστιανικὸ σταυρὸ καὶ ὄχι τὴν ἡμισέληνο.