ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΑΛΜΥΡΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ 1821

Ὁ ἀπελευθερωτικὸς ἀγῶνας τῶν ἐτῶν  1821 -1830

σὲ δημοτικὰ τραγούδια τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ

Ἀρκετὰ διαφωτιστικὰ γιὰ ὅλα τὰ ἀπελευθερωτικὰ κινήματα τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ, καὶ ἰδιαιτέρως για τὸν ἀγῶνα τῆς περιόδου τῶν ἐτῶν 1821  -1830, εἶναι τὰ σαφῶς τοπικὰ δημοτικὰ τραγούδια, στὰ ὁποῖα ἀναφέρονται ὀνομαστικῶς  σὲ συγκεκριμένα πρόσωπα καὶ τοποθεσίες τῆς περιοχῆς αὐτῆς.

Θὰ καταθέσουμε τὸ περιεχόμενο μερικῶν τέτοιων τραγουδιῶν τὰ ὁποῖα συμβάλλουν στὸν σκοπὸ  τῆς ἐργασίας αὐτῆς, τὴν  «Ἱστορία τῆς Περιοχῆς Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν   Τουρκοκρατία»,   ἀπὸ μία διαφορετικὴ ἄποψη.

Ὀνομαστὸς ἀγωνιστὴς στὴν  περιοχὴ τῆς Ὄρθρης  κατὰ τὸ ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τῶν ἐτῶν 1821 -1830 ἦταν,  ἐκτὸς ἀπὸ  πολλοὺς ἄλλους  ἀγνώστων ὀνομάτων,  καὶ ὁ  καπετάν Δρόσος στὸν ὁποῖο ἀναφέρεται ἕνα τοπικὸ δημοτικὸ τραγοῦδι. Ὁ καπετὰν Δρόσος ἦταν πολὺ γνωστὸς καὶ ἀγαπητὸς στοὺς κατοίκους τῆς Ὄρθρης. Ἦταν ὁ «δικός τους» καπετάνιος  καὶ γι’ αὐτό, ὅταν τὸν κυνηγοῦσαν οἱ Τοῦρκοι, ὅλοι τους   φρόντιζαν καὶ τὸν ἔκρυβαν γιὰ νὰ τὸν  προστατέψουν.

Ὁ στρατὸς τοῦ Ἰμπραὴμ Πασᾶ, κατὰ τὴν ἐκστρατεία του γιὰ τὴν καταστολὴ τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος τῆς Μαγνησίας, ἦρθε καὶ στὴν περιοχὴ Ἁλμυροῦ γιὰ νὰ  καταστείλει τὶς τοπικὲς ἀπελευθερωτικές δραστηριότητες. Τὸ κεφάλαιο τῆς ἐκστρατείας τοῦ Ἰμπραὴμ Πασᾶ   στὴν Μαγνησία τὸ ὁποῖο ἀνναφέρεται στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ δὲν εἶναι εὐρύτερα γνωστὸ καὶ οὐδόλως ἀναφέρεται στὴν τοπικὴ ἱστοριογραφία.

Ὡστόσο εἶναι ἕνα σημαντικὸ γεγονὸς γιὰ τὴν συμμετοχὴ τὴς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ στὸ ἀπελευθερωτικό κίνημα τοῦ 1821. Στὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀναφέρεται τὸ συγκεκριμένο δημοτικὸ τραγοῦδι. Ὁ Ἰμπραὴμ Πασᾶς ἔφτασε στὴν περιοχὴ Ἁλμυροῦ, συνεργάστηκε ἀσφαλῶς μὲ τὶς τουρκικὲς στρατιωτικὲς δυνάμεις  οἱ ὁποῖες ἕδρευαν στὸν Ἁλμυρό, ἀπὸ ὅπου πῆρε ἐνίσχυση, ὁδηγοὺς καὶ σχετικὲς πληροφορίες.

Ὁ Ἰμπραὴμ ξεκίνησε ἀπὸ τὸν Ἁλμυρὸ για τὴν Ὄρθρη μὲ σκοπὸ νὰ   καθαρίσει  τὴν περιοχὴ ἀπὸ τοὺς  κλέφτες καὶ κυρίως νὰ ἐξοντώσει  τὸν  Δρόσο, «τὸν φοβερὸ τὸν κλέφτη», κατὰ τὸ τοπικὸ τραγοῦδι. Ὁ στρατὸς τοῦ Ἰμπραὴμ  διανυκτέρευσε, σύμφωνα μὲ τὶς σαφεῖς  πληροφορίες τοῦ τοπικοῦ αὐτοῦ  δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, στὸν Πλάτανο καὶ συγκεκριμένα στὸν  λόφο στὸν ὁποῖο βρισκόταν ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου καὶ τὴν ἄλλη ἡμέρα ἔφτασε στὸ  Τσατάλι, πιέζοντας τοὺς κατοίκους τῶν χωριῶν νὰ  μαρτυρήσουν τὸ κρησφύγετο τοῦ Δρόσου. Ὁ καπετὰν Δρόσος, ὡστόσο, εἶχε διαφύγει πρὸς τὴν  Λαμία:

«Ἕνα πουλὶ ἀπ’  τὸν Ἁλμυρὸ κι ἀηδόνι ἀπ’ τὸ Τσατάλι

καὶ πέρδικα ἀπ’ τὴ Χιλιαδοῦ κι ἀϊτὸς ἀπ’ τὰ Προσήλια

μιὰ Κυριακούλα τό ’λεγε καὶ τὸ μοιρολογάει:

«Μπραὴμ πασᾶς μᾶς ἔρχεται μὲ δυὸ μὲ τρεῖς χιλιάδες.

Στὸν Ἁϊ –  Θανάση βράδιασαν καὶ στὸ Τσατάλι φέγγουν

καὶ βάλαν σφίξεις στὰ χωριά, σφίξεις στὰ βιλαέτια:

-Ἐσεῖς χωριὰ γουριώτικα, Κοκόσια βιλαέτια,

τὸν Δρόσο ποῦ τὸν ἔχετε, τὸν φοβερὸ τὸν κλέφτη;

– Ὁ Δρόσος πέρα πέρασε, πέρα κατ’ τὴ Λαμία».

Τὴν ἴδια ἐποχὴ τῆς δραστηριότητας τοῦ καπετὰν Δρόσου, στὰ ἴδια μέρη τῆς Γούρας καὶ τῆς Χιλιαδοῦς, βρισκόταν καὶ ὁ καπετὰν Καζαφέρνης, ὅπως βεβαιώνεται ἀπὸ ἕνα ἄλλο σχετικὸ  τοπικὸ δημοτικὸ τραγοῦδι:

«Ἀνάμεσα στὴ Χιλιαδοῦ, ζερβιὰ μεριὰ στὴ Γοῦρα

ὁ Καζαφέρνης πολεμᾶ μὲ δυὸ μὲ τρεῖς  χιλιάδες.

Τρεῖς μέρες κάνει πόλεμο, τρεῖς μέρες καὶ τρεῖς νύχτες

δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως κάνα μιντάτι.

Τὰ παλικάρια ἀρρώστησαν, δὲ θὲν νὰ πολεμήσουν.

Bάζουν στὴ θήκη τὰ σπαθιά, δράζουνε τὰ ντουφέκια

καὶ παίρνουν τὸν κατήφορο, μὲς στὰ γεφύρια πᾶνε.

Βρίσκουν τὶς πόρτες σφαλιστές, τοὺς ἄλυσους δεμένους

κι ὁ Καζαφέρνης χούγιαξε ἀπὸ τὸ  μετερίζι:

– «Παιδιά, γκαϊράτι κάνετε, καρδιὰ καὶ πολεμᾶτε

τὶ σήμερα εἶν’ ὁ θάνατος, τὶ σήμερα εἶν’ ὁ χάρος.

σήμερα γεννηθήκαμε, σήμερα θὰ χαθοῦμε.

Δυὸ παλικάρια ἄς τρέξουνε φαΐ  νὰ κυνηγήσουν.

Πιάνουν ἐλάφια ψήνουν τα, στὰ παλικάρια δίνουν.

Σὰν τὰ λιοντάρια πολεμοῦν μιὰ μέρα καὶ μιὰ νύχτα.

Σκοτώνουν Τούρκους ἄμετρους, σκορπίζουνε τοὺς ἄλλους

κι ὁ Καζαφέρνης γύρισε στὸ βράχο τραγουδῶντας».

Ὀνομαστικῶς γνωστὸς καὶ τραγουδημένος κλέφτης στὴν ἴδια περιοχὴ ἦταν καὶ ὁ  καπετὰν Λιάκος. Καὶ αὐτός, ὅπως καὶ ὁ καπετὰν Δρόσος, δραστηριοποιοῦνταν στὰ μέρη τῆς Γούρας, μεταξὺ τῶν περιοχῶν Ἁλμυροῦ καὶ  Φθιώτιδας.

Τὸ «τρία πουλάκια κάθονταν μὲσ’  στὸ Γερακοβοῦνι», τὴν ψηλότερη κορυφὴ τῆς Ὄρθρης, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐποπτεύονται καὶ ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τῆς Φθιώτιδας, καὶ τὸ  «τὸ ’να τηράει τὸν Ἁλμυρὸ καὶ τ’ ἄλλο τὸ Ζητοῦνι» τοῦ τοπικοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ τὸ ὁποῖο  παρουσιάζουμε στὴν συνέχεια, εἶναι ἀρκετὰ δηλωτικὰ τοῦ γεγονότος αὐτοῦ.

Τὴν σχέση τοῦ καπετὰν Λιάκου μὲ τὰ μέρη τῆς Φθιώτιδας φανερώνει καὶ ἡ φράση «κι ὁ Μουσταφάς λαβώθηκε στὸ γόνα καὶ στὸ χέρι». Ἡ μάχη ἐναντίον τοῦ Μουσταφᾶ ἤ  Μουστάμπεη ἤ Μουσταφάμπεη ἔγινε τὸ ἔτος 1826 στὴν Ἀταλάντη, στὴν ὁποία πολέμησαν καὶ ἄλλοι  ἀγωνιστὲς κάτοικοι τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ.

Ὁ καπετὰν Λιάκος ἀγωνίστηκε καὶ ἐναντίον τοῦ Γιουσούφ Ἀράπη, ὅταν αὐτὸς στάλθηκε ἀπὸ τὸν Ἀλῆ Πασᾶ νὰ  ὑποτάξει τους κλέφτες τῆς Θεσσαλίας καὶ τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδας. Ὁ Λιάκος ἔλαβε πρωταγωνιστικὸ μέρος στὴ μάχη ἐναντίον τοῦ Βεληγκέκα:

«Τρία πουλάκια κάθονται μὲς στὸ Γερακοβοῦνι.

Τὸ ’να τηράει τὸν Ἁρμυρὸ καὶ τ’ ἄλλο τὸ Ζητοῦνι.

Τὸ τρίτο τὸ καλύτερο μοιριολογάει καὶ λέει:

– «Ὁ Λιάκος τὶ νὰ  γίνηκε φέτος τὸ  καλοκαῖρι,

Νὰ βγεῖ στῆς Γούρας τὰ βουνά, νὰ βγεῖ κατ’ τὸ Ζητοῦνι,

Νὰ χαρατσώσει τὰ χωριὰ κι ὅλο τὸ βιλαέτι;»

Ὁ Λιάκος ἀποκλείστηκε στὸ Μπούμηλο στὴ ράχη.

Πολλὴ Τουρκιὰ τὸν πλάκωσε, Κονιάροι κι Ἀρβανίτες.

– « Προσκύνα, Λιάκο, τὸν πασᾶ, προσκύνα τὸ βεζύρη,

Νὰ σοῦ χαρίσει τὴ ζωή, δερβέναγας νὰ γίνεις».

– «Ὅσο εἶν’ ὁ Λιάκος ζωντανός, πασὰ δὲν  προσκυνάει,

Πασᾶ ἔχει ὁ Λιάκος τὸ σπαθί, βεζύρη τὸ ντουφέκι».

Κι ἀρχίσανε τὸν πόλεμο τὰ βροντερὰ ντουφέκια.

Μέρα καὶ νύχτα πολεμοῦν, τρεῖς μέρες καὶ τρεῖς νύχτες

Κι ὁ Λιάκος ἔτρεξε ὀμπρὸς μὲ τὸ σπαθὶ στὸ  στόμα.

Φεύγουν Κονιάροι ἀπὸ μπροστά, φεύγουν κι οἱ Ἀρβανίτες

Κλαῖνε οἱ Ἀρβανίτισσες στὰ μαῦρα φορεμένες

κι ὁ Βεληγκέκας γύρισε στὸ αἷμα του πνιγμένος

κι ὁ Μουσταφὰς λαβώθηκε στὸ γόνα καὶ στὸ  χέρι».

Συνδεδεμένο μὲ τὸν Λιάκο εἶναι καὶ τὸ  τραγοῦδι «Τῆς Λιάκαινας», τῆς γυναίκας  του. Σύμφωνα μὲ προσωπικές μου πληροφορίες καὶ ἀναμνήσεις γερόντων τῆς περιοχῆς ἀλλὰ καὶ προφορικὲς τοπικὲς παραδόσεις, ἡ «Λιάκαινα» ἦταν ἡ γυναῖκα τοῦ καπετὰν Λιάκου καὶ τὸ τραγοῦδι της τραγουδιόνταν ἀπὸ ἡλικιωμένους τῶν χωριῶν τῆς Ὄρθρης.

Τὰ ἀναφερόμενα γεγονότα, ἀσχέτως τοῦ κατὰ πόσον ἀνταποκρίνονται στὴν πραγματικότητα, ἔχουν διαμορφωθεῖ ἀπὸ τὸν λαϊκὸ στιχουργὸ καὶ ἔχουν συνδυασθεῖ μὲ ἐκφράσεις καὶ εἰκόνες ἀκριτικῶν τραγουδιῶν:

«Πῶς λάμπει ὁ  ἥλιος στὰ βουνά, στοὺς κάμπους τὸ φεγγάρι

ἔτσι λάμπει κι ἡ Λιάκαινα στὰ τούρκικα τὰ χέρια.

Πέντε Ἀρβανίτες τὴν κρατοῦν καὶ δέκα τὴν ξετάζουν

κι ἕνα μικρὸ μπεόπουλο κρυφὰ τὴν κουβεντιάζει:

– «Λιάκαινα, δὲν παντρεύεσαι, δὲν παίρνεις Τοῦρκο ἄντρα

νὰ σ’ ἀρματώσει στὸ φλουρὶ καὶ στὸ μαργαριτάρι;»

– «Κάλλιο νὰ ἰδῶ τὸ αἷμα μου  τὴ γῆ νὰ  κοκκινίσει

παρὰ νὰ ἰδῶ τὰ  μάτια μου Τοῦρκος νὰ τὰ φιλήσει».

Κι ὁ Λιάκος τὴν ἀγνάντεψε ἀπὸ ψηλὴ  ραχούλα.

Κοντοκρατεῖ τὸν μαῦρο του, στέκει καὶ τὸν ξετάζει;

– «Δύνεσαι, Μαῦρε μ’, δύνεσαι νὰ βγάλεις τὴν κυρά σου;»

– «Δύνομαι, ἀφέντη μ’, δύνομαι νὰ βγάλω τὴν κυρά μου.

Νὰ μ’ αὐγατίσεις τὴν ταὴ σαράντα πέντε χοῦφτες

νὰ μ’ αὐγατίσεις τὸ κρασὶ σαράντα πέντε κοῦπες,

νὰ  δέσεις  τὸ κεφάλι σου μὲ δεκοχτὼ μαντήλια

νὰ δέσεις τὴ μεσούλα σου μαζὶ μὲ τὴ  δική μου».

Βιτσιὰ δίνει τ’ ἀλόγου του, στὴ μέση γιουρουστάει,

καὶ πάει καὶ τὴν ἄδραξε στὸ σπίτι του τὴν πάει».

Στὰ βουνὰ τῆς Ὄρθρης,  τὴν ἐποχὴ ἐπιδρομῆς τοῦ φοβεροῦ Γιουσοὺφ Ἀράπη, ἀγωνιζόταν κι ἕνας ἄλλος κλέφτης, ὁ Ζαχαράκης. Ὁ Ζαχαράκης, ὁ ὁποῖος ἀναδείχτηκε σὲ  πρωτοπαλίκαρο ἀργότερα τοῦ  ὁπλαρχηγοῦ τῆς Ὑπάτης Κοντογιάννη, πολέμησε μὲ ἐπιτυχία ἐναντίον τοῦ  Γιουσούφ – Ἀράπη, ὅπως λέει ἕνα ἄλλο δημοτικὸ τραγούδι τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ:

«Θέλετε δέντρα ἀνθίσετε, θέλετε μαραθῆτε,

Στὸν ἴσκιο σας δὲν  κάθομαι, μήτε καὶ στὴ δροσιά σας.

Μόν’ καρτερῶ τὴν ἄνοιξη, τ’ ὄμορφο καλοκαῖρι,

Νὰ μπουμπουκιάσει τὸ κλαρί, ν’ ἀνοίξει τὸ ροδάμι

Νὰ βγῶ ψηλὰ στὸν Ἁρμυρό, ψηλὰ στὴν Παλιοβοῦνα,

Γιὰ νὰ σφυρίξω κλέφτικα, νὰ μάσω τὰ μπουλούκια.

Μπουλούκια ἀποῦθε βρίσκεστε, ὅλα νὰ μαζωχτῆτε,

Τὶ βγῆκε ὁ Σούφης τὸ σκυλὶ καὶ κυνηγάει τοὺς κλέφτες.

Σέρνει τσεκούρια στ’ ἄλογα, τσεκούρια στὰ μουλάρια,

Γιὰ νὰ τσακίζει γόνατα, γιὰ νὰ τσακίζει χέρια.

Κι ὅσοι κλέφτες τ’ ἀκούσανε, πᾶνε νὰ προσκυνήσουν.

Κι ὁ Ζαχαράκης μοναχὰ δὲν πάει νὰ προσκυνήσει.

Ράχη σὲ ράχη περπατεῖ, λημέρι σὲ λημέρι.

– «Ἐγὼ ραγιὰς δὲ γίνομαι, Τούρκους δὲν προσκυνάω.

Ἐλᾶτε, παλικάρια μου, ὅλοι νὰ συναχτῆτε

Τὶ ἔχω νὰ κάνω πόλεμο μ’ αὐτὸν τὸν Ἰσοὺφ Ἀράπη

Νὰ δείξουμε τὴ λεβεντιὰ καὶ τὴν παλικαριά μας,

Νὰ ἰδεῖ  ντουφέκια κλέφτικα, τὰ βόλια μας νὰ πέφτουν,

Νὰ μὴν περνᾶ, νὰ τυραγνᾶ ἀδύνατους ραγιάδες».

Πολὺ γνωστὸς ἀγωνιστὴς τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνα τῶν ἐτῶν 1821 – 1830 ἦταν καὶ ὁ Ἰωάννης Βελέντζας στὸν ὁποῖο ἀναφέρεται καὶ τὸ παρακάτω τραγοῦδι:

«Βάστα Βελέντζα, βάστα, βάστα τὰ δυνατά.

νὰ πάρουμε τὸ Βόλο κι ὅλα τὰ χωριά.

Κι ὁ καπετὰν Βελέντζας φωνάζει δυνατὰ

καὶ τὸ σπαθί του βγάζει; – Ἐμπρός, μωρὲ παιδιά,

τὸν Γιάννη μου νὰ βγάλω  μέσα ἀπ’ τὴ φωτιά.

Καὶ κεῖνος μὲ ἰδέα καὶ μὲ καλὸ σκοπό,

παίρνει τὰ παλικάρια, περνάει ἀπ’ τὸν Ἁλμυρό.

Κι ὁ καπετὰν Μπασδέκης φοβεῖται τρομερὰ

καὶ τὰ ταμποῦρλα ἀφήνει καὶ τρέχει στὰ βουνά».

Τὴν συμμετοχὴ τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς  Ἁλμυροῦ καὶ ἰδίως τῶν ὀρεινῶν χωριῶν τῆς Ὄρθρης στὰ ἀπελευθερωτικὰ κινήματα τῶν Ἑλλήνων ἀλλὰ καὶ  τὴν ἀπελπισία τους ἀπὸ  τὴν ἀποτυχία καὶ τὶς καταστροφὲς καὶ ἐκδικήσεις οἱ ὁποῖες ἀκολουθοῦσαν φανερώνει ἕνα σημείωμα τὸ ὁποῖο βρέθηκε μέσα σὲ ἕνα ἐκκλησιαστικὸ βιβλίο τῆς Γούρας.

Ὁ σημειωματογράφος, μὲ  τὴν εὐκαιρία ἑνὸς νέου ἐπαναστατικοῦ κινήματος, κάνει λόγο γιὰ τὴν συμμετοχὴ τῶν Ἑλλήνων στὰ ἐπαναστατικὰ κινήματα τῶν ἐτῶν 1821 – 1825 καὶ τὶς ἐκδικητικὲς ἐνέργειες τῶν Τούρκων τοὺς ὁποίους προσονομάζει νέους Ἀσσυρίους, βεβαιώνοντάς μας ὅτι ἦταν αὐτόπτης μάρτυρας τῶν καταστροφῶν οἱ ὁποῖες ἀκολουθοῦσαν μετὰ    ἀπὸ κάθε ἐπαναστατικὸ κίνημα.

«Οἱ Ἕλληνες τὸ 1821, 1822, 1823, 1824, 1825 προσπαθοῦσαν δι’ αἵματος νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγὸν Ἀσσυρίων καὶ εἰς αὐτὸ τοῦτο  καταγίνονται σήμερον. Καὶ ἡμεῖς οἱ  γράφοντες αὐτόπτες τυγχάνομεν τῶν αὐτῶν  πραγμάτων πολέμων τε καὶ λεηλασιῶν, αἱχμαλωσιῶν καὶ πυρπολισμῶν ἐκκλησιῶν καὶ ἄλλων πολλῶν καὶ διαφόρων μεταβολῶν καὶ δεινῶν θανάτων καὶ συμπτωμάτων. Ἴλεως ὁ Θεός».

Ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἄλλα δημοτικὰ τραγούδια τῆς περιοχῆς  Ἁλμυροῦ μιλοῦν γιὰ κλέφτες καὶ τὴν συμμετοχή τους σὲ πολέμους κατὰ τῶν Τούρκων. Κλείνοντας τὸ παρὸν κεφάλαιο παραθέτουμε ἕνα ἀκόμη σχετικὸ τοπικὸ δημοτικὸ τραγοῦδι τὴς περιοχῆς Ἁλμυροῦ:

«Θέλετε δένδρ’ ἀνθίσετε, θέλετε μαραθῆτε,

Στὸν ἴσκιο σας δὲν κάθομαι μήτε καὶ στὴ δροσιά σας.

Μόν’ καρτερῶ τὴν ἄνοιξη, τ’ ὄμορφο καλοκαίρι.

Ν’ ἀνοίξει ὁ γάβρος κι ἡ ὀξιά, νὰ ἰσκιώσουν τὰ λημέρια.

Νὰ βγοῦν οἱ Βλάχοι στὰ βουνά, νὰ βγοῦν κι οἱ Βλαχοποῦλες.

Νὰ ζώσω τὸ σπαθάκι μου, νὰ πάρω τὸ ντουφέκι

Νὰ πάρω δίπλα τὰ βουνά, δίπλα τὰ καταρράχια

Νὰ βγῶ στῆς Γούρας τὰ βουνά, στὰ κλέφτικα λημέρια.

Γιὰ νὰ σφυρίξω κλέφτικα, λημέρι τὸ λημέρι.

Νὰ μάσω τὰ μπουλούκια μου, ποὺ τὰ ’χω σκορπισμένα

Νὰ πᾶμε νὰ πατήσουμε αὐτὰ τὰ  τουρκοχώρια».