Η συμμετοχή της περιοχής του Αλμυρού στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821

Συγγραφέας: Βίκτωρ Κ. Κοντονάτσιος

Η σημερινή ομιλία με θέμα «Η συμμετοχή της περιοχής του Αλμυρού στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821» είναι η συμμετοχή της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού στον εορτασμό της εθνικής μας επετείου της 25ης Μαρτίου. Ο σκοπός και το περιεχόμενό της εντάσσονται στα πλαίσια των επιδιώξεων της Εταιρείας, δηλαδή, στην έρευνα, τη μελέτη και τη διάδοση της τοπικής μας ιστορίας. Στα ίδια πλαίσια είναι ενταγμένα τα Συνέδρια Αλμυριώτικων Σπουδών, η έκδοση του «Δελτίου», οι άλλες εκδόσεις μας και το σύνολο δραστηριοτήτων μας.
Η γραπτή παρουσία αυτής μας της προσπάθειας αποτελεί, μέχρι σήμερα, ένα σύνολο δέκα χιλιάδων σελίδων περίπου τοπικής ιστορίας. Δικαιολογημένο, λοιπόν, το ερώτημα: μα και στην εθνική μας εορτή, τη γιορτή ολόκληρου του Ελληνισμού, θα σταθούμε στη μικρή μας τοπική ιστορία; Γιατί αυτό; Και τι ιδιαίτερο έχουμε να πούμε;
Ναι, λοιπόν, και σ’ αυτή τη μεγάλη μας εθνική γιορτή, σ’ αυτή την εκδήλωση, εμείς, αθεράπευτα αφοσιωμένοι στους παραπάνω σκοπούς μας, θα μιλήσουμε για την τοπική μας ιστορία. Πρώτα γιατί έχουμε πολλά να πούμε που δεν τα ξέρουμε – και αυτό είναι κενό που η Φιλάρχαιος Εταιρεία νιώθει χρέος της να καλύψει – και ύστερα γιατί υπάρχει η λαθεμένη αντίληψη ότι τούτος ο τόπος σ’ αυτόν τον αγώνα δεν έχει προσφέρει τίποτε. Οι περισσότεροι τον περιορίζουν στην Αλαμάνα, στο Χάνι της Γραβιάς, στα Δερβενάκια.
Εκείνο που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τον τόπο μας σε σχέση με τον απελευθερωτικό αγώνα του 1821, σε αντίθεση με άλλα μέρη της Ελλάδας, είναι ότι ενώ για πολλά άλλα μέρη ο αγώνας αυτός είχε ως τελικό αποτέλεσμα την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους για μας είχε ως αποτέλεσμα σκληρότερη σκλαβιά, χειρότερα βασανιστήρια, περισσότερα θύματα. Ενώ σ’ άλλα μέρη, μετά το τέλος του αγώνα του 21, γκρεμίζονταν τζαμιά και τούρκικα φρούρια σε μας υψώνονταν ο τουρκικός στρατώνας, εδώ δίπλα μας, στην απέναντι όχθη του Ξεριά για να γεμίσει με φυλακισμένους, να γίνει τόπος νέων βασανιστηρίων και πιο ισχυρότερα τα δεσμά της σκλαβιάς. Και ενώ σε άλλα μέρη οι αγωνιστές τους γύριζαν δοξασμένοι και τιμούνταν ως ήρωες παίρνοντας παράσημα, αξιώματα, περιουσίες και τιμητικές θέσεις στις τοπικές εκδηλώσεις, οι αγωνιστές τούτου του τόπου, οι δικοί μας αγωνιστές, όχι μόνο δεν τιμούνταν, όχι μόνο δεν έπαιρναν αξιώματα και δεν δοξάζονταν αλλά ούτε στην πατρίδα τους μπορούσαν να επιστρέψουν, όχι επειδή αυτή ήταν σκλαβωμένη αλλά γιατί τους απαγορευόταν. Έτσι έμειναν στα ξένα άγνωστοι και ξεχάστηκαν και αυτοί και η προσφορά τους.
Δεν μπορούσαν να γυρίσουν οι δικοί μας αγωνιστές στα σπίτια τους γιατί αντί για θερμή υποδοχή, τιμές, ζητωκραυγές και χειροκροτήματα, αντί για αξιώματα και αμοιβές, τους περίμενε η κρεμάλα και τα μπουντρούμια του τουρκικού στρατώνα. Αντί για ευχαριστίες, παράσημα, τιμητικές συντάξεις και προσφορά περιουσιακών στοιχείων, είχε δημευθεί από το τουρκικό δημόσιο η όποια περιουσία τους και είχαν γκρεμιστεί ή είχαν καεί τα σπίτια τους. Τα αγαπημένα πρόσωπα, γυναίκες, παιδιά, αδέλφια, γονείς, όσοι δεν είχαν προλάβει να φύγουν προς την ελεύθερη Ελλάδα, αντί να είναι στην πρώτη και τιμητική θέση για να τους υποδεχτούν, είχαν φυλακισθεί ή τα κουφάρια ήταν πεταμένα στο ρέμα του Ξεριά.
Οι αγωνιστές τούτου του τόπου, μετά το τέλος του αγώνα του 1821, όσοι βέβαια επέζησαν, πικραμένοι και απογοητευμένοι, πολλοί τραυματισμένοι και οι περισσότεροι σακατεμένοι από τις ταλαιπωρίες ενός δεκάχρονου αγώνα, στον οποίο είχαν ξοδέψει τα νιάτα τους και τα καλύτερα χρόνια της ζωής τους, απάτριδες και άοικοι, ζητούσαν καταφύγιο στην άλλη Ελλάδα, κυνηγημένοι, πρόσφυγες στην ίδια τους την χώρα και έβλεπαν την πατρίδα τους, όπως ο Αδάμ και η Εύα εξόριστοι απέναντι του Παραδείσου από τον οποίο είχαν διωχτεί.
Οι Αλμυριώτες αγωνιστές του 1821 είναι πολλοί αλλά, δυστυχώς, στην συντριπτική πλειονότητά τους παραμένουν άγνωστοι, πρώτα γιατί εδώ δεν έγινε καμία σημαντική μάχη γιατί οι συνθήκες δεν το επέτρεπαν. Οι μάχες μεταξύ ανοργάνωτων στρατιωτικά κλέφτικων ομάδων εναντίον πάνοπλων στρατιωτικών μονάδων δεν μπορεί να γίνουν σε ανοικτές πεδιάδες, όπως του Αλμυρού. Εκτός από αυτό ο Αλμυρός και τα χωριά του ήταν πάντοτε έδρα μεγάλων τουρκικών στρατιωτικών μονάδων αλλά και κατοικούνταν από πολύ τουρκικό πληθυσμό.
Οι Έλληνες του αλμυριώτικου κάμπου δεν ζούσαν χωριστά από τους Τούρκους, σε δικές τους χωριστές συνοικίες. Τα σπίτια τους, λασπόχτιστα και χαμηλά, ήταν ανακατωμένα με τα τούρκικα. Οι ίδιοι οι Έλληνες Αλμυριώτες δεν ήθελαν να ζουν χωριστά. Ένιωθαν πιο ασφαλείς ανάμεσά στους Τούρκους. Όποτε οι τοπικοί παράγοντες θέλησαν να συγκεντρώσουν τους Έλληνες Αλμυριώτες σε ιδιαίτερες γειτονιές αυτοί αντιδρούσαν. Φοβούνταν μια μαζική επίθεση εναντίον τους ή μια γενική πυρκαγιά και λεηλασία. Αυτά δεν μπορούσαν να γίνουν όταν τούρκικα και ελληνικά σπίτια ήταν ανακατωμένα. Στον Αλμυρό τα τουρκικά και τα ελληνικά σπίτια ήταν περίπου ίσα περίπου στον αριθμό. Στα 1848 στον Αλμυρό υπήρχαν 190 μουσουλμανικά σπίτια και 193 χριστιανικά και σ’ αυτά ζούσαν 443 άντρες μουσουλμάνοι και 441 χριστιανοί.
Ωστόσο, παρ’ όλες τις αντίξοες αυτές συνθήκες έχουμε πολύ σημαντική συμμετοχή Αλμυριωτών στον αγώνα του 1821.
Τις δυσκολίες αυτές της συμμετοχής της περιοχής μας στον απελευθερωτικό αγώνα του 21 ήρθε να καλύψει το Μοναστήρι της Παναγίας Ξενιάς. Οι κλέφτες της Όρθρης εύρισκαν σ’ αυτό ένα μόνιμο υποστηρικτή και συστηματικό πληροφοριοδότη αλλά και τον καθοδηγητή. Οι καλόγεροι τους χορηγούσαν τρόφιμα. Στο νοτιοδυτικό μέρος του περιβόλου του Πάνω Μοναστηριού υπήρχε μυστική είσοδος από την οποία έμπαινε ο έμπιστος αντιπρόσωπος των κλέφτικων ομάδων και έπαιρνε την όποια βοήθεια χρειάζονταν.
Υπήρχαν εκεί, από πολλά χρόνια πριν, χρησιμεύοντας για τις αποθηκευτικές διατροφικές ανάγκες των μοναχών, οι γνωστές, μέχρι τελευταία, «χαβούζες», υπόγειες δηλαδή σπηλιές, σκαμμένες σε δροσερά μέρη, στις οποίες κυκλοφορούσε κρύο νερό φυσικών πηγών. Αυτές οι «χαβούζες» ήταν τα φυσικά ψυγεία για την διατήρηση ευπαθών τροφίμων του Μοναστηριού από τα βυζαντινά χρόνια όταν οι μοναχοί έφταναν τους 600 και παραπάνω. Ὀταν η συντήρηση των κλεφτών της Όρθρης από αποκλειστική φροντίδα των ίδιων, όπως ήταν αρχικά, αποτέλεσε μέριμνα και άλλων συνεργατών τους, οι «χαβούζες» αυτές έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Οι καλόγεροι διατηρούσαν σ’ αυτές τρόφιμα και τροφοδοτούνταν οι μυημένοι κλέφτες.
Αυτά δεν είναι αστήρικτες παραδόσεις. Είναι βεβαιωμένα γεγονότα. Ο Ευστάθιος Καλτσέτας, που είχε πολλές φορές διανυκτερεύσει στο Μοναστήρι, είχε μιλήσει γι’ αυτά με τους μοναχούς. Πολλά του είχε πει ο μοναχός Γαβριήλ Αδάμ από τη Σούρπη ο οποίος είχε ζήσει την επανάσταση του 21.
«Εγένετο η Μονή Ξενιάς», γράφει ο Καλτσέτας για το θέμα αυτό, «τροφός των ιεροφαντών της λεβεντιάς των αθανάτων «Κλεφτών της Τουρκοκρατίας», των απεργασαμένων την ανάστασιν του Ελληνισμού διότι η Μονή Ξενιάς διετήρει μυστικήν σύραγγα συγκοινωνούσαν από του ανωγείου διαμερίσματος προς το υπόγειον διά του οποίου ο μεμυημένος οικονόμος της Μονής παρέδιδεν εις τον διολισθαίνοντα διά μυστικής εισόδου απεσταλμένον του καπετάνου την απαιτουμένην τροφήν του μπουλουκίου».
Δεν ήταν όμως μόνο αυτή η βοήθεια του Μοναστηριού. Επειδή οι κάτοικοι του αλμυριώτικου κάμπου, όπως αναφέρθηκε, δυσκολεύονταν να λάβουν μέρος στον απελευθερωτικό αγώνα γιατί οι οικογένειές τους διέτρεχαν τον κίνδυνο να συλληφθούν, ήρθε το Μοναστήρι της Ξενιάς να δώσει τη λύση. Οι οικογένειες των καταδιωκόμενων κλεφτών του αλμυριώτικου κάμπου κατέφευγαν στα βουνά γύρω από το Μοναστήρι. Την τροφοδοσία και συντήρησή τους σ’ ολόκληρο το διάστημα του αγώνα την είχε αναλάβει το Μοναστήρι.
«Κατά την επταετή Ἑλληνικὴν Επανάστασιν», γράφει ο Καλτσέτας, «περί τας τρείς χιλιάδας γυναικόπαιδα διαιτώμενα ανά τους δρυμούς, σπήλαια καὶ φάραγγας της Όθρυος, ενώ οι άνδρες εμάχοντο, ετροφοδοτούντο από το οψοφυλάκιον της Μονής Ξενιάς». Και τα έγραψε αυτά ο Καλτσέτας από εξακριβωμένα στοιχεία που του είχαν δώσει οι μοναχοί της Ξενιάς.
Στο Μοναστήρι της Ξενιάς, αρχές της εξέγερσης του 21, ήρθε καὶ είχε συνεργασία με τους μοναχούς του, ο Αθανάσιος Διάκος.
Με τον Αθανάσιο Διάκο συνεργάστηκε και ο νεαρός τότε μοναχός της Ξενιάς Γαβριήλ Αδάμ. Ο Γαβριήλ, 31 ετών τότε, ο οποίος πέθανε το 1908, σὲ ηλικία 118 χρόνων, διηγήθηκε το περιστατικό και στον Νικόλαο Γιαννόπουλο και στον Ευστάθιο Καλτσέτα.
Στο Μοναστήρι της Ξενιάς σωζόταν σχετικὴ επιστολή του Αθανασίου Διάκου. Ο Νικόλαος Γιαννόπουλος είχε πάρει αντίγραφό της για το αρχείο της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού.
Η επαφή αυτή του Αθανασίου Διάκου με τους καλογέρους της Ξενιάς, και με κάποιους λαϊκούς της περιοχής του Αλμυρού έγινε στο Κάτω Μοναστήρι, στη γνωστή θέση «Ράχοβο». Τονίζω εδώ μια λεπτομέρεια γιατί είναι πολύ χρήσιμη. Η τοποθεσία του παλιού Κάτω Μοναστηριού της Ξενιάς λεγόταν Ράχοβο. Οι μοναχοί της Κάτω Ξενιάς λέγονταν Ραχοβίτες, ενώ της Άνω Ξενιάς λέγονταν Ξενιώτες. Η επιστολή του Αθανασίου Διάκου, στις 28 Μαρτίου 1821, απευθυνόταν στους «Ραχοβίτες».
Λίγα λόγια για την επιστολή αυτή, για την οποία υπάρχει πολύ μυστήριο, απάτη, κλεψιά και εκμετάλλευσή της για παραποίηση της τοπικής μας ιστορίας. Σήμερα η επιστολή αυτή ούτε στο Μοναστήρι υπάρχει ούτε στη Φιλάρχαιο το αντίγραφό της. Το 1884 ένας μοναχός της Ξενιάς, ο Ζαχαρίας Καίσαρης, έκλεψε πολλά έγγραφα του μοναστηριού, και έφυγε από το Μοναστήρι. Όταν συνελήφθη τα έγγραφα δεν βρέθηκαν επάνω του. Ο ίδιος είπε ότι τα παρέδωσε στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Ο Γιαννόπουλος, ο οποίος ερεύνησε όσα παρέδωσε στην Εθνική Βιβλιοθήκη ο μοναχός Ζαχαρίας Καίσαρης, διαπίστωσε ότι δεν είχαν παραδοθεί όλα όσα είχαν κλαπεί και ότι σ’ αυτά που είχαν παραδοθεί δεν συμπεριλαμβανόταν η επιστολή. Δύο χρόνια αργότερα, το 1886, ο μοναχός Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης, που ζούσε στο Βόλο, δημοσίευσε την επιστολή αυτή στο ημερολόγιο «Φήμη», χωρίς, ωστόσο, ν’ αναφέρει που βρήκε την επιστολή. Σήμερα η επιστολή αυτή του Διάκου προς τους «Ραχοβίτες» βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη στο τμήμα χειρογράφων με αύξοντα αριθμό 10318, όπου παραδόθηκε από τη Μονὴ Βαρνάκοβας της Φωκίδας. Μού είναι άγνωστο με ποιο τρόπο βρέθηκε στη Μονή Βαρνάκοβας.
Το γράμμα του Αθανασίου Διάκου προς τους «Ραχοβίτες» είναι το εξής:
«Αιδεσιμώτατε άγιε πρωτόπαπα και παπά δημήτρι ευλαβώς προσκυνώ, και αγαπητοί μου γεωργάκη σηδερά και γιάννη αλεξανδρή, Σας φανερόνω λαμβάνοντας το παρόν μου αμέσως να σηκοθήτε να μαζόξετε όλους τους ραγιάδες να μου τους ξημερόσετε τρίτη πουρνό εις Λυκούρασιν οπού θα έλθετε όλοι :200: διακόσι ονομάτοι και της ώρας μαζύ με τα άρματά σας να πάρετε και :10: φορτώματα ψωμί και κρασί και ελιές και όλον τον τζημπχανέν οπού έχετε μπαρούτην και κουρσούμια και να μου φέρετε και :6: έξη άλογα καλά μεζηλιάρικα και έτζη να μου ακολουθήσετε εξ αποστάσεως. υγιαίνετε.
ο αγαπητός σας ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ
(Τ.Σ.)
1821 μαρτίου 28 κάπερνα
+ Τοις αγαπητοίς ραχοβήτες εις ράχοβον.»
Υπήρχε και μια σημείωση: «γιάννη αλεξανδρή και πατέρα γεωργάκη ατοί σας να πάρετε τους ανθρώπους εν τω άμα και να μου ευρεθήτε εδώ».
Ο Γιάννης Αλεξανδρῆς και ο Γιωργάκης Σιδεράς θα οδηγούσαν τους διακόσιους αρματωμένους της περιοχής μας κοντά στο Διάκο με τις προμήθειες που θα τους εφοδίαζε το Μοναστήρι της Ξενιάς, ο άγιος πρωτόπαπας» (ηγούμενος του Μοναστηριού): δέκα μουλάρια φορτωμένα μὲ ψωμί, ελιές, κρασί και όλα τα άλλα εφόδια όσα είχαν στο Μοναστήρι, «όλον τον τζημπχανὲν». Μαζί τους θα κουβαλούσαν μπαρούτι και κουρσούμια (=βόλια) και έξι άλογα «καλὰ μεζηλιάρικα (=γρηγορπόδαρα, ταχυδρομικά».
Η συμβολή αυτή της Ξενιάς στον Αθανάσιο Διάκο ήταν μιὰ παράλληλη συμμετοχή της Ξενιάς, προς τη μεριά της Φθιώτιδας, πέρα από τη συμμετοχή της στη Μαγνησία. Τα διακόσια άτομα που έπρεπε σε συγκεκριμένη ώρα και μέρα, να βρεθούν στη «Λυκούραση», φιλοξενούνταν στην Ξενιά περιμένοντας αυτό το κάλεσμα. Δεδομένου ότι η μάχη της Αλαμάνας έγινε στις 23 Απριλίου 1821 και η επιστολή του Διάκου προς τους «Ραχοβίτες» μοναχούς γράφτηκε στις 28 Μαρτίου 1821, ένα μήνα σχεδόν νωρίτερα, εκτιμούμε ότι αυτοί οι «διακόσιοι νοματέοι» που έφυγαν από την Ξενιά έλαβαν μέρος στη μάχη της Αλαμάνας.
Για το μυστήριο της επιστολἠς αυτής και πάλι. Κάποιοι ερευνητές βρίσκοντας τώρα την επιστολή αυτή στην Εθνική Βιβλιοθήκη και νομίζοντας ότι «κομίζουν γλαύκα εις Αθήνας», έβγαλαν τα δικά τους αυθαίρετα συμπεράσματα. «Ραχωβίτες», είπαν, είναι οι κάτοικοι της Αράχωβας. Η Αράχωβα λεγόταν, είπαν, και Ράχωβα. Επομένως, είπαν και έγραψαν η επιστολή αυτή του Διάκου απευθυνόταν στους Αραχωβίτες, και κανένας δεν αμφισβήτησε μέχρι τώρα την άποψη αυτή. Και έπρεπε να βρεθεί η Φιλάρχαιος Εταιρεία Αλμυρού να ερευνήσει την αλήθεια και να την αποκαταστήσει για πρώτη φορά εδώ τώρα μπροστά σας.
Αποδεικτικά στοιχεία: Λίγο μετά την επιστολή αυτή ο Άνθιμος Γαζής, γράφοντας προς τους άρχοντες της Ύδρας για όσα γίνονταν στην περιοχή μας, λέει «στράτευμα εξεκινήσαμεν δια να βοηθήση το στράτευμα των Βοιωτων και Οπουντίων και να πολιορκήση το Ζητούνι». Το στράτευμα που ξεκίνησε από εδώ για νὰ πολιορκήσῃ τὸ Ζητούνι είναι αυτοί οι διακόσιοι που έφυγαν από την Ξενιά από το «Ράχοβο». Και αν αυτό δεν αρκεί σαν επιβεβαίωση του ισχυρισμού μας έρχονται τα άλλα. Τι δουλειά έχει το «Άγιε πρωτόπαπα (=Άγιε ηγούμενε) εάν η επιστολή απευθυνόταν στους Αραχωβίτες; Και κάτι άλλο αποστομωτικό σε κάθε αντίθετη άποψη: ο Διάκος στην επιστολή του, κάτω από τη λέξη «Ραχωβίτες» σημείωσε ένα σταυρό, όπως βάζουμε στα ονόματα καλογέρων, ηγουμένων, επισκόπων. Τι δουλειά έχει ο σταυρός εάν η επιστολή απευθυνόταν σε κατοίκους της Αράχωβας; Και κάτι ακόμα: εάν ο Διάκος απευθυνόταν στην Αράχωβα, που βρισκόταν δίπλα του, θα διακινδύνευε να στείλει ένα γράμμα με τόσες πληροφορίες με όλους τους κινδύνους να πιαστεί αυτός που θα το μετέφερε και να προδοθεί το όλο σχέδιό του; Και ακόμη κάτι άλλο: Η επιστολή στέλνεται με πολύ καθαρά γράμματα «εις Ράχοβον».
Ωστόσο πολύ ενεργή ήταν η συμμετοχή της Ξενιάς στην εξέγερση που ετοιμαζόταν στην περιοχή του Αλμυρού. Σύμφωνα με το σχέδιο που υπῆρχε ο Αλμυρός και τα χωριά του θα ξεσηκώνονταν στις 8 Μαΐου 1821. Το σχέδιο όμως προδόθηκε στους Τούρκους του Αλμυρού και αυτοι ενήργησαν κεραυνοβόλα: έπιασαν όλα τα γυναικόπαιδα του Αλμυρού και τα έκλεισαν σε οχυρωμένα σπίτια, όπως στον πύργο του Μεμέτ Κουτσιούκου, απειλώντας ότι αν οι Αλμυριώτες έπαιρναν μέρος στο κίνημα να τα κάψουν όλα ζωντανά.
Έτσι η συμμετοχή των Αλμυριωτών στο απελευθερωτικό κίνημα δεν είχε τα αποτελέσματα που όλοι περίμεναν. Ο Άνθιμος Γαζής, αγνοώντας τι είχε γίνει στὸν Ἁλμυρό, σὲ γράμμα που έστειλε μία ημέρα μετά, στις 9 Μαΐου 1821, προς τους «άρχοντες της Ύδρας», έγραψε, ανάμεσα στα άλλα:
«Εις τας 7 του παρόντος εκινήθημεν κατά των τυράννων και μέρος εξ αυτών αιχμαλωτίσθησαν εις το κάστρον του Βόλου τους οποίους πολιορκούμεν και διά ξηράς και θαλάσσης και ελπίζομεν σήμερον ή αύριον να τους κυριεύσωμεν…Τα μέρη του Αρμυρού ἐκινήθησαν χτες,…».
Όταν μαθεύτηκε ότι οι Αλμυριώτες δεν ξεσηκώθηκαν, το ηθικό όσων πολιορκούσαν το κάστρο του Βόλου κλονίστηκε. Ο Αλμυριώτης καπετάνιος Ιωάννης Βελέντζας, μετά την αποτυχία του κινήματος στον Αλμυρό, με πενήντα παλικάρια κατέφυγε στο στρατόπεδο στο Τρίκερι για να συνεχίσει τον αγώνα μαζὶ με τον Γαρέφη, τον Μπασδέκη, τον Κοντονίκο και άλλους.
Οι καλόγεροι της Ξενιάς πηραν τρεις χιλιάδες γιδοπρόβατα και 150 βόδια και πέρασαν με καΐκια στο Τρίκερι να ενισχύσουν εκεί πλέον τους αγωνιστές. Όταν σταμάτησε ο αγώνας και γύρισαν στο Μοναστήρι από τις τρεις χιλιάδες γιδοπρόβατα έφεραν πίσω μόνο εβδομήντα και απὸ τα 150 βόδια μόνο ένα. Όλα είχαν δοθεί για τη συντήρηση των επαναστατικών ομάδων στο Τρίκερι.
Αυτά, πολύ περιληπτικά για τη συμμετοχή της περιοχής του Αλμυρού σε τοπικό επίπεδο στον αγώνα του 21.
Εκείνο όμως που είναι ιδιαίτερα σημαντικό είναι η συμμετοχή Αλμυριωτών αγωνιστών σε άλλες περιοχές, εκτός Μαγνησίας. Και αυτό είναι που ήθελα ιδιαιτέρως να τονίσω στην εκδήλωσή μας αυτή. Είναι εκατοντάδες οι αγωνιστές του τόπου μας στον αγώνα του 1821, των οποίων τα ονόματα και η δράση, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, παραμένουν άγνωστα. Για τους συντοπίτες μας αυτούς αγωνιστές ισχύει απόλυτα εκείνο που είπε ο Σουρής «ανώνυμοι ήρωες, άγνωστοι τάφοι, κανένας όνομα σ’ αυτούς δε γράφει».
Επειδή, όπως προείπα, οι Αλμυριώτες αγωνιστές δεν μπορούσαν να επιστρέψουν εδώ, για τους λόγους που ανέφερα, αναγκάστηκαν να ζητήσουν καταφύγιο σε άλλα μέρη και εκεί να προσπαθήσουν να σταθούν στα πόδια τους, χωρίς σπίτι, χωρίς πατρίδα, αφανείς, άγνωστοι και μόνοι, χωρίς δικούς τους, ξένοι και απροστάτευτοι, όχι μόνο χωρίς τιμές και αμοιβές και χωρίς περιουσία αλλά και χωρίς να μπορούν να εξασφαλίσουν τα προς το ζήν αναγκαία.
Σ’ αυτούς τους άγνωστους ήρωες του τόπου μα θα στρέψω σήμερα την ομιλία μου για να κάνω και ένα γενικό προσκλητήριο, μια έκκληση και παράκληση, σ’ όλους εσάς και με εσάς σ’ όσους μπορούν να ακούσουν τούτο το προσκλητήριο.
Για να δώσω μια εικόνα του πλήθους των άγνωστων αυτών συμπατριωτῶν μας αγωνιστών θα αναφέρω μερικά στοιχεία που έχω συγκεντρώσει μέχρι τώρα. Περισσότερα θα αναφερθούν, όπως ελπίζω, σε κάποιο τεύχος του «Δελτίου» μας ή και σε ιδιαίτερη έκδοση.
Πρώτα είναι οι παραπάνω διακόσιοι που στάλθηκαν στον Αθανάσιο Διάκο. Κανένα όνομα δεν γνωρίζουμε. Και όμως είναι τίτλος τιμής για την περιοχή μας, που πρέπει να επιδιώξουμε να αναγνωρισθεί αλλά και να το ξέρουμε κι εμείς και – γιατί όχι – να γραφεί και στα σχολικά βιβλία της ιστορίας. Να το λένε τουλάχιστον οι δικοί μας εκπαιδευτικοί διδάσκοντας την τοπική ιστορία ή συμπληρώνοντας στο σημείο αυτό τη γενική ιστορία για τη μάχη της Αλαμάνας. Έτσι Βοηθάμε τα νιάτα μας να αγαπούν τον τόπο τους και να μπορούν να περηφανεύονται γι’ αυτόν.
Το 1921 ο Αλμυριώτης εισαγγελέας Φιλοποίμην Αρμυριώτης (Αρμυριώτης στο επίθετό του) έγραψε στον Ευστάθιο Καλτσέτα στον Αλμυρό: «Είμαι ο εγγονός του Παναγιώτου Ἁρμυριώτου, του οδηγήσαντος το επίλεκτον και ανδρείον σώμα των εκατόν είκοσι παλληκαρίων του Αλμυρού εις όλας, μηδεμιάς εξαιρουμένης, τας μάχας του ιερού άγώνος απὸ το 1821 μέχρι του 1828, πλην μόνης της του Βαλτετσίου, καθ’ ην ηγείτο αυτού ο αμέσως κατόπιν φονευθείς πρεσβύτερος αδελφός του ειρημένου πάππου μου Κωνσταντίνος, πεσών επί τωντειχών της Τριπόλεως κατά την ημέραν της αλώσεώς της υπό των ημετέρων». Άλλα εκατόν είκοσι, λοιπόν, παλληκάρια της περιοχής μας, με αρχηγό τον Παναγιώτη Αρμυρώτη, έλαβαν μέρος στον αγώνα του 21. Και αυτοί είναι όλοι άγνωστοι. Και ζητούν από εμάς να μάθουμε τουλάχιστον τα ονόματά τους. Και είναι θαρρώ χρέος μας.
Ένα πιστοποιητικό που βρήκα στην έρευνα που κάνω λέει: «Πιστοποιείται ότι ο κύριος Πανάγος Αθανασίου, εκ της κωμοπόλεως Πλατάνου της επαρχίας Αλμυρού, άμα ήκουσεν την φωνήν της πατρίδος προσκαλούσαν τα τέκνα της, δράξας τα όπλα επαρουσιάσθη επί κεφαλής πεντήκοντα περίπου στρατιωτών του και ηκολούθησεν τον υποφαινόμενον πάντοτε και διοικών ότε μεν είκοσι ότε δε με περισσοτέρους μέχρι των εκατών, εχαρακτηρίσθη ως αξιωματικός». Άλλοι, λοιπόν, πενήντα έως εκατόν άντρες της περιοχής μας πολέμησαν με τον Πλατανιώτη Πανάγο Αθανασίου. Και αυτοί άγνωστοι και όλοι τους περιμένουν να γίνουν γνωστά τα ονόματά τους και η δράση τους. Και είναι και αυτό ένα χρέος δικό μας.
Ο εντοπισμός και η εύρεση των ονομάτων τους είναι μια πολύ δύσκολη δουλειά και στις περισσότερες φορές σχεδόν αδύνατη. Η δυσκολία έγκειται στο ότι οι αγωνιστές της περιοχής μας, όπως είπα, μετά τη δημιουργία του πρώτου ελληνικού κράτους, του οποίου τα σύνορα στην περιοχή του Αλμυρού περνούσαν μεταξύ Σούρπης και Αγίας Τριάδας, δεν επέστρεψαν στην πατρίδα τους αλλά εγκαταστάθηκαν στα ελεύθερα μέρη της Ελλάδας. Εκεί οι πιο πολλοί πολιτογραφήθηκαν ως δημότες εκείνου του τόπου για να έχουν τα δικαιώματα του δημότη και έτσι χάθηκαν τα ίχνη τους.
Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους η πολιτεία αποφάσισε να απονείμει ειδικά «αριστεία», στους πολεμιστές που με τους αγώνες τους χάρισαν την ελευθερία στο λαό μας. Τα «αριστεία» ήταν τριών βαθμών, τα χρυσά, τα χάλκινα και τα σιδερένια. Οι αγωνιστές που τα δικαιούνταν υπέβαλαν διά του τοπικού δημάρχου στην αρμόδια επιτροπή τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία. Αυτά ήταν βεβαιώσεις καπεταναίων ότι αυτός που υπέβαλλε την αίτηση είχε λάβει μέρος στον αγώνα, αναφέροντας τις μάχες στις οποίες είχε λάβει μέρος. Στις αιτήσεις αυτές αλλά και στις βεβαιώσεις δεν ήταν απαραίτητο να γραφεί ο τόπος καταγωγής του αιτούντος. Έτσι σε πολλές αιτήσεις και βεβαιώσεις λείπει ο τόπος καταγωγής, ιδιαίτερα για όσους η πατρίδα τους, όπως για τους Αλμυριώτες, βρισκόταν στην Τουρκία, στο Οθωμανικό, όπως έλεγαν. Έτσι και όταν σε κάποιες βεβαιώσεις αναγραφόταν ο τόπος καταγωγής, αν ο αιτών δεν καταγόταν από την ελεύθερη Ελλάδα, αυτό που λέμε «Παλιά Ελλάδα», έγραφαν γενικώς «εκ του Οθωμανικού» χωρίς καμία άλλη λεπτομέρεια, όπως λέμε σήμερα «είναι Αλβανός», χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση. Και αυτό δεν ενοχλούσε κανένα. Ελάχιστοι επιδίωκαν περισσότερη εξειδίκευση. Μερικές φορές γραφόταν γενικά «εκ Θεσσαλίας» ή άλλες φορές «εκ θετταλικής Μαγνησίας».
Όλα αυτά τα δικαιολογητικά βρίσκονται σήμερα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και σε μερικότερα αρχεία, όπως αρχεία αγωνιστών ή φάκελοι αριστείων. Τα έγγραφα αυτά είναι γύρω στα εφτά εκατομμύρια, χωρίς να είναι πλήρως και σωστά τακτοποιημένα. Έτσι ένας ερευνητής, όσο «παλαβός» κι αν είναι, δυσκολεύεται να εντοπίσει εκείνο που αναζητά. Άντε να θελήσει κάποιος μέσα σ’ αυτό το χάος των εφτά εκατομμυρίων εγγράφων αλλά και σε άλλες πάμπολλες και ανερεύνητες πηγές να βρεί τους Αλμυριώτες αγωνιστές, που τα χαρτιά τους μπορεί να βρίσκονται σε φάκελο της Κρήτης, της Τρίπολης, του Άργους, της Πάτρας. Άντε να φυλλομετράς εκατομμύρια κακογραμμένες και δυσανάγνωστες χειρόγραφες σελίδες και στα πιο απίθανα μέρη μπας και βρείς κανένα Αλμυριώτη, αν αυτός, βεβαίως, είχε την πρόνοια να αναγράψει την πατρίδα του ονομαστικά. «Γκαβός βελόνα γύρευε μέσα σε αχυρώνα κι ένα κωφός του έλεγε την άκουσα που βρόντα».
Παρ’ όλα αυτά προσωπικά έχω εντοπίσει τα ονόματα καμιά ογδονταριά ίσως και μέχρι εκατό από αυτούς. Αρκετοί είναι από τη Μιντζέλα γιατί αυτοί γύρισαν και εγκαταστάθηκαν στην πατρίδα τους πρώτα γιατί αυτή ήταν ελεύθερη και ύστερα γιατί σ’ αυτήν είχαν μόλις εγκατασταθεί κυνηγημένοι από την Παλιά Μιντζέλα στο Πήλιο και μόλις είχαν χτίσει το νοικοκυριό τους.
Κάποιοι από αυτούς τους εκατό είναι γνωστοί και έχουν δημοσιευθεί τα ονόματά τους και στοιχεία της δράσης τους. Δεν θ’ αναφερθώ σ’ αυτούς αλλά σε μερικούς λιγότερο γνωστούς ή εντελώς άγνωστους μέχρι τώρα με ελάχιστες μόνο νήξεις.
Ο Πλατανιώτης στην καταγωγή Πανάγος Αθανασίου, έγραψε στην αναφορά του «Δέκα πλήρη έτη παρέρχονται, κ. Γραμματεύ, και αισθάνομαι ενδόμυχον λύπην, διότι ουδόλως ελήφθην υπ’ όψιν, χωρίς καν να τιμηθώ με το ανήκον μοι εθνόσημον ως πολλοί άλλοι, ουδὲ σπιθαμή γης μοι παρεχωρήθη καθό άπατρις και άοικος διά να δύναμαι να οικονομώ την δυστυχή οικογένειά μου, συνισταμένην απὸ 7 ψυχάς. Ήμουν άπατρις, άοικος, η οικογένειά μου ηχμαλωτίσθη και πολλούς άλλους κινδύνους και δυστυχίας έπαθον…».
Ο Γεώργιος Αλεξοχρήστου, πάλι από τον Πλάτανο, μετά τη λήξη του αγώνα κατέφυγε στο Ξηροχώρι. Κατέθεσε τα χαρτιά του για κάποιο αριστείο αλλά πέθανε χωρίς να δικαιωθεί. Ο γιος του, ιερέας στο Ξηροχώρι, έκανε νέα αίτηση για να δικαιωθούν οι αγώνες του πατέρα του: «Επειδή ο αποβιώσας πατήρ μου Γεώργιος Αλεξοχρήστου, φλεγόμενος από το αίσθημα της απελευθερώσεως και δραξάμενος τα όπλα εγκατέλειψε την οικογένειάν του άπατριν και απροστάτευτον».
Ο Γεώργιος Βασιλείου από τη Μιντζέλα ανέφερε: «Είναι γνωστόν τοις πάσι, ότι ἠγωνίσθην εις τον υπέρ της ανεξαρτησίας της Ελλάδος ιερόν αγώνα εξ αρχής της επαναστάσεως μέχρι του 1833. Το 1834 διηύθυνα, διά του τότε επάρχου Αταλάντης, όλα τα πιστοποιητικά, πλην ποτέ δεν ενεργήθη υπέρ εμού. Υποπτευθείς δε μήπως εχάθησαν τα έγγραφά μου ανεφέρθην και το 1839, πλην εις μάτην απέβη και εκείνη η αναφορά μου.
Μη υποφέρων όθεν εμαυτόν ηδικημένον, επαναλαμβάνω και αύθις διά της παρούσης μου, διά να δυνηθώ να λάβω το ανήκον μοι αριστεῖον, διά να το φέρω και εγώ, ως και οι λοιποί συναγωνισταί μου, εις ένδειξιν των εκδουλεύσεών μου».
Ένα πιστοποιητικό που βρήκα γράφει: «Ο Γεώργιος Κυριαζόπουλος εξ Αλμυρού της Θεσσαλίας εξ αρχής της Ελληνικής Παλιγγενεσίας δράξας τα όπλα έτρεξεν εις τον υπέρ πατρίδος ἀγώνα, φλεγόμενος από αίσθημα διαρκούς ενθουσιασμού και αμέτρου πατριωτισμού. Παρευρέθη εις διαφόρους αιματηροὺς προ πάντων δε εις των Σαλώνων καὶ Φουντάνας πολέμους, τῆς Γραβιᾶς υπό την οδηγίαν του Πανουργιά και Οδυσσέως Ανδρούτσου, εις τον πόλεμον των Τρικέρων και της Σκιάθου υπό την οδηγίαν του Καρατάσου καὶ Βελέντζα, εἰς τον πόλεμον τῆς Καρύστου, τῆς Πέτρας ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν τοῦ Κριεζώτου, είς τὸ Καματερόν, εἰς τὸν πόλεμον τῆς Ἐλευσῖνος, τῆς Λεβαδείας, τῆς Ἀταλάντης ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν τοῦ στρατηγοῦ Βάσου Μαυροβουνιώτη, ὄχι ὡς στρατιώτης ἁπλοῦς, ἀλλ’ ἐπὶ κεφαλῆς ὁμάδος μαχητῶν».
Στον Αλμυριώτη Ιωάννη Νικολάου, που ζούσε στο Άργος δόθηκε το παρακάτω έγγραφο: «Διά τας πρὸς τὴν Πατρίδα ἐκδουλεύσεις σου και διά την προς τους Νόμους της Πατρίδος ευπείθειάν σου, η Διοικητικὴ Επιτροπὴ σε προβιβάζει εις τον βαθμὸν τοῦ εἰκοσιπεντάρχου. Εύχεται καὶ ἐλπίζει να φανείς άξιος της τιμής ταύτης διὰ να σε προβιβάσει και εις ανώτερον βαθμόν».
Ο Αλμυριώτης Χρήστος Παναγιωτόπουλος βρέθηκε στην Τρίπολη. Ἀπό εκεί έστειλε την αίτησή του: «Άνα η φωνὴ της φιλτάτης μών Πατρίδος εκάλει πανταχόθεν τα τέκνα της προς ανάκτησιν τας ποθητῆς ἐλευθερίας της, λαβὠν εις χειρας τα όπλα και ο ταπεινως υποφαινόμενος, γεννημένος μεν εις Αρμερόν, διαμένων δε σταθερώς εις τον Δήμον Τριπόλεως, συσσωματωθείς με τους ὁπλαρχηγοὺς της Πελοποννήσου, έδραμον εις τους κατά διαφόρους καιρούς συγκροτηθέντας πολέμους δείξας εις αυτούς γενναιότητα και ανδρείαν ελληνικήν, … παρακαλώ να ενεργηθώσι τα προσήκοντα … προς μικραν παραμυθίαν των δεινών μου…».
Άλλη αναφορά Αλμυριώτου: «Ο ευσεβάστως αναφερόμενος Κώστας Χάιτας, υπολοχαγός απόστρατος, εκ του Αλμυρού της Θεσσαλίας και κατοικοδημότης Άργους, ότε το 1821 ήχησεν η σάλπιγξ του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος, ευρισκόμενος εις Βλαχίαν, ἐλαβον τα όπλα και ηκολούθησα τον αείμνηστον Αλέξανδρον Υψηλάντην και ηγωνίσθην (ως σημαιοφόρος) καθ’ όλας τας εν Βλαχία κατά των εχθρών μάχας. Το αυτὸ έτος μετά του αυτού αρχηγού και μετά πολλών άλλων Ελλήνων ήλθομεν εκ Βλαχίας εις την Ελλάδα, ένθα παρευρέθην μαχόμενος κατά των εχθρών εις Τρίπολιν, Ναύπλιον και εις Κόρινθον με τον αυτόν αρχηγόν. Το 1822 επληγώθην εις τον αριστερόν πόδα. Το 1823 παρευρέθην εις την εν Τρίκερι μάχην. Το 1824 παρευρέθην υπό τον αείμνηστον αρχηγόν Οδυσσέα Ανδρούτσον. Το 1825 παρευρέθην εις την μάχην του Νεοκάστρου, ότε η προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος με ετίμησε με τον βαθμό του εκατοντάρχου και ταυτοχρόνως δι’ ετέρας διαταγής με τον βαθμόν του Χιλιάρχου. Το 1826 παρευρέθην υπό τον αείμνηστον αρχηγόν Καραϊσκάκην με ίδιόν μου σώμα και δι’ ιδίων μου εξόδων εις τας μάχας Χαϊδάρι, Αράχωβα και Πειραιά».
Κυρίες και κύριοι, βεβαίως και τα όσα αναφέρθηκαν πολύ αποσπασματικά σήμερα δεν ανταποκρίνονται με κανένα τρόπο στην πληρότητα την οποία θα περίμενε ένας απαιτητικός ακροατής έχοντας υπ’ όψη του το θέμα της ομιλίας. «Η συμετοχή της περιοχής του Αλμυρού στον απελευθερωτικὸ αγώνα του 1821» είναι τεράστιο ανερεύνητο στο σύνολό του θέμα και από όσα αναφέρθηκαν νομίζω ότι έγινε φανερό ότι είναι υπερβολικά δύσκολο και εκτεταμένο. Δεν υπάρχει μάχη, δεν υπάρχει σύγκρουση σ’ ολόκληρη την Ελλάδα σ’ όλο το διάστημα του αγώνα αυτού από το 1821 μέχρι και το 1832, στην οποία να μην έλαβαν μέρος δικοί μας αγωνιστές, απ’ την καταστροφή των Ψαρών ως την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου κι απ’ το Μανιάκι και τα Δερβενάκια ως τη μάχη της Πέτρας. Στην πλειονότητά τους μας είναι άγνωστοι. Δεν τους γνωρίζουν ακόμα και αυτοί οι άμεσοι απόγονοί τους που ασφαλώς κάπου ζουν σήμερα.
Η Φιλάρχαιος Εταιρεία Αλμυρού έχει αρχίσει μία προσπάθεια να ανακαλύψει όσους περισσότερο είναι δυνατόν από αυτούς. Θέλει όμως κοντά της συμπαραστάτες, γιατί όχι και πρωτοστάτες και πρωταγωνιστές όλους όσοι εμπνέονται από τέτοιους σκοπούς. Έτσι κλείνοντας τούτη την ομιλία απευθύνω ένα γενικό κάλεσμα σε όλους τους συλλόγους του τόπου μας, σε όλους όσοι αγαπούν αυτόν τον τόπο να σκύψουν με επιμονή στο θέμα και να το ερευνήσουν. Όσοι χρησιμοποιούν το διαδίκτυο, το λεγόμενο ίντερνετ, όλοι οι ερευνητές και οι μελετητές, μπορούν να θέσουν ως σκοπό να βρουν αγωνιστές του 21 του τόπου μας. Το «διαδίκτυο» σήμερα το χρησιμοποιούν σχεδόν όλοι: μαθητές, φοιτητές, επιστήμονες, ερευνητές, νέοι, ηλικιωμένοι, άντρες, γυναίκες. Εάν όλοι αυτοί λίγες από τις ατέλειωτες ώρες που περνούν μπροστά σ’ ένα υπολογιστή με E-mail, Φέις Μπουκ. Τουίντερ κ.λ.π. διαθέσουν κάποιες ώρες ψάχνοντας στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, Ηρώα αγωνιστών Φάκελοι αριστείων, που όλα είναι ανηρτημένα στο Διαδίκτυο, θα βρούν τάτοιους αγωνιστές και πού ξέρεις μπορεἰ να βρούν και δικούς τους λησμονημένους άγνωστους προγόνους, που ίσως μας καλούν να τους ανακαλύψουμε και να αποώσουμε σ’ αυτούς τις τιμές που δικαιούνταν και που ποτέ δεν τους αποδόθηκαν. Βλάχοι, Σαρακατσάνοι, Ανατολικορωμυλιώτες, Μικρασιάτες, Καππαδόκες, Πόντιοι, που ζουν στον Αλμυρό έχουν προγόνους δικούς τους στον αγώνα του 21. Πρέπει να τους βρούμε. Να δημιουργήσουμε έτσι ένα λεύκωμα τοπικών ηρώων του 21. Ένα δικό μας «Ηρώον του 1821». Ένα «Λεύκωμα – Ηρώον» δικών μας προγόνων που θα αποτελεί δημιούργημα όλων μας και του καθένα από όλους εμάς χωριστά. Ένα λεύκωμα που θα στηθεί σ’ ένα Μουσείο, ένα Μουσείο που θα λέγεται «Μουσείο Τοπικής Ιστορίας και Πολιτισμού της Περιοχής Αλμυρού» και στο οποίο θα μπορεί ο καθένας σας να πεί: αυτόν τον αγωνιστή τον ανακάλυψα εγώ.
Κυρίες και κύριοι, ήταν κάποτε, λέει μια ιστορία, ένα χέρι μόνο του. Όλα μπορούσε να τα κάνει αυτό το χέρι μόνο του: να χαιρετίσει, να χαϊδέψει, να πανηγυρίσει, να απειλήσει, να ξύσει. Ένα μόνο δεν μπορούσε να κάνει: να χειροκροτήσει. Κι άρχισε να στενοχωριέται, να μαραίνεται, να απελπίζεται. Μέχρι που βρέθηκε ένα άλλο χέρι μόνο του που κι αυτό όλα μπορούσε να τα κάνει εκτός από το να χειροκροτά. Κι άρχισαν τα δυο χέρια να χειροκροτούν και να πανηγυρίζουν και να ζωντανεύουν. Αυτά τα σκορπισμένα μοναχά χέρια ζητούμε να έρθουν για να χειροκροτήσουμε μαζί. Και υπάρχουν. Είστε όλοι εσεις. Είμαστε όλοι εδώ. Καλούμε όλους να έρθουν για να χειροκροτήσουμε μία κοινή νίκη. Ελάτε όλοι να δημιουργήσουμε ένα «Λεύκωμα – Ηρώον» για να πάρουν ονόματα όλοι αυτοί οι δικοί μας ανώνυμοι ήρωες και να βρούν ένα «τάφο» στον τόπο που τους γέννησε.